TAVARES sel_Final_Layout 1 21/03/2012 1:33 ΜΜ Page 5
ΓΚΟΝΣΑΛΟ Μ. ΤΑΒΑΡΕΣ
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ c
Μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΑ
ΑθΗΝΑ ψυΛΛΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
TAVARES sel_Final_Layout 1 21/03/2012 1:34 ΜΜ Page 6
Η παρούσα μετάφραση πραγματοποιήθηκε με την επιχορήγηση του Instituto Português do Livro e das Bibliotecas. ❧ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤυΠΟυ: Gonçalo M. Tavares, Jerusalém
Copyright Gonçalo M. Tavares 2005 by arrangement with Literarische Agentur Mertin Inh. Nicole Witt e.K., Frankfurt am Main, Germany © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2011 ©
Έτος 1ης έκδοσης: 2012 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5437-9
TAVARES sel_Final_Layout 1 21/03/2012 1:34 ΜΜ Page 7
ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Ερνστ και Μύλια. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τέοντορ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Χάνα, Τέοντορ, Μύλια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τέοντορ, Χάνα, Μύλια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ερνστ, Μύλια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τέοντορ, Μύλια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Χίνερκ, Χάνα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Χάνα, Χίνερκ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Οι τρελλοί. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κάας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Χίνερκ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Γκόμπερτς, Τέοντορ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τέοντορ, Γκόμπερτς, Κράους . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Γκόμπερτς, Τέοντορ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ευρώπη 02 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τέοντορ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κάας , Χίνερκ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τέοντορ, Κάας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τέοντορ, Κάας, Τόμας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τόμας, Τέοντορ, Κάας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Χίνερκ, Κάας, Ερνστ, Μύλια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Γκόμπερτς, Μύλια, Λαντς, Γκόντικε, Βίσλιτς, Γκάντα, Τίνκα, Βίτολντ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ερνστ, Μύλια, Χίνερκ, Χάνα, Τέοντορ . . . . . . . . . . . . . . . . . Ερνστ, Μύλια, Κάας, Τέοντορ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Χάνα, Χίνερκ, Τέοντορ, Μύλια, Γκότγενς . . . . . . . . . . . . . . . Ερνστ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
..
9
..
20
..
23
..
26
..
40
..
42
..
47
..
52
..
56
..
63
..
68
..
74
..
79
..
85
..
90
..
101
..
104
..
108
..
110
..
113
..
119
..
121
..
131
..
134
..
138
..
141
TAVARES sel_Final_Layout 1 21/03/2012 1:34 ΜΜ Page 8
8
Τέοντορ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κάρλ, Ερνστ, Γκόμπερτς . . . . . . . . . . . Ερνστ, Γκόμπερτς, Μύλια, Χίνερκ . . . . Ερνστ, Μύλια, Χίνερκ, Τέοντορ, Χάνα . Μύλια . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Μύλια, Ερνστ, Χίνερκ . . . . . . . . . . . . .
..................
148
..................
154
..................
158
..................
169
..................
175
..................
177
TAVARES sel_Final_Layout 1 21/03/2012 1:34 ΜΜ Page 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
Ερνστ και Μύλια
[ 1 ]
Ο Ερνστ Σπένγκλερ βρισκόταν μόνος στη σοφίτα του, με το
παράθυρο ήδη ανοιχτό, έτοιμος να πηδήξει, όταν ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. Μία φορά, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι, επτά, οκτώ, εννιά, δέκα, έντεκα, δώδεκα, δεκατρείς, δεκατέσσερις. Ο Ερνστ απάντησε.
Τέσσερις το πρωί της 29ης Μαΐου, κι η Μύλια δεν καταφέρνει να κοιμηθεί. Ο διαρκής πόνος, προερχόμενος απ’ το στομάχι, ή ίσως από πιο χαμηλά, από πού ακριβώς προέρχεται ο πλατύς πόνος, που δεν ανήκει σε ένα σημείο; Ίσως απ’ το μέρος κάτω απ’ το στομάχι, απ’ την κοιλιά. Το βέβαιο είναι πως ήταν τέσσερις το πρωί και δεν είχε ξεκουραστεί ούτε λεπτό. Κλείνει κανείς τα μάτια όταν φοβάται να πεθάνει;
9
Η Μύλια έμενε στον πρώτο όροφο, στον αριθμό 77 της οδού Μόλτκε. Καθισμένη σε μια άβολη καρέκλα, σκεφτόταν τις θεμελιώδεις λέξεις της ζωής της. Πόνος, σκέφτηκε, πόνος ήταν μια βασική λέξη. Εγχειρίστηκε μια φορά, ύστερα κι άλλη, τέσσερις φορές είχε εγχειριστεί. Και τώρα αυτό. Αυτός ο θόρυβος στο κέντρο του σώματος, στο μεδούλι. Η αρρώστια της ήταν ένας τρόπος να καλλιεργήσει την αντίσταση στον πόνο ή την επιθυμία να πλησιάσει κάποιο θεό. Η Μύλια μουρμούρισε: η εκκλησία είναι κλειστή τη νύχτα.
