PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 5
ΛΕΟΝΑΡΔΟ ΠΑΔΟΥΡΑ
ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ c
Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΣΠΑΝΙΚΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 6
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκ αίτε, π ου χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Leonardo Padura, Herejes
Copyright Leonardo Padura, 2013 First published in Spanish language by Tusquets Editores, Barcelona, 2013 © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2013 ©
Έτος 1ης έκδοσης: 2015 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5875-9
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 7
ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Σημείωμα του συγγραφέα [9]
Το βιβλίο του Ντανιέλ [ 15 ]
Το βιβλίο του Ελίας [ 301 ]
Το βιβλίο της Ιουδήθ [ 511 ]
Γένεσις [ 753 ]
Ευχαριστίες [ 787 ]
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 8
Οι σημειώσεις του βιβλίου είναι όλες του μεταφραστή.
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 9
Πολλά από τα επεισόδια που αφηγούμαι σε αυτό το βιβλίο βασίζονται σε εξαντλητική ιστορική έρευνα, κάποια μάλιστα ακολουθούν πιστά ιστορικά ντοκουμέντα από πρώτο χέρι, όπως είναι η περίπτωση του Javein mesoula (Le fond de l’ abîme), του N.N. Hannover, μιας εντυπωσιακής και ολοζώντανης μαρτυρίας για τη φρίκη της σφαγής των Εβραίων στην Πολωνία μεταξύ 1648 και 1653, που είναι γραμμένη με τέτοιο συνταρακτικό τρόπο ώστε, με τις απαραίτητες περικοπές και ρετουσαρίσματα, αποφάσισα να την επαναλάβω στο μυθιστόρημα, περιβάλλοντάς την με μυθοπλαστικούς χαρακτήρες. Από τη στιγμή που διάβασα αυτό το κείμενο ήξερα πως δεν θα ήμουν ικανός να περιγράψω καλύτερα εκείνη την έκρηξη φρίκης ούτε, πολύ περισσότερο, να φανταστώ τα επίπεδα σαδισμού και διαστροφής που έφτασε η πραγματικότητα στην οποία υπήρξε μάρτυρας και περιέγραψε, λίγο αργότερα, ο χρονικογράφος. Καθώς όμως πρόκειται για μυθιστόρημα, ορισμένα από τα ιστορικά γεγονότα έχουν υποταχθεί στις απαιτήσεις της δραματουργικής εξέλιξης, προς όφελος, επαναλαμβάνω, της μυθοπλασίας. Ίσως το απόσπασμα όπου με μεγαλύτερη επιμονή πραγματοποιώ αυτό το εγχείρημα είναι το σχετικό με τα συμβάντα της δεκαετίας του 1640, τα οποία στην πραγματικότητα αποτελούν ένα άθροισμα από γεγονότα, χαρακτηριστικά εκείνης της στιγμής, μαζί με ορισμένα της επόμενης δεκαετίας, όπως η καταδίκη του Μπαρούχ Σπινόζα, η περιπλάνηση του υποτιθέμενου μεσσία Σαμπατάι Σεβί ή το ταξίδι του Μενασέ Μπεν Ισραέλ στο Λονδίνο, με το οποίο πέτυχε, το 1655, να δώσουν, ο Κρόμγουελ και το αγγλικό κοινοβούλιο, τη σιωπηρή τους συγκατάθεση για την παρουσία Εβραίων στην Αγγλία, διαδικασία που σύντομα άρχισε να γίνεται πραγματικότητα.
9
ΣΗΜΕIΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦEΑ
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 10
10
Στη συνέχεια του κειμένου γίνεται πράγματι σεβαστή η αυστηρή ιστορική χρονολογική σειρά, με κάποιες μικρές τροποποιήσεις στα βιογραφικά στοιχεία ορισμένων πραγματικών προσώπων. Γιατί την ιστορία, την πραγματικότητα και το μυθιστόρημα τα κινούν διαφορετικοί κινητήριοι μηχανισμοί το καθένα.
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 11
Άλλη μια φορά για τη Λουσία, την αρχηγό της φυλής
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 12
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 13
Υπάρχουν καλλιτέχνες που νιώθουν σιγουριά μόνον όταν έχουν ελευθερία, υπάρχουν όμως άλλοι που μπορούν να αναπνέουν ελεύθερα μόνον όταν νιώθουν σιγουριά. A ΡΝΟΛΝΤ Χ AΟΥΖΕΡ
Τα πάντα είναι στα χέρια του Θεού, εκτός από τον φόβο του Θεού. Ταλμούδ
Όποιος έχει συλλογιστεί αυτά τα τέσσερα πράγματα, καλύτερα θα είχε κάνει να μην είχε έρθει στον κόσμο: τι είναι αυτό που υπάρχει από πάνω; τι είναι αυτό που υπάρχει από κάτω; τι είναι αυτό που υπήρξε πριν; τι είναι αυτό που θα υπάρξει κατόπιν; Ραβινικό γνωμικό
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 14
από την ελληνική λέξη αιρετικός, επίθετο που προέρχεται από το ουσιαστικό αἵρεσις (διαίρεση, επιλογή), το οποίο προέρχεται από το ρήμα αἱροῦμαι (επιλέγω, διαιρώ, προτιμώ)· αρχικά για να ορίσει άτομα που ανήκουν σε άλλες σχολές σκέψης, που έχουν, με άλλα λόγια, ορισμένες «προτιμήσεις» σε αυτό το πεδίο. Ο όρος συνδέθηκε για πρώτη φορά με τους διαφωνούντες χριστιανούς στην πρώιμη Εκκλησία, στη Συνθήκη του Ειρηναίου της Λυόν (Λουγδούνου) «κατά των αιρέσεων» (τέλη του 2ου αιώνα), κυρίως κατά των γνωστικών. Πιθανώς προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ser με την έννοια πιάνω, παίρνω. Στα χεττιτικά απαντάται η λέξη aru και στα ουαλικά η λέξη herw, με την έννοια του λάφυρου.
ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ:
Σύμφωνα με το Λεξικό της Βασιλικής Ακαδημίας της Ισπανικής Γλώσσας: ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ: (από το προβηγκιανό eretge). 1. Άτομο που αρνείται κάποιο από τα καθιερωμένα δόγματα μιας θρησκείας. 2. Άτομο που διαφωνεί ή απομακρύνεται από την επίσημη γραμμή της άποψης που ακολουθεί κάποιος θεσμός, κάποια οργάνωση, κάποια σχολή κ.λπ. [...] καθομ. Κούβα: όταν αναφέρεται σε κάποια κατάσταση [estar hereje]: σε κατάσταση πολύ δύσκολη, ειδικά από πολιτική ή οικονομική άποψη.
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 15
Το βιβλίο του Ντανιέλ
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 16
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 17
[1]
Αβάνα, 1939
α περνούσαν πολλά χρόνια μέχρι ο Ντανιέλ Καμίνσκι να καταφέρει να εγκλιματιστεί στους ευφρόσυνους ήχους μιας πόλης που ορθωνόταν πάνω στο πιο εξωφρενικό πανδαιμόνιο. Πολύ σύντομα είχε ανακαλύψει πως εκεί τα πάντα αντιμετωπίζονταν και διευθετούνταν με φωνές, τα πάντα έτριζαν από την οξείδωση και την υγρασία, τα αυτοκίνητα προχωρούσαν ανάμεσα σε εκρήξεις και βογκητά από μηχανές ή μακρόσυρτα επίμονα κορναρίσματα, τα σκυλιά γάβγιζαν με ή χωρίς αιτία και τα κοκόρια λαλούσαν ακόμα και μέσα στα μεσάνυχτα, ενώ ο κάθε πλανόδιος μικροπωλητής ανάγγελλε την παρουσία του με μια σφυρίχτρα, μια καμπάνα, μια τρομπέτα, ένα σφύριγμα, μια ροκάνα, μια φλογέρα, ένα ηχηρό τραγούδι ή ένα απλό ουρλιαχτό. Είχε ξοκείλει σε μια πόλη στην οποία, για αποκορύφωμα, κάθε βράδυ, στις εννέα ακριβώς, ηχούσε μια κανονιά,* χωρίς να υπάρχει κηρυγμένος πόλεμος ούτε τείχη για να κλείσουν οι πύλες τους και όπου πάντα, μα πάντα, σε εποχές ευημερίας και σε στιγμές δυσκολίας, υπήρχε κάποιος που άκουγε μουσική και, επιπλέον, την τραγουδούσε. Τον πρώτο του καιρό στην Αβάνα, το παιδί θα προσπαθού-
* Τον 19ο αιώνα, η βολή από το κανόνι στο κάστρο Λα Καμπάνια ειδοποιούσε για το κλείσιμο των πυλών του τείχους που περιέβαλλε την Αβάνα. Τείχη δεν υπάρχουν πλέον στην πόλη, ωστόσο η τελετή έχει επιβιώσει, κάθε βράδυ στις εννέα.
