GKLOUKΟFSKI sel - DD_Layout 1 22/02/2011 12:52 ΜΜ Page 522
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20
Γεννημένοι για να σέρνονται
Ηνω της αργά και πολύ προσεχτικά, τα σκαλοπάτια τριζοβολούσαν
522
κυλιόμενη σκάλα φαινόταν ατέλειωτη. Έπρεπε να περπατά πά-
και χτυπούσαν κάτω από τα βήματά του, σε κάποιο σημείο μάλιστα εντελώς απροσδόκητα έφυγαν κάτω, κι ο Αρτιόμ μόλις που πρόλαβε να τραβήξει το πόδι του. Παντού υπήρχαν απομεινάρια μεγάλων κλαδιών σκεπασμένα με βρύα και δεντράκια που θα πρέπει να πετάχτηκαν εδώ την εποχή της καταστροφής, ίσως με την έκρηξη. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι κληματσίδες και βρύα, κι από τις τρύπες των πλαστικών καλυμμάτων στις πλαϊνές μπάρες διακρίνονταν οι σκουριασμένοι μηχανισμοί τους. Δεν έριξε ούτε μια ματιά πίσω του. Ψηλά όλα ήταν κατάμαυρα. Αυτό δεν προμήνυε τίποτα ευχάριστο. Αν ξαφνικά η είσοδος γκρεμιστεί κι εκείνος δεν καταφέρει να βγει από τους σωρούς των ερειπίων; Και αν το μόνο πρόβλημα ήταν η ασέληνη νύχτα, και πάλι θα ήταν άσχημα τα πράγματα: Με μικρή ορατότητα δεν θα ήταν εύκολο να κατευθυνθεί στο στόχο της μια συστοιχία πυραύλων. Όσο όμως πλησίαζε προς το τέλος της σκάλας, τόσο εντονότερες γίνονταν οι κηλίδες στους τοίχους και οι λεπτές αχτίδες που περνούσαν από τις χαραμάδες. Η έξοδος στο υπέργειο περίπτερο ήταν όντως κλεισμένη, όχι όμως με πέτρες, αλλά με σωριασμένα δέντρα. Έπειτα από αρκετά λεπτά ψάξιμο, ο Αρτιόμ ανακάλυψε ανάμεσά τους ένα στενό άνοιγμα από το οποίο μόλις χωρούσε να περάσει. Στη σκεπή της εισόδου του σταθμού έχασκε μια τεράστια τρύπα που έπιανε όλο σχεδόν το ταβάνι, και από μέσα της περνούσε το ωχρό φως του φεγγαριού. Το δάπεδο ήταν επίσης γεμάτο σπασμένα κλαράκια, ακόμα κι ολόκληρα δέντρα, έτσι πατικωμένα που έφτιαχναν ένα πραγματικό στρώμα. Σε έναν από τους τοίχους ο Αρτιόμ παρατήρησε μερι-
κά παράξενα αντικείμενα: Μεγάλες δερμάτινες σκούρες γκρίζες σφαίρες, στο ύψος ενός ανθρώπου, ήταν βυθισμένες μέσα στα ξερόκλαδα. Έδειχναν αποκρουστικές, και ο Αρτιόμ φοβήθηκε να τις πλησιάσει περισσότερο. Για κάθε ενδεχόμενο, βγήκε στο δρόμο ανάβοντας το φακό του. Η πάνω είσοδος του σταθμού βρισκόταν στο κέντρο ενός σωρού κατεστραμμένων σκελετών από άλλοτε κομψά εμπορικά περίπτερα και κιόσκια. Μπροστά διακρινόταν ένα τεράστιο κτήριο με παράξενο κυρτό σχήμα, που μία από τις πτέρυγές του είχε μισογκρεμιστεί. Ο Αρτιόμ κοίταξε εξεταστικά· ο Ούλμαν και ο σύντροφός του δεν φαίνονταν πουθενά, θα πρέπει να είχαν καθυστερήσει στο δρόμο. Του έμενε λίγη ώρα για να εξερευνήσει τη γύρω περιοχή. Κρατώντας για ένα δευτερόλεπτο την αναπνοή του, αφουγκράστηκε προσπαθώντας να πιάσει το σπαρακτικό ουρλιαχτό των Μαύρων. Ο Βοτανικός Κήπος δεν απείχε πολύ, και ο Αρτιόμ δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί αυτά τα πλάσματα δεν είχαν μπει κι από δω ως τώρα στο σταθμό τους. Όλα ήταν ήσυχα, μονάχα κάπου μακριά άγρια σκυλιά αλυχτούσαν μελαγχολικά, θλιβερά, σαν να έκλαιγαν. Ωστόσο ο Αρτιόμ δεν είχε καμιά διάθεση να τα συναντήσει: Αν κατάφεραν να επιζήσουν στην επιφάνεια της γης όλα αυτά τα χρόνια, τότε σε κάτι θα έπρεπε να διαφέρουν από τα συνηθισμένα σκυλιά που είχαν οι κάτοικοι του μετρό. Λίγο πιο πέρα από την είσοδο του σταθμού έκανε ακόμα μία παράξενη ανακάλυψη: Το περίπτερο περιβαλλόταν από ένα ρηχό, άτεχνα σκαμμένο χαντάκι. Κι αυτό το χαντάκι, που θύμιζε μικρή τάφρο οχυρού, ήταν γεμάτο από στάσιμο, σκούρο υγρό. Ο Αρτιόμ δρασκέλισε το χαντάκι, πλησίασε ένα από τα κιόσκια και έριξε μια ματιά στο εσωτερικό του. Ήταν εντελώς άδειο. Στο δάπεδο ήταν πεσμένα σπασμένα γυαλιά από μπουκάλια – οτιδήποτε άλλο υπήρχε το είχαν ήδη πάρει. Ερεύνησε μερικά ακόμα κιόσκια, ώσπου συνάντησε ένα που προμηνυόταν πιο ενδιαφέρον από τα υπόλοιπα. Εξωτερικά θύμιζε μικροσκοπικό φρούριο: Ήταν ένας κύβος, φτιαγμένος από χοντρές λαμαρίνες, μ’ ένα γυάλινο παραθυράκι. Μια επιγραφή πάνω από το παραθυράκι έλεγε «ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΗΡΙΟ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΟΣ». Η πόρτα έκλεινε μ’ ένα ασυνήθιστο λουκέτο, δεν χρειαζόταν καν κλειδί, αλλά το σωστό κωδικό. Ο Αρτιόμ πλησίασε το παραθυράκι και επιχείρησε να το ανοίξει, αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Παρατήρησε όμως στο περβάζι μια σχεδόν σβησμένη έπειτα από τόσα χρόνια επιγραφή.
