Proux mia xara sel 5748 6

Page 1

PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 5

ΑΝΝΥ ΠΡΟΥ

ΜΙΑ ΧΑΡΑ ΕΙΝΑΙ ΚΙ ΕΤΣΙ c Διηγήματα

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 6

H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ινστιτούτου Γκ αίτε, π ου χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Annie Proux, Fine Just the Way It Is © ©

Copyright by Dead Line, Ltd., 2008 Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2008

Έτος 1ης έκδοσης: 2014 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5748-6


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 7

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Οικογενειάρχης άνθρωπος [ 11 ]

Πάντα μ’ άρεσε εδώ [ 46 ]

Εκείνα τα παλιά τραγούδια, τα καουμπόικα [ 58 ]

Το φασκομηλόπαιδο [ 95 ]

Το χάσμα [ 109 ]

Βαθιά-λιγδερή-αιμάτινη γαβάθα [ 140 ]

Ατασθαλίες στο βάλτο [ 151 ]

Το «κατηγορώ» του γαϊδάρου [ 166 ]

Ανάσκελα στο χαντάκι [ 197 ]


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 8


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 9

Για τον Μάφι και τον Τζοφ τον Τζον και την Γκέιλ τον Γκίλις τον Μόργκαν


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 10


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 11

Οικογενειάρχης άνθρωπος

Ο χιτεκτονικά ξύλινο κτίσμα ενός ορόφου, αυτοπροσδιορι-

Μέλοουχορν ήταν ένα δαιδαλώδες αρ-

ζόμενο ως «δυτικού τύπου» – η επίπλωση ταπετσαρισμένη με «ινδικά» υφάσματα με γεωμετρικά σχέδια, πορτατίφ με κρόσσια από δέρμα αντιλόπης. Στους τοίχους κρέμονταν τα βαλσαμωμένα κεφάλια ελαφιών που είχε πιάσει ο κ. Μέλοουχορν κι ένα μακρύ πριόνι δύο ατόμων. Ήταν η εποχή εκείνη του χρόνου που η Μπέρενις Παν συναισθανόταν περιστροφή στην τροχιά της γης, καθόλου καλή εποχή, έκρινε η ίδια, για να πιάνεις δουλειά, ιδίως μια δουλειά καταθλιπτική όπως το να φροντίζεις υπέργηρες χήρες ραντσέρισσες. Μα έκανε αυτό που μπορούσε να κάνει. Δεν είχε και πολλούς άντρες ο Οίκος Ευγηρίας Μέλοουχορν, κι όσοι λίγοι υπήρχαν ήταν τόσο κυνηγημένοι απ’ τις γυναίκες, που η Μπέρενις τους λυπόταν. Η ίδια πάντα πίστευε πως το σεξουαλικό ορμέμφυτο ξεθώριαζε στους ηλικιωμένους, μα αυτές οι γριές γκιόσες κονταροχτυπιόντουσαν για τις χάρες παραλυμένων εραστών με μπράτσα ζαρωμένα σαν παστό βοδινό. Οι άντρες είχαν πάλι να επιλέξουν από ένα πλήθος άμορφα ρομπάκια και λουλουδάτα σκέλεθρα. Τρεις τεθνεώτες και ταριχευμένοι σκύλοι του Μέλοουχορν έστεκαν φρουροί σε στρατηγικά σημεία – πλάι στην εξώπορτα, στη βάση της σκάλας, και δίπλα στο ρουστίκ μπαρ, φτιαγμένο από παλιά παλούκια φράχτη. Μικρές επιγραφές, προϊόντα πυ-

11

Οίκος Ευγηρίας


12

PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 12

ρογραφίας, διαφύλασσαν τη μνήμη των ονομάτων τους: Τζόουκερ, Μπαγκζ και Χένρι. Τουλάχιστον, μονολογούσε η Μπέρενις, χαϊδεύοντας το κεφάλι του Χένρι, ο Οίκος είχε ωραία θέα, τα πέριξ βουνά. Δεν είχε πάψει να βρέχει απ’ το πρωί και τώρα, στο μισοσκόταδο που έπηζε ολοένα, τούφες αγριόχορτα ξεπρόβαλλαν σαν οξυζεναρισμένα μαλλιά. Κατά μήκος ενός παλιού αρδευτικού χάντακα, οι ιτιές έφτιαχναν μια τεθλασμένη δεντροστοιχία από πένθιμο καφεκόκκινο, κι η λιμνούλα-ποτίστρα στη βάση του λόφου ήταν επίπεδη σαν τσίγκος. Πήγε και στάθηκε σ’ ένα άλλο παράθυρο να δει τον καιρό που τους περίμενε. Στα βορειοδυτικά μια φέτα ουρανού, άσπρη σαν γάλα και παγερή, σαλαγούσε τη βροχή που προηγείτο. Ένας γέρος καθόταν στο παράθυρο της αίθουσας ψυχαγωγίας κοιτώντας πέρα το γκριζωπό φθινόπωρο. Η Μπέρενις ήξερε τ’ όνομά του, ολωνών τα ήξερε: Ρέι Φόρκενμπροκ. «Θέτε κάτι, κ. Φόρκενμπροκ;» Η ίδια επέμενε να προσφωνεί τα ονόματα των τροφίμων με τους αρμόζοντες τίτλους ευγενείας, κάτι που το υπόλοιπο προσωπικό απόφευγε, πετώντας τους στη μούρη το μικρό τους όνομα, λες κι είχαν μεγαλώσει μαζί. Η Ντεμπ Σλέιβερ είχε μια οικειότητα στα όρια της προσβολής, αποκαλώντας τους με χαϊδευτικά κολλητών: «Σάμι» και «Ρίτα» και «Ντίλια», στολισμένα με προσφωνήσεις όπως «κούκλα μου», «γλύκα μου», και «μωράκλα». «Αμέ», είπε εκείνος. Μίλαγε με τεράστιες παύσεις ανάμεσα στις προτάσεις, ξετυλίγοντας αργά μια μια τις λέξεις και κάνοντας την Μπέρενις να τρώγεται, λαχταρώντας να πει η ίδια την επόμενη: «Θέλω να φύγω απ’ αυτό το μπουρδέλο», είπε. «Ένα άλογο να μου φέρεις», είπε. «Να μου πάρεις τα εβδομήντα χρόνια που μου ’χουν κάτσει στο σβέρκο», είπε ο κ. Φόρκενμπροκ. «Αυτό λίγο δύσκολο – μπορώ όμως να σας φτιάξω ένα τσάι ωραίο. Και σε δέκα λεπτά είναι η μάζωξη», είπε εκείνη.


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 13

Την ώρα της μάζωξης οι ένοικοι έπιναν αναψυκτικά και ποτά και τρώγαν κρακεράκια αλειμμένα με τυρί σε σωληνάριο, αγορασμένο απ’ το Super Wal-Mart όπου ψώνιζε η μαγείρισσα τα φαγώσιμα. Ήταν όλοι τους μπεκρούλιακες, το μπουκάλι με το ουίσκι το κατάφερναν. Ο Ρόουβ Μέλοουχορν, που είχε χτίσει τον Οίκο Ευγηρίας κι είχε ορίσει τον τρόπο της λειτουργίας του, θεωρούσε πως τα στερνά χρόνια της ανημπόριας έπρεπε να τα γλεντάς, κι ενθάρρυνε το κάπνισμα, το πιόμα, τα φιλήδονα τηλεοπτικά προγράμματα, καθώς και μπόλικο ετοιματζίδικο φαΐ. Στον Οίκο Ευγηρίας Μέλοουχορν δεν πλησίαζαν ούτε οπαδοί της αποχής μήτε φωνασκούντες με τη Βίβλο στο χέρι. Ο Ρέι Φόρκενμπροκ δεν απάντησε. Η Μπέρενις σκεφτόταν πως έμοιαζε θλιμμένος, κι ήθελε με κάποιον τρόπο να του φτιάξει το κέφι.

13

Απόφευγε διακριτικά το επίμονo βλέμμα του. Ήταν ωραίος άντρας, παρά το σχετικά συνηθισμένο πρόσωπο με τα μαραμένα χείλη, τον ξερακιανό λαιμό. Τα μάτια του ήταν το θέμα. Ήταν πελώρια κι ορθάνοιχτα και το χρώμα τους ήταν αυτό το αχνό, διάφανο, σχεδόν γαλάζιο, σαν κομμάτι πάγου που το σπας με παγοκόφτη, ένα ανεπαίσθητο μπλε μ’ αχτίνες σαν κρύσταλλο. Στις φωτογραφίες τα μάτια του βγαίναν σαν σε άγαλμα αρχαίου Ρωμαίου, και μόνο οι μαύρες κουκκίδες της κάθε κόρης τα γλύτωναν απ’ το βλέμμα του τυφλού. Όταν σε κοιτούσε, σκεφτόταν η Μπέρενις, δεν καταλάβαινες λέξη απ’ ό,τι σου ’λεγε, το μυαλό σου καρφωνόταν σ’ αυτά τα περίεργα άσπρα μάτια. Δεν τον συμπαθούσε, μα προσποιούνταν για το αντίθετο. Η γυναίκα ήταν αναγκασμένη να παριστάνει πως συμπαθεί όλους τους άντρες, μ’ ό,τι κι αν ασχολούνται. Η ίδια η αδερφή της είχε παντρευτεί έναν τύπο που τον ενδιέφεραν τα πετρώματα, και τώρα ήταν υποχρεωμένη να τραβολογιέται μαζί του σ’ ερήμους κι απόκρημνες κορφές.


14

PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 14

«Με τι ασχολιόσασταν παλιά, κ. Φόρκενμπροκ; Ραντσέρης ήσασταν;» Ο γέρος την κοίταξε αγριωπά. «Όχι», είπε. «Δεν ήμουνα αναθεματισμένος ραντσέρης. Βοηθός σε ράντσο ήμουνα», είπε. «Δούλευα γι’ αυτά τα καθοίκια. Καουμποϊλίκια έκανα, μέρευα άλογα, ροντέο, σε πετρέλαια έκανα, πρόβατα βόσκησα, νταλίκες οδήγησα, ό,τι βάλει ο νους σου το ’κανα», είπε. «Και κατέληξα αδέκαρος». «Τώρα πια της εγγονής μου ο άντρας πληρώνει τους λογαριασμούς και ζω σ’ αυτό το γυναικωνίτη για χούφταλα», είπε. Πολλές φορές έλεγε, μακάρι να ’χε ψοφήσει απ’ το κρύο, μοναχός του, και να μην ενοχλούσε κανένα. Η Μπέρενις επέμεινε, κάνοντας τη φωνή της πρόσχαρη. «Κι εγώ ένα σωρό δουλειές έχω κάνει απ’ το γυμνάσιο και μετά», είπε. «Γκαρσόνα, νταντά, καθαρίστρια, σε μπακάλικο ταμίας, τέτοια». Ήταν κι αρραβωνιασμένη με τον Τσαντ Γκριλς· θα παντρευόντουσαν την άνοιξη, κι η ίδια έλεγε να μείνει σ’ αυτή τη δουλειά λίγο ακόμα, ίσα για να συμπληρώνει κάτι στο μισθό που ’παιρνε ο Τσαντ απ’ την εταιρεία ηλεκτρισμού Ρεντ Μπανκ. Μα πριν προλάβει ο γέρος ν’ απαντήσει, η Ντεμπ Σλέιβερ έχωσε τη μύτη της, φέρνοντας ένα ποτήρι. Η Μπέρενις μύρισε το βαθύχρωμο ουίσκι. Η ζωηρή φωνή της Ντεμπ έβγαινε σαν με τρόμπα, κοφτή, μέσα απ’ το αφράτο μπούστο της. «Έλα, γλύκα μου! Ένα ωραίο ποτό για τον Ρέι μου!» είπε. «Τι κοιτάζεις από το βρομοπαράθυρο αντί να το διασκεδάζεις;» Πρόσθεσε: «Δεν θες να δείτε το Cops παρέα με την Μπογιατισμένη;» (Μπογιατισμένη ήταν το παρατσούκλι που είχε δώσει η Ντεμπ σε μια γριά μέγαιρα που βαφόταν με στουπέτσι, με χέρια καφετιά σαν τα καρύδια και με μια μαυριδερή μασέλα.) «Ή μήπως είναι κάποια απ’ αυτές τις μέρες που προτιμάς να κοιτάζεις το παράθυρο και να μαυρίζεις κι άλλο; Τι σκέφτεσαι, τα βάσανά σου; Δεν ξέρετε τι θα πει βάσανα εσείς