17
Θ
18
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 18
σε πολλές φορές να ανακαλέσει στη μνήμη του, όσο του επέτρεπε το μυαλό του που μόλις άρχιζε να γεμίζει με αναμνήσεις, τις παχύρρευστες σιωπές της συνοικίας των αστών Εβραίων της Κρακοβίας, όπου είχε γεννηθεί και είχε ζήσει τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Από καθαρή διαίσθηση του ξεριζωμένου έτρεχε πίσω από εκείνο το μοβ και ψυχρό τοπίο του παρελθόντος, όμοιο με σανίδα που μπορούσε να τον σώσει από το ναυάγιο στο οποίο είχε μετατραπεί η ζωή του, όταν όμως οι αναμνήσεις του, βιωμένες ή φανταστικές, πατούσαν τη στέρεα γη της πραγματικότητας, αμέσως αντιδρούσε και προσπαθούσε να δραπετεύσει απ’ αυτή, μιας και στη σιωπηλή και σκοτεινή Κρακοβία της παιδικής του ηλικίας η υπερβολική φασαρία από φωνές μπορούσε να σημαίνει μόνο δύο πράγματα: είτε μέρα λαϊκής αγοράς είτε κίνδυνο. Και, τα τελευταία χρόνια της διαμονής του στην Πολωνία, ο κίνδυνος είχε φτάσει να είναι πιο συχνός από τα παζάρια. Και ο φόβος, η μόνιμη συντροφιά. Όπως ήταν αναμενόμενο, όταν ο Ντανιέλ Καμίνσκι βρέθηκε στην πόλη της φασαρίας, για πολύ καιρό θα αντιλαμβανόταν τα πλήγματα εκείνης της εκρηκτικής ηχητικής κατάστασης σαν ριπή από σήματα κινδύνου που κατάφερναν πάντα να τον αλαφιάζουν, μέχρι που μπόρεσε με τα χρόνια να καταλάβει ότι σε εκείνον τον καινούργιο κόσμο ο μεγαλύτερος κίνδυνος συνήθως ερχόταν μετά από σιωπή. Όταν πια είχε περάσει εκείνη η περίοδος και επιτέλους μπορούσε να ζει ανάμεσα σε θορύβους χωρίς να ακούει τους θορύβους, όπως κανείς αναπνέει τον αέρα χωρίς να έχει επίγνωση της κάθε εισπνοής, ο νεαρός Ντανιέλ ανακάλυψε πως είχε πια χάσει την ικανότητα να εκτιμά τις ευεργετικές ιδιότητες της σιωπής. Πάνω απ’ όλα, όμως, θα καυχιόταν ότι είχε καταφέρει να συμφιλιωθεί με τη φασαρία της Αβάνας, αφού, ταυτόχρονα, είχε πετύχει τον στόχο που πεισματικά επιδίωκε, να νιώσει πως ανήκε σε εκείνη την πολύβουη πόλη όπου, ευτυχώς γι’ αυτόν, τον είχε ξεβράσει η δύναμη μιας κατάρας ιστορικής ή θεϊκής – και θα είχε αμφιβολίες μέχρι
το τέλος της ύπαρξής του για το ποιος ήταν ο πιο ορθός από αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Τη μέρα που ο Ντανιέλ Καμίνσκι άρχισε να βιώνει τον χειρότερο εφιάλτη της ζωής του και, ταυτόχρονα, να έχει τις πρώτες υπόνοιες για την προνομιούχο μοίρα του, μια μυρωδιά από θάλασσα που τύλιγε τα πάντα και μια παράκαιρη, σχεδόν συμπαγής, σιωπή αιωρούνταν πάνω από την αυγή της Αβάνας. Ο θείος του, Γιόζεφ, τον είχε ξυπνήσει πολύ νωρίτερα από την ώρα που τον ξύπναγε συνήθως για να τον στείλει στο Εβραϊκό Κολέγιο του Ισραηλιτικού Κέντρου, όπου το παιδί είχε αρχίσει ήδη να λαμβάνει ακαδημαϊκή και θρησκευτική εκπαίδευση, συν τα απαραίτητα μαθήματα ισπανικής γλώσσας, που θα του επέτρεπαν να ενταχθεί στον ετερογενή και πολύχρωμο κόσμο όπου θα ζούσε, Κύριος οίδε, για πόσον καιρό. Όμως, η μέρα άρχισε να φαίνεται διαφορετική όταν, αφού του έδωσε την ευλογία του για το Σαμπάτ και τις ευχές για το Σαβουότ, ο θείος άλλαξε τη συνηθισμένη συγκρατημένη συμπεριφορά του και απόθεσε ένα φιλί στο μέτωπο του αγοριού. Ο θείος Γιόζεφ, επίσης Καμίνσκι και ασφαλώς Πολωνός, τον οποίο όσοι τον γνώριζαν τον έλεγαν ήδη Πέπε Πορτοφόλη –λόγω της μαεστρίας με την οποία ασκούσε το επάγγελμά του, κατασκευάζοντας τσάντες, πορτοφόλια και χαρτοφύλακες, μεταξύ άλλων δερμάτινων ειδών–, ήταν πάντα, και θα εξακολουθούσε να είναι μέχρι τον θάνατό του, ένας άνθρωπος συνεπής με τον πιο αυστηρό τρόπο με τους κανόνες της ιουδαϊκής πίστης. Γι’ αυτό, πριν του επιτρέψει να δοκιμάσει το πρόωρο πρόγευμα που ήταν ήδη έτοιμο στο τραπέζι, θύμισε στο αγόρι πως όφειλαν να κάνουν όχι μόνο τις συνηθισμένες τελετές εξαγνισμού και προσευχές ενός πρωινού πολύ ιδιαίτερου, αφού η χάρη του Υψίστου, ευλογημένο να είναι το όνομά Του, είχε θελήσει να συμπέσει με Σαμπάτ ο εορτασμός του Σαβουότ, η υπερχιλιετής μεγάλη ιερή γιορτή σε ανάμνηση της παράδοσης των Δέκα Εντολών στον πατριάρχη Μωυσή και της γεμάτης α-
19
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 19
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 20
20
γαλλίαση αποδοχής της Τορά εκ μέρους των θεμελιωτών του έθνους. Γιατί εκείνο το ξημέρωμα, όπως του θύμισε ο θείος στον λόγο που του έβγαλε, όφειλαν να απευθύνουν και πολλές ακόμα παρακλήσεις στον Θεό τους, ζητώντας η θεία του μεσολάβηση να τους βοηθήσει να επιλύσουν με τον καλύτερο τρόπο αυτό που, εκείνη τη στιγμή, έμοιαζε να έχει περιπλακεί με τον χειρότερο τρόπο. Αν και οι περιπλοκές ίσως να μην έφταναν μέχρι αυτούς, πρόσθεσε και χαμογέλασε πονηρά. Μετά από σχεδόν μία ώρα προσευχών στη διάρκεια της οποίας ο Ντανιέλ νόμισε πως θα λιποθυμούσε από την πείνα και τη νύστα, ο Γιόζεφ Καμίνσκι επιτέλους του υπέδειξε ότι μπορούσε να σερβιριστεί το πλούσιο πρωινό που περιλάμβανε στη σειρά χλιαρό κατσικίσιο γάλα (το οποίο, ακριβώς επειδή ήταν Σάββατο, η Ιταλίδα Μαρία Περουπάτο, αποστολική και ρωμαιοκαθολική, και ως εκ τούτου επιλεγμένη από τον θείο ως η «γκόι του Σαμπάτ», τους είχε αφήσει πάνω στα ζεστά κάρβουνα της φωτιάς), τα τετράγωνα μπισκότα που τα ονόμαζαν ματσότ,* μαρμελάδες από φρούτα, ακόμα και ένα μεγάλο κομμάτι μπακλαβά πνιγμένο στο μέλι, ένα τσιμπούσι που θα έκανε το παιδί να αναρωτηθεί πού να είχε βρει άραγε τα λεφτά ο θείος για τέτοιες πολυτέλειες: γιατί από εκείνα τα χρόνια ο Ντανιέλ Καμίνσκι θα θυμόταν, για όλη την υπόλοιπη μακρά του ύπαρξη πάνω στη γη, εκτός από τα βασανιστήρια που του χάριζαν οι θόρυβοι γύρω του και τη φριχτή βδομάδα που θα ζούσε μετά από εκείνη τη στιγμή, την αχόρταγη και ποτέ χορτασμένη πείνα που τον ακολουθούσε πάντα, σαν το πιο πιστό σκυλί. Όταν τελείωσε το ασυνήθιστο και πλουσιοπάροχο πρωινό του, το αγόρι επωφελήθηκε από την παρατεταμένη παραμονή του δυσκοίλιου θείου του στην κοινόχρηστη τουαλέτα του φαλανστηρίου στο οποίο ζούσαν για να ανεβεί στην ταράτσα του κτηρίου. Η πλάκα ήταν ακόμα δροσερή εκείνη την ώρα που ο * Άζυμα.
ήλιος δεν είχε βγει και, αψηφώντας τις απαγορεύσεις, τόλμησε να σκύψει το κεφάλι του από τη μαρκίζα για να ατενίσει το πανόραμα των οδών Κομποστέλα και Ακόστα, όπου ήταν εγκατεστημένη η καρδιά τής όλο και πιο μεγάλης εβραϊκής συνοικίας της Αβάνας. Το πάντα αμπαρωμένο κτήριο του Υπουργείου Εσωτερικών, ένα παλιό καθολικό μοναστήρι από τους καιρούς της αποικιοκρατίας, παρέμενε ερμητικά κλειστό, σαν να ήταν νεκρό. Κάτω από τη γειτονική στοά με τις καμάρες που σχημάτιζε τη λεγόμενη Αψίδα της Βηθλεέμ, εκτεινόταν η οδός Ακόστα, απ’ όπου δεν περνούσε τίποτα και κανένας. Ο κινηματογράφος Ιντεάλ, ο φούρνος των Γερμανών, το σιδηροπωλείο των Πολωνών, το εστιατόριο Μοσέ Πιπίκ, που η όρεξη του παιδιού το έβλεπε πάντα σαν τον μεγαλύτερο πειρασμό που βασίλευε στη Γη, είχαν τα ρολά κατεβασμένα, τα φώτα στις βιτρίνες σβηστά. Αν και στην περιοχή ζούσαν πολλοί Εβραίοι και, ως εκ τούτου, τα περισσότερα από εκείνα τα μαγαζιά ανήκαν σ’ αυτούς και σε ορισμένες περιπτώσεις έμεναν κλειστά τα Σάββατα, η ησυχία που κυριαρχούσε ολόγυρα δεν οφειλόταν μόνο στην ώρα ή στο ότι ήταν Σαμπάτ, γιορτή του Σαβουότ, μέρα της συναγωγής, αλλά στο γεγονός ότι εκείνη τη στιγμή, ενόσω οι Κουβανοί κοιμούνταν γαλήνια απολαμβάνοντας την πασχαλινή αργία, η πλειονότητα των Ασκενάζι και των Σεφαραδιτών της περιοχής διάλεγαν τα καλύτερα ρούχα τους και ετοιμάζονταν να βγουν στον δρόμο έχοντας τις ίδιες προθέσεις με τους Καμίνσκι. Η ησυχία της αυγής, το φιλί του θείου, το απρόσμενο πρόγευμα, ακόμη και η ευτυχής σύμπτωση ότι το Σαβουότ έπεφτε Σάββατο, στην πραγματικότητα είχαν έρθει απλώς να επιβεβαιώσουν την παιδιάστικη προσδοκία του Ντανιέλ Καμίνσκι για την αναμενόμενη ιδιαιτερότητα της ημέρας που άρχιζε. Γιατί ο λόγος του πρόωρου ξυπνήματος ήταν ότι, για κάποια στιγμή κοντά στα ξημερώματα, είχε προαναγγελθεί η άφιξη στο λιμάνι της Αβάνας του υπερωκεάνιου S.S. Σεντ Λούις, που
21
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 21
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 22
22
είχε σαλπάρει από το Αμβούργο πριν από δεκαπέντε μέρες και στο κατάστρωμα του οποίου ταξίδευαν εννιακόσιοι τριάντα επτά Εβραίοι με άδεια της εθνικοσοσιαλιστικής κυβέρνησης της Γερμανίας να μεταναστεύσουν. Και, ανάμεσα στους επιβάτες του Σεντ Λούις, βρίσκονταν ο γιατρός Ησαΐας Καμίνσκι, η σύζυγός του Έστερ Κέλερσταϊν και η μικρή τους κόρη, Γιούντιτ, ή, με άλλα λόγια, ο πατέρας, η μητέρα και η αδελφή του μικρού Ντανιέλ Καμίνσκι.
