TSALIKOGLOU sel_DD_Layout 1 25/05/2010 1:30 μ.μ. Page 16
Αυτό το κορίτσι
Το κορίτσι εκτίθεται στο φόβο. Το μεσημέρι μετά το σχολείο γυρίζει σπίτι τους ακολουθώντας τον ίδιο κάθε φορά δρόμο. Υπάρχει μια γέφυρα πάνω από το ποτάμι. Στην άκρη της γέφυρας στέκεται ένας άντρας. Είναι πάντα εκεί. Με φθαρμένα ρούχα και βλέμμα σκοτεινού ζώου επαναλαμβάνει τα ίδια ακατάληπτα λόγια. Το κορίτσι κλείνει τα αυτιά του και βιάζεται να απομακρυνθεί. Λίγο πριν φτάσει σπίτι όμως, η φωνή του άγνωστου άντρα ηχεί στα αυτιά του: «Σας υπόσχομαι, η ασφάλειά σας θα εξοντωθεί... ο ύπνος σας θα διασαλευτεί, δε θα σας προστατεύει άλλο το μυαλό σας, καμιά λέξη δε θα μείνει στη θέση της και κάθε έννοια θα διαλυθεί σαν σύννεφο και θα πέσει σαν βροχή. Νεκρούς θα γεμίσετε και θα τρέχετε να κρυφτείτε από τον κεραυνό εαυτό σας και τους πάνθηρες γονείς σας».
TSALIKOGLOU sel_DD_Layout 1 25/05/2010 1:30 μ.μ. Page 17
ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΒΕΡΘΑΣ
2010. Το κορίτσι ζει και μεγαλώνει σε μια ανήσυχη πό-
λη. Μια πόλη που φοβάται τον εαυτό της κι ονειρεύεται μια άλλη ζωή για τους προγόνους και τα παιδιά της. Τον πρώτο της νεκρό τον συνάντησε μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Ήταν Δεκέμβριος του 2000. Με ακρίβεια θυμάται όλα όσα έγιναν, κι ας ήταν μόνο εφτά ετών. Εφτά ετών είσαι ήδη μεγάλος. Θυμάσαι. Άλλωστε, από πολύ πιο πριν, ακόμα και από την κοιλιά της μάνας σου, λένε πως έχεις αναμνήσεις, γι’ αυτό και συστήνουν στις έγκυες να είναι ήρεμες, να μην καταναλώνουν αλκοόλ, και πάντως όχι ναρκωτικά, και στο σεξ να είναι προσεκτικές, όχι βίαιες κι απότομες κινήσεις. Το έμβρυο καταγράφει, αν όχι συναισθήματα, πάντως κινήσεις, ώσεις, τραντάγματα. Αντιδρά στον παραμικρό θόρυβο και στο ελάχιστο αιφνίδιο φως που έρχεται να διακόψει τα δυο σκοτάδια.
2o
TSALIKOGLOU sel_DD_Layout 1 25/05/2010 1:30 μ.μ. Page 18
Η μητέρα πάσχει από θλίψη. Από επίμονη και παρατεταμένη θλίψη. Τo κορίτσι θυμάται ακριβώς τι έγινε εκείνη τη νύχτα. Λένε πως, αν δεν έχεις έρθει σε επαφή με το θάνατο, εξακολουθείς να κρύβεσαι ακόμα στην κοιλιά της μάνας σου. Η Βέρθα γεννήθηκε όταν ήταν εφτά χρόνων.
