Νίκος Κ/ Κυριαζής - Ο κώδικας του αυτοκράτορα

Page 1

ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 3

Ο κώδικας του αυτοκράτορα


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 4

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Κ. ΚΥΡΙΑΖΗ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ j

Της ελπίδας, ποίηση (εξαντλημένο), 1988 Παιχνίδια με τη φωτιά, μυθιστόρημα (εξαντλημένο), 1996 Ο Διάβολος χωρίς φωτιά, μυθιστόρημα (εξαντλημένο), 1998 Ο κώδικας του αυτοκράτορα, μυθιστόρημα, 2011


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 5

ΝΙΚΟΣ Κ. ΚΥΡΙΑΖΗΣ

Ο ΚΩΔΙΚΑΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ Μυθιστόρημα

öõ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 6

©

Copyright Νίκος Κ. Κυριαζής – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2011

Έτος 1ης έκδοσης: 2011 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-5323-5


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 7

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Ένας αυτοκρατορικός όρκος και μια μάχη (Από τα «Χειρόγραφα του Ανωνύμου») . . . . . . . . . . . . . . . Πώς ο συντηρητής Σάββας Χατζημηνάς συνάντησε τον Βαπτιστή Ιωάννη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μια θεολογική συζήτηση – και όχι μόνο . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Άγιος Πατέρας προτιμά να μη γνωρίζει, αλλά ο καρδινάλιος Χορπαζέφσκι θέλει να μάθει . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μια άτυχη ημέρα ενός κλέφτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ένας καλοντυμένος κύριος στη λειτουργία του πατέρα Ισίδωρου . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στο Άγιον Όρος δυο μοναχοί συσκέπτονται και συζητούν για τα εγκόσμια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Σχέδια και κινήσεις με αφορμή τηλεφωνήματα . . . . . . . . . . . . Ο ντοτόρε Κορλεόνι διαβουλεύεται και ερευνά παράξενα φαινόμενα της φύσης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η Θεσσαλονίκη δε θα πέσει . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οψόμεθα εις Πλαταμώνα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Περιπέτειες των δρόμων . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο ντοτόρε Κορλεόνι γεύεται τσίπουρο και άλλες λιχουδιές . . . Κικίνηθος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Με τη βοήθεια του Θεού ο μοναχός Νικόδημος νικά, μα δεν του φτάνει . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Προσκύνημα στον Όσιο Λουκά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μια ξεχασμένη μάχη και μια σύγχρονη συμμαχία . . . . . . . . . 

11 23 37 44 53 69 71 91 95 115 133 148 158 166 178 196 202


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 8

Γιατί, Θεέ μου; . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Περιπλανήσεις στην Αττική . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Άγριοι Αλβανοί και ευγενικοί Ιταλοί μαφιόζοι . . . . . . . . . . . . Ένας μικρός ειδωλολάτρης θεός ταλαιπωρεί τον μοναχό Νικόδημο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Γιατί ο σημαιοφόρος Νικ Ντράιμς τιμήθηκε με το Ασημένιο Αστέρι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οψόμεθα εις Μαραθώνα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ανεβαίνοντας προς συνάντηση με τον όσιο Πατάπιο . . . . . . . . Τους οφθαλμούς άνοιξον εις την αλήθειαν . . . . . . . . . . . . . . . . Η Αποκάλυψη του Νικόδημου (του παλαιού) . . . . . . . . . . . . . Ου παντός πλειν ες Πεντέλην . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η γαλήνη του Νικόδημου (του παλαιού) . . . . . . . . . . . . . . . . . Η εξομολόγηση του Νικόδημου (του νεότερου) . . . . . . . . . . . . Και ζήσαν, όσοι επιζήσαν, άλλοι καλά και άλλοι λιγότερο . . .

222 230 241 249 261 279 291 298 302 305 341 344 349


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 9

Στη μνήμη του πατέρα μου, Κώστα Κυριαζή, που μου ενέπνευσε την αγάπη μου για το Βυζάντιο


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 10


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 11

Ένας αυτοκρατορικός όρκος και μια μάχη (Από τα «Χειρόγραφα του Ανωνύμου») 1

Κλειδί, 1014 μ.Χ.