οι συνταξιούχοι, μια χαρά είστε, με το ουισκάκι σας και την τιβί σας», είπε. Τίναξε τις μαξιλάρες του καναπέ. «Εμένα ρώτα να σου πω για βάσανα – τι λογαριασμοί, τι ο άντρας που σε κερατώνει, τα παιδιά όλο γλώσσα, τα πόδια να σε πεθαίνουν», είπε. «Να μαζεύεις κέρμα το κέρμα για τα χειμωνιάτικα λάστιχα! Ο άντρας μου λέει, να ξες μας καταράστηκαν, μας κατατρέχουν», είπε. «Για έλα κάτσε, κι εγώ θα σου κάνω κατάσταση με την Μπογιατισμένη», και τραβώντας τον κ. Φόρκενμπροκ απ’ το πουλόβερ του, τον πέταξε στον καναπέ και κάθισε πλάι του. Η Μπέρενις έφυγε απ’ το καθιστικό και πήγε να βοηθήσει στην κουζίνα, όπου η μαγείρισσα έπλαθε μπιφτέκια γαλοπούλας. Ένα ράδιο στο παράθυρο σιγοτραγουδούσε ακόμα. «Πάει να ξανοίξει ο καιρός», είπε η Μπέρενις. Τη φοβόταν λιγάκι τη μαγείρισσα. «Α, πάνω που σε ήθελα. Βγάλε αν μπορείς ένα πακέτο πατάτες απ’ την κατάψυξη», είπε. «Θα τα κάνω όλα μόνος μου; Ήταν να ’ρθει η Ντεμπ να βοηθήσει, αλλά βλέπεις αυτή προτιμάει να μπλέκει με τα ραμολιμέντα. Λέει, κάτσε μη με βάλουν σε καμιά διαθήκη. Μερικοί από δαύτους όλο και κάνα οικοπεδάκι θα ’χουν, ή τίποτα λεφτά που περιμένουν», είπε. «Τον άντρα της τον Ντακ Σλέιβερ τον ξέρεις;» Τώρα έτριβε ένα λάχανο σε μια γαβάθα από ανοξείδωτο ατσάλι. Η Μπέρενις τον ήξερε τον Ντακ Σλέιβερ μόνο εξ ακοής, ότι ήταν νταλικέρης για τη μεταφορική Ρίκοσε. Το ραδιόφωνο αίφνης υπέπεσε στην αντίληψη της μαγείρισσας και το δυνάμωσε, κι άκουσαν πως σήμερα θα σημειωνόταν συννεφιά με βαθμιαία ύφεση, και την επομένη άνεμοι υψηλής εντάσεως και κατά διαστήματα χιονοπτώσεις. «Πάλι καλά να λέμε που βρέχει, μ’ αυτή την ξηρασία φέτος. Η Μπετς ξέρεις τι λέει;» Η Μπετς ήταν η οδηγός της UPS, κι η πηγή ενημέρωσης της μαγείρισσας για οτιδήποτε, απ’ την κατάσταση στο οδικό δίκτυο μέχρι τους οικογενειακούς τσακωμούς.

15

PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 15


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 16

16

«Όχι». «Λέει ότι έτσι που το πάει θα γίνουμε έρημος. Δεν θα μείνει τίποτα όρθιο», είπε. Όταν η Μπέρενις ανήγγειλε το βραδινό –μπιφτέκια γαλοπούλας, πατάτες τηγανητές (ο κ. Μέλοουχορν εξακολουθούσε να τις αποκαλεί «πατάτες της λευτεριάς») με κρεατόζουμο γαλοπούλας, γαρνίρισμα από κράνα, πουρέ καλαμπόκι και ψωμάκια σπιτικά–, είδε ότι η Ντεμπ είχε στριμώξει λίγο λίγο τον κ. Φόρκενμπροκ στη γωνία του καναπέ, κι η Μπογιατισμένη καθόταν στην καρέκλα με το στραβό το πόδι κι έβλεπε μπάτσους ν’ αρπάζουν μαύρους και να τους χώνουν τη μούρη στο πεζοδρόμιο. Ο κ. Φόρκενμπροκ είχε το βλέμμα καρφωμένο στο σκοτεινό παράθυρο, οι σταγόνες της βροχής τρέχοντας άρπαζαν τον γαλαζωπό παλμό της τηλεόρασης. Ανέδιδε μιαν αύρα απόσχισης. Η Ντεμπ κι η Μπογιατισμένη λες κι ήταν άλλα δυο απ’ τα ταριχευμένα σκυλιά του Μέλοουχορν. Μετά το βραδινό, γυρνώντας στην κουζίνα να βοηθήσει τη μαγείρισσα με τη λάντζα, η Μπέρενις άνοιξε την εξώπορτα να πάρει μια ανάσα καθαρό αέρα. Το ανατολικό μισό τ’ ουρανού ήταν γεμάτο αστέρια, το δυτικό σαν μια πλάκα από βασάλτη.

Νωρίς το πρωί, πριν χαράξει, άρχισε πάλι να βρέχει. Ο ίδιος δεν γνώριζε, μα θα μπορούσε να καταλάβει το στίχο του ποιητή που λέει: «Ξυπνώ και νιώθω λες και καταπέφτει σκότος, κι όχι η μέρα». Τίποτα στη φύση δεν φαινόταν πιο καταχθόνιο στον Ρέι Φόρκενμπροκ όσο το αόρατο αυτό σούρσιμο του καιρού, το αμβλύ σύννεφο που έρπει κάτω απ’ το κάλυμμα του σκότους. Καθώς η αχνή αυγή ξεπρόβαλλε, σαν φωτογραφία στο εμφανιστήριο, ο ήχος της βροχής οξύνθηκε. Χιονόνερο ρίχνει, μονολόγησε, και θυμήθηκε μια ατέλειωτη διαδρομή με τ’ άλογο μήνα Οκτώβρη και με τέτοιο καιρό όταν ήταν νέος, το τζιν μπουφάν του μουλιασμένο μέσα για μέσα και να στρα-


φταλίζει από τον πάγο, θυμήθηκε που είχε πάει να βρει εκείνο τον γέρο δαμαστή που ’πιανε άγρια άλογα και ζούσε μες στις ερημιές, τα ογδόντα σίγουρα πατημένα, κι όμως εκεί τον βρήκε, παρά το θόρυβο της βροχής, να πηγαίνει να κρυφτεί σε καμιά αποθήκη στο πλησιέστερο ράντσο, έτσι του ’πε, να γλυτώσει απ’ τη θεομηνία. «Στο Ιπτάμενο Άλφα θα ’βρεις», είπε ο Ρέι, μισοκλείνοντας τα μάτια κόντρα στον λοξό χιονιά. «Του Χόκινς το ράντσο λες;» «Όχου! Το ’δωσε ο Χόκινς πρόπερσι. Ένας τύπος που τον λένε Φοξ το ’χει τώρα», του είχε πει. «Διάολε, έχω χάσει τον μπούσουλα εδώ. Και μέχρι χτες καβάτζωσα και καλό πράμα», είπε ο δαμαστής μέσα απ’ τα δόντια του που κροτάλιζαν, και πρόσθεσε πως το σπίτι του είχε καεί και δυο νύχτες τώρα την είχε βγάλει μες στις φασκομηλιές, μα το στρώμα του είχε μουσκέψει κι είχε βγει να βρει τίποτα να φάει. Ο Ρέι τον λυπήθηκε, μα συγχρόνως ήθελε και να τον αποφύγει. Του φαινόταν αμήχανο να πηγαίνει καβάλα κι ο άλλος με το πόδι, μα απ’ την άλλη πάντα τον έπιανε αυτή η αβολεψιά, η ενοχή σαν φαγούρα όποτε πέρναγε πλάι από πεζό. Αυτός έφταιγε που δεν είχε άλογο ο γέρος; Άμα ήταν τόσο καλός στο να τα πιάνει, έπρεπε να ’χε εκατοντάδες. Έψαξε στις τσέπες του κι έβγαλε τρία τέσσερα ταγκά φιστίκια μαζί με χνούδια. «Δε ’ν’ τίποτα, μα δεν έχω τι άλλο να σου δώσω», είπε, προσφέροντάς του τα φιστίκια. Ο φουκαράς ο γέρος δεν τα κατάφερε να φτάσει ως το Ιπτάμενο Άλφα. Τον ανακάλυψαν μέρες μετά, καθιστό, με την πλάτη σ’ ένα βράχο. Ο Ρέι θυμόταν την αμηχανία που ’χε νιώσει από δυο κουβέντες που ’χαν ανταλλάξει, και πόσο γέρος του ’χε φανεί. Τώρα ήταν κι αυτός στην ίδια ηλικία, κι είχε βρει το δικό του ράντσο Άλφα – τη θαλπωρή και το στεγνό απάγκιο του Οίκου Μέλοουχορν. Μα ο θάνατος του γερο-δαμαστή, σφιγμένος πάνω στο βράχο, του φαινόταν πιο έντιμος.

2 – Μια χαρά είναι κι έτσι

17

PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 17


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 18

18

Ήταν εξίμισι το πρωί και λόγο δεν είχε να σηκωθεί, μα φόρεσε το τζιν και το πουκάμισό του, πρόσθεσε κι ένα παππουδίστικο πουλόβερ μιας κι η τραπεζαρία ήταν ψυγείο το πρωί μέχρι που ανάβανε τη θέρμανση, άφησε τις μπότες του στην ντουλάπα και διέσχισε σερνάμενος το διάδρομο με τις κόκκινες τσόχινες παντόφλες, που παραήταν μαλακές για να χώσει μια κλοτσιά στον Μπαγκς με τα γουρλωτά τα μάτια στη βάση της σκάλας. Οι παντόφλες ήταν δώρο απ’ τη μοναδική του εγγόνα, την Μπεθ, σύζυγο του Κέβιν Μπιντ. Η Μπεθ του ’ταν πολύτιμη. Είχε πάρει απόφαση να της εξομολογηθεί τη φριχτή αμαρτία που βάραινε την οικογένεια. Δε θ ’άφηνε τον κλήρο του να παλεύει με την αμφιβολία και την ντροπή. Θα ’ριχνε φως στα πράγματα. Η Μπεθ θα ’ρχόταν τ’ απόγευμα της Κυριακής με το κασετοφωνάκι της, να τον βοηθήσει να τα βγάλει από μέσα του. Μες στη βδομάδα θα τα χτύπαγε στον κομπιούτερ της και θα του ’φερνε τις κολλαριστές τυπωμένες σελίδες. Μπορεί να ’χε ζήσει μια ζωή σαν ταπεινός βοηθός σε ράντσο, μα για ένα δυο πράματα είχε γνώση.

Η Μπεθ ήταν σκουρομάλλα με μάγουλα κατακόκκινα που έμοιαζαν μόλις χαστουκισμένα. Ο ίδιος πίστευε πως έφταιγε το ιρλανδέζικο αίμα. Έτρωγε και τα νύχια της, σιχασιά σκέτη σε γυναίκα πράμα. Ο άντρας της, ο Κέβιν, δούλευε στο τμήμα δανείων της τράπεζας Χάι Πλέινς. Όλο παραπονιόταν ότι ήτανε δουλειά για βλάκα, να φορτώνεις χρέη και πιστωτικές σ’ ανθρώπους που δεν θα τα ξοφλάγανε ποτέ. «Παλιά για να σου βγάλουν πιστωτική έπρεπε και σκληρά να δουλεύεις και να ’χεις και λεφτά μπόλικα για εγγύηση. Τώρα όσο πιο λίγα έχεις, τόσο πιο εύκολα σου βγάζουν, με την ντουζίνα κιόλα», είπε στον παππού της γυναίκας του. Ο Ρέι, που δεν είχε ποτέ του πιστωτική, δεν μπορούσε να καταλάβει το μπαράζ των αναλυτικών επεξηγήσεων που ακολούθησε


σχετικά με τραπεζικούς διακανονισμούς και χρεωστικές. Αυτές οι ενημερωτικές συνεδρίες κατέληγαν πάντα με τον Κέβιν ν’ αναστενάζει και να λέει, μες στην κατήφεια, ότι το πράμα πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο. Ο Ρέι Φόρκενμπροκ υπέθετε πως η Μπεθ θα χρησιμοποιούσε τον κομπιούτερ που είχε στο μεσιτικό γραφείο όπου δούλευε, για ν’ απομαγνητοφωνήσει τα λόγια του. «Όχι, ρε παππού, έχουμε κι υπολογιστή κι εκτυπωτή στο σπίτι. Η Ρόζαλιν θα θύμωνε άμα το ’κανα στου γραφείου», είπε. Η Ρόζαλιν ήταν τ’ αφεντικό της, μια γυναίκα που ο Ρέι ποτέ δεν είχε δει, μα που ένιωθε ότι γνώριζε καλά, επειδή η Μπεθ μιλούσε συχνά γι’ αυτή. Ήταν τρομερά, απίστευτα χοντρή και είχε μεγάλα οικονομικά ζόρια. Διάφοροι απατεώνες της είχαν υπεξαιρέσει πολλάκις τα στοιχεία και τις πιστωτικές της. Κάθε λίγο και λιγάκι πέρναγε ώρες ατέλειωτες να συμπληρώνει εντάλματα για εξαπάτηση. Κι επίσης, πρόσθετε η Μπεθ, φορούσε τζιν παντελόνι XXXL και μια ζώνη με μιαν ασημένια αγκράφα μεγάλη σαν ταψί, που την είχε κερδίσει στο μπίνγκο. Ο Ρέι κάγχασε. «Παλιά η αγκράφα είχε κι ένα νόημα», είπε. «Αγκράφα από ροντέο, λόγου χάρη, όλη η γλύκα του βραβείου αυτή ήταν. Τα λεφτά ήταν της πλάκας τότε», είπε. «Δεν μας νοιάζαν τα λεφτά. Την αγκράφα θέλαμε», είπε, «και τώρα τις κερδίζουν οι χοντρές στο μπίνγκο;» Έστριψε πέρα δώθε το κεφάλι του και κοίταξε την πόρτα της ντουλάπας. Η Μπεθ ήξερε πως πρέπει να ’χε ζώνη με αγκράφα από ροντέο εκεί μέσα. «Τους είδες τους παναμερικανικούς τελικούς στην τηλεόραση;» ρώτησε. «Ή το πρωτάθλημα με τους ταύρους;» «Σκατά είδα», είπε εκείνος. «Σιγά μη μ’ άφηναν οι κλώσες. Ζούνε με την τιβί απ’ το πρωί ως το βράδυ – όλο αστυνομικά, αυτές τις μαλακίες τα ριάλιτι, κάτι σόου μόδας και καλλιστεία για φίδια, κι εκπομπές για σκυλιά και γατιά. Πού να δεις ροντέο; Ούτε κατά διάνοια», είπε. Κοίταξε αγριωπά τον έρημο διάδρομο απ’ την ανοιχτή

19

PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 19


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 20

20

πόρτα. «Άμα τις δεις δεν πάει το μυαλό σου ότι ήτανε μια ζωή ραντσέρισσες», πρόσθεσε χολωμένος.

