Αμάντα Μιχαλοπούλου - Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη

Page 1

MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:24 ΜΜ Page 5

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΞΩ Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥΧΡΩΜΗ Διηγήματα

‫ﱣﱢ‬

ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:24 ΜΜ Page 6

©

Copyright Αμάντα Μιχαλοπούλου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2014

Έτος 1ης έκδοσης: 1994 Έτος νέας συμπληρωμένης έκδοσης: 2014 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-5695-3


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:24 ΜΜ Page 7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

[ 13 ]

Όπως σπάμε ένα δάχτυλο [ 19 ]

Γαρίδες κοκτέιλ [ 37 ]

Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη [ 45 ]

Έμεινε καθόλου τούρτα; [ 63 ]

Κίτρινες πεταλούδες [ 69 ]

Φρέαρ 68 [ 85 ]

Τα πόδια μου και το κεφάλι μιας γυναίκας [ 91 ]

Τέρας [ 109 ]

Το τελευταίο όνειρο της γιαγιάς μου [ 117 ]

Πατέρας με σκύλο [ 135 ]


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:24 ΜΜ Page 8


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:24 ΜΜ Page 9

στον Δημήτρη


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:24 ΜΜ Page 10


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:24 ΜΜ Page 11

Όλα τα παιχνίδια έχουν δικαίωμα να σπάνε ANTONIO PORCHIA

από τις Voces


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:24 ΜΜ Page 12


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:24 ΜΜ Page 13

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

It s’ not like his songs are going to simply evaporate, but since the news I can ’t stop listening to him on endless shuffle - familiar, yes, inside me, yes, which means I ’m alive, or was, depending on when you read this. NICk FlyNN

The day Lou Reed died

Όταν γράφτηκε το «Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη» ο Λου Ριντ ζούσε ακόμη. Οι στίχοι του «Η ζωή χωρίς εσένα είναι σαν να διαβάζεις σανσκριτικά σε ένα άλογο» –τους οποίους ενσωμάτωσα στο βιβλίο– ήταν τμήμα της ζωής μου. Μιας ζωής γεμάτης ποίηση, μουσική και αφόρητη ένταση. Όταν ο Λου Ριντ πέθανε, πριν από μερικές εβδομάδες, ήταν σαν να έχασα φίλο. Σκέφτηκα πως η νεότητά μου χάθηκε ανεπιστρεπτί, μαζί με τα σύμβολά της. Και πως ήρθε η ώρα να ξαναβγεί αυτό το εξαντλημένο πρώτο βιβλίο, που μου πρόσφερε και μια πρώτη επιβράβευση στη λογοτεχνία – σ’ αυτό τον τόσο 


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:24 ΜΜ Page 14

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

μοναχικό τόπο όπου οι συγγραφείς ζουν περίκλειστοι και βγαίνουν πότε πότε για να μιλήσουν με τους αναγνώστες τους ή να δεχτούν κάποια διάκριση. Σκέφτηκα πως το βιβλίο αυτό, είκοσι χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του, μπορούσε να εξελιχθεί σε μουσείο της νεότητάς μου. Της φιλοδοξίας, της οργής και της ματαιοπονίας μου. Η ζωή είναι γεμάτη συμπτώσεις. Πριν από λίγες μέρες είχα την τύχη να δειπνήσω με μια από τις πιο αγαπημένες μου ποιήτριες, την Καναδή Ανν Κάρσον. Ο άντρας της σηκώθηκε σε κάποια στιγμή από το τραπέζι για να μιλήσει στο κινητό με τη Λόρι Άντερσον, τη σύντροφο του Λου Ριντ. Μοιραία η συζήτηση στράφηκε στον «Λου» όπως τον αποκάλεσαν. Είχαμε όλοι διαβάσει το σπαραξικάρδιο κείμενο που δημοσίευσε η Άντερσον μετά το θάνατό του και το οποίο με άγγιξε και για προσωπικούς λόγους. Το ζευγάρι γνωρίστηκε το 1992, τη χρονιά που γνώρισα κι εγώ τον σύντροφό μου Δημήτρη Τσουμπλέκα. Ένα χρόνο μετά ο Δημήτρης με ενθάρρυνε να γράψω το διήγημα «Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη», να μη χάσω κι άλλο χρόνο βυθισμένη στη θλίψη και στην αυτολύπηση που νιώθουν οι συγγραφείς πριν γίνουν συγγραφείς. Έστειλα το διήγημα στον λογοτεχνικό διαγωνισμό του περιοδικού Ρεύματα. Χρησιμοποίησα μάλιστα το όνομα του Δημήτρη και το επώνυμο 


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:24 ΜΜ Page 15

ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΑΓΑΠΗ

του παππού του, Γιόχαν Ρωμανού. Η ντροπή και η αμηχανία για το ατόπημά μου να γράψω κρύφτηκε πίσω από αυτό το ψευδώνυμο – με στήριξε ώσπου να βρω το όνομα και τη φωνή μου. «Εγώ είχα καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά», μου είπε το βράδυ της βράβευσης ο Μένης Κουμανταρέας, μέλος της κριτικής επιτροπής. «Ένα αγόρι με τόσο αριστοκρατικό όνομα να γράφει μια ιστορία για το παιδί του βενζινάδικου;» Το βραβείο γέννησε ευγενικές απαιτήσεις. Μπροστά σ’ ένα πάρκινγκ των Εξαρχείων συνάντησα τον Κωστή Παπαγιώργη. «Έχεις κι άλλα διηγήματα;» με ρώτησε. «Να βγάλουμε ένα βιβλίο;» «Έχω», του απάντησα, ενώ δεν είχα. Εκείνα τα χρόνια έγραφα ποιήματα. Έγραφα επίσης άρθρα και συνεντεύξεις στην εφημερίδα Καθημερινή, στις πολιτιστικές σελίδες. Τότε συγγραφείς ήταν οι Άλλοι: άντρες και γυναίκες με φαντασία και πειθαρχία, τους οποίους επισκεπτόμουν στο σπίτι τους. Θαύμαζα και ζήλευα τη βιβλιοθήκη τους, τη γραφομηχανή τους. Κάθισα κι έγραψα ταχύτατα τις πρώτες μου ιστορίες, στις οποίες νεαροί ήρωες αγωνίζονται να λύσουν ζητήματα ταυτότητας. Αυτό που με ξαφνιάζει σήμερα είναι η επιμονή τους. Γράφουμε αλλιώς όταν είμαστε νέοι. Όσο ζει κανείς μαθαίνει, αλλά πληρώνει λύτρα: ένα μέρος της τρυφερής του αφέλειας. 


