XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 5
ΓΙΑΣΜΙΝΑ ΧΑΝΤΡΑ
Ο ΟΛΥΜΠΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΗΡΩΝ a Μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΙΓΚΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 6
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με την οικονομική ενίσχυση του Ιντιτούτου Γκαίτε, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων. ❧
ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Khadra Yasmina, L’Olympe des infortunes © ©
Copyright Éditions Julliard, Paris, 2010 Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2010
Έτος 1ης έκδοσης: 2011 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5245-0
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 7
Στον αείμνηστο Πιερ-Αντρέ Μπουτάν
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 8
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 9
Ι Αν θες να πάρεις το δρόμο προς την παντοτινή γαλήνη, στα χτυπήματα της μοίρας χαμογέλα και κανέναν μη χτυπάς. ΟΜΑΡ ΚΑΓΙΑΜ
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 10
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 11
1 Μ
* Ας στα αραβικά σημαίνει «αυτός που έχει ζήσει». (Σ.τ.Μ.)
11
― ην κοιτάς! Ο Τζούνιορ αναπηδά και κάνει στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Ο Ας* ο Μονόφθαλμος στέκεται πίσω του, όρθιος πάνω σ’ ένα βουνό από σκουπίδια, με τα χέρια στη μέση, εξοργισμένος. Η μακριά γενειάδα του ανεμίζει στο αεράκι που φυσά. Ο Τζούνιορ σκύβει το κεφάλι σαν σκανταλιάρικο παιδί που το ’πιασαν στα πράσα. Όλος αμηχανία, ξύνει την κορφή του κεφαλιού του με το ένα του δάχτυλο. ― Δεν κατάλαβα πώς έφτασα ως εδώ. ― Σώπα! ― Αλήθεια λέω, Ας. Περπατούσα με το μυαλό μου γεμάτο σκοτούρες, ούτε που ξέρω πώς έφτασα ως εδώ. ― Ψεύτη! είπε ο Ας τρέμοντας απ’ την κορφή ως τα νύχια. Είσαι ένας ψεύτης και μισός, Τζούνιορ. Τη γλώσσα σου να βουτήξεις σε αγιασμό και θα τον μαγαρίσεις! ― Σ’ τ’ ορκίζομαι... ― Μη μιλάς, καλύτερα. Όποιος πιάνεται στη φάκα σαν το ποντίκι καλύτερα να μην προσπαθεί να ξεφύγει. Είναι θέμα αξιοπρέπειας. Όταν ο Ας βγαίνει εκτός εαυτού, το κακάδι πάνω απ’ το βγαλμένο του μάτι μοιάζει να γίνεται ένα με το ασπράδι ολόγυρα, κάνοντας το καλό του μάτι να ξεχωρίζει ακόμα πιο πολύ. ― Πες την αλήθεια, πως δεν χορταίνεις να παίρνεις μάτι τα αμάξια.
12
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 12
― Δεν είναι έτσι, κλαψουρίζει ο Τζούνιορ. Σου λέω πως είχα διάφορες σκοτούρες στο μυαλό μου. ― Πού τα πουλάς αυτά; Σε ξέρω καλύτερα κι απ’ την τσέπη μου... Τι ενδιαφέρον βρίσκεις σ’ αυτές τις σακαράκες που τρέχουν σαν παλαβές πάνω κάτω; Θα πάθει ο σβέρκος σου απ’ το πολύ δεξιά αριστερά και μετά θα πρέπει να σου βάλουμε τίποτα σφήνες στο κεφάλι για να κοιτάς μονάχα μπροστά σου. ― Και τι είμαι εγώ, ανεμοδούρα; λέει μέσα απ’ τα δόντια του ο Τζούνιορ. ― Τι τσαμπουνάς εκεί; ― Τίποτα... ― Πώς... αφού κάτι είπες. Ο Τζούνιορ κρίνει φρονιμότερο να μην επιμείνει. Είναι ένα ξερακιανό ανθρωπάκι, με μια ασπρουλιάρικη φάτσα Πιερότου και κάτι διάσπαρτες τρίχες άκρη άκρη στο πιγούνι, και οι ώμοι του είναι τόσο στενοί που τα μπράτσα του σχεδόν εξαφανίζονται δίπλα στα πλευρά του. Τα θολά του μάτια δυσκολεύονται να εκφράσουν τη σκέψη του και μοιάζουν σαν να περνούν πάνω απ’ τον κόσμο επιπόλαια, χωρίς να τον προσέχουν στ’ αλήθεια. Πρέπει να είναι κάτω των τριάντα, παρόλο που έχει ένα κορμί εφηβικό και όχι περισσότερο μυαλό από ένα πουλάκι. Κατεβαίνει από την παλιά προβλήτα με υπερβολικά