Η Μπεθ το κουβέντιασε με τον κ. Μέλοουχορν, κι είπε ότι ο παππούς της μπορούσε έστω να βλέπει τους τελικούς ή κανέναν αγώνα στην κρατική, δοθέντος του πόσο τους κόστιζε η διαμονή του εκεί. Ο κ. Μέλοουχορν συμφώνησε. «Αλλά στις τηλεοπτικές επιλογές των ενοίκων του Οίκου Μέλοουχορν, ξέρετε, θέλω να επικρατεί δημοκρατία, κι αν ο παππούς σας θέλει να βλέπει συνέχεια ροντέο, δεν έχει παρά να πείσει την πλειοψηφία των ενοίκων να υπογράψουν ένα αίτημα και –» «Έχετε αντίρρηση αν ο άντρας μου κι εγώ του πάρουμε μια τηλεόραση για το δωμάτιό του;» «Μα και βέβαια όχι, απλά θα ήθελα να σας επισημάνω ότι οι λιγότεροι ευνοημένοι ένοικοι μπορεί να τον δουν ως προνομιούχο, ίσως και λίγο υπεράνω, αν κλείνεται όλη μέρα στο δωμάτιό του και βλέπει ροντέο αντί να συμμετέχει, αποδεχόμενος τις επιλογές της πλειοψηφίας –» «Τέλεια», είπε η Μπεθ, προσπερνώντας την κοινωνική τυραννία του Οίκου Μέλοουχορν. «Θα το κάνουμε έτσι, λοιπόν. Θα του πάρουμε μια ξιπασμένη, υπεράνω τηλεόραση. Η οικογένεια για μένα και τον Κέβιν είναι πολύ σημαντικό πράμα», είπε. «Φαντάζομαι δορυφορική δεν έχετε, έτσι;» ρώτησε. «Βασικά, όχι. Το ’χουμε συζητήσει, αλλά – του χρόνου ίσως –» Είχε φέρει στον Ρέι μια μικρή τηλεόραση μαζί μ’ ένα DVD player και τρία τέσσερα DVD με πρόσφατους αγώνες ροντέο. Αυτός πήρε φόρα. «Χριστούλη μου, θυμάμαι παλιά που οι τελικοί ήταν στην Οκλαχόμα Σίτι, όχι στο αναθεματισμένο το Βέγκας», είπε εκείνος. «Βέβαια τώρα οι ταύροι έχουν γίνει η μόνη ατραξιόν, ά-


γρια άλογα και ροντέο χωρίς σέλα – γεια σας. Ήμουνα μπροστά όταν αγωνίστηκε ο Φρεκλς Μπράουν, το ’62 με τον Τυφώνα», είπε. «Σαράντα έξι χρονών άνθρωπος, κι αυτοί που βάζουν τώρα να καβαλάνε τους ταύρους είναι παιδάκια! Και βγάζουν κι εκατομμύρια. Τώρα όλα γίνανε σόου μπίζνες», είπε. «Τα παλιά τα παλικάρια ήταν άγρια. Όλοι τους πότες, ένας προς έναν. Και ξες τι ζόρι είναι να καβαλήσεις ταύρο με το κεφάλι να γυρίζει απ’ το πιόμα». «Άρα φαντάζομαι κι εσύ έκανες μπόλικο ροντέο πιτσιρικάς». «Μπόλικο όχι, αλλά αρκετό για να ψιλοσακατευτώ. Και κέρδισα και μια αγκράφα», πρόσθεσε. «Άμα είσαι νέος γιατρεύεσαι γρήγορα, μα τα σπασμένα έρχονται, λες και σε στοιχειώνουν, στα γεράματα. Εγώ το ποδάρι μου τ’ αριστερό τρία κομμάτια το ’χα σπάσει. Τώρα όποτε βρέχει με πονάει», είπε. «Πώς κι έγινες καουμπόης κανονικός, παππού; Ο μπαμπάς σου ούτε ραντσέρης ήταν ούτε καουμπόης, έτσι δεν είναι;» Χαμήλωσε την ένταση. Οι αγωνιζόμενοι βγαίναν από ’να μεταλλικό κουβούκλιο, αμέτρητοι, μονοτονία σκέτη, κι όλοι θαρρείς φορώντας το ίδιο βρόμικο καπέλο. «Σιγά μην ήτανε ραντσέρης. Ανθρακωρύχος ήτανε. Ο Ρόουβ Φόρκενμπροκ με τ’ όνομα», είπε. «Τη μάνα μου τη λέγαν Άλις Γκραντ Φόρκενμπροκ. Ο γέρος μου δούλευε στα ορυχεία της Γιούνιον Πασίφικ. Του ’τυχε μια ζημιά και τα παράτησε. Άρχισε να κάνει διάφορα θελήματα σε εταιρείες, Texaco, California Petroleum, μεγάλες εταιρείες». «Άσ’ το, τώρα τι ακριβώς έκανε ο γέρος μου δεν ξέρω. Μ’ ένα σαράβαλο Model T γύρναγε. Τον διώχναν απ’ τη μια δουλειά κι όλο ήτανε στη γύρα για την επόμενη. Και παρόλο που ’τανε μπεκρής –αυτό τον έφαγε τελικά– πάντα τα κατάφερνε κι όλο και βολευόταν στο τσάκα τσάκα». Κατάπιε μια γουλιά ουίσκι. «Εγώ μια φορά ορυχείο μήτε που το πλησίαζα. Τ’ άλογα τ’ α-

21

PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 21


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 22

22

γαπούσα όσο και την αριθμητική, και τα γελάδια μ’ άρεσαν, κι έτσι άμα έβγαλα την ογδόη κι ο γέρος μου ’πε για λύκειο ξέχνα το, το πράμα ήταν ζόρικο, κι έπρεπε να βρω δουλειά», είπε. «Τότε δεν με πείραζε. Γενικά, ό,τι μου ’λεγε ο γέρος μου δεν έδινα και πολλή σημασία. Τον σεβόμουνα. Τον σεβόμουνα και τον τιμούσα τον πατέρα μου. Πίστευα πάντα ότι ήταν καλός και δίκαιος άνθρωπος». Του ’ρθαν στο νου, άγνωστο γιατί, τ’ αγριόχορτα. «Προσπάθησα να βρω δουλειά, και τελικά με πήρανε στο Διπλό Μπι, στου Μπλέντσοου», είπε. «Η ζωή στην παράγκα. Οι Μπλέντσοου μ’ ανάστησαν λίγο πολύ μέχρι τα δεκαοχτώ. Στο μεταξύ τους δικούς μου μήτε να τους δω δεν ήθελα», είπε, και βυθίστηκε σ’ ένα γεροντικό ρεμβασμό. Χόρτα, ξερόχορτα κι ερημιά. Η Μπεθ έμεινε αμίλητη για λίγο, κι έπειτα έπιασε ψιλοκουβέντα για τ’ αγόρια της. Ο Σιλ είχε παίξει τον αετό σ’ ένα σκετς στο σχολείο του, και να δεις εσύ ταλαιπωρία να φτιάξεις τώρα τέτοιο κοστούμι! Πριν φύγει, του ’πε έτσι δήθεν στα ξεκάρφωτα: «Ξέρεις, θέλω τα παιδιά μου να ξέρουν την αλήθεια για τον προπάππου τους. Τι λες, να φέρω το κασετοφωνάκι μου να τα γράψουμε και μετά να σ’ τα τυπώσω; Θα ’ναι σαν μυθιστόρημα, η ιστορία της ζωής σου – κάτι να ’χουν οι επόμενοι στην οικογένεια να διαβάζουν και να μαθαίνουν». Εκείνος γέλασε σαρκαστικά. «Μερικά κάλλιο να μην τα μάθουν. Κάθε φαμίλια έχει τ’ άπλυτά της, κι έτσι έχουμε κι εμείς τα δικά μας». Μα ύστερα από καμιά βδομάδα που ’κατσε και το συλλογίστηκε, απορώντας γιατί τα βάσταγε μέσα του τόσα χρόνια, είπε στην Μπεθ να φέρει το μηχάνημα.

Κάθονταν στη μικρή του καμαρούλα με την πόρτα κλειστή. «“Αντικοινωνικός”, θα λένε. Όλοι δω μέσα κάθονται με την πόρτα ορθάνοιχτη και τσιρίζουν τα προσωπικά τους λες κι


έχουμε όλοι σχέση. Η ντόπια μας οικογένεια, έτσι κάνουν εδώ. Εγώ θέλω να ’χω την ησυχία μου». Έβαλε ένα ποτήρι ουίσκι, ένα άλλο με νερό και το κασετοφωνάκι, πιο μικρό κι από πακέτο τσιγάρων, στο τραπεζάκι πλάι στον αγκώνα του, και είπε: «Ωραία, παππού, αυτό γράφει. Για πες μου λοιπόν πώς ήταν τα πράματα παλιά, όταν ήσουνα παιδάκι. Όποτε είσαι έτοιμος, άρχισε και λέγε». Αυτός ξερόβηξε κι άρχισε να μιλά αργά, παρατηρώντας τη μυτερή βελονίτσα της έντασης πώς χοροπηδούσε. «Είμαι πια ογδόντα τεσσάρων χρονών και απ’ τα πολύ παλιά τα περισσότερα είναι ήδη γνωστά, οπότε δεν έχει σημασία τι θα πω». Ήπιε μια ταραγμένη γουλιά απ’ το ουίσκι, γνέφοντας. «Το ’34 ήμουν δεκατέσσερα, και δεν είχα δεκάρα τσακιστή». Η σιωπή εκείνης της εποχής, πριν απ’ το μποτιλιάρισμα και τις σκούπες του δήμου και τη χλαπαταγή των τηλεοράσεων ήταν ένα με το χαρακτήρα του, κι ήταν λιγομίλητος, μιλούσε λίγο, με το ζόρι του ’βγαινε η ιστορία. Η αθόρυβη νιότη του, με μόνο ήχο τη φυσική φωνή τ’ ανέμου, τις οπλές, τους ξύλινους τοίχους της καλύβας να σκάνε το χειμώνα από το κρύο, τους άγριους ερωδιούς να κράζουν πετώντας πάνω απ’ το ποτάμι. Πόσο σιωπηλοί πρέπει να ’ταν άντρες και γυναίκες εκείνο τον καιρό, έχοντας πίστη στη δύναμη της παρατήρησης. Ήταν μέρες που πέρναγε απ’ τον ουρανό ίσα ένα συννεφάκι σαν μουστάκι, κι αυτός δεν διανοούνταν ήχο άλλο από ’να φτερό που σέρνεται πάνω σ’ ένα σύρμα. Όποιο ήχο τον άρπαζε ο αέρας, κι ο ουρανός μια ερημιά. «Λες για ζόρια – όταν ήμουν εγώ παιδί, εκεί να δεις ζόρια. Στα Καρβουνιάρικα, περίπου δέκα με δώδεκα χιλιόμετρα έξω απ’ τη Σουπίριορ. Τώρα δεν έχει μείνει τίποτα», είπε. «Μια παράγκα τρεις κάμαρες όλη κι όλη, ούτε μόνωση ούτε τίποτα, και τα μικρά να ψοφολογάνε σαν τις μύγες. Η μικρή μου η αδερφή, η Γκόλντι, μωρό πέθανε κει μέσα από μηνιγγίτη», είπε. Τώρα είχε αρχίσει να ζεσταίνεται, η θλιβερή ιστορία του έ-

