Vensan djebel dd final

Page 1

ΖΙΛ ΒΕΝΣΑΝ

ΝΤΖΕΜΠΕΛ ΣΤΟΥΣ ΛΟΦΟΥΣ ΤΟΥ ΑΛΓΕΡΙΟΥ

P

Μυθιστόρημα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ

ΡΙΤΑ ΚΟΛΑΪΤΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Gilles Vincent, Djebel

Copyright Éditions Jigal, 2013. Published by arrangement with Agence littéraire Pierre Astier & associés. All rights reserved © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2013 ©

Έτος 1ης έκδοσης: 2014 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210.330.13.27 FAX: 210-384.24.31

e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5739-4


κεριά

Στον πατέρα μου, στη δική του Αλγερία...



Μόνο το φαντασιακό μπορούμε να περιγράψουμε... ΖΑΚ ΛΑΚAΝ


Το παρόν μυθιστόρημα είναι προϊόν μυθοπλασίας. Επομένως, οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα υπαρκτά είναι εντελώς συμπτωματική.


Πρόλογος

Μάρτιος 1960 – Ουαντιά, Καβυλία

«... Του βραδιού το χρυσάφι δε θα δω, μήτε και τα ιστία των βαποριών που ξεμακραίνουν προς το Αρφλέρ...» Ο Αντουάν ψιθυρίζει ξανά και ξανά τους στίχους του Βικτόρ Ουγκό.* Τους είχε μάθει στο δημοτικό. Το μοναδικό ποίημα που θυμάται ακόμα. Ποτέ του δεν το ξέχασε γιατί μιλάει για το θάνατο κι είναι ωραίο σαν τη χορωδία του Τρετ, του χωριού του, που ’ναι σφηνωμένο στους πρόποδες ενός βουνού, του Σεντ-Βικτουάρ. ... Μα όταν φτάσω, στο δικό σου το μνήμα θ’ αποθέσω ένα μπουκέτο από πράσινα λιόπρινα κι ολάνθιστα ρείκια. Του αρέσει να το επαναλαμβάνει αμέτρητες φορές, κι αυτό του δίνει την καθησυχαστική εντύπωση πως δεν είναι * Ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα του Βικτόρ Ουγκό με τον τίτλο «Demain, dès l’aube...», γραμμένο στις 3 Σεπτεμβρίου του 1847, από τη συλλογή Les Contemplations. Το αφιερώνει στη νεκρή θυγατέρα του. (Σ.τ.Μ.) 11


παντελώς χαμένος μες στα βράχια και στους αγέρηδες της Αλγερίας. Τρεις ώρες σκοπιά, καθισμένος ανακούρκουδα στα χαλίκια, για να μη χάσει απ’ τα μάτια του το μονοπάτι, ακόμα κι αν κάτω απ’ τα βλέφαρά του το τσούξιμο είναι δυνατό. Δεν πρέπει. Ούτε για μια στιγμή. Η ζωή των άλλων εξαρτάται απ’ αυτόν. Όλες οι ζωές. Να σημάνει συναγερμό, να ξυπνήσει τους στρατιώτες που κοιμούνται στις παρυφές του χωριού. Ο Αντουάν την ξέρει καλά την αποστολή του: να πολεμήσει τον ύπνο, να νικήσει την παγωνιά της καβυλιάνικης αυγής. Να μάθει να μην καπνίζει, να μη βήχει, να μην κινείται. Σιωπηρά να γίνει ο φύλακας των παγωμένων σκοταδιών που τυλίγουν τους γύρω λόφους και τους συντρόφους του, πιο πέρα, που έχουνε σωριαστεί απ’ την κούραση πάνω στα σακίδιά τους. Να κουνάει τα δάχτυλα των ποδιών του μες στα άρβυλα, να κατοπτεύει το σκοτάδι μέχρι να μαντέψει το ανάγλυφο του εδάφους τριγύρω και να μουρμουρίζει τα λόγια του Βικτόρ Ουγκό. Να ψιθυρίζει τους στίχους σαν ρεφρέν μέχρι να τελειώσει το πορτοκαλόχρωμο κύμα της νύχτας, κει κάτω, πίσω απ’ τη μεθόριο με την Τυνησία. Ο αντικαταστάτης του όπου να ’ναι φτάνει και η μέρα χαράζει όπως ακριβώς βασίλεψε, μέσα σ’ ένα λαμπάδιασμα. Ο Αντουάν Μπερτιέ χαμογελάει μέσα του. Μια χαρά, φαντάρε! Τρεις ώρες απίκο και μήτε σκιά ύποπτη, μήτε τρομάρα, μήτε μαχαίρι έτοιμο να σου κόψει το λαρύγγι. Φτάνει στ’ αυτιά του το λαχανιασμένο βήμα του χοντρο-Μποναρντό καθώς σκαρφαλώνει για να πάρει τη θέση του. 12


«Άντε, Μπερτιέ! Κατέβα να ζεσταθείς. Α, ρε παλιοτόμαρο, η τελευταία σου είναι! Τρεις μερούλες ακόμα και μετά, φινίτο! Έτσι δεν είναι, ρε κωλόφαρδε;» Ο Αντουάν, στη βιάση του να χωθεί μες στο μεχτά,* κουτρουβαλούσε κιόλας την πλαγιά. «Ναι, ντάξει!» ξεστομίζει χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του. «Τρεις μερούλες και μετά, τσάο, μάγκες!» Με τα μάτια καρφωμένα στο δρόμο που κατηφορίζει προς τα πρώτα χαμόσπιτα, επιταχύνει το βήμα του, προσαρμόζει το ρυθμό του σ’ εκείνον της μέρας που ξεπροβάλλει. Για άλλη μια φορά, η Αλγερία θα ξυπνήσει ανάμεσα σε κουρνιαχτό και ξεραμένο αίμα. Για άλλη μια φορά, το σκοτάδι θα σβήσει τις κραυγές εκείνων που, καθώς τους διαπερνά το ηλεκτρικό ρεύμα, σπαράζουν σχεδόν παντού στη χώρα. Τα μουσκεμένα στήθη των Αλγερίνων που ήταν δεμένοι πάνω σε τραπέζια, οι πανικόβλητες ματιές τους, τα γέλια των αμούστακων στρατιωτών ανάμεσα σε σκαμπίλια που πέφτουνε βροχή. Το θέαμα μιας νιότης που παρασύρεται και χτυπάει αλύπητα, που φτιάχνει, εν αγνοία της, το κοπρόχωμα για να φυτρώσουν οι μελλοντικοί εφιάλτες της. Σήμερα, όπως και χτες, όπως κι αύριο, η κραυγή των αντρών θ’ αντηχεί μες στα υπόγεια ως αργά τη νύχτα. Ως τα χαράματα, όταν μια ριπή ακουστεί πίσω από την πλάτη εκείνου που πετάξανε ανάμεσα στις πέτρες. Εκείνου που δεν είχε τίποτε να πει. Ο Αντουάν δε θέλησε ποτέ να πάρει μέρος. Το παρακολούθησε όμως. Για μία και μόνη φορά. * Οικισμός με πλίθινα σπίτια. (Σ.τ.Μ.) 13


«Ειδικές εξουσίες», του είπανε. «Που τις ψηφίσανε οι πολιτικοί, σχεδόν όλοι. Ομόφωνα». «Δεν είμαστε δα και σαδιστές!» πέταξε τονίζοντας μία μία τις συλλαβές ο λοχαγός Μιρά. «Στους αραπάδες πρέπει να μιλάς τη μόνη γλώσσα που καταλαβαίνουν: το βούρδουλα. Τελεία και παύλα».

Την πρώτη μέρα που ο Μπερτιέ έφτασε στο λόχο του –7ο σύνταγμα καταδρομέων–, τον ξεμονάχιασε ο λοχαγός Μιρά. «Να ξέρεις, Μπερτιέ», του εξήγησε ήρεμα στο γραφείο του, «ότι στο λόχο μου δεν έχουμε φασαρίες. Οι πάντες υπακούνε, το βουλώνουν και το πράμα κυλάει. Κι αν γίνει καμιά στραβή, την κουκουλώνουμε όλοι μαζί. Δεν έχουμε σούξου μούξου. Ποτέ. Έτσι, εσύ θα γυρίσεις σπιτάκι σου κι εγώ θα φύγω με τα γαλόνια του συνταγματάρχη. Με παρακολουθείς;» «Μάλιστα, κύριε λοχαγέ». Και τον είχε από κοντά. Δεν τον άφησε απ’ τα μάτια του για δεκαοχτώ ολάκερους μήνες. «Καταλαβαίνεις», συνέχισε ο Μιρά, «σε τούτο το κωλοχώρι που βρισκόμαστε εδώ και τρεις βδομάδες, ανακρίναμε τους πάντες. Δεν είπα “βασανίσαμε”, με πιάνεις; Ε να... τους στριμώξαμε λιγουλάκι..., έτσι για πλάκα. Θα το δεις και μόνος σου. Οι πάντες περάσανε απ’ τα χέρια μας. Όλοι οι άρρενες πάνω απ’ τα δεκατέσσερα. Όλοι εκτός απ’ το δήμαρχο. Έχει περάσει τα ογδόντα, βλέπεις. Πρέπει να σεβόμαστε τους ηλικιωμένους, Μπερτιέ, διαφορετικά, πάει χαθήκαμε. Άσε που αυτοί ξέρουν καλά τη χώρα και μας 14


