ΜΠΑΡΜΠΙΚΑΣ sel._Layout 1 19/05/2010 6:25 ΜΜ Page 15
Πρόλογος του ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΚΑΣΔΑΓΛΗ
«Ε, με το που ανεβαίνει, καρφώνει μια πρώτη, το σηκώνει και φεύγει μες στη νύχτα. Βλέπαμε το φανάρι να φέγγει στον ουρανό σαν αντιαεροπορικό, πάει, πάει, στρίβει πάντα με σούζα, μου το φέρνει πίσω, όρθιο το μηχανάκι κι ο Ντάφυ με το αριστερό πόδι να γυρνάει την μπροστινή ρόδα». Κάπως έτσι ξεκίνησα κι εγώ να διαβάζω τους Μηχανόβιους του Κώστα Ζαχαρόπουλου και του Ηλία Μπαρμπίκα: κάρφωσα με το καλημέρα την πρώτη, το σήκωσα κι έφυγα μες στη νύχτα. Το φανάρι έφεγγε και πάλι στον ουρανό, πήγαινα, πήγαινα, έστριψα πάντα με σούζα κι έφτασα απνευστί μέχρι την τελευταία σελίδα, όπως ο Ντάφυ, με το αριστερό μου πόδι να γυρνάει την μπροστινή ρόδα. Τελειώνοντας το διάβασμα, θέλησα να καταλάβω τι κάνει αυτές τις ιστορίες ξεχωριστές, πέρα από την αυτονόητη γοητεία της μηχανής, τον άνεμο που χτυπάει το πρόσωπό σου, την εμπειρία της κίνησης σε δυο τροχούς, την ασταθή ισορροπία, το πλάγιασμα στη στροφή, την ταχύτητα, το δρόμο, τη φυγή. Όλ’ αυτά είναι δεδομένα, φυσικά, αλλά γράφοντάς τα έπεσα αμέσως στα κλισέ – είναι δύσκολο να γράψεις γι’ αυτά τα πράγματα χωρίς να πέσεις στη λακκούβα, ακριβώς όπως ο αναβάτης της μηχανής βλέπει ολόκληρο δρόμο μπροστά του, κατά βάσιν επίπεδο και ελεύθερο, αλλά πάνω στη λακκούβα, στην παγίδα της κοινοτοπίας, θα πάει
ΜΠΑΡΜΠΙΚΑΣ sel._Layout 1 19/05/2010 6:25 ΜΜ Page 16
κατά κανόνα να πέσει. Θέλω να πω, δηλαδή, ότι η δουλειά μπορεί να φαινόταν εύκολη, αλλά δεν ήταν. Τι έχουν λοιπόν αυτές οι ιστορίες ώστε τους άξιζε να υπερβούν το όριο της προφορικότητας και να γίνουν γραπτό, διήγημα, κι έπειτα –όλες μαζί– ολόκληρο βιβλίο; Είναι, νομίζω, το αρχικό κόνσεπτ –η μηχανή, ο μηχανόβιος, η αλητεία–, το οποίο υπηρετείται με συνέπεια από την αρχή μέχρι το τέλος χάρη στην τεχνική, στο στυλ και πάνω απ’ όλα στη γλώσσα. Οι ήρωές του δεν έχουν τίποτα από το στυλιζάρισμα των πρωταγωνιστών του Ξένοιαστου καβαλάρη, μια προκαθορισμένη μαγκιά, μια δεδομένη άνεση, τη μανιέρα του μοντέρνου αντιήρωα που καβαλάει τη μηχανή του σαν προέκταση του πέους του αλλά δεν το δείχνει, καθώς, παρά τη βία που υπαινίσσεται συνεχώς η παρουσία του, θεωρεί εαυτόν εναλλακτικό και ειρηνιστή. Εδώ η μαγκιά είναι υπόγεια και συχνά αμφισβητήσιμη, η ευφυΐα εναλλάσσεται με την κουτοπονηριά και η αντεξουσιαστική πρόθεση με τη λούφα μπροστά στα όργανα της εξουσίας. Οι χύμες –δηλαδή τα πεσίματα– είναι μάλλον συχνότερες από τις περίτεχνες και επιτυχημένες ενέργειες του αναβάτη ή από τις νίκες του πάνω στην κόντρα. Κι όσο για τις κλοπές, πρόκειται για έναν κόσμο όπου τη μια μέρα μπορεί να είσαι θύτης και την άλλη θύμα, καμιά φορά μάλιστα συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα – βάζεις κάποιον να σου κλέψει μια μηχανή να την κάνεις ανταλλακτικά για τη δικιά σου, αλλά εκείνος, απ’ όλες τις μηχανές του κόσμου, πάει και κλέβει ακριβώς τη δικιά σου και σου τη φέρνει το βράδυ πεσκέσι, δίπλα στο συνοικιακό νεκροταφείο. Συμβαίνουν κι άλλες τέτοιες συμπτώσεις, που κάποιος κακοπροαίρετος θα απέδιδε στην αυθαιρεσία του προφορικού λόγου μιας ορισμένης συνομοταξίας περιθωριακών, θα μπορούσαν όμως κάλλιστα να αποδοθούν και στο γεγονός ότι οι μηχανόβιοι, αν και αρκετοί στον αριθμό, είναι εντέλει μια κλειστή, εσωστρεφής κοινότητα. Ειδικά τη δεκαετία του ’80, κατά τη διάρκεια της οποίας
ΜΠΑΡΜΠΙΚΑΣ sel._Layout 1 19/05/2010 6:25 ΜΜ Page 17
εκτυλίσσονται οι περισσότερες ιστορίες του βιβλίου, όταν τη μηχανή την αποκτούσες ακόμα με κόπο και δε σου την παραχωρούσαν οι δικοί σου έτοιμη στο πιάτο, ολοκαίνουργια και με όλα τα αξεσουάρ. Ο κανόνας της προφορικότητας είναι το άλλο μεγάλο εύρημα που αξιοποιήθηκε στο έπακρο. Η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι αφηγητές παρουσιάζει πολλά κοινά χαρακτηριστικά, είτε μιλάει ιδιοκτήτης συνεργείου είτε... περιβαλλοντολόγος. Εκτός από τους ιδιωματισμούς που έχουν σχέση με την ίδια τη μηχανή (χύμα, σαβούρδα, πειραγμένο, κάγκουρας), μετέρχονται μια αργκό παρόμοια με των φαντάρων, μονότονη και βλάσφημη αλλά παρ’ όλα αυτά ποιητική – και κυρίως εικονοποιητική, μια καθαρά «αντρική» γλώσσα, όπου η προσφώνηση «ρε μαλάκα» κατά κανόνα χρησιμοποιείται με την καλή έννοια. Εδώ όμως καλό είναι να σταθούμε λίγο. Είναι λογοτεχνία αυτό το πράγμα, να παίρνεις ένα μαγνητοφωνάκι και να καταγράφεις ό,τι σου λέει ο άλλος; Το σημείο-κλειδί είναι ότι ο «άλλος» δε σου λέει κάτι από μόνος του. Εσύ συνέλαβες το κόνσεπτ του βιβλίου, εσύ τον διάλεξες, εσύ του έδωσες το έναυσμα, τον καθοδήγησες να θυμηθεί ένα από τα χιλιάδες περιστατικά που του έχουν συμβεί, εσύ κάνεις τις ερωτήσεις κι εκείνος απλώς σου απαντάει. Αυτός είναι ο πομπός, αλλά εσύ είσαι το ηχείο. Και όχι μόνο το ηχείο, αλλά και η κονσόλα όπου μιξάρονται οι φωνές και ρυθμίζονται οι δοσολογίες, η ένταση, τα μπάσα και τα πρίμα, οι παύσεις, τα ηχοχρώματα. Δε θέλω να πω μ’ αυτό ότι ο Μπαρμπίκας και ο Ζαχαρόπουλος πήραν την πρώτη ύλη και την καλλώπισαν, την έβαλαν σε καλούπια και την έφεραν στα μέτρα της αρχικής τους ιδέας εξωραΐζοντας ή παραχαράσσοντάς την. Ίσα ίσα, η τέχνη εδώ είναι να σεβαστείς τη γλώσσα, απαλλάσσοντας ως ένα σημείο την καθαρότητα του μετάλλου της από τα «χώματα» της προχειρολογίας, των σαρδάμ, 2_
Oι μηχανόβιοι
ΜΠΑΡΜΠΙΚΑΣ sel._Layout 1 19/05/2010 6:25 ΜΜ Page 18
