SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 5
ΖΟΖΕ ΣΑΡΑΜΑΓΚΟΥ
Ο ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ c
Μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΑ
ΑΘΗΝΑ ΨΥΛΛΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 6
Ο Φωταγωγός, τη συγγραφή του οποίου ολοκλήρωσε ο Ζοζέ Σαραμάγκου στις 5 Ιανουαρίου 1953, αποτελείται από 319 δακτυλογραφημένες σελίδες και έχει υπογραφεί με το ψευδώνυμο «Honorato». Η παρούσα έκδοση αποτελεί πιστή αναπαραγωγή του πρωτοτύπου. ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Jose Saramago, Claraboia
Copyright Jose Saramago & Editorial Caminho, 2011 By arrangement with Literarische Agentur Merlin Inh. Nicole Witt e. K., Frankfurt am Main, Germany © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2011 ©
Έτος 1ης έκδοσης: 2013 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5661-8
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 7
Στη μνήμη του Ζερόνιμο Ιλάριο, του παππού μου
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 8
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 9
Σε όλες τις ψυχές, όπως σε όλα τα σπίτια, πέρα από την πρόσοψη, υπάρχει ένα κρυμμένο εσωτερικό. ΡΑΟΥΛ ΜΠΡΑΝΤΑΟ
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 10
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 11
I
πνο του, ο Σιλβέστρε άκουσε θόρυβο γυαλικών που μετακινούνται και θα ορκιζόταν σχεδόν πως άστραφταν αντανακλάσεις μέσα απ’ την αραιή πλέξη των πέπλων. Παραλίγο να εκνευριστεί, ξαφνικά όμως κατάλαβε πως είχε ξυπνήσει. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα κάμποσες φορές, χασμουρήθηκε και έμεινε ακίνητος, καθώς ένιωθε τον ύπνο να απομακρύνεται αργά. Με μια γρήγορη κίνηση ανακάθισε στο κρεβάτι. Τεντώθηκε, κάνοντας να τρίξουν άκαμπτα οι αρθρώσεις των χεριών. Κάτω από τη φανέλα, οι μύες της ράχης συστράφηκαν και ρίγησαν. Είχε δυνατό κορμό, χέρια χοντρά και σκληρά, ωμοπλάτες ντυμένες με κορδωμένα μούσκουλα. Του χρειάζονταν τα μούσκουλα στο επάγγελμα του τσαγκάρη. Οι παλάμες του ήταν σαν πετρωμένες, το δέρμα τους τόσο πυκνό που περνούσε από μέσα του, χωρίς να ματώσει, βελόνα καρφωμένη. Με αργή περιστροφική κίνηση κατέβασε τα πόδια του απ’ το κρεβάτι. Οι αδύνατοι μηροί και τα γόνατά του, που είχαν ασπρίσει απ’ την τριβή του παντελονιού που είχε αραιώσει τις τρίχες, στενοχωρούσαν και έθλιβαν βαθιά τον Σιλβέστρε. Περηφανευόταν για τον κορμό του, αναμφίβολα, απεχθανόταν όμως τα πόδια του, τόσο ισχνά που έμοιαζαν να μην του ανήκουν. Χαζεύοντας αποθαρρυμένος τα ξυπόλυτα πόδια του ν’ ακουμπούν στο χαλί, ο Σιλβέστρε έξυσε το γκριζαρισμένο του κεφάλι. Ύστερα έφερε το χέρι του στο πρόσωπο, ψηλάφισε τα κόκαλα και τα γένια του. Κακοδιάθετος, σηκώθηκε κι έκανε μερικά βήματα στο δωμάτιο. Ήταν μια μορφή δονκιχωτική, σκαρφαλωμένος στα ψηλά σαν ξυλοπόδαρα κανιά του, με το σώβρα-
11
Α
ΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΑ ΠΕΠΛΑ ΠΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝΑΝ ΤΟΝ Υ-
12
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 12
κο και τη φανέλα, και το ασπρόμαυρο τσουλούφι των μαλλιών του σαν αλατοπιπερωμένο, με μύτη μεγάλη και γαμψή, μ’ ένα γερό κορμό και πόδια που μετά βίας τον υποστήριζαν. Αναζήτησε το παντελόνι του, αλλά δεν το βρήκε. Τεντώνοντας το λαιμό προς την πόρτα, φώναξε: «Μαριάνα! Ε, Μαριάνα! Πού είναι το παντελόνι μου;» (Φωνή από μέσα:) «Τώρα έρχεται!» Απ’ τον τρόπο που βάδιζε, μάντευε κανείς πως η Μαριάνα ήταν χοντρή και δεν μπορούσε να έρθει γρήγορα. Ο Σιλβέστρε χρειάστηκε να περιμένει κάμποσο και περίμενε με υπομονή. Η γυναίκα φάνηκε στην πόρτα: «Να το». Κρατούσε το παντελόνι διπλωμένο στο δεξί της μπράτσο, ένα μπράτσο πιο χοντρό από τα πόδια του Σιλβέστρε. Και πρόσθεσε: «Δεν καταλαβαίνω τι κάνεις στα κουμπιά του παντελονιού και εξαφανίζονται κάθε βδομάδα. Μου φαίνεται θα πρέπει ν’ αρχίσω να σ’ τα στερεώνω με σύρμα...» Η φωνή της Μαριάνα ήταν χοντρή όσο και η ιδιοκτήτριά της. Κι ήταν τόσο ειλικρινής και καλοσυνάτη όσο τα μάτια της. Δεν της περνούσε απ’ το μυαλό πως είχε πει κάτι χαριτωμένο, αλλά ο άντρας της χαμογέλασε με όλες τις ρυτίδες του προσώπου και τα λιγοστά δόντια που του απέμεναν. Πήρε το παντελόνι, το φόρεσε κάτω απ’ το καλοπροαίρετο βλέμμα της γυναίκας του κι έμεινε ικανοποιημένος, τώρα που το ντύσιμο έδινε στο σώμα του κανονικές αναλογίες. Ο Σιλβέστρε ήταν τόσο ματαιόδοξος με την εμφάνισή του όσο παραιτημένη ήταν η Μαριάνα απ’ όσα της είχε δώσει η Φύση. Κανείς απ’ τους δυο δεν έτρεφε αυταπάτες για τον άλλον, κι ήξεραν καλά πως η φωτιά της νιότης είχε σβήσει για πάντα, αλλά αγαπιόνταν τρυφερά, σήμερα όπως και πριν από τριάντα χρόνια, όταν παντρεύτηκαν. Ίσως τώρα η αγάπη τους να ήταν μεγαλύτερη, γιατί δεν τρεφόταν πια από πραγματικές ή φανταστικές τελειότητες. Ο Σιλβέστρε ακολούθησε τη γυναίκα του στην κουζίνα. Χώθηκε στο μπάνιο και βγήκε από εκεί μετά από δέκα λεπτά, πλυ-
