Mixalopoulou gynaika theou 5747 9

Page 1

MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 5

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Μυθιστόρημα

‫ﱣﱢ‬

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 6

Το μυθιστόρημα ολοκληρώθηκε χάρη στις υποτροφίες διαμονής των Shanghai Writing Program και Bogliasco Foundation (Liguria Study Center for the Arts and Humanities). Οι φωτογραφίες στις αρχές των κεφαλαίων τραβήχτηκαν από τη Mary Flanagan.

©

Copyright Αμάντα Μιχαλοπούλου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2014

Έτος 1ης έκδοσης: 2014 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-5747-9


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 7

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

/ Κόλαση [ 13 ]

Καθαρτήριο [ 107 ]

Παράδεισος [ 153 ]


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 8


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 9

στον Δημήτρη και στην Κλάρα


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 10


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 11

Το θέμα είναι να σκαρφαλώσεις στην συκομορέα να δεις τον Κύριο αν τύχει και περάσει. Μα αλίμονο. Δεν είμαι αναρριχητικό και μόλον που στέκομαι στις μύτες των ποδιών δεν τον είδα ποτέ. EugENIo MoNtALE

Forgive, o Lord, my little jokes on thee, and I’ll forgive thy great big one on me. RoBERt FRoSt


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 12


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 13

ΚΟΛΑΣΗ

It is centuries since I believed in you. But today my need of you has come back (...) Oh God, I want to sit on your knees on the all-too-big throne of Heaven, and fall asleep with my hands tangled in your grey beard. KAtHERINE MANSFIELd, «to god the Father»


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 14


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 15

Α

ΚΟΥΓΕΤΑΙ ΣΑΝ ψΕΜΑ, αλλά είμαι η γυναίκα Του. Πα-

ντρευτήκαμε πριν από πολλά χρόνια. Ζήτησε το χέρι μου και δέχτηκα. Μερικές φορές απορώ κι εγώ η ίδια με όσα έζησα, πρώτα μακριά Του, ύστερα πλάι Του. Δεν είχα φανταστεί έτσι τη ζωή μου. Γράφω αυτές τις σελίδες για να μοιραστώ μαζί σου την αλήθεια. Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι το κάνω για να κρατήσω την υπόσχεση που έδωσα στον αδερφό μου. Έπρεπε να τον έχω ξεγράψει, αλλά οι άνθρωποι ξεχνούν – όσο μακριά κι αν πάνε, νοσταλγούν μια μέρα το σπίτι τους. Δεν το κάνω για τον αδερφό μου. Ούτε το κάνω ακριβώς από αλληλεγγύη. Για να νοιάζεσαι, για να είσαι ανθρώπινος, πρέπει να ζεις με τους ανθρώπους. Αυτό που μας φέρνει κοντά είναι η συναίσθηση της κοινής μοίρας. Εγώ έχω ξεχάσει τα στοιχειώδη: πώς δίνουμε ένα χαστούκι, πώς ράβουμε το κουμπί που κρέμεται, πώς παρηγορούμε κάποιον. Δεν έχω σκεφτεί ακόμα πώς θα πάρεις το γράμμα μου. Το μόνο που με απασχολεί είναι να μιλήσω με την πεποίθηση ότι με ακούς. Ζώντας πλάι σ’ Εκείνον που επινόησε τα 


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 16

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

πάντα εκ του μηδενός φτιάχνω επιτέλους κι εγώ κάτι δικό μου. Φτιάχνω εσένα. Ποιος είσαι; Δεν έχει σημασία. Ας είσαι όποιος είσαι. Αρκεί να μοιάζεις αρκετά αληθινός ώστε να συνεχίσω να σου μιλάω. Η σκέψη ότι απευθύνομαι σ’ ένα ανθρώπινο πλάσμα μπορεί να με σώσει. Δεν είναι ειρωνικό; Οι άνθρωποι στρέφονται στον Θεό για τη σωτηρία τους κι εγώ στρέφομαι σ’ εσένα. Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι μήπως δεν υπάρχεις. Μήπως, νικημένη από την αμφιβολία, αφήσω τα χαρτιά μισογραμμένα κι η αλήθεια σκορπιστεί. Η τρομερή αλήθεια. Φοβάμαι επίσης μήπως δεν υπάρχω εγώ. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να σου το πω. Νιώθω σαν ανύπαρκτο πρόσωπο που έκανε μια βουτιά στην αιωνιότητα και δεν ξέρει πώς να συρθεί έξω, στη στεριά του παρόντος. Ώρες ώρες αναρωτιέμαι: Μήπως έχω εξαφανιστεί; Μήπως αυτό που μου συμβαίνει δεν είναι ζωή; Και μετά λέω: Τρελάθηκες; Αφού είσαι η γυναίκα Του! Κι αν δεν μου φτάνει αυτό για να πεισθώ, τσιμπιέμαι με καρφίτσες. Ή γράφω. Αν υπάρχω, αν υπάρχεις, και αν δέχεσαι ότι κι Εκείνος υπάρχει, τότε ξεκινάμε σωστά. Αν πιστεύεις ότι απομακρύνεται όταν Τον έχεις ανάγκη, ότι είναι ανεξιχνίαστος ή απρόσιτος, τότε βρίσκεσαι στον σωστό δρόμο. Και έχει νόημα να ακούσεις την ιστορία μου. Την ιστορία σου. Μικρή ζωγράφιζα στην κουζίνα. Είχαμε ένα τραπέζι από φορμάικα που ξεφλούδιζε. Έπιανα το φλούδι και το τραβούσα. Δεν είναι ωραίο να τραβάς και να αποτελειώνεις κά