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:24 ΜΜ Page 16

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

Τα διηγήματα αυτού του τόμου μού έμαθαν πολλά για τη ζωή. Ένα βράδυ που έβρεχε, δυο γυναίκες που εμπιστευόμουν τότε μ’ έβαλαν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου τους και μου είπαν ότι καλύτερα να μην ξαναγράψω – δεν τους άρεσαν οι ιστορίες μου. Χρόνια μετά, εκείνη η εμβληματική απόπειρα συγγραφικού ευνουχισμού γέννησε μια άλλη συλλογή διηγημάτων με τίτλο Θα ήθελα, στην οποία ξεκαθάριζα, μέσω της μυθοπλασίας, τους λογαριασμούς με ανθρώπους που θέλουν να σου υποδείξουν πώς να γράφεις, πώς να φέρεσαι, πώς να ζεις. Μερικές φορές ξεχνάμε τις «ραφές» μιας ιστορίας, το σχέδιο στο χαλί που έλεγε ο Χένρι Τζέιμς. Δε θα έπρεπε: η προσωπική μας ιστορία, με τα λαγούμια και τις σκαλωσιές της, μας κάνει συγγραφείς. Συγγραφείς ωστόσο γινόμαστε κυρίως γράφοντας. Όταν ο Θανάσης Καστανιώτης μου ζήτησε (όπως παλιά ο Κωστής Παπαγιώργης) να επιλέξω μερικά νέα διηγήματα γι’ αυτή την επανέκδοση, σκέφτηκα με τη λογική της αντανάκλασης, του καθρέφτη («Θα γίνω ο καθρέφτης σου» τραγουδούσε ο Λου Ριντ). Για κάθε παλιό διήγημα επέλεξα ένα πρόσφατο, θεματικά συγγενές. Η νεανική ζωή ξανά, υπό την οπτική γωνία του μεσήλικα. Μου φάνηκε ενδιαφέρον πείραμα. Για την ήσυχη συμφιλίωση με τη μοίρα στο «Όπως σπάμε ένα δάχτυλο» διάλεξα τις «Γαρίδες κο


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:24 ΜΜ Page 17

ΑΘΕΡΑΠΕΥΤΗ ΑΓΑΠΗ

κτέιλ» (πρώτη δημοσίευση περιοδικό Officiel, καλοκαίρι 2012). Για την ηδονική αναζήτηση τού «Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη», το διήγημα «Έμεινε καθόλου τούρτα;» (πρώτη δημοσίευση περιοδικό Lifo, 2011). Στην παρακολούθηση μιας γυναίκας από έναν άντρα στις «Κίτρινες πεταλούδες» αντιπαραθέτω μια άλλη παρακολούθηση στο «Φρέαρ 68» (πρώτη δημοσίευση στον τόμο Υπόγειες Ιστορίες, έκδοση Athens Voice, 2008). Την οπτική φαντασίωση στο «Τα πόδια μου και το κεφάλι μιας γυναίκας» την είδα να επαναλαμβάνεται στο αδημοσίευτο «Τέρας». Και το «Τελευταίο όνειρο της γιαγιάς μου» το αντιστοίχησα σ’ ένα νέο διήγημα με αυτοβιογραφικές αναφορές. Λέγεται «Πατέρας με σκύλο». «Όλα τα διαστημόπλοια σκαρφαλώνουν στον ουρανό, τα ιερά βιβλία είναι ορθάνοιχτα, οι γιατροί δουλεύουν μέρα νύχτα, αλλά δε θα βρουν ποτέ θεραπεία για την αγάπη» τραγουδούσε ο Λου Ριντ. Επί χρόνια τραγουδούσα κι εγώ μαζί του, δυνατά και παράφωνα. Ελπίζω ότι το βιβλίο αυτό κουβαλάει κάτι από εκείνη τη μουσική. Κι από την αγάπη μου για την αφήγηση – μια αγάπη αθεράπευτη. ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ Δεκέμβριος 2013

 2 – Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:24 ΜΜ Page 18


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:24 ΜΜ Page 19

Όπως σπάμε ένα δάχτυλο

ΩΝΤΑΝΗ . Είμαι ζωντανή. Τα δάχτυλά μου μοιά-

Ζ ζουν με εννιά στρατιωτάκια που κάνουν ασκήσεις μπροστά στο παράθυρο. Στην απέναντι πολυκατοι-

κία ένα ξεσκονόπανο με χαιρετάει. Το χέρι που ξεσκονίζει δε φαίνεται. Μόνο το ξεσκονόπανο που χορεύει. Αν του γυρίσω την πλάτη, βλέπω ένα άδειο δωμάτιο. Το ξύλο έχει λακκούβες και τρίζει. Πώς θα κοιμηθώ εδώ μέσα; Μετακόμισα πριν από τέσσερις ώρες. Ή μήπως πέντε; Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν μπήκα στο δωμάτιο ήταν ν’ αραδιάσω τα καλλυντικά μου στο πάτωμα. Τα πολύχρωμα μπουκαλάκια μου δώσανε χρώμα στους καφέ τοίχους. Πρέπει να θες ν’ αυτοκτονήσεις για να βάψεις ένα δωμάτιο καφέ. Τώρα είναι κάπως καλύτερα. Λες και το δωμάτιο ήταν μια γυναίκα χωρίς πούδρα ή σκουλαρίκια, που χρειαζόταν στολίδια για ν’ αναδειχθεί η ομορφιά της. 