των επαναλήψεων και των ασημαντολογιών που παρακολουθούν τον προφορικό λόγο, να τηρήσεις τις ισορροπίες του, να αναδείξεις την ιδιαίτερη υφή του, τον πυρήνα της ειλικρίνειας που κουβαλάει. Ένα δημοσιογραφικό ρητό λέει ότι η έκβαση μιας συνέντευξης δεν εξαρτάται απ’ αυτόν που τη δίνει αλλά απ’ αυτόν που την παίρνει. Εδώ όμως έχουμε κάτι παραπάνω. Δεν πρόκειται για ένα απλό ρεπορτάζ, αλλά για μια μεγάλη σπονδυλωτή αφήγηση που συνθέτει την πρώτη ύλη και την οδηγεί σε μια νέα γενίκευση, ποιοτικά διαφορετική. Η διήγηση ενός ανθρώπου μπορεί να είναι καλή, μέτρια ή κακή, συναρπαστική ή αδιάφορη, λιτή ή πολύπλοκη, τραχιά ή εκλεπτυσμένη. Ο Ηλίας και ο Κώστας προεξέτειναν αυτό το υλικό και το ανακύκλωσαν με λογοτεχνικά εργαλεία, μ’ έναν τρόπο που θυμίζει παρόμοιες στιγμές φιλτραρισμένες με τον τρόπο του Νίκου Νικολαΐδη στον Οργισμένο Βαλκάνιο – ύμνος κι εκείνο το βιβλίο στη μηχανή και στον μηχανόβιο. Η αντιπαράθεση των πρωταγωνιστών με τις δυνάμεις καταστολής είναι δεδομένη. Κατά κανόνα, ωστόσο, δεν προκύπτει από μια ανάλυση βάσει της οποίας κατατίθενται τα κοινωνικά μέτωπα και οι επιμέρους επιδιώξεις των αντιμαχομένων ώστε να εξασφαλιστεί η κοινωνική νομιμοποίηση της αντιπαλότητας. Πίσω απ’ αυτή την προκλητικότητα δε βρίσκεται εν προκειμένω το δίκαιο του σκοπού αλλά η αυτοπεποίθηση – η εμπιστοσύνη στις δυνατότητες της μηχανής και στη δεξιότητα του αναβάτη. Είναι χαρακτηριστικό ένα ανέκδοτο των μηχανόβιων που μου διηγήθηκε ο Ηλίας: Σταματάνε κάποιον οι μπάτσοι για έλεγχο. Του ζητάνε δίπλωμα, απαντάει «Δεν έχω». Του ζητάνε άδεια κυκλοφορίας, απαντάει «Δεν έχω». Του ζητάνε ασφάλεια, απαντάει «Δεν έχω». «Ε, τότε τι έχεις τέλος πάντων;» «Έχω μια πρώτη που γαμάει...» Σ’ αυτές τις μικρές ιστορίες υπάρχουν επίσης μαρτυρίες-ντοκουμέντα μη καταγεγραμμένων ακόμα πτυχών της μεταπολιτευτικής ελληνικής πραγματικότητας (κώδικες επικοινωνίας με τα
ΜΠΑΡΜΠΙΚΑΣ sel._Layout 1 19/05/2010 6:25 ΜΜ Page 19
κλεφτρόνια, διακίνηση φούντας στο Ζεφύρι, μίζες σε υπαλλήλους του Υπουργείου Συγκοινωνιών, συναγελασμός με τους ξένους τουρίστες στην Ελλάδα αλλά και τουριστικές εμπειρίες Ελλήνων στη βαλκανική ενδοχώρα), που παραπέμπουν ευθέως στις ευαισθησίες του Ηλία Πετρόπουλου και στην κοφτερή ματιά του. Τον Ηλία και τον Κώστα τους ξέρω από νέα παιδιά, από τον καιρό που δεν είχαν αποκτήσει ακόμα την πρώτη τους μηχανή γιατί δεν είχαν πιάσει το όριο ηλικίας ή δεν είχαν τα λεφτά να αγοράσουν μία, έστω και μεταχειρισμένη. Στον έναν μάλιστα έτυχε να μεταπωλήσω το πρώτο μου μηχανάκι. Τους έχω δει με μηχανές μικρές, και αργότερα μεγαλύτερες. Κάποια στιγμή εγώ εγκατέλειψα το άθλημα κι έγινα γιωταχής, εξαιτίας της ηλικίας και μιας φοβίας που συνεχώς γιγαντωνόταν, αλλά και χάρη στα κλεφτρόνια, που μου βούτηξαν μία, δύο, τρεις φορές το καρμπιρατέρ, ώσπου αγανάκτησα και την πούλησα τη μηχανή. Ενώ εκείνοι συνέχισαν, γράφοντας χιλιάδες χιλιόμετρα στα κοντέρ τους, κυκλοφορώντας μέσα στη βροχή το χειμώνα ή κάνοντας ταξίδια μακρινά το