Ζοέλ Λοπινό - Η Ελένη και το τέρας

Page 1

LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 5

ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ

Η ελενη και το τερασ Μυθιστόρημα

ΕΚΔOΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 6

©

Copyright Ζοέλ Λοπινό – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2014

Έτος 1ης έκδοσης: 2014 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔOΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5750-9


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 7

Στην Ελένη, που της είχα τάξει κάποτε ότι θα έγραφα τη δική της βερσιόν των παιδικών της χρόνων. Με προίκισε η ζωή με τέσσερα εξαιρετικά παιδιά. Αυτό το βιβλίο το έγραψα και γι' αυτά, για να μείνει μονάχα φως στην ψυχή τους. Νικολά, Γιώργο, Ναταλί, Μελίνα, σας το αφιερώνω με όλη μου την αγάπη! Στον Τάκη ένα τεράστιο ευχαριστώ! Χωρίς τη στήριξή του, δεν ξέρω εάν θα είχα βρει τη δύναμη να το ολοκληρώσω...


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 8


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 9

ô

Συχνά φορτώνουμε τη δυστυχία μας σ’ άλλους ανθρώπους ή σε δευτερεύοντα γεγονότα επειδή δεν αντέχουμε να αντικρίσουμε την πραγματική της πηγή. Ωστόσο, η ρίζα του κακού μέσα μας φωλιάζει. Πάντα...

Τ

« η μισώ αυτή τη φτώχια! Τη μισώ, τη μισώ! Έχει απαίσιες δαγκάνες, όπως τα καβούρια του γλυκού νερού, που συνέχεια με τρυπούν και με πονούν. Το βάσανο της πείνας δεν με νοιάζει, έχω μάθει να το ξεγελώ πιπιλώντας κανένα μίσχο με ζαχαρωτό χυμό ή μασουλώντας μπαγιάτικα καρύδια. Εκείνο που πραγματικά σιχαίνομαι είναι τα ελεεινά μου ρούχα. Φωνάζουν από μακριά: “Ωρέ παιδιά, δείτε τη φτωχή ξένη πώς κυκλοφορεί!” Τι ντροπή, Θεέ μου...» Αυτά μουρμούραγε μέσα από τα δόντια της η μικρή Ελένη καθώς προχωρούσε σύρριζα στον τοίχο. Τι κατάντια ήταν πραγματικά να φορά από μωρό παιδί σκούρα φορέματα-σακιά! Της τα έραβε όπως όπως η μετανάστρια μάνα της, μεταποιώντας τα παλιά άχρηστα παντελόνια του πατέρα, που είχε φύγει πρόωρα απ’ τη ζωή. Της έπλεκε ζακέτες επίσης από παλιά ξηλωμένα πουλόβερ 9


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 10

ô

ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ

ò

του πατέρα της ή των μεγάλων αδερφών της. Ακόμα και τα εσώρουχά της χιλιοχρησιμοποιημένα κουρέλια ήταν, κομμένα από σκισμένα σεντόνια. Κάτι ρούχα απαίσια, ατσούμπαλα, με υφάσματα σκληρά που της έγδερναν το δέρμα, λες και φορούσε πάνω της ζωντανές σαρκοφάγες σαύρες! Έμοιαζε πάντα με μπαλωμένο τσουβάλι από πατάτες. Το μεγαλύτερο παράπονο της ζωής της ήταν που δεν είχε βάλει ποτέ ένα κανονικό ρούχο, ούτε καν ένα βρακί! Και δεν θα το έφερε τόσο βαρέως αν η ανιψιά της, η κόρη του μεγάλου αδερφού της –με την οποία είχε μονάχα έξι μήνες διαφορά, δεν κυκλοφορούσε συνέχεια με ροζ κορδέλες από σατέν στα μαλλιά και κεντημένα φορεματάκια, βγαλμένα, θαρρείς, από παραμύθι. Τη Νικόλ τη ζήλευε μέχρι θανάτου γι’ αυτή την κομψότητά της· τη φθονούσε όμως και για κάτι άλλο, για το καμάρι που έδειχνε η μάνα της για κείνη, ενώ, αντίθετα, η δικιά της η μάνα τής φερόταν σαν να έβλεπε μπροστά της τη μεγαλύτερη κατάρα με σάρκα και οστά. Αυτή η πληγή της απόρριψης –αγκίστρι βαθιά γαντζωμένο μέσα στο στομάχι της– δεν έλεγε να γιάνει με τίποτα. Μάτωνε καθημερινά και με την πιο ασήμαντη αφορμή. Δεν το έδειχνε ωστόσο για κανένα λόγο, προτιμούσε να πεθάνει παρά να βγάλει τον πόνο της παραέξω. Άλλωστε ήταν πραγματικά ντροπή να μην τη θέλει η ίδια της η μάνα! Πού να το έλεγε αυτό το σκληρό μυστικό της; Ίσως να την κοίταζαν οι άλλοι καχύποπτα αν το αποκάλυπτε πουθενά. 10