523
GKLOUKΟFSKI sel - DD_Layout 1 22/02/2011 12:52 ΜΜ Page 523
524
GKLOUKΟFSKI sel - DD_Layout 1 22/02/2011 12:52 ΜΜ Page 524
Το ενισχυμένο κιόσκι τού κίνησε το ενδιαφέρον, και ξεχνώντας τις όποιες προφυλάξεις άναψε το φακό του. Με το ζόρι κατάφερε να διαβάσει κάποια ορνιθοσκαλίσματα, γραμμένα θαρρείς με το αριστερό χέρι: «ΘΑΨΤΕ ΜΕ ΣΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ. ΚΩΔΙΚΟΣ 767». Και μόλις κατάλαβε τι μπορούσε να σημαίνει αυτό, από μακριά ακούστηκε ένα οργισμένο σκούξιμο. Ο Αρτιόμ το αναγνώρισε αμέσως: Έτσι ακριβώς έσκουζε το ιπτάμενο τέρας πάνω από το Καλίνινσκι. Έσβησε βιαστικά το φακό του, αλλά ήταν αργά. Το σκούξιμο ακούστηκε πάλι, τούτη τη φορά ακριβώς πάνω από το κεφάλι του. Ο Αρτιόμ κοίταξε βιαστικά ολόγυρα, αναζητώντας ένα μέρος για να κρυφτεί. Ίσως η μοναδική λύση ήταν να επαληθεύσει την υπόθεσή του. Πάτησε τα πλήκτρα με τους αριθμούς στην απαραίτητη σειρά και τράβηξε το πόμολο προς το μέρος του. Η σκέψη του αποδείχτηκε σωστή: Η κλειδαριά έκανε ένα υπόκωφο κροτάλισμα κι η πόρτα υποχώρησε με κόπο, τρίζοντας διαβολεμένα πάνω στους σκουριασμένους μεντεσέδες της. Ο Αρτιόμ μπήκε μέσα, αμπαρώθηκε και άναψε πάλι το φως. Στη γωνία, με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο, καθόταν κατάχαμα η μούμια μιας γυναίκας. Στο ένα χέρι της έσφιγγε ένα χοντρό μαρκαδόρο, στο άλλο ένα πλαστικό μπουκάλι. Οι ντυμένοι με μουσαμά τοίχοι ήταν γεμάτοι από πάνω ως κάτω με σημειώσεις, γραμμένες με έναν κομψό, γυναικείο γραφικό χαρακτήρα. Στο πάτωμα ήταν πεταμένα ένα άδειο κουτί από χάπια, ζωηρόχρωμα περιτυλίγματα σοκολάτας, τενεκεδένια κουτάκια αναψυκτικών, ενώ σε μια γωνιά βρισκόταν ένα μισάνοιχτο χρηματοκιβώτιο. Ο Αρτιόμ δεν φοβήθηκε το πτώμα, μονάχα ένιωσε συμπόνια για την άγνωστη κοπέλα. Χωρίς κι ο ίδιος να ξέρει γιατί, είχε την εντύπωση πως ήταν κοπέλα. Ακούστηκε πάλι η κραυγή του ιπτάμενου τέρατος, και η σκεπή δέχτηκε ένα δυνατό χτύπημα, πράγμα που έκανε το κιόσκι να ταρακουνηθεί. Ο Αρτιόμ έπεσε στο πάτωμα περιμένοντας. Οι επιθέσεις δεν επαναλήφθηκαν, το κρώξιμο του φουρκισμένου τέρατος άρχισε να απομακρύνεται, κι εκείνος αποφάσισε να σηκωθεί. Λόγω ανωτέρας βίας, μπορούσε να καθίσει στην κρυψώνα του όσο χρειαζόταν· άλλωστε το πτώμα της κοπέλας είχε μείνει τόσο καιρό άθικτο, αν και θα πρέπει να ήταν πολλοί οι μερακλήδες που το λιγουρεύονταν. Μπορούσε βέβαια να προσπαθήσει να σκοτώσει, ή έστω να τραυματίσει, το τέρας, τότε όμως θα έπρεπε να βγει έξω. Κι αν αστοχούσε ή αν το τέρας τού έβγαινε θωρακισμένο, δεν θα του παρουσιαζόταν δεύτερη ευκαιρία σε ανοιχτό χώρο. Πιο λογικό ήταν να περιμένει τον Ούλμαν. Αν ήταν κι αυτός ζωντανός...
