Ε Ι Κ Ο Σ Τ Ο Σ
20
Α Ι Ω Ν Α Σ
Σκάνδαλο
ΤΑ BIBΛIA TOY ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ ΣTIΣ EKΔOΣEIΣ KAΣTANIΩTH
* Σιωπή (μυθιστόρημα), 1992 Σκάνδαλο (μυθιστόρημα), 2015 Mια κινητή γιορτή (αφήγημα), 2004 Να έχεις και να μην έχεις (μυθιστόρημα), 2005 Οι πράσινοι λόφοι της Αφρικής (αφήγημα), 2005 Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο (διηγήματα 1), 2005 Μέσ’ από το ποτάμι και στα δέντρα (μυθιστόρημα), 2006 Για ποιον χτυπά η καμπάνα (μυθιστόρημα), 2006 O κήπος της Eδέμ (μυθιστόρημα), 2007 Θάνατος το απομεσήμερο (αφήγημα), 2007 Στην εποχή μας (διηγήματα 2), 2008 Αληθινό με το πρώτο φως (μυθιστόρημα), 2008 ΜΕ ΥπΟΓρΑφη ΧΕΜΙΝΓΟΥΕϊ
1920-1922: Ιταλία, Βαλκάνια, Μικρασιατική καταστροφή, 2010
ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ
ΣΚ ΑΝΔΑΛΟ Mυθιστόρημα
d
ΜΕΤΑφρΑΣη ΑπΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟρΤΩ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤη
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια του Αυστριακού Υπουργείου πολιτισμού. ß ΤΙΤΛΟΣ πρΩΤΟΤΥπΟΥ: Shusaku Endo, Scandal © ©
Copyright The Heirs of Shusaku Endo, 1986. All rights reserved. Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2015
Έτος 1ης έκδοσης: 2015 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤη Α.Ε. ΓρΑφΕΙΑ: Θεμιστοκλέους 104, 106 81 Αθήνα ΒΙΒΛΙΟπΩΛΕΙΟ: Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5903-9
Ένα
Η
πΑΛΙΑ ΚΑρΕΚΛΑ ΣΑΝ ΝΑ ’ΘΕΛΕ ΛΑΔΩΜΑ: ΟΤΑΝ Ο ΓΙΑΤρΟΣ
ολοκλήρωσε τον έλεγχο της αιματολογικής και τσούλησε προς τον ασθενή του, τα ροδάκια της έσκουξαν. Τ’ αυτιά του Σουγκούρο ήταν μαθημένα σ’ αυτό τον ήχο, μετά από τόσες επισκέψεις στο συγκεκριμένο νοσοκομείο. Ύστερα απ’ την πνιχτή τσιρίδα της καρέκλας, ο γιατρός άρχιζε πάντοτε να εκφωνεί τον εμψυχωτικό του λόγο, αρθρωμένο με πυγμή, και η σημερινή συνεδρία δεν αποτέλεσε εξαίρεση. «Οι τρανσαμινάσες σου είναι λίγο τσιμπημένες – σαράντα τρία η οξαλοξική, πενήντα οχτώ η πυροσταφυλική. Οπότε, φρόντισε να χαλαρώσεις λίγο. Θυμάσαι τότε που είχες στρεσαριστεί πάλι με τη δουλειά; Είχαμε χτυπήσει τετρακοσάρια, σωστά δε θυμάμαι;» «Σωστά». «Και η αρχόμενη κίρρωση μπορεί να μετεξελιχθεί σε καρκίνο. Οπότε, σου ξαναλέω, μην το παρακάνεις». Ανακούφιση σαν πνοή ζεστού αέρα τύλιξε τον Σουγκούρο. Το μήνα που ’χε μεσολαβήσει από την προηγούμενη εξέταση, η δουλειά είχε καταπονήσει αισθητά το σώμα του, κι ανησυχούσε για τα σημερινά αποτελέσματα. Όμως, καθώς ευχαριστούσε το γιατρό, μονολογούσε: Τώρα μπορώ να παραστώ στη βράβευση χωρίς σκοτούρες.
ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ
Άγνωστο γιατί, βαθιά γαλήνη και αυτοκυριαρχία κατέκλυζαν τον Σουγκούρο όποτε αντίκριζε τα ανάκτορα να δεσπόζουν σιωπηλά πίσω απ’ το πέπλο της βροχής. Από τα πολυάριθμα αξιοθέατα και τοπία του Τόκιο, είχε ξεχωριστή αδυναμία σ’ ετούτο δω. Το μισθωμένο αυτοκίνητο έκανε το γύρο της τάφρου καθ’ οδόν προς την αίθουσα τελετών. Το βράδυ αυτό ο Σουγκούρο επρόκειτο να λάβει ένα λογοτεχνικό βραβείο για ένα μυθιστόρημα που δούλευε μια τριετία. Στη διάρκεια της καριέρας του ως μυθιστοριογράφου είχε συλλέξει κάμποσα βραβεία. Τώρα πια, που ’χε πατήσει τα εξήντα πέντε, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να κατευνάσει το αίσθημα πως η αποψινή τιμή ήταν κάπως εκπρόθεσμη. Και πάλι όμως, ο καταιγισμός επαίνων για το μυθιστόρημά του τόνωσε ελαφρώς την περηφάνια του. Ήταν κάτι περισσότερο από περηφάνια ωστόσο. η αρμονία που είχε επιτέλους κατορθώσει να πετύχει στο πρόσφατο αυτό έργο, αρμονία που αντικατοπτριζόταν τόσο στα γραπτά όσο και στη ζωή του, ήταν βαθύτατα ηδονική. Ο Σουγκούρο έγειρε στο μπράτσο του καθίσματος και περιεργάστηκε τις σταγόνες της βροχής που κυλούσαν στο παράθυρο. Το αυτοκίνητο σταμάτησε κι ένας πορτιέρης τού άνοιξε να βγει. η στολή του μύριζε νοτισμένη. πίσω από την αυτόματη, περιστρεφόμενη πόρτα, στο φουαγέ, ένας νεαρός εκπρόσωπος του εκδοτικού οίκου, χορηγού της αποψινής συγκέντρωσης, περίμενε τον Σουγκούρο για να τον καλωσορίσει. «Τα θερμά μου συγχαρητήρια! Είναι και για μένα μια ευτυχής συγκυρία». Ο Κουριμότο είχε κάνει την επιμέλεια στο μυθιστόρημα του Σουγκούρο και είχε προσφέρει επιπρόσθετη βοήθεια συλλέγοντας πραγματολογικό υλικό και διευθετώντας σχολαστικά τα στοιχεία από την έρευνα του συγγραφέα. «Σ’ εσένα το χρωστώ». «Υπερβολές. πάντως το βραβείο καθαυτό είναι πολύ σημαντικό, μια και σου απονέμεται για ένα μυθιστόρημα που, τρόπον τινά, κλείνει τον κύκλο τού μέχρι τώρα έργου σου. Θέλεις
ΣΚΑΝΔΑΛΟ
να περάσουμε στην αίθουσα; η κριτική επιτροπή είναι ήδη μέσα και περιμένει». η τελετή άρχισε ακριβώς την ώρα που όριζαν οι ανάγλυφες προσκλήσεις. η επιτροπή και ο βραβευμένος συγγραφέας κάθονταν σε μια υπερυψωμένη πλατφόρμα, εκατέρωθεν ενός ψηλού μικροφώνου· απέναντί τους είχαν ένα κοινό εκατό περίπου ατόμων. Τα εισαγωγικά σχόλια του προέδρου του εκδοτικού οίκου ακολούθησε η ομιλία του Κανό, ενός εκ των μελών της επιτροπής. Ο Σουγκούρο κι ο Κανό ήταν φίλοι πάνω από τριάντα χρόνια. Είχαν κάνει το λογοτεχνικό τους ντεμπούτο σχεδόν ταυτόχρονα. η σχέση τους τότε, ως σχέση μεταξύ νέων συγγραφέων, χαρακτηριζόταν από αμοιβαία επιφύλαξη για τις δημιουργίες τους. Ορισμένες φορές προξενούσαν αποστροφή ο ένας στον άλλο κι άλλοτε πάλι έδιναν την εντύπωση ότι βρίσκονταν σε πλήρη αρμονία. Γύρω στα σαράντα τους, είχαν πλέον διαπιστώσει ξεκάθαρα πόσο πολύ διέφεραν ως συγγραφείς και είχε χαράξει ο καθένας τη δική του πορεία. Ο Κανό, εκφράζοντας ενώπιον των προσκεκλημένων τις εντυπώσεις που είχε αποκομίσει από το μυθιστόρημα του Σουγκούρο, στεκόταν με τον δεξιό του ώμο κυρτωμένο. Και αυτός και ο Σουγκούρο είχαν νοσήσει από φυματίωση σε νεαρή ηλικία κι είχαν υποβληθεί και οι δύο σε χειρουργικές επεμβάσεις αποκατάστασης. Όποτε ένιωθαν κόπωση, πρότασσαν υψωμένο τον ώμο που είχε επωμισθεί το μεγαλύτερο βάρος των εγχειρίσεων. η προχωρημένη ηλικία του Κανό συμπυκνωνόταν στην κυρτότητα του ώμου του. Όπως κι ο Σουγκούρο, που τώρα αντιμετώπιζε και προβλήματα στο ήπαρ, ο Κανό έπασχε εδώ και χρόνια από καρδιακά και είχε πάντα ένα φιαλίδιο με νιτρογλυκερίνη στην τσέπη. «Ο Σουγκούρο ανατράφηκε εδώ, στην Ιαπωνία, ως χριστιανός. Κατά μία έννοια, αυτό ήταν ευλογία, πιστεύω, αλλά και κατάρα».
ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ
Ο Κανό, γνωστός για την ευγλωττία του, άρχισε το λόγο του με φράσεις προορισμένες να κεντρίσουν το ενδιαφέρον και την περιέργεια των παρευρισκομένων ως προς τη βασική θεματολογία της λογοτεχνικής παραγωγής του Σουγκούρο. «η κατάρα του Σουγκούρου έγκειται στο γεγονός ότι πρέπει να απεικονίσει τον Θεό του, ένα ον άπιαστο για μας τους Ιάπωνες, σαν ένα πρόσωπο που μπορεί να τοποθετηθεί σ’ ένα ιαπωνικό σκηνικό. Γι’ αυτόν το λόγο στο ξεκίνημά του δεν είχε οπαδούς. Από την πρώτη του απόπειρα ο Σουγκούρο πάσχιζε να μεταδώσει το κυρίαρχο θέμα του –την ιστορία του Θεού του– σ’ ένα πλήθος Ιαπώνων που κώφευαν. η δική μας γνωριμία αριθμεί πάνω από τριάντα χρόνια, όταν ακόμη ο πόλεμος μάνιζε... Την εποχή εκείνη το πρόσωπό του είχε μόνιμα μια έκφραση κατήφειας». Τριάντα χρόνια πριν... Ο Σουγκούρο έφερε στο νου του το πατάρι ενός μικρού μπαρ, ονόματι φουκουσούκε, κοντά στο σταθμό του Μεγκούρο. Τα παλιά, φθαρμένα χαλάκια από βαμβακερό ύφασμα είχαν ποτίσει ανεξίτηλα τον αέρα με την ταγκή μυρωδιά τους. Ένα απόγευμα καλοκαιριού, ένα απ’ τα ξεθωριασμένα απ’ τον ήλιο στόρια από μπαμπού κρεμόταν λοξά στο παράθυρο, και κάτω στο δρόμο κάποιος έπαιζε μια καραμούζα. πέντ’ έξι νέοι άντρες κάθονταν γερμένοι στους τοίχους του παταριού, με τα χέρια τους να αγκαλιάζουν τα γόνατά τους καθώς ανέλυαν τον Σουγκούρο με κάθε αυστηρότητα. Στο ημερολόγιο τοίχου φιγουράριζε μια κοπέλα με μαγιό και γυαλιά ηλίου. Τα γυαλιά ηλίου ήταν ένας συρμός τον οποίο οι κοπέλες εκείνα τα χρόνια είχαν ξεσηκώσει από τις γυναίκες που πρόσφεραν το κορμί τους στις δυνάμεις κατοχής. Ένας εκ των επικριτών του Σουγκούρο ήταν ο Κανό, ένας λιγνός νεαρός με έντονα ζυγωματικά. «Δεν ξέρω πώς αλλιώς να σ’ το πω, Σουγκούρο, αλλά δεν μπορώ να πιστέψω αυτά που γράφεις». Ο τύπος, ονόματι Σίμπα, σκάλιζε τ’ αυτιά του με το μικρό δάχτυλο όσο μιλούσε.
