NAOUM - DD_Layout 1 21/10/2010 4:26 ΜΜ Page 11
ΚΟΚΚΙΝΟ
Θα τυλιγόμουν μ’ ένα κόκκινο ύφασμα ιριδίζον. Κι ύστερα θα καθόμουν με την ομπρέλα μου ανοιγμένη κάτω από τον ήλιο. Κείνο τον ήλιο που κανείς δεν μπορεί να κοιτάξει. Να τον εμποδίζω με την κόκκινη ομπρέλα μου, μη σε κάψει. Κι έτσι ξαπλωμένος στα βράχια θα σε περιμένω με λαχτάρα. Να δεις το κόκκινο της λαγνείας μου και να μ’ επιθυμήσεις. Κι ας μη φυσά, κι ας μη δροσίζει μια στάλα. Να κρύβομαι από τις φλογισμένες ακτίνες. Να τραβώ το κόκκινο πανί ίσαμε τα χείλια, ίσαμε τα μάτια. Ν’ αποταμιεύω τον πόθο μου στην προσμονή σου. Κι αν οι γλάροι μού προφτάσουν το μαντάτο, πως τάχα δεν μπορείς, πως η νύχτα έρχεται, τότε θα γευτώ νερό της λησμοσύνης. Κι ας μη φυσά, κι ας μη δροσίζει μια στάλα. Κι αν έρθεις, θα κοιτάξω αλλού. Κρυμμένος στο κόκκινο της οργής θα σβήνω την μορφή σου. Σε κάθε χτύπημα ένα θρύμμα, μια μνήμη, ένα σύντριμμα. Κι αν πλησιάσεις πιο πολύ, θα στρέψω το σφυρί πάνω σου. Στο ίδιο κόκκινο να σε βάψω. Κι ας μη φυσά κι ας μη δροσίζει, καρδιά μου. ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΑΟΥΜ,
Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή Ύφαλα Νερά
NAOUM - DD_Layout 1 21/10/2010 4:26 ΜΜ Page 12
NAOUM - DD_Layout 1 21/10/2010 4:26 ΜΜ Page 13
Κισμέτ
Τ
Ο ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1885 ΑΠΛΩΝΟΤΑΝ ΖΕΣΤΟ ΚΑΙ ξΗΡΟ ΣΤΗΝ
Ιωνία. Ακόμα και τα τζιτζίκια δε σταμάταγαν στιγμή να το διαλαλούν κρυμμένα στα βάτα. Άχνιζε η φύση ολόκληρη από τις υψηλές θερμοκρασίες. Η μυρωδιά από καμένα χόρτα έφτανε απειλητική στα ρουθούνια της γριάς Χουσνού, της Τουρκάλας. Άσπροι καπνοί μεταφέρονταν με τον άνεμο προς το καλύβι της. Φύσαγε ασταμάτητα επιτρέποντας στα ντουμάνια να μπαίνουν από τις τρύπες και τα κενά, ανάμεσα από τα προχειροβαλμένα ξύλα της παράγκας της. Αυτόματα, φλόγες εμφανίστηκαν στα ξερά χόρτα πιο πέρα. Η φωτιά είχε αγριέψει κι έκαιγε τα δέντρα μανιασμένη. Η γριά, μόλις πήρε είδηση τους καπνούς, πετάχτηκε έντρομη έξω από το καλύβι και κοίταξε πέρα στο ποτάμι. Ήπιε νερό από το σταμνί και, σαν ηρέμησε κάπως το φυλλοκάρδι της, έψαξε να δει αν υπήρχαν τίποτα τζανταρμάδες* κοντά, μα δεν είδε ούτε άνθρωπο ούτε τη σκιά του. Η μοναξιά την συντρόφευε, όπως κάθε μέρα. Όχι πως την ένοιαζε η παρουσία άλλων ανθρώπων· μόνο ο φόβος μήπως την συλλάβουν την αναστάτωνε. Με τα μαγικά και τα ξόρκια της καθυπότασσε μέχρι και τον ουρανό! Ήταν παντο* Χωροφύλακες.
NAOUM - DD_Layout 1 21/10/2010 4:26 ΜΜ Page 14
δύναμη, έλεγε. Της πήρε χρόνο για να το καταφέρει, αλλά πλέον η γρια-Χουσνού ζούσε σαν αλλόκοτη ύπαρξη του δάσους, μια μάγισσα που απεργαζόταν μόνο το Κακό. Μόλις αντιλήφθηκε ότι η φωτιά περιοριζόταν, άνοιξε τα χέρια με τις παλάμες προς τον ουρανό και φώναξε: «Αλλαχού άκμπαρ, Αλλαχού άκμπαρ, Αλλαχού άκμπαρ».* Ύστερα χάιδεψε τη μαύρη κατσίκα της, που είχε ένα κλαδί στο στόμα και το ξεφλούδιζε αχόρταγα. Η γριά, ήσυχη πια, κάθισε ανακούρκουδα στο κατώφλι. «Όλα στο χέρι Σου είναι. Εσύ αποφασίζεις, για όλα και για όλους μας». Πολύ κοντά στην όχθη του Έρμου ποταμού, σ’ ένα ανάχωμα που είχε δημιουργηθεί από τα χρόνια, η γρια-Χουσνού είχε στήσει το παράπηγμά της. Όταν στάθηκε κάτω από μια βελανιδιά παρατηρώντας το ποτάμι ν’ ανοίγει και να πλαταίνει, οραματίστηκε ότι βρήκε το κατάλληλο μέρος για τη φωλιά της. Το καλύβι στήθηκε στα γρήγορα, τότε που η γρια-Χουσνού είχε ακόμα το σφρίγος και τις ικανότητες. Μαζεύοντας ξερά κλαδιά από φοινικόδεντρα και ξεβρασμένες σανίδες από το ποτάμι, έστησε όπως όπως το πρώτο της γιατάκι. Έπιασαν όμως οι βροχές και το ποτάμι ξεχείλισε· η πλημμύρα παραλίγο να την στείλει ξανά στην Κόλαση. Όλα τα στοιχεία της φύσης ήταν εναντίον της. Το νέο καλύβι της κατασκευάστηκε στην πλαγιά άλλου λόφου, ψηλά κι απέναντι από το ανάχωμα. Συνεπαρμένη από το τοπίο, αποφάσισε να στήσει εκεί τη φωλιά της από την αρχή. Εκεί θα έμενε και θα κρυβόταν απ’ όλους. Οι δαίμονες, που είχε παρέα, θα την βοηθούσαν στο χτίσιμο. Είχε κουραστεί να περιπλανιέται ζώντας σαν αρπακτικό, για τούτο ευχόταν να στεριώσει κάπου. Σ’ αυτό συγκατάνευσε κι ο Μαύρος Άγγελος στέλνοντάς της έναν * Ο Θεός είναι μεγάλος.
