Μικαέλα Γ. Σφηνιά - Παίξε μαζί μου

Page 1

SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 3

ΜΙΚΑΕΛΑ Γ. ΣΦΗΝΙΑ

ΠΑΙΞΕ ΜΑΖΙ ΜΟΥ Μυθιστόρημα

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 4

©

Copyright Μικαέλα Γ. Σφηνιά – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2011

Έτος 1ης έκδοσης: 2011 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔOΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5305-1


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 5

Στον μπαμπά μου και στον Γιάννο


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 6


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 7

«Όχι, δεν κλαίω, κυρία Ρούλα. Τώρα πια δεν κλαίω. Πέρασε...» «Μα γι’ αυτό να κλάψεις, παιδί μου. Επειδή πέρασε. Να γιορτάσεις την ανακούφιση μ’ ένα δυνατό κλάμα, να πλύνεις όλον αυτό τον πόνο που έζησες, να τον καθαρίσεις με δάκρυα, να εξαγνιστεί και να ξεχαστεί». «Τι λέτε, κυρία Ρούλα μου, αυτό δε θα γίνει ποτέ. Δε θέλω να ξεχάσω. Τον έζησα αυτό τον πόνο, τον συνήθισα... Κι εσείς τι μου ζητάτε τώρα; Δε γίνεται, κυρία Ρούλα, δε γίνεται... Θα ζω την ανάμνηση και θα τη χαίρομαι. Σκεφτείτε κάποιους που δεν είχαν ποτέ τη χαρά να πονέσουν...»


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 8


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 9

Δ

ΕΚΑ χροΝΙΑ ΠρΙΝ.

Το μόνο που δεν έχει αλλάξει από τότε είναι η καταραμένη συνήθεια της λαχταριστής πράσινης ελιάς μέσα στο ποτό. Και το μαρτύριο όταν το αλκοόλ έχει τελειώσει, σε έχει ψιλοπειράξει και χώνεις τα δάχτυλα στο ποτήρι προσπαθώντας μπας και την τσακώσεις, το γυρνάς ανάποδα και τα παγάκια σε απειλούν, δανείζεσαι το καλαμάκι του διπλανού για να την παγιδέψεις και επιτέλους τη γεύεσαι, μην ξέροντας αν απολαμβάνεις τον καρπό του δέντρου ή της σκληρής προσπάθειας. Μόλις είχα τελειώσει μ’ αυτή τη διαδικασία εκείνο το βράδυ. Βρισκόμουν καλεσμένη σ’ ένα φιλικό σπίτι. Καθόμουν στον καναπέ με ύφος που θα μπορούσε εύκολα και άστοχα να ερμηνευτεί σαν υπεροψία κι ατένιζα την Αθήνα από το τεράστιο παράθυρο, που πρόσφερε την υπέροχη αίσθηση να είσαι θεατής μιας πόλης και όχι κομμάτι της. ο Λυκαβηττός φαινόταν όμορφος και φωτεινός, ο Άγιος Γεώργιος καρφωμένος πάνω στο βράχο δέσποζε στην πόλη, που έμοιαζε ήσυχη υπό την εποπτεία του. Αν ήταν μέρα και κοιτούσες αρι


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 10

ô

ΜΙΚΑΕΛΑ Γ. ΣΦΗΝΙΑ

στερά, είμαι σίγουρη ότι θα διέκρινες την Αίγινα. Κι αν έστελνες τη ματιά σου κάπου στο βάθος, τα τόσο όμορφα και παρεξηγημένα Τουρκοβούνια. ο νέος άντρας που καθόταν δίπλα μου, αφού είχε παρακολουθήσει την περιπέτεια της ελιάς, άνοιξε τη συζήτηση. Σε λίγο προστέθηκαν κι άλλοι σε μια κουβέντα που στριφογύριζε στ’ αυτιά μου σαν το ενοχλητικό βουητό μιας μέλισσας, ανάπηρης, χωρίς κεντρί. Άρα δεν υπήρχε ούτε απειλή ούτε σοβαρός λόγος αντίδρασης. Το κουδούνι χτυπούσε διαρκώς αναγγέλλοντας την άφιξη των αργοπορημένων. Γέλια, χαιρετούρες, ψίθυροι από τους παρευρισκόμενους για το ποιος μπήκε, από ποιον ή ποια συνοδεύεται, πώς είναι ντυμένος, δε βρήκε κάτι καλύτερο να βάλει, κι άλλα τέτοια που συνηθίζονται στις συγκεντρώσεις του είδους. Σηκώθηκα από τον καναπέ, περιπλανήθηκα στο σπίτι, χάζεψα λίγο στη βιβλιοθήκη διαβάζοντας τους όρθιους τίτλους στη ράχη καμιά εικοσαριά βιβλίων, μίλησα με κάποιους που βρέθηκαν στο πέρασμά μου, χαμογέλασα γενικώς και αορίστως και ξανακάθισα με ένα παγωμένο ποτό στο χέρι. Είχε περάσει αρκετή ώρα και δεν είχα τίποτα πια να προσθέσω στις συζητήσεις, δεν είχα καν λόγο να βρίσκομαι εκεί, αν εξαιρέσω βέβαια το γεγονός ότι ντράπηκα να αρνηθώ την πρόσκληση του οικοδεσπότη. Κανείς μέσα σ’ αυτό το χώρο δεν ήταν πραγματικά φίλος μου. Κανείς δεν ήξερε πότε πρωτόβαλα τσιγάρο στο στόμα μου, κανείς απ’ αυτούς δεν είχε τρέξει μαζί μου στα στενά που με οδηγούσαν μακριά από το σπίτι τα βράδια που το σκάγαμε για να βγούμε, 