ΣΚΑΝΔΑΛΟ
«Δεν έχεις ακόμα αυτοπροσδιοριστεί. Εξακολουθείς να γράφεις ό,τι σου κατέβει... και το αποτέλεσμα μοιάζει ψεύτικο». Ο Σουγκούρο δεν μπορούσε να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του Σίμπα. «Σε ορισμένα σημεία τα βιβλία σου είναι λες και – λες και δεν έχεις τον πλήρη έλεγχο της ιστορίας. Όχι ότι είναι κακό να γράφεις για τον Θεό, αλλά μπορεί να φανεί ύποπτο, σαν να ξεπατικώνεις τις δυτικές ιδεολογίες». Ο Σίμπα είχε σηκώσει τα μάτια και κοίταζε τον Σουγκούρο καθώς μιλούσε. Σαν να βυθομετρούσε την πληγή που του προκαλούσε η κάθε του κουβέντα. «Το θέμα είναι ότι μυθοπλασία και δοκίμιο είναι τελείως διακριτά πράγματα. Σκέφτηκες ποτέ κατά πόσο μια εικόνα είναι σε θέση να αντέξει το θεωρητικό βάρος που της φορτώνεις; Εμένα προσωπικά οι πολλές ιδέες μέσα σε μια αφήγηση μου φαίνονται ύποπτες». η ανάγκη του Σουγκούρο να υπερασπιστεί τον εαυτό του τον έπνιγε, αν την κοινοποιούσε όμως, απλώς θα μεγάλωνε το ανεξέλεγκτο χάσμα που ήδη απλωνόταν ανάμεσα σ’ αυτόν και στους φίλους του. Κανείς σας δε διανοείται πόσο δύσκολο είναι για ένα χριστιανό να γράφει στην Ιαπωνία. Μ’ ένα μορφασμό ο Σουγκούρο κατάπιε αυτές τις λέξεις, μαζί με τις λιγοστές γουλιές μπίρας που ’χαν απομείνει στο ποτήρι του. Συγχρόνως, ένα κομμάτι του εαυτού του δεν μπορούσε να αρνηθεί τη μομφή του Σίμπα ότι το έργο του ήταν σε πολλά σημεία ύποπτο. Ένιωθε σαν να κρατούσε πάντα κρυφή μια απόμερη κόχη της καρδιάς του. «Εκείνη την περίοδο ο Σουγκούρο ήταν σαν το κυνηγημένο παιδί της παρέας. Είχαμε φτάσει στο σημείο να τον πιέζουμε να αποκηρύξει το χριστιανισμό. Για όλους εμάς, τους νέους της μεταπολεμικής Ιαπωνίας, η θρησκεία έμοιαζε με την περιγραφή του φρόυντ, σαν μεγέθυνση της πατρικής φιγούρας που προκύπτει από οιδιπόδειο σύμπλεγμα ή σαν το όπιο του μαρ-
ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ
ξιστικού τσιτάτου – μια παράλογη δεισιδαιμονία. Και οι χριστιανοί ήταν υποκριτές που είχαν προδώσει τις ιαπωνικές τους ρίζες – εν πολλοίς, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε για ποιο λόγο ο Σουγκούρο δεν έλεγε να ξεφορτωθεί τον επαχθή, ξενόφερτο Θεό του. Επιπλέον, δεν είχε ασπαστεί το χριστιανισμό ιδία βουλήσει. Απλώς, τον είχαν βαφτίσει όταν ήταν μικρός, κατά διαταγή της μακαρίτισσας της μάνας του. Έτσι, η πίστη του μας φαινόταν απλώς και μόνο σαν επιβεβλημένη συνήθεια. Όπως γνωρίζετε, ο Σουγκούρο σε κατοπινά χρόνια έγραψε πλήθος ιστορικά μυθιστορήματα για τους πρώτους χριστιανούς της Ιαπωνίας, περιγράφοντας τους αξιοθρήνητους πιστούς που εξαναγκάζονταν σε αποστασία από κτηνώδεις αξιωματικούς. πολλές φορές αναρωτήθηκα μήπως ο Σουγκούρο είχε εμένα κατά νου πλάθοντας τους μοχθηρούς αυτούς αξιωματικούς». Το κοινό ξέσπασε σε γέλια. Ο Σουγκούρο χαμογέλασε ειρωνικά, διαπιστώνοντας πόσο καλά μελετημένος και στρατηγικά σχεδιασμένος ήταν ο λόγος του φίλου του. Τα μάτια όλων των ακροατών στη μικροσκοπική αίθουσα ήταν στραμμένα στον Κανό. «Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, προσπαθούσε να απενοχοποιηθεί ισχυριζόμενος ότι ο άνθρωπος που έχει περιέλθει στην εξουσία του Θεού δεν μπορεί ποτέ να Του ξεφύγει. Βεβαίως, κανείς μας δεν έχαφτε τέτοιες μπαρούφες. Ωστόσο, ο Σουγκούρο κατόρθωσε να τεκμηριώσει, και μάλιστα σθεναρά, τον ισχυρισμό αυτό μέσα από τριάντα και πλέον χρόνια μυθιστοριογραφίας. Έχει υιοθετήσει ως κύρια θεματική των γραπτών του την εναρμόνιση της θρησκείας του με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Ιαπωνίας. η απεγνωσμένη τούτη μάχη έχει αποτυπωθεί στις ιστορίες που αφηγείται εδώ και χρόνια. Και το ανά χείρας μυθιστόρημά του συνιστά τον καρπό αυτού ακριβώς του θριάμβου». Ο Κανό είχε δομήσει το ρυθμό της ομιλίας του με τέτοιον τρόπο, ώστε πρώτα να κάνει το κοινό του να γελάσει και κα-
ΣΚΑΝΔΑΛΟ
τόπιν να το παγιδεύσει σφιχτά στα δίχτυα του. Ο ρυθμός αυτός είχε άμεση ανταπόκριση σε πολλές από τις γυναίκες της κατάμεστης αίθουσας. Ο Κανό ήταν εξαιρετικά ευαίσθητος σε τέτοιες αντιδράσεις και έμοιαζε να αξιολογεί αδιαλείπτως την αποτελεσματικότητα του λόγου του με κλεφτές ματιές στα πρόσωπα των παρευρισκομένων. «Όμως, η διακεκριμένη θέση που κατέχει ο Σουγκούρο έγκειται στο γεγονός ότι ουδέποτε θυσίασε τη λογοτεχνία του προς όφελος της θρησκείας. ποτέ δεν υποβίβασε την τέχνη του σε ρόλο υπηρέτη μιας πίστης που άνθρωποι σαν εμένα δε θα μπορούσαν ποτέ να αποδεχτούν. Με άλλα λόγια, ο Σουγκούρο ως μυθιστοριογράφος έχει χωθεί ως το λαιμό σε όλα όσα το θρήσκευμά του αποστρέφεται – στις μοχθηρές, αποκρουστικές, σιχαμερές εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης. Γι’ αυτόν το λόγο η λογοτεχνία του ποτέ δεν υποδουλώθηκε στην πίστη του». Ο Κανό ήξερε πώς να θωπεύει τον εγωισμό του Σουγκούρο. Δικαιολογημένα μιλούσε για τα βάσανα που προξενούσαν αυτά τα διλήμματα στον Σουγκούρο εκείνα τα χρόνια. Θυμόταν τα λόγια ενός ξένου ιερέα που ’χε κερδίσει την εμπιστοσύνη του: «Γιατί δε γράφεις για όμορφα πράγματα, με καλοσύνη;» Ο Σουγκούρο τον ήξερε τον ιερέα παιδιόθεν. πριν τον πόλεμο τριγυρνούσε σαν ρακοσυλλέκτης στις παραγκουπόλεις της Οσάκα και συγχρόνως μεριμνούσε για τους κατατρεγμένους και φρόντιζε τα ορφανά. Οι Ιάπωνες που τον γνώριζαν τον θεωρούσαν αλλοδαπή ενσάρκωση του ρυόκαν, του καλοκάγαθου βουδιστή μοναχού του Μεσαίωνα. Κάθε φορά που ο Σουγκούρο κουβέντιαζε μαζί του, τα μάτια του ιερέα, κοκκινωπά σαν σκούρο κρασί, και το παιδικό του χαμόγελο μαλάκωναν την πεισματάρα του καρδιά. Κάθε φορά που τον αντίκριζε, θυμόταν το απόσπασμα των Μακαρισμών: «Μακάριοι οι πραείς». Μια μέρα ο ιερέας, μ’ ένα βλέμμα που υποδήλωνε κάποιον μεγάλο μύχιο πόνο, είπε χαμηλόφωνα στον Σουγκούρο: «Διά-
ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ
βασα το βιβλίο σου μες στις γιορτές. Είναι γεμάτο δύσκολες λέξεις, αλλά το κατάφερα μολαταύτα. Μου επιτρέπεις να ρωτήσω κάτι;» «Βέβαια». «Γιατί δε γράφεις για όμορφα πράγματα, με καλοσύνη;» Το σχόλιό του και η βαθιά λύπη στην έκφρασή του εξακολουθούσαν να τρυπάνε σαν μαχαιριές την καρδιά του Σουγκούρο κάθε φορά που καθόταν στο μικροσκοπικό του γραφείο με το μολύβι στο χέρι. Ακόμα και τώρα, του ήταν αδύνατον να γράψει έστω κι ένα όμορφο, καλοσυνάτο μυθιστόρημα. η πένα του περιέργως επέμενε στην απεικόνιση της μαυρίλας, του ζόφου, της ασχήμιας που βασίλευε στις ψυχές των χαρακτήρων του. Ως μυθιστοριογράφος, δεν μπορούσε να παραβλέψει ή να αγνοήσει οποιαδήποτε απ’ τις πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Κι ωστόσο ένιωθε ότι, καθώς περιέγραφε τις βαλτωμένες καρδιές των ηρώων του, και το δικό του μυαλό θόλωνε, συννέφιαζε. προκειμένου να σκιαγραφήσει μια αποκρουστική ψυχή, έπρεπε να σιχαθεί και τη δική του. Για να αναπαραγάγει τη ζήλια, αναγκαζόταν να ταπεινωθεί, να βουτηχτεί κι ο ίδιος στο φθόνο. Όσο περισσότερο έγραφε, τόσο πιο έντονη αισθανόταν την αποφορά που ανέδιδε, έστω και ενδόμυχα, ο κάθε άνθρωπος. Μια εποχή, ενόσω έγραφε γι’ αυτή την αποφορά, τον στοίχειωνε διαρκώς το πρόσωπο του ιερέα κι εκείνα τα λόγια του: «Γιατί δε γράφεις για όμορφα πράγματα, με καλοσύνη;» Με τον καιρό ο Σουγκούρο άρχισε να αισθάνεται πως είχε βρει τη δική του, προσωπική απάντηση στο ερώτημα. Είχε την πεποίθηση ότι μια αληθινή θρησκεία οφείλει να ανταποκρίνεται στις σκοτεινές μελωδίες, στους σφαλερούς και απαίσιους ήχους που αντιλαλούν στις καρδιές των ανθρώπων. Και, γράφοντας, η πεποίθηση αυτή έγινε λίγο λίγο βεβαιότητα, λυτρώνοντάς τον απ’ την αμηχανία. «η μοναδικότητα της λογοτεχνικής ματιάς του Σουγκούρο
ΣΚΑΝΔΑΛΟ
έγκειται στην ανακάλυψη ενός άλλου, καινούργιου νοήματος και μιας νέας αξίας για αυτό που η θρησκεία ορίζει ως αμαρτία. φευ, άθρησκος εγώ ο ίδιος, δεν έχω ιδέα τι είναι αυτή η αμαρτία...» Ο Κανό έκανε μια παύση σ’ αυτό το σημείο, αφήνοντας χώρο για μια μικρή, σαρδόνια σιωπή. Σαγηνευμένοι απ’ τη σιωπή, πολλοί στο κοινό άρχισαν να γελάνε. «Αφού πέρασε μια περίοδο ψηλαφώντας το σκοτάδι, στη διάρκεια της οποίας όλο σφρίγος αποτύπωσε τα ανομήματα της ανθρωπότητας, ο Σουγκούρο άρχισε να διακηρύσσει ότι κάθε αμαρτωλή πράξη υποκρύπτει μια λαχτάρα για αναγέννηση. Μέσα σε κάθε αμαρτία, διατείνεται, ελλοχεύει ο πόθος των ανθρώπων να βρουν μια διέξοδο απ’ τις ασφυκτικές ζωές που ζούμε στις μέρες μας. Εγώ θεωρώ πως αυτό είναι το πιο πρωτότυπο στοιχείο της γραφής του Σουγκούρο. Και στο τελευταίο του μυθιστόρημα αυτές οι μοναδικές αντιλήψεις αναπαράγονται με αξιοσημείωτη ωριμότητα». η φωνή του Κανό πήρε έναν τόνο υπόκωφο, σαν να αναπολούσε κάτι από το μακρινό παρελθόν. «Έχουν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια απ’ την πρώτη μου επαφή με τον Σουγκούρο. Εικάζω δε πως την τελευταία δεκαετία πρέπει να διακατέχεται από ένα αίσθημα παρόμοιο μ’ εκείνο που αποτυπώνει ο Μπασό στους στίχους του: Συνοδοιπόρος κανείς στο μονοπάτι αυτό: Σούρουπο φθινοπώρου.