10
TAVARES sel_Final_Layout 1 21/03/2012 1:34 ΜΜ Page 10
Σηκώθηκε. Η Μύλια ήταν μια γυναίκα αδύνατη, αλλά γερή. Δεν χρησιμοποιούσε τα δάχτυλα για μικροπράγματα. (Πολλές φορές επαναλάμβανε τη φράση: να μη χρησιμοποιώ τα δάχτυλα για μικροπράγματα.) Συγκεντρωνόταν· ήξερε πως είχε λίγα χρόνια ζωής· ήρθε η αρρώστια: θα μείνουμε μαζί μερικά χρόνια, ύστερα εκείνη θα παραμείνει κι εγώ θα φύγω. Εντάξει λοιπόν, έπρεπε να συγκεντρώσει όση ενέργεια υπάρχει στις μέρες ή υπάρχει στο σώμα και κατευθύνεται στις μέρες, να τη συγκεντρώσει –την ενέργεια– όπως σε ένα ρολό κρέας, να είναι έτοιμη να δράσει. Παραλείποντας τα μικροπράγματα. Τα δάχτυλα πρέπει να αγγίζουν μόνο ό,τι είναι πυκνό, ό,τι είναι βασικό· το επείγον πρέπει να συμπίπτει με το βασικό, μ’ αυτό που μεταβάλλει από πάνω ως κάτω. Σαν μια δυνατή γροθιά τη στιγμή που τη δεχόμαστε: κάθε πράγμα της πιο ασήμαντης μέρας πρέπει να προσομοιάζει στη στιγμή που δεχόμαστε μια δυνατή γροθιά. Η Μύλια κοιταζόταν στον καθρέφτη: είμαι ζωντανή κι έκανα ήδη ένα κακό βήμα. Είμαι άρρωστη σημαίνει έχω κάνει ένα κακό βήμα, ένα διαβολικό βήμα, μουρμούρισε η Μύλια. Μια αρρώστια που αλλάζει από πάνω ως κάτω. Εκείνη τη μέρα όμως, στις τέσσερις το πρωί, αποφάσισε να βγει απ’ το σπίτι. Τη νύχτα ο πόνος κατεβαίνει πάνω στο κορμί με τρόπο χαρακτηριστικό. Σαν μια χημική συγκέντρωση, μια ουσία, γλιστρώντας αργά από μια ελάχιστη κλίση που τα μάτια μετά βίας μπορούν ν’ αντιληφθούν. Ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα η επιφάνεια δεν είναι επίπεδη. Μια ελαφριά κλίση. Συγκεντρωμένη στον πόνο, στο πλατύ εκείνο μέρος που δεν ήταν σημείο –ανάμεσα στο στομάχι χαμηλά και την κοιλιά– η Μύλια βρισκόταν στο δρόμο αναζητώντας μια εκκλησία. Έκπληκτος, ένας αλήτης λέει πως δεν ξέρει. Μια εκκλησία; ρωτά. Είναι νύχτα, λέει ο άντρας, μπορεί να σας κλέψουν. Δεν πρέπει να ψάχνετε εκκλησία, αλλά αστυνομία για να σας προστατέψει. Πού θέλετε να πάτε τέτοια ώρα; θα μπορούσα κι εγώ να σας κλέψω, κυρία. Η Μύλια χαμογέλασε, απομακρύνθηκε. Ο πόνος δεν την άφηνε να συγκεντρωθεί σ’ ένα διάλογο.