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:24 ΜΜ Page 20

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

Βέβαια αυτή είναι μια πολύ τολμηρή παρομοίωση για ένα δωμάτιο δώδεκα τετραγωνικών με αιωρούμενη κουζίνα και κοινόχρηστο μπάνιο στο διάδρομο. Όμως τα ωραία μου μπουκαλάκια, το πινέλο της πούδρας με βάση από λευκό ελεφαντοστό, το νεσεσέρ μου με παραστάσεις αγρών, παίζουν το ρόλο που στα φυσιολογικά σπίτια αναλαμβάνουν τα κηροπήγια και οι κουρτίνες. Τα καλλυντικά είναι ο οικιακός μου εξοπλισμός. Τα στόλισα στη σειρά, μπροστά στο παράθυρο, και τα χάζευα. Έχουν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Ακριβώς από πάνω το ουράνιο τόξο συνεχίζεται. Η υγρασία έχει ζωγραφίσει ένα πολύχρωμο νησί στον τοίχο. Αδειάζει άραγε κανείς τις αποσκευές του με αξιολογική σειρά; Κι αν ναι, τότε γιατί δεν έβγαλα πρώτα το βιολί μου από τη θήκη; Πέρασα όλο το πρωί ακούγοντας τον ήχο των βημάτων κάτω απ’ το παράθυρό μου, στη Σεντ Αντρέ ντεζ Αρ. Κάθισα ακίνητη, σαν γιόγκι, πάνω στο στρώμα και σκεφτόμουν πώς θα γίνει ανθρωπινό αυτό το δωμάτιο. Σκεφτόμουν επίσης αν μπορεί να ζήσει σε δώδεκα τετραγωνικά ένας άνθρωπος χωρίς να φοβάται τον εαυτό του. Στο μυαλό μου ένα τσουβάλι με ερωτήσεις. Φέρ’ ειπείν, πώς θα πηγαίνω στην τουαλέτα στη μέση της νύχτας ή αν θα βρω έναν μασκοφόρο με μαχαίρι να με περιμένει πίσω απ’ τη λεκάνη το βράδυ. 2


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:24 ΜΜ Page 21

ΟΠΩΣ ΣΠΑΜΕ ΕΝΑ ΔΑΧΤΥΛΟ

Το χειρότερο το άφησα πίσω μου. Νιώθω άδεια και δυνατή. Όπως νιώθει κανείς όταν ξεκινάει από την αρχή. Ανοιγόκλεισα το μικρό ψυγείο, γύρισα την κάνουλα της βρύσης για να δω πώς τρέχει το νερό. Ύστερα έβαλα το ραδιοφωνάκι μου στην πρίζα και ακούστηκε ένα προφητικό γαλλικό τραγούδι: «Σ’ αγαπώ, ούτε εγώ». Έπαιξα με τη βελόνα, αλλά παντού ακούγονταν ερωτικά τραγούδια. Λογικό. Είναι 14 Φεβρουαρίου. Δύσκολη μέρα για τους χωρισμένους. Αλλά για τους χωρισμένους όλες οι μέρες είναι δύσκολες. Αν θέλεις να νιώσεις δυστυχισμένος, μπορείς να πιαστείς από ένα λυπητερό τραγούδι ή από ένα χαλασμένο φανάρι στο δρόμο. Είναι πανεύκολο να κλάψεις επειδή το λάδι πετιέται από το τηγάνι και σε τσουρουφλίζει. Αλλά πάντοτε σ’ αυτές τις περιπτώσεις κλαις για δύο λόγους. Για το καυτό λάδι και για την καυτή αλήθεια. Εγώ τώρα κλαίω επειδή βρέχει και από μια περίεργη μεταφυσική σύμπτωση ακούγεται το «Δεν αντέχω τη βροχή» από την Τίνα Τάρνερ. Κλαίω γλυκά και ήσυχα, σαν να ξέρω πως η θλίψη θα σταματήσει. Σαν να την απολαμβάνω. Αν υπήρχε μια κάμερα στο ταβάνι, θα έδειχνε το στρώμα, το κεφάλι μου από πάνω, χωρίς να φαίνονται τα δάκρυά μου ή τα πόδια μου. Σαν κεφάλι βελόνας, που περιμένει την κλωστή για να νιώσει χρήσιμο. Στο τέλος η κάμερα θα στα2


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:25 ΜΜ Page 22

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

ματούσε μπροστά στο παράθυρο, στα παρατεταγμένα μπουκαλάκια μου, και η εικόνα θα έσβηνε μαζί με τον ήχο της βροχής. Μετακόμισα με το πρώτο φως του ήλιου. Οι αποσκευές μου χώρεσαν στο ταξί. Τρεις βαλίτσες, μια πτυσσόμενη ντουλάπα από πλαστικό, κομοδίνο, βιολί, ραδιόφωνο και μια χαρτοσακούλα του μπακάλη. Ο ταξιτζής μού άνοιξε την πόρτα ιπποτικά. Ύστερα ακούμπησε το σπίτι μου στο πεζοδρόμιο. Το ραδιόφωνο πάνω στο κομοδίνο, δίπλα την ντουλάπα, πιο δίπλα τις βαλίτσες και τη χαρτοσακούλα, στην άκρη το βιολί. Έμεινα στη μέση του δρόμου μαζί με τα υπάρχοντά μου. Κάθισα στην άκρη του κομοδίνου για να σκεφτώ την καινούργια μου ζωή. Αν περνούσε κανείς εκείνη τη στιγμή, θα μπορούσε να μάθει πολλά πράγματα για μένα. Όχι τα τυπικά, ότι με λένε Δάφνη και είμαι είκοσι τριών χρονών. Αλλά ότι ζω μόνη μου πια, με λίγα αντικείμενα και πολλούς φόβους. Οι φόβοι βέβαια δε φαίνονται όταν κάθεσαι στη μέση του δρόμου με μισοχαμένο βλέμμα. Μόλις όμως ξεκλειδώσεις την πόρτα κι αραδιάσεις τα καλλυντικά στο πάτωμα, μόλις αδειάσεις τις βαλίτσες σου και τις δεις να χάσκουν σαν τρομαγμένο στόμα, μόλις ανοίξεις το ραδιόφωνο κι ακούσεις τυχαία ένα θλιμμένο τραγούδι, οι φόβοι ξυπνούν. Δεν ξέρω να πω τι ακριβώς φοβάμαι. Γι’ αυτό κι ο 22