Στις Σέρρες πέρασε δυο-τρεις χειμώνες ο Βασίλειος. Από εκεί κυβέρναγε, από εκεί διάταζε. Έρχονταν αρχόντοι και τον έβλεπαν, ήλθε και μια αρχόντισσα, ζωστή πατρίκια ήταν. Αρετή τ ’όνομά της, φίλη του από τα παιδικά του χρόνια. Άρρωστος ήταν ο Βασιλέας σαν ήλθε, οι κακουχίες τον είχαν ρίξει στο κρεβάτι. Έγιανε ο Βασιλέας, ξεκίνησε ξανά. Φύγανε οι αρχόντοι, γύρισαν στη Βασιλεύουσα, στη ζεστασιά και στ ’αρχοντικά τους. Φύγανε κι ’ανάσαναν, γιατί πάντοτε μουρμούριζαν, πάντα παραπονιόντουσαν μια για το κρύο, μια για τα φτωχικά σπίτια που έμεναν, μια για την κλειστή και άχαρη ζωή που κάνανε μακριά από τα καλά τους. Έφυγε και η αρχόντισσα την άνοιξη και ο Βασιλέας τη συνόδευσε με το φαρί του, τρεις ώρες δρόμο από τις Σέρρες. Άνοιξη ήταν σαν ξεκίνησε πάλι για να χτυπήση τους Βουλγάρους ο Βασίλειος. Χρόνος το 6622 από την κτίση του κόσμου. Για το Κλειδί ετράβηξε, όπως το συνήθιζε, για να δηώσει ακόμα μια φορά τη χώρα του Σαμουήλ. Γερώτερο παρά ποτέ ήταν το φουσάτο2 του. Παληοί πολεμιστές οι περισσότεροι. Θεό τον έβλεπαν τον Βασιλέα. Αργά προχώραγαν οι αρματωμένοι, μπρος δυο ίλες καβαλλαρικού, μια από κατάφρακτους και 


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 12

μια από μονόζωνους ακόμα πιο μπροστά. Νύχτα και μέρα έρχονταν οι εξπλοράτορες. Οι Βούλγαροι δε φαίνονταν. Ήσυχος όδευε ο Βασίλειος. Είχαν αρχίσει να χιονίζουν τα χρυσαφένια γένεια του και τα μαλλιά του. Τα χρόνια που κύλησαν, οι μάχες, οι αγώνες, τον είχαν κάνει να χάσει τη νεανική ορμή του. Δεν ήταν πια το αετόπουλο που κυνηγάει ακόμα και σπουργίτια. Ήταν ο γερο-αετός με το ακοίμητο μάτι που ζητάει βαρύ και πλούσιο θήραμα. Ήσυχος όδευε, γαλήνιος. Η ταραχή των νιάτων είχε μείνει πίσω στα χρόνια τα παληά. Για το στενό, ανάμεσα Κλειδί και Κίμβα Λόγγο, οδηγούσε το φουσάτο του. Σκοπός του η κοιλάδα του Μελένικου και της Στρούμιντζας. Είχε ακόμα κάστρα εκεί ο Σαμουήλ, ήθελε να του τα πάρει. Για την πρωτεύουσά του θα τράβαγε μετά. Για την Αχρίδα και τις Πρέσπες, αφού έκανε δικά του τα κάστρα και τα δυναμάρια και τις πολιτείες που του κλείνανε το δρόμο. Απόβραδο ήταν σαν γύρισαν οι εξπλοράτορες που ψάχνανε για τους εχθρούς. Μαντάτο φέρνανε σημαντικό. Οι Βούλγαροι είχανε κλείσει το στενό με πρόχειρα αναχώματα, με πέτρες και κορμούς από γέρικες βελανιδιές, με κάρα και με βράχους που κύλησαν από ψηλά. Όμως στρατιώτες δε φαίνονταν ένα γύρω. Σταμάτησε το βασιλικό φουσάτο. Σε συλλογή βυθίστηκε ο Βασίλειος. Του κλείνανε το δρόμο. Θάπρεπε νάτανε κοντά οι εχθροί. Χωρίς να πει τη σκέψη του σε κανέναν από τους δικούς του άλλαξε τη διάταξη του στρατού – μπροστά οι πεζομάχοι, πίσω το καβαλλαρικό. Τ ’άλογα θα σταματούσαν μπρος στα εμπόδια. Οι πεζομάχοι όχι. Πρόσταξε να φορέσουν τα κασίδια, που είχανε βγάλει οι στρατιώτες του, να σφίξουν τις αρματωσιές τους, να ελέγξουνε τα όπλα τους, σα να πήγαινε σε μάχη, και ύστερα έβαλε τις σάλπιγγες και τα βούκινα να σημάνουνε πως ξεκινούσανε ξανά. Ακόμα μια ώρα όδεψε το βασιλικό φουσάτο. Ιούλης μήνας ήταν, 27 για την ακρίβεια. Δυο ώρες δρόμο μακριά από το στενό σταμάτησε το πολεμόχαρο φουσάτο του. Οι Βούλγαροι δεν τον είχαν 