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 17

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

τι χαλασμένο; Κάλυπτα το γδάρσιμο μ’ ένα τετράδιο για να μη φαίνεται. «Ποιος ξεφλούδισε πάλι τη φορμάικα;» φώναζε η μητέρα. Τα βράδια που μαγείρευε ζωγράφιζα δίπλα της. Είχαμε ένα ρολό χαρτιού. Το ξεδίπλωνα κι έφτιαχνα τη ζωγραφιά της ημέρας. Η μητέρα έκοβε ολόισια τη ζωγραφιά με το ψαλίδι, την έκανε μπάλα και την πετούσε στα σκουπίδια. Ύστερα περνούσε ένα λαστιχάκι στο ρολό και το έβαζε στη θέση του. Κάθε βράδυ έπαιρνα χαρτί, ζωγράφιζα. Έμαθα να πετάω μόνη μου τη ζωγραφιά, να περνάω στο ρολό το λαστιχάκι. Μια μέρα η μητέρα έσκυψε πάνω απ’ τον ώμο μου. «Τι ζωγραφίζεις εκεί;» «Τον Θεό», απάντησα. «Μα δεν ξέρουμε πώς είναι ο Θεός». «Σε λίγο θα μάθουμε». Έλεγε αυτή την ιστορία σε όλους. Κράτησε και τη ζωγραφιά. Η μητέρα μου είχε πρακτικό πνεύμα κι έλεγε αστείες ιστορίες χωρίς πολλά λόγια, κάτι που την έκανε περιζήτητη. Σε όλους αρέσουν οι ιστορίες που δεν τραβάνε πολύ και δεν έχουν δίδαγμα. Η ιστορία με τη ζωγραφιά του Θεού ήταν πετυχημένη. Απ’ όσο θυμάμαι, ήταν πετυχημένη και η ζωγραφιά. Ο Θεός μου ήταν ένας άντρας κουρασμένος. Τα γένια Του τα είχα πετύχει με άγριες μολυβιές. Στεκόταν σε στάση ανάπαυσης και κρατούσε μια ανθοδέσμη. Γάμος; Όχι, απλώς μου άρεσε να ζωγραφίζω λουλούδια. Η φαντασία μου δεν πήγαινε τόσο μακριά, σε γάμους και ανθοδέσμες. Η φαντασία δεν φτάνει σε εντελώς απροσπέλαστα μέρη.  2o


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 18

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

Συμπτωματικά εκείνες τις Απόκριες ντύθηκα καλόγρια. Η μητέρα δανείστηκε τη στολή από μια οικογενειακή φίλη κι ανέβασε τον ποδόγυρο για να μην τον πατάω. Το πέπλο ήταν από γκρι ποπλίνα και μια άσπρη κορδέλα συγκρατούσε τα μαλλιά μου. Στο διάλειμμα ευλογούσα τις συμμαθήτριές μου και τις παρότρυνα να εξομολογηθούν. Για αντίδωρο τους έδινα ένα κομμάτι απ’ το κουλούρι μου. Στη γιορτή ήρθαν και με βρήκαν τα αγόρια της τάξης. Ρώτησαν αν μπορώ να παρακαλέσω τον Θεό να νικήσουν στον πόλεμο με τα μεγαλύτερα παιδιά. Γονάτισα και προσευχήθηκα. «Ο Θεός δεν θέλει να νικήσει κανείς», ψιθύρισα. «Θέλει ειρήνη». Τα αγόρια φοβήθηκαν. Παράτησαν τον πόλεμο και το ’ριξαν στο ποδόσφαιρο. Η φίλη της μητέρας δεν ζήτησε πίσω τη στολή. Όταν έβρεχε, φορούσα το πέπλο και εξομολογούσα τον μεγάλο μου αδερφό. Ήθελε να είναι στις φυλακές, βαρυποινίτης. Μιλούσε για τα φρικιαστικά πράγματα που θα ήθελε να έχει κάνει και τα μάτια του γυάλιζαν. Άλλες φορές δεν μιλούσε, γρύλλιζε. Σταμάτησα να παίζω μαζί του αυτό το παιχνίδι. Όταν βρισκόμουν μόνη στο σπίτι, φορούσα το πέπλο και προσευχόμουν για τη σωτηρία μου. Δεν χρησιμοποιούσα αυτή τη λέξη, ήλπιζα μόνο ότι η ζωή μου θα αλλάξει. Δεν ήταν άσχημη ζωή, ήταν πληκτική. Μια φορά ονειρεύτηκα πως ήρθε το τέλος του κόσμου. Η γη πλημμύρισε, ο ουρανός μαύρισε, λασπόνερα απειλούσαν να μας πνίξουν. Εγώ προσευχόμουν γονατισμένη: «Πιστεύω εις ένα Θεόν, Πατέρα, παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης, ορατών τε πά