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:25 ΜΜ Page 23

ΟΠΩΣ ΣΠΑΜΕ ΕΝΑ ΔΑΧΤΥΛΟ

φόβος μου σκορπίζεται γύρω γύρω, βγαίνει από το παράθυρο και φτάνει στο σιντριβάνι του Σεν Μισέλ. Ο φόβος μου παίρνει το μετρό για τη Βιλέτ, την παλιά μου γειτονιά, φτάνει στο Κονσερβατουάρ και μπαίνει στην Αίθουσα του Οργάνου. Εκεί έδωσα τις εξετάσεις για το Prix. Ερμήνευσα το κοντσέρτο για βιολί του Σιμπέλιους και την πάτησα στις δέκατες. Κόπηκα για δεύτερη χρονιά. Υπάρχουν μερικά υποθετικά ερωτήματα που με βασανίζουν κι ως τώρα δεν κατάφερα να βρω απάντηση. Για παράδειγμα: Αν περνούσα στο Prix, θα έπαιζα τώρα το Ελεγειακό Τρίο του Ραχμάνινοφ μαζί με την Ιζαμπέλ και τον Ραούλ; Θα έκανα περιοδείες στην Αφρική όπως ο Εμανιέλ κι ύστερα θα έγραφα καρτποστάλ στον Πέτρο και στη Λία από την πισίνα του ξενοδοχείου; Θα ήμουν ακόμη μαζί με τον Τριστάν; Απαντήστε μου, καλοί μου τοίχοι, απαντήστε μου. Θα ήμουν ακόμη μαζί με τον Τριστάν; Αν θα ήμουν, ας ακουστεί τώρα μια κραυγή από το δρόμο. Πόσο με βασανίζουν οι δέκα ζωές που θα μπορούσα να έχω ζήσει αν ξυπνούσα πιο νωρίς ένα πρωί. Αν, ας πούμε, η Ιζαμπέλ δεν είχε τα γενέθλιά της τον Νοέμβριο. Ή αν τα είχε και δεν τα γιόρταζε. Ή αν τα γιόρταζε την Τρίτη ή την Πέμπτη κι όχι την Τετάρτη που ο Τριστάν λείπει στο Μπορντό. Ή αν τα γιόρταζε εκείνη τη μέρα, αλλά ένας τρομερός πονοκέφαλος με 2


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:25 ΜΜ Page 24

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

είχε αναγκάσει να γυρίσω στο σπίτι μου νωρίς. Πριν μου στήσει καρτέρι ο Χρυσοδάχτυλος. Είχε χωθεί στη μικρή πόρτα δίπλα στην είσοδο, σ’ εκείνη τη μαύρη τρύπα που πάντα φοβόμουν. Ο Ραούλ με είχε φέρει με το αυτοκίνητο, κι επειδή ήξερε πόσο φοβάμαι, μαρσάριζε για να μου δείξει πως είναι εκεί, πως δεν είμαι μόνη μου. Ο Χρυσοδάχτυλος πετάχτηκε απ’ την κρυψώνα του τη στιγμή που το ασανσέρ έφτασε στο ισόγειο. Με το ένα χέρι με αγκάλιασε από πίσω. Με το άλλο κρατούσε το μαχαίρι του. Γιαπωνέζικο, λένε οι αστυνομικοί, με διπλή λάμα. Μέχρι να πω «Ραούλ», είχε κόψει το δείκτη του δεξιού μου χεριού. Ο Χρυσοδάχτυλος καταζητείται ακόμη. Τους τελευταίους έξι μήνες έχει κόψει δεκαεφτά δάχτυλα μουσικών. Τρία το μήνα. Τη στήνει, φαίνεται, έξω απ’ το Κονσερβατουάρ, παρακολουθεί τα θύματά του και χτυπάει αργά το βράδυ. Με σύστημα. Τα παιδιά λένε πως είναι το φάντασμα του πιανίστα Πάουλ Βίτκενστάιν, που έχασε το χέρι του στον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και τώρα παίρνει την εκδίκησή του. Δεν πιστεύω στα φαντάσματα. Ο Χρυσοδάχτυλος είναι ένας ανώμαλος που μαζεύει δάχτυλα και φτιάχνει κολιέ. Ή ένας ατάλαντος μουσικός, που τον κόψανε τρεις φορές στο Prix και δεν μπορεί να συνεχίσει τις σπουδές του. Αναρωτιέμαι: τι να έχει κάνει τα δάχτυλά μας; 2