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 11

ô

Παίξε μαζί μου

κανείς δεν ήξερε ότι μ’ αρέσει το πρωί, μόλις ξυπνήσω, ν’ ανοίγω το ραδιόφωνο και πως τα βράδια που ’χει φεγγάρι κάτι με πιάνει. οι περισσότεροι ήταν απλώς γνωστοί και κάποιους άλλους τους έβλεπα πρώτη φορά. Δεν μπορώ να πω ότι με άφηναν αδιάφορη, αλλά εκείνη τη στιγμή το δέρμα μου δεν έβρισκε λόγο ν’ ανατριχιάσει για τίποτα. Κι η σκέψη μου, σαν μικρό παιδί, στήλωνε τα πόδια κι αρνιόταν πεισματικά να ακολουθήσει διηγήσεις που θα οδηγούσαν σ’ ένα λούνα παρκ που τα περισσότερα φωτάκια του θα ήταν καμένα. Έτσι αρκέστηκα να τους παρατηρώ. Σαν παιχνίδι κοίταζα καθέναν ξεχωριστά και προσπαθούσα να τον σκεφτώ στις προσωπικές του στιγμές. Κανείς τους δε φαινόταν άξιος για παθιασμένες νύχτες, χωρίς όρια κι αναστολές. Νομίζω πως καμιά τους δε θα τόλμαγε να κατεβάσει το κιλοτάκι της μπροστά από την κλειστή πόρτα του κάτω διαμερίσματος, πατώντας στο ψάθινο χαλάκι. Όχι κατ’ ανάγκην επίτηδες, απλώς επειδή ο άντρας που ήταν μαζί της τη ζάλιζε με την ανάσα του, πάτησε λάθος κουμπί στο ασανσέρ, βγήκαν εκεί και δεν άντεχε, ούτε ήθελε να περιμένει άλλο. Ελευθέρωσα τη ματιά μου και την άφησα να περιπλανηθεί συνοδευμένη από τις σκέψεις μου. Πέρασε από φορέματα κόκκινα, γλίστρησε σε μεταξωτές σοβαρές γραβάτες, κατρακύλησε στο μπούστο μιας μελαχρινής με εντυπωσιακό στήθος, βούτηξε στο σπαρταριστό γέλιο μιας κοπέλας, που μ’ έκανε κι εμένα ασυναίσθητα να χαμογελάσω, και σταμάτησε, ανυπάκουο πια, σε δύο βαθιά μαύρα μάτια, που ήταν στραμμένα προς το μέρος μου. Σαν να φώναξε η δασκάλα τ’ όνομά μου την ώρα που με τσά


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 12

ô

ΜΙΚΑΕΛΑ Γ. ΣΦΗΝΙΑ

κωσε να χαζεύω! Συνήλθα απότομα και αισθάνθηκα αυθάδης που άφησα τον εαυτό μου να περιεργάζεται έτσι απροκάλυπτα τον κόσμο. Κατέβασα γρήγορα το βλέμμα μου. Η περιέργειά μου όμως αποδείχτηκε μεγαλύτερη από την ντροπή μου. Ξανακοίταξα. Και τότε τον είδα. Στεκόταν λίγα βήματα μακριά, μπροστά στην τζαμαρία του τεράστιου παράθυρου. Αρκετά μεγαλύτερος από μένα, κι απ’ όλους εμάς που ήμασταν εκεί, ντυμένος απλά, σαν να μην ήθελε να αποδείξει τίποτα ή σαν να ήθελε να υπογραμμίσει ότι δεν ανήκει στη φυλή των γραβατωμένων. Έκανε αμέσως τη διαφορά. Μου άρεσε. ο μόνος εκεί μέσα που θα μπορούσα να του αφιερώσω το βράδυ μου. Κατάλαβε ότι τον είδα να με κοιτάει και γύρισε επιδέξια το βλέμμα του στην κοπέλα που εμφανίστηκε από το πουθενά προσφέροντάς του ένα ποτό και ένα πεταχτό φιλί. Συνέχισα να τους κοιτάω, ακίνδυνα πια. Ήταν ωραίοι μαζί, δύο όμορφοι άνθρωποι σε ένα χώρο που σπάραζε για λίγη διαφορετικότητα. Προχώρησαν να χαιρετήσουν τον οικοδεσπότη και παρουσιάστηκε πάλι μπροστά μου μια Αθήνα ντυμένη με φωτάκια. «οι άνθρωποι που περνούν αδιάφορα για δευτερόλεπτα από μπροστά μας καμιά φορά δηλώνουν περισσότερα απ’ όλους αυτούς που κατασκηνώνουν στη ζωή μας», έλεγε η γιαγιά μου και τώρα αυτά τα λόγια ήρθαν κι έδεσαν με τη διάθεσή μου. «Λοιπόν, θα πάμε σινεμά αύριο;» Πάλι ο Σπύρος. Προσπαθούσε ώρα τώρα να με κάνει να πω το ναι. 


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 13

ô

Παίξε μαζί μου

«Δυστυχώς έχω κανονίσει κάτι για αύριο. Αλλά μπορούμε να βρεθούμε μια άλλη φορά. Θα σε πάρω εγώ». Είπα το ψέμα μου και σηκώθηκα να πάρω ακόμα ένα ποτό με πράσινη ελιά. Όχι ότι ο Σπύρος ήταν τόσο αφελής για να το πιστέψει, απλώς ήταν αρκετά λογικός για να αρκεστεί σ’ αυτό το ευγενικό όχι. Για μία ακόμα φορά έκανα χρήση του δικαιώματος που κάθε νέος έχει: της εύκολης επιλογής. Το δικαίωμα αυτό το έδιναν αυθαίρετα η ζωή και τα νιάτα. Κι όταν έφτανε η στιγμή να το εξασκήσεις, δε σου ’ρχόταν καμία δεύτερη σκέψη. Μόνο μια γλυκιά ευχαρίστηση που κάποιος σε προτίμησε και μια ελαφρά πίκρα που δεν είναι αυτός που θα ήθελες να σ’ έχει προτιμήσει. Η βραδιά συνεχίστηκε ήρεμα, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το όνομα εκείνου του άντρα που πήρε τη ματιά του μόλις αντίκρισε τη δική μου δεν το έμαθα. ούτε θέλησα να το μάθω. Δεν είχε καμία σημασία. Εκείνη τη στιγμή δε μ’ ένοιαζε ποιος είναι, με ένοιαζε που στάθηκε μπροστά μου αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα και μου ’κοψε τη θέα της Αθήνας. Πού να φανταζόμουν τότε ότι θα μου ’κοβε και τη ζωή στα δύο.




SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 14


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 15

«Να το ξέρεις πως η ζωή δε σταματάει αν δεν κλείσεις τα μάτια σου. Άκου με κι εμένα που έχω δει πολλά». «Το ξέρω, κυρία Ρούλα. Μου το ’χετε μάθει πια». «Ε, άκου με τότε. Έβγα έξω κι αν δεις τίποτα ακίνητο, έλα πες μου. Τα πάντα προχωράνε. Με τον τρόπο τους, αλλά προχωράνε. Άντε λοιπόν κι εσύ. Προχώρα. Μικρή είσαι ακόμη». «Μικρή ήμουνα...» «Και είσαι. Το βλέπω στην ψυχή σου που κάθε τόσο πεταρίζει...»




SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 16


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 17

Τ

των σπουδών είχαν γίνει ένα ευχάριστο παρελθόν, που όμως δε θα έδινα ούτε δεκάρα για να ξαναζήσω. Δεν έβλεπα την ώρα να περάσω από τις αίθουσες διδασκαλίας του πανεπιστημίου στην αίθουσα συσκέψεων κάποιας εταιρείας, βρίσκοντας μια ωραία δουλειά που θα έδινε διέξοδο στην ενέργεια και στο θράσος της νιότης μου. Τώρα που ο καιρός έχει περάσει πια και μπορώ και κοιτάω πίσω ψαχουλεύοντας τις στιγμές, βλέπω πως το μόνο που αξίζει τελικά σ’ αυτή τη ζωή είναι το πόσο μπορείς να γεμίζεις τις μπαταρίες σου κάθε μέρα. Από χαρά, από πόνο, από γέλιο, από οργή και ξεσπάσματα. Και γι’ αυτό δε χρειάζεται ούτε δουλειά, ούτε μισθός, ούτε τίποτα. χρειάζεται απλώς να θέλεις να ζεις. Εκείνη την εποχή γνώρισα τον Γιώργο. Είχαμε μαζευτεί μια παρέα από πέντε παλιούς συμμαθητές σε ένα μπαράκι των Εξαρχείων και σκύβαμε πάνω από τα ποτά μας συζητώντας με ένταση. Το θέμα της συζήτησης ούτε που μπορώ να το θυμηθώ, αλλά σίγουρα όποιος απ’ τα διπλανά τραπέζια ήθελε να παρακολουθήσει το διάλογο, δε θα είχε κανένα πρόβλημα έτσι που φωνάζαμε. Α χρOΝΙΑ



o


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 18

ô

ΜΙΚΑΕΛΑ Γ. ΣΦΗΝΙΑ

Ξαφνικά, εκεί που είχα υψώσει τη φωνή δίνοντας τον καλύτερό μου εαυτό, εμφανίστηκε φουριόζα στο τραπέζι μας η κοπέλα με το δίσκο και ακούμπησε μπροστά μας πέντε ποτά, ίδια μ’ αυτό που έπινα εγώ. Ακούμπησε κι ένα χαρτάκι. Εμείς, νομίζοντας ότι είναι ο λογαριασμός, σπεύσαμε να τονίσουμε ότι δεν τα είχαμε παραγγείλει. Εκείνη χαμογέλασε κι έφυγε. Κάποιος από την παρέα πήρε το χαρτάκι στα χέρια του και διάβασε: «Έχει δίκιο. Στην υγειά σας». Τώρα αυτό σήμαινε ότι είχα δίκιο για το ποτό που είχα διαλέξει ή κάποιος είχε ακούσει τη συζήτηση και συμφωνούσε μαζί μου; Το αίνιγμα λύθηκε γρήγορα. ο Γιώργος ήταν όρθιος στο μπαρ και μας κοίταζε χαμογελώντας. Μελαχρινός, ψηλός, είχε τον αέρα της σιγουριάς και την όψη που σε κάνει να νιώθεις ανασφαλής. Σε λίγο ήταν στο τραπέζι μας. Έτσι απλά άρχισε η σχέση μας. Με πειράγματα κι αγγίγματα, χωρίς ιδιαίτερες δεσμεύσεις. Ήθελα να είμαι μαζί του, γιατί από την επόμενη μέρα και για πολλές μέρες μετά, μόλις κλείναμε το τηλέφωνο, έψαχνα αφορμή να τον ξαναπάρω. Φίλοι και γνωστοί μού έλεγαν ότι ήμασταν διαφορετικοί, ότι δε θα κρατήσει, αλλά εγώ είχα αποφασίσει να αποδεσμευτώ από το άγχος της προοπτικής ενός ευτυχισμένου μέλλοντος και να είμαι μαζί του όσο περνάω καλά. Κι όσο κρατήσει. Ίσως γι’ αυτό κράτησε. Σιγά σιγά, προσφέροντας ελευθερία ο ένας στον άλλο, διαλέξαμε τη δέσμευση. Παρ’ όλα αυτά ποτέ δε νιώθαμε ότι έχουμε μια σχέση εξάρτησης, αφού δε χρειαζόταν ο 


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 19

ô

Παίξε μαζί μου

ένας τον αέρα του άλλου για ν’ αναπνεύσει. Μόνο που καθένας μας επέλεγε να εισπνέει τον αέρα που ο άλλος εξέπνεε. Έτσι προχωρούσαμε. Κι οι μέρες που ζούσαμε ήταν ολόφρεσκες, μύριζαν ζεστό ψωμί που μόλις βγήκε απ’ το φούρνο, καφέ που μόλις αλέστηκε.

