Ελένη Πριοβόλου - Οι φύλακες των αστεριών

Page 1

PRIOVOLOU_FYLAKES_NEANIKH - Teliko_Layout 1 25/9/13 2:42 μ.μ. Page 5

ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ

ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


PRIOVOLOU_FYLAKES_NEANIKH - Teliko_Layout 1 25/9/13 2:42 μ.μ. Page 6

©

Copyright Ελένη Πριοβόλου – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2013

Έτος 1ης έκδοσης: 2013 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης ΒέρνηςΠαρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5617-5


PRIOVOLOU_FYLAKES_NEANIKH - Teliko_Layout 1 25/9/13 2:42 μ.μ. Page 7

Αφιερωμένο εξαιρετικά στα μέλη της ΛΑΓΝΟ Ξάνθης και σε όλους τους παιδαγωγούς που με το έργο τους κάνουν τη διαφορά στο στείρο εκπαιδευτικό μας σύστημα


PRIOVOLOU_FYLAKES_NEANIKH - Teliko_Layout 1 25/9/13 2:42 μ.μ. Page 8


PRIOVOLOU_FYLAKES_NEANIKH - Teliko_Layout 1 25/9/13 2:42 μ.μ. Page 9

1

Σ

ΕΝΤΕΦ! ΣΕΝΤΕΦ ΜΟΥ».

Η γριά Φατμά καθόταν στην αυλίτσα της και « ξεσπύριζε καλαμπόκι. Όμως το άγρυπνο μάτι της παρακολουθούσε από την ανοιχτή πόρτα του σπιτιού την εγγονή της, που χτενιζόταν μπροστά στον καθρέφτη του χολ. Με κρυφό καμάρι συλλογιζόταν πως το όνομα της ταίριαζε ταμάμ,* έτσι καθώς έλαμπαν σαν σεντέφια** τα μαλλιά και τα μάτια της. Παρόμοιες σκέψεις έκανε και η κυρία Τουγτσέ, η μητέρα της Σεντέφ, αλλά η βιασύνη δεν την άφηνε να χαρεί την εικόνα της κόρης της, που στροβιλιζόταν μπροστά στον καθρέφτη καθώς έδενε και ξέλυνε την κοτσίδα της. Το λεωφορείο δεν είχε κάνει ακόμα την εμφάνισή του στη δημοσιά. Διέθεταν, ως εκ τούτου, μια άνεση χρόνου. Όμως την κυρία Τουγτσέ την είχε κυριεύσει μια παράλογη ανυπομονησία. ** Στα τουρκικά: ακριβώς / καλά / εντάξει. ** Σεντέφι: η εσωτερική ιριδίζουσα επιφάνεια ορισμένων οστράκων. 


PRIOVOLOU_FYLAKES_NEANIKH - Teliko_Layout 1 25/9/13 2:42 μ.μ. Page 10

ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ

«Γρήγορα, Σεντέφ. Το λεωφορείο όπου να ’ναι φτάνει. Θέλεις να το χάσουμε; Άιντε πια με την αλογοουρά. Δέσ’ τη να τελειώνουμε». Η Σεντέφ δίστασε για λίγο. «Γίνεται να μη δέσω τα μαλλιά μου; Για σήμερα μονάχα, επειδή πηγαίνουμε στο παζάρι. Σε παρακαλώ, μαμά». Αντί για τη μαμά της, πετάχτηκε η γιαγιά Φατμά: «Άπαπαπα! Τα σοβαρά κορίτσια δεν αφήνουν στους ανέμους τα μαλλιά, όπως δεν αφήνουν και τα μυαλά τους». Η κυρία Τουγτσέ διαφωνούσε με την πεθερά της. Όμως δεν τολμούσε να αμφισβητήσει τους ορισμούς της. Η Σεντέφ της έριχνε παρακλητικά βλέμματα αλλά εκείνη τα αγνόησε. «Ό,τι πει η γιαγιά, Σεντέφ μου», κατέληξε. Κατόπιν προχώρησε προς την έξοδο του σπιτιού, αναγκάζοντας και τη Σεντέφ να ακολουθήσει. Η Σεντέφ έδεσε με δυσαρέσκεια τα μαλλιά της και έτρεξε πίσω από τη μητέρα της. Ένιωθε πιο όμορφη με τα μαλλιά αφημένα ελεύθερα στους ώμους της. Όμως δεν τολμούσε να κάνει του κεφαλιού της. Η γιαγιά Φατμά είχε μάτια παντού και θα την έβλεπε. Ευτυχώς που δεν την υποχρέωνε να φοράει και τη μαντίλα, όπως επέβαλλαν στη Ναζλί οι γονείς της – ο κύριος Ιμπραχήμ και η κυρία Εμίν. Η Σεντέφ έπρεπε να είναι ευχαριστημένη που η γιαγιά έκανε τη μεγάλη παραχώρηση να επιτρέψει στη μητέρα της, την Τουγτσέ, να βγάλει τη μαντίλα. Η ίδια η γιαγιά Φατμά μόνο στον ύπνο της την έβγαζε. Το κορίτσι υποπτευόταν πως η μητέρα της δε θα είχε αντίρρηση να 