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 19

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ντων και αοράτων». Η χαλασμένη σανίδα μπροστά στο κρεβάτι μου ξηλώθηκε κι από μέσα ξεπήδησε ένας χείμαρρος με φως. Ήταν Εκείνος. Δεν είχε πρόσωπο, μόνο ένα πρησμένο στόμα ίδιο με πλαστική κουλούρα θαλάσσης, που στεκόταν μετέωρο στον αέρα κι έλεγε «Η πίστη σου σ’ έσωσε». Ξύπνια πια, συνέχισα το όνειρο: Ο Θεός κι εγώ χρησιμοποιήσαμε το χαλασμένο ξύλο σαν ιστιοσανίδα. Τα κύματα φούσκωσαν και μας ανέβασαν στον ουρανό. Εκεί Τον έβαλα να βρει και να σώσει όσους αγαπώ. Καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι από σύννεφα και φάγαμε τη σούπα του παραδείσου. Εκείνος, με το τεράστιο στόμα Του, έφαγε περισσότερη σούπα απ’ όλους εμάς μαζί. Ξανασκέφτομαι το παιδικό μου όνειρο: πώς ισορροπούσαμε στην ιστιοσανίδα, πώς ανεβαίναμε με σλάλομ όλο και ψηλότερα, ο Θεός κι εγώ. Ποιος δεν ονειρεύεται τον ουρανό; Το μυστηριώδες και το αχανές; Εκτός από όντα της πράξης, είμαστε, εμείς οι άνθρωποι, όντα της θέασης και του στοχασμού. Συγχώρεσέ με που μιλάω έτσι. Δεν θέλω να κάνω την έξυπνη. Προσπαθώ να καταλάβω αν οδηγήθηκα εδώ λόγω της φαντασίας μου ή της συγκυρίας. Νεότερη έπαιρνα τη ζωή όπως ερχόταν. Δεν αναρωτιόμουν ούτε για τα καθημερινά πράγματα ούτε για τη φύση του κόσμου. Πέρασα από τη ζωή σαν υπνοβάτης, πηγαίνοντας όπου με πήγαιναν. Συχνά μιλούν για την κατάπτωση από τον κόσμο των ιδεών 


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 20

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

στον κόσμο της ύλης, όμως εγώ δεν ανήκα σε κανέναν απ’ τους δυο κόσμους. Η ζωή μου ακολούθησε εκείνο το παιδικό ουράνιο σχέδιο: σκέτος αέρας. Μια ηλίθια περιδίνιση στο πουθενά και στο τίποτα. Όμως μπορεί να υπερβάλλω. Να πάσχω από την ασθένεια των μεσηλίκων, την πικρία. Σου γράφω από το παλιό πλυσταριό, ένα δωματιάκι χωρίς παράθυρα. Παλιά το χρησιμοποιούσα για ράψιμο και σιδέρωμα. Δεν άντεχα την απραξία, που εδώ την λένε πνευματικότητα. Έραβα, που λες, φορέματα και φούστες. Έπλεκα ζακέτες. Όταν βαριόμουν, τρυπούσα τις ρώγες των δαχτύλων μου για να αναβλύσει λίγο αίμα. Αυτές ήταν οι ασχολίες των χεριών μου πριν ανακαλύψω την ανάγνωση και τη γραφή. Τώρα κλειδώνομαι εδώ και σου γράφω. Όσο γράφω, έχω κίνητρο. Δεν μου χρειάζεται η απόδειξη του αίματος. Είμαι άνθρωπος σαν εσένα. Αυτή η δήλωση σε αφήνει αδιάφορο, όμως εγώ την επαναλαμβάνω από μέσα μου και στο τέλος πάντα δακρύζω. Σκουπίζω τα μάτια, πιάνω το μολύβι. Είναι για μένα το πιο όμορφο, το πιο χρήσιμο αντικείμενο του κόσμου, επειδή δημιουργεί εκ του μηδενός, όπως Εκείνος. Το σχέδιό μου δεν είναι ξεκάθαρο. Στην αρχή σκέφτηκα να σου γράψω σαν να ανοίγω πασιέντζα: να κόβω και να τραβάω χαρτιά, να μοιράζω. Στη γλώσσα των μαθηματικών αυτό το παιχνίδι λέγεται πείραμα τύχης. Τι να την κάνω όμως τη θεωρία των πιθανοτήτων, τα μυστήρια της στατιστικής; Δεν είμαι η καλύτερη μαθήτρια της τάξης πια, ούτε διαβάζω για να πάρω βαθμούς – βαθμοί δεν υπάρχουν. 2


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 21

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Περνάω την ώρα μου κάνοντας σχεδιαγράμματα, βάζοντας τα γεγονότα σε σειρά. Η σχέση μου με τον χρόνο έχει διαταραχθεί, θα πρέπει να μου συγχωρήσεις τα σπασμωδικά πισωγυρίσματα. Η ζωή μου διαλύθηκε πριν Τον συναντήσω, όταν οι γονείς μου σκοτώθηκαν σε – (Όχι, ας αφήσουμε γι’ αργότερα αυτό το χαρτί, τον τζόκερ της απελπισίας.) Προς Θεού, δεν χρειάζεται να με λυπηθείς για να δώσεις προσοχή στα λόγια μου. Ένα πράγμα απεχθάνομαι στη ζωή μου, τους ανθρώπους που αρπάζονται από πάνω σου για να μυξοκλάψουν. Όχι, η περίπτωσή μου είναι διαφορετική. Αν τολμούσα να πω τα πράγματα με το όνομά τους, θα σου έλεγα πως μ’ έχει φάει η μοναξιά. Πως με συνθλίβει το βάρος της γνώσης. Με λίγα λόγια δεν ξέρω αν το κάνω για μένα ή για σένα. Μα τι σημασία έχει; Έχουμε κάτι να κερδίσουμε κι οι δυο. Εσύ την Αλήθεια. Εγώ την Εξομολόγηση. Ξεκινάω λοιπόν με τη σημαδεμένη μου τράπουλα. Το πρώτο χαρτί που θα σου δείξω είναι η συνάντησή μου μαζί Του. Τέλειωνα το λύκειο. Ένα βράδυ που γυρίζαμε από το φροντιστήριο, ο αδερφός μου πρότεινε να με δέσει σ’ ένα απομακρυσμένο δέντρο, πέρα στα χωράφια. Ζούσαμε στην πόλη, αλλά διασχίζαμε τον περιφερειακό δρόμο για να φτάσουμε στο φροντιστήριο. Ήταν εκεί ένας λόφος άχτιστος. (Λέω «άχτιστος» κι ο νους μου πάει στον κόσμο πριν απ’ τον Θεό, πριν απ’ τη δημιουργία λόφων. Είναι μια εκνευρι2