»Όταν ένας συγγραφέας περνάει τα πενήντα, μπορεί μεν να μας εντυπωσιάζουν τα γραπτά του ως παλιούς του φίλους, αλλά δεν είναι σε θέση πλέον να επηρεάσει το έργο μας. Το μόνο που μας απομένει είναι να συνεχίσουμε την ανασκαφή, με την αξίνα, αργά, επίπονα, βαθαίνοντας το λάκκο που είναι η τέχνη του καθενός μας, μέχρι το θάνατό μας. πιστεύω ότι κι ο Σουγκούρο συμμερίζεται αυτή μου την άποψη».
ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ
Με το κοινό του να ακούει προσηλωμένο, ο Κανό ήταν έτοιμος να περάσει στην κατακλείδα της ομιλίας του. Ο Κουριμότο έστεκε πίσω απ’ την τελευταία σειρά των καθισμάτων. Ήταν επιφορτισμένος με καθήκοντα ταξιθέτη για τους αργοπορημένους, όμως την ίδια στιγμή προσπαθούσε να διακρίνει την έκφραση του Σουγκούρο καθώς παραλάμβανε το βραβείο. Μετά την τελετή, ο Σουγκούρο ήθελε να ευχαριστήσει τον νεαρό για τον αφανή του μόχθο κατά τη συγγραφή του μυθιστορήματος. Μια επιμελήτρια ενός άλλου εκδοτικού οίκου στεκόταν πλάι στον Κουριμότο. Ο Σουγκούρο δεν ήξερε τ’ όνομά της, μα όποτε επισκεπτόταν τα γραφεία τους, την πετύχαινε στην είσοδο. Ήταν μικρή το δέμας, ωστόσο τη θυμόταν καλά χάρη στην αύρα γοητείας που περιέβαλλε το στρουμπουλό της πρόσωπο, με τα λακκάκια στα μάγουλα. πίσω απ’ τον Κουριμότο και την κοπέλα είδε ένα τρίτο πρόσωπο. Ο Σουγκούρο πετάρισε τα μάτια. Το πρόσωπο ήταν, αναμφίβολα, το δικό του. Είχε μια έκφραση που έμοιαζε ταυτόχρονα με χαμόγελο ικανοποίησης και με χλεύη. πετάρισε κι άλλο τα μάτια. Κανείς δε στεκόταν πίσω απ’ τους δύο επιμελητές.
η δεξίωση προχωρούσε. Σε διάφορα σημεία της αίθουσας υπήρχαν πηγαδάκια γύρω από δημοφιλείς συγγραφείς και εικονογράφους· όταν ο Σουγκούρο έκλεινε τα μάτια, οι ψιλές, γελαστές φωνές κι ο σαματάς μπερδεύονταν με τα αναρίθμητα βήματα που τράνταζαν το σκληρό δάπεδο, κι όλα μαζί ακούγονταν σαν χοντρό αλεύρι που το χτυπάς με το γουδοχέρι. Άλλοι καλεσμένοι συνωστίζονταν μπροστά στα τραπέζια όπου προσφέρονταν σούσι και νουντλς· ανάμεσά τους ξεχώριζαν από απόσταση τα λευκά πρόσωπα των γυναικών του κέτερινγκ. «Σ’ ευχαριστώ για το λόγο – ήταν υπέροχος». Ο Σουγκούρο
ΣΚΑΝΔΑΛΟ
χτύπησε απαλά τον κυρτό δεξιό ώμο του Κανό, που διασκέδαζε με την πολυλογία του μια ομάδα τριών τεσσάρων επιμελητών. «Αχ, πολύ χαίρομαι – σ’ άρεσε σίγουρα;» Για να καλύψει την αμηχανία του, ο Κανό άλλαξε γρήγορα θέμα. «Σαν αδυνατισμένος μού φαίνεσαι. Όλα καλά;» «Μια χαρά. Αλλά στην ηλικία μας ένα σωρό προβλήματα μπορεί να προκύψουν απ’ τη μια στιγμή στην άλλη». «Αυτό λέγαμε τώρα. Για τη μνήμη μου, που έχει αρχίσει να χειροτερεύει αισθητά τελευταία. Μπορεί να ’χω μόλις διαβάσει ένα βιβλίο και να μη θυμάμαι το παραμικρό. Καμιά φορά, σε πάρτι και μαζώξεις όπως απόψε καλή ώρα, μπορεί να μιλάω με κόσμο και να σπάω το κεφάλι μου και να μην μπορώ να θυμηθώ πού τους ξέρω». «Κι εγώ μια απ’ τα ίδια». «Λένε ότι το πρώτο που σε προδίδει είναι τα μάτια σου, μετά τα δόντια και μετά κάτι άλλο. Σ’ εμένα η σειρά είναι μάτια, μνήμη κι έπειτα δόντια. Και αυτό χωρίς να συμπεριλάβω την καρδιά μου, που μου ’κανε ανέκαθεν νούμερα». «Και τα υπόλοιπα όργανα;» ρώτησε ένας νεαρός επιμελητής. «ποια όργανα; Άσ’ τα να πάνε, κι αυτά μαραμένα. Εσύ, Σουγκούρο, πώς πας απ’ αυτή την άποψη;» Τα μάτια του Κανό σπίθισαν όλο σκανταλιά. «Βέβαια, εσύ είσαι χριστιανός κι έχεις μια υποδειγματική σύζυγο. Αλλά δεν μπορεί, όλο και κάποια κουτσουκέλα θα ’κανες πριν σε πάρουν τα χρόνια. Μη σου πω ότι μπορεί και τώρα να τρέχει τίποτα και να μην το ξέρουμε». «Και πιστεύεις σοβαρά ότι θα κάτσω να πω στον πάσα ένα πράγματα που κρύβω απ’ την ίδια μου τη γυναίκα;» Σε αντίθεση με τις αλλοτινές του αντιδράσεις, ο Σουγκούρο ήξερε πλέον πώς να απαντά στα άκακα πειράγματα του κύκλου του. Αφού κοντοστάθηκε λίγο σ’ ένα πηγαδάκι, απομακρύνθηκε για να χαιρετήσει κάποιους άλλους γνωστούς. Δύο μέλη της o
ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ
γερουσίας του λογοτεχνικού κατεστημένου, ο Σέγκι κι ο Ιγουασίτα, στέκονταν πλάι πλάι και κουβέντιαζαν. «Σουγκούρο, πρόκειται για το κορυφαίο σου βιβλίο». Ο Ιγουασίτα, κριτικός λογοτεχνίας, αναψοκοκκινισμένος και μ’ ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, επέδωσε τον γενναιόδωρο έπαινο στον Σουγκούρο. Μιας κι ήταν παλιά καραβάνα στο σινάφι και απόφοιτος της ίδιας σχολής, πάντα προσπαθούσε να έχει τον Σουγκούρο υπό την προστασία του. «Δε συμφωνείς;» πρόσθεσε ο Ιγουασίτα, θέλοντας να εκμαιεύσει μια αντίστοιχη επιδοκιμασία από τον Σέγκι Μίσιο, επίσης κριτικό. «Εγώ διατηρώ ορισμένες επιφυλάξεις», είπε ο τροφαντός Σέγκι μ’ ένα μειδίαμα, «αλλά σήμερα είναι μέρα συγχαρητηρίων, οπότε θα κρατήσω την άποψή μου για τον εαυτό μου». «Μην του δίνεις και πολλή σημασία. Ο Σέγκι μια ζωή κακόβουλος ήτανε». «Είναι κομμάτι της δουλειάς μου ως κριτικού να είμαι κακόβουλος». Τέτοιες στιχομυθίες ήταν συνηθισμένες στους λογοτεχνικούς κύκλους. Επί τριάντα και πλέον χρόνια ο Σουγκούρο είχε ακούσει αμέτρητους παρόμοιους διαλόγους σε πάρτι, σε μπαρ και σε στρογγυλές τράπεζες. Μα καθώς παρίστανε ότι απολάμβανε το νερωμένο ποτό που του ’χε φέρει μια σερβιτόρα, αναρωτιόταν ποια πτυχή του μυθιστορήματός του μπορεί να απομόνωνε ο Σέγκι για να βάλει εναντίον της, κι ένιωθε σχεδόν σίγουρος ότι ήξερε ποια θα ήταν. Αλλά και αρνητικές να είναι οι κριτικές τους, τι μπορώ να κάνω; διαμαρτυρήθηκε σιωπηλά, αν και συνέχισε να χαμογελάει. Σ’ αυτό το βιβλίο έχω βρει την αρμονία της ζωής και της γραφής μου. Και δεν υπάρχει περίπτωση να τη διαταράξω, ό,τι και να λένε ο ένας κι ο άλλος. Θυμήθηκε όλο ικανοποίηση το σχόλιο του Κουριμότο, ότι το τελευταίο μυθιστόρημα ολοκλήρωνε τον κύκλο του έργου του. Όταν ένας ακόμη καλεσμένος ήρθε να υποβάλει τα σέβη του στους δύο κριτικούς, ο Σουγκού-
ΣΚΑΝΔΑΛΟ
ρο εκμεταλλεύτηκε τη διακοπή και απομακρύνθηκε προς ένα άλλο πηγαδάκι. «Σενσέι;» Μια γυναίκα που ο Σουγκούρο δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του, γύρω στα είκοσι εφτά με είκοσι οχτώ την έκανε, τράβαγε με περισσή οικειότητα το μανίκι του. Μια κηλίδα από κραγιόν λέκιαζε τα δόντια της, που άστραψαν σ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Στο δεξί της χέρι έσφιγγε ένα αναμμένο τσιγάρο, στο αριστερό ένα ποτό. «Σενσέι, δε με θυμάσαι;» Ο Σουγκούρο ανοιγόκλεισε τα μάτια. Όπως είχε πει κι ο Κανό, στην ηλικία του πολύ συχνά ξεχνούσε ονόματα και πρόσωπα ανθρώπων που ’χε συναντήσει μόνο μια δυο φορές. «Ντροπή σου, αυτό έχω να πω». Ο τόνος της και πάλι οικείος· γέλασε. «Στο Σιντζούκου γνωριστήκαμε. Εγώ καθόμουν στη γωνία κι έφτιαχνα πορτρέτα περαστικών...» «Τι πράγμα;» «Στην οδό Σακούρα. Κάνεις πολύ τολμηρά πράγματα σ’ αυτόν το δρόμο, Σενσέι». «Με μπερδεύετε με κάποιον άλλο. Δε γνωριζόμαστε». «Μη μου το παίζεις αθώα περιστερά. Μου ’χες πει ότι θα ’ρχόσουν στην γκαλερί να δεις τους πίνακές μας. Δε θυμάσαι;... η φίλη μου σου ’κανε το πορτρέτο. Και μετά...» πρέπει να ’ταν μεθυσμένη: σφίγγοντας ακόμα το σακάκι του Σουγκούρο, του ’κλεισε το μάτι με νόημα. η κηλίδα του κραγιόν στα δόντια τη φωτογράφιζε ως αδελφή ψυχή των εκκολαπτόμενων ζωγράφων και των επίδοξων ηθοποιών που περιφέρονταν στους δρόμους του Σιντζούκου και του ροπόντζι. «Κάποιο λάθος κάνετε». «Δεν πειράζει, καταλαβαίνω. Δε θες να μάθει ο κόσμος ότι το κάψαμε οι τρεις μας τις μικρές ώρες. Γιατί είσαι καλός χριστιανός. Βέβαια, πρέπει να ξεχωρίζουμε την προσποίηση απ’ την πραγματικότητα...» Ο Σουγκούρο τράβηξε το σακάκι του απ’ τον κλοιό των χε-
ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ
ριών της και προσπάθησε να ενσωματωθεί σ’ ένα άλλο πηγαδάκι. Ένας φωτογράφος από μια εφημερίδα είχε μόλις στρέψει τη μηχανή του προς το μέρος του, κι ο Σουγκούρο άφησε ενστικτωδώς ένα πιεσμένο χαμόγελο. «πω πω, άψογη πόζα!» κάγχασε η κοπέλα στο πλάι του. «Άραγε τι ήταν, Σενσέι; προσποίηση ή πραγματικότητα;» Οι γύρω καλεσμένοι στράφηκαν προς το μέρος τους. Ήταν φανερό ότι όλοι τους κάρφωναν με το βλέμμα τον Σουγκούρο. Εκείνος σήκωσε επιτηδευμένα τους ώμους, σαν να ’λεγε «δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει», αν και αναγκαστικά συνέχισε να χαμογελά. Ο Κουριμότο παρενέβη και συνόδευσε την κοπέλα ως την πόρτα. Όταν επέστρεψε, είπε: «Χίλια συγγνώμη. Δεν ξέρω με ποιον ήρθε. Την έβαλα στο ασανσέρ και την έστειλα στο καλό». «Δεν ήξερα τι να κάνω. Ήταν απίστευτα επίμονη...» Ο Σουγκούρο ανησυχούσε μήπως ο Κουριμότο κατά βάθος τον θεωρούσε ύποπτο. «Είπε ότι γνωριστήκαμε ένα βράδυ στην οδό Σακούρα, στο Σιντζούκου». «Ναι, το άκουσα, είχε πολύ διαπεραστική φωνή». «Κατά πού πέφτει η Σακούρα;» «Στο Καμπούκι-τσο...» Ο Κουριμότο κόμπιασε προς στιγμήν. «Είναι ένας δρόμος όλο στριπτιζάδικα και τσοντάδικα». «Έλεγε ότι εκεί με είδε να σουλατσάρω». «Κι όταν την έβγαλα έξω, αυτό έλεγε. Εγώ της τα ’πα ένα χεράκι – ότι δεν υπήρχε περίπτωση να έχεις πατήσει το πόδι σου σε τέτοιο μέρος». Ο Σουγκούρο έγνεψε καταφατικά, ανακουφισμένος. Ο Κουριμότο ήταν βλοσυρός τύπος και κατά πάσα πιθανότητα θα επαναλάμβανε την ίδια ακριβώς άρνηση σε όλους όσοι είχαν ακούσει την κοπέλα – την άρνηση ότι η ιστορία της περιείχε έστω κι ένα ψήγμα αλήθειας...