TSALIKOGLOU sel_DD_Layout 1 25/05/2010 1:30 μ.μ. Page 19
Εκείνη τη νύχτα ξύπνησα απότομα μέσα σε λυγμούς. Η ώρα ήταν έντεκα και δέκα. Κάποιος εφιάλτης, ένας πόνος, ίσως μια αιφνίδια δίψα. Δεν ξέρω. Μπορεί και να ήταν το «Χάρισμα». Ετοιμαζόμουν να το παραλάβω. Η μητέρα μου πετάχτηκε από το κρεβάτι της κι έτρεξε κοντά μου. «Ιωακείμ, Ιωακείμ». Μέσα σε αναφιλητά έλεγα το όνομά του. Με πήρε στην αγκαλιά. Πήγαμε στο δωμάτιό του. Τότε έπαψα να κλαίω. Κανένας δεν ξέρει γιατί στα ξαφνικά ένα παιδί σταματάει να κλαίει. Είδα το κρεβάτι του αδερφού μου να κουνιέται, δίχως έλεος, πέρα δώθε, σαν ένας άνεμος ή ένας παλιός τρόμος να το έχει αιφνίδια κυριέψει. Ήταν ο θάνατος. Είδα τον αδερφό μου σαν να ήταν κιόλας ένας άλλος και κάπου αλλού να ανοίγει τα μάτια του, να μας κοιτάζει με ένα παράξενα κουρασμένο βλέμμα, που όμοιό του δεν έχω ξαναδεί, και να αφήνει την τελευταία του πνοή.
TSALIKOGLOU sel_DD_Layout 1 25/05/2010 1:30 μ.μ. Page 20
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
Άφωνη. Εκείνη έμεινε άφωνη. Το σώμα της άνοιξε να χωρέσει η φρίκη. Τα μάτια της, δυο σκοτεινές τρύπες. Θυμάμαι το στόμα της, δεν έχω τις λέξεις να πω με τι έμοιαζε αυτό το στόμα, ζώο, πηγάδι βαθύ, μαύρο. Το ζώο αφήνει ένα ουρλιαχτό, το πηγάδι βαθαίνει, το μαύρο κρύβει μέσα του κι άλλα κοιτάσματα μαύρου. Δεν το θέλω, το μισώ από παιδί το σκοτάδι. Ήταν 14 Δεκεμβρίου. Ο γιατρός που ήλθε πιστοποίησε το γεγονός του αιφνίδιου θανάτου. Μίλησε για θετικό οικογενειακό ιστορικό. Η μαμά υπέφερε κι αυτή από την καρδιά της. Μίλησε για μυοκαρδιοπάθεια και συγγενείς ανωμαλίες των στεφανιαίων αρτηριών. Μίλησε για την απόφραξη του χώρου εξόδου της αριστεράς κοιλίας, μίλησε για το συστολικό φύσημα... μίλησε... μίλησε... Όταν ο γιατρός έπαψε να μιλάει, έσφιξε το χέρι της μαμάς και του μπαμπά. Είπε: «Κουράγιο» κι έφυγε. Συνήθισα να ζω με μια θλιμμένη μάνα κι ένα λιγομίλητο πατέρα. Όμως, δεν είμαι βέβαιη από πότε ακριβώς ξεκινάει η θλίψη. Οι ημερομηνίες είναι δόλιες και πονηρές. Πάντα σε ξεγελούν.
2
TSALIKOGLOU sel_DD_Layout 1 25/05/2010 1:30 μ.μ. Page 21
ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΒΕΡΘΑΣ
Δε με αγαπούσε. Έψαχνα να βρω δικαιολογίες για να μη με νοιάζει. Μέσα σε σωρούς σκουπιδιών ζητούσα να βρω ένα κατά λάθος πεταμένο πανωφόρι. Να είναι ζεστό και να έχει ρουφήξει επάνω του για τις κρύες νύχτες τη μυρωδιά ενός καλοσυνάτου δέρματος. Γιατί, σώνει και καλά, μια μάνα πρέπει να αγαπάει το παιδί της; Η αγάπη αυτή κρύβει μελαγχολία και πλήξη. Σαν ένα πειθαρχημένο τρένο που φτάνει πάντα στην ώρα του, κι οι ταξιδιώτες με μισόκλειστα μάτια κάθονται στη θέση τους, στην ίδια πάντα θέση, αμίλητοι και τακτοποιημένοι. Ενώ, αν δεν έχεις αγάπη, όλα είναι αλλιώς. Συνομιλείς με το Θεό. Ζωντάνια, εγρήγορση και μάτια ανοιχτά στο θαύμα. Με περιέργεια μικρού παιδιού κοιτάζεις έξω από το παράθυρο το τοπίο που συνεχώς αλλάζει. Η αγάπη της μάνας έλεγα πως σου κλέβει την περιέργεια. Ακινησία. Θάλασσα δίχως βυθό. Πλήξη. Ανοησίες! Στην πραγματικότητα, τίποτε από όλα αυτά δεν πίστευα. Η αλήθεια είναι πως λαχταρούσα ένα απαράλλαχτα ίδιο τοπίο και τη θέση μου στο τρένο, πάντα την ίδια, να με περιμένει. Την ευτυχισμένη, τη μονότονη αγάπη της μάνας. Αυτό που δεν έχω θέλω. Να με αγαπάει, όπως η καλή μάνα αγαπάει το παιδί της. Σταθερά και για πάντα. Κι όταν χάνει το ένα, της μένει το άλλο παιδί. Και αυτό το άλλο παιδί που της μένει οφεί2
TSALIKOGLOU sel_DD_Layout 1 25/05/2010 1:30 μ.μ. Page 22
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
λει να το αγαπάει διπλά. Όμως, κακά τα ψέματα, στην αγάπη δεν οφείλει κανένας τίποτα. Κι όταν στη μέση υπάρχει ένας θάνατος, τότε είναι που τίποτα δεν οφείλεις σε κανέναν. Η μαμά κρατάει στα χέρια της ένα θάνατο. Δε χρωστάει τίποτα σε κανέναν. Ο θάνατος καταργεί τις οφειλές. Την ζηλεύω. Ίσως να ήθελα κι εγώ ένα δικό μου θάνατο. Να με ξελογιάζει, να ξεχύνομαι στην αγκαλιά του, να ενδίδω στη σαγήνη του, να ξεχνάω τις επιταγές της μητρικής αγάπης... και να μένω μέρες ατελείωτες ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, κι όταν σηκώνομαι, να κάνω ό,τι τραβάει η ψυχή μου, πράγματα που στα μάτια των άλλων φαντάζουν τρελά κι ακατανόητα. Αλλά εγώ κανένα δικό μου θάνατο δεν είχα. Ένας σχεδόν άγνωστος αδερφός είχε φύγει από τη ζωή, κι αυτό ήταν όλο. Ο θάνατος αυτός δε με αφορούσε. Πλήρωνα όμως τις συνέπειές του. Μόνη μου μεγάλωνα στο βουβό σπίτι.
Μη βιαστείς να με συμπονέσεις. Δε χρειάζομαι τον οίκτο. Έχω κάτι που οι άλλοι δεν έχουν: Έχω το «Χάρισμα». Με το «Χάρισμα» βλέπω πίσω από το παραβάν. Ένας άλλος κόσμος απλώνεται εκεί. Πίστεψέ με, λέω την αλήθεια. Μαντεύω αυτό που κάποτε θα γίνει, και 22
TSALIKOGLOU sel_DD_Layout 1 25/05/2010 1:30 μ.μ. Page 23
ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΒΕΡΘΑΣ
θυμάμαι πράγματα που έχουν από καιρό ξεχαστεί. Η μνήμη είναι εξίσου θαυμαστή με την πρόβλεψη του μέλλοντος.