μένος. Δεν είχε χτενιστεί, γιατί ήταν αδύνατο να δαμάσει την τζίβα που κυριαρχούσε (κυριαρχούσε είναι ο σωστός όρος) στο κεφάλι του – τη «σφουγγαρίστρα καταστρώματος», όπως την αποκαλούσε η Μαριάνα. Οι δυο κούπες με καφέ άχνιζαν πάνω στο τραπέζι, και στην κουζίνα υπήρχε μια ωραία μυρωδιά φρεσκάδας και καθαριότητας. Τα στρογγυλά μάγουλα της Μαριάνα άστραφταν, κι ολόκληρο το υπέρβαρο σώμα της έτρεμε και δονούνταν καθώς κινούνταν στην κουζίνα. «Όσο πας και χοντραίνεις, γυναίκα...!» Και ο Σιλβέστρε γέλασε. Η Μαριάνα γέλασε κι αυτή μαζί του. Δύο παιδιά, σαν να λέμε. Κάθισαν στο τραπέζι. Ήπιαν ζεστό καφέ με μεγάλες σφυριχτές γουλιές, για πλάκα. Ο καθένας ήθελε να νικήσει τον άλλο στο ρούφηγμα. «Λοιπόν, τι θ’ αποφασίσουμε;» Τώρα ο Σιλβέστρε δεν γελούσε πια. Κι η Μαριάνα είχε σοβαρευτεί. Ακόμα και τα μάγουλά της έμοιαζαν λιγότερο αναψοκοκκινισμένα. «Δεν ξέρω. Αποφάσισε εσύ». «Σου το ’πα και χθες. Οι σόλες όσο πάνε κι ακριβαίνουν. Η γειτονιά παραπονιέται πως χρεώνω ακριβά. Είναι οι σόλες... Δεν μπορώ να κάνω θαύματα. Ξέρουν κανέναν να δουλεύει πιο φτηνά από μένα; Κι έχουν και παράπονο...» Η Μαριάνα σταμάτησε το ξέσπασμά του. Έτσι δεν έλυναν τίποτα. Έπρεπε να σκεφτούν για νοικάρη. «Ναι, βέβαια, καλά θα ήταν. Θα μας βοηθούσε να πληρώσουμε το νοίκι και, αν είναι εργένης και θέλεις εσύ ν’ αναλάβεις τα ρούχα του, θα τα φέρναμε βόλτα». Η Μαριάνα στράγγιξε τον ζαχαρωμένο καφέ απ’ τον πάτο της κούπας κι απάντησε: «Εμένα δεν με πειράζει. Μια βοήθεια να ’χουμε...» «Ε, βέβαια. Αλλά θα βάλουμε ξανά νοικάρηδες, πάνω που συνεφέραμε το αχούρι που άφησε αυτή που έφυγε...» «Τι να κάνουμε! Καλός άνθρωπος να ’ναι... Εγώ τα πάω καλά με όλους, αν τα πηγαίνουν κι εκείνοι καλά μαζί μου». «Θα κάνουμε άλλη μια δοκιμή... Έναν άντρα μόνο, που να
13
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 13
14
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 14
’ρχεται μόνο για ύπνο, αυτό θα μας βολέψει. Αργότερα, το απόγευμα, θα βάλω αγγελία». Μασουλώντας ακόμα την τελευταία μπουκιά ψωμί, ο Σιλβέστρε σηκώθηκε και ανακοίνωσε: «Λοιπόν, πάω να δουλέψω». Επέστρεψε στο δωμάτιο και βάδισε ως το παράθυρο. Άνοιξε την κουρτίνα που σχημάτιζε ένα μικρό παραβάν το οποίο τον απομόνωνε απ’ το δωμάτιο. Υπήρχε εκεί ένα ψηλό βάθρο και πάνω του ο πάγκος εργασίας. Σουβλιά, καλούπια, κομμάτια κορδόνια, τενεκεδάκια με ψιλόκαρφα, ρετάλια από σέλα και δέρμα. Σε μια γωνιά, το σακουλάκι με τον γαλλικό καπνό και τα σπίρτα. Ο Σιλβέστρε άνοιξε το παράθυρο κι έριξε μια ματιά έξω. Τίποτα καινούργιο. Λίγος κόσμος περνούσε απ’ το δρόμο. Όχι πολύ μακριά, μια γυναίκα διαλαλούσε ξερά κουκιά. Ο Σιλβέστρε δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ζούσε εκείνη η γυναίκα. Κανείς απ’ τους γνωστούς του δεν έτρωγε ξερά κουκιά, ο ίδιος είχε να τα φάει πάνω από είκοσι χρόνια. Άλλες εποχές, άλλες συνήθειες, άλλα φαγητά. Κι αφού συνόψισε το θέμα με τα λόγια αυτά, κάθισε. Άνοιξε την καπνοσακούλα, ψάρεψε τα χαρτάκια στην αναμπουμπούλα των αντικειμένων που κατέκλυζαν τον πάγκο κι έστριψε ένα τσιγάρο. Το άναψε, γεύτηκε μια ρουφηξιά και ρίχτηκε στη δουλειά. Είχε να βάλει φόντια, κι αυτή ήταν μια δουλειά όπου εφάρμοζε πάντα όλη του τη μαεστρία. Πότε πότε έριχνε ξανά τη ματιά του στο δρόμο. Το πρωινό ξάνοιγε σιγά σιγά, παρότι ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος κι υπήρχε στην ατμόσφαιρα ένα ελαφρύ πέπλο ομίχλης που ξεθώριαζε τα περιγράμματα των πραγμάτων και των ανθρώπων. Στο πλήθος των θορύβων που ήδη γέμιζε την πολυκατοικία, ο Σιλβέστρε διέκρινε το χτύπο τακουνιών στα σκαλοπάτια. Τα αναγνώρισε αμέσως. Άκουσε την εξώπορτα να ανοίγει και έσκυψε: «Καλημέρα, δεσποινίς Αντριάνα!» «Καλημέρα, κύριε Σιλβέστρε». Η κοπέλα σταμάτησε κάτω απ’ το παράθυρο. Ήταν κοντούλα και φορούσε γυαλιά με χοντρούς φακούς, που μεταμόρφωναν τα μάτια της σε δυο μικροσκοπικές και ανήσυχες μπαλίτσες. Βρισκόταν στα μισά του δρόμου μεταξύ των τριάντα και των
σαράντα χρόνων, και ήδη, πού και πού, κάποια λευκή τρίχα χάραζε την απλή της κόμμωση. «Για τη δουλειά, ε;» «Ναι. Γεια σας, κύριε Σιλβέστρε». Αυτό συνέβαινε κάθε πρωί. Όταν η Αντριάνα έβγαινε απ’ το σπίτι, ο τσαγκάρης βρισκόταν ήδη στο παράθυρο του ισογείου. Αδύνατον να ξεφύγει και να μη δει το ξεχτένιστο λοφίο του, ν’ ακούσει και ν’ ανταποδώσει τον αναπόφευκτο χαιρετισμό. Ο Σιλβέστρε την ακολούθησε με τα μάτια. Έτσι, από μακριά, έμοιαζε, σύμφωνα με τη γραφική παρομοίωση του τσαγκάρη, με «κακοσούλουπο σακί». Φτάνοντας στη γωνία του δρόμου, η Αντριάνα γύρισε και έγνεψε αντίο προς τον δεύτερο όροφο. Ύστερα εξαφανίστηκε. Ο Σιλβέστρε άφησε το παπούτσι και έστριψε το κεφάλι προς το παράθυρο. Δεν ήταν κουτσομπόλης, αλλά του άρεσαν οι γειτόνισσες του δεύτερου, καλές πελάτισσες, και καλοί άνθρωποι. Με τη φωνή αλλοιωμένη από το στρίψιμο του λαιμού, χαιρέτησε: «Γεια σας, δεσποινίς Ιζάουρα! Πώς είναι η μέρα σήμερα;» Από τον δεύτερο όροφο, εξασθενημένη από την απόσταση, ήρθε η απάντηση: «Δεν είναι άσχημη. Η ομίχλη...» Δεν πρόλαβε να μάθει αν η ομίχλη χαλούσε ή όχι την ομορφιά του πρωινού. Η Ιζάουρα άφησε το διάλογο να σβήσει κι έκλεισε το παράθυρο αργά. Δεν αντιπαθούσε τον τσαγκάρη, το ύφος του που ήταν μαζί σκεφτικό και γελαστό, αλλά εκείνο το πρωί δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Είχε ένα βουνό πουκάμισα να τελειώσει μέχρι το τέλος της βδομάδας. Το Σάββατο έπρεπε να τα παραδώσει ο κόσμος να χαλάσει. Αν έκανε ό,τι ήθελε, θα αποτελείωνε την ανάγνωση του μυθιστορήματος. Πενήντα σελίδες τής έμεναν μόνο και βρισκόταν στο πιο ενδιαφέρον σημείο. Εκείνοι οι μυστικοί έρωτες που άντεχαν σε χίλιες περιπέτειες και αντιξοότητες την καθήλωναν. Επιπλέον, το μυθιστόρημα ήταν καλογραμμένο. Η Ιζάουρα ήταν αρκετά πεπειραμένη αναγνώστρια για να το κρίνει. Δίστασε. Ήξερε όμως καλά πως δεν είχε καν το δικαίωμα να διστάσει. Τα πουκάμισα την περίμεναν. Άκουγε από μέσα φωνές: η μητέρα και η θεία της μιλούσαν. Πολύ