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 13

ενοχλήσει. Ήταν όμως εκεί. Τους οσμιζόταν. Διπλούς και τρίδιπλους βαρδιάνους έβαλε τη νύχτα. Δυο φορές έκανε το γύρω του στρατόπεδου μαζί με τον Δρουγγάριο3 της Βίγγλας. Φοβόταν τη χωσιά. Ξημέρωσε ζεστή η μέρα. Ζώστηκαν τ ’άρματα οι στρατιώτες, ξεκίνησαν, μπήκαν στο στενό. Βούλγαροι δε φαίνονταν. Ο Βασίλειος κάλεσε δίπλα του το σαλπιγκτή του. Ήταν περισσότερο από βέβαιος πως είχαν αφήσει τις κορφές, πως θα του ρίχνονταν μόλις θα έφθαναν τ ’αναχώματα. Σάλπισε ο σαλπιγκτής, αντήχησε η χαράδρα. Ανοίξανε το βήμα οι στρατιώτες, ζυγώναν τα εμπόδια. Βουνά οι βράχοι, απέραστοι. Γιγάντειοι οι κορμοί, σωρός τα κάρα. Σήμανε ξανά η σάλπιγγα. Αρχίσανε να τρέχουν οι στρατιώτες. Όσο πιο σιμά στα οχυρώματα, τόσο πιο καλά, κι ας τους ρίχνονταν οι Βούλγαροι. Ζύγωναν οι πρώτοι, φθάνανε, όταν έγινε ο χαλασμός. Βροντές ακούστηκαν, βροντές και θόρυβος που θύμιζαν σεισμό. Κυλούσαν βράχους από ψηλά οι Βούλγαροι. Πέφτανε με πάταγο τραβώντας κι ’άλλους μαζί τους και πέτρες και λιθάρια και χώματα. Γέμισε σκόνη η χαράδρα. Ύστερα άρχισαν οι σαγίτες και οι πέτρες από τους σφενδονιστές. Ουρλιάξανε οι Βούλγαροι, βογγούσαν οι λαβωμένοι, σφυρίζαν οι σαγίτες, βροντάγανε οι βράχοι. Βάρεσε ξανά η σάλπιγγα. Στα οχυρώματα χιμήξανε οι πεζομάχοι. Οι Βούλγαροι προβάλαν πίσω τους. Κορμιά πέσανε σφαδάζοντας στη γη. Το αίμα έτρεξε ποτάμι. Σκοτώνονταν, σουβλίζονταν οι Ρωμηοί χωρίς να μπορούν να απαντήσουν. Τράβηξε με δύναμη τα γένεια του ο Βασίλειος. Τέτοιο κακό δεν το περίμενε. Γύρω του πέφταν βράχοι, κοντάρια, πέτρες, φτερωτές σαγίτες. Σκοτώνονταν σιμά του. Δεν το λογάριαζε. Δεν εσκεπτόταν ότι δεν ήτανε αθάνατος. Τη συμφορά του έβλεπε και λύσσαξε από το κακό του. Δυο επιθέσεις κάνανε στα οχυρώματα οι στρατιώτες. Οι φωνές τους τον μεθούσαν. —Βασίλειε, συ νικάς, ξελαρυγγίζονταν. Βασίλειε, συ νικάς, πεθαίνανε. 