TAVARES sel_Final_Layout 1 21/03/2012 1:34 ΜΜ Page 11
Τα πόδια απείχαν απ’ τα παπούτσια. Ήταν εμφανές πως τα ίσια, αντρικά παπούτσια που φορούσε η Μύλια υπάκουαν στην κίνηση των ποδιών. Οστά και μύες έχουν θέληση, το υλικό απ’ το οποίο είναι φτιαγμένα τα παπούτσια όχι. Το υλικό απ’ το οποίο είναι φτιαγμένα τα παπούτσια είναι εκπαιδευμένο να υπακούει, πάνω σ’ αυτό δεν είχε αμφιβολία. υπακούστε, παπούτσια, μουρμούρισε η Μύλια, με αφελή διαστροφή. Σαν να διαιρούνταν οι ουσίες ευθύς εξαρχής σ’ εκείνες που είχαν δική τους θέληση και σ’ εκείνες που περίμεναν με στατική υπακοή (και σ’ αυτό διαχωρίζονταν όπως κάποιοι άνθρωποι)! Τα παπούτσια ήταν η καθαρή υπακοή, η ποταπή σκλαβιά, την αηδίαζαν εκείνη τη στιγμή: η δουλοπρέπεια των υλικών αυτών σε σύγκριση με τον άνθρωπο. Κανείς δούλος δεν είναι τόσο δουλοπρεπής όσο αυτές οι ουσίες. Δεν υπάρχει πιθανότητα διαλόγου ανάμεσα σε ουσίες που γεννιούνται εξαρχής σε αντίθετα πεδία, σε πεδία όχι εχθρικά, γιατί τότε θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί την πιθανότητα της μάχης, την επιστράτευση ενέργειας, πιθανότητα ανύψωσης του ανθρώπου που πιάνει το όπλο για να πολεμήσει· εκεί, αντίθετα, η απόσταση δεν ήταν μεταξύ εχθρικών ουσιών ή μεταξύ δύο αρπακτικών που ετοιμάζονται να πολεμήσουν για μια μικρή περιοχή· επρόκειτο απλώς για απόλυτη παθητικότητα από τη μια πλευρά και ισχυρή ενέργεια από την άλλη, που χτίζει ή καταστρέφει, πάντα όμως μετατρέπει. Δεν είμαστε ένα πράγμα που περιμένει, μουρμουρίζει η Μύλια, καθώς προχωρά με δυνατά βήματα προς την εκκλησία. «Η εκκλησία είναι κλειστή. Ξέρετε τι ώρα είναι; Σχεδόν πέντε το πρωί. Και δεν θα ’πρεπε να βρίσκεστε εδώ. Τη νύχτα η ζώνη αυτή είναι κακή, είναι ζώνη επικίνδυνη». Της Μύλια τής ήρθε να γελάσει μπροστά στον καλό άνθρωπο. Ζώνη κακή, επειδή είναι επικίνδυνη! Για εκείνη που έχει την αρρώστια, μια αρρώστια που βρίσκεται μέσα της και που θα τη
11
Δεν θέλω αστυνομία, θέλω εκκλησία. Ξέρετε αν είναι κλειστές τέτοια ώρα;
TAVARES sel_Final_Layout 1 21/03/2012 1:34 ΜΜ Page 12
σκοτώσει σε ένα χρόνο, δύο το πολύ. Για εκείνη που είναι κλεισμένη μαζί με το θάνατο σ’ ένα μέρος απ’ όπου δεν μπορεί πια να βγει· αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο θέλει, αυτόν που πάντα την εξιτάρει, που πάντα αποκαλύπτει μέσα της μια συμπληρωματική ενέργεια. Παραλίγο να πει στον άνθρωπο, εργάτη ασφαλώς της εκκλησίας σε ελάσσονες δουλειές, μπήκε στον πειρασμό να πει: μπορεί η ζώνη αυτή να είναι επικίνδυνη, αλλά δεν είναι κακή. Εδώ μπορεί κανείς να χτίσει. Γιατί ο κίνδυνος ήταν μια ερώτηση που ζητούσε να βρεθεί γρήγορα η απάντηση. Κι αυτό που χρειάζομαι είναι μια καλή ερώτηση, μια ακριβής ερώτηση, ερώτηση που να με υποχρεώνει να βρω μια μεγάλη απάντηση, που δίνει νόημα. Η αρρώστια δεν είναι πια ένας λύκος που μπορώ να τον τρομάξω με κάτι πιο δυνατό. Δεν είναι ο έντρομος λύκος, δεν διαχωρίζεται πλέον από εμένα. Η Μύλια είπε: «Δεν φοβάμαι τον