PRIOVOLOU_FYLAKES_NEANIKH - Teliko_Layout 1 25/9/13 2:42 μ.μ. Page 11

ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

πάει η Σεντέφ με τα μαλλιά λυτά στο παζάρι. Όμως κι αυτή υπάκουε στο λόγο της γιαγιάς. Η γριά Φατμά δεν αστειευόταν με τα θέματα ηθικής των γυναικών, πόσο μάλιστα ενός άγουρου κοριτσιού όπως ήταν η εγγονή της. Η μαμά της Σεντέφ έκανε μερικές προσπάθειες να τη μεταπείσει, αλλά πού να ακούσει η γιαγιά. «Μαλλιά ελεύθερα, μυαλά του αέρα», απαντούσε και δε σήκωνε δεύτερη κουβέντα. Μια άλλη, πάλι, φορά κατσάδιασε τον Μουσταφά, τον εγγονό της, επειδή και αυτός υπερασπιζόταν τις απόψεις περί «ελευθερίας» της Σεντέφ. Καθημερινά δε, έκανε τις επισημάνσεις της στο γιο της τον Ομάρ, τον πατέρα του Μουσταφά και της Σεντέφ: «Σαν πολύ μοντερνίζονται τα παιδιά, Ομάρ. Για μάζεψε τα λουριά τους. Αχ, το ’λεγα εγώ πως αυτό το γυμνάσιο δε θα είναι για καλό τους. Τι το ήθελε το γυμνάσιο η Σεντέφ; Ας την αφήναμε να μεγαλώσει ακόμα λίγο και να την παντρεύαμε να πάρει κι αυτή τη σειρά της». Μόνο ο Αλλάχ γνώριζε πώς κρατιόταν ο κύριος Ομάρ και δεν αντιμιλούσε στη μάνα του, παρά μόνο έλεγε: «Η Σεντέφ και ο Μουσταφά θα σπουδάσουν, μαμά. Με τη βοήθεια του Θεού θα γίνουν επιστήμονες για το όφελος της κοινωνίας και του εαυτού τους». Η γιαγιά Φατμά όσο μεγάλωνε γινόταν και πιο ανυποχώρητη σε ζητήματα ηθικής. Γιατί μια φορά που έδειξε ελαστικότητα την ξεγέλασαν. Ήταν τότε που επέτρεψε στην Τουγτσέ να βγάλει τη μαντίλα. Η νύφη της την πέταξε, θαρρείς και σήκωνε βάρος αβάσταχτο στο κεφάλι, και πήγε με τον Ομάρ στην πόλη για ψώνια. Όταν ε