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 14

Έβαλε το σαλπιγκτή του να σημάνη πάλι. Ήταν ανώφελο. Θάχανε πολλούς στρατιώτες χωρίς να πετύχη εκείνο που ποθούσε. Οι Βούλγαροι είχανε πάρει το απάνω χέρι, έπρεπε να το παραδεχτεί. Το παραδέχτηκε, αλλά δεν υποτάχτηκε. Υποχώρησε το φουσάτο, βγήκε ματωμένο από τη χαράδρα, έστησε στρατόπεδο, πλάγιασε να ξεκουραστεί, να φροντίσει τις πληγές του. Ο αυτοκράτωρ αποτραβήχτηκε στην σκηνή του. Ήταν φουρτουνιασμένος. Την ήττα δεν παραδέχονταν. Χρόνια πολεμούσε, και χρόνια νικούσε, σπρώχνοντας πίσω, αργά αλλά αδυσώπητα τους εχθρούς, κάθε εχθρό της αυτοκρατορίας, Βούλγαρους στον Βορρά, Άραβες στα Νοτιοανατολικά. Όμως ο πόλεμος με τους Βούλγαρους βάσταγε. Σκληροί, γενναίοι πολεμιστές ήταν. Σκοτώνονταν, πέθαιναν, λαβώνονταν και πάντα άλλοι έπαιρναν την θέση τους, σαν να τους ξέρναγε η κόλαση, έτοιμοι να πολεμήσουν, να θυσιασθούν, να πεθάνουν. Η αντίσταση σκλήραινε όσο πιο κοντά στην πρωτεύουσά τους τούς έσπρωχνε ο Βασίλειος. Και ο πόλεμος βάσταγε 25 χρόνια και πάνω χωρίς να φαίνεται το τέλος... «Πόσο ακόμα;» σκέφτηκε ο αυτοκράτωρ. «Πόσα χρόνια; Πόσοι νεκροί; Πόσο αίμα; Είμαι πενήντα εννιά χρονών και όσο θυμάμαι πολεμώ. Πρέπει να τελειώσει ο πόλεμος. Πρέπει να τελειώσει όσο αντέχω ακόμα, γιατί μετά από μένα ποιος μπορεί να τον φέρει σε πέρας; Παιδιά δεν έχω και ο αδερφός μου είναι απόλεμος... Κύριε, δώσε μου την νίκη, βάλε τέλος στον πόλεμο, σώσε τους Ρωμαίους!»4 Κάλεσε πολεμικό συμβούλιο. Συννεφιασμένα ήταν και τα πρόσωπα των στρατηγών του. Οι απώλειες συντρόφων τούς βάραιναν όλους. Διχασμένες και οι γνώμες τους. Άλλοι ήθελαν να συνεχισθεί η επίθεση, άλλοι θεωρούσαν πως η τοποθεσία ήταν απόρθητη, πως νέα επίθεση θα οδηγούσε το ρωμαϊκό φουσάτο σε μεγαλύτερη αιματοχυσία χωρίς αντίκρυσμα. Όμως υποχώρηση τώρα, μετά από τόσες νίκες, όταν μια τε


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 15

λευταία νίκη ίσως σήμαινε τον τερματισμό του πολέμου, όταν υποχώρηση θα καταρράκωνε το ηθικό του στρατού του και θα αναπτέρωνε το ηθικό των Βουλγάρων... Όχι, δεν ήταν λύση! Ποια ήταν η λύση; Υπήρχε; Οι στρατηγοί του αποσύρθηκαν, χωρίς να καταλήξουν. Ο Βασίλειος όρισε να ξεκουραστεί αύριο το φουσάτο, ώσπου να ξανασκεφθούν όλα τα ενδεχόμενα... Έφαγε και ήπιε λίγο, πιέζοντας τον εαυτό του για να έχει δυνάμεις. Ήταν ανόρεχτος. Οι νεκροί Ρωμαίοι, από τόσες μάχες, παλαιότερες και την σημερινή, τον βάραιναν. Δεν έπρεπε να είχαν πεθάνει άδικα... Αποτραβήχτηκε σε μια άκρη της σκηνής όπου υπήρχε πρόχειρο εικονοστάσι. Μπροστά του έκαιγαν κεριά, φωτίζοντας με την τρεμουλιαστή φλόγα τους την σκηνή και τα τραβηγμένα χαρακτηριστικά του αυτοκράτορα. «Βοήθησέ με Κύριε», προσευχήθηκε ο Βασίλειος με τόση θέρμη και πίστη όσο ίσως ποτέ πριν. «Βοήθησε τον λαό σου, οδήγησέ με. Ας τελειώσει πια ο πόλεμος, ας γυρίσουν πίσω οι στρατιώτες, στις πολιτείες, τα χωριά, τις οικογένειές τους. Κουράστηκαν πια στις μάχες και τον θάνατο... Είμαι μόνο ένας θνητός που προσπαθεί να σηκώσει το βαρύ στέμμα της εξουσίας για το καλό των Ρωμαίων. Αν δεν νικήσω εδώ, πόσα χρόνια ακόμα πόλεμος; Πόσο αβέβαιο το μέλλον; Σώσε τον υπηρέτη Σου, Κύριε, βοήθησέ με!» Έκανε τον σταυρό του, είπε την βραδινή προσευχή του, ξάπλωσε στο απλό κρεβάτι εκστρατείας. Στριφογύρισε ώρες πολλές, πριν αποκοιμηθεί. Ξύπνησε απότομα, ακούγοντας βαριά επιτακτική φωνή που πρόσταζε: —Βασίλειε, άκουσε! Άκουσέ με Βασίλειε! Άνοιξε τα μάτια. Τα ματόκλαδά του τρεμόπαιξαν. Τα έκλεισε για λίγο, γιατί το φως γύρω από την άγνωστη μορφή ήταν τόσο έντονο που τον τύφλωνε. Τα άνοιξε πάλι, με κόπο, μουρμούρισε, 


