Στέλιος Μάινας - Tα φαινόμενα απατούν

Page 1

MAINAS sel - DDD_Layout 1 17/09/2010 2:42 ΜΜ Page 5

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Όλα άρχισαν από ένα όνειρο . . . . . . . . . . . . . . . Τα δώρα των Χριστουγέννων . . . . . . . . . . . . . . Ψάχνουμε για μπάρκο . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η κολυμντάρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βουνό ή θάλασσα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο πόλεμος τελείωσε, πρέπει να φύγω . . . . . . . . . . My Provencal Japan . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Σεβάκος μου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η γραφή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τα φαινόμενα απατούν . . . . . . . . . . . . . . . . . . Όλοι οι καλοί χωράνε . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η επέτειος δεν θά ’ρθει απόψε . . . . . . . . . . . . . . «Hotel Amalia» . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ερωτική μηχανή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο βασιλιάς της μοτοσικλέτας . . . . . . . . . . . . . . Ρε, άντε φύγε, που θα μου πεις καλύτεροι οι άντρες... . Μπακούρι τέλος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Τριαντάφυλλος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ένας κλόουν στο Διάστημα . . . . . . . . . . . . . . . Τσάμπα μάγκας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οι δυο στάμπες ιδρώτα στο καλοκαιρινό πουκαμισάκι Ο κύριος υφυπουργός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Fous qui disiez plus jamais vite redites . . . . . . . . . . 

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

7 16 19 24 27 30 33 35 38 41 44 49 52 55 58 61 64 67 70 73 76 79 82


MAINAS sel - DDD_Layout 1 17/09/2010 2:42 ΜΜ Page 6

Μήνυμα στο πιάτο . . . . . . . . . . Η ποιοτική διασκέδαση . . . . . . . Χανίφ και Χάπτα . . . . . . . . . . . Το χρήμα . . . . . . . . . . . . . . . Ποιον μουντζώνεις, παιδί μου; . . . . Duente . . . . . . . . . . . . . . . . . Έλα, παιδάκι μου, μη φοβάσαι . . . Το άρωμα του «Λουξ» που αγάπησα Το ρόδο της Ιεριχούς . . . . . . . . .

. . . . . . . . . Α+ Β = LOVE . . . . . . . . . . . . . . . Η στρατσιατέλα και η Ρόμα . . . . . . Νο, σερ, ντέντζερ . . . . . . . . . . . . Καλά Χριστούγεννα, κύριε Λώρενς . . Από την πραγματικότητα φτιάχνεσαι κατά λάθος . Terra cara . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Με λένε Ταμάρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Σημείο καμπής . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . .

85 88 91 94 97 100 103 106 109 113 116 119 123 126 129 133 139


MAINAS sel - DDD_Layout 1 17/09/2010 2:42 ΜΜ Page 7

Όλα άρχισαν από ένα όνειρο

να έρχεται συχνά να πίνουμε καφέ εκεί κοντά στις τρεις. Ήξερε πως είχαμε τελειώσει το φαγητό κι εκείνη την ώρα της μεσημεριανής ραστώνης τού άρεσε να ξαπλώνει στον καναπέ, να ανάβει ένα από τα πολλά τσιγάρα που φύλαγε επιμελώς στην ασημένια παλιοκαιρίσια ταμπακέρα και να μου διηγείται το όνειρο της περασμένης νύχτας. Εμένα πάλι ποτέ δεν μου άρεσε να με διακόπτουν απ’ τη μεσημεριανή μου σιέστα, μια συνήθεια που με έκανε να ξεχωρίζω από τους φίλους μου –Άγγλους, Γάλλους, Πορτογάλους–, που υπομειδιούσαν ακούγοντας πως εκείνα τα μεσημέρια του μεσοκαλόκαιρου αποσυρόμουν κι έπαιρνα έναν υπνάκο για καμιά ωρίτσα. Μα τώρα έκανα μια εξαίρεση, γιατί εκείνο το παιδί, ανάμεσα στα σέρτικα τσιγάρα που άναβε απανωτά, ξεστόμιζε όνειρα και φαντασίες που με καθήλωναν και επιμελώς σημείωνα στο μπλοκάκι μου, όταν, εξαντλημένος πια και άδειος, σαν μια Πυθία που με το στόμα πικρό και στυφό από τις δάφνες του παραλογισμού της, με το λαιμό ξερό και τη φωνή βραχνή από τις άναρθρες κραυγές της, έφευγε, αποσυρόταν σαν κουρέλι πεταμένο, σαν άδειο σακί. Κι εγώ πιο πλούσιος, πιο τυχερός, εγώ ο λογοκλόπος, ο λαθρακουστής. Εκείνο το αμαρτωλό μπλοκάκι μου κι ο καναπές μου αποτελούσαν ατύπως εργαλεία ψυχαναλυτή και τότε δεν μου πέρ-