NAOUM - DD_Layout 1 21/10/2010 4:26 ΜΜ Page 15
Αρμένη μάστορα· πέρναγε τυχαία με το μουλάρι του από το μονοπάτι. Την είδε, ζαλωμένη μ’ ένα δεμάτι κλαδιά, ν’ αγωνίζεται να τα κουβαλήσει και, μιλημένος από τα ξωτικά, την λυπήθηκε. ξεπέζεψε, κι αφού έδεσε το ζωντανό του στον κορμό της βελανιδιάς, στάθηκε αντίκρυ της: «Σαλάμ αλέικουμ, νενέ.* Θες βοήθεια;» «Αλέικουμ σαλάμ. Ο Αλλάχ σε φώτισε, παλληκάρι μου. Προσευχόμουν να εμφανιστεί κάποιος στην ερημιά. Μάτωσαν τα χέρια μου», έκανε η γρια-Χουσνού ιδρωμένη. «Πού πας φορτωμένη με τα κλαδιά;» «Να φτιάξω μια σκιά να βάλω το κεφάλι μου κι έναν τοίχο να με προστατεύει από τους λύκους και τα τσακάλια τις νύχτες», προσποιήθηκε η μαγίστρα. «Σ’ αγαπάει ο Αλλάχ σου, νενέ», έκανε ο Αρμένης και την βοήθησε ν’ αποθέσει το δεμάτι στη γη. «Θα σου χτίσω το καλύβι, κι ας πιστεύω στον εδικό μου Θεό» –έκανε το σταυρό του– «κι όχι στον εδικό σου», συμπλήρωσε. Το βράδυ της ίδιας μέρας, το καλύβι ήταν κιόλας έτοιμο. Η γρια-Χουσνού ούτε στο όνειρό της δεν είχε δει πιο όμορφο. Για να ευχαριστήσει το μάστορα, έβρασε γάλα από την κατσίκα και του το πρόσφερε, μαζί με μια χούφτα κουκουνάρια. Κάθισαν έξω από την πόρτα και κουρασμένοι αγνάντευαν τον ορίζοντα. Είχε πέσει το σκοτάδι για τα καλά κι η φωτιά που άναψαν τρεμόφεγγε φωτίζοντάς τους αμυδρά. Όπως φούντωναν οι φλόγες πάνω στα κλαδιά, δημιουργούσαν σκιές κι αναλαμπές στα πρόσωπά τους. Τα μεταμόρφωναν, άλλοτε σε άγρια και βλοσυρά, άλλοτε σε ανέκφραστα. Δίπλα στο μουλάρι του Αρμένη η μαύρη κατσίκα είχε ξαπλώσει φαρδιά πλατιά πάνω στο χώμα και ρευόταν. «Πώς ηυρέθηκες εδώ στον έρημο τόπο, νενέ; Ποιος σεβντάς σε * Γιαγιά.