PRIOVOLOU_FYLAKES_NEANIKH - Teliko_Layout 1 25/9/13 2:42 μ.μ. Page 12

ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ

πέστρεψαν, είχε τα μαλλιά της κομμένα! Το χειρότερο όμως όλων ήταν το ψέμα που σκαρφίστηκαν. Πήραν όρκο πως η Τουγτσέ υπέφερε από τριχόπτωση και ο γιατρός συνέστησε να κόψει τα μαλλιά της. Η γριά Φατμά όμως διάβασε μέσα στα μάτια τους και το ψέμα τους και την ενοχή τους. Κι αν τα χείλη μπορούσαν να την ξεγελάσουν, τα μάτια ήξερε να τα διαβάζει πολύ βαθιά, μέχρι τα βάθη της ψυχής. Μέρες και νύχτες προσευχόταν στον Αλλάχ να τους συγχωρήσει για το φοβερό ψέμα και την απείθεια. Μα πέρα από τις βουλές του Αλλάχ είχε και τη δική της στεναχώρια η γριά Φατμά. Δεν μπορούσε να χωνέψει το πώς ο γιος της μετρούσε πιο πολύ τις επιθυμίες της γυναίκας του απ’ τις δικές της διαταγές. Όσο για τον εγγονό της τον Μουσταφά, ε, αυτός πια κι αν έκανε του κεφαλιού του! Έπαιζε, βέβαια, σαντούρι με τρόπο ευλαβικό, έτσι που να σ’ ανεβάζει στα ουράνια. Όμως παρέσυρε την αδελφή του σε νεωτερισμούς. Από τη μια ο Μουσταφά και από την άλλη το γυμνάσιο· πάει θα το έχαναν το κορίτσι τους. Αυτά συλλογιζόταν η γριά Φατμά ξεσπυρίζοντας το καλαμπόκι και παρακολουθώντας την εγγονή και τη νύφη της. Πικρές και γλυκές οι σκέψεις της, ανακατεύονταν και άφηναν στα χείλη τη γεύση του τσαγιού που απολάμβανε κάθε απόγευμα στο ποτηράκι της, με ένα κλαράκι δυόσμο μέσα. Το λεωφορείο έκανε την εμφάνισή του στην κορφή του καμπυλωτού λόφου, χοροπηδώντας πάνω στα σαμάρια του κακοφτιαγμένου δρόμου. Από τις προηγούμενες εκλογές οι βουλευτές τούς υπόσχονταν ότι θα τον φτιά


PRIOVOLOU_FYLAKES_NEANIKH - Teliko_Layout 1 25/9/13 2:42 μ.μ. Page 13

ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

ξουν. Κόντευε η νέα εκλογική περίοδος και ο δρόμος παρέμενε ακόμα με σαμάρια και βαθουλώματα. Ο κόσμος θα πάρει τις ίδιες υποσχέσεις, μα η γριά Φατμά δε θα τους πιστέψει αυτή τη φορά. Και όχι μόνο τους χριστιανούς βουλευτές, μα και τους μουσουλμάνους, που τάχατες εργάζονται στη Βουλή για τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας. Όλοι το ίδιο ψέμα υπηρετούν. Μόνο την ψήφο τους θέλουν ν’ αρπάξουν. Μα όταν τρυπώσουν στη Βουλή, αμέσως λησμονούν τις υποσχέσεις τους. «Ούτε στο Θεό ούτε στον άνθρωπο πιστεύουν οι μπαταχτσήδες», συλλογίστηκε η γριά Φατμά και φώναξε: «Τουγτσέ, Σεντέφ! Φτάνει το λεωφορείο. Βιαστείτε! Άιντε». Η κυρία Τουγτσέ τραβολόγησε τη Σεντέφ και η γιαγιά Φατμά άφησε τη δουλειά της για να τις ξεπροβοδίσει ως τον αυλόγυρο. «Σεμνά», έδωσε την τελευταία της συμβουλή. Η κυρία Τουγτσέ, αν και έτρεφε μεγάλο σεβασμό για την πεθερά της, αγανακτούσε με τις υπερβολές της. «Τι έχουμε να φοβηθούμε, μαμά; Ο Ομάρ και ο Μουσταφά μας περιμένουν στην πόλη. Από το σταθμό θα πάμε κατευθείαν στο κιόσκι μας. Τι έχουμε να φοβηθούμε;» Η ηλικιωμένη γυναίκα τις κοίταξε αυστηρά πασχίζοντας να κρύψει το καμάρι της, τόσο για τη νύφη της όσο και για την εγγονή της. Η φωνή της όμως δε βγήκε αυστηρή. Φανέρωνε την τρυφερότητά της και προς τις δύο. «Τ’ αμαρτωλά μάτια, κόρες μου. Τ’ αμαρτωλά μάτια», κατέληξε και επέστρεψε στη δουλειά της. Την ίδια στιγμή έβγαιναν από τον αυλόγυρο του δι