2
TSALIKOGLOU sel_DD_Layout 1 25/05/2010 1:30 μ.μ. Page 24
Η επίσκεψη
Απρίλιος του 2002. Ήταν μια ζεστή μέρα δυο χρόνια μετά το γεγονός. Πρωί του Σαββάτου. Άνοιξα τα μάτια μου. Στεκόταν όρθιος πλάι μου. Πιο ψηλός στο σώμα, και στο πρόσωπο σαν μεγάλος, όμως ήταν ο ίδιος, ο απαράλλαχτα ίδιος πεθαμένος αδερφός μου. Φορούσε το αγαπημένο μπουφάν του. Το κόκκινο μπουφάν με την καφετιά γούνα στη φόδρα. Τα έχασα. Είμαι τρελή; Βλέπω φαντάσματα; Τινάχτηκα από το κρεβάτι μου. «Μεγάλωσες», μου είπε. Σκέπασα βιαστικά το στήθος μου. Κοίταζε επίμονα τα γυμνά μου μπράτσα, τις στάλες ιδρώτα που γυάλιζαν στο λαιμό μου. Φοβήθηκα. Το βλέμμα του στάθηκε στο παγωμένο νερό με τα παγάκια και στα φρούτα που λίγο πριν η Ευανθία είχε φέρει παραπατώντας μέσα στο δωμάτιό μου: ένα πορτοκάλι, ένα μήλο, δυο μανταρίνια. Από το φόβο μου άρχισα να τρέμω. 2
TSALIKOGLOU sel_DD_Layout 1 25/05/2010 1:30 μ.μ. Page 25
ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΒΕΡΘΑΣ
«Δε φταίω εγώ αν εσύ...» ψέλλισα δίχως να μπορέσω να πω το ρήμα «πέθανες» και η ταραχή μου μεγάλωσε. «Πεινάς; Διψάς;» ψιθύρισα. «Πάρε ό,τι θες και φύγε». «Δε μου λείπει τίποτα», είπε. Έκλεισα τα μάτια μου, μέχρι πόνου σφιχτά, για να φύγει το Κακό. Θεέ μου, παρακάλεσα, βοήθησέ με! Όταν τα άνοιξα, ήταν ακόμα εκεί. Μου χαμογέλασε ενθαρρυντικά. Πόση ώρα πέρασε δεν μπορώ να πω, έξω είχε αρχίσει να νυχτώνει. Ο φόβος λιγόστεψε. Δεν ήταν ένα κακό πνεύμα. Ο αδερφός μου ήταν. Ίδιος όπως τον θυμόμουνα, μεγαλωμένος κατά δυο περίπου χρόνια. Δεν είχε πίκρα ή φθόνο, καλοσύνη μόνο κι αγάπη είχε το βλέμμα του καθώς είπε ξανά: «Μεγάλωσες». Δεν είναι της φαντασίας μου καμώματα. Είναι εδώ, πλάι μου. Αν τον γαργαλήσω, θα γελάσει. Αν τον τρυπήσω με μια βελόνα, θα τρέξει αίμα. Δεν είναι φάντασμα. Ποιος θα το ονομάσει αυτό τρέλα; «Άσε με να σε τρυπήσω». «Ναι». «Δε θα σε πονέσω». Παίρνω μια βελόνα. Σηκώνω το μανίκι του μπουφάν. Το μπράτσο του γυμνό. Βυθίζω απαλά τη βελόνα στο 2
TSALIKOGLOU sel_DD_Layout 1 25/05/2010 1:30 μ.μ. Page 26
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
δέρμα του. Το αίμα, φρέσκο, αφήνει έναν κόκκινο λεκέ στο σεντόνι μου. Κατευνάζομαι. Άδικα φοβάμαι να προφέρω το ρήμα «πεθαίνεις». Ο θάνατος δεν είναι και τόσο φοβερός. Είμαι νεκρός δεν πάει να πει «είμαι ολότελα νεκρός». Η σκέψη αυτή με γλυκαίνει. Δεν ήρθε στο δωμάτιό μου γυμνός ή με ξένα ρούχα ο Ιωακείμ. Ο θάνατος δεν είναι γυμνός. Δεν είναι ορφανός ούτε αμνήμων. Αλλιώς, πώς κατάφερε και ήρθε μέχρι εδώ; Πώς και δεν μπερδεύτηκε και δεν πήγε κατά λάθος σε κάποιο ξένο σπίτι; Η μνήμη δε χάθηκε. Ίσως και να είναι πιο γενναιόδωρος από όσο φανταζόμαστε ο θάνατος. Δε σου τα κλέβει όλα. Δε σε υποχρεώνει να εγκαταλείψεις όλα τα δικά σου πράγματα. Ο αδερφός μου δεν αποχωρίστηκε το κόκκινο μπουφάν του. Ούτε τη λαχτάρα του για το παγωμένο νερό, για ένα μήλο, ένα μανταρίνι. Κι αν είναι έτσι, τότε, μα το Θεό, τότε, δεν έχω τίποτα, μα τίποτα να φοβηθώ. Τον άφησα να με αγκαλιάσει. Ήμασταν στο κρεβάτι. Για πόση ώρα δεν ξέρω. Έβαλα στα χέρια του μια βελόνα. Άπλωσα το χέρι μου. «Η σειρά σου τώρα», είπα. Έσπρωξα με προσοχή το χέρι του στο μπράτσο μου, βύθισα τη βελόνα. 2
TSALIKOGLOU sel_DD_Layout 1 25/05/2010 1:30 μ.μ. Page 27
ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΒΕΡΘΑΣ
«Πιο βαθιά», τον παρακάλεσα. Χαράξαμε μαζί το πρώτο μου σημάδι: ένα μικρό κατακόκκινο αστεράκι. Ξημέρωνε. Άκουσα ένα θόρυβο. Κάποιος ήταν στην πόρτα, μάλλον η Ευανθία. Όποιος κι αν ήταν, έκλεισε γρήγορα την πόρτα κι έφυγε. «Θα έλθεις ξανά;» τον ρώτησα, όμως εκείνος είχε ήδη χαθεί. Δεν πρόλαβα να του πω πως στο διπλανό δωμάτιο η απαρηγόρητη μητέρα μας κάνει συλλογή από τις λέξεις του. Δεν πρόλαβα να του πω πως θα τον περιμένω. Ακόμα και αν με πουν τρελή. Ακόμα και αν είμαι τρελή.
