ΘΕΜΗΣ ΠΑΝΟΥ Ιστορίες
ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΗΜΟΥ Σκίτσα
VΙστορίες ITA BREVIS για αχρείους Διηγήματα
ƒ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
©
Copyright Θέμης Πάνου – Θανάσης Δήμου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2013
Έτος 1ης έκδοσης: 2013 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα ☎ 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-5681-6
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ορντινάντσα [ 9-34 ]
Διαθήκη [ 35-58 ]
Λίμπερτι [ 59-84 ]
Πανσιόν [ 85-108 ] ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[ 109-132 ]
Ορντινάντσα
μες στη νύχτα, ο στρατηγός Ταρκαζίκης πάει να επιθεωρήσει το μέτωπο του Αϊβανσαράι.2 Κρυμμένος στο ανάχωμα, πατάει επάνω σε τρεις στρατιώτες νεκρούς,3 για να ρίξει μια ματιά στον απέναντι λόφο, τον οποίο έχει ήδη καταλάβει ο εχθρός. Μέσα στην απόλυτη ησυχία ωστόσο, αντιλαμβανόμενος το μάταιον του επαγγέλματός του, ψιθυρίζει «βρε ζωή, φαρμάκια στάζεις, σε βαρέθηκα», καπνίζοντας ένα τσιγάρο, το τελευταίο, αφού η ίδια η ζωή, κατανοώντας ότι έχασε το κέφι του γι’ αυτήν, τον εγκαταλείπει πάραυτα και ο στρατηγός πέφτει ξερός από μια αδέσποτη, που όλως παραδόξως τον βρίσκει στο δόξα πατρί. Αυτοστιγμεί, ο συνοδός του φαντάρος, εκμεταλλευόμενος το απότομον του τέλους, παίρνει τη θέση του πεθαμένου και αλλάζει όνομα και εμφάνιση δίχως δεύτερη σκέψη.
Α
ΡΟΝ ΑΡΟΝ ΚΛΗΘΕΙΣ 1
ΘΕΜΗΣ ΠΑΝΟΥ – ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΗΜΟΥ
Τώρα, ο Ιάκωβος Μελκερέντζος,4 η ορντινάντσα του στρατηγού, από απλός φαντάρος, προήχθη αυτοβούλως σε στρατηγό, και κάνει το καθήκον που του επέβαλε ο φιλοτομαρισμός του. Σερνάμενος πρηνηδόν, πήγε και παραδόθηκε απέναντι. Ως στρατηγός φυσικά. Ζητώντας για αντάλλαγμα των στρατιωτικών του μυστικών, που οικειοθελώς ξεφούρνισε, ένα μέλλον άνετο, ευκατάστατο και μακριά από εκεί. Πολύ μακριά. Επειδή τα μυστικά ήσαν εκ των καλυτέρων, οι άλλοι τσιμουδιά δεν βγάζουν σε κανέναν, τον φροντίζουνε καταλλήλως και τον βάζουν σύμβουλο «επί ειδικών θεμάτων» ενός διπλωμάτη, της γνωστής οικογενείας των Χαλβαδιάν από το Ερζερούμ. Αυτός ο τελευταίος, ο περίφημος Αρτό,5 μεγάλη μάρκα και κρυφή πληγή, τον έχει σαν παιδί του. Του δίνει τη θέση του γιου που δεν απέκτησε ποτέ και τον κάνει δεξί του χέρι. Ο Ιάκωβος απολαμβάνει τώρα τα καλά της καινούργιας του ζωής, αλλά, όντας αχόρταγος και εντεψίζης, αρχίζει να προσβλέπει στα πλούτη του Αρμένη. Έτσι, σε έναν αποκριάτικο μπάλο, εκμυστηρεύεται στη μοναχοκόρη6 του ευεργέτη του πως νιώθει γι’ αυτήν «έλξιν ακαταμάχητον» και πως συχνά τον πιάνουν σφίξεις ερωτικές, για αυτήν συ
Ο Μελκερέντζος τότε...