PRIOVOLOU_FYLAKES_NEANIKH - Teliko_Layout 1 25/9/13 2:42 μ.μ. Page 14

ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ

κού τους σπιτιού η κυρία Μινεβέρ με τη θυγατέρα της την Εντά. Πίσω ακολουθούσε ο άντρας της, ο κύριος Ουτκού. «Ο Θεός μαζί σας!» χαιρέτησε πρώτος ο κύριος Ουτκού. «Κι εσείς για το παζάρι; Άιντε, πάμε όλοι μαζί για το σταθμό να πάρουμε το λεωφορείο». Ένα αίσθημα ευθύνης κυρίεψε τον κύριο Ουτκού για τη γυναίκα και την κόρη του αδελφικού του φίλου, του Ομάρ. Για τούτο έβαλε μπροστά όλες μαζί τις γυναίκες και αυτός ακολούθησε με μια διάθεση προστατευτική. Τα δυο κορίτσια, η Εντά και η Σεντέφ, πιάστηκαν από το χέρι και βάδιζαν χαρούμενα. Επιτέλους, είχε φτάσει η στιγμή που περίμεναν με ανυπομονησία όλο το καλοκαίρι: να πάνε στο μεγάλο παζάρι της πόλης! Έκαναν μια στάση έξω από το σπίτι της αγαπημένης φίλης τους, της Ναζλί. Έριξαν μια κλεφτή ματιά πάνω από το χαμηλό μαντρότοιχο αλλά δεν είδαν ψυχή. Η πόρτα του σπιτιού ήταν κλειστή και τα παράθυρα σφαλισμένα. «Η Ναζλί δε θα έρθει;» ρώτησε η Εντά τη Σεντέφ. Η Σεντέφ έσφιξε λυπημένη τα χείλη. «Οι γονείς της Ναζλί δουλεύουν μέχρι αργά στο χωράφι. Μαζεύουν ντομάτες και πιπεριές για την αγορά. Δεν της επιτρέπουν να πηγαίνει χωρίς συνοδεία στην πόλη». Η Εντά δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά της. «Ούτε μαζί μας; Παρέα δεν ξεκινάμε κάθε μέρα για το σχολείο;» Η Σεντέφ απάντησε κοφτά: «Άλλο πράγμα είναι το σχολείο, άλλο το παζάρι. Ε


PRIOVOLOU_FYLAKES_NEANIKH - Teliko_Layout 1 25/9/13 2:42 μ.μ. Page 15

ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

ξάλλου οι γονείς της Ναζλί μας θεωρούν ζωηρές και πιστεύουν ότι θα παρασύρουμε και τη Ναζλί να βγάλει τη μαντίλα». Η Εντά το γνώριζε πως οι γονείς της Ναζλί, ο κύριος Ιμπραχήμ και η κυρία Εμίν, τις θεωρούσαν απελευθερωμένα κορίτσια. Η ίδια η Ναζλί δεν το πίστευε, αλλά δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τους αλλάξει την εντύπωση. Η ρήση των γονιών και του παππού της, του Μοχάμεντ, αποτελούσαν για το κορίτσι απαράβατο νόμο. Ακόμα και αν διαφωνούσε, κατάπινε στα βάθη της ψυχής της τη διαφωνία της. Στην προκειμένη περίπτωση η Εντά και η Σεντέφ ήταν σίγουρες πως η Ναζλί καιγόταν να πάει μαζί τους στο παζάρι, αλλά αφού οι γονείς της αποφάσισαν διαφορετικά, εκείνη δεν τολμούσε να ζητήσει να της επιτρέψουν ν’ ακολουθήσει τις φίλες της. Τα δυο κορίτσια αισθάνθηκαν μια ενοχή, επειδή δεν είχαν σκεφτεί να πάνε από το προηγούμενο βράδυ στον κύριο Ιμπραχήμ και στην κυρία Εμίν, για να ζητήσουν την άδεια να πάρουν μαζί τους τη Ναζλί. Αν χρειαζόταν θα τους παρακαλούσαν, θα έφταναν σε σημείο να τους ικετέψουν προκειμένου να τους μεταπείσουν. Όμως η ενοχή εξαφανίστηκε όταν σκέφτηκαν την ακλόνητη και σιωπηλή άρνηση του κυρίου Ιμπραχήμ. Γιατί η άρνηση του μπαμπά της Ναζλί ήταν μόνο ένα συννέφιασμα των ματιών του, ένα σφίξιμο των χειλιών του και ένα κούνημα του κεφαλιού του προς τα πίσω. Τρεις κινήσεις που σήμαιναν κατηγορηματικά «όχι». Κατά τα άλλα ο κύριος Ιμπραχήμ ήταν ένας ήρεμος άνθρωπος. Κανένας δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι τον 