23

PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 23


24

PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 24

ρεε. «Νερό τρεχούμενο, ούτε συζήτηση. Πέρναγε ένα φορτηγό κάθε βδομάδα και γεμίζαμε ένα δυο βαρέλια που ’χαμε. Η μάνα τα πλήρωνε είκοσι πέντε σεντς το βαρέλι. Ούτε υδραυλικά, ούτε τίποτα. Τώρα ακούς τον κόσμο που το ’χει για καλαμπούρι, μα να βγαίνεις αξημέρωτα να πας στο μέρος με την παγωνιά και τον αέρα να σφυράει μέσα απ’ την τρύπα... Άσ’ τα να παν στο διάολο», είπε. Έμεινε σιωπηλός τόση ώρα, που η Μπεθ γύρισε λίγο πίσω την κασέτα και πάτησε το pause. Εκείνος άναψε τσιγάρο, αναστέναξε, κι άρχισε απότομα να μιλά και πάλι. Η Μπεθ έχασε μια δυο προτάσεις ώσπου να βάλει μπρος το κασετοφωνάκι. «Οι άνθρωποι τότε χαίρονταν ίσα να μείνουν ζωντανοί. Η μάνα μου θυμάμαι το ’λεγε και το ξανάλεγε, άμα δεν βρεις ψωμί, τρως και τις πέτρες. Είχε ένα σωρό τέτοια γνωμικά. Το καλύτερο;» ρώτησε. «Ναι, παππού», είπε εκείνη. «Το καλύτερο. Μίλα εσύ κι αυτό είν’ εντάξει». «Για το μπέικον έλεγε», είπε. «Έλεγε, άμα το μπέικον μαζέψει στο τηγάνι, το ’κάναν νύχτα χωρίς φεγγάρι. Βέβαια μπέικον δεν είναι πως βλέπαμε και συχνά, αλλά και το ξεβουλωτήρι του κρασιού να μας έριχνες στο τηγάνι, εμείς το τρώγαμε», είπε. «Είχε ένα σωρό παράγκες εκεί, πλάι στα ορυχεία. “Καρβουνιάρικα”, έτσι τα λέγανε. Ξένοι πολλοί». «Άμα μεγάλωσα», είπε, «από σχολειό και μόρφωση μου μείναν οι καβγάδες, το πήδημα –παρντόν για τα γαλλικά μου– και άντε πάλι κι άλλοι καβγάδες. Όποια διαφορά, με καβγά τη λύναμε. Θυμάμαι τώρα κόσμο... τους Πάτερσον, τον Μπομπ Χόκερ, τα δίδυμα των Γκρέινμπλουερ, τον Άλεξ Σούγκαρ, τη Φόρι Γουίντκα, τον Χάρι και τον Τζο Ντόλαν – ε, ρε κάτι γέλια που κάναμε. Έτσι είν’ τα πιτσιρίκια, όλο γελάνε», είπε. «Αυτό ξαναπές το», είπε η Μπεθ. «Άμα είσαι μικρός δεν κάθεσαι να χολοσκάς που δεν έχει


τουαλέτα εσωτερική το σπίτι, μήτε θα γκρινιάξεις που δεν έχει βούτυρο φρέσκο. Για μας τα παιδιά, μια χαρά ήταν κι έτσι. Χαρούμενα χρόνια έζησα παιδάκι. Μόλις θεριέψαμε λιγάκι είχε και κοριτσόπουλα. Να, σαν τη Φόρι τη Γουίντκα. Ωραίο κορίτσι, μαύρο μακρύ μαλλί και μαύρο μάτι», είπε, ελέγχοντας να δει αν την είχε σοκάρει. «Στο τέλος πήγε και παντρεύτηκε τον γέρο Ντόλαν, μετά που πέθανε η γυναίκα του. Τα παιδιά του Ντόλαν να δεις – άλλο πράμα. Μίσος κανονικό είχανε, σκοτώνονταν, άσχημο καβγά σου λέω, τι με σανίδια με καρφιά κοπανιόντουσαν, τι αγκωνάρια πέταγαν…» Η Μπεθ προσπάθησε να τον επαναφέρει σε περιγραφές της δικής του οικογένειας, μα εκείνος συνέχισε να λέει για τους Ντόλαν. «Είμαι ξερό κεφάλι άμα αρχίσω να λέω», είπε. Εκείνη έγνεψε καταφατικά. «Μια φορά θυμάμαι ο Τζο άφησε ξερό τον Χάρι, και τον πέταξε με τις κλοτσές στο ποτάμι. Θα πνιγότανε κιόλας, σίγουρα πράματα, μα είχε βγει ο Ντέιβ Άρθουρ με τ’ άλογο στο ποτάμι, βλέπει εκεί κάτι κουρέλια που ’χαν σκαλώσει στα ριζά μιας λεύκας – είχε πέσει το δέντρο στο ποτάμι και μάζευε ό,τι σκουπίδι βάλει ο νους. Σου λέει, ρούχα θα ’ναι. Πάει να δει, και βγάζει τον Χάρι από μέσα», είπε. «Ο Χάρι ήταν σχεδόν μισοπεθαμένος, από τότε δεν έγιανε και ποτέ. Μα χαζός δεν ήτανε, κι ήξερε πως τ’ αδέρφι του πήγε να τον φάει. Κι ο άλλος μια ζωή μετά δεν ήξερε αν του την είχε φυλαγμένη ο Χάρι στη γωνία με κάνα κούτσουρο ή και κάνα πιστόλι». Μια μεγάλη παύση ακολούθησε τη λέξη «πιστόλι». «Κουρέλια γίνανε τα νεύρα του», είπε. Έμεινε να παρατηρεί το γύρισμα της κασέτας κάμποσο. «Με τον Ντάτσι τον Γκριν ήμασταν κολλητοί στο δημοτικό. Αυτός πήγε και σκοτώθηκε, είκοσι πέντε να ’ταν, είκοσι έξι, στήθηκε και πυροβόλαγε κάτι αρχαία ινδιάνικα σκαλιστά σ’ έ-

25

PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 25


26

PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 26

να βράχο. Πήδησε η σφαίρα στο βράχο και τον βρήκε στον δεξή κρόταφο», είπε. Ήπιε μια γουλιά ουίσκι. «Άντε, να πω και για τα δικά μας. Για τη μάνα μου σου ’πα. Ήταν αψιά γυναίκα, χίλιες δυο δουλειές κι από φράγκα μηδέν. Εγώ ήμουν ο πιο μεγάλος. Είχα κι ένα μεγαλύτερο αδερφό, τον Σόνι, αλλά αυτός είχε πνιγεί σ’ ένα χαντάκι όταν ήμουν αγέννητος ακόμα», είπε. «Κορίτσια δεν είχε η οικογένεια;» ρώτησε η Μπεθ. Απογοητευμένη με τους δυο γιους, λαχταρούσε όσο τίποτα μια κόρη. «Είχα δυο αδερφές, την Αϊρίν και την Ντέιζι. Η Αϊρίν ζει στο Γκρέιμπουλ κι η Ντέιζι, κι αυτή ζει, κάπου στην Καλιφόρνια είναι. Και σου ’πα, ήταν κι η Γκόλντι το μωρό, που πέθανε όταν ήμουν έξι με εφτά χρονών. Το στερνοπαίδι που επέζησε ήταν ο Ρότζερ. Αυτός πήρε τον στραβό το δρόμο. Τον χώσαν μέσα για ληστεία», είπε. «Ιδέα δεν έχω τι απόγινε». Κάτω απ’ τα χόρτα, μαύρος και τρισκατάρατος. Άξαφνα ξεστράτισε απ’ τον ληστή αδερφό. «Πρέπει να ξέρεις ότι τον πατέρα μου εγώ τον λάτρευα. Όλοι μας τον λατρεύαμε. Κι αυτός με τη μάνα, όταν ήταν σπίτι, ήταν όλο φιλιά και γέλια κι αγκαλιές. Με τα παιδιά ήταν υπέροχος, πάντα με το χαμόγελο και την αγκαλιά, πάντα ήξερε τι σου άρεσε, πολλές φορές έφερνε και δώρα ξεχωριστά για τον καθένα. Ό,τι έφερε σε μένα ακόμα το ’χω, ένα προς ένα». Η φωνή του έτρεμε σαν τη φωνή του γερο-δαμαστή στο πανάρχαιο χιονόνερο. «Κουράζομαι να τα θυμάμαι τώρα όλ’ αυτά. Λέω να σταματήσουμε καλύτερα», είπε. «Ήρθαν και δυο καινούργιοι σήμερα, και πάντα είμαι ψόφιος όταν μας κουβαλάν καινούργιους». «Άντρες ή γυναίκες;» ρώτησε η Μπεθ, ανακουφισμένη που μπορούσε να κλείσει το κασετοφωνάκι, μιας κι έβλεπε πως η κασέτα έφτανε στο τέλος της. Είχε θυμηθεί ξαφνικά πως είχε γράψει πάνω απ’ την πρόβα της χορωδίας των μικρών. «Ιδέα δεν έχω», είπε εκείνος. «Στο βραδινό θα μάθω». «Θα ’ρθω και την άλλη βδομάδα. Νομίζω πως όλα αυτά που


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 27

Όταν έφυγε, άρχισε πάλι να μιλά σαν να ’γραφε ακόμα το μηχανάκι. «Σαράντα εφτά χρονών πέθανε. Τότε μου φαινόταν γέρος πολύ. Γιατί δεν πήδηξε άραγε;» είπε. Η Μπέρενις Παν, φέρουσα ένα ζεστό ακόμη ατομικό κέικ με σοκολάτα, κοντοστάθηκε έξω απ’ την πόρτα του ακούγοντας τη φωνή του. Είχε δει την Μπεθ να φεύγει πριν από λίγο. Μπορεί να ’χε ξεχάσει κάτι και να γύρισε. Άκουσε ένα σαν πνιχτό λυγμό να βγαίνει απ’ το λαρύγγι του κ. Φόρκενμπροκ. «Οχ, Παναγία μου, τι σιχαμένα χρόνια», είπε. «Μέχρι να βρούμε δουλειά. Και να πάρει ο διάολος, μ’ άρεσε το σχολείο. Μα πού καιρός για γράμματα άμα πιάνεις δουλειά απ’ τα δεκατρία», είπε. «Άμα δεν είχανε βρεθεί κι οι Μπλέντσοου, αλήτης θα ’χα καταντήσει», μονολόγησε. «Ή και χειρότερα». Ο φίλος της Μπέρενις Παν, ο Τσαντ Γκριλς, ήταν ο εγγονός του γερο-Μπλέντσοου. Ζούσαν ακόμα στο ίδιο ράντσο όπου είχε πιάσει δουλειά ο Ρέι Φόρκενμπροκ από πολύ μικρός, κι οι δυο τους αιωνόβιοι σχεδόν. Η Μπέρενις μεταμορφώθηκε σ’ άπληστη ωτακούστρια, νιώθοντας πως κατά κάποιον τρόπο, μέσω των Μπλέντσοου, ήταν συγγενής με τον κ. Φόρκενμπροκ. Το χρώσταγε και στον εαυτό της και στον Τσάρλι να μάθει όσο γινόταν περισσότερα για τους Μπλέντσοου, και καλά και κακά. Μες στην κάμαρα απλώθηκε σιωπή, έπειτα η πόρτα άνοιξε διάπλατα. «Αχ!» φώναξε η Μπέρενις, και το κεκάκι της γλίστρησε στο πιάτο. «Ήρθα να σας φέρω κάτι –» «Τι λες;» είπε ο κ. Φόρκενμπροκ. Πήρε το γλυκό απ’ το πιάτο κι αντί να πάρει μια μπουκιά να δοκιμάσει, το ’χωσε όλο

27

μου λες έχουν μεγάλο ενδιαφέρον για την οικογένειά μας». Φίλησε το στεγνό μέτωπο του γέρου, τις καφετιές κηλίδες των γηρατειών. «Κάτσε και θα δεις», είπε εκείνος.


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 28

με τη μία μες στο στόμα του, μαζί με τη χάρτινη βάση. Το χαρτί σβόλιασε πίσω απ’ τη μασέλα του.

