Ελισάβετ Παπαδοπούλου - Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας

Page 1

PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 3

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

μερεσ και νυχτεσ που δεν ηταν δικεσ μασ Μυθιστόρημα

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 4

©

Copyright Ελισάβετ Παπαδοπούλου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2014

Έτος 1ης έκδοσης: 2014 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5768-4


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 5

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

SSS

Τα σύνορα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

11

Η άνοδος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 123 Tax free . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 233 Οι χειραψίες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 276 Καλοκαίρι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 314

5


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 6


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 7

Στην Ελπίδα και την Εύα


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 8


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 9

Οι ευτυχισμένες οικογένειες όλες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, ωστόσο, είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο... ΛΕΟΝ ΤΟΛΣΤΟΪ, Άννα Καρένινα


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 10


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 11

Τα σύνορα

Hταν το

1975 ,

σ’ ένα χωριό του Έβρου. Οι μεγάλες μεταναστεύσεις είχαν πραγματοποιηθεί, οι πληθυσμοί είχαν αραιώσει, το ποτάμι του Έβρου συνέχιζε να χωρίζει την Ανατολή από τη Δύση, οι πληγές από τους πολέμους είχαν επουλωθεί, η γλώσσα είχε αρχίσει να καθαρίζει από τις τουρκικές λέξεις, η Μεταπολίτευση είχε εγκατασταθεί με την πτήση Παρίσι – Αθήνα, όμως η Αθήνα ήταν πολύ μακριά για να καθορίσει τη δική τους μοίρα. Εδώ ήταν τα σύνορα. ❖❖❖

Στεκόταν στην άκρη στο ποτάμι. Ήτανε σούρουπο. Φορούσε ένα φουστάνι από τσίτι, άσπρο με κίτρινα ανθάκια. Το τσιγγάνικό της το έλεγε, γιατί είχε δυο σειρές φραμπαλάδες στο τελείωμα. Φέτος την στένευε λιγάκι και της ήτανε κοντό. Φυσούσε ένας ζεστός νοτιάς που σήκωνε σκόνη και της έφερνε φαγούρα. Τα πόδια της, λεπτά και μαυριδερά σαν βέργες, είχαν μια πρόσφατη πληγή στο αριστερό γόνατο. Καθώς έτσουζε η πληγή, η 11


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 12

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Άννα έπαιρνε από το στόμα μια λωρίδα σάλιου, με φουσκαλίτσες που ασήμιζαν στο απόγευμα, και το άπλωνε με έμπειρες θεραπευτικές κινήσεις. Είχε τη θλίψη ενός οχτάχρονου, στις πληγές των ποδιών της και στις άκρες των χειλιών της. Δεν γελούσε και ήταν σοβαρή. Τα καλοκαίρια της ήταν αργά και σοβαρά κι εκείνα. Όπως κάθε καλοκαίρι, έτσι κι εφέτος τούς περίμενε. «Για το πανηγύρι θα είμαστε εκεί» έγραφε στο γράμμα που έστελνε ο θείος Στέργιος μετά το Πάσχα, και το τηρούσε απαράβατα δεκατρία χρόνια τώρα. Για το πανηγύρι ήτανε πάντα εκεί. Είκοσι έξι Ιουλίου, της Αγίας Παρασκευής, γινόταν το πανηγύρι, και μετά τις δεκαπέντε του μηνός κάθε σούρουπο ήτανε ύποπτο του ερχομού του. Ο Στέργιος ερχόταν κάθε καλοκαίρι από τη Γερμανία, με ένα μεγάλο αυτοκίνητο, που μύριζε ζέστη, ταξίδι και μπαγιάτικο αποσμητικό. Με την πρώτη ευκαιρία η Άννα καθόταν στα πίσω καθίσματα μαζί με την αδερφή της, η θεία Φρόσω καθόταν μπροστά, τεράστια και φανταχτερή σαν τούρτα, και η Άννα μύριζε κρυφά τη λακ από τον κότσο της και το αποσμητικό από τις μασχάλες της. Ήταν η μυρωδιά των ταξιδιών της. Το πιο μακρινό, μέχρι την Αλεξανδρούπολη. Τους αγαπούσε, με τον τρόπο που αγαπούν τα παιδιά: υστερόβουλα και απαιτητικά. Τους αγαπούσε μέσα από στρώσεις ψευδαισθήσεων και υποσχέσεων, που περίμεναν δώδεκα ολόκληρους μήνες για να πραγματοποιηθούν. Δεν ήταν ότι είχε υπομονή, απλώς τις ξεχνούσε, και τις ξαναθυμόταν κάτι τέτοιες μέρες. Η Άννα είδε πρώτα τη σκόνη που σηκώθηκε στο χωματόδρο12


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 13

Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας

μο και ύστερα το αυτοκίνητο. Μια καταιγίδα σκόνης, που τους είχε κλείσει μέσα της. Της φανερώθηκαν όταν έφτασαν πάρα πολύ κοντά της. Η Φρόσω, τεράστια και στολισμένη όπως πάντα, είχε κόμπους ιδρώτα πάνω της και σήμερα ήταν τούρτα παγωτό που είχε αρχίσει να λιώνει. «Βρε την κατσαριδούλα μ’!» βρόντηξε η φωνή της όταν την είδε με απλωμένα χέρια να τρέχει καταπάνω τους. Άνοιξε το παράθυρο του αυτοκινήτου και τα βραχιόλια της βρόντηξαν κι εκείνα. Την έπνιξε μες στα ζεστά βυζιά της, που μύριζαν και φέτος όπως μύριζαν κάθε χρόνο. Μια μυρωδιά που, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα είναι για την Άννα πάντα η μυρωδιά του ερχομού της. Είχε εύκολο το γέλιο. Γελούσε μ’ έναν βραχνό κακαριστό ήχο που έκανε τα βυζιά της ν’ ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά. «Βρε, πώς μεγάλωσες έτσι!» (Τα ίδια τής έλεγε κάθε χρόνο.) «Είμαι κοντή», είπε αυτή. «Κοντό είναι το μάτι τους. Βρε, για δες έναν κορίτσαρο, Στέργιο!» «Πήδα μέσα», της έγνεψε ο Στέργιος και τέντωσε το αριστερό του χέρι που ήταν μακρύ σαν του Τιραμόλα, για να της ανοίξει την πίσω πόρτα. Ο Στέργιος ήταν μακρυκάνης κι αδύνατος. Επιπλέον, ήταν καλοσυνάτος κι αφοσιωμένος σαν σκύλος. Όταν ακούμπησε τον κοκαλιάρικο κώλο της πάνω στα μπεζ καθίσματα, με έκπληξη διαπίστωσε ότι ένα άγνωστο παιδί είχε θρονιαστεί εκεί μέσα, πολύ πριν από την ίδια. 13


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 14

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

«Να σου γνωρίσω τη Χίλντα», είπε η Φρόσω και, όπως της γέλασε, η Άννα είδε τη χαρά να κυματίζει σαν παρελάσιμη σημαία στο πρόσωπό της. Η Χίλντα έδειχνε μικρότερη από την Άννα και, όπως ήταν κουβαριασμένη δίπλα της, παχουλή, ροζ και ξανθιά, έμοιαζε με κουνέλι. Τα μαλλιά της ήταν παράλογα ξανθά, για την ακρίβεια άσπρα, και κουρεμένα αγορίστικα. Η Άννα δεν είχε ξαναδεί τόσο ξανθά-άσπρα μαλλιά και, όταν σήκωσε τα μάτια της να την κοιτάξει, θαμπώθηκε εντελώς. Η Χίλντα άνοιξε δυο γαλάζια μάτια, μεγάλα σαν υποσχέσεις. Εντάξει, υπάρχουν γαλάζια μάτια, όμως όχι τέτοια μάτια! Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο παιδί και ήταν σίγουρη ότι κανείς στο χωριό δεν είχε ξαναδεί ποτέ παιδί-κουνέλι. «Είναι το κοριτσάκι μας», είπε η Φρόσω με τη συνέχεια της ίδιας ανεμίζουσας χαράς πάνω στο πρόσωπό της, που επιπλέον τώρα άστραφτε σαν λαμπατέρ. Δεν ήξερε η Άννα τι σχολιάζουν σε τέτοιες περιστάσεις. Μέχρι πέρσι ο Στέργιος και η Φρόσω δεν είχαν κοριτσάκι. Συνεπώς, δεν ήταν δικό τους. Όχι μόνο γιατί δεν γίνονται τα παιδιά μέσα σε έναν χρόνο έξι ετών, αλλά κι επειδή κανείς απ’ όσους ήξερε δεν είχε τέτοια παιδιά. Τα παιδιά που ήξερε η Άννα ήταν σαν κι αυτήν και δεν ήταν ροζ. Το μόνο που ήθελε να ρωτήσει από περιέργεια ήταν αν το πήραν κι αυτό από τη Γερμανία (όπως, δηλαδή, πήραν τόσα άλλα εντυπωσιακά πράγματα, τηλεοράσεις, ψυγεία, πλυντήρια, ηλεκτρικούς φούρνους και τέτοια), αλλά καταλάβαινε πως αυτό δεν ήταν το πρέπον για την περίσταση. 14