θέλουν εδώ. Έχουν καταλάβει ότι χωρίς εμάς... Με παρακολουθείς;» Για κλάσμα του δευτερολέπτου ο Μπερτιέ αναλογίστηκε ότι ο γερο-δήμαρχος μπορούσε, κάλλιστα, να κρύβει μια χειροβομβίδα κάτω απ’ την κελεμπία του, προτίμησε όμως να κρατήσει τη σκέψη του για τον εαυτό του. «Μάλιστα, κύριε λοχαγέ. Μάλιστα». «Το ξέρω ότι με παρακολουθείς, λεβέντη μου. Στο φάκελό σου είδα ότι, κατά τη βασική σου εκπαίδευση, έμαθες να χρησιμοποιείς ασύρματο». «Μάλιστα, κύριε λοχαγέ. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι ήμουν απ’ τους καλούς». «Έτσι κατάλαβα κι εγώ. Από αύριο κιόλας θα ’σαι ο προσωπικός μου ασυρματιστής. Σύμφωνοι;» «Σύμφωνοι, κύριε λοχαγέ». «Φεύγοντας από δω, πετάξου μέχρι το γραφείο του επιλοχία Φερερό. Θα σ’ ενημερώσει για τα χρειαζούμενα. Ελεύθερος!» Και, προτού ο Αντουάν γυρίσει την πλάτη για να φύγει, ο λοχαγός Μιρά πρόσθεσε: «Θα το δεις, τίποτα δεν είναι. Δεν έχεις παρά να μ’ ακολουθείς όλη τη μέρα. Στην ύπαιθρο είναι λιγάκι ζόρικο, βέβαια, μα όταν θα γυρίσεις στην πατρίδα, θα ’χεις ώμους αντρίκειους. Όχι σαν κάτι πουσταρέλια... Όσο για την ασφάλειά σου στις αποστολές μας, μη χολοσκάς. Θα μ’ ακολουθείς καταπόδας, κι εγώ θα ’μαι αυτός που θα τραβήξει όπλο αν χρειαστεί. Και σε διαβεβαιώνω ότι σπάνια αστοχώ. Καμιά ερώτηση;»

15


Και τώρα, μόλις τρεις μερούλες μείνανε. Ο Αντουάν ονειρεύεται χαμογελώντας ότι το βαπόρι ίσως να βρίσκεται κιόλας στην αποβάθρα. «Μπερτιέ, εσύ ’σαι;» Στ’ αριστερά, ένα μικρό αντίσκηνο ήταν στημένο κουτσά στραβά ανάμεσα σε δυο ξερολιθιές. Ο αρχιδεκανέας Μανζέν έβγαλε το κεφάλι του μέσα απ’ το μουσαμά. «Το ’ξερα πως ήσουνα εσύ. Δεν υπάρχουν πολλοί που απαγγέλλουνε ποιήματα σε τούτο το βρομότοπο». «Σιγά, μωρέ... Είναι το μόνο που ξέρω». «Ντάξει, ρε Μπερτιέ. Το ’χουμε ακούσει εκατό φορές. Ωραίο σαν τη μάνα σου, ωραίο σαν την αδερφή σου, ωραίο σαν το χωριό σου... Μας έπρηξες! Εγώ, πέρα απ’ τη Μασσαλιώτιδα, δεν ξέρω κανένα. Έλα, μπες μέσα. Καθόμαστε δω με τον Χατζ, φουμάρουμε ένα τσιγαράκι. Έλα, θα ’χεις παγώσει...»

Φουμάρανε το πρώτο με πέντε ρουφηξιές και το επόμενο αργά αργά, απολαυστικά. Σαν κάποιος που ’χει όλη τη ζωή μπροστά του. Ο Μπερτιέ κάθισε με τα γόνατα διπλωμένα πάνω στο στήθος του. Το αντίσκηνο δεν κλείνει πια εδώ και καιρό και, μέσα απ’ τον καπνό που ξεγλιστράει, ο νεαρός φαντάρος αγναντεύει τη νύχτα που φεύγει. «Τι στραβομουτσουνιάζεις, ρε Μπερτιέ! Λες και δε θα γυρίσεις σπιτάκι σου σε τρεις μέρες... Χαμογέλα, ρε συ, άσε τα μούτρα». «Παράτα με ήσυχο, Χατζ! Δεν έχω μούτρα, απλά σκέφτομαι». 16


Με την καύτρα της γόπας του ο Μπερτιέ ανάβει το τρίτο τσιγάρο και συνεχίζει: «Για στάσου, ρε Χατζ, ζηλεύεις επειδή γυρίζω σπίτι μου; Εσύ είσαι στο σπίτι σου. Είναι φυσικό να μείνεις εδώ. Είναι ο τόπος σου. Τώρα βέβαια έχεις χεστεί απ’ το φόβο σου που βλέπεις να φεύγουμε ο ένας μετά τον άλλον, σε καταλαβαίνω. Ακόμα και ο λοχαγός μου ’πε πως όταν σας αδειάσουμε τη γωνιά, την έχετε γαμήσει εσείς οι χαρκί».* Ο αρχιδεκανέας Μανζέν πατάει τη γόπα του στο χώμα. «Καλά, ντάξει, ρε Μπερτιέ. Μια κουβέντα είπε ο Χατζ. Αλλά, μεταξύ μας, δεν έχει κι άδικο. Σε τρεις μερούλες εσύ φεύγεις κι εμείς μένουμε. Εσύ θα ξαναβρείς τη φαμίλια σου, τα φιλαράκια σου, το χωριό σου! Νομίζεις ότι κι εγώ δε γουστάρω να γυρίσω στο σπιτάκι μου και ν’ ανοίξω ξανά το μικρό μου συνεργείο; Μα δεν κρατιέμαι, θα σ’ το πω κι εγώ, ρε Μπερτιέ, γιατί έχεις αυτά τα μούτρα, γαμώτο μου...» Ο Μπερτιέ δεν ακούει πια, στ’ αλήθεια, τι του λένε. Ανάμεσα στις κατηγόριες του Μανζέν, το χάραμα ξεθύμαινε τόσο μακριά απ’ τ’ αντίσκηνα και τις φωνές! Τόσο μακριά που το φορτηγό πλοίο της επιστροφής έχει κατακλύσει το μυαλό του και νά το πλησιάζει στο λιμάνι της Μασσαλίας. Η μάνα κλαίει πάνω στην τσιμεντένια αποβάθρα και η Βιβιάν, η αδερφή του, ευθυτενής σαν την περηφάνια, του χαμογελάει από μακριά. Η αδερφή του, η μεγάλη του αγάπη... Έκαναν τα πάντα μαζί. Ακόμα και την κοιλιά της μάνας τους μοιραστήκανε. * Οι Αλγερίνοι που συνεργάστηκαν με το γαλλικό στρατό στον πόλεμο της Αλγερίας. (Σ.τ.Μ.) 17 2 – Ντζεμπέλ


Η Βιβιάν, η μεγάλη του αγάπη..., η πιο όμορφη και η πιο έξυπνη απ’ όλα τα κορίτσια του καντονιού. Θα γίνει δασκάλα κάποια μέρα. Το είπε ο κύριος δήμαρχος. Και ο εφημέριος επίσης. Δύσκολο να βρεις κορίτσι όταν είσαι τόσο περήφανος για κείνο που φωτίζει το σπιτικό σου... Ο πατέρας θα μείνει στο χωριό για να κόψει κομμάτια το αρνί, να ανοίξει τα μπουκάλια με το κρασί. Δεν του αρέσει να δείχνεται. Οι γυναίκες της φαμίλιας το κάνουν πολύ καλύτερα απ’ αυτόν! Η φιλαρμονική του Δήμου θα έχει καλογυαλίσει τα πνευστά και οι γείτονες και οι φίλοι θα φοράνε τα κυριακάτικά τους με το βλέμμα όλο περιέργεια. Όλοι θα σμίξουν στην πλατεία του χωριού. «Γυρίζει ο μικρός Μπερτιέ! Γυρίζει ο μικρός Μπερτιέ!» Όλοι θα τον περιμένουν, όλοι. Θα του ρίχνουν αγκωνιές, θα τον πνίξουν στα ρουφηχτά φιλιά, θα τον γεμίσουν με χοντροκομμένα αστεία και ερωτήσεις που θα σκάνε σαν φιλικά χαστούκια στα μάγουλά του. Και θα πρέπει να τους μιλάει, στον πατέρα που πολέμησε τους Γερμανούς, στην παρέα του κυνηγιού, σ’ όλους εκείνους που επέστρεψαν πριν απ’ αυτόν. Και στους γονείς των αγοριών που δε θα γυρίσουν, και που ελπίζουν, πίσω από ένα μισόλογο, ένα φευγαλέο βλέμμα, να διακρίνουν μια υποψία εκδίκησης. Θα πρέπει λοιπόν να ομολογήσει σε όλους αυτούς ότι γύρισε μ’ αδειανά τα χέρια. «Έι, Μπερτιέ! Είσαι δω μαζί μας ή φευγάτος κιόλας στο γλέντι;» 18


«Εδώ, μαζί σου είμαι, δεκανέα. Και μ’ εσένα, Χατζ. Όχι, όχι, δεν είν’ αυτό! Να, δεν ξέρω πώς να το πω...» Ο Αντουάν ψάχνει μες στο κεφάλι του, βάζει στη σειρά όλες τούτες τις λέξεις που θέλουν να βγουν και σπρώχνονται αναμεταξύ τους. «Να, στ’ αλήθεια, φοβάμαι να γυρίσω... Ναι, αυτό είναι. Φοβάμαι τους άλλους, όλους εκείνους που με περιμένουν. Φοβάμαι τον πατέρα μου, τη μάνα μου, ακόμα και την αδερφή μου. Καταλαβαίνετε;» «Όχι, Μπερτιέ», στενάζει ο Μοχάμεντ Χατζ. «Δε σε καταλαβαίνω. Είσαι ζωντανός, αυτό δεν είναι το πιο σημαντικό;» «Ναι, το ξέρω. Μα κείνο που με τρομάζει είναι το τι θα σκεφτούν οι άλλοι. Γυρίζω μ’ αδειανά τα χέρια, μάγκες. Μ’ αδειανά τα χέρια, γαμώτο!» «Μ’ αδειανά τα χέρια;» λέει ο Χατζ που έχει αρχίσει να παίρνει ανάποδες. «Αυτό είναι το πρόβλημά σου; Μ’ αδειανά τα χέρια; Μα δε γυρνάς απ’ το κυνήγι, αγόρι μου, απ’ τον πόλεμο γυρνάς!» «Και λοιπόν! Όλοι εδώ κάποιον έχουνε φάει. Όλοι! Ακόμα και οι πιο μαλάκες. Δε θέλω να σε προσβάλω, Μοχάμεντ, αλλά στα μέρη μου, στο χωριό μου, όσοι γυρίσανε απ’ την Αλγερία, ε να, είχανε φάει τουλάχιστον έναν βρομοαράπη. Το λιγότερο έναν...» Τον κοιτάνε σαν αποβλακωμένοι, κι αυτός συνεχίζει: «Εγώ, να, δεκαοχτώ μήνες τώρα τρέχω σαν ηλίθιος πίσω απ’ το λοχαγό. Δεκαοχτώ μήνες τον ακολουθώ σα σκυλάκι, γκρεμοτσακίζομαι με τον κωλοασύρματο που μου ’χει ξεκάνει την πλάτη. Δεκαοχτώ μήνες σέρνομαι στα χαλίκια, 19