ΘΕΜΗΣ ΠΑΝΟΥ – ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΗΜΟΥ
γκεκριμένα, τις οποίες δυσκολεύεται να κουλαντρίσει. Η κοπέλα μασάει το παραμύθι μαζί με τα κουκούτσια και τρέχει και το λέει στον μπαμπά της, πως ο Ιάκωβος την αγαπά και θέλει να την πάρει για γυναίκα του. Ο Χαλβαδιάν δέχεται ευχάριστα το νέο, αλλά επειδή η κόρη ήτανε παχιά σαν βόδι και κανένας δεν την έπαιρνε πια, υποψιαζόμενος τέχνασμα και υστερόβουλη σκέψη κρυμμένη στα αγνά αισθήματα του νεαρού, αφού δεν ελησμόνησε ποτέ το παρελθόν του, σκέφτηκε να τον ξαποστείλει. Του ζητάει, δήθεν, μια χάρη να του κάνει, λιγάκι δύσκολη, και τον παρακαλάει να συναντήσει στην Αλεξάνδρεια έναν Χιώτη καμπαρετζή, τον Ραφαήλ Γκολίτο,7 με τον οποίο είχανε δοσοληψίες από παλιά και ανοιχτούς λογαριασμούς. Όταν με το καλό θα γυρνούσε, κάτι κτήματα προικώα στην Αβησσυνία, γεμάτα χουρμαδιές και μπορεί πετρέλαιο, μπορεί, μαζί με τη μονάκριβή του κόρη θα τον αντάμειβαν. Εάν γυρνούσε. Η εργασία του έμοιαζε απλούστατη. Θα πήγαινε εκεί για να εισπράξει ορισμένα χρεωστούμενα, που τα καθυστερούσε αδικαιολόγητα ο Χιώτης. Του είχε κάνει ένα ωραίο δάνειο προ καιρού, το οποίο είχε φυσικά ξοφλήσει, αλλά οι τόκοι ήσαν ακόμη απλήρω
Χαλβαδιάν, ο πλούσιος Αρμένης
ΘΕΜΗΣ ΠΑΝΟΥ – ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΗΜΟΥ
τοι. Και επειδή ήξερε πως ρευστό δεν ευκολυνόταν να δώσει ο παλιός του συνεργάτης, είχανε συμφωνήσει να του παραδώσει ένα χρυσό εικόνισμα της «Παναγίας με τα Κρίνα», όπως λεγόταν. Η αμέλεια του οφειλέτη τον είχε χολοσκάσει όσο να ’ναι, αλλά εκείνο που ήθελε διακαώς ήτανε η εικόνα, γιατί την είχε υποσχεθεί στη μαμά του, να τη βάλει στο μνήμα της. Ο μέλλων γαμπρός δέχτηκε με όρεξη να κάμει ένα τέτοιο ταξίδι, μιας και η δουλειά έμοιαζε εύκολη, και ήτανε το μόνο που του γύρευε ο Αρμένης για να γίνει άντρας της χονδρής και μοναδικός του κληρονόμος. Του έδωσε και ένα γράμμα σφραγισμένο να το παραδώσει ιδιοχείρως, εάν παρ’ ελπίδα αρνηθεί ή κάμει πως ξέχασε την οφειλή του. Τον έβαλε σε ένα βαπόρι το λοιπόν, του κούνησε κι ένα άσπρο μαντήλι, και η ορντινάντσα του στρατηγού ανοίχτηκε στο πέλαγος. Το βαπόρι είναι καινούργιο και γλιστράει ωραιότατα στην επιφάνεια της θάλασσας, κουβαλώντας ανάμεσα στους άλλους επιβάτες και ένα θίασο ποικιλιών,8 που πάει να επισκεφθεί την Αντίς Αμπέμπα, την Αλεξάνδρεια και άλλες πιάτσες συμφερτικές. Ο Ιάκωβος δεν αργεί να πιάσει γνωριμίες με τους θεατρίνους, θες από την έξαψη του ταξιδιού και της
ΟΡΝΤΙΝΑΝΤΣΑ
αποστολής του, θες γιατί του γυάλισε μια μικρή σαντέζα, μα πιο πολύ γιατί κάτι ξέρανε από τα κατατόπια της Αλεξάνδρειας, και η κουβέντα ήρθε γρήγορα στα καμπαρέ και στα μέρη όπου σύχναζε ο κόσμος για να διασκεδάσει. Ένας από τους θεατρίνους, ο Φανούρης Τιτιζάκης,9 που είχε πολλές φορές επιδείξει το ταλέντο του σε αυτά τα μέρη, ήξερε την πόλη σαν την παλάμη του χεριού του. Κάλεσε μάλιστα τον Ιάκωβο, όταν θα φτάνανε εκεί, να πάρουνε μαζί ένα απεριτίφ στην περίφημη «Ζαΐρα» του Ραφαήλ παρακαλώ, που ήτανε και φίλος. Ο Ιάκωβος δέχτηκε την πρόσκληση και, απέξω απέξω ρωτώντας, ήθελε κι άλλα να μάθει για τον λεγάμενο. Έτσι, κουβέντα στην κουβέντα και κοντά στο δειλινό, καθώς κοιτάζανε τη δύση στο κατάστρωμα, ο Φανούρης εξέφρασε και τις προσωπικές του υποψίες για τον καμπαρετζή. Διάφορα λεγόντουσαν, για το ποιόν του πιο πολύ, πως έκαμε δηλαδή και λαθρεμπόριο όπλων ακόμα, τα οποία του προμήθευε κάποιος Αρμένης πολύ χωμένος σε ιστορίες παρόμοιες. Γυάλισε το μάτι του Μελκερέντζου ακούγοντας τέτοια και πρότεινε μέσα να πάνε να συνεχίσουν την κουβέντα, γιατί «άρχισε να βάνει ψύχρα», όπως δικαιολογήθηκε. Πήγανε το λοιπόν στην καμπίνα του Ιάκωβου, ανοίξανε μια ωραιότατη μπουκάλα και ο Φανουράκης τα ξέρασε όλα.