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 11

ô

Η Ελένη και το τέρας

ò

Τα δάκρυά της τα κρατούσε μέσα της λοιπόν· φουσκωμένος ποταμός απελπισίας, που χυνόταν στο αίμα της και η αλμύρα του της έκαιγε τα σωθικά. Κάποια στιγμή η καρδιά της δεν άντεξε, ερήμωσε, γέμισε χούφτες άμμου. Οι προσευχές της να μαλακώσει η μάνα της και να δείξει έστω λίγη περηφάνια για εκείνη, δεν εισακούγονταν. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πια, θα την αντιμετώπιζε μια ζωή σαν ένα τέρας που δεν θα έπρεπε να είχε δει ποτέ το φως της ημέρας. Μα δεν το έβαζε κάτω η Ελένη, γιατί κάπου μέσα της κρυφά ένιωθε πως της άξιζε έστω λίγη τρυφερότητα, κάτι καλύτερο τέλος πάντων από την τσουχτερή βέργα. Έτσι, πάσχιζε να κάνει μόνη της την καρδιά της ανθισμένο κήπο ξανά. Όμως, όσο κι αν ποτίζεις την άμμο, ανθίζει ποτέ; Τα μοναδικά λουλούδια που μπορούσαν ν’ αναπτυχθούν μέσα στα στήθη της ήταν τα ρόδα της ερήμου, αυτές οι πολύπλοκες αστραφτερές πέτρες που σχηματίζονται από κόκκους της άμμου... Το Λενιώ λοιπόν ξεσπούσε όπως μπορούσε και, για ν’ αντέξει την έλλειψη αγάπης, φόρτωνε το φταίξιμο στα ρούχα της. Αυτά έφταιγαν αν δεν την ήθελε ο κόσμος κι αν την κορόιδευαν στο σχολείο! Τα ξέσκιζε τακτικά τα βρομοκούρελα, από θυμό και σιχασιά, και γυρνούσε στο σπίτι διχασμένη. Από τη μία, την έπιανε τρόμος για το γερό χέρι ξύλο που θα έτρωγε, από την άλλη όμως χόρευε στη φαντασία της η φρούδα ελπίδα ότι ίσως τη λυπόταν επιτέλους η 11


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 12

ô

ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ

ò

μητέρα της και της έπαιρνε κάτι της προκοπής από τη λαϊκή· απ’ τα φουστάνια του καλαθιού, που έμοιαζαν στα μάτια της με πριγκιπική ενδυμασία! Έμπαινε στο σπίτι με μάτια βουρκωμένα και δραματική όψη –σκέτη αρχαία τραγωδός– υποστηρίζοντας πως το φουστάνι της είχε ανοίξει από την πολυκαιρία, αλλά η μάνα της, που δεν έτρωγε κουτόχορτο, το εξέταζε με σουφρωμένα φρύδια και η απόφαση έπεφτε σαν τσεκούρι κάθε φορά. «Εσύ το έκανες, παλιοκόριτσο... Διόλου δεν προσέχεις! Σκαρφαλώνεις στα δέντρα σαν αγριοκάτσικο, και να το αποτέλεσμα! Μετά μην τολμήσεις να μου παραπονεθείς πως οι φορεσιές σου είναι χιλιομπαλωμένες...» μούγκριζε η Καλλιόπη και έκλεινε το θέμα με την ίδια πάντα τελεσίδικη απόφαση: «Τώρα θα έχεις ένα μπάλωμα παραπάνω, και αυτό σου αξίζει». Πού να φανταζόταν η έρημη Καλλιόπη πως το Λενιώ το έκανε επίτηδες. Θα την έσφαζε σίγουρα με τον μεγάλο μπαλτά! «Σε ικετεύω, μαμά, μη μου το κάνεις αυτό, ντρέπομαι στο σχολείο!» τσίριζε το κοριτσάκι τσακισμένο από την απελπισία. «Ας πρόσεχες!» αντέτεινε αλύπητα η μάνα της. «Προτιμώ να κυκλοφορώ γυμνή!» εξοργιζόταν η μικρή. «Τότε τράβα! Θαρρείς πως έχω εγώ τη δύναμη να σε ντύσω αλλιώτικα; Ό,τι μπορώ κάμω η φουκαριάρα, και 12