καλοκαίρι, αναζητώντας ιαματικές πηγές για το προηγούμενο βιβλίο τους, ταξιδιάρικο κι αυτό, Τα λουτρά της Ελλάδας, όπου έβγαλαν στην επιφάνεια και ανέδειξαν έναν ολόκληρο μυστικό κόσμο, δικτυωμένο σε όλες τις άκρες της ελληνικής επικράτειας. Επόμενο ήταν στην τρίτη συγγραφική τους προσπάθεια (μεσολάβησε το Βιβλίο της μαστίχας) να συλλάβουν μια καινούργια ταξιδιάρικη ιδέα, να αναζητήσουν τις πηγές, να μιλήσουν μαζί τους και τελικά να γράψουν, με το χαρακτηριστικό τους χιούμορ και μ’ αυτό το μείγμα αγάπης και τρυφερής ειρωνείας, μικρές ιαματικές ιστορίες για τους μηχανόβιους και τις μηχανές, για το δρόμο και την ανοιχτωσιά, δηλαδή για την ελευθερία. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΣΔΑΓΛΗΣ
∆ڛηϷ ∫ÔÚÈÓı›·˜, 4 ª·ÚÙ›Ô˘ 2010
ΜΠΑΡΜΠΙΚΑΣ sel._Layout 1 19/05/2010 6:25 ΜΜ Page 20
ΜΠΑΡΜΠΙΚΑΣ sel._Layout 1 19/05/2010 6:25 ΜΜ Page 21
Πάθος
s Ο φίλος μου ο Μιχάλης ο Σταγκονάκης, μέγας μηχανόβιος, είχε εφεύρει το ρήμα μοτοσυκλετώ. Σημαίνει να κάνεις βόλτα με τη μηχανή. Όχι απλά να πάρεις τη μηχανή και να πας για δουλειά ή ταξίδι, αλλά να την πάρεις για τη χαρά της οδήγησης. Αυτός, όταν έβγαινε για τσιγάρα, πήγαινε στο πιο μακρινό περίπτερο, για να μοτοσυκλετήσει περισσότερο. γιωργοσ μανδρεκασ μουσικός, Χολαργός
ΜΠΑΡΜΠΙΚΑΣ sel._Layout 1 19/05/2010 6:25 ΜΜ Page 22
ΜΠΑΡΜΠΙΚΑΣ sel._Layout 1 19/05/2010 6:25 ΜΜ Page 23
Η αρχιδοβαστάχτρα Γιωργος Πιερρaκος έμπορος μοτοσυκλετών, Άλιμος
Αυτή την BSA τη βλέπεις; Όταν ήμουνα πιτσιρικάς, είχε ο θείος μου μια BSA με καλάθι κι έκανε μεταφορές. Τότε ήτανε η εποχή που όσοι κάνανε μεταφορές παρατούσαν τις BSA και αγόραζαν εκείνα τα τρίκυκλα τα πράσινα, αν θυμάσαι. Έτσι κι ο θείος μου πήρε τρίκυκλο και παράτησε την BSA στην αυλή του για αρκετά χρόνια. Εγώ την είχα πάντα μεγάλη καψούρα αυτή τη μηχανή κι όταν μεγάλωσα λίγο, πήρα έξι δραχμές βενζίνη, ένα γαλόνι, τη βάζω στο ρεζερβουάρ κι αρχίζω μανιβελιές. Μπαπ! να μου βαράει ανάποδες, δυο ώρες παιδευόμουνα. Τελικά κάνει ένα παφ και σκάει. Χαρά εγώ το πώς δούλευε, έβλεπα τις σκουριές να φεύγουν από τον μαντεμένιο κύλινδρο, με το που ζέστανε το μαντεμάκι, έκανε τσικ-τσικ και τις πέταγε. Ανεβαίνω επάνω, το καλάθι δίπλα, ε; Ξεκινάω και στην πρώτη γωνία που στρίβω σπάει η αλυσίδα. Μπουρδέλο, τόσα χρόνια ακίνητη, τι να σου κάνει. Και την αφήνω εκεί. Καταλαβαίνει η θεία μου να λείπει η BSA από την αυλή, βγαίνει στο δρόμο, τη βλέπει εκεί που μου είχε μείνει. Τότε η γειτονιά είχε λίγες μονοκατοικίες και πολλά άχτιστα οικόπεδα... Φωνάζει επιτόπου τον παλιατζή και του την πουλάει τριάμισι χιλιάρικα για σίδερα, μπροστά μου. Κι έχω φάει μια στεναχώρια, το λέω κι ανατριχιάζω. Από τότε το είχα μεράκι με τις BSA, ώσπου βρήκα αυτήν εδώ. Είναι πολιτική BSA, δεν είναι πολεμική. Τα μηχανάκια τα πολι2