NAOUM - DD_Layout 1 21/10/2010 4:26 ΜΜ Page 16
ήκαψε; Η Σμύρνη είναι μεάλη. Όλους μάς χωρεί», μίλησε πρώτος ο Αρμένης. «Το Κισμέτ, παιδί μου. Εμείς οι μουσουλμάνοι πιστεύουμε ότι όλα είναι γραμμένα στο κούτελό μας. Αυτό έγινε και σε εμένα από τη γέννησή μου». Έσπρωξε ένα κλαδί, που εξείχε από την πυροστιά, να φουντώσει. «Βλέπεις πώς καίγεται το ξύλο; Κάρβουνο γένεται. Στάχτη! Μα, μέχρι να καεί τελείως, μας φωτίζει και μας ζεσταίνει. Έτσι είναι η ζωή των ανθρώπων: αστραπή». Τράβηξε το φερετζέ της προς τα κάτω ώστε να βλέπει καλύτερα τα μάτια του. «Να σε πάρω μαζί μου στη Σμύρνη; Μη μείνεις μονάχη με τσ’ αλεπούδες και τα τσακάλια!» «Αχ, Σμύρνη!» έκανε κι αναστέναξε η γρια-Χουσνού. «“Γκιαούρ Ιζμίρ”».* ξαφνικά, αποφάσισε να μιλήσει ανοίγοντας την καρδιά της στο παλληκάρι. Όλα τού τα ιστόρησε, ούτε ντράπηκε ούτε δείλιασε. Ύστερα απ’ όλα τα δεινά της, έψαχνε να βρει την ασφάλεια και την ανακάλυψε στο δάσος. Μέχρι να την βρει, τριγύριζε μέρες ολόκληρες περπατώντας χωρίς σταματημό· τα πόδια της είχαν γεμίσει φουσκάλες. Το ότι είχε καταφέρει να επιβιώσει, το όφειλε στην φιλευσπλαχνία του δικού της Άρχοντα. Κάποιοι καλοί άνθρωποι, μη γνωρίζοντας τη μαύρη ψυχή της, της είχαν δώσει παράδες ν’ αγοράσει κουλούρια και τυρί. Με τη ζητιανιά βολευόταν, όσο καιρό περιπλανιόταν στις φτωχογειτονιές της Σμύρνης. Σιγά σιγά όμως, ο δρόμος την οδήγησε προς το μεγάλο ποτάμι. Ό,τι κακό κι αν συνέβαινε στη ζωή της, εκείνη δεν έχασε ποτέ την πίστη της, παρόλο που υπήρξαν μέρες χωρίς τροφή και στέγη. Άλλοτε ζούσε με φρούτα, όσα μάζευε από τα δέντρα, κι άλλοτε με χόρτα που ξερίζωνε. Έτρωγε ελάχιστα, γι’ αυτό είχε μείνει * Άπιστη Σμύρνη.
NAOUM - DD_Layout 1 21/10/2010 4:26 ΜΜ Page 17
πετσί και κόκκαλο. Κι αν δε φόραγε το μαύρο τσαρσάφι να κρύβει το κορμί της, όλοι θα την πέρναγαν για περιφερόμενο σκελετό που πετάχτηκε από μνήμα. «Ποιος πόνος, νενέ, και ποιο γιαγκίνι* σ’ έδιωξαν απέ τη Σμύρνη;» ρώτησε ο Αρμένης κι ανακάθισε να την ακούσει μ’ ενδιαφέρον. «Το Κισμέτ! Ό,τι έγραψε, αυτό και θα γίνει», απάντησε η γρια-Χουσνού χωρίς να γνωρίζει από ποιο σημείο να ξεκινήσει την ιστορία της, λες κι είχε μπροστά της ένα ξεφτισμένο κέντημα και δεν ήξερε ποια κλωστή να τραβήξει πρώτη. «Τον άντρα μου τον λέγανε Καραλή, μαύρο Αλή. Παντρευτήκαμε στα δεκατέσσερά μου. Ο πατέρας μου μου τον διάλεξε. Εγώ, μικρό κορίτσι ακόμα, δεν ήξερα απ’ αυτά. Δε μιλούν οι άνθρωποι για τα παντρολογήματα! Μα, σαν έρτει η νύχτα κι οι νιόνυμφοι πλαγιάσουν στο γιατάκι, τότε τα κορμιά έχουν πανηγύρια. Από εκείνες τις χαρές, απέκτησα δυο κόρες και τρεις γιους. Όμορφα και γερά κορίτσια. Αλλά και τα αγόρια μου ήταν ήσυχα παιδιά, καλόβολα», διέκοψε απότομα το μονόλογό της καθώς ένα φίδι σούρθηκε ανάμεσα στους θάμνους. Έκλεισε τα μάτια για λίγο και τα χείλη της τρεμόπαιξαν μηχανικά. Ύστερα, έφτυσε στο χώμα. «Ο Καραλής ήταν σιδεράς, ντεμίρ γκιμπί, σκληροφτιαγμένος άντρας. Βάραγε ολημερίς το σφυρί στο αμόνι να δώσει μορφή και σχήμα στο σίδερο· ντεμίρ το λέμε εμείς. Πιάνανε τα χέρια του. Έφτιαχνε κάγκελα, χερούλια, τσιγκέλια για τα σφαχτάρια. Και τι δεν έφτιαχνε! Και μέταλλα ακόνιζε» –σταμάτησε να πάρει βαθιά ανάσα– «και όπλα έσιαζε: πότε μακριά και κοφτερά γιαταγάνια και πότε μαχαίρια σουβλερά. Μες στο σιδερειό ίδρωνε ξίδρωνε, πότε με τη φυσούνα στη φωτιά και πότε με τα πυρωμένα μέ* Φωτιά.