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 22

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

στική συνήθεια: όταν αναφέρω το ρήμα «χτίζω», ταξιδεύω στην εποχή που ο Θεός ήταν μόνος. Συμπαντικά, οντολογικά μόνος. Και οτιδήποτε εκτός του Θεού δεν είχε ακόμα όνομα.) Όταν φτάναμε στον λόφο, κάναμε σαν χωριατόπαιδα. Τινάζαμε χώμα τριγύρω με τη μύτη του παπουτσιού, σφυρίζαμε, πετούσαμε τις σάκες στον αέρα. Οι μηχανές των αυτοκινήτων έφταναν στ’ αφτιά μας σαν μακρινό βουητό. Κι αν δεν ήταν αυτοκίνητα αλλά αλυσοπρίονα που έκοβαν κορμούς στα βάθη ενός δάσους; Φτιάχναμε ιστορίες για το ανύπαρκτο δάσος. Πίστευα σ’ αυτές τις ιστορίες, όπως είχα πιστέψει στον Θεό που έβγαινε από την ξηλωμένη σανίδα. Με τα ανθρώπινα μέτρα, το μυαλό μου ήταν λίγο χαλασμένο. Οι ιδέες εισχωρούσαν χωρίς αντίσταση. Πίστευα με ευκολία πράγματα που έκαναν τους άλλους να γελούν. Ο αδερφός μου είχε μαζί του σχοινί. Νόμιζα ότι σκαρφίστηκε κάποιο καινούργιο βασανιστήριο και τον άφησα να με δέσει. Ήταν χειροδύναμος. «Μήπως σε έδεσα σφιχτά;» ρώτησε με υποκριτικό ενδιαφέρον. «Μου ζήτησαν να σε φέρω εδώ και να σου πω να μη φοβάσαι. Θα έρθουν να σε πάρουν», πρόσθεσε σοβαρά. Κατέβαινε, κατέβαινε, ώσπου έγινε κουκκίδα στο μονοπάτι. Στράφηκε προς το μέρος μου, έκανε τα χέρια του χωνί. «Υποσχέσου ότι θα ξανάρθεις. Υποσχέσου ότι θα μου πεις πώς είναι!» «Το υπόσχομαι!» απάντησα με όλη μου τη δύναμη. Νόμιζα πως έτσι παίζεται το παιχνίδι. Άρχισε να βρέχει. Θυμάμαι ότι το φεγγάρι έμοιαζε με πρόσωπο νεκρού και τα σκυλιά αλυχτούσαν στο σκοτάδι. 22


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 23

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ύστερα τα λάστιχα των αυτοκινήτων έπαψαν να ακούγονται. Το νερό έπεφτε ορμητικά, σε ριπές, σχηματίζοντας ρυάκια στο χώμα. Τα ρούχα κόλλησαν πάνω μου βαριά, μύριζαν σαν τα βρόμικα σφουγγαρόπανα της θείας. (Η θεία μάς είχε αναλάβει μετά τον θάνατο των γονιών μας. Πίστευε στον Θεό, επέμενε να κάνω τον σταυρό μου. Αλλά υπέφερε από αρθριτικά και περπατούσε με δυσκολία. Δεν θα ανέβαινε εκεί πάνω να με σώσει.) Έκλαψα, ούρλιαξα, ικέτευσα την Παναγία. Κοιμήθηκα όρθια στο δέντρο. «Πίστευα με ευκολία πράγματα που έκαναν τους άλλους να γελούν». Ξαναδιαβάζοντας τη φράση που έγραψα χθες αναρωτιέμαι μήπως με πάρεις για τρελή. Καθώς έχω χάσει την ικανότητα να γοητεύω και τη συνήθεια να λέω ιστορίες, ο κίνδυνος είναι διπλός. Πώς να πιστέψεις μια γυναίκα που δεν γράφει με ενθουσιασμό και φιλαρέσκεια; Μια γυναίκα που απλώς γράφει; Θα σου δώσω μια ιδέα για το τι συμβαίνει εδώ: Ζω εκτός χρόνου – το άχρονο ηρεμεί τον άντρα μου, είναι η φυσική Του κατάσταση. Στην αρχή η απουσία εξέλιξης με αποσυντόνισε. Ύστερα τα πράγματα χειροτέρεψαν κι Εκείνος με λυπήθηκε. Κάναμε ένα μεγάλο ταξίδι στον κόσμο. Η πραγματική ζωή Τον έκανε να νιώσει ριψοκίνδυνος και ευάλωτος ταυτόχρονα. Μου εξομολογήθηκε όλα όσα σκοπεύω να μοιραστώ μαζί σου. Όμως το μετάνιωσε· τα μαζέ2