ΜΠΑΡΜΠΙΚΑΣ sel._Layout 1 19/05/2010 6:25 ΜΜ Page 24
τικά στην Αγγλία δεν τα φτιάχνανε τότε με φίλτρο αέρα, γιατί εκεί δεν έχουν πολλή σκόνη, έχουν παντού γκαζόν. Κάποιος Άγγλος ευγενής λοιπόν είχε αγοράσει αυτή την BSA το 1938, τη φόρτωσε σ’ ένα καράβι και πήγε στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια. Με το που φτάνει, την ξεφορτώνει, καβαλάει, ξεκινάει να φύγει και τι γίνεται; Κάνει εξακόσια μέτρα και από τη σκόνη την πολλή ακούγεται ένα φσουτ και τέλος. Έμεινε επιτόπου η μηχανή και πουλήθηκε σ’ έναν έμπορο απ’ το Κάιρο. Ξεκινάει ο πόλεμος, η BSA ξεχνιέται σε κάποια αποθήκη στο Κάιρο, και τελικά το 1961 στέλνεται με καράβι Ελλάδα, για να πουληθεί ως τρίκυκλο για μεταφορές. Έχει στα χαρτιά της γραμμένη με πένα την ημερομηνία που εκτελωνίστηκε, 1961. Και δίπλα γράφει «Βασίλειον της Ελλάδος». Άκου τώρα. Την αγοράζει ένας έμπορος από του Ψυρρή, αλλά τεζάρει πριν τη μεταπουλήσει και η BSA ξεμένει πάλι σε αποθήκη, για άλλα τριάντα χρόνια. Το 1995 που το Ψυρρή μόλις είχε αρχίσει να αναπτύσσεται, ένας ανιψιός του μακαρίτη ψάχνει να πουλήσει την αποθήκη. Πάει να την καθαρίσει και ξεσαβουριάζοντας την ανακαλύπτει. Είναι η εποχή που έχουν έρθει στη μόδα οι παλιές μηχανές, έβλεπες στο Κολωνάκι αρχαίες Μπεμβέ και Τράιομφ. Οι μάστορες κάνανε χοντρή αρπαχτή με τους μαλάκες αυτούς. Ο ανιψιός ο κόπανος, λοιπόν, την έχει δει να κυκλοφορεί με το αγγλικό το μηχανάκι. Όταν όμως επιχείρησε να το μαζέψει και πήγε ν’ ακουμπήσει μια βίδα, είδε πως ήτανε σε ίντσες. Πελάγωσε, τι ν’ ακουμπήσει και τι να φτιάξει; Κατάλαβε πως δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα, γεια σας. Και το παράτησε ο εγκληματίας το μηχανάκι έξω από το σπίτι του, δυο χρόνια να βρέχεται. Οπότε όπως περνάω μια μέρα από τον Νέο Κόσμο, το βλέπω. Λέω, μαλάκα, βλέπεις καλά; Χτυπάω κουδούνι, βγαίνει ο τύπος, του λέω «Θέλω αυτό το μηχανάκι». Μπαίνει στη μέση η γυναίκα του, αρχίζει να λέει «Ξέρετε, αυτό είναι μηχανάκι αξίας» και τέτοια. «Εκατό χιλιαρικάκια έχω εις δραχμάς», της λέω. Το πήρα. 2
ΜΠΑΡΜΠΙΚΑΣ sel._Layout 1 19/05/2010 6:25 ΜΜ Page 25
Πρόσεξέ με, είναι χωρίς χιλιόμετρα το μηχανάκι, καινούργιο, είναι κούτα. Είναι τόσο ορίτζιναλ, που ακόμα κι η λάμπα του είναι λούκας, η σέλα του είναι δερμάτινη βίντσι, η πλεξούδα του είναι καλωδίωση με πανί, οι φλάντζες από φελλό, τα λάστιχά του καουτσούκ από την Ινδία, η τσιμούχα στον άξονα της μανιβέλας από καννάβι! Κι έχει κι ένα δερμάτινο στρογγυλό φουσκωτό πράγμα, γεμισμένο με άχυρο, εκεί που ενώνεται η σέλα με το ρεζερβουάρ. Δεν ήξερα τι είναι, βρίσκω έναν παλιό, «Τι είναι αυτό;» τον ρωτάω, «Αρχιδοβαστάχτρα», μου λέει. Φαντάσου το μηχανάκι αυτό, χωρίς αναρτήσεις, σε χωματόδρομους, να πέφτει σε λακκούβες. Χωρίς την αρχιδοβαστάχτρα, θα τα ’σπαγες πάνω στο ρεζερβουάρ...