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 15

Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας

«Σε λίγο θα δεις το χωριό του μπαμπά σου», της είπε σιροπιαστά η Φρόσω και της ίσιωσε τα φιογκάκια που κοσμούσαν το άσπρο φανελάκι. «Διες τι ωραίο ποτάμι», της είπε ύστερα από λίγο, «διες τι ωραία δέντρα, τι ανοιχτουσιά, σ’ αρέσ’, τζιέρι μ’; Η ξαδερφούλα σου θα σ’ τα δείξει όλα». «Θες να κάνουμε καρπουζοφάναρα το βράδυ;» ρώτησε με προσποιητό ενθουσιασμό η Άννα. «Was?»1 απάντησε στην ακαταλαβίστικη γλώσσα των ροζ παιδιών η Χίλντα, και παρότι η Άννα δεν κατάλαβε αν είπε «ναι» ή «όχι», έβγαλε κι αυτή το σκασμό. Ο Στέργιος, που, εκτός από το ότι ήταν στεγνός σαν καλαμποκιά, ήταν και λιγομίλητος, ρώτησε αν ήταν κανείς στο σπίτι. Χαζή ερώτηση. Τον τελευταίο καιρό η μαμά της Άννας ήταν συνέχεια στο σπίτι, ήταν όμως στο κρεβάτι, κι έτσι το παιδί δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει. «Στο σπίτι είναι, όμως είναι στο κρεβάτι», είπε. Πιο παλιά έκλαιγε, κι όλο έκανε ότι πονούσε η κοιλιά της κι ότι ήθελε γάλα μες στη νύχτα, κι έπεφτε μπροστά της, αλλά τώρα δεν τα κάνει πια. Δεν ρώτησε ο Στέργιος τι έχει η μαμά της. Όλοι ήξεραν για αυτή την αρρώστια, όλοι εκτός από την ίδια. Ήταν μια εντελώς ακαταλαβίστικη αρρώστια που έκανε άλλοτε να πονάει το κεφά1. Τι; (Σ.τ.Σ.)

15


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 16

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

λι της, άλλοτε το στομάχι της, άλλοτε όλα μαζί· έκλεινε τις κουρτίνες και τους έδιωχνε. Τώρα πια η Άννα το έχει πάρει απόφαση. Η ζωή είναι ένα άθλημα στο οποίο η μαμά της δεν συμμετέχει. Το μοναδικό προνόμιο που της έδινε αυτό ήταν το ότι μια μαμά που έχει παραιτηθεί από τη ζωή δεν κάνει ερωτήσεις για ασήμαντα θέματα όπως το σχολείο, η καθαριότητα και η ευπρέπεια. Έτσι, είχε την ελευθερία να ζει όπως της κατέβαινε. Τη σχολική της τσάντα σχεδόν ποτέ δεν την πήγαινε στο σπίτι. Διάβαζε, αν διάβαζε, ανεβασμένη στα δέντρα, ξαπλωμένη κάτω από αυτά, ακουμπισμένη σε θάμνους. Πολλά σκυλιά στο χωριό δεν είχαν κάνει τόσες βόλτες, όσες τα σχολικά της βιβλία. Παρ’ όλα αυτά, ανυπομονούσε για τον ερχομό της Φρόσως με ιδιοτέλεια, επειδή η Καίτη (αυτή ήταν η μαμά της), κατά έναν περίεργο τρόπο, άρχιζε να γίνεται κάτι πιο συγκεκριμένο από σκιά, από τη στιγμή που την συναντούσε. Όταν το ασημί γερμανικό Φολκσβάγκεν με τη μαύρη οροφή πέρασε την πόρτα της αυλής, ο Στέργιος δίστασε να κορνάρει με εκείνο τον πανηγυρικό διακεκομμένο τρόπο που έκανε παλιότερα, όμως η Φρόσω, λες και διάβασε το παρακλητικό βλέμμα της Άννας, κοιτάζοντάς την ίσια στα μάτια ακούμπησε επιβλητικά την παχιά παλάμη της πάνω στην κόρνα και το σπίτι σηκώθηκε στις μύτες με τη μία. Μια νέα γυναίκα ούτε τριάντα χρόνων, της οποίας τα καλοφτιαγμένα χαρακτηριστικά ήταν καλυμμένα από μια σταχτιά θλίψη (περίπου σαν τα δάση μετά την πυρκαγιά), φορώντας ένα πουά φουστάνι (φερμένο την προηγούμενη χρονιά από τη Γερμα16


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 17

Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας

νία), έκανε την εμφάνισή της ύστερα από ένα δεκάλεπτο περίπου στο κατώφλι της εξώπορτας σιάζοντας τα μαλλιά της. Τα μαλλιά που, όταν ήταν στις καλές της, τα έφτιαχνε κότσο βάζοντας από κάτω (για να φουσκώνει ο κότσος) ψεύτικα μαλλιά που τα είχε φυλαγμένα σε ένα κουτί μες στο κομοδίνο. Τότε φορούσε και το λαμέ της φουστάνι, τα καλά της παπούτσια κι η Άννα από κοντά καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι. Δεν ήταν λίγο να βγαίνεις βόλτα με τη μάνα σου, να είναι γιορτή και να γιορτάζεις. Για άλλα παιδιά μπορεί να ήταν το αυτονόητο. Για την Άννα ήταν το θαύμα. «Καλώς ήρθατε και φέτος», τους καλωσόρισε χωρίς φαντασία. «Άιντε, άλλη μια χρονιά στην καμπούρα μας, βρε Καίτη», βροντοφώναξε η Φρόσω και την εξαφάνισε ολόκληρη μες στην καπιτονέ αγκαλιά της. Η Καίτη βούρκωσε. Η Φρόσω συνέχισε να την σφίγγει όλο εγκαρδιότητα, όμως άγγιξε φαίνεται το όριο συναγερμού κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ένα κύμα συμπυκνωμένης λύπης να ξεπηδήσει από τα σπλάγχνα της Καίτης. Ένας πνιχτός λυγμός πετάρισε ανάμεσά τους για δευτερόλεπτα κι ύστερα τίποτα. «Αχ, σου έφερα ένα φουστάνι!» βιάστηκε να μουρμουρίσει στο αυτί της Καίτης η Φρόσω, μπας και ακυρώσει εκείνον το λυγμό. «Και άσπρα λουστρίνια πέδιλα για το πανηγύρι φέτος, κι ένα μίξερ ηλεκτρικό!» άρθρωσε με ακρίβεια, ύστερα από την απαρίθμηση όλων αυτών των ιαματικών μέσων. Τα φουστάνια, τα λουστρίνια και τα μίξερ βρίσκονταν κατά τη γνώμη της Φρόσως στην ιεραρχία των φαρμάκων πολύ ψηλά, εκεί όπου ακυρώνονταν όλες οι υπόλοιπες θεραπείες. 17


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 18

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

«Θα σε πάρω να πάμε στη θάλασσα, ν’ αγναντέψεις, να βάλεις βραχιόλια και φουστάνια, έτσι περνάνε όλα, λίγο κοκκινάδι, ένας χορός, τι νομίζεις ότι είναι η ζωή;» Κι η Καίτη έγνεψε με το κεφάλι καταφατικά, όμως δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο λυγμός που είχε καταπιεί στεκόταν στο λαρύγγι σαν ψαροκόκαλο κι άρχισε να βήχει. Δάκρυα έσταξαν από τα μάτια της. «Όχι... μην κλαις», την ταρακούνησε η Φρόσω. «Δεν κλαίω...» διαβεβαίωσε, με την ίδια διεστραμμένη πεποίθηση που τα παιδιά της τάξης διαβεβαίωναν τη δασκάλα ότι δεν μιλούσαν, την ίδια στιγμή που απόσωναν την κουβέντα στον διπλανό τους. Και καθώς σκούπιζε τα μάτια της για να σβήσει κάθε υποψία αλμυρής λύπης, κοίταξε προς το αστραφτερό αυτοκίνητο, και τότε είδε ξαφνιασμένη το παιδί-κουνέλι που καθόταν ακίνητο στο πίσω κάθισμα μαζί με κάτι βαρυφορτωμένες σακούλες. «Την είδες; Είναι η Χίλντα μας», είπε μαλακά η Φρόσω και το πρόσωπό της ξανάγινε λαμπατέρ καθώς άνοιγε την πόρτα για να κατέβει το παιδί. Εκείνο ακούμπησε προσεχτικά δυο στρουμπουλά ποδαράκια πάνω στη στεγνή αυλή και έμεινε κοκαλωμένο. «Αυτή είναι η Χίλντα, το κοριτσάκι μας». Η Καίτη που ούτως ή άλλως ποτέ δεν είχε εύκαιρες τις λέξεις, αφού έμεινε για λίγο σαστισμένη, κοίταξε τη Φρόσω και είπε: «Να σας ζήσει», όπως θα έλεγε και για ένα νεογέννητο. Ύστερα η Καίτη, που δεν έδινε σημασία σε κανέναν, τόσο θα18


