PRIOVOLOU sel_Final_Layout 1 11/06/2012 1:12 μ.μ. Page 5
ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ
ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ g
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
PRIOVOLOU sel_Final_Layout 1 11/06/2012 1:12 μ.μ. Page 6
©
Copyright Ελένη Πριοβόλου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2012
Έτος 1ης έκδοσης: 2012 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης ΒέρνηςΠαρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5498-0
PRIOVOLOU sel_Final_Layout 1 11/06/2012 1:12 μ.μ. Page 7
Στις ανιψιές μου Βασιλεία, Δήμητρα, Βάλια, Ινώ
PRIOVOLOU sel_Final_Layout 1 11/06/2012 1:12 μ.μ. Page 8
PRIOVOLOU sel_Final_Layout 1 11/06/2012 1:12 μ.μ. Page 9
1
Ο
ΝΙΚΟΛΑϊ ΧΤΥΠΗΣΕ ΤΟ ΔΟξΑΡΙ ΣΤΗ ΧΟΡΔΗ ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ
αγκάλιασε το βιολί του στοργικά. Ήταν ένα παμπάλαιο βιολί. Η χρονολογία γέννησής του αναφερόταν στη μεταλλική ταμπελίτσα που ήταν βιδωμένη στην αριστερή πλευρά του. 1895. Ο προπαππούς του ο Αλεξέι το κρατούσε στα ευλογημένα χέρια του σαράντα ολόκληρα χρόνια. Ήταν τακτικό μέλος της ορχήστρας του Κιέβου. Για λίγα χρόνια έπαιζε και ο παππούς Βάνια στη δημοτική ορχήστρα της Οδησσού. Όμως εκείνη η αρθρίτιδα στα δάχτυλά του τον οδήγησε να κλείσει το βιολί στη θήκη του και να το παραδώσει στον Νικολάι, όταν οι δάσκαλοί του τον διαβεβαίωσαν ότι ο Νικολάι Αλεξίεβιτς Πριγκόφ ήταν μεγάλο ταλέντο. Στην ηλικία των τριών ετών τού έκανε τα πρώτα μαθήματα ο παππούς Βάνια, εφτά ετών τον παρέλαβε ο σπουδαίος βιολονίστας κύριος Ντανίλο και τώρα, έντεκα χρόνων πια, ο Νικολάι είχε κάνει το βιολί συνέχεια του εαυτού του. Ο πατέρας του ο Πιοτρ δεν αγαπούσε το βιολί. Όταν άκουγε το γιο του να επιδίδεται στους αυτοσχεδιασμούς του, ούρλιαζε: «Πάψε να γρατσουνάς αυτό το παλιόπρα
PRIOVOLOU sel_Final_Layout 1 11/06/2012 1:12 μ.μ. Page 10
ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ
μα, μικρέ, γιατί θα σ’ το σπάσω στο κεφάλι». Εκείνος αγαπούσε μόνο το κρασί, το κονιάκ και τη βότκα. Τα έπινε και ξεχωριστά, «για αναψυκτικό» όπως ειρωνευόταν, αλλά και τα τρία μαζί. Τα έσμιγε και έφτιαχνε ένα νέο ποτό που το είχε βαφτίσει «ατομική βόμβα». Το κατέβαζε μονορούφι, το πρόσωπό του πυρωνόταν, η στρογγυλή μύτη του γινόταν κατακόκκινη και τα μάτια του πετάγονταν από τις κόγχες τους. Ακολουθούσε η έκρηξη. Έσπαζε ό,τι συναντούσε στο δρόμο του, ακόμα και κεφάλια, αν δεν ήταν καλά προστατευμένα κάτω από κράνη με τη μορφή κατσαρόλας. Η Ναταλία, ο Νικολάι και η μικρή Όλια είχαν μάθει να αμύνονται, ενώ η μπάμπουσκα και ο