προσεκτικές κινήσεις για να μη φάει τα μούτρα του, έτσι ώστε να μαλακώσει λίγο τον Μονόφθαλμο, κι έπειτα, με το που πατάει σε στέρεο έδαφος, προκειμένου να αποφύγει το εξοργισμένο βλέμμα που ετοιμάζεται να τον φάει ζωντανό, προσποιείται πως κουμπώνει κανονικά το στραβοκουμπωμένο του πουκάμισο. Ο Ας μπήγει με δύναμη τις γροθιές του στη μέση του. Έχει γίνει έξω φρενών, αλλά από την άλλη δεν μπορεί να μη δείξει επιείκεια. Όσο και να προσπαθεί να επιδείξει μια επικριτική συμπεριφορά, η στεναχωρημένη φάτσα του Τζούνιορ τον αγγίζει κατάβαθα και η αυστηρότητα με την οποία θα ’θελε να του φερθεί αρχίζει την ίδια στιγμή να ξεφτίζει. Αναστενάζει και λέει, ανοίγοντας τα χέρια του: ― Πόσες φορές πρέπει να σου πω ότι αυτό το μέρος είναι καταραμένο;
— Αφού δεν το ’κανα επίτηδες σου λέω... ― Κι εγώ δεν είμαι υποχρεωμένος να σε πιστέψω... Πρόσεχε, Τζούνιορ. Μην παρασύρεσαι απ’ αυτό το παιχνιδάκι. Ό,τι και ν’ ακούσεις δεν είναι αρκετό. Στην αρχή, νομίζεις πως διασκεδάζεις κι έπειτα, κάποιο βράδυ, βρίσκεις τον εαυτό σου να ακολουθεί τις σακαράκες μέχρι την πόλη, και μέχρι να πάρεις χαμπάρι τι γίνεται, είναι πολύ αργά... Θα σου άρεσε να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου στην πόλη, Τζούνιορ; Ο Τζούνιορ κουνάει ζωηρά το κεφάλι, τα φρύδια του είναι βαριά όσο και τα χείλια του. Ο Ας εξακολουθεί, με το χέρι να δείχνει περιφρονητικά προς την πόλη: ― Θα σου άρεσε να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου εκεί χάμω ; ― Ποτέ δεν θα πάω στην πόλη, απαντά ο Τζούνιορ, συνεχίζοντας να γνέφει αρνητικά με το κεφάλι. Δεν είμαι τρελός. — Τότε, έλα κατά δω, ανόητε. Ο Τζούνιορ στέκεται προσοχή και μετά πλησιάζει. ― Και πάνω απ’ όλα, μη γυρίσεις να κοιτάξεις, τον ορμηνεύει ο Ας, κουνώντας το δάχτυλο. Ο Θεός προειδοποίησε τον Λωτ: «Θα τινάξω τα Σόδομα στον αέρα. Πάρε το σόι σου και δίνε του από δω τώρα αμέσως. Και προπάντων μη γυρίσεις να κοιτάξεις όταν θα μ’ ακούσεις να γκρεμίζω την παράγκα σου». Ο Λωτ μάζεψε το συγγενολόι του και τους τόνισε πως δεν πρέπει να στραφούν πίσω και να κοιτάξουν όταν θ’ ακούσουν το Θεό να τινάζει τα Σόδομα στον αέρα. Αλλά η γυναίκα του Λωτ γύρισε και κοίταξε... Και ξέρεις τι έπαθε η κυρία Λωτ; — Μου το ’χεις ξαναπεί. ― Μπορεί να μην το συγκράτησες το δίδαγμα. ― Δεν το ξέχασα. ― Πες τότε, τι έπαθε η κυρία Λωτ; Ο Τζούνιορ αρχίζει να παίζει τα δάχτυλά του. Οι ώμοι του καμπουριάζουν. Λέει δειλά: ― Μεταμορφώθηκε σε στήλη άλατος. ― Θα σου άρεσε να γίνεις στήλη άλατος, Τζούνιορ; ― Δεν θα ’ταν ό,τι καλύτερο.
13
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 13
14
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 14
― Ε, τότε, τσακίσου κι έλα εδώ και πρόσεχε να μη γυρίσεις πίσω σου να κοιτάξεις. Η πόλη, Τζούνιορ, είναι πλανεύτρα. Αν της κλείσεις την πόρτα στα μούτρα, κάν’ το μια για πάντα. Ο Τζούνιορ έρχεται κοντά στον Μονόφθαλμο, παραπατώντας στα σκουπίδια της χωματερής. Δεν του αρέσει που τον τσάκωσαν από την άλλη πλευρά της αλάνας και το φέρει βαρέως στη συνείδησή του. Ο Ας τον πιάνει από τον αγκώνα και τον σπρώχνει μπροστά του. ― Και μένα με είχε προειδοποιήσει ο καλός Θεός: «Πάρε τα μπογαλάκια σου, Ας, και δίνε του. Η πόλη δεν είναι μέρος για σένα. Φύγε και μη γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω σου». Έμεινα ώρες ολόκληρες στο δρόμο κάνοντας οτοστόπ. Ήθελα σαν τρελός να ρίξω μια ματιά πίσω απ’ την πλάτη μου, αλλά κρατήθηκα. Κι έπειτα, σταμάτησε ένα φορτηγό. Πήδηξα μέσα. Εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκα να παραστήσω τον έξυπνο και να κοιτάξω μια τελευταία φορά την πόλη από το καθρεφτάκι. Αλλά ο καλός Θεός δεν αρκείται στο να δίνει εντολές, μας προσέχει κιόλας: παφ! το καθρεφτάκι έσπασε και πετάχτηκε στα μούτρα μου. Έτσι έχασα το μάτι μου. Ο Τζούνιορ έχει θυμώσει αρκετά. Κουνάει το κεφάλι πάνω κάτω και γρυλίζει: ― Καλός είναι και του λόγου του! ― Ποιος; ― Ο καλός Θεός. Ο Ας στέκεται με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο στήθος του, που μοιάζει με στήθος αχαμνής αρκούδας. Τα δόντια του προεξέχουν σαν τσουγκράνα μέσα σ’ έναν ιστό από σάλια. ― Ξέρεις πολύ καλά πως δεν ανέχομαι τη βλαστήμια, Τζούνιορ. Ο Τζούνιορ ανασηκώνει τους ώμους και συνεχίζει να τσαλαβουτά στα σκουπίδια. Ο Ας φουσκώνει τα μάγουλά του και σπεύδει να τον προλάβει. Μπροστά τους, οι αμμόλοφοι ξανοίγονται στη Μεσόγειο και ο ορίζοντας φαίνεται να χάνεται πίσω απ’ το παραπέτασμα των θαλάσσιων δροσοσταλίδων. Σαν παρα-
γινωμένο πορτοκάλι, ο ήλιος όσο πάει χαμηλώνει, ενώ οι σκιές απλώνονται ολοένα και περισσότερο για να υποδεχτούν τη νύχτα. ― Τι τρέχεις έτσι, νέφτι σου βάλανε; Ο Τζούνιορ κόβει ταχύτητα και μετά σταματάει, με το κεφάλι κατεβασμένο και τη μύξα να κρέμεται απ’ τη μύτη του, χωρίς να το ’χει πάρει χαμπάρι. Δεν νιώθει περήφανος για τον εαυτό του και ταυτόχρονα έχει θυμώσει που δεν βρίσκει μια καλή δικαιολογία για να αμυνθεί. ― Να γιατί μερικές φορές σκέφτομαι πως το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να μη σου ξαναμιλήσω, Τζούνιορ, τον απειλεί ο Ας. Αρπάζεσαι πολύ εύκολα. Κι όποιος αρπάζεται πολύ εύκολα αρνείται να παραδεχτεί πως έχει άδικο. Στο τέλος, κουράζει τους άλλους και κανείς δεν είναι πια δίπλα του στα δύσκολα. Όποιος θέλει να τη βγάλει καθαρή δεν πρέπει να κατεβάζει μούτρα όταν οι άλλοι προσπαθούν να τον βάλουν στη θέση του. Δεν πρέπει να παίρνει τις οδηγίες ως απαγορεύσεις, ούτε τις συνετές επιπλήξεις για προσβολές. Όποιος θέλει πραγματικά να μάθει πρέπει να έχει τ’ αυτιά του ορθάνοιχτα και να ακολουθεί κατά γράμμα τις συμβουλές που του δίνουν. Σε μαλώνω επειδή σ’ αγαπάω, Τζούνιορ. Δεν θέλω να σου συμβεί κανένα κακό. Ο Τζούνιορ σκύβει κι άλλο το κεφάλι, σουφρώνοντας τα χείλη. Ο Ας ακουμπάει την ανάστροφη του χεριού του στο γόνατο. ― Με το που σου κάνω μια παρατήρηση, κατεβάζεις αμέσως μούτρα! Και μετά, όταν σ’ αφήνω να το σκεφτείς μόνος σου, θεωρείς πως σε παρατάω. Αναρωτιέμαι πώς πρέπει να σου φέρομαι. Θα ’πρεπε να το αποφασίσω μια και καλή... Ο Τζούνιορ σκουπίζει τη μύτη του στον καρπό του. Κάθε επίπληξη από τον κηδεμόνα του του δημιουργεί ακόμη πιο πολλές τύψεις. Ντρέπεται που κάνει τον άνθρωπο που αγαπά περισσότερο στον κόσμο να θυμώνει τόσο. Στο αγαθιάρικο μυαλουδάκι του, δεν ακούει μονάχα τη φωνή του Μονόφθαλμου να αντηχεί, μα νομίζει πως ακούει και τους θεούς να τον κατσαδιάζουν. Επιχειρεί να κάνει αντιπερισπασμό. ― Σου είπα πως μ’ έφεραν τα βήματά μου κατά τύχη στο δρόμο κι εσύ μου βάζεις τις φωνές σαν να ’μουν κανένας αλητάμπουρας. Ούτε έκλεψα, ούτε ενόχλησα κανέναν, ούτε βλαστή-
15
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 15
16
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 16