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 19

Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας

μπώθηκε από εκείνο το γερμανικό θαύμα που στεκόταν ακίνητο μπροστά στα μάτια της, ώστε χαμήλωσε στο ύψος του για να το κοιτάξει καλύτερα. Η Άννα στην προσήλωσή της διέκρινε μια επιθυμία να έχει οποιοδήποτε άλλο παιδί εκτός από την ίδια, οποιονδήποτε άλλο άντρα εκτός από τον άντρα της, οποιανδήποτε ζωή εκτός απ’ τη ζωή της. ❖❖❖

Η Φρόσω εκείνο το καλοκαίρι έφερε στην Άννα μια κούκλα Ινδή (την ονόμασε έτσι επειδή είχε στο μέτωπο ένα ψεύτικο διαμάντι δεμένο γύρω από το κεφάλι της με μια ροζ κορδέλα) και δυο μίνι φουστάνια: το ένα ήταν κίτρινο με θαλασσιά ρέλια και το άλλο άσπρο με ναυτικό γιακαδάκι μπλε και κεντημένη μια άγκυρα δεξιά στο στήθος. Έμοιαζε πολύ επίσημο. Επίσης, της έφερε λιωμένες σοκολάτες, λιωμένες μπανάνες και λιωμένες καραμέλες ζελεδάκια σε σχήμα σκύλου. Οι καραμέλες ήταν σε ένα διάφανο σακουλάκι και είχαν κολλήσει μεταξύ τους. Η Άννα άρπαζε από το σακουλάκι μια μπαλίτσα κολλημένα σκυλάκια, τα έβαζε στο στόμα της και τα ξεκολλούσε γλυκά γλυκά με τη γλώσσα. Ύστερα τα σαλιωμένα –σκυλάκια κίτρινα-λεμόνι, κόκκινα-κεράσι, πράσινα-μέντα, καφέ-κονιάκ– τα άπλωνε στο μουσαμά που ήταν στρωμένος στο τραπέζι της κουζίνας, τα καμάρωνε, τα ξεχνούσε και τα έτρωγαν οι μύγες πριν από εκείνην. Οι μύγες που κατά δεκάδες κοσμούσαν τις πλαστικές σκοτώστρες ήταν οι πιο ντούρασελ ιστορίες εκείνου του καλοκαιριού. 19


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 20

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

«Βρε π’ ανάθεμά τες!» σιχτίριζε η Καίτη. Όταν βαριόταν, κουνούσε με αξιολύπητο, τελείως αναποτελεσματικό τρόπο τα χέρια της για να τις διώξει, κι όταν δεν βαριόταν, άρπαζε μια σκοτώστρα και σκότωνε μια ντουζίνα. Ύστερα έπαιρνε τη σκούπα και το φαράσι, και τις άδειαζε στην αυλή πίσω από το σπίτι. Σε λίγο έρχονταν τα μυρμήγκια κι έκαναν πάρτι πάνω στις σκοτωμένες μύγες, ενώ καινούργιες μύγες άρχιζαν να την ενοχλούν λίγο περισσότερο, παίρνοντας εκδίκηση για τις προηγούμενες. Όταν άνοιγαν το πορτμπαγκάζ για να κατεβάσουν τις βαλίτσες με τα δώρα, ήταν συνήθως σούρουπο, καθώς δεν έφταναν ποτέ πρωινή ώρα. Το αυτοκίνητο βρισκόταν κάτω από τον ίσκιο μιας μουριάς με μαύρα μούρα, που μάτωνε όλες τις πέτρες της αυλής από τα μέσα μέχρι τα τέλη του Ιούλη. Η αυλή μύριζε απόγευμα και το πορτμπαγκάζ πλαστικές σακούλες, αφόρετα φουστάνια, μοσχοσάπουνα Λουξ, φτηνά αποσμητικά Μαμ, συνθετικά πουκάμισα και μπαγιάτικη ζέστη. Ήταν η μυρωδιά της μετανάστευσης, όταν αυτή είχε σε έναν βαθμό εξημερωθεί. Όταν οι Έλληνες μετανάστες, εκτός από το ότι άνοιξαν τραπεζικούς λογαριασμούς και γέμισαν με εμβάσματα τα ελληνικά ταχυδρομεία, χόρτασαν τις κοιλιές τους με λουκάνικα Φραγκφούρτης και μπίρα, και κατάφεραν ν’ απαλλαγούν ή να συνηθίσουν την ντροπή που τους γεννούσε εκείνη η παράδοξη βεβαιότητα ότι ζούσαν, δούλευαν και πλούτιζαν σε μια χώρα που ήθελε να ξεχνάει ότι τους είχε εκεί. Ο Στέργιος δεν έπαψε ποτέ να αισθάνεται την απόρριψη. Α20


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 21

Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας

κόμα κι όταν φόρεσε κουστούμι και γραβάτα. Τα φόρεσε κι ήξερε ότι ήταν σαν τη μύγα μες στο γάλα, επειδή δεν ήξερε να τα φοράει, κι ήταν ακόμα πιο αταίριαστος στις περιστάσεις που έβγαινε ντυμένος έτσι. Στο τέλος, κατέληξε πως, ό,τι κι αν φορούσε, όσο κι αν μεταμφιεζόταν, οι Γερμανοί πάντα διάβαζαν την καταγωγή του. Αν όχι στην τσάκιση του παντελονιού και στην ποιότητα του υφάσματος, την διάβαζαν οπωσδήποτε στην εκφορά της γλώσσας του, στην κάθε παραγγελία που έδινε στις μπιραρίες και σε κάθε διάλογο με την ταμία του σουπερμάρκετ. Και πάντα στο πρόσωπό τους διάβαζε εκείνο το αντιφατικό μήνυμά τους που τον τρέλαινε. «Είστε επιθυμητοί όταν σφουγγαρίζετε τις σκάλες μας, όταν σχεδόν αόρατοι τα χαράματα χώνεστε στα εργοστάσιά μας, στα εργοστάσια συσκευασίας κρέατος, στα εργοστάσια παραγωγής αυτοκινήτων, στα εργοστάσια παραγωγής μπίρας, σοκολάτας, τηλεοράσεων, ψυγείων, αναψυκτικών, όταν ξεσκατώνετε τις μανάδες μας και νταντεύετε τα παιδιά μας, όταν ξεσκονίζετε τα έπιπλά μας κι όταν ράβετε τα ρούχα μας. Κι ανεπιθύμητοι όταν όλοι εσείς ξεβράζεστε τις Κυριακές στα πάρκα μας, στα εστιατόριά μας, στους δρόμους και στα σιντριβάνια μας, στα αξιοθέατα και στις γιορτές μας. Ανεπιθύμητοι όταν ενώνετε τη μυρωδιά σας με τη δική μας μυρωδιά, τις συνήθειές σας με τις δικές μας, και είστε οι χειρότεροι επειδή στον πολιτισμό μας τολμήσατε να τσοντάρετε τον δικό σας πολιτισμό». Το 1972 ένας από αυτούς τους μετανάστες που τσόνταραν τον δικό τους πολιτισμό κοντά στον πολιτισμό των Γερμανών ή21