GKLOUKΟFSKI sel - DD_Layout 1 22/02/2011 12:52 ΜΜ Page 525
Για να περάσει την ώρα του, ο Αρτιόμ άρχισε να διαβάζει τις σημειώσεις στους τοίχους: ... Γράφω επειδή βαριέμαι και για να μην τρελαθώ. Πάνε τρεις μέρες που κάθομαι σ’ αυτό το κιόσκι, φοβάμαι να βγω στο δρόμο. Μπροστά στα μάτια μου δέκα άνθρωποι που δεν πρόφτασαν να τρέξουν ως το μετρό πέθαναν από ασφυξία, και από τότε κείτονται στη μέση του δρόμου. Πάλι καλά που διάβασα στις εφημερίδες πώς πρέπει να φράζουμε με κολλητική ταινία τις χαραμάδες. Περιμένω να πάρει ο αέρας το νέφος, οι εφημερίδες έγραψαν ότι αν περάσει μια μέρα δεν θα υπάρχει πια κίνδυνος. 9 Ιουλίου. Δοκίμασα να φτάσω στο μετρό. Μετά την κυλιόμενη σκάλα αρχίζει ένα σιδερένιο παραπέτασμα, δεν κατάφερα να το σηκώσω, κι όσο κι αν χτυπούσα δεν άνοιγε κανείς. Έπειτα από δέκα λεπτά άρχισα να νιώθω πολύ άσχημα, ξαναγύρισα στο κιόσκι μου. Ολόγυρα υπάρχουν πολλοί νεκροί. Όλοι τους είναι φριχτοί, έχουν τουμπανιάσει, βρωμίσανε. Έσπασα ένα τζάμι στο περίπτερο των τροφίμων, πήρα σοκολάτες και μεταλλικό νερό. Τώρα δεν θα πεθάνω από την πείνα. Ένιωθα μια φριχτή αδυναμία. Ένα ολόκληρο χρηματοκιβώτιο γεμάτο δολάρια και ρούβλια, και να μην μπορώ να κάνω τίποτα μ’ αυτά. Παράξενο. Αποδεικνύεται ότι είναι σκέτα χαρτάκια. 10 Ιουλίου. Συνέχισαν να βομβαρδίζουν. Από τα δεξιά, από την Προσπέκτ Μίρα, μια ολόκληρη μέρα ακουγόταν ένας φοβερός πάταγος. Νόμιζα ότι δεν θα έχει μείνει πια κανείς, αλλά το απόγευμα ένα τανκ διέσχισε με μεγάλη ταχύτητα το δρόμο. Ήθελα να βγω και να προκαλέσω την προσοχή τους, αλλά δεν πρόλαβα. Νοσταλγώ πολύ τη μαμά και τον Λιόβα. Όλη τη μέρα έκανα εμετό. Έπειτα με πήρε ο ύπνος. 11 Ιουλίου. Πέρασε από δω ένας άνθρωπος με φριχτά εγκαύματα. Δεν ξέρω πού κρυβόταν όλο αυτό το διάστημα. Έκλαιγε ασταμάτητα και έβγαζε ένα ρόγχο. Ήταν φριχτό. Πήγε προς το μετρό, και μετά άκουσα ένα δυνατό χτύπημα. Ίσως χτυπούσε κι αυτός το παραπέτασμα. Έπειτα απλώθηκε ησυχία. Αύριο θα πάω να δω αν του άνοιξαν.
12 Ιουλίου. Δεν μπορώ να βγω. Με πιάνει ρίγος, δεν καταλαβαίνω αν κοιμάμαι ή όχι. Σήμερα κουβέντιαζα μία ώρα με τον Λιόβα, εκείνος είπε ότι θέλει σύντομα να με παντρευτεί. Έπειτα ήρθε η μαμά· της είχαν βγει τα μάτια. Έπειτα έμεινα πάλι μόνη. Νιώθω τόση μοναξιά. Πό-
525
Ένα νέο χτύπημα ταρακούνησε το κιόσκι· το τέρας δεν έλεγε να παραιτηθεί από τη λεία του. Ο Αρτιόμ παραπάτησε και λίγο έλειψε να πέσει πάνω στο πτώμα – μόλις που κατάφερε να κρατηθεί κι αρπάχτηκε από τον πάγκο. Έμεινε καμπουριασμένος, περίμενε για ένα λεπτό ακόμα, κι έπειτα συνέχισε να διαβάζει:
GKLOUKΟFSKI sel - DD_Layout 1 22/02/2011 12:52 ΜΜ Page 526
τε θα τελειώσουν όλ’ αυτά, πότε θα μας σώσουν; Ήρθαν σκυλιά και τρώνε τα πτώματα. Επιτέλους, ευχαριστώ. Έκανα εμετό. 13 Ιουλίου. Έχουν μείνει κονσέρβες, σοκολάτες και μεταλλικό νερό, αλλά εγώ δεν τα θέλω πια. Για να ξαναβρεί η ζωή το συνηθισμένο ρυθμό της, θα περάσει τουλάχιστον ένας χρόνος. Ο Πατριωτικός Πόλεμος * κράτησε πέντε χρόνια, τίποτα δεν μπορεί να κρατήσει περισσότερο. Όλα θα πάνε καλά. Θα με βρουν. 14 Ιουλίου. Δεν αντέχω άλλο. Δεν αντέχω άλλο. Θάψτε με σαν άνθρωπο, δεν θέλω να μείνω μέσα σε τούτο το καταραμένο σιδερένιο κουτί... Είναι τόσο στενό. Ευχαριστώ το Φενεζαπάμ.** Καληνύχτα.
