Ο κίτρινος στρατιώτης

Page 1

MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 5

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ Μυθιστόρημα

h

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 6

©

Copyright Ανδρέας Μήτσου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2011

Έτος 1ης έκδοσης: 2012 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-5426-3


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

h

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΚΕφΑλΑΙΟ 1

«Αδυναμία έξεως» ` 15 ΚΕφΑλΑΙΟ 2

Πρώτη γνωριμία με το θάνατο ` 40 ΚΕφΑλΑΙΟ 3

Στην Τουρκία ` 54 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΚΕφΑλΑΙΟ 4

Ο πόλεμος ` 69 ΚΕφΑλΑΙΟ 5

Η Τζαμίλα: ένας έρωτας υπερβολικός ` 9 ΚΕφΑλΑΙΟ 6

Στην Ιταλία ` 163 


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 8

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

ΚΕφΑλΑΙΟ 7

Στην Αίγυπτο ξανά ` 19 ΚΕφΑλΑΙΟ 8

Η ζωή δεν είναι για τους δειλούς ` 205 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΚΕφΑλΑΙΟ 9

Η επιστροφή ` 221 Κ Ε φ Α λ Α Ι Ο 10

Ο αρραβώνας ` 260 Μ Ε Ρ Ο Σ Τ Ε ΤΑ Ρ Τ Ο

Κ Ε φ Α λ Α Ι Ο 11

Απολογία-συγγνώμη ` 23 ΕΠΙλΟΓΟΣ

`

291


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 9

Στον Γιάννη στον Παναγιώτη στη Μανταλένα


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 10


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 11

Πού πάμε αλήθεια; Πάντα στο σπίτι. ΝΟΒΑλΙΣ


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 12


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 13

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

h


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 14


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 15

ΚΕφΑλΑΙΟ 1

«Αδυναμία έξεως»

ξΕΡΑ ΟΤΙ ήμουν ο πιο όμορφος. Αν υπήρχε άλλος ομορ-

φότερος από μένα, αυτό σκεφτόμουνα όλη την ώρα. Και Η το ’βρισκα αδύνατο.

Ετούτος πρέπει να ήταν και ο λόγος της παραξενιάς μου. Γιατί άλλοτε έγερνα στο πλάι καθώς περπατούσα, προς τη μια μεριά μου, σαν δέντρο που το φυσάει ο άνεμος, άλλοτε έριχνα το κεφάλι ξαφνικά πάνω στον έναν ώμο, το κάρφωνα εκεί, κι έτσι πήγαινα. Μερικές φορές κούτσαινα βαριά και χοροπηδούσα επί τόπου πάνω στο δρόμο. Έκανα κι άλλα τέτοια, από την αφαντιασμάρα μου, όπως με κατηγορούσαν, από τον εγωισμό μου. Πράγματα απότομα και απρόβλεπτα. Ήταν ένα πρόσθετο βάρος πάνω μου. Ακριβώς σαν να είχα δύο εαυτούς. Εγώ τον φρόντιζα τον έναν και τον πρόσεχα, και σ’ αυτόν εναπόθετα τις ελπίδες μου. Νεοσύλλεκτος, μπήκα στη γραμμή να κουρευτώ μαζί με τους άλλους φαντάρους. Ο κουρέας, με κάτι λευκά διάφανα χέρια σαν πουλιά, σταμάτησε να κουρεύει, τρελός από τη 15


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 16

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

βιάση, και με κοίταξε όλο απορία στο βάθος της γραμμής. Κατέβασε αμέσως τα μάτια ντροπιασμένος από την ομορφιά μου. Ύστερα, μόλις ήρθε η σειρά μου κι έφτασα κοντά του, έχωσε αποφασιστικά τα χέρια του, με τα μακριά δάχτυλα τεντωμένα πηρούνες, παράλληλα στους κροτάφους μου, ανατάραξε από μέσα τα μαλλιά μου, τα ανασήκωσε, έβαλε μετά τη μηχανή από κάτω και με κούρευε πολύ προσεχτικά, με την ψιλή. Τόση ώρα όση έκανε για όλους τους άλλους μαζί. Ακόμα θυμάμαι το γλυκό ροκάνισμά της. Και την ησυχία που είχε πέσει στο υπαίθριο στρατιωτικό κουρείο. Μια σπάνια υπομονή και μιαν ανεξήγητη σοβαρότητα έδειχναν όλοι οι φαντάροι μέχρι εκείνος να τελειώσει. Κάποια στιγμή πέσανε, πουφ, τα πλούσια μαλλιά και σταθήκανε μπροστά στα πόδια μου. Ολόκληρο το μεγάλο το κεφάλι μου. Μόνο, τώρα, κομμένο. Αλλά μόλις σηκώθηκα να φύγω, άρχισε ξαφνικά να αναδεύεται. Έτρεμαν τα κυματιστά μαλλιά με τις υπέροχες σκάλες. Έσκυψα, τα άρπαξα στην αγκαλιά μου και έφυγα τρέχοντας μακριά. Κύματα γέλιου ξεσπάσανε και με κυνήγησαν μέχρι που χάθηκα πίσω από τις πικροδάφνες, στο απέραντο στρατόπεδο του ανθυπολοχαγού Μαβίλη, στην κωμόπολη της φιλιππιάδας του νομού Πρεβέζης. Το ’κανα δέμα ταχυδρομικό και το ’στειλα πίσω στο χωριό μου, στη Θοδώρα, τη μεγάλη μας αδερφή. Πήγε επί τούτου και το παρέλαβε, από τον Κραβασαρά, ο άντρας της οικογένειας, ο Πάνος. Πέντε ώρες δρόμο με τα ποδάρια να πάει κι άλλες τόσες να γυρίσει πίσω. 16