28

Στη μάζωξη εμφανίστηκε κι ο κ. Μέλοουχορν, για να τους συστήσει τους καινούργιους «γείτονές τους». Ο Τσερτς Μπόλινγκερ ήταν σχετικά νέος, βία εξηνταπεντάρης, μα ο Ρέι τον έκοψε κατευθείαν ότι ήταν αληθινό τεμπελόσκυλο. Προφανώς ήρθε στο γηροκομείο επειδή βαριόταν ακόμα και να στρώσει μονάχος το κρεβάτι του και να πλύνει τα πιάτα του. Η άλλη, η κ. Τέρι Τέιλορ, ήταν στα χρόνια του, ογδοντάρα, παρά το κόκκινο βαμμένο μαλλί και τα κατακόκκινα νύχια. Είχε όψη μαλακιά, σακουλιασμένη, σαν κερί που τ’ άφησες στον ήλιο. Το βλέμμα της μονίμως καρφωμένο στον Ρέι. Είχε μάτια ένα χρώμα σαν χακί, βλεφαρίδες αραιές και κοντές, τα λιπόσαρκα γέρικα χείλη της, παστωμένα με κραγιόν, άφηναν κόκκινες δαγκωνιές στο βουτυρωμένο της ψωμί. Στο τέλος δεν άντεξε άλλο να τον τρώει με τα μάτια. «Θες να μάθεις κάτι, μήπως;» ρώτησε. «Εσύ είσαι ο Ρέι Φόρκεναϊφ;» είπε εκείνη. «Φόρκενμπροκ», είπε εκείνος, σαστισμένος. «Ναι, σωστά, Φόρκενμπροκ. Δεν με θυμάσαι; Η Τερίσα Γουόρσλι είμαι. Απ’ τα Καρβουνιάρικα; Στο ίδιο σχολειό πηγαίναμε, αν κι εσύ ήσουνα κάνα δυο τάξεις μπροστά». Μα αυτός δεν την θυμότανε.

Τ’ άλλο πρωί, με το πιρούνι ζυγισμένο πάνω απ’ το αυγό ποσέ, που κείτονταν αναπαυτικά σαν ουρί του παραδείσου σ’ ένα σύννεφο από φρυγανισμένο ψωμί, σήκωσε τα μάτια κι έπιασε το προσηλωμένο βλέμμα της. Τα κοκκινογυαλιστερά της χείλη μισάνοιξαν, φανερώνοντας κάτι δόντια καφετιά, οπωσδήποτε δικά της, μιας και κανείς οδοντογιατρός δεν θα ’φτιαχνε μασέ-


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 29

Το Σάββατο ήρθε πάλι η Μπεθ, κι έβαλε πάλι το νεροπότηρο, το ουίσκι, και το κασετοφωνάκι στο τραπέζι. Εκείνος σκεφτόταν τι ήθελε να της πει. Τα ’χε αρκετά ξεκάθαρα στο νου του, μα να τα βάλει σε λόγια τον δυσκόλευε. Το όλο πράμα είχε γίνει τόσο ύπουλα, και πόναγε τόσο πολύ, που ’ταν αδύνατο να το πεις με λόγια και να μην ακουστείς σαν χαζός. Κι η κ. Τέρι Τέιλορ, λέγε με Τερίσα Γουόρσλι, τον είχε εκτροχιάσει. Πάσχιζε να θυμηθεί την ξεπαγιασμένη δασκάλα, τα παιδιά των Σκέλτσερ στ’ ορυχείο, πώς ο κ. Μπέικερ είχε πυροβολήσει τον κ. Ντένισον για μια οκά πατάτες και καμιά δεκαριά άλλες τραγωδίες που εκείνη του ’χε ρίξει σαν δόλωμα στη μνήμη. Αυτός θυμόταν άλλα πράματα. Θυμόταν που είχε ανέβει στην κορφή του Λόφου του Ιρλανδού με τον Ντάτσι Γκριν να συναντήσουν τη Φόρι Γουίντκα, που θα τους έδειχνε τ’ απόκρυφά της για μια πεντάρα έκαστος. Ήταν τέλη φθινοπώρου, οι λεύκες ξερές πλάι στη μαύρη ρεματιά του Καρβουνιάρη, η ζέστα ακόμα καλά κρατούσε. Την έβλεπαν τη Φόρι Γουίντκα, που ανέβαινε αγκομαχώντας απ’ τις παράγκες στους πρόποδες του λόφου. Ο Ντάτσι είπε πως θα πήγαιναν όλα καλά, όχι μονάχα θα τους τα ’δειχνε, μα θα την κανόνιζαν κιόλας, μέχρι κι ο αδερφός του την είχε κανονίσει.

29

λα που να μοιάζει λες και την έβγαλες με το σουρωτήρι απ’ τον υπόνομο. «Την κ. Γουίλσον δεν τη θυμάσαι;» ρώτησε. «Εκείνη τη δασκάλα που τη βρήκαν παγωμένη μες στο χιονιά επειδή είχε βγει να ψάξει το γατί της; Τα πιτσιρίκια των Σκέλτσερ; Που πέσαν σ’ ένα παλιό φρεάτιο στα ορυχεία και σκοτώθηκαν;» Κάτι θυμόταν για μια δασκάλα που πάγωσε σε μια ξαφνική χιονοθύελλα Ιούνιο μήνα, μα νόμιζε πως είχε συμβεί κάπου αλλού, στα πέριξ του Κολντ Μάουντεν. Όσο για τα παιδιά των Σκέλτσερ, τ’ αρνήθηκε, κουνώντας το κεφάλι.


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 30

30

Τα ’λεγε ψιθυριστά ο Ντάτσι, θαρρείς και θα τους άκουγε. «Ως κι ο πατριός της την κανονίζει. Τον έφαγε πέρσι το βουνό». Και τώρα, εβδομήντα ένα χρόνια μετά, του ’ρθε το χτύπημα. Τον πατέρα της Γουόρλι τον λέγανε, Γουίντκα λέγαν τον πατριό που ’φερνε το ταχυδρομείο με τ’ άλογο, και τον είχε ρίξει στα βράχια ένα λιοντάρι, στο φαράγγι της Φιδόριζας. Το πρώτο θηλυκό που ’χε οργώσει, το τσουλάκι απ’ τις παράγκες, μοιραζόταν τις τελευταίες του μέρες μαζί του στον Οίκο Μέλοουχορν. «Μπεθ», είπε στην εγγονή του. «Σήμερα δεν μου ’ρχεται να πω τίποτα», είπε. «Είναι διάφορα που μου ’ρθαν ξαφνικά στο νου, και δεν μπορώ να τα βάλω σε σειρά. Αυτή η καινούργια που ’ρθε την περασμένη Κυριακή; Ήταν γνωστή απ’ τα παλιά, και δεν μιλάω για γνωριμία της προκοπής», είπε. Αυτό ήταν το κακό με το Γουαϊόμινγκ· ό,τι έκανες κι ό,τι είπες στη ζωή σου, σε στοίχειωνε μέχρι τα στερνά σου. Εκεί να δεις ντόπια οικογένεια.

Ο κ. Μέλοουχορν είχε εγκαινιάσει μια σειρά από εξόδους με διανυκτέρευση, που ο ίδιος είχε βαφτίσει «Περιπέτειες του Σαββατοκύριακου». Η πρώτη περιπέτεια ήταν στο Μέντισιν Γουίλ, ψηλά, στο Κέρατο. Η κ. Γουόλας Κάιμς είχε πέσει κι είχε γδάρει τα γόνατά της στο χαλίκι του πάρκινγκ. Ύστερα ήταν το γουϊκέντ στο ράντσο για τουρίστες που είχε ιδρύσει ο ίδιος ο Όμιλος Μέλοουχορν, κι όπου μοιράστηκαν το κατάλυμά τους με εφτά κυνηγούς άλκης απ’ το Κολοράντο, οι πιο πολλοί μεθύστακες και σαματατζήδες, να γελάνε σαν χαζοί με γέλιο 110 ντεσιμπέλ. Κι η Μπογιατισμένη γελούσε κι αυτή σαν χαζή μαζί τους. Το τρίτο ταξίδι ήταν ακόμα πιο φιλόδοξο· πενθήμερη εκδρομή στο Γκραν Κάνιον, το οποίο κανείς στον Οίκο Μέλοουχορν δεν είχε επισκεφθεί ποτέ. Δώδεκα νοματαίοι δήλωσαν συμμετοχή, παρά το μεγάλο ποσό για διαμονή και μεταφορικά.


«Μια φορά είν’ τα νιάτα!» είχε αναφωνήσει η Μπογιατισμένη. Το γκρουπ περιλάμβανε και τους νεοφερμένους Τσερτς Μπόλινγκερ και Φόρι Γουίντκα, λέγε με Τερίσα Γουόρσλεϊ, λέγε με Τέρι Ντόουλαν, και, τελικώς, λέγε με Τέρι Τέιλορ. Η Φόρι κι ο Μπόλινγκερ κάθισαν πλάι πλάι στο βανάκι, ήπιαν παρέα τα ποτά τους στο μπαρ όπου σταμάτησαν, στο Ελ Τόβαρ, δείπνησαν μαζί σε τραπέζι για δύο και σχεδίαζαν μια εξόρμηση στα ίχνη των καουμπόηδων για την επομένη το πρωί. Μα πριν να πάρουν το δρόμο του γυρισμού, η Φόρι ζήτησε απ’ τον Μπόλινγκερ να τη βγάλει μερικές φωτογραφίες, να στείλει στις εγγονές της. Στάθηκε στο ρείθρο, με τη διάσημη θέα ν’ απλώνεται πίσω της. Τράβηξε μια πόζα με το χέρι της να κρατά το καινούργιο χαχόλικο ψαθί που ’χε αγοράσει απ’ το μαγαζί με τα σουβενίρ. Έβγαλε το καπέλο και γύρισε απ’ την άλλη, σκιάζοντας τα μάτια με την παλάμη, τάχα ότι ατένιζε τα βάθη σαν θεατρίνα απ’ το πάλαι ποτέ. Έκανε και καραγκιοζιλίκια, τάχα ότι παραπατούσε κι ήταν έτοιμη να πέσει. Ένα πνιχτό «Α!» ακούστηκε, και χάθηκε απ’ τα μάτια τους. Ένας υπεύθυνος του πάρκου έτρεξε στο ρείθρο και την είδε σ’ ένα πλάτωμα, τρία μέτρα κάτω, να κρατιέται από ένα αχαμνό φυτό. Το καπέλο είχε πέσει στο πλάι της. Την ώρα που κατέβαινε απ’ το ρείθρο κι άπλωνε το χέρι να την πιάσει, το φυτό τρεμούλιασε, κι οι ρίζες του άρχισαν να χαλαρώνουν. Η Φόρι έχωσε τα δάχτυλα στο χαλίκι, κι άρχισε να γλιστρά στο χείλος του πλατώματος. Ο τύπος απ’ το πάρκο τέντωσε το πόδι προς το μέρος της, φωνάζοντας να κρατηθεί απ’ αυτό. Μα η σωτήρια κλοτσιά του βρήκε στο χέρι της Φόρι. Έπεσε σφαίρα στην πλαγιά σαν σε νεροτσουλήθρα, αφήνοντας δέκα βαθιές λακκούβες στο διάβα της, κι έπειτα, σε μια ύστατη απέλπιδα προσπάθεια, άπλωσε το χέρι και παρά τρίχα θα ’πιανε το καινούργιο ψάθινο καπέλο της. Το καταπονημένο γκρουπ επέστρεψε στο Γουαϊόμινγκ την

31

PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 31


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 32

32

επομένη. Όλοι λέγαν συνεχώς ότι δεν είχε βγάλει ούτε μία κραυγή καθώς έπεφτε, πράγμα που όλοι θεωρούσαν δείγμα σθεναρού χαρακτήρα.

Ο Ρέι Φόρκενμπροκ ξανάπιασε το μίτο με τις αναμνήσεις του το επόμενο Σαββατοκύριακο. Η Μπέρενις περίμενε μερικά λεπτά αφότου ήρθε η Μπεθ, κι έπειτα πήγε έξω απ’ το δωμάτιο κι έστησε αυτί. Ο κ. Φόρκενμπροκ είχε μονότονη μα δυνατή φωνή, κι η Μπέρενις άκουγε τα πάντα. «Οπότε που λες, η φαμίλια πήρε λίγο τα πάνω της, άπαξ και βρήκε εκείνη τη δουλειά, που κουβάλαγε εξαρτήματα σε πετρελαιοπηγές», είπε. «Τον πληρώνανε καλά, και γράφτηκε και σε μια από κείνες τις αδελφότητες, τους Ιχνηλάτες. Κι είχαν και μια ομάδα βοηθητική, που γράφτηκε η μάνα μου· τη λέγαν “Κυριών”, λες κι ήταν αποχωρητήριο. Κι οι δυο τους είχαν τρέλα με τους Ιχνηλάτες, τις τελετές, την αίθουσα μαζώξεων, και τις αγαθοεργίες, τους όρκους, που ορκίζονταν πίστη κι εγώ δεν ξέρω σε τι». «Η μάνα όλο ήταν στην κουζίνα να ψήνει πράματα γι’ αυτούς», είπε. «Κι είχε και για μας τα πιτσιρίκια διάφορα, αγώνες ψαρέματος και πικ νικ και τσουβαλοδρομίες. Σαν τα προσκοπάκια ήμασταν, ή έτσι μας λέγαν. Πρόσκοποι με λίγο από ράντσο, γιατί όλο και κάνα παιδάκι θα ’τανε που ’πλεκε χαλινάρια, ή μεγάλωνε κάνα δαμάλι. Κάτι ανάμεσα σε πρόσκοπους κι εκείνο το πρόγραμμα του Υπουργείου Γεωργίας – που εμείς δεν ήμασταν μήτε το ’να, μήτε τ’ άλλο». Η Μπερενίς είχε αρχίσει να βαριέται αφάνταστα. Για τους Μπλέντσοου πότε θα ’λεγε; Είδε την Ντεμπ Σλέιβερ στο βάθος του διαδρόμου να βγαίνει απ’ την κάμαρα του κ. Χάρελς μ’ ένα δίσκο μ’ επιδέσμους. Ο κ. Χάρελς είχε ένα απόστημα στη γάμπα που δεν έλεγε να κλείσει, κι έπρεπε να του αλλάζουν επίδεσμο δυο φορές τη μέρα.