526
Παραδίπλα υπήρχαν μερικές ακόμα σημειώσεις που γίνονταν όλο και πιο ασυνάρτητες και αποσπασματικές, καθώς και σχέδια: διαβολάκια, κοριτσάκια με μεγάλα καπέλα ή φιόγκους, ανθρώπινα πρόσωπα. Ήλπιζε σοβαρά ότι ο εφιάλτης που της έλαχε να ζήσει σύντομα θα τελείωνε, σκέφτηκε ο Αρτιόμ. Ένα δυο χρόνια και τα πράγματα θα ξανάκαναν τον κύκλο τους, όλα θα ήταν όπως παλιά. Η ζωή θα συνεχιζόταν κι όλοι θα ξεχνούσαν το συμβάν. Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε; Σ’ όλο αυτό το διάστημα η ανθρωπότητα το μόνο που έκανε ήταν να απομακρύνεται από την επιστροφή στην επιφάνεια της γης. Να μπορούσε άραγε εκείνη να σκεφτεί ότι θα επιζούσαν μόνον όσοι κατάφεραν να κατέβουν στο μετρό, και οι λίγοι τυχεροί για τους οποίους, κατά παράβαση οδηγιών και κανονισμών, άνοιξαν οι πόρτες μέσα στις επόμενες λίγες μέρες; Ο Αρτιόμ σκέφτηκε τον εαυτό του. Κι ο ίδιος ήθελε πάντα να πιστεύει ότι κάποτε οι άνθρωποι θα μπορέσουν να βγουν από το μετρό για να ξαναζήσουν όπως παλιά, για να αποκαταστήσουν τα μεγαλειώδη κτήρια που ύψωσαν οι πρόγονοί τους και να τα κατοικήσουν, για να μη μισοκλείνουν τα μάτια τους βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει, για να μην ανασαίνουν με το άνοστο μείγμα οξυγόνου και αζώτου που περνά μέσα από το φίλτρο της αντιασφυξιογόνου μάσκας, και να ρουφούν με απόλαυση τον αέρα το γεμάτο αρώματα λουλουδιών... Ο ίδιος δεν ήξερε πώς μύριζαν παλιά αυτά τα λουλούδια, θα πρέπει όμως να ήταν κάτι υπέροχο, ιδίως τα λουλούδια εκείνα που θυμόταν η μητέρα του. ** Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος είναι η ονομασία που δίνουν οι Ρώσοι στο Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, ο οποίος για την τότε Σοβιετική Ένωση άρχισε τον Ιούνιο του 1941, με την εισβολή των χιτλερικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, και έληξε το Μάιο του 1945 με την είσοδο των σοβιετικών στρατευμάτων στο Βερολίνο. (Σ.τ.Μ.) ** Πρόκειται για ηρεμιστικό. (Σ.τ.Μ.)
Κοιτώντας όμως το μουμοπιοποιημένο πτώμα της κοπέλας, που δεν θα μπορούσε πια να προσδοκά τη μέρα της επαγγελίας και το τέλος του εφιάλτη, άρχισε να αμφιβάλλει ότι ο ίδιος θα ζήσει ως τότε. Σε τι διέφερε η δική του ελπίδα να δει την επιστροφή της παλιάς ζωής από τη δική της βεβαιότητα ότι αυτό θα συμβεί οπωσδήποτε, και μάλιστα το πολύ σε πέντε χρόνια; Στα χρόνια της ζωής του στο μετρό ο άνθρωπος δεν συσσώρευσε δυνάμεις ώστε να ανεβεί θριαμβευτικά τα σκαλοπάτια μιας αστραποβόλας σκάλας που να οδηγεί σε παλιές δόξες και μεγαλεία. Αντιθέτως, έγινε μικροπρεπής, εθίστηκε στο σκοτάδι και το συνωστισμό. Στην πλειοψηφία τους οι άνθρωποι είχαν λησμονήσει την άλλοτε απόλυτη εξουσία του ανθρώπου στον κόσμο, καθώς αυτή ήταν πια αχρείαστη – άλλοι συνέχισαν να τη νοσταλγούν, άλλοι πάλι την καταριόντουσαν. Με ποιους απ’ αυτούς ήταν το μέλλον; Απ’ έξω ακούστηκε ένα κλάξον, και ο Αρτιόμ έτρεξε στο παράθυρο. Στη μικρή στρογγυλή πλατεία ανάμεσα στα κιόσκια σταμάτησε ένα αυτοκίνητο με τελείως ασυνήθιστη όψη. Του είχε τύχει και παλιότερα να δει αυτοκίνητα, στην αρχή στα μακρινά παιδικά του χρόνια, έπειτα σε εικόνες και φωτογραφίες σε βιβλία, και τέλος την προηγούμενη φορά που ανέβηκε στην επιφάνεια της γης. Κανένα απ’ αυτά όμως δεν έμοιαζε σε τούτο. Το τεράστιο εξάτροχο φορτηγό ήταν βαμμένο σε κόκκινο χρώμα. Πίσω από την ευρύχωρη καμπίνα του με τις δύο σειρές καθισμάτων υπήρχε μια μεταλλική καρότσα για φορτία που είχε