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 17

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

Το άνοιξε έξω στην αυλή του σπιτιού, στη λότζια μας, η Θοδώρα το δέμα. φαντάζομαι την αγωνία της να δει τι της είχα στείλει, τριών ημερών φαντάρος – ήταν αδερφή και μάνα μαζί για μας τα ορφανά. φύσηξε όμως ένας αέρας, μου διηγήθηκε ο Πάνος εφτά χρόνια αργότερα, κι όπως φούσκωσαν τα μαλλιά μόλις ανοίχτηκε το δέμα και ανορθώθηκαν σαν ζωντανά, καθώς είχαν πατικωθεί από το σφιχτό δέσιμο, τα σήκωσε μεμιάς το ρεύμα, τα ρούφηξε, χοάνη, μέσα στο σπίτι και τα έριξε κατευθείαν στο αναμμένο τζάκι. Ψιλή φωνή έβγαλαν οι μικρότερες αδερφές μου, η Ροϊδούλα και η Κωστάντω, χυμήξανε και οι δυο τους ταυτόχρονα. Πρόλαβαν και τα σώσανε από τη φωτιά. «Μπα σε καλό σου, Γιάννο μου, πήγες να καείς ζωντανός», είπε η Θοδώρα, πήρε στα χέρια της το «κεφάλι», το ίσιαξε, το τακτοποίησε μέσα στο δέμα, το ’δεσε από πάνω και μετά πήγε και το ’κρυψε. Πού το καταχώνιασε, τ’ αναλογίζομαι πολλές φορές και τότε πικραίνεται το στόμα μου. Ίσως γιατί δεν είμαι σε θέση να το υποψιαστώ αυτό το μέρος, με κανέναν τρόπο. Το χωριό μας είναι ορεινό, στα χίλια διακόσια μέτρα υψόμετρο. Ζωσμένο από τα έλατα. Τα χιόνια μένουν άλειωτα μέχρι την άνοιξη στα βουνά, στις κορφές τους σφυρίζουν οι αγέρηδες σαν φίδια, κι από κάτω βογγάει πάντοτε ο Άσπρος, ο ποταμός ο Αχελώος. Για όποιον ανέβαινε στον Αντρώνη, γυάλιζε απέραντος καθρέφτης στις αχτίνες του ήλιου ο Άσπρος. 1 2o


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 18

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

Και όλοι όσοι καθρεφτίζονταν από τόσο ψηλά έβλεπαν συχνά τον εαυτό τους να παίρνει διαφορετικά μεγέθη. Να αλλάζει πολλές μορφές. Ήμασταν εφτά αδέρφια, τρεις κοπέλες και τέσσερις γιοι. Ορφανά από πατέρα πολύ νωρίς και από μητέρα αργότερα. Εγώ ήμουνα ο προτελευταίος στ’ αγόρια, τα παιδιά, όπως τα λέμε τ’ αρσενικά. Η πιο μικρή απ’ όλους ήταν η Ροϊδούλα. Η Ροϊδούλα που μου είχε ξεχωριστή αγάπη. Αφού, για να σηκωθεί το πρωί από τον ύπνο, έπρεπε οπωσδήποτε να με δει. Αν τυχόν και δεν μ’ έβλεπε, έμενε ξαπλωμένη κάτω, άρρωστη. Τι ξύλο έτρωγε από τη μάνα, τι φωνές. Τίποτε αυτή. Έτσι, πριν από όλες τις δουλειές μου, είχα να πάω πρώτα να με δει η Ροϊδούλα. Από τον πατέρα μου κρατάω μονάχα μια εικόνα. Να βάνει μέσα στη χούφτα μου ένα νόμισμα, να κλείνει ο ίδιος το χεράκι μου γροθιά, να το σκεπάζει ολόκληρο από πάνω με το δικό του. Κι ύστερα να με κοιτάει με μια λύπη βαθιά. Βαθιά σαν σπηλιά. Μ’ έστελνε με την άδεια μπουκάλα ν’ αγοράσω λίγο λάδι, θα ’μουνα τότε πέντε χρονών. Έτρεχα να φύγω μακριά, όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Μου έχει αφήσει παρακαταθήκη τη λύπη του ο πατέρας μου. Τη στάλαξε μέσα μου. Αλλά το νόμισμα το κρατάω σφιχτά στη χούφτα. Το έχω πάντα μαζί μου. Στις δύσκολες στιγμές μισανοίγω την παλάμη μου και το κοιτάω. Τη μάνα μου την έχασα πριν φτάσω στα οχτώ. Αυτή τη θυμάμαι καθαρά. Μεγάλα φρύδια, γιαταγάνια κοφτερά. Πρέπει να ’μεινε καιρό στο κρεβάτι άρρωστη προτού πεθά1