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 22

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

ταν ο Στέργιος. Όταν πια έγιναν φούσκα οι τσέπες του με λεφτά που για χρόνια έμειναν αξόδευτα, άνοιξε εστιατόριο με ελληνική κουζίνα και τα σχετικά. Το ονόμασε «Η ωραία Θράκη» και το διακόσμησε στο πνεύμα της ελληνικής ταβέρνας με τις απαραίτητες τοιχογραφίες φυσικά, ανάμεσα στις οποίες ήταν ο Παρθενώνας και η Νίκη της Σαμοθράκης. Στους υπόλοιπους τοίχους κρέμασε πορτρέτα του Καζαντζίδη, της Μαρινέλλας και του Στράτου Διονυσίου και πάνω από την κουζίνα όπου μαγείρευε εικόνες του Χριστού και της Παναγίας. Αργότερα κοντά στον Διονυσίου κρέμασε τον Βοσκόπουλο επί μονίμου βάσεως και ανεβοκατέβαζε διάφορους ανάλογα με τα κέφια της εποχής. Ηθοποιούς δεν κρέμασε ποτέ, επειδή εκεί που βρίσκονταν έμαθαν ν’ αγαπάνε μόνο φωνές. Φωνές απ’ τα τηλέφωνα, φωνές απ’ τα ραδιόφωνα – ό,τι αγαπούσαν δεν είχε εικόνα. Η ταβέρνα ήταν ανοιχτή από το πρωί, για να εξυπηρετεί τις βάρδιες των εργαζομένων στα εργοστάσια, και σέρβιρε ελληνικό καφεδάκι και γλυκό του κουταλιού. Από το μεσημέρι και μετά είχε μουσική, ρετσίνες, ελληνικό κρασί με τις νταμιτζάνες, ψητά και μαγειρευτά. Ο Στέργιος μαγείρευε, σέρβιρε, καθάριζε τα τραπέζια από τα αποφάγια, μαζί με το προσωπικό. Απασχολούσε εργάτες: μάγειρα στην κουζίνα, σερβιτόρους στα τραπέζια. Όμως, ούτε αυτό τον εξίσωσε. Ήταν πάντα ο Έλληνας. Το ότι απέκτησε το δικό του εστιατόριο μπέρδευε τους Γερμανούς, κι οι άνθρωποι όταν μπερδεύονται θυμώνουν, και τότε φέρονται ακόμα χειρότερα. Οι άνθρωποι δεν αισθάνονται καλά όταν πρέπει ν’ αναμετρηθούν με τις προκαταλήψεις τους. Ο Στέργιος τους εξα22


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 23

Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας

γρίωνε περισσότερο κι από εκείνους τους εργάτες που, καθώς είχαν διαλυθεί τα κόκαλά τους από τα αρθριτικά από την υγρασία των εργοστασίων, ζούσαν σε βάρος των Γερμανών από τα επιδόματα ανεργίας. Έλληνα τον έλεγαν πίσω από την πλάτη του, και κανένας από αυτούς που δεν πήγαν μετανάστες τη δεκαετία του ’60 στην Ευρώπη ή την Αμερική δεν θα μπορούσε να καταλάβει πόσο πολύ έμοιαζε με βρισιά, καθώς εκτοξευόταν στο πέρασμά του η λέξη αυτή. Το θέμα είναι ότι τώρα το είχε συνηθίσει. Δεν απαιτούσε πια το σεβασμό. Αυτό ήταν το σημαντικό. Είχε απαλλαγεί από την αυταπάτη ότι, όταν θ’ αποκτούσε το δικό του αυτοκίνητο, όταν θ’ αποκτούσε τη δική του περιουσία, θα τον σέβονταν. Δεν επρόκειτο να τον σεβαστεί κανένας πολίτης εκείνης της χώρας σ’ εκείνη τη χώρα μέχρι που να πέθαινε. Γι’ αυτόν το λόγο κάθε χρόνο όλο και περισσότερο έφτανε πίσω στο χωριό του στην Ελλάδα με τη νοσταλγία να τον σημαδεύει σαν τουφέκι που όλο και πλησίαζε κοντύτερα την κάννη του μέχρι να τον πετύχει στο σταυρό. Ήθελε να γυρίσει πίσω. Να ζήσει με αξιοπρέπεια, τόλμησε να ξεστομίσει μια φορά κι ύστερα μαζεύτηκε. Κανείς απ’ όλους αυτούς που έμειναν πίσω και που με δυσκολία τα έφερναν βόλτα δεν θα τον καταλάβαινε. Τι πάει να πει «να ζήσει με αξιοπρέπεια»; Είχε αξιοπρέπεια. Τη μεγαλύτερη απ’ όλους τους. Όλα αυτά που είχε αποκτήσει, το εντυπωσιακό ασημί αυτοκίνητο με τη μαύρη οροφή, τα χρυσά βραχιόλια της Φρόσως, η τηλεόραση, το πλυντήριο, όλες αυτές οι ηλεκτρικές συ23


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 24

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

σκευές που έφερνε, άλλοτε επειδή του περίσσευαν και άλλοτε για να εντυπωσιάσει, τα δώρα, τα παιχνίδια, τα λεφτά του, ήταν αξιοπρέπεια. Μια αξιοπρέπεια που την αναγνώριζαν μόνο άνθρωποι που κάποτε τα στερήθηκαν όλα. Για τον κατασκευαστή το συνθετικό πουκάμισο μπορεί να μην είναι τίποτα παραπάνω από ένα ρούχο φτιαγμένο για φτωχούς, όμως, κατά έναν περίεργο τρόπο, κάθε μετανάστης, πληρώνοντας για ν’ αγοράσει αυτό το πουκάμισο, δεν αγόραζε απλώς ένα συνθετικό πουκάμισο. Αγόραζε ένα κομμάτι αξιοπρέπεια. Κι αυτό μπορούσες να το διαπιστώσεις κυρίως τις Κυριακές. Στα πάρκα. Κοντά στα μεγάλα σιντριβάνια. Στα λούνα παρκ. Εκεί τους έβλεπες. Καθώς απολάμβαναν το γεγονός ότι είχαν χρήματα για ν’ αγοράσουν ντόνατ και ποπκόρν στα παιδιά τους, για να τα ανεβάσουν στο τρενάκι, για να τους πάρουν ποδήλατο. Φορώντας τα κυριακάτικά τους, που πάει να πει τα λευκά πουκάμισα των φτωχών. Πεντακάθαρα, σιδερωμένα. Η ευημερία τους, η ευγνωμοσύνη τους στη ζωή, όλα ήταν γραμμένα πάνω σ’ εκείνη την τσάκιση-ξυραφιά που έκανε το ηλεκτρικό σίδερο στο μανίκι. Δεν μπορεί άλλα χέρια ν’ άγγιξαν με μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη αυτές τις συσκευές ευημερίας, απ’ όσο τα χέρια αυτών των στερημένων γυναικών. Δεν μπορεί άλλοι άνθρωποι να καμάρωσαν τόσο πολύ για ένα φτηνό φουστάνι, να ένιωσαν ότι η ζωή, διαμέσου αυτού, τους αντάμειψε με καλοσύνη, όσο αυτή η πρώτη γενιά μεταναστών που έφτασε στη Γερμανία φορώντας λαστιχένια παπούτσια και τριμμένα ρούχα. Η δύναμη της ευμάρειας ήταν πλέον αναμφισβήτητο γεγονός 24


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 25

Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας

και θ’ αποδεικνυόταν σε ελάχιστα κιόλας χρόνια ότι μπροστά σ’ αυτή τη δύναμη θα ηττούνταν κατά κράτος ιδέες και ιδανικά, που κάποτε κινητοποίησαν ολόκληρες ηπείρους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που ο «προφήτης» Ρίτσαρντ Νίξον το 1959, όταν ταξίδεψε στη Μόσχα και προσκλήθηκε για να μιλήσει στη σοβιετική τηλεόραση, δεν ξεκίνησε την ομιλία του με αναφορές στη δημοκρατία ή στα ανθρώπινα δικαιώματα. Ξεκίνησε από το χρήμα και την υλική πρόοδο. Οι σύγχρονοι Αμερικανοί κατείχαν 56 εκατομμύρια τηλεοράσεις, 143 εκατομμύρια ραδιόφωνα και η μέση αμερικανική οικογένεια μπορούσε ν’ αγοράσει 9 φορέματα και άλλα τόσα κουστούμια και 14 ζευγάρια παπούτσια ετησίως, πληροφόρησε τους Σοβιετικούς που δεν είχαν δική τους τουαλέτα ή κατσαρόλα. Δίπλα στον Νίξον ο Χρουστσόφ είχε γίνει έξαλλος, ενώ από τις κινήσεις του στόματός του είναι φανερό ότι έλεγε: «Nyet! Nyet!»2 ❖❖❖

«Δεν ήξερα ότι έχουν κατεβάσει τόσο στρατό», είπε το βράδυ ο Στέργιος στο τραπέζι που στρώθηκε κάτω απ’ τη μουριά, απ’ όπου απομακρύνθηκε το αυτοκίνητο, μόλις ξεφόρτωσε το πολύτιμο φορτίο του. Κάπου κάπου πάνω στο τραπέζι προσγειωνόταν κάποιο παραγινωμένο μούρο και, παρότι εξαφανιζόταν αμέσως μέσα σε κάποια στοματική κοιλότητα, προλάβαινε ν’ αφήσει πάνω στο λευκό 1. Όχι! Όχι! (Σ.τ.Σ.)