μησα το Θεό. Απλώς ήρθα εδώ για να ξεμουδιάσω, χωρίς άλλη σκέψη. Απαγορεύεται μήπως;... Όχι, δεν απαγορεύεται. Τότε, γιατί μου κουνάς το δάχτυλο σηκώνοντας τα φρύδια σου; Ο τόνος της φωνής του Τζούνιορ κρύβει τόση δυστυχία, που ο Ας νιώθει την καρδιά του να λειώνει σαν κομμάτι πάγου κάτω απ’ τη φλόγα ενός καμινιού. Το καρύδι ανεβοκατεβαίνει επώδυνα στο λαιμό του όταν καταπίνει. ― Για το καλό σου είναι, Τζούνιορ, και το ξέρεις. Ο Τζούνιορ συνεχίζει να κάνει μούτρα για ένα λεπτό. Νιώθει πως έχει ανατρέψει την κατάσταση προς όφελός του και το παρατραβάει λίγο. Τα χείλη του κοντεύουν να φτάσουν στο πιγούνι του και το λοξό του βλέμμα τον κάνει να στραβώνει το λαιμό του με γελοίο τρόπο. ― Δεν είπα πως δεν είναι για το καλό μου, παραδέχεται τελικά. Αλλά θα μπορούσες να μου τραβήξεις το αυτί με το μαλακό... Δεν μ’ αρέσει να σε βλέπω θυμωμένο, προσθέτει με γαλιφιά. Είσαι τόσο καλός μαζί μου. Νιώθω ένοχος. Ο Ας αμέσως μαλακώνει. Περνάει το χέρι του γύρω από τους ώμους του προστατευόμενού του και του ισιώνει τα μαλλιά με απέραντη καλοσύνη. Ο Τζούνιορ, που είναι κοντός και ισχνός, κουλουριάζεται ολόκληρος κάτω από την αγκαλιά του κηδεμόνα του και κλείνει τα μάτια για να απολαύσει την πληρότητα που του προσφέρει αυτό το καταφύγιο. ― Παλιόπαιδο! τον αποπαίρνει στοργικά ο Ας. ― Δεν είμαι παλιόπαιδο, λέει με νάζι ο Τζούνιορ. ― Είσαι πεισματάρης σα μουλάρι, Τζούνιορ. Ξέρεις γιατί; ― Επειδή θέλω σπρώξιμο για να προχωρήσω. ― Ακριβώς. Τον τραβάει λίγο μακριά του για να τον κοιτάξει κατάματα. ― Είσαι πολύ τυχερός, Τζούνιορ. Πάρα πολύ τυχερός που βρίσκεσαι μαζί μας. Δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο τυχερός είσαι. Αλλού δεν θα σου τη χάριζαν. ― Το ξέρω. ― Σιγά μην το ξέρεις! Απαλά, ο Ας απομακρύνει τον προστατευόμενό του και μετά, με μια πομπώδη χειρονομία, του δείχνει την ακτή, τους αμ-
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 17
* Χορ στα αραβικά σημαίνει «ελεύθερος». (Σ.τ.Μ.) 2 – Ο Όλυμπος των απόκληρων
17
μόλοφους που διαδέχονται ατελείωτα ο ένας τον άλλον, τη χωματερή την οποία σκεπάζουν απίστευτα σμήνη από πτηνά κι έπειτα, σαν να ήταν η πατρίδα τους, τη μεγάλη αλάνα, διάσπαρτη από σκελετούς αυτοκινήτων, σωρούς από μπάζα και σκεβρωμένα σιδερικά. ― Εδώ είναι το χωριό σου, Τζούνιορ. Εδώ είσαι στο σπίτι σου. Δεν γυρνάς στους δρόμους. Δεν στενάζεις κάτω απ’ τα υπόστεγα. Δεν ρουφάς σούπα στα συσσίτια. Και δεν είσαι δακτυλοδεικτούμενος σαν να ’σουν σκουπίδι. Ο Τζούνιορ ακούει μισοκλείνοντας τα μάτια. Όσο περισσότερο μιλάει ο Μονόφθαλμος, τόσο το χαμόγελο του Τζούνιορ πλαταίνει, ανοίγει σαν χαραματιά στο πρόσωπό του. ― Δεν είσαι ένας άστεγος, Τζούνιορ... Ο Τζούνιορ γνέφει αρνητικά. ― ... Κανείς δεν σε κυνηγά επειδή δεν έχεις χαρτιά. Καρφί δεν σου καίγεται για τα χαρτιά τους, Τζούνιορ. Δεν έχεις να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν. Είσαι ένας Ελεύθερος Άνθρωπος, Τζούνιορ. Είσαι ένας Χορ.* Ο Τζούνιορ παίρνει μια ανάσα τόσο βαθιά που τα πνευμόνια του κοντεύουν να εκραγούν, ανασηκώνει το κεφάλι και προσπαθεί να κρύψει την αμηχανία του. ― Τι είναι Χορ, Τζούνιορ; ― Ένας άστεγος που σέβεται τον εαυτό του, Ας. ― Και πώς περπατάει ένας Χορ, Τζούνιορ; ― Περπατάει με το κεφάλι ψηλά, Ας. ― Κι εσύ πώς περπατάς, Τζούνιορ; ― Περπατάω με το κεφάλι ψηλά. ― Επειδή επέλεξες να ζήσεις μαζί μας. Δηλαδή εδώ, στην πατρίδα μας. Όπου καμιά σημαία δεν μας κρύβει τον ορίζοντα. Όπου δεν υπακούμε σε κανένα σλόγκαν. Όπου καμία συσκότιση δεν μας αναγκάζει να σβήσουμε τη φωτιά στα τσαντίρια μας σε συγκεκριμένες ώρες. Άλλωστε, δεν έχουμε ωράριο εμείς. Υπάρχει η μέρα, υπάρχει η νύχτα και τίποτε άλλο. Σηκωνόμαστε όποτε θέλουμε, κοιμόμαστε όποτε θέλουμε και δεν επιτρέπουμε σε
18
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 18