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 19

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

νει, γιατί, όποτε τη σκεφτώ, τη φέρνω σχεδόν πάντα στο νου μου ξαπλωμένη. Σφίγγω το μυαλό μου επειδή χρειάζομαι κι άλλες εικόνες από τα παιδικά μου χρόνια. Δεν έρχονται. Παρά μονάχα τρεις, οι ίδιες κάθε φορά. Θέλω να τις πω και τις τρεις. Η μία, με το γερο-Ταλιούρα, τον μπαρμπα-Σπύρο. Τον ακολουθούσα με το ντρίλινο κοντό παντελονάκι μου και τα γουρουνοτσάρουχα, τσόκαρα από δέρμα γουρουνιού, μες στα χωριά, στα κακοτράχαλα βουνά και στις ρεματιές της επαρχίας Βάλτου και της Ευρυτανίας. Ο μπαρμπα-Σπύρος πουλούσε γουρουνόπουλα, μαζί και γάλους, μες στα χωριά. Στις άλυτες απορίες της ζωής μου παραμένει ακόμα το γιατί τα συνδύασε αυτά τα δύο είδη, για ποιο λόγο. Έτρεχα γύρω τους μ’ ένα καλάμι όλη την ώρα. Να γρυλλίζουν τα γουρουνόπουλα ομαδικά, κι ένας γάλος ν’ αφήνει ξαφνικά τη στριγγή κραυγή του, μόλις ακριβώς επικρατούσε για μια στιγμή η απόλυτη ησυχία. λες και ήταν αυτό που τον τρόμαζε. Για τούτο είχε διαλέξει τους γάλους, αποφάσισα εξοργισμένος μαζί του. Για να παιδέψει εμένα. Για να κιοτέψω, να δειλιάσω. Δεν έβρισκα άλλη εξήγηση. Σε κάθε σπίτι που μας βάζανε να φάμε, αποσταμένοι και ταλαιπωρημένοι από την πεζοπορία, ο μπαρμπα-Σπύρος πεταγόταν έντρομος: «Χώρια, χώρια στο παιδί», εκλιπαρούσε όρθιος, με τα χέρια ψηλά, σαν να παραδινόταν άνευ όρων. «Χώρια, χώρια στον Γιάννο», επαναλάμβανε. Προτού βάλει το κουτάλι του 19


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 20

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

στο κοινό τσίγκινο πιάτο να ρουφήξει τον ζεστό τραχανά ή την κοτόσουπα, εγώ το είχα κιόλας αδειάσει. «Γιατί; Άρρωστο είναι;» έλεγαν οι γυναίκες και πλησίαζαν καχύποπτες κοντά μου. Αλλά όταν με ζύγωναν, «κορίτσι είναι;» ρωτούσαν κι αμέσως δυνάμωναν πολύ τη φωνή, δήθεν αδιάφορες. «Σαν κορίτσι μοιάζει», αποφαίνονταν το επόμενο λεπτό και, μην περιμένοντας απάντηση, με χάιδευαν βίαια και επίμονα πάνω στο πρόσωπο. «Να το κουρέψεις», συστήνανε στον μπαρμπα-Σπύρο θυμωμένες και απομακρύνονταν μετά βιαστικά. «Τι μακριά μαλλιά! Δεν κάνει!» Αυτός τότε ξεφυσούσε σαν δράκος, λες και του φορτώνανε μια ακόμα σκοτούρα, μια έγνοια κι έναν μπελά που δεν μπορούσε να διαχειριστεί, που ήταν πέρα από τις δυνάμεις του. Η άλλη εικόνα είναι από τα χωράφια, στην ποταμιά, στον Μπζιάκα, παραπόταμο του φίδαρη, στον Μέγα Κάμπο, έξω από το χωριό μου, πάνω από μια ώρα μακριά. Δουλεύαμε όλα τ’ αδέρφια στο καλαμπόκι. Από το πρωί ως το βράδυ. Καθώς κοιμόμασταν στο ύπαιθρο, έπιανε τη νύχτα ξαφνική μπόρα. Βογγούσε δίπλα μου ο Πάνος, ο δεύτερος αδερφός μου –ο Κώστας, ο μεγαλύτερος, είχε καταταγεί στο στρατό λοχίας–, βογγούσε κι αναστέναζε από τη στεναχώρια του, γιατί ήξερε πως την άλλη μέρα δεν θα ’χε δουλειά, εξαιτίας της βροχής. Εγώ όμως έκανα κρυφά τρύπες με τα δάχτυλά μου στη σάπια μπατανία που ’χαμε για αντίσκηνο κι ήμασταν μα20