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 33

33

«Και μη σε πιάσω να το σκαλίζεις, πονηρό αγόρι!» τσίριξε η Ντεμπ, κι εξαφανίστηκε στη γωνία του διαδρόμου. «Τέλος πάντων – η μάνα θαρρώ το ’χε πάρει πιο πατριωτικά απ’ τον γέρο μου. Της άρεσε που ’χε συντροφιά, και με τις γειτόνισσες στα Καρβουνιάρικα δεν είχε και πολλά πολλά. Οι Κυρίες είχαν κι ένα πρόγραμμα επισκέψεων σε ιστορικές τοποθεσίες, σε μέρη που γίνανε σφαγές και σε φαράγγια με παλιά φράγματα. Η μάνα λάτρευε αυτές τις εκδρομές. Είχε μάθει δυο τρία πράματα απ’ όσα συνέβαιναν παλιά. Γύρναγε σπίτι όλο έξαψη κουβαλώντας και μια χρωματιστή πέτρα. Είχε μαζέψει καμιά ντουζίνα τέτοια κοτρόνια απ’ τις εκδρομές ώσπου πέθανε», είπε. Στο διάδρομο η Μπέρενις σκέφτηκε την αδερφή της που σκαρφάλωνε αγκομαχώντας τα κατσάβραχα, για να ’ναι ευχαριστημένος ο κυνηγός βράχων, ο άντρας της, να του κουβαλάει το σακί με τ’ αγκωνάρια. «Το πρώτο που εγώ κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά με το σόι μας ήταν τη μέρα που γύρισε από μια εκδρομή στο Φάρσον. Δεν ξέρω τι είχαν πάει να κάνουνε, κι αυτή τέλος πάντων μας είπε ότι οι Κυρίες του Φάρσον τις είχαν τραπεζώσει κιόλας – πατατοσαλάτα και χοτ ντογκ», είπε. «Μια απ’ τις Κυρίες του Φάρσον είπε ότι γνώριζε κάποιον Φόρκενμπροκ κάτω, στα νότια. Απ’ όσο θυμόταν, είχε ένα ράντσο δικό του στην κοιλάδα του Σνέικ Ρίβερ. Ε, εγώ με το που άκουσα “ράντσο”, έστησα αυτί», είπε. «Και δεν είναι να πεις και συνηθισμένο όνομα το Φόρκενμπροκ. Έτσι κι εγώ ρώτησα τη μάνα αν ήταν σόι του μπαμπά», είπε. «Θα μ’ άρεσε να ’χαμε σόγια με ράντσο. Ήδη το σκεφτόμουνα να πάω να γίνω καουμπόης. Εκείνη μου ’πε δεν ήταν ότι ο γέρος μου ήταν ορφανός, ότι ήταν σύμπτωση απλά. Έτσι μου ’χε πει».

3 – Μια χαρά είναι κι έτσι


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 34

34

Το ίδιο βράδυ, στο τραπέζι, άπαξ κι είχαν μηρυκάσει πάλι κάμποσο τη δραματική θανή της Φόρι Γουίντκα, ο Τσερτς Μπόλινγκερ άρχισε να εξιστορεί τα ταξίδια του στα Βραχώδη Όρη του Καναδά. «Αντί να το κάνουμε όλο με τ’ αμάξι, πετάγαμε με τ’ αεροπλάνο ως ένα σημείο, και μετά νοικιάζαμε αμάξι. Έχουν κάτι εθνικές, σκοτώστρες. Η σύζυγος πολύ της άρεσε που ’ταν ωραία τα ξενοδοχεία. Έτσι γυρίσαμε πετώντας Σαν Φρανσίσκο, κι είπαμε να κατέβουμε παραλιακά με τ’ αυτοκίνητο. Κάναμε και στάση στο Χόλιγουντ. Λέμε, άντε να δούμε και το Χόλιγουντ πώς είναι που λέει ο κόσμος. Είχαν κάτι τεράστιες τσιμεντένιες κολόνες. Ήρθε η ώρα να φύγουμε, μπαίνω στ’ αμάξι, πάω να κάνω όπισθεν, και μπαμ, δώσ’ του να βρίσκει στην κολόνα – δεν μπορούσα να βγω. Εντέλει τα κατάφερα και βγήκα, μα είχα κάνει μια γρατσουνιά άσκημη στην πόρτα, κι ήταν και νοικιασμένο. Ε, παίρνω κι εγώ λίγη μπογιά και το ’βαψα από πάνω και χαμπάρι δεν έπαιρνες άμα το ’βλεπες. Γυρίσαμε στο Σαν Ντιέγκο. Περίμενα πότε θα μου ’ρθει το γράμμα απ’ τα ενοικιαζόμενα, μα δεν ήρθε ποτέ. Μια άλλη φορά είχα νοικιάσει ένα άλλο αμάξι, που ’χε μια ραγισματιά στο παρμπρίζ. Του λέω, “Δεν είν’ επικίνδυνο;” Mε κοιτάει ο τύπος και μου λέει, “Μπα, όχι”. Φεύγω που λέτε κι όντως, τίποτα δεν έπαθε. Τα ίδια κι όταν είχαμε πάει Ευρώπη. Στην Ισπανία πήγαμε και σε ταυρομαχία. Μείναμε κι είδαμε και δεύτερη. Ήθελα να το ’χω ζήσει αυτό». «Μα δεν τους βγάζουν ήδη λαβωμένους;» ρώτησε η Μπογιατισμένη. Ο κ. Μπόλινγκερ, που είχε το νου του στα ενοικιαζόμενα, δεν απάντησε.

Όταν η Μπέρενις ανέφερε στον Τσαντ Γκριλς την περίπτωση του γερο-Φόρκενμπροκ, που δούλευε παλιά στο χτήμα των παππούδων του, αυτός το βρήκε ενδιαφέρον, κι είπε ότι θα


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 35

Ο Ρέι είπε: «Νομίζω σαν άκουσε η μάνα γι’ αυτόν τον Φόρκενμπροκ απ’ το Ντίξον, κάποιο κακό προαίσθημα θα ’χε, γιατί έστειλε ένα γράμμα σ’ εκείνη την κυρία απ’ το Φάρσον, να την ευχαριστήσει για το ωραίο γεύμα. Θαρρώ γύρευε να της πιάσει γνωριμία, μπας και μάθει περισσότερα γι’ αυτά τα σόγια στο Ντίξον, μα απ’ όσο ξέρω, τίποτα δεν βγήκε. Και μένα μου καρφώθηκε στο μυαλό ότι δεν ήμασταν οι μοναδικοί Φόρκενμπροκ». Η Μπεθ χαιρόταν που τώρα πια, που η ιστορία είχε πάρει μπρος, δεν έκανε τόσο συχνά παύσεις, αφήνοντας τη ζωή του να ξεδιπλωθεί. «Την τελευταία μέρα του σχολείου θα πηγαίναμε εκδρομή, για πικ νικ κανονικό. Συνήθως πηγαίναν όλα τα σχολειά μαζί, μιας και τότε ήταν λιγοστά και σκορπισμένα. Όταν ήμουν εγώ στα δώδεκα, η εβδόμη τρεις μόνο μαθητές είχε – εγώ, μια απ’ τις αδερφές μου που ’χε πηδήξει χρονιά, κι ο Ντάτσι Γκριν. Ήμασταν μες στην τρελή χαρά, γιατί μας είχαν πει ότι θα πηγαίναμε να δούμε και το καλύβι που ’χε στήσει παράνομα ο Μπουτς Κάσιντι στα σύνορα του Κολοράντο. Η κ. Ράτους, η δασκάλα μας, έβγαλε ένα χάρτη του Γουαϊόμινγκ και τον κρέ-

35

τους ρώταγε να μάθει όταν πήγαινε στο ράντσο να τους δει. Είπε στην Μπέρενις, ελπίζω να σ’ αρέσει η ζωή στο ράντσο, γιατί αυτός θα το κληρονομούσε μια μέρα. Είπε στην Μπέρενις να ψάξει να μάθει ό,τι μπορούσε για τον καιρό που δούλευε εκεί ο Φόρκενμπροκ. Ήταν κάτι χούφταλα που καταφέρναν και κάναν φασαρία και ζητάγαν μερτικό απ’ την κληρονομιά, τάχα ότι ανατοκίστηκαν απλήρωτοι μισθοί. Όποτε ερχόταν η Μπεθ με το κασετοφωνάκι της, η Μπέρενις όλο και κάτι έβρισκε ν’ απασχοληθεί στο διάδρομο έξω απ’ το δωμάτιο του Ρέι Φόρκενμπροκ, κρυφακούγοντας, περιμένοντας πότε θα πει γι’ αυτό το ωραίο ράντσο που του ανήκει, αν και στα κρυφά. Ιδέα δεν είχε πώς θα το χειριζόταν ο Τσαντ.


36

PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 36

μασε και μας έδειξε και πού ακριβώς ήταν. Εγώ βλέπω τη λέξη “Ντίξον” κάτω χαμηλά στο χάρτη. Ντίξον! Εκεί μέναν αυτοί οι μυστήριοι οι Φόρκενμπροκ. Ο Ντάτσι ήταν κολλητός μου και του ’χα πει τα καθέκαστα, και κάτσαμε να σκαρώσουμε ένα σχέδιο να κατέβουμε απ’ το λεωφορείο στο Ντίξον. Μπορεί να ’χε και καμιά πινακίδα που να λέει “Ράντσο Φόρκενμπροκ”», είπε. «Όπως αποδείχτηκε εντέλει», είπε, «θα σταματάγαμε ούτως ή άλλως στο Ντίξον, γιατί είχε πάθει βλάβη το λεωφoρείο». «Είχε ένα βενζινάδικο της προκοπής στο Ντίξον, που παλιά ήτανε σιδεράδικο. Είχε ακόμα το χαλκείο και το μεγάλο το φυσερό, και τα πιτσιρίκια το δουλεύαμε με τη σειρά, λέγοντας τάχα ότι περίμενε τ’ άλογο στο μαντρί. Εγώ ρώτησα τον γκαραζιέρη που ’χε πιάσει να μαστορέψει το λεωφορείο αν ήξερε καμιά φαμίλια Φόρκενμπροκ στην πόλη, κι εκείνος είπε ότι τους είχε ακουστά μα δεν τους ήξερε προσωπικά. Είπε ότι ήταν νεοφερμένοι, απ’ το Έσεξ είχαν έρθει. Ο Ντάτσι κι εγώ παίξαμε λίγο ακόμα τους σιδεράδες, μα τελικά δεν είδαμε ποτέ το καλύβι του Μπουτς Κάσιντι γιατί το λεωφορείο δεν φτιαχνότανε, και στείλαν άλλο να μας φέρει πίσω. Το φαΐ για το πικ νικ στο λεωφορείο το φάγαμε στο δρόμο του γυρισμού. Μετά απ’ αυτό τους ξέχασα τους Φόρκενμπροκ του Ντίξον ένα διάστημα», είπε. Είχε αρχίσει πάλι να χάνει. «Κι ούτε μου πέρασαν απ’ το μυαλό, μέχρι τη μέρα που σκοτώθηκε ο γέρος μας σ’ ένα τροχαίο στην παλιά την εθνική, την 30», είπε. «Είχε βγει για να κόψει δρόμο και πήγαινε πάνω στις ράγες, κι έπεσε πάνω του ένα τρένο», είπε. Είπε: «Εγώ τότε ήμουν ήδη ένα χρόνο στη δούλεψη των Μπλέντσοου, και σπίτι δεν είχα πατήσει». Στο άκουσμα του ονόματος «Μπλέντσοου», η Μπέρενις, στο διάδρομο, σήκωσε κεφάλι μονομιάς. «Με γύρισε με τ’ αμάξι ο κ. Μπλέντσοου, για να πάω στην