στο πλάι της μια λευκή γραμμή, ενώ στη σκεπή του ήταν τοποθετημένοι σωριασμένοι σωλήνες, καθώς και δύο στρογγυλές φιάλες που μέσα τους αναβόσβηναν γαλάζιες λάμπες. Αντί να βγει από το κιόσκι, ο Αρτιόμ άναψε μέσα από το τζάμι το φακό του περιμένοντας το σινιάλο της απάντησης. Τα φανάρια του φορτηγού αναβόσβησαν μερικές φορές, και ο Αρτιόμ θέλησε πια να βγει, αλλά δεν πρόλαβε. Από ψηλά, η μια μετά την άλλη, εφορμούσαν δυο πελώριες μαύρες σκιές. Η πρώτη άρπαξε με τα νύχια της τη σκεπή και προσπάθησε να σηκώσει στον αέρα το αυτοκίνητο, αλλά το φορτίο τής έπεφτε πολύ βαρύ. Αφού σήκωσε την καρότσα του αυτοκινήτου μισό μέτρο πάνω από τη γη, το τέρας ξερίζωσε τους δυο σωλήνες, έσκουξε δυσαρεστημένο και τους πέταξε χάμω. Το δεύτερο τέρας χτύπησε μ’ ένα κρώξιμο το αυτοκίνητο από το πλάι, υπολογίζοντας να το ανατρέψει. Η πόρτα άνοιξε και στην άσφαλτο πήδησε ένας άντρας με στολή προστασίας και ένα τεράστιο πολυβόλο στα χέρια. Σήκωσε την κάνη καταπάνω, περίμενε μερικά δευτερόλεπτα, προφανώς για να αφήσει το
527
GKLOUKΟFSKI sel - DD_Layout 1 22/02/2011 12:52 ΜΜ Page 527
528
GKLOUKΟFSKI sel - DD_Layout 1 22/02/2011 12:52 ΜΜ Page 528
τέρας να πλησιάσει, κι έπειτα έριξε μια ριπή. Από ψηλά ακούστηκε ένα πονεμένο κρώξιμο. Ο Αρτιόμ άνοιξε βιαστικά την πόρτα κι έτρεξε έξω. Το ένα φτερωτό τέρας διέγραψε έναν κύκλο κάπου τριάντα μέτρα πλατύ πάνω από τα κεφάλια τους, έτοιμο να επιτεθεί ξανά, το άλλο προς το παρόν δεν φαινόταν πουθενά. «Έμπα στο αυτοκίνητο!» του φώναξε ο άντρας με το πολυβόλο. Ο Αρτιόμ όρμησε προς το μέρος του, μπήκε στην καμπίνα και κάθισε σ’ ένα μακρύ κάθισμα. Ο πολυβολητής έριξε μερικές φορές ακόμα, έπειτα πήδησε στο μαρσπιέ, μπήκε στο αυτοκίνητο και βρόντησε πίσω του την πόρτα. Το αυτοκίνητο μούγκρισε, ξεκινώντας απότομα. «Τα περιστέρια ταΐζεις;» σφύριξε ο Ούλμαν κοιτάζοντας τον Αρτιόμ πίσω από τη μάσκα του. Ο Αρτιόμ περίμενε ότι τα ιπτάμενα τέρατα θα τους κυνηγούσαν, αλλά τα πλάσματα, αφού πέταξαν κάπου εκατό μέτρα ακολουθώντας το αυτοκίνητο, γύρισαν πίσω στη ΒΕ-ΝΤΕ-ΕΝ-ΧΑ. «Υπερασπίζονται τη φωλιά τους», διευκρίνισε ο μαχητής. «Το έχουμε ακούσει αυτό. Δεν επιτέθηκαν έτσι απλά στο αυτοκίνητο, δεν είναι στα μέτρα τους. Άραγε πού να έχουν τη φωλιά τους;» Ξαφνικά ο Αρτιόμ κατάλαβε και πού είχαν στήσει τη φωλιά τους τα τέρατα, και γιατί πλάι σε τούτη την έξοδο της ΒΕ-ΝΤΕ-ΕΝ-ΧΑ δεν τολμούσε να ξεμυτίσει κανένα ζωντανό πλάσμα, συμπεριλαμβανομένων προφανώς των Μαύρων. «Ακριβώς στο περίπτερο του σταθμού μας, πάνω από τις κυλιόμενες σκάλες», είπε. «Ναι; Περίεργο. Συνήθως φωλιάζουν ψηλότερα, στα σπίτια», απάντησε ο μαχητής. «Μάλλον θα πρόκειται για άλλο είδος... Ναι... Με συγχωρείς που καθυστερήσαμε». Με τις στολές και το βαρύ οπλισμό, μέσα στην καμπίνα του αυτοκινήτου ήταν πολύ στενάχωρα. Το πίσω κάθισμα ήταν πιασμένο από σακίδια και μπαούλα. Ο Ούλμαν καθόταν στην άκρη, ο Αρτιόμ βρέθηκε στο κέντρο, και στ’ αριστερά του, πίσω από το τιμόνι, καθόταν ο Πάβελ, ο σύντροφος του Ούλμαν από την Προσπέκτ Μίρα. «Γιατί ζητάς συγγνώμη; Δεν εξαρτιόταν από σένα», είπε ο οδηγός. «Ο συνταγματάρχης δεν μας ειδοποίησε για την Προσπέκτ Μίρα, κι εννοώ το δρόμο που πάει από τη Ρίζσκαγια και πέρα. Είχαμε την εντύπωση ότι πέρασε από εκεί οδοστρωτήρας. Δεν ξέρω γιατί εκείνη η γέφυρα δεν κατέρρευσε τελείως. Εκεί δεν είχαμε πού να κρυφτούμε, με το ζόρι γλυτώσαμε από τα σκυλιά». «Εσύ ακόμα δεν είδες σκυλιά;» ρώτησε ο Ούλμαν.