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 23
[2]
Αβάνα, 2007
πό τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια, ακόμη και πριν καταφέρει να επαναφέρει στην ξεχαρβαλωμένη του και υγρή ακόμη από το φτηνό ρούμι συνείδηση το γεγονός ότι είχε περάσει τη νύχτα στο σπίτι της Ταμάρα και ότι η Ταμάρα ήταν η γυναίκα που, μιας και σχεδόν δεν μπορούσε πια να γίνεται αλλιώς, κοιμόταν στο πλευρό του, ο Μάριο Κόντε δέχτηκε σαν σιβυλλική μαχαιριά την ύπουλη αίσθηση ήττας που τον συνόδευε ήδη από πολύ καιρό. Γιατί να σηκωθεί; Πώς μπορούσε να ξοδέψει τη μέρα του; – τον ξαναρώτησε η επίμονη αίσθηση. Και ο Κόντε δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Καταρρακωμένος από την ανικανότητά του να δώσει κάποια απάντηση στον εαυτό του, εγκατέλειψε το κρεβάτι βάζοντας τα δυνατά του να μην ταράξει τον ατάραχο ύπνο της γυναίκας, από το μισάνοιχτο στόμα της οποίας ξέφευγαν μια ίνα από ασημόχρωμο σάλιο και ένα ροχαλητό σχεδόν μουσικό, με τον ήχο του να γίνεται πιο οξύς ίσως και λόγω του ίδιου του εκκρίματος. Καθισμένος πια στο τραπέζι της κουζίνας, αφού είχε πιει μια κούπα φρεσκοφτιαγμένο καφέ και είχε ανάψει το πρώτο από τα τσιγάρα της μέρας που τόσο πολύ τον βοηθούσαν να ξαναβρεί την αμφίβολη κατάσταση του ορθολογικού όντος, ο άνδρας κοίταξε από τη μισάνοιχτη πόρτα την εσωτερική αυλή όπου άρχιζαν σιγά σιγά να κυριαρχούν τα πρώτα φώτα εκείνου που απειλούσε να είναι άλλη μία ζεστή μέρα του Σεπτεμβρίου. Η απουσία κάθε προσδοκίας ήταν τελικά τόσο επιθετική ώστε
23
Α
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 24
24
αποφάσισε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, να την αντιμετωπίσει με την καλύτερη μέθοδο που ήξερε και τον καλύτερο τρόπο που μπορούσε: κατά μέτωπο και παλεύοντας. Μιάμιση ώρα μετά, με τους πόρους του κορμιού του να ξεχειλίζουν από ιδρώτα, εκείνος ο ίδιος Μάριο Κόντε τριγύριζε στους δρόμους του Σέρο αναγγέλλοντας με στεντόρεια φωνή, σαν μεσαιωνικός πλανόδιος έμπορος, τις απελπισμένες του προθέσεις: «Αγοράζω παλιά βιβλία! Άντε, έλα να πουλήσεις τα παλιά σου βιβλία!» Από τότε που είχε φύγει από την αστυνομία, σχεδόν είκοσι χρόνια πριν, και, για σανίδα σωτηρίας, είχε μπει στην πολύ λεπτή αλλά αποδοτική ακόμη τότε δουλειά της αγοραπωλησίας βιβλίων από δεύτερο χέρι, ο Κόντε είχε εφαρμόσει όλους τους τρόπους με τους οποίους μπορούσε να ασκήσει αυτό το επάγγελμα: από την πρωτόγονη μέθοδο της πλανόδιας εξαγγελίας της εμπορικής του πρότασης με ξεφωνητά (που κάποια εποχή πλήγωνε τόσο πολύ την περηφάνια του) μέχρι την εξειδικευμένη αναζήτηση βιβλιοθηκών μετά από υπόδειξη κάποιου πληροφοριοδότη ή παλιού πελάτη, περνώντας βέβαια και από την ενδιάμεση μέθοδο να χτυπάει την πόρτα εκείνων των σπιτιών του Βεδάδο και του Μιραμάρ* που, χάρη σε κάποια ένδειξη ανεπαίσθητη στα μάτια των άλλων (ένας κήπος παραμελημένος, κάποιο παράθυρο με σπασμένο τζάμι), του υπεδείκνυαν την πιθανή ύπαρξη βιβλίων και, κυρίως, ανάγκης να πουληθούν. Ευτυχώς γι’ αυτόν, όταν λίγο καιρό αργότερα γνώρισε τον Γιόγι τον Περιστέρη, εκείνον τον νεαρό με το άκρατο εμπορικό ένστικτο, και ξεκίνησε να δουλεύει μαζί του αναζητώντας μόνο επιλεγμένους καταλόγους βιβλίων για τους οποίους ο Γιόγι είχε πάντα τον σωστό αγοραστή, ο Κόντε είχε αρχίσει να ζει μια περίοδο οικονομικής ευμά* Οι περιοχές που αναφέρονται εδώ είναι «αριστοκρατικές» συνοικίες της Αβάνας.
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 25
* Βλ. Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη, μτφρ. Κ. Αθανασίου, Εκδ. Καστανιώτη, 2009.
25
ρειας που είχε διαρκέσει κάμποσα χρόνια και του είχε επιτρέψει να ασκεί, έως και μέχρι υπερβολής, όλες εκείνες τις δραστηριότητες που του χάριζαν τη μεγαλύτερη απόλαυση στη ζωή: να διαβάζει καλά βιβλία και να τρώει, να πίνει, να ακούει μουσική και να φιλοσοφεί (να λέει μαλακίες, για να μιλάμε χωρίς περιστροφές) με τους πιο παλιούς και παθιασμένους φίλους του. Όμως, η εμπορική του δραστηριότητα δεν ήταν πηγάδι δίχως πάτο. Τα τελευταία τρία, τέσσερα χρόνια, λίγο μετά την τυχαία ανακάλυψη της μυθικής βιβλιοθήκης της οικογένειας Μόντες δε Όκα, που ήταν προστατευμένη και σφραγισμένη για πενήντα χρόνια χάρη στον ζήλο των αδελφών Διονίσιο και Αμάλια Φερέρο,* δεν είχε ξαναβρεί ποτέ κάποια καταπληκτική φλέβα σαν εκείνη και κάθε παραγγελία από τους απαιτητικούς αγοραστές του Γιόγι συνεπαγόταν μεγάλες προσπάθειες απ’ αυτόν για να μπορέσει να την ικανοποιήσει. Το πεδίο, κάθε μέρα και πιο εξαντλημένο, είχε γεμίσει ρωγμές, όπως η γη μετά από μεγάλη ξηρασία, και ο Κόντε είχε αρχίσει να περνάει περιόδους όπου τα κάτω ήταν πολύ πιο συνηθισμένα από τα πάνω και τον υποχρέωναν να ξαναρχίζει όλο και πιο συχνά τη μίζερη και ιδρωμένη μέθοδο της αγοράς στον δρόμο. Μετά από άλλη μιάμιση ώρα, όταν είχε πια διασχίσει ένα μέρος του Σέρο και οι φωνές του είχαν φτάσει μέχρι τη γειτονική συνοικία του Παλατίνο, χωρίς κανένα αποτέλεσμα, η κούραση, η βαρεμάρα και ο βάναυσος ήλιος του Σεπτεμβρίου τον υποχρέωσαν να κατεβάσει τα ρολά και να σκαρφαλώσει σε ένα λεωφορείο που εμφανίστηκε απ’ το πουθενά και σταμάτησε ως εκ θαύματος μπροστά του και τον πήγε μέχρι κάπου κοντά στο σπίτι του συνεταίρου του στην επιχείρηση. Ο Γιόγι ο Περιστέρης, αντίθετα από τον Κόντε, ήταν ένας επιχειρηματίας με όραμα και με μεγάλη ποικιλία στις δραστηριό-
26
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 26
τητές του. Τα σπάνια και πολύτιμα βιβλία ήταν απλώς ένα από τα χόμπι του, διαβεβαίωνε, αφού τα αληθινά του συμφέροντα προσανατολίζονταν σε υποθέσεις πιο προσοδοφόρες: αγοραπωλησίες σπιτιών, αυτοκινήτων, κοσμημάτων, πολύτιμων αντικειμένων. Αυτός ο νεαρός μηχανικός, που δεν είχε αγγίξει ποτέ βίδα ούτε είχε μπει ποτέ σε γιαπί, είχε ανακαλύψει πριν από καιρό, με μια διορατικότητα πάντα ικανή να εκπλήσσει τον Κόντε, ότι η χώρα στην οποία ζούσαν απείχε πολύ από τον παράδεισο που περιέγραφαν οι επίσημες εφημερίδες και ομιλίες και έτσι είχε αποφασίσει να βγάλει το κέρδος που οι πιο ικανοί αποκομίζουν πάντα από την εξαθλίωση. Η επιδεξιότητα και η ευφυΐα του τού επέτρεψαν να ανοίξει διάφορα μέτωπα, στα όρια της νομιμότητας, αν και όχι ιδιαίτερα μακριά από τη συνοριακή γραμμή, επιχειρήσεις από τις οποίες αποκτούσε τα εισοδήματα που του επέτρεπαν να ζει σαν πρίγκιπας: από το να ξοδεύει για επώνυμα ρούχα και χρυσά κοσμήματα μέχρι να πηγαίνει από εστιατόριο σε εστιατόριο, πάντα συνοδευόμενος από όμορφες γυναίκες και μετακινούμενος με εκείνη την καμπριολέ Σεβρολέτ Μπελ Ερ του 1956, το αυτοκίνητο που όλοι οι ειδήμονες θεωρούν την πιο τέλεια, ανθεκτική, κομψή και άνετη μηχανή που βγήκε ποτέ από βορειοαμερικάνικο εργοστάσιο – και για το οποίο ο νεαρός είχε πληρώσει μια περιουσία, τουλάχιστον για τα δεδομένα της Κούβας. Ο Γιόγι ήταν, από κάθε άποψη, ένα τυπικό δείγμα του Νέου Ανθρώπου που έχει μολυνθεί από την πραγματικότητα που υπήρχε γύρω του: αδιάφορος για την πολιτική, εθισμένος στην επιδεικτική απόλαυση της ζωής, φορέας μιας ωφελιμιστικής ηθικής. «Γαμώτο, man, ωραία σκατόφατσα έχεις», είπε ο νεαρός βλέποντάς τον να καταφθάνει, κάθιδρος και με εκείνη την όψη την οποία είχε χαρακτηρίσει με τόση σημασιολογική και σκατολογική ακρίβεια. «Ευχαριστώ», περιορίστηκε να πει ο νεοφερμένος και σωριάστηκε στον αφράτο καναπέ απ’ όπου ο Γιόγι, έχοντας βγει
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 27
* Βακαλάος μαγειρευτός σε σάλτσα ντομάτας. ** Ρύζι με μαύρα φασόλια, μαγειρεμένα με κρεμμύδι, σκόρδο κ.ά., καμιά φορά και με χοιρινό ή μπέικον.
27
μόλις από το μπάνιο μετά από δύο ώρες σε κάποιο ιδιωτικό γυμναστήριο, αξιοποιούσε τον χρόνο του βλέποντας στην πλάσμα των πενήντα δύο ιντσών έναν αγώνα μπέιζμπολ του βορειοαμερικανικού πρωταθλήματος. Όπως συνέβαινε συνήθως, ο Γιόγι του πρότεινε να τσιμπήσουν κάτι. Εκείνη τη μέρα, η υπηρέτρια που μαγείρευε στον νεαρό είχε ετοιμάσει βακαλάο αλά βισκαΐνα,* ρύζι κονγκρί,** σιροπιαστές μπανάνες και μια σαλάτα με πολλά λαχανικά, τα οποία ο Κόντε καταβρόχθισε με όρεξη και χωρίς ενδοιασμούς, και με τη βοήθεια ενός μπουκαλιού παλιού Πεσκέρα που ο Γιόγι έβγαλε από την παγωνιέρα όπου διατηρούσε τα κρασιά του στη θερμοκρασία που απαιτούσαν οι ατμοί των τροπικών. Καθώς έπιναν τον καφέ τους στην ταράτσα, ο Κόντε ένιωσε ξανά τη σουβλιά της εξουθένωσης από την απογοήτευση που τον καταδίωκε. «Όλο αυτό δεν βγάζει τίποτα πια, Γιόγι. Ο κόσμος πλέον δεν έχει ούτε παλιές εφημερίδες...» «Πάντα εμφανίζεται κάτι, man. Δεν μπορείς όμως να απελπίζεσαι», είπε ο άλλος ενώ, όπως ήταν η συνήθειά του, πασπάτευε το τεράστιο χρυσό μενταγιόν με την εικόνα της Παναγίας το οποίο, έτσι όπως ήταν κρεμασμένο από μια χοντρή αλυσίδα από το ίδιο μέταλλο, έπεφτε πάνω στο εξόγκωμα του στήθους που έμοιαζε με στήθος περιστεριού και στο οποίο όφειλε το παρατσούκλι του. «Κι άμα δεν απελπιστώ, τι σκατά να κάνω;» «Μυρίζομαι στον αέρα πως θα μας πέσει μια χοντρή παραγγελία», είπε ο Γιόγι, ο οποίος, μάλιστα, μέχρι που έκανε πως οσμίζεται τη ζεστή ατμόσφαιρα του Σεπτεμβρίου. «Και θα γεμίσεις τις τσέπες σου με πέσος...»