NAOUM - DD_Layout 1 21/10/2010 4:26 ΜΜ Page 18
ταλλα ν’ αχνίζουν στο νερό. Το πρόσωπο και το πετσί του είχαν γίνει μαύρα από τη γάνα και τη μουντζούρα· τόσο πολύ είχε ποτίσει το δέρμα του». Ο Αρμένης μάζεψε τα πόδια του κοντά στη φωτιά και διπλώθηκε σαν έμβρυο. Όσο βάθαινε το σκοτάδι, τόσο το κρύο γινόταν πιο διαπεραστικό. Τον παραξένευε η διήγηση της γριάς Χουσνού κι έκανε προσπάθεια να την παρακολουθήσει, αφού το προηγούμενο πρωινό είχε εξαντληθεί κάτω από τον ήλιο σπάζοντας πέτρες και συναρμολογώντας ξύλα για το καλύβι της. «Κι η ψυχή του είχε μαυρίσει, γιαβρί μου. Κατράμι είχε γίνει. Αν είχε ψυχή... Όταν ήμασταν νιόπαντροι, δε μου χάλαγε χατίρι. Αλήθεια λέγω. Ήθελα χρυσά βραχιόλια, με τα ’φερνε. Ήθελα μετάξια κι ατλάζια, με τα αγόραζε. Όμως, ήταν άσπλαχνος κι αντί για καρδιά κουβαλούσε ένα κομμάτι σίδερο. Αχ, πού να ’ξερα, η δόλια; Όλα θα τα πω σ’ εσένα, ογκλούμ».* Ο Αρμένης ανακάθισε στο κιλίμι ν’ ακούσει. «Αφότου γέννησα τον τελευταίο μου γιο, τον Χαμζά, όλα άλλαξαν. Το Κισμέτ! Είχε έρθει η ώρα να εκπληρωθεί το Κακό και ποιος να το εμποδίσει; Ο Καραλής ερχόταν πιωμένος στο σπίτι. Κάνα δυο φορές, τον είχαν φέρει στα χέρια, αναίσθητο. Πέφταμε στο γιατάκι κι αμέσως μου γύριζε την πλάτη του, λες κι ήμουν μια ξένη κι όχι η γυναίκα που του ’καμε πέντε παιδιά... ξύπναγε τα κορίτσια μας –πότε το ένα, πότε το άλλο– και τα έσερνε στο κατώι, δίπλα στο βόδι. Κι εκεί, πάνω στα άχυρα... Μη δώσει ο Αλλάχ να το ζήσει άλλη μάνα!» Το πρόσωπό της είχε γίνει ανέκφραστο, σαν να μίλαγε άγαλμα. Η φωνή της ακουγόταν βαριά, απόμακρη. «Εκεί, δίπλα στις τεζέκ** και τις καβαλίνες ξάπλωνε πάνω στα ** Γιε μου. ** Ακαθαρσίες.
NAOUM - DD_Layout 1 21/10/2010 4:26 ΜΜ Page 19
κορίτσια του με λαχανιάσματα κι αγκομαχητά». Έκλεισε τα μάτια της κι ένα δάκρυ έτρεξε στο μάγουλό της. «Μααλεσέφ!* Μόλυνε την ίδια του τη σάρκα». Ο Αρμένης ανασηκώθηκε και κάθισε οκλαδόν, μ’ έκδηλο πια το ενδιαφέρον του για όσα άκουγε. Το βαθύ σκοτάδι διαπέρασε το ουρλιαχτό ενός λύκου που έψαχνε θήραμα. «Δε γνώριζα πια τι να κάμω. Το είπα του αδερφού μου. Κάτι θα ήξερε παραπάνω. Αλλά τίποτα, γιαβρί μου. Σιωπή παντού. Ποιος να με δώκει σημασία; Ποιος ν’ ακούσει το σεβντά μιας γυναίκας; Κι εγώ ήβλεπα τα κορίτσια μου να μαραίνονται και να σβήνουν μες στην αγκαλιά του πατέρα τους. Μ’ έπνιγε το άδικο... γιατί τον ήθελα εγώ. Δικός μου άντρας ήτονε». Σταμάτησε για λίγο ν’ ανασάνει, λες και μια πλάκα έπεσε βαριά στο στήθος της. Μια φλόγα ξεπετάχτηκε από το κλαδί που καιγόταν τελευταίο. Η φωτιά κόντευε να σβήσει. «Κατέβηκα τις σκάλες σαν τζίνι. Το βόδι μασούλαγε συνέχεια και κοίταζε την ανομία αδιάφορα. Κανείς άλλος εκτός από εμένα δε νοιαζόταν για το κακό. Κρύφτηκα πίσω από το ζώο και περίμενα τη στιγμή. Κι όταν ο δικός μου άρχοντας φάνηκε, ε, όλα άλλαξαν!» ψιθύρισε με σαλεμένο το βλέμμα της. «Ο μαύρος Αλής, γερμένος πάνω στο ίδιο του το παιδί, μούγκριζε και φχαριστιόταν. Το κορίτσι, μουγγό. Φοβόταν, το τζιγέρι μου, έτρεμε σαν φυλλαράκι». Η φωτιά έσβησε εντελώς. Μόνο κάποια κάρβουνα φάνταζαν κόκκινα να λαμπυρίζουν στο σκοτάδι. Μια σπίθα πετάχτηκε στη γρια-Χουσνού. «Έσφιγγα στην παλάμη μου τη λαβή του μαχαιριού. Δικό του έργο, δίκοπο. Σιωπή, ογκλούμ. Σιωπή παντού. Μόνο τα βογγητά * Αλίμονο!