Σ

ΥΝΗΘΙΖΕ


MAINAS sel - DDD_Layout 1 17/09/2010 2:42 ΜΜ Page 8

ναγε απ’ το μυαλό πως κάποτε ήταν η πηγή για μία ακόμα συγγραφή, για μία ακόμα προσπάθεια να ανιχνεύσω τους μαίανδρους του ανθρώπινου μυαλού. Ήμουν κλεισμένος σε ένα ασανσέρ, άρχισε να λέει, που δεν θύμιζε όμως σε τίποτα αυτά των πολυκατοικιών, πιο πολύ σε βιομηχανική πλατφόρμα έφερνε, τεράστιο, με συρμάτινο δίχτυ αντί για τοίχους και χωρίς εκείνα τα κουμπιά που έχουν οι θάλαμοι, χωρίς προστατευτικές πόρτες, με ένα φωτισμό σαν προβολέα χειρουργείου, με ένα φως ψυχρό, λευκό, διαπεραστικό, ανακριτικό, διεισδυτικό. Ήταν τόσο έντονος ο φωτισμός σ’ εκείνο το θάλαμο, που σήκωσα το χέρι μου στο φως κι αμέσως φάνηκαν οι φλέβες, το αίμα κόκκινο, διαγράφονταν τα οστά του καρπού σαν ακτινογραφία, μικρός ήξερα όλα τα οστά με τις επιστημονικές τους ονομασίες –μέσος, παράμεσος, καρπός, μετακάρπιο, κερκίδα, ωλένη–, απ’ τα μαθήματα του σχολείου ξεχώριζα την ανθρωπολογία και τη βιολογία, σαν να κατακτούσα τον εσωτερικό μου κόσμο, σαν να εξοικειωνόμουν με το μυστήριο που είναι η ζωή, σαν να προσπαθούσα να κατανοήσω τους μηχανισμούς της, ίσως για να συμφιλιωθώ με την αυτοκατάργησή τους. Στο ασανσέρ λοιπόν με το γαλαξιακό φωτισμό και την απουσία κατεύθυνσης, που σαν να κουνιόταν –πάνω ή κάτω δεν ξέρω–, ο ήχος του θαλάμου όμως μαρτυρούσε κίνηση, κι αυτό ήταν το πιο σημαντικό, γιατί –όπως και σε όλα τα πράγματα στη ζωή– αυτό που απεχθανόμουν ήταν η στάση, κι αυτό το πράγμα, δόξα τω Θεώ, κινιόταν. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω το χρόνο, άλλωστε είναι κι αυτός μια σχετική ανθρώπινη έννοια, αλλά κάποια στιγμή το πράγμα που ανέβαινε σταμάτησε, τα συρμάτινα δίχτυα του σηκώθηκαν κι εγώ βγήκα. Βγήκα σ’ έναν κήπο, έναν πράσινο κήπο, ή μάλλον 