28
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 28
Ο Κόντε ήξερε πού θα οδηγούσαν εκείνα τα οσφρητικά προαισθήματα του Γιόγι και ένιωσε ντροπή γνωρίζοντας ότι περνούσε από το σπίτι του νεαρού για να τα προκαλεί. Από την παλιά του περηφάνια, όμως, έμενε όρθια τόσο λίγη που, όποτε ένιωθε το σκοινί να έχει σφιχτεί υπερβολικά στον λαιμό του, προσγειωνόταν εκεί παρέα με τις μεμψιμοιρίες του. Έχοντας συμπληρώσει πια τα πενήντα τέσσερά του, ο Κόντε ήξερε για τον εαυτό του πως αποτελούσε παραδειγματικό μέλος αυτής που, χρόνια πριν, ο ίδιος και οι φίλοι του είχαν αποκαλέσει κρυμμένη γενιά, εκείνων των όλο και πιο γερασμένων και ηττημένων πλασμάτων που, χωρίς δύναμη να βγουν από το λαγούμι τους, είχαν εξελιχθεί (οπισθοδρομήσει, στην πραγματικότητα) στην πιο απογοητευμένη και τσακισμένη γενιά μέσα στη νέα χώρα που διαμορφωνόταν. Χωρίς να έχουν ούτε τη δύναμη ούτε την ηλικία να ανακυκλωθούν ως έμποροι έργων τέχνης ή διαχειριστές ξένων επιχειρήσεων ή τουλάχιστον ως υδραυλικοί ή ζαχαροπλάστες, δεν τους έμενε παρά μόνο η δυνατότητα να αντέξουν ως επιζήσαντες. Έτσι, ενώ κάποιοι επιβίωναν με τα δολάρια που τους έστελναν τα παιδιά τους που είχαν φύγει για κάθε μέρος που έβαζε ο νους, άλλοι προσπαθούσαν να τα βγάλουν πέρα όπως όπως για να μην κατρακυλήσουν στην απόλυτη ανέχεια ή στη φυλακή: ως καθηγητές που έκαναν ιδιαίτερα, ως σοφέρ που νοίκιαζαν τα ξεχαρβαλωμένα τους αυτοκίνητα, ως κτηνίατροι ή μασέρ που δούλευαν για δικό τους λογαριασμό, οτιδήποτε παρουσιαζόταν. Όμως, η επιλογή να αναζητά τα προς το ζην τσιμπολογώντας από δω κι από κει, γεμάτος αγωνία, δεν ήταν εύκολη και προκαλούσε εκείνη την αστρική κούραση, την αίσθηση διαρκούς αβεβαιότητας και αμετάκλητης ήττας που συχνά βασάνιζε τον πρώην αστυνομικό και τον έβγαζε, με ένα απλό σπρώξιμο, κόντρα στη βούληση και τις επιθυμίες του, να τριγυρνάει στους δρόμους ψάχνοντας παλιά βιβλία που θα του απέφεραν, τουλάχιστον, τα λίγα πέσος που χρειαζόταν για να επιβιώνει.
Αφού ήπιε τον καφέ του, κάπνισε ένα δυο τσιγάρα και μίλησε για τα βάσανα της ζωής, ο Γιόγι έριξε ένα χασμουρητό ικανό να τραντάξει ολόκληρο το σώμα του και είπε στον Κόντε πως είχε έρθει η ώρα της σιέστας, της μοναδικής ευπρεπούς δραστηριότητας στην οποία, τέτοια ώρα και με τέτοια ζέστη, μπορούσε να αφοσιωθεί ένας κάτοικος της Αβάνας που θέλει να περηφανεύεται για το γεγονός αυτό. «Μην ανησυχείς, εγώ φεύγω...» «Εσύ δεν έχεις να πας πουθενά, man», είπε, βάζοντας τη μεγαλύτερη δυνατή έμφαση στην επωδό του που δεν εγκατέλειπε ποτέ. «Πάρε το ράντζο που είναι στο γκαράζ και φέρ’ το στο δωμάτιο. Έχω πει ήδη εδώ και ώρα να ανάψουν το ερκοντίσιον... Η σιέστα είναι ιερή... Μετά πρέπει να βγω και θα σε πάω μέχρι το σπίτι σου». Ο Κόντε, χωρίς τίποτε καλύτερο να κάνει, υπάκουσε στον Περιστέρη. Παρόλο που ήταν γύρω στα είκοσι χρόνια μεγαλύτερος από τον νεαρό, συνήθιζε να εμπιστεύεται τη ζωτική του σοφία. Και το σίγουρο ήταν πως μετά από εκείνον τον βακαλάο και το Πεσκέρα που είχε πιει, η σιέστα επιβαλλόταν σαν προσταγή που την υπαγόρευαν ο τροπικός γεωγραφικός φαταλισμός και οι καλύτερες πλευρές της ιβηρικής κληρονομιάς. Τρεις ώρες αργότερα, μέσα στην αστραφτερή καμπριολέ Σεβρολέτ την οποία ο Γιόγι οδηγούσε γεμάτος περηφάνια στους κακούς δρόμους της Αβάνας, οι δύο άνδρες ξεκίνησαν με κατεύθυνση τη γειτονιά του Κόντε. Λίγο πριν φτάσουν στο σπίτι του πρώην αστυνομικού, αυτός του ζήτησε να σταματήσει. «Άφησέ με στη γωνία, θέλω να τακτοποιήσω κάτι εκεί...» Ο Γιόγι ο Περιστέρης χαμογέλασε και άρχισε να πλησιάζει το αυτοκίνητο στο κράσπεδο του πεζοδρομίου. «Μπροστά στο Μπαρ των Απελπισμένων;» ρώτησε ο Γιόγι, γνωρίζοντας τις αδυναμίες και τις υλικές και πνευματικές ανάγκες του Κόντε. «Περίπου».
29
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 29
30
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 30
«Έχεις ακόμη χρήματα;» «Περίπου. Το αποθεματικό για την αγορά των βιβλίων». Ο Κόντε επανέλαβε τις τυπικές φράσεις ευγένειας και, για αποχαιρετισμό, έτεινε το χέρι στον νεαρό, που του το έσφιξε δυνατά. «Ευχαριστώ για το γεύμα, τη σιέστα και την ενθάρρυνση». «Κοίτα, man, όπως και να ’χει πάρε τούτο εδώ για να τα φέρεις βόλτα». Πίσω από το τιμόνι της Σεβρολέτ ο νεαρός μέτρησε κάμποσα χαρτονομίσματα από τη δέσμη που είχε βγάλει από την τσέπη και έδωσε ένα μέρος στον Κόντε. «Μια μικρή προκαταβολή για την καλή δουλειά που μυρίζομαι». Ο Κόντε κοίταξε τον Γιόγι και, χωρίς να το πολυσκεφτεί, πήρε τα χρήματα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι παρόμοιο και, από τη στιγμή που ο νέος είχε αρχίσει να μιλάει για την καλή δουλειά που προαισθανόταν, ο άλλος ήξερε πως αυτός θα ήταν ο κολοφώνας του αποχαιρετισμού. Και ο Κόντε ήξερε επίσης πως, παρόλο που η σχέση μεταξύ τους είχε γεννηθεί ως εμπορικός δεσμός όπου ο καθένας εισέφερε τις ικανότητές του, ο Γιόγι τον εκτιμούσε με τρόπο ειλικρινή. Αυτός ήταν ο λόγος που η περηφάνια του δεν ένιωσε πιο πληγωμένη απ’ όσο ήδη ήταν, επειδή δέχθηκε μερικά χαρτονομίσματα που μπορούσαν να του δώσουν άλλη μια ανάσα. «Ξέρεις κάτι, Γιόγι; Είσαι ο πιο καλός καργιόλης τύπος στην Κούβα». Ο Γιόγι χαμογέλασε καθώς χάιδευε το τεράστιο χρυσό μενταγιόν πάνω στην καρένα του στέρνου του. «Μη λες τέτοια πράγματα εδώ, man... Αν μάθουν ότι είμαι και καλός άνθρωπος θα χάσω το κύρος μου. Τα λέμε». Και έβαλε μπρος την αθόρυβη Μπελ Ερ. Το αυτοκίνητο προχώρησε σαν να ήταν ο άρχοντας της λεωφόρου. Ή του κόσμου. Ο Μάριο Κόντε ατένισε το θλιβερό πανόραμα που απλωνόταν μπροστά του και αντιλήφθηκε ολοκάθαρα πως αυτό που έβλεπε οδηγούσε την ήδη αξιοθρήνητη διάθεσή του σε οδυνηρή επιδείνωση. Εκείνη η γωνία είχε υπάρξει μέρος του ομφα-
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 31
* Μαγαζί που πουλάει γουαράπο, ποτό που βγαίνει από το ζαχαροκάλαμο. ** Το ανταλλάξιμο σε δολάρια πέσο.
31
λού της γειτονιάς του και τώρα έμοιαζε με σπυρί γεμάτο πύο. Κατακλυσμένος από μια διεστραμμένη νοσταλγία, θυμήθηκε ότι, όταν ήταν μικρό παιδί και ο παππούς του, Ρουφίνο, του μάθαινε τα μυστικά της τέχνης να προετοιμάζει τα κοκόρια της μάχης και πάσχιζε να τον εξοπλίσει με μια αισθηματική αγωγή κατάλληλη για να επιβιώσει σε έναν κόσμο που έμοιαζε πολύ με αρένα για κοκορομαχίες, ακριβώς από εκείνο το σημείο όπου βρισκόταν εκείνο το απόγευμα μπορούσε κανείς να δει το ασταμάτητο πηγαινέλα στον περίφημο σταθμό των λεωφορείων της συνοικίας, όπου για χρόνια είχε δουλέψει ο πατέρας του. Όμως, με τη γραμμή των λεωφορείων να έχει διακοπεί, η εγκατάσταση χαραμιζόταν, έχοντας μετατραπεί σε ένα ρημαγμένο πάρκινγκ για αυτοκίνητα σε φάση επιθανάτιου ρόγχου. Στο μεταξύ, η καντίνα της Κοντσίτα, η γουαραπέρα* του Πορφίριο, τα μαγαζιά με τα τηγανητά του Πάντσο του Ψεύτη και του Αλμπίνου, τα είδη κιγκαλερίας της Νενίτα, τα κουρεία του Ουίλντο και του Τσίλο, η καφετέρια του σταθμού, το κοτοπουλάδικο του Μιγκέλ, το μπακάλικο του Νάρδο και του Μανόλο, το καφενείο του Ισκιέρδο, το μαγαζί των Κινέζων, το επιπλοποιείο, το σιδηροπωλείο, τα δύο συνεργεία με τα βουλκανιζατέρ και τα πλυντήρια των αυτοκινήτων, το μπιλιαρδάδικο, ο φούρνος Η Σέιμπα, που έβγαζε μια μυρωδιά ζωής..., όλα αυτά επίσης είχαν εξαφανιστεί, σαν να τα είχε καταπιεί ένα τσουνάμι ή κάτι ακόμα χειρότερο και η εικόνα τους μόλις και μετά βίας επιβίωνε στις ξεροκέφαλες αναμνήσεις τύπων όπως ο Κόντε. Τώρα, περικυκλωμένο από δρόμους γεμάτους λακκούβες και κατεστραμμένα πεζοδρόμια, το κτήριο του ενός συνεργείου είχε αρχίσει να λειτουργεί ως καφετέρια που πουλούσε τα σκουπίδια της σε CUC,** το άπιαστο κουβανέζικο συνάλλαγμα. Στο
32
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 32