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:25 ΜΜ Page 25

ΟΠΩΣ ΣΠΑΜΕ ΕΝΑ ΔΑΧΤΥΛΟ

Τα σκέφτομαι όλα μαζί σ’ ένα συρτάρι κομοδίνου. Δάχτυλα λεπτά και χοντρά. Με φαγωμένα νύχια και παρανυχίδες. Με άσπρα σημαδάκια από την έλλειψη ασβεστίου και κάλους από το δοξάρι. Τα βλέπω ευθυγραμμισμένα στο σκοτάδι, ακίνητα. Τα ίδια δάχτυλα που χάιδευαν ή χώνονταν στη μύτη ή έδειχναν το φεγγάρι είναι τώρα νεκρά και σαπισμένα. Παρατηρώ μέσα στο μετρό τους ανθρώπους που έχουν δέκα δάχτυλα. Τα σταυρώνουν ή τα χτυπούν πάνω στο χαρτοφύλακα σαν να παίζουν μουσική. Μερικές φορές δείχνουν με το δείκτη μια σειρά στο βιβλίο τους ή κόβουν το εισιτήριό τους σε μικρά κομμάτια και το πετούν ψίχουλο ψίχουλο σε αόρατα περιστέρια. Οι μαύρες με τις παράξενες φωλιές πουλιών στα μαλλιά τους παίζουν στα δάχτυλα την αλυσίδα του λαιμού. Κι οι ερωτευμένοι αγγίζουν με νόημα τις μεμβράνες ανάμεσα στα δάχτυλα. Όταν το μετρό τρέχει με θόρυβο στα υπόγεια του Παρισιού και οι φωνές των ανθρώπων δεν ακούγονται την ώρα που περιγράφουν βάσανα ή λένε ανέκδοτα, τα δάχτυλά τους πλέκουν έναν φανταστικό ιστό αράχνης. Λένε μια ολόκληρη ιστορία. Εγώ ξέρω μόνο τα εννιά δέκατα της ιστορίας αυτής. Έχω γνωρίσει άλλη μια κοπέλα με εννιά δάχτυλα. Τη λένε Σίμπιλα και ήρθε από τη Βοσνία για να γλυτώσει από τις βόμβες. Συναντηθήκαμε τον Δεκέμβρη 2


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:25 ΜΜ Page 26

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

στη γέφυρα, μπροστά στην κεντρική πύλη. Εκείνη ερχόταν, εγώ έφευγα, και την ώρα που διασταυρωθήκαμε άρχισαν να πέφτουν χοντρές ψιχάλες. Είδα το χέρι της τυλιγμένο σε γάζες. Δέκα, σκέφτηκα. Εγώ ήμουν το νούμερο εννιά. Η Σίμπιλα το πήρε πολύ βαριά. Είναι μικρή, δεκάξι χρονών. Παιδί θαύμα στο πιάνο. Την είχα ακούσει μια φορά στη Σεν Λουί αν λ’Ιλ και είχα ζηλέψει πολύ το παίξιμό της. Μια άλλη φορά πάλι είχε δώσει ένα ρεσιτάλ για τη φιλία των βαλκανικών λαών. Κοιτούσε πολύ ψηλά, στο ταβάνι, κι έπαιζε σπουδές του Σοπέν λες και ήταν μινουέτα του Μότσαρτ. Τώρα έχει βυθιστεί σε μελαγχολία. Όταν τη βλέπω καμιά φορά στο «Ορλόζ» να πιάνει το φλιτζάνι της με τέσσερα δάχτυλα, κάθομαι δίπλα της και της λέω ιστορίες. Ότι ο Ραβέλ και ο Σκριάμπιν έγραψαν ολόκληρα κοντσέρτα για αριστερό χέρι, ότι ο Σούμαν στράφηκε στη σύνθεση εξαιτίας του χεριού του. «Κι εγώ δε θα ξαναπαίξω το Τρίτο Κοντσέρτο του Ραχμάνινοφ», μου λέει με παράπονο. «Χρειάζεται όχι δέκα αλλά έντεκα δάχτυλα». «Αν έμενες στη Βοσνία», της απαντώ, «μπορεί να σου είχαν κόψει όλα τα δάχτυλα τώρα». Κι έτσι κάπως ηρεμεί. Κοιτάμε κι οι δυο έξω απ’ το τζάμι τους περαστικούς, που κρατάνε τις τσάντες τους σφιχτά με δέκα δάχτυλα. Αλλά εγώ από μέσα μου τρέμω. 2


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:25 ΜΜ Page 27

ΟΠΩΣ ΣΠΑΜΕ ΕΝΑ ΔΑΧΤΥΛΟ

Κατά βάθος η Σίμπιλα έχει δίκιο που θυμώνει. Νόμιζε πως μπορούσε να προγραμματίσει τη ζωή της, αλλά έκανε λάθος. Κανείς δεν προγραμματίζει τη ζωή του απολύτως. Ας πάρουμε τη δική μου ζωή. Η κόρη ενός βιολιστή το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να παίξει καλύτερο βιολί απ’ τον πατέρα της. Μελετούσα με τις ώρες, δεν πήγαινα ποτέ σε μπαρ ν’ ακούσω βέβηλη μουσική ούτε είχα φίλους. Μόνο το βιολί μου. Ακόμη και στο Παρίσι ήμουν μόνη μου. Κανείς δε με πλησίαζε, γιατί φαίνεται πως η μοναξιά ήταν γραμμένη στο μέτωπό μου. Μέχρι που γνώρισα τον Τριστάν στο πατάρι του «Ορλόζ». Καθόταν δίπλα στο τραπέζι του μπιλιάρδου με τον Εμανιέλ και τον Ραούλ κι έπαιζαν εβραϊκές μελωδίες. Πρώτα ερωτεύτηκαν τα βιολιά μας και μετά εμείς. Μελετούσαμε μαζί, στο δωμάτιό του που το είχε μονώσει με χάρτινες αβγοθήκες. Όταν τελειώναμε το διάβασμα, ουρλιάζαμε για να εκτονωθούμε και κανείς δε μας άκουγε. «Φαντάσου πόσες κότες, πόσα αβγά για να έχουμε εμείς τέτοια ηχομόνωση», μου έλεγε και μ’ έριχνε στο κρεβάτι. Την άνοιξη που μας πέρασε αποφασίσαμε επιτέλους να συγκατοικήσουμε. Μπορούσα πια να μελετώ ελεύθερα για το Prix, χωρίς να μου χτυπάνε οι γείτονες τους τοίχους. Ο Απρίλης κύλησε γρήγορα κι ο Μάης λαχανιασμένα. Μια μέρα μασουλούσα τις πλαστικές μου πατάτες 2