MAINAS sel - DDD_Layout 1 17/09/2010 2:42 ΜΜ Page 9

δάσος, ναι, σ’ ένα δάσος, κι εκείνα τα δέντρα που δέσποζαν μπροστά μου μαρτυρούσαν πως το ασανσέρ με έβγαλε, σαν μια άλλη «Αργώ», σ’ ένα παρθένο δάσος. Φρούτα κρέμονταν από τα δέντρα σε όλους τους συνδυασμούς χρωμάτων, ρυάκια με γάργαρο νερό κυλούσαν, μικροί φιλικοί λόφοι, γεμάτοι αμπέλια φροντισμένα και σκαμμένα, με τα ίχνη της μέριμνας του αμπελουργού, μποστάνια με ζαρζαβατικά κατάμεστα, σκαμμένα, κοπρισμένα, και πιο μακριά ένας κάμπος με στάχυα –κριθάρι, στάρι, σίκαλη–, ένα ξανθοπράσινο πέλαγος με τα δώρα της Δήμητρας, κι εκείνα περίμεναν υπομονετικά την ώρα που το δρεπάνι θα τα έκοβε για να τα γίνουν ψωμί, ζεστό, αχνιστό ψωμί. Ένας ελαιώνας αρχαίος, τα δέντρα γλυπτά του χρόνου, ρυτιδιασμένοι παμπάλαιοι κορμοί και κλαδιά που υψώνονταν στον ουρανό και κάτω στη γη πανέρια, χιλιάδες πανέρια με ελιές πιο πράσινες από το πράσινο βερίντιαν. Όλα τα χρώματα της γης ήταν εκεί, σ’ αυτό τον κήπο της Εδέμ, σαν παλέτα ζωγράφου, ή μάλλον αγιογράφου –η όμπρα, η ώχρα, το μπλε του κοβαλτίου, το κόκκινο της Σιένας–, ένας τεράστιος, ζωντανός, τρισδιάστατος καμβάς με την τελειότητα της δημιουργίας ενός θεού. Εκείνο το ασανσέρ μήπως με ανέβασε στον Παράδεισο, μήπως ο Τίγρης κι ο Ευφράτης κυλούσαν ήρεμα λίγο πιο κει, μήπως η Εύα θα περιδιάβαινε στους κήπους και ο Αδάμ θα απολάμβανε τις χαρές της μακαριότητάς του; Μα δεν μπορεί ο Παράδεισος να διαθέτει κάγκελα, γιατί τα έβλεπα καθαρά, μισοκρυμμένα πίσω από την οργιώδη βλάστηση. Ναι, αυτός ο κήπος της Εδέμ κάπου τελείωνε, υπήρχαν σύνορα αμετακίνητα, η περιοχή ήταν οριοθετημένη, όπως ο τοπογράφος μεταφέρει στο χαρτί τα όρια της ιδιοκτησίας σου, πέρα από τη διακεκομμένη γραμμή ακολουθεί η ιδιοκτησία του δείνα. Η περιουσία σας περικλείεται από το πολύπλευρο ΑΒΓΔΕΖΗΘ, εντός αυστηρών πλαισίων, μέσα από τα κάγκελα, εκείνα τα κάγκελα 