κοιμάμαι στο χώμα με το φόβο να μου τρώει τα σωθικά. Δεκαοχτώ μήνες απίκο, καρτέρι το καρτέρι, χωρίς να ’χω ρίξει μισή τουφεκιά, εκτός απ’ την ώρα της άσκησης. Και, για πείτε μου, πώς να γυρίσω τζούφιος; Πού να το καταλάβετε εσείς. Και τι να πω στους άλλους; Ότι μαλακιζόμουνα στην έρημο ενώ τα συντρόφια μου ξεπάστρευαν αβέρτα;» Και τότε ο Χατζ δεν κρατήθηκε. «Είσαι άρρωστος, ρε συ Αντουάν! Σ’ τ’ ορκίζομαι, είσαι στ’ αλήθεια άρρωστος! Γυρίζεις ζωντανός, φίλε μου. Και με τα χέρια καθαρά, επιπλέον. Κι αυτό ελάχιστοι μπορούν να το πούνε εδώ. Και πρώτος και καλύτερος εγώ... Θα ’πρεπε να ’σαι περήφανος, Αντουάν. Περήφανος! Έτσι δεν είναι, Μανζέν;» Ο Μανζέν ακούει, με τα μάτια καρφωμένα στ’ άρβυλά του, κι ανάβει ένα τσιγάρο, θαρρείς κι έτσι θα του λυνόταν η γλώσσα. «Δεν ξέρω αν έχεις δίκιο ή άδικο, Χατζ, με τα όσα λες για τα καθαρά χέρια, αλλά εγώ τον καταλαβαίνω τον Μπερτιέ». Ο αρχιδεκανέας έφτυσε ένα κομματάκι καπνό. «Να, είναι, πώς να το πω, σα να γυρίζεις παρθένος, ε; Σαν εδώ να γίναμε όλοι άντρες, εκτός από σένα. Έτσι δεν είναι;» «Ναι, ναι, αυτό είναι. Παρθένος και ντροπιασμένος. Να, κάπως σα δειλός, καταλαβαίνεις...» Ο Μπερτιέ κοιτάζει προς τα έξω· πάνω απ’ το θλιβερό τοπίο δεσπόζει η αυγή. «Περίεργες κουβέντες πιάσατε πρωινιάτικα μου φαίνεται!» Κανείς τους δεν άκουσε τον επιλοχία Φερερό –το φοβε20


ρό σφαγέα ρουφιάνων– καθώς πλησίασε και κάθισε πάνω στην ξερολιθιά, απέναντι απ’ το αμπρί. «Δε συνηθίζω να κρυφακούω, μάγκες, αλλά κάτι έπιασε τ’ αυτί μου. Ειλικρινά, Μπερτιέ, εγώ σε καταλαβαίνω...» Ο Μανζέν χαμογέλασε, θαρρείς κι ανακουφίστηκε. Και ο επιλοχίας συνέχισε: «Δεν είναι κακό να γυρίσεις μ’ αδειανά τα χέρια, όπως λες, φτάνει να ’ναι δικιά σου επιλογή. Αν ήσουνα, ας πούμε, αντιρρησίας συνείδησης και σε μπουζουριάζανε για κάνα τριάρι χρονάκια όπως εκείνους τους γαμιόληδες τους ειρηνιστές. Μα εσύ δεν είσαι λουφαδόρος, Μπερτιέ. Εσύ έχεις αρχίδια. Το να γυρίσεις στην πατρίδα με την ντροπή στα σκέλια, μετά από δεκαοχτώ μήνες φανταριλίκι, δε μου φαίνεται σόι πράμα. Κι εσύ ζορίστηκες, όπως όλοι μας, σε τούτη τη γαμημένη χώρα. Έτσι είναι! Εσύ χαράμισες δυο χρόνια απ’ τη ζωή σου για τους αραπάδες, κι η Γαλλία δε σ’ αφήνει να φας κάνα δυο από δαύτους; Και γιατί παρακαλώ; Γιατί, αφότου πάτησες το πόδι σου εδώ, τρέχεις πίσω απ’ τον κώλο του λοχαγού;» Ο επιλοχίας Φερερό ξέρει ότι κανείς δεν τον διακόπτει άμα μιλάει. Ότι οι άντρες του τον ακούνε χωρίς να βγάζουν κιχ και ότι προσέχουν πάντα τον ιδρώτα που τρέχει στο μέτωπό του, στα μηνίγγια του, κάθε φορά που νευριάζει, ακόμα και το χειμώνα. «Πάντως, εσένα σ’ έχει πάρει με καλό μάτι ο λοχαγός. Οι πάντες το ξέρουν ότι σε προστατεύει, κάπως σαν το μικρό του αδερφό. Και γι’ αυτό δε σ’ έστειλε ποτέ στην πρώτη γραμμή. Αλλά εμάς, να το ξέρεις, δε μας νοιάζει. Σ’ αγαπάμε έτσι όπως είσαι, Μπερτιέ». 21


Το βλέμμα του Αντουάν διασταυρώνεται μ’ εκείνο του Φερερό. «Συγγνώμη, κυρ-επιλοχία, αλλά ο λοχαγός ποτέ δε με προστάτεψε περισσότερο απ’ τους άλλους... Είμαι απλά ο ασυρματιστής του, αυτό είν’ όλο. Κι έπειτα, έχουμε κάνει πολλές κουβέντες αυτός κι εγώ. Και μπορώ να σας πω ότι με καταλαβαίνει... Και ίσως να ’ναι ο μόνος εδώ». «Ντάξει, ρε Μπερτιέ», τον κόβει ο επιλοχίας. «Σε καταλαβαίνει ή όχι, στ’ αρχίδια μας, το θέμα είναι ότι σε είχε τόσο του χεριού του ώστε ποτέ σου δεν κατάφερες να καθαρίσεις ούτε μισό Αλγερίνο, και να που τώρα γυρνάς σπίτι σου σαν μυξοπαρθένα. Όλοι θα σε κοροϊδεύουνε και σ’ τ’ ορκίζομαι πως θα σε περάσουνε για κιοτή στα μέρη σου». Ο Φερερό καθαρίζει το λαιμό του και ρίχνει μια ροχάλα πάνω στο ξερό χορτάρι προτού πηδήξει απ’ την ξερολιθιά. «Εμείς όμως ξέρουμε πως δεν είσαι». Το βλέμμα του διασταυρώνεται μ’ εκείνο των άλλων. «Έχω μια ιδέα. Θα σ’ τη φτιάξω τη δουλειά». Ο Αντουάν Μπερτιέ συνοφρυώνεται. «Πώς;» «Άσ’ το σε μας. Εδώ κι ενάμιση χρόνο μάς εμπιστεύεσαι, δε θ’ αλλάξει αυτό σήμερα. Ελάτε μαζί μου και οι τρεις μέχρι το τελευταίο σπίτι του χωριού, στη βόρεια πλευρά, στην ανηφοριά. Μπουκάρουμε στη χαμοκέλα, βουτάμε δυο και τους πάμε μια γύρα. Κι όλα αυτά, στα μουλωχτά. Μην ακούσω κάνα αράπικο σκούξιμο, ντάξει;»

22


Αμέσως μόλις σηκώθηκαν, έπεσε σιωπή. Διέσχισαν αθόρυβα το μεχτά. Ίσα που ακουγόταν το σούρσιμο των βημάτων πάνω στα χαλίκια. Ο επιλοχίας άρχισε να σιγοσφυρίζει, σχεδόν στη ζούλα, το αγαπημένο του τραγούδι: «Εμπρός, παιδιά, τα μαχαίρια ακονίστε στα κράσπεδα...»

Κάτι που μοιάζει με γκριζο-ώχρινο σπίτι, ισόγειο δίχως παράθυρα, δίχως μέλλον πέρα από κείνο που του επιφυλάσσει η διάβρωση απ’ τον αγέρα, διαγράφεται στο φέγγος της αυγής, απομακρυσμένο απ’ τα υπόλοιπα. Οι άντρες είναι κολλημένοι πάνω στο χωματότοιχο, δεξιά κι αριστερά της εξώπορτας. Σινιάλο του Φερερό. Ο Μανζέν, με μια επιδέξια κλοτσιά, σκορπίζει στον αέρα τις μισοσαπισμένες σανίδες και οι στολές αγγαρείας χάνονται, λες και τις κατάπιε η σκιά της πλιθιάς. Σκοτεινιά στο εσωτερικό του χαμόσπιτου. Η μάνα, που ετοίμαζε το πρώτο τσάι του πρωινού, αρχίζει να στριγγλίζει. Το σκαμπίλι του Χατζ την κάνει να σωπάσει και να πέσει στα γόνατα. Ο Φερερό τής ρίχνει άλλο ένα και απ’ το στόμα της γυναίκας τρέχει ένα υγρό κατακόκκινο που δίνει μια πινελιά στο σκοτάδι. Ο επιλοχίας βάζει το δάχτυλο στα χείλη. «Σουτ... Βούλωσ’ το...» Ο Μανζέν και ο Μπερτιέ ορμάνε στα δυο πλαϊνά δωμάτια και φέρνουν έναν γεράκο, ίσως ο πατέρας της γυναίκας, κι ένα αγόρι γύρω στα έντεκα δώδεκα. 23


