Λαμπερή μέρα

Page 1

MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 5

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΛΑΜΠΕΡΗ ΜΕΡΑ Διηγήματα

öõ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 6

©

Copyright Αμάντα Μιχαλοπούλου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2012

Έτος 1ης έκδοσης: 2012 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα ☎ 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAΧ: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-5558-4


MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

S ΕΔΩ ΚΙ ΕΚΕΙ S

} Ελάφια στα δάση [ 15 ]

Καλοκαιρινό χιόνι [ 19 ]

Το σπίτι καταρρέει [ 24 ]

Ιμαλάια [ 41 ]

Μεσοποταμία [ 48 ]

Ένα παλιό τραύμα [ 65 ]

Πολιτιστική βραδιά [ 72 ]

Πέντε λεπτά από τη θάλασσα [ 86 ]

Σκαντζόχοιροι [ 92 ] 


MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 8

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

Λαμπερή μέρα [ 98 ]

Φθινόπωρο στο Φρίουλι [ 106 ]

Έτσι κάνουν όλες [ 117 ]

Αυτοβιογραφία [ 126 ]

S ΕΚΕΙ, ΤΟΤΕ S

} Λέρμοντοφ [ 135 ]

Θα σας λειώσω [ 147 ]

Βρες τον [ 157 ]

Μυστικό σκουλήκι [ 184 ]

Οι κλέφτρες [ 192 ]

Τετρακόσιες πιέτες [ 198 ]

Αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω [ 208 ]

Λιοντάρι στο κλουβί [ 214 ]

Λάκυ [ 222 ] 


MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 9

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

S ΕΔΩ, ΤΩΡΑ S

} Θα παντρευτώ τον αδερφό μου [ 235 ]

Μια μητέρα ξέρει [ 242 ]

Τι θα διαβάσει ο κλέφτης [ 250 ]

Δε θα πεθάνεις ποτέ [ 254 ]

Μουσακάς [ 262 ]

Μετά το πάρτι [ 275 ]

Το χέρι του πατέρα μου [ 287 ]

Γυναίκα στο δέντρο [ 291 ]

Συμφιλίωση [ 299 ]

Ο μπαμπάς θα έρθει σε λίγο [ 306 ]

Ωραίο ανέκδοτο [ 320 ]

} ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ – ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΠΡΩΤΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

[ 325-328 ]


MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 10


MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 11

Στον Γιώργο Σπορίδη, 1970-2011 (Γράφω παντού τα στοιχεία σου, για να τα μάθουν κι άλλοι. Όπως στο μάθημα της Ιστορίας απομνημονεύαμε τα ονόματα των στρατηγών και τις συνθήκες ειρήνης που υπέγραψαν.)


MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 12


MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 13

ΕΔΩ ΚΙ ΕΚΕΙ c


MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 14


MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 15

Ελάφια στα δάση

ΟΙΜΗΘΗΚΑΜΕ στο αυτοκίνητο, ο αδερφός μου κι εγώ. Εί-

Κ χα γείρει στον ώμο του καθώς τραμπαλιζόμασταν στο χωματόδρομο. Ξεκινήσαμε απόγευμα από τα περίχωρα της Καρλ-

σρούης, διασχίσαμε πόλεις και χωριά. Προορισμός μας ήταν ένα εστιατόριο μετά τα γαλλικά σύνορα. Ο αέρας μύριζε κοπριά. Οι κουρεμένοι θάμνοι του κτήματος ιρίδιζαν στο φεγγαρόφωτο. Ένας πύργος με φωτισμένα παράθυρα διακρινόταν στο βάθος. Οι οικοδεσπότες μας συμμετείχαν σ’ ένα πρόγραμμα ανταλλαγών με τη Γερμανική Σχολή Αθηνών. Μας φιλοξενούσαν μια εβδομάδα, όπως φιλοξενήσαμε κι εμείς τα παιδιά τους. Τα γερμανάκια είχαν εντυπωσιαστεί από τη φιλοξενία. Μιλούσαν και ξαναμιλούσαν στους γονείς τους για την Ολυμπία, τις Μυκήνες, την Κόρινθο, για την ανάβασή μας στο βράχο της Ακρόπολης, τις εξόδους μας σε ταβέρνες και τη βραδιά παραδοσιακής μουσικής στο Ηρώδειο. Οι Γερμανοί ήθελαν να ανταποδώσουν. Το πρώτο κιόλας βράδυ επισκεφθήκαμε το εστιατόριο στον πύργο. Ήταν ξακουστό για τον αστακό θερμιδόρ, το ελάφι του και τα βατραχοπόδαρα. Όπως όλα τα εστιατόρια των συνόρων, είχε επηρεαστεί από τις κουζίνες και των δύο χωρών. Είχε κι ένα αστέρι του Οδηγού Μισελέν. Ο αδερφός μου ενδιαφερόταν για τις περίεργες γεύσεις. Εγώ 


MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 16

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

πάλι όχι. Ήμουν δεκατεσσάρων ετών, τρεφόμουν αποκλειστικά με μπιφτέκια και μακαρόνια. Μόλις πατήσαμε το πόδι μας στο γαλλικό έδαφος, αποφάσισα ότι εκεί, στον πύργο, θα δοκιμάσω κάτι καινούργιο. Στην είσοδο πήραν τα παλτά μας. Τα γερμανάκια –δε θυμάμαι πια τα ονόματά τους– ήξεραν πώς ακριβώς να φερθούν. Τους μιμηθήκαμε. Διασχίσαμε έναν στενό διάδρομο επενδεδυμένο με βαρύ ξύλο. Μας οδήγησαν σε μια αίθουσα μεγάλη και γιορτινή. Όλοι εκεί μέσα έδειχναν χαρούμενοι. Μπροστά μας, υπό το φως των κεριών, παιζόταν μια όπερα χωρίς μουσική. «Μακάρι να ζούσαμε πάντα έτσι», ψιθύρισα στον αδερφό μου. Έσφιξε την παλάμη μου στη δική του. Του άρεσαν οι πολυτέλειες όσο και σ’ εμένα. Η Ευρώπη ήταν ακόμα ευσεβής πόθος μουσείων, λιβαδιών, άγνωστων φαγητών. Ο χαμηλός φωτισμός έδινε στα τριαντάφυλλα του τραπεζιού μας όψη γλυπτών. Τα σερβίτσια ήταν πολλά και περίτεχνα τοποθετημένα γύρω από τα πιάτα. Καθόμασταν σε μπερζέρες. Η πλάτη τους κατέληγε σε δυο βελούδινα φτερά κι έπρεπε να γείρεις μπροστά για να δεις τι συνέβαινε στον έξω κόσμο, πέρα από το κάθισμα. Δεν ήξερα αν προτιμούσα την απομόνωση ή την επαφή με τους άλλους. Ήταν όμορφα: οι σερβιτόροι κινούνταν με χάρη ανάμεσα στα τραπέζια. Οι θαμώνες μιλούσαν χαμηλόφωνα υψώνοντας τα ποτήρια τους. Μας πρόσφεραν κρεμμυδόπιτα, απαλή σαν γλύκισμα. Ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο πιάτο έφεραν –ακόμα και σ’ εμάς τα παιδιά– μικρά ποτήρια με μούστο. Ο αδερφός μου παρήγγειλε αστακό θερμιδόρ, εγώ ελάφι με κουλί μούρων και ψητό αχλάδι. Δεν είχα ξαναφάει τίποτα τόσο νόστιμο. Έπρεπε, σκέφτηκα, έπρεπε να δοκιμάζω πότε πότε κάτι καινούργιο. Να μη φοβάμαι τόσο. 


MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 17

ΕΛΑΦΙΑ ΣΤΑ ΔΑΣΗ

Οι υπόλοιποι εξυμνούσαν τη σπεσιαλιτέ του εστιατορίου, τα βατραχοπόδαρα. Έπλεαν στη σάλτσα σαν πνιγμένα μπουτάκια κοτόπουλου. Αρνήθηκα να δοκιμάσω. Υπήρχε ένα σημείο πέρα από το οποίο δε γινόταν να προχωρήσω. Μου ήταν αδύνατον να φάω ζώα που διατηρούσαν το σχήμα τους (κοτόπουλα ή ολόκληρα ψάρια). Τους εξήγησα τη θεωρία μου για το κεφάλι, για το σχήμα του ζώου – πώς έκανε το θάνατο χειροπιαστό και ανάρμοστο. Ο οικοδεσπότης μας, που είχε, όπως διαπίστωσα αργότερα, την ειρωνεία στο αίμα του, είπε ότι η μέθοδος αυτοπροστασίας μου είναι ηθικά επιλήψιμη. Δεν ξέρω πώς ακριβώς το είπε για να το καταλάβουμε εμείς τα παιδιά. Το νόημα ήταν ότι όποιος νοιάζεται για τα ζώα δεν κάνει εξαιρέσεις. Μας μίλησε για μια έρευνα γύρω από την ευτυχία που είχε πραγματοποιηθεί εκείνη τη χρονιά στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη. Οι συμμετέχοντες έπρεπε να απαντήσουν στην ερώτηση «Ποια είναι για σας η ευκρινέστερη εικόνα ευτυχίας». Οι περισσότεροι απάντησαν «Ελάφια στα δάση». «Πρέπει λοιπόν να αναλογιστείς τι σημαίνει για σένα ευτυχία», είπε ο Γερμανός γέρνοντας προς το μέρος μου. «Ελάφια στα δάση; Ή ελάφια στο πιάτο;» Άφησα τα μαχαιροπίρουνά μου. Ο Γερμανός έβαλε τα γέλια, με παρότρυνε να συνεχίσω το φαγητό μου. Η γυναίκα του είπε να μη δίνω σημασία στο παράξενο χιούμορ του. Ήταν όμως αργά. Με τα μάτια της φαντασίας μου είδα αυτά τα κομματιασμένα ελάφια, προάγγελους ευτυχίας, να τινάζουν από πάνω τους τα αχλάδια, να συνδέονται μαγικά με τα υπόλοιπα μέλη τους και να ζωντανεύουν. Πέταξαν πάνω απ’ το τραπέζι μας, σαν τάρανδοι των παραμυθιών. Διαπέρασαν τις τζαμαρίες του πύργου, θρυμματίζοντάς τες σε μικροσκοπικά κομμάτια. Στο διάβα τους 


MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 18

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

ξήλωσαν τις βελούδινες κουρτίνες, που κυμάτισαν πίσω τους σαν κάπες, και χάθηκαν στο σκοτάδι. Ο αδερφός μου πρέπει να σκέφτηκε κάτι παρόμοιο. Κοιταχτήκαμε και –στο κλάσμα μιας αστραπής– συμφωνήσαμε νοερά ότι η αλήθεια βρίσκεται αλλού. Στα αναποδογυρισμένα τραπέζια. Στο θρόισμα των κουρτινών. Στα ελάφια που ξεφεύγουν, τυφλωμένα από φόβο, πέρα, μακριά, προσφέροντας στους ανθρώπους ανακούφιση και ευτυχία μόνο και μόνο επειδή υπήρξαν. Τώρα που ο αδερφός μου δε ζει πια, η φιγούρα του συγχέεται συχνά στη μνήμη μου με τα ελάφια. Εκείνο το βράδυ πέρασαν πάνω απ’ το κεφάλι μου καλπάζοντας προς κάποια άγνωστα δάση, που δε θα μπορούσα να περιγράψω, επειδή δεν τα είδα. Ήταν αργά όταν βγήκαμε από το εστιατόριο. Το τοπίο είχε ρουφηχτεί από το σκοτάδι. Η ομίχλη είχε κυκλώσει το αυτοκίνητο των Γερμανών και απειλούσε να μας καταπιεί.




MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 19

Καλοκαιρινό χιόνι

ΟΥ ΕΔΩΣΕ το χέρι του και με οδήγησε στο τραπέζι όπως

Μ οδηγούσαν οι άντρες τις γυναίκες παλιά, με σιγουριά και διάθεση χειραγωγίας. Η περιφέρεια του Πύργου της Τηλεόρα-

σης περιστρεφόταν αργά και σταθερά γύρω μας. Έξω από τα παράθυρα το Βερολίνο στραφτάλιζε. «Αυτό που εννοούσα...» είπα. «Να παραγγείλουμε πρώτα». Μας εξυπηρέτησε μια σερβιτόρα που φορούσε χοντρό καλσόν για την ορθοστασία και πέδιλα με σπασμένο λουράκι. Παρήγγειλα μαρτίνι, εκείνος μπίρα. «Θα πρέπει να υποφέρει μ’ αυτή τη ζέστη η καημενούλα». «Ναι», είπε αφηρημένα. «Έχετε πάντα τόση ζέστη τον Αύγουστο;» Τότε συνειδητοποίησα ότι είχα καθίσει αντίθετα στη φορά περιστροφής. Έκλεισα τα μάτια. «Τι τρέχει;» «Δεν μπορώ να κάθομαι ανάποδα όταν κάτι γυρίζει. Φοβάμαι ότι θα με ρουφήξει το κενό». Σηκώθηκε και μου παραχώρησε τη θέση του. Από μπροστά μας πέρασε το νησί των Μουσείων και η εβραϊκή συναγωγή. Οι γραμμές του τραμ λαμποκοπούσαν. 


MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 20

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

«Αυτό που εννοούσα πριν είναι πως όλα έχουν συμβεί και ξανασυμβεί στη ζωή μου». «Και στη δική μου ζωή», είπε και μου έσφιξε το χέρι. «Αφηγείσαι την ιστορία σου μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο. Λες τα ίδια αστεία για το παρελθόν σου, κάνεις τις ίδιες παύσεις... Από κάποιο σημείο και μετά δε γίνεται να επινοείς τον εαυτό σου». Με κοίταξε ικετευτικά μισανοίγοντας τα χείλη. «Σου ζήτησε κανείς να επινοήσεις κάτι;» «Όλοι θέλουμε να είμαστε ενδιαφέροντες». Με κοίταξε διστακτικά, σαν να φοβόταν ή να λυπόταν προκαταβολικά για κάτι. Έχωσε το χέρι του κάτω απ’ το τραπέζι. «Μα είσαι πολύ ενδιαφέρουσα». Χάιδεψε το γόνατό μου με κυκλωτικές κινήσεις, σαν φτεροκοπήματα μύγας. Έκλεισα τα πόδια. Η παλάμη του παγιδεύτηκε ανάμεσα στους μηρούς μου. «Κοίτα πόσο απαλά πέφτει το σκοτάδι», ψιθύρισε. «Το φως τρυπώνει από ρωγμές». Με το ελεύθερο χέρι του έδειξε τα Πλάτενμπαου, χρωματιστές πολυκατοικίες της δεκαετίας του ’60, που περνούσαν από κάτω σαν στημένα λέγκο. «Καταλαβαίνω πού το πας», είπα· «αυτή είναι η δουλειά σου άλλωστε. Αλλά εγώ δεν πιστεύω στα υπονοούμενα. Δεν έχω καμιά ρομαντική ανάγκη». Άνοιξα τα πόδια μου και η παλάμη του έπεσε βαριά. Την ένωσε με την άλλη παλάμη, πάνω στο τραπέζι, σε μια χειρονομία που επαναλάμβανε συνεχώς στο πόντιουμ πρωτύτερα, σαν να προσευχόταν. «Εγώ πάλι πιστεύω ότι όποιος δηλώνει πως δεν έχει καμιά ρομαντική ανάγκη έχει ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη». Από κάτω περνούσε το Φρίντριχσαϊν με τους τρεις χρωμα


MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 21

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΧΙΟΝΙ

τιστούς ουρανοξύστες. Εργοτάξιο μπροστά, καμινάδες στο βάθος. Και στα πόδια μου η έλλειψη της παλάμης του. «Θα σ’ το αποδείξω», ψιθύρισε κι έσκυψε πάνω απ’ το τραπέζι για να με φιλήσει. Αναρωτήθηκα αν κάποιος μου είχε πει κάποτε τα ίδια λόγια ή αν είχα δει απλώς πολλές ταινίες. Το φιλί μας ήταν ασυνήθιστο. Υπήρχε εγκατάλειψη κι ένα ασαφές αίσθημα ήττας. Εκείνη τη στιγμή έφτασαν και τα ποτά μας. Ήπιε δυο γουλιές μπίρα, ύστερα σηκώθηκε. Μου ζήτησε συγγνώμη και κατευθύνθηκε στις τουαλέτες. Σκέπασα το πρόσωπό μου με τις παλάμες μου. Γιατί χάναμε τον λιγοστό μας χρόνο με υπονοούμενα; Η ανάσα μου έβγαινε πνιχτή, σαν ανάσα αρρώστου. Τότε ακούστηκε το βουητό. Κατέβασα τις παλάμες από το πρόσωπο και κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο. Το Βερολίνο είχε εξαφανιστεί. Στη θέση του έβλεπα κάτι άσπρο και πηχτό, πιο πηχτό κι από σύννεφα. Ήταν χιόνι. Η αίσθηση του ύψους χάθηκε κι ένα τσούρμο αγόρια και κορίτσια με παγοπέδιλα χύμηξαν μπροστά. Όση ώρα κράτησε σκεφτόμουν τη ζωή σαν κάτι που λειώνει και χάνεται χωρίς να φταίει κανείς. Ύστερα το χιόνι αραίωσε, απέκτησε υφή αραιού σύννεφου και τα παιδιά με τα παγοπέδιλα έπεσαν μέσα στις τρύπες γελώντας, σαν να ήταν η πτώση μέρος της διαδικασίας. Το ένα μετά το άλλο εμφανίστηκαν ξανά τα φώτα της πόλης. Είχαμε κάνει μια πλήρη περιστροφή. Το Κόκκινο Δημαρχείο μάς έγνεφε από κάτω, το Τίργκαρτεν απλωνόταν απειλητικό στο μισοσκόταδο. «Είναι δέκα. Να φάμε; Θα κλείσουν σε λίγο». Τινάχτηκα. Είχε πλησιάσει αθόρυβα. «Το είδες κι εσύ;» «Ποιο πράγμα;» «Τώρα που έφυγες...» 


MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 22

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

«Ναι;» «Όχι, τίποτα». Όση ώρα τρώγαμε μιλούσε για το πατρικό του στην Ελλάδα που θα έπρεπε κάποτε να αναστηλώσει, αν όχι για άλλο λόγο, τουλάχιστον για χάρη των παιδιών του. Μιλούσε επίσης για τα ταξίδια του στη Γερμανία μετά την έκδοση των ποιητικών του Απάντων και για την ανικανότητά του να μάθει γερμανικά. Έλεγε και ξανάλεγε πόσο χαίρεται που ο εκδοτικός οίκος τού εξασφάλισε αυτή τη φορά διερμηνέα. Με ρώτησε αν ένιωθα περισσότερο Ελληνίδα ή Γερμανίδα και του απάντησα ότι ήμουν Ελληνίδα της Γερμανίας. «Δε θέλεις ν’ ανήκεις κάπου;» ρώτησε. «Όχι, δε θέλω ν’ ανήκω πουθενά». Για να μη λυγίσω, άρχισα να περιεργάζομαι τα μαχαιροπίρουνα που έγραφαν Picard & Wielpülz. Τη σφιχτή ύφανση στο γαλάζιο τραπεζομάντιλο με τα τετραγωνάκια. Μέσα στο ασανσέρ στριμωχτήκαμε μ’ ένα γκρουπ Ελλήνων. Το κόκκαλο των γοφών του τρίφτηκε πάνω στο δικό μου. Μια γυναίκα τον αναγνώρισε και του ζήτησε να υπογράψει στο μπράτσο της. «Σας έχω δει στην τηλεόραση», του είπε. «Σε μια εκπομπή για τον Ελληνισμό της διασποράς!» Εκείνος τέντωσε το δέρμα της σαν να ετοιμαζόταν να της κάνει ένεση. Έγραψε το επώνυμό του με την πένα που είχε στερεωμένη στο τσεπάκι του πουκαμίσου του. Η γυναίκα ήταν όμορφη και θαρραλέα. Άραγε αν την φιλούσε κι εκείνη, πώς θα αντιδρούσε; Οι υπόλοιπες γυναίκες του γκρουπ ήθελαν επίσης αυτόγραφο κι ας μην τον ήξεραν. Στριμώχτηκαν στην έξοδο του ασανσέρ κι άρχισαν να χασκογελάνε. Η διαδικασία κράτησε κανένα πεντάλεπτο. Στο μετρό αποχαιρετιστήκαμε με χειραψία. «Έχεις την κάρτα μου, έτσι; Μη χαθούμε». 


MIXALOPOULOU sel_final_Layout 1 17/04/2012 1:26 μ.μ. Page 23

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΧΙΟΝΙ

Περπάτησα ως το σπίτι. Στο χολ σκέφτηκα για χιλιοστή φορά ότι έπρεπε να πετάξω τον παλιό καλόγερο που είχε ξεμείνει από τους προηγούμενους ενοικιαστές και δεν ήταν καθόλου του γούστου μου. Άρχισα να ξεπλένω φλιτζάνια με ξεραμένα δαχτυλίδια από καφέ. Με τον αγκώνα πάτησα το τηλεκοντρόλ. Η οθόνη έδειχνε τον Πύργο της Τηλεόρασης. «Το κτήριο εξαφανίστηκε για τρία λεπτά, μεταξύ 21:51 και 21:54. Τουρίστες με βιντεοκάμερες, αλλά κι ένα τηλεοπτικό συνεργείο που βρισκόταν στην περιοχή, κατέγραψαν την εξαφάνιση. Σε πολλά σημεία της πόλης οι κάτοικοι ανέφεραν ότι έπαψαν να βλέπουν τον πύργο από τα μπαλκόνια τους. Το φαινόμενο θα διερευνηθεί από διεπιστημον...» Τράβηξα μια καρέκλα και κάθισα. Θυμήθηκα όσα έλεγε το βράδυ, στο πόντιουμ, όσα έπρεπε να μεταφράσω στα γερμανικά. Το βλέμμα του ποιητή απορροφά και μετουσιώνει τον κόσμο. Κι ο κόσμος, ο κόσμος που ξέρουμε, υποχωρεί μπροστά στον κόσμο του ποιητή.




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.