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 13

ô

Η Ελένη και το τέρας

ò

την μπουκιά μου ακόμα σου τη δίνω να τη φας! Ποια άλλη θυσία να κάμω, η καψερή; Πες μου!» Και τότε την έπαιρνε την Καλλιόπη το παράπονο κι άρχιζε ένα κατεβατό από χολωμένα λόγια, για την αχαριστία αυτού του παιδιού, που ούτε σεβόταν τον κόπο της ούτε εκτιμούσε τις θυσίες της, ενώ εκείνη το μεγάλωνε μόνη, χωρίς καμιά βοήθεια. Ακούγοντάς τη να μοιρολογά, η Ελένη προσγειωνόταν ανώμαλα στην πραγματικότητα. Τα μάτια της άνοιγαν τότε, και στο πρόσωπο της μητέρας της, πίσω από το πέπλο της οργής, διάβαζε την πείνα της, όσο και την απέραντη απόγνωσή της. Ετούτες τις στιγμές, αντίκριζε τη σκληρή αλήθεια σαν αποκάλυψη. Έβλεπε μια κατάμονη χήρα, ξεριζωμένη χρόνια από τον τόπο της, που τόσο τον νοσταλγούσε, αποκομμένη από τα αδέρφια της, που δεν ήξερε καν αν ζούσαν· έβλεπε μια άλλοτε όμορφη γυναίκα, που οι κακουχίες της μοίρας είχαν σκάψει βαθιές ρυτίδες πόνου στην όψη της, όπως οι βροχές χαράζουν αυλάκια στις βουνοπλαγιές· μια σαραντατετράχρονη που έμοιαζε με γριά εβδομήντα χρόνων· έβλεπε ένα κιτρινωπό πετσί έτοιμο να σκιστεί πάνω στα αιχμηρά της κόκκαλα· ένα κουφάρι γεμάτο απόγνωση, που κρατιόταν στη ζωή από ένα και μοναδικό νήμα, της υποχρέωσης· επειδή έπρεπε να ολοκληρώσει το χρέος της και να μεγαλώσει τα δύο τελευταία της κοπέλια. Εκείνες τις τρομερές στιγμές της ωμής αλήθειας, η μι13


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 14

ô

ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ

ò

κρή θυμόταν τις άπειρες φορές που είχε πέσει η μητέρα της λιπόθυμη από την πείνα στα μονοπάτια του δάσους, όπου μάζευαν ό,τι φαγώσιμο έβρισκαν ανάλογα με την εποχή: χόρτα του βουνού, μανιτάρια, κάστανα, αγριοφράουλες, μούρα, σπαράγγια, σαλιγκάρια... Πού την έβρισκε τούτη η πεινασμένη και άσαρκη γυναίκα τη δύναμη να κουβαλήσει τόσο βαριά φορτία, καλύπτοντας απόσταση οχτώ χιλιομέτρων, προκειμένου να ταΐσει τα παιδιά της; Το άμοιρο κοριτσάκι ένιωθε πως την αδικούσε και ήθελε πραγματικά να την καταπιεί η γη. Ναι, αλήθεια, η αχαριστία της έμοιαζε με το ψηλότερο βουνό των Άλπεων! Τότε γέμιζε ενοχές κι έσκυβε το κεφάλι της, για να μην αντικρίζει άλλο τη δυστυχία και την αυταπάρνηση που ηρωικά και βουβά έδειχνε η μάνα της. Κι όταν η Καλλιόπη άρπαζε τη βέργα την τσουχτερή για να τη χτυπήσει, δεχόταν το ξύλο σαν δίκαιη τιμωρία, όχι για την απονενοημένη πράξη στην οποία είχε καταφύγει προκειμένου να ξεφορτωθεί τα κουρέλια της, αλλά για την παράλογη απαίτησή της να ζητήσει κάτι παραπάνω από αυτή την έρμη μάνα... «Η φτώχια δεν είναι ντροπή!» φώναζε η Κρητικιά μετανάστρια χτυπώντας τον πισινό της με οργή. «Τ’ ακούς; Να μην ντρέπεσαι γι’ αυτό που φοράς, αλλά γι’ αυτό που είσαι: μια επιπόλαιη, που δίνει σημασία στα φουστάνια όταν τα αδέρφια της διακινδυνεύουν καθημερινά τη ζωή τους στα βουνά για το μεγαλύτερο αγαθό, την ελευθερία!» Το ξύλο βγήκε, λένε, απ’ τον παράδεισο· η αλήθεια εί14


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 15

ô

Η Ελένη και το τέρας

ò

ναι ότι επανέφερε στο πι και φι την υπερηφάνεια και τις ισορροπίες στο μυαλό του μικρού κοριτσιού. Μέχρι την επόμενη κρίση κοκεταρίας! Ουδέν κακόν αμιγές καλού, λέει ένα άλλο ρητό. Την αγία ράβδο την αντιστάθμιζε στα κρυφά ο αμέσως μεγαλύτερος αδερφός της, ο Κώστας, που την περνούσε έξι χρόνια και ήταν τα πάντα για εκείνη, αδερφός, πατέρας και φιλαράκος της. Την παρηγορούσε με μικροδωράκια, ένα κορόμηλο κλεμμένο από τον διπλανό κήπο, στρογγυλό και γυαλιστερό σαν τα δάκρυά της, ή κανέναν μολυβένιο χρωματιστό βόλο που είχε κερδίσει στο παιχνίδι. Για να λέμε του στραβού το δίκιο, το Λενιώ αντιλήφθηκε γρήγορα πως η αιτία των χλευασμών του κόσμου δεν είχε να κάνει μόνο με τα σακιά που φορούσε, αλλά και με την ίδια τη διάπλασή της. Η μεγάλη της γκαντεμιά ήταν ότι αποτελούσε τυπική εκπρόσωπο της Μεσογείου, με τα μαύρα σαν κατράμι σγουρά μαλλιά της και τα τεράστια μάτια της – δυο φουντούκια, σπινθηροβόλα από εξυπνάδα μεν, αλλά σκούρα. Μέχρι και το δέρμα της συνωμοτούσε εναντίον της, καθώς ο ήλιος έρρεε κρυφά μέσα του βάφοντάς το στο χρώμα του χαλκού. Εκείνη είχε γεννηθεί στις Άλπεις, ήταν Γαλλίδα, ήθελε να λέγεται Γαλλίδα και να της συμπεριφέρονται ως Γαλλίδα. Ήταν ανάγκη λοιπόν να γίνεται βούκινο η ξενική της προέλευση; Ζούσε ανάμεσα σε ξανθούς με χιονάτη επιδερμίδα. Το κορμί τους έμοιαζε με απαλό βελούδο. Ενώ το δικό της θύμιζε μακρινές ηλιόλου15