2
TSALIKOGLOU sel_DD_Layout 1 25/05/2010 1:30 μ.μ. Page 28
Μαζεύει λέξεις
Στο διπλανό δωμάτιο η μαμά δε βλέπει φαντάσματα. Δεν της αρκούν οι φωτογραφίες του, που κατακλύζουν το δωμάτιό της. Θέλει τα λόγια του. Όλα όσα έλεγε. Όσα ρωτούσε. Τα θέλει πίσω. Αν ήξερε, θα είχε φροντίσει αλλιώς. Αν ήξερε... Κάθε τόσο, μας φωνάζει. Αναμαλλιασμένη, αφρόντιστη, με αγριάδα στο βλέμμα. «Βέρθα, Ιωσήφ, Ευανθία, πείτε μου, θυμηθείτε, επαναλάβετε». Εκλιπαρεί για μια μικρούλα, τοσηδά αναφορά. Ζητιάνα και της πιο ασήμαντης λέξης. «Τι σας έλεγε; Πείτε μου. Αργά αργά, να προλάβω να το καταγράψω». Σε ένα τετράδιο γράφει:
2
TSALIKOGLOU sel_DD_Layout 1 25/05/2010 1:30 μ.μ. Page 29
ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΒΕΡΘΑΣ
Κουράστηκα. Κρυώνω. Πότε θα φάμε; Τι να φορέσω; Nαι, όλα, ακόμα και αυτά: Καλημέρα Τι ώρα είναι; Ναι, ακόμα και αυτά: Λουλούδι Να ο ήλιος Το φεγγάρι Ένα μυρμήγκι Τρία βότσαλα «Συνεχίστε, μη σταματάτε καθόλου. Πείτε μου, πιέστε το μυαλό σας, τη μνήμη σας, υπάρχουν φράσεις, σιωπές που σίγουρα σας έχουν ξεφύγει. Τα θέλω όλα». Μας υποχρεώνει να επινοούμε, να φανταζόμαστε, να επαναλαμβάνουμε. Τίποτα δεν της αρκεί. Όταν κουρασμένοι σταματάμε, αγριεύει, μας διώχνει. 2
TSALIKOGLOU sel_DD_Layout 1 25/05/2010 1:30 μ.μ. Page 30
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
«Φύγετε, θα συνεχίσω μόνη μου». Χτίζει με τα χέρια της μια στέγη με τις λέξεις του γιου της. Γράφει, γεμίζει σελίδες, χαρτιά, διαβάζει, γράφει ξανά, έπειτα δεν έχει τι άλλο να προσθέσει, απελπίζεται, μας φωνάζει ξανά, μας διώχνει ξανά. Της λέμε ό,τι μάς περνάει από το μυαλό. «Μα, τι άλλο; Όλα τα ξέρεις τώρα, Ευγενία. Αυτά είναι όλα». «Τι άλλο, μαμά;» «Τι άλλο, κυρία;» «Ψέματα. Υπάρχουν κι άλλα, κι άλλα. Τα αφηρημένα λόγια που μονολογούν τα παιδιά προτού τα πάρει ο ύπνος, τα παιδικά τραγουδάκια, τα θέλω όλα». Στη σειρά και σαν ηλίθιοι, για το χατίρι της τραγουδάμε: «Ήταν ένα μικρό καράβι... Row, row, row your boat... One little cat was under the house... Bah, bah, black sheep / have you any wool? / Yes sir, yes sir / three bags full...» Και το άλλο, πώς το έλεγε εκείνο το άλλο το αγαπημένο του, που είχε πάθει κόλλημα και το άκουγε συνέχεια στο ραδιόφωνο, στην κασέτα; «Πού πάει ο καιρός που φεύγει / κι όταν φτάνει ξαναφεύγει...» Ναι, αυτό. Ναι, και το άλλο, την Κινέζα με τη μαγιονέζα. Με απελπίζει αυτή η γυναίκα. Ώς πότε θα μας τα