άλλο συνεργείο δεν υπήρχε τίποτα. Και το μαγαζί όπου βρισκόταν το μπακάλικο του Νάρδο και του Μανόλο, ανακαινισμένο πολλάκις για να ανακυκλώνεται και να γίνεται κάθε φορά χειρότερο από το αρχικό, έβγαζε προς την Καλσάδα μια μικροσκοπική μπάρα, προστατευμένη από πιθανές επιθέσεις κουρσάρων και πειρατών με ένα κιγκλίδωμα από σκουριασμένα σιδερένια κάγκελα, και υποδυόταν το κέντρο διανομής αλκοόλ και νικοτίνης το οποίο ο Κόντε είχε βαφτίσει Μπαρ των Απελπισμένων. Εκεί, και όχι στην καφετέρια που πουλούσε σε CUC, έπιναν οι μεθύστακες της γειτονιάς οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας το φτηνό τους ρούμι, χωρίς το χάδι ενός πάγου, όρθιοι ή καθισμένοι στο λιγδιασμένο πάτωμα, μαλώνοντας για τον χώρο με τα αναρίθμητα σκυλιά του δρόμου. Ο Κόντε απέφυγε μερικές λιμνούλες με σκοτεινά νερά και διέσχισε τη λεωφόρο. Πλησίασε τα κάγκελα που θύμιζαν φυλακή και στηρίζονταν στην μπάρα αυτού του μπαρ νέου τύπου. Η αιθυλική του δίψα εκείνο το απόγευμα δεν ήταν από τις χειρότερες, αλλά χρειαζόταν ανακούφιση. Και ο ιδιοκτήτης της καντίνας, ο Γκαντίνγκα, Γκάντι για τους θαμώνες, βρισκόταν εκεί για να του την προσφέρει. Δύο γερά ποτά και δύο ατελείωτες ώρες μετά, έχοντας μόλις κάνει μπάνιο, έχοντας μάλιστα και παρφουμαριστεί με τη γερμανική κολόνια, δώρο της Αϊμάρα, της δίδυμης αδελφής της Ταμάρα, ο Κόντε ξαναγύρισε στον δρόμο. Σε ένα δοχείο, δίπλα στο ανοιχτό παραθυράκι της πόρτας της κουζίνας, είχε αφήσει το φαγητό του Σκουπίδια του 2ου, που, παρότι είχε συμπληρώσει πια τα δέκα του, συνέχιζε να ασκεί την κληρονομημένη κλίση του αδέσποτου σκύλου από το οποίο δεν είχε παραιτηθεί ποτέ ο πατέρας του, ο αξιοσέβαστος και εκλιπών, πλέον, Σκουπίδιας ο 1ος. Για τον εαυτό του, ωστόσο, δεν είχε ετοιμάσει τίποτα: όπως σχεδόν κάθε βράδυ, η Χοσεφίνα, η μητέρα του φίλου του, Κάρλος, τον είχε προσκαλέσει να φάνε και, σε τέτοιες περιπτώσεις, το καλύτερο ήταν να διατηρεί διαθέσιμο τον με-
γαλύτερο δυνατόν όγκο του στομαχικού του χώρου. Με τις δύο μποτίλιες ρούμι που, χάρη στη γενναιοδωρία του Γιόγι, είχε μπορέσει να αγοράσει από το Μπαρ των Απελπισμένων, ανέβηκε σε ένα λεωφορείο και, παρά τη ζέστη, το στρίμωγμα, την ακουστική και ηθική βία ενός ρεγκετόν και την αίσθηση εξουθένωσης που βασίλευε, η προοπτική μιας πιο ευχάριστης βραδιάς τον έκανε να παραδεχτεί ότι άρχιζε ξανά να νιώθει αρκετά γαληνεμένος, έξω σχεδόν από έναν κόσμο που τον έκανε να αισθάνεται τόσο ανικανοποίητος και από τον οποίο δεχόταν τόσες επιθέσεις. Το να περάσει το βράδυ του μαζί με τους παλιούς του φίλους στο σπίτι του Κοκαλιάρη Κάρλος, που εδώ και πάρα πολύ καιρό δεν ήταν πλέον κοκαλιάρης, αποτελούσε για τον Μάριο Κόντε τον καλύτερο τρόπο να κλείσει τη μέρα του. Ο δεύτερος καλύτερος τρόπος ήταν όταν, με κοινή συμφωνία, αυτός και η Ταμάρα αποφάσιζαν να περάσουν το βράδυ μαζί, βλέποντας κάποια από τις ταινίες που αγαπούσε ο Κόντε –κάτι σαν την Τσάιναταουν, το Σινεμά ο Παράδεισος ή το Γεράκι της Μάλτας ή την πάντα λιτή και συγκινητική Ήμασταν τόσο αγαπημένοι του Έτορε Σκόλα, με μια Στεφανία Σαντρέλι ικανή να ξυπνήσει ένστικτα κανιβαλικά–, για να κλείσουν τη μέρα με μια ερωτική πράξη, κάθε φορά και λιγότερο πυρετική, πιο αργή (και από τις δύο πλευρές) αλλά πάντα ικανοποιητική. Εκείνες οι μικρές πραγματώσεις συνόψιζαν ό,τι καλύτερο του έμενε από μια ζωή που, με τα χρόνια και τις κλοτσιές που είχαν συσσωρευτεί, είχε απολέσει σχεδόν όλες της τις προσδοκίες που δεν αφορούσαν την πιο χυδαία επιβίωση. Μιλώντας για απώλειες, είχε παρατήσει ακόμα και το όνειρο να γράψει κάποτε ένα μυθιστόρημα όπου θα διηγιόταν μια ιστορία, επίσης λιτή και συγκινητική ασφαλώς, όπως αυτές που είχε γράψει εκείνος ο καργιόλης ο Σάλιντζερ που από στιγμή σε στιγμή θα πέθαινε, σίγουρα χωρίς να δημοσιεύσει ξανά ούτε ένα κακομοίρικο διηγηματάκι. Μόνο στην επικράτεια εκείνων των κόσμων που είχαν δια-
2 – Αιρετικοί
33
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 33
34
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 34
τηρηθεί πεισματικά στο περιθώριο του πραγματικού χρόνου και που στα εξωτερικά τους σύνορα ο Κόντε και οι φίλοι του είχαν ορθώσει τα πιο ψηλά τείχη για να τους προστατεύουν από τις εισβολές των βαρβάρων, υπήρχαν κάποια σύμπαντα καλόγνωμα και σταθερά από τα οποία κανένας τους, παρά τις δικές τους αλλαγές στο σώμα και στο πνεύμα, δεν ήθελε ούτε σκόπευε να παραιτηθεί: οι κόσμοι στους οποίους αναγνώριζαν την ταυτότητά τους και όπου, σαν κέρινα αγάλματα, αισθάνονταν σχεδόν ασφαλείς από τις καταστροφές και τις διαστροφές του περιβάλλοντος. Ο Κοκαλιάρης Κάρλος, ο Κούνελος και ο Κόκκινος Κάντιτο ήδη συζητούσαν στη σκεπαστή βεράντα του σπιτιού. Τους τελευταίους μήνες, ο Κάρλος είχε βολευτεί με μια καινούργια αναπηρική πολυθρόνα που λειτουργούσε με ηλεκτρισμό τροφοδοτούμενο από μια μπαταρία. Το μηχάνημα το είχε φέρει από το Υπερπέραν η πάντα πιστή και περιποιητική Ντουλσίτα, η πιο σταθερή πρώην αρραβωνιαστικιά του Κοκαλιάρη, ακόμα μάλιστα πιο σταθερή από τότε που, πριν από ένα χρόνο, έμεινε χήρα και διπλασίασε τη συχνότητα των ταξιδιών της από το Μαϊάμι και άρχισε να παρατείνει τη διάρκεια της παραμονής της στο νησί, για έναν λόγο προφανή, αν και δεν τον αποκάλυπτε δημόσια. «Ξέρεις τι ώρα είναι, βρε ζώον;» ήταν ο χαιρετισμός του Κοκαλιάρη, καθώς έβαζε μπροστά την αυτοκινούμενη πολυθρόνα του για να πλησιάσει τον Κόντε και να του αρπάξει την τσάντα στην οποία, το ήξερε καλά, ερχόταν η δόση των καυσίμων που θα κινούσαν τη νύχτα. «Κόψ’ την πλάκα, κτήνος, είναι οκτώμισι... Τι γίνεται, Κούνελε; Πώς πάει, Κόκκινε;» είπε, τείνοντας το χέρι και στους υπόλοιπους φίλους του. «Γαμημένος αλλά ευχαριστημένος», απάντησε ο Κούνελος. «Παρομοίως», είπε ο Κάντιτο δείχνοντας με το πιγούνι τον Κούνελο, «αλλά χωρίς να παραπονιέμαι. Γιατί, όποτε σκεφτώ να παραπονεθώ, προσεύχομαι λίγο».
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 35
* Περίπου πέντε κιλά.
35
Ο Κόντε χαμογέλασε. Από τότε που ο Κάντιτο εγκατέλειψε τις επεισοδιακές δραστηριότητες με τις οποίες για πολλά χρόνια ασχολιόταν –αφεντικό παράνομου μπαρ, κατασκευαστής παπουτσιών από κλεμμένα υλικά, διαχειριστής παράνομου πρατήριου βενζίνης– και προσηλυτίστηκε στον προτεσταντικό χριστιανισμό –ο Κόντε ποτέ δεν είχε καταλάβει καλά σε ποιο από τα παρακλάδια του–, εκείνος ο μουλάτος με τα μαλλιά που κάποτε είχαν το χρώμα της ζαφοράς και τώρα είχαν ασπρίσει από τα χιόνια του χρόνου –όπως είθισται να λέμε–, συνήθιζε να λύνει τα προβλήματά του απευθυνόμενος στον Θεό. «Μια από αυτές τις μέρες θα σου ζητήσω να με βαφτίσεις, Κόκκινε», είπε ο Κόντε. «Το πρόβλημα είναι πως είμαι σε τέτοιο χάλι που μετά θα πρέπει να περνάω τη μέρα με προσευχές». Ο Κάρλος επέστρεψε στη βεράντα με την αυτοκινούμενη πολυθρόνα του και με έναν δίσκο πάνω στα νεκρά του πόδια, όπου κουδούνιζαν τρία ποτήρια γεμάτα με ρούμι και ένα με λεμονάδα. Ενόσω μοίραζε τα ποτά –η λεμονάδα, ασφαλώς, ήταν για τον Κάντιτο–, εξήγησε: «Η γριά μου ήδη τελειώνει το φαγητό». «Και τι θα μας ταΐσει σήμερα η Χοσεφίνα;» ζήτησε να μάθει ο Κούνελος. «Λέει πως δεν είναι καλό και πως επιπλέον δεν είχε και έμπνευση». «Κρατηθείτε!» προειδοποίησε ο Κόντε, καθώς φανταζόταν τι ερχόταν. «Επειδή έχει τόση ζέστη», άρχισε ο Κάρλος, «θα ξεκινήσει με ένα μαγειρευτό που έχει μέσα ρεβίθια, πικάντικο λουκάνικο, άλλο λουκάνικο γεμιστό με το αίμα του, κομμάτια χοιρινό και πατάτες... Για πρώτο πιάτο μάς ετοιμάζει ένα φαγκρί ψητό, αλλά όχι πολύ μεγάλο, γύρω στις δέκα λίμπρες.* Και, προφανώς, ρύζι αλλά με λαχανικά, για τη χώνεψη, λέει. Έχει ήδη ετοιμάσει
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 36
36
μια σαλάτα με αβοκάντο, φασόλια, ραπανάκια και ντομάτες». «Και για επιδόρπιο;» – του Κούνελου του έτρεχαν τα σάλια λες και ήταν λυσσασμένο σκυλί. «Τα ίδια όπως πάντα: κομματάκια γουαϊάβα με άσπρο τυρί... Βλέπετε ότι δεν είχε έμπνευση;» «Γαμώτο, Κοκαλιάρη, αυτή η γυναίκα είναι μάγισσα;» ρώτησε ο Κάντιτο που, κατά τα φαινόμενα, είχε νιώσει να ξεπερνιέται η μεγάλη του ικανότητα να πιστεύει, ακόμη και στο άυλο. «Σάμπως δεν το ήξερες;» αναφώνησε ο Κόντε και κατέβασε το μισό ποτήρι από το ρούμι του. «Μην κάνεις το κορόιδο, Κάντιτο, μην κάνεις το κορόιδο!..»