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 21

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

ζεμένοι από κάτω της. Κι έπεφταν μέσα τα νερά και γελούσα ασταμάτητα όλη νύχτα. Τ’ άλλα αδέρφια μου με κοίταζαν χωρίς να νοιάζονται να βρουν τι λόγο είχα να γελάω. Με είχαν συνηθίσει εμένα και τις παραξενιές μου. Ούτε καν μου θυμώνανε. φούσκωνε δίπλα μας το ποτάμι και μας φοβέριζε, αλλά εγώ δεν το φοβόμουνα. Εγώ σπαρταρούσα στο γέλιο. Η τρίτη και τελευταία σκηνή όμως δεν είναι για γέλια. Ανατριχιάζω κάθε φορά που τη φέρνω στο νου μου. Μάλιστα την κρατούσα μέχρι τώρα κρυφή. Πρώτη φορά το παραδέχομαι. Γιατί αυτή ήταν πάντα η έγνοια μου. Μήπως με θεωρήσουν αλαφροΐσκιωτο και φαντασμένο, πως λέω ψεύτικες ιστορίες και παραμύθια και πράγματα ασύστατα. Και δεν με πάρει ποτέ κανείς στα σοβαρά. Και δεν μ’ ακούσει. Αν ήταν όμως να μιλήσω και να διηγηθώ από την αρχή τη ζωή μου, από εδώ θα ’πρεπε κανονικά να ξεκινήσω, κι όποιος ήθελε ας με πίστευε. Αλλά το πιο σοβαρό για μας το βάζουμε σκόπιμα δεύτερο και τρίτο στη σειρά, από φόβο για το πώς θα το πάρει ο άλλος. Κι επειδή ακόμα, πάνω απ’ όλα, δεν θέλουμε να το ξεκολλήσουμε οριστικά από το πετσί μας. Δεν θέλουμε να ξεπλυθούμε. Θα ξεκινούσα με το πρώτο χτύπημα της καμπάνας της εκκλησίας, Κυριακή πρωί, χαράματα, του έτους 1925. Οχτώ χρονών παιδί. Κι αυτή η καμπάνα να ακούγεται μακρινή κι εξασθενημένη μες στην ομίχλη. Να φτάνει σχεδόν ως τις λευκές κορφές της Κανάλας και του Αντρώνη. Αλλά λίγο 21


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 22

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

παρακάτω από αυτές. Να μη σκεπάζει τις κορφές ο ήχος. Γι’ αυτό λέω «σχεδόν». Να με ξυπνάει η μάνα μου για να σπεύσω στην εκκλησία. Εμένα και τον μικρότερο αδερφό μου, τον Χαρίλαο, παπαδοπαίδι κι εκείνος, καθώς και άλλα σχολιαρόπαιδα. «Ξύπνα, Γιάννο μου. Βάρεσε κιόλας την πρώτη καμπάνα ο παπάς. Έφεξε. Άντε και θα σε πάρει η ώρα». Ανάμεσα στα ελάτια πολλαπλασιαζόταν και καταλάγιαζε ύστερα πολύ αργά ο απόηχος της καμπάνας. Γλυκός όπως ο μούστος της μεταλαβιάς στο λαρύγγι. Περίμενα υπομονετικά, ξαπλωμένος, ώσπου να γεμίσουν πρώτα τα κόκκαλά μου. Ένα διάφανο μπουκάλι το κορμί μου, ποτιζόταν με ήχους υγρούς, παχύρρευστους. Κι όταν έφτανε ως το μισό του κεφαλιού μου η στάθμη, τότε ακριβώς πεταγόμουνα, σαΐτα, να προλάβω, ενώ ακολουθούσε πίσω μου ο Χαρίλαος, πάντα κατάπληκτος μαζί μου και μισοκλαίγοντας. Είχα να βοηθήσω τον παπά να προετοιμάσει τη λειτουργία. Έπρεπε να προλάβω. Έπιανα πρωί πρωί, χαράματα, λάδια στα χέρια μου και κεριά. Καιγόμουνα κάθε φορά από τη φλόγα των λαμπάδων, μια ζωή ατζαμής. Έπιανα όμως και καθάριο ψωμί και κρασί, νάμα. Με σώμα και αίμα Κυρίου προσφάιζα στα κλεφτά, προτού ακόμα ευλογηθεί ο άρτος. «Κρατήσου, θεομπαίχτη, να γίνει πρώτα το μυστήριο. Μη με κολάζεις», αγρίευε ο αγαθός παπάς. «Θα σε τιμωρήσει ο Θεός. Θα γίνεις χοντρός, λαίμαργος. Περίμενε πρώτα να τελεστεί το μυστήριο», μονολογούσε σιγανά, πέντε λε22