15
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 15
16
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 16
μιλούσαν αυτές οι γυναίκες. Τι έλεγαν οι ευλογημένες όλη μέρα που να μην το είχαν πει ήδη χίλιες φορές; Μπήκε στο δωμάτιο όπου κοιμόταν μαζί με την αδελφή της. Το μυθιστόρημα βρισκόταν στο προσκεφάλι της. Έριξε πάνω του τα μάτια της λαίμαργα, αλλά προχώρησε. Σταμάτησε μπροστά στον καθρέφτη της ντουλάπας, που την αντικατόπτριζε από την κορυφή ως τα νύχια. Φορούσε μια σπιτική ποδιά που εφάρμοζε στο λυγερό κι αδύνατο, αλλά ευέλικτο και κομψό κορμί της. Πέρασε τις άκρες των δαχτύλων της πάνω από τις ωχρές παρειές όπου οι πρώτες ρυτίδες άνοιγαν ψιλά αυλάκια, αδιόρατα μάλλον παρά προφανή. Αναστέναξε προς την εικόνα που της έδειχνε ο καθρέφτης και της ξέφυγε. Στην κουζίνα οι δυο γριές εξακολουθούσαν να μιλούν. Έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους, τα μαλλιά τους ολόλευκα, τα μάτια καστανά, μαυροντυμένες με το ίδιο απλό κόψιμο, μιλούσαν με φωνούλες οξείες και γρήγορες, χωρίς παύση και διακύμανση: «Αφού σου είπα. Το κάρβουνο είναι σκέτο χώμα. Πρέπει να πάμε να διαμαρτυρηθούμε στον καρβουνιάρη», έλεγε η μία. «Εντάξει», απαντούσε η άλλη. «Τι λέτε;» ρώτησε η Ιζάουρα μπαίνοντας. Η μια γριά, αυτή με το πιο ζωηρό βλέμμα και το πιο όρθιο κεφάλι, απάντησε: «Για το κάρβουνο, είναι άθλιο. Πρέπει να διαμαρτυρηθούμε». «Εντάξει, θεία». Η θεία Αμέλια ήταν κατά κάποιον τρόπο η οικονόμος του σπιτιού. Εκείνη μαγείρευε, εκείνη έκανε τους λογαριασμούς και μοίραζε τις μερίδες στα πιάτα. Η Κάντιντα, η μητέρα της Ιζάουρα και της Αντριάνα, φρόντιζε τα οικιακά, τα ρούχα, τα μικρά κεντήματα που στόλιζαν ακατάσχετα τα έπιπλα και τα βάζα με τα χάρτινα λουλούδια, που τα αντικαθιστούσαν με αληθινά μόνο τις γιορτινές μέρες. Η Κάντιντα ήταν η πιο μεγάλη και, όπως και η Αμέλια, ήταν χήρα. Χήρες που τις είχαν πια ηρεμήσει τα γηρατειά. Η Ιζάουρα κάθισε στη ραπτομηχανή. Προτού ξεκινήσει τη δουλειά, κοίταξε το ποτάμι που απλωνόταν πλατύ, με την απέναντι όχθη κρυμμένη στην ομίχλη. Έμοιαζε με ωκεανό. Οι στέγες και τα φουγάρα χαλούσαν την ψευδαίσθηση, αλλά ακόμα κι έτσι, βά-
ζοντας τα δυνατά της για να μην τα βλέπει, ο ωκεανός πρόβαλλε σε λίγα χιλιόμετρα νερού. Ένα ψηλό φουγάρο εργοστασίου στα αριστερά μουντζούρωνε τον λευκό ουρανό με πίδακες καπνού. Η Ιζάουρα πάντα αγαπούσε τις στιγμές εκείνες που, προτού σκύψει το κεφάλι πάνω απ’ τη μηχανή, άφηνε τα μάτια και τη σκέψη της να τρέξουν. Το τοπίο ήταν πάντα το ίδιο, εκείνη όμως το έβρισκε μονότονο μόνο τις πεισματικά γαλανές και φωτεινές μέρες του καλοκαιριού, όταν όλα είναι προφανή και οριστικά. Ένα πρωινό ομίχλης σαν αυτό, λεπτής ομίχλης που δεν εμπόδιζε εντελώς τη θέαση, κάλυπτε την πόλη με ανακρίβεια και όνειρο. Η Ιζάουρα τα γευόταν όλα αυτά. Παρέτεινε την απόλαυση. Στο ποτάμι περνούσε ένα τρικάταρτο ιστιοφόρο, μαλακά, σαν να έπλεε μέσα στο σύννεφο. Το κόκκινο πανί του γινόταν ροδαλό μέσ’ από τις γάζες της ομίχλης. Ξαφνικά βούτηξε μέσα σ’ ένα σύννεφο πιο πυκνό, που έγλειφε το νερό, κι εκεί που θα αναδυόταν ξανά στα μάτια της Ιζάουρα, εξαφανίστηκε πίσω από το αέτωμα κάποιου κτηρίου. Η Ιζάουρα αναστέναξε. Ήταν ο δεύτερος αναστεναγμός εκείνο το πρωί. Τίναξε το κεφάλι σαν να έβγαινε από μια παρατεταμένη βουτιά, κι η μηχανή γάζωσε με φούρια. Το ύφασμα έτρεχε κάτω από το ποδαράκι της μηχανής και τα δάχτυλα το οδηγούσαν μηχανικά σαν να αποτελούσαν μέρος του τροχού. Καθώς ήταν απορροφημένη απ’ το θόρυβο, της Ιζάουρα της φάνηκε πως κάποιος της μιλούσε. Σταμάτησε τον τροχό απότομα και η σιωπή ξανακύλησε. Στράφηκε πίσω της: «Τι πράγμα;» Η μητέρα της επανέλαβε: «Δεν νομίζεις πως είναι λίγο νωρίς;» «Νωρίς; Γιατί;» «Ξέρεις τώρα... Ο γείτονας...» «Μα, μητέρα, και τι να κάνω; Τι φταίω εγώ που ο γείτονας από κάτω δουλεύει τη νύχτα και κοιμάται τη μέρα;» «Θα μπορούσες τουλάχιστον να περιμένεις μέχρι λίγο πιο αργά. Δεν θέλω να έχω προβλήματα με τη γειτονιά...» Η Ιζάουρα κατέβασε τους ώμους. Άρχισε ξανά το πεντάλ και είπε, ανεβάζοντας τη φωνή της πιο ψηλά από το θόρυβο της μηχανής: 2 – Ο φωταγωγός
17
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 17
18
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 18