«Μονάχα τ’ άκουσα», απάντησε ο Αρτιόμ. «Εμείς όμως τα είδαμε», είπε ο Πάβελ στρίβοντας το τιμόνι. «Και πώς είναι;» ενδιαφέρθηκε να μάθει ο Αρτιόμ. «Τίποτα το καλό. Μας ξήλωσαν τον προφυλακτήρα και κόντεψαν να μας ροκανίσουν και τη ρόδα ενώ κινούμασταν. Σταμάτησαν μόνο όταν χτυπήσαμε τον αρχηγό τους», είπε γνέφοντας προς το μέρος του Ούλμαν. Η διαδρομή δεν ήταν εύκολη. Το έδαφος ήταν γεμάτο χαρακώματα και λάκκους, η άσφαλτος είχε σκάσει και έπρεπε να διαλέγουν προσεχτικά το δρόμο τους. Σ’ ένα σημείο φρενάρισαν, και επί πέντε λεπτά προσπαθούσαν να περάσουν πάνω από ένα βουνό τσιμεντένια συντρίμμια που απέμειναν από μια γέφυρα που κατέρρευσε. Ο Αρτιόμ κοιτούσε από το παράθυρο κι έσφιγγε στα χέρια του το αυτόματο. «Καλά πάει», επαινούσε το αυτοκίνητο ο Πάβελ. «Κι έλεγαν ότι θα ξεθυμάνει το πετρέλαιο, θα ξεθυμάνει... Δεν βαριέσαι, οι χημικοί μας δεν έχουν ξαναδεί τέτοιο πράγμα». «Πού το βρήκατε;» ρώτησε ο Αρτιόμ. «Ήταν σε μια αποθήκη, χαλασμένο. Δεν είχαν προλάβει να το επισκευάσουν για να το στείλουν στις πυρκαγιές όταν κάηκε η Μόσχα. Τώρα το χρησιμοποιούμε πού και πού, όχι βέβαια για τη δουλειά που προοριζόταν». «Κατάλαβα», έκανε ο Αρτιόμ και γύρισε προς το παράθυρο. «Τυχεροί ήμασταν με τον καιρό» –φαίνεται ότι ο Πάβελ ήθελε να πιάσει κουβέντα– «ούτε ένα συννεφάκι στον ουρανό. Αυτό είναι καλό, ο πύργος θα φαίνεται από μακριά αν χρειαστεί αν φτάσουμε ως αυτόν». «Καλύτερα να πάμε προς τα κει, στα ψηλά, παρά να πάμε από τα σπίτια», του έγνεψε ο Ούλμαν. «Ο συνταγματάρχης, για να πούμε την αλήθεια, έλεγε ότι σ’ αυτά δεν μένει σχεδόν κανείς, αλλά, δεν ξέρω γιατί, εμένα η λέξη “σχεδόν” δεν μ’ αρέσει». Το αυτοκίνητο έστριψε αριστερά και κύλησε σε έναν ίσιο, φαρδύ δρόμο, που τον έκοβε στα δύο μια λωρίδα γκαζόν. Αριστερά υπήρχε μια σειρά από τούβλινα σπίτια που δεν είχαν υποστεί σχεδόν καμία ζημιά, δεξιά απλωνόταν ένα ζοφερό, μαύρο δάσος που έφτανε στις παρυφές του δρόμου. Σε μερικά σημεία τεράστιες ρίζες τρυπούσαν το δρόμο και έπρεπε να τις παρακάμπτουν. Όλα αυτά όμως ο Αρτιόμ πρόλαβε να τα δει μόνο στ’ αρπαχτά. «Να το το κουκλί!» είπε ενθουσιασμένος ο Πάβελ. Απέναντί τους ο πύργος του Αστάνκινο υποστήριζε τον ουράνιο
529
GKLOUKΟFSKI sel - DD_Layout 1 22/02/2011 12:52 ΜΜ Page 529
530
GKLOUKΟFSKI sel - DD_Layout 1 22/02/2011 12:52 ΜΜ Page 530
θόλο, ανεβαίνοντας στα εκατό μέτρα σαν γιγάντιο σκήπτρο που απειλούσε εχθρούς από καιρό υποταγμένους. Ήταν ένα τελείως ονειρικό οικοδόμημα, που δεν έμοιαζε σε τίποτα με όσα είχε δει ο Αρτιόμ ακόμα και στις εικόνες των βιβλίων ή των περιοδικών. Ο πατριός του φυσικά του είχε μιλήσει για ένα κυκλώπειο οικοδόμημα που βρισκόταν μόλις δύο χιλιόμετρα μακριά από το σταθμό τους, αλλά ακόμα κι από τις αφηγήσεις του ο Αρτιόμ δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο θα τον συγκλόνιζε. Σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή καθόταν με το στόμα μισάνοιχτο από την έκπληξη και κατέτρωγε με τα μάτια του τη σιλουέτα του πύργου. Τώρα αισθανόταν ένα παράξενο μείγμα ενθουσιασμού στο αντίκρισμα αυτού του έργου των ανθρώπινων χεριών, αλλά και πίκρας καθώς συνειδητοποιούσε οριστικά ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορέσει να δημιουργηθεί