κίνδυνο, θα ήθελα μόνο να μπω στην εκκλησία, τώρα». «Είναι πέντε το πρωί. Όλοι κοιμούνται. Αυτή η ζώνη είναι επικίνδυνη. Πρέπει να γυρίσετε στο σπίτι. Το πρωί θα ’μαστε όλοι ξεκούραστοι· τότε θα βρείτε αυτό που θέλετε. Τέτοια ώρα δεν θα ακούσετε καλές συμβουλές. Οι άνθρωποι είναι κουρασμένοι». Η Μύλια παρέμεινε για μερικές στιγμές σιωπηλή· συσπάστηκε απ’ τον παράξενο πόνο που ξεπεταγόταν, πλευρικά, προς τον μεγάλο διαρκή πόνο προερχόμενο απ’ το στομάχι. Αυτός ο άλλος πόνος προερχόταν από ένα μέρος πιο ψηλά. «Συγγνώμη, ένιωσα έναν πόνο». «Πρέπει να επιστρέψετε στο σπίτι· είναι πολύ αργά». Η Μύλια ανασυντάχθηκε. Ρώτησε: «υπάρχει κάποια εκκλησία που να είναι ακόμη ανοιχτή;»
12
[ 2 ]
Ο
άντρας αποχαιρέτησε ή η Μύλια απομακρύνθηκε πρώτη. Η μικρή πλαϊνή πόρτα έκλεισε· όλα σφαλιστά, μέχρι κι η μικρή
πλαϊνή πόρτα. Ένα κτήριο-φυλακή, η Μύλια άρχισε να το γυροφέρνει. ψηλά υπήρχε ένα έργο επισκευής, οι άντρες είχαν ανέβει σε σκαμνιά για να φτιάξουν την εκκλησία. Στις μύτες των ποδιών για να πιάσουν τα τούβλα, σκέφτηκε η Μύλια, διασκεδάζοντας. Να ανασηκώνεσαι για να τοποθετήσεις ένα τούβλο λίγα εκατοστά ψηλότερα, τι ωραία δουλειά για έναν άντρα. Η Μύλια έκανε μια σκέψη που την έκανε να χαμογελάσει ακόμα περισσότερο κι αμέσως μετά να κοκκινίσει. Ένιωθε μια πίεση στην κύστη. Ήταν περασμένες πέντε το πρωί. Οι πόρτες ήταν κλειστές, ο πιο καταδεκτικός άντρας (ή ο πιο προσεχτικός στους θορύβους τριγύρω απ’ την εκκλησία) είχε μιλήσει μαζί της, ένας άντρας ασήμαντος που είχε ζητήσει συγγνώμη επειδή η εκκλησία ήταν κλειστή. Η Μύλια γνώριζε τον κόσμο: ένας άντρας που στις πέντε το πρωί ζητά συγγνώμη από έναν άγνωστο είναι ένα ον πραγματικά ποταπό. Πρέπει να καθαρίζει ακαθαρσίες, σκέφτηκε, αμέσως όμως μετάνιωσε γι’ αυτή την εικόνα. Ωστόσο δεν ήταν αυτή η σκέψη που την είχε κάνει να κοκκινίσει. Η Μύλια είχε την κύστη γεμάτη, κι εκεί, τριγύρω στην εκκλησία, δεν φαινόταν κανείς. Είχε σκεφτεί το εξής: ένας άντρας περήφανος που δεν σέβεται τον κόσμο που υπάρχει γύρω, αν είχε γεμάτη κύστη, θα ακουμπούσε στον τοίχο, θα έπιανε το πέος του και θ’ άρχιζε να ουρεί. Και η διάθεση της Μύλια εκείνη τη στιγμή ήταν ακριβώς αυτή: να ουρήσει στον εξωτερικό τοίχο της εκκλησίας. Δεν ήταν τόσο η επιθυμία ν’ αφήσει το σημάδι της, όπως τα σκυλιά, σ’ ένα μέρος που δεν την είχαν αφήσει να μπει μέσα· δεν επρόκειτο ούτε για κάποιο ένστικτο πρόκλησης ή απέχθειας εναντίον των ωραρίων λειτουργίας, που την ημέρα εκείνη, για κακή της τύχη, δεν συνέπιπταν με τις επιθυμίες και τις ανάγκες της, όχι, καθόλου: η Μύλια θα έκλεινε τα σαράντα, δεν επένδυε πλέον σε πράξεις απλώς και μόνο για να προκαλέσει. Κι ήταν άρρωστη: είχε αποφασίσει να συγκεντρώσει την ενέργεια που της απέμενε: οποιαδήποτε πράξη απευθυνόταν αποκλειστικά και μό-
13
TAVARES sel_Final_Layout 1 21/03/2012 1:34 ΜΜ Page 13
14
TAVARES sel_Final_Layout 1 21/03/2012 1:34 ΜΜ Page 14