PRIOVOLOU_FYLAKES_NEANIKH - Teliko_Layout 1 25/9/13 2:42 μ.μ. Page 16

ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ

είχε ακούσει να υψώνει τη φωνή του, πόσο μάλλον να καβγαδίζει με κάποιον. Ούτε έλεγε πολλές κουβέντες. Με νεύματα φανέρωνε τα συναισθήματά του. Με την ξαστεριά ή με τη βαριά συννεφιά των ματιών του. Όμως όλοι ήξεραν πως ο ήσυχος κύριος Ιμπραχήμ έκρυβε στην ψυχή του ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί και να κατακάψει όποιον περνούσε τον αυλόγυρο του σπιτιού του ή την πόρτα του καφενέ του με στόχο να βλάψει την οικογένειά του. Έτσι, επειδή είχαν το φόβο του πατέρα της Ναζλί, τα δυο κορίτσια προχώρησαν χωρίς να τη φωνάξουν, έχοντας κατά βάθος και την έγνοια μήπως έβγαινε η φίλη τους να τις χαιρετήσει και, βλέποντάς τες έτσι όμορφα στολισμένες, ζήλευε την καλή τους τύχη και γινόταν περισσότερο δυστυχισμένη. «Να της φέρουμε ένα δώρο απ’ το παζάρι», πρότεινε η Σεντέφ και βρήκε απολύτως σύμφωνη την Εντά. Μόλις η φιλική συντροφιά απομακρύνθηκε αρκετά, η Ναζλί άνοιξε το παραθυρόφυλλο. Τα μάτια της ήταν γκρίζα από τη θλίψη και ένας κόμπος έφραζε το λαιμό της. Καθώς περνούσαν οι φίλες της, τις παρακολουθούσε πίσω από τις γρίλιες. Αυτό δεν της το είχε απαγορέψει ο πατέρας της. Όμως της είχε δώσει εντολή να μην ανοίξει πόρτες και παράθυρα μέχρι να απομακρυνθούν τα κορίτσια. Είχε ακούσει το προηγούμενο βράδυ στον καφενέ του πατέρα του τον κύριο Ομάρ και τον κύριο Ουτκού να μιλούν για το παζάρι και κατάλαβε πως η Εντά και η Σεντέφ θα ξεσήκωναν και τη δική του κόρη. Όμως αφού αυτός είχε δουλειά στο χωράφι –που δεν έπαιρνε αναβολή– η Ναζλί έπρεπε να μείνει σπίτι. 


PRIOVOLOU_FYLAKES_NEANIKH - Teliko_Layout 1 25/9/13 2:42 μ.μ. Page 17

ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

Η κοπέλα με κόπο κρατούσε τα δάκρυα να μην κυλήσουν από τα μάτια της. Βγήκε στην αυλή χωρίς τη μαντίλα – στην αυλή το επέτρεπε η μαμά της. Έπλυνε με το σωλήνα τις σκάλες του σπιτιού και τις πέτρες της αυλής και πότισε τα λουλούδια. Οι ιβίσκοι, τα μπουγαρίνια και οι ντάλιες ήταν ολάνθιστα. Μοσχοβολούσε ο τόπος, και τα χρώματα, έτσι όπως σπιθοβολούσαν, άλλαξαν λίγο τη διάθεση της Ναζλί. Έπειτα, σιγά σιγά, άρχισε να αποβάλλει τη δυσθυμία. «Όλα είναι στο χέρι μας», έλεγε συχνά ο παππούς της. «Αν τα παίρνεις τα πράματα απ’ την κακή τους πλευρά, φαρμακώνεις την ψυχή σου. Αν τα βλέπεις απ’ την καλή, μύρο την ποτίζεις. Διάλεξε και πάρε». Φυσικά το μύρο θα διάλεγε, γιατί ήταν μικρή να μαραζώνει για πράματα που ίσως να μην είχαν και τόσο μεγάλη σημασία. Όπως μια βόλτα στο παζάρι, ας πούμε. «Για να μην πω ότι στο τέλος καταντάει κουραστικό», προσπάθησε η Ναζλί να παρηγορήσει τον εαυτό της. Έδιωξε από τη σκέψη της τα δυσάρεστα και άρχισε να καταπιάνεται με τα ευχάριστα. Ο πατέρας της ήταν καλός άνθρωπος και ευσεβής μουσουλμάνος. Δίκαιος με τους συνανθρώπους του και έλεγε πάντα την αλήθεια. Λίγες αρετές είχε; Και που ήταν αυστηρός τι πείραζε; Το καλό της ήθελε. Μήπως τα ίδια δεν έκανε και στις δυο άλλες μεγαλύτερες αδελφές της; Ορίστε τώρα. Η Μελέκ έκανε έναν πολύ καλό γάμο και ζει στην Κομοτηνή και η Ζεϊνέλ παντρεύτηκε έναν καλό άνθρωπο στην Ιστανμπούλ. Η Ναζλί δε θέλει να παντρευτεί. Θέλει να σπουδάσει γιατρός. Μα αυτό είναι ένα τεράστιο όνειρο και θα χρεια o