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 16

άθελά του χρησιμοποιώντας την λέξη που συνήθως άκουγε ο ίδιος από στόματα άλλων: —Κέλευσον! 5 Δε διάκρινε καθαρά τα χαρακτηριστικά της μορφής που στέκοταν μπροστά του, τόσο δυνατό ήταν το φως που ανάδυε. Σαν να είχε έρθει ένας ήλιος μέσα στην σκηνή του. Όμως ο αυτοκράτωρ δεν αμφέβαλε καθόλου για το ποιον αντίκρυζε. Η βαριά φωνή ακούστηκε ξανά, δυνατή σαν βούκινο: —Βασίλειε, ο Κύριος εισάκουσε την προσευχή σου! Θα νικήσεις, αν αφιερώσεις στον πιο ιερό χώρο της αυτοκρατορίας το πιο πολύτιμο της πίστης και το πιο πολύτιμο δικό σου! Η μορφή χάθηκε, αφήνοντας την σκηνή στο σκοτάδι, πριν ο Βασίλειος προλάβει να ρωτήσει κάτι άλλο. Το επόμενο πρωί, όταν ξύπνησε, ο Βασίλειος κάλεσε τον πνευματικό και εξομολογητή του γέροντα μοναχό Αθανάσιο. Του διηγήθηκε το νυχτερινό όνειρο. —Μεγάλο το όνομα του Κυρίου, μεγάλη η Χάρη Του, είπε ο Αθανάσιος. Ευλογημένος είσαι Βασιλέα, που ο Κύριος εισάκουσε την προσευχή σου. Νίκη, συμφωνώ μαζί σου τέκνο μου. Ο αγγελιοφόρος ήταν αρχάγγελος ή άγιος πολεμιστής, ο Μιχαήλ ή ο Γαβριήλ, ο Γεώργιος ή ο Δημήτριος. Δεν έχει σημασία ποιος ήταν. Άγγελος του Κυρίου ήταν! Ο γέροντας έκανε τον σταυρό του. —Ποια είναι η σημασία του μηνύματος, αναρωτήθηκε ρωτώντας ο αυτοκράτωρ. Ποιος είναι ο ιερότερος χώρος της αυτοκρατορίας; — Το Άγιο Όρος, τέκνο μου. Δε χωράει αμφιβολία. Χώρος προσευχής, μακριά από κάθε πειρασμό, αφιερωμένος στην λατρεία του Θεού, μακριά από τα εγκόσμια. Ο προκάτοχός σου, αυτοκράτωρ Νικηφόρος Φωκάς, έκτισε εκεί την μονή της Μεγίστης Λαύρας... Αυτός είναι ο τόπος του μηνύματος. 


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 17

—Το σκέφτηκα και εγώ γέροντα, συμφώνησε ο Βασίλειος. Ήθελα όμως να σε ακούσω χωρίς να σε επηρεάσω. Και τα δυο πολύτιμα; Της πίστης και δικό μου; —Της πίστης το γνωρίζεις Βασίλειε. Το ιερό ποτήρι της Θείας Μετάληψης στον Μυστικό Δείπνο του Κυρίου. Και η λόγχη που τρύπησε τα πλευρά του... —Φυλάγονται και τα δυο στην Πόλη, στον ναό της Θεού Σοφίας, από τότε που ο Ηράκλειος τα πήρε πίσω από τους Πέρσες, και τα έφερε για ασφάλεια στην Πόλη λίγο πριν οι Άραβες κατακτήσουν την Ιερουσαλήμ. Όμως γιατί να ζητά να τα πάρω από την Πόλη και να τα φέρω ως αφιέρωμα στην Μεγίστη Λαύρα; —Ανεξιχνίαστες οι βουλές του Κυρίου, τέκνον μου, αναστέναξε ο μοναχός. Ίσως η Πόλη να είναι και τόπος αμαρτίας, όσο ιερός και αν είναι ο ναός της Θεού Σοφίας... Σίγουρα ανάμεσα στους κατοίκους της πόλης υπάρχουν και εκείνοι που αγαπούν τον πλούτο, την ηδονή, την φιλαυτία. Κάθε πολύκοσμη πόλη, και η Κωνσταντίνου πόλη πρώτη στην αυτοκρατορία, περιέχει αμαρτωλούς... Ίσως γι ’αυτό... —Όλοι είμαστε αμαρτωλοί, μουρμούρισε ο αυτοκράτωρ. Απλά, μερικοί προσπαθούμε και σε τούτο τον κόσμο να εξελεωθούμε, πράττοντας το σωστό. —Αληθινά μιλάς, Αύγουστε,6 απάντησε ο καλόγερος. Αυτό προσπαθούν οι μοναχοί του Αγίου Όρους... —Δεν θα θυμώσει ο Πατριάρχης; —Ίσως Αύγουστε. Πιστεύω όμως πως θα κατανοήσει την αναγκαιότητα, όταν μάθει για το μήνυμα που σε αξίωσε ο Κύριος. Άλλωστε, εδώ αχνό χαμόγελο πονηριάς άνθισε φευγαλέα στα χείλη του Αθανάσιου, που μόλις φαίνονταν ανάμεσα στην μακριά λευκή γενειάδα, όταν επιστρέψεις θριαμβευτής στην πόλη σου, ποιος θα αμφισβητήσει την όποια απόφασή σου; Ο αυτοκράτωρ χαμογέλασε και εκείνος. Είχε δίκιο ο γέροντας. Για τούτο τον είχε πάντα κοντά του, έμπιστο σύμβουλό του. 