«Χατζ, ρώτα την πού είναι ο άντρας της». Εκείνη ακούει και απαντάει κοντανασαίνοντας, χωρίς ν’ αφήνει το χαρκί από τα μάτια της. «Λέει ότι ο άντρας της θα λείψει όλη τη βδομάδα στο Αλγέρι, στον αδερφό του, τον βοηθάει στο χτίσιμο του σπιτιού του». «Μπούρδες! Άλλος ένας αντάρτης κρυμμένος στους λόγγους. Τα ξέρουμε αυτά. Άντε, άντε, σβέλτα! Θα πάρουμε το γέρο και το παιδί. Πες στην τσούλα να μην το κουνήσει μέχρι να γυρίσουμε και ότι αν ειδοποιήσει κανέναν, θα ξανάρθω και θα της φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι. Στο δικό της και σ’ οποιανού άλλου βρω εδώ. Άντε, πάμε να φύγουμε από τούτη την τρύπα». Ο Φερερό βγαίνει πρώτος, τον ακολουθούν ο Μανζέν, ο Μπερτιέ και οι δυο Άραβες. Ξεφυσάει δυνατά, έπειτα ρουφάει όσο περισσότερο αέρα μπορεί. Πολλές φορές. Ένας τρόπος να οξυγονώνεις το νευρικό σου σύστημα, να ξεπλένεις τους βρόγχους σου απ’ την πουτάνα τη βία. Μετά από λίγο ήρθε και ο Χατζ. «Ντάξει, κυρ-επιλοχία. Κατάλαβε. Και τώρα τι κάνουμε;» «Θα βγούμε απ’ το χωριό απ’ το ανηφορικό μονοπάτι. Στα μουλωχτά. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά θα βρούμε ένα βαθούλωμα ανάμεσα στα βράχια, δεξιά μας. Εκεί ο Μπερτιέ θα τα δώσει όλα... Ελάτε, ακολουθήστε με όλοι. Πάμε...» Τι παράξενο θέαμα τούτοι οι άντρες που σκαρφαλώνουν ο ένας πίσω απ’ τον άλλον, χωρίς να κάνουν τον παραμικρό θόρυβο, εκτός από κείνον τον αχνό που αφήνουν οι ανάκατες ανάσες. Έξι σκιές. Έξι πεπρωμένα ντυμένα με στολές αγγαρείας 24


και κελεμπίες που διαγράφονται αμυδρά μες στο πρώτο φως της μέρας. Η καρδιά του Μπερτιέ ακολουθεί το ρυθμό των βημάτων, από βιάση όχι από ζήλο, και σιγά σιγά πάει πιο γρήγορα μέχρι που υπακούει στους χτύπους του φόβου που την κυριεύει. Οι άντρες αφήνουν πίσω τους το μονοπάτι και κατευθύνονται προς τέσσερις μεγάλους πέτρινους όγκους, βαλμένους τετραγωνικά στην πλαγιά. Σέρνονται ανάμεσα στα βράχια, περικυκλώνουν το κακοτράχαλο κομμάτι γης, προφυλάσσονται απ’ τα βλέμματα και τον ήλιο που ξεμυτίζει. Σιωπή που την ταράζουν μονάχα οι λαχανιασμένες ανάσες. Πρέπει να ξεμπερδεύουμε προτού δούμε καθαρά τα πρόσωπά τους, μονολογεί ο Φερερό, δίνοντας το μαχαίρι του στον Μπερτιέ. «Πάρ’ το και κράτα το γερά». «Τι να το κάνω, κυρ-επιλοχία; Έχω το δικό μου». «Πάρ’ το, σου λέω. Είναι καλοακονισμένο. Το ξέρεις, βέβαια, πως είμαι κυνηγός... Επειδή είμαι αριστερόχειρας θα σε βολέψει καλύτερα. Κι εσύ αριστερόχειρας δεν είσαι;» Η καρδιά χτυπάει αλαφιασμένη και του σφυροκοπάει τ’ αυτιά. «Έλα, ετοιμάσου, Μπερτιέ. Εμείς οι τρεις θα τους κρατάμε κι εσύ θα τους το μπήξεις μια κι έξω. Άντε, κουνήσου!» «Έτσι; Με το μαχαίρι;» «Δεν κατάλαβα τι θες; Να ξυπνήσουμε όλη την κοιλάδα με την κουμπούρα;» Ο Φερερό αρπάζει τον παππού απ’ τον Μανζέν. «Άρχισε με το γέρο. Εσείς οι άλλοι πιάστε το πιτσιρίκι. 25


Και μην ακούσω σκουσμάρι. Σπάστε του το κεφάλι, αν χρειαστεί». Ο Μπερτιέ πλησιάζει το γέρο που τον ζυγιάζει χωρίς να χαμηλώσει τα μάτια. «Naralla ka Allah dïb! Naralla ka Allah dïb». «Τι λέει, Χατζ; Τι λέει;» «Η κατάρα του Αλλάχ στη φάρα σου, Μπερτιέ. Κι ότι είσαι κάθαρμα. Αυτό σου λέει. Άντε, τι περιμένεις; Χώσ’ του το του σκυλάραπα, αλλιώς θα μας σκοτώσει όλους με την πρώτη ευκαιρία... Μπήξ’ του το, γαμώ το στανιό μου! Μπήξ’ του το!» Κι όλα πάνε πιο γρήγορα, όπως οι χτύποι στα μηνίγγια, στ’ αυτιά, στο στήθος. Ο Μπερτιέ σφίγγει τα δόντια και χώνει μεμιάς τη λάμα μες στο ρούχο. Γλιστράει εύκολα και τα χείλη του γέρου παύουν να σαλεύουν. Η λάμα ξαναβγαίνει και ξαναβυθίζεται. Μια, δυο, δέκα φορές. Ο ιδρώτας μουσκεύει την πλάτη του. «Καθοίκι! Παλιοκαθοίκι!» Αυτός που ουρλιάζει είναι ο Μπερτιέ. Έτσι, ξάφνου, ξεπηδάνε όλοι οι θυμοί μιας ζωής σαν κραυγές μισοπεθαμένου ζώου. Θαρρείς κι αυτόν τρυπούσε το μαχαίρι. «Βούλωσ’ το, Μπερτιέ! Πάει αυτός, τέλειωσε. Καθάρισε το πιτσιρίκι, τώρα, και μετά την κάνουμε». Ο επιλοχίας μιλάει κοφτά. Λόγια που δε σηκώνουνε κουβέντα. Ποτέ. Ο Χατζ και ο Μανζέν κρατάνε όσο μπορούνε ακίνητο το αγόρι. 26


Ένα παιδικό βλέμμα, σαστισμένες, σπασμωδικές κινήσεις. Για μια στιγμή, το στόμα που ελευθερώνεται απ’ τα δάχτυλα που το κρατάνε φυλακισμένο. Το στόμα του παιδιού που δε φωνάζει, αλλά εκλιπαρεί... «Κουνήσου, Μπερτιέ! Άντε, να τελειώνουμε...» Ο Χατζ αρπάζει τα μαλλιά του παιδιού και τα τραβάει προς τα πίσω. Και η λάμα κόβει απ’ το ένα αυτί ως το άλλο. Καβύλικο χαμόγελο που αναβλύζει και απλώνεται πάνω στο λευκό ύφασμα και στις χακί στολές. Το σώμα σωριάζεται καταγής και οι πτυχώσεις της κελεμπίας βάφονται με ένα κόκκινο που σκορπίζεται παντού. «Θα πεθάνει γρήγορα, κυρ-επιλοχία;» «Σαν προβατάκι, Μπερτιέ. Σαν προβατάκι». Μια φευγαλέα ματιά στους άντρες του· είναι πιο χλωμοί κι απ’ το φεγγάρι που χάνεται. «Μάγκες, φύγαμε. Ο Μπερτιέ ξεπαρθενεύτηκε· αποστολή εξετελέσθη. Τώρα, λεβέντη μου, μπορείς να γυρίσεις στην πατρίδα με το κεφάλι ψηλά». Παράξενο θέαμα τούτοι οι τέσσερις άντρες που ξανακατεβαίνουν προς το χωριό βαδίζοντας ο ένας πίσω απ’ τον άλλον, βουβοί. Τέσσερις πεζοπόροι του ντζεμπέλ* με πεπρωμένα σκοτεινά, όσο δε βάζει ο νους. Η μικρή ομάδα φτάνει στα λιγοστά σπίτια που κείνη την ώρα ξυπνάνε. Οι υπόλοιποι του λόχου ζεσταίνουν νερό για τον καφέ και ανάβουν το πρώτο τους τσιγάρο. Λίγο πιο πάνω, εκεί όπου η άμμος βάφεται με το χρώμα * Λόφος στις χώρες του Μαγκρέμπ. (Σ.τ.Μ.)

27


της σκουριάς, ο αγέρας τρυπώνει ανάμεσα απ’ τα βρόμικα βαμβακερά αραχνοΰφαντα πανιά. Κι είναι αυτός ο πρωινός αγέρας που αποκαλύπτει τις γάμπες κάτω απ’ το ύφασμα. Τις γάμπες ενός ηλικιωμένου άντρα κι ενός κοριτσιού με κοντοκουρεμένα μαλλιά.