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 16

ô

ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ

ò

στες αμμουδιές σπαρμένες με πολύχρωμα κοχύλια... Τι δουλειά είχαν τα κοχύλια στο βουνό, μου λες; Στα κουρέλια της και στο δέρμα της το χάλκινο, έρχονταν να προστεθούν και τα γλωσσικά λάθη που κουβαλούσε από το σπίτι της, κάτι επιτυχημένα μαργαριτάρια κληρονομιά της μητέρας της, που έγδερνε κυριολεκτικά την κομψή γαλλική γλώσσα, καθότι τα ’λεγε όπως τα άκουγε, δηλαδή τσάτρα πάτρα. Κάθε φορά λοιπόν που ξεστόμιζε το Λενιώ μια στραπατσαρισμένη λέξη, ανακατεύοντας αβέρτα τις συλλαβές, οι κοροϊδίες του μπακάλη ή του φούρναρη δεν είχαν τέλος. Χτυπούσαν δυνατά τα χοντρά τους μπούτια με τις παλάμες τους και ξελαρυγγιάζονταν διαλαλώντας το λάθος της σ’ όλο το μαγαζί. Τα χαχανητά τους τότε την έτσουζαν περισσότερο κι απ’ τη βρεγμένη βέργα της Καλλιόπης. Κοκκίνιζε, τραύλιζε και έφευγε αναθεματίζοντας, ποιον άλλον; Την αιτία όλων τον κακών της ζωής της, τη μάνα της. Μερικές φορές οι παραμορφωμένες λέξεις της έκαναν το γύρο της γειτονιάς, και γινόταν τόσο ρεζίλι, που σκεφτόταν πολύ σοβαρά να πάει να πνιγεί στο διπλανό ποτάμι, όπως η αδερφή της, η τυχερή, που και γλύτωσε από την ταπείνωση και αγαπήθηκε παθιασμένα από τη μητέρα της... Μήπως έπρεπε κι εκείνη να πεθάνει για να ανθίσει η αγάπη; Μήπως; Άλλα κοριτσάκια μεγάλωναν μέσα στο μέλι της καλής κουβέντας, η Ελένη χόρτασε καρφιά: 16


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 17

ô

Η Ελένη και το τέρας

ò

«Βρομοξένη! Ψωριάρα! Γύρνα πίσω στην Αραπιά!» «Δεν είμαι Αραπίνα!» φώναζε με το κεφάλι ψηλά, όπως της το είχαν διδάξει τ’ αδέρφια της. «Άσχετοι! Η Ελλάδα δεν βρίσκεται στην Αφρική και είναι η κοιτίδα του πολιτισμού! Όταν εμείς γεννήσαμε τη δημοκρατία, το θέατρο και τα μαθηματικά, εσείς ζούσατε ακόμα στις σπηλιές και σφαζόσασταν σαν τ’ αγρίμια!» Μα τι καταλάβαιναν τα χωριατόπαιδα από πολιτισμό; «Αραπίνα! Αραπίνα!» συνέχιζαν ακάθεκτα. «Τσακίσου από δω, τρως το ψωμί μας, το λευκό!» Τα εχθρικά ετούτα λόγια την κυνηγούσαν όπου κι αν πήγαινε. Στο δρόμο, στα μαγαζιά, στις αλάνες, ακόμα και στο σχολειό, παρόλο που η δασκάλα τούς τιμωρούσε και τους ζάλιζε τ’ αφτιά με τα αντιρατσιστικά της κηρύγματα, επειδή τύχαινε να είναι αριστερή. Ενίοτε οι βρισιές συνοδεύονταν από κοτρόνες. Η Ελένη γυρνούσε τότε στο σπίτι με τα αίματα να κυλούν ανάμεσα στα φρύδια της και να ζωγραφίζουν τον ποταμό της μισαλλοδοξίας, που μουντζουρώνει το χάρτη της ανθρωπιάς. Η μάνα της καθάριζε κάθε φορά τις πληγές της με νερό και ξίδι, φορώντας, θαρρείς, μια ατσάλινη μάσκα στο πρόσωπό της. Δεν εξωτερίκευε την οργή της, μήτε τη θλίψη της μπροστά στη θυγατέρα της, κι ας μάτωνε η καρδιά της. Είχε γεννηθεί, βλέπεις, στα άγρια βουνά των Σφακίων, όπου μάθαινες από γεννησιμιού να πνίγεις τον πόνο σου, επειδή 17


