ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 5
ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ
ΗΔΟΝΗ ΣΤΟΝ ΚΡΟΤΑΦΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 6
Στήν βινιέτα τῆς σελίδας 5 σχέδιο τοῦ Μίλτου Γκολέμα. Στήν βινιέτα τῆς σελίδας 153 σχέδιο τοῦ Rudyard Kipling. ©
Copyright Ζυράννα Ζατέλη – Ἐκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Ἀθήνα 2011
Ἔτος 1ης ἔκδοσης: 2011 Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση ἤ ἀναπαραγωγή τοῦ παρόντος ἔργου στό σύνολό του ἤ τμημάτων του μέ ὁποιονδήποτε τρόπο, καθώς καί ἡ μετάφραση ἤ διασκευή του ἤ ἐκμετάλλευσή του μέ ὁποιον δήποτε τρόπο ἀναπα ραγωγῆς ἔργου λόγου ἤ τέχνης, σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τοῦ ν. 2121/1993 καί τῆς Διεθνοῦς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιοῦ, πού κυρώθηκε μέ τό ν. 100/1975. Ἐπίσης ἀπαγορεύεται ἡ ἀναπαραγωγή τῆς στοιχειο θεσίας, σελιδοποίησης, ἐξωφύλλου καί γενικότερα τῆς ὅλης αἰσθητικῆς ἐμφάνισης τοῦ βιβλίου, μέ φωτοτυπικές, ἠλεκτρονικές ἤ ὁποιεσδήποτε ἄλλες μεθόδους, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 51 τοῦ ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Ἀθήνα ☎ 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com
ISBN 978-960-03-5402-7
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 7
Περιεχόμενα -
Ἡ πρώτη ἡδονή στόν κρόταφο. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 11 Ἕναν ἄντρα πού τόν λένε καί Βικέντιο καί Βάν Γκόγκ. . . . 15 Ἡ παράλειψη τῆς Μάτα Χάρι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 31 Σάν καλός Σαμαρείτης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 61 Ἐμμονές καί ψυχανεμίσματα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 74 Ἡ τελευταία τῶν Μοϊκανῶν. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 82 Ὁ δικός της ἀέρας . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 89 Τά ἐρημικά μου καλοκαίρια εἴπατε; . . . . . . . . . . . . . . . . . 142 Μία ἀκόμη τελευταία φορά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 150 Πρῶτες δημοσιεύσεις . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 155