NAOUM - DD_Layout 1 21/10/2010 4:26 ΜΜ Page 20
του ακούγονταν. Κι όταν κόντευε, τότε όρμησα κι έμπηξα το λεπίδι στη σάρκα του. Πρώτα το έστριψα μ’ όλη μου τη δύναμη και μετά το έβγαλα. Και ξανά. Και πάλι. Χτύπαγα με λύσσα. Δεν έβλεπα πια μπροστά μου. Μόνο αίμα, αίμα να χύνεται, να πιτσιλάει, παντού». Η φωνή της σκλήρυνε απότομα. Και ξαφνικά: «Πού ήσουν, Αλλάχ;» Η κραυγή της συνάντησε τα ουρλιαχτά των απεγνωσμένων λύκων, που παρέμεναν νηστικοί. «Μεγάλε Κύριε, να μας ευλογείς». Έσβησαν και τα τελευταία κάρβουνα. Παγωνιά. «Μαθεύτηκε γρήγορα το νέο στο μαχαλά. Τον έσφαξε, λέγανε, και με δείχνανε. Κουρέλιασαν τα ρούχα μου. Με σέρνανε από τα μαλλιά. Με χτύπαγαν άντρες και γυναίκες μαζί. Δε φοβόμουν· οι δαίμονες χόρευαν γύρω μου χλευάζοντας τους ανθρώπους. Ανόητους τους αποκαλούσαν και τους έφτυναν. Κι εγώ μισώ τους ανθρώπους. Φτου!» έκανε και σηκώθηκε όρθια. «Ένας με τη μαχαίρα του μ’ έκοψε το αυτί. Να, κοίτα. Μου λείπει το αυτί. Ο χότζας μού πέταξε μια πέτρα στο κεφάλι κι εγώ τον καταριόμουνα. Όλους τούς καταριόμουνα. Μποκ. Σκατά τσ’ ανθρώπους. Μποκ. Μετά μου πέταξαν κι άλλες πέτρες. Τότε λιγοθύμησα. Θυμό κι οργή μού δείχνανε. Θέλανε να εξαφανίσουν τη φόνισσα. “Κατίλ, κατίλ!”* αλυχτούσανε». «Δεν ηξεύρανε το λόγο. Αν τον μαθαίνανε...» ψιθύρισε δειλά ο Αρμένης. «Αχ, γιαβρί μου! Ο κόσμος φτιάχτηκε για σας, τους άντρες! Ποιος δίνει σημασία σε μια γυναίκα; Ήμουν φόνισσα για όλον το μαχαλά, άρα για όλο τον ντουνιά. Σκότωσα τον άντρα μου κι ήμουν γκιουνακάρ, ένοχη για όλους». * Φόνισσα.
NAOUM - DD_Layout 1 21/10/2010 4:26 ΜΜ Page 21
Βυθίσθηκε στα σκοτάδια της. «Ήμουν παντοδύναμη με τον Άρχοντα μέσα μου. Δε φοβόμουν τα ανθρωπάκια. Τα μισούσα!» Ο Αρμένης σηκώθηκε να κάνει δυο βήματα στο σκοτάδι. Παρόλο που ήταν έτοιμος να κοιμηθεί, η ιστορία της γριάς Χουσνού τον ξεσήκωσε, τον αναστάτωσε. Αδύνατον πια να κλείσει μάτι. Ένιωθε το κορμί της να γερνάει και να μαραίνεται γρήγορα σαν κομμένο λουλούδι. Οι ταλαιπωρίες και η κακοπέραση είχαν εξαντλήσει τον οργανισμό της. Παλιότερα, η γρια-Χουσνού η Τουρκάλα είχε αντοχές, αλλά πλέον οι περισσότερες είχαν μειωθεί στο ελάχιστο. Ούτε από το καλύβι δεν έβγαινε να μαζέψει βολβούς και μανιτάρια για το καθημερινό της γεύμα. Προτιμούσε να πίνει γάλα από την κατσίκα και να ξεβοτανίζει τη γη, βράζοντας τα χορτάρια που μάζευε. Αν κατά τύχη πέρναγαν ξένοι από τα μέρη της, τους φίλευε με το αζημίωτο. Προσποιούνταν τη γενναιόδωρη προτιμώντας, τάχα, να μένει εκείνη νηστική παρά ν’ αφήνει τους ταξιδιώτες με άδεια κοιλιά. Προκαλώντας το φιλότιμό τους, κατάφερνε να γεμίζει την παραδοσακούλα της, που την έκρυβε σε κρυψώνα στο χώμα. Την καμουφλάριζε με φύλλα και κλαδιά από πάνω, ώστε να μην είναι εύκολη η πρόσβασή της από τους περαστικούς. Διαβάζοντας τα σημάδια –βράχια και χαλίκια–, την ξέθαβε μ’ ευκολία. Παρόλο που οι παράδες τής ήταν άχρηστοι στην ερημιά, η γρια-Χουσνού ένιωθε χαρά και δύναμη όταν τους μετρούσε. Σκοτείνιαζε κι η φωτιά, που είχε ανάψει, μόλις που έφτανε για να ζεστάνει το γάλα της. Απέφευγε τις δυνατές φλόγες για τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Έτρεμε τις φωτιές αφού οι εφιάλτες της την μετέφεραν συνήθως στην Κόλαση. Όταν κόχλαζε το γάλα, έριχνε άγριο μέλι να το γλυκαίνει και να παίρνει την πίκρα της ζωής της. Συχνά πέρναγαν τα προσωπάκια των παιδιών της από τη μνή
NAOUM - DD_Layout 1 21/10/2010 4:26 ΜΜ Page 22