Είκοσι πέντε. Είναι ίσως η ηλικία που συνειδητά πια αναθεωρείς τις αρχές και τα πρέπει που ενδοφλεβίως σου μετέδωσαν οι γονείς σου και παίρνεις αποφάσεις για τη ζωή σου με τόση σιγουριά, που ούτε σου περνάει απ’ το μυαλό πως ούτε τις μισές δε θα τηρήσεις. Τις παίρνεις γιατί πιστεύεις ότι αυτό οφείλεις να κάνεις. Ήταν χριστούγεννα. «Ναι;» «Έλα, μωρό μου. Έχεις κανονίσει κάτι για το βράδυ;» Ήταν ο Γιώργος. Γλυκός και τρυφερός όπως μόνο αυτός ήξερε. «Όχι, έχεις καμιά ιδέα;» «Κάνει πάρτι ο Άγγελος. Τι λες;» «Αν μου υποσχεθείς ότι θα κοιτάς όλες τις γυναίκες, αλλά θα προτιμάς πάντα εμένα...» Ήρθε στις έντεκα και ξεκινήσαμε. Όταν φτάσαμε στο πάρτι, το κέφι είχε ανάψει. Αφού ο Άγγελος μας υποδέχτηκε με αγκαλιές και φιλιά, κατευθυνθήκαμε προς το αυτοσχέδιο μπαρ για ν’ αρχίσει όπως πρέπει η βραδιά. χορός, γέλια, μ’ ένα ποτό κι ένα τσιγάρο στο χέρι, λικνίσματα, χρώματα, ομιλίες. Όλα ήταν όμορφα και χριστουγεννιάτικα. χάζευα όλον αυτό τον κόσμο γύ


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 20

ô

ΜΙΚΑΕΛΑ Γ. ΣΦΗΝΙΑ

ρω μου και ήμουν πια βέβαιη ότι αυτές οι μέρες του χρόνου, χωρίς να έχουν καμιά ιδιαίτερη μυρωδιά, ούτε διαφορετικό φως, φτιάχνουν από μόνες τους μια εποχή. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένα χέρι με άρπαξε και με κόλλησε στον τοίχο... Ήταν η χριστίνα, φίλη των φοιτητικών χρόνων, αγαπημένη, κι ας βλεπόμασταν μια στις τόσες. «Αγγέλα, βοήθα! Ξέρεις ποιος είναι αυτός;» με ρώτησε όλο αγωνία. Ήταν ξαναμμένη από το χορό, είχε ξεκουμπώσει τα δύο πάνω κουμπιά στο πουκάμισό της, επιδεικνύοντας το πλούσιο στήθος της, ο ιδρώτας έκανε το πρόσωπό της λαμπερό και το βλέμμα της παιχνίδιζε δείχνοντας αναστάτωση. «Ποιος, ποιος, ποιος;» της απάντησα έντονα με κωμική έκπληξη, ενώ συγχρόνως έκανα να γυρίσω προς το μέρος που μου είχε δείξει. «Όχι, όχι, μην κοιτάξεις τώρα, μας κοιτάει». Σιγά μη δεν κοίταζα. Κι ας μ’ έβλεπε. Τι είχα να φοβηθώ; Εγώ βρισκόμουν εκεί με έναν άντρα που οι μισές μου φίλες ήταν έτοιμες να δηλώσουν ότι θα έδιναν τη ζωή τους για ένα βράδυ μαζί του... Σιγά μη δε γύριζα να κοιτάξω έναν τυχαίο που έκανε τη χριστίνα ν’ ανεβάσει παλμούς. Κι επειδή μας κοιτούσε, τι έγινε; Και γύρισα. Κι έμεινα άφωνη, ακουμπισμένη στον τοίχο, να τον κοιτάω να κάθεται έχοντας στα γόνατά του την ίδια κοπέλα που του έφερε το ποτό σ’ εκείνο το σπίτι δύο χρόνια πριν, όταν μου έκρυβε τη θέα της Αθήνας. Ήταν σαν να είχαν μεσολαβήσει λίγες μόνο ώρες, σαν το σήμερα να ήταν απλώς το αύριο εκείνης 


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 21

ô

Παίξε μαζί μου

της μέρας. Δεν το περίμενα και δεν κατάλαβα γιατί αισθάνθηκα να με χτυπάει κεραυνός. Για μερικά δευτερόλεπτα τίποτα δεν ανέπνεε δίπλα μου. Δεν ξέρω πόσο κράτησε, αλλά διακόπηκε όταν αισθάνθηκα ένα ταρακούνημα. «Τον ξέρεις;» Η αγωνία της χριστίνας, η ταραχή μου, το ότι με την άκρη του ματιού μου είδα τον Γιώργο να ’ρχεται... «Όχι, τον έχω δει άλλη μία φορά, αλλά δεν τον ξέρω». Το οικοδόμημα της σιγουριάς γκρεμίστηκε με εκκωφαντικό θόρυβο και πολλή σκόνη, που έκανε τα μάτια μου να τσούζουν και την όρασή μου θολή. Μπορεί όλα να ήταν τυχαία κι εγώ να πίστευα αυτό που ήθελα να πιστεύω. Μπορεί να εμπνεύστηκα ένα παιχνίδι και να μη μ’ ένοιαζε αν ήμουν ο μόνος παίχτης, η ουσία πάντως είναι ότι όλο το βράδυ δε βρήκα ησυχία. Έπιανα στον αέρα τα βλέμματά του, άλλαζα δωμάτιο και ξαφνικά εμφανιζόταν μπροστά μου, δίπλα μου, πίσω μου, πάντα συνοδευόμενος από την ίδια γυναίκα. ο Γιώργος ερχόταν κάθε τόσο κι ανυποψίαστος μ’ αγκάλιαζε, με φιλούσε κι εγώ γινόμουν όσο πιο γλυκιά και τρυφερή μπορούσα, για να πιστέψω και η ίδια ότι δε συμβαίνει τίποτα διαφορετικό απ’ ό,τι πριν λίγες ώρες. Το πάρτι τελείωνε. Είχαμε μείνει λίγοι πια. Αυτοί που είχαν κάποιο λόγο να κάτσουν κι αυτοί που δεν είχαν κανένα λόγο να φύγουν. ο Άγγελος, συνεπαρμένος από τους ρυθμούς της βραδιάς, πρότεινε να πάμε στην κρεαταγορά. ο Γιώργος νύσταζε λίγο, εγώ δεν είχα αντίρρηση. Πάντα μου άρεσε να εξαντλώ τις νύ