2
ΜΠΑΡΜΠΙΚΑΣ sel._Layout 1 19/05/2010 6:25 ΜΜ Page 26
Μήνας του μέλιτος ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΡΟΝΤΟΣ αστυνομικός, Καρδίτσα
Το πρώτο μηχανάκι που πήρα ήταν ένα Μπεμβέ R51. Ήμουνα τότε δεκαεννιά χρονών, έμενα στην Αθήνα και δούλευα σ’ ένα εργοστάσιο βιομηχανικός εργάτης. Πάω στον πατέρα μου, του λέω «Θα πάρω μηχανάκι πριν πάω φαντάρος». Με ρωτάει τι μηχανή θα πάρω, «Mπεμβέ», λέω. Ενθουσιάστηκε, ολόκληρο λογύδριο μού έβγαλε για τις Μπεμβέ. Του λέω «Μου λείπουν εκατό χιλιάδες». «Στ’ αρχίδια μου», μου λέει. Τι να κάνω, πιάνω δεύτερη δουλειά βράδυ, Λαχαναγορά. Κοιμόμουνα στο λεωφορείο Πειραιάς – Αγία Παρασκευή, δεν προλάβαινα να πάω σπίτι. Κατούρησα αίμα για να την πάρω. Την πόνεσα τη μηχανή αυτήν, την έχω ακόμα. Ό,τι μηχανάκια έβγαλα από ψιλοκομπινοδουλειές σκορπίσανε. Ό,τι μηχανάκι το πλήρωσα το πόνεσα. Μ’ αυτό το R51 γνώρισα τη γυναίκα μου, την κυρα-Ματίνα, το 1993. Τότε το μηχανάκι ήτανε χάλι: δεν είχε φως, είχε μόνο ένα φακό για να με βλέπουν να μη σκοτωθώ, η μπαταρία δε δούλευε, πάντα ήθελε σπρώξιμο για να πάρει μπροστά. Βγαίναμε στα μπαρ, πίναμε και μετά η κυρα-Ματίνα έσπρωχνε και τη μηχανή. Γκόμενα την είχα τότε. Εγώ για γάμους κι αρχίδια δεν είχα ποτέ σκοπό στη ζωή μου να κάνω τέτοια πράγματα. Πάω μια μέρα να πάρω κάτι φίλτρα από τον Παναγιωτόπουλο και βλέπω μια R80 να πουλιέται. Την καψουρεύτηκα. «Πόσο έχει αυτό, μάστορα;» λέω. «Εξακόσια χιλιάρικα». Εγώ είχα διακό2
ΜΠΑΡΜΠΙΚΑΣ sel._Layout 1 19/05/2010 6:25 ΜΜ Page 27
σια. Αν πούλαγα το δικό μου μηχανάκι, άντε να ’πιανε άλλα διακόσια, σύνολο τετρακόσια. Δε μου βγαίνανε. Ραντεβού το βράδυ με τη Ματίνα, εγώ δεν ήμουνα καλά. Το παίρνει χαμπάρι αυτή, μου λέει, «Τι έχεις;» Της λέω έτσι κι έτσι. «Καλά», μου λέει. Πάει στην τράπεζα, βάζει την κάρτα, βγάζει διακόσια χιλιάρικα, μου τα δίνει. Τώρα την γκόμενα την ήξερα μόνο δυο τρεις βδομάδες. «Καλά, κι άμα σ’ τα φάω;» της λέω. «Θα είσαι πολύ φτηνός», μου απαντάει. Αυτό ήτανε. Σε λίγο καιρό παντρευτήκαμε. Και πού πήγαμε μήνα του μέλιτος με την κυραΜατίνα; Δεκατέσσερεις χιλιάδες χιλιόμετρα χώμα με την καινούργια Μπεμβέ...