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 24

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

ψαμε και γυρίσαμε πίσω. Αμέσως μετά εξαφανίστηκε. Κι εγώ κάθομαι και σου γράφω. Όταν σου γράφω, ο χρόνος υπάρχει ξανά. Συγκλονίζομαι, μυρμηγκιάζω ολόκληρη, επειδή αν ο χρόνος υπάρχει, τότε τι κάνω εγώ εδώ; Κοιμήθηκα δεμένη στο δέντρο, ξύπνησα σ’ ένα κρεβάτι. Βρισκόμουν στο μικρό δωμάτιο χωρίς παράθυρα απ’ όπου σου γράφω σήμερα, δίπλα στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα που μοιραζόμαστε ο Θεός κι εγώ. Εκείνη την ώρα δεν ήξερα πού ήμουν, ούτε πώς έφτασα στεγνή ως εκεί μες στη νεροποντή. Τα σεντόνια μύριζαν σαπούνι. Οι λευκές ούγιες ανεβοκατέβαιναν στον ρυθμό της αναπνοής μου. Αν δεν είχαν αποτυπωθεί στους καρπούς μου τα σημάδια των σχοινιών, θα πίστευα ότι ονειρεύομαι. Δίπλα μου καθόταν ένας Άγγελος. Το πρώτο που πρόσεξα ήταν τα φτερά του, λευκότερα κι από κοιλιά κύκνου. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τόσο αρμονικό. Το πρόσωπό του ήταν συνηθισμένο πρόσωπο, άχρωμο θα έλεγες. Έκλεινα τα μάτια και ξεχνούσα αμέσως τα χαρακτηριστικά του. Σε μια στιγμή μάζεψα τη δύναμή μου και πέταξα μακριά τα σκεπάσματα. Μετακινήθηκε κι ο Άγγελος, χωρίς να αφήσει ίχνη στα σεντόνια. Σηκώθηκα και, από τοίχο σε τοίχο, έκανα τον γύρο του δωματίου. Πίσω μου αυτός. Δεν ήμουν όμως δυνατή και ξαναγύρισα στο κρεβάτι. Κάθισε κι ο Άγγελος άκρη άκρη στο στρώμα. Μιλούσε ακατανόητα, με φχ και γθ, και με κοιτούσε σαν να περίμενε απάντηση. Η φωνή του ερ2


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 25

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

χόταν από πολύ βαθιά, λες κι είχε μια κασέτα στην κοιλιά, χιλιοπαιγμένη και μασημένη. Μου έδειξε μια κανάτα με νερό. «Λκλφοριχθοθις; Κξηφχριηφσξ;» Μου έβαλε να πιω. Δεν ξέρω πόσες ώρες πέρασαν έτσι. Δεν υπήρχε παράθυρο ή πόρτα στο δωμάτιο για να καταλάβω αν σκοτείνιαζε και πότε. Με κλειστά μάτια μύριζα το αφράτο μαξιλάρι που με γυρνούσε πίσω, στη σαπουνάδα της θείας. Κι από κει, με τρόπο φυσικό, έρχονταν στον νου μου τα χέρια της που ίσιωναν το πανί στη ραπτομηχανή. Κάτι μουρμούριζε όσο γάζωνε, ψαλμό ή τραγούδι, δεν ξέρω. Ήταν παράξενη γυναίκα αλλά μου έλειπε. Η αγάπη που έτρεφα γι’ αυτήν ήταν το είδος αγάπης που αντιλαμβάνεσαι καλύτερα σ’ ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα, σε μια φυλακή. Ό,τι είχα δει, ό,τι είχα ζήσει, περνούσε πίσω από τα κλειστά μου μάτια σαν ταινία: το σχολείο, οι πλάκες της αυλής, ο καρπός της καθηγήτριας μαθηματικών μ’ ένα τριμμένο λουράκι ρολογιού, το λακκάκι στο μάγουλο ενός αγοριού που μου άρεσε, τα χέρια της μητέρας να τυλίγουν το ρολό του χαρτιού, τα πόδια του πατέρα στο χαμηλό τραπεζάκι του σαλονιού, ο στροβιλισμός του αυτοκινήτου (θα σου πω – σε λίγο). Και ακίνητες εικόνες: η θεία, ο αδερφός μου, στη μέση ενός άδειου δωματίου· τα αυλάκια που ανοίχτηκαν από τη βροχή γύρω απ’ το δέντρο, στον λόφο· μια φωτογραφία των γονιών μου στην κασετίνα. Και άσχετα πράγματα: ο ηλεκτρικός λαμπτήρας της κουζίνας που τσιτσίριζε· το χαλί με τους γαλάζιους ρόμβους που είχαμε στο χολ· η συλλογή από συνδετήρες στο πρώτο συρτάρι του γραφείου μου. Τα σκεφτόμουν όλα σαν να ήταν και να μην ήταν δικά μου, σαν α2


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 26

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

ποσπάσματα μιας ζωής που πέρασε. Και όσα αντίκριζα γύρω μου (το κρεβάτι, ο Άγγελος, η κανάτα με το νερό) ήταν εικόνες ενός νέου κόσμου. Σε μια στιγμή μισάνοιξα τα μάτια και Τον είδα. Από τη γενειάδα Του που άστραφτε, το βλέμμα μου ανέβηκε στα μάτια Του, αγνά και καθαρά μάτια σκύλου. Ύστερα το βλέμμα μου στάθηκε στα πυκνά φρύδια, στα αναστατωμένα μαλλιά Του. Πώς να περιγράψω το σώμα Του; Ήταν σαν να προσπαθούσε να μη με τρομάξει. Φορούσε χέρια και πόδια όπως κάποιος άλλος θα φορούσε πουκάμισο ή παντελόνι. Καθόταν στην άκρη του στρώματος, εκεί που στεκόταν ο Άγγελος προηγουμένως. Τυλιγμένος σ’ έναν χιτώνα, ξυπόλυτος, με τα νύχια των ποδιών Του να ιριδίζουν. «Μη φοβάσαι». Η φωνή Του: απόκοσμη, απαλή. Χαμήλωσα το κεφάλι. «Δεν φοβάμαι». «Εδώ». Σήκωσε το πιγούνι μου για να με αναγκάσει να Τον κοιτάξω. Οι κόρες των ματιών Του γυάλιζαν, υγρές και φλογισμένες. Σήμερα σκέφτομαι ότι η χειρονομία Του ήταν επιπόλαια προτροπή σε αυτό που ο Αυγουστίνος ονόμαζε superbia, αμαρτία της υπερηφάνιας. Γιατί μου ζητούσε να σηκώσω το κεφάλι, αφού ποτέ δεν θα με αντιμετώπιζε ως ίση; Εκείνη τη στιγμή ήξερα μόνο ότι ο αέρας είχε πυκνώσει. Το χέρι Του δεν είχε υλικό βάρος. Το πιγούνι μου υποβασταζόταν από την παλάμη Του και ταυτόχρονα έστεκε εκεί, αλαζονικά, παρά τη θέλησή μου. Και ποια ήταν η θέλησή μου; Δεν ξέρω. Δεν είχα ξαναβρεθεί τόσο κοντά στον Θεό. 2