«Και τι θέλετε, μητέρα, να πάω στο μαγαζί και να τους πω να περιμένουν δηλαδή;» Η Κάντιντα κούνησε αργά το κεφάλι της. Υπήρξε πάντα ένα πλάσμα μπερδεμένο και αναποφάσιστο, υποκείμενο στην κυριαρχία της αδελφής της, τρία χρόνια νεότερης από την ίδια, και με την αιχμηρή συναίσθηση ότι ζούσε εις βάρος των θυγατέρων της. Πάνω απ’ όλα επιθυμούσε να μην ενοχλεί κανέναν, να περνά απαρατήρητη, σβηστή σαν μια σκιά στο σκοτάδι. Πήγε ν’ απαντήσει, αλλά, ακούγοντας τα βήματα της Αμέλια, σώπασε κι επέστρεψε στην κουζίνα. Στο μεταξύ η Ιζάουρα είχε ριχτεί στη δουλειά, γεμίζοντας το σπίτι με φασαρία. Το πάτωμα δονούνταν. Τα χλομά μάγουλα έπαιρναν χρώμα σιγά σιγά και μια στάλα ιδρώτα ξεπρόβαλλε μόλις στο μέτωπό της. Αισθάνθηκε γι’ άλλη μια φορά κάποιον να πλησιάζει κι έκοψε ταχύτητα. «Δεν χρειάζεται να δουλεύεις τόσο γρήγορα. Κουράζεσαι». Η θεία Αμέλια ποτέ δεν έλεγε περιττές κουβέντες. Τις αναγκαίες και απαραίτητες μόνο. Τις έλεγε όμως με τέτοιον τρόπο ώστε αυτοί που τις άκουγαν μπορούσαν να εκτιμήσουν την αξία της λακωνικότητάς τους. Οι λέξεις έμοιαζαν να γεννιούνται στο στόμα της τη στιγμή που προφέρονταν: έρχονταν γεμάτες ακόμη από σημασία, βαριές από νόημα και παρθένες. Γι’ αυτό κυριαρχούσαν και έπειθαν. Η Ιζάουρα μείωσε ταχύτητα. Μετά από λίγα λεπτά χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Η Κάντιντα πήγε ν’ ανοίξει, αργοπόρησε λίγες στιγμές και μετά επέστρεψε σαστισμένη και ταραγμένη, μουρμουρίζοντας: «Τα ’λεγα εγώ... Δεν τα ’λεγα...;» Η Αμέλια σήκωσε το κεφάλι της: «Τι είναι;» «Είναι η γειτόνισσα από κάτω που ήρθε να διαμαρτυρηθεί. Για το θόρυβο... Πήγαινε εσύ, πήγαινε εσύ...» Η αδελφή της άφησε τα πιάτα που έπλενε, σκούπισε τα χέρια της σ’ ένα πανί και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Στο κατώφλι βρισκόταν η γειτόνισσα του από κάτω ορόφου. «Καλημέρα, δόνα Ζουστίνα. Τι θέλετε;» Η Αμέλια, ανά πάσα στιγμή και σε κάθε περίσταση, ήταν η
ευγένεια προσωποποιημένη. Αρκούσε όμως να εντείνει την ευγένεια για να γίνει τρομερά παγερή. Οι μικροσκοπικές κόρες της καρφώνονταν στο πρόσωπο που κοιτούσαν και προκαλούσαν μια άβολη αίσθηση αμηχανίας που ήταν αδύνατο να καταπνιγεί. Η γειτόνισσα είχε συνεννοηθεί με την αδελφή της Αμέλια και είχε σχεδόν τελειώσει αυτό που είχε έρθει να πει. Τώρα εμφανιζόταν μπροστά της ένα πρόσωπο λιγότερο συνεσταλμένο και ένα βλέμμα περισσότερο άμεσο. Άρθρωσε: «Καλημέρα, δόνα Αμέλια. Πρόκειται για τον άντρα μου... Δουλεύει όλη τη νύχτα στην εφημερίδα, όπως ξέρετε, και μόνο το πρωί μπορεί να ξεκουραστεί... Εκνευρίζεται όταν τον ξυπνάνε κι ύστερα τ’ ακούω εγώ. Αν μπορούσατε να κάνετε λιγότερο θόρυβο με τη ραπτομηχανή, θα σας ήμουν ευγνώμων...» «Το ξέρω. Όμως κι η ανιψιά μου πρέπει να δουλέψει». «Καταλαβαίνω. Εμένα δεν με πειράζει, αλλά ξέρετε πώς είναι οι άντρες...» «Ξέρω, ξέρω. Κι επίσης ξέρω πως ο σύζυγός σας δεν σκοτίζεται πολύ για την ξεκούραση των γειτόνων του όταν έρχεται τα ξημερώματα». «Τι να κάνω; Τα παράτησα πια να προσπαθώ να τον πείσω ν’ ανεβαίνει τη σκάλα σαν όλο τον κόσμο». Η μακριά και άσαρκη φιγούρα της Ζουστίνα είχε ζωηρέψει. Στα μάτια της άρχιζε να λάμπει ένα μικρό μοχθηρό φως. Η Αμέλια έβαλε τέλος στη συζήτηση: «Θα περιμένουμε λίγο ακόμα. Μείνετε ήσυχη». «Ευχαριστώ πολύ, δόνα Αμέλια». Η Αμέλια μουρμούρισε ένα ξερό και βραχύ «με συγχωρείτε τώρα» κι έκλεισε την πόρτα. Η Ζουστίνα κατέβηκε τα σκαλιά. Ήταν βαριά μαυροντυμένη, κι έτσι ψηλή και πένθιμη όπως ήταν, με τα μαύρα μαλλιά της χωρισμένα στη μέση από μια φαρδιά χωρίστρα, έμοιαζε με κακοβαλμένη κούκλα, υπερβολικά ψηλή για γυναίκα και χωρίς το παραμικρό ίχνος θηλυκής χάρης. Μόνο τα μαύρα μάτια της, βαθιά στις ποτισμένες στο διαβήτη κόγχες της, ήταν παράδοξα όμορφα, αλλά τόσο σοβαρά και βαριά που δεν φιλοξενούσαν καμία χάρη. Φτάνοντας στο κατώφλι της, σταμάτησε δίπλα στην αντικρι-
19
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 19
20
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 20
στή της πόρτα και έστησε αυτί. Από μέσα δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος. Έκανε μια περιφρονητική γκριμάτσα και απομακρύνθηκε. Καθώς έμπαινε στο σπίτι, άκουσε ν’ ανοίγει μια πόρτα στον επάνω όροφο και αμέσως μετά φασαρία από φωνές. Ίσιωσε το χαλάκι για να έχει ένα πρόσχημα να μείνει εκεί. Από πάνω ακουγόταν ζωηρός ο διάλογος: «Απλώς δεν θέλει να πάει να δουλέψει!» έλεγε μια γυναικεία φωνή τραχιά από τον εκνευρισμό. «Όπως και να ’χει! Πρέπει να προσέχουμε με τη μικρή. Είναι σε επικίνδυνη ηλικία», απάντησε μια αντρική φωνή. «Κανείς δεν ξέρει τι γίνεται». «Τι θα πει επικίνδυνη ηλικία, τι είναι αυτά; Πάντα ο ίδιος. Δεκαεννιά χρονών είναι επικίνδυνη ηλικία; Αμάν πια εσύ...!» Η Ζουστίνα θεώρησε πρέπον να τινάξει το χαλάκι με δύναμη για να αναγγείλει την παρουσία της. Η συζήτηση από πάνω διακόπηκε. Ο άντρας άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα, λέγοντας ταυτόχρονα: «Μην την υποχρεώσεις να πάει. Αν αλλάξει κάτι, τηλεφώνησέ μου στο γραφείο. Γεια σου». «Γεια σου, Ανσέλμο». Η Ζουστίνα χαιρέτησε τον γείτονα με χαμόγελο άδειο από συμπάθεια. Ο Ανσέλμο πέρασε από μπροστά της, έκανε μια επίσημη κίνηση προς το γείσο του καπέλου του και άρθρωσε με ωραίο ηχόχρωμα έναν τελετουργικό χαιρετισμό. Η εξώπορτα κάτω αντήχησε μ’ ένα χτύπημα γεμάτο προσωπικότητα όταν βγήκε. Η Ζουστίνα χαιρέτησε προς τα πάνω: «Καλημέρα, δόνα Ροζάλια». «Καλημέρα, δόνα Ζουστίνα». «Τι έχει η Κλαουντίνια; Είναι άρρωστη;» «Πού το ξέρετε;» «Τίναζα το χαλάκι και άκουσα τον σύζυγό σας. Μου φάνηκε πως κατάλαβα...» «Τέχνασμα είναι. Ο Ανσέλμο μου δεν μπορεί ν’ ακούει την κόρη μας να παραπονιέται. Της έχει αδυναμία... Εκείνη λέει ότι έχει πονοκέφαλο. Τεμπελιά είναι. Τόσο δυνατός είναι ο πονοκέφαλος που κοιμάται πάλι!»