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 37

Τις Κυριακές η Μπέρενις κι ο Τσαντ Γκριλς πήγαιναν βόλτες σε μακρινούς χωματόδρομους με το σχεδόν ολοκαίνουργιο φορτηγάκι του Τσαντ. Η αμαξάδα γι’ αυτούς ήταν σαν ρομαντικό ραντεβού. Το φορτηγό σήκωνε ένα τόνο χώμα, σύννεφο ολόκληρο, απ’ τα φουριόζικα επαγγελματικά λάστιχα. Ο Τσαντ χανό-

37

κηδεία. Στο Ρόλινς έγινε, κι οι Ιχνηλάτες ανέλαβαν τα πάντα», είπε. Η Μπεθ τον κοίταξε απορημένη. «Ποιοι Ιχνηλάτες;» «Εκείνη η οργάνωση που ’ταν γραμμένοι. Οι Ιχνηλάτες. Εμείς ίσα που ’πρεπε να εμφανιστούμε. Κι έτσι πήγαμε. Είχε και παπά, και φέρετρο, και λουλούδια, τις σημαίες των Ιχνηλατών και τα ρητά τους, τάφο, ταφόπλακα – όλα τα ’χαν κανονίσει οι Ιχνηλάτες». Τον έπιασε βήχας και ήπιε μια γουλιά ουίσκι, ενώ ο νους του έτρεχε σε αγριόχορτα νεκροταφείων και πέρα, απ’ τις ταφόπετρες, στα κίτρινα αδάμαστα λιβάδια. Η Μπέρενις δεν μπορούσε ν’ ακούσει τώρα, επειδή η μαγείρισσα η Τριτς χτύπησε το κουδούνι. Μέρος της δουλειάς της ήταν και να μοιράζει τα γλυκά στους ενοίκους, που ήταν η κορυφαία στιγμή γι’ αυτούς, με εξαίρεση το πιόμα της μάζωξης. Η μαγείρισσα σέρβιρε τριγωνικά κομμάτια καυτή μηλόπιτα στα πιάτα. «Τα ’μαθες για τον άντρα της Ντεμπ; Έπαθε έμφραγμα την ώρα που ’σκυβε να δέσει το γερανό στ’ αμάξι ενός τουρίστα. Στο νοσοκομείο τον έχουν. Βαρύ έμφραγμα, πήγε κι ήρθε ο άνθρωπος. Άρα την Ντεμπ θα κάνουμε καιρό να την δούμε τώρα. Αν την ξαναδούμε και ποτέ. Πάω στοίχημα πως θα του ’χει κάνει ασφάλεια κάνα εκατομμύριο. Άμα πεθάνει κι η Ντεμπ πάρει ένα σωρό χρήμα, θα πάω κι εγώ ν’ ασφαλίσω τον δικό μου». Όταν η Μπέρενις έφτασε με το καρότσι με τις μηλόπιτες, η πόρτα της κάμαρας του κ. Φόρκενμπροκ ήταν ανοιχτή κι η Μπεθ είχε φύγει.


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 38

38

ταν συνεχώς, γιατί οι καινούργιοι δρόμοι που άνοιγαν κάθε τόσο οι εταιρείες ήταν χωρίς σήμανση. Εκατό φορές ξεκίναγαν από ’να δρόμο μια χαρά και καταλήγαν σ’ αδιέξοδα, με πρέσες και πηγάδια. Το να χάνεται στον τόπο όπου γεννήθηκε, ανδρώθηκε και δεν εγκατέλειψε ποτέ προξενούσε τρομερή αμηχανία στον Τσαντ, που έβριζε και καταριόταν τις πετρελαϊκές. Στο τέλος έπιανε με το μάτι μια νοητή γραμμή με τη βουνοκορφή του Ντόουτι και πήγαινε προς τα κει, κι ας ήταν χάλια οι δρόμοι. Πάντα το μυαλό του αρπαζόταν από κάποιο βουνό. Σ’ ένα κοφτερό μονοπάτι με πυρόλιθο τους είχε πιάσει και λάστιχο. Στο τέλος βρέθηκαν έξω απ’ το Νταντ, την πόλη-φάντασμα. Ο Τσαντ είπε ότι η βόλτα τους δεν τους βγήκε καλά κι εκείνη αναγκαστικά συμφώνησε, αν κι είχαν υπάρξει και χειρότερες. Η Ντεμπ Σλέιβερ δεν εμφανίστηκε καθόλου την επόμενη βδομάδα, κι όλη την επιπλέον δουλειά τη φορτώθηκε η Μπέρενις. Σιχαινόταν αφάνταστα ν’ αλλάζει τον επίδεσμο του κ. Χάρελς, και πολλές φορές απόφυγε την αγγαρεία. Το καταχάρηκε που την Τετάρτη, τη μέρα που ’ρχόταν ο γιατρός ο Νέλσον, είπε ότι ο κ. Χάρελς έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο. Το Σάββατο, τη μέρα που η Μπεθ επισκεπτόταν τον κ. Φόρκενμπροκ, η Μπέρενις ξεμπέρδεψε με τις δουλειές της γρήγορα, και με μια σφουγγαρίστρα στήθηκε έξω απ’ την πόρτα να κρυφακούσει. Αδύνατον να μαντέψεις τι θα ’λεγε εν συνεχεία, με τις δεκάδες επιπλέον ιστοριούλες για τον κήπο της μάνας του, γι’ άλογα που ’χε μικρός, για παλιούς του φίλους. Σχεδόν ποτέ δεν ανέφερε τους Μπλέντσοου, που τόσο του ’χανε σταθεί.

«Παππού;» είπε η Μπεθ. «Κουρασμένο σε βλέπω. Μήπως δεν χορταίνεις ύπνο; Τι ώρα πέφτεις, γενικά;» Του ’δωσε το τυπωμένο αντίγραφο της εξιστόρησής του. «Στην ηλικία μου δεν θες ύπνο, ξεκούραση θες. Αιώνια ξεκούραση. Μια χαρά είμαι», είπε. «Ωραίο φαίνεται έτσι – σαν


βιβλίο διαβάζεται». Ήταν ευχαριστημένος. «Πού είχαμε μείνει...;» είπε, φυλλογυρίζοντας τις σελίδες. «Στην κηδεία του μπαμπά σου», είπε η Μπεθ. «Οχ, Παναγία μου», είπε αυτός. «Τη μέρα κείνη ήταν θαρρώ που η μάνα πήρε πρώτη φορά χαμπάρι τι είχε γίνει. Κι εγώ σαν να κατάλαβα, τουλάχιστο ότι ήταν βρομοδουλειά στη μέση, μα μου πήρε χρόνια να το κατανοήσω πλήρως. Τον αγαπούσα τον γέρο μου, και δεν ήθελα να καταλάβω. Ακόμα έχω ένα σουγιαδάκι που μου ’χε δώσει, και δεν τ’ αποχωρίζομαι για τίποτα στον κόσμο», είπε. Ακολούθησε μια παύση, καθώς σηκώθηκε να ψάξει το σουγιά, κι αφού τον βρήκε, τον έδειξε στην Μπεθ και τον ξανάβαλε προσεχτικά στο πάνω πάνω συρτάρι. «Να ’μαστε λοιπόν όλοι εδώ, σημειωτόν να βγαίνουμε απ’ την εκκλησία, να πάμε στ’ αμάξια που θα μας πήγαιναν στο νεκροταφείο, εγώ να ’χω τη μάνα πιασμένη αγκαζέ, και ξαφνικά μια κυρία φωνάζει: “Κυρία Φόρκενμπροκ! Κυρία Φόρκενμπροκ;” Γυρνάει η μάνα και βλέπουμε μια χοντρέλα μαυροφορεμένη, με μια μαραμένη πασχαλιά στο καπέλο, να ’ρχεται καταπάνω μας», είπε. «Μα αυτή μας προσπερνάει ξυστά, και πάει σε μια λιανή, ασκημομούρα γυναίκα μ’ ένα αγόρι συνομήλικό μου, και τους λέει συλλυπητήρια. Κι έπειτα λέει, κοιτώντας το παιδί, “Αχ, Ρέι, τώρα εσύ είσ’ ο άντρας του σπιτιού, και πρέπει να τη βοηθάς τη μάνα σου ό,τι ανάγκη έχει”», είπε. Σταμάτησε για να γεμίσει το ποτήρι με ουίσκι. «Θέλω να κάτσεις λίγο να το συλλογιστείς αυτό που σου λέω, Μπεθ», είπε. «Εσύ που ’σαι τόσο κορίτσι της οικογένειας. Θέλω να βάλεις με το νου πώς είναι να ’σαι στην κηδεία του πατέρα σου με τη μάνα και τις αδερφές σου, και κάποιος να φωνάζει τη μάνα σου και μετά να πηγαίνει σε μια ξένη. Κι αυτή η ξένη να ’χει και παιδί, και το παιδί να ’χει τ’ όνομά σου. Εγώ θυμάμαι – εγώ το μόνο που σκέφτηκα ήταν πως πρέπει να ’τα-

39

PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 39


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 40

40

νε οι Φόρκενμπροκ απ’ το Ντίξον, κι ότι εντέλει ήμασταν όντως σόι. Η μάνα δεν είπε λέξη, μα εγώ ένιωθα το χέρι της που ’τρεμε», είπε. Κι αναπαρέστησε το τρεμάμενο χέρι τινάζοντας τον αγκώνα. «Στο νεκροταφείο μετά πήγα και βρήκα τ’ αγόρι που το λέγαν Ρέι κι αυτό, και το ρώτησα αν μένανε στο Ντίξον κι αν είχανε και ράντσο κι αν ήταν συγγενείς με τον πατέρα μου που θάβαμε. Αυτός μου ρίχνει μια άγρια ματιά και λέει, δεν έχουνε ράντσο, ούτε στο Ντίξον μένουν, απ’ τη Λαμπάρζ είναι, κι ότι ο πατέρας που θάβαμε ήταν ο δικός του πατέρας. Εγώ σάστισα τόσο όταν τ’ άκουσα, που ’βαλα τις φωνές: “Είσαι τελείως τρελός!” του λέω, και πάω πίσω στη μάνα μου. Εκείνη ποτέ δεν τ’ ανέφερε το περιστατικό, κι όταν μετά γύρισα σπίτι, πάλι με το τίποτα τη βγάζαμε. Η μάνα έπιασε δουλειά να μαγειρεύει στο ράντσο των Σαμπ. Μόνο το ’75, που πέθανε, μόνο τότε τα κατάλαβα όλα», είπε. «Πού κόλλαγε το καθετί».

Την Κυριακή η Μπέρενις κι ο Τσαντ πήγαν την εβδομαδιαία αμαξάδα τους. Η Μπέρενις είχε πάρει και την καινούργια της ψηφιακή φωτογραφική. Για κάποιο περίεργο λόγο ο Τσαντ επέμενε να κόψουν πάλι απ’ το κουβάρι των παράδρομων της ηλεκτρικής, και κόντεψαν να πάθουν τα ίδια με την άλλη φορά – ένα μάτσο χαλικόδρομοι σαν τον ιστό της αράχνης, χωρίς μισή ένδειξη. Στο βάθος διέκριναν νταλίκες σταματημένες στην άκρη του δρόμου. Είχε κι ένα βαθύ χαντάκι με μια μαύρη σωλήνα μέσα, τόσο πλατιά που χώραγε και σκυλί να περπατήσει απάνω της. Βρέθηκαν σε μια στροφή όπου κάτι εργάτες χώναν τα κομμάτια της σωλήνας σε μια πελώρια μηχανή που τα κόλλαγε το ’να με τ’ άλλο. Η Μπέρενις σκέφτηκε πως είχε ενδιαφέρον το μηχάνημα και σήκωσε τη φωτογραφική. Πίσω απ’ τη μηχανή ήταν σταματημένο ένα φορτηγάκι με τη μηχανή αναμμένη με νεκρά, στο τιμόνι ένας βρόμικος πιτσιρικάς με