Ανεβαίνει τη σκάλα. Όπως κι όλοι οι άλλοι. Βολεύεται στο πίσω μέρος του βαποριού, καθισμένος κατάχαμα, με την πλάτη ακουμπισμένη στην κουπαστή, και κοιτάζει το Σιρόκο καθώς γεμίζει με στρατιώτες που γυρίζουν στα σπίτια τους και πιε-νουάρ* που φεύγουν, με τις βαλίτσες τους ξέχειλες από μια αξιοθρήνητη ζωή. Ο Αντουάν Μπερτιέ είχε αφεθεί έρμαιο στα σπρωξίματα και στα γέλια των ανακουφισμένων πια αντρών. Ο λοχίας Μισό, ίδια κλάση μ’ αυτόν, τον φώναξε απ’ την πάνω γέφυρα. Του σφύριξε μάλιστα. Να πάει να τους βρει, να βρει την παρέα του λόχου, στο διάδρομο απ’ τη μεριά του λιμανιού. Θα πούνε ιστορίες, θα το καλαμπουρίσουνε, θα παίξουνε χαρτιά και θα πιούνε παστίς με χλιαρό νερό. Από μπουκάλια, άλλο τίποτα! Ο Αντουάν δεν έχει πια όρεξη να μιλήσει, μήτε να γελάσει, κι ακόμα λιγότερο να παίξει χαρτιά. Τα λυμένα παλαμάρια ελευθερώνουν το σαπιοκάραβο και τα τρανταχτά γέλια. * Έτσι αποκαλούσαν τους Γάλλους της Αλγερίας μετά την επιστροφή τους στη μητρόπολη. (Σ.τ.Μ.) 28


Ο Αντουάν σηκώνεται σιωπηλός. Ακουμπάει τους αγκώνες του σε μια σιδερένια μπάρα και αφήνει το βλέμμα του να περιπλανηθεί στη Βόρεια Αφρική που αφήνει για πάντα. Οι ώρες περνούν, παραδομένες στο ταξίδι, και η στιγμή που περιμένει ο Μπερτιέ φτάνει όπου να ’ναι. Λιγοστά δευτερόλεπτα και να, η Αλγερία θα εξαφανιστεί και το πεπρωμένο των συνταξιδιωτών του θα μείνει αιωρούμενο ανάμεσα σε δυο ορίζοντες μαντεύοντας... την απεραντοσύνη. Ο Αντουάν θωρεί πέρα μακριά, το βλέμμα του φεύγει πάνω απ’ τα λευκά απόνερα του βαποριού. Ανάβει ένα τσιγάρο αλλά το πετάει αμέσως πάνω απ’ την κουπαστή. Τίποτα πια δεν τον ευχαριστεί. Η ιδέα ότι θα ξαναβρεί τη μάνα, την αδερφή, τις γαλήνιες καμπύλες του τόπου του έχασε όλη της τη σαγήνη. Και οι δυο θα περιμένουν αύριο να τον δουν, καθώς θα κατεβαίνει τη σκάλα του βαποριού. Θα πρέπει να υπομείνει τα βλέμματα, τα γέλια, τα δάκρυα. Θα του μιλάνε δυνατά για την ευτυχία, για τον καλό Θεό και για τη ζωή που θα ξαναγίνει όπως πριν. Σαν ο γιόκας τους να μην είχε φύγει ποτέ. Θα γελάνε τρελαμένες από χαρά χωρίς ούτε μια στιγμή να τους περάσει απ’ το νου πως εκείνος είχε στ’ αλήθεια τρελαθεί... Μια παρέα φαντάρων κάθονταν στη γέφυρα, κοντά στον Αντουάν. Μιλούσαν πολύ δυνατά προκειμένου οι φωνές τους να σκεπάσουν το θόρυβο από τις τουρμπίνες. Τα αστεία ξεστομίζονται το ένα μετά το άλλο κι ακούγονται σαν μεγαλοποιημένα ανδραγαθήματα. Ανάμεσα σε δυο ξεσπά29


σματα γέλιου, περιγράφουν τα καταϊδρωμένα κορμιά κάποιων που είχαν τσακίσει στο ξύλο και μετά τους περιποιήθηκαν με τη ζεζέν,* καθώς και τις κραυγές που βγάζανε κείνες οι καριόλες όταν τις ξεσκίζανε. Ένας από δαύτους, εμφανώς ο μεγαλύτερος σε ηλικία, θέλει ν’ ανάψει ένα τσιγαράκι. Δεν έχει φωτιά. Γυρίζει προς τον Μπερτιέ. «Έχεις φωτιά, φιλάρα; Φχαριστώ». Και αφού του ρίχνει μια κοφτή ματιά, συμπληρώνει: «Τι μούτρα είν’ αυτά, ρε! Δεν είσαι χαρούμενος που γυρίζεις;» Ο Αντουάν Μπερτιέ δε θέλει πια ν’ ακούει τίποτα, πόσο μάλλον ν’ απαντάει. Μα ο άλλος επιμένει. «Όπως και να ’χει, με τη μούρη που κουβαλάς, σίγουρα θα σου ’φυγε ο κώλος τις τελευταίες μέρες... Σωστά δε λέω;» Και τα βλέμματά τους διασταυρώνονται. «Άντε, ρε. Έλα να κάτσεις μαζί μας. Θυμόμαστε τα ωραία κόλπα μας. Που τελειωμό δεν έχουν, σ’ τ’ ορκίζομαι. Εσύ ρε, πόσα έκανες; Ε, πόσα; Τα ’χεις μετρήσει;» Χωρίς να ξεκολλήσει τα μάτια του απ’ τον άλλον, ο Αντουάν δέχεται τις λέξεις, τις απρεπείς ερωτήσεις που σκάνε σαν χαστούκια στα μάγουλά του. «Δύο! Δύο έκανα. Σου φτάνει;» «Καλά, ντε... Μην τσαντίζεσαι. Δυο βρομοαραπάδες πάνω δυο κάτω...» * Αυτοσχέδια συσκευή για το βασανισμό κρατουμένων, εφοδιασμένη με ηλεκτρόδια ώστε να διοχετεύεται ηλεκτρικό ρεύμα σε διάφορα μέρη του σώματος. (Σ.τ.Μ.) 30


Ο Αντουάν σηκώνει το κεφάλι του και αναζητεί στον πάνω διάδρομο το βλέμμα του λοχία Μισό. Μέχρι να το βρει, δε χαλαρώνει και ύστερα ουρλιάζει. «Δύο! Δύο! Μ’ ακούτε; Δύο!» Βγάζει το αυτόματο πιστόλι από μια τσέπη του αμπέχονου και ρίχνει τρεις φορές στον αέρα. Βουβαμάρα σ’ όλο το πίσω μέρος του βαποριού. Ο Μισό σκύβει και γνέφει όχι με το κεφάλι. Ο Αντουάν νιώθει τα βλέμματα των αντρών καρφωμένα στο χέρι του, στο πρόσωπό του, στο κορμί του που πηγαίνει πέρα δώθε απ’ τον αγέρα. Η μαύρη κάννη χάνεται ανάμεσα στα χείλη του και το δάχτυλο συσπάται χωρίς δισταγμό.

Ο λοχαγός Μιρά βγαίνει απ’ την καμπίνα του και διασχίζει το διάδρομο μέχρι το πίσω μέρος του βαποριού. Άρχισε να νυχτώνει· στρατιώτες και πολίτες ανάκατοι είχαν κουλουριαστεί κάτω από παλτά και κουβέρτες. Η νύχτα θα ’ναι μεγάλη και παγερή, και τα όνειρα με μισάνοιχτες αγκαλιές της προσμονής είναι καλοδεχούμενα. Ο λοχαγός επιστρέφει στην πρύμνη, εκεί όπου πριν από λίγο ο Μπερτιέ τίναξε τα μυαλά του. Ο Μιρά έκανε τα δέοντα. Βρήκε ένα πρόχειρο φέρετρο προκειμένου να μη δει η οικογένεια το παραμορφωμένο πρόσωπο του παλικαριού τους. Κι έπειτα έγραψε την επιστολή προς τους γονείς, κείνες τις τυποποιημένες φράσεις που γεμίζουν με περηφάνια τα δάκρυα και αποδιώχνουν τις ερωτήσεις. 31


«Αντουάν Μπερτιέ. Δεύτερη κλάση. Αντουάν Μπερτιέ». Ο λοχαγός μουρμουρίζει τούτα τα λόγια, αντίκρυ στον αγέρα, θαρρείς κι αποτίνει έναν προσωπικό φόρο τιμής. Δεκαοχτώ μήνες τούτος ο πιτσιρικάς ο Μπερτιέ τον ακολουθούσε παντού. Γενναίο παιδί. Μα δεν ήταν φτιαγμένο για να σκορπίζει το θάνατο. Δεκαοχτώ μήνες είχε γίνει η σκιά του, με το φορητό ασύρματο κολλημένο στην πλάτη. Δεκαοχτώ μήνες γεμάτοι αφοσίωση, ερωτήματα που έπνιγε, απορίες που πάντα κατάπινε. Σε λιγότερο από μια ώρα, περιτριγυρισμένος από αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του λόχου του, ο λοχαγός Μιρά θα παρευρεθεί στο κλείσιμο του φέρετρου. Και με τα ήρεμα και τελετουργικά λόγια του στρατιωτικού ιερέα, το πρόσωπο του νεαρού φαντάρου, πρόσωπο με χαρακτηριστικά βαθουλωμένα από την αϋπνία και την ντροπή, θα εξαφανιστεί κάτω από την προσεκτικά σφαλισμένη σανίδα. Ο Μιρά πετάει τη γόπα του στα απόνερα του βαποριού. Ξεφυσάει την τελευταία ρουφηξιά και θυμάται όλα όσα του είχε αφηγηθεί ο Μπερτιέ για τα νεανικά του χρόνια. Για τον πατέρα, σιωπηλό εργάτη στους αγρούς. Για τη μάνα και την αδερφή, σίγουρα με λουλουδάτα φορέματα και οι δυο, που θα τον περιμένουν στην αποβάθρα, αύριο. Και πάντα.

32


ΜΑΣΣΑΛΙΑ, ΣΑΡΑΝΤΑ ΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

3 – Ντζεμπέλ



1

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2001

Β

Ντιμασκό: 9:30. Ο Σεμπαστιέν Τουρέν ξανάκλεισε τη μεγάλη ατζέντα του πάνω στο μοναδικό πρωινό ραντεβού. Μια ματιά στο ρολόι του. Τρία τέταρτα της ώρας νωρίτερα. Αύριο κλείνει ένας μήνας ακριβώς από τότε που ανοίγει τα μάτια του στις 6:15 αντί για τις 7. Χωρίς λόγο. Χωρίς κανέναν εφιάλτη, μήτε φανερό κίνητρο. Τις πρώτες μέρες πάσχιζε να ξανακοιμηθεί. Τζίφος. Έτσι παραιτείται. Φοράει τις παντόφλες του και σέρνεται μέχρι το λουτρό. Μέχρι το πρώτο ραντεβού, πάντα επίφοβο, με ανθρώπους που περιφέρουν τα πρωινά τους μούτρα. Ένα ντους, τα γνωστά τροπάρια του Φρανς Ινφό* κι έπειτα ο πρώτος καφές της μέρας σε μεγάλο φλιτζάνι, στην κουζίνα. Κατηφορίζει τα βουλεβάρτα μέχρι το Λα Σαμαριτέν, στο Παλιό Λιμάνι. Μασουλάει ένα κρουασάν κι ανάβει το ΙΒΙΑΝ

* Ενημερωτικός σταθμός 24ης λειτουργίας της δημόσιας γαλλικής ραδιοφωνίας. (Σ.τ.Μ.) 35


πρώτο τσιγάρο προτού ανηφορίσει την Κανεμπιέρ* και το μπουλβάρ ντε λα Λιμπερασιόν ως τη διασταύρωση των Πέντε Λεωφόρων. Δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά περπάτημα, μιλώντας χαμηλόφωνα, κάνοντας στον εαυτό του τις πρώτες εξομολογήσεις της μέρας. Και μεγαλόφωνα κάποιες φορές. Κει πάνω, δυο βήματα απ’ το σταυροδρόμι, αντίκρυ απ’ το ζωολογικό κήπο, ανεβαίνει τα τέσσερα πατώματα της πολυκατοικίας. Ανοίγει τα παντζούρια, τραβάει τις κουρτίνες και τότε, απέναντι από τα ψηλά δέντρα του πάρκου, μες στο ανεμόδαρτο φως των μαρσεγιέζικων πρωινών, συμβουλεύεται το ημερήσιο πρόγραμμά του ως ιδιωτικού ντετέκτιβ και στα χείλη του σχηματίζεται ένα χαμόγελο, εκείνο που του χάρισαν τα σαράντα λεπτά που κέρδισε.