μη της. Ποια μάνα δεν καίγεται να τα αγκαλιάσει, να τα φιλήσει και να τα χαϊδέψει; Τα αγόρια της ήταν ολόκληροι άντρες πια. Μήπως τα κορίτσια της; Όχι, δεν τα ξανάδε μετά το φονικό του άντρα της. Κανένα παιδί της δε χόρτασε, ούτε το μικρό της τον Χαμζά, που τόσο άκαρδα της άρπαξαν από το βυζί, τότε που οι λυσσασμένοι την έσερναν και την προπηλάκιζαν στους δρόμους. Αν συναντούσε τα παιδιά της στην αγορά, δε θα κατάφερνε να τα αναγνωρίσει. Χίλιες φορές να την είχαν θάψει ζωντανή μαζί με το μακαρίτη. Αν δεν έκανε το φονικό, ίσως και να ζούσε ακόμα μαζί με την οικογένειά της απλά πράγματα, καθημερινά. Από το να την έβαζαν φυλακή, καλύτερα να την είχαν σκοτώσει με τις πέτρες. Δε μετάνιωνε για το αίμα, που χύθηκε εξαιτίας της, αλλά για την ελευθερία της, που κινδύνεψε να χαθεί για πάντα πίσω από τα σίδερα. Κάθε στιγμή, κάθε ώρα, απαλλασσόταν από τις τύψεις και τις ενοχές, καθότι το Κισμέτ ευθυνόταν για όλα! Οι φυλακές βρίσκονταν στα δυτικά της Σμύρνης, ένα μισοερειπωμένο κτήριο που κατέρρεε μέρα με τη μέρα. Αφρόντιστοι και γκρεμισμένοι τοίχοι περιέκλειαν το προαύλιο και τους κοιτώνες. Οι αστέγαστοι χώροι περιορίζονταν με κάγκελα και σιδεριές. Το μέρος, όπου κρατούσαν τους άντρες, καταλάμβανε τα περισσότερα διαμερίσματα των φυλακών και μόνο σε μια στενή πτέρυγα είχαν απομονώσει τις γυναίκες. Σε κάθε τομέα υπήρχαν φρουρές και στους διαδρόμους περιπολούσαν συχνά τζανταρμάδες και στρατιώτες, όλοι τους οπλισμένοι σαν αστακοί. Η Κόλαση, που γευόταν στους εφιάλτες της η Χουσνού, ωχριούσε μπροστά στο δεσμωτήριο, όπου την έριξαν. Την καταδίκασαν σε ισόβια θεωρώντας την ανάξια ν’ αναθρέψει τα παιδιά της. Πιθανόν να τα έδιναν σε οικογένειες να τα μεγαλώσουν ή σε ορφανοτροφεία. Ίσως και να τα πουλούσαν σε επιτηδείους· αρκετοί ζούσαν εμπορευόμενοι παιδιά. Πώς να ξεχάσει τη «στιγμή»; Όταν ο καδής τής απήγγειλε την ετυμηγορία του,
NAOUM - DD_Layout 1 21/10/2010 4:26 ΜΜ Page 23
ήταν σαν να της ξερίζωνε τα σπλάγχνα από το κορμί της. Δεν της επέτρεψε ούτε ν’ αποχαιρετήσει τα παιδιά της ούτε να τους δώσει την ευχή της. Στην υπόλοιπη ζωή της, δεν κατάφερε να τα συναντήσει ποτέ, μα μήτε να μάθει το παραμικρό για την τύχη τους. Κλείνοντας τα μάτια στην αδυσώπητη πραγματικότητά της, περιγελούσε την κοινωνία: «Κακοί κι άδικοι άνθρωποι. Φτου!» Την είχαν αλυσοδεμένη με άλλες κρατούμενες σε μια αίθουσα του κολαστηρίου. Μέσα ’κει δεν αντιλαμβανόταν πότε ξημέρωνε και πότε νύχτωνε, αφού ένας πυρσός όλος κι όλος φώτιζε αμυδρά το χώρο. Δεν αναγνώριζε καν τα πρόσωπα των άλλων γυναικών, με τις οποίες ήταν αναγκασμένη να ξημεροβραδιάζεται παρέα. Ζούσαν όλες μαζί στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη σαν πρόβατα σε μαντρί. Για τη φυσική τους ανάγκη, υπήρχε μια λεκάνη στη γωνιά, την οποία άδειαζαν αραιά και πού. Τις περισσότερες φορές, λέρωναν το πάτωμα, μια και όλος ο χώρος είχε μετατραπεί σε αποχωρητήριο. Η δυσωδία ήταν αφόρητη, είτε από τις ακαθαρσίες και τα περιττώματά τους είτε από την κλεισούρα και τη μούχλα. Και σαν να μην έφταναν αυτά, είχαν τα τρωκτικά και τα παράσιτα να μοιράζονται την τροφή: ένα ξεροκόμματο κι ένα νερόβραστο ζουμί στο κουμάρι. Παρά τη φρίκη γύρω της, η επιθυμία της για επιβίωση ήταν τεράστια κι αναγκαστικά ανεχόταν τις δοκιμασίες και τα μαρτύρια. Καθ’ όλη τη διάρκεια της φυλάκισής της, μιλούσε ελάχιστα. Με τη διπλανή της –μια μισότυφλη γριά– συνδέθηκε λόγω των περιστάσεων, αφού κι οι δυο ήταν αναγκασμένες να μοιράζονται τις ίδιες αλυσίδες. Την άκουγε ν’ αναστενάζει συχνά και να βλαστημάει τη μοίρα της. «Τι κακό ήκαμες, κανταλόζ,* και σε πετάξανε εδώ μέσα;» την * Γριά μέγαιρα.