PRIOVOLOU_FYLAKES_NEANIKH - Teliko_Layout 1 25/9/13 2:42 μ.μ. Page 18

ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ

στούν πολύς χρόνος και μόχθος για να το κατακτήσει. Τώρα θα πάει στην Γ΄ Γυμνασίου και έχει δρόμο μπροστά της να διανύσει. Όπως και να ’χει, θα πρέπει να ευγνωμονεί τους γονείς της που την έστειλαν στο γυμνάσιο. Πόσα κορίτσια απ’ το χωριό τους δεν πάνε καθόλου στο γυμνάσιο; Πόσα κορίτσια δεν τα καταδίκασαν να δουλεύουν στα χωράφια, να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού και να περιμένουν το γαμπρό; Ναι! Ήταν πολύ τυχερή και το όφειλε στους γονείς της αυτό το δώρο. Γι’ αυτό δεν έπρεπε να έχει παράλογες απαιτήσεις. Με τέτοιες αγαθές σκέψεις έδιωξε την κατήφεια η Ναζλί και καταπιάστηκε να γεμίσει με ρύζι ντομάτες και πιπεριές, για να βρουν φαγητό οι γονείς της όταν θα επέστρεφαν πεινασμένοι απ’ το χωράφι. Κάθισε στην αυλή να κάνει τη δουλειά της, αλλά η ματιά της καρφώθηκε με θλίψη στο λεωφορείο που απομακρυνόταν μαζί με τις φίλες της. Σε λίγο η εικόνα έσβησε πίσω από τους χρυσοκίτρινους λόφους, χρώμα που έβαφε το τοπίο από το μήνα Ιούνιο, όταν θερίζονταν τα στάρια.

Τ

Α ΔΥΟ ΚΟΡΙΤΣΙΑ, η Εντά και η Σεντέφ, κάθισαν δίπλα δίπλα. Το λεωφορείο περνούσε από όλα τα γύρω χωριά. Επιβιβάζονταν κυρίως ηλικιωμένοι που δεν οδηγούσαν και άλλοι που δε διέθεταν Ι.Χ. Ο κύριος Ουτκού δεν είχε αυτοκίνητο. Όχι πως δεν ήξερε να οδηγεί, μα δεν του χρειαζόταν, καθώς έλεγε. Πήγαινε στην πόλη με το λεωφορείο και στο χωράφι τον διευκόλυνε θαυμάσια το άλογό του. Αντίθετα, ο κύριος Ομάρ, ο πατέρας της Σε