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 23

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

πτά αργότερα, σαν να το δούλευε όλη αυτή την ώρα μες στο μυαλό του. Όμως το μυστήριο είχε ήδη συντελεστεί για μένα. Αργότερα έβγαινε αγέρωχος ο παπα-Αντρέας στην Ωραία Πύλη, κι εγώ, το ίδιο –και λίγο περισσότερο– αγέρωχος, ακολουθούσα ξωπίσω του μέσα στο παλιό, φαρδύ του ράσο, κατακόκκινος, χορτασμένος και όμορφος σαν άγγελος. «Α, να κι ο Γιάννος», γελούσε όλο το εκκλησίασμα μαζί μου από κάτω, λες και δεν με περίμεναν να φανώ ή σαν όλοι να γνώριζαν το αμάρτημά μου και να μου το συγχωρούσαν χωρίς κανένα δισταγμό. Γρήγορα όμως επανακτούσαν τη σοβαρότητα που επέβαλλε ο χώρος. Ανηφόρισα για την Παναγία, το κοιμητήρι του χωριού, ψηλά από το σπίτι μου, εκείνη την Κυριακή. «Σταμάτα», με πρόλαβε, όπως κάθε φορά, η μάνα μου. Μου ’ριξε κρύο νερό στο πρόσωπο, το μόνο που ’χαμε άφθονο, και μου ’φκιαξε μετά, προσεχτικά, τη χωρίστρα. «Τι όμορφος είσαι, μωρέ Γιάννο, σε καλό σου», θαύμασε και με έστησε ένα βήμα πιο πίσω για να με καμαρώσει. «Κι άσπρος σαν γάλα», συμπλήρωσε έκθαμβη και απορημένη, αλλά λες και το μετάνιωσε ευθύς αμέσως, «τρέχα τώρα», πρόσταξε, αδικαιολόγητα αυστηρή. Με άφηνε προσωρινά στα χέρια του Θεού. «Προσωρινά» πίστευα τουλάχιστον εγώ, μέχρι να γυρίσω από τη λειτουργία. Γιατί αργότερα το διαπιστώνουμε πως βλέπουμε μόνο τη μισή αλήθεια ή, μάλλον, βγαίνει απροσδόκητα μπροστά της σαν αρκούδα κι η άλλη μισή, η 23


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 24

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

κρυμμένη, η λουφαγμένη, η ύπουλη, χωρίς να μας υπολογίσει εμάς. Και τη δαγκώνει την πρώτη, την τρώει ολόκληρη. Την κάνει μια χαψιά. Την ίδια μέρα πέθανε η μάνα μου. Επειδή είχα αργήσει, ανέβηκα σαν κατσίκι προς το εκκλησάκι της Παναγίας, μέσα στο νεκροταφείο του χωριού, έφτασα τον Χαρίλαο, που έφευγε πρώτος για να γλυτώσει το πρωινό νίψιμο με το κρύο νερό, τον προσπέρασα, τον άφησα πολύ πίσω μου, έσπρωξα την πόρτα και μπήκα λαχανιασμένος κατευθείαν για το ιερό. Να βάλω το ράσο, να πάρω το θυμιατό. Ο παπάς προσευχόταν στην Ωραία Πύλη και είχε στραμμένα τα νώτα του στην πόρτα. Άλλος άνθρωπος δεν βρισκόταν στο ναΐσκο εκείνη την άγρια ώρα. Ακούγοντας τα πατήματά μου, γύρισε ελαφρά το κεφάλι του και με κοίταξε. Σήκωσε το χέρι στον αέρα και με ευλόγησε πολύ αργά. Ο αντίχειρας ακουμπισμένος στον παράμεσο, με τα άλλα τρία δάχτυλα, που αναπαριστούν την Αγία Τριάδα, τεντωμένα. Έλαμπαν τα χρυσά άμφια πάνω του. Αστραποβολούσε ολόκληρος. «Χαρίλαε, αυτός δεν είναι ο παπα-Αντρέας, είναι ο άγιος στο τέμπλο», άκουσα τη φωνή μου να ψιθυρίζει. Από μια δύναμη που προερχόταν από εκείνο τον άγιο, καρφώθηκα ακίνητος και τον παρατηρούσα. Το κεφάλι μου πήγαινε μια σ’ αυτόν, μια στην κατά πολύ μικρότερή του εικόνα, στο πλάι του, πάνω στο τέμπλο. Γύρισε εκείνος πάλι προς την Ωραία Πύλη κι έκανε βαθιές μετάνοιες, αγνοώντας με. «Δεν είναι ο δικός μας παπάς αυτός», φώναξε ξαφνικά 24