ΣΚΑΝΔΑΛΟ
η βροχή είχε κόψει, αλλά ο δρόμος ήταν διάστικτος από νερόλακκους. Άδεια ταξί τρέχαν το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, πιτσιλώντας τα πάντα στο πέρασμά τους. η κοπέλα σήκωσε το χέρι για ταξί, μα έπειτα, σαν ν’ άλλαξε γνώμη, άρχισε να προχωρά προς το σταθμό Τόκιο. Ένας ξαφνικός αέρας φούσκωσε τη μαύρη κάπα που φορούσε. Στον Κομπάρι, που την είχε πάρει στο κατόπι, θύμισε νυχτερίδα που απλώνει τα φτερά της. Κοντά στην είσοδο του μετρό τής είπε: «Δε σας φέρθηκαν και με το γάντι στη δεξίωση, έτσι;» Εκείνη κοντοστάθηκε, το σώμα της πέτρωσε. «Θες κάτι;» «Συγγνώμη αν σας τρόμαξα. Γράφω σ’ ένα εβδομαδιαίο περιοδικό. Βέβαια, ως έντυπο δεν είναι τόσο αριστοκρατικό όσο οι αποψινοί μας χορηγοί και μεγαλοεκδότες. Αλλά αυτή είναι η γοητεία του». Συνέχισε με μια μικρή ανάκριση, μία μέθοδο που είχε υιοθετήσει ως μέρος της δουλειάς του. «Ήταν ψευδείς οι ισχυρισμοί σας, έτσι δεν είναι; Ότι ο κύριος Σουγκούρο περιφέρεται στα χαμαιτυπεία του Σιντζούκου. Εγώ προσωπικά δεν πιστεύω λέξη». «πίστευε ό,τι θες. Άμα έχεις ήδη καταλήξει ότι τα βγάζω απ’ το μυαλό μου, τι με ρωτάς;» «Εφόσον αληθεύει, θέλω κι άλλα στοιχεία. Με το αζημίωτο, εννοείται». «Τέτοιες βρομιές εγώ δεν κάνω. Θα πας μετά και θα τα γράψεις όλα στο περιοδικό σου». «Όχι βέβαια», διαμαρτυρήθηκε αμέσως ο Κομπάρι. «Δεν έχω καμία πρόθεση να τα δημοσιεύσω. Απλώς έχω μια προσωπική περιέργεια – κατά πόσο ο κύριος Σουγκούρο θα σύχναζε όντως σ’ ένα τέτοιο μέρος». «Εγώ δεν έχω κανένα λόγο να πω ψέματα. Κατά πρώτον, ο ίδιος ο κύριος Σουγκούρο με προσκάλεσε». «Σοβαρά; Σου ’στειλε πρόσκληση για τη βράβευση; ρωτάω απλώς γιατί θέλω να το επιβεβαιώσω – ήταν σίγουρα ο ίδιος που σε κάλεσε;»
ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ
«Και βέβαια ήταν». «Σε ποιο ύψος της Σακούρα πρωτογνωριστήκατε;» «Έξω από ’να μαγαζί, τις Μελένιες. Την ώρα που έβγαινε». «Είσαι όντως ζωγράφος;» «Γιατί; Έχεις κάτι με τους ζωγράφους;» «Και κάνεις κι εκθέσεις;» «Εσένα τι σ’ ενδιαφέρει;» «Θα μπορούσα να γράψω ένα άρθρο για σένα στο περιοδικό, ως παρουσίαση ενός νέου ταλέντου». Της έδωσε την κάρτα του. Εκείνη την πήρε, η φωνή της όμως είχε ακόμα μια χροιά θυμού καθώς αποκρινόταν: «Έχω και σε λίγες μέρες έκθεση, σε μια γκαλερί κοντά στην οδό Τακεσίτα, στο Χαρατζούκου. Στις 27 του μήνα». «Τέλεια. Τώρα πες μου τι ξέρεις για τον Σουγκούρο». Ο Κομπάρι τής έριξε ένα σιροπιασμένο βλέμμα, αποθέτοντας το χέρι του στον ώμο της. Εκείνη το ’σπρωξε πέρα και κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά του μετρό, με την κάπα της να ανεμίζει. «περίμενε! περίμενε, γαμώ το! Τουλάχιστον στείλε μου μια πρόσκληση για τα εγκαίνια της έκθεσης!» φώναξε ο Κομπάρι απ’ την κορφή της σκάλας, μα η ζωγράφος είχε ήδη γίνει καπνός. Ώστε λέει αλήθεια... Ο Κομπάρι ένιωσε λες κι η αόριστη εντύπωση που του μετέδιδε κάθε φορά η όποια δημοσιευμένη φωτογραφία του Σουγκούρο, σε περιοδικά κι εφημερίδες, είχε επιτέλους αποκτήσει ειδικό βάρος. Εσχάτως δεν είχε καθόλου πάρε δώσε με τη λογοτεχνία, αν και στα φοιτητικά του χρόνια είχε τον διακαή πόθο να γίνει συγγραφέας κι ο ίδιος. Όμως, ακόμη και τότε δεν μπορούσε με τίποτα να υποφέρει τη μυρωδιά θρησκοληψίας που ανέδιδαν οι σελίδες του Σουγκούρο. Μας ρίχνει στάχτη στα μάτια ο μπάσταρδος, μονολογούσε.
ΣΚΑΝΔΑΛΟ
Ως φοιτητής, ο Κομπάρι είχε βρει την έμπνευσή του στον διαλεκτικό υλισμό και ένιωθε άβολα απέναντι σε ανθρώπους σαν τον Σουγκούρο, που παραπλανούσαν τις μάζες με την πίστη στο όπιο της θρησκείας. Στα αισθήματα αυτά μπλέκονταν και μνήμες των παιδικών του χρόνων. Μικρός, πήγαινε κάθε τόσο στην προτεσταντική ενορία της γειτονιάς για μαθήματα αγγλικών. η διοπτροφόρος, άβυζη καθηγήτρια τον είχε αντιπαθήσει απ’ την πρώτη στιγμή και πολλές φορές τον έλουζε με ειρωνείες και προσβολές. Ο λόγος ήταν ότι ο Κομπάρι καθόταν μόνο για τα μαθήματα αγγλικών κι έφευγε τρέχοντας με το που έμπαινε ο ιερέας για την κατήχηση. Στα κατοπινά χρόνια πάντα σκεφτόταν αυτή την καθηγήτρια κάθε φορά που άκουγε τη λέξη «θρησκεία». Κατέβηκε τα σκαλιά, αλλά η κοπέλα δεν ήταν ούτε στα εκδοτήρια ούτε στη στάση της γραμμής Ιμπίγια. Ο Κομπάρι ήταν τόσο απορροφημένος από το ηδονικό αίσθημα –σαν φούσκωμα στο στήθος–, που δεν τον ένοιαζε. Ο διασυρμός ενός συγγραφέα που επέμενε να ξερνοβολάει τις ίδιες πομπώδεις ιστορίες, άξιζε κάθε θυσία. Ένας μεγάλος σε ηλικία δημοσιογράφος, το θυμόταν καλά, ήταν υπεύθυνος για την παραίτηση του Τανάκα, του πρωθυπουργού, απ’ το αξίωμά του, και καθώς περίμενε το τρένο, επαναλάμβανε διαρκώς –σχεδόν σιγοτραγουδώντας– το όνομα του μαγαζιού που ’χε αναφέρει η κοπέλα: «Μελένιες, Μελένιες». Το τρένο ανέδιδε παντού τη δυσοσμία του καθημερινού μόχθου. Ο Κομπάρι πιάστηκε από μια χειρολαβή μπροστά σε μια κοπέλα που καθόταν με τα πόδια της ορθάνοιχτα, άχαρα, και σ’ έναν μεσόκοπο άντρα που κύκλωνε με κόκκινο μαρκαδόρο ονόματα αλόγων σ’ ένα δελτίο ιπποδρομιών. Συλλογίστηκε και πάλι τη δεξίωση. Είχε εισβάλει απρόσκλητος, αναζητώντας υλικό για κάποιο άρθρο, και κατά τύχη είχε βρεθεί δίπλα ακριβώς στον Σουγκούρο όταν η κοπέλα τον άρπαξε απ’ το μανίκι. Είχε διακρίνει στο πρόσωπο του Σουγκούρο έναν τρόμο,
ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ
κάτι πολύ πιο έντονο από μια απλή αμηχανία. Απόδειξη ότι η κοπέλα δεν έλεγε ψέματα. Απατεώνα! Ίσως να ’χε ανακαλύψει την ουσιαστική πηγή της κακοπιστίας του απέναντι στα βιβλία του Σουγκούρο. Ιδού ένας άνθρωπος που κάνει μπανιστήρι σε στριπτιζάδικα και χαϊδολογάει βιζιτούδες σε κωλάδικα, κι έπειτα με το ίδιο χέρι καταθέτει στην αιωνιότητα υψιπετείς φράσεις γεμάτες ηθικολογία. Το σακάκι που τραβολογούσε η κοπέλα έμοιαζε φτιαγμένο από ακριβό ύφασμα. Συγκρίνοντάς το με τα δικά του ρούχα, η έχθρητα ξεχείλισε και πάλι μέσα του. Έστρεψε τα μάτια στο σκοτάδι που απλωνόταν έξω απ’ τα παράθυρα του βαγονιού. Όταν έφτασε στο διαμέρισμά του, κάθισε πλάι στην αναμαλλιασμένη, κοιμισμένη σιλουέτα της γυναίκας με την οποία συζούσε και ήπιε ό,τι είχε απομείνει στην μπουκάλα του ουίσκι.