25


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 26

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

τραπεζομάντηλο έναν αιμάτινο λεκέ. Στην Άννα άρεσε που, όταν έρχονταν οι θείοι της, τρώγανε πάντα σαν οικογένεια. Μαζεμένοι όλοι γύρω από ένα τραπέζι, παλεύανε μια με τα πιρούνια μια με τα κουνούπια που θέλανε επειγόντως να τους πιουν το αίμα. «Κοίτα, θεία», φώναξε η Άννα που από μια αδυναμία στα οπτικά εφέ είχε κολλήσει δυο κωλοφωτιές3 που λαμπίριζαν επιδεικτικά πάνω στο μέτωπό της, σίγουρη από τα βάθη της καρδιάς της ότι το παιδί-κουνέλι θα ζηλέψει και θα εντυπωσιαστεί. «Was ist das?»4 είπε το παιδί. «Dieses Wort gibt es im Deutschen nicht, weil es auch solche fliegen dortr nicht gibt»,5 απάντησε η Φρόσω στο παιδί. «Τι μύγες, δεν είναι μύγες, μωρέ θεία», είπε η Άννα όταν της μετέφερε την ελεύθερη μετάφρασή της. «Όμορφα, να μιλάς όμορφα», είπε η Καίτη που ξαφνικά την απασχόλησε η διαπαιδαγώγηση της Άννας. Ο Στέργιος συνέχισε εντυπωσιασμένος να μιλάει για τον στρατό που είχαν κατεβάσει. Απέναντι από το σπίτι όλα τα χωράφια είχαν μεγάλες τρύπες, γύρω από τις τρύπες είχαν σωρούς από τσουβάλια γεμισμένα με άμμο και μες στις τρύπες αντιαεροπορικά και κανόνια. Ανάμεσά τους ανά τακτές αποστάσεις υπήρχανε

3. Η κωλοφωτιά ή αλλιώς πυγολαμπίδα είναι έντομο κολεόπτερο, που έχει τη δυνατότητα να παράγει φως με βιολογικό τρόπο, το οποίο εκπέμπει από το πίσω μέρος της ουράς της. (Σ.τ.Σ.) 4. Τι είναι αυτό; (Σ.τ.Σ.) 5. Δεν υπάρχει τέτοια λέξη στα γερμανικά γιατί δεν υπάρχουν τέτοιες μύγες εκεί. (Σ.τ.Σ.)

26


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 27

Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας

σκοπιές όπου φαντάροι με ρούχα παραλλαγής βαριόνταν ακουμπισμένοι πάνω στο όπλο τους. Στην αρχή είχε και η Άννα εντυπωσιαστεί. Η αρχή ήταν το περσινό καλοκαίρι της επιστράτευσης: το καλοκαίρι του 1974. Ήταν τα ξημερώματα του Σαββάτου στις 20 Ιουλίου, ανήμερα της γιορτής του Προφήτη Ηλία. Στην Κύπρο είχε ξεκινήσει ήδη ο πόλεμος καθώς οι Τούρκοι είχαν αρχίσει απόβαση στην Κερύνεια, με την κωδική ονομασία «Αττίλας». Στην Ελλάδα επίσημα κανείς δεν ήξερε τίποτα, όμως φαίνεται ότι το BBC έκανε καλή δουλειά και ο απόηχός του έφτανε ακόμα και στον Έβρο, επειδή κατά τις δέκα το πρωί όλοι βρίσκονταν σε μια τρομερή ανησυχία και οι φήμες για τον πόλεμο που επρόκειτο να ξεσπάσει από ώρα σε ώρα έτρεχαν πιο γρήγορα κι από το ηλεκτρικό ρεύμα. Άλλωστε, το χειρότερο σημάδι καταστροφής σ’ αυτό τον τόπο είναι όταν το ράδιο παίζει δημοτικά κι εμβατήρια. Έτσι, εκείνη τη μέρα της εικοστής Ιουλίου, γύρω στις έντεκα το πρωί, τα μερακλωμένα κλαρίνα τα διέκοψε εκείνος ο τσοπανάκος με τη φλογέρα του ΕΙΡ και τα κουδούνια των τράγων. Ακολούθησε η στομφώδης φωνή του εκφωνητή: «Μετά την απρόκλητον τουρκικήν εισβολήν εις Κύπρον, κατά παράβασιν διεθνών συνθηκών... Γενική επιστράτευσις...» Κι ύστερα από λίγο το ίδιο ραδιόφωνο άρχισε να ξεφωνίζει ΕΣΣΟ, ειδικότητες, μονάδες και στρατολογικά γραφεία. Η ανακοίνωση της γενικής επιστράτευσης βρήκε τον Γιώργο (τον μπαμπά της Άννας) ανεβασμένο στο τρακτέρ. Ο ήλιος έκαι27


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 28

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

γε σαν τρελός, τα στάχυα στα χωράφια ήταν ώριμα κι οι θεριστικές μηχανές τα θέριζαν. Και ξαφνικά σταμάτησαν όλα. Μια ανήσυχη ησυχία τούς καθήλωσε. Ή όλα σίγησαν ή αυτοί πάψανε να τα ακούνε. Όταν ο Γιώργος κατέβηκε από το τρακτέρ, είχε προλάβει ήδη και είχε κοντύνει με εκείνο τον τρόπο που κονταίνει τους ανθρώπους μια ξαφνική κατραπακιά. Μπήκε στο σπίτι με την ηχώ του ραδιοφώνου ξοπίσω του, που δεν έπαυε να καλεί κλάσεις και χρώματα απολυτηρίων. Σκάλισε βιαστικά μέσα σε ένα συρτάρι ανασύροντας το δικό του απολυτήριο. Το παράτησε πάνω στο τραπέζι και μπήκε στο δωμάτιο να ετοιμαστεί. Το εθνόσημο, τα στοιχεία με γραμμές από τελίτσες, το όνομα και το επώνυμό του και το όνομα του πατρός, όλα αυτά τυπωμένα πάνω σ’ ένα κομμάτι παλιόχαρτο, ένα πράγμα σήμαιναν μόνο. Αυτό που έγινε λίγη ώρα αργότερα. Στην πλατεία περίμεναν τα ΡΕΟ, και όλοι οι επιστρατευμένοι πήδηξαν πάνω και σε λίγο έφυγαν. Δεν είχαν άλλη επιλογή, και η έλλειψη επιλογής, ως γνωστόν, σε κάνει είτε νεκρό είτε ήρωα. Μερικές φορές και τα δυο ταυτόχρονα και σου στήνουν ανδριάντα. Έφευγαν, λοιπόν, και η Άννα δεν θυμάται κανέναν να κουνάει τα χέρια του με ενθουσιασμό, όπως γινόταν στις ταινίες. Έφευγαν όλοι με σκυμμένα κεφάλια κουνώντας σε αποχαιρετισμό κάτι παραιτημένες παλάμες. Εκείνη η μέρα για αυτούς που ζούσανε στα τρία χιλιόμετρα από τα ελληνοτουρκικά σύνορα ήταν βαριά. Οι άντρες είχαν επιστρατευτεί και είχαν φύγει, τα χωριά ήταν γεμάτα γυναίκες, παιδιά, στρατιώτες και φόβο. Ο ήχος από τα μετακινούμενα άρματα μάχης ερχόταν από παντού. 28