«Ο Μάριο Κόντε;» Μόλις έφτασε στ’ αυτιά του η ερώτηση του μαστόδοντου με την κοτσίδα, ο Κόντε άρχισε να κάνει τους υπολογισμούς του: είχε χρόνια που δεν φορούσε κέρατα σε κανέναν, οι επιχειρήσεις του με τα βιβλία ήταν όσο πιο καθαρές μπορούσαν να είναι οι επιχειρήσεις, δεν χρωστούσε λεφτά παρά μόνο στον Γιόγι... και ήταν πάρα πολύς καιρός που είχε πάψει να είναι αστυνομικός ώστε να εμφανιστεί κάποιος τώρα με μια βεντέτα. Όταν στα μέτρα προφύλαξης άθροισε και τον τόνο της ερώτησης, μάλλον γεμάτο προσμονή παρά επιθετικό, και πρόσθεσε και την έκφραση του προσώπου του άνδρα, ένιωσε κάπως πιο σίγουρος ότι ο άγνωστος τουλάχιστον δεν έμοιαζε να έχει την πρόθεση να τον σκοτώσει ή να τον πλακώσει στο ξύλο. «Ναι, πείτε μου...» Ο άνδρας είχε σηκωθεί από μία από τις παλιές και κακοβαμμένες πολυθρόνες που είχε ο Κόντε στη βεράντα της εισόδου του σπιτιού του και τις οποίες, παρά την αξιοθρήνητη κατάστασή τους, ο πρώην αστυνομικός είχε δέσει με αλυσίδα μεταξύ τους και μετά σε μια κολόνα, ώστε να δυσκολέψει την πρόθεση οποιουδήποτε να τις μετακινήσει από εκεί. Μέσα στο ημίφως,
που το έσπαγε μόνο το φέγγος του δημόσιου φωτισμού –η τελευταία λάμπα που είχε βάλει ο Κόντε μπροστά στην είσοδο του σπιτιού του είχε αλλαχτεί από έναν άλλο γλόμπο, αγνώστων λοιπών στοιχείων, κάποιο βράδυ που, υπερβολικά μεθυσμένος για να σκεφτεί λάμπες και γλόμπους, είχε ξεχάσει να την πάρει μέσα–, μπόρεσε να κάνει ένα πρώτο πορτρέτο του αγνώστου. Ήταν ένας άνδρας ψηλός, ίσως ένα κι ενενήντα, και είχε περάσει τα σαράντα αλλά και τα κιλά που αναλογούσαν στον σκελετό του. Τα μάλλον αραιά στο μέτωπο μαλλιά του τα αντιστάθμιζε μια αλογοουρά μαζεμένη στον αυχένα του η οποία, επιπλέον, εξισορροπούσε και την προεξοχή της μύτης του. Όταν ο Κόντε βρέθηκε πιο κοντά του και κατάφερε να διακρίνει τη ροδαλή ωχρότητα του δέρματός του και την ποιότητα των επιμελώς ατημέλητων ρούχων του, μπόρεσε να συμπεράνει πως ήταν κάποιος που προερχόταν από την άλλη πλευρά της θάλασσας. Οποιασδήποτε από τις επτά θάλασσες. «Χαίρω πολύ. Ελίας Καμίνσκι», είπε ο ξένος, προσπάθησε να χαμογελάσει και έτεινε το δεξί του χέρι στον Κόντε. Πεισμένος από τη ζεστασιά και την απαλότητα εκείνης της χερούκλας, που μπορούσε να τον τυλίξει ολόκληρο, ότι δεν ήταν κάποιος που πιθανώς ετοιμαζόταν να του επιτεθεί, ο πρώην αστυνομικός είχε θέσει σε λειτουργία τον υπολογιστή του μυαλού του, που βογκούσε κι έτριζε, προσπαθώντας να φανταστεί τον λόγο που εκείνος ο ξένος τον περίμενε, σχεδόν μεσάνυχτα, στο σκοτεινό κατώφλι του σπιτιού του. Να είχε άραγε δίκιο ο Γιόγι κι εκεί μπροστά του να βρισκόταν ένας κυνηγός σπάνιων βιβλίων; Είχε τέτοιο στιλ, κατέληξε, και πήρε ύφος αδιάφορου για κάθε είδους επιχείρηση, όπως του είχε συστήσει η εμπορική σοφία του Περιστέρη. «Μου είπατε πως το όνομά σας είναι...;» – ο Κόντε προσπάθησε να αρχίσει να καθαρίζει το μυαλό του, ευτυχώς γι’ αυτόν όχι ιδιαίτερα θολωμένο από το αλκοόλ χάρη στο διατροφικό σοκ που τους είχε επιβάλει η γρια-Χοσεφίνα.
37
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 37
38
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 38
«Ελίας, Ελίας Καμίνσκι... Ακούστε, με συγχωρείτε που σας περίμενα εδώ... και μάλιστα τέτοια ώρα... Κοιτάξτε...» – ο άνδρας, που εκφραζόταν σε κάτι ισπανικά πολύ ουδέτερα, προσπάθησε να χαμογελάσει, κατά τα φαινόμενα αμήχανος από την κατάσταση, και αποφάσισε πως το πιο έξυπνο θα ήταν να ρίξει αμέσως στο τραπέζι το καλύτερο χαρτί του. «Είμαι φίλος του φίλου σας, του Αντρές, του γιατρού, που ζει στο Μαϊάμι...» Με εκείνα τα λόγια όση ένταση είχε απομείνει στον Κόντε υποχώρησε ως διά μαγείας. Θα πρέπει να ήταν κάποιος που έψαχνε παλιά βιβλία και τον είχε στείλει ο φίλος του. Ο Γιόγι να ήξερε άραγε κάτι και γι’ αυτό έκανε πως είχε προαισθήματα και τέτοια; «Α, ναι, βέβαια, κάτι μου είπε...» είπε ψέματα ο Κόντε, που είχε δύο ή τρεις μήνες να επικοινωνήσει με τον Αντρές. «Ευτυχώς. Ο φίλος σας σάς στέλνει χαιρετίσματα και...» –έψαξε στην τσέπη του επίσης κάζουαλ πουκαμίσου του (μάρκας Guess, κατάφερε να προσδιορίσει ο Κόντε)– «και σας έγραψε αυτό το γράμμα». Ο Κόντε πήρε τον φάκελο. Είχε χρόνια να λάβει γράμμα από τον Αντρές και ένιωθε ανυπόμονος να το διαβάσει. Κάποιος ασυνήθιστος λόγος πρέπει να ώθησε τον φίλο του να καθίσει να του γράψει, αφού, ως προληπτική θεραπεία ενάντια στις πανούργες ενέδρες της νοσταλγίας, ο γιατρός είχε αποφασίσει από τότε που είχε ριζώσει στο Μαϊάμι να διατηρήσει μια επιφυλακτική σχέση με εκείνο το παρελθόν, το υπερβολικά τρυφερό και, ως εκ τούτου, βλαπτικό για την υγεία του παρόντος. Μόνο δύο φορές τον χρόνο έσπαγε τη σιωπή του και κατρακυλούσε στη νοσταλγία: τα βράδια πριν από τη μέρα των γενεθλίων του Κάρλος και τη νύχτα της 31ης Δεκεμβρίου, που τηλεφωνούσε στο σπίτι του Κοκαλιάρη, γνωρίζοντας πως οι φίλοι του θα ήταν μαζεμένοι εκεί, πίνοντας ρούμι και μετρώντας απώλειες, συμπεριλαμβανομένης και της δικής του, που είχε γίνει πραγματικότητα πριν από είκοσι, ήδη, χρόνια, όταν, όπως προειδο-
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 39
* Αναφορά στο μπολέρο Se fue (Έφυγε), του Κουβανού συνθέτη, πιανίστα και τραγουδιστή Ernesto Lecuona: «Έφυγε / για μην ξαναγυρίσει / Έφυγε / χωρίς να πει αντίο / για πολύ μακριά μου έχει φύγει...».
39
ποιούσε το μπολέρο, ο Αντρές έφυγε για να μην ξαναγυρίσει. Αν και αυτός είχε πει αντίο.* «Ο φίλος σας, ο Αντρές, δουλεύει σε ένα γηροκομείο όπου έμειναν οι γονείς μου για κάμποσα χρόνια, μέχρι που πέθαναν», ξαναμίλησε ο άνδρας, βλέποντας τον Κόντε να διπλώνει τον φάκελο και να τον φυλάει στη μικρή του τσέπη. «Είχε μια ειδική σχέση μαζί τους. Η μητέρα μου, που πέθανε πριν από μερικούς μήνες...» «Συλλυπητήρια». «Ευχαριστώ... Η μητέρα μου ήταν Κουβανή και ο πατέρας μου Πολωνός, αλλά έζησε στην Κούβα είκοσι χρόνια, μέχρι που έφυγαν, το 1958». Κάτι στην πιο συναισθηματική μνήμη του Ελίας Καμίνσκι του προκάλεσε ένα ελαφρό μειδίαμα. «Παρόλο που στην Κούβα δεν έζησε παρά μόνο αυτά τα είκοσι χρόνια, έλεγε πως ήταν Eβραίος από καταγωγή, Πολωνογερμανός από τους γονείς και τη γέννησή του, νόμιμος πολίτης των ΗΠΑ και, σε όλα τα υπόλοιπα, Κουβανός. Γιατί στην πραγματικότητα ήταν πιο πολύ Κουβανός από οτιδήποτε άλλο. Από το κόμμα εκείνων που τρώνε μαύρα φασόλια και γιούκα με πικάντικη σάλτσα, έλεγε πάντα». «Οπότε ήταν δικός μου... Να καθίσουμε;» – ο Κόντε έδειξε τις πολυθρόνες και, με ένα από τα κλειδιά του, άνοιξε το λουκέτο που τις ένωνε σαν παντρεμένο ζευγάρι, υποχρεωμένο σε αναγκαστική συμβίωση, και κατόπιν προσπάθησε να τις βάλει σε θέση πιο κατάλληλη για μια συζήτηση. Η περιέργεια να μάθει τον λόγο που εκείνος ο άνθρωπος τον αναζητούσε είχε σβήσει ένα μέρος της αποθάρρυνσης που τον καταδίωκε εδώ και βδομάδες. «Ευχαριστώ», είπε ο Ελίας Καμίνσκι καθώς βολευόταν στην
40
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 40
πολυθρόνα, «αλλά δεν πρόκειται να σας ενοχλήσω για πολύ, κοιτάξτε τι ώρα είναι...» «Γιατί λοιπόν ήρθατε να με δείτε;» Ο Καμίνσκι έβγαλε ένα πακέτο Κάμελ και πρόσφερε τσιγάρο στον Κόντε, που το αρνήθηκε ευγενικά. Μόνο σε περίπτωση πυρηνικής καταστροφής ή επικείμενου θανάτου θα κάπνιζε ένα από εκείνα τα αρωματισμένα και γλυκερά σκατά. Ο Κόντε, πλην του ότι ήταν μέλος του Κόμματος των Φαγάδων Μαύρων Φασολιών, ήταν και νικοτινικός πατριώτης και το απέδειξε ανάβοντας ένα από τα ολέθρια, μαύρα, άφιλτρα Κριόγιος. «Υποθέτω πως ο Αντρές θα σας εξηγεί στο γράμμα... Είμαι ζωγράφος, έχω γεννηθεί στο Μαϊάμι και τώρα ζω στη Νέα Υόρκη. Οι γονείς μου δεν άντεχαν το κρύο και γι’ αυτό αναγκάστηκα να τους αφήσω στη Φλόριντα. Είχαν ένα διαμέρισμα στο γηροκομείο όπου γνώρισαν τον Αντρές. Παρά την καταγωγή τους, είναι η πρώτη φορά που έρχομαι στην Κούβα και... κοιτάξτε, η ιστορία είναι λίγο μεγάλη. Θα δεχόσασταν να σας καλέσω να πάρουμε πρωινό αύριο στο ξενοδοχείο μου και να μιλήσουμε για το ζήτημα; Ο Αντρές μού είπε πως εσείς είστε το πιο κατάλληλο πρόσωπο για να με βοηθήσετε να μάθω κάτι για μια ιστορία που έχει σχέση με τους γονείς μου... Α, και προφανώς θα σας πληρώσω για τη δουλειά σας, εννοείται...» Όσο ο Ελίας Καμίνσκι μιλούσε, ο Κόντε ένιωθε τα φώτα κινδύνου του, που μέχρι πριν από λίγο ήταν χαμηλωμένα, να ζεσταίνονται ένα ένα. Αν ο Αντρές είχε πάρει το θάρρος να του στείλει εκείνον τον άνθρωπο, που απ’ ό,τι φαινόταν δεν έψαχνε σπάνια βιβλία, κάποιος σοβαρός λόγος θα πρέπει να υπήρχε. Πριν όμως πιει καφέ με εκείνον τον άγνωστο και πολύ πριν του πει πως δεν είχε ούτε χρόνο ούτε διάθεση να μπλεχτεί στην ιστορία του, υπήρχαν πράγματα που έπρεπε να ξέρει. Ωστόσο... ο τύπος είχε πει πως θα τον πλήρωνε, έτσι δεν είναι; Πόσο; Η οικονομική ένδεια που τον καταδίωκε τους τελευταίους μήνες αφομοίωσε λαίμαργα την πληροφορία. Σε κάθε περί-
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 41
πτωση, το καλύτερο ήταν, όπως πάντα, να ξεκινήσει από την αρχή. «Μου επιτρέπετε να διαβάσω το γράμμα;» «Ασφαλώς. Εμένα θα με είχε πιάσει τρέλα για να το διαβάσω». Ο Κόντε χαμογέλασε. Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και το πρώτο που είδε ήταν ο Σκουπίδιας ο 2ος, ξαπλωμένος στον καναπέ, ακριβώς στον μοναδικό χώρο που άφηναν ελεύθερο κάμποσες στοίβες βιβλία. Ο σκύλος, κοιμισμένος και ανόρεχτος, δεν κούνησε ούτε καν την ουρά του όταν ο Κόντε άναψε το φως και έσκισε τον φάκελο. Μαϊάμι, 2 Σεπτεμβρίου 2007
* Λογοπαίγνιο που δεν αποδίδεται στα ελληνικά, καθώς η λέξη Condenado, Καταραμένος, εμπεριέχει το όνομα του Κόντε.