«Δεν ξέρετε καμιά φορά, δόνα Ροζάλια. Έτσι έχασα κι εγώ την κόρη μου, Θεός φυλάξοι. Δεν ήταν τίποτα, δεν ήταν τίποτα, έλεγαν, και πάει από μηνιγγίτιδα...» Έβγαλε ένα μαντίλι και φύσηξε τη μύτη της με δύναμη. Ύστερα συνέχισε: «Το καημένο... Οχτώ χρονών ήταν... Δεν ξεχνιέται... Κλείνουν δυο χρόνια τώρα, θυμάστε, δόνα Ροζάλια;» Η Ροζάλια θυμόταν και σφούγγισε ένα περιστασιακό δάκρυ. Η Ζουστίνα θα επέμενε, θα θύμιζε γνωστές ήδη λεπτομέρειες, με την υποστήριξη της προφανούς συμπαράστασης της γειτόνισσας, όταν μια βραχνή φωνή την έκοψε: «Ζουστίνα!» Το χλομό πρόσωπο της Ζουστίνα πέτρωσε. Συνέχισε να κουβεντιάζει με τη Ροζάλια μέχρι που η φωνή ακούστηκε πιο δυνατή και βίαιη: «Ζουστίνα!!» «Τι είναι;» ρώτησε. «Έλα μέσα, σε παρακαλώ. Δεν θέλω να κουβεντιάζεις στα σκαλιά. Αν σκοτωνόσουν στη δουλειά όπως εγώ, δεν θα είχες όρεξη για κουτσομπολιά!» Η Ζουστίνα σήκωσε τους ώμους με αδιαφορία και συνέχισε την κουβέντα. Η άλλη όμως, ενοχλημένη από τη σκηνή, την αποχαιρέτησε. Η Ζουστίνα μπήκε στο σπίτι. Η Ροζάλια κατέβηκε μερικά σκαλοπάτια κι έστησε αυτί. Πίσω απ’ την πόρτα ακούγονταν τραχιά επιφωνήματα. Ύστερα, ξαφνικά, η σιωπή. Έτσι γινόταν πάντα. Ακουγόταν ο άντρας να την κατσαδιάζει, μετά η γυναίκα που πρόφερε λίγες αθόρυβες κουβέντες κι εκείνος σώπαινε. Η Ροζάλια το θεωρούσε αυτό πολύ περίεργο. Ο άντρας της Ζουστίνα είχε φήμη αγριανθρώπου, με εκείνο το πρησμένο χοντρό σώμα και τους χοντρούς του τρόπους. Δεν είχε ακόμα πατήσει τα σαράντα αλλά έμοιαζε μεγαλύτερος, εξαιτίας του μαλθακού προσώπου του, των γουρλωτών ματιών του και του μονίμως πεσμένου γυαλιστερού σαγονιού του. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει πώς και γιατί είχαν παντρευτεί δύο τόσο διαφορετικά πλάσματα. Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως κανείς δεν τους είχε δει ποτέ μαζί στο δρόμο. Και επίσης, κανείς
21
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 21
22
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 22
δεν μπορούσε να καταλάβει πώς από δυο ανθρώπους χωρίς καμία ομορφιά (τα μάτια της Ζουστίνα είχαν κάποια ομορφιά αλλά δεν ήταν ωραία) γεννήθηκε μια κόρη τόσο χαριτωμένη όσο υπήρξε κάποτε η μικρή Ματίλντε. Θα ’λεγε κανείς πως η Φύση είχε κάνει λάθος και πως, όταν το ανακάλυψε, το διόρθωσε εξαφανίζοντας το παιδί. Το βέβαιο είναι ότι ο βίαιος και τραχύς Καετάνο Κούνια, λινοτύπης στην εφημερίδα Ημερήσια Νέα, τρίζοντας πάντα από λίπος, ειδήσεις και κακή ανατροφή, μετά από τρεις επιθετικές προστακτικές σώπαινε μπροστά στο μουρμουρητό της γυναίκας του, της διαβητικής και αδύναμης Ζουστίνα, που στο πρώτο φύσημα έπεφτε κάτω. Ήταν ένα μυστήριο που δεν μπορούσε να εξιχνιάσει. Περίμενε λίγο ακόμα, αλλά η σιωπή ήταν απόλυτη. Μαζεύτηκε στο σπίτι της, κλείνοντας την πόρτα με προσοχή για να μην ξυπνήσει την κόρη της που κοιμόταν. Που κοιμόταν ή προσποιούνταν ότι κοιμόταν. Η Ροζάλια κρυφοκοίταξε από τη χαραμάδα της πόρτας. Της φάνηκε πως είδε τα βλέφαρα της κόρης της να τρεμοπαίζουν. Άνοιξε την πόρτα διάπλατα και προχώρησε προς το κρεβάτι. Η Μαρία Κλάουντια σφάλιζε τα μάτια με υπερβολική και περιττή δύναμη. Μικρούλες ρυτίδες δίπλωναν απ’ την προσπάθεια και σηματοδοτούσαν το σημείο όπου αργότερα θα εμφανιζόταν το πόδι της χήνας. Το σαρκώδες στόμα διατηρούσε ακόμα υπολείμματα από το κραγιόν της προηγούμενης ημέρας. Τα καστανά της μαλλιά, κοντοκουρεμένα, την έκαναν να μοιάζει με αλητάκι, κι αυτό έκανε την ομορφιά της πικάντικη και προκλητική, σχεδόν διφορούμενη. Η Ροζάλια κοιτούσε την κόρη της, κάπως καχύποπτη για τον βαθύ εκείνο ύπνο που παρέπεμπε εντελώς σε προσποίηση. Έβγαλε έναν μικρό αναστεναγμό. Ύστερα, με μια χειρονομία μητρικής τρυφερότητας, έστρωσε το ρούχο γύρω απ’ το λαιμό της κόρης της. Η αντίδραση υπήρξε άμεση. Η Μαρία Κλάουντια άνοιξε τα μάτια. Γέλασε δυνατά, θέλησε να το κρύψει, αλλά ήταν ήδη αργά: «Με γαργάλησες, μανούλα!»
Οργισμένη γιατί ξεγελάστηκε, και κυρίως γιατί η κόρη της την είχε πιάσει επ’ αυτοφώρω στο παράπτωμα της μητρικής αγάπης, η Ροζάλια απάντησε κακοδιάθετα: «Έτσι κοιμάσαι εσύ;! Δεν σου πονάει πια το κεφάλι, ε; Το μόνο που ήθελες ήταν να μη δουλέψεις, τεμπέλα!» Σαν για να δικαιώσει τη μητέρα της, η κοπέλα τεντωνόταν αργά, απολαμβάνοντας τη διάταση των μυών. Το στολισμένο με δαντέλα νυχτικό τραβιόταν στην κίνηση κατά την οποία άνοιγε το στέρνο κι άφηνε να φανούν δυο μικρά και στρογγυλά στήθη. Παρόλο που δεν μπορούσε να εξηγήσει για ποιο λόγο αυτή η ανέμελη κίνηση την προσέβαλλε, η Ροζάλια δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την ενόχλησή της και γρύλισε: «Άντε σκεπάσου! Τέτοιες που είστε, τη σήμερον ημέρα, ούτε την παρουσία της μάνας σας δεν σέβεστε!» Η Μαρία Κλάουντια γούρλωσε τα μάτια της. Ήταν γαλανά, μ’ ένα γαλανό λαμπερό, αλλά κρύα, σαν τα αστέρια που βρίσκονται μακριά και γι’ αυτό βλέπουμε μόνο τη λάμψη τους. «Μα τι κακό έκανα; Ορίστε, σκεπάστηκα». «Τον καιρό που ήμουν στην ηλικία σου, αν εμφανιζόμουν έτσι μπροστά στη μητέρα μου, θα έτρωγα χαστούκι». «Κι εσύ παραλίγο να με χτυπήσεις...» «Έτσι λες; Μωρέ αυτό σου χρειαζόταν». Η Μαρία Κλάουντια ύψωσε τα χέρια της προσποιούμενη ότι τεντώνεται. Ύστερα χασμουρήθηκε: «Άλλαξαν οι καιροί, μητέρα». Η Ροζάλια απάντησε καθώς άνοιγε το παράθυρο: «Άλλαξαν, ναι. Προς το χειρότερο». Ύστερα γύρισε προς το κρεβάτι: «Για πες μας λοιπόν: θα δουλέψεις ή όχι;» «Τι ώρα είναι;» «Δέκα σχεδόν». «Τώρα είναι πια αργά». «Μέχρι πριν λίγο όμως δεν ήταν». «Είχα πονοκέφαλο». Οι φράσεις, κοφτές και σύντομες, πρόδιδαν εκνευρισμό κι απ’ τις δυο πλευρές. Η Ροζάλια έβραζε απ’ τον καταπιεσμένο