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 18

Ο Αθανάσιος, εκτός από πνευματικός πατέρας, διέθετε και οξυδέρκεια για τα εγκόσμια ζητήματα. — Εντάξει λοιπόν. Θα αφιερώσω το ποτήρι και την λόγχη στην Μεγίστη Λαύρα. Και το πιο πολύτιμο δικό μου; —Τούτο, Αύγουστε, πρέπει να το κρίνεις ο ίδιος. —Το στέμμα μου, αποφάσισε ο αυτοκράτωρ. Το στέμμα που φόρεσαν τόσοι και τόσοι πριν από μένα, το σύμβολο της βασιλείας μου! Τούτο είναι το πιο πολύτιμο αντικείμενο στην κατοχή μου! —Θα το αποχωριστείς Αύγουστε; —Με χαρά γέροντα, αν μου δώσει την νίκη! Τι είναι ένα στέμμα, όσο ακριβό, όσο χρυσάφι και πετράδια και αν έχει, μπροστά στις ζωές των Ρωμαίων, την ασφάλεια της αυτοκρατορίας, την ειρήνη; Θα φτειάξουν άλλο στέμμα για μένα! Ας κοσμήσει την Μεγίστη Λαύρα, δείγμα της πίστης μου, αν χρειάζεται δείγμα πέρα από τις προσευχές και τα έργα μου! Ο αυτοκράτωρ γονάτισε μπροστά στο εικονοστάσι της σκηνής, προσευχήθηκε, και μετά είπε δυνατά: —Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας Τριάδας πως αν αξιωθώ νίκη θα αφιερώσω την λόγχη και το Ποτήρι της Μετάληψης στο μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος, μαζί με το στέμμα μου! —Αμήν, πρόσθεσε ο Αθανάσιος. Λίγο αργότερα ο αυτοκράτωρ διάταξε νέο πολεμικό συμβούλιο. Με τους κατεπάνω7 και τους τουρμάχες8 έσκυψαν πάνω στους πρόχειρους χάρτες της περιοχής, αντάλλαξαν γνώμες. Δεν κατάληξαν. Τίποτε δε φαινόταν να είχε αλλάξει. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες περίμεναν ανυπόμονοι να ριχτούν ξανά στην μάχη, να ξεπλύνουν την προσβολή της χθεσινής ήττας. Από τα αντερείσματα και τα βράχια τους οι Βούλγαροι κραύγαζαν και ειρωνεύονταν τους Ρωμαίους, αποκαλώντας τους κάποιοι που ήξεραν σπαστά ελληνικά, γυναίκες, κιοτήδες, σκύλας γιους, δειλούς. 