41
Καταραμένε,* Απομένει ακόμα πολύς καιρός μέχρι το τηλεφώνημα του τέλους του χρόνου, αλλά αυτό δεν μπορούσε να περιμένει. Έχω μάθει από την Ντουλσίτα, που γύρισε πριν μερικές μέρες από την Κούβα, ότι είστε όλοι σας καλά, με λιγότερα μαλλιά και μάλιστα πιο χοντροί. Ο κομιστής ΔΕΝ είναι φίλος μου. ΣΧΕΔΟΝ ήταν οι γονείς του, δύο γέροι υπερτέλειοι, κυρίως εκείνος, ο Πολωνοκουβανός. Αυτός ο κύριος είναι ζωγράφος, πουλάει αρκετά καλά απ’ ό,τι φαίνεται και κληρονόμησε μερικά πράγματα ($) από τους γονείς του. ΝΟΜΙΖΩ πως είναι καλός τύπος. Όχι όπως εσύ ή όπως εγώ αλλά περίπου. Αυτό που θα σου ζητήσει είναι περίπλοκο, ούτε εσύ δεν πιστεύω πως θα καταφέρεις να το λύσεις, αλλά κάνε την προσπάθεια, γιατί μέχρι κι εμένα μου έχει εξάψει την περιέργεια αυτή η ιστορία. Επιπλέον, είναι απ’ αυτές που σου αρέσουν, θα δεις. Βέβαια, εγώ του είπα πως παίρνεις εκατό δολάρια τη μέρα για τη δουλειά σου, συν τα έξοδα. Αυτό το έχω μάθει από ένα
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 42
μυθιστόρημα του Τσάντλερ που μου δάνεισες πριν από κάτι χιλιάδες γαμημένα χρόνια. Σ’ αυτό υπήρχε ένας τύπος που μιλούσε σαν χαρακτήρας του Χέμινγουεϊ, κατάλαβες για ποιο σου λέω; Όλη μου την αγάπη για ΟΛΟΥΣ. Ξέρω ότι την επόμενη βδομάδα είναι τα γενέθλια του Κούνελου. Δώσ’ του ευχές εκ μέρους μου. Ο Ελίας τού φέρνει και ένα δωράκι από μένα, καθώς και κάποια φάρμακα που πρέπει να παίρνει η Χόσε. Με αγάπη και λιτότητα, ο ΠΑΝΤΟΤΙΝΟΣ σου αδελφός, Αντρές ΥΓ: Α, πες στον Ελίας ότι δεν μπορεί να μη σου διηγηθεί την ιστορία της φωτογραφίας του Ορέστες Μινιόσο...
42
Ο Κόντε δεν μπόρεσε να κρατηθεί και να μη βουρκώσουν τα μάτια του. Με όλη αυτή τη συσσωρευμένη κούραση και τις απογοητεύσεις, συν τη ζέστη και την υγρασία της ατμόσφαιρας, ερεθίζονται τα μάτια, είπε ψέματα στον εαυτό του με τον πιο ξεδιάντροπο τρόπο. Σε εκείνο το γράμμα, που δεν έλεγε σχεδόν τίποτα, ο Αντρές έλεγε τα πάντα, με εκείνες τις σιωπές και τις γραμμένες με κεφαλαία εμφάσεις του. Το γεγονός ότι θυμόταν τα γενέθλια του Κούνελου κάμποσες μέρες πριν από την ημερομηνία τους τον πρόδιδε: αν δεν έγραφε ήταν επειδή δεν ήθελε και δεν μπορούσε, αφού προτιμούσε να μη διατρέξει τον κίνδυνο να καταρρεύσει. Ο Αντρές, ακόμα κι αν το σώμα του βρισκόταν μακριά, εξακολουθούσε να είναι υπερβολικά κοντά και, απ’ ό,τι φαινόταν, θα ήταν για πάντα. Η φυλή στην οποία ανήκε εδώ και πολλά χρόνια έμενε απρόσβλητη, ΙΝ SAECULA SAECULORUM,* έτσι, με κεφαλαία. Άφησε το γράμμα πάνω στη μακαρίτισσα τη ρώσικη τηλεόραση που δεν αποφάσιζε να την πετάξει στα σκουπίδια και, νιώθοντας το βάρος της νοσταλγίας να προστίθεται σε εκείνο των * Εις τους αιώνας των αιώνων. (λατινικά στο κείμενο)
πιο άγρυπνων και επίμονων απογοητεύσεών του, είπε στον εαυτό του πως το καλύτερο για να αντέξει εκείνη την απρόσμενη συζήτηση ήταν να τη διατηρήσει μουλιασμένη στο αλκοόλ. Από το μπουκάλι με το σκυλίσιο ρούμι που είχε αφήσει για εφεδρεία έβαλε δυο γενναίες δόσεις σε δυο ποτήρια. Μόνο τότε απέκτησε πλήρη συνείδηση της κατάστασης: δηλαδή, εκείνος ο άνθρωπος θα τον πλήρωνε εκατό δολάρια τη μέρα για να τον βοηθήσει να μάθει κάτι; Σχεδόν έπαθε ίλιγγο. Στον ρημαγμένο και εξαθλιωμένο κόσμο στον οποίο ζούσε ο Κόντε, εκατό δολάρια ήταν μια περιουσία. Και αν δούλευε πέντε μέρες; Ο ίλιγγος έγινε πιο έντονος και για να τον ελέγξει ήπιε μια γουλιά κατευθείαν από το μπουκάλι. Με τα ποτήρια στο χέρι και το μυαλό του να ξεχύνεται σε οικονομικά σχέδια επέστρεψε στη βεράντα της εισόδου. «Θα το τολμήσετε;» ρώτησε τον Ελίας Καμίνσκι τείνοντάς του το ποτήρι που ο άλλος δέχτηκε ψιθυρίζοντας ένα ευχαριστώ. «Είναι ρούμι, απ’ το φτηνό... απ’ αυτό που πίνω εγώ». «Δεν είναι κακό», είπε ο ξένος αφού το δοκίμασε με κάποια επιφύλαξη. «Είναι από την Αϊτή;» ρώτησε με ύφος ειδήμονα και αμέσως μετά έβγαλε ακόμα ένα Κάμελ και το άναψε. Ο Κόντε ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά και έκανε σαν να δοκίμαζε εκείνη την ολέθρια μπόμπα. «Ναι, πρέπει να είναι αϊτινό... Εν πάση περιπτώσει, αν θέλετε μιλάμε αύριο στο ξενοδοχείο σας και μου λέτε τις λεπτομέρειες...» –ξεκίνησε ο Κόντε, προσπαθώντας να κρύψει την αγωνία του να μάθει–, «αλλά πείτε μου τώρα τι είναι αυτό που πιστεύετε ότι μπορώ να σας βοηθήσω να ανακαλύψετε». «Σας είπα ήδη, είναι μεγάλη ιστορία. Έχει σχέση με τη ζωή του πατέρα μου, Ντανιέλ Καμίνσκι... Για αρχή, ας πούμε πως ψάχνω τα ίχνη ενός πίνακα, σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες, ενός Ρέμπραντ». Ο Κόντε δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει. Ένας Ρέμπραντ, στην Κούβα; Πριν από χρόνια, όταν ακόμα ήταν αστυνομικός, η ύπαρξη ενός Ματίς τον είχε οδηγήσει να εμπλα-
43
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 43
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 44
44
κεί σε μια οδυνηρή ιστορία πάθους και μίσους. Και ο Ματίς τελικά είχε αποδειχτεί πιο ψεύτικος και από τους όρκους πουτάνας... ή αστυνομικού.* Όμως, η αναφορά σε κάποιον πιθανό πίνακα του Ολλανδού δασκάλου ήταν ένας μαγνήτης υπερβολικά ισχυρός για την περιέργεια του Κόντε, που γινόταν όλο και πιο βιαστική, ίσως λόγω της ανάφλεξης που είχε πάθει από εκείνο το ρούμι το τόσο φρικαλέο που έμοιαζε αϊτινό και της προοπτικής για μια αμοιβή εξαιρετικά δελεαστική. «Α, μάλιστα, ένας Ρέμπραντ... Τι λέει αυτή η ιστορία και τι σχέση έχει με τον πατέρα σας;» Πίεσε τον ξένο και πρόσθεσε επιχειρήματα για να τον πείσει. «Τέτοια ώρα εδώ δεν κάνει σχεδόν καθόλου ζέστη... και μου έχει μείνει και η υπόλοιπη μποτίλια με το ρούμι». Ο Καμίνσκι άδειασε το ποτό του και έτεινε το ποτήρι του στον Κόντε. «Βάλτε το ρούμι στα έξοδα...» «Αυτό που θα βάλω είναι μια λάμπα στο φως. Είναι προτιμότερο να βλέπουμε καλά τα πρόσωπά μας, δεν νομίζετε;» Όσο έψαχνε τον γλόμπο και μια καρέκλα για να ανέβει, τον τοποθετούσε στο ντουί και επιτέλους άναβε το φως, ο Κόντε σκεφτόταν ότι, στην πραγματικότητα, δεν είχε γιατρειά. Γιατί, γαμώτο, ενθάρρυνε εκείνον τον άνθρωπο να του διηγηθεί την υιική του ιστορία αφού το πιο πιθανό ήταν πως δεν μπορούσε να τον βοηθήσει να βρει τίποτα; Μόνο και μόνο επειδή αν δεχόταν θα τον πλήρωναν; «Εκεί έχεις φτάσει, Μάριο Κόντε;» αναρωτήθηκε και προτίμησε, προς το παρόν, να μη δοκιμάσει καν να απαντήσει στον εαυτό του. Όταν επέστρεψε στην πολυθρόνα του, ο Ελίας Καμίνσκι έβγαλε μια φωτογραφία από την υπέροχη τσέπη του κάζουαλ πουκάμισου και την έτεινε στον άλλον. * Βλ. Paisaje de otoño (Φθινοπωρινό τοπίο), το τέταρτο βιβλίο της σειράς με τον Μάριο Κόντε· ανέκδοτο στα ελληνικά.