ΘΕΜΗΣ ΠΑΝΟΥ – ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΗΜΟΥ
Ο Χιώτης είχε στήσει μια γερή μηχανή και την περνούσε μπέικα. Ένα γραφείο συνοικεσίων για Ευρωπαίους από τη μια μεριά κι από την άλλη ένα υποκατάστημα. Το Σύλλογο Ατόλμων Κορασίδων,10 που διευκόλυνε τις δεσποινίδες να μπούνε στον «καλό κόσμο». Μαθήματα για τρόπους καλούς, ευγένειες, ματιές με νόημα, ένδυση της μοδός, ολίγα γαλλικά, λιγουλάκι πιάνο, τέτοια. Και πίσω απ’ όλα αυτά, η πασίγνωστη «Ζαΐρα». Όσες κοπελίτσες «τα παίρνανε τα γράμματα» τις έβαζε για πρακτική στο μαγαζί. Να γνωρίσουνε κυρίους ευκατάστατους, ώστε όποια ήτανε καπάτσα έκανε την τύχη της. Έπαιρνε δηλαδή πτυχίο με άριστα. Τον Μελκερέντζο τον ζώσανε τα φίδια. Ανησύχησε και σκέφτηκε πως ο Αρμένης έμπλεξε δείχνοντας εμπιστοσύνη σε τέτοιο μούτρο. «Έχει γούστο να κάνει τον ανήξερο και να ’χουμε τραβήγματα», έβαλε με το νου του. Επειδή ωστόσο δεν ήθελε να φανερώσει τίποτα στο θεατρίνο, όταν τον ρώτησε για το σκοπό του ταξιδιού του, είπε μια ιστορία θλιβερή για μία θεία του στα τελευταία της, που πήγαινε να της κλείσει τα ματάκια στην Αλεξάνδρεια. Πολύ την αγαπούσε και δεν ήθελε κάτι χρυσαφικά που είχε κουβαλήσει απ’ τη
Γκολίτος
ΘΕΜΗΣ ΠΑΝΟΥ – ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΗΜΟΥ
Ρωσία να πέσουνε σε χέρια ξένα. Και ήταν και πολλά τα άτιμα. Ασήκωτα. «Να πάνε στράφι; Κρίμας». Είχε κατά νου λοιπόν να τα περιθάλψει δεόντως και συν τω χρόνω να τα γλεντήσει όσο τράβαγε η ψυχή του και άντεχε το σαρκίο του. Να γυρίσει πίσω δεν τον τράβαγε κάτι, άλλον κανένα στον κόσμο δεν είχε. «Και να ξέρεις, Φανούρη, εγώ μοναχοφάης δεν είμαι», του λέει με νόημα. «Τον μπούχτισα τον εαυτό μου και θέλω συντροφιά». Ο Φανούρης το έλαβε το μήνυμα και τον παρακάλεσε να τους δώσει τη χαρά μαζί τους να τον πάρουνε όσον καιρό επιθυμούσε. Φτάνοντας έτσι στη Γη των Πυραμίδων, ο Μελκερέντζος έναν νταλγκά είχε μόνο, να μην τον γελάσει ο ύποπτος αυτός κερχανετζής, και γυρίσει πίσω με άδεια χέρια. Αν έβλεπε πως τον περίμενε κανένα κακό συναπάντημα, θα γύρευε τη συνδρομή των «φίλων» του, οι οποίοι, μόλις έμαθαν από τόν Τιτιζάκη τα καθέκαστα του «κυρίου Ταρκαζίκη», δεν ξεκολλούσαν από δίπλα του. Ιδίως οι γυναίκες. Όταν μπήκε στο καμπαρέ, οι «Κορασίδες» χορεύανε κανκάν. Έπιασε τραπέζι γωνιακό και φώναξε «γκαρσόν». Αντ’ αυτού, εμφανίστηκε μετά από ώρα ένας χοντρούλης με παπιγιόν πράσινο, άσπρο γιασεμί στο
ΟΡΝΤΙΝΑΝΤΣΑ