Δυο τρεις μέρες μετά, ο Κομπάρι επισκέφθηκε ένα τμήμα της συνοικίας Καμπούκι-τσο στο Σιντζούκου, που του ήταν πολύ οικείο – την περιοχή με τα στριπτιζάδικα και τα χαμάμ στη σειρά. Δε δυσκολεύτηκε να βρει τις Μελένιες – ήταν στο ισόγειο ενός κτιρίου με τη γενική επωνυμία Porn Emporium, του οποίου οι όροφοι περιλάμβαναν τσοντοσινεμά, μαγαζιά με πορνοπεριοδικά, και χαμάμ. Όταν ο Κομπάρι μπήκε στο ασανσέρ, ήταν νωρίς το βραδάκι, και το μέρος δεν είχε προσελκύσει ακόμα πολλούς θαμώνες. Μολαταύτα, το ασανσέρ έζεχνε μπαγιάτικη βαρβατίλα. Έδειξε στον τύπο στην είσοδο μια φωτογραφία του Σουγκούρο, που ’χε κόψει από μια ανθολογία πρόζας, και ρώτησε: «Είναι τακτικός πελάτης ο κύριος;» Ο υπάλληλος απάντησε γενικά και αόριστα: «Έχουμε ένα σωρό πελάτες. Λες να θυμάμαι του καθενός τα μούτρα;» Ακόμα και οι έμποροι σαρκός λες κι ένιωθαν την υποχρέωση να τηρήσουν εχεμύθεια ως προς τα μυστικά της πελατείας
ΣΚΑΝΔΑΛΟ
τους εφόσον δεν επρόκειτο για έρευνα της αστυνομίας. Μάλιστα, όταν ρώτησε δυο τρεις ακόμα εμπόρους που δούλευαν στο κτίριο, έλαβε την ίδια απάντηση και το ίδιο κενό μειδίαμα. Οι τύποι αυτοί δεν ήταν οι μόνοι που κοιτούσαν τον Κομπάρι με περιφρόνηση. Όταν αφηγήθηκε το όλο συμβάν της δεξίωσης σ’ έναν παλιό κολλητό απ’ τη σχολή, που ’χε δουλέψει μαζί του σε μια λογοτεχνική επιφυλλίδα του πανεπιστημίου, το πρόσωπο του φίλου του χλόμιασε από δυσαρέσκεια. «Δε φαντάζομαι να την πίστεψες;» Αισιοδοξώντας ότι ο φίλος του θα ’παιρνε το μέρος του, ο Κομπάρι δεν μπόρεσε να κρύψει την απογοήτευσή του, απαντώντας: «Τι ύφος είν’ αυτό;» «Σ’ έχει καταπιεί για τα καλά η λάσπη, έτσι;» είπε κοφτά εκείνος. «φτιάχνεσαι δηλαδή με τέτοια όνειρα; Ότι θα αποκαλύψεις ένα τελείως αβάσιμο σκάνδαλο και θα διασύρεις ένα συγγραφέα του διαμετρήματος του Σουγκούρο; Βέβαια, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, τέτοιο κλίμα επικρατεί γενικά στα έντυπα τώρα τελευταία». Ο Κομπάρι παρεξηγήθηκε, όμως η σκέψη ότι αυτός και μόνο ήταν σε θέση να ταρακουνήσει συθέμελα το λογοτεχνικό κατεστημένο και το αναγνωστικό κοινό, ηλέκτριζε με μια άφατη ηδονή τη ραχοκοκκαλιά του.
Σε κάθε επαγγελματικό του ραντεβού ή νυχτερινή έξοδο με συναδέλφους από εφημερίδες, ο Κομπάρι επέλεγε ως σημείο συνάντησης τη Χρυσή Λεωφόρο στο Σιντζούκου. Γυρνώντας έπειτα σπίτι, περνούσε μέσα απ’ το Καμπούκι-τσο. Όσες φορές κι αν σεργιάνισε τους δρόμους του, ωστόσο, δεν πέτυχε ούτε τον Σουγκούρο ούτε τη νεαρή ζωγράφο. Ήταν σχεδόν έτοιμος να τα παρατήσει. Όμως αργά μια νύχτα, τη στιγμή που αγόραζε ένα εισιτήριο για το μετρό απ’ το μηχάνημα στη στάση Σιντζούκου, έστρεψε τυχαία το βλέμμα
ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ
προς την είσοδο του σταθμού κι αυτό που αντίκρισε του έκοψε την ανάσα. Ένας άντρας, το προφίλ του οποίου έμοιαζε τρομερά με του Σουγκούρο, πήγαινε προς την πιάτσα των ταξί παρέα με μια κοπέλα με γυαλιά. Δίχως να περιμένει για τα ρέστα του, ο Κομπάρι έτρεξε στο κατόπι τους, αλλά το ζευγάρι είχε ήδη φύγει με το πρώτο ταξί. Μπήκε στο επόμενο κι είπε στον οδηγό να το ακολουθήσει. Μέσα απ’ το πίσω παρμπρίζ του προπορευόμενου ταξί, ο Κομπάρι παρατηρούσε την κοπέλα, που ’χε γείρει το κεφάλι στον δεξιό ώμο του άντρα. Το ταξί διέσχιζε τη λεωφόρο Κόσου με κατεύθυνση προς το Γιογιόγκι. Στο τέλος ο ταξιτζής τού είπε κάπως αμήχανα: «Στα μπουρδελοξενοδοχεία τούς πάει – να συνεχίσω;» «Ναι. Άσε με λίγο πιο κάτω από κει που θα κατέβουν». Στο Γιογιόγκι το πρώτο ταξί σταμάτησε στην είσοδο μιας έπαυλης με επιβλητική πύλη. Το ταξί του Κομπάρι γλίστρησε απαρατήρητο και πάρκαρε εβδομήντα με ογδόντα μέτρα παρακάτω. Στο μεταξύ το ζευγάρι είχε γίνει άφαντο. Ο Κομπάρι πλησίασε την είσοδο της έπαυλης. Μια μεταλλική πινακίδα στην πύλη έγραφε «Ξενοδοχείο Κύκνος». Μια δεντροστοιχία από κέδρους των Ιμαλαΐων εκτεινόταν ολοσκότεινη από την πύλη μέχρι την παλιά, ψηλή πόρτα για τις άμαξες. Ο Κομπάρι ρώτησε το ρεσεψιονίστ, αλλά αυτός τον απέπεμψε απότομα, αρνούμενος πως είχε δει το ζευγάρι που περιέγραφε.
Ο Σουγκούρο επαναλάμβανε καθημερινά το προσκύνημα απ’ το σπίτι του στο γραφείο που νοίκιαζε στα περίχωρα του Χαρατζούκου, μιας και δεν μπορούσε να γράψει ούτε λέξη στα ξενοδοχεία και στις πανσιόν όπου δούλευαν πολλοί ομότεχνοί του. Του ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί αν δεν καθόταν στο γνώριμο γραφειάκι του στη μικροσκοπική καμαρούλα που ’ταν γεμάτη απ’ τις μυρωδιές του κορμιού του.
ΣΚΑΝΔΑΛΟ
Υπήρχαν κι άλλες προαπαιτούμενες συνθήκες. Από μακρά, πολυετή πείρα, ήξερε πως το δωμάτιο έπρεπε να είναι μικρό και σκοτεινό και να συντηρείται σε φυσιολογικά επίπεδα υγρασίας. Το γραφείο του είχε τρία δωμάτια, εκτός από κουζίνα και μπάνιο. Στο πιο μεγάλο δεχόταν τους όποιους επισκέπτες του. Εκεί συναντιόταν με υπεύθυνους εκδοτικών οίκων και δημοσιογράφους. Το μεσαίο δωμάτιο ήταν η κρεβατοκάμαρά του τα βράδια που δούλευε ως αργά. Ο ζωτικός χώρος όπου έγραφε, προφανώς χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη από τους πρωτύτερους νοικάρηδες, μια οικογένεια αλλοδαπών. Ο ήλιος με το ζόρι το ’βλεπε, κι εξαιτίας της βαριάς κουρτίνας που κρεμόταν στο παράθυρο, ήταν αναγκασμένος να έχει τη λάμπα αναμμένη ακόμα και μέρα μεσημέρι. Όμως, αφ’ ης στιγμής οι συνθήκες αυτές εναρμονίζονταν απόλυτα με τις απαιτήσεις του υποσυνειδήτου του, είχε μετατρέψει το δωματιάκι σε χώρο μελέτης. Την προηγούμενη χρονιά ένας φωτογράφος είχε έρθει να βγάλει μερικές φωτογραφίες το γραφείο του για ένα αφιέρωμα σ’ ένα περιοδικό, με τίτλο «Το εργαστήρι του συγγραφέα». Όταν ο Σουγκούρο τού εξήγησε για ποιους λόγους είχε επιλέξει το μικρότερο δωμάτιο για το γράψιμο, ο φωτογράφος έσπευσε να δηλώσει: «Ο χώρος είναι σαν μήτρα. πρέπει να σας διακατέχει μεγάλη επιθυμία επιστροφής στην ασφάλεια της μήτρας». Και είχε προσθέσει ότι η λαχτάρα για τη μήτρα ήταν ένα ύπουλο ορμέμφυτο επιστροφής σ’ εκείνη την κατάσταση πριν η ζωή σαλέψει μες στη μήτρα της μητέρας – όταν ακόμα κοιμόμασταν πλέοντας στο αμνιακό υγρό. Με άλλα λόγια, δεν ήταν τόσο λαχτάρα για ζωή, όσο επιθυμία θανάτου, αιώνιας ανάπαυσης. Κάθε πρωί, μόλις ξεκλείδωνε την πόρτα του γραφείου του, ο Σουγκούρο πήγαινε στο μικροσκοπικό καμαράκι και καθόταν στην καρέκλα του, την ίδια που χρησιμοποιούσε εδώ και χρόνια. πρώτα κοιτούσε τη φωτογραφία της νεκρής του μητέρας, που κρεμόταν στον τοίχο. Έπειτα κοιτούσε όλο στοργή τη λάμπα του, το ρολόι, που μετρούσε το χρόνο πιστά, και τον
ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ
κινέζικο πενοστάτη του. η έκφραση της μητέρας του στη φωτογραφία άλλαζε από μέρα σε μέρα. Άλλοτε έμοιαζε πανευτυχής κι άλλοτε κατηφής. Ο Σουγκούρο ένιωθε ότι τα σημάδια που ’χε αφήσει στη ζωή του ήταν βαθιά. Είχε βαφτιστεί εξαιτίας της δικής της επιρροής. Όπως και να ’χει, τα μυθιστορήματα που είχε γράψει την τελευταία δεκαετία –η φωνή της σιωπής, Στην ερημιά και Ο απεσταλμένος– είχαν ολοκληρωθεί με καθημερινό μόχθο, όπως των μυρμηγκιών που κουβαλάνε σπόρο το σπόρο την τροφή στη φωλιά τους. Αναμφίβολα, το ίδιο ίσχυε και για πολλούς ακόμα συγγραφείς, όμως για τον Σουγκούρο η διαδικασία συγγραφής της όποιας μυθοπλασίας έμοιαζε με ταξίδι σ’ έναν άλλο πλανήτη δίχως χάρτη. Επιφυλακτικός ων, ποτέ δε διανοούνταν να ξεκινήσει ένα τέτοιο ταξίδι προτού ολοκληρώσει κάθε απαραίτητη προετοιμασία, από την προσεκτική επιλογή των θεματικών μέχρι το χρόνο που θα απαιτούσε η συγκέντρωση του υλικού του. Και πάλι, υπήρχαν πολλές στιγμές που δεν είχε ιδέα προς τα πού οδηγούνταν η αφήγηση, και το μόνο που διέκρινε στο αχνό φως ήταν το αμυδρό περίγραμμα της αφετηρίας του. Ο δρόμος μπροστά του ήταν καλυμμένος από σκοτάδι αδιαπέραστο σαν πέπλο. Επί δεκαπέντε συναπτά έτη είχε ξεκινήσει για πολλά τέτοια κοπιώδη ταξίδια, βρίσκοντας το δρόμο του στα τυφλά, κι όλα μες στα λιγοστά τετραγωνικά της ίδιας αυτής καμαρούλας. Με τη βράβευση να είναι πλέον παρελθόν, ο Σουγκούρο γευόταν τη γνώριμη πίκρα του λογοτεχνικού ταξιδιού μες στο γραφείο του. Θέλοντας να καταστρώσει ένα καινούργιο διήγημα, τράβηξε την κουρτίνα και κάθισε σκυφτός σαν ωρολογοποιός στο χλομό φως της λάμπας. Αλλά, μολονότι κράτησε κάποιες σημειώσεις, η συνήθης έμπνευση δεν τον επισκέφθηκε. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, πέρναγε πάνω από δώδεκα ώρες την ημέρα σ’ αυτή την απομίμηση χειρωνακτικής εργασίας, ακούγοντας μονάχα τους ήχους του μολυβιού του στο
ΣΚΑΝΔΑΛΟ
χαρτί, κι απολάμβανε την προσπάθεια παρά τη συνοδό οδύνη. Μα τώρα τελευταία η χαρά που ζέσταινε την καρδιά του είχε πέσει σε νάρκη. Αφήνοντας το μολύβι, προσπάθησε να ξορκίσει τα άγχη που έβλαπταν το έργο του. Το πρόσωπο και τα λόγια της μεθυσμένης κοπέλας που του είχε τριφτεί στη δεξίωση δεν έλεγαν να φύγουν από πάνω του, ανεξίτηλα σαν το λεκέ από μελάνι στο μεσαίο του δάχτυλο. «Στο Σιντζούκου γνωριστήκαμε. Κάνεις πολύ τολμηρά πράγματα σ’ αυτόν το δρόμο, Σενσέι... Δεν πειράζει, καταλαβαίνω. Δε θες να μάθει ο κόσμος ότι το κάψαμε οι τρεις μας τις μικρές ώρες». Μια αύρα σαρκικής οικειότητας, μαζί με την μπόχα του αλκοόλ, κόλλαγε σε κάθε λέξη που ξεστόμιζε μέσα απ’ τα λεκιασμένα από κραγιόν δόντια της. Ήταν τελείως παράλογο να τον έχουν καθηλώσει τόσο τα σχόλια μιας μεθυσμένης κοπέλας. Γύρισε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι απότομα πέντ’ έξι φορές και ξαναδιάβασε ένα κομμάτι του χειρογράφου. πάντα έγραφε την πρώτη εκδοχή των βιβλίων του με μικροσκοπικά γράμματα, έκανε τις διορθώσεις από πάνω με χρωματιστό μολύβι ή στυλό κι έπειτα προσλάμβανε μια γραμματέα για να του τα δακτυλογραφήσει. Ίσως να ’φταιγε η προχωρημένη του ηλικία, αλλά προσφάτως ο ύπνος του ήταν πολύ ελαφρύς, κι έβλεπε κάμποσα όνειρα μες στην ίδια νύχτα. Όλα τα όνειρα ήταν ξεκάθαρα, διακριτά· μόλις τελείωνε το καθένα, ξυπνούσε μονομιάς. Με το που ξυπνούσε, κοίταζε λίγο με διάπλατα μάτια το σκοτάδι· η σκέψη του γεμάτη από το θάνατο που αργά ή γρήγορα θα τον κυρίευε. φέτος είχε κλείσει τα εξήντα πέντε.
πήρε ένα στυλό από τον πενοστάτη κι άλλαξε τη φράση «Όλα τα όνειρα ήταν...» γράφοντας αντ’ αυτού «Τα όνειρα, ανεξαιρέτως, ήταν...» Την ώρα που έκανε τη διόρθωση, προαι-
ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ
σθάνθηκε ότι τα γηρατειά θα ήταν το κύριο θέμα του διηγήματος. Χτύπησε το τηλέφωνο. Σήκωσε το ακουστικό, εκνευρισμένος με τη διακοπή, κι άκουσε τη γνώριμη, σοβαρή φωνή του συνομιλητή του. «Ο Κουριμότο είμαι. Ήθελα να ρωτήσω πώς πάει το καινούργιο διήγημα». «Είμαι περίπου στα μισά». «ποιος θα ’ναι ο τίτλος;» «Σκέφτομαι να το πω Τα χρόνια της παρακμής του». Ο Κουριμότο έμεινε για λίγο σιωπηλός. Έπειτα είπε: «Λυπάμαι πολύ για το χτεσινοβραδινό επεισόδιο. Ναι, με την κοπέλα την πιωμένη. Γινόταν χαμός στην είσοδο, κι ακόμα δεν έχω καταφέρει να βρω ποιος την έφερε». «Κι ούτε θα τον βρεις. Θέλω να πω, κι εγώ πρώτη φορά στη ζωή μου τη βλέπω». Ο Σουγκούρο έδωσε έμφαση στην τελευταία φράση και περίμενε την αντίδραση του Κουριμότο. «Στην πραγματικότητα, έχουμε λάβει και μια κάρτα υπ’ όψιν σου. φαίνεται πως είναι της ιδίας. Το όνομα στην κάρτα είναι Χινά Ισιγκούρο. προφανώς δεν έλεγε ψέματα σχετικά με τη δουλειά της. Είναι μια πρόσκληση για έκθεση σε γκαλερί». «Και από πού συμπεραίνεις ότι πρόκειται για την ίδια κοπέλα;» «Γιατί από πίσω...» είπε ο Κουριμότο και κόμπιασε, «γράφει: “Ψεύτη. Είσαι ψεύτης, Σενσέι”... Τι θέλεις να την κάνω;» Ο Σουγκούρο πήγε να πει ότι δεν τον ενδιέφερε, μα δίστασε. Δεν ήθελε να δει την κάρτα, αλλά ούτε και να την αφήσει στα χέρια του Κουριμότο. «Δεν ξέρω. Στείλ’ τη μου, εκ περιεργείας». Γέλασε φιλικά, ελπίζοντας ότι ο νεαρός επιμελητής δεν είχε αισθανθεί την ταραχή του. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, τον έπιασε ακόμα μεγαλύτερη ταραχή.
ΣΚΑΝΔΑΛΟ
Δεν το βάζει κάτω. Θυμήθηκε με τι επιμονή κρεμόταν απ’ το σακάκι του στη δεξίωση κι ένιωσε έναν αδιόρατο κίνδυνο – ότι δε θα μπορούσε να αποσιωπήσει την υπόθεση αν κάποια στιγμή έπαιρνε μεγάλες διαστάσεις. Για να διώξει την ανησυχία, πετάρισε τα μάτια πολλές φορές σερί· το συνήθιζε. Τη μεθεπομένη, η κάρτα που του είχε προωθήσει ο Κουριμότο ήταν ανάμεσα στην αλληλογραφία του. Χινά Ισιγκούρο, όνομα που θυμίζει καλλιτέχνιδα, και μάλιστα γραμμένο πάνω στην πρόσκληση με πινέλο. προς μεγάλη του έκπληξη, ανακάλυψε ότι η έκθεση θα λάβαινε χώρα σε μια γκαλερί της οδού Τακεσίτα, κοντά στο γραφείο του. Όπως ακριβώς του το ’χε διαβάσει ο Κουριμότο, στο πίσω μέρος της κάρτας ήταν γραμμένο το μήνυμα «Ψεύτη. Είσαι ψεύτης, Σενσέι». Ο Σουγκούρο απέστρεψε το βλέμμα, σαν να ’χε αντικρίσει ζοφερό οιωνό, έπειτα έσκισε την πρόσκληση και πέταξε τα κομμάτια στο καλάθι των αχρήστων. πριν λίγες μέρες είδα στον ύπνο μου ότι συνάντησα τον Ακουταγκάουα ρυούνο-σούκε. φορούσε ένα τσαλακωμένο καλοκαιρινό κιμονό και καθόταν με σταυρωμένα χέρια και χαμηλωμένα μάτια. Δεν έβγαλε άχνα, μα άξαφνα σηκώθηκε, τράβηξε την κουρτίνα από μπαμπού που κρεμόταν πίσω του και μπήκε στη διπλανή κάμαρα. Ήξερε πως η κάμαρα αυτή ήταν ο κόσμος των νεκρών. Μετά από λίγο όμως η κουρτίνα άνοιξε πάλι κι ο Ακουταγκάουα ξαναμπήκε στο δωμάτιο όπου καθόμουν.
Ο Σουγκούρο έγραψε το κείμενο σκυφτός πάνω απ’ το γραφείο του κι έπειτα το διάβασε μεγαλόφωνα για να ελέγξει το ύφος. Το συγκεκριμένο απόσπασμα δεν ήταν μυθοπλασία, αλλά πραγματική εμπειρία που ’χε ζήσει κάνα δίμηνο πριν. Θυμόταν πως όταν ξύπνησε μες στη μαύρη νύχτα από το όνειρο εκείνο, η γυναίκα του κοιμόταν γαλήνια στο πλάι του.
ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ
Βέβαια, δεν της είχε μιλήσει για το όνειρο. Απ’ τον καιρό που ο γιος του, ο Τατσουνοσούκε, υπάλληλος μιας εταιρείας εισαγωγών-εξαγωγών, είχε μεταναστεύσει στην Αμερική με τη σύζυγό του, τη Μασάκο, ο Σουγκούρο φρόντιζε να μην αναφέρει ποτέ στη γυναίκα του οτιδήποτε μπορούσε να τη στενοχωρήσει έστω και στο ελάχιστο. Μάλιστα, από το γάμο τους και εντεύθεν, σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς, πρότασσε την ιδιότητά του ως ευσυνείδητου συζύγου και πατέρα – όχι επειδή ήταν χριστιανός, αλλά διότι γνώριζε ότι η τυπική εικόνα του συγγραφέα ως «αλήτη» ήταν ξένη προς τη φύση του. Ό,τι κι αν έγραφε στα βιβλία του, είχε αποφασίσει πως στην καθημερινότητά του και στα μάτια του κόσμου ήθελε να ’ναι ένας απλός, συνηθισμένος πολίτης. Έτσι, στη σχέση του με τη γυναίκα του, σπανίως έκανε οτιδήποτε υπήρχε περίπτωση να ταράξει την ισορροπία που είχαν επιφέρει στον κοινό τους βίο. Δις εβδομαδιαίως, η γυναίκα του ερχόταν και του καθάριζε το γραφείο. Εκείνες τις ώρες φορούσε το προσωπείο του καλού οικογενειάρχη, με ύφος αλλιώτικο απ’ αυτό που είχε όσο έγραφε. Όμως για τον Σουγκούρο, το να ενδύεται μια διαφορετική όψη δε σήμαινε σε καμία περίπτωση δολιότητα, ούτε υποδήλωνε προσποίηση κι υποκρισία. η γυναίκα του, που έπασχε από αρθριτικά, είχε πόνους στα γόνατα και στις κλειδώσεις τις βροχερές ημέρες και το φθινόπωρο. η νόσος ήταν προϊόν της εξουθενωτικής φροντίδας που ’χε προσφέρει στον άντρα της τριάντα χρόνια πριν, στη διάρκεια της μακράς του νοσηλείας στην κλινική και των τριών επεμβάσεων στο θώρακα. Όταν έκανε κρύο, αισθανόταν βαθιά υπόχρεος απέναντί της, παρατηρώντας τη να τρέχει πέρα δώθε με την ηλεκτρική σκούπα. Έτσι και πρότεινε το ενδεχόμενο κάποιας οικιακής βοηθού, εκείνη πάντα γελούσε κι έγνεφε αρνητικά. Τις περιόδους που τα άκρα της δεν πονούσαν, καμιά φορά βγαίναν μαζί για φαΐ κι έπειτα πήγαιναν περίπατο. Ακολου-
ΣΚΑΝΔΑΛΟ
θούσαν πάντα την ίδια διαδρομή: κατηφόριζαν το δρόμο που περνούσε απ’ το γραφείο του, διέσχιζαν το πάρκο του Γιογιόγκι και επέστρεφαν στο γραφείο από το Ομότε Σαντό. Κάθονταν μαζί σ’ ένα παγκάκι, κοιτώντας τα πλήθη των νέων που έπαιζαν μπάντμιντον. Ακόμα κι αν δεν αντάλλασσαν ούτε λέξη, ύστερα από τριάντα και πλέον χρόνια έγγαμου βίου υπήρχε ανάμεσά τους μια συγκροτημένη ηρεμία, σχεδόν απτή στον Σουγκούρο όσο η γυναίκα του καθόταν στο πλευρό του. Όταν μπροστά του είχε τα χαρτιά ενός χειρογράφου, ήταν ο συγγραφέας που ατένιζε τα βάθη της ψυχής του κι εξόρυσσε ό,τι κρυβόταν μέσα τους. Μα ως σύζυγος, φρόντιζε να μην εκθέτει εαυτόν πέρα από τα στοιχειώδη όρια. Μ’ αυτό τον τρόπο έδειχνε τη συμπαράστασή του στη γυναίκα του, που ’χε ανατραφεί σε χριστιανικό περιβάλλον και φοιτήσει σε θρησκευτικό σχολείο. Το Σαββατοκύριακο, αφότου ο Σουγκούρο έκανε κομμάτια την πρόσκληση για την έκθεση ζωγραφικής, η γυναίκα του δεν μπορούσε να ’ρθει στο γραφείο εξαιτίας μιας αβαρίας στο σόι της, κι έτσι ο ίδιος πέρασε και Σάββατο και Κυριακή στο γραφειάκι του, κάνοντας διορθώσεις στο διήγημα. Τα απογεύματα εκείνα, πίσω απ’ την κλειστή κουρτίνα άκουγε αχνές στο βάθος τις χαρωπές φωνές πλήθους ανθρώπων. Βγήκε απ’ το γραφείο και κατηφόρισε το στενό, απότομο μονοπάτι την ώρα που ο απογευματινός ήλιος είχε πάρει να χλομιάζει. Όπως πάντα, ο περίπατός του τον οδήγησε στο πάρκο του Γιογιόγκι. Εσχάτως, τα δρομάκια προς το πάρκο ήταν κατάμεστα από αγέλες νέων αγοριών και κοριτσιών –γνωστά πλέον στο Τόκιο ως «η γενιά του μπαμπού», από το όνομα μιας μπουτίκ στο Χαρατζούκου που πούλαγε ρούχα για πανκ– καθώς και ανθρώπων που στέκονταν και τα κοιτούσαν με γουρλωμένα μάτια. Σχημάτιζαν κύκλους και πηγαδάκια εδώ κι εκεί και χόρευαν αλλοπρόσαλλους χορούς με εκκωφαντική μουσική υπόκρουση από κασετόφωνα. Και τα δύο φύλα ντύνονταν o
ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ
με μακριά, λευκά και ροζ φορέματα σαν παραδοσιακές ενδυμασίες της Κορέας, και ακόμα κι οι νεαροί έβαζαν ρουζ στα μάγουλα. Οι ομάδες ποίκιλλαν από κύκλο σε κύκλο, κι η καθεμιά τους χόρευε με το βήμα που όριζε ο αρχηγός της. Ο Σουγκούρο στάθηκε μαζί με το μπουλούκι των θεατών και παρατηρούσε το χορό πλάι σ’ έναν τουρίστα που κινηματογραφούσε με μια κάμερα οχτώ χιλιοστών. Όταν ήταν στην ηλικία αυτών των παιδιών, η Ιαπωνία πολεμούσε με την Κίνα, ως προοίμιο ενός ακόμη μεγαλύτερου πολέμου. η ανάκληση τέτοιων γεγονότων ήταν σαν αντανακλαστικό στους ανθρώπους της γενιάς του: δεν μπορούσε με κανέναν τρόπο να ανακόψει τη μνήμη. πισωπατώντας για να βγει από το πλήθος, ο Σουγκούρο κατά λάθος πάτησε μια κοπέλα που στεκόταν πίσω του. «Αχ, χίλια συγγνώμη!» η κοπέλα έσμιξε τα μάτια της καλοσυνάτα και του έσκασε ένα γλυκό χαμόγελο. Όμως το πρόσωπό της γρήγορα συστράφηκε σ’ ένα μορφασμό πόνου, και σήκωσε το δεξί της πόδι. Με έγνοια ειλικρινή, ο Σουγκούρο ρώτησε: «Σας πόνεσα; Μήπως να βγάζατε το παπούτσι να το κοιτάξω;» «Δεν είναι τίποτα». η κοπέλα χαμογέλασε ζορισμένα. «Ελάτε, καθίστε στο παγκάκι... Να δούμε μη σας έκανα καμιά ζημιά». Εκείνη κάθισε κι έβγαλε τα παπούτσια του τένις που φορούσε, λασπωμένα στις μύτες, και τις κάλτσες της. φαινόταν τρομερά αμήχανη. «Καλά είμαι». «Εμένα το δεξί μού φαίνεται λίγο κόκκινο. Μήπως να πετιόμασταν σε κάνα φαρμακείο;» «Μια χαρά είμαι». «Τουλάχιστον επιτρέψτε μου να σας κεράσω ένα αναψυκτικό, κάτι». Έδειξε τους πάγκους που κάλυπταν διαδοχικά την περιφέρεια του πάρκου, πουλώντας ό,τι βάζει ο νους, από χοντ ντογκ μέχρι χορτοφαγικές τηγανίτες. «Τι να σας φέρω;»
ΣΚΑΝΔΑΛΟ
«Καλά είμαι, λέμε...» «Χαρά μου να σας κεράσω κάτι». «Μια κόκα κόλα, άμα είναι». Όταν επέστρεψε με το αναψυκτικό της σ’ ένα χάρτινο κυπελάκι, εκείνη κούναγε το πόδι της πέρα δώθε. «Σου φαίνεται ενδιαφέρον το σκηνικό, κύριος;» «Εσείς οι νέοι έχετε απίστευτη ενέργεια». «Το μέρος βράζει από παππούδες σαν κι εσένα. που τους ενδιαφέρουν κυρίως οι πιτσιρίκες». «Σοβαρά; Δε θα ’ναι και πολλοί, φαντάζομαι». «Καλέ, χαμός γίνεται. Μας πιάνουν την κουβέντα στο Ομότε Σαντό. Μεσόκοποι, μέχρι και γέροι σαν εσένα...» «Και τι λένε;» η κοπέλα τού ’σκασε κι άλλο χαμόγελο, αυτή τη φορά πιθανώς επειδή της ήταν δύσκολο να βρει κάτι να πει. «Και υπάρχουν κορίτσια που δέχονται;» «Εννοείται. Αλλά οι μικρές, του γυμνασίου, φτάνουν το πολύ μέχρι Β. Μετά θέλουν φράγκα». «Β;» «Δεν ξέρεις τι είναι τα Α, Β, Γ;» Χωρίς καμιά πονηριά, σαν να απαριθμούσε ονόματα δημοφιλών τραγουδιστών της ποπ, του εξήγησε ότι Α ήταν τα φιλιά, Β το χούφτωμα και Γ το τελευταίο στάδιο. Είχε αφράτα μάγουλα. Ο Σουγκούρο έκαιγε από φθόνο για τη ζωή που απλωνόταν ακόμη ατέλειωτη μπροστά της, σε αντίθεση με τη δική του. «Εσύ πόσω είσαι, κύριος;» «Εγώ είμαι γέρος άνθρωπος». «’Ντάξει, δεν είσαι και κάνα σάψαλο». «Εσύ φτάνεις μέχρι το Β;» «Εγώ;... Όχι βέβαια». «Δηλαδή, έχετε τέτοια ανάγκη από χαρτζιλίκι, νέα παιδιά;» «πώς δεν έχουμε!» Τα μάτια της έσμιξαν σ’ ένα ακόμα φι-
ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ
λικό χαμόγελο. «Οι δικοί μου τη βγάζουν με τρεις κι εξήντα. Ούτε ψιλά δε μου δίνουν». «Ο πατέρας σου εργάζεται, έτσι δεν είναι;» «Τον χτύπησε μια μηχανή πριν τέσσερα χρόνια, στη Μιγιαμασουζάκα. Οπότε η μάνα μου κατέληξε να πουλάει ασφάλειες πόρτα πόρτα. Και τη λυπάμαι, δε μου πάει η καρδιά να τη μαδήσω». «Μα τα χρειάζεσαι όντως τα λεφτά;» «Ε, πώς, φίλοι, συνάδελφοι βρισκόμαστε και βγαίνουμε. Κι εκτός αυτού... μ’ αρέσει ν’ αγοράζω δωράκια για τον αδελφό μου τον μικρό». Ο Σουγκούρο χαμογέλασε στο άκουσμα της μεγαλίστικης λέξης «συνάδελφοι». «Λύκειο πας;» «Γυμνάσιο». Χμμ, γυμνάσιο μεν, αλλά κοίτα κορμί το άτιμο, μονολόγησε ο Σουγκούρο, κοιτώντας πάλι στα κλεφτά τα στήθη που ωρίμαζαν και τα χυτά μπούτια σφιγμένα απ’ το ξέθωρο τζιν. Τα κορίτσια της δικής του νιότης, όπως κι αν ήτανε τα στήθη τους, δεν είχαν τα τροφαντά μπούτια αυτής της μικρής. «πού μένεις;» «Κι εσένα τι σε κόφτει;» «Με παρεξήγησες. Απλώς σκέφτηκα ότι ίσως μπορούσα να σου βρω καμιά δουλειά, μερικής απασχόλησης, αν χρειάζεσαι χρήματα...» «Δουλειά; Τι δουλειά;» Χαμογελούσε πάλι φιλικά. «Τα γυμνασιόπαιδα απαγορεύεται να εργάζονται. Με μια φίλη μου, είχαμε πιάσει δουλειά στα MacDonald’s. Τους είχαμε πει ψέματα, ότι πάμε λύκειο, αλλά μας κατάλαβαν με τη μία και μας διώξανε». «Όπως και να ’χει, δεν πρέπει να μιμείσαι τα κακά κορίτσια. Όσους άντρες σού κάνουν τέτοιες προτάσεις, πρέπει να τους αγνοείς».
ΣΚΑΝΔΑΛΟ
Με το που έπιασε το κήρυγμα ο Σουγκούρο, η μικρή χαμήλωσε τα μάτια και βάλθηκε να σκαλίζει το χώμα με τη μύτη του παπουτσιού της. «Να πηγαίνω κι εγώ σιγά σιγά». Καθώς σηκωνόταν απ’ το παγκάκι, ο Σουγκούρο πρόσεξε ότι τα αθλητικά της ήταν σχεδόν διαλυμένα. «Για περίμενε λίγο». Έβγαλε το πορτοφόλι απ’ την τσέπη του. η μικρή περιεργαζόταν κάθε του κίνηση, το χέρι που ψαχούλευε το πορτοφόλι, αλλά όταν πήρε ένα πεντοχίλιαρο και της το πρόσφερε, έκανε πίσω, επιφυλακτική. «Άμα μου δώσεις το λόγο σου ότι δε θα κάνεις ανηθικότητες, είναι δικό σου. πήγαινε αγόρασε ένα ζευγάρι παπούτσια, ή ό,τι άλλο θες. Και θα προσπαθήσω να σκεφτώ κάποια δουλειά. πάρε με σ’ αυτό τον αριθμό, αν σ’ ενδιαφέρει». Έγραψε το τηλέφωνό του σ’ ένα κομμάτι χαρτί κι έπειτα απομακρύνθηκε χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Ένιωθε αηδιασμένος με τον εαυτό του, με την παρορμητικότητά του να δώσει τόσα λεφτά σε μια στιγμή συναισθηματισμού. Το ίδιο βράδυ στο σπίτι είπε στη γυναίκα του για το περιστατικό με τη μικρή καθώς εκείνη έπλεκε. «Άμα πηγαίνει γυμνάσιο και δεν την παίρνουν αλλού, μπορεί να ’ρχεται να μου καθαρίζει το γραφείο, τι λες;» «Ξέρω γω; Μπορεί, δεν ξέρω. Σοβαρά τώρα, θες να την προσλάβεις;» «Θέλω, ναι. Της υποσχέθηκα ότι θα της βρω δουλειά. Και θα γλυτώσεις κι εσύ την ταλαιπωρία». Στενοχωριόταν τρομερά κάθε φορά που την έβλεπε να σπρώχνει την ηλεκτρική σκούπα μαλάζοντας τις αρθρώσεις των χεριών της, που πονούσαν απ’ τη χειμωνιάτικη υγρασία. «Δεν είναι και τόσο μεγάλος κόπος». «Ξέρω, απλά...» Κατά κανόνα δε συζήταγε ποτέ τα του νοικοκυριού με τη γυναίκα του, αυτή τη φορά όμως είχε διατρανώσει τη θέλησή του πεισματικά. Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. η γυναίκα του
ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ
δε θα ’ταν πλέον αναγκασμένη να παλεύει με την ηλεκτρική σκούπα με βροχή και με κρύο κι η μικρή δε θα ’χε λόγο να υποκύπτει σε ανήθικες προτάσεις.