23
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 23
24
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 24
θυμό. Η Μαρία Κλάουντια είχε ενοχληθεί από τις ηθικολογικές παρατηρήσεις της μητέρας της. «Είχες πονοκέφαλο, είχες πονοκέφαλο! Ψεύτρα, να τι είσαι...!» «Σου είπα ότι είχα πονοκέφαλο. Τι άλλο θέλεις να κάνω;» Η Ροζάλια εξερράγη: «Έτσι απαντάς, νεαρή; Για πρόσεξε, γιατί είμαι η μάνα σου, ακούς;» Η κοπέλα δεν τρόμαξε. Σήκωσε τους ώμους της, θέλοντας να δηλώσει με την κίνηση αυτή πως δεν άξιζε πλέον να γίνεται κουβέντα, και μ’ έναν πήδο σηκώθηκε. Στάθηκε όρθια, ξυπόλυτη, με το μεταξωτό νυχτικό να πέφτει πάνω στο μαλακό και καλοσχηματισμένο σώμα της. Πάνω στη θέρμη του εκνευρισμού της Ροζάλια έπεσε η δροσιά της ομορφιάς της κόρης της και ο εκνευρισμός εξαφανίστηκε σαν το νερό σε ξερή άμμο. Η Ροζάλια ένιωσε περηφάνια για τη Μαρία Κλάουντια, για το όμορφο κορμί που είχε. Τα λόγια που είπε αμέσως μετά ήταν η παράδοσή της: «Πρέπει να ειδοποιήσεις στο γραφείο». Η Μαρία Κλάουντια δεν έδειξε να εκτιμά την αλλαγή ύφους. Απάντησε αδιάφορα: «Θα κατέβω στη δόνα Λίντια να τηλεφωνήσω». Η Ροζάλια εκνευρίστηκε ξανά, ίσως γιατί η κόρη της είχε φορέσει μια σπιτική ποδιά και τώρα, έτσι διακριτικά ντυμένη, ήταν ανίκανη να τη μαγέψει. «Ξέρεις καλά πως δεν μου αρέσει να πηγαίνεις στο σπίτι της δόνα Λίντια». Τα μάτια της Μαρία Κλάουντια ήταν πιο αθώα από ποτέ: «Μα γιατί; Δεν καταλαβαίνω». Αν συνεχιζόταν η συζήτηση, η Ροζάλια θα αναγκαζόταν να πει πράγματα που προτιμούσε να αποσιωπήσει. Ήξερε πως η κόρη της δεν τα αγνοούσε, καταλάβαινε όμως πως υπήρχαν θέματα που είναι βλαβερό να θίγονται μπροστά σε μια ανύπαντρη κοπέλα. Η αγωγή που είχε πάρει της είχε δώσει το αίσθημα σεβασμού που οφείλει να υπάρχει μεταξύ γονέων και παιδιών – και αυτό εφάρμοζε. Προσποιήθηκε πως δεν είχε καταλάβει την ερώτηση και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Η Μαρία Κλάουντια, μόνη, χαμογέλασε. Μπροστά στον κα-
θρέφτη ξεκούμπωσε την ποδιά, άνοιξε το νυχτικό και ατένισε τα στήθη της. Ρίγησε. Ένα ελαφρύ κοκκίνισμα έβαψε το πρόσωπό της. Χαμογέλασε ξανά, λίγο νευρική αλλά ευχαριστημένη. Αυτό που έκανε της προκάλεσε μια ευχάριστη αίσθηση, με μια γεύση αμαρτίας. Ύστερα κούμπωσε την ποδιά, κοίταξε άλλη μια φορά τον καθρέφτη και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Στην κουζίνα πλησίασε τη μητέρα της, που έψηνε φέτες ψωμιού, και τη φίλησε. Η Ροζάλια δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί πως της άρεσε το φιλί. Δεν το ανταπέδωσε, αλλά η καρδιά της χτύπησε από ευχαρίστηση: «Πήγαινε πλύσου, κόρη μου, οι φρυγανιές είναι σχεδόν έτοιμες». Η Μαρία Κλάουντια κλείστηκε στο μπάνιο. Επέστρεψε ολόφρεσκη, το δέρμα αστραφτερό και καθαρό, τα χείλη χωρίς κοκκινάδι, ελαφρά φουσκωμένα από το παγωμένο νερό. Τα μάτια της μάνας έλαμψαν όταν την είδε. Κάθισε στο τραπέζι κι άρχισε να τρώει με όρεξη. «Ωραία είναι να κάθεσαι πότε πότε στο σπίτι, ε;» ρώτησε η Ροζάλια. Η κοπέλα γέλασε με γούστο: «Είδες; Έχω ή δεν έχω δίκιο;» Η Ροζάλια ένιωσε ότι ενέδιδε υπερβολικά. Θέλησε να το διορθώσει, να πει άλλη μια φράση: «Εντάξει, καλό όμως είναι να μη γίνεται κατάχρηση». «Στο γραφείο δεν με κατσαδιάζουν». «Μπορεί και να σε κατσαδιάσουν. Και πρέπει να την κρατήσεις τη δουλειά σου. Ο μισθός του πατέρα σου δεν είναι μεγάλος, το ξέρεις». «Μείνε ήσυχη. Ξέρω τι κάνω». Η Ροζαλία ήθελε να μάθει τι ακριβώς, αλλά δεν θέλησε να ρωτήσει. Τελείωσαν το φαγητό τους στη σιωπή. Η Μαρία Κλάουντια σηκώθηκε και είπε: «Πάω να ζητήσω απ’ τη δόνα Λίντια να μ’ αφήσει να τηλεφωνήσω». Η μάνα της άνοιξε το στόμα για να φέρει αντίρρηση, αλλά σώπασε: η κόρη της βρισκόταν ήδη στο διάδρομο.
25
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 25
26
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 26
«Δεν χρειάζεται να κλείσεις την πόρτα, αφού δεν θ’ αργήσεις». Στην κουζίνα η Ροζάλια άκουσε την πόρτα να κλείνει. Δεν θέλησε να πιστέψει ότι η κόρη της το έκανε επίτηδες για να της πάει κόντρα. Γέμισε τη λεκάνη κι άρχισε να πλένει τα πιατικά που είχαν λερώσει στο πρωινό τους γεύμα. Η Μαρία Κλάουντια δεν συμμεριζόταν τους ενδοιασμούς της μητέρας της ότι ήταν άπρεπο να διατηρούν σχέσεις με τη γειτόνισσα από κάτω, αντίθετα, θεωρούσε τη δόνα Λίντια πολύ συμπαθητική. Προτού χτυπήσει, έστρωσε το γιακά της ποδιάς και τα μαλλιά της περνώντας από πάνω το χέρι της. Μετάνιωσε που δεν είχε βάλει λίγο χρώμα στα χείλια. Το κουδούνι έκανε ένα στριγκό ήχο που έμεινε ν’ αντηχεί στη σιωπή της σκάλας. Από ένα μικρό θόρυβο που άκουσε, η Μαρία Κλάουντια ήταν βέβαιη πως η Ζουστίνα την παραφυλούσε απ’ το ματάκι. Πήγε να γυρίσει, σε μια κίνηση πρόκλησης, αλλά τη στιγμή εκείνη άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε η δόνα Λίντια. «Καλημέρα, δόνα Λίντια». «Καλημέρα, Κλαουντίνια. Τι σε φέρνει εδώ; Θέλεις να περάσεις;» «Με την άδειά σας...» Στον σκοτεινό διάδρομο η κοπέλα αισθάνθηκε να τυλίγεται στην αρωματισμένη χλιαρότητα της ατμόσφαιρας. «Λοιπόν, τι είναι;» «Έρχομαι να σας ενοχλήσω γι’ άλλη μια φορά, δόνα Λίντια». «Μα τι λες, καμία ενόχληση. Ξέρεις πόσο μου αρέσει να έρχεσαι στο σπίτι μου». «Ευχαριστώ. Ήθελα να σας ζητήσω να με αφήσετε να τηλεφωνήσω στο γραφείο και να τους πω ότι δεν θα πάω σήμερα». «Ελεύθερα, Κλαουντίνια». Την έσπρωξε γλυκά προς το δωμάτιο. Η Μαρία Κλάουντια κάθε φορά που έμπαινε εκεί μέσα ταραζόταν. Το δωμάτιο της Λίντια είχε μια ατμόσφαιρα που τη ζάλιζε. Τα έπιπλα ήταν όμορφα, όμοιά τους δεν είχε ξαναδεί, είχε καθρέφτες, κουρτίνες, έναν κόκκινο καναπέ, ένα χαλί με παχύ πέλος, βαζάκια με αρώματα στην τουαλέτα, μια μυρωδιά ακριβού καπνού, αλλά τίποτε από όλα αυτά, μεμονωμένα, δεν ήταν υπεύθυνο για την ταραχή της. Ίσως