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 22

ô

ΜΙΚΑΕΛΑ Γ. ΣΦΗΝΙΑ

χτες. Το συζητούσαμε στην πόρτα, οι άλλοι είχαν ήδη μαζευτεί, μέχρι που... «Γιατί δεν έρχεστε; Θα τσιμπήσουμε κάτι στα γρήγορα και θα φύγουμε». Γύρισα και κοίταξα ξαφνιασμένη. Ήταν αυτός, μιλούσε σ’ εμάς ακουμπισμένος στην πόρτα, αγκαλιά με την κοπέλα, που είχε βολέψει το χέρι της γύρω από τη μέση του και είχε γείρει το κεφάλι της στον ώμο του. Σήκωσε το βλέμμα της και μας παρότρυνε χαμογελώντας χωρίς να μας ξέρει, επικροτώντας απλώς την επιθυμία του. «Ελάτε, δε θ’ αργήσουμε. Έτσι κι αλλιώς αργία είναι αύριο», είπε δίνοντας στη φωνή της έναν τόνο νωχελικής άνεσης. Κοιταχτήκαμε με τον Γιώργο. Πάντα του άρεσαν οι ανοιχτοί άνθρωποι και οι καινούργιες γνωριμίες. Ήμουν σίγουρη ότι θα έλεγε «ναι» και το ήθελα. Ξαφνικά με κυρίευσαν ενοχές. Ξαφνικά αισθάνθηκα γυναίκα.

«Τον ξέρεις αυτό τον τύπο που επέμενε να πάμε μαζί τους;» με ρώτησε ο Γιώργος μέσα στο αυτοκίνητο. «Τον έχω δει άλλη μια φορά, παλιά, σ’ ένα σπίτι... Δε νομίζω όμως να με θυμάται...» «Ωραίος τύπος φαίνεται», επισήμανε ο Γιώργος. Δεν ήξερα τι ν’ απαντήσω. «Ναι, άρεσε και στη χριστίνα. Με ρώτησε στο πάρτι ποιος είναι». Ένιωθα ότι έπρεπε να πω ό,τι ήξερα και δεν ήξερα γι’ αυτόν 


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 23

ô

Παίξε μαζί μου

για να εξιλεωθώ. Να φύγει η ενοχή από πάνω μου, που σκέφτηκα, που άφησα το μυαλό και τα μάτια μου να ακολουθούν έναν άγνωστο, ενώ δίπλα μου είχα τον άντρα που στόλιζε με τον ιδρώτα του τις πιο ωραίες νύχτες μου. Η κρεαταγορά φάνηκε στα δεξιά μου χωρίς να το καταλάβω. Μια βαριά μυρωδιά ξεχυνόταν στην οδό Αθηνάς, προσελκύοντας πεινασμένους και πιωμένους. οι άλλοι είχαν ήδη φτάσει. Πλησιάσαμε στο τραπέζι που είχαν πιάσει αφήνοντας δύο θέσεις κενές ανάμεσα στον Άγγελο κι εκείνον. Κάθισα δίπλα του γιατί έτσι το ’φερε η στιγμή. Ήμασταν τα μόνα ζευγάρια που δε γνωρίζονταν. Συστηθήκαμε. Γιώργος – Αγγέλα, Άρης – Αλεξάνδρα. Άρχισαν τα σχόλια για το πάρτι και οι έπαινοι στον Άγγελο που οργάνωσε μια τέτοια βραδιά. Συνεπαρμένη από την παρέα κι από τις τρυφερές αγκαλιές του Γιώργου, ένιωθα οχυρωμένη. Αρκετά είχε κρατήσει το αστειάκι, είχε κιόλας παλιώσει. «Πίνεις κρασί;» άκουσα τη φωνή του Άρη και είδα το μπουκάλι ήδη να γέρνει στο ποτήρι μου. «Ναι, ευχαριστώ». Αφέθηκα στα γέλια τη παρέας, στην αγάπη του Γιώργου, στο κίτρινο της ρετσίνας, στο κόκκινο καρό του τραπεζομάντιλου, στην έντονη μυρωδιά της ατμόσφαιρας. Η Αλεξάνδρα μου έπιασε κουβέντα για τη δουλειά μου, για τα ενδιαφέροντά μου, για το ζώδιό μου. Μια αδιάφορη συζήτηση, χωρίς προοπτική έξαρσης, απόλυτα ταιριαστή με τον τόπο και το χρόνο. ο Άρης πού και πού άκουγε, επενέβαινε κάνοντας 