PRIOVOLOU_FYLAKES_NEANIKH - Teliko_Layout 1 25/9/13 2:42 μ.μ. Page 19

ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

ντέφ, επειδή εκτός από αγρότης ήταν και έμπορος των παζαριών και ταξίδευε πολύ, είχε ένα φορτηγό με τεράστια καρότσα. Μέσα σ’ αυτό ταξίδεψε μια φορά όλη η οικογένεια ως την Αδριανούπολη, για να επισκεφτεί τη θεία Μίριεμ την αδελφή της κυρίας Τουγτσέ. Ήταν το πρώτο μεγάλο ταξίδι της Σεντέφ και ονειρευόταν το δεύτερο να φτάνει ως την Ιστανμπούλ ή μέχρι την Αθήνα. Πιο μακριά δεν τολμούσε ούτε με το όνειρο να ταξιδέψει. Η Εντά, θαρρείς και είχε τρυπώσει στη σκέψη της φίλης της, ψιθύρισε στο αυτί της, συνεπαρμένη από την ομορφιά του τοπίου: «Μ’ αρέσουν πολύ τα ταξίδια». «Μόλις αυτό σκεφτόμουνα», είπε η Σεντέφ γελώντας. Όμως ο κύριος Ουτκού τις διέκοψε: «Σσσστ!» Τα κορίτσια σώπασαν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Δεν έπρεπε να μιλάνε –πόσο μάλιστα να γελάνε– σε δημόσιο χώρο. Προσηλώθηκαν κι αυτές στη θέα και φωτογράφιζαν με τα μάτια τις εικόνες του τοπίου, πασχίζοντας ν’ αρπάξουν τις πιο συναρπαστικές λεπτομέρειες: ένα ψάρι να εκτινάσσεται και να βυθίζεται στα νερά του ποταμού κι ένα σμήνος νεροπούλια να τσαλαβουτούν κι έπειτα να σχίζουν σαν σαΐτες τις καλαμιές και τους ασημένιους μαιανδρισμούς του ποταμού Νέστου, που κυλούσε αλλού ήρεμος και αλλού ορμητικός και αφρισμένος. Το λεωφορείο προχωρούσε αργά στο στενό δημόσιο δρόμο δίπλα στο ποτάμι. Πήγαιναν κατά μήκος της κοιλάδας και ο ήλιος είχε εξαφανιστεί από την πυκνότητα της βλάστησης. Το ποτάμι κυλούσε ήρεμα στο σημείο ε


PRIOVOLOU_FYLAKES_NEANIKH - Teliko_Layout 1 25/9/13 2:42 μ.μ. Page 20

ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ

κείνο, φιδογύριζε και σχημάτιζε μια μικρή καταγάλανη λίμνη, μέσα στην οποία χυνόταν ένας ορμητικός καταρράχτης. Ο τόπος έμοιαζε να κατοικείται από άυλες μυθολογικές μορφές της μακρινής, αρχαίας εποχής, όταν ο Νέστος, το ποτάμι τους, ήταν θεός και λατρευόταν από τους ανθρώπους. Τον ονόμαζαν Νέσσο και στις όχθες του έκαναν ιερές τελετουργίες. Η Σεντέφ αναθυμήθηκε τα λόγια της κυρίας Αρήτης, υπεύθυνης καθηγήτριας για την περιβαλλοντική αγωγή των μαθητών. Όμως αφού ο κύριος Ουτκού δεν τους επέτρεπε με την Εντά να μιλάνε και ν’ ανταλλάσουν σκέψεις, η Σεντέφ σκεφτόταν τα δικά της και η Εντά επίσης τα δικά της. Τη στιγμή εκείνη η Σεντέφ, μαγεμένη από τη νερένια αύρα και την εικόνα, σκεφτόταν: «Και γιατί να μην είναι θεός ο ποταμός; Τον βλέπεις. Ποτίζει τη γη, ομορφαίνει το τοπίο, μας μαγεύει. Γιατί τάχα να είναι θεός ο Αλλάχ, που δεν τον βλέπεις και τον φοβάσαι κι από πάνω επειδή είναι όλο απαγορεύσεις;» Μόλις όμως έκανε αυτή τη «βλάσφημη» σκέψη, ένιωσε ένα φόβο στην καρδιά της. Έστρεψε το βλέμμα και αντίκρισε τα σκοτεινά, αμίλητα μάτια του κυρίου Ουτκού. Λες να κατάλαβε τι σκεφτόταν; Να διάβασε τις αμαρτωλές της σκέψεις; Μα τότε ίσως να απαγόρευε στην Εντά να κάνει παρέα μαζί της. Ούτε να το σκεφτεί. Χωρίς την Εντά η ζωή της θα ήταν μισή. Όμως σαν είδε ένα χαμόγελο να κυματίζει στα χείλη του κυρίου Ουτκού, έπαψε να φοβάται, αλλά διέκοψε και τις βλάσφημες σκέψεις. Το λεωφορείο σταμάτησε για να πάρει επιβάτη. Τότε 