νο προς την ίδια. Ενεργώ για μένα, δρω σαν να ζω μπροστά στον καθρέφτη. Εγωισμός ή, εντέλει, καλή οικονομία των παρορμήσεων. Η διάθεση να ουρήσει δίπλα στον τοίχο της εκκλησίας δεν μπορούσε λοιπόν να θεωρηθεί κάποιου είδους επιδειξιομανία. Η κάθετη εικόνα, ανθρώπινη στην πιο βιολογική της σημασία, ενός όρθιου άντρα που κρατά το πέος του και ουρεί πάνω στον τοίχο της εκκλησίας στις πέντε το πρωί ήταν η εικόνα που η Μύλια κυνηγούσε και, κατά κάποιον τρόπο, εκείνη τη στιγμή, φθονούσε. Ποτέ ως τότε δεν είχε μετανιώσει που ήταν γυναίκα (ούτε είχε προσπαθήσει να κάνει κάτι «αρσενικό»), όμως εκείνη τη στιγμή, κατά τρόπο περίεργο και αχρείαστο –πραγματικά καθόλου λογικό– ένιωθε αηδία που δεν ήταν άντρας. Σαν να είχε αποτύχει εξαρχής. Της ήταν προφανές πως, αν αποφάσιζε να ουρήσει εκείνη τη νυχτερινή ώρα πάνω στον τοίχο της εκκλησίας, θα γινόταν γελοία. Σε ποια στάση θα εκτελούσε μια τέτοια ενέργεια; Από μπροστά ή γυρνώντας τον πισινό, ακουμπώντας στον τοίχο, διπλωμένη στα δύο και ουρώντας; Οποιαδήποτε από τις επιλογές θα την υποχρέωνε να σκύψει ελαφρά, και το «ελαφρά» αυτό την εκνεύριζε. Ένα ζωντανό ον ή σκύβει εντελώς πέφτοντας στο έδαφος, αν χρειαστεί, υιοθετώντας τη δειλία, ή παραμένει ευθύ, χωρίς ούτε ένα δισταγμό. Κι εκείνη δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Σε οποιαδήποτε από τις δυνητικές εναλλακτικές του σώματος θα λέρωνε το παντελόνι της. Έτσι, το βήμα που έκανε αμέσως μετά, καθώς απομακρύνθηκε ελαφρά από τον τοίχο της εκκλησίας, το ένιωσε ως ταπείνωση, ως εκδήλωση ενός: δεν είμαι ικανή. Μετά της ήρθε μια άλλη εικόνα. Αν την έβλεπε κανείς να ουρεί δίπλα στον τοίχο, θα σκεφτόταν πως έχει να κάνει με τρελή. Η Μύλια είχε μικρούς φόβους, οικιακούς φόβους· την τρόμαζαν, όπως τόσους ανθρώπους που γνώριζε, τα ποντίκια, μια ανώφελη υστερία τη διαπερνούσε τη στιγμή που ένα απ’ αυτά τα μικρά γκρίζα ζώα διέσχιζε το δρόμο της: φοβόταν επίσης τη σωματική βία. Ένας μεγάλος φόβος, ο εξής: ο φόβος της βίαιης σωματικής επαφής με άλλους ανθρώπους. Κι από νωρίς προστα-
TAVARES sel_Final_Layout 1 21/03/2012 1:34 ΜΜ Page 15
τεύτηκε. Μπορεί να με σπάσουν, θυμάται ότι σκεφτόταν. Κι έτσι απομακρύνθηκε. Προσέγγιζε τους ανθρώπους μόνο όταν ήταν βέβαιη πως θα της συμπεριφέρονταν καλά. Με το γάντι. Πολύ παραξενευόταν λοιπόν η Μύλια όταν παρατηρούσε μερικούς άντρες και γυναίκες που λάτρευαν την αντιπαράθεση σώμα με σώμα, την επιθετικότητα ανάμεσα στις ύλες, τη σύγκρουση. Ο άλλος μεγάλος φόβος της Μύλια ήταν μήπως γυρίσει κάποιος να την κοιτάξει και μουρμουρίσει: να μια τρελή! Δεν ήθελε να την περάσουν ξανά για τρελή. Ήταν προφανές πως αμέσως μετά την εσφαλμένη διαπίστωση (να μια τρελή!) οι άνθρωποι θα έβλεπαν πως δεν ήταν τέτοια, και πως έκανε εντέλει ό,τι έκαναν οι φυσιολογικοί άνθρωποι, ωστόσο αρκούσε ένα βλέμμα που θα τη θεωρούσε εκτός λογικής, αρκούσε να σκεφτεί την πιθανότητα αυτή για να τρομοκρατηθεί. Κανείς ποτέ ξανά δεν θα πει πως είμαι τρελή, μουρμούριζε η Μύλια.