παππούς Βάνια έκαναν το σώμα τους τείχος για να προστατεύσουν τη μοναχοθυγατέρα τους, την ντελικάτη Ναταλία, και τα δυο τους εγγόνια από τις επιθέσεις του Πιοτρ. ― Εδώ είναι το σπίτι μου, αναγκάστηκε να του υπενθυμίσει απελπισμένος κάποια μέρα ο γερο-Βάνια. Μην ξεχνάς πως δεν έχεις ούτε ένα κεραμίδι δικό σου. Ακούγοντάς τον, εκείνος έγρουξε σαν θηρίο, έσφιξε τις γροθιές, αλλά δεν έσπασε ούτε ένα φλιτζανάκι. ― Μια μέρα θα γίνω μεγάλος και τρανός, θα με προσκυνάς σαν να είμαι τσάρος, παλιόγερε, ψέλλισε σαν απειλή κι έφυγε χτυπώντας τόσο δυνατά την πόρτα πίσω του, ώστε ο σοβάς ξεκόλλησε από τον τοίχο και η πόρτα χρειάστηκε καινούριους μεντεσέδες. ― Χέστηκα για τους τσάρους σου. Να δω το κεφάλι σου στο ικρίωμα, καταραμένε, του φώναξε ο παππούς. Η Όλια φοβήθηκε τόσο, που άρχισε να κλαίει γοερά, όμως ο Νικολάι, που ήταν μεγάλο παιδί, ή τουλάχιστον έ
PRIOVOLOU sel_Final_Layout 1 11/06/2012 1:12 μ.μ. Page 11
ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ
τσι θεωρούσε τον εαυτό του, κατάλαβε ότι με τη φυγή του πατέρα του θα ελευθερώνονταν όλοι. Μάλιστα, προσευχήθηκε να μην επιστρέψει ποτέ. Οι υπόλοιποι πίστευαν ότι σε δυο μέρες θα ήταν ξανά πίσω. «Πού θα το βρει στρωμένο», μουρμούριζε η μπάμπουσκα. Όμως ο Νικολάι διαισθανόταν ότι είχαν απαλλαγεί από δαύτον. Οι προσευχές του έπιαναν πάντα όταν τις έκανε συγκεντρωμένος και από τα βάθη της καρδιάς του. Έτσι, και αυτή τη φορά η προσευχή του έπιασε. Πέρασε ένας μήνας και ο πατέρας του δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Ο Τίτο, ένας βρομύλος τύπος που είχε φορτηγό και εκτελούσε μεταφορές από το Μποτουσένι στην Οδησσό –ένας Θεός ξέρει τι σόι μεταφορές– πληροφόρησε τον παππού Βάνια στο καπηλειό ότι ο άντρας της Ναταλίας την είχε κοπανήσει για την Ελλάδα μαζί με τους λαθραίους, και από κει θα έβρισκε σύνδεσμο να περάσει στην Ιταλία. Ο γεροΒάνια ανακοίνωσε το νέο με χαρά και ανακούφιση. «Σίγουρα μαφιόζος θα καταντήσει ο ‘‘τσάρος’’», σχολίασε η μπάμπουσκα. Κανένας δεν εξέφρασε την επιθυμία να τον αναζητήσουν. Ούτε καν η Ναταλία, η γυναίκα του. Ένιωθε ν’ απελευθερώνονται και η ίδια και τα παιδιά της. Η μικρούλα Όλια ανέπνευσε ανακουφισμένη, διότι δε θα χρειαζόταν πια να ψάχνει νέες κρυψώνες για να προστατεύσει τον εαυτό της και τα παιχνίδια της. Και βέβαια ο Νικολάι Αλεξίεβιτς Πριγκόφ έβγαλε από την ντουλάπα το βιολί και έπαιξε για πρώτη φορά ελεύθερα έναν κοζάκικο χορό για να χορέψουν οι δικοί του. Από τη στιγμή που έφυγε ο άντρας της, το πρόσωπο
PRIOVOLOU sel_Final_Layout 1 11/06/2012 1:12 μ.μ. Page 12
ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ
της Ναταλίας φεγγοβόλησε. Το δέρμα της καθάρισε από τις μελανιές, έγινε ξανά ροδαλή και ένιωθε ζωντανή· θυμήθηκε, μάλιστα, ότι διέθετε υπέροχη, κελαρυστή φωνή, κι έτσι τα βράδια τραγουδούσε, ενώ ο Νικολάι τη συνόδευε με το βιολί. Ήταν τόσο ανάλαφρη, που νόμιζε κανείς ότι κινούσε το σώμα της ο αέρας. Απαλλαγμένη πια από τον εφιάλτη του Πιοτρ, έμοιαζε με ανθισμένο λουλούδι. Το σπίτι τους βρισκόταν κοντά στο ποτάμι. Ήταν πολύ παλιό, αλλά ο γερο-Βάνια το φρόντιζε. Κάθε χρόνο τού έκανε επισκευές. Όταν την άνοιξη έλιωνε το χιόνι, ανέβαινε στη στέγη να αντικαταστήσει τα σπασμένα κεραμίδια. Ο Νικολάι σκαρφάλωνε μαζί του και τον βοηθούσε. Μόλις τέλειωναν τη δουλειά, ο παππούς τον έπαιρνε στο καπηλειό και του επέτρεπε να πιει τον αφρό της μπίρας λέγοντας σ’ όλους: «Ο Νικολάι έγινε άντρας». Πάνω από τον ποταμό υπήρχε ένα πέτρινο τοξωτό γεφύρι. Μερικές φορές τα παιδιά έβλεπαν τη Ναταλία να στέκεται στη μέση της γέφυρας και ν’ απλώνει τα χέρια της σαν φτερούγες. Η κίνησή της αυτή τα τρόμαζε πολύ. Ο Νικολάι υποψιαζόταν ότι κάτι τέτοιες στιγμές προσευχόταν να γίνουν τα χέρια της αληθινές φτερούγες για να μπορέσει να πετάξει μακριά από το Μποτουσένι. Ώσπου ένα πρωί, ενώ τα παιδιά κοιμούνταν ακόμα, ο Νικολάι αισθάνθηκε τα χείλη της μητέρας του στο μέτωπό του. Η Όλια συνέχισε τον ύπνο της χαμογελώντας ευτυχισμένη. Όμως ο Νικολάι άνοιξε τα μάτια. Η Ναταλία ήταν ντυμένη και κρατούσε στο χέρι την τσάντα της. Ανασηκώθηκε και τη ρώτησε: ― Πού θα πας, μαμά;
PRIOVOLOU sel_Final_Layout 1 11/06/2012 1:12 μ.μ. Page 13
ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ
― Ως τη Μόσχα μόνο, Νικολάι, απάντησε εκείνη. Κοιμήσου εσύ. Θα επιστρέψω πολύ σύντομα. Να προσέχεις την Όλια μας όσο θα λείπω. Ο Νικολάι σηκώθηκε από το κρεβάτι και ακολούθησε τη Ναταλία στην κουζίνα για να του δώσει εξηγήσεις. Όταν αντίκρισε την τεράστια βαλίτσα, κατάλαβε ότι η μητέρα του δε θα επέστρεφε τόσο γρήγορα. Όμως δεν ωφελούσε να μυξοκλαίει σαν κορίτσι. Ντύθηκε και τη συνόδεψε με τον παππού στο σταθμό του τρένου. Περίμενε να του δώσει τις εξηγήσεις της καθ’ οδόν... ― Πρέπει να βρω δουλειά, Νικολάι, του είπε εντέλει εκείνη. Στο Μποτουσένι δεν υπάρχουν δουλειές. Ούτε καν στο Κίεβο. Χρειαζόμαστε χρήματα για να ζούμε με αξιοπρέπεια και για να συνεχίσεις τις σπουδές σου στο βιολί. Δε θέλω να είμαστε βάρος στον παππού. Μεγάλωσε πλέον κι αυτός και πρέπει να τον ξεκουράσουμε. Καταλαβαίνεις, νομίζω. Ο Νικολάι έγνεψε καταφατικά και η μητέρα του τον παρακάλεσε να αναλάβει να εξηγήσει τα πάντα και στην Όλια. Της το υποσχέθηκε