2
ΜΠΑΡΜΠΙΚΑΣ sel._Layout 1 19/05/2010 6:25 ΜΜ Page 28
Μπαμπά, θέλω μηχανάκι ΚΩστας ΜπΑκουλης έμπορος, Λιόσια
Το πρώτο μου μηχανάκι ήτανε παπί RGLX πενηντάρι. Μετά πήρα ένα ενενηντάρι GLX, μετά ένα Καβασάκι Mαξ, μετά έναν Mπόμπο, μετά ένα TDR, μετά ένα XT, πάλι XT, πάλι XT, τρία στη σειρά, μετά το V-Storm και τώρα έχω ένα αυτόματο Χόντα. Ωραία φάση είναι πώς μου πήρε ο πατέρας μου το πρώτο μου μηχανάκι. Του έλεγα «Θέλω μηχανάκι», μου έλεγε «Αποκλείεται». Εγώ τότε ήμουνα δεκαπέντε χρονών κι ο πατέρας μου με είχε μάθει από μικρό να οδηγάω αυτοκίνητο. Το αμάξι του, ένα Ρενώ Φουέγκο, μου το έδινε από δεκατεσσάρων χρονών. «Εντάξει, πάρ’ το», μου έλεγε, «αλλά αν σε σταματήσει κανένας τροχαίος, θα λες το πήρα κρυφά απ’ τον πατέρα μου. Μην κάνεις καμιά μαλακία και φύγεις αν πάνε να σε σταματήσουνε. Και θα βάζεις μέχρι τρίτη ταχύτητα». Εν τω μεταξύ το Φουέγκο τότε με τρίτη έφτανε 150 χιλιόμετρα... Τέλος πάντων, ένας φίλος αγόρασε ένα παπί, ένα GLX ενενηντάρι, μπορντό, αυτό με τα πεταχτά φλασάκια. Του το παίρνω ένα πρωί, το πάω στο σπίτι, λέω στον πατέρα μου: «Να, αυτό το μηχανάκι θέλω». «Φύγε, μην το σκέφτεσαι καθόλου», απαντάει. Εγώ να γκρινιάζω κάθε μέρα, «Θέλω μηχανάκι». Όταν έβλεπα κάνα GLX στο δρόμο, του το έδειχνα, «Να, πατέρα, αυτό θέ2
ΜΠΑΡΜΠΙΚΑΣ sel._Layout 1 19/05/2010 6:25 ΜΜ Page 29
λω», ξέρεις, τα κλασικά. Με τον πατέρα μου ήμασταν κι ακόμα είμαστε σαν φίλοι. Γαμώ τα παιδιά. Πώς μου την έδωσε μια μέρα, του λέω: «Πατέρα, αφού ανεβαίνω σε μηχανάκια, μ’ έχεις δει. Να σε ρωτήσω κάτι;» «Ρώτα». «Όταν πηγαίνω βολτίτσα, οδηγάει ο άλλος, αφού δικό του είναι το μηχανάκι. Τι είναι πιο ασφαλές; Να οδηγάει ο ξένος ή να οδηγάω εγώ;» Δεν είπε τίποτα. Μετά από λίγο καιρό, είμαι σπίτι, καλοκαιράκι, πρωί, κοιμάμαι. Έρχεται αυτός έντεκα η ώρα το πρωί στο σπίτι: «Μικρέ, σήκω πάνω, πάμε να μου δείξεις αυτό το μηχανάκι που σου αρέσει». Σε χρόνο μηδέν εγώ όρθιος και φεύγουμε να πάμε σ’ ένα φίλο του, τον Μακράκη, που είχε μαγαζί με μηχανές στην Αχαρνών. Πάμε εκεί, βλέπω εγώ απ’ έξω ένα GLX ενενηντάρι, αρχίζω πάλι: «Να το, μπαμπά, αυτό το μπορντό, βλέπεις τι ωραίο που είναι με τα φλασάκια του;» Δίπλα στο ενενηντάρι ήταν ένα πενηντάρι άσπρο. Μου το δείχνει, ρωτάει: «Αυτό δε σου αρέσει;» Εγώ κολλημένος: «Όχι, το άλλο μου αρέσει». «Δηλαδή το άσπρο δε σου αρέσει καθόλου;» «Καλά, και να μου αρέσει το άσπρο, τι αλλάζει;» «Το παίρνεις και φεύγεις». Και μπαίνει στο μαγαζί και ρωτάει τον Μακράκη: «Το ετοίμασες, Βασίλη;» Κάνω ένα έτσι μέσα απ’ τις βιτρίνες και βλέπω τον Μακράκη να ετοιμάζει ένα άσπρο πενηντάρι. Είχε ήδη περάσει το πρωί ο 2