[ 3 ]
15
Η
Μύλια απομακρύνθηκε για λίγες στιγμές. Δεν θα γελοιοποιούνταν παίρνοντας τη στάση κάποιου που δεν ελέγχει το ίδιο του το σώμα, μόνο και μόνο για να ουρήσει πάνω στον τοίχο της εκκλησίας. Απομακρύνθηκε μερικές δεκάδες μέτρα με κατεύθυνση τον μικρό κήπο, κι αφού ακούμπησε σ’ ένα δέντρο, τοποθέτησε τον πισινό της στη στάση: και ούρησε. Δεν υπήρχε κανείς τριγύρω κι ο πόνος στο στομάχι εξακολουθούσε. Δεν είχε φέρει χαρτί, διπλώθηκε, ξερίζωσε με το χέρι μερικά χορτάρια και σκουπίστηκε μ’ αυτά. Τα πέταξε, σήκωσε την κιλότα και το παντελόνι και πήρε την αρχική της στάση. Η εκκλησία παρέμενε μπροστά της, σιωπηλή. Σε λιγότερο από τρεις ώρες η μέρα θα ξεκινούσε, και το φως ήταν για τη Μύλια μια προφανής απειλή, μια απειλή υλική. Δεν είχε βρει ανοιχτή την εκκλησία γιατί ήταν νύχτα, όμως τώρα δεν θα έκανε το λάθος να τη δουν εκεί, το πρωί, γιατί όλοι θα καταλάβαιναν πως κάτι έψαχνε και δεν το είχε βρει. Απεχθανόταν να εκτίθεται τη στιγμή που ήταν αδύναμη, και μετά από τη σύντομη ταπείνωση
16
TAVARES sel_Final_Layout 1 21/03/2012 1:34 ΜΜ Page 16
μπροστά στον ποταπό άντρα που της είχε ανοίξει την πλαϊνή πόρτα της εκκλησίας, μετά από εκείνη την αδυναμία: να ψάχνει για κάτι που ήταν κλειστό, η Μύλια άρχιζε να ανακτά το ζωώδες ένστικτο που εμφανίζεται μόνο όταν είναι δυνατή. Κι αυτό το ένστικτο το γνώριζε καλά, το γνώριζε μέχρι χιλιοστού, θα μπορούσε κάλλιστα να πει κανείς, αφού η αρρώστια της την υποχρέωνε διαρκώς να αναβάλλει την πιθανότητα συναπαντήματος: δεν συναντούσε ποτέ κανέναν τις μέρες που πονούσε υπερβολικά πολύ. Κάτι τέτοιο θα ήταν παραίτηση από το να είναι ανθρώπινη, το είχε ήδη αντιληφθεί. Κι η Μύλια, παρότι ήξερε πως δεν θα άντεχε παραπάνω από μερικούς μήνες, και πως θα μπορούσε να πεθάνει ακόμα και σε μερικές βδομάδες, δεν παραιτούνταν απ’ το να είναι ανθρώπινη. Περηφάνια, επαναλάμβανε συχνά. Μη χάσεις την περηφάνια σου. Ωστόσο η Μύλια άρχισε να νιώθει κάτι στο στομάχι. Κατ’ αρχάς, η προειδοποίηση αυτή την μπέρδεψε: δεν ήταν ο πόνος της, ήταν κάτι άλλο, εξίσου όμως δυνατό, ακόμα πιο δυνατό. Τι γελοίο, της ήρθε να βάλει τα γέλια. Πεινάω, μουρμούρισε, πάνε ώρες που έχω να φάω. Είμαι εδώ, μέσα στη νύχτα, μόνη, το στομάχι μου όμως ήρθε· έχω παρέα. Η αιτία της κοροϊδίας αποτέλεσε αμέσως μετά αιτία στοχασμού και κάποιου τρόμου, που δύσκολα εξηγείται. Ο πόνος εκείνος στο στομάχι, που εκδήλωνε τη διάθεσή της να φάει, ήταν τώρα πιο δυνατός από τον άλλο: τον διαρκή πόνο της αρρώστιας, τον πόνο που θα της έφερνε γρήγορα εκείνο απ’ το οποίο όλοι οι φόβοι, μεγάλοι και μικροί, προσπαθούν να ξεφύγουν. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτήθηκε η Μύλια, ο πόνος που προκλήθηκε από την επιθυμία να φάω ψωμί να είναι πιο δυνατός; Αφού οι γιατροί μού το έχουν προεξοφλήσει: θα πεθάνω από τον πόνο που τώρα δεν καταφέρνω ν’ αφουγκραστώ. Κατάλαβε σαφώς πως εκεί, δίπλα στην εκκλησία, ανταγωνίζονταν δύο μεγάλοι πόνοι: ο πόνος που θα τη σκότωνε, ο κακός πόνος, έτσι τον είχε ορίσει, και από την άλλη μεριά ο καλός πόνος, ο πόνος της όρεξης, πόνος της επιθυμίας να φάει, πόνος που σήμαινε πως ήταν ζωντανή, ο πόνος της ύπαρξης, θα έλεγε, σαν να ήταν το στομάχι τη στιγμή εκείνη, στην καρδιά της νύχτας α-
TAVARES sel_Final_Layout 1 21/03/2012 1:34 ΜΜ Page 17
κόμα, η ολοφάνερη εκδήλωση της ανθρωπιάς της, αλλά και των αμφίσημων σχέσεών της με τα μυστήρια που κανείς δεν γνωρίζει. Ήταν ζωντανή, και το γεγονός αυτό πονούσε περισσότερο εκείνη τη στιγμή, με τρόπο αντικειμενικό και υλικό, από τον πόνο απ’ τον οποίο θα πέθαινε, δευτερεύοντα τώρα. Σαν να ήταν πιο σημαντικό εκείνη τη στιγμή να φάει ψωμί παρά να είναι αθάνατη. Η Μύλια κοίταξε παντού γύρω: πού μπορώ να φάω κάτι τέτοια ώρα; Κανένα φως, κανείς.
[ 4 ]
τριγύρω, αποκαλύπτοντας πως ο κόσμος ήταν νεκρός, ή δεν είχε ακόμα γεννηθεί. Η αδειασμένη κύστη τής έδινε απρόσμενη ανακούφιση. Η Μύλια θα μπορούσε να πει πως είχε επιλύσει έναν πόνο και βρισκόταν τη νύχτα εκείνη μέσα σ’ ένα παιχνίδι, χωρίς να το ’χει καταλάβει· παιχνίδι που έθετε μπροστά της –ή, πιο σωστά: μέσα της– προβλήματα προς επίλυση, που ήταν σωματικοί, υλικοί πόνοι, συγκεκριμένα πράγματα του ίδιου της του σώματος. Είχε ήδη λύσει ένα γρίφο: είχε αδειάσει την κύστη της δίπλα σ’ ένα δέντρο και η κύστη είχε ηρεμήσει: ένας πόνος λιγότερος. Τα ούρα βγήκαν· τα επιπλέον ούρα στο σώμα πονούν. Είχε όμως κι άλλους πόνους στο σώμα για να λύσει, και ήξερε πως ένας τουλάχιστον ήταν ανεπίλυτος. Μία λέξη ωστόσο ήταν σημαντική· οι γιατροί, διάφοροι μάλιστα, την είχαν χρησιμοποιήσει μπροστά της: δεν υπάρχει λύση, Μόνο ένα θαύμα. Το πρώτο σοκ: εξέθετε ένα πρόβλημα στους γιατρούς: έναν πόνο, ήταν άρρωστη· ιδού ένα πρόβλημα, ένας οργανικός γρίφος. Και οι γιατροί τής απαντούσαν σηκώνοντας τους ώμους, με κάποια θλίψη, λίγο ως πολύ επαγγελματική, χωρίς όμως δράσεις, χωρίς προτάσεις: Είναι ανεπίλυτο. Η αρρώστια σας δεν θεραπεύεται. Είχε εκθέσει ένα πρόβλημα στους γιατρούς κι εκείνοι της το επέστρεφαν, στην ίδια κατάσταση, χωρίς να παρέμβουν: το ερώτημα άθικτο. Γιατί πρέπει να πεθάνω; 2 – Ιερουσαλήμ
17
Η Μύλια έκανε ξανά το γύρο της εκκλησίας. Κανένα φως εκεί
TAVARES sel_Final_Layout 1 21/03/2012 1:34 ΜΜ Page 18