πέτο και τσιγάρο, το οποίο κάπνιζε ολίγον πρόστυχα. «Αυτό το πράμα σερβιτόρος δεν είναι», σκέφτηκε ο Ιάκωβος και αντελήφθη πως είχε απέναντί του τον αρχάγγελο Ραφαήλ, ο οποίος –γιατί αυτός ήτο πράγματι–, με μια φωνή κοντράλτας, εννοώντας «σε αγνώστους δεν σερβίρουμε», τον ρώτησε σχεδόν προκλητικά: «Τι επιθυμεί ο νεαρός;» Ο Μελκερέντζος δεν τα ’χασε, σηκώθηκε, άπλωσε το χέρι και συστήθηκε. «Ταρκαζίκης. Έμπορος». Ο άλλος ανταποκρίθηκε στη χειραψία και ο Ιάκωβος ένιωσε πως του ψαχούλευε το χέρι, σαν να προσπαθούσε να καταλάβει απ’ την υφή του δέρματος αν ήταν πράγματι αυτό που έλεγε. «Έμπορος; Και τι εμπορεύεστε;» «Βίους Αγίων», του κάνει ο Ιάκωβος. «Νόστιμο! Πολύ νόστιμο», απαντάει ο Χιώτης, με ένα γελάκι που έκανε τον σκεμπέ του να κουνηθεί με νάζι. Κάθεται στο τραπέζι, προσφέρει τσιγάρο από μια ασημένια ταμπακέρα και, χτυπώντας δυο δάχτυλα στον αέρα, καλεί τον Αζά.11 Αυτός, ένας μάλλον ηλιοψημένος της περιοχής, με ένδυμα τοπικό, καταφθάνει με ένα δίσκο γεμάτο φρούτα και μια σαμπάνια δροσερή, τα αφήνει στο τραπέζι και εξαφανίζεται γεμάτος υποκλίσεις. «Και, εάν επιτρέπεται, τι σας καίει πιο πολύ», του λέει ο Γκολίτος, «αγορά για πούληση;» ενώ με το βλέμμα του έδειχνε προς τις διόλου
ΘΕΜΗΣ ΠΑΝΟΥ – ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΗΜΟΥ
άτολμες «Κορασίδες». «Με στέλνει ένας φίλος σας», συνεχίζει ο Ιάκωβος, δηλώνοντας πως ήξερε σε ποιον μιλούσε, αφού ο άλλος δεν μπήκε στον κόπο να συστηθεί. «Ο κύριος Φανούριος». Ακούστηκε ένα «Α!» λίγο παράτονο, κι ύστερα «είστε με το θέατρο», λες και η πληροφορία τον είχε πείσει εντελώς, παρότι η υπερβολική του αντίδραση έλεγε το ανάποδο. Ο άνθρωπος φαινόταν μπαγαμπόντης, γι’ αυτό ο Ιάκωβος απλώς ένευσε με ένα χαμόγελο που έμοιαζε «πες το κι έτσι», χωρίς να αφήνει πολλά περιθώρια να καταλάβει ο άλλος εάν είχε υποθέσει σωστά. Τότε ακούστηκαν χειροκροτήματα στην αίθουσα, για τα κορίτσια που είχανε ολοκληρώσει επιτυχώς ένα ακροβατικό νούμερο, με στάσεις ιδιαίτερες. Χειροκροτεί με θέρμη ο Ραφαήλ και, μόλις καλμάρει λίγο ο ενθουσιασμός, βουτάει ένα χουρμά από την πιατέλα, τον χώνει στο στόμα λαίμαργα και, καθώς σκύβει να σερβίρει σαμπάνια, του κάνει σχεδόν ψιθυριστά: «Σας αρέσει καμία;» Ο Μελκερέντζος δεν αρνήθηκε την προσφορά και γύρισε να διει δήθεν τις κοπέλες, να διαλέξει, αλλά αμέσως μετά, θέλοντας να δείξει πως δεν ήταν για τέτοια, βάζει το χέρι στο σακάκι και, βγάζοντας το γράμμα του Αρτό, το προτείνει στον Χιώτη με σιγουριά που δεν χωρούσε αντιρρήσεις. Αυτός απλώνει το χέρι λέγοντας «Για μένα; Τι εί
Ο Αζά με ευρωπαϊκή ενδυμασία