ΜΠΑΡΜΠΙΚΑΣ sel._Layout 1 19/05/2010 6:25 ΜΜ Page 30
πατέρας μου από εκεί, το είχε αγοράσει και είχαν αρχίσει να το ετοιμάζουνε. Παραλαμβάνω λοιπόν το μηχανάκι κατά τις δώδεκα, σε μισή ώρα ήμουνα σπίτι, η μάνα μου έλειπε στη δουλειά. Φτάνει μεσημέρι, εγώ κάθομαι στα σκαλοπάτια έξω από το σπίτι και μελετάω το μάνιουαλ. Το μηχανάκι το έχω παρκάρει απέναντι, να το βλέπω, στα Λιόσια έκλεβαν πολύ τότε. Σκάει η μάνα μου, με ρωτάει: «Τι κάνεις εδώ;» «Το βλέπεις το μηχανάκι απέναντι; Τέτοιο θα πάρω», της λέω. «Άμα πεθάνω εγώ, τότε θα πάρεις εσύ μηχανάκι», μου απαντάει. Βγάζω τα κλειδιά, της τα κουνάω. Τρελαίνεται η μάνα μου, μπαίνει σπίτι, πάει στον πατέρα μου που κοιμότανε. «Ξύπνα! Ο μικρός έχει έρθει μ’ ένα μηχανάκι». Ξυπνάει αυτός, ομολογεί, της πουτάνας στο σπίτι...
ΜΠΑΡΜΠΙΚΑΣ sel._Layout 1 19/05/2010 6:25 ΜΜ Page 31
Φίλε, το πουλάς; Μανώλης Γ.
Είναι κουφό πώς βρήκα κι αγόρασα το DT μου. Εμένα μου είχε καρφωθεί στο μυαλό να πάρω DT 200, αυτό με τα μπλε πλαστικά. Έρχομαι στην Αθήνα για να πάρω αυτό το μηχανάκι αποκλειστικά. Άλλο μηχανάκι δεν ήθελα. Άρχισα να κοιτάω στις μάντρες μεταχειρισμένα, στα λίγα που βρήκα η τιμή ήτανε γύρω στα εφτακόσια χιλιάρικα. Κανένα όμως δε με ικανοποιούσε. Από δω από κει, μιλάω μ’ ένα φίλο μου Χιώτη, μου λέει «Έχω ένα συνάδελφο στη Μεταμόρφωση, θα δω μήπως ξέρει εκείνος κάτι». Βρίσκουν άκρη, πάμε στη Μεταμόρφωση κι έρχονται κάτι πιτσιρικάδες, κάτι αλάνια εκεί πέρα, να μου δείξουν ένα DT 200 μπλε. Όπως το ήθελα. Κι αρχίζουνε οι πιτσιρικάδες να παινεύουν τη μηχανή τους: «Μεγάλε, βγάζει τόσο τελική, είναι πειραγμένο το ένα, τσιμπημένο το άλλο, δε θα σου κολλάει κανένας, δεν παίζεται το μηχανάκι...» Εν τω μεταξύ εγώ το μηχανάκι δεν το ήθελα ούτε για αγώνες ούτε για σούζες, να πηγαίνω ήθελα. Τους λέω, «Συγγνώμη, ψάχνω για κάτι άλλο», φεύγω. Τις επόμενες μέρες γυρνάω κι άλλα μέρη, τελικά δε μου κάθεται τίποτα, απελπισμένος, λέω να γυρίσω πίσω στο νησί. Μου λέει ο Χιώτης που δούλευε σ’ ένα μπαράκι στο Παγκράτι, «Έλα το βράδυ στο μαγαζί να πιούμε ένα ποτό». Εγώ δεν είχα τι άλλο να κάνω, το πρωί θα έφευγα, πήγα. Μου λέει, «Έχω ένα τσιγάρο. Πάμε να το πιούμε;» Πάμε. Βγαίνουμε από το μαγαζί, ανάβουμε