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 27

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Από τότε που απέκτησα μολύβι κρατάω σημειώσεις. Αν ακούσω θόρυβο, το κρύβω και ανοίγω τη Βίβλο μου σε μια τυχαία σελίδα. Η ακοή μου έχει οξυνθεί: ξεχωρίζω το φουρφούρισμα των Αγγέλων στη σκάλα, ξέρω πότε θα χτυπήσουν την πόρτα. Τον τελευταίο καιρό κλειδώνω. Δεν ξέρω αν τους είπε τι συνέβη στο ταξίδι μας. Δεν ξέρω αν επικοινωνεί μαζί τους ή θέλει να μείνει μόνος κι Αυτός. Τα βράδια κρύβω το μολύβι στο μόνο σημείο του κόσμου όπου ο Θεός δεν θα σκεφτεί να ψάξει: μέσα στον κόλπο μου. Μ’ ένα κατσαβίδι άνοιξα μια τρύπα στο κεφάλι του μολυβιού, πέρασα τον σπάγκο κι έκανα τρεις κόμπους. Το βράδυ ο σπάγκος κρέμεται ανάμεσα στα πόδια μου και το μολύβι κολυμπάει στα κολπικά υγρά. Το πρωί τραβάω τους κόμπους κι η άκρη του μολυβιού εμφανίζεται στα εξωτερικά χείλη. Το βγάζω, με τις ίδιες κινήσεις που έβγαζα κάποτε το ματωμένο μου ταμπόν. Η περίοδός μου έχει κοπεί, αλλά την αίσθηση του φραγμένου κόλπου την ξέρω. Πλησιάζει η ώρα του δείπνου. Δεν ξέρω αν θα δεήσει να εμφανιστεί, αλλά εγώ θα κατέβω στην τραπεζαρία όπως κάθε βράδυ. Δεν πρέπει να το παρακάνω κλεισμένη εδώ μέσα μαζί σου. Για να μην κινήσω υποψίες, είναι απαραίτητο να συνεχίσω να ζω όπως ζούσα, να κρύβω καλά το μολύβι και τα χαρτιά μου, τις αποδείξεις. Ο άντρας μου θεωρεί τις αποδείξεις απρεπείς και τη συζήτηση περί θαυμάτων ανούσια. Αυτό το έμαθα αργά και με κόπο. Δεν θέλω να Τον στενοχωρώ, αν και θα Του άξιζε. Όμως η αγάπη επισκιάζει τον θυμό μου. Η αγάπη και η αγωνία. Πού είναι, τι κάνει; Όλο στο κακό πάει ο νους μου. 2


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 28

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Θεός δεν πιστεύει στα θαύματα κι εγώ σου ζητάω να πιστέψεις. Έλα στη θέση μου· από την αρχή είχα δύο λύσεις: ή να πιστέψω στο θαύμα (σ’ αυτό που εσύ κι εγώ θα αποκαλούσαμε θαύμα) ή να πείσω τον εαυτό μου ότι δημιουργούσα μόνη μου αυτές τις εικόνες. Το χέρι Του στο πιγούνι μου. Τον Άγγελο που μου έδωσε να πιω. Το δωμάτιο χωρίς παράθυρα, το κρεβάτι με τα σεντόνια. Η δυσπιστία είναι κάτι που έρχεται αργότερα, πολύ αργότερα, όταν μιλάς με άλλους και μπορείς να αστειευτείς και να υπονομεύσεις τα πάντα. Εγώ δεν είχα άλλον συνομιλητή πέρα από Εκείνον. Συμμερίστηκα τον κόσμο Του και την άποψή Του για τον κόσμο. Αποδέχτηκα πως είναι γενναιόδωρος και αινιγματικός και δεν πιστεύει στα θαύματα. Σε παρακαλώ, μη φύγεις, όσο παράξενα κι αν ηχούν όσα λέω. Σου ζητάω να με πιστέψεις και να κάνεις υπομονή ωσότου εμφανιστεί ένα συνεκτικό νόημα. Στα δύσκολα και στα μεγάλα ζητήματα η λύση είναι περίπλοκη. Κι όσο για το θαύμα, επίτρεψέ μου: θαύμα για μένα είναι να υπάρχεις εσύ, όχι Εκείνος. Παρεξηγείς τη φρασεολογία μου; Αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να μιλάω για «επιπόλαιη προτροπή» και να αναφέρομαι στον Θεό; Ακόμα κι αν σταθούμε στα λίγα που ξέρεις ως τώρα, δεν είναι ύβρις να Τον χαρακτηρίζω επιπόλαιο. Όταν εμφανίζεται μπροστά μου ως εμπρόσωπο ον, πώς αλλιώς να Τον αντιμετωπίσω εκτός από άνθρωπο; Με τα γένια και τα νύχια των ποδιών Του, με τη φωνή και το άυλο χέρι Του, άνοιξε ρήγμα ανάμεσα στη θεία ουσία και σε αυτό που μου ζητούσε να δω. Δεν μπορώ να Τον κρίνω πα2