κανέναν να μας υπαγορεύσει το τι θα κάνουμε. Είμαστε στο σπίτι μας. Μπορεί να μην έχουμε σημαία, ούτε ύμνο, ούτε κοινωνικό σχέδιο, αλλά έχουμε μια πατρίδα που μας ανήκει πραγματικά κι αυτή είναι εδώ, μπροστά στα μάτια μας, κάτω απ’ τα πόδια μας, τόσο αληθινή που δεν χρειαζόμαστε τίποτε άλλο... Έχουμε ανάγκη τους Άλλους, Τζούνιορ; ― Δεν έχουμε ανάγκη κανέναν, Ας. ― Έχουμε τίποτα πιστωτές να μας κυνηγάνε, Τζούνιορ; ― Όχι, Ας, παρόλο που δεν ξέρω τι σημαίνει παστωτές. ― Ζούμε για πάρτη μας κι αυτό μας αρκεί. ― Τα καταφέρνουμε μόνοι μας σαν μεγάλα παιδιά, Ας. ― Και πού βρισκόμαστε, Τζούνιορ; ― Στο σπίτι μας. ― Βρισκόμαστε εδώ... Εδώ είναι η γη των Χορ. Εδώ επιτρέπονται τα πάντα, τίποτα δεν είναι απαγορευμένο... Κι εδώ δεν είσαι βασιλιάς, δεν είσαι στρατιώτης, δεν είσαι βαλές, εδώ είσαι Εσύ. ― Τις προάλλες έλεγες πως εδώ είμαι ο Παντοδύναμος Θεός. ― Αλήθεια είπα. Εδώ είσαι επίσης κι ο Παντοδύναμος Θεός. Κάνεις ό,τι σου αρέσει. Δίκιο ή άδικο, δεν έχει σημασία. Κάνεις έτσι, ή κάνεις αλλιώς, ούτε αυτό έχει σημασία. Υπάρχεις κι αυτό είναι ανεκτίμητο. Το χαμόγελο του Τζούνιορ έχει φτάσει τώρα ως τ’ αυτιά του. Τα μάτια του γυαλίζουν από έντονη ευδαιμονία. ― Θα συνεχίσεις να μου διηγείσαι ό,τι θέλω, Ας; ― Σ’ το αρνήθηκα ποτέ; ― Θα μου πεις ιστορίες ανθρώπων, ιστορίες με ζώα που μιλάνε και παραμύθια που με κάνουν να με παίρνει ο ύπνος; ― Ό,τι τραβάει η ψυχή σου, Τζούνιορ. Ποτέ δεν σου χάλασα χατίρι. — Πες μου λοιπόν... ― Τι θες να σου πω, Τζούνιορ; Ο Τζούνιορ αρχίζει να χοροπηδά επιτόπου και να ρίχνει γροθιές στο κενό, σαν κακομαθημένο παιδί σίγουρο πως αν ζητούσε το φεγγάρι θα του το ’φερναν σε ασημένιο πιάτο. ― Τι γίνεται όταν φουρτουνιάζει η θάλασσα, Ας;
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 19
19
― Όχι αυτό... ― Σε παρακαλώ... ― Το ’χεις ακούσει εκατό φορές. ― Μην κάνεις τον δύσκολο, ενθουσιάζεται ο Τζούνιορ. Σε παρακαλώ, πες μου τι γίνεται όταν φουρτουνιάζει η θάλασσα. ― Έχω αφήσει το μπάντζο μου στο σπίτι. ― Αυτό δεν είναι πρόβλημα... Ας. Ας, σε παρακαλώ! Θα μου ’δινε τόση χαρά! Λες πως θες να με βλέπεις ευτυχισμένο. Ο Μονόφθαλμος κάνει ένα μορφασμό δυσαρέσκειας και μετά, μπροστά στη χαρά του προστατευόμενού του που όσο πάει γίνεται μεγαλύτερη, καρφώνει τα μάτια του σ’ ένα σύννεφο στον ουρανό, ξεροβήχει και αφηγείται με φωνή γητευτή: ― Όταν φουρτουνιάζει η θάλασσα, για τους ανθρώπους της πόλης σημαίνει κακοκαιρία. Αλλά για έναν Χορ, σημαίνει πως η θάλασσα γιορτάζει. Κι ενώ οι άνθρωποι της πόλης κλείνονται στα σπίτια τους, εμείς σκαρφαλώνουμε στο βράχο και παρακολουθούμε το γάμο των κυμάτων σιωπηλά. Διότι, εκεί που οι άνθρωποι της πόλης δεν καταφέρνουν να κλείσουν μάτι λόγω του δυνατού αέρα, ένας Χορ ξέρει κι ανακαλύπτει τη μουσική σε κάθε μάνιασμα. Αυτό είναι το προνόμιό μας, Τζούνιορ, αυτό είναι το μυστικό μας. Ξέρουμε πώς να βρίσκουμε την ευτυχία σε καθένα από τα πράγματα του Θεού, επειδή ξέρουμε πως ο Θεός είναι καλλιτέχνης. Εκείνοι, οι άνθρωποι της πόλης, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα γι’ αυτό. Τα σπίτια τους είναι ζεστά, έχουν ένα σωρό ανέσεις, αλλά όπου και να χτίσουν την αυτοκρατορία τους, τη χτίζουν χωρίς ψυχή. Θεωρούν πως ευτυχία είναι να εναντιώνεσαι. Αλλά δεν είναι έτσι. Ευτυχία, Τζούνιορ, είναι να ξέρεις να σιωπάς όταν παίζουν τα κύματα. Μπορεί εμείς να μην έχουμε πολλά, αλλά η φτώχεια μας έχει ψυχή. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά. Αυτό που για τους άλλους είναι κακοκαιρία για μας είναι γιορτή. Είναι θέμα τρόπου σκέψης. ― Μεγαλείο! εκστασιάζεται ο Τζούνιορ. Αν γίνονταν εκλογές για το Θεό, δεν χωράει αμφιβολία, εσένα θα ψήφιζα.