TSALIKOGLOU sel_DD_Layout 1 25/05/2010 1:30 μ.μ. Page 31
ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΒΕΡΘΑΣ
λαιπωρεί με τη θλίψη της; Ώς πότε θα μας ζαλίζει με τα παράλογα αιτήματά της; Τι να την κάνεις μια τέτοια μάνα; Ο πατέρας μου κάνει υπομονή, το ίδιο και η Ευανθία, ώς πότε, όμως; Οι λέξεις από μόνες τους πες μου τι αξία έχουν; Ένα μικρό παιδί μπορεί να λέει «πέτρα» και να εννοεί «καμηλοπάρδαλη». Να λέει «ντομάτα» και να θέλει να πει «αστέρι», «μυρμήγκι» ή «τριαντάφυλλο». Να λέει «νύχτα» και να βλέπει βράχια. Να λέει «καπέλο» και να βλέπει ένα βόα που έχει καταπιεί έναν ελέφαντα. Να λέει «καιρός» και να εννοεί «καράβι», «κατσίκα», «ποταμός». Πριν από λίγες μέρες άνοιξα κρυφά ένα τετράδιο που είχε αφήσει στο κομοδίνο της και διάβασα: ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΗΣΑ ΠΟΤΕ ΣΤΟ ΓΙΟ ΜΟΥ:
Μαμά, σκοτείνιασε, πού είναι τώρα ο ήλιος; Πού πάει ο καιρός που φεύγει; Το φεγγάρι, όταν το κοιτάζω, με βλέπει κι εκείνο; Πού είναι το «χθες»; Πού πήγε η βροχή; Πού κοιμούνται τα πουλιά;
TSALIKOGLOU sel_DD_Layout 1 25/05/2010 1:30 μ.μ. Page 32
ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ
Πότε είναι το «αργά»; Πού ήμουν προτού να είμαι; Γιατί εγώ και όχι εσύ; Γιατί εδώ και όχι εκεί; Tι είναι το «ποτέ»; Κλείνω το τετράδιο. Είμαι θυμωμένη. Ας φρόντιζε να του απαντήσει τότε. Όμως, τότε δεν έδινε σημασία. Αυτά μόνο στην ώρα τους γίνονται. Μετά είναι αργά. Εκ των υστέρων τίποτα δεν ωφελεί. Λέξεις. Έχω κι εγώ τις δικές μου λέξεις. Ποιος τις λογαριάζει; Τα λόγια μου μένουν στον αέρα. Ορφανά. Άστεγα.
Γιατί εγώ και όχι εσύ; Με λένε Βέρθα, είμαι η κόρη σου. Μαμά, το στήθος μου μεγαλώνει, αδιαθέτησα, αίμα κόκκινο, δεν ήσουνα εκεί, κανένας.
Μόνες τους οι λέξεις μου κρυώνουν. Τίποτα δε θα σου πω για την επίσκεψη του Ιωακείμ. Θα μείνεις μόνο με όσα έλεγε τότε. Το «τώρα» του Ιωακείμ θα είναι μόνο δικό μου. Εσύ θα το αγνοείς. Τη φράση «δε μου λείπει 2