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 25

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

με απίστευτα δυνατή φωνή πίσω μου ο Χαρίλαος, που μόλις τότε είχε φτάσει και μπήκε μέσα. «Είναι ένας ξένος παπάς», είπε και αντήχησε η φωνή του στον άδειο χώρο και πολλαπλασιάστηκε πέρα από κάθε μέτρο και κάθε λογική και με κατατρόμαξε. Πεταχτήκαμε έξω πεθαμένοι από το φόβο, τρέχαμε ανάμεσα στα μνήματα, σπάγανε ταφόπλακες από γνωστούς μας νεκρούς, συγγενείς μας, στο πέρασμά μας. Βγήκαμε από το νεκροταφείο και πήραμε την κατηφόρα για το σπίτι μας, όταν το σήμαντρο ακούστηκε πια στον ουρανό κρυστάλλινο. «Τον Αϊ-Γιάννη λειτουργεί ο παπάς, φαντασμένο», τραύλιζε ο αδερφός μου και χωθήκαμε αμέσως κι οι δυο μας μέσα στην πρωινή πάχνη ως τη μέση. Μισοί άνθρωποι, φεύγαμε μακριά, και το άλλο μισό μας, το από κάτω, δεν φαινόταν. Ήταν ένα σύννεφο, μια αντάρα. «... Κι εσύ μας έφερες στην Παναγία», συνέχιζε να τραυλίζει ο Χαρίλαος μετά από δυο λεπτά διακοπή. Είκοσι δύο χρόνια αργότερα ο Χαρίλαος τραύλιζε πάλι με τον ίδιο τρόπο όταν ένας τεράστιος κέδρος έπεσε πάνω του και τον καταπλάκωσε, αυτόν, τον φημισμένο σ’ όλη την περιοχή υλοτόμο. «Το είδα εγώ, από τότε. Είχε θυμώσει μαζί μου ο άγιος, γιατί του ’κοψα στη μέση την προσευχή και δεν μου το συγχώρεσε», προσπαθούσε να μου εξηγήσει. Έφτασα κάποτε στο σπίτι. Ο Χαρίλαος είχε γυρίσει πρώτος, ξεφυσούσε, ρουφούσε τη μύτη κι έκλαιγε με δυνατούς λυγμούς, καθισμένος στο πεζούλι. 25


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 26

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

«Μάνα, ήτανε ένας άλλος παπάς», φώναζα από μακριά, για να το ακούσω ο ίδιος, πριν ακόμα φτάσω κοντά της. «Μου τα ’πε ο Χαρίλαος», έκανε το σταυρό της η μάνα μου και με φίλησε. Έσκυψε και φίλησε κατόπιν τον Χαρίλαο. «Μην κάνεις έτσι», τον αποπήρε «πώς κάνεις έτσι, ολόκληρος άντρας. Δεν γένηκε και τίποτα κακό». «Να μην το μαρτυρήσετε σε κανέναν», μας πρόσταξε μισό λεπτό αργότερα κι έγινε και πάλι αυστηρή και μεγάλωσαν αφύσικα τα μάτια της. «Ποιος θα σας πιστέψει ότι βρέθηκε ένας ξένος παπάς τέτοιαν ώρα στους έρημους τόπους, μέσα στο λόγγο. Και από πού να ’ρθει άλλωστε», δικαιολογήθηκε. «Μα ήταν ο άγιος της εικόνας», διαμαρτυρήθηκα έντονα. «Ο ίδιος ο άγιος στο τέμπλο. Γιατί δεν με πιστεύεις;» «Τρέξτε τώρα στον Αϊ-Γιάννη, και θα σας μαλώσει ο παπάς. Στον Αϊ-Γιάννη λειτουργάει κι αυτή την Κυριακή. Μόνο δυο φορές το χρόνο κάνει λειτουργία στο νεκροταφείο, το ξέχασες; Τον Δεκαπενταύγουστο και στις 21 Νοεμβρίου. Μα τι έπαθες;» με επιτίμησε ανήσυχη. Τρέξαμε κι οι δυο στην εκκλησία του χωριού, χωρίς να γυρίσουμε πίσω να κοιτάξουμε τη μάνα μας. Γιατί δεν ξέραμε πως ήταν η τελευταία φορά που τη βλέπαμε ζωντανή. Αυτά θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία. Τρεις εικόνες όλες κι όλες. Και τίποτε άλλο. Το ξανάπα. Το γερο-Σπύρο να παραδίνεται με σηκωμένα ψηλά τα χέρια, την τρύπια μπατανία στο ποτάμι και τον άγιο που είδα ολοζώντανο. Κι ακόμα, τη χούφτα του πατέρα μου. 26


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 27

g ΟΛΗ ΜΟΥ η ζωή όμως ο στρατός.