Τέσσερα χρόνια πέρασαν αφότου βγήκε το διαζύγιό του –το δεύτερο– όπως ακριβώς βγαίνουμε από ένα δρόμο. Τέσσερα χρόνια αφότου άφησε τις κούτες του σε τούτη τη μεζονέτα του μπουλβάρ ντι Ζαρντέν Ζοολοζίκ. Μια γωνιά όπου οι πληγές επουλώνονται βουβά, ανάμεσα σε κιβώτια με βιβλία και κουτιά παπουτσιών γεμάτα με παλιές φωτογραφίες, πεταμένες χύμα. Βιβλία και φωτογραφίες: οι μοναδικές αποσκευές, οι μοναδικοί μάρτυρες. Συνηθίζει στο καινούργιο του περιβάλλον, ξανάρχεται στα ίσα του. Περπατάει πάνω στις καλογυαλισμένες σανί* Ιστορικός κεντρικός δρόμος στην παλιά πόλη της Μασσαλίας. (Σ.τ.Μ.) 36


δες και τα βράδια απολαμβάνει τον πνιχτό ήχο των σελίδων που γυρίζει. Θα τολμούσε να πει πως νιώθει καλά. Διαλέγει το χρώμα των τοίχων και τη θέση των αντικειμένων. Διαμόρφωσε τον κάτω όροφο σε άνετο σαλόνι-γραφείο και στον επάνω με μια σοφή διάταξη δημιούργησε, με μεγάλα μαξιλάρια και αφίσες με έργα του Μοντιλιάνι, μια «φωλίτσα», ό,τι πρέπει για τρυφερές ενέδρες. Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Σεμπαστιέν Τουρέν ένιωθε στο σπίτι του. Και η Έμα... Πέρασαν κιόλας τρία χρόνια... Μια γνωριμία που έμοιαζε με ατύχημα: απρόσμενη και σοβαρή. Η Έμα έφυγε πέρυσι. Αναπαύεται για πάντα στο εβραϊκό κοιμητήριο της πόλης. Τσακισμένος από άγρυπνες νύχτες, τα είχε παρατήσει όλα. Μετακομίζει προσωρινά σε ένα δυάρι στο Παλιό Λιμάνι. Σαράντα πέντε τετραγωνικά, σαν μια έξοδο κινδύνου. Κοιμάται αλλού. Και σιγά σιγά, αραιώνοντας τα χάπια που έπαιρνε, έκλεινε τα μάτια μέχρι να ξυπνήσει. Μέχρι που ο μοναδικός του ορίζοντας, το πρωί, ήταν οι πλωτές εξέδρες και τα πλεούμενα που σκαμπανέβαζαν. Λίγους μήνες μετά, εμπιστεύτηκε τη μεζονέτα με θέα στο ζωολογικό κήπο σ’ έναν εργολάβο. Αφέθηκε να τον παρασύρει σε άλλα χρώματα, άλλες ταπετσαρίες στους τοίχους, άλλους φωτισμούς. Αντικατέστησε όλα τα έπιπλα του γραφείου και στο με37


σώροφο πέταξε τα τσαλακωμένα σεντόνια και τα πουπουλένια παπλώματα. Κι εκεί, μες στον άδειο χώρο, στοίβαξε το ένα δίπλα στ’ άλλο, σαν σαρκοφάγους, αμέτρητα κιβώτια με βιβλία και φωτογραφίες που σίγουρα δε θα ξεφύλλιζε ποτέ πια, αλλά που του ήταν αδιανόητο να τα αποχωριστεί.

Έχει τριάντα λεπτά και βάλε στη διάθεσή του. Συγκεντρώνεται στην κυρία Ντιμασκό. Τριάντα λεπτά για να την πλάσει με τη φαντασία του, να μαντέψει το πρόσωπό της, το παράστημά της και όταν εκείνη θα μπει στο γραφείο του, να χαμογελάσει από έκπληξη ή από κείνη τη μοναδική ευστοχία της διαίσθησης του αρσενικού. Ένα τηλεφώνημα χτες το πρωί. Μια φωνή αργόσυρτη, λίγο κουρασμένη. Ευθύς εξαρχής ο Σεμπαστιέν προαισθάνθηκε μια γυναίκα γύρω στα εξήντα, λίγο καταβεβλημένη, χωρίς να έχει σ’ όλη της τη ζωή φωνάξει πολύ μήτε γελάσει. Στη φωνή της υπήρχε μια μουσικότητα αδιαμφισβήτητης προβηγκιανής προέλευσης. Το γεγονός πως την άκουσε χωρίς να την διακόψει του επέτρεψε να αντιληφθεί ακριβώς αυτό που συγκάλυπταν τα μισόλογά της. Του είπε πως θα ερχόταν από τη Λυόν νωρίς σήμερα το πρωί, πως θα έμενε στο ξενοδοχείο για λίγες μέρες και πως ήταν η πρώτη φορά που συμβουλευόταν ιδιωτικό ντετέκτιβ. Από το σπασμωδικό ρυθμό των φράσεων ο Τουρέν κατάλαβε το επείγον του ταξιδιού. Την απρόβλεπτη πλευρά του ίσως. 38


Του έδωσε ραντεβού σήμερα το πρωί. Σε είκοσι λεπτά.

Μες στη σιωπηρή αναμονή ο ήχος του κάτω κουδουνιού τον ξάφνιασε. Οι κινήσεις του πρώτου ραντεβού, ένα τελετουργικό περίεργο και γελοίο συνάμα, έγιναν. Τραβάει τις κουρτίνες, ανάβει την μπρούντζινη λάμπα του γραφείου, ξεκουμπώνει το σακάκι του και στο δεύτερο χτύπημα παρφουμάρει με μια υποψία Πάκο Ραμπάν το λαιμό του. Μια ακολουθία κάπως παλιομοδίτικη, βέβαια, αλλά για τον Σεμπαστιέν Τουρέν η μόνη εφικτή στάση για ν’ αντιμετωπίσει τις πρώτες συναντήσεις. Ανοίγει την εξώπορτα, κι έπειτα αφήνει μισάνοιχτη την πόρτα του γραφείου. Κάθεται πίσω απ’ το τραπέζι και περιμένει με ύφος, ας πούμε, πολυάσχολο. «Περάστε, κυρία μου! Περάστε και κλείστε την πόρτα πίσω σας». Η Βιβιάν Ντιμασκό την έκλεισε απαλά και βρέθηκε στο κυρίως δωμάτιο όπου ο Τουρέν σηκώθηκε χαμογελώντας, απλώνοντας το χέρι του, αναλογιζόμενος πως δεν του πέρασε καν απ’ το νου ότι, παρά την ηλικία της, τούτη η γυναίκα μπορούσε να ήταν εξίσου όμορφη όσο και κουρασμένη. «Βγάλτε, αν θέλετε, το σακάκι σας. Θα νιώσετε καλύτερα, έτσι δεν είναι; Το διαμέρισμα βρίσκεται ακριβώς κάτω από τη στέγη και, όπως θα διαπιστώσετε, ακόμα και τόσο νωρίς το πρωί έχει ζέστη». Κάθισε στην καρέκλα, μπροστά απ’ το γραφείο, δίπλω39


σε κομψά τις γάμπες της και ακούμπησε τη μεγάλη κροκοδειλένια τσάντα της στα γόνατά της, κάνοντας πως τάχατες περιμένει ένα νεύμα, μια χειρονομία που να ενθαρρύνει την κουβέντα. Την ευχαρίστησε για την ακρίβειά της και της έκανε την πρώτη ερώτηση. «Μπορείτε να μου πείτε τους λόγους της επίσκεψής σας; Έρχεστε απ’ τη Λυόν, έτσι δεν είναι;» «Μάλιστα. Αλλά, όπως διαπιστώνετε, έχω κρατήσει την προφορά μου από τούτα δω τα μέρη. Η οικογένειά μου κατάγεται απ’ το Τρετ, δίπλα στο Αιξ. Ο σύζυγός μου κι εγώ μετακομίσαμε στη Λυόν πριν από πέντε χρόνια για τη δουλειά του. Τελειώνει την καριέρα του ως διευθυντής ερευνών στην πετροχημεία. Εγώ έχω πάρει σύνταξη προ οχταετίας. Ήμουν δασκάλα στην περιοχή...» Ο Τουρέν άκουγε δίχως να λέει τίποτα, δίχως να κάνει τίποτα που θα μπορούσε να την διακόψει. Καθώς βρισκόταν ακόμα υπό την επήρεια της Έμα, παρέμενε ευαίσθητος στις γυναικείες φωνές που προαισθανόταν τη γλύκα τους από τις πρώτες κιόλας φράσεις. Ρουφάει τα λόγια της, διαποτίζεται από τούτη τη γυναίκα, μια γυναίκα ακόμα όμορφη κάτω απ’ την κούραση του καημού που είχε μαντέψει με την πρώτη ματιά... «Συγγνώμη που σας διακόπτω, κυρία Ντιμασκό. Θέλω να σας κάνω μια ερώτηση που με βασανίζει μετά το χτεσινό τηλεφώνημά σας. Γιατί ήρθατε σ’ επαφή μ’ έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ στη Μασσαλία εφόσον μένετε στη Λυόν;» «Δίκιο έχετε, δεν είναι προφανές, αλλά αυτό ακριβώς μας οδηγεί στην καρδιά της υπόθεσής μου. Επέλεξα τη Μασ40