Τη μικρή τη λέγαν Μορίτα Μιτσού, και τη δεύτερη τρίτη φορά που του καθάρισε το γραφείο, η γυναίκα του Σουγκούρο, που αρχικά είχε αμφιβολίες, φάνηκε να ικανοποιείται. «Είναι χρυσό κορίτσι τελικά. Έτσι που μου την είχες περιγράψει, αναρωτιόμουν μήπως ήταν ελαφρώς του δρόμου, αλλά στην πραγματικότητα είναι αθώα σαν μικρό παιδί». Ο Σουγκούρο έγνεψε καταφατικά, με ανακούφιση. «Ψυχούλα είναι. Όταν την είδα πρώτη φορά και μου χαμογέλασε, σκέφτηκα ότι μπορεί να ’ταν και λίγο χαζούλα». «Απ’ ό,τι λέει, έχει δυο μικρότερους αδελφούς και μια αδελφούλα. Τις προάλλες που της έδωσα ένα κομμάτι κέικ, δεν το ’φαγε, ήθελε να το πάει στ’ αδέλφια της. Κατασυγκινήθηκα. φαίνεται ότι η εγχείριση που έκανε ο πατέρας της μετά το ατύχημα δεν πήγε και πολύ καλά, και τα μέσα του είναι μαύρο χάλι». η γυναίκα του είχε ήδη εκμαιεύσει απ’ τη Μιτσού πλήθος πληροφορίες για την οικογένειά της. Σύμφωνα με τη γυναίκα του Σουγκούρο, η Μιτσού ήταν ακόμα πιο αγαθή απ’ ό,τι φανταζόταν ο ίδιος. Το πρώτο εκείνο απόγευμα Σαββάτου είχε περάσει απ’ το γραφείο του μετά το σχολείο και, ακολουθώντας τις οδηγίες της γυναίκας του, έβαλε σκούπα κι έτριψε το νεροχύτη. Με τη νεανική ευρωστία της, κατάφερε να ξεπεράσει σε αποτελεσματικότητα την αρθριτική σύζυγο του Σουγκούρο, κατεβάζοντας κούτες γεμάτες περιοδικά από τη σκάλα στην αποθήκη του θυρωρού και βοηθώντας μέχρι και στα ψώνια. Μέσα σε δυο βδομάδες είχε εμπεδώσει την όλη διαδικασία, κι ακόμα και χωρίς εκείνη μπορούσε να κάνει λαμπίκο το σαλονάκι και το μπάνιο, τραγουδώντας διάφορα ποπ σουξέ όσο καθάριζε.
ΣΚΑΝΔΑΛΟ
Κάνοντας διάλειμμα μια μέρα απ’ το γράψιμο, ο Σουγκούρο κάθισε στον καναπέ και την παρατηρούσε επί το έργον. «Τι είν’ αυτό που τραγουδάς;» Ο ίδιος δεν ήξερε ούτε τα ονόματα των τραγουδιστών που ήταν στη μόδα, αλλά απ’ τη Μιτσού έμαθε διάφορους δημοφιλείς ερμηνευτές, όπως τους Κιον-Κιον και Σιμπουγκάκι-τάι. «Σενσέι, νόμιζα ότι δεν υπάρχει κάτι που να μην το ξέρεις, να όμως που υπάρχει». Σβήνοντας την ηλεκτρική, βάλθηκε να πειράζει τον Σουγκούρο, που ακόμα μπέρδευε μεταξύ τους μοντέρνους τραγουδιστές όπως τον Τόσι-τσαν και τον Ματσί όσες φορές και να τους είχε δει στην τηλεόραση. «Έχω πλήρη άγνοια για τον κόσμο των νέων σαν εσένα». «Σενσέι, θες να σου μάθω μερικές εκφράσεις που λέμε στο σχολείο; Ξέρεις τι σημαίνει “καφεδιάζομαι”;» «Ιδέα δεν έχω». «Είναι όταν σταματάς στην καφετέρια μετά το σχολείο, στο δρόμο για το σπίτι. “Τζάμι” ξέρεις τι θα πει;» «Εκτός απ’ το κανονικό τζάμι, όχι». «Το λες όταν γίνεται κάτι κι είσαι χαρούμενος, όταν είσαι ευτυχισμένος· επειδή είναι ξενέρωτο να πεις “είμαι ευτυχισμένος”. Τις μανάδες μας τις λέμε “γριές”! “Τσουρνεύω” θα πει κλέβω. “Σύχαμα” είναι αρχικά, απ’ το “συνεσταλμένες χαμουρίτσες ανάφτρες”. “Λουφάρω” σημαίνει κάνω κοπάνα απ’ το μάθημα και “κρυφή πληγή” λέμε την κοπέλα που παριστάνει την ανήξερη στο σεξ». Ο Σουγκούρο, συνεπαρμένος απ’ τις φράσεις που ξεστόμιζε τη μια μετά την άλλη, τις κατέγραψε όλες. Όταν η Μιτσού στρωνόταν στη δουλειά, το πρόσωπό της κοκκίνιζε, και στάλες ιδρώτα σχηματίζονταν στα μάγουλα, στο πιγούνι και στο λαιμό της. Όποτε ο Σουγκούρο αντίκριζε αυτές τις αχνά γυαλιστερές σταγόνες, τον έπιανε σκοτοδίνη σχεδόν, σαν να μύριζε στους πέντε πόντους ένα λουλούδι με ιδιαί-
ΣΙΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ
τερα έντονο άρωμα. Στα νοτισμένα μάγουλα και στον υγρό της λαιμό ένιωθε πως υπήρχε κάτι που ο ίδιος είχε χάσει πια. «Είναι απίστευτο σε τι δουλευταρού εξελίσσεται», είπε μια μέρα η γυναίκα του. Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Δε χαίρεσαι τώρα που την προσέλαβα;» «Σκέφτομαι, μήπως να την έπαιρνα μαζί μου στην εκκλησία;» «Θα βαρεθεί, μωρέ. Άσ’ το καλύτερα. Άμα όμως πάρει λίγο ακόμα το κολάι, μπορούμε να κάνουμε οι δυο μας εκείνο το ταξίδι στο Ναγκασάκι, που όλο το αναβάλλουμε». Εδώ και καιρό ο Σουγκούρο ήθελε να πάει τη γυναίκα του εκδρομή στο Ναγκασάκι μόλις γλύκαινε λίγο ο καιρός. Το Ναγκασάκι και τα περίχωρά του εμφανίζονταν σε πολλά βιβλία του, αλλά εκείνη δεν το είχε επισκεφθεί ποτέ· και το περίμενε το ταξίδι πώς και τι. Το ίδιο βράδυ που έκανε τη σχετική κουβέντα στη γυναίκα του, ο Σουγκούρο είδε ένα όνειρο. Είδε πως κοιτιόταν στον καθρέφτη του μπάνιου στο γραφείο του. Του προκαλούσε κατάπληξη το πόσο γερασμένος φαινόταν. ρυτίδες και ζάρες πλαδαρής επιδερμίδας κύκλωναν τα μάτια του, και γύρω απ’ το πιγούνι του υπήρχαν πλήθος άσπρα στίγματα, τόσο μικροσκοπικά, που ήταν θαρρείς και τα ’χε χαράξει με τη μύτη οδοντογλυφίδας. Όταν έσκυψε να τα παρατηρήσει, συνειδητοποίησε πως ήταν άσπρες κοντές τριχούλες. πόσο είχε γεράσει... κι ο θάνατος πλησίαζε ολοένα. Ξύπνησε αναστατωμένος. Από το διπλανό κρεβάτι άκουγε την απαλή, ρυθμική ανάσα της γυναίκας του που κοιμόταν. η αναπνοή της πάντα του θύμιζε τον ήχο του ρολογιού στο γραφείο του. Ο χτύπος εκείνος του πρόσφερε ένα απερίγραπτο αίσθημα γαλήνης όσο δούλευε σκυφτός. Έτσι και ο ήχος της νυχτερινής ανάσας της γυναίκας του ζωντάνευε εικόνες της ειρηνικής συνύπαρξης που ’χαν συντηρήσει στα χρόνια του γάμου τους. Σ’ αυτές τις ανάσες μύριζε τον άσπιλο κόσμο που κουβαλούσε εντός της απ’
ΣΚΑΝΔΑΛΟ
τα νιάτα της. Ήταν η ανάσα γυναίκας μεγαλωμένης με την απαρασάλευτη αγάπη των γονιών και των αδελφών της, μιας γυναίκας που ποτέ δεν ένιωσε την παραμικρή αμφιβολία για τις μύχιες σκέψεις και τη σταδιοδρομία του συζύγου της. Αυτή η σιγουριά καμιά φορά τον εξωθούσε στο φθόνο και ξεσήκωνε μέσα του μια αποστροφή που ποτέ δεν είχε διανοηθεί να εξωτερικεύσει. Κάτι τέτοιες στιγμές ο κόσμος της γυναίκας του του έδινε την αίσθηση μιας σαπουνόφουσκας. Έπειτα από λίγο αποκοιμήθηκε πάλι και είδε ένα άλλο όνειρο. Είδε ξανά τον καθρέφτη του μπάνιου (δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο τώρα τελευταία τα όνειρά του ήταν γεμάτα καθρέφτες), όμως αυτή τη φορά η Μιτσούκο στεκόταν μπρος του, φορώντας μονάχα ένα φρεσκοπλυμένο, λουλουδάτο βρακάκι. Κοίταζε τον καθρέφτη χαμογελώντας, χωρίς να ξέρει πως εκείνος την παρατηρούσε. Μέσα απ’ τα μισάνοιχτα χείλη της έβλεπε τα δόντια της και μια λεπτή ίνα σάλιου: η εικόνα παραήταν αισθησιακή για ένα τόσο μικρό κορίτσι. Τότε φάνηκε πως είχε καταλάβει ότι ο Σουγκούρο ήταν κρυμμένος πίσω απ’ την πόρτα κι επίτηδες χαμογελούσε έτσι. Του φώναξε, χωρίς να γυρίσει: «Θα θυμώσει η γυναίκα σου». Ξύπνησε. Είχε ακόμα μπροστά του το γελαστό πρόσωπο. η γυναίκα του κοιμόταν μακάρια. Μες στο σκοτάδι, ο Σουγκούρο ένιωσε βαθιά ντροπή για το πρόστυχο όνειρο. Συγχρόνως, επειδή ήταν όνειρο, δεν ένιωθε υπόλογος. Είναι μάταιο να νιώθεις αμηχανία ή ντροπή για ένα όνειρο. Όμως συνειδητοποίησε ότι, κατά πάσα πιθανότητα, θα θυμόταν το όνειρο αυτό κάθε φορά που η Μιτσού θα πήγαινε να καθαρίσει το γραφείο, κι ένιωσε παράξενα. Στο ημερολόγιό του έγραψε, με τρόπο πλάγιο, «είδα ένα κακό όνειρο» και τίποτ’ άλλο, με τον ενδόμυχο φόβο μην τυχόν μετά το θάνατό του κάποιος επιπόλαιος εκδότης αποφασίσει να το εκδώσει.