NAOUM - DD_Layout 1 21/10/2010 4:26 ΜΜ Page 24
είχε ρωτήσει η Χουσνού ξύνοντας μετά μανίας τις ψείρες που είχαν φωλιάσει πάνω της. «Να μη σε νοιάζει», έκαμε η μέγαιρα αφαιρώντας κι εκείνη ψείρες από τα μαλλιά της. Αφού πέρασε καιρός, η μισότυφλη της αποκάλυψε ένα σωρό φονικά. Είχε ξεπαστρέψει την οικογένειά της και μερικούς γείτονες δοκιμάζοντας όλους τους τρόπους: άλλους με φαρμάκι, άλλους με σφυριές στον ύπνο. Σκότωνε πιστεύοντας ότι απάλλασσε τους ανθρώπους από τα βάσανα της ζωής τους. Άκουγε φωνές μες στο κεφάλι της, που την καθοδηγούσαν και της έλεγαν τι να πράξει. Η Χουσνού, έχοντας παρόμοια ψυχοσύνθεση με την τρελή, την κατανοούσε απόλυτα, και μάλιστα, την συμπονούσε! Αν μπορούσε, θα έβαζε μια τεράστια πυρκαγιά να κάψει τον παλιοντουνιά. «Γέρλε μπιρ ετμέκ».* Σουρσίματα και ροκανίσματα την ανάγκασαν να γυρίσει προς το μέρος δυο αρουραίων. Είχαν ορμήσει στο πρόσωπο της μέγαιρας και γευμάτιζαν. Η Χουσνού δεν είχε αντιληφθεί ότι η γριά, παγωμένη κι άκαμπτη σαν πέτρα, είχε αναχωρήσει ήδη για το μεγάλο ταξίδι. Έσπρωξε τα τρωκτικά με τις αλυσίδες της κραυγάζοντας με όση δύναμη είχε, για να τα φοβερίσει. Τα κλοτσούσε επίμονα αναγκάζοντάς τα να εγκαταλείψουν το πτώμα. Όταν επιτέλους κατάφερε να τα διώξει, δεν ανέφερε το θάνατο της μοναδικής φίλης της στους φρουρούς. Για μέρες εξακολουθούσε να τρώει και το δικό της ξεροκόμματο πίνοντας και το νερό της. Η βρόμα της σήψης, ξεπερνώντας το θάλαμο, ανάγκασε τους φύλακες να μαζέψουν τη νεκρή. ξαφνικά, η Χουσνού έμεινε πάλι μόνη να σέρνεται με τα ποντίκια. Αν και φαινόταν απίθανο, η θέλησή της για επιβίωση την έσπρωχνε να εξοικονομεί δυνάμεις. Στρεφόμενη μέσα της ικέτευε * Τίποτα μη μείνει όρθιο.
NAOUM - DD_Layout 1 21/10/2010 4:26 ΜΜ Page 25
τους δαίμονες να της χαρίσουν ευχάριστα οράματα κι ευδαιμονία. Περιπλανώμενη σε εξωπραγματικούς τόπους, δραπέτευε από τον τάφο, όπου την φυλάκισαν. Της όρισαν, μαζί με άλλες κατάδικες, να παστρεύει τις κάμαρες και τα γραφεία της διοίκησης. Για καλύτερα, τις μετέφεραν σ’ άλλο κοιτώνα με φεγγίτη ψηλά. Στο νέο τους κελί, αντιλαμβάνονταν την αλλαγή της νύχτας σε μέρα και διέκριναν τα πρόσωπα αναμεταξύ τους. Συνήθισαν τα μάτια τους να βλέπουν και πάλι. Ωστόσο, τα μαρτύρια συνεχίζονταν: Οι δεσμοφύλακες, για διασκέδαση, τους πέταγαν φαγώσιμα, προκειμένου να τις δουν ν’ αρπάζονται και να ματώνουν σαν τα κοκόρια. Όσες από δαύτες ήταν καλοστεκούμενες, έπεφταν στα χέρια αγροίκων φρουρών που έσβηναν τα φουντώματα της σάρκας τους. Η Χουσνού βόλευε, όσο πιο έντεχνα γινόταν, τα βίτσια ενός μουστακαλή από την Κιλικία. Με την πρώτη ματιά, του είχε καλαρέσει, κι όταν του ήταν εφικτό, την χούφτωνε αδιάντροπα. Προσπαθούσε να την παρασύρει σε απόμερες γωνιές των φυλακών και να την απομονώνει με το πρόσχημα της αγγαρείας. Άλλοτε, διαφεύγοντας την προσοχή των ανωτέρων του, την ψαχούλευε πρόστυχα. Όμως, το μυαλό της Χουσνού δούλευε κοφτερά και δεν έχανε ευκαιρίες. Υποκύπτοντας στις ορμές του, ήλπιζε στη βοήθειά του ν’ αποδράσει μια μέρα. Όταν αντάμωναν στα γρήγορα, πρώτα απ’ όλα, του έδειχνε την ανοιχτή παλάμη της. Εκείνος γνώριζε ότι έπρεπε ν’ αποθέσει μεταλλίκια. Από την αρχή της επαφής τους, τα πράγματα είχαν οριοθετηθεί: δίνοντάς της νομίσματα μικρής αξίας, η Χουσνού ικανοποιούσε τα κέφια του! Το διακινδύνεψε από την πρώτη τους επαφή και δε βγήκε χαμένη, αφού τον έκανε να νιώθει υπερήφανος, που σαν ανεξάρτητος άντρας πλήρωνε. Με τα λίγα χρήματα που μάζευε, εξαγόραζε τις λοιπές κατάδικες στο θάλαμο. Διεκδικούσε οτιδήποτε διευκόλυνε τη ζωή της, πότε