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 8
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 9
στό τραγούδι τῶν φαλαινῶν
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 10
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 11
Ἡ πρώτη ἡδονή στόν κρόταφο Μακρυά σ’ ἕν’ ἄλλον κόσμο γίνηκε αὐτή ἡ ἀποκριά
Μίλτος Σαχτούρης
Η πΡΩΤΗ ΗΔΟΝΗ, καί μάλιστα στόν κρόταφο, εἶναι μιά
φράση πού μέ ἀκολουθεῖ ἀπό χρόνια, πού τήν βρίσκω σέ διάφορα παλιά μου σημειωματάρια –κυκλωμένη συνήθως ἀπό κόκκινα τοξάκια: μήν ξεχαστεῖ! μήν ξεχαστεῖ!– καί ἐξακολουθῶ νά τήν περνάω καί στά νεώτερα, μέχρι νά δικαιωθεῖ αὐτή ἡ ἀφανής ἐπίμονη πορεία της, ἡ μετάγγιση ἀπό χαρτί σέ χαρτί. Στήν πραγματικότητα εἶχε νά κάνει μέ τήν πρώτη ἀληθινή τρομάρα, στόν κρόταφο καί παντοῦ, τό ἄλλο ἦρθε μετά –ἡ ἡδονή–, ἐν εἴδει ἀποστάγματος ἄς ποῦμε, καί μέ ἀφορ μή ἕνα καθ’ ὅλα ταπεινό συμβάν. Ἄς τά πάρω μέ τήν σειρά. Στήν σκάλα ἦταν πάντα· ἐκείνην τήν παλιά ξύλινη σκάλα στό πατρικό μας, τήν ἐσωτερική, πού ὅταν τήν ἀνέβαινα ἤ τήν κατέβαινα καί πρίν καλά-καλά φτάσω στήν μέση, από τό σούρουπο ἰδίως καί μετά, ὅλα ἄλλαζαν: μιά σκιά ἔβγαινε καί μέ κυνηγοῦσε καί τσακιζόμουν νά ξεφύγω, νά πηδήσω ὅπως-ὅπως τά ὑπόλοιπα σκαλιά πρίν μέ πιάσει! Οὔτε οὐρά
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 12
ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ
ἀλόγου νά φύτρωνε στά ξαφνικά ἀπό πίσω μου καί νά τήν κοίταζα πῶς κάνει ἀπό δεξιά κι ἀριστερά γιά νά μοῦ δώσει μιά στά μοῦτρα, οὔτε τότε δέν θά λαχτάριζα τόσο, ὅσο μ’ ἐκείνην τήν ἀόρατη πανίσχυρη σκιά. Πῶς ἔπαιρνε ὄγκο ἀπ’ τό τίποτα, θρόιζε ἤ κλαψούριζε, θορυβοῦσε ὑπόκωφα... Καί παρατρίχα δέν κατάφερνε τόν σκοπό της, νά μέ τραβήξει ἀπ’ τό πόδι, ἀπ’ τά μαλλιά, γλύτωνα πάντα τήν τελευταία στιγμή, τήν πολύ τελευταία, ἄν καί ἀκόμα ὁ νοῦς μου ἔπλαθε τήν συνέχεια, αὐτό πού δέν πρόφτασε νά συμβεῖ κι ἀ σφα λῶς μετά ἀπ’ αὐτό δέν εἶχε ἄλλο. «Ἄ-μα δουλειά...» μουρμούρισε μιά θεία μου πού τῆς εἶχα ἰδιαίτερη ἀδυναμία, ἀδελφή τοῦ πατέρα μου, καί μόνο σ’ ἐκείνην τό ἐκμυστηρεύθηκα μιά μέρα. «Καί γιατί δέν τήν τρομάζεις κι ἐσύ νά σ’ ἀφήσει ἥσυχη, τί χαζά εἶν’ αὐτά, τί σέ πέρασε;» μέ ρώτησε, λές κι ἦταν στό χέρι μου νά ’ρθω σέ συνεννόηση μέ μιά σκιά, ἕνα μόρμορο. Ἔπειτα, μιλώντας γιά τήν σκιά ἔτσι ἡ θεία, σάν νά μιλοῦσε γιά ἄνθρωπο πού δέν στέκεται στά καλά του, μ’ ἔκανε νά αἰσθανθῶ πώς δέν τό εἶχε πάρει στά σοβαρά. Κι ἀφοῦ οὔτε αὐτή, ἡ πιό συμπονετικιά ἀπ’ τό σόι, δέν μποροῦσε νά μέ βοηθήσει, νά πεῖ μιά γλυκειά κουβέντα, νά μοῦ ἐξηγήσει, τί ἐλπίδα εἶχα νά τό ἐξομολογηθῶ καί στούς ἄλλους. Τό φύλαξα γιά μένα, τό περ νοῦσα μόνη, ζόρι μεγάλο κάθε φορά. Ἀλλά κι ἕνα ἀπερίγραπτο μυστικό. Καί πόσο νά ’μουν τότε, ἕξι ἐτῶν; ἑπτά; τό πολύ ἐννέα;... Τέλος πάντων, σάν νά λέμε ἐννιά ἡμερῶν ὁ κόσμος, στό ξεκίνημα τῶν καιρῶν. Καί μετά ἀπό σαράντα χρόνια ὅμως, βάλε πόσες χιλιάδες μερόνυχτα, ἀδυνατῶ νά δώσω μιάν ἀπάντηση ὡς πρός
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 13
Η πΡΩΤΗ ΗΔΟΝΗ ΣΤΟΝ ΚΡΟΤΑΦΟ
τό πότε ἔγινε ἡ ἀρχή μ’ ἐκεῖνον τόν φόβο, πόσο κράτησε, τί τόν γέννησε. Κάτι σάν ὁ θάνατος ἦταν, ἕνα τέτοιο πρᾶγμα, πού παραφύλαγε νά μοῦ κόψει τά ἥπατα κι ὕστερα πάλι μ’ ἄφηνε. Γιά νά ξανάρθει, νά ξαναφύγει... καί πάντα ἔμοιαζε μιά πρώτη φορά, δέν εἶχε παρελθόν αὐτή ἡ ἱστορία. Κι οὔτε γινόταν ν’ ἀποφύγω νά περνῶ τήν σκάλα πού ἕνωνε τό κάτω μέ τό ἐπάνω πάτωμα. Μ’ ἔστελναν γιά θελήματα ἐπάνω, νά πάω αὐτό, νά φέρω ἐκεῖνο, ἤμουν στό σπίτι ἡ μικρότερη, τά βράδυα ἐκεῖ κοιμόμασταν, ἐκεῖ μοῦ παραχωρήθηκε κι ἕνα παράμερο δωμάτιο βορεινό νά φτιάχνω τά μαθήματά μου ἀπό τίς πρῶτες ὥς τίς τελευταῖες τάξεις τοῦ σχολείου. Μά ἦταν, ναί, ἀπό τό σούρουπο καί μετά ἦταν πού ξεθάρρευε ἡ σκιά κι ἡ σκάλα περνοῦσε γιά χάρι μου σέ ἄλλα χέρια. Στό μεταξύ, ἐπειδή ἔπρεπε νά μαθαίνω νά κάνω καί δουλειές στό σπίτι, κανονικές δουλειές κι ὄχι ἁπλά θελήματα, μέ βάλανε μιά μέρα οἱ μεγαλύτερες ἀδελφές μου νά σφουγγαρίσω αὐτήν τήν σκάλα, νά τήν τρίψω καλά μέ τήν βούρτσα κι ἀπό πάνω ἕνα δεύτερο χέρι μέ καθαρό ὑγρό πανί. Δέν θυμᾶμαι τί ἐποχή ἦταν, ὄχι ἀναγκαστικά κατακαλόκαιρο. Σήκωσα τά μανίκια, ἔδεσα πίσω τά μαλλιά μου κι ἄρχισα νά τρίβω, νά τρίβω... κι ὅταν κόντευα πιά στά χαμηλότερα σκαλοπάτια, μέ τό νερό στόν κουβᾶ νά ’χει μαυρίσει, ἔνοιωσα ξαφνικά νά κυλάει στόν κρόταφό μου μιά σταγόνα ἱδρῶτα, πρᾶγμα πού μέ ἀνάγκασε νά σταθῶ ἀκίνητη, ἐνεά καί συγκλονισμένη, ὡς νά ἐπρόκειτο γιά ροή αἵματος στό πιό ἀπίθανο –ἤ μᾶλ λον πρόσφορο– σημεῖο τοῦ προσώπου: ἵδρωνα γιά πρώτη φορά, ἵδρωνα λοιπόν «σάν τούς μεγάλους», στάθηκα ἄξια. Τό βίωσα σάν ὑπέρτατη τιμή καί