ποτέ ξανά. «Όλον αυτό τον καιρό ήταν πλάι μας κι εγώ δεν είχα ιδέα...» είπε προσπαθώντας να εκφράσει με λέξεις ό,τι αισθανόταν. «Αν δεν ανέβεις στην επιφάνεια της γης, δεν θα καταλάβεις πολλά πράγματα σε τούτη τη ζωή», του είπε ο Πάβελ. «Θες να μάθεις γιατί λέγεται ΒΕ-ΝΤΕ-ΕΝ-ΧΑ ο σταθμός σας; Σημαίνει “Μεγάλα Επιτεύγματα της Οικονομίας μας”, να γιατί. Εδώ υπήρχε κάποτε ένα μεγάλο πάρκο με κάθε είδους ζώα και φυτά. Και να τι θα σου πω: Σταθήκατε τυχεροί που αυτά τα “πουλάκια” έστησαν τις φωλιές τους ακριβώς στην είσοδο του σταθμού σας. Επειδή κάποια απ’ αυτά τα επιτεύγματα έχουν τόσο πολύ ξεχαρβαλωθεί από την επίδραση της ραδιενέργειας, που τώρα δεν θ’ αντέξουν ούτε την εκτόξευση χειροβομβίδων εναντίον τους». «Τους φτερωτούς σας φίλους όμως τους σέβονται», πρόσθεσε ο Ούλμαν. «Αυτοί, ας πούμε, είναι οι προστάτες σας». Γέλασαν κι οι δυο, ενώ ο Αρτιόμ ούτε καν διόρθωσε τον Πάβελ σχετικά με την ονομασία του σταθμού του, μόνο κάρφωσε πάλι το βλέμμα του στον πύργο. Έπειτα από ενδελεχή παρατήρηση, αντιλήφθηκε ότι το τεράστιο οικοδόμημα έγερνε ελαφρά, φαίνεται όμως ότι είχε ανακτήσει μια εύθραυστη ισορροπία και απέφυγε την πτώση. Πώς άντεξε μέσα στην κόλαση που δημιουργήθηκε δεκάδες χρόνια πριν; Τα γειτονικά σπίτια είχαν σαρωθεί ολοκληρωτικά ή εν μέρει, αλλά ο πύργος υψωνόταν ανάμεσα σε τούτο το ρημαδιό, λες και κάτι τον προστάτεψε από τους πυραύλους και τις βόμβες του εχθρού. «Αναρωτιέμαι πώς άντεξε», μουρμούρισε ο Αρτιόμ. «Μάλλον δεν ήθελαν να τον καταστρέψουν», υπέθεσε ο Πάβελ. «Όπως και να ’χει, πρόκειται για πολύτιμη υποδομή. Παλιότερα μάλιστα
ήταν κατά ένα τέταρτο ψηλότερος, και στην κορφή του είχε μια μυτερή αιχμή. Τώρα όμως, βλέπεις, κόβεται ακριβώς στο παρατηρητήριο». «Και γιατί να τον λυπηθούν; Σάμπως τους ένοιαζε πια; Φοβάμαι μη μας βγει καμιά ιστορία σαν κι αυτή του Κρεμλίνου...» είπε γεμάτος αμφιβολίες ο Ούλμαν. Περνώντας από την πύλη και αφήνοντας πίσω του τα ατσάλινα κάγκελα της περίφραξης, το αυτοκίνητο πλησίασε στη βάση του πύργου της τηλεόρασης, κι εκεί σταμάτησε. Ο Ούλμαν πήρε τη συσκευή νυχτερινής όρασης και το αυτόματό του, και πήδησε στο έδαφος. Ένα λεπτό αργότερα έδωσε το σύνθημα ότι όλα ήταν ήσυχα. Ο Πάβελ βγήκε κι αυτός από την καμπίνα και, ανοίγοντας την πίσω πόρτα, άρχισε να τραβά έξω τα σακίδια με τα σύνεργά τους. «Το σήμα θα πρέπει να δοθεί σε είκοσι λεπτά», είπε. «Ας δοκιμάσουμε να το πιάσουμε από δω». Ο Ούλμαν βρήκε το σακίδιο με τον πομπό και άρχισε να συναρμολογεί μια μακριά κεραία αποτελούμενη από αρθρωτά τμήματα. Σύντομα η κεραία έφτανε σε μήκος τα έξι μέτρα και ταλαντευόταν νωχελικά στο ελαφρύ αεράκι. Ο μαχητής κάθισε στον ασύρματο, έβαλε στ’ αυτιά του τα ακουστικά και βάλθηκε να παρακολουθεί τι μεταδιδόταν. Πέρασαν ατέλειωτα λεπτά αναμονής. Για μια στιγμή τούς σκέπασε η σκιά ενός «πτεροδάκτυλου», αλλά αφού διέγραψε μερικούς κύκλους πάνω από τα κεφάλια τους το τέρας κρύφτηκε πίσω από τα σπίτια. Φαίνεται ότι και μία μόνο σύγκρουση με ένοπλους αρκούσε για να του θυμίσει τον επικίνδυνο εχθρό και να το μάθει να φυλάγεται. «Με τι μοιάζουν τέλος πάντων αυτοί οι Μαύροι σας; Εσύ είσαι ο ειδικός μας σ’ αυτό το θέμα», ρώτησε τον Αρτιόμ ο Πάβελ. «Είναι τρομακτικοί στη