σαλία γιατί εδώ η ιστορία μου θα βρει τη λύση της. Το ελπίζω τουλάχιστον. Κι επέλεξα εσάς, κατόπιν προτροπής του οικογενειακού συμβολαιογράφου μας, του κυρίου Ντιμά, στο Αιξ. Απ’ ό,τι κατάλαβα γνωριζόσαστε καλά, έτσι δεν είναι;» «Ναι, είμαστε φίλοι. Ας έρθουμε όμως στην υπόθεσή σας». Η Βιβιάν Ντιμασκό συγκατάνευσε κουνώντας ανεπαίσθητα το πιγούνι της. «Όλα άρχισαν πριν από σαράντα και κάτι χρόνια. Τον Μάρτιο του 1960 για να είμαι ακριβής. Ήμουν είκοσι δύο χρονών τότε. Ο Αντουάν κι εγώ ήμασταν δίδυμοι και οι γονείς μας δεν είχαν άλλα παιδιά. Όπως σας έχω ήδη πει, η οικογένειά μας ζούσε στο Τρετ, στους πρόποδες του Σεντ-Βικτουάρ...» «Ναι, το ξέρω το μέρος. Συνεχίστε, παρακαλώ». «Ήμασταν μια οικογένεια ταπεινή, θα ’λεγα. Ο πατέρας μου ήταν κηπουρός στο δήμο και η μητέρα μου δούλευε ως παραδουλεύτρα στ’ αρχοντόσπιτα του χωριού. Μας μεγάλωσαν χωρίς χρήματα, αλλά με τόση αγάπη και σωστές αρχές που τα παιδικά μας χρόνια ήταν παραπάνω από ευτυχισμένα. Αυτό που πρέπει να καταλάβετε είναι ότι ο Αντουάν κι εγώ ήμασταν πολύ δεμένοι αλλά και τόσο διαφορετικοί. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, στο σχολείο εγώ ήμουν μάλλον καλή μαθήτρια, ενώ εκείνος δεν τα πολυσυμπαθούσε τα γράμματα. Δε θα τον έλεγες, βέβαια, και σκράπα. Οι γονείς μου, που πίστευαν περισσότερο στη γνώση παρά στον καλό Θεό, δεν το άντεχαν. Ας πούμε ότι τον συγκινούσαν περισσότερο τα ποτάμια και τα δάση, καταλαβαίνετε τι εννοώ, από την ιστορία και τα μαθηματικά. Ορισμένοι τον 41


έβρισκαν, να, λιγάκι αλαφροΐσκιωτο, όπως λένε. Εγώ τον θεωρούσα αυθόρμητο. Ιδιόρρυθμο, βέβαια, μα τόσο καλοσυνάτο... »Εν πάση περιπτώσει, όταν έφτασε η ώρα του στρατού, όλα ήταν μια χαρά. Έτοιμος να φορέσει το χακί ο Αντουάν μας. »Τον Μάρτιο του 1960 έκλεισε δεκαοχτώ μήνες στην Αλγερία. Είχε πάρει μόνο μια άδεια, των Αγίων Πάντων, κι όλοι μας λαχταρούσαμε να τον ξαναδούμε. Η μητέρα μου μετρούσε τις μέρες, κι εγώ λογάριαζα αντίστροφα τις ώρες. »Ίσως σας φαίνεται παιδιάστικο, κύριε Τουρέν, μα πρέπει να καταλάβετε τη λαχτάρα μας... Αφότου ο πατέρας μου έχασε τα δυο αδέρφια του στην Ινδοκίνα το 1953, δεν έλεγε πια σχεδόν κουβέντα. Κι έτσι η μητέρα μας, φλύαρη από φυσικού της, έπνιγε τον Αντουάν με λέξεις. Ήταν γι’ αυτήν ένα είδος παθητικού έμπιστου. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω, ε;» Ο Τουρέν συγκατάνευσε κουνώντας το κεφάλι του και προτρέποντάς την να συνεχίσει. «Εγώ τον Αντουάν μου τον προστάτευα σα μάνα. Δεν άργησα να καταλάβω ότι η ζωή θα ήταν γι’ αυτόν πιο δύσκολη απ’ ό,τι για μένα, ότι θα δεχόταν συχνά χτυπήματα χωρίς να μπορεί να τ’ ανταποδώσει, ενώ εγώ ένιωθα ταμένη να μπαίνω μπροστά, να τον προστατεύω απ’ τις μπαμπεσιές... Και νόμιζα ότι αυτό θα κρατούσε για πάντα...» Στο βλέμμα της Βιβιάν Ντιμασκό ο Σεμπαστιέν διέκρινε μια λάμψη νοσταλγίας. «Τετάρτη ήτανε», συνέχισε, «το θυμάμαι λες και ήταν χτες, λάβαμε ένα γράμμα του. Ο Αντουάν μάς ανάγγελλε 42


ότι θα γύριζε το ερχόμενο Σάββατο με το βαπόρι. Θα έφτανε στη Μασσαλία νωρίς το απόγεμα. Η μητέρα μου κι εγώ κάναμε σαν τρελές. Δε φαντάζεστε! Τη βλέπω ακόμα μπροστά μου, την καημενούλα, να χτυπάει τις πόρτες των σπιτιών του δρόμου μας για να τους αναγγείλει το μαντάτο. Τις μέρες που ακολούθησαν, ετοιμάζαμε, μαζί με τους γείτονες, τη γιορτή για το Σάββατο το βράδυ. »Ήταν εκπληκτικά! Εκείνο το τριήμερο πέρασε σαν μαϊστράλι και, το Σάββατο, η μητέρα μου κι εγώ, να ’μαστε και οι δυο καμαρωτές στην αποβάθρα των ντόκων, στο βιομηχανικό λιμάνι, να κραυγάζουμε κλαίγοντας, μαζί με τους άλλους, Ζήτω η Γαλλία! »Και μετά οι στρατιώτες άρχισαν να κατεβαίνουν απ’ τις σανιδόσκαλες. Κι εμείς παραφυλάγαμε, κοιτάζαμε με λαχτάρα κάθε πρόσωπο για δυο ολάκερες ώρες. Στο τέλος, ένιωθα πως άδειαζα απ’ το αίμα μου με τον ίδιο ρυθμό που το βαπόρι άδειαζε απ’ τους επιβάτες του. »Η μητέρα μου κι εγώ δεν τολμούσαμε καν να κοιταχτούμε. Το πλήθος πάνω στην προβλήτα είχε αρχίσει να σκορπίζεται κι εμείς, παρά τον άδειο χώρο, κολλούσαμε σιγά σιγά η μια πάνω στην άλλη. »Και τότε μας πλησίασε ο λοχαγός Μιρά. Τον αναγνώρισα αμέσως γιατί ο Αντουάν μάς είχε στείλει φωτογραφίες του λόχου του. Πρέπει να σας πω επίσης ότι κατά τη μία και μοναδική του άδεια ο αδερφός μου μας είχε μιλήσει πολύ γι’ αυτό τον άνδρα. Ένας αξιωματικός, τριαντάρης θα ’τανε, τον οποίον ο Αντουάν φοβόταν και συνάμα θαύμαζε. Καταλαβαίνετε, τον έβλεπε λίγο σα μεγάλο αδερφό... »“Σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης”. Αυτό μας είπε όλο 43


κι όλο. Ή κάτι παρόμοιο. Ότι το κακό συνέβη δυο μέρες προτού επιβιβαστούν στο πλοίο. Ότι δεν πρόλαβε να μας ειδοποιήσει. Και ότι το φέρετρο θα το έστελνε στο σπίτι μας απόψε. Τη στιγμή που μας άφηνε, μας έδωσε ένα φάκελο και τη βαλίτσα του Αντουάν. Προτού χαιρετήσει τη μητέρα μου και με σφίξει στην αγκαλιά του, πρόσθεσε ότι το υπουργείο θα επικοινωνούσε μαζί μας. Ένα μετάλλιο, αναμφίβολα. Ένας επίσημος λόγος, σίγουρα. »Τότε, η μαμά κι εγώ ξαναπήραμε το υπεραστικό λεωφορείο για το Τρετ, ελπίζοντας, σ’ όλη τη διαδρομή, να μη φτάσει το φέρετρο πριν από μας. Εκ των υστέρων, καταλαβαίνετε, αυτό που μου φαίνεται απίστευτο είναι πως στη διάρκεια του ταξιδιού καμιά απ’ τις δυο μας δεν έκλαιγε. Ούτε η μητέρα μου ούτε γω λυγίσαμε. Θαρρείς και κρατάγαμε τα δάκρυά μας για το υπόλοιπο της ζωής μας...» Ο Τουρέν αιφνιδιάστηκε, κατακλύστηκε μάλιστα από τη συγκίνηση της Βιβιάν Ντιμασκό. Δύσκολο να βρει την απαραίτητη απόσταση. Να κρατήσει μια στάση απλή, διακριτικά προστατευτική. Σηκώθηκε από την καρέκλα του. Ναι, σηκώθηκε. Της πρότεινε να περάσουν στο σαλόνι. Είναι πιο άνετο και λιγότερο τυπικό. Βρήκε καταφύγιο στην κουζίνα για ένα δυο λεπτά, ίσα για να ετοιμάσει τον καφέ. Ακούμπησε το δίσκο με τα αχνιστά φλιτζάνια στο τραπέζι, με το στομάχι σφιγμένο. Κάθισε στη μεγάλη λυγαρένια πολυθρόνα, το μόνο εμφανές ενθύμιο που είχε κρατήσει από την Έμα. 44