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:25 ΜΜ Page 28

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

σ’ ένα χαμπουργκεράδικο. Τις έκοβα σε μικρές φέτες με τα δόντια μου και τις έλιωνα στον ουρανίσκο μου σαν να ήταν κουνούπια. Δίπλα μου καθόταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που μιλούσαν ελληνικά. Εκείνος της έλεγε ότι το χάμπουργκερ είναι σαν να πηγαίνεις στις πουτάνες. Δε σε νοιάζει πού θα βάλεις το πουλί σου και μετά σιχαίνεσαι τον εαυτό σου. Από την γκριμάτσα αηδίας που έκανα μάντεψαν την εθνικότητά μου. Έτσι γνώρισα τον Πέτρο και τη Λία, απολωλότα πρόβατα του Κονσερβατουάρ που έπαιζαν ροκ. Πρότειναν να με κεράσουν κρέπα για να εξιλεωθούν. Δέχτηκα. Αχ, να είχα και τώρα μια κρέπα! Το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπος από την πείνα. Ψαχουλεύω τη χαρτοσακούλα μου. Μια κονσέρβα ντομάτα, φρυγανιές και κατεψυγμένος πουρές σπανάκι. Αποψυγμένος πουρές, τόσες ώρες έξω απ’ το ψυγείο. Ανοίγω το φακελάκι. Αντί για σπανάκι, κάτι πράσινες παστίλιες. Ελπίζω να λιώνουν στην κατσαρόλα και να μη φάω σαν αστροναύτης σπανάκι σε χάπια. Βγάζω ένα αραχνιασμένο τηγάνι απ’ το ντουλάπι. Καταστρέφω την αραχνοφωλιά με μια κουτάλα. Η αράχνη τρέχει φοβισμένη να βρει μια άλλη άστεγη φίλη της κάτω απ’ την πιατοθήκη. Έτσι έτρεχα κι εγώ να βρω τον Πέτρο και τη Λία όταν ο Τριστάν έλειπε στο Μπορντό. Τα παιδιά με πήρανε μαζί τους σε μια συναυλία των Μάνο Νέγκρα 2


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:25 ΜΜ Page 29

ΟΠΩΣ ΣΠΑΜΕ ΕΝΑ ΔΑΧΤΥΛΟ

και σ’ ένα ρέιβ πάρτι στον Σηκουάνα. Μου γνώρισαν περίεργους τύπους ξυρισμένους γουλί, με κρίκους στη μύτη. Μια μέρα πήγαμε οι τρεις μας εκδρομή. Ο Τριστάν ήταν πάλι στο Μπορντό, παρέδιδε μαθήματα σ’ ένα ωδείο δυο φορές την εβδομάδα. Ο Πέτρος μας έβαλε σ’ ένα άσπρο Βόλβο με κόκκινα δερμάτινα καθίσματα και μας πήγε στην Ντοβίλ. Το κασετόφωνο έπαιζε συνέχεια τραγούδια που δεν ήξερα. Μια άγνωστη μουσική. Μου έλεγαν τα ονόματα: Κατ Στίβενς, Ρόλινγκ Στόουνς, Άνιμαλς. Ανάλογα με το τραγούδι, άλλαζε η διάθεσή μου. Κοιτούσα από το παράθυρο τις λεύκες και δεν ήθελα να μου μιλάει κανείς. Η μουσική με ζύμωνε. Μ’ έκανε να χαίρομαι και να λυπάμαι χωρίς λόγο. Ο Λου Ριντ τραγουδούσε «Η ζωή χωρίς εσένα είναι σαν να διαβάζεις σανσκριτικά σ’ ένα άλογο». Αυτή λοιπόν ήταν η βέβηλη μουσική; Ο πατέρας μου έλεγε ότι η ροκ είναι εύκολη. Ότι μπορεί να τη γράψει ο καθένας και ότι δεν προσφέρει ανάταση στην ψυχή. Είναι τόσο άδικος. Όταν γράψαμε το πρώτο μας τραγούδι με τον Πέτρο και τη Λία, η ψυχή μου έκανε το πιο μακρύ της ταξίδι, έξω απ’ το σώμα. Ο τίτλος του ήταν «Νερωμένο κρασί» και μιλούσε για ένα ποτήρι που ξεχειλίζει με δάκρυα. «Όποιος πιει αυτό το ποτό», λέει το τραγούδι μας, «μπορεί να θυμηθεί την πρώτη μέρα του πρώτου καλοκαιριού της ζωής του». 2


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:25 ΜΜ Page 30

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

Πήρα την απόφασή μου με δέκα δάχτυλα. Κι όμως μερικά βράδια που ο Τριστάν μου γυρνούσε την πλάτη ρωτούσα τον εαυτό μου: Κι αν εγκατέλειψες το Κονσερβατουάρ εξαιτίας του Χρυσοδάχτυλου; Γιατί άφησες την κλασική μουσική; Γιατί; Μίλα. Την άφησα λίγο πριν δώσω εξετάσεις για το Prix, στις 3 Ιουνίου. Ήταν η πρώτη φορά που έπαιξα μαζί με τα παιδιά. Το σπίτι τους ήταν δίπλα στο Κονσερβατουάρ. Περνούσα για καφέ στα διαλείμματα και ξεφύλλιζα περιοδικά με ηλεκτρικές κιθάρες. Εκείνη τη μέρα ο Πέτρος καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας κι έπαιζε κιθάρα τόσο μαλακά, που νόμιζες πως οι χορδές ήταν αόρατες. Η Λία τραγουδούσε και σούρωνε τα μακαρόνια. Κατάλαβα πως η μουσική βρισκόταν μέσα στη ζωή τους. Ενώ για τον Τριστάν και για μένα η μουσική ήταν πρόβα μπροστά στο αναλόγιο, υπακοή στις νότες. Αποφάσισα να σπάσω την πειθαρχία τόσων χρόνων, όπως σπάμε ένα δάχτυλο. Έβγαλα το βιολί μου από τη θήκη κι ακολούθησα τη φωνή της Λίας. Στην αρχή, γιατί μετά το δοξάρι μου απειλούσε όλες τις γωνίες του ταβανιού. Κάτι μετακινήθηκε μέσα μου. «Μπράβο, Γκραπελί!» ούρλιαξε ο Πέτρος κι άρχισε να χειροκροτά μανιασμένα. Από εκείνο το απόγευμα άρχισε το κρυφό σχολειό. Συναντούσα τον Πέτρο και τη Λία όταν ο Τριστάν έλειπε. Γράφαμε στίχους, κάναμε την ενορχήστρωση 