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 20
2
20
Ο
ήλιος βυθίζεται
αδυσώπητα στη θάλασσα. Όσο και να προσπαθεί να γραπωθεί από τα σύννεφα, δεν κατορθώνει να σταματήσει το κατρακύλισμά του. Είναι φανερό πως μισεί να επιδίδεται σ’ αυτή την άσκηση καταβύθισης, αλλά δεν μπορεί να κάνει κι αλλιώς. Τα πάντα σ’ αυτό τον κόσμο έχουν ένα τέλος, καμία αυτοκρατορία δεν αποφεύγει την πτώση της. Στη διάσπαρτη από σάπια φύκια ακτή, οι γλάροι, αφού πρώτα κυνήγησαν τις τράτες που επέστρεφαν στο λιμάνι, κάνουν ένα διάλειμμα. Στη χωματερή, ο Νεγκούς έχει στήσει μια παρέλαση. Αλύγιστος κάτω από το στρατιωτικό του κράνος και με μια φανταστική σφυρίχτρα στο στόμα, έχει βάλει τον Κλοβίς, έναν νεαρό μαντράχαλο, ψηλό σαν τηλεγραφόξυλο και με μυαλό καρφίτσας, να βαδίζει σαν στρατιωτάκι. Κοντός σαν πιθάρι, ο Νεγκούς στέκεται πάνω σ’ ένα σωρό από σκουπίδια, δεσποτικός και αμείλικτος, και ουρλιάζοντας δίνει διαταγές τις οποίες ο Κλοβίς εκτελεί με πρωτοφανή υπομονή. Πιο κάτω, εκεί ακριβώς όπου ο απότομος βράχος συγκρούεται με τη θάλασσα, ένας ανταριασμένος άνεμος κάνει την επιφάνεια των κυμάτων να ριγεί, ενώ τα μικροσκοπικά βράχια, κάτασπρα απ’ τον αφρό, πασχίζουν μάταια να κρατήσουν το κεφάλι τους έξω απ’ το νερό. Στο βάθος, σαν θανατερά σημεία αναφοράς, τα κτήρια της πόλης ορθώνονται στον ουρανό, τυλιγμένα σε μια τσιμεντένια αλαζονεία. Ετούτη την ώρα, που η νύχτα ετοιμάζεται να βάλει ανθρώ-
πους και πράγματα στο ίδιο σακούλι, ο αχός του κόσμου υποχωρεί μπροστά στο βουητό των κυμάτων. Άλλη μια μέρα το σκάει σαν τον κλέφτη, πατώντας στις μύτες των ποδιών, σκέφτεται ο Μπλις, όρθιος πάνω σε μια ξέρα. Και το πρόσωπό του συσπάται σαν κράμπα. Στον Μπλις αρέσει να βλέπει τη μέρα να πνίγεται στα βάθη της θάλασσας. Βρίσκει σε τούτο το ναυάγιο μια βουβή προφητεία που δεν ξέρει πώς να την ερμηνεύσει, αλλά που αγγίζει τα κατάβαθα της ψυχής του. Μια μέρα που φεύγει μοιάζει λίγο, τηρουμένων των αναλογιών, σαν συγγενικό πρόσωπο που αποδημεί για τον άλλο κόσμο και για το οποίο λυπόμαστε που δεν το γνωρίσαμε καλύτερα. Ο Μπλις δεν ξέρει από πού πηγάζει ετούτη η θλίψη που τον κυριεύει όταν κάθε βράδυ σκαρφαλώνει στο βράχο και, με τα χέρια στη μέση και το πουκάμισο να το φουσκώνει ο αέρας, κοιτάζει γοητευμένος τις πυρκαγιές του δειλινού. Θα ’λεγε κανείς πως περιμένει να δει να ξεπηδά, μέσα από τη φλόγα του ηλιοβασιλέματος, ένα αστρικό σημάδι που μονάχα εκείνος θα μπορέσει να ερμηνεύσει – μονάχα που δεν θα υπάρξει κανένα σημάδι και το ξέρει πολύ καλά. Παρ’ όλα αυτά, είναι ικανός να μείνει εκεί ώρες ολόκληρες, στο πρόχειρο ακρωτήρι του, ακίνητος, με το πουκάμισο να ανεμίζει, μερικές φορές μάλιστα για τόση ώρα ώστε οι άλλοι να αναγκάζονται να έρθουν να τον βρουν. Κανείς δεν ξέρει πώς κατέληξε ο Μπλις στη μεγάλη αλάνα. Κάποιο πρωί, δεκαετίες πριν, τον είδαν ξαφνικά να έχει καταλάβει ένα παλιό κοντέινερ που το ’χε πετάξει εκεί η κακοκαιρία. Από την ώρα που εγκαταστάθηκε, δεν ξανάφυγε να πάει πουθενά. Κατάφερε να δημιουργήσει έναν απόλυτα δικό του εδαφικό χώρο, όπου μονάχα η σκύλα του έχει δικαίωμα να εισχωρεί. Έναν τόπο κλειστό, που τον τυλίγει σφιχτά σαν ζουρλομανδύας, αλλά που δεν θα τον άλλαζε ούτε με παλάτι. Λίγο παράμερα, ο μπαρμπα-Χαρούν ο Κουφός προσπαθεί, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, να ξεθάψει έναν πελώριο κορμό δέντρου που βρίσκεται μισοθαμμένος κάτω απ’ την άμμο. Ο Χαρούν δεν έχει κουφαμάρα. Αντίθετα, η ακοή του είναι τόσο ακονισμένη, που θα μπορούσε να συλλάβει ακόμα και μια αράχνη
21
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 21
22
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 22