MAINAS sel - DDD_Layout 1 17/09/2010 2:42 ΜΜ Page 10

που βλέπετε, αγαπητέ μου, εκείνα τα γκρι χαμηλά κάγκελα, που μπορείτε, αν θέλετε, να πηδήσετε, όπως κάνατε μικρός, μαζεύοντας την μπάλα σας από το διπλανό οικόπεδο, αλλά προσέξτε, είναι τα όριά σας. Αν θέλετε, μπορείτε να κάνετε την προσωπική σας αναγνώριση, να ξεναγηθείτε στο χώρο, μη διστάζετε, μην ντρέπεστε, απλώς περιοριστείτε στην ιδιοκτησία σας. Προχώρησα προς τα γκρι κάγκελα με τη ναυτία σιγά σιγά να με πλημμυρίζει αναίτια, σαν εκείνο το αίσθημα μετεωρισμού που νιώθεις στις μακρινές θαλασσοδαρμένες διαδρομές του «Έλλη», του «Παναγία Εκατονταπυλιανή», του «Μυρτιδιώτισσα», πηγαίνοντας Δεκαπενταύγουστο, με τα αιγαιοπελαγίτικα μελτέμια στο φόρτε τους, στην Τήνο. Το κατάστρωμα μια πολύχρωμη κουρελού από μάλλινες και συνθετικές κουβέρτες, που θα φιλοξενήσουν όλους τους κατατρεγμένους, τους ανίατους και πονεμένους, τους ικέτες στη χάρη της, τους προσπίπτοντες και οδυρόμενους, τους ολοφυρόμενους και μετανοούντες, τους ικέτες του ελέους της Παντάνασσας, της Γλυκοφιλούσας, της Βρεφοκρατούσας, της Ελεούσας Μητέρας... Κι όσο πλησίαζα τα κάγκελα, τόσο η ναυτία μου μεγάλωνε και μ’ έπνιγε, και σαν παιδί που πάσχει από υψοφοβία, σταμάταγα σε απόσταση ασφαλείας, να μην πέσω... Μα να πέσω από πού, από τον κήπο της Εδέμ; Φοβόμουν μήπως γίνω ένας ακόμα εκπεπτωκώς άγγελος; Πάντως εγώ στεκόμουν, στεκόμουν ακίνητος και αφουγκραζόμουν το χάος που με περίμενε εκεί, μερικά χιλιοστά από τα γκρι κάγκελα της προσωπικής μου οριοθέτησης. Εκεί λοιπόν, στον κήπο της Εδέμ, μόνος, μερικά χιλιοστά από τα όρια του δικού μου Παραδείσου, μετεωριζόμενος και αμφιταλαντευόμενος εν πλήρη υπνώσει από τα αρώματα, τα χρώματα και την καθολική παρουσία της σιωπής, της αιώνια βασιλεύουσας σιωπής, αντιλήφθηκα την παρουσία ανθρώπινης ζωής. Κάπου μέσα απ’ τα σπαρτά, μακριά, σ’ εκείνο τον ξανθοπράσινο κάμπο με τα 


MAINAS sel - DDD_Layout 1 17/09/2010 2:42 ΜΜ Page 11

στάχυα, σαν να κουνιόταν κάτι, όχι ζώο μα άνθρωπος. Αν και η απόσταση ήταν μεγάλη και δεν διέκρινα, ένιωθα πως αυτό το πλάσμα που πλησίαζε αργά σίγουρα ήταν άνθρωπος, και μάλιστα κάποιος δικός μου, το ένιωσα απ’ την οσμή, αυτή την ευλογημένη αίσθηση που τολμώ να πω ότι δεν έχασα παρά την επίδραση των τσιγάρων στα οσφρητικά μου νεύρα. Αυτή με προειδοποιεί, με απομακρύνει ή με αφήνει να πλησιάσω τους ανθρώπους. Κι εκείνη η οσμή της τηγανίλας μού έλεγε πολλά... Ανάμεσα στα στάχυα δεν μπορεί, δεν ήταν άλλος απ’ τη γιαγιά μου. Ναι, τώρα σε κάθε κίνηση που έκαναν τα σπαρτά διέκρινα τον αμφίβολο, αργό βηματισμό της, πατούσε αργά πότε εδώ και πότε εκεί, λικνιστικά, με την παντόφλα, αυτή την καρό παντόφλα του παππού, που η γιαγιά μου επέμενε να φορά ακολουθώντας τα χνάρια του συντρόφου της. Ναι, ήταν η γιαγιά, τώρα είχα και ήχο, αχνό μα μελωδικό, θωπευτικό. Έναν ήχο τόσο γνώριμο και φιλικό, που με νανούριζε εκείνα τα μεσημέρια τα καλοκαιρινά στο ντιβάνι, σκεπασμένο με το σεντονάκι της αθωότητάς μου και η γιαγιά να σέρνει τα πόδια της με τις παντόφλές του παππού, καλώντας ψιθυριστά: «Ψψψψψ... ψψψψψ... ψψψψψ...» Εκείνο το «Ψψψψψψ... ψψψψ...» έφερε τη γιαγιά κοντά μου, μα σαν να μην αντιλαμβανόταν την παρουσία μου, σαν να με αγνοούσε, έτσι σκυφτή στη γη από τα χρόνια, σαν να έψαχνε εκείνο που αγαπούσε, το γατί της. Μέσα από τα στάχυα βγήκε ορμητικά, άσπρο σαν το χιόνι, εκείνο το γατί που πάντα διεκδικούσε την αγάπη και την προσοχή της. Αρσενικό, με το πελώριο κεφάλι του σταχτί και μάτια χάντρες κεχριμπαρένιες, έγλειψε την παντόφλα της και σιωπηλό περίμενε το δώρο του, κάμποσες ξεροτηγανισμένες σαρδελίτσες. Εκείνη η τηγανίλα μού έχει μείνει απ’ τη γιαγιά μου από τα λίγα χρόνια που την είχα. Με κοίταξε μέσα απ’ τους χοντρούς φακούς της ήρεμα, σαν να με έβλεπε για πολλοστή φορά, σαν να ήμουνα εκεί κοντά στα γκρι 