PRIOVOLOU_FYLAKES_NEANIKH - Teliko_Layout 1 25/9/13 2:42 μ.μ. Page 21

ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

η Εντά και η Σεντέφ άφησαν να τους φύγει μια κραυγή την οποία έπνιξαν αμέσως με τις παλάμες τους. «Σσσστ!» έκανε ο κύριος Ουτκού, που κι ο ίδιος δεν κατάφερε να συγκρατήσει ένα επιφώνημα θαυμασμού. Όλοι οι επιβάτες σηκώθηκαν και κατέβηκαν από το λεωφορείο μαγνητισμένοι από το θέαμα. Ξεσηκώθηκε ακόμα και ο οδηγός, αφού πρώτα διαμαρτυρήθηκε για την καθυστέρηση. Όμως η εικόνα που αντίκριζαν τα μάτια τους άξιζε τόση κι άλλη τόση καθυστέρηση. Ανάμεσα στα θεόρατα πλατάνια, τα πουρνάρια και τους κέδρους, ένα κοπάδι άγρια άλογα κατέβαιναν με ταχύτητα ανέμου την ήπια καταπράσινη κατωφέρεια που έγλυφε το βουνό και έφτανε ως τις όχθες του ποταμού. Εκεί κατέληγαν για να ξεδιψάσουν τα πανέμορφα άτια, με τις ανεμίζουσες χαίτες, τα δυνατά πόδια και τα στιβαρά καπούλια. Οι επιβάτες του λεωφορείου σταμάτησαν και τις ανάσες τους ακόμα, μη λάχει και τα τρομάξουν. Ένας άντρας, άγνωστος σε όλους, με εκδρομικά ρούχα και ένα σακίδιο στον ώμο, έβγαλε τη φωτογραφική μηχανή και απαθανάτισε τη στιγμή. Ο οδηγός τούς κάλεσε να ανέβουν ξανά στο λεωφορείο και, όταν αυτό ξεκίνησε, τα δυο κορίτσια συνέλαβαν με την άκρη του ματιού τους ένα μισόγυμνο μελαψό αγόρι να ορμάει μέσα απ’ το λόγγο, ν’ αρπάζει την ουρά ενός αλόγου και να προσπαθεί να το καβαλικέψει. Το λεωφορείο όμως απομακρύνθηκε και δεν μπόρεσαν να δουν τη συνέχεια. «Ο Νέσσος», ψιθύρισε η Σεντέφ στο αυτί της Εντά. 


PRIOVOLOU_FYLAKES_NEANIKH - Teliko_Layout 1 25/9/13 2:42 μ.μ. Page 22

ΕΛΕΝΗ ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ

«Ναι, αυτός ήταν», επιβεβαίωσε η Εντά, αναγνωρίζοντας τον Νέσσο, το συμμαθητή τους. Ο Νέσσος, τσιγγανόπουλο, ζούσε με την τεράστια οικογένειά του στον Μπαλκαντζή μαχαλά. Το μόνο που γνώριζαν γι’ αυτόν ήταν πως έτρεχε σαν τον άνεμο, αγαπούσε με πάθος τα άλογα, αλλά πήγαινε στο σχολείο στη χάση και στη φέξη. Όποτε, δηλαδή, του κάπνιζε. Μα και όταν πήγαινε, όλο ζωηράδες έκανε. Και δεν άφηνε και τους άλλους να παρακολουθήσουν το μάθημα. Όμως όλοι όσοι τον γνώριζαν ισχυρίζονταν πως ήταν καλό παιδί. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ζαχαρίας και δεν ήξεραν ποιος του κόλλησε αυτό το παρατσούκλι, «Νέσσος» – όπως, δηλαδή, έλεγαν και τον ποταμό στην αρχαία εποχή. «Τι βλακεία να θέλει να ιππεύσει ένα άγριο άλογο. Σύντομα θα καταλήξει στο νοσοκομείο, να μου το θυμηθείς», ψιθύρισε η Εντά, για να πάρει την απάντηση από τον πατέρα της: «Σσσστ!» Όμως η απορία είχε ήδη σχηματιστεί στο μυαλό των κοριτσιών και άρχισαν να την επεξεργάζονται μέχρι που το λεωφορείο έφτασε στο σταθμό της πόλης.




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.