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 18

ô

ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ

ò

η ζωή εκεί πάνω, στα ξεχασμένα από τους θεούς βράχια, δεν χαρίζει, τσακίζει. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η αγωνίστρια μάνα εφάρμοζε ό,τι της είχαν διδάξει μικρή οι δικοί της: όταν σου ρίχνει η ζωή αστροπελέκια, ή σηκώνεσαι αμέσως επάνω παλικαρίσια και συνεχίζεις να πηγαίνεις μπροστά –ακόμα και έρποντας αν χρειαστεί– ή πεθαίνεις! Έτσι, της φερόταν δίχως οίκτο και τρυφεράδες, για να σκληραγωγηθεί η θυγατέρα της και να μάθει να επιβιώνει ανάμεσα στα τσακάλια. Της έτριβε το κεφάλι όπως θα ξύστριζε το γάιδαρό της και τη διέταζε κοφτά να πάψει να τσιρίζει σαν σειρήνα. «Δεν απόθανε κανείς από το τσούξιμο. Άντε, δείξε λίγο τσαγανό! Και την επόμενη φορά, ρίξε κι εσύ καμιά πέτρα στα βρομόπαιδα, αντί να τις τρως! Τι Σφακιανή είσαι του λόγου σου; Τ’ αδέρφια σου αγωνίζονται στα βουνά γι’ αυτά τα τσογλάνια... Να τους τα λες κατάμουτρα, οι περισσότεροι είναι προδότες που παραδόθηκαν στον οχτρό, και μάλιστα συνεργάζονται με την Γκεστάπο και καταδίδουν τους συμπατριώτες τους! Καταραμένοι να ’ναι!» «Άρα, καλύτερα να μην τους πω τίποτα, αλλιώς θα μας καταδώσουν κι εμάς...» αντέτεινε η μικρή βάζοντας μπροστά τη λογική της. «Καλά λες! Κάλλιο να μην πεις κουβέντα. Κοπρόσκυλα, φασίστες! Προδότες!» γρύλιζε με οργή κι έπειτα παρασυρόταν και μούγκριζε κάποιες κουβέντες στη γλώσσα της, που μονάχα εκείνη καταλάβαινε πια, καθώς τα μεγαλύτε18


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 19

ô

Η Ελένη και το τέρας

ò

ρα κοπέλια της της είχαν απαγορεύσει χρόνια τώρα να τη μιλά μέσα στο σπίτι. Ήθελαν, βλέπεις, να ξεχάσουν τα πάντα για αυτή την πατρίδα, που ελάχιστα γνώριζαν κι όμως ήταν η αιτία των βασάνων τους. Η μισαλλοδοξία και ο ρατσισμός τούς είχαν πληγώσει σε σημείο που να μη θέλει κανείς τους να είναι Έλληνας πλέον και ν’ απαρνιούνται ο ένας μετά τον άλλο μέχρι και τη μητρική τους γλώσσα. Ξερίζωσαν με γινάτι από τα στήθη τους την Ελλάδα, σαν να ήταν ένα παράσιτο κολλημένο στον κορμό της ζωής τους. Άσχετα αν εκείνη τραγουδούσε αυθαίρετα μέσα στις φλέβες τους τον ύμνο της παλικαριάς – μια αντροσύνη που τους χαρακτήριζε οικογενειακώς κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Άσχετα αν από τα βάθη των γονιδίων τους αντλούσαν δύναμη ψυχής και αγωνιστικότητα, για ν’ αντιμετωπίσουν τις αντιξοότητες. Από τις κοτρόνες και τις βρισιές, η μικρή Ελένη, όπως και τ’ αδέρφια της, αρνήθηκε από νωρίς την καταγωγή της. Ποια ήταν αυτή η χώρα που έδιωχνε τα παιδιά της και τα έσερνε στη λάσπη της ξενιτιάς; Κι αυτά τα αλαμπουρνέζικα που μιλούσε η μάνα της της έδιναν στα νεύρα, γιατί την έκαναν να ξεχωρίζει. Ρεζιλίκια ένα σωρό! Κάθε, μα κάθε φορά που η δύσμοιρη άνοιγε το στόμα της, το Λενιώ έβλεπε το σαρκασμό στα βλέμματα των εμπόρων ή των γειτόνων και ευχόταν να είχε κρυμμένο μέσα στις τσέπες της το μαγικό ραβδί των νεράιδων, ώστε να εξαφανιζόταν από 19