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 29

Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας

Το ίδιο βράδυ ένας χωροφύλακας με μηχανάκι άρχισε να γυρίζει από σπίτι σε σπίτι και να τους λέει ότι έπρεπε να φύγουν. «Θα γίνει πόλεμος», ανακοίνωσε. Σιγά το νέο! «Και πού να πάμε; Πού έχουμε να πάμε;» ψέλλισε η Καίτη με μια απελπισία πιο μακρόσυρτη κι από τον Έβρο ποταμό. Ο χωροφύλακας σήκωσε τους ώμους του και είπε: «Ξέρω ’γω, στα σύνορα με τη Βουλγαρία, όλοι εκεί πηγαίνουν». Έτσι, με τους σηκωμένους ώμους των χωροφυλάκων, χωρίς να υπάρχει κανένα σχέδιο, όλοι εκεί πηγαίνανε, με την ελπίδα ότι η Βουλγαρία θα άνοιγε τα σύνορά της για να δεχτεί τους πρόσφυγες. Η Αθήνα δεν τους περνούσε καν απ’ το μυαλό. Ήταν μια άλλη χώρα για αυτούς που ζούσανε στην πινέζα του χάρτη, που πάει να πει κολλητά στα σύνορα. Μόνο οι συνταγματάρχες της Αθήνας και οι κολλητοί τους ήταν καθισμένοι στις σεζλόνγκ τους, χίλια χιλιόμετρα μακρύτερα, κι αφού έκαναν μερικά όνειρα παραπάνω για τις καινούργιες ιδιοκτησίες που θ’ αποκτούσαν στο Βόσπορο, το βράδυ έβγαιναν στην τηλεόραση με τα γυαλιστερά γείσα των καπέλων τους, για να οραματιστούν εθνικά και συλλογικά, όντας σε προχωρημένη παράνοια. Την ίδια νύχτα η Καίτη με τα παιδιά κι εκατοντάδες άλλους μετακινήθηκαν σε ένα χωριό που το έλεγαν Κυριακή κι ήταν στα σύνορα με τη Βουλγαρία. Κοιμήθηκαν σε έναν παρατημένο στάβλο, τύφλα να ’χε η Φάτνη. Της έριχνε σε τετραγωνικά και σε εργολαβικό κέρδος. Κι ύστερα πόλεμος δεν έγινε. Μόνο μια ασταμάτητη πορεία 29


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 30

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

τριών ημερών εκεί στα βόρεια σύνορα, όπου τρακτέρ με τις καρότσες τους φορτωμένες πρόσφυγες ενόψει του αναμενόμενου πολέμου διέσχιζαν με αντίθετη κατεύθυνση τους ίδιους δρόμους που τους κατέστρεφαν στο πέρασμά τους οι ερπύστριες των τανκ, μες στο θόρυβο που δημιουργούσαν στρατιωτικοί ύμνοι κι εκατοντάδες ανοιχτά ραδιόφωνα, που έκρωζαν για ακμαίο ηθικό. Ήταν μια παραλίγο ιστορική στιγμή, που δεν άξιζε ούτε τρεις σειρές όταν θα ήθελε κάποιος να την διηγηθεί στα παιδιά του. Κι ύστερα το παιχνίδι του πολέμου σταμάτησε. Έτσι ξαφνικά όπως άρχισε. Το μεσημέρι της 23ης Ιουλίου του 1974 η χούντα των συνταγματαρχών εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία ανέφερε ότι «ενόψει των εξαιρετικών περιστάσεων, αι ένοπλαι δυνάμεις αποφάσισαν να αναθέσουν τη διακυβέρνησιν της χώρας εις πολιτικήν κυβέρνησιν» και τα χαράματα της 24ης Ιουλίου του 1974 έφτασε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με το προεδρικό αεροπλάνο που του παραχώρησε ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν. Την ίδια μέρα η Άννα επέστρεψε στο σπίτι της. Όταν γύρισε, βρήκε τα χωράφια γύρω από το σπίτι μυρμηγκιασμένα στον στρατό. Αντιαεροπορικά και κανόνια είχαν χωθεί μέσα σε φρεσκοσκαμμένες τρύπες, στα χωράφια απέναντι από το σπίτι, που μέχρι τότε είχε συνηθίσει να βλέπει μόνο με σιτάρια. Σε παράταξη απέναντι από το σπίτι ήταν επίσης απλωμένα τα τολ κι ανάμεσά τους κυκλοφορούσαν στρατιώτες σε ανησυχητικά μεγάλο αριθμό. 30


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 31

Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας

Όλα αυτά συνέβησαν το 1974. Πλέον διένυαν το ασφαλές 1975. Η Ευρώπη δεν είχε πια κανέναν λόγο να φοβάται τον πόλεμο ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα, αφού ο Καραμανλής και ο Ντεμιρέλ διακήρυξαν παρέα μετά τη σύνοδο των Βρυξελλών τον Μάιο ότι «ο πόλεμος αποκλείεται» και η Ουάσιγκτον κορύφωνε τις προσπάθειές της να εκλείψουν οι λόγοι που ανάγκαζαν τον Καραμανλή να κρατά την Ελλάδα έξω από το ΝΑΤΟ. Επίσης, ήταν η χρονιά που για πρώτη φορά εκφράστηκε από Έλληνα πρωθυπουργό η πρόθεσή του για την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ και οι ηγέτες των υπόλοιπων χωρών, που δεν υποψιάζονταν ακόμα το τι θα έφερνε το 2010 στην αυλή τους εξαιτίας της Ελλάδας, έδειξαν ζωηρό ενδιαφέρον για την ένταξή της. ❖❖❖

Η Αθηνά είναι η αδερφή της Άννας. Είχε το όνομα μιας αρχαίας θεάς μαζί με την κατατομή της: Μαύρα μάτια και βλεφαρίδες βαριές σαν τέντες. Στόμα πορφυρό. Όμορφη και ψηλομύτα. Μέχρι τα δεκαεφτά της δεν είχε γυρίσει να κοιτάξει κανέναν, επειδή κανένας δεν έμοιαζε σ’ εκείνους τους άντρες των μυθιστορημάτων, που συντρόφευαν τα άπραγα απογεύματά τους. «Μην κεντάς, να διαβάζεις», της έλεγε η Καίτη, που ήταν αρκετά οξυδερκής για να καταλάβει ότι το κέντημα την έβγαλε στην όχθη της κατάθλιψής της και ρούπι παραπέρα. Η Αθηνά, από μια φυσική κλίση κι όχι ακολουθώντας τις μητρικές εντολές, δανειζόταν ασταμάτητα βιβλία από κάτι φίλες της στο Διδυμότειχο. 31


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 32

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Σ’ αυτή τη μικρή πόλη, σε απόσταση είκοσι λεπτών από το χωριό, υπήρχαν οικογένειες που είχαν στις βιβλιοθήκες τους δερματόδετες εκδόσεις με Μπαλζάκ, Σταντάλ, Φλομπέρ, Ουγκό, Ντοστογιέφσκι, Τσέχοφ, Τολστόι, Προυστ, Όσκαρ Ουάιλντ, ακόμα και Ρεμπό και Μποντλέρ, Μπρεχτ, Ρίτσο, Λόρκα. Διάβαζε ασταμάτητα μυθιστορήματα, κι η Άννα, που λόγω ηλικίας βρισκόταν ακόμα στον αστερισμό του Με οικογένεια και Χωρίς οικογένεια και των Μικρών κυριών, βιαζόταν να εισχωρήσει σ’ αυτούς τους γυαλιστερούς τόμους που δεν άφηναν την αδερφή της να σηκώσει κεφάλι. Μερικές φορές μάλιστα η Άννα την έβρισκε μουσκεμένη στα κλάματα κι αυτό πολύ την αναστάτωνε. Έτσι, σώνει και καλά, επέμενε να της διηγηθεί τις ιστορίες που διάβαζε. Άμα την πετύχαινε στις καλές της, της διηγιόταν τα μυθιστορήματα με τη μορφή παραμυθιών. Μερικές φορές, της διάβαζε ολόκληρα αποσπάσματα, με τη βαθιά φωνή της, αργά και συγκινητικά, τις ώρες που η ζέστη γύρω τους έκανε τις εικόνες να τρέμουν και το μυαλό τους να ραγίζει. Τα αποσπάσματα εκείνων των μυθιστορημάτων έχουν εγκατασταθεί στις ραγισματιές του μυαλού της Άννας και στέκουν εκεί ποτισμένα πάντα από τη ζέστη κι από μια παράξενη αδημονία. «Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;» ρωτούσαν την Άννα, όπως κάνουν οι μεγάλοι με όλα τα παιδιά. «Αγαπημένη», τους απαντούσε και δεν εννοούσε τίποτα παραπάνω από το ότι ήθελε να είναι μια από τις ηρωίδες των μυθιστορημάτων, να μοιάζει με αυτές τις όμορφες αγαπημένες που περιέγραφαν τόσοι δερματόδετοι τόμοι, κορίτσι με θύελλα στα 32