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 24

ô

ΜΙΚΑΕΛΑ Γ. ΣΦΗΝΙΑ

κάποιο ανούσιο σχόλιο, συμμετείχε με ύφος αδιάφορο – μ’ αυτό το αδιάφορο όμως που κάτι κρύβει. Είναι αυτές οι συνηθισμένες λέξεις που από μόνες τους δε λένε τίποτα. Η χροιά της φωνής του όμως και το άναμμα του τσιγάρου του έλεγαν πολλά. Αποφάσισα ότι δεν πρέπει να δώσω σημασία. ο καθένας μπορεί να φερθεί έτσι προσπαθώντας να γοητεύσει και να γοητευτεί μια νύχτα σαν κι εκείνη, χριστούγεννα με πολύ ποτό και άφθονο κέφι. Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Η βραδιά είχε κυλήσει ωραία, με εκείνη την αίσθηση του καινούργιου, που νιώθεις όταν βρίσκεσαι ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπάς, φίλους από παλιά, αλλά και κάποιους νιόφερτους, οι οποίοι απλώς και μόνο με την παρουσία τους αλλάζουν την πλοκή του έργου. Θεώρησα ότι όλα θα τελείωναν εκεί εκείνο το χριστουγεννιάτικο ξημέρωμα, που έβγαινε άκαιρα ο ήλιος, ξέροντας κι ο ίδιος ότι εμφανίζεται λάθος εποχή. Ευχαριστήσαμε τον Άγγελο για την πετυχημένη ιδέα του, είπαμε το συνηθισμένο «Να μη χαθούμε» κι ετοιμαστήκαμε να φύγουμε. «Να βρεθούμε κανένα βράδυ για κινέζικο...» Γνώστης του καλού κινέζικου ο Άρης, έδωσε την αφορμή να ανταλλάξουμε τηλέφωνα. Κι ανταλλάξαμε. Έτσι τελείωσε εκείνη η νύχτα κι άρχισε η επόμενη μέρα. Γύρισα σπίτι νυσταγμένη αλλά με μια ανεξήγητη ευφορία. Είχα περάσει καλά. Έκλεισα τις κουρτίνες, για να μη μου επιτεθεί το πρωινό φως, κι έπεσα να κοιμηθώ με τη σκέψη μου σε όσα είχαν γίνει. Κάθε ενοχή για την αναστάτωση που μου είχε προκαλέσει 


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 25

ô

Παίξε μαζί μου

η παρουσία του Άρη ήταν παρελθόν. Τις επόμενες μέρες τον είχα ξεχάσει εντελώς.

ο νέος χρόνος ήρθε. οι πρώτες μέρες του άρχισαν με αυτή την αισιοδοξία που μοιάζει να επιβάλλεται. Ένα είδος εθίμου που αφορά τα συναισθήματά μας. Περίμενα τον Γιώργο να περάσει να με πάρει. Κατέφθασε με μια αγκαλιά λουλούδια, κάτι που συνήθιζε να κάνει όταν ήταν χαρούμενος. Θυμήθηκα μια θεία που είχα, την Αντιγόνη, που «βρήκε φριχτό θάνατο», όπως τον περιέγραφαν τότε, πέφτοντας από το μπαλκόνι την ώρα που φρόντιζε τα λουλούδια της. Εγώ μικρή δεν το θεωρούσα καθόλου φριχτό, γιατί πίστευα πως η θεία Αντιγόνη έτσι θα ήθελε να τελειώσει – ξαφνικά και πλημμυρισμένη από τις αγαπημένες της μυρωδιές. Της άρεσε λοιπόν να γεμίζει την ποδιά της με κλωναράκια κι ανθάκια. Έπιανε το κάτω μέρος της ποδιάς της, το ανασήκωνε για να κρύψει την πραμάτεια της και με φώναζε κοντά της. Μόλις πλησίαζα, την άνοιγε κι ένας μικρός κήπος εμφανιζόταν μπροστά μου, αφήνοντάς με κάθε φορά με ανοιχτό το στόμα. «Διάλεξε από πού θ’ αρχίσει η ιστορία», μου έλεγε. Αυτό ήταν το καλύτερό μου. Διάλεγα ένα βλασταράκι κι ανάλογα με το τι φυτό ήταν, άρχιζε μια περίπλοκη διήγηση, η οποία ξεκίναγε από τους μύθους που συνόδευαν αιώνες τώρα το συγκεκριμένο φυτό. Απλώς στους μύθους πρωταγωνιστούσαν από πρί


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 26

ô

ΜΙΚΑΕΛΑ Γ. ΣΦΗΝΙΑ

γκιπες και βασιλοπούλες μέχρι φτωχοί πραματευτές. Έτσι έμαθα ότι τα αγκάθια του τριαντάφυλλου σύμφωνα με τους Πέρσες προστατεύουν από το κακό πνεύμα, τον Αχριμάν. Ένας κινέζικος μύθος λέει για το γιασεμί ότι όταν ένας νέος αυτοκράτορας ανέβηκε στο θρόνο της Κίνας, αποφάσισε να παντρευτεί μία από τις έξι κόρες του πιο γενναίου στρατηγού του. Αλλά επειδή δεν μπορούσε να διαλέξει, αποφάσισε να κάνει γυναίκα του όποια του χάριζε το ωραιότερο λουλούδι. Αφού οι μεγαλύτερες αδερφές διάλεξαν ανάμεσα στα τριαντάφυλλα, στις ντάλιες, στα χρυσάνθεμα κι άλλα εντυπωσιακά λουλούδια, η πιο μικρή, που την έλεγαν Για-ΣεΜι, δυσκολευόταν πολύ να βρει κάτι αντάξιο του αυτοκράτορα. Ένα πρωί ένα πουλί εμφανίστηκε στο παράθυρό της κρατώντας στο ράμφος του ένα ανθισμένο κλαδάκι με μικρά λευκά λουλουδάκια που μοσχοβολούσαν. Μαγεμένη από τη μυρωδιά του, το πήρε κι έτρεξε στον αυτοκράτορα. Κι αυτός χωρίς δεύτερη σκέψη την έκανε γυναίκα του. Μου ’λεγε κι άλλες πολλές ιστορίες για το δενδρολίβανο, που συμβολίζει την ανάμνηση, τη μιμόζα, που εκφράζει την ευαισθησία, την ανεμώνη, που η προσφορά της σημαίνει εγκατάλειψη, και πως ακόμα και τα πιο κοινά λουλούδια, όπως το γαρίφαλο και το τριαντάφυλλο, ανάλογα με το χρώμα τους αντιπροσωπεύουν διαφορετικά συναισθήματα. Αυτά που κρατούσε ο Γιώργος ήταν ηλιοτρόπια. Δεν ξέρω πού τα βρήκε χειμωνιάτικα, αλλά σήμαιναν πίστη. «Έλα, ντύσου», μου είπε. «Θυμάσαι τον Άρη από το πάρτι του Άγγελου;» Τον κοίταξα με απορία, φυσικά όχι επειδή δεν τον θυμόμουν. 