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:25 ΜΜ Page 31

ΟΠΩΣ ΣΠΑΜΕ ΕΝΑ ΔΑΧΤΥΛΟ

και πίναμε κρασί σε ποτήρια ούζου. Αλλά οι παράλληλες σχέσεις δεν κρατάνε πολύ αν δεν είσαι σχιζοειδής προσωπικότητα. Αρχίσαμε να διαφωνούμε με τον Τριστάν σε θέματα ερμηνείας. Μου έκανε συνεχώς παρατηρήσεις: «Μην κουνιέσαι τόσο. Ο ήχος σου δεν είναι ομοιογενής». «Δεν είμαι άγαλμα, Τριστάν. Άνθρωπος είμαι». Μετά την αποτυχία μου στο Prix, ο Τριστάν έγινε ακόμη πιο αυστηρός. Εκείνος πέρασε πρώτος και αισθανόταν κατά κάποιον τρόπο ότι ντρόπιασα την οικογένεια. Άρχισε να με ταπεινώνει μπροστά στον Ραούλ και τον Εμανιέλ. «Η Δάφνη έχει χάσει την ισορροπία της», έλεγε. «Σοβαρολογώ. Δεν ελέγχει το σώμα της ούτε το μυαλό της». Το βράδυ που επέστρεψε από το Μπορντό και με βρήκε στο νοσοκομείο με εννιά δάχτυλα ξέχασε τις βαθμολογίες. Για τρεις μέρες με χάιδευε και με νανούριζε σαν να ήμουν πληγωμένο σπουργίτι. Μόλις έθρεψε η πληγή μου, άρχισε πάλι τις κακίες. Είχα σκοπό να του ανακοινώσω με διπλωματία τη μυστική μου ζωή και τις αποφάσεις μου. Ήθελα να σιγουρευτώ πρώτα απόλυτα, να μην τρέμει η φωνή μου. Αλλά μια μέρα μ’ έπιασε στα πράσα. Γύρισε πιο νωρίς απ’ το Μπορντό. Δεν άκουσα το κλειδί ούτε τα βήματά του. Έπαιζα την «Τρικυμία στο ποτήρι μου», 


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:25 ΜΜ Page 32

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

ήμουν στο σόλο. «Τρελάθηκες;» ούρλιαξε και τα μάτια του στένεψαν. Σαν να με είχε πιάσει στο κρεβάτι με άλλον άντρα. Τώρα σχεδιάζω τα μάτια του με το κουτάλι πάνω στον αχνιστό πουρέ. Τα τρώω ένα ένα και νιώθω παρηγοριά στο στομάχι. Καταπίνω γρήγορα, όσο είναι ζεστό, για να μην καταλαβαίνω τη γεύση. Θα μπορούσα να τρώω δάκρυα ή κύβο χορταρικών ή βρασμένα φύλλα δάφνης. Θα μπορούσα να τρώω το βιολί μου. Αλλά όχι, το βιολί μου είναι δίπλα μου, στέκεται διακριτικό και αμίλητο στον τοίχο. Δε φταίει σε τίποτα. Ούτε κι εγώ φταίω. Όλοι όμως με κοίταζαν σαν εγκληματία όταν διαδόθηκε η είδηση. «Η Δάφνη παίζει ροκ», σταυρώστε την. Ο Τριστάν αισθανόταν κερατωμένος, λες και η μουσική μου ήταν ένας άντρας με φαρδείς ώμους που ερχόταν κάθε βράδυ στο Κονσερβατουάρ και μ’ έπιανε αγκαζέ. Κοιτούσε με ανησυχία το σημάδι της μαντονιέρας στο λαιμό μου, σαν να πίστευε πως η μελανιά ήταν πιπίλισμα κάποιου ανταγωνιστή. Ήμουν γι’ αυτόν ένα ηφαίστειο εν ενεργεία και φοβόταν τη λάβα που θα ξεχείλιζε. Προσπάθησα πολλές φορές να του εξηγήσω, του διάβασα το «Νερωμένο κρασί», του είπα πως, χωρίς να ξέρω πώς και γιατί, κάτι μετακινήθηκε μέσα μου για πάντα. «Για πάντα;» επέμεινε. «Μπορεί να σου περάσει». 2