MAINAS sel - DDD_Layout 1 17/09/2010 2:42 ΜΜ Page 12

κάγκελα αιώνες, σαν να είχε συνηθίσει την παρουσία μου, σαν να ’μουν μέρος του τοπίου, κομμάτι της καρδιάς της. «Ψψψψψ... ψψψψ...» Εκείνο το «Ψψψψψ...» δεν ήταν πια για το γάτο της μα κάλεσμα σ’ εμένα, ένα σιωπηλό, απλό, μονοσήμαντο κάλεσμα στον εγγονό της, στη συνέχειά της, στους απογόνους της, «Ψψψψψ... ψψψψ...». Ξεκόλλησα από το μουδιασμένο βάλτωμά μου και πλησίασα, αργά, νωχελικά, εκεί στο ξέφωτο ανάμεσα στα σπαρτά, σ’ ένα αλώνι πέτρινο όπου είχε σταθεί η γιαγιά, κρατώντας τις σαρδέλες στο λαδωμένο χέρι της: «Ψψψψψ... ψψψψ...» Πήρα το χέρι της γιαγιάς στη φούχτα μου, ένιωσα το αίμα να κυλάει στις φλέβες της, την αρθρίτιδα να παραμορφώνει τα ροζιασμένα δάχτυλά της και το κράτησα εκεί, πέρα από το χρόνο, που δεν είχε σημασία, που ήταν απών εκείνη τη στιγμή που το παλιό αντάμωνε το καινούργιο –που θα γινόταν παρελθόν– και θα ξανασυναντούσε το καινούργιο σ’ αυτή την αέναη διαδοχή του χρόνου. Έφαγα τις σαρδέλες, ή μάλλον τις κατάπια, όπως έκανα μικρός, υψώνοντάς τες στον ήλιο και βάζοντας πολλές μαζί στο στόμα μου, κι εκείνη με κοίταξε όπως με κοίταζε παιδί, τότε που μου έλεγε «Μη φοβάσαι, δεν έχουν κοκαλάκια», κι αν είχαν και μου στέκονταν στο λαιμό, μια μπουκιά ψίχα από εκείνο το άγιο ψωμί της, που έκοβε ξεμεσιάζοντας το καρβέλι, θα το διόρθωνε. Σκούπισε το χέρι στην ποδιά της και κάνοντας σκυφτή αργά μεταβολή χάθηκε πάλι μέσα στα σπαρτά, αφήνοντάς με εκεί, με τον άσπρο γάτο, που με κοίταζε. Δεν στάθηκε πολύ, ήρθε κοντά μου, έτριψε τη γούνα του στο πόδι μου και ξεμακραίνοντας πλησίασε στην άκρη αυτού του παραδείσου, αυτά τα γκρι κάγκελα, ατενίζοντας μακριά σαν να έψαχνε, σαν να αφουγκραζόταν τον αέρα, με κοίταξε για μια στιγμή μ’ εκείνα τα κεχριμπαρένια μάτια του κι έπειτα πήδηξε. Πήδηξε πού; Πού πήγε αυτός ο γάτος; Διαλύθηκε σαν οπτα