Μάχιμος στρατιώτης. Πολεμιστής. Ήρωας. Ένας ήρωας καταλυμένος μόνιμα από το φόβο. Ό,τι λαχταρούσα, να σιγήσουν κάποτε τα όπλα και να λήξει ο πόλεμος. Να γυρίσω μετά στην πατρίδα. Τίποτε άλλο. Η πατρίδα ήταν το μόνο που είχα. Εκεί, πίσω μου, τα ’χα αφήσει όλα. «Όλα» έλεγα και το εννοούσα αυτό το «όλα» και γέμιζε το στόμα μου. Και μου έφτανε. Μια ιστορία κρατάει όσο μια ζωή. Το πώς θα σταματήσει δεν μπορείς να το ξέρεις, έτσι όπως δεν ξέρεις πότε κι εσύ θα πάψεις να ζεις. Για να διαλέξεις ωστόσο τι θα πεις και ποια θα παραλείψεις, πρέπει πρώτα να τα τακτοποιήσεις ο ίδιος μέσα σου τα πράγματα, όσο κι αν γνωρίζεις πως καμιά τακτοποίηση δεν είναι για καλό. Μια τακτοποίηση θέλω να κάνω. Όχι για να ξεκόψω από τα περασμένα, να τα ξεγράψω, αυτό δεν το μπορώ, αλλά γιατί πρέπει να τα καταλάβω. Να συνεχίσω έτσι τη ζωή μου από εδώ και πέρα. Αυτό που μου απομένει να ζήσω. Να αποδώσω ακόμα ό,τι χρωστάω. 2


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 28

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

Περίεργος είμαι, πάνω απ’ όλα, να διαπιστώσω και κάτι άλλο. Αν θα καταφέρω ν’ αλλάξω μ’ αυτή την αφήγηση. Να κάνω το χατίρι σ’ εκείνους που μου ζητούν να γίνω επιτέλους ένας κανονικός άνθρωπος κι όχι ένα «παραϊλό», όπως λένε. Δεν επιδιώκω να εξαφανιστώ, να αποκολληθώ από όσα πέρασα, παρά να εμφανιστώ ξανά. Μπροστά στον εαυτό μου, εννοώ. Ο καθρέφτης μου είναι επομένως τούτη η ιστορία. Σ’ αυτήν θα ιδώ αν έχω μεταμορφωθεί, αν έχω ασχημύνει, αν είμαι τώρα κάποιος άλλος ή παραμένω πάντα όμορφος. Πάντα ο ίδιος και απαράλλαχτος, όπως εγώ θέλω να πιστεύω. Τότε τα διακρίνεις τα γεγονότα, σαν τότε να γίνονται πραγματικά, όταν τα αφηγείσαι. Το διαπιστώνω με τρόμο. Τότε παίρνουν το σώμα τους. Κι εσύ τότε συγκροτείσαι, τότε μαζεύεις τον εαυτό σου, τον βλέπεις να αναπαριστάνει ό,τι έγινε και να το ζει ξανά, με άλλα μάτια. Η δεύτερη φορά, όταν το αφηγείσαι, είναι πιο οδυνηρή από την πρώτη που το πέρασες. Γιατί τώρα μπαίνεις σε τάξη. Εσύ και τα ίδια τα γεγονότα. Μια ιστορία έχει να μαρτυρήσει κανείς όλο κι όλο. Ένα διάλειμμα στο σκοτάδι του. Τίποτε άλλο δεν έχει. Αυτή είναι κι η περιουσία του, η απόδειξη πως υπήρξε. Και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να τη διηγηθεί. Πάση θυσία. Αλλά θα πρέπει να στείψεις τον εαυτό σου σαν πορτοκάλι για να βγει από μέσα το ζουμί. Γιατί μερικές φορές η ιστορία σου συρρικνώνεται ολόκληρη σε δυο τρεις μόνο φράσεις. Αδειάζει απροσδόκητα η ψυχή σου, στεγνώνει. Άλλο2