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 27

ô

Παίξε μαζί μου

«Τι έπαθες; Εσύ δεν ξεχνάς ποτέ. Πριν δέκα μέρες... Στο σπίτι του Άγγελου και μετά στην κρεαταγορά... Με πήρε τηλέφωνο και κανονίσαμε να πάμε σ’ ένα ωραίο κινέζικο με την Αλεξάνδρα. Μας περιμένει σπίτι του σε μισή ώρα». Ένιωσα έναν κόμπο στο στομάχι και μια ταραχή που δεν είχα καμία διάθεση να ερμηνεύσω. Ντύθηκα γρήγορα και ξεκινήσαμε. Όταν ο Γιώργος μου είπε ότι είμαι στις ομορφιές μου, χαμογέλασα κι απέφυγα το βλέμμα του. Δεν ήμουν σίγουρη ότι είχα ντυθεί γι’ αυτόν. Δεν είχε καθόλου κίνηση και φτάσαμε γρήγορα. Πιο γρήγορα πάντως απ’ όσο χρειαζόμουν για να σκεφτώ ότι η αναστάτωσή μου ήταν παράλογη. Η Αλεξάνδρα έφερε κατόπιν διαταγής του Άρη –«Αλεξάνδρα, φέρε στα παιδιά κάτι να πιουν»– ένα παγωμένο ποτήρι μ’ ένα υγρό που δε μου άρεσε καθόλου, αλλά δεν κατάλαβα για πότε το ήπια. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη χωρίς λόγο. Η Αλεξάνδρα πηγαινοερχόταν με άνεση, σαν να βρισκόταν σπίτι της. Σκέφτηκα ότι μπορεί και να ζούσαν μαζί. Μας έφερε ένα δεύτερο γύρο ποτά και διόρθωσε κάτι λουλούδια σε ένα τεράστιο βάζο που βρισκόταν στο πάτωμα. Η ατμόσφαιρα δεν είχε ζεσταθεί. ο Γιώργος προσπαθούσε να κερδίσει τη συμπάθεια του οικοδεσπότη μιλώντας για τα ενδιαφέροντά του, για τη χημεία, που ήταν η μεγάλη του αγάπη, αλλά και το επάγγελμά του ως επικεφαλής στο τμήμα ερευνών μιας μεγάλης φαρμακοβιομηχανίας. ο Άρης δεν έδειχνε κανέναν ενθουσιασμό. Εκνευρίστηκα. Μας κάλεσε εδώ για να μας απορρί


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 28

ô

ΜΙΚΑΕΛΑ Γ. ΣΦΗΝΙΑ

ψει, αναρωτήθηκα. Βρήκε τη δουλειά του Γιώργου μάλλον βαρετή. Πήρε μόνο λίγες πληροφορίες για τις χημικές ουσίες που υπάρχουν μέσα στα χρώματα, στα λάδια ζωγραφικής και τα ακρυλικά, αλλά αμέσως έσπευσε να εκφράσει τη δική του άποψη, επιβραβεύοντας τις παλιές τεχνικές, που χρησιμοποιούσαν φυσικά υλικά. ο ίδιος ήταν ζωγράφος. Αντίθετα ό,τι του έλεγα εγώ για τη δική μου δουλειά, το βιομηχανικό σχέδιο, που είχε να κάνει με έμπνευση και υλικά, το έβρισκε συμπαθητικό. Και πάλι όμως δεν έδειχνε κανέναν ενθουσιασμό. Τι κι αν έλεγα για σχεδιασμό, για μαζική παραγωγή ή για μεμονωμένα αντικείμενα, για εργονομία, για αισθητική, λέξεις που λάτρευα ή σιχαινόμουν και η ίδια, δε ζωντάνευε το ενδιαφέρον του. Μαζεύτηκα. Εδώ παραμερίζονταν στοιχειώδεις κανόνες καλής συμπεριφοράς. Από την πρώτη κιόλας ώρα που βρεθήκαμε εκεί. Σκέψου και να προχωρούσε η βραδιά. Όταν ο Άρης είπε ότι αν θέλαμε να βρούμε το τραπέζι μας, θα έπρεπε να σηκωθούμε και να πηγαίνουμε σιγά σιγά, η ανακούφιση ήταν μεγάλη. Ακουμπήσαμε τα ποτήρια μας στο τραπέζι, πήραμε τα παλτά μας, αφήσαμε τα φώτα στο σπίτι αναμμένα και τη μουσική να παίζει και περάσαμε ένας ένας την πόρτα που κρατούσε ανοιχτή η Αλεξάνδρα. Βγήκαμε στα σκοτεινά δρομάκια του Ζωγράφου και εισπνεύσαμε τον αέρα μιας γλυκιάς νύχτας του χειμώνα, απ’ αυτές που μόνο στην Ελλάδα υπάρχουν. Ένας πεντακάθαρος ουρανός, γεμάτος αστέρια, άπνοια και η παραπλανητική μυρωδιά της άνοιξης, που θα αργούσε πολύ ακόμη να έρθει. Καταλήξαμε σε ένα κινέζικο εστιατόριο που είχε ήδη διαλέξει 