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 29

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ρά μόνο με ανθρώπινους προσδιορισμούς, αφού ήταν οι μόνοι που μου φανέρωσε. Όταν λέω λοιπόν πως ο Θεός είναι επιπόλαιος, δεν προσβάλλω την ενδεχόμενη πίστη σου αλλά τον άντρα μου. Θυμάμαι τα λόγια Του, πώς μπήκε κατευθείαν στο θέμα: «Έχω παντρευτεί πολλές φορές, είμαι πιστός σύζυγος. Νιώθω βαθύ δεσμό με τον άνθρωπό μου κι ο αποχωρισμός είναι μαρτύριο. Μπορεί να μείνω μόνος μου διακόσια ή πεντακόσια χρόνια, αλλά μια μέρα δεν αντέχω άλλο, τρελαίνομαι. Μπροστά μου ανοίγονται σκοτεινές τάφροι, πηγάδια, ενώ οι Άγγελοι με διαβεβαιώνουν ότι τίποτα δεν άλλαξε. Ψάχνω κάποιον υπομονετικό και συνετό σαν κι εσένα. Ένας αρκεί, δεν χρειάζομαι ποικιλία». Κούνησα το κεφάλι. «Δεν σκοπεύω να σε ενοχλώ, ούτε να επιβάλλω την παρουσία μου. Η σχέση μας θα είναι καθαρά πνευματική», είπε χαμογελώντας. Και μετά, πιο σοβαρά, «Ελπίζω ότι το καταλαβαίνεις αυτό». Έγνεψα πως ναι. «Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις. Να μαζεύεις φρούτα στο δάσος, να τριγυρνάς στα δωμάτια, να διαβάζεις τα βιβλία της βιβλιοθήκης. Ή να κλειδώνεσαι εδώ μέσα, αν προτιμάς, και να κλαις. Συμβαίνει καμιά φορά. Όλα είναι δικά σου, όλα να τα νιώθεις δικά σου και να τα δέχεσαι ή να τα απορρίπτεις ως δικά σου. Το μόνο που σου ζητώ είναι να κατασιγάσεις μέσα σου την επιθυμία της κυριολεξίας, της 2


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 30

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

έρευνας. Θα δεις πως ο χρόνος θα σβηστεί, ο χώρος επίσης. Θα ξυπνήσεις μια μέρα χωρίς να χρειάζεσαι την ύλη. Και τότε η ένωσή μας θα είναι πλήρης». «Όμως...» «Καταλαβαίνω, έχεις πολλές ερωτήσεις. Πώς ζούμε εδώ, πώς αντιμετωπίζουμε το ζήτημα του χρόνου. Δεν γίνεται όμως να σου εξηγήσω και μετά εσύ να πάρεις τις αποφάσεις σου, αυτό θα έμοιαζε με κοσμική συμφωνία. Άλλωστε θα μας έπαιρνε πολύ χρόνο, δεν νομίζεις;» Έσκυψα το κεφάλι. «Μήπως πιστεύεις ότι δεν έχεις άλλη επιλογή; Εδώ, κοίταξέ με. Το απλούστερο πράγμα του κόσμου είναι να σε ξαναστείλω πίσω. Θα ξυπνήσεις και θα είναι σαν να με ονειρεύτηκες. Θα διηγηθείς στη θεία σου το όνειρο, θα γελάσετε μαζί, κι εκείνη θα σκεφτεί πόσο καιρό έχει ν’ ανάψει το καντήλι. Όμως, αν με ρωτάς, θα ήθελα να μείνεις. Να με αποδεχτείς απόλυτα». «Σαν να είμαι καλόγρια;» τόλμησα να ρωτήσω. «Αυτή είναι ανθρώπινη προσέγγιση», απάντησε. «Προϋποθέτει την ενοχή, την απόγνωση. Εγώ δεν ζήτησα ποτέ κάτι τέτοιο. Το μόνο που ζητάω είναι συντροφικότητα, κατανόηση. Να μοιραστούμε τη ζωή σου, αν συμφωνείς κι εσύ». Δεν είπε «τη ζωή μας». Το έθεσε σωστά και δεν μπορούσα παρά να θαυμάσω την ευθύτητα, την απάθεια, την ασύλληπτη νοητική Του δύναμη. Μίλησε για δίκαιο και ελεύθερη επιλογή, όχι για ορμές και αισθήματα. Αλλά περιέργως απευθύνθηκε στην καρδιά μου. Δέχτηκα. Είπα ναι, ξανά και ξανά. Με συνεπήρε η με


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 31

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

λωδικότητα της φωνής μου, και, κάτω απ’ αυτήν, το αναπόδραστο της μοίρας μου. Το πρόσωπό Του φωτίστηκε κι άλλο, η λευκή γενειάδα Του τρεμούλιασε. Το δωμάτιο άρχισε να πάλλεται γύρω μας. Οι τοίχοι ασήμισαν όπως τα νερά της θάλασσας όταν τα χτυπάει ο ήλιος. «Ας γίνει λοιπόν», είπε. Χωρίζω την ιστορία μου σε κεφάλαια. Πρώτα τα γεγονότα, ύστερα οι απόψεις μου για τα γεγονότα. Δεν είμαστε ίδιοι άνθρωποι στην αρχή μιας περιπέτειας και στο τέλος της. Δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα, ούτε ξέρουμε τα ίδια πράγματα. Με απασχόλησε αυτό που ξεκίνησα να σου γράφω χθες, η πρόταση γάμου. Προσπαθώ να περιγράψω τα γεγονότα όπως συνέβησαν, αλλά ο σημερινός εαυτός μου διαμαρτύρεται, θέλει να μιλήσει. Χθες βράδυ, μετά το μοναχικό μου δείπνο, την ώρα που έσκυβα για να σβήσω τα κεριά, κοίταξα την άδεια θέση του άντρα μου και σκέφτηκα: Πώς είναι δυνατόν; Ακόμα κι αν με διάλεξε επειδή ήμουν υπομονετική και συνετή όπως έλεγε Εκείνος, ή κατεστραμμένη από μια οικογενειακή τραγωδία όπως πιστεύω εγώ, γιατί δεν βασανίστηκα από δισταγμούς; Γιατί δεν ζήτησα να σκεφτώ την πρότασή Του; Λίγο πριν με πάρει ο ύπνος αναλογίστηκα πώς ήμουν, ποια ήμουν, όταν Τον πρωτοσυνάντησα. Η εικόνα με γέμισε μελαγχολία: τα μακριά μαλλιά μου που τα έπλεκα κοτσίδα, το δέρμα μου, γεμάτο φακίδες, το βεβιασμένο χαμόγελο που σχηματιζόταν πάντα στα χείλη μου όταν κάποιος 