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 20

ô

ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ

ò

προσώπου γης. Πραγματικά, δεν έβρισκε τι να αγαπήσει από τη ζωή της... Τη μάνα της τη μισούσε και για έναν άλλο λόγο, επειδή έκλαιγε από το πρωί ως το βράδυ τους νεκρούς που κουβαλούσε στην ψυχή της. Λες και είχε μονάχα γι’ αυτούς μια θέση στο στέρνο της! Για τους ζωντανούς χώρος δεν υπήρχε, με εξαίρεση βέβαια τον πρωτότοκο γιο της, τον Γιώργο, το καμάρι της! Ένιωθε συχνά πως η νεκρή αδερφή της ήταν η πιο τυχερή από τις δυο τους, γιατί μονοπωλούσε μέρα νύχτα την αγάπη της Καλλιόπης. Ενώ εκείνη, που ζούσε και ανέπνεε, ήταν η αιτία για όλη τη δυστυχία της, ένα επιπλέον βάρος στη λυγισμένη πλάτη της. Θύμωνε καμιά φορά και με τον πατέρα της, που είχε τη φαεινή ιδέα να πεθάνει στο άνθος της ηλικίας του, όταν εκείνη ήταν μωρό ακόμα, αφήνοντας γυναίκα και παιδιά στο έλεος του Θεού. Τι κατάρα ήταν να έχεις γεννηθεί ανάμεσα στους νεκρούς και στο παρά πέντε του πολέμου! Αυτό το νεκροταφείο πια το είχε χορτάσει για τα καλά! Κάθε εβδομάδα ανελλιπώς, χειμώνα καλοκαίρι, βρέξει χιονίσει, έπρεπε να πάνε να φροντίσουν τον τάφο τους, να τον καθαρίσουν, να τον ξεχορταριάσουν, να τον στολίσουν με φρέσκα μπουκέτα από τον κήπο. Και να βρομάει νεκρίλα, σαπίλα, και να μη θέλει η μάνα να φύγει από κει... Φρικιαστικό μαρτύριο! Με την εισβολή των Γερμανών, τα δάκρυα δεκαπλασιάστηκαν. Ερήμωσε το σπίτι απότομα. Έμεινε ο φόβος, η α20


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 21

ô

Η Ελένη και το τέρας

ò

γωνία. Τα παιδιά σκορπίστηκαν, άλλα πήγαν στα βουνά, στο αντάρτικο, ενώ τον Ιωσήφ τον φυλάκισαν στη Γερμανία και τα δυο μικρότερα, που θέλησαν να κάνουν παλικαριές, τα έστειλαν ταξίδι στο Νταχάου! Ταξίδι χωρίς επιστροφή. Και η μανούλα να μη σταματάει το κλάμα... Ούτε τα σεντόνια δεν έφταναν για να στεγνώσουν τα δάκρυά της. Μα και της Ελένης –αν και ήταν πολύ μικρή για να καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης– ράγιζε η καρδιά της μόνο και μόνο που την έβλεπε να λειώνει σαν το κερί. Μάνα της ήταν, όσο σκληρά και να της φερόταν, ένα κομμάτι της τη νοιαζόταν, την αγαπούσε, και μάλιστα παράφορα. Αλλιώς, δεν θα έμπαινε σε τόσο κόπο για να διεκδικήσει τη στοργή της. Βαθιά μέσα της ήξερε πως η δόλια έκανε ό,τι μπορούσε γι’ αυτήν· πως η καρδιά της είχε στεγνώσει προ πολλού, πριν καν γεννηθεί το τελευταίο της κορίτσι. Ένα λιθάρι είχε απομείνει στα στήθη της, κατράμι όπως η ζωή της. Ωστόσο, το άλλο κομμάτι της Ελένης, το επιφανειακό, το παιδικό, της κρατούσε κακία. «Μα ούτε το σκίρτημα ενός χαδιού δεν μπορεί να μου χαρίσει;» μουρμούραγε μόνη της. «Ούτε ένα φιλί; Ούτε ένα χαμόγελο; Τόσο δύσκολο είναι να ξεστομίσει ένα γλυκόλογο; Έστω μια φορά; Να δω πώς είναι να σου λένε έναν καλό λόγο... Σαν το χάδι του ανέμου μοιάζει; Σαν τη μοσχοβολιά της βιολέτας; Πού να ξέρω;» Και τ’ αδέρφια της τα αγαπούσε –αν και τους χώριζαν 21


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 22

ô

ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ

ò

είκοσι χρόνια σχεδόν–, αλλά με τη μαζική αποχώρησή τους από το πατρικό σπίτι γλύτωσε από την αυστηρή τους επίβλεψη και τα ατέλειωτα κηρύγματα. Κι αυτό, για να λέμε την αλήθεια, δεν ήταν και τόσο άσχημο... Είχε και τα καλά του δηλαδή ο πόλεμος!