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 33

Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας

μάτια, δέρμα γλυκού και καραμέλας, λεπτή και φίνα. Για καμιά τους άλλωστε δεν μάθαινε αν δούλευε ή τι δουλειά έκανε, ήξερε μόνο πώς αισθάνονταν, πόσο τις αγαπούσαν, πόσο τις θαύμαζαν, πόσο οι ίδιες αγαπούσαν, πόσο υπέφεραν, τι ρούχα φορούσαν. Η Αθηνά, όμως, ήξερε. «Θα τελειώσω τη Νομική», έλεγε, «θα γίνω δικηγόρος». «Οι δικηγόροι είναι ψεύτες», της έλεγε η Άννα. «Και βουλευτές», την αποστόμωνε ο μπαμπάς της. Δεν ήξερε η Άννα τι ήταν οι βουλευτές, αλλά ακόμα κι όταν της εξήγησαν, δεν κατάφερε να την συγκινήσει το αξίωμα, καθώς δεν είχε σε εκτίμηση κανενός τύπου εξουσία, ίσως επειδή την είχε απογοητεύσει η πιο κοντινή της, η εξουσία της οικογένειας. Ο πατέρας της Άννας, ο Γιώργος, ήταν ένας ψηλός άντρας, αδικαιολόγητα όμορφος για έναν τόσο μικρό τόπο. Είχε από εκείνες τις ομορφιές όπως τα αλάνια στις ταινίες του Παζολίνι, που δεν χωρούσαν στον περιορισμένο χώρο που τους αναλογούσε. Έσπερνε τις καταστροφές αδικαιολόγητα, ξαφνικά, σαν κάποιο φράγμα που έσπαγε. Ήταν περίπου ένα κι ογδόντα πέντε, με στιβαρή κορμοστασιά, και όλες οι ανασφάλειες της ζωής του διαμόρφωναν τις δικές της. Είχε γεννηθεί στη γερμανική κατοχή του 1942 και μεγάλωσε μέσα στη στέρηση. Η κοινωνία στην οποία μεγάλωσε, όπως συμβαίνει με όλες τις κοινωνίες στις οποίες οι άνθρωποι δεν έχουν μόρφωση, αδυνατούσε να προσεγγίσει άλλες αποχρώσεις των πράξεων εκτός από το σωστό και το λάθος. Και όπως συμβαίνει σε όλες τις υπανάπτυκτες κοινωνίες, όπου δεν υπάρχει επίπεδο μορφωτικό ούτε 33 2o


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 34

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

οικονομικό, οι άνθρωποι δεν είχαν το δικαίωμα να έχουν ούτε ψυχικό υπόστρωμα. Κι αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να τα βγάζουν πέρα χωρίς ν’ αφήνει ίχνη πάνω τους ακόμα και το τραγικότερο περιστατικό. Δεν είχαν το δικαίωμα να τους σημαδέψουν η μελαγχολία, η απώλεια, η σύγχυση. Δεν είχαν το δικαίωμα να κουβαλάνε πληγές. Έπρεπε να είναι αδιαπέραστοι. Γι’ αυτό και δεν είχαν λέξεις για να μιλάνε για τα αισθήματα. Τέτοιοι άνθρωποι έπρεπε μόνο να δουλεύουν σαν σκυλιά όλο το καλοκαίρι, για να μην πεινάσουν όλο το χειμώνα, και αποκλειστικά και μόνο γι’ αυτό. Αρνήθηκε να κάνει οτιδήποτε απ’ όλα αυτά, κι ο παππούς της Άννας τον έλεγε αλήτη. ❖❖❖

Οι θείοι της Άννας εκείνο το πρωί κατέβηκαν για ψώνια στο Διδυμότειχο και οι γονείς της πήγαν στα χωράφια. Η Καίτη, για να μπορεί να σηκώνεται από το κρεβάτι και να πηγαίνει στα χωράφια, έπαιρνε κάτι στρογγυλά πολύχρωμα χάπια και τσάπιζε από το πρωί μέχρι το βράδυ με το κεφάλι σκυμμένο φορώντας μια άσπρη μαντήλα και πουκάμισα του πατέρα της, που της ήτανε φαρδιά. Έμοιαζε σαν μικρό παιδί σε καταναγκαστικά έργα. Δούλευε όμως αποδοτικά, όπως είχε μάθει να κάνει μια ζωή, παρότι τώρα ήταν σημαδεμένη από μια αθεράπευτη θλίψη. Η Αθηνά είχε μεγαλώσει αρκετά και πλέον αναλάμβανε ρόλο στο σπίτι. Μόνο η Άννα δεν είχε αρμοδιότητες και τριγυρνούσε βαριεστημένη κι όλο προσπαθούσε ν’ ανοίξει κουβέντα με την Αθηνά, αλλά μονίμως σκόνταφτε στη σιωπή της. Η Αθηνά μάλλον 34


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 35

Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας

τους βαριόταν όλους για διαφορετικό λόγο τον καθένα. Βρισκόταν σε εκείνη την ηλικία όπου οι συμβουλές των μεγάλων ως αποτέλεσμα φέρνουν την αντίδραση και η παρέα τους σπάνια νικάει τη σιωπή αυτής της ηλικίας, που μοιάζει ερμητικά κλειστή σαν το θησαυροφυλάκιο του Σκρουτζ. Η Αθηνά ήταν σκυμμένη στην ξύλινη σκάφη, στην άκρη της αυλής, κοντά στο πηγάδι, και έπλενε τα ρούχα. Η πορτοκαλιά μπλούζα της είχε σκούρα σημάδια ιδρώτα κάτω από τις μασχάλες της. Στο άνοιγμα της μπλούζας το στήθος της γυάλιζε. Το ίδιο και οι κρόταφοί της. Δίπλα της ένα τρανζίστορ έπαιζε ελαφρολαϊκά από το σταθμό της Ορεστιάδας. Στις ειδήσεις έλεγε πόση κίνηση είχε το λιμάνι του Πειραιά, για τα καράβια που έφευγαν και τέτοια. Η μέρα ήταν ζεματισμένη. Τα πλυμένα σεντόνια στα σχοινιά της αυλής κρέμονταν σαν λιποθυμισμένα. Οι σκιές των δέντρων έμοιαζαν μάταιες. Το αγαπημένο παιχνίδι της Άννας κάτι τέτοιες μέρες ήταν να παίρνει το λάστιχο, να γεμίζει το βαρέλι νερό και να μπαινοβγαίνει μέσα φορώντας μόνο το βρακί της. Το δέρμα της ήταν σκούρο και το φορούσε πάνω της σαν ρούχο. «Εσύ δεν σκας;» ρώτησε την αδερφή της. «Σκάω». «Να σε βρέξω τότε;» «Μην τολμήσεις». «Θα σε βρέξω». Η Αθηνά έβγαλε από τη λεκάνη τα χέρια της, που είχαν μια στρώση σαπουνάδας (μικρές λευκές απειράριθμες φουσκάλες α35


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 36

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

πό απορρυπαντικό Όμο), και έκανε λίγο πέρα τα τσουλούφια που ενοχλούσαν τα μάτια της. «Έλα δω», της είπε. Τα ξυπόλυτα πόδια της Άννας άφησαν τέσσερις υγρές πατημασιές πάνω στο χώμα της αυλής και ύστερα τίποτα, ούτε ίχνος. Στέγνωσαν αμέσως. Οι πέτρες τής έκαψαν τις πατούσες. «Καίει», φώναξε και οπισθοχώρησε άτακτα κάτω από τη σκιά της μουριάς. «Θα μου διαβάσεις;» της φώναξε η μεγάλη. Το συνήθιζαν αυτό. Όταν έπλενε κι όταν μαγείρευε η Αθηνά. Εκείνη έτριβε τα ρούχα ή καθάριζε κρεμμύδια κι η Άννα μ’ ένα βιβλίο δίπλα της διάβαζε μυθιστορήματα. Το βράδυ αντάλλασαν την εξυπηρέτηση. Συνήθως εκείνη έλεγε στην Άννα αυτοσχέδια παραμύθια. Τα προτιμούσε από τα κανονικά, επειδή η Άννα της έδινε παραγγελία για το θέμα. Της έλεγε, ας πούμε, πες μου για μια πριγκίπισσα που φοβόταν τη νύχτα, ή που δεν την είχαν καλέσει στο χορό, ή που δεν είχε ταξιδέψει ποτέ, ή για μια πριγκίπισσα που βαριόταν, ή για κάποια που δεν είχε καινούργια ρούχα. Και τότε εκείνη ξεκινούσε: «Μια φορά κι έναν καιρό...» Τοποθετούσε πρώτα το παλάτι σε κάποια χώρα, το προστάτευε από τους εχθρούς φτιάχνοντας γύρω του τάφρους, πύργους, ψηλά δέντρα, απόκρημνα βράχια ή κοντινά ποτάμια με κροκόδειλους και μυθολογικά τέρατα, ύστερα έφτιαχνε την πριγκίπισσα, το δέρμα, τα μάτια, τα μαλλιά, το χαμόγελο, γύρω της 36