το σύνολο, ίσως η παρουσία της Λίντια, κάτι αστάθμητο και αόριστο, σαν ένα αέριο που περνά ανάμεσα απ’ όλα τα φίλτρα και διαφθείρει και καίει. Στην ατμόσφαιρα του δωματίου εκείνου έχανε πάντα την αυτοκυριαρχία της. Ζαλιζόταν σαν να είχε πιει σαμπάνια, με μια ακαταμάχητη επιθυμία να κάνει τρέλες. «Εκεί είναι το τηλέφωνο», είπε η Λίντια. «Ελεύθερα». Έκανε μια κίνηση για να αποσυρθεί, αλλά η Μαρία Κλάουντια είπε γρήγορα: «Αν είναι εξαιτίας μου, όχι, δόνα Λίντια. Δεν έχει καμία σημασία...» Είπε την τελευταία φράση με τέτοιο τονισμό και χαμόγελο που έμοιαζε σαν να έλεγε ότι άλλα πράγματα είχαν σημασία κι ότι η δόνα Λίντια ήξερε καλά ποια ήταν αυτά. Ήταν όρθια και η Λίντια αναφώνησε: «Κάθισε, Κλαουντίνια! Ορίστε, εδώ, στην άκρη του κρεβατιού». Με τρεμάμενα πόδια κάθισε. Ακούμπησε το ελεύθερο χέρι της πάνω στο κουβερλί, που ήταν επενδυμένο με γαλάζιο σατέν, και, χωρίς να το καταλάβει, άρχισε να χαϊδεύει το επενδυμένο ύφασμα σχεδόν με ηδυπάθεια. Η Λίντια έμοιαζε αδιάφορη. Είχε ανοίξει ένα κουτί τσιγάρα και άναβε ένα Κάμελ. Δεν κάπνιζε από έξη ή από ανάγκη, αλλά το τσιγάρο ήταν μέρος ενός πολύπλοκου δικτύου στάσεων, λέξεων και κινήσεων, όλων με τον ίδιο σκοπό: να εντυπωσιάσει. Το τσιγάρο, το αργό σύρσιμο του σπίρτου, η πρώτη ρουφηξιά καπνού, αργή και ονειροπόλα, όλα ήταν χαρτιά ενός παιχνιδιού. Η Μαρία Κλάουντια εξηγούσε στο τηλέφωνο, με πολλές χειρονομίες και επιφωνήματα, τον «τρομερό» της πονοκέφαλο. Σούφρωνε τα χείλη της σε μια πονεμένη έκφραση, σαν να ήταν πολύ άρρωστη. Στα κλεφτά η Λίντια παρατηρούσε την παντομίμα της. Στο τέλος η κοπέλα έκλεισε το τηλέφωνο και σηκώθηκε: «Εντάξει, δόνα Λίντια. Και ευχαριστώ πολύ». «Αλίμονο! Ξέρεις ότι είναι πάντα στη διάθεσή σου». «Μου επιτρέπετε; Ορίστε οι πέντε δεκάρες για το τηλεφώνημα». «Χαζούλα. Κράτα τα λεφτά. Πότε θα πάψεις να ζητάς να πληρώσεις τα τηλεφωνήματα;»
27
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 27
28
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 28
Χαμογέλασαν και οι δύο καθώς κοιτάζονταν. Ξαφνικά η Μαρία Κλάουντια φοβήθηκε. Δεν είχε τίποτα να φοβηθεί, τουλάχιστον μ’ εκείνο τον σωματικό και άμεσο φόβο, αλλά από τη μια στιγμή στην άλλη ένιωσε μια τρομακτική παρουσία στο δωμάτιο. Ίσως η ατμόσφαιρα, που πριν από λίγο τη ζάλιζε, να είχε γίνει απότομα πνιγηρή. «Λοιπόν, να πηγαίνω. Και γι’ άλλη μια φορά ευχαριστώ». «Δεν θέλεις να καθίσεις λίγο ακόμα;» «Έχω δουλειές. Με περιμένει η μητέρα μου». «Να μη σε κρατάω λοιπόν». Η Λίντια φορούσε μια ρόμπα από σκληρό κόκκινο ταφτά, με τις πρασινωπές ανταύγειες που έχουν τα έλυτρα της χρυσόμυγας, κι άφηνε πίσω της ένα ίχνος έντονου αρώματος. Ακούγοντας το τρίξιμο του υφάσματος, και κυρίως αναπνέοντας τη ζεστή και μεθυστική ευωδιά που ανέδιδε η Λίντια, ευωδιά που δεν ήταν μόνο από το άρωμα αλλά επίσης από το σώμα της Λίντια, η Μαρία Κλάουντια ένιωσε πως βρισκόταν στα πρόθυρα να χάσει εντελώς τη γαλήνη της. Όταν, αφού επανέλαβε τις ευχαριστίες της, η Κλαουντίνια έφυγε, η Λίντια επέστρεψε στο δωμάτιο. Το τσιγάρο καιγόταν αργά στο τασάκι. Πάτησε την άκρη του για να το σβήσει. Ύστερα ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ένωσε τα χέρια της πίσω απ’ τον αυχένα και βολεύτηκε καλύτερα πάνω στο μαλακό κουβερλί που είχε χαϊδέψει η Μαρία Κλάουντια. Χτύπησε το τηλέφωνο. Με μια κίνηση γεμάτη τεμπελιά σήκωσε το ακουστικό: «Ναι... Εγώ είμαι... Α! ναι. (...) Θέλω. Ποιο είναι το μενού σήμερα; (...) Εντάξει. Βολεύει. (...) Όχι, αυτό όχι. (...) Χμ! Εντάξει. (...) Κι από φρούτα; (...) Δεν μ’ αρέσει. (...) Είναι περιττό. (...) Ας είναι. (...) Καλά. Μην αργήσετε να τα στείλετε. (...) Και μην ξεχάσετε να στείλετε το λογαριασμό του μήνα. (...) Καλημέρα». Κατέβασε το ακουστικό κι έπεσε ξανά στο κρεβάτι. Χασμουρήθηκε δυνατά, με την άνεση αυτού που δεν φοβάται αδιάκριτους παρατηρητές, ένα χασμουρητό που επιδείκνυε την απουσία ενός απ’ τους τελευταίους τραπεζίτες. Η Λίντια δεν ήταν όμορφη. Η ανάλυση, χαρακτηριστικό προς χαρακτηριστικό, θα κατέληγε στον φυσιογνωμικό εκείνο τύπο
που βρίσκεται τόσο μακριά από την ομορφιά όσο και από την κοινοτοπία. Τη στιγμή αυτήν την αδικούσε το ότι δεν ήταν βαμμένη. Το πρόσωπό της γυάλιζε από την κρέμα νυκτός, και τα φρύδια της στις άκρες απαιτούσαν αποτρίχωση. Η Λίντια δεν ήταν αντικειμενικά όμορφη, εξάλλου πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι είχε περάσει καιρός απ’ την ημέρα που συμπλήρωσε τα τριάντα δύο της χρόνια, και τα τριάντα τρία δεν ήταν μακριά. Ολόκληρη όμως ανέδιδε μια συναρπαστική σαγήνη. Τα μάτια της ήταν σκούρα καστανά, τα μαλλιά μαύρα. Το πρόσωπό της σε στιγμές κούρασης είχε μια αρσενική σκληρότητα, ειδικά γύρω απ’ το στόμα και στα πτερύγια της μύτης, αλλά η Λίντια ήξερε με μια μικρή μεταμόρφωση να το κάνει θελκτικό και σαγηνευτικό. Δεν ανήκε στον τύπο της γυναίκας που ελκύει με τις γραμμές