που υφαίνει τον ιστό της. Του έχουν δώσει το παρατσούκλι «Ο Κουφός» επειδή δεν τους ακούει. Γυμνός απ’ τη μέση και πάνω, χειμώνα καλοκαίρι, ο Χαρούν είναι ένα είδος ασθενικού Σίσυφου, με τα παΐδια του να προεξέχουν κάτω από τη λεπτή γκριζωπή μεμβράνη που έχει για δέρμα. Εκ πρώτης όψεως, θα νόμιζε κανείς πως το ’σκασε απ’ τα χέρια του νεκροθάφτη, όμως όταν του μπει μια ιδέα στο κεφάλι, δεν μπορεί κανείς να του την ξεριζώσει ούτε με τανάλια. Καταφθάνει κάθε πρωί, με το φτυάρι του, σαλιώνει τις χούφτες του και αρχίζει να σκάβει τρύπες γύρω από το δέντρο για να το λευτερώσει. Τη νύχτα, με τα νερά που φουσκώνουν, η θάλασσα ξαναφέρνει την άμμο στο ίδιο επίπεδο κι έτσι, την άλλη μέρα, ο Χαρούν πρέπει να ξαναρχίσει απ’ την αρχή, γνωρίζοντας πολύ καλά πως με την επόμενη παλίρροια οι τρύπες θα βουλώσουν και πάλι. Κανείς στη μεγάλη αλάνα δεν έχει καταλάβει τι θέλει να πετύχει ο Χαρούν, μονάχα που εκείνος κάνει πως δεν τους ακούει. Και σκάβει! Τα χέρια του σχεδόν δεν έχουν πια δέρμα και οι καρποί του έχουν γίνει σμπαράλια. Αλλά εκείνος σκάβει! Μάταια τον παρακαλούν να τα παρατήσει, μάταια του λένε πως στο τέλος θα πεθάνει απ’ την κούραση και πως τσάμπα επιμένει, εκείνος σκάβει... Λίγο πιο πέρα, μέσα σ’ ένα παραπέτασμα από βράχια που προστατεύει την ακτή από την ύπουλη εισβολή των σκουπιδιών της χωματερής, ο Ας ο Μονόφθαλμος έχει στήσει το καλάμι του. Περιμένοντας το ψάρι να τσιμπήσει στο αγκίστρι, κουρδίζει το μπάντζο του... Η πετονιά είναι υποτυπώδης – ένα κομμάτι σκουληκοφαγωμένο καλάμι, ένα νήμα επιδιορθωμένο σε κάποια σημεία και, αντί για βαρίδι, ένα μικροσκοπικό πλαστικό παπάκι, που ο Τζούνιορ δεν χάνει απ’ τα μάτια του... Κάθε φορά που ένα κύμα αναποδογυρίζει το παπάκι, ο Τζούνιορ κρατάει την αναπνοή του. Και μετά, καθώς αποδεικνύεται πως θορυβήθηκε χωρίς λόγο, πιάνει ένα βότσαλο και το πετάει στο νερό. ― Σταμάτα, Τζούνιορ. ― Γιατί; ― Βάλε και λίγο το μυαλό σου να σκεφτεί. Πώς θέλεις να πλησιάσουν τα ψάρια αν τα παίρνεις με τις πέτρες; Ο Τζούνιορ χαμογελάει διστακτικά. Λέει:
― Αν είχε ψάρια, τόση ώρα που ξεροσταλιάζουμε εδώ θα ’χαμε πιάσει ένα κοπάδι ολόκληρο. ― Κι εγώ σου λέω να σταματήσεις, τον φοβερίζει ο Ας, γουρλώνοντας το καλό του μάτι. ― Και τι να κάνω; ― Να καθίσεις ήσυχος. Άμα δεν σ’ αρέσει, πήγαινε σπίτι και περίμενε μέχρι να κουρδίσω το μπάντζο... ― Και τα ψάρια; ― Σ’ το ’πα και πριν, δεν έχει ψάρια σήμερα. ― Τι; Είπες τέτοιο πράγμα; ― Και βέβαια. Αλλά εσύ επέμενες. Και τώρα, κάνε μου τη χάρη κι άσε με να κουρδίσω το μπάντζο μου. Ο Τζούνιορ έχει απογοητευτεί. Σκύβει το κεφάλι, μαζεύει μερικά βότσαλα, ζυγίζει τα υπέρ και τα κατά, και μετά, νιώθοντας το μάτι του Μονόφθαλμου κολλημένο στην πλάτη του, αφήνει τα βότσαλα κάτω, σκουπίζει τα χέρια του στο παντελόνι του και γρυλίζει: ― Ό,τι σου καπνίσει λες. Ο Ας παρατάει με βαριά καρδιά το μουσικό του όργανο και καρφώνει με το βλέμμα τον προστατευόμενό του για αρκετή ώρα. ― Δεν πας καλά. Τον τελευταίο καιρό είσαι ανταριασμένος σαν το γάιδαρο όταν πλησιάζει η αγέλη των λύκων, κι αυτό με προβληματίζει πολύ. Ο Τζούνιορ στραβομουτσουνιάζει με τη λέξη «ανταριασμένος». Δεν ξέρει τι σημαίνει και η ευθιξία του τον κάνει να αντιδράσει σαν να τον τσίμπησε μύγα. Δεν του αρέσει κι ο τόνος της φωνής του Μουσικού. ― Δεν είμαι αντεριασμένος, ούτε έχω μεγάλα αυτιά. Ο Ας παραιτείται. Ο Τζούνιορ περιμένει να ξαναρχίσει ο Μουσικός να ελέγχει την ελαστικότητα των χορδών του και μετά ξεσπάει. ― Μια μέρα, θα κάνω κάτι πολύ άσχημο. Ο Ας κοπανάει τη λαβή στο μπάντζο του και του απαντά απότομα: ― Τίποτα δεν θα κάνεις. ― Θα κάνω, θα κάνω κάτι άσχημο.