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 29

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

τε πάλι διαστέλλεται, γίνεται τεράστια, δεν λέει να τελειώσει και, όπως μια σακούλα πλαστική, σου τυλίγει το κεφάλι κι ολόκληρο το κορμί. Και δεν μπορεί να ανασάνει ο άνθρωπος. Αναγκάζεται τότε να κάμει τρύπες στην πλαστική σακούλα, με τα δάχτυλα –έτσι καθώς έκανα μικρός στη σάπια μπατανία–, για να μπει μέσα ο αέρας, ο μολυσμένος αέρας της πραγματικότητας. Όταν συρρικνώνεται η ιστορία εντός σου και χάνεται, γίνεσαι κι εσύ ένα τρύπιο σακί, και είναι χωρίς νόημα να συνεχίσεις να ζεις. Εγώ είδα τα χρόνια μου στη Μέση Ανατολή και στην Ιταλία αμέσως μόλις γύρισα πίσω στην Ελλάδα. Τότε ήρθαν και έδεσαν με την υπόλοιπη ζωή μου. Ποιος μ’ έβαλε τώρα εμένα να την αξιολογήσω, να την εξηγήσω τη ζωή μου; Ποιος κερατάς, θεός ή σατανάς, σκεφτόμουνα συχνά εξοργισμένος. Τι έγινε και τα βρήκα όλα εδώ αλλαγμένα, με την επιστροφή μου; Αλλά κατέληξα, εν τέλει, αλλού. Ότι δεν έφταιγε κανένας θεός, παρά όταν φεύγει ο άνθρωπος από τον τόπο του, τον μικρό, χάνει τον εαυτό του. Και αυτό το καταλαβαίνει αμέσως μόλις γυρίσει πίσω. Ο τόπος μάς φτιάχνει ό,τι είμαστε και, όταν επιστρέφουμε, δεν μας αναγνωρίζει, αρνείται να μας δεχτεί. Δεν μας τη συγχωρεί την απιστία. Μαζί, δεν μας αναγνωρίζουν και οι άνθρωποι που είχαν παραμείνει εκεί, αμετακίνητοι, πιστοί σ’ αυτόν. Όσο κι αν εμείς είμαστε ίδιοι και απαράλλαχτοι, καθώς παλιά, και ίσως οι μόνοι που δεν τους έχει αγγίξει ο χρόνος. 29


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 30

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ

Μας ξαναπλάθουν έτσι από την αρχή, όπως τώρα πια μας χρειάζονται. Σχεδίαζα να περιγράψω τα τοπία και τις ομορφιές της φύσης στην πάσα λεπτομέρεια, μαζί με τα κακά του πολέμου. Τις καθημερινές πράξεις των φαντάρων στην έρημο του Ελ Αλαμέιν, στο Τομπρούκ, στο Κάιρο, στην Αλεξάνδρεια, στη λιβύη και στον λίβανο, και στην Ιταλία ακόμα. Γιατί εκεί βρίσκεται η νοστιμιά. Στη λεπτομέρεια. Αργά να τα λέω τα πράγματα. Να μαλακώσω ο ίδιος και ο άλλος που μ’ ακούει. Κι ούτε να τα διηγούμαι με παραπανήσια σοβαρότητα, σαν να τα ’χω για όλους σπουδαία, παρά να μιλήσω ανάλαφρα για μένα και σε όποιον με πονάει. Γιατί κι εγώ ένας ελαφρός άνθρωπος είμαι. Μια αύρα περνάει μέσα από τις λέξεις, το άρωμα εκείνου που μιλάει. Κι αυτό είναι που κάνει τη διαφορά. Εδώ κρύβεται το νόημα. Στο αεράκι που περνάει ανάμεσα από τις λέξεις. Απαλά ήθελα να μιλάω, βίαια όμως ξεπηδούν από μέσα μου τα γεγονότα! Με άπρεπη ταχύτητα και μ’ ορμή, και με παρασέρνουν. Κάνω κράτει, όσο αντέχω. Απέχω για ένα διάστημα, για να ηρεμήσω, να πάρω απόσταση και να αξιωθώ να μπω μετά ψύχραιμος στην ιστορία μου. Αλλά όταν βρίσκομαι ξανά κοντά στα συμβάντα, σαν πίδακας θερμού νερού τινάζεται, κι όπως το μαύρο αίμα από το μισοσκοτωμένο γελάδι στα δημόσια σφαγεία, με το στιλέτο στο σβέρκο, 30


MHTSOY sel_FINAL_Layout 1 28/02/2012 1:26 μ.μ. Page 31

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ

καθώς ψυχορραγεί, έτσι με πιτσιλίζει η ιστορία μου και με λερώνει. Όλη την ώρα αστραπές κι εκρήξεις γίνονται μες στο μυαλό μου. Από όλμους, νάρκες, χειροβομβίδες και πυροβόλα όπλα. φεγγοβολάει ο νους μου χωρίς διακοπή. Πρόσφατα απόκτησα μια καινούργια συνήθεια. Μόλις αδειάζει το πακέτο με τα τσιγάρα μου, ανάβω αμέσως ένα σπίρτο και βάζω φωτιά στο ασημόχαρτο. Το παρατηρώ μετά με άκρα προσοχή. Καίγεται αργά όλο, και παραμένει το αποκαΐδι ανέπαφο. Το σχήμα του άθικτο. Αρκεί ένα αεράκι, για να το διαλύσει. φοβάμαι μήπως έτσι έχω καεί και ο ίδιος. Μήπως έτσι στέκομαι ακόμα ορθός, καμένος στην πραγματικότητα, μια στάχτη, και μ’ ένα πουφ, μια ανάσα αέρα, θα διαλυθώ. Θα σκορπιστώ. Αιμοβόρος δεν είμαι, αλλά θέλω όποιος την πιάσει αυτή τη στάχτη στα χέρια του να βάψει κι αυτός τα δάχτυλά του ανεξίτηλα. Τις άκρες τους έστω.

31


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.