του κορμιού της, αλλά από την κορφή ως τα νύχια ακτινοβολούσε αισθησιασμό. Ήταν αρκετά επιδέξια ώστε να προκαλεί στον εαυτό της ένα ρίγος που άφηνε τον εραστή της ξετρελαμένο και ανίκανο ν’ αντισταθεί σ’ αυτό που θεωρούσε φυσικό, εκείνο το προσποιητό κύμα όπου πνιγόταν νομίζοντάς το αληθινό. Η Λίντια ήξερε. Όλα αυτά ήταν χαρτιά στο παιχνίδι της – και το σώμα της, αδύνατο σαν καλάμι και παλλόμενο σαν ατσάλινη βέργα, ο μεγαλύτερός της θρίαμβος. Δίστασε, να αποκοιμηθεί ή να σηκωθεί. Σκέφτηκε τη Μαρία Κλάουντια, τη δροσερή ομορφιά της εφηβείας της, και σε μια στιγμή, παρότι θεωρούσε ανάξια οποιαδήποτε σύγκριση μ’ ένα παιδί, ένιωσε ένα ξαφνικό σφίξιμο στην καρδιά, μια κίνηση ζήλιας που της ρυτίδωσε το μέτωπο. Θέλησε να φτιαχτεί, να βαφτεί, να βάλει ανάμεσα στη νιότη της Μαρία Κλάουντια και την έμπειρη γυναικεία της σαγήνη τη μεγαλύτερη δυνατή απόσταση. Σηκώθηκε γρήγορα. Είχε ήδη ανοίξει το θερμοσίφωνα: το νερό για το μπάνιο ήταν έτοιμο. Με μία μόνο κίνηση έβγαλε τη ρόμπα της. Ύστερα σήκωσε το νυχτικό από τον ποδόγυρο και το πέρασε πάνω απ’ το κεφάλι της. Έμεινε εντελώς γυμνή. Δοκίμασε τη θερμοκρασία του νερού και το άφησε να τρέξει στην μπανιέρα. Πλύθηκε αργά. Η Λίντια γνώριζε την αξία της πάστρας στην κατάστασή της. Καθαρή και ανανεωμένη, τυλίχτηκε στο μπουρνούζι και πή-
29
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 29
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 30
30
γε στην κουζίνα. Προτού επιστρέψει στην κρεβατοκάμαρα, άναψε την κουζίνα αερίου και έβαλε μια τσαγιέρα με νερό στη φωτιά. Στην κρεβατοκάμαρα φόρεσε ένα απλό αλλά χαριτωμένο φόρεμα, που στρογγύλευε τις γραμμές της και την έκανε πιο νέα, περιποιήθηκε λιτά το πρόσωπο, ευχαριστημένη από τον εαυτό της και από την κρέμα που χρησιμοποιούσε. Επέστρεψε στην κουζίνα. Το νερό έβραζε ήδη. Έβγαλε την τσαγέρα από τη φωτιά. Όταν άνοιξε το κουτί του τσαγιού, διαπίστωσε ότι ήταν άδειο. Έκανε μια ενοχλημένη γκριμάτσα. Άφησε το δοχείο και επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα. Ετοιμαζόταν να τηλεφωνήσει στο παντοπωλείο, πρόλαβε να σηκώσει το ακουστικό, αλλά ακούγοντας κάποιον να μιλάει στο δρόμο, άνοιξε το παράθυρο. Η ομίχλη είχε διαλυθεί και ο ουρανός ήταν γαλάζιος, με το ξεπλυμένο γαλάζιο της αρχής της άνοιξης. Ο ήλιος ερχόταν από πολύ μακριά, από τόσο μακριά που η δροσιά κεντούσε την ατμόσφαιρα. Στο παράθυρο του αριστερού ισογείου διαμερίσματος μια γυναίκα έλεγε ξανά και ξανά ένα θέλημα σ’ ένα ξανθό αγόρι που την κοιτούσε από κάτω, με τη μυτούλα σουφρωμένη απ’ την προσπάθεια που κατέβαλλε για να προσέξει. Μιλούσε με ισπανική προφορά και πληθωρικά. Ο μικρός κατάλαβε πια ότι η μητέρα του ήθελε δέκα δεκάρες πιπέρι κι ήταν έτοιμος να φύγει, αλλά εκείνη επαναλάμβανε την παραγγελία επειδή έκανε γούστο να μιλά στον γιο της και ν’ ακούει τη φωνή της. Φαινόταν πως δεν είχε τίποτε άλλο να του παραγγείλει. Η Λίντια φώναξε: «Δόνα Κάρμεν, ε δόνα Κάρμεν!» «Quién me llama? A, buenos días,* δόνα Λίντια! «Καλημέρα. Μου επιτρέπετε να ζητήσω απ’ τον Ενρικίνιο ένα θέλημα για το παντοπωλείο; Χρειάζομαι τσάι...» Έδωσε την παραγγελία και πέταξε ένα χαρτονόμισμα των είκοσι εσκούδων στο αγόρι. Ο Ενρικίνιο βάλθηκε να τρέχει σαν να τον κυνηγούσαν σκύλοι. Η Λίντια ευχαρίστησε τη δόνα Κάρμεν, που απαντούσε στη γλώσσα της τσάτρα-πάτρα εναλλάσσο* Ισπανικά στο κείμενο: Ποιος με φωνάζει; Α, καλημέρα. (Σ.τ.Μ.)
SARAMAGU_FOTAGOGOS_D final_Layout 1 25/11/2013 10:48 ΠΠ Page 31
* Οι Μάιας, του Έσα ντε Κεϊρός, από τους μεγαλύτερους Πορτογάλους μυθιστοριογράφους του 19ου αιώνα. Το μυθιστόρημα ασχολείται με τη ζωή τριών γενεών της οικογένειας Μάια και τα αιμομικτικά πάθη τους. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1888. (Σ.τ.Μ.)
31
ντας ισπανικές λέξεις με πορτογαλικές φράσεις, κάνοντας τις τελευταίες να ματώσουν στην προφορά τους. Η Λίντια, που δεν της άρεσε να εκτίθεται στο παράθυρο, την αποχαιρέτησε. Μετά από λίγο έφτασε ο Ενρικίνιο, κατακόκκινος απ’ την τρεχάλα, μ’ ένα πακέτο τσάι και τα ρέστα. Τον αποζημίωσε με δέκα δεκάρες κι ένα φιλί – και το αγόρι έφυγε. Το φλιτζάνι γεμάτο, ένα πιάτο με μπισκότα στο πλάι, κι η Λίντια εγκαταστάθηκε ξανά στο κρεβάτι. Καθώς έτρωγε, διάβαζε ένα βιβλίο που είχε βγάλει από ένα μικρό ντουλάπι της τραπεζαρίας. Γέμιζε το κενό των άεργων ημερών της με την ανάγνωση μυθιστορημάτων και είχε κάμποσα, καλών και κακών συγγραφέων. Τη στιγμή εκείνη έβρισκε εξαιρετικά ενδιαφέροντα τον επιπόλαιο και ασυνεπή κόσμο των Μάιας.* Έπινε τσάι με μικρές γουλιές, δάγκωνε ένα σαβαγιάρ και διάβαζε ένα απόσπασμα, εκείνο ακριβώς όπου η Μαρία Εντουάρντα κολάκευε τον Κάρλος με τη δήλωση ότι «εκτός από την κοιμισμένη της καρδιά, το σώμα της παρέμεινε πάντα ψυχρό, ψυχρό σαν μάρμαρο...». Της άρεσε της Λίντια αυτή η φράση. Αναζήτησε ένα μολύβι για να τη σημειώσει, αλλά δεν βρήκε. Τότε σηκώθηκε με το βιβλίο στο χέρι και πήγε στην τουαλέτα της. Με το κραγιόν έκανε ένα σημάδι στο περιθώριο της σελίδας, μια κόκκινη γραμμή που υπογράμμιζε ένα δράμα ή μια φάρσα. Από τη σκάλα ακουγόταν ο θόρυβος της σκούπας. Μετά η οξεία φωνή της δόνα Κάρμεν αντήχησε ένα μελαγχολικό ρεφρέν. Και στο βάθος, πίσω από τους θορύβους σε πρώτο πλάνο, το διαπεραστικό βούισμα μιας ραπτομηχανής και οι ξεροί χτύποι του σφυριού πάνω στη σόλα. Μ’ ένα μπισκότο σφιγμένο απαλά ανάμεσα στα δόντια, η Λίντια ξανάπιασε την ανάγνωση.