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:25 ΜΜ Page 33

ΟΠΩΣ ΣΠΑΜΕ ΕΝΑ ΔΑΧΤΥΛΟ

«Δεν είμαι άρρωστη, Τριστάν. Είμαι διαφορετική. Αλλάζουν οι άνθρωποι». Φαίνεται όμως πως οι άνθρωποι χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: σ’ εκείνους που αλλάζουν και σ’ εκείνους που παρατηρούν έντρομοι τις αλλαγές. Ο Τριστάν μου είπε να βρω άλλο σπίτι, αφού δε χρειάζομαι πια τις αβγοθήκες του. Ορίστε, το βρήκα. Είναι μικρό και βρόμικο, έχει αράχνες στις γωνίες και μπάνιο στο διάδρομο. Πρέπει να σηκώνομαι μες στη νύχτα και να ντύνομαι για ένα κατούρημα μερικών δευτερολέπτων. Τη συνέχεια την ξέρω: θα χάνω τον ύπνο μου και θα κοιτάζω το ταβάνι μέχρι να ξημερώσει· θ’ ακούω το πάτωμα να τρίζει και θα νομίζω πως έρχεται ο Χρυσοδάχτυλος. Από εκείνο το βράδυ δεν έχω ξανακοιμηθεί μόνη μου. Το πρωί παρηγορώ τη Σίμπιλα, το βράδυ βλέπω εφιάλτες. Ο Χρυσοδάχτυλος έρχεται προς το μέρος μου μ’ ένα βιολί αντί για κεφάλι. Μετά σκύβει, τα τάστα γίνονται μαχαίρι. Ξυπνάω ιδρωμένη και κοιτάζω το χέρι μου με τις ώρες. Έχει θρέψει η πληγή κι έχει ξεπηδήσει ένα μικρό ομοίωμα δαχτύλου, καμπουριασμένο. Μια ροζ κάμπια. Από μικρή φοβόμουν ότι θα μου συμβεί κάποιο κακό. Ότι θα με χτυπήσει ένα αυτοκίνητο, ας πούμε. Κάθε βράδυ γύριζα στο σπίτι μου τρέχοντας. Έπαιρνα τα κλαδιά των δέντρων για επιδειξίες και τις σκιές για βιαστές. Φανταζόμουν ότι κάποιος θα μου φράξει   – Έξω η ζωή είναι πολύχρωμη


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:25 ΜΜ Page 34

ΑΜΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ

το στόμα την ώρα που βγαίνω απ’ το μετρό και θα μου χώσει ένα σουγιά στο στομάχι. Δεν αξίζει να φοβάσαι από πριν. Μου το δίδαξε ο Χρυσοδάχτυλος. Αν τον είχα μπροστά μου τώρα, θα του έβαζα να πιει λίγο κρασί για να χαλαρώσει. Θα τον ρωτούσα γιατί κόβει τα δάχτυλα των ανθρώπων. Ειδικά των μουσικών, που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς δάχτυλα. Θα του έλεγα πως το δοξάρι έχει γίνει πιο βαρύ, ασήκωτο. Ύστερα θα του έκοβα όλα τα δάχτυλα στη σειρά με το μαχαίρι της κουζίνας. Χαζομάρες. Δε θα κατάφερνα ποτέ να κόψω ένα δάχτυλο. Ούτε να κάνω κακό σε άνθρωπο. Με το μυαλό μπορώ να κάνω τα χειρότερα εγκλήματα. Όχι με τα χέρια. Τον Τριστάν θα ήθελα να τον ρίξω από τον πύργο του Μονπαρνάς και να τον βλέπω να πέφτει αργά, σαν άψυχη κούκλα. Αλλά προχτές που τον είδα στο «Ορλόζ» τον φίλησα τέσσερις φορές στα μάγουλα σαν άψογη Γαλλίδα. Ο Πέτρος λέει να φύγουμε για λίγο απ’ το Παρίσι. Να πάμε στο Ανσί, για να δούμε ένα παράξενο κτήριο μέσα στη λίμνη που μοιάζει με φάλαινα. Η Λία επιμένει να ονομάσουμε το συγκρότημά μας «Εννιά Δάχτυλα» και μου χαϊδεύει συνέχεια τα μαλλιά. Υπολογίζει μάλλον ότι όλος ο πόνος συγκεντρώνεται εκεί, ενώ στην πραγματικότητα έχει κατασκηνώσει για πάντα κοντά στο στομάχι. Ο στομαχόπονος φταίει που 


MIXALOPOULOU_POLYXROMH_Final_Layout 1 05/03/2014 3:25 ΜΜ Page 35

ΟΠΩΣ ΣΠΑΜΕ ΕΝΑ ΔΑΧΤΥΛΟ

δεν αποφασίζω να συγυρίσω αυτό το αχούρι. Έχω κουβαριαστεί στο στρώμα και κοιτάζω το δωμάτιο πλάγια. Κοντεύω να πιστέψω ότι το παράθυρο είναι στο πάτωμα και η απέναντι πολυκατοικία βουλιάζει σε μια καταπακτή. Νομίζω πως θα κοιμηθώ. Ακούω κορναρίσματα από το δρόμο και νιώθω σιγουριά. Δεν είμαι μόνη μου. Οι άνθρωποι που βρίζονται αυτή τη στιγμή κάτω απ’ το μπαλκόνι μπορούν να με σώσουν. Στρώνω τα τσαλακωμένα μου σεντόνια κι αφήνω τη μουσική να παίζει. Ο Λέοναρντ Κοέν με νανουρίζει: «Όλα τα διαστημόπλοια σκαρφαλώνουν στον ουρανό, τα ιερά βιβλία είναι ορθάνοιχτα, οι γιατροί δουλεύουν μέρα νύχτα, αλλά δε θα βρουν ποτέ θεραπεία για την αγάπη». Σε κάνει να πιστεύεις πως αυτή είναι η αλήθεια. Μέχρι να τελειώσει το τραγούδι. Μετά βγαίνει αληθινό το επόμενο τραγούδι και μετά το επόμενο. Αυτό θέλω κι εγώ. Να γράψω τραγούδια που θα κάνουν τους ανθρώπους να ελπίζουν. Δεν πειράζει αν μετά παρασυρθούν από τη ζωή τους και ξεχάσουν. Για λίγο, έστω για λίγο, θα μ’ ακούσουν προσεχτικά και δε θα τους νοιάζει πόσα δάχτυλα έχουν. Πόσα βάσανα. Αν είναι έξυπνοι ή μόνοι. Από το κεφάλι της βελόνας τους θα περάσει μια κλωστή που θα ράψει όλους τους φόβους.




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.