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 19

Ακούστηκε μικρή αναταραχή έξω από την σκηνή του αυτοκράτορα, δυνατές φωνές, διαπληκτισμοί. Ο Βασίλειος ανασήκωσε τα φρύδια απορημένος. —Τι συμβαίνει; Έρικ, στράφηκε σε έναν δρουγγάριο της φρουράς των Βαράγγων.9 Πήγαινε να δεις τι είναι η φασαρία. Ο ξανθός δρουγγάριος βγήκε και γύρισε σε λίγα λεπτά. —Αύγουστε, μια περίπολος, έφερε έναν Βούλγαρο αυτόμολο, που ζητάει να μιλήσει στο Μεγαλείον σου. Έχει πληροφορίες μόνο για τα αυτιά σου, ισχυρίζεται, είπε σε σωστά ελληνικά ο Έρικ. —Να περάσει, αποφάσισε αμέσως ο Βασίλειος. Τέσσερις Βαράγγιοι έφεραν ανάμεσά τους έναν κουρελιάρη λιγνό μεσήλικα άνδρα. Έπεσε στα γόνατα μόλις αντίκρισε τον αυτοκράτορα. —Αύγουστε δεν είμαι Βούλγαρος! Είμαι Ρωμαίος! είπε ελληνικά. Οι Βούλγαροι με πήραν σκλάβο πριν από χρόνια, όταν λεηλάτησαν την Βέροια. Χρόνια ζητούσα ευκαιρία να το σκάσω και μόλις χθες την νύχτα το κατόρθωσα! Είναι πολύ βέβαιοι για την νίκη τους. Χθες το βράδυ γιόρταζαν και το έρριξαν στο ποτό. Η φύλαξή τους ήταν λειψή. —Τι θέλεις να μου πεις; Μίλα! διάταξε ο Βασίλειος. —Αύγουστε, γνωρίζω καλά τούτα τα μέρη. Ο κύριός μου, Βούλγαρος κεφαλάς έχει κάστρο εδώ κοντά. Έχω βοσκήσει τα κοπάδια του σε όλα αυτά τα βουνά. Γνωρίζω μονοπάτι αφύλακτο που οδηγεί πίσω από τις θέσεις των Βουλγάρων! Τα μάτια του Βασίλειου έλαμψαν. Σκέφτηκε φευγαλέα πως ίσως ήταν παγίδα, όμως αποδίωξε την σκέψη. Κάτι μέσα του του έλεγε να εμπιστευθεί τον αυτόμολο. Η καρδιά του του μηνούσε πως ήταν ειλικρινής. Ύστερα... ήταν και το όνειρο. Ο Κύριος του έστελνε την λύση, τον μαντατοφόρο, όπως του είχε στείλει και τον άγγελο. Ο αυτόμολος ήταν η απάντηση στον όρκο που είχε δώσει λίγο πριν. —Σε πιστεύω... πώς είναι το όνομά σου; 


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 20

—Λάζαρος, Αύγουστε. «Λάζαρος. Θεϊκό σημάδι. Ανάσταση της ελπίδας», σκέφτηκε ο Βασίλειος. —Λάζαρε, πλούσια θα είναι η ανταμοιβή σου αν λες αλήθεια. Ο αυτοκράτωρ των Ρωμαίων δεν είναι αγνώμων και ξέρει να ανταμείβει όσους τον υπηρετούν πιστά! Αν όμως είναι προδοσία, τότε ο πρώτος που θα πεθάνει, θα είσαι εσύ! —Δεν είμαι προδότης Αύγουστε! Ορκίζομαι στην Παναγία! —Περίμενε έξω, διάταξε ο Βασίλειος. Όταν βγήκε από την σκηνή, στράφηκε στους αξιωματικούς του, άκουσε ξανά τις γνώμες τους. Τελευταίος, μίλησε ο Κατεπάνω του θέματος της Μακεδονίας Νικηφόρος Ξιφίας. —Τρεις τούρμες σου ζητάω, Ευσεβέστατε. Πεζομάχους. Μ ’ αυτούς θ ’ανέβω τα βουνά για να χτυπήσω από πίσω τους Βουλγάρους. —Σα νυχτώσει. Λάμψανε τα μάτια του Βασίλειου. Διάλεξε μονάχος σου τις τούρμες που ζητάς. Δικές σου από τώρα. Όμως πρέπει να προσέξεις. Είναι πολλοί οι Βούλγαροι κι ’αν σε απαντήσουν, θα σε χαλάσουνε στα σίγουρα. Γονάτισε, φίλησε το χέρι του Βασίλειου ο Ξιφίας. —Το βούκινό μου τρεις φορές θ ’αντιλαλήση σαν θάμαι έτοιμος να τους ριχτώ, Ευσεβέστατε, του είπε. —Μαζί θα πέσουμε απάνω τους, άρχοντα Νικηφόρε. Δική μας θάναι η νίκη. Δική σου θάναι η δόξα. Και η τιμωρία των Βουλγάρων που τόσο στρατό μου χάλασαν θα είναι χειρότερη κι ’από τις χειρότερες που μπορεί να βάλη ο νους τους. Έξω από την χαράδρα περίμεναν με τ ’ άρματα στο χέρι οι στρατιώτες του Βασίλειου. Μια προσταγή του θέλανε και θα πέφτανε ξανά απάνω στους Βουλγάρους. Θ ’αψήφαγαν το θάνατο, τον Χάροντα δεν τον λογάριαζαν. Τον Βασιλέα σκέπτονταν. Ο αήττητος είχε υποχωρήσει. Και τα οχυρώματα ήταν πάντοτε στα χέ