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 14
ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ
ἡδονή, ἀληθινή ἐμπειρία, καί μάλιστα –τί σκέψη γέννησε ἕνα σταγονίδιο, τί θαρρετή ὑπόνοια– ἤτανε λέει ἡ σκιά πού μοῦ ’κανε αὐτό τό δῶρο, τό ἀντίδωρο ἤ ὅπως ὀνομάζεται, γιά ὅλο ἐκεῖνο τό μακρύ διάστημα πού μόνο στόχο της εἶχε τά ἄλλα!... Ἄφησα τήν βούρ τσα μές στό νερό κι ἀνέβηκα πίσω τήν σκάλα σιγά-σιγά, μέ μιάν ἀβάσταχτη ἀδημονία καί τό κεφάλι γερ τό στό πλάι σάν νά μοῦ σπάσαν τόν λαιμό, μήν τυχόν πέσει ἡ σταγόνα ἀπ’ τόν κρόταφο καί δέν προλάβω νά τήν δῶ καί στόν καθρέφτη. Δέν θά μποροῦσα πλέον νά πῶ τί εἶδα στόν καθρέφτη ὅταν ἔφτασα, ἄν κατάφερα νά διακρίνω κάτι, μᾶλλον θά στέ γνωσε ἡ σταγόνα μέχρι ν’ ἀνέβω ἕνα-ἕνα τά σκαλιά, χώρια πού εἶναι ἄβολο τό κοίταγμα σ’ ἐκεῖνο τό σημεῖο τοῦ προσώπου χωρίς νά στραβωθεῖς. Δέν ἔχει ὅμως σημασία, αὐτό πού ἦταν νά συμβεῖ συνέβη κι ἡ πρώτη ἱστορία πού παρακινήθηκα νά γράψω ἦταν τότε, τό πρῶτο ἀτόφιο σκίρτημα, ἕνας ἀλλοπαρμός ἀπό νεύματα, πλέγματα, καταφανῆ καί ἀνεξιχνίαστα, πού ἔμελλε νά στοιχειώσουν τήν κροταφική μου χώρα καί νά τροφοδοτήσουν «γῆ κι οὐρανό» τῆς γρα φῆς μου. ( Ἡ πρώτη πάντως ἱστορία χάθηκε, εἶναι ἡ σκιά της πού μ’ ἀκολουθεῖ.)
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 15
Ἕναν ἄντρα πού τόν λένε καί Βικέντιο καί Βάν Γκόγκ April is the cruellest month T. S. Eliot ὁ Ἀπρίλης μέ τόν Ἔρωτα χορεύουν καί γελοῦνε
Διονύσιος Σολωμός
πΕΡΑΣΕ ΚΑΙΡΟΣ πού δέν γράφω πιά τίς ἱστορίες μου σέ
πρῶτο ἑνικό πρόσωπο κι αἰσθάνομαι ὁμολογῶ περίεργα· σάν νά χειρίζομαι κάτι ἄγνωστο, ἡμιάγνωστο, σάν νά γλιστράω συνάμα σέ κάτι γνωστό καί ἀφηρημένο. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ὁ πρῶτος ἄγνωστος μέ τόν ὁποῖο ἔνοιωσα νά μέ δένουν ἰσχυροί δεσμοί ἦταν ὁ Βικέντιος Βάν Γκόγκ, ὅπως μοῦ ἐμφανίστηκε στίς σελίδες μιᾶς βιογραφίας του ὅταν ἤμουν στήν μυθική ἐκείνην ἡλικία τῶν δεκαπέντε-δεκάξι χρόνων. Πέρα ἀπό τήν ἰδιότυπη μορφή του μέ τό μπανταρισμένο αὐτί, καί τήν ἀλλοκοτιά του γενικῶς ὡς ἀτόμου –πράγματα ἱκανά νά παγιδεύσουν καί τσακάλι, πόσῳ μᾶλλον μιάν ἀπαιτητική ἔφηβη–, ὑπῆρξε καί κάτι ἄλλο. Ἦταν, μάθαινα, γεννημένος στίς 30 Μαρτίου τοῦ 1853, ὅπως ἐγώ στίς 29 Μαρτίου τοῦ 1951. Ὁ παρ’ ὀλίγον τέλειος αἰῶ νας πού μᾶς χώριζε μέ ὤθησε σέ μιά ἀξιομνημόνευτη γιά
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 16
ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ
τήν ἐποχή πράξη καί δή «ὑπέρβαση»: μικραίνοντας τόν ἑαυτό μου κατά μία μόνον ἡμέρα καί μεγαλώνοντας αὐτόν κατά δύο χρόνια μποροῦσα νά λέω στό ἑξῆς –καί ἐν πολλοῖς νά καυχῶμαι– ὅτι γεννήθηκα ἑκατό χρόνια ἀκριβῶς μετά τόν Βικέντιο Βάν Γκόγκ. Δέν νομίζω πώς ἦταν πολλοί τότε γύρω μου, στό ἀγροτικό περιβάλλον ὅπου ζοῦσα, πού γνώριζαν ποιός εἶναι ὁ Βάν Γκόγκ καί ποιά ἡ ἱστορία τῆς σύντομης καί ταραγμένης ζωῆς του, ἄρα πού ἐντυπωσιάζονταν ἀπό μιά τέτοια σύμπτωση, μά δέν θυμᾶμαι νά μοῦ στάθηκε αὐτό ἐμπόδιο, δέν θυμᾶμαι νά εἶχε καί τόση σημασία γιά μένα, δεδομένου ὅτι τά μεγαλύτερα συμβάντα λαμβάνουν χώρα πρῶτα στό κεφάλι μας καί μετά στήν ζωή μας τήν ἴδια, ἄν καί ἐφ’ ὅσον ἔχουμε τήν τύχη. Τέλος πάντων, κάπως τά φέρνει ἡ ζωή, κάπως τά φτιάχνουμε κι ἐμεῖς μέ τό κεφάλι μας... Τόν ἴδιο καιρό πάνω-κάτω ἄνοιξα αἰφνιδίως δεσμούς καί μέ τόν διάδοχο μῆνα Ἀπρίλιο. Συνέβη ὅταν χρειάστηκα ἕνα χαρτί ἀπό τό δημαρχεῖο –μιά ληξιαρχική πράξη γεννή σεως– προκειμένου νά βγάλω τήν πρώτη ἀστυνομική ταυτότητα. Καί ξαφνιάστηκα ὅταν σ’ αὐτό τό χαρτί εὐλόγως μέν δέν ἀναφερόταν ὡς ἡμερομηνία γεννήσεώς μου ἡ 30ή Μαρτίου τοῦ Βάν Γκόγκ, μά περιέργως οὔτε καί ἡ 29η – ἀλλ’ ἀντ’ αὐτῶν ἡ 4η Ἀπριλίου. Ἔστω, εἶπα, εἴτε μέ δήλωσαν λίγες μέρες ἀργότερα οἱ δικοί μου εἴτε ἔκανε καί ἡ Δημαρχία τίς ὑπερβάσεις της. Ὅμως τό πρᾶγμα δέν σταμάτησε ἐκεῖ: στό χαρτί πού χρειάστηκα κάτι χρόνια πιό ἔπειτα προκειμένου νά βγάλω τό πρῶτο μου διαβατήριο ἀναφερόμουν τώρα ὡς γεννηθεῖσα τήν 10η Ἀπριλίου· σ’ ἕνα ἄλλο
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 17