διότι κατανοούσε την κατάστασή τους. Ήθελε πολύ να αγκαλιάσει τη μαμά του, αλλά εκείνη του χάιδεψε μόνο τα μαλλιά. Έπειτα ήρθε το τρένο σφυρίζοντας και την πήρε για τη Μόσχα. Επέστρεψαν αμίλητοι στο σπίτι με τον παππού Βάνια. Στο μεταξύ, η Όλια είχε ξυπνήσει από ένα κακό όνειρο και ζητούσε τη μαμά της κλαίγοντας. Η μπάμπουσκα την παρηγορούσε εξηγώντας της ότι η μητέρα της θα έβρισκε μια καλή δουλειά στη Μόσχα, θα έβγαζε πολλά χρήματα κι έτσι ο Νικολάι κι αυτή θα είχαν απ’ όλα. Όμορφα ρούχα,
PRIOVOLOU sel_Final_Layout 1 11/06/2012 1:12 μ.μ. Page 14
ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ
παιχνίδια, και ασφαλώς δε θα μετρούσαν τα γρίβνα για να αγοράσουν μια σοκολάτα ή ένα ζαχαρωτό παραπάνω. — Χθες, Όλια, έλεγε η μπάμπουσκα σκουπίζοντας τα δάκρυά της, είδα στην τηλεόραση κάτι όμορφες χνουδωτές παντούφλες σαν ζωντανά ζωάκια. Αρκουδάκια, γατιά, σκίουρους, κουνέλια. Μέχρι παντούφλες λιοντάρια πήρε το μάτι μου. Άσε πια τα σκυλάκια. Μια ολόκληρη σειρά στο πάνω ράφι. Όλες οι ράτσες σκύλων, σου λέω. Και τόσο ζωντανά, που νόμισα ότι ήταν έτοιμα ν’ αρχίσουν το σκυλοκαβγά. Ποπό, τι ωραία πράγματα υπάρχουν στον κόσμο, Όλια. Αφού τα δείχνει η τηλεόραση, σίγουρα δε θα είναι ψέμα. Αχ! Πόσο θα ήθελα να μου φέρει η Ναταλία από τη Μόσχα εκείνα τ’ αρκουδάκια με την παχιά γούνα και τα ζωηρά ματάκια. Δε θα κρυώνουν καθόλου τα πόδια μου το χειμώνα. Η Όλια σταμάτησε να κλαίει. Ένα αθώο γελάκι σαν πρωινό τριαντάφυλλο άνθισε στα χείλη της. — Εγώ θα προτιμούσα τα λαγουδάκια, ψιθύρισε κι άρχισε να φανερώνει κι αυτή τις επιθυμίες της. Είχε δει στην τηλεόραση κάτι κούκλες που χόρευαν, μιλούσαν, ανοιγόκλειναν τα μάτια και φορούσαν υπέροχα φουστάνια. — Λες να μου φέρει μια τέτοια η μαμά; αναρωτήθηκε. — Ασφαλώς, τη διαβεβαίωσε η μπάμπουσκα. Η Όλια επιτέλους γέλασε και ανέφερε στον Νικολάι τα περί κούκλας, μόλις τον είδε να μπαίνει στο σπίτι με τον παππού. Του το ψιθύρισε στο αυτί, επειδή ο παππούς δεν πίστευε στην τηλεόραση. Ο Νικολάι είχε δει κι αυτός κάτι απίθανα αθλητικά παπούτσια. Το αγόρι που τα διαφήμιζε του έμοιαζε κάπως· τους διαβεβαίωνε από το γυαλί
PRIOVOLOU sel_Final_Layout 1 11/06/2012 1:12 μ.μ. Page 15
ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ
ότι όποιος τα φορούσε πετούσε. Μπορούσε να γίνει ολυμπιονίκης χωρίς να σκοτώνεται στις προπονήσεις. Ο Νικολάι όμως πίστευε περισσότερο στα λόγια του παππού, που του έλεγε ότι αν δεν ιδροκοπήσεις και δε ματώσεις στις προπονήσεις, ολυμπιονίκης δε γίνεσαι. Τι να εξηγήσει όμως στην αδερφή του; Αυτή τρύπωνε στο όνειρό της κι εκεί γινόταν ευτυχισμένη...
g ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΪ ΑΛΕΞΙΕΒΙΤΣ ΠΡΙΓΚΟΦ Ήρθε ο χειμώνας και δεν είχαμε κανένα μήνυμα από τη μαμά. Ούτε καν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, που πλημμύρισαν το Μποτουσένι άγγελοι, χιονολούλουδα και αστέρια. Ήταν όλα τόσο όμορφα ως εικόνα, αλλά πολύ μελαγχολικά γιατί έλειπε η μαμά και τα πόδια της μπάμπουσκας κρύωναν μέσα στις παλιές, φθαρμένες παντόφλες. Τα βράδια ο παππούς Βάνια τής τα έτριβε με οινόπνευμα κι εγώ έπρεπε να παρηγορώ την Όλια, που γκρίνιαζε γιατί αργούσε να ’ρθει η κούκλα των ονείρων της – κι η τηλεόραση μας ζάλιζε το κεφάλι μ’ αυτή την ψεύτικη γαλανομάτα. Ο παππούς σκάλισε σε μαλακό ξύλο μια όμορφη ματριόσκα και τη ζωγράφισε με ωραία έντονα χρώματα. Το πρόσωπό της έμοιαζε με της μαμάς. Δεν είχε καμιά σχέση με την κούκλα της τηλεόρασης, όμως η Όλια χάρηκε πολύ. Έκλεισε μέσα στην κούφια κοιλιά της κούκλας τα μπιχλιμπίδια της: κάτι συρμάτινα χρυσαφιά δαχτυλίδια, σκουλαρίκια και αλυσιδάκια που της είχε αγοράσει ο παππούς στο παζάρι και η Όλια τα
PRIOVOLOU sel_Final_Layout 1 11/06/2012 1:12 μ.μ. Page 16
ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ
φορούσε όλα μαζί όταν έπαιζε μπροστά στον καθρέφτη το αστέρι της τηλεόρασης. Την Πρωτοχρονιά πήγαμε στη μεγάλη πλατεία, στη γιορτή των πυροτεχνημάτων. Ο ουρανός του Μποτουσένι γέμισε γιγάντιες φωτεινές ομπρέλες, καραβάκια παλάτια και αρκούδες. Η γιορτή των πυροτεχνημάτων ήταν πολύ πετυχημένη. Εγώ ήμουν στην ορχήστρα του ωδείου και έπαιζα βιολί. Μετά φάγαμε πιροσκί και σούπα με χοιρινό. Ο πάππους δε λυπήθηκε να δώσει ένα ολόκληρο γρίβνα για να κάνουμε κούνια στα κόκκινα ξύλινα αλογάκια. «Καλή χρονιά», εύχονταν όλοι και έδιναν φιλιά...
g ... Όμως ο Νικολάι ήταν μελαγχολικός. Στεκόταν ώρα πολλή γονατισμένος στο παράθυρο και ζωγράφιζε με φωτεινά χρώματα τον ερχομό της μαμάς του πάνω στο χιόνι. Τη χρονιά εκείνη χιόνισε περισσότερο απ’ όσο θυμούνταν οι μεγάλοι τα τελευταία δέκα χρόνια. Τα παιδιά έφτιαξαν στην αυλή μια ομάδα χιονανθρώπων. Το δάσκαλό τους, τον κύριο δήμαρχο, το μαέστρο της δημοτικής ορχήστρας, τον παππού, την μπάμπουσκα. Στο σπίτι άναβαν τη σόμπα και κάθονταν όλοι γύρω της για να ζεσταθούν. Ο παππούς τούς ενημέρωσε ότι στη χώρα υπήρχε μεγάλη κρίση καυσίμων και η κεντρική θέρμανση θα άναβε για λίγες ώρες μόνο το βράδυ. Τους συμβούλεψε να κάνουν υπομονή και να δείξουν τη συμπαράστασή τους στην κυβέρνηση, που έκανε μεγάλη προσπάθεια για να ορθοποδήσει οικονομικά η χώρα τους. Και τα ξύλα συνεχώς λιγόστευαν. Ο γερο-Βάνια, για να καίει όλο το εικοσιτετράωρο η σό