MAINAS sel - DDD_Layout 1 17/09/2010 2:42 ΜΜ Page 13

σία; Εξαφανίστηκε; Αφού το ήξερα καλά κι εγώ κι αυτός πως τα όρια ήταν χαραγμένα, πως πέρα από το φως βρίσκεται το σκοτάδι, πως ήμασταν καταδικασμένοι να ακολουθήσουμε τις οδηγίες χρήσης αυτού του παραδείσου. Αυτός ο κήπος δεν σήκωνε υπερβάσεις, δεν υπήρχε τόπος πέρα από τον τόπο. Πήρα το θάρρος, εκείνο το ανάμεικτο με θράσος που σε πλημμυρίζει αδρεναλίνη, εκείνο το θράσος που σου φέρνει το τρέμουλο της έξαψης, της απόδρασης, της ζαβολιάς, και πλησίασα τα κάγκελα, τώρα πια θαρρετά, ανέμελα, αβίαστα. Τα χέρια μου άγγιξαν το κρύο μέταλλό τους και δίχως να κοιτάξω πίσω τον παράδεισο, αφέθηκα στην πτώση. Και είδα κάτω από μένα στο φως, εκείνο το φως του χειρουργείου, έναν άλλο κήπο, όμοιο μ’ αυτόν που άφηνα πίσω μου, να πλησιάζει αργά αργά και σταθερά να μεγαλώνει. Και ένιωσα τις μυρωδιές της σιωπής και της γαλήνης, και είδα τα δέντρα, τα σπαρτά, τα αλώνια και τα φρούτα. Και είδα την πύλη της Εδέμ, τον Τίγρη, τον Ευφράτη. Και είδα τ’ αμπέλια τα σκαμμένα, με τα ίχνη της φροντίδας του αμπελουργού,. Και είδα μποστάνια με ζαρζαβατικά, κατάμεστα, σκαμμένα, κοπρισμένα. Και είδα κάμπους, κριθάρια, στάρια, σίκαλη. Και είδα τους ελαιώνες και τα χίλια πανέρια με τις ώριμες ελιές. Και είδα την Εύα, τον Αδάμ, την Παναγιά Παντάνασσα και τη Γλυκοφιλούσα. Και είδα, και είδα, και είδα... Μονάχα κάγκελα δεν είδα... Όλα λοιπόν ξεκίνησαν με ένα όνειρο, ένα ενύπνιο, και η διήγηση του φίλου μου απνευστί, με μια ντουζίνα συνθλιμμένα αποτσίγαρα στο τασάκι, μαρτυρούσε πως η νικοτίνη είχε συμβάλει κι αυτή στον παραληρηματικό του τόνο. Μόνο που ήταν μία απ’ τις πολλές του μεσημεριανές διηγήσεις, από τις πιο ανώδυνες κι αθώες. Ακολούθησαν κι άλλες πολλές, που μου στέρησαν όχι μόνο το μεσημεριανό αλλά και το νυχτερινό μου ύπνο. Ήμουν εγώ τώρα 