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 21

ρια των εχθρών. Η πρώτη μάχη τούτης της χρονιάς ήτανε, έπρεπε να τους νικήσουν. Έφτασε το μεσημέρι. Ακίνητο ήταν πάντα το φουσάτο. Βράζαν τα κασίδια, καίγαν οι αρματωσιές. Καβάλλα στ ’άλογό του, αμίλητος, ο Βασίλειος κοίταζε πάντοτε εμπρός. Πέρασε ακόμα μια ώρα. Τ ’άλογα αρχίσανε να χλιμιντράνε. Βουβή ήταν η χαράδρα. Ούτε οι Βούλγαροι δε μίλαγαν. Ένας αετός με απλωμένα τα δυνατά φτερά του χύθηκε μέσα στο στένωμα. Ρίγησε το βασιλικό φουσάτο. Προμήνυμα Θεού θα ήτανε. Κοιτούσανε ακόμα το περήφανο πουλί, όταν βούκινο έσπασε με τη βαρειά φωνή του τη σιωπή. Βούιξε, σταμάτησε, ξαναβούιξε, ξανασταμάτησε. Δυο, τρεις, φορές. Ο Βασίλειος σήκωσε το χέρι του. Ο σαλπιγκτής του έφερε τη σάλπιγγα στο στόμα του και φύσηξε τρεις φορές κι εκείνος. Τρέχοντας ξεκίνησε το βασιλικό φουσάτο. Πετώντας έφτασε κοντά στα οχυρώματα. Ζωσμένοι ανάμεσα σε δυο στρατούς, τόσο πολύ τα χάσανε οι Βούλγαροι, που, ενώ άλλοι πολεμούσαν, άλλοι πετούσανε τα όπλα τους να τρέξουνε να σωθούνε. Στην πρώτη τη γραμμή ήταν ο Βασίλειος, περασμένος πια στα χρόνια, γύρω στα πενηνταεννιά. Περασμένος στα χρόνια, με ακατάβλητο όμως χέρι, με άσβεστη τη δίψα του χαλασμού. Εμπρός στα οχυρώματα σταμάτησε. Το άλογό του δεν μπόραγε να τα περάση. Ξεπέζεψε. Με το σκουτάρι και το εικόνισμα στο ένα χέρι, με το σπαθί στο άλλο, σκαρφάλωσε σα νάτανε στρατιώτης, βράχους, πέτρες, χώματα, κορμούς από βελανιδιές. Λάμπανε τα μάτια του. Με ορμή ανεβοκατέβαζε το όπλο του. Είχε χάσει στρατιώτες του στην πρώτη του επίθεση. Πολλούς στρατιώτες, παιδιά ακόμα, ώριμους πολεμιστές που τον ακολουθούσαν χρόνια τώρα. Ο θάνατός τους γύρευε εκδίκηση. Κατέβηκε από τα οχυρώματα, φύγανε από μπροστά του οι Βούλγαροι. Σε μια άκρη της χαράδρας μάχη γινότανε σκληρή. Προσπάθαγαν να σώσουν τη ζωή του Τσάρου οι Βούλγαροι. Αμύνονταν και πέθαιναν. Εκείνους γύρεψε ο Βασί


ΚΥΡΙΑΖIS sel_final_Layout 1 14/06/2011 1:07 μ.μ. Page 22

λειος. Σε κείνους έτρεξε σα νάτανε παιδί στα χρόνια. Καβάλα πολεμούσε ο Τσάρος έχοντας δίπλα του το γιο του κι ακόμα ογδόντα κεφαλάδες. Δεν τον επρόλαβε. Άνοιξαν δρόμο οι Βούλγαροι, το έσκασε τρίτη φορά μπροστά του. Ησύχασε η χαράδρα. Η μάχη τελείωσε. Παραδοθήκανε οι Βούλγαροι. Ήταν πολλοί, γύρω στις δεκαπέντε χιλιάδες. Δεν ήταν νίκη, ήταν θρίαμβος.10




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.