ΘΕΜΗΣ ΠΑΝΟΥ – ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΗΜΟΥ
ναι;» με ευχάριστη έκπληξη μεγαλοκοπέλας που δέχεται γράμμα ερωτικό από χαμένο εραστή. Το ανοίγει, ρίχνει μια γρήγορη ματιά κι αμέσως βιαστικά το χώνει στην τσέπη. Από εκείνη τη στιγμή το βλέμμα του άλλαξε εντελώς, αλλά ο Ιάκωβος το παρεξήγησε. Του φάνηκε πως ζεματίστηκε ο παραλήπτης από το επιτακτικό ύφος της επιστολής. Ωστόσο κολυμπούσε σε νύχτα βαθιά. Το γράμμα είχε μια λέξη μονάχα και αφορούσε τη ζωή του. Ο Αρτό ζητούσε από τον Ραφαήλ να κάνει ό,τι έκανε πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις. Να τον εξαφανίσει από προσώπου γης. Καλός καλός, αλλά τους παράδες του δεν τους είχε για πέταμα. Ο Χιώτης εκδήλωσε μια στιγμιαία αμηχανία, πράγμα που παρατήρησε ο άλλος με ικανοποίηση, και ύστερα από λίγο ζητάει να τον επιτρέψει να απουσιάσει μια στιγμούλα. Ο Μελκερέντζος τον κοίταζε με ύφος αδίστακτου εκτελεστή, που είχε κάνει τη δουλειά του άμα τη εμφανίσει. Ήτανε σίγουρος πως θα γυρνούσε σε λιγάκι ταπεινωμένος, με το εικόνισμα στα χέρια. Έβλεπε κιόλας τον εαυτό του σαν τις εικόνες στα ντουβάρια της Αγια-Σοφιάς. Να κρατάει ως παντοκράτωρ στη μια παλάμη την κόρη του Αρμένη σαν μικροσκοπική αγελάδα και στην άλλη ένα χρυσό κουτί πλημμυρισμένο λίρες.
ΟΡΝΤΙΝΑΝΤΣΑ
Ήπιε δυο ποτήρια ακόμα, ευχαριστημένος που όλα έβαιναν καλώς, και βάλθηκε να κοιτάζει το πρόγραμμα, το οποίο, όσο περνούσε η ώρα, γινόταν όλο και πιο τολμηρό. Κατέβασε άλλο ένα περιμένοντας, ώσπου μια στιγμή, πίσω απ’ την πλάτη του, ακούει ένα «Ντααρκααζιιίκς», τόσο σιγανά, σαν να το έλεγε φίδι φαρμακερό. Καθώς έστριψε να διει τι ήταν αυτό, βλέπει ξάφνου, πίσω του ακριβώς, εκείνον τον Αζά, να τον κοιτάζει ασάλευτος σαν το φάντασμα της Χατσεψούτ. Τρόμαξε τόσο πολύ, που τινάχτηκε αλαφιασμένος από τη θέση του, με αποτέλεσμα να πέσει χάμω η μπουκάλα και να χυθεί. Ο άλλος μόνο που δεν έγλειψε το πάτωμα από τις συγγνώμες για την ενόχληση. Τέλος, κατάφερε να του πει πως την επομένη το πρωί θα τον περίμενε ο κύριος Ραφαήλ εκεί, στη «Ζαΐρα», και έφυγε αθόρυβα όπως είχε εμφανιστεί. Έκανε λίγη ώρα να συνέλθει από το συμβάν και, άμα ήρθε στα συγκαλά του κάπως, ένιωσε πως καλύτερα να έφευγε από κει μέσα. Βγήκε έξω και πήρε το δρόμο για το ξενοδοχείο, μην μπορώντας ακόμη να εξηγήσει τι στο διάολο είχε συμβεί. Εκεί που την είχε δέσει τη δουλειά, ο άλλος είχε εξαφανιστεί. Του μπήκανε ιδέες μήπως του έκανε καμιά κασκαρίκα ο χοντρούλης, γιατί τον είχε ικανό. Σκοτισμένος με τις σκέψεις του, περπάταγε δίχως