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 32

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

μου απευθυνόταν. Ήμουν από εκείνα τα κορίτσια που δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν κανέναν, που διψούν για περιορισμούς και δοκιμασίες. Μια καρδιά τσακισμένη σαν τη δική μου χτυπάει δυνατά στο ενδεχόμενο ενός απόλυτου έρωτα. Στην πρότασή Του είδα μια ευκαιρία πάθους και πίστης. Και τι πίστης! Μου προσφέρθηκε μια ζωή εκτός τόπου και χρόνου, που θα σταματούσε επιτέλους το ρολόι μέσα στο κεφάλι μου. Το μεγαλείο της πίστης είναι η απόλυτη παράδοση, η παραίτηση απ’ ό,τι μας συνδέει με το παρελθόν. Ταυτόχρονα η ανάγκη μου να πιστέψω ήταν ρηχή και παιδαριώδης. Ήθελα να βρω κάποιον, οποιονδήποτε, για να διαλαλήσω το κατόρθωμά μου. Επιτέλους ο Θεός είναι δίπλα μου! έλεγα και ξανάλεγα από μέσα μου. Ο Θεός –ο Θεός!– μου άγγιξε το πιγούνι! Μου απευθύνθηκε! Δεν εμφανίστηκε για να φέρει πίσω τους γονείς μου ή για να με πάει σ’ αυτούς, αλλά –τι ανήκουστο!– για να με παντρευτεί... Σκέφτηκα τις φιλενάδες μου στο σχολείο και στη γειτονιά να με κοιτάζουν με θαυμασμό και ζήλια καθώς εγώ έλεγα την ιστορία μου, εξωραΐζοντάς την, κάνοντας Εκείνον πιο νέο, εμένα πιο ενθουσιώδη. Οι κοπέλες ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν για το βλέμμα Του κι εγώ τους έλεγα κάτι που δεν είχα σκεφτεί τη στιγμή που με κοίταξε αλλά αργότερα, πολύ αργότερα, όταν επιχειρούσα να κάνω την πρώτη μας συνάντηση αντάξια της περίστασης: «Μέσα στα μάτια Του είδα όλο τον κόσμο, τα σύννεφα και τις θάλασσες, τα πουλιά του ουρανού και τα σπαρτά, είδα τον εαυτό μου καλό και τίμιο και κάθε τι ποταπό και εχθρικό εξαφανίστηκε από το πρόσωπο της γης». Σήμερα, αν με ρωτούσαν για τα 2


MIXALOPOULOU_Gynaika Theou DD final_Layout 1 12/5/14 6:28 μ.μ. Page 33

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

μάτια Του, θα απήγγελλα το αγαπημένο μου απόσπασμα από το Άσμα Ασμάτων: «Οφθαλμοί αυτού ως περιστεραί επί πληρώματος υδάτων λελουσμέναι εν γάλακτι, καθήμεναι επί πληρώματα». Γιατί να το κρύβω; Η αγάπη μου για τον άντρα μου ανήκει στο είδος αγάπης που σε παραλύει αρχικά εξαιτίας του γοήτρου και σε σκλαβώνει στη συνέχεια εξαιτίας της επιθυμίας για κάτι που δεν αποκτιέται. Οι κοπέλες θα ρωτούσαν αν θα μου επιτρέψει να σπουδάσω. Δεν ήμουν χαζή, καταλάβαινα ότι δεν γινόταν να πηγαίνω το πρωί στο πανεπιστήμιο και το βράδυ να τρώω και να κοιμάμαι με τον δημιουργό του κόσμου. Ονειρευόμουν να σπουδάσω ιατρική, όπως οι περισσότερες άριστες μαθήτριες της γενιάς μου. Ήθελα να ασκήσω ένα επάγγελμα που θα με προστάτευε από προσβολές κι από τον οίκτο των ανθρώπων. Χρειαζόμουν μια ιδεολογία που θα σκλήραινε τον πυρήνα της ύπαρξής μου. Εγώ, που από τόσο νέα είχα ανάγκη τους άλλους, ήλπιζα ότι μια μέρα θα με είχαν ανάγκη εκείνοι. Νοσοκόμες, άρρωστοι, συγγενείς αρρώστων. Όλοι τους να συναγωνίζονται για την εύνοιά μου, να με κοιτούν με λατρεία. Μπροστά Του το όνειρο της αγιοποίησής μου ξεχάστηκε. Όχι, σωστότερο είναι να πω διαλύθηκε. Ξεριζώθηκε από τον ορμητικό χείμαρρο της δικής Του απόφασης. Άραγε ήταν δική Του ιδέα να με δέσει ο αδερφός μου στο δέντρο; Εκείνος έστειλε την καταιγίδα; Με δοκίμαζε ή απλώς παρακολουθούσε τη μοίρα μου; Μα τι σημασία είχε πια; Το τοπίο καθάρισε. «Ο Θεός θέλει να σε παντρευτεί!»  o


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.