Η Μύλια βρίσκεται τώρα στο πίσω μέρος της εκκλησίας, βάζει το χέρι στην τσέπη και βγάζει από εκεί ένα μικρό αντικείμενο που αφήνει σκόνη. Μια λευκή κιμωλία. Κιμωλία για να γράψει στον πίνακα. Την είχε ξεχάσει στην τσέπη της. Το πρωί είχε σχεδιάσει ένα σπίτι στον πίνακα που είχε στο σαλόνι. Είχε σχεδιάσει το σπίτι στο οποίο θα έμενε αν στο μεταξύ δεν πέθαινε. Αν δεν πέθαινε τους προσεχείς μήνες, για τη Μύλια θα ήταν σαν να περνούσε στην αθανασία. Αν δεν πεθάνω, έλεγε, θα μεταμορφωθώ σε αθάνατο ον. Δύο χρόνια. Στο μεταξύ όμως η κιμωλία στο χέρι: της άρεσε να σχεδιάζει μαζί της. Ένα σχέδιο χοντρό, όπως το αποκαλούσε. Κρατώντας την κιμωλία στο δεξί της χέρι, πλησίασε στο πίσω μέρος της εκκλησίας. Τη νύχτα ο τοίχος έμοιαζε να είναι κίτρινος, όμως η Μύλια δεν μπορούσε να είναι σίγουρη. Η νύχτα παραποιούσε τα χρώματα, ή και τα εξαφάνιζε ακόμα. Όμως η κιμωλία της, κατά τύχη, ήταν λευκή, αισχρά λευκή, ένιωσε εκείνη και χαμογέλασε. Ξαφνικά, χωρίς να σκεφτεί τι κάνει, έγραψε με την κιμωλία στον τοίχο, χρησιμοποιώντας γράμματα πολύ μικροσκοπικά, σχεδόν αδιόρατα· έγραψε: πείνα.
[ 5 ]
18
Η
Μύλια κοίταξε τον υπόλοιπο τοίχο και σκέφτηκε: τι άλλο πρέπει να γράψω εδώ, στο πίσω μέρος μιας εκκλησίας, στις πέντε το πρωί; Προσπάθησε να θυμηθεί τα βιβλία που είχε διαβάσει και τις φράσεις για μια τέτοια στιγμή και για έναν τέτοιο τοίχο. Ένιωσε στο μεταξύ, ξανά, μια δυνατή παρείσδυση στο στομάχι, από τον δεύτερο πόνο της. Κατέβασε το χέρι, άφησε την κιμωλία να πέσει και σιγά σιγά άρχισε να βαδίζει προς άλλο δρόμο. Πεινούσε, ο πόνος άρχιζε να γίνεται ανυπόφορος. Επιταχύνοντας διαρκώς το βήμα της, η Μύλια σκεφτόταν, διασκεδάζοντας σχεδόν, Πεινάω τόσο πολύ, δεν πρόκειται πια να πεθάνω! Είναι αδύνατο να πεθάνω με τόση πείνα!
TAVARES sel_Final_Layout 1 21/03/2012 1:34 ΜΜ Page 19
Η Μύλια, πράγματι, ένιωθε τώρα ασφαλής, περιέργως: εκείνος ο πόνος της πείνας ήταν μια εγγύηση, μια εγγύηση αθανασίας, τουλάχιστον στιγμιαία. Δεν μπορώ να πεθάνω έτσι, ξαφνικά, από τον άλλο πόνο, αφού ετούτος ο πόνος είναι τώρα τόσο δυνατός! Και νιώθοντας ασφαλής προσπαθούσε να διασκεδάσει την επιθυμία της να φάει. Αν φάω αυτός ο πόνος θα περάσει, κι ύστερα θα έρθει ο άλλος και από εκείνον μπορεί, στ’ αλήθεια, να πεθάνω.
19
Πέρα στο βάθος ένα φως, ίσως κάποιο καφενείο ανοιχτό ακόμα, και στα δεξιά ένας τηλεφωνικός θάλαμος. Σταμάτησε, κατευθύνθηκε προς το θάλαμο. Ο πόνος στο στομάχι δεν σταματούσε· χρειάζομαι να φάω κάτι γρήγορα αλλιώς θα πεθάνω, μουρμούρισε η Μύλια· και γέλασε. Έπιασε μερικά κέρματα, έβαλε ένα στη σχισμή, σχημάτισε έναν αριθμό, η γραμμή καλούσε. Κανείς δεν απαντούσε. Τέσσερα, πέντε, έξι, επτά, οκτώ, εννιά, δέκα, έντεκα, δώδεκα, δεκατρία, δεκατέσσερα: απάντησαν. Ερνστ, είπε η Μύλια, είμαι δίπλα στην εκκλησία. Εσύ είσαι; Κι η Μύλια λιποθύμησε.