23
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 23
24
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 24
Ο Ας αφήνει το μπάντζο του στην άκρη, λυγίζει το δεξί του πόδι προς τα πάνω και μπλέκει τα δάχτυλά του με τα μαυριδερά νύχια γύρω απ’ το γόνατό του – στάση που παίρνει συνήθως όταν υπάρχει ένα ζήτημα που πρέπει να λυθεί. ― Μπορώ να μάθω τι εννοείς όταν λες πως θα κάνεις κάτι πολύ άσχημο; ― Δεν έχω ιδέα, αλλά σε προειδοποιώ, δεν θα ’ναι κάτι ευχάριστο. ― Μήπως η πόλη σου ’χει πάρει τα μυαλά; ― Δεκάρα δεν δίνω για την πόλη. Δεν είναι μέρος για μένα. Ο Ας νιώθει μια μικρή ανακούφιση. Χωρίς να πάψει να παρατηρεί τις εκφράσεις θυμού που περνάνε διαδοχικά από το πρόσωπο του προστατευόμενού του, τον ρωτάει σχεδόν καλοσυνάτα: ― Και γιατί θες να κάνεις κάτι πολύ άσχημο; Ο Τζούνιορ μπήγει τα δάχτυλά του στην άμμο και λέει: ― Γιατί δεν μ’ αρέσει να με λένε χαζό. ― Κανείς δεν σε λέει χαζό. ― Με λένε. Και πρώτος απ’ όλους εσύ... Καθώς ο Ας κουνάει το κεφάλι του μ’ ένα αδρό μειδίαμα, ο Τζούνιορ αλλάζει ξαφνικά ύφος και λέει σε διαφορετικό τόνο. ― Δεν είναι πως έχω θυμώσει με σένα, του διευκρινίζει. Θέλω μονάχα να καταλάβω. Τι είναι αυτό που κάνει κάποιον χαζό και κάποιον άλλον όχι; ― Ξέχνα το, είναι πολύ δύσκολο. ― Σε παρακαλώ, Ας. ― Σκέψου κάτι άλλο, Τζούνιορ. Ο Τζούνιορ πιάνει ένα βότσαλο και το πετάει μακριά στη θάλασσα. ― Θέλω να μάθω! απαιτεί. Ο Ας ξέρει πως θα αναγκαστεί να του εξηγήσει, ο Τζούνιορ είναι ξεροκέφαλος, δεν πρόκειται να συνετιστεί αν δεν πάρει μια ξεκάθαρη απάντηση στην ερώτησή του. ― Όντως θες να μάθεις, Τζούνιορ; Τον Τζούνιορ τον φοβίζει ξαφνικά η παράξενη ρυτίδα που μόλις έχει σχηματιστεί στο μέτωπο του Μουσικού, τον φοβίζουν τα δόντια του που προεξέχουν πάνω από την μπλεγμένη του γε-
νειάδα, τον φοβίζει η ίνα απ’ το σάλιο του που κρέμεται ανάμεσα στις γκριζωπές τρίχες και που του θυμίζει τον ιστό μιας αράχνης θανάσιμα μουσκεμένο από δροσοσταλίδες. ― Αν δεν είσαι έτοιμος, δεν είναι ανάγκη, λέει προσπαθώντας να ξεγλιστρήσει. ― Θέλεις να μάθεις ή όχι; ― Γιατί θυμώνεις, Ας; Μια κουβέντα κάνουμε. Ο Ας του δείχνει το ανοιχτό του χέρι. ― Τι είναι αυτό, Τζούνιορ; Ο Τζούνιορ μαζεύεται κι άλλο, δύσπιστος. ― Πες μου τι βλέπεις, απλά. ― Πας να μου τη φέρεις γι’ άλλη μια φορά, Ας. ― Θέλεις να μάθεις ή όχι; ― Εξαρτάται... ― Πες μου λοιπόν, τι βλέπεις; Ο Τζούνιορ προσπαθεί: ― Μου λες «γεια»;... Ο Ας κουνάει αρνητικά το κεφάλι. ― Με χαστουκίζεις;... ― Ηλίθιε! Μην ψάχνεις να δώσεις ερμηνείες, πες απλά τι βλέπεις. ― Πας να μου τη φέρεις, είμαι σίγουρος. ― Δεν είναι παγίδα. Έλα, γρήγορα, έχω κι άλλες δουλειές να κάνω. Τι βλέπεις; ― ... ― Το χέρι μου είναι, ηλίθιε! Το χέρι μου βλέπεις! ― Αυτό το ’χα καταλάβει. Ο Ας μαζεύει τώρα τα δάχτυλά του. ― Και τώρα, διπλώνω τα δάχτυλά μου στην παλάμη μου. Τι βλέπεις τώρα; ― Το χέρι σου, Ας. ― Ναι, αλλά τι ακριβώς; ― Αυτή τη φορά δεν θα με γελάσεις, Ας. Το χέρι σου είναι. Τι άλλο! ― Η γροθιά μου είναι, ηλίθιε! Ένα χέρι με κλειστά δάχτυλα γίνεται γροθιά.
25
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 25
XANDRA sel_final_Layout 1 24/03/2011 2:52 μ.μ. Page 26
26
― Δεν βλέπω τι σχέση έχει αυτό με το αν κάποιος είναι χαζός ή όχι. ― Τώρα θα καταλάβεις. Ο Ας βγάζει το παπούτσι του και του δείχνει το πόδι του. ― Τι σου δείχνω τώρα, Τζούνιορ; ― Το πόδι σου. ― Πολύ ωραία! ― Είδες; ― Και τώρα, μαζεύω τα δάχτυλα των ποδιών στο πέλμα. Τι βλέπεις τώρα; ― Μια γροθιά! Ο Ας ακουμπάει το πόδι του κάτω, ξαναπιάνει το μπάντζο του και ξαναρχίζει το κούρδισμα μέσα σε μια ηλεκτρισμένη σιωπή. ― Έκανα καμιά βλακεία, Ας; ― Μεγάλη... Δεν έπρεπε να πετάξεις πέτρες στα ψάρια.