NAOUM - DD_Layout 1 21/10/2010 4:26 ΜΜ Page 26
κλέβοντας το φαγητό από τις άλλες και πότε διαβάλλοντάς τις στους φρουρούς. Καθόλου δε μετάνιωνε για τα φερσίματά της. Είχε τάξει στον εαυτό της να επιβιώσει, ακόμα κι αν χρειαζόταν να κατασπαράξει ζωντανές τις συγκρατούμενές της. Τα προβλήματά της περιπλέχτηκαν όταν ο δήμιός της άρχισε να ξεμοναχιάζει κι άλλες άτυχες. Παρακολουθούσε τις κινήσεις του κουλουριασμένη στο πάτωμα και, σαν τον έβλεπε να ξεκλειδώνει και ν’ ανοίγει την πόρτα του κελιού με κλοτσιές, έτρεχε πέφτοντας στα γόνατά της. Του φιλούσε τα χέρια παρακαλώντας τον να κάμει ό,τι θέλει το κορμί της. «Εφέντη μ’, τι σου ’καμα η μαύρη; Γιατί με πετάς;» Με κλάματα εξακολουθούσε να φιλάει τα στιβάνια του. «Βάι, βάι, βάι!» αναστέναζε ο αγριάνθρωπος και την προσπερνούσε τραβώντας απ’ το χέρι όποια κρατούμενη του γυάλιζε. «Γκιτ, γκιτ!»* της φώναζε και την απόδιωχνε σαν ενοχλητικό σκυλί. Κάθε φορά που άλλαζε η φρουρά, επαναλαμβάνονταν παρόμοιες σκηνές βίας. Το παιχνίδι με τα μεταλλίκια ανάμεσα σ’ εκείνη και στο δεσμοφύλακά της διακόπηκε απότομα κι έχασε όχι μόνο τον παρά, αλλά και τα ψήγματα καλοσύνης της. Μόνο μια τρυφερή σκέψη για το μωρό που της άρπαξαν την ζέσταινε και την στήριζε. Αν της δινόταν ένα μαχαίρι, θα το έμπηγε ξανά, με την ίδια βία, είτε στο μακαρίτη τον άντρα της είτε σ’ όποιον φερόταν ανάλογα. Ο λόγος που θα το έκανε ήταν όχι για να προστατέψει τον εαυτό της ή τους συνανθρώπους της, αλλά για τη χαρά της εκδίκησης και μόνο. Να επιστρέψει πίσω το μίσος που κατέτρωγε ολόκληρη την ύπαρξή της. Έφταιγαν οι άνθρωποι, αυτά τα μίζερα όντα, για την κατάντια της. Αν τους ξεκλήριζε όλους, επιτέλους, θα έβρισκε αναπαμό κι ευχαρίστηση. Με το σβήσιμο του πυρσού μες στο κελί, ο δήμιός της βρήκε * Φύγε.
NAOUM - DD_Layout 1 21/10/2010 4:26 ΜΜ Page 27
την ευκαιρία ν’ αρπάξει μια έφηβη. Η κόρη, στην προσπάθειά της να τον αποφύγει, γλίστρησε κι έπεσε στις πλάκες ουρλιάζοντας. Ο φύλακας, πιάνοντάς την από το πόδι, άρχισε να την σέρνει προς τα έξω. Καθόλου δεν τον πτόησαν οι στριγγλιές και τα παρακαλετά της. Η Χουσνού, μόνη από τις φυλακισμένες, μαζί με τη μάνα του κοριτσιού, όρμησε κι έμπηξε τα νύχια της στη σάρκα του. Λίγο έλειψε να τον τυφλώσει από το ένα μάτι. Οι δυο γυναίκες έπεφταν πάνω του σαν ύαινες, προσπαθώντας ν’ απελευθερώσουν το άτυχο κορίτσι από τα χέρια του δυνάστη του. Λέγανε ότι η μάνα της μικρής ήταν δεινή μαγίστρα και κουμαντάριζε τα σύμπαντα! Βλέποντας την κόρη της να οδηγείται σαν «αμνός επί σφαγή», άρχισε τις επικλήσεις και τα μουρμουρητά στο δικό της Άρχοντα. Τότε συνέβη το κακό: άνοιξαν τα έγκατα της γης κι όλα τα δαιμόνια ξεχύθηκαν μεμιάς στην οικουμένη. Ένας υπόκωφος θόρυβος, που ολοένα δυνάμωνε σε ένταση, συνόδευε το ταρακούνημα των φυλακών. Οι γυναίκες αποτραβήχτηκαν στις γωνιές κι αγκαλιάστηκαν μεταξύ τους να προστατευτούν. Μόλις κατακάθισε η πρώτη τρομάρα, οι δονήσεις επαναλήφθηκαν ισχυρότερες συνταράσσοντας το δεσμωτήριο. «Σεισμός! Ντεπρέμ!» Το σούσουρο μετατράπηκε σε αντάρα στο κελί. «Πάρτε τα κλειδιά! Ανοίξτε τις σιδεριές!» Κραυγές απόγνωσης διαπέρασαν το αξιοθρήνητο πλήθος. «Να φύουμε να σωθούμε», ξεφώνιζαν κάποιες. Μια δόνηση μεγαλύτερης διάρκειας ολοκλήρωσε την καταστροφή. Ανάμεσα σε τριγμούς και σύννεφα σκόνης, απροσανατόλιστα ανθρώπινα ράκη ξεχύνονταν στους διαδρόμους. Στο μεταξύ, η γη, συνεχίζοντας τον ξέφρενο καλπασμό της, ανάγκαζε κολόνες και υποστυλώματα να μετατοπίζονται επικίνδυνα και να καταρρέουν. Σύντομα, τοίχοι κι οροφές μετατράπηκαν σε χαλάσματα και άμορφους σωρούς.