PRIOVOLOU sel_Final_Layout 1 11/06/2012 1:12 μ.μ. Page 17
ΤΟ ΣΥΝΘΗΜΑ
μπα και να μην κρυώνουν τα παιδιά, αναγκάστηκε να κόψει τη μία από τις τρεις βυσσινιές του κήπου. Τη γέρικη βυσσινιά. Η μπάμπουσκα έδωσε, βέβαια, τη συγκατάθεσή της, αλλά όταν την είδε πεσμένη κάτω, τη θρήνησε σαν να κήδευε άνθρωπο. Τα βράδια του ατέλειωτου εκείνου χειμώνα ο Νικολάι έκανε τις ασκήσεις του στο βιολί υπό την επίβλεψη του παππού του. Συχνά τους επισκεπτόταν και ο δάσκαλός του, ο κύριος Ντανίλο, που απολάμβανε τους αυτοσχεδιασμούς του, επαινούσε το ταλέντο του και έλεγε ότι ο Νικολάι Αλεξίεβιτς Πριγκόφ θα παίξει κάποτε στις μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου. Κι ο χειμώνας τραβούσε. Η Ναταλία δεν τους έστειλε ούτε ένα μήνυμα. Από πουθενά δεν είχαν νέα της. Η μπάμπουσκα παρηγοριόταν στη σκέψη ότι θα είχε βρει καλή δουλειά και στην αρχή θα έπρεπε να δουλεύει ατέλειωτες ώρες. «Να δείτε που κάποια μέρα θ’ ανοίξει η πόρτα και η καλή μου Ναταλία θα μας κάνει την πιο ευχάριστη έκπληξη», έλεγε. «Θα φέρει και την κούκλα μου», πεταγόταν κι η Όλια, πριν βυθιστεί και πάλι στο όνειρό της μ’ εκείνο το γέλιο που έμοιαζε με πρωτάνοιχτο τριαντάφυλλο. Ο Νικολάι εκεί, κολλημένος στο παράθυρο, ταξίδευε στις λευκές νύχτες που, όταν είχε φεγγάρι, γίνονταν αχνογάλανες. Άκουγε νοερά ουράνιες μουσικές που αντηχούσαν στην ψυχή του. Τον οδηγούσαν πολύ ψηλά, πέρα και πάνω από τον κατοικημένο κόσμο. Αυτό το συναίσθημα το μετέτρεπε σε νότες που τις έπαιζε στο βιολί του. Σε κάθε κομμάτι έδινε κι από έναν τίτλο, «Όταν πέφτει το χιό o
PRIOVOLOU sel_Final_Layout 1 11/06/2012 1:12 μ.μ. Page 18
ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ
νι», «Ο αέρας», «Ο ποταμός», «Η γιορτή των πυροτεχνημάτων». Ο γερο-Βάνια και η μπάμπουσκα απολάμβαναν αυτά τα νυχτερινά κονσέρτα πίνοντας τσάι με λίγη βότκα, ενώ η Όλια λαγοκοιμόταν. Μερικές φορές το άγριο αλύχτισμα κάποιου πεινασμένου σκύλου γέμιζε τρόμο τη νύχτα και τότε ο Νικολάι απάγγελλε ρυθμικά την προσευχή που του είχε μάθει η μπάμπουσκα όταν πρωτάρχισε να μιλάει. Ήταν η προσευχή που έδιωχνε κάθε φόβο μακριά του. Εκεί που έπαιζαν αρνιά κι απόσταιναν κοπάδια τη νύχια άγγελοι πατούν και κρυφολαμποκοπούν Δεν τους βλέπεις στο σκοτάδι κι όμως πέτονται ανεμίζουν του ελέους το μαγνάδι άνθη ανθρώπους νανουρίζουν Αν προστατεύει τα πουλιά κάθε φωλιά κοιτάνε και κάθε αγριμιού σπηλιά απ’ το κακό φυλάνε.*
g Η Ναταλία επέστρεψε αναπάντεχα στις αρχές της επόμενης άνοιξης. Δεν έμοιαζε με τη γυναίκα που πριν από ένα χρόνο έφυγε από το Μποτουσένι. Δεν είχε πια μακριά * Από το «Τραγούδι της αθωότητας» του Ουίλιαμ Μπλέικ.