Βασίλης Παπαθεοδώρου - Ιπτάμενες σελίδες

Page 1

ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ_ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ_EIKONES_Final_Layout 1 13/05/2011 4:16 ΜΜ Page 5

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ

ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΥΛΟΥΜΠΑΣΗΣ

‫ﱝﱜﱛ‬

ΕΠΑΙΝΟΣ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΚΑΙ ΝΕΑΝΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ_ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ_EIKONES_Final_Layout 1 13/05/2011 4:16 ΜΜ Page 6

©

Copyright Βασίλης Παπαθεοδώρου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2011

Έτος 1ης έκδοσης: 2011 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης ΒέρνηςΠαρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5307-5


ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ_ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ_EIKONES_Final_Layout 1 13/05/2011 4:16 ΜΜ Page 7

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

«Τα σύννεφα είναι το μοναδικό πράγμα που μας ενώνει!» Αυτό ισχυρίζονταν με έμφαση, εδώ και πολλές γενιές, οι κάτοικοι της Βόρειας και της Νότιας Πανδυσίας, θέλοντας να τονίσουν την εχθρότητα και την αποξένωση μεταξύ των κρατών τους· δύο κρατών που κάποτε ήταν ένα, όπου όλα ήταν ειρηνικά και οι άνθρωποι ζούσαν μονοιασμένοι κι αγαπημένοι. Αλίμονο όμως, τα χρόνια εκείνα είχαν πια ξεχαστεί και το μόνο κοινό που είχαν πια μεταξύ τους ήταν τα σύννεφα, που ταξίδευαν ανενόχλητα από τη μια χώρα στην άλλη κρύβοντας τον ήλιο και φέρνοντας μια βαριά γκριζάδα και μια ατελείωτη βροχή, σπέρνοντας την απαισιοδοξία, τη μιζέρια και –γιατί όχι;– την εμπάθεια μεταξύ των Πανδυσιανών, Βόρειων και Νότιων. Και όσο η σκόνη και η λάσπη λέρωναν, εκτός από τους δρόμους, και τις καρδιές των ανθρώπων, τόσο αυτοί κατηγορούσαν τους γείτονές τους για όλα τα άσχημα και τα κακά που τους είχαν βρει ή που θα τους έβρισκαν. 


ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ_ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ_EIKONES_Final_Layout 1 13/05/2011 4:16 ΜΜ Page 8

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Αν μιλούσαν όμως τα σύννεφα, θα μαρτυρούσαν ότι δεν ήταν μόνο αυτά που ένωναν τους δυο λαούς. Στην πραγματικότητα, τους ένωναν τα πάντα, ενώ δεν τους χώριζε σχεδόν τίποτα. Αυτό βέβαια ήταν κάτι που κανείς δεν το ομολογούσε, κανείς δεν ήθελε να το δει και, με την πάροδο των χρόνων, κανείς δεν το πίστευε πια. Τους ένωνε καταρχήν η λατρεία για τον ιδρυτή του κράτους, τον Μέγα Πανδυσέα, τον ελευθερωτή Πανδυσέα, τον αγωνιστή Πανδυσέα. Το άγαλμά του δέσποζε και στις δύο πρωτεύουσες, δείχνοντας προς τη Δύση. Η αγέρωχη και αποφασιστική μορφή του, σκαλισμένη σε μάρμαρο ή σε μπρούντζο, γινόταν κάθε μέρα αντικείμενο προσκυνήματος για τους απλούς ανθρώπους, για τα σχολεία, για τις Αρχές. Στεφάνια κατατίθεντο στη βάση κάθε αγάλματος, αγήματα απέδιδαν τιμές, η φωτογραφία του μνημείου βρισκόταν σχεδόν σε κάθε σπίτι και κάθε μαγαζί της επικράτειας, βόρειας ή νότιας, σαν φυλαχτό, σαν τον άγιο προστάτη που θα έφερνε την καλοτυχία σε οποιαδήποτε οικογένεια. Ο Πανδυσέας έδειχνε το δρόμο. Τι κι αν αυτός ο δρόμος ήταν μια μίζερη λεωφόρος, κάτι σκονισμένα, χωμάτινα δρομάκια, κάποια ανήλιαγα στενά; Ο Μέγας Ιδρυτής εστίαζε στο όραμά του, κατεύθυνε τις συνειδήσεις και τις ελπίδες. Αν ρωτούσε κανείς οποιονδήποτε κάτοικο οποιασδήποτε Πανδυσίας από τις δύο, τότε εκείνος θα απαντούσε στερεότυπα αυτό που του είχαν μάθει στο σχολείο, στην εκκλησία, στις ειδήσεις, στην οικογένεια: ο Πανδυσέας ήταν ο ιδρυτής της δικής του 


ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ_ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ_EIKONES_Final_Layout 1 13/05/2011 4:16 ΜΜ Page 9

ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

Πανδυσίας, η άλλη χώρα απλά πρόδωσε και αποσχίσθηκε από τα ιδανικά και τους αγώνες του ηρωικού άντρα. Η άλλη χώρα έπρεπε να μην υπάρχει, έπρεπε να εξαφανιστεί, ήταν όλοι προδότες, όλοι... Για να αποδειχθούν άξιοι απόγονοι του ιδρυτή τους, οι κάτοικοι των δύο χωρών και οι ηγεσίες τους είχαν αποδυθεί σε έναν αγώνα «προόδου» και «ευμάρειας». Πανύψηλες, γκρίζες πολυκατοικίες στοιβαγμένες η μια δίπλα στην άλλη, άσχημες τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, αυτοκίνητα –παλιά τα περισσότερα– των οποίων οι εξατμίσεις ρύπαιναν το ήδη βρόμικο περιβάλλον, μανία κατανάλωσης άχρηστων προϊόντων, τηλεοπτικοί σταθμοί που πρόβαλλαν διαφημίσεις και σαπουνόπερες, φτηνά θεάματα για το λαό... έτσι περνούσαν τα χρόνια και στα δύο κράτη, με το καθένα να πιστεύει ότι προοδεύει, ότι υπερέχει έναντι του ανταγωνιστή του κι ότι είναι ο μοναδικός άξιος κληρονόμος και υπερασπιστής των ιδανικών του Μέγα Ιδρυτή. Ενός ιδρυτή για τον οποίο στην ουσία κανείς δε γνώριζε το παραμικρό, γιατί κυκλοφορούσαν τόσες ιστορίες για τη ζωή και τους αγώνες του, που τελικά ήταν αδύνατον να ξεχωρίσει κάποιος την αλήθεια από την υπερβολή, το μύθο και το ψέμα από την πραγματικότητα. Κανείς όμως δε νοιαζόταν να μάθει την αλήθεια... Γιατί κανείς δεν την έψαχνε... Ή ίσως γιατί τη φοβόταν...


ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ_ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ_EIKONES_Final_Layout 1 13/05/2011 4:16 ΜΜ Page 10




ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ_ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ_EIKONES_Final_Layout 1 13/05/2011 4:16 ΜΜ Page 11

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Η

ΜΠΙΑΝΚΑ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΠΑΕΙ ΠΟΤΕ ΣΧΟΛΕΙΟ, ΑΝ ΚΑΙ

θα έπρεπε, λόγω της ηλικίας της, να το είχε κάνει εδώ και χρόνια. Δεν ήξερε τι σημαίνει διάλειμμα, συμμαθητές, διαγώνισμα, δάσκαλος. Δε γνώριζε τίποτε από μαθηματικές πράξεις, από συντακτικά φαινόμενα, από Ιστορία. Η Μπιάνκα ήταν δυστυχισμένη που δεν της είχε δοθεί η ευκαιρία να κάνει ό,τι και τα άλλα παιδιά της ηλικίας της. Ίσως να έφταιγε το γεγονός ότι δεν είχε κανέναν στον κόσμο που να νοιάζεται και να ενδιαφέρεται γι’ αυτήν. Ο πιο κοντινός της άνθρωπος ήταν ο «θείος» της, ο Τζουζέπε, που την έδερνε, την εκμεταλλευόταν και την κακοποιούσε με την παραμικρή αφορμή, χωρίς να υπάρχει προφανής αιτία, έτσι απλά γιατί είχε πιει λίγο παραπάνω ή γιατί του ’κανε κέφι. Ενδεχομένως πάλι να έφταιγε και το γεγονός ότι η Μπιάνκα ανήκε την κατηγορία των ανθρώπων δίχως σπίτι, που γυρνούν από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό, στήνοντας τους πάγκους τους στις κεντρικές πλατείες και που


ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ_ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ_EIKONES_Final_Layout 1 13/05/2011 4:16 ΜΜ Page 12

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

λώντας την πραμάτειά τους για να εξοικονομήσουν τα προς το ζην, και οι οποίοι δεν έχουν την πολυτέλεια να στεριώσουν κάπου, να νιώσουν ότι ο τόπος τούς ανήκει, να ηρεμήσουν. Μπορεί βέβαια και να μην τα θέλουν όλα αυτά... Η Λευκή –ο θείος της την αποκαλούσε «Μπιάνκα», για να ακούγεται πιο εξωτικό– ήταν ένα όμορφο κορίτσι, αρκετά αναπτυγμένο για την ηλικία του, με κατάμαυρα μαλλιά και μάτια που, ανάλογα με το φωτισμό, έπαιρναν διάφορες αποχρώσεις, από το ανοιχτό γκρι μέχρι το βαθύ μπλε. Μερικοί την αποκαλούσαν και «μάγισσα», έτσι μαγικά που άλλαζε χρώμα το βλέμμα της. Της ίδιας δεν της πολυάρεσε αυτός ο χαρακτηρισμός, βαθιά όμως μέσα της αισθανόταν ότι ίσως είχε κάτι μαγικό. Η μεγάλη της αγάπη και παρηγοριά ήταν το διάβασμα, μια πολυτέλεια που είχε κερδίσει ολομόναχη, με πολύ κόπο και πείσμα, αφού το σχολείο μόνο να το ονειρευτεί μπορούσε. Αναγνωστικά της ήταν αρχικά οι πινακίδες στους δρόμους κι αργότερα παλιά περιοδικά, εφημερίδες και βιβλία που έβρισκε εδώ κι εκεί. Σύντομα κατάλαβε ότι η γνώση είναι ένα πανίσχυρο όπλο, ένα ανεκτίμητο δώρο που θα μπορούσε να της αλλάξει τη ζωή. Έμαθε να παρατηρεί και να εξετάζει βαθύτερα όσα συνέβαιναν γύρω της, να τα αμφισβητεί, να τα ψάχνει και να διαμορφώνει τη δική της γνώμη. Στα παζάρια και στις λαϊκές αγορές όπου δούλευε ήταν ίσως η μόνη που διάβαζε στις ελεύθερες ώρες της –και δεν ήταν πολλές αυτές– δημιουργώ


ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ_ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ_EIKONES_Final_Layout 1 13/05/2011 4:16 ΜΜ Page 13

ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

ντας μια αλλόκοτη εικόνα, λες και ήταν από άλλο κόσμο. Πολλές φορές, παρακολουθώντας τις λιτανείες και τις περιφορές των εικόνων με τη μορφή του Πανδυσέα, όπου ήταν αναγκασμένη να πουλά φυλαχτά με κάποια τρίχα του ή κάποιο κόκαλό του, και βλέποντας τους ανθρώπους της διαιρεμένης Πανδυσίας να μισούν και να αντιμάχονται ο ένας τον άλλον, βυθιζόταν στις σκέψεις της και στα όνειρά της και αναλογιζόταν πως ίσως της είχε βγει και σε καλό που δεν είχε πάει σχολείο. Κυκλοφορώντας στις κεντρικές αγορές, ανάμεσα στον κόσμο, είχε μάθει να αντιλαμβάνεται τα προβλήματα και τις σκέψεις των ανθρώπων, να διαισθάνεται τους φόβους και τα όνειρά τους, κάτι που δε θα το μάθαινε σε καμία τάξη. Και αυτό την παρηγορούσε κάπως. «Τσακίσου κι έλα εδώ επιτέλους, έχει έρθει κόσμος, δε βλέπεις;» Η Μπιάνκα άφησε το βιβλίο της στην άκρη και τα όνειρά της ζωντανά στη σκέψη της και βγήκε μπροστά από τον πάγκο να διαλαλήσει την πραμάτεια: κομπολόγια και ρολόγια, εικόνες από ιστορικές μάχες και μετάλλια, CD με εμβατήρια, αλλά και ηλεκτρονικά παιχνίδια, φτηνά εξαρτήματα για κάθε μηχανή, βελόνες και κλωστές. Μια τεράστια ποικιλία από άσχετα μεταξύ τους πράγματα, από φανταχτερά είδη που θα τραβούσαν την προσοχή του πελάτη, άλλα χρήσιμα, τα περισσότερα άχρηστα. «Άι στο διάολο, κουνήσου λίγο παραπάνω, όλοι πάνε παραδίπλα». 


ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ_ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ_EIKONES_Final_Layout 1 13/05/2011 4:16 ΜΜ Page 14

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Ο Τζουζέπε, αν και ξεμέθυστος (ήταν πρωί ακόμα και δεν είχε προλάβει να πιει παρά δυο τρία ποτηράκια κρασί), είχε τα νεύρα του. Πάντα ήταν απαίσιος μαζί της, ακόμα κι όταν την καλόπιανε, και τη χάιδευε, και της άγγιζε τα μαλλιά, και τη μύριζε. Ο Τζουζέπε ήταν ελεεινός και γλοιώδης ακόμα κι όταν προσπαθούσε να κάνει τον ευγενικό. Για να κάνει τη δουλειά του, έγλειφε τους πάντες: την αστυνομία, τους υπαλλήλους του δήμου, τους πελάτες... και βέβαια το γερο-Μαξ, τον ηλικιωμένο αστυνομικό, που περιδιάβαινε την κεντρική πλατεία πιο πολύ για να θεωρούν οι κάτοικοι ότι υπάρχει ασφάλεια, παρά για να την προσφέρει. Ο Τζουζέπε ήταν ένας κακός άνθρωπος. Η Μπιάνκα τον σιχαινόταν, αλλά δεν είχε πού αλλού να πάει. Την είχε περιμαζέψει από μωρό, ίσως για τους δικούς του λόγους και όχι τόσο από φιλανθρωπία. Τον σιχαινόταν αλλά και τον λυπόταν. Αλήθεια, πώς είναι δυνατόν να συμβαδίζουν αυτά τα δύο συναισθήματα; «Δεσποινίς, μπορείτε να μας εξυπηρετήσετε;» Η Μπιάνκα γύρισε ξαφνιασμένη κι αντίκρισε ένα σχετικά νεαρό ζευγάρι, δυο ωραίους, καθαρούς και καλοβαλμένους ανθρώπους που της χαμογελούσαν. Αβίαστα άφησε κι αυτή ένα χαμόγελο να της ξεφύγει. Ήταν η πρώτη φορά που την αποκαλούσαν «δεσποινίδα», που της μιλούσαν στον πληθυντικό και δεν την ειρωνεύονταν. Γιατί η Μπιάνκα ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει ειρωνεία, και σαρκασμός, και κοροϊδία. 


ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ_ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ_EIKONES_Final_Layout 1 13/05/2011 4:16 ΜΜ Page 15

ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

Το ζευγάρι την κοιτούσε φιλικά. Ούτε ίχνος περιφρόνησης, απέχθειας ή έκπληξης για το περίεργο χρώμα των ματιών της, τα κατάμαυρα μαλλιά και τη σκούρα επιδερμίδα της. Κι αυτό της άρεσε της Λευκής. «Εεε, μάλιστα! Τι θα θέλατε;» Έσπευσε να τους πλησιάσει και να απλώσει στον πάγκο ένα σωρό από μικροαντικείμενα. «Έχουμε πολύ ωραία φυλαχτά, κορνίζες, παιχνίδια...» «Θα μας ενδιέφερε να αγοράσουμε ένα βιβλίο. Σε είδαμε προηγουμένως που διάβαζες και–» συνέχισε στο ίδιο φιλικό ύφος η γυναίκα. «Κι επειδή δεν είναι και πολλοί αυτοί που διαβάζουν σήμερα», τη διέκοψε ευγενικά ο άντρας της, «κανένας δηλαδή, σκεφτήκαμε ότι θα είχες κάτι καλό να προτείνεις για το γιο μας, που είναι περίπου στην ηλικία σου». Βιβλίο; Ήρθαν πελάτες που γύρευαν να αγοράσουν βιβλίο; Αυτό κι αν ήταν έκπληξη. Η Μπιάνκα προθυμοποιήθηκε να πάει πίσω να ψάξει για παλιά βιβλία, αλλά ένιωσε ένα χέρι να τη γραπώνει. «Μα γιατί δε δείχνεις στους κυρίους τι ωραία πράγματα έχουμε εδώ;» χαμογέλασε ψεύτικα, αλλά με οργισμένο ύφος ο Τζουζέπε, αφήνοντας να φανούν τα λειψά του δόντια. «Θα πάρουμε κι από αυτά», είπε η κυρία βγάζοντας το πορτοφόλι της, «αρκεί να αφήσετε το κορίτσι να μας δείξει κάποια βιβλία». Ο Τζουζέπε οπισθοχώρησε στη θέα του πορτοφολιού, 


ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ_ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ_EIKONES_Final_Layout 1 13/05/2011 4:16 ΜΜ Page 16

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

σεβόμενος το κέρδος που θα είχε σε λίγη ώρα και φοβούμενος μη χάσει τους πελάτες, που τους έβλεπε να επιμένουν. Στο κάτω κάτω της γραφής τι τον ένοιαζε αυτόν αν έπαιρναν και κάποιο από τα σαβουροβιβλία που κουβαλούσε όλη την ώρα μαζί του; Χώρο του έπιαναν και τίποτα δεν του πρόσφεραν. «Θα σας δείξω όποιο βιβλίο θέλετε, αρκεί να με αφήσετε να σας δανείσω αυτό εδώ», είπε χαρούμενα η Μπιάνκα και τους έδειξε το βιβλίο που διάβαζε προηγουμένως. «Έχει κάτι το μαγικό. Ποτέ δεν έχω καταφέρει να το τελειώσω. Όμως το παράξενο είναι ότι κάθε φορά αλλάζει η ιστορία, κάθε φορά μού φαίνεται ότι μιλάει για μένα και για το τι πρόκειται να μου συμβεί». Σταμάτησε φοβούμενη μήπως το ευγενικό ζευγάρι αρχίσει να την ειρωνεύεται, μήπως τη θεωρήσει τρελή, μήπως τη θεωρήσει μάγισσα. Και δε θα ήταν και οι πρώτοι, ούτε θα είχαν άδικο. Ωστόσο και οι δυο την κοιτούσαν με ενδιαφέρον, με αληθινό ενδιαφέρον. «Και τι συμβαίνει τελικά;» ρώτησε ο άντρας. «Τίποτα, απολύτως τίποτα», απάντησε απογοητευμένη η Μπιάνκα. «Κάθε φορά διαβάζω ότι πρόκειται να δώσω το βιβλίο σε κάποιον και μετά από πολλές περιπλανήσεις, σε πολλά χέρια, θα μάθω τελικά την αλήθεια, θα μάθουμε όλοι την αλήθεια και θα γίνουμε ευτυχισμένοι». Η Μπιάνκα κόμπιασε. «Το έχω δανείσει σε πολλούς, αλλά μου το έχουν επιστρέψει όλοι αδιάβαστο, σε όλες τις πόλεις και τα χωριά που έχω πάει. Κι έτσι δεν έχει αλ


ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ_ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ_EIKONES_Final_Layout 1 13/05/2011 4:16 ΜΜ Page 17

ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ

λάξει τίποτα... Ίσως τελικά να μην είναι γραφτό να μάθουμε την αλήθεια». «Ή ίσως αυτοί στους οποίους έδωσες το βιβλίο να μην ήταν οι σωστοί άνθρωποι, να μην ήθελαν να το πάρουν», είπε αινιγματικά η γυναίκα, τη στιγμή που πλησίαζε ο Τζουζέπε, εμφανώς οργισμένος με αυτά που γίνονταν. «Συγχωρήστε την! Είναι λίγο τρελή, μη δίνετε σημασία στα λόγια της, γιατί...» άρχισε να ωρύεται ο Τζουζέπε, αλλά η γυναίκα του έδωσε ένα χαρτονόμισμα και, παίρνοντας μερικά μπιχλιμπίδια και το βιβλίο, απομακρύνθηκε βιαστικά με τον άντρα της. «Ίσως εμείς να είμαστε οι σωστοί!» φώναξε από μακριά στην Μπιάνκα, και η κοπέλα έσκασε ένα τεράστιο χαμόγελο, γιατί για πρώτη φορά στη ζωή της γνώριζε ανθρώπους που την καταλάβαιναν...



ο


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.