μαύρα γυαλιά. Δέκα μέτρα παρέκει ένας άλλος γέμιζε χώμα το χαντάκι μ’ έναν εκσκαφέα. Ο Τσαντ κατέβασε το παράθυρο χασκογελώντας και, με το μαλακό, ρώτησε τον πιτσιρικά πώς δούλευε η μηχανή. Ο μικρός κοίταξε τη μηχανή της Μπέρενις. «Κι εσένα τι σε νοιάζει, ρε μαλάκα;» είπε. «Τι δουλειά έχετε εδώ πέρα;» «Ο δρόμος είναι δημόσιος», είπε ο Τσαντ, φουντωμένος, «κι εγώ είμαι ντόπιος. Εδώ γεννήθηκα. Έχω πιο πολύ δικαίωμα από σένα να βρίσκομαι εδώ». Ο μικρός γέλασε μοχθηρά. «Ρε δεν πα να γεννήθηκες και σε κοντάρι με τη σημαία, εδώ πέρα δεν έχεις καμιά δουλειά να χώνεσαι και να τραβάς και φωτογραφίες». «Να χώνομαι;» Μα πριν προλάβει να πει κι άλλα, ο τύπος που δούλευε τη συγκολλητική κατέβηκε, κι άλλοι δύο που βαστάγαν τη σωλήνα πλησίασαν κι αυτοί. Ο οδηγός του εκσκαφέα κατέβηκε μ’ ένα σάλτο. Όλοι τους δείχναν αρπαγμένοι και γεροδεμένοι. «Καλά, ρε γαμώτο», είπε ο Τσαντ, «μια βόλτα βγήκαμε, επειδή είναι Κυριακή. Δεν φανταζόμασταν ότι θα πετυχαίναμε έργα, κυριακάτικα. Εμείς νομίζαμε πως μόνο οι ραντσέρηδες δουλεύουμε τις Κυριακές. Γεια και χαρά», είπε, και πάτησε γκάζι με δύναμη, σηκώνοντας ένα σύννεφο από χώμα στο κατόπι του. Το χαλίκι βομβάρδιζε από κάτω το σασί. Η Μπέρενις πήγε να πει: «Καλά, τι παίζει;» μα ο Τσαντ την έκοψε απότομα, «Βούλωσ’ το», είπε, και συνέχισε να τρέχει σαν τρελός ώσπου βγήκαν στην άσφαλτο, κι εκεί το σανίδωσε, κοιτώντας συνέχεια στον καθρέφτη. Έκαναν να μιλήσουν ώσπου έφτασαν στο σπίτι της Μπέρενις. Ο Τσαντ βγήκε κι έκανε ένα γύρο το φορτηγάκι, να δει αν ήταν όλα εντάξει. «Ρε Τσαντ, πώς τους άφησες να σου την πουν έτσι;» είπε η Μπέρενις. «Μπέρενις», είπε εκείνος επιφυλακτικά, «φαντάζομαι δεν πρόσεξες ότι ένας απ’ αυτούς είχε ένα σαραντατεσσάρι, που πήγαινε να το βγάλει απ’ τη θήκη του. Δεν είναι και το καλύτε-

41

PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 41


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 42

42

ρο να πλακωθείς πλάι σε χαντάκι με πέντε κοπρόσκυλα στου διαόλου τη μάνα. Έλα να δεις», και την τράβηξε στο πίσω μέρος του φορτηγού. Το πίσω πορτάκι είχε μια τρύπα. «Το σαραντατεσσάρι του τύπου την έκανε την τρύπα», είπε. «Πάλι καλά να λες που ’ταν χωματόδρομος. Εμένα θα μ’ είχαν καθαρίσει, κι εσύ θα ’σουν ακόμα εκεί, να τους κάνεις παρεούλα». Η Μπέρενις ανατρίχιασε. «Μάλλον θα φαντάστηκαν», είπε ο Τσαντ, «ότι ήμασταν από καμιά οργάνωση για το περιβάλλον. Αυτή η ρημάδα η μηχανή σου. Την άλλη φορά να την αφήσεις σπίτι». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η Μπέρενις άρχισε να ψυχραίνεται με τον Τσαντ. Της φάνηκε λιγότερο ανδροπρεπής. Και τη μηχανή της όπου ήθελε θα την έπαιρνε.

Τη Δευτέρα η Μπέρενις ήταν στην κουζίνα κι έψαχνε να βρει την παγωτομηχανή που είχαν να τη χρησιμοποιήσουν δυο χρόνια. Ο κ. Μέλοουχορν είχε μόλις γυρίσει απ’ το Τζάκσον κι είχε φέρει μια συνταγή για παγωτό μηλόπιτα, και δεν έβλεπε την ώρα να δοκιμάσουν όλοι την περίφημη λιχουδιά του. Καθώς σκάλιζε το σκοτεινό ντουλάπι μπήκε η Ντεμπ Σλέιβερ, χτυπώντας πάνω στο πορτάκι του ντουλαπιού. «Άου!» φώναξε η Μπέρενις. «Έτσι, να μάθεις», γρύλισε η Ντεμπ, και ξαναβγήκε απ’ την κουζίνα σαν σίφουνας. Απ’ το διάδρομο ακούστηκε ένας γδούπος, σαν κάποιος να ’χε τραβήξει κλοτσιά στο βαλσαμωμένο σκυλί. «Είναι πυρ και μανία», είπε η μαγείρισσα. «Ο Ντακ δεν πέθανε τελικά και δεν πήρε το εκατομμύριο της ασφάλειας, και το χειρότερο; Θα χρειαστεί πλήρη κι αποκλειστική φροντίδα για όλη του τη ζωή – σήκω-κάτσε θα την έχει, να του αφρατεύει το μαξιλάρι. Θα πρέπει να τον νταντεύει μια ζωή. Δεν ξέρω αν θα μείνει στη δουλειά και θα βρει καμιά αποκλειστική, ιδέα δεν έ-


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 43

Ήρθε το Σάββατο και, από συνήθεια πιο πολύ, μιας κι είχε χωρίσει με τον Τσαντ και δεν την πολυένοιαζαν πια ούτε οι Μπλέντσοου ούτε το ράντσο τους, η Μπέρενις χασομερούσε στο διάδρομο, έξω απ’ το δωμάτιο του κ. Φόρκενμπροκ. Η Μπεθ του ’χε φέρει ένα τάπερ με κρέμα σοκολάτα. Εκείνος είπε ότι ωραία ήταν, μα σαν το ουίσκι τίποτα, κι έτσι αυτή του ’βαλε το συνηθισμένο ποτό του. «Λοιπόν», είπε η Μπεθ. «Στην κηδεία συναντηθήκατε με τους άλλους τους Φόρκενμπροκ, αλλά δεν έμεναν πια στο Ντίξον, έτσι;» «Όχι, όχι, όχι», είπε εκείνος. «Δεν ακούς τι σου λέω. Αυτοί στην κηδεία δεν ήταν οι Φόρκενμπροκ απ’ το Ντίξον. Ήταν οι Φόρκενμπροκ απ’ τη Λαμπάρζ. Είχε κι άλλο σόι, στο Ντίξον. Όταν πέθανε η μάνα ψάξαμε τα πράματά της με τις αδερφές μου και το ξεδιαλύναμε», είπε. «Σόρι», είπε η Μπεθ. «Μπερδεύτηκα φαίνεται». «Είχε φυλάξει όλα τ’ αποκόμματα που βρήκε με τον επικήδειο του μπαμπά. Εμάς δεν μας είχε πει κουβέντα. Τα ’χε φυλαγμένα σ’ ένα μεγάλο φάκελο, που ’γραφε απέξω “Το σόι μας”. Ποτέ δεν έμαθα αν το ’χε γράψει ειρωνικά ή όχι. Ξες, τα γνωστά έγραφε, ότι είχε γεννηθεί στη Νεμπράσκα, ότι είχε δουλέψει στη Γιούνιον Πασίφικ, μετά στα πετρέλαια στο Οχάιο κι από δω κι από κει, ότι ήταν πιστός κι αφοσιωμένος Ιχνηλάτης. Το ένα απόκομμα έγραφε στους πενθούντες, η σύζυγος Λότι Φόρκενμπροκ και τα έξι τέκνα, στο Τσάντρον της Νεμπράσκα. Το αγόρι το λέγανε Ρέι. Ένα άλλο έγραφε ότι οι τεθλιμμένοι συγγενείς ζούσαν στο Ντίξον του Γουαϊόμινγκ και περιλάμβαναν τη σύζυγό του Σάρα-Λουίζ και δυο γιους, τον Ρέι και τον Ρότζερ. Ύστερα ήταν ένα απ’ τη Star του Κάσπερ, έ-

43

χω. Ή μπορεί ο κ. Μέλοουχορν να του επιτρέψει να μείνει εδώ. Και μετά όλες μας θα πρέπει να τον έχουμε στα όπα όπα».


44

PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 44

λεγε ότι ήταν γνωστός στον κύκλο των Ιχνηλατών, και το πένθος τους εξέφραζαν η σύζυγος Άλις, οι υιοί Ρέι και Ρότζερ, και οι θυγατέρες Αϊρίν και Ντέιζι. Εμείς δηλαδή. Το τελευταίο έλεγε ότι γυναίκα του ήταν η Νάνσι, κι έμενε πάνω στη Λαμπάρζ, με τα παιδιά τους, την Ντέιζι, τον Ρέι, και την Αϊρίν. Τέσσερις οικογένειες συνολικά. Το ’χε οργανώσει έτσι βλέπεις, κι είχε βγάλει όλα τα παιδιά ίδια ονόματα, μην μπερδευτεί καμιά φορά και πει “Φρεντ” αντί για Ρέι». Είχε λαχανιάσει, η φωνή του έβγαινε ψιλή και τρεμάμενη. «Πώς ένιωθε η μάνα μετά απ’ αυτό το ξαφνικό δεν το ’μαθα ποτέ, γιατί ποτέ της δεν έβγαλε λέξη», είπε. Κατάπιε το ουίσκι του μονορούφι και τον έπιασε ένας δυνατός βήχας, που στο τέλος κόντεψε να του ’ρθει εμετός. Σκούπισε τα δάκρυα που τρέχαν απ’ τα μάτια του. «Οι αδερφές μου πλημμύρισαν στο δάκρυ με τα αποκόμματα, και τον έβριζαν, μα όταν γύρισαν σπίτια τους δεν είπανε κουβέντα», είπε. «Κι όλοι το ίδιο κάνανε – και στη Λαμπάρζ, και στο Ντίξον, και στο Τσάντρον κι ένας Θεός ξέρει πού αλλού, όλοι λέξη. Τα κατάφερε και την πήδηξε ο γέρος. Ως τώρα, δηλαδή. Νομίζω θα πιω κι ένα δεύτερο ουισκάκι. Πες πες στέγνωσε το στόμα μου», είπε, και πήρε μόνος του το μπουκάλι. «Μάλιστα», είπε η Μπεθ, προσπαθώντας να επανορθώσει για την πρωτύτερη παρεξήγηση. «Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε ότι είμαστε μεγάλη οικογένεια. Είναι συναρπαστικό ν’ ανακαλύπτω ότι έχω τόσα ξαδέρφια». «Μπεθ, δεν είναι ξαδέρφια σου. Για σκέψου το λίγο», είπε. Την είχε για έξυπνη. Δεν ήταν όμως. «Ειλικρινά, δεν με πειράζει καθόλου. Μπορούμε να βρεθούμε όλοι μαζί για τη Γιορτή των Ευχαριστιών. Ή την 4η Ιουλίου». Ο Ρέι Φόρκενμπροκ ένιωσε τους ώμους του να λυγίζουν. Ο χρόνος ταλαντευόταν σαν σαμπρέλα δεμένη σε σχοινί, πέρα δώθε, όλο και πιο αργά, σκοτώνοντας τον γερο-μπαγαπόντη μια για πάντα.


PROUX_MIA XARA sel_Final_Layout 1 25/04/2014 1:54 ΜΜ Page 45

«Παππού», είπε γλυκά η Μπεθ. «Τους συγγενείς πρέπει να μάθεις να τους αγαπάς». Εκείνος δεν απάντησε, κι έπειτα από λίγο είπε: «Κι εγώ τον αγαπούσα τον πατέρα μου». «Μόνο αυτόν αγάπησα στη ζωή μου», είπε, ξέροντας πως δεν υπήρχε ελπίδα, δεν ήταν έξυπνη, χαμπάρι δεν είχε πάρει απ’ όσα της είπε, κι ότι το βιβλίο που νόμιζε πως της υπαγόρευε θα το ’βλεπαν σαν το παραμιλητό ενός ξεμωραμένου γέρου. Ακάλεστη, σαν ρεύμα αέρα καθοδικό που σβουρίζει ένα αεροπλάνο, η μνήμη της παλιάς προδοσίας είχε σπάσει τα κάγκελα που κράταγαν την οργή του φυλακισμένη, και τους καταράστηκε όλους, έκανε πέρα το μαγνητόφωνο κι είπε στην Μπεθ να πηγαίνει σιγά σιγά.

45

«Μα είναι τελείως γελοίο», είπε εκείνη στον Κέβιν. «Κάθεται τώρα και τρώγεται με τον πατέρα του, που πέθανε το ’30. Θα ’λεγες τόσα χρόνια θα ’χε κάνει τον απολογισμό του». «Ναι, έτσι θα ’πρεπε», είπε ο Κέβιν, το πρόσωπό του σιγοτρέμοντας θαρρείς απ’ το εναλλασσόμενο φέγγος και σκοτάδι της τηλεόρασης.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.