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 37

Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας

τους αυλικούς, τους θαυμαστές, τις υπηρέτριες, και κάπου εκεί ένα δικαιολογημένο ή αδικαιολόγητο παράπονο, ή μια επιθυμία απραγματοποίητη, κάποιο φόβο, μια περιπέτεια. Κι η φωνή της, αργή, χαμηλή, αφοσιωμένη στην ιστορία, ασφαλής. «Βαριέμαι», της είπε η Άννα κλαψουρίζοντας. «Την επόμενη φορά θα βαριέμαι κι εγώ», της είπε η Αθηνά. «Δεν με νοιάζει», είπε η μικρή με πλήρη αυτοπεποίθηση. Η Αθηνά δεν πρόλαβε να της απαριθμήσει τα αντίποινα, που ήταν πάντοτε σκληρά και ειπωμένα επιθετικά. Ένας φαντάρος πατούσε με αβέβαια βήματα μες στο λιοπύρι της αυλής, έχοντας μες στο κατακαλόκαιρο δεμένες μέχρι πάνω τις αρβύλες του. Το γείσο από το καπέλο του το είχε κατεβασμένο χαμηλά έχοντας εξαφανίσει σχεδόν το μισό του πρόσωπο. Ήταν τόσο παράταιρος μες στον αυτιστικό τους κόσμο, τόσο βαριά ντυμένος για τέτοια ζέστη, που έμοιαζε με μεσημεριανό φάντασμα. Μια τρεμάμενη ψευδαισθητική εικόνα. Άλλωστε, τα τολ μες στα χωράφια έμοιαζαν απολύτως έρημα, οι φρουροί στις σκοπιές δεν φαίνονταν πουθενά και ήταν βέβαιη ότι είχαν αποκοιμηθεί κάτω από τις μεταλλικές σκιές των κανονιών. «Μανούλα μου», ήθελε να φωνάξει η Άννα. «Καλημέρα», είπε αυτός δυνατά λες και απευθυνόταν σε κουφές, ή λες και ψυχανεμίστηκε τα ενδόμυχά της. «Καλημέρα», του είπε η Αθηνά βγάζοντας για άλλη μια φορά από τη λεκάνη τα χέρια της τα οποία έσταζαν πάλι λευκές σαπουνάδες. Το τρανζίστορ έπαιζε λιγωτικό Μητροπάνο κι η Άννα έκανε 37


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 38

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

μια βουτιά μες στο βαρέλι. Οι σκονισμένες αρβύλες του έμειναν ακίνητες μερικά μέτρα μακριά της. «Σου έφερα κάτι», είπε στην Αθηνά, χαμηλόφωνα αυτή τη φορά, και άπλωσε το χέρι της προσφοράς με ταπεινότητα. Η Αθηνά έμοιαζε εντελώς χαμένη και δεν ήξερε πού να σκουπίσει τις σαπουνάδες από τα χέρια της. Έστρωσε πάλι τα τσουλούφια της και μερικές λευκές φουσκαλίτσες γυάλισαν για λίγο στο μέτωπό της. «Γιατί;» ρώτησε. «Χωρίς γιατί», είπε αυτός. «Μα πώς;» είπε η Αθηνά. «Δεν μπορώ να το δεχτώ». «Σε παρακαλώ», είπε αυτός, «θα το ήθελα», και με προσεχτικά βήματα, λες και από κάτω η αυλή ήταν στρωμένη με νάρκες, προχώρησε και το άφησε στο σκέπαστρο του πηγαδιού. «Ευχαριστώ», είπε η Αθηνά. «Καλό μεσημέρι», είπε αυτός. «Δεν ζεσταίνεσαι;» του φώναξε η Άννα. «Έχει σημασία;» απάντησε. «Είναι στριμμένος σαν κι εσένα», είπε χαμηλόφωνα στην Αθηνά. «Τι είναι;» ρώτησε αμέσως μετά και πήδηξε έξω από το βαρέλι. «Βιβλίο», της είπε αυτή, ενώ το σχήμα του περιτυλίγματος επιβεβαίωνε χωρίς αμφιβολία τη μαντική της ικανότητα. «Τον ξέρεις;» «Όχι». Με τα χέρια της, που πλέον είχαν στεγνώσει εντελώς, πήρε το δώρο από το σκέπαστρο του πηγαδιού και έσκισε το περιτύλιγμα. 38


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 39

Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας

Ο Ξένος έγραφε ο τίτλος του βιβλίου. Συγγραφέας: Αλμπέρ Καμύ. Αμέσως μετά, βιαστικά τύλιξε το περιτύλιγμα γύρω από το βιβλίο και ξανάσκυψε στη λεκάνη για να τελειώνει με τα άπλυτα του σπιτιού τους. Δεν επέμεινε στην επιθυμία της να της διαβάσει η Άννα, όπως είχε ζητήσει πριν από την εισβολή του φαντάρου. Μπορεί κι εκείνη όπως κι η Άννα ν’ αφέθηκε τώρα να ονειρευτεί τα καράβια και τα νησιά, για τα οποία έλεγε ο σταθμός της Ορεστιάδας. Τα καράβια τα είχανε δει μονάχα αραγμένα, από μακριά, όταν οι θείοι τις πήγαιναν στην Αλεξανδρούπολη. Δεν είχανε δει ποτέ κόσμο να συνωστίζεται για να μπει, δεν ξέρανε τη μυρωδιά αυτού του πλήθους, τη μυρωδιά του λιμανιού, των κάβων, των φουγάρων. Δεν ξέρανε τη μυρωδιά των νησιών, ούτε τη μυρωδιά των διακοπών. «Θα ήθελες να μπεις σε καράβι;» την ρώτησε η Άννα. «Δεν με παρατάς;» της απάντησε εκείνη. «Γιατί δεν μου λες;» επέμεινε. «Γιατί δεν θέλω», αγρίεψε η Αθηνά. Η Αθηνά δεν έβγαινε με αγόρια. Δεν ήταν ότι δεν της άρεσαν. Της άρεσε να τα ανάβει καθώς περνούσε, ντυνόταν κοκέτικα, έβαφε το στόμα της, κόνταινε τις φούστες και στένευε τα πουκάμισά της. Όμως, δεν τους έδινε σημασία. Στην πραγματικότητα, δεν έδινε σημασία σε κανέναν. Κατά κάποιο τρόπο, είχε εξοριστεί από την πραγματικότητα. Είχε αποσυρθεί στα βιβλία, όμως δεν είχε γίνει ονειροπόλα. Είχε γίνει σκληρή, αδυσώπητη, κι ας ήταν μόνο δεκαεφτά χρόνων. 39


PAPADOPOULOU_SYNORA D final_Layout 1 10/6/14 1:40 μ.μ. Page 40

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Της άρεσε αυτό το παιχνίδι του εντυπωσιασμού, που έπαιζε με τα αγόρια. Ήταν ένας τρόπος να παίζει με τη στέρηση η οποία είχε κόστος μόνο για αυτά. Έπαιρνε τη συγκίνηση χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας. Ήταν επιεικής μόνο με τα κορίτσια, με τις ηρωίδες των βιβλίων, με τις μαμάδες των φιλενάδων της, με την Άννα, όχι όμως με την Καίτη. Με τον πατέρα της, τον Γιώργο, μιλούσαν σπάνια και συναντιόνταν ακόμα σπανιότερα. Κανονικά κάθε οικογένεια έχει τον μπαμπά της, και κάθε φορά που η Άννα σκεφτόταν τη δική της οικογένεια, έπρεπε να βάζει και τον μπαμπά της μέσα, όμως εκείνον δεν τον υπολόγιζε. Ο Γιώργος ήταν πάντα η έκπληξη. Έλειπε και κανείς δεν παραξενευόταν που λείπει, ή έτσι έδειχναν όλοι. Η Άννα, πάντως, δεν παραξενευόταν. Την άνοιξη έπαιρνε το τρακτέρ του και όργωνε όλη τη νύχτα. Όταν όργωνε στα απέναντι χωράφια, εκείνη μπορούσε να βλέπει τα φώτα του το βράδυ. Δυο φωτεινά σινιάλα που τρεμούλιαζαν μες στο σκοτάδι, κι η Άννα τον χαιρετούσε με τον τρόπο που είχε μάθει να χαιρετάει τα αστέρια. Σαν κάτι φευγάτο. Το χειμώνα πάλι έλειπε τα βράδια. Τότε όμως δεν είχε τα σινιάλα-σημάδια του πουθενά και η Καίτη γινότανε γκρινιάρα. Μερικά χειμωνιάτικα πρωινά την ξυπνούσαν οι φωνές τους. Ο Γιώργος χαρτόπαιζε. Εκείνα τα πρωινά η Άννα δεν έβγαινε από το κρεβάτι, κι άμα είχε σχολείο, δεν πήγαινε. Αφού είχαν φωνάξει, κι αφού είχε κλάψει η Καίτη, κι εκείνος είχε βρίσει, κι αφού είχαν ηρεμήσει οι κα40


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.