θέα... Μοιάζουν με το αντίστροφο του ανθρώπου...» προσπάθησε να τους περιγράψει εκείνος. «Η πλήρης αντίθεση με τον άνθρωπο. Άλλωστε φαίνεται καθαρά κι από το όνομά τους, Μαύροι όνομα και πράγμα». «Αυτό μας έλειπε... Κι από πού προέκυψαν; Κανείς δεν είχε ακούσει τίποτα γι’ αυτούς παλιότερα. Τι λένε εκεί σ’ εσάς για του λόγου τους;» «Δεν έχει σημασία το ότι δεν ακουγόταν τίποτα γι’ αυτούς στο μετρό», έσπευσε ο Αρτιόμ ν’ αλλάξει κουβέντα. «Μήπως παλιά ξέρανε τίποτα για τους ανθρωποφάγους από το Παρκ Παμπιέντι;» «Αυτό είναι αλήθεια», είπε ζωηρά ο οδηγός. «Βρίσκανε ανθρώπους με βελόνες στο σβέρκο, αλλά κανείς δεν μπορούσε να πει ποιος το είχε κάνει. Τι να γίνει όμως; Μετρό είναι αυτό! Και τι παραλήρημα είναι αυτό με το Μεγάλο Σκουλήκι! Αλλά αυτοί οι Μαύροι σας από πού –»
531
GKLOUKΟFSKI sel - DD_Layout 1 22/02/2011 12:52 ΜΜ Page 531
532
GKLOUKΟFSKI sel - DD_Layout 1 22/02/2011 12:52 ΜΜ Page 532
«Εγώ το είδα», τον διέκοψε ο Αρτιόμ. «Το σκουλήκι;» τον ρώτησε καχύποπτα εκείνος. «Ή έστω κάτι που να του μοιάζει... Ένα τρένο ίσως... Τεράστιο και να μουγκρίζει τόσο που έπρεπε να βουλώσεις τ’ αυτιά σου. Δεν πρόλαβα να το δω καλά, πέρασε με μεγάλη ταχύτητα». «Όχι, δεν μπορούσε να είναι τρένο... Με τι θα ταξιδεύουν; Με μανιτάρια; Τα τρένα δουλεύουν με ηλεκτρισμό. Ξέρεις τι μου θυμίζει αυτό; Γεωτρύπανο». «Γιατί;» απόρησε ο Αρτιόμ. Είχε ακούσει για γεωτρύπανα, αλλά η ιδέα ότι το Μεγάλο Σκουλήκι που έσκαβε τα νέα περάσματα για τα οποία μιλούσε ο Ντρον μπορούσε να είναι μια τέτοια μηχανή δεν του είχε περάσει παλιότερα από το μυαλό. Άλλωστε στο σύνολό της η πίστη στο Μεγάλο Σκουλήκι δεν βασιζόταν στην απόρριψη των μηχανών; «Μόνο μη μιλήσεις στον Ούλμαν και στο συνταγματάρχη για γεωτρύπανο. Εξαιτίας του με θεωρούν θεότρελο», τον παρακάλεσε ο Πάβελ. «Το θέμα είναι το εξής. Παλιά στην Πόλη συγκέντρωνα πληροφορίες, παρακολουθούσα κάθε είδους χαφιέδες, με λίγα λόγια ασχολιόμουν με τους σαμποτέρ και την εκ των έσω απειλή. Και κάποτε συνάντησα ένα γεροντάκι που ισχυριζόταν ότι σε μιαν αποθήκη στη σήραγγα πλάι στην Μποροβίτσκαγια ακουγόταν συνέχεια θόρυβος, σαν να δούλευε πίσω από τον τοίχο ένα γεωτρύπανο. Παραλίγο να τον βγάλω τρελό, αλλά αυτός δούλευε παλιά στις οικοδομές και ήξερε από τέτοια πράγματα». «Και ποιος είχε ανάγκη να σκάψει εκεί πέρα;» «Δεν έχω ιδέα. Ο γέρος έλεγε συνέχεια ότι κάποιοι κακούργοι ήθελα να σκάψουν μια σήραγγα προς το ποτάμι για να πλημμυρίσει ολόκληρη η Πόλις, κι αυτός είχε, λέει, κρυφακούσει τα σχέδιά τους. Αμέσως προειδοποίησα τους αρμόδιους, αλλά κανείς δεν με πίστεψε. Έτρεξα να βρω το γέρο για να τον παρουσιάσω ως μάρτυρα, αλλά αυτός, λες και το ’κανε επίτηδες, είχε γίνει άφαντος. Ίσως να ήταν προβοκάτορας. Ίσως πάλι» –ο Πάβελ κοίταξε προσεχτικά τον Ούλμαν και χαμήλωσε τη φωνή του– «να άκουσε πράγματι ότι οι στρατιωτικοί κάτι σκάβουν στα κρυφά. Και ταυτόχρονα αυτοί να τον έθαψαν, για να ξέρουν όσο γίνεται λιγότεροι τι συμβαίνει πίσω από τον τοίχο. Από τότε τριγυρνάω με την ιδέα του γεωτρύπανου στο μυαλό μου, κι εξαιτίας της με θεωρούν ψυχοπαθή. Αρκεί να σου πω ότι αμέσως άρχισαν να με πιέζουν για το ζήτημα του γεωτρύπανου». Σώπαινε κοιτώντας εξεταστικά τον Αρτιόμ: Πώς θ’ αντιμετώπιζε