Ανδρέας Μήτσου - Τα Χριστούγεννα ενός άτυχου μπάτσου

Page 1

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΝΟΣ ΑΤΥΧΟΥ ΜΠΑΤΣΟΥ και άλλα διηγήματα

‫ﱣﱢ‬

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


©

Copyright Ανδρέας Μήτσου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2013

Έτος 1ης έκδοσης: 2013 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-5669-4


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Η ενηλικίωση . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11 Ο άρχοντας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 27 Ο κάγιας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 49 Τα Χριστούγεννα ενός άτυχου μπάτσου . . . . . . . . 63 Η άγνωστη γυναίκα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 83



Το πληγωμένο ελάφι προβάλλει πάνω στο λόφο. ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΟυ ΣΤΑυΡΟυ



Η ενηλικίωση



Ε

ιχαν βαριες φυσιγγιοθηκες περα-

σμένες σταυρωτά στο στήθος, που φούσκωναν γύρω στην περιοχή της κοιλιάς, φορτωμένες με αμέτρητα φυσίγγια, μεγάλα μαχαίρια στους μηρούς μέσα σε κεντητές δερμάτινες θήκες, κρεμασμένους φακούς στο ύψος των γοφών, ποικιλόμορφα παγούρια, δίχτυα, κιάλια και όπλα γυαλιστερά. Είχαν φέρει και ένα αλλόκοτο μακρύκαννο για μένα. Άτομα οχτώ, κι εγώ ο ένατος κυνηγός. Τα τρία ανοιχτά τζιπ έφτασαν αγκομαχώντας στην Άνω Χώρα, ξημερώματα, μετά από διαδρομή πέντε και πλέον ωρών. Περάσαμε ση


ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

κώνοντας σύννεφα σκόνης μπροστά από το καφενείο-χάνι του χωριού, με τις έρημες καρέκλες στην αυλή, και δεν σταματήσαμε. Μια γυναίκα, πίσω από το κοπάδι της με τα γίδια, παραμέρισε για να διαβούμε. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο πρόσωπό μου και έδειχνε να μην μπορεί να πιστέψει ό,τι βλέπανε τα μάτια της. Εμείς διαβαίναμε με αχολογητά και ιαχές και με τα όπλα ορθά μέσα στα αμάξια, σαν δόρατα. Σταματήσαμε στην κορυφή του βουνού. Πηδάγανε οι σιδερόφραχτοι άντρες απ’ τα αυτοκίνητα αργά, ο ένας κατόπιν του άλλου. Ύστερα αφήσαμε ελεύθερα και τα τέσσερα σκυλιά. «Εμπρός, καπετάνιο. Εμπρός για την παγάνα», με παρότρυνε ο μεγαλύτερος της παρέας, απόστρατος συνταγματάρχης του στρατού. Αυτός είχε οργανώσει το σχέδιο της παγάνας. Παγάνα είναι ένα είδος ενέδρας. Μελετούν 


Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

την περιοχή του κυνηγιού, την ιχνηλατούν προσεκτικά και ύστερα καταστρώνουν το σχέδιο. Γνωρίζουν οι κυνηγοί από ποιο μονοπάτι θα περάσει το κάθε ζώο. Γνωρίζουν όλες τις δυνατότητες διαφυγής του, και την παραμικρή πιθανότητα σωτηρίας του. Σε κάθε καίριο σημείο του μονοπατιού παραφυλάει κι ένας κυνηγός. Κρατάει στα χέρια όπλο που μπορεί να σκοτώσει και ελέφαντα, με ακτίνα δράσεως απροσμέτρητη. Στέκει και καιροφυλακτεί. Ήμουνα «καπετάνιος» στη Μάνδρα της Αττικής –από εκεί ξεκινήσαμε–, ενωμοτάρχης δηλαδή της πάλαι ποτέ ένδοξης Χωροφυλακής και διοικητής του αστυνομικού σταθμού, ο σταθμάρχης, ετών είκοσι ενός, με ψιλό μουστακάκι στο χείλι και πρόσωπο κοριτσίστικο, και έπρεπε να πείσω για την ενηλικίωση και τον ανδρισμό μου. Όπλο δεν είχα πιάσει στα χέρια μου, 


ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

παρά μόνο στο «πεδίο βολής» και σε μία και αποκλειστική περίσταση. Στις επόμενες εκπαιδευτικές βολές φρόντισα να απουσιάζω με αναρρωτική άδεια. Εκείνη τη φορά της μοναδικής σκοποβολής, σκόπευσα και σημάδεψα τον μαγικό αριθμό εφτά. Το ποσοστό επιτυχίας μου έφτασε το απίθανο εκατό τοις εκατό και ένιωθα απόλυτα ανακουφισμένος, όσο που ήρθαν ψηλά από το πεδίο βολής οι ασυνάρτητες βωμολοχίες του λοχαγού σε βάρος μου. Το εφτά χτύπαγα, στο κέντρο του ακριβώς, ενώ ο δικός μου στόχος ήταν το νούμερο πέντε. Η παταγώδης όμως αποτυχία μου δεν ήταν εύκολο να διαρρεύσει και να μαθευτεί εκτός των ορίων της Σχολής. Έτσι, στην περιοχή της δικαιοδοσίας μου εγκαταστάθηκα με τα εύσημα του φερέλπιδος νέου υπαξιωματικού της Αστυ


Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

νομίας, ο οποίος θα εξελισσόταν απρόσκοπτα και θα ’φτανε οπωσδήποτε μέχρι και το βαθμό του στρατηγού. Αυτή τη μελλοντική πορεία και προοπτική μου έπρεπε να επιβεβαιώσω, να αναδείξω, και τούτη η μακρινή εξόρμησή μου αποτελούσε την αναγκαία δοκιμασία μου. } Στεκόμουν καρτέρι ολομόναχος σε μια μικρή ανηφόρα. Στην κορυφή του βουνού. Γλυκοχάραζε. Οι οροσειρές γύρω άλλαζαν απαλά χρώματα, ο κάμπος στα πόδια μου έδειχνε τελεσίδικα μακρινός, βασίλευε, πράγματι, η σιωπή. Κρατούσα την ανάσα μου, όταν ένιωσα πως δεν ήμουν πλέον μόνος. Με πλησίασε χορευτικά, χωρίς καμιά συστολή, πατώντας στις μύτες των υπέροχων ποδιών της. Είχε λαιμό μακρότατο που έφτανε ως το Θεό, τα μάτια της  2 – Τα Χριστούγεννα ενός άτυχου μπάτσου


ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

έπλεαν στο φως. Με κοίταξε με άκρα σοβαρότητα. Τι έπαθα τότε; Το πρόσωπό μου γέμισε δάκρυα. Τίναξε ψηλά το τέλειο κεφάλι η ελαφίνα και αποχώρησε αγέρωχη και μάλλον αδιάφορη για την κατάστασή μου. «Αχ, μωρέ, και να ’χα ένα όπλο!» ανέκραξα κι αμέσως ντράπηκα για τον εαυτό μου. Συνήλθα από βάναυσα ποδοβολητά, αλυχτίσματα σκύλων και φασαρία. Μόλις που πρόλαβα να σκουπίσω τα μάτια μου. «Τι έγινε;» ουρλιάξανε απαιτητικά, καθώς κατέφθαναν λαχανιασμένοι και κάθιδροι, οι κυνηγοί. «Τι έγινε; Πού ’ναι το ελάφι;» «Ποιο ελάφι;» ρώτησα προσποιούμενος τον ανήξερο. Αγανακτήσανε. Παραφρονήσανε μαζί μου. Ο απόστρατος συνταγματάρχης με κοίταξε φιλύποπτα στην αρχή και κατόπιν ξέσπασε. 


Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

«Άντρας είσαι εσύ;» ρωτούσε επίμονα. Με άρπαξε απ’ το γιακά και με ταρακουνούσε συγκλονισμένος από την απροσδόκητη απώλεια. Θυμήθηκα το μακρύκαννο που είχα τόση ώρα μέσα στα χέρια μου. Τέτοια δεν τα σήκωνα. Πέσανε όλοι πάνω μου να με συγκρατήσουν. Απομακρύνθηκαν ύστερα με βρισιές ακατονόμαστες σε βάρος μου. Με εγκαταλείψανε μόνο μέσα στο δάσος, έξαλλοι από μίσος εναντίον μου ή από αίσθημα άλλο, που ακόμα δεν το έχω προσδιορίσει. Αργότερα έστειλαν και με περιμαζέψανε. «Πώς το ’κανες αυτό, κύριε ενωμοτάρχα;» με ρώτησε απορημένος ο μόνος χωροφύλακας που είχε έρθει μαζί μου – ένας κατηφής Κρητικός, Λεωνιδάκης Γιώργος το όνομά του. «Πώς τ’ άφησες να σου ξεφύγει το ελάφι;» «Σκοτώνεις τον άγγελο;» είπα ψιθυριστά, 


ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

χωρίς να αποκρίνομαι σ’ αυτόν, και παραλίγο να με πιάσουν πάλι τα κλάματα. «Θα μεγαλώσεις, πού θα πας, θα μεγαλώσεις κι εσύ», προέβλεψε ο χωροφύλακας και το βλέμμα του σκοτείνιασε. Ο Λεωνιδάκης με έφερε πίσω στην παρέα. Το βράδυ κοιμηθήκαμε στο πανδοχείο της Άνω Χώρας. Η ομάδα ήταν συγκρατημένη μαζί μου, δεν έκρυβε την αποστροφή της για το πρόσωπό μου. Ήπιανε, τραγουδήσανε κι άρχισαν να μιλάνε για κυνήγι. Όλοι διηγούνταν και κάποιο σπουδαίο κατόρθωμά τους, που ήταν ωστόσο ένα και το αυτό, με ελάχιστες διαφορές. Πώς «ακούσανε» το κυπρί του σκύλου από απόσταση απίθανη και ότι από το γάβγισμά του αυτοί γνωρίσανε αμέσως πως ο σκύλος τους είχε «κωλώσει» ένα γουρούνι. Το κυνηγόσκυλο γαβγίζει ανάλογα, όταν τρέχει πίσω από το θή2


Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

ραμά του, ας πούμε, ή όταν το ξετρυπώνει, ακόμα κι όταν το «κωλώνει» το ζώο. Το φοβίζει ή το εξαντλεί τόσο, που αυτό αποκάμνει και στέκεται ακίνητο, κάθεται στον κώλο του, παραδίνεται και περιμένει. Το σκυλί το περιτριγυρίζει από απόσταση ασφαλείας και γαβγίζει ανελέητα γύρω του μέχρι να καταφθάσει ο αφέντης του. Κανένα απόκοτο ζαγάρι μπορεί να ξεγελαστεί και να πλησιάσει πολύ κοντά στο απελπισμένο θηρίο, που το ξεσκίζει αστραπιαία με τους κοφτερούς χαυλιόδοντές του. Τότε μόνο είναι που κλαίνε οι κυνηγοί και σπαράζουν και θάβουν το σκυλί σε σεπτή τελετή μέσα στο δάσος. Μεθούν αργότερα και πίνουνε στη μνήμη του πιστού τους συντρόφου, που έδωσε τη ζωή του, που καταδέχτηκε και θυσιάστηκε για χάρη τους, του ήρωα και μάρτυρα, που έπεσε γι’ αυτούς. Κι αντί για την ά2


ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

φεση, εμποτίζεται αμετάκλητα η καρδιά τους από το μίσος της εκδίκησης. Πλησιάζουν λοιπόν, σε κάθε περίσταση, το ηττημένο ζώο στα δύο μέτρα, σηκώνουν το όπλο και το εκτελούν εν ψυχρώ, ενώ εκείνο τους κοιτάζει περίεργο και αδιάφορο για τη μοίρα του. Αυτό το ίδιο κατόρθωμα αφηγούνται όλοι στις ταβέρνες και στα χάνια με μυστική συνενοχή και ερίζουν μόνο και τσακώνονται για το βάρος του. Αν ήτανε διακόσια ή τριακόσια κιλά το θήραμα. Κι εκεί οργιάζει η φαντασία τους και φεύγουν κι αυτοί λιγάκι από την πραγματικότητα και απογειώνονται. Στο πόσο πολύ κρέας καταβρόχθισαν, πόσο ρίξανε μέσα στην κοιλιά τους την άπατη. Μέθυσε αργότερα η παρέα μου κι αρχίσανε να λένε για γυναίκες. Εγώ τους παρακολουθούσα κατάπληκτος, γιατί δεν ήξερα με τι σόι 22


Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

ανθρώπους είχα έρθει πάνω στα βουνά και ούτε γνώριζα πως έτσι είναι οι πραγματικοί άντρες. } Το επόμενο πρωί, παραμονή Χριστουγέννων, ξεκίνησαν χαράματα, μέσα σε θορύβους και βλαστήμιες. Βγήκανε πάλι για κυνήγι γουρουνιών. Φεύγοντας, τους άκουσα να σχολιάζουν πως το ελάφι εκείνο ήταν το μοναδικό σ’ ολόκληρη την περιοχή και διατύπωναν εκ διαμέτρου αντίθετες εκτιμήσεις για το βάρος του. Έπαιρνα το πρωινό μου μοναχός, με τον ταβερνιάρη να με παρακολουθεί ανικανοποίητος, όταν ακούστηκαν ιαχές και οχλοβοή. Κόσμος μπήκε απρόσμενα στο χάνι. Πρώτα αρκετοί ντόπιοι και ύστερα εισέβαλαν οι δικοί μου, πατώντας με τις βαριές μπότες τους στο πάτωμα, που έτριζε έτοιμο να υποχωρήσει. 2


ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

Ακούμπησαν την ελαφίνα στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι, κρεμάστηκε ο μακρύς λαιμός της και αιωρούνταν ανεπαίσθητα, κι απ’ τα ορθάνοιχτα, σβησμένα πια μάτια της έσταζε ρυθμικά αίμα. «Δεν θα το πιστέψεις, κυρ-ενωμοτάρχα. Το ελάφι, πράγμα πρωτάκουστο για αγρίμι, έπεσε στην ίδια, τη χτεσινή παγάνα. Πήγε στο μέρος όπου ήσουνα εσύ χτες. Σ’ αναζήτησε φαίνεται. Ήταν όμως ο συνταγματάρχης εκεί τώρα και το περίμενε. Κι έτσι, ούτε γάτα πια ούτε ζημιά. Διορθώθηκε το κακό και να μη στενοχωριέσαι», μου ’πε ο Λεωνιδάκης χτυπώντας με ανοίκεια στις πλάτες, ενώ ο συνταγματάρχης, στην άλλη άκρη του καφενείου, φούσκωνε σαν διάνος κι όλο χειρονομούσε. Εκείνοι οι άντρες φαντάζανε στα μάτια μου θεόρατοι σιδερόφραχτοι ιππότες, άπληστοι σταυροφόροι, νικητές και τροπαιούχοι. 2


Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ

«Στην υγειά σου, κυρ-αστυνόμε!» βροντοφώναξε σαρκαστικά από μακριά ο συνταγματάρχης ευτυχισμένος, και αμέσως ήπιανε μαζί του κοιτώντας με με περιφρόνηση. Την άλλη μέρα μοιράσανε το θήραμα σε ίσα μερίδια. Θέλησαν να προσφέρουν και σ’ εμένα το αναλογούν, τηρώντας τους νόμους και τους κανόνες του κυνηγιού. Δεν το δέχτηκα, και αυτό ελάχιστα τους πείραξε. Έδωσαν ένα μεγάλο κομμάτι, τη μισή ωμοπλάτη, τα εντόσθια και το κεφάλι ολόκληρο του ελαφιού. Το ’βρασε ο ταβερνιάρης. Τρώγανε όλοι μαζί με βουλιμία μέσα σε πηχτή σιωπή. Ξημέρωναν Χριστούγεννα στο δάσος. } 2


ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

Εφτά μέρες αργότερα, στις 2 Ιανουαρίου 1973, υπέβαλα αίτηση παραίτησης από το σώμα της Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής. Έκανα τριάντα χρόνια να θυμηθώ αυτή την ιστορία. Και άλλα δέκα ακόμα να τη συνδέσω με τη φυγή μου.

2


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.