ΚΑΙ ΒΙΚΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ
χαρτί, ἀργότερα, ἡ 2α Ἀπριλίου διεκδικοῦσε αἴφνης τήν τιμή (ἄχ, σκέφτηκα, τήν ἴδια μέρα μέ τόν Κρίστιαν Ἄντερσεν, τόν μεγάλο παραμυθᾶ!), καί σ’ ἕνα ἄλλο πάλι ἡ 10η. Τί γινόταν; Χρόνια δέν μοῦ ἔκοβαν, οὔτε ἕνα, μά ἀπό μέρες ἄλλο τίποτα – περιφερόμουν ἀπό ἡμερομηνία σέ ἡμερομηνία «σάν τήν ἄδικη κατάρα», σάν πρωταπριλιάτικο ἀστεῖο, στοι χεῖο ἄν ὄχι καί στοιχειό, κι ἀλλοίμονο στόν ἀστρολόγο πού θά δοκίμαζε νά βρεῖ τό λεγόμενο ἀσαντάν μου, τήν σελήνη μου καί τούς λοιπούς πλανῆτες βασιζόμενος σέ ντοκουμέν τα καί ἐκδοχές ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός. Ὡστόσο κάθε ἄλλο παρά μέ ἐνοχλοῦσε αὐτό τό χάος τῶν γενεθλίων μου. Ἀπεναντίας, τό νά ἔχω γεννηθεῖ κάποια 29η Μαρτίου, τήν ὁποία ἀνενδοίαστα προβίβασα σέ «30ή Μαρτίου» γιά χάρι ἑνός Βάν Γκόγκ, καί τό ν’ ἀκολουθεῖ ἀπό κεῖ κι ἔπειτα μιά τροχιά ἀπό ποικίλες ἡμερομηνίες λές καί δέν ἔφταναν οἱ δυό πρῶτες, «οἱ δικές μου» οὕτως εἰπεῖν, αὐτό, μισοαστεῖα-μισοσοβαρά, τάραζε καί ταράζει κάθε ἄνοιξη τά νερά τῆς καθημερινότητας καί τήν ρουτίνα λίγο-πολύ μιᾶς ἀπαράβατης καί ἀδιαφιλονίκητης ἡμερομηνίας. Εἶναι σάν τίς ἐκθέσεις ζωγραφικῆς πού διαρκοῦν ἀπό τότε μέχρι τότε: ἀπό τίς 29 Μαρτίου, λοιπόν, ἕως καί τίς 10 Ἀπριλίου ἔχω γενέθλια καί δέχομαι εὐχές, στήν ἀνάγκη κι ἐπισκέψεις ἤ δῶρα. Ἕνας φίλος, συστηματικά κάθε ἔτος, μοῦ τηλε φωνεῖ τό πρωί τῆς 29ης Μαρτίου καί μοῦ λέει μέ ἐπίσημη φωνή, σέ ἀπέριττους τόνους, σάν νά διαβάζει Κομφούκιο: «Παίρνω νά σοῦ εὐχηθῶ χρόνια πολλά καί δημιουργικά γιά τά γενέθλιά σου». Τήν ἄλλη μέρα ἐπαναλαμβάνει τό τηλεφώνημα, λέει τά ἴδια λόγια, στόν ἴδιο τόνο. Τήν μεθεπομένη o
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 18
ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ
τό ἴδιο, τήν παραμεθεπομένη τό ἴδιο, σταθερά, μέχρι καί τήν 10η Ἀπριλίου, ὁπότε λήγουν τά βάσανα. Παλιότερα κανείς ἀπό τούς φίλους μου δέν γνώριζε γιά τίς 29 Μαρτίου, εἶχα σκεφτεῖ νά μήν τό πῶ σέ κανέναν· ἤξεραν μόνο τήν 30ή Μαρτίου ὡς «πραγματική» ἡμερομηνία καί τίς ἀπριλιάτικες ὡς ληξιαρχικά τερτίπια. Σέ ἄλλους πάλι, μετέπειτα, ἔλεγα