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 29

ô

Παίξε μαζί μου

ο Άρης. Μπροστά στον τεράστιο κατάλογο με τις άγνωστες λέξεις αισθάνθηκα ηλίθια. «Αφήνω εσάς να διαλέξετε για μένα», είπα. «Να διαλέξω εγώ για όλους;» ρώτησε με σιγουριά ο Άρης. «Γιώργο, μήπως θέλεις κάτι ιδιαίτερο, έχεις καμιά προτίμηση;» Εκείνη τη στιγμή κατέφθασε ο σεφ, ίσως ο πρώτος χοντρός Κινέζος που έβλεπα στη ζωή μου, και χαιρέτησε τον Άρη. Επίσης ήταν ο πρώτος Κινέζος που άκουγα να μιλάει άπταιστα ελληνικά. Συζητήσανε για το φαΐ, για το πόσο καιρό είχαν να ιδωθούν, για το ποιος φίλος ήρθε στο μαγαζί και ύστερα δόθηκε η παραγγελία. Δεν μπορούσε να μη μου περάσει απ’ το μυαλό ότι ο Άρης είχε ανάγκη να μας πάει σ’ ένα μέρος «δικό του». Θα τον έκανε να αισθάνεται πιο άνετα. Και είχα δίκιο. Μεταμορφώθηκε σε έναν πολύ συμπαθητικό άνθρωπο, η γλώσσα του λύθηκε, άνοιγε νέες συζητήσεις και τις συνέχιζε χαλαρός. Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω το βλέμμα του και την κίνηση του κορμιού του όταν μιλώντας γύρναγε προς το μέρος μου. Και ποτέ κανείς δε θα με πείσει ότι όλα υπάκουαν σε μια καλά προδιαγεγραμμένη πορεία. Έτσι του έβγαινε εκείνη τη στιγμή και το ένιωθα. Έσκυβε λίγο μπροστά, με κοίταζε έντονα, αφοσιωνόταν σ’ αυτό που έλεγε και περίμενε την απάντησή μου. Ήταν κάτι σαν τηλεοπτικό παιχνίδι ερωταπαντήσεων με δώρο ένα ταξίδι στις Σπέτσες. Ένα βραβείο που σ’ αφήνει παντελώς αδιάφορο, αλλά είναι άξιο απορίας γιατί προσπαθείς τόσο να κερδίσεις, κι ας έχεις πάει εκατό φορές. Έδινα τις πιο έξυπνες και συγχρόνως τις πιο λογικές απαντήσεις μπορούσα. 


SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 30

ô

ΜΙΚΑΕΛΑ Γ. ΣΦΗΝΙΑ

Κάποια στιγμή αισθάνθηκα το χέρι του Γιώργου κάτω από το τραπέζι να μου χαϊδεύει το γόνατο. Για μένα, που τον ήξερα καλά, ήταν ένδειξη ότι αισθανόταν αμηχανία, ανασφάλεια ίσως. Προσποιήθηκα αμέσως την αδιάφορη στις ερωτήσεις του Άρη και στράφηκα στην Αλεξάνδρα. Επιστρέφοντας στο σπίτι σκεφτόμουν τι ήταν αυτό που με είχε κυριεύσει. Ήταν μια περίεργη αναστάτωση, ήταν σαν σταγόνες βροχής μια ηλιόλουστη μέρα και δεν ήξερα αν θα έπρεπε να πάρω ομπρέλα ή να κάτσω να βραχώ. ο Γιώργος κατάλαβε. «Νομίζω ότι τον γοήτευσες τον Άρη», μου είπε. «Μην υπερβάλλεις. Επειδή είπαμε δυο κουβέντες παραπάνω;» «Επειδή είμαι άντρας και καταλαβαίνω». ο Γιώργος είχε καταλάβει καλά. Μόνο που δεν τα είχε καταλάβει όλα. Η επαφή με τον Άρη δε σταμάτησε εκεί. Όταν φεύγοντας από το εστιατόριο είπαμε ότι θα τηλεφωνηθούμε να τα ξαναπούμε, φαίνεται ότι ο Άρης το εννοούσε περισσότερο από μας τους υπόλοιπους. Για πολύ καιρό ύστερα από εκείνο το βράδυ τηλεφωνούσε κάθε τόσο στον Γιώργο χωρίς κανένα λόγο, χωρίς να έχει κάτι να προτείνει ή να πει. Άλλωστε τι νέα να έχει, αφού οι κοινοί τους γνωστοί ήταν ελάχιστοι και τα ενδιαφέροντά τους διαμετρικά αντίθετα. ο Γιώργος κάθε φορά μού ανακοίνωνε το τηλεφώνημα σαν μια πολύ ευγενική πράξη ενός ανθρώπου που προσπαθούσε να ξεκινήσει μια φιλική σχέση. Ή τέλος πάντων μια γνωριμία. Και συμφωνούσα.




SFINIA sel_final_Layout 1 05/05/2011 2:17 μ.μ. Page 31

«Αγγέλα, σε ζητάνε». «Πείτε μια δικαιολογία, κυρία Ρούλα. Ότι είμαι στο μπάνιο... Κάτι θα βρείτε εσείς...» «Εγώ θα βρω σίγουρα. Εσύ να δούμε πότε θα βρεις τη δύναμη να σταθείς απέναντι στον εαυτό σου». «Την τελευταία φορά που στάθηκα απέναντί του, κάτι μου είπε και τον έφτυσα κατάμουτρα». «Την αλήθεια ξεστόμισε και δεν την άντεξες. Άντε, σήκω τώρα. Σε ζητάνε σου είπα». «Όχι, κυρία Ρούλα, δε σηκώνομαι. Δεν μπορώ ακόμη...» «Εσύ δεν μπορείς; Εσύ που κάποτε ήσουνα μαγκάκι;» «Πολύ καλά το είπατε. Ήμουνα».




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.