«Το κλειδί για όλα μπορεί να είναι αυτή η φωτογραφία». Ήταν ένα πρόσφατο αντίγραφο μιας παλιάς φωτογραφίας. Η αρχική σέπια της εκτύπωσης είχε γίνει γκρίζα και μπορούσε κανείς να διακρίνει τα ακανόνιστα όρια του πρωτότυπου χαρτονιού. Στην εικόνα φαινόταν μια γυναίκα, μεταξύ είκοσι και τριάντα χρόνων, που φορούσε ένα σκούρο φόρεμα και καθόταν σε μια πολυθρόνα με μπροκάρ ταπετσαρία και ψηλή πλάτη. Μαζί με τη γυναίκα, ένα παιδάκι, γύρω στα πέντε, όρθιο, με το ένα χέρι πάνω στη φούστα της γυναίκας, κοιτούσε προς τον φακό. Από τα ρούχα και τα χτενίσματα, ο Κόντε υπέθεσε πως η φωτογραφία είχε τραβηχτεί ανάμεσα στις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Έχοντας προειδοποιηθεί ήδη για το θέμα, αφού παρατήρησε τα πρόσωπα, ο Κόντε επικέντρωσε την προσοχή του σε έναν μικρό πίνακα κρεμασμένο πίσω τους, πάνω από ένα τραπεζάκι όπου βρισκόταν ένα βάζο με λευκά λουλούδια. Ο πίνακας πρέπει να ήταν, ίσως, γύρω στους σαράντα επί είκοσι πέντε πόντους, αν έκρινε κανείς από τη σχέση του με το κεφάλι της γυναίκας. Ο Κόντε κίνησε πέρα δώθε τη φωτογραφία αναζητώντας τον καλύτερο φωτισμό για να μελετήσει την κορνιζαρισμένη φιγούρα: ήταν το πορτρέτο ενός άνδρα, με τα μαλλιά να σχηματίζουν χωρίστρα πάνω στο κρανίο και να πέφτουν μέχρι τους ώμους και ένα μούσι αραιό και αφρόντιστο. Κάτι απροσδιόριστο εξέπεμπε εκείνη η εικόνα, κυρίως χάρη στο βλέμμα, κάτι ανάμεσα σε χαμένο και μελαγχολικό, των ματιών εκείνης της μορφής, και ο Κόντε αναρωτήθηκε αν ήταν προσωπογραφία κάποιου άνδρα ή μια απεικόνιση της μορφής του Χριστού, αρκετά κοντινή σε κάποια που πρέπει να είχε δει σε ένα ή σε περισσότερα βιβλία με αντίγραφα πινάκων του Ρέμπραντ... Ένας Χριστός του Ρέμπραντ σε σπίτι Εβραίων; «Αυτή η προσωπογραφία είναι του Ρέμπραντ;» ρώτησε, χωρίς να πάψει να κοιτάζει τη φωτογραφία. «Η γυναίκα είναι η γιαγιά μου, το παιδί είναι ο πατέρας μου. Βρίσκονται στο σπίτι που ζούσαν, στην Κρακοβία... και ο πί-
45
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 45
46
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 46
νακας είναι πιστοποιημένα αυθεντικός Ρέμπραντ. Φαίνεται καλύτερα με μεγεθυντικό φακό...» Από την κάζουαλ τσέπη έβγαλε τώρα έναν μεγεθυντικό φακό και ο Κόντε παρατήρησε μ’ αυτόν τον πίνακα, ενώ ταυτόχρονα ρωτούσε: «Και τι σχέση έχει αυτός ο Ρέμπραντ με την Κούβα;» «Βρισκόταν στην Κούβα. Μετά έφυγε από δω. Και πριν από τέσσερις μήνες εμφανίστηκε σε έναν οίκο δημοπρασιών για να πουληθεί... Έβγαινε στην αγορά με αρχική τιμή ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες δολάρια, αφού δεν δείχνει τελειωμένο έργο αλλά μάλλον μοιάζει με κάτι σαν σπουδή, από τις πολλές που έκανε ο Ρέμπραντ για τις μεγάλες απεικονίσεις του Χριστού που έφτιαξε όταν δούλευε τους Προσκυνητές στους Εμμαούς, την εκδοχή του 1648. Ξέρετε τίποτα για το θέμα;» Ο Κόντε τελείωσε το ρούμι του και παρατήρησε άλλη μια φορά με τον μεγεθυντικό φακό το χαρτόνι της φωτογραφίας, χωρίς να μπορέσει να αποφύγει την ερώτηση: πόσα προβλήματα της ζωής του Ρέμπραντ –αρκετά στραπατσαρισμένης, απ’ ό,τι είχε διαβάσει– θα είχαν λυθεί με εκείνο το εκατομμύριο δολάρια; «Λίγα πράγματα...» παραδέχτηκε. «Έχω δει αντίγραφα αυτού του πίνακα... Αν όμως δεν με γελάει η μνήμη μου, στους Προσκυνητές ο Χριστός κοιτάζει προς τα πάνω, έτσι δεν είναι;» «Έτσι είναι... Το ζήτημα είναι ότι αυτό το κεφάλι του Χριστού φαίνεται πως ήρθε στα χέρια της οικογένειας του πατέρα μου το 1648. Όμως, οι παππούδες μου, Εβραίοι που έφευγαν προσπαθώντας να ξεφύγουν από τους ναζί, τον έφεραν στην Κούβα το 1939... Ήταν κάτι σαν την ασφάλεια ζωής τους. Και ο πίνακας έμεινε στην Κούβα. Εκείνοι όμως όχι. Κάποιος πήρε τον Ρέμπραντ... Και πριν από μερικούς μήνες κάποιο άλλο πρόσωπο, πιστεύοντας ίσως πως είχε φτάσει η στιγμή, άρχισε να προσπαθεί να τον πουλήσει. Αυτός ο πωλητής επικοινωνεί με τον οίκο δημοπρασιών μέσω μιας ταχυδρομικής θυρίδας στο Λος Άντζε-
λες. Έχει ένα πιστοποιητικό αυθεντικότητας που έχει εκδοθεί στο Βερολίνο, με ημερομηνία 1928, και ένα αγοράς, επικυρωμένο από συμβολαιογράφο, που έχει εκδοθεί εδώ στην Αβάνα, το 1940..., όταν οι παππούδες μου και η θεία μου βρίσκονταν πλέον σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ολλανδία. Χάρη όμως σ’ αυτή τη φωτογραφία, που ο πατέρας μου φύλαξε όλη του τη ζωή, εγώ κατάφερα να σταματήσω τη δημοπρασία, αφού υπάρχει μεγάλη ευαισθησία για το θέμα των έργων τέχνης που έχουν κλαπεί από Εβραίους πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Δεν θα σας έλεγα ψέματα αν πω ότι δεν με ενδιαφέρει να ξαναπάρω τον πίνακα για την αξία που μπορεί να έχει, παρόλο που δεν είναι μικρή... Αυτό που θέλω πραγματικά να μάθω, και είναι ο λόγος που βρίσκομαι εδώ, μιλώντας μαζί σας, είναι τι συνέβη με αυτόν τον πίνακα, που ήταν οικογενειακό κειμήλιο, αλλά και με τον άνθρωπο που τον είχε εδώ, στην Κούβα. Πού βρισκόταν χωμένος μέχρι τώρα... Δεν ξέρω αν μετά από τόσα χρόνια θα είναι εφικτό να μάθω κάτι, αλλά θέλω να το προσπαθήσω... και γι’ αυτό χρειάζομαι τη βοήθειά σας». Ο Κόντε είχε πάψει να κοιτάζει τη φωτογραφία και παρατηρούσε τον νεοφερμένο, παρασυρμένος από τα λόγια του. Είχε ακούσει λάθος, άραγε, ή είχε πει ότι δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα το ένα εκατομμύριο και βάλε που άξιζε το έργο; Το μυαλό του, ήδη αφηνιασμένο, είχε αρχίσει να αναζητάει δρόμους για να προσεγγίσει εκείνη την ασυνήθιστη, κατά τα φαινόμενα, ιστορία που βρέθηκε στον δρόμο του. Εκείνη τη στιγμή, όμως, δεν του ερχόταν στο μυαλό η παραμικρή ιδέα: μόνο ότι χρειαζόταν να μάθει περισσότερα. «Και τι σας διηγήθηκε ο πατέρας σας για το πώς έφτασε ο πίνακας στην Κούβα;» «Για το θέμα αυτό δεν μου είπε πολλά, επειδή το μόνο που ήξερε ήταν ότι οι γονείς του τον είχαν μαζί τους στο Σεντ Λούις». «Το περίφημο εκείνο πλοίο που έφτασε στην Αβάνα γεμάτο Εβραίους;»
47
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 47
48
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 48
«Ακριβώς... Για τον πίνακα, ο πατέρας μου όντως μου μίλησε πολύ. Για το πρόσωπο που τον είχε εδώ, στην Κούβα, λιγότερο...» Ο Κόντε χαμογέλασε. Η κούραση, το ρούμι και η κακή του διάθεση τον έκαναν άραγε πιο αργόστροφο ή αυτή ήταν η φυσική του κατάσταση; «Για να πω την αλήθεια, δεν καταλαβαίνω πολύ καλά... ή μάλλον δεν καταλαβαίνω τίποτα...» παραδέχτηκε, ενώ επέστρεφε τον μεγεθυντικό φακό στον συνομιλητή του. «Αυτό που θέλω είναι να με βοηθήσετε να βρω την αλήθεια, για να μπορέσω να καταλάβω κι εγώ... Κοιτάξτε, τώρα είμαι εξαντλημένος και θα ήθελα να έχω το μυαλό μου καθαρό για να σας μιλήσω γι’ αυτή την ιστορία. Αλλά για να σας πείσω να με ακούσετε αύριο, αν τελικά μπορούμε να ιδωθούμε αύριο, θέλω μόνο να σας εκμυστηρευτώ κάτι... Οι γονείς μου έφυγαν από την Κούβα το 1958. Όχι το ’59, ούτε το ’60, όταν έφυγαν από δω σχεδόν όλοι οι Εβραίοι και οι άνθρωποι που είχαν χρήματα, προσπαθώντας να το σκάσουν από αυτό που ήξεραν πως θα ήταν μια κυβέρνηση κομμουνιστική. Είμαι βέβαιος ότι εκείνη η αναχώρηση των γονιών μου, το 1958, που ήταν αρκετά εσπευσμένη, έχει σχέση με αυτόν τον Ρέμπραντ. Και από τη στιγμή που ο πίνακας εμφανίστηκε ξανά για τη δημοπρασία, δεν νομίζω απλώς, αλλά είμαι πεισμένος ότι αυτή η σχέση του πατέρα μου με τον πίνακα και την αναχώρησή του από την Κούβα συνδέονταν με τρόπο που μπορεί να ήταν πολύ περίπλοκος...» «Γιατί πολύ περίπλοκος;» ρώτησε ο Κόντε, πεισμένος πλέον για τη νοητική του αναιμία. «Διότι, αν συνέβη αυτό που νομίζω ότι συνέβη, ίσως ο πατέρας μου έκανε κάτι πολύ σοβαρό». Ο Κόντε ένιωσε έτοιμος να εκραγεί. Αυτός ο Ελίας Καμίνσκι ήταν είτε ο χειρότερος αφηγητής ιστοριών που δεν είχαν συμβεί ποτέ είτε ένας μαλάκας με περικεφαλαία. Παρά τον πί-
PADOURA AIRETIKOI DDD final_Layout 1 27/2/15 2:35 μ.μ. Page 49
49
νακά του, τα εκατό του δολάρια ημερησίως και τα ατημέλητα ρούχα του. «Θα μου πείτε επιτέλους τι συνέβη και την αλήθεια γι’ αυτό που σας απασχολεί;» Το μαστόδοντο ξαναπήρε στο χέρι του το ποτήρι και ήπιε ό,τι είχε απομείνει στον πάτο από το ρούμι που του είχε σερβίρει ο Κόντε. Κοίταξε τον συνομιλητή του και τελικά είπε: «Το θέμα είναι πως δυσκολεύεται να πει κανείς ότι νομίζει πως ο πατέρας του, τον οποίο πάντα έβλεπε σαν τέτοιον, σαν πατέρα..., μπορεί να ήταν το ίδιο πρόσωπο που έχει κόψει τον λαιμό ενός ανθρώπου».