Η κυρία Ντιμασκό βολεύτηκε στην άκρη του καναπέ, ακριβώς απέναντί του, και ανακάτευε με χάρη τη ζάχαρη στον πάτο του φλιτζανιού της. Ο Σεμπαστιέν ξερόβηξε και συνέχισε: «Φαντάζομαι πόσο φοβερό θα ήταν. Ανυπόφορο. Θέλω, όμως, να καταλάβω τι συνδέει το θάνατο του αδερφού σας με τη σημερινή σας επίσκεψη». Η Βιβιάν Ντιμασκό ρώτησε αν μπορούσε να καπνίσει. Πράγμα σπάνιο, μα τώρα το είχε ανάγκη. Ο Τουρέν πλησίασε τον αναπτήρα του στο μεντόλ τσιγάρο. «Για να σας πω την καθαρή μου αλήθεια, ποτέ δε μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι αυτή η ιστορία θ’ αναβίωνε μετά από τόσα χρόνια». Ο ντετέκτιβ αναλογίστηκε τα πτώματα που ανεβαίνουν ενίοτε στην επιφάνεια μιας λίμνης όταν μετά από καιρό σπάσουν τα φαγωμένα σχοινιά. «Αυτό έγινε την προηγούμενη βδομάδα. Τρίτη βράδυ για την ακρίβεια. Ετοιμαζόμαστε να φάμε όταν δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από κάποια γυναίκα ονόματι Σιλβί Μισό. Πρώτη φορά άκουγα τ’ όνομά της. Αμέσως με ρώτησε αν ήμουν η αδερφή του Αντουάν Μπερτιέ που πέθανε στην Αλγερία. Φαντάζεστε την έκπληξή μου! Κάθισα για να μη σωριαστώ». Κι έπειτα συνέχισε. Μου είπε ότι ο Ρενέ, ο άντρας της, υπηρετούσε στο ίδιο σύνταγμα με τον Αντουάν. Ότι τελείωσε τη θητεία του με το βαθμό του λοχία, αλλά εκείνος είχε την τύχη να γυρίσει ζωντανός. Πρόσθεσε ότι ο άντρας της ήταν πιστός χριστιανός και 45


ότι μου τηλεφώνησε γιατί της ζήτησε, προτού πεθάνει από καρκίνο του πνεύμονα, να μου αποκαλύψει την αλήθεια. Ότι ο μικρός Μπερτιέ δε σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης. Αυτό ήταν η επίσημη εκδοχή, η εκδοχή που τους υποχρέωσαν να πουν. Στην πραγματικότητα, ο Αντουάν αυτοκτόνησε στο πλοίο της επιστροφής μπροστά σε όλους. Ο Αντουάν ήταν ένα παιδί που έζησε μια ανείπωτη οδύνη και σάλταρε. Αυτό το παιδί είχε μια αδερφή, τη Βιβιάν, για την οποία μιλούσε διαρκώς και σε τούτη την αδερφή, αν ο Θεός την είχε ακόμα ζωντανή, έπρεπε να μιλήσει. Να της πει τα πάντα. Αυτά ήταν περίπου τα λόγια του λοχία Μισό. Η Βιβιάν Ντιμασκό σώπασε, αποκαμωμένη από την πλημμυρίδα των δικών της λέξεων. «Κι εσείς τι κάνατε;» την ενθάρρυνε ο Τουρέν. «Τίποτα. Πήγα να ξαπλώσω». Έμεινε στο κρεβάτι για πάνω από είκοσι τέσσερις ώρες με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι, παραδομένη σε κάθε λογής παροξυσμό... «Εσείς οι άντρες δεν ξέρετε τι είναι αυτό το κάψιμο του καημού, αυτή η τυφλή μνησικακία και δεν ξέρω τι άλλο ακόμα που κατατρώγει τα σωθικά των μανάδων και των αδερφών εκείνων που δε γυρίζουν ποτέ. Όχι, ποτέ δε θα το μάθετε...» Ο Τουρέν προτίμησε να σωπάσει, να αφεθεί στο ακράγγιγμα του βωβού πόνου αυτής της γυναίκας και να την αφήσει να συνεχίσει. «Την επομένη το πρωί βρήκα στο γραμματοκιβώτιο έναν χοντρό φάκελο σταλμένο απ’ την κυρία Μισό». Άφησε ένα χαρτόδετο ντοσιέ πάνω στο χαμηλό τραπέζι. 46


«Εδώ μέσα θα βρείτε όλα τα ντοκουμέντα που έχω. Την επιστολή αυτής της κυρίας, τα στρατιωτικά χαρτιά του Αντουάν, φωτογραφίες του συντάγματος, καθώς και το τελευταίο του γράμμα. Σας έχω σημειώσει επίσης τα ονόματα και τις διευθύνσεις των στρατιωτών που βρίσκονταν πιο κοντά στον αδερφό μου. Είναι τρεις τέσσερις και, απ’ ό,τι έμαθα, μένουν πάντα εδώ. Εύκολα θα μπορέσετε να τους βρείτε. »Έτσι έχουν τα πράματα... Αυτό που σας ζητώ, είναι απλώς να τους συναντήσετε. Να σας πουν τι ακριβώς συνέβη στον Αντουάν. Είμαι σίγουρη πως θα το κάνουν». Έσβησε το τσιγάρο της και τον κοίταξε χαμογελώντας με ύφος κουρασμένο: «Καταλαβαίνετε τον καημό μας! Όλοι φανταζόμασταν τον Αντουάν μας να πεθαίνει με το τουφέκι στο χέρι, κει κάτω, κάπου ανάμεσα στα βράχια. Οι γονείς μου κι εγώ περάσαμε όλη μας τη ζωή μ’ αυτή την εικόνα. Και μ’ αυτήν πέθαναν εκείνοι. »Τώρα, λοιπόν, πώς ν’ αντέξω τούτη την αυτοκτονία στο πλοίο της επιστροφής, λίγες ώρες προτού μας ανταμώσει; Καταλαβαίνετε πως είναι δυσβάσταχτο, κύριε Τουρέν. Απίστευτα δυσβάσταχτο. »Αν ο Αντουάν έδωσε τέρμα στη ζωή του, θέλω να ξέρω τους λόγους. Για μένα την ίδια, για τους γονείς μου, για τη μνήμη του. Ο θάνατος ενός αδερφού είναι από μόνος του δύσκολο πράμα, αν όμως στην οργή προσθέσουμε και την αμφιβολία! Τότε...» Η Βιβιάν Ντιμασκό απόστρεψε το βλέμμα της. «Σας παρακαλώ, κυρία μου. Κι εγώ έμαθα να φέρνω 47


βόλτα την οργή και τον καημό. Ας το προσπαθήσουμε τουλάχιστον...» Της έτεινε και πάλι τον αναπτήρα του και συνέχισε: «Προτού δεχτώ ν’ ασχοληθώ με την υπόθεσή σας, θα ήθελα να καταλάβω κάτι». Άναψε το τσιγάρο της και μέσα απ’ τον καπνό φάνηκε το λαμπερό της βλέμμα. «Γιατί δε συναντάτε εσείς η ίδια αυτούς τους πρώην στρατιώτες;» «Είναι πολύ απλό. Επειδή φοβάμαι ότι σε μένα, μια γυναίκα, δε θα μιλήσουν. Ο πόλεμος κι όλες οι οδύνες που τον συνοδεύουν είναι αντρικές ιστορίες, κύριε Τουρέν. Πιθανόν, αναμεταξύ σας η εμπιστοσύνη να είναι πιο εύκολη, φυσική θα ’λεγα». «Σίγουρα, δίκιο έχετε». Σηκώθηκε, πήρε την επιταγή της προκαταβολής και τη συνόδεψε στην πόρτα του διαμερίσματος. «Μένω στο Γκραν Τονίκ Οτέλ, στο Παλιό Λιμάνι». «Το ξέρω, δυο βήματα απ’ το σπίτι μου είναι». «Θα με κρατάτε ενήμερη;» «Αν έχω κάποιο νέο, θα σας τηλεφωνήσω τη Δευτέρα. Αφήνω το Σαββατοκύριακο. Μιας και δεν πνίγομαι στη δουλειά, θα προχωρήσουμε γρήγορα». Και, καθώς την παρατηρούσε να κατεβαίνει προσεκτικά τα ξύλινα σκαλοπάτια, πρόσθεσε: «Μπορείτε να βασιστείτε πάνω μου. Θα τα πούμε πολύ σύντομα». Η πόρτα ξανάκλεισε πίσω από την επισκέπτρια που απομακρύνθηκε προς το ισόγειο. 48


Ξαναβάζει καφέ, ανοίγει την μπαλκονόπορτα του σαλονιού για να αποδιώξει την ασυνήθιστη μυρωδιά των μεντόλ τσιγάρων. Κάθισε στον καναπέ, άπλωσε τα γράμματα και τις φωτογραφίες μπροστά του. Κρατάει ανάμεσα στα δάχτυλά του μια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ένας νεαρός στρατιώτης χαμογελαστός, καθισμένος στο φτερό ενός καμιονιού GMC. Ο Αντουάν Μπερτιέ δεν είχε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ένα αγροτόπαιδο στο οποίο ο πατέρας λησμόνησε να κληροδοτήσει την απαραίτητη τραχύτητα. Διατηρούσε στο βλέμμα, στο χαμόγελο, ένα ψήγμα παιδικότητας που σίγουρα το είχε πάντα. Ο Τουρέν κοίταζε επίμονα το πρόσωπο για ώρα πολλή. Η πρώτη επαφή. Μετά από δεκαοχτώ μήνες στην Αλγερία, τούτος ο πιτσιρικάς αυτοκτόνησε λίγες ώρες προτού ξανασμίξει με την πρότερη ζωή του. Κατά περίεργο τρόπο, ενώ τίποτα το συγκεκριμένο μήτε καν το ασαφές δεν τον συνέδεε με τον Αντουάν Μπερτιέ, ο Σεμπαστιέν Τουρέν συνειδητοποίησε την ταραχή που τον κατάκλυζε. Μια κραυγή οργής που ανεβαίνει και που εκείνος ανέκαθεν αναγνώριζε. Το βογκητό του μικρού αγοριού απέναντι στην αδικία των ανθρώπων.

49 4 – Ντζεμπέλ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.