Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης - Η πόλη και η σιωπή

Page 1

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΖΑΜΙΩΤΗΣ

Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ Μυθιστόρημα

‫ﱣﱢ‬

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


©

Copyright Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης – Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2013

Έτος 1ης έκδοσης: 2013 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα ☎ 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-5629-8


Άρχισαν να μιλούν όλοι μαζί και ήταν σαν να μην έλεγε κανένας τίποτα. Όσο για αυτούς που φωνασκούσαν περισσότερο, δεν θα έπαυαν εκτός και αν τους ξερίζωνες τη γλώσσα· τόση ήταν η μανία τους μην ακουστούν αλήθειες πέρα απ’ τις δικές τους. Έτσι, βουερά, επέβαλλαν την τρομερή σιωπή τους στους υπόλοιπους... ... σαν έκοψα όμως στα δύο τον εξαίσιο στην όψη καρπό και έδειξα το σκουλήκι που από καιρό κατέτρωγε τη σάρκα με κοίταξαν με έκπληξη παράταιρη για ανθρώπους που υποστήριζαν ότι κατέχουν της φύσης τον κανόνα. ΑΝΩΝΥΜΟΥ,

Τα ημερολόγια της λήθης και της τρέλας, 1944.

Στο τέλος δεν θα θυμόμαστε τα λόγια των εχθρών μας μα τη σιωπή των φίλων μας Μ. Λ. ΚΙΝγΚ



ΑΝΤΑ ΚΑΤΙ λΕΙΠΕΙ. Ο Αργυρης μασούσε ανόρεχτα το κολα-

Π τσιό του, προσπαθώντας να καταλάβει τι δεν έκανε σωστά και του βγήκε τόσο άνοστο, όταν άκουσε τις κραυγές. Χαμήλωσε

την ένταση του ραδιόφωνου και αφουγκράστηκε καλύτερα. Όντως, κάποιος καλούσε σε βοήθεια. Κοίταξε στον καθρέφτη και είδε, πενήντα, εξήντα μέτρα πίσω του, μια γυναίκα πεσμένη στο οδόστρωμα. Αλαφιασμένος, πέταξε στο διπλανό κάθισμα το σάντουιτς και με γεμάτο ακόμη στόμα βγήκε απ’ το αυτοκίνητο και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το μέρος της. Με τη ράχη στη γη και τα χέρια ορθωμένα στον ουρανό, η ηλικιωμένη γυναίκα ξεφώνιζε απελπισμένη πως τη λήστεψαν. «Η τσάντα μου, μου πήραν την τσάντα μου», οδυρόταν μονότονα, αδυνατώντας να ξεκολλήσει από την άσφαλτο, όμοια με σκαθάρι που το αναποδογύρισαν και δυσκολεύεται να ανακτήσει την ισορροπία του. Απέκλεισε αμέσως την πιθανότητα να είναι τραυματισμένη, γιατί ούτε αίματα υπήρχαν πάνω της ούτε τίποτα μελανιές ή πρηξίματα, μα επειδή την είδε να δυσκολεύεται τόσο να σηκωθεί από μόνη της, φοβήθηκε μήπως βιάστηκε να εκτιμήσει την κατάσταση και άρχισε να υποθέτει ότι τραυμάτισε τη λεκάνη της ή έσπασε κανένα κόκκαλο· στην ηλικία της καμία πτώση δεν είναι εντελώς ακίνδυνη. Ακριβώς γι’ αυτό, πριν επιχειρήσει να τη μετακινήσει και της κάνει μεγαλύτερη ζημιά, τη ρώτησε αν τη χτύπησαν.




ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΖΑΜΙΩΤΗΣ

«Μου άρπαξαν την τσάντα», συνέχισε να σκούζει αυτή, χωρίς να του δίνει και πολλή σημασία, σαν να περίμενε άλλου είδους βοήθεια, και οι απελπισμένες τσιρίδες της, που χάλαγαν τον κόσμο, μαρτυρούσαν πως μάλλον γλύτωσε τα χειρότερα και το μόνο που της συνέβαινε ήταν πως τα ’χε χαμένα. Δεν χρειαζόταν να περιμένει άλλο. Έσκυψε από πάνω της και προσφέρθηκε να τη σηκώσει, μα δεν τον άφησε· τόσο θολωμένη ήταν. Ο Αργύρης θα παράβλεπε την άρνησή της, έτσι ήταν φτιαγμένος, μα όπως πήγε να την πιάσει, πρόσεξε το βρεγμένο παντελόνι της και δεν επέμεινε. Απ’ την τρομάρα της, η γυναίκα είχε κατουρηθεί πάνω της. Περισσότερο από αμηχανία παρά σιχασιά έκανε ένα βήμα πίσω. Ξαφνικά, δεν αισθανόταν καθόλου σίγουρος. Ιδέα δεν είχε για το πώς έπρεπε να φερθεί μαζί της. Απ’ την αγωνία του να φανεί χρήσιμος δίχως να τη φέρει σε δυσκολότερη θέση, ο νους του, αντί να κοιτάξει πώς να κάμψει την άρνησή της, ξεμάκρυνε στο δράστη· όποιος και αν ήταν είχε φροντίσει να εξαφανιστεί και κάθε απόπειρα εντοπισμού του έμοιαζε κιόλας μάταιη. Οι αριθμοί το έλεγαν ξεκάθαρα, εννιά στις δέκα επιθέσεις αυτού του είδους έμεναν ατιμώρητες. Έως και η Αστυνομία το παραδεχόταν, δήλωνε ανίκανη και ανήμπορη, σχεδόν αναρμόδια ν’ αντιμετωπίσει ένα τόσο ανεξέλεγκτο φαινόμενο. Σπρωγμένος απ’ τη στενόχωρη διαπίστωση πως ο καθένας, είχε δεν είχε τον τρόπο, όφειλε να τα βγάζει πέρα μόνος του, στράφηκε ξανά στη γυναίκα μπροστά του. «Ταξιτζής είμαι», είπε διστακτικά κι έδειξε προς τα εκεί που είχε παρκάρει, «θέλετε να σας πάω κάπου;» «Μου άρπαξαν την τσάντα, όλα μου τα λεφτά, μου άρπαξαν την τσάντα», επανέλαβε κάμποσες φορές αυτή αντί να απαντήσει και κάθε επανάληψη εκφέρονταν όλο και πιο χαμηλόφωνα και ξεψυχισμένα, όπως γίνεται με τα φωνητικά παιχνίδια όταν αρχίζουν ν’ αδειάζουν οι μπαταρίες τους.


Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ



«Εσείς να είστε καλά και όλα τα άλλα διορθώνονται», προσπάθησε να την παρηγορήσει και επιχείρησε πάλι να τη σηκώσει. Αυτή τη φορά παραδόθηκε στα χέρια του δίχως αντιρρήσεις, ώσπου τα κατάφερε και στάθηκε στα πόδια της. Ύστερα με μια κίνηση έστρωσε πίσω τα μαλλιά και άρχισε να ξεσκονίζει τα ρούχα της. Έδειχνε να συνέρχεται, όταν συνειδητοποίησε τι της είχε συμβεί. Με το που κατάλαβε το πάθημά της, οπισθοχώρησε ντροπιασμένη, σταύρωσε τα χέρια της στο ύψος της κοιλιάς και τράβηξε προς τα κάτω την πουκαμίσα της, επιχειρώντας να καλύψει όπως-όπως τα μουσκεμένα μπατζάκια της. Ο Αργύρης καμώθηκε τον ανήξερο και αφού δεν έβρισκε τι άλλο να πει, θεώρησε χρήσιμο να επαναλάβει την προσφορά του· μπορούσε πάντα να την πάει όπου ήθελε. Η πρότασή του όμως έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα. λες και το ενδιαφέρον του επισφράγιζε τη δεινή της θέση, η γυναίκα κύρτωσε τη ράχη της, κατέβασε το κεφάλι και παραδόθηκε σ’ ένα γοερό κλάμα. «Ελάτε», την παρακάλεσε συντετριμμένος και την έπιασε όσο πιο απαλά μπορούσε, όπως κρατάει κανείς ένα μωρό ή ένα πληγωμένο ζωάκι, γιατί δεν άντεχε να τη βλέπει να υποφέρει έτσι· «δεν έχει νόημα να στεκόμαστε άλλο εδώ, ό,τι έγινε, έγινε». Εκείνη όμως δεν έλεγε να συνέλθει· «μου άρπαξε την τσάντα, μ’ έριξε κάτω, γελούσε όσο μ’ έσερνε, τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια πως γελούσε όσο μ’ έσερνε», παραπονέθηκε πνιγμένη στα αναφιλητά. Δοκίμασε να παραστήσει τον εμβρόντητο, μα στάθηκε αδύνατο να φανεί πειστικός. Δυστυχώς, κάθε μέρα άκουγε τέτοια ή, ακόμη χειρότερα, τύχαινε να δει παρόμοια περιστατικά. Αν και φανταζόταν ήδη την απάντηση, ρώτησε αν ο δράστης ήταν με μηχανάκι. «Τους είδατε;» αναθάρρησε η γυναίκα και σκούπισε με τις παλάμες τα δάκρυα από τα μάγουλα.




ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΖΑΜΙΩΤΗΣ

Η αντίδρασή της τον στενοχώρησε ακόμη περισσότερο, μα δεν μπορούσε να πει ψέματα και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ήταν δύο», συνέχισε αυτή παρά την απογοήτευσή της, γιατί μάλλον ακόμη ήλπιζε πως με λίγη παραπάνω βοήθεια ίσως του άλλαζε γνώμη· «δεν το ’κανε μόνος του, υπήρχε κι άλλος, τον περίμενε λίγο πιο πέρα πάνω σε μηχανή». «λυπάμαι, δεν τους είδα», απολογήθηκε ζωηρά ο Αργύρης, σαν να έφταιγε που εμφανίστηκε καθυστερημένος κι έσκυψε ξανά προς το μέρος της προστατευτικά. «Πάντα δύο είναι», πρόσθεσε ξέπνοα η γυναίκα και ξαφνικά γραπώθηκε πάνω του σαν να ξέμεινε από δυνάμεις και να μην μπορούσε να κρατηθεί από μόνη της όρθια. «Τα πόδια μου», πρόλαβε να ψελλίσει σφίγγοντας ακόμη περισσότερο τη λαβή της στον καρπό του κι έριξε όλο το βάρος της πάνω του· «τρέμουν τα πόδια μου», ομολόγησε ξεψυχισμένα, μια ανάσα απ’ το να επιτρέψει στον εαυτό της να λιποθυμήσει. Φοβήθηκε πως θα του πέσει και χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει όλη του τη δύναμη μέχρι να τη μεταφέρει και να την ακουμπήσει στο παγκάκι της στάσης, πίσω από τη νησίδα πρασίνου που τους χώριζε από τη λεωφόρο. «Μισό λεπτό να φέρω νερό», είπε κι έτρεξε μέχρι το αμάξι, όπου υπήρχε πάντοτε ένα γεμάτο μπουκάλι. Επιστρέφοντας τη βρήκε σε κάπως καλύτερη κατάσταση, έτρεχαν όμως ακόμη δάκρυα από τα μάτια της. Άθελά του θυμήθηκε τη μάνα του. Πάνω κάτω στην ηλικία της ήταν όταν την έχασε και η θέλησή του να φανεί χρήσιμος σ’ εκείνη την άγνωστη γυναίκα ισχυροποιήθηκε. Τη ρώτησε αν ήθελε να πιει λίγο νερό μα δεν έλαβε απάντηση. Σκέφτηκε να βρέξει τη χούφτα του και να της δροσίσει το πρόσωπο, μα την ίδια στιγμή το μετάνιωσε· στους περισσότερους δεν αρέσει να τους αγγίζουν ξένα χέρια. Απέμεινε να την κοιτάει μην ξέροντας τι άλλο να κάνει. Ύστερα πρότεινε το πρώτο που του


Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ



ήρθε στο μυαλό. «Θέλετε να πάμε στην Αστυνομία; Δυο δρόμους από εδώ είναι το τμήμα». Βρήκε, φαίνεται, τόσο μάταιη την πρότασή του, που σχεδόν εκνευρίστηκε. «Τι να μου κάνει η Αστυνομία;» γρύλισε ενοχλημένη. «Να τηλεφωνήσουμε σε κάποιον δικό σας τότε». Άρχισε πάλι να μουρμουρίζει κάτι για την τσάντα της· προφανώς μαζί μ’ όλα τα υπόλοιπα είχε χαθεί και το κινητό της. «Δεν πειράζει, θα πάρουμε απ’ το δικό μου», επανήλθε ο Αργύρης, δίνοντας στη φωνή του έναν τόνο ξεγνοιασιάς, σαν να είχαν λυθεί κιόλας όλα τα προβλήματά τους. Για πρώτη φορά γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. «Το γραφείο του γιου μου είναι κάπου εδώ κοντά, δεν ξέρω όμως το νούμερο απέξω», ομολόγησε με σπασμένη φωνή. Το πράγμα όσο πήγαινε και δυσκόλευε, έπρεπε να σκεφτεί κάτι άλλο γρήγορα· τη ρώτησε αν μπορούσε τουλάχιστον να του πει πού δουλεύει ο γιος της. Δυστυχώς, εκείνη συνέχισε να τον κοιτάει σαν να μην καταλάβαινε. «Πού δουλεύει ο γιος σας;» επανέλαβε δυνατά, για να είναι σίγουρος πως θα αποσπάσει την προσοχή της. Πρόφερε μηχανικά και ίσως με κάποια επιτήδευση την επωνυμία μιας τράπεζας κι έναν βαρύγδουπο τίτλο απ’ αυτούς που διαβάζει κανείς στις επαγγελματικές κάρτες των ανώτερων υπαλλήλων. Τίποτα όμως πιο συγκεκριμένο. Ο Αργύρης δεν το έβαλε κάτω· «ναι, αλλά πού; Σε υποκατάστημα, στα κεντρικά, πού;» ρώτησε ανυπόμονα. Ταραγμένη, σήκωσε το χέρι κι έδειξε κάπου πίσω της. Προφανώς δεν ήταν σε θέση να βοηθήσει περισσότερο. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η εντελώς αόριστη υπόδειξη έδινε μια κατεύθυνση. Η λεωφόρος, εφόσον αυτήν εννοούσε, ήταν γεμάτη μέγαρα μεγάλων εταιρειών. Τα διοικητικά κέντρα των περισσότερων επιχειρημα-




ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΖΑΜΙΩΤΗΣ

τικών ομίλων εδώ έδρευαν. Έβγαλε το τηλέφωνό του, κάλεσε μια υπηρεσία πληροφοριών και ζήτησε να τον συνδέσουν με τα κεντρικά γραφεία της τράπεζας που του είχε αναφέρει η γυναίκα. Έμοιαζε απίθανο να καταφέρει οτιδήποτε, μα άλλον τρόπο να βρεθεί άκρη δεν έβλεπε. Και όμως στάθηκε τυχερός. Είδε κι έπαθε φυσικά μέχρι να συνεννοηθεί και αναγκάστηκε να επαναλάβει τι ακριβώς ήθελε σε τέσσερις κατά σειρά τηλεφωνήτριες, πράγμα από μόνο του δύσκολο, εξαιτίας της αμείωτης κίνησης των αυτοκινήτων, στο τέλος όμως άκουσε μια αντρική φωνή, που κατά τα φαινόμενα ανήκε στο όνομα που έψαχνε. Αφού εξασφάλισε πως μιλά στο σωστό πρόσωπο, εξήγησε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε τι είχε συμβεί. Ο άντρας, είτε επειδή ήταν από φυσικού του καχύποπτος είτε γιατί πανικοβλήθηκε με όσα άκουσε, τον διέκοψε και απαίτησε να μιλήσει στη μητέρα του. Ο Αργύρης παρέβλεψε το μάλλον απωθητικό ύφος του και πέρασε τη συσκευή στη γυναίκα χωρίς να φέρει αντιρρήσεις. Περίμενε να τη δει να μεταμορφώνεται προς το καλύτερο, μα οι μονολεκτικές, αγχωμένες απαντήσεις της μαρτυρούσαν πως συμβαίνει το αντίθετο. Φαίνεται δεν θα της μιλούσε καλά, κοφτά και απότομα θα της απευθυνόταν, όπως έκανε και μ’ αυτόν νωρίτερα. Σταδιακά η γυναίκα άνοιγε το στόμα της όλο και λιγότερο, ώσπου έπαψε εντελώς. Στο τέλος μόνο άκουγε. Κάποια στιγμή γύρισε προς το μέρος του. «Θέλει να σας μιλήσει», είπε καταρρακωμένη και του επέστρεψε τη συσκευή. Συνέχισε να της χαμογελά καθησυχαστικά, λες και η δική του συμπεριφορά είχε μεγαλύτερη σημασία από του γιου της και άρα άδικα στενοχωριόταν. Άλλαξε όμως εντελώς ύφος όταν έφερε το τηλέφωνο κοντά στο στόμα του. «Κηφισίας, στον παράδρομο προς Αθήνα, στο ύψος του Ψυχικού, θα δεις ένα ταξί, Σκόντα Οκτάβια του έξι», ολοκλήρωσε στεγνά και, πριν προλάβει ο άλλος να πει οτιδήποτε, του το έκλεισε.


Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ



Στράφηκε ξανά προς τη γυναίκα. «Είδατε που ανησυχούσατε άδικα; Έρχεται να σας πάρει...» πρόφερε όλο ενθουσιασμό και εν μέρει ένιωθε πραγματικά χαρούμενος, γιατί ευνοϊκότερη εξέλιξη δεν μπορούσε να φανταστεί. Ύστερα, τη βοήθησε να σηκωθεί από το παγκάκι και στηρίζοντας κάθε βήμα της, γιατί παρά τα ευχάριστα νέα έδειχνε να το ’χει και τώρα ανάγκη, την κατεύθυνε προς το αυτοκίνητό του. Τούτη τη φορά, ίσως επειδή καταλάβαινε και η ίδια πως δεν την κρατάνε ακόμη τα πόδια της και άλλον απ’ αυτόν τον άγνωστο δεν είχε, φάνηκε πιο συνεργάσιμη. Στην ερώτησή του όμως αν προτιμούσε να περιμένουν στο αμάξι, αρνήθηκε κατηγορηματικά, σαν να μην ήθελε να υποχρεωθεί περισσότερο. Δεν άντεχε να τη βλέπει άλλο όρθια κι έψαξε να βρει ένα βολικό μέρος να την ακουμπήσει. Το πεζούλι μιας κοντινής μάντρας, που προστάτευε έναν περιποιημένο κήπο με ωραιότατες καρπερές λεμονιές και νεαρά κυπαρίσσια, έμοιαζε ιδανικό. Ούτε πολύ ψηλό ούτε πολύ στενό, ό,τι πρέπει για τις διαστάσεις της. Την οδήγησε προς τα εκεί, την έβαλε να καθίσει και μετά έκατσε από δίπλα και αυτός. Αν και οι ώμοι τους σχεδόν ακουμπούσαν, οι αναμεταξύ τους αποστάσεις διατηρήθηκαν στο ακέραιο. Παρέμειναν βουβοί και απόμακροι, σαν να συμφωνούσαν πως η συνύπαρξή τους ήταν κάτι αναγκαίο και προσωρινό, που όπου να ’ναι θα έληγε· ποιος ο λόγος να διαμειφθεί οτιδήποτε μεταξύ τους, αφού η γνωριμία τους δεν θα είχε συνέχεια; Περίπου μισή ώρα αργότερα, ένα ακριβό αυτοκίνητο ήρθε και σταμάτησε μπροστά τους. Στη θέα του γνώριμου σ’ αυτήν οχήματος η γυναίκα τινάχτηκε πάνω. Ο Αργύρης περισσότερο από ανησυχία μην τυχόν σωριαστεί πάλι, έτσι όπως σηκώθηκε απότομα, παρά από ευγένεια έσπευσε να τη μιμηθεί και να σταθεί στο πλάι της. Ακόμη και τότε όμως έπρεπε να φανούν υπομονετικοί. Η αντηλιά στο σκουρόχρωμο παρμπρίζ ήταν εκτυφλωτική,




ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΖΑΜΙΩΤΗΣ

δυσχέραινε την προσπάθειά τους να δουν καθαρά στο εσωτερικό της καμπίνας. Έπειτα από λίγο ωστόσο, όταν τα μάτια τους συνήθισαν κάπως τη γυαλάδα, διέκριναν και οι δυο ότι ο οδηγός μιλούσε στο τηλέφωνο και από τις κινήσεις του συμπέραναν ότι δεν σκόπευε να κατεβεί πριν τελειώσει η συνομιλία. Μετά από κάμποσα λεπτά περιττής, όπως αποδείχθηκε, ορθοστασίας στο λιοπύρι αναγκάστηκαν –λίγο από σεβασμό στον εαυτό τους, λιγότερο από εξάντληση– να τραβηχτούν πίσω στη σκιά και να ξανακαθίσουν στο πεζούλι. Η φλέβα στο μέτωπο του Αργύρη φούσκωσε από αγανάκτηση, μα είπε να δώσει τόπο στην οργή, γιατί όπως κρυφοκοίταξε τη γυναίκα, την είδε να χάνεται. Κυριολεκτικά χανόταν, έσβηνε μπροστά στα μάτια του η φουκαριάρα. Σαν παγωμένη κρούστα η χλομάδα της κέρωσε σπιθαμή προς σπιθαμή το δέρμα της, σβήνοντας μεμιάς τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, λες και αυτά τα μάτια, το στόμα, τα μάγουλα και τα φρύδια να μη γνώρισαν ποτέ χαρά ή λύπη και ήταν από πάντοτε έτσι κενά από νόημα και αλήθεια, όμοια με κακοφτιαγμένο σκίτσο. Για συμπαράσταση πήρε την πρωτοβουλία να της σφίξει το χέρι. Η γυναίκα όμως αντέδρασε άσχημα. Τραβήχτηκε από κοντά του σαν να παρεξήγησε το άγγιγμά του. Μετά από αυτό αποφάσισε να είναι πιο προσεκτικός. Επιτέλους η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε. Ένας άντρας με κουστούμι, γύρω στα σαράντα, κάπως αφράτος από την καθιστική ζωή και πρόσωπο στρογγυλό όμοια με κοριτσιού, εμφανίστηκε. Άγνωστο γιατί, αντί για ανήσυχος έδειχνε τρομερά εκνευρισμένος. Χαιρέτησε μ’ ένα λειψό μορφασμό, πλησίασε τη μητέρα του και ζήτησε να του πει τι είχε συμβεί. «Μου πήραν την τσάντα, ένας αλήτης μου άρπαξε την τσάντα και μ’ έριξε κάτω», συνόψισε τα γεγονότα η γυναίκα με τρεμάμενη γνάθο και δείχνοντας προς το σημείο όπου διαδραματίστηκαν


Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ



όλα έγειρε το κεφάλι γεμάτη αποτροπιασμό, σαν να ξαναζούσε τη σκηνή της επίθεσης. Ξεφύσησε προβληματισμένος. Πάλι καλά, θα μπορούσε να της τύχει τίποτα χειρότερο, ήταν το μόνο που βρήκε να πει. Πονούσε πουθενά; Ένευσε αρνητικά. «λίγο στα γόνατα...» παραπονέθηκε. Κούνησε το κεφάλι του σαν να το έβρισκε φυσιολογικό. «Είχες μαζί σου τίποτα πολύτιμο;» ρώτησε ήρεμα. Η γυναίκα φάνηκε να διστάζει. «λεφτά μόνο... και το τηλέφωνό μου». «Μάλιστα...» μούτρωσε εκείνος. «Κάρτες; Μήπως είχες και την κάρτα σου στην τσάντα;» Μόρφασε γεμάτη αμφιβολία. Δεν θα ήταν σίγουρη. «Προσπάθησε να θυμηθείς, σε παρακαλώ, είναι σοβαρό», επέμεινε αυτός. «Μπορεί, δεν θυμάμαι...» «Αν είχες την κάρτα μαζί, πρέπει να το ξέρω...» συνέχισε στον ίδιο τόνο. «Δεν ξέρω...» ακούστηκε απελπισμένη εκείνη. «Θα χρειαστεί να την ακυρώσω», είπε αποφασιστικά, έβγαλε το κινητό του και πήγε λίγο πιο πέρα να μην ακούγεται. Κοίταξε τη γυναίκα. Κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να κρύψει τη στενοχώρια της. Θα περίμενε, φαίνεται, να της συμπαρασταθεί, αντί να νοιάζεται για τις κάρτες. Πάντως δεν αντέδρασε. Δικαιολογημένα, μέχρι και αυτός, που δεν είχε κανένα λόγο να τον ανέχεται κι έβρισκε το λιγότερο αλλόκοτη και απαράδεκτη τη στάση του, επηρεάστηκε από την τόση ψυχρότητα και προτίμησε να μην ανακατευτεί. Κάποια στιγμή έκλεισε το τηλέφωνο και στράφηκε ξανά προς το μέρος τους. Έκανε να βοηθήσει για να την πάνε μαζί μέχρι το αμάξι.




ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΖΑΜΙΩΤΗΣ

Με μια απότομη χειρονομία τον σταμάτησε. Τον ευχαριστούσε, φυσικά, για όσα έκανε έως τώρα, αλλά προφανώς μπορούσε και μόνος του. Αυτά είπε, μα και πάλι δεν κατάφερε να κρύψει την ενόχλησή του, που ήταν αναγκασμένος να συνδιαλέγεται μαζί του, σαν να μην τον θεωρούσε ισάξιο ή ίσως επειδή τον έβρισκε αντιπαθή. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έβαλε το χέρι στην τσέπη με σκοπό να του δώσει χρήματα για το τηλεφώνημα ή για τον κόπο του. Τέλος πάντων, ό,τι και αν σκεφτόταν αναγκάστηκε να το ξεχάσει μετά το βλέμμα που εισέπραξε, μα η ανάγκη του να αποδείξει πως ήλεγχε την κατάσταση και δεν ήταν απ’ αυτούς που αλλάζουν εύκολα γνώμη, του επέβαλλε να προσποιηθεί ένα χαμόγελο τόσο στριφνό, που λίγο παραπάνω να διατηρούνταν θα καταντούσε προσβλητικό. Η τύχη όμως δεν ήταν με το μέρος του. Ενώ την έβαζε στο αμάξι, πρόσεξε το βρεγμένο παντελόνι της και η επίπλαστη ψυχραιμία του έκανε φτερά. «Μια στιγμή», έκανε με κάποια αγανάκτηση και παρατώντας την στη τύχη της περπάτησε αργά ως το πορτμπαγκάζ, απ’ όπου έφερε ένα μάτσο εφημερίδες, τις οποίες και άρχισε να απλώνει στη θέση του συνοδηγού με τόση επιμέλεια, που καταντούσε σαδιστική, δεδομένου ότι η μητέρα του πάσχιζε να κρατηθεί όρθια, χωρίς να τολμά ούτε ν’ ακουμπήσει στο αμάξι, σαν να είχε πεισθεί πως και ένα άγγιγμά της στη λαμαρίνα έφτανε και περίσσευε να τη λεκιάσει ή, ακόμη χειρότερα, να προξενήσει καμιά ζημιά και να τον εξοργίσει περισσότερο. Εκείνος πάντως, χωρίς να δείχνει ότι αντιλαμβάνεται πόσο συμβάλλει στην ταλαιπωρία της, συνέχισε να φασκιώνει με αλλεπάλληλα στρώματα χαρτιού το κάθισμα. Μετά, αφού ήλεγξε δύο, ίσως τρεις, φορές και σιγουρεύτηκε πως έλαβε κάθε δυνατή προφύλαξη κι αποκλειόταν να συμβεί το παραμικρό, την απίθωσε στο κάθισμα, έκλεισε με νοσηρή προσοχή την πόρτα, πέρασε στη δική του πλευρά, θυμήθηκε να ρίξει – τώρα που τους χώριζε και κάποια απόσταση– μια εχθρική ματιά


Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ Η ΣΙΩΠΗ



στον Αργύρη, σαν να ευθυνόταν εκείνος που μπλέχτηκε σ’ αυτή την ταλαιπωρία, μπήκε μέσα, έβαλε μπροστά τη μηχανή και απομακρύνθηκε με μεγάλη ταχύτητα. Απέμεινε μόνος του ξανά. Κανονικά όφειλε να αισθάνεται ανακουφισμένος, να ευχαριστεί την τύχη του, που επιτέλους ξεμπέρδεψε απ’ αυτήν την άχαρη κατάσταση, μα μόνο χαρούμενος δεν ένιωθε. Ήπιε λίγο νερό από το μπουκάλι που είχε απομείνει στο χέρι του για να ξεπλύνει την πικρίλα και κοίταξε το ρολόι του. Κόντευε κιόλας έντεκα. Όπου να ’ναι συμπλήρωνε έξι ώρες στο δρόμο και εκτός απ’ τα λεφτά του ενοικίου ήταν ζήτημα αν είχε μαζέψει τα μισά απ’ όσα ξόδεψε για βενζίνη όταν ξεκινούσε. Όσο βαρύ και αν ένιωθε το κεφάλι του, επιβαλλόταν να γυρίσει αμέσως στη δουλειά του, αν δεν ήθελε να πάει χαμένη και αυτή η μέρα. Οι δυσάρεστες εκπλήξεις όμως τελειωμό δεν είχαν. Μπαίνοντας στο αμάξι διαπίστωσε πως το σάντουιτς που πέταξε όπωςόπως νωρίτερα σκόρπισε και, ακόμη χειρότερα, καθώς το χτύπαγε ο ήλιος τόση ώρα είχε βγάλει ζουμιά, αφήνοντας έναν δύσοσμο λεκέ στο ύφασμα του καθίσματος – μια μεγάλη σιχαμερή κηλίδα, απ’ αυτές που τις κοιτάς και ξέρεις πως δεν βγαίνουν με τίποτα. Μάζεψε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε τη λειωμένη ντομάτα, τα τρίμματα της φέτας και τις ροδέλες ελιάς που είχαν γλιστρήσει έξω απ’ τη διάφανη μεμβράνη με την οποία τύλιγε κάθε πρωί το κολατσιό του και τεντώθηκε να πιάσει το κουτί με τα χαρτομάντιλα στο ντουλαπάκι, μα φαίνεται έβαλε παραπάνω δύναμη από όση έπρεπε, γιατί ακούστηκε ένα διαπεραστικό τρίξιμο που τον έκανε να παγώσει – δεν αποκλείεται να μην έφταιγε καθόλου η αγαρμποσύνη του, το πλαστικό εξάρτημα να ήταν χαλασμένο από καιρό και άνοιξε-κλείσε να ’χε φτάσει η ώρα του· το πορτάκι πάντως του έμεινε στο χέρι.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.