MAINAS sel - DDD_Layout 1 17/09/2010 2:42 ΜΜ Page 14

αυτός που ξενυχτούσε κι αγωνιούσε, γιατί οι εικόνες του σιγά σιγά είχαν τρυπώσει στο μυαλό μου σαν πειρατές, έκλεβαν τη δική μου ηρεμία, υπονομευτές της ψυχραιμίας μου και αμφισβητίες της σιγουριάς μου. Τις καλοκαιρινές επισκέψεις του στο νησί ακολούθησαν κι άλλες σποραδικά το φθινόπωρο στην Αθήνα. Μα τώρα είχε πια περάσει απ’ το όνειρο στην πραγματικότητα, οι κήποι της Εδέμ είχαν ξεραθεί στο άνυδρο μυαλό του και τη θέση τους είχαν πάρει οι φωνές. Φωνές εφιαλτικές, ζωντανές φωνές, όπου κι αν βρισκόταν, άκουγε φωνές, φωνές που τον καταδίωκαν. Άρχισε να μην πιστεύει ό,τι του έλεγα, η εμπιστοσύνη του –το έβλεπα στα μάτια του, εκείνα τα πυρετικά, ορθάνοιχτα μάτια–, κλονιζόταν αργά αλλά σταθερά, ο φίλος μου βούλιαζε στην παραφροσύνη. Με εκλάμψεις ανείπωτης ποιητικότητας, που τολμούσα πια ανοιχτά να σημειώνω στο αμαρτωλό μπλοκάκι μου, κι εκείνος να γελάει με το θράσος μου φυσώντας μου καπνό από τα σέρτικά του. «Τα απομνημονεύματα της παραφροσύνης», έλεγε και γέλαγε σχεδόν υστερικά, μεσημέρι στην Αθήνα. Τον έχασα για κάποιο διάστημα, δεν απαντούσε στα τηλέφωνα, είχε αφήσει ένα περίεργο μήνυμα στον τηλεφωνητή του, ένα τραγούδι, κάτι ψέλλιζε με φωνή που δεν μου θύμιζε πια τη δική του, με παύσεις αλλόκοτες, λέξεις χωρίς ειρμό, λόγια Πυθίας ασυνάρτητα. Είχα πια συνηθίσει την απουσία του τις ώρες του μεσημεριού απ’ το διαμέρισμά μου, οι κουρτίνες μου άρχισαν να αποβάλλουν το άρωμα από τα σέρτικά του, όταν χτύπησε πάλι, μεσημέρι, το τηλέφωνο. «Σήμερα, ύστερα από ένα μήνα, μίλησε», μου είπε κάποιος με σοβαρή και σταθερή φωνή, «και μας έδωσε το τηλέφωνό σας. Είστε ο πιο κοντινός του συγγενής, μας είπε, κι αν θέλετε, καλό θα ήταν να τον δείτε...» Έτρεξα, αν και δεν ήμουν συγγενής. Με κολάκευε που αυτό το 


MAINAS sel - DDD_Layout 1 17/09/2010 2:42 ΜΜ Page 15

παιδί με είχε κατατάξει στη κατηγορία των ομοαίματών του κι ανησυχούσα σε τι κατάσταση θα τον βρω. Ήταν ήρεμος. «Λιγόστεψαν οι φωνές», μου είπε, «φαίνεται πως η χημεία τις σκοτώνει». Γέλαγε όχι μ’ εκείνο το γάργαρο γέλιο που ήξερα, μα μ’ ένα μηχανικό, αργό, κουρασμένο γέλιο συγκατάβασης και κατανόησης. «Φίλε μου, τώρα πια δεν βλέπω όνειρα, φοβάμαι, είναι ακύμαντος ο ύπνος μου, λευκός και πουπουλένιος... Και πιο πολύ λυπάμαι. Το βιβλίο μας, τα απομνημονεύματά μου, την τρέλα μου, φίλε μου, που αυτά τα ροζ, πορτοκαλί και μπλε χαπάκια κάπου καταχώνιασαν, την έκρυψαν, την έθαψαν, τη νάρκωσαν...» Τον καθησύχασα πως αυτή ήταν η αρχή, πως θα συνέλθει, θα βρει ξανά την έμπνευσή του, τις εικόνες του, τον κόσμο του, απλώς εδώ κάνουν μια τακτοποίηση, οι γιατροί και η χημεία είναι οι καθαρίστριες στο σπίτι του, θα συγυρίσουν και θα φύγουν, πως είχε πολύ σκουπίδι μαζέψει στην κουζίνα του και σάπιζε. «Εκείνος ο χοντρός με την άσπρη μπλούζα λοιπόν είναι ο καθαριστής σου, το καθαρτήριό σου». Γέλαγε και μου θύμισε το πραγματικό του γέλιο, εκείνο το υστερικό, το βροντερό, με τα πυρακτωμένα μάτια ανάμεσα στους καπνούς να βασιλεύουν. «Δώσε ένα τσιγάρο...» Καλό σημάδι, είπα μέσα μου.




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.