22


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 23

ô

Μάνα, γιατί δεν με αποδέχτηκες ποτέ; Γιατί δεν μου χάρισες την αγάπη σου; Τόσο λίγο την άξιζα; Αυτό πίστεψα στα τρίσβαθα της ψυχής μου. Αυτή τη σφραγίδα αποτύπωσα στο μυαλό μου και στην καρδιά μου: ότι δεν είμαι άξια της αγάπης σου, συνεπώς δεν είμαι άξια της αγάπης κανενός! Ούτε καν του εαυτού μου!

»

ε τον πόλεμο , η φτώχια θέριεψε· έγινε μιζέρια, έγινε πενία, έγινε αθλιότητα. Η Καλλιόπη σκλήρυνε κι άλλο για να μπορέσει να αντέξει, δίχως να σπάσει από τις θύελλες που μάστιζαν την οικογένειά της. Έκανε την καρδιά της όχι απλά πέτρα, αλλά γρανίτη, ένα συμπαγές γρανιτένιο βουνό. Η όψη της φόρεσε την ατσάλινη μάσκα του θάρρους και της αποφασιστικότητας. Ρίχτηκε για άλλη μια φορά σε έναν καθημερινό αγώνα, όχι μόνο για να ταΐσει τα δυο της μικρά, αλλά και για να στέλνει πού και πού κανένα δεματάκι στους εξόριστους γιους της. Για ν’ αντέξουν. Κι αυτό χωρίς χρήματα, χωρίς βοήθεια από πουθενά. Μεγάλωνε κότες, χήνες και κουνέλια στον κήπο της, κι όμως μήτε εκείνη μήτε η Ελένη ή ο Κώστας έφαγαν ποτέ 23


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 24

ô

ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ

ò

τους κρέας. Ό,τι παρήγαγε η έρημη μάνα, το πουλούσε στην πόλη και αγόραζε κονσέρβες για τον Ιωσήφ, τον Πετρή και τον Στεφανάκο της, που οι Γερμαναράδες τούς άφηναν νηστικούς στα στρατόπεδα. Χρόνια μετά θα μάθαινε πως οι θυσίες της δεν έπιασαν τόπο, πως άλλοι καρπώθηκαν τους κόπους της. Εκείνα τα πέτρινα χρόνια του πολέμου, η καρδούλα της Ελένης μάτωσε ακόμα πιο πολύ· σκέτο σουρωτήρι έγινε από τις πολλές πληγές. Κάθε τόσο σκιζόταν κι ένα κομματάκι της. Το μάνταρε όπως η μάνα της έραβε τα παλιά της ρούχα, με προσοχή και μαεστρία, για να μη φαίνονται οι τρύπες· όμως οι ραφές σκίζονταν τόσο εύκολα χωρίς τη μαγική κλωστή της αγάπης, που η καρδιά της έμοιαζε πια με μπαλωμένο λάστιχο ποδηλάτου. Παρά τις πρόχειρες επιδιορθώσεις, κάποια στοιχεία σβήστηκαν οριστικά από την πλούσια προσωπικότητά της – η εμπιστοσύνη, η ασφάλεια, η γαλήνη της ψυχής, η αυτοπεποίθηση και κυρίως η αυτοεκτίμηση. Άμα δεν αξίζεις την αγάπη, για πες μου, τι αξίζεις άραγε; Κάστρο που γκρεμίζεται, δύσκολα ξαναχτίζεται. Το δικό της δεν επισκευάστηκε ποτέ ξανά. Έμειναν τα κομμάτια της σκόρπια και τα νεύρα της ένα μπουρδουκλωμένο μαλλί, όπου άκρη δεν έβρισκε ούτε η ίδια. Το είναι της δομήθηκε πάνω σε απύθμενα ρήγματα, με συνέπεια να πέφτει συχνά στα βάραθρα του εαυτού της και να χάνεται στα σκοτεινά τούνελ της κατάθλιψης. 24


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 25

ô

Η Ελένη και το τέρας

ò

Έχοντας ωστόσο διδαχθεί την περηφάνια από την κούνια τη σφακιανή, δεν έδειχνε σε κανέναν πόσο την πλήγωναν οι προσβολές, μήτε τον πόνο της έλλειψης αγάπης, που σφάδαζε μέσα της σαν δεύτερη καρδιά. Ό,τι κι αν της πετούσαν κατάμουτρα τα άλλα παιδιά, επιστράτευε τον εγωισμό της και προσποιούνταν πως δεν την άγγιζαν οι χλευασμοί τους. Αντίθετα, ανέπτυξε από πολύ νωρίς έναν αυτοσαρκασμό, και προλάβαινε την κριτική των άλλων αφήνοντάς τους άοπλους. Μπροστά σε τρίτους, γινόταν λαμπερή θεατρίνα αντάξια της Εθνικής Σχολής Θεάτρου του Παρισιού· έδινε μονίμως παράσταση, γελούσε και τραγουδούσε ασταμάτητα. Η ευτυχία προσωποποιημένη! Και εντός της, έτρεχαν τα δάκρυα σαν τους καταρράχτες του Νιαγάρα! Την κοινωνία η Ελενίτσα έμαθε κακήν κακώς να την κουμαντάρει, τη μητέρα της όμως δεν μπόρεσε να την καταφέρει. Η δόλια η Καλλιόπη αδυνατούσε να ξεπεράσει την ντροπή της που είχε μείνει έγκυος κοντά στα σαράντα της, την ίδια εποχή μάλιστα με τη νύφη της, τη γυναίκα του πρωτότοκου γιου της! Για εκείνη, αυτό το όγδοο παιδί δεν θα έπρεπε να είχε γεννηθεί ποτέ. Τελεία και παύλα. Άλλωστε τι ήρθε στον κόσμο; Για να ταλαιπωρηθεί; Κορίτσι ήταν! Κατάρα μεγάλη να γεννιέσαι γυναίκα! Τιμωρία των θεών. Τραβάς μια ζωή κουπί και δεν φτάνεις ποτέ στη στεριά. Δουλεύεις, δουλεύεις, ώσπου να ξεψυχήσεις. Από το χάραμα ως το βαθύ σκοτάδι. Και θυσιάζεσαι, τρως τη σάρκα σου, δίνεις την μπουκιά σου, στον άντρα σου, στα κοπέ25


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 26

ô

ΖΟΕΛ ΛΟΠΙΝΟ

ò

λια σου, κι ένα ευχαριστώ δεν ακούς ποτέ! Ο άντρας αγωνίζεται, η γυναίκα απλά συμπαραστέκεται. Νομίζουν... «Ίντα ήθελε και γεννήθηκε;» μουρμούραγε συνέχεια στον κόρφο της η Καλλιόπη. «Να δώσει καινούργια σάρκα στον πόνο μου; Να μου θυμίζει κάθε λεπτό της μέρας το Ρηνιώ μου, που το ’χασα δυο χρονών αγγελούδι επειδή ο οδηγός του τραμ δεν καταδέχτηκε να σταματήσει; “Ένας φτωχός λιγότερο ή παραπάνω, σιγά την απώλεια”, θα σκέφτηκε... “Αλλοδαπή κιόλας! Κακό χρόνο, να ’χει...”». Πού να βρει η δύσμοιρη αντοχές ν’ αντικρίσει το Λενιώ δίχως να κλάψει και να πονέσει βαθιά στα σπλάχνα της; Ήθελε το μωρό της πίσω ξανά, το αγγελουδάκι της το όμορφο, όχι αυτό το απείθαρχο κατσίκι που της έβγαζε την πίστη! Η αλήθεια είναι πως η Καλλιόπη πλήρωνε ακριβά την άρνησή της να αποδεχτεί την κόρη της. Η Λενιώ έκανε συνέχεια βλακείες και την έφερνε στο αμήν! Ούτε οι βρεγμένες βέργες και οι αγγαρείες ούτε οι αυστηρές τιμωρίες και τα κηρύγματα μπορούσαν να τη φέρουν στον ίσιο δρόμο. Ήταν παιδί ατίθασο, προκλητικό, αγύριστο κεφάλι! Ενώ με τα αγόρια ποτέ της δεν δυσκολεύτηκε. Μια ματιά, άντε, ένα σκαμπίλι, και τα συνέφερνε στο πι και φι. «Όι, όι!» μούγκριζε όλη την ώρα. «Τιμωρούμαι για την αμαρτία μου! Μα κι ο Νικολής μου σκέτος κόκορας ήτανε! Ο νους του στο κοκό πάντα... Ίντα να έκαμα, υπέκυψα η καψερή για να μην ξαναφύγει, και να το αποτέλεσμα!» 26


LOPINO_ELENH sel_DD final_Layout 1 25/4/14 12:28 μ.μ. Page 27

ô

Η Ελένη και το τέρας

ò

Δεν καταλάβαινε πως η Ελένη προσπαθούσε με τις σκανδαλιές της να τραβήξει την προσοχή της από τους νεκρούς και τους φυλακισμένους, πως κραύγαζε απεγνωσμένα: «Ε! Εδώ είμαι! Και είμαι ζωντανή! Εκλιπαρώ για την αγάπη σου! Μα εσύ μου την αρνείσαι!» Αντίθετα, εκείνη γινόταν όλο και πιο αυστηρή, όλο και πιο σκληρή. Και η βρεγμένη σφυριχτή βέργα δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τα οπίσθια της μικρής! Μάταιος ο αγώνας της Ελένης με τόσο δυνατούς αντίπαλους. Τους απόντες δεν μπορείς να τους παλέψεις. Είναι πάντα οι καλύτεροι! Οι άγιοι! Όμως, αν κοίταζε κανείς προσεκτικά τα μάτια του σκανδαλιάρικου κοριτσιού, ανακάλυπτε μια μικρή σχισμή απ’ όπου διάβαζε μια απέραντη τραγικότητα, έναν βαθύ και αθεράπευτο πόνο.

27


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.