κάποια ἀπριλιάτικη ὡς πραγματική, σέ κάποιους ἄλλους ἄλλη ἀπριλιάτικη, σέ ἄλλους ἄλλη, γενικῶς ὑπῆρχε μιά ἀφθονία ἐκεῖ πέρα, April is a generous month – γενναιόδωρος μήνας ὁ Ἀπρίλης. Δικαίως λοιπόν, ἐφ’ ὅσον κάποτε ὁμολόγησα στούς πολύ στενούς φίλους γιά τήν ὕπαρξη καί τῆς 29ης Μαρτίου, ὡς πραγματικότερης μάλιστα καί τῆς –κατά Βάν Γκόγκ– πραγματικῆς, μέ κοίταξαν μέ στωικότητα, ἴσως καί μέ κάποια σπίθα καχυποψίας –τί ἄλλο, σοῦ λέει, νά περιμένουμε–, καί δικαίως ἀποφασίσαμε ἀπό κοινοῦ πώς ναί μέν οἱ «ἐκδηλώσεις» θά κρατοῦν καθ’ ὅλο τό δεκατριήμερο τῶν γενεθλίων ἀλλά ἡ «παρέλαση» –τό ταρατατάμ– θά λαμ βάνει χώρα ἀποκλειστικῶς τήν Πρωταπριλιά. Ὅπερ καί τηρεῖται. Κάποιος μιά φορά, σέ μιά συνέντευξη, μοῦ εἶπε ξαφνικά σπάζοντας τήν ἀμηχανία μιᾶς παρατεταμένης σιωπῆς: « Ἐ μένα πάντως μοῦ δίνετε τήν αἴσθηση ψέματος!» Γιά κοίτα, εἶπα μέσα μου, αὐτό εἶναι ὡραῖο. «Σάν ψέμα σᾶς βλέπω», συνέχισε, καί θά μποροῦσα νά πάρω ἐγώ τόν ρόλο τοῦ συνεντευξιαστῆ καί ν’ ἀρχίσω νά τόν ρωτάω τί ἐννοεῖ καί γιατί τό λέει ἔτσι κ.λπ. κ.λπ., μά δέν θέλησα νά τό χαλάσω: ἦταν μιά ἀπό τίς πιό εὔθραυστες φιλοφρονήσεις πού ἔχω δεχτεῖ καί θά ’ταν κρῖμα νά τήν ἀφήσουμε νά περιπέσει σέ ἀνώδυ
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 19
ΚΑΙ ΒΙΚΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ
νη –ἤ ἀκριβῶς ἐπώδυνη– φιλολογία. Ἐξ ἄλλου κατάλαβα πολύ καλά τί ἐννοοῦσε. Κι ἕνας ἄλλος κάποτε, ἕνας ὥριμος φλεγματικός κύριος στό γραφεῖο τοῦ ἐκδότη μου, ἐξεπλάγη –μέ κάποια θεατρικότητα βεβαίως– ὅταν αὐτός ὁ τελευταῖος μέ σύστησε σ’ ἐκεῖνον καί ἀντίστροφα. «Ἀποκλείεται νά εἶστε ἐσεῖς!» μοῦ δήλωσε. «Γιατί;» ἀπόρησα μέ ἀρκετή ψυχραιμία. «Διότι μοῦ ἔχει δημιουργηθεῖ ἡ ἐντύπωσις, διαβάζοντας τά βιβλία σας, ὅτι δέν ὑπάρχετε, ὅτι ἔχετε ἐπινοήσει τόν ἑαυτό σας», εἶπε, καί ἦταν κι αὐτό ἀπό κεῖνα τά συμπεράσματα πού δέν σηκώνουν πολλά σχόλια κι ἐπεξηγήσεις. Ἄν τά ἀναφέρω ἄλλωστε ἐδῶ –μέ κίνδυνο νά ἐκθέσω τήν ὅποια ματαιοδοξία μοῦ ἀναλογεῖ ὡς ἀτόμου– εἶναι ἐπει δή βρίσκω νά ἔχουν κάποια συγγένεια, κάποια μυστική συνάφεια, τόσο μέ τό πλῆθος τῶν γενεθλίων μου πού τά γιορτάζω κάθε Πρωταπριλιά (ἄρα πού ἀναιροῦνται περίπου), ὅσο καί μέ ἕνα ἀσυνήθιστο παιχνίδι πού εἶχα ἐπινοήσει ὡς παιδί, ὅπου καλοῦσα ἀγόρια καί κορίτσια τῆς ἡλικίας μου νά λέμε μέ χαρά τά ψέματα τῆς ζωῆς μας – πού ἔτσι κι ἀλ λιῶς τά λέγαμε κι ἀπό στενοχώρια ἤ πλήξη. « Ἐδῶ θά λέμε ψέματα, θά κάνουμε ὅ,τι μᾶς ἀρέσει!», αὐτό ἦταν τό σύνθημα, ἡ ἐκκίνηση, κι ὅποιος φοβόταν τόν Θεό ἤ τήν δασκάλα ἔμενε, ἐφ’ ὅσον ἐπέμενε, ἔξω ἀπ’ τίς τάξεις τῆς φαντασίας καί τῆς ζωοδόχου αὐτῆς παραβάσεως. Στό ἴδιο περίπου κλῖμα ἄς ἀφήσουμε νά κινηθεῖ καί τό σύντομο πλήν ἰδιάζον περιεχόμενο μιᾶς ἐπιστολῆς πού ἔλαβα, μαζί μ’ ἕνα μπουκέττο λουλούδια, τήν παρελθοῦσα –τεσσαρακοστή ὄγδοη ἤδη– Πρωταπριλιά. Μοῦ τά παρέδωσε ἕνα παιδί ἀνθοπωλείου, καί πρίν προλάβω νά πῶ εὐχαριστῶ
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 20
ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ
ἤ νά τοῦ δώσω κάποιο φιλοδώρημα, τό ἔβαλε στά πόδια. Αὐτή ἡ σπουδή του νά ἐξαφανιστεῖ, σέ συνδυασμό μέ τό τί εἶδα ὅταν ἄνοιξα τόν φάκελλο καί ξεδίπλωσα τό ἐπιστολόχαρτο, μέ ἔκανε νά ὑποθέσω πώς εἶχε αὐστηρή ἐντολή νά μή μοῦ γνωστοποιήσει –σέ περίπτωση πού ρωτοῦσα– τήν ταυτότητα τοῦ ἀποστολέα. Θά μποροῦσε βέβαια νά δηλώσει ἁπλῶς ἄγνοια, δέν χρειαζόταν νά τσακιστεῖ σάν κλέφτης ἀπ’ τίς σκάλες, ἀλλά φαίνεται ἔτσι ἔκρινε πώς ἔπρεπε νά γίνει. Ξεδίπλωσα τό χαρτί καί πῆγα νά τρομάξω τίς πρῶτες στιγμές –καλοῦ-κακοῦ γέλασα–, καθώς τό κείμενο, ὁ τρόπος γραφῆς του, θύμιζε τεχνάσματα ἐκβιαστῶν ἤ φαρσαδόρων: εἶχε κόψει –ὅποιος ἦταν– δεκάδες τυπωμένα στοιχεῖα, κεφαλαῖα καί μικρά, μαῦρα καί χρωματιστά, ἀπό τίτλους ἐφημερίδων ἤ περιοδικῶν ἕως τά ψιλά-ψιλά γραμματάκια ἀγγελιῶν ἤ μνημοσύνων, τά εἶχε κολλήσει πάνω στό χαρτί καί εἶχε συνθέσει μιά κατάσταση ἐκεῖ πέρα, ἡ ὁποία μοῦ ἔβγαλε τήν πίστη μέχρι νά τήν ἀποκρυπτογραφήσω (οἱ μισές λέξεις ἀναγραμματισμένες) καί ἡ ὁποία ἐν τέλει ἦταν ἕνα ἀρκούντως λυρικό πόνημα μέ ὑπογραφή ΑΓΝΩΣΤΟΥ: Ἀλλόφρονη ἀγλαή καί περίκλειστη ὡσάν μηδέποτε νά παραδέχτηκες τήν γέννησή σου σχεδόν Μοργκάνα ................................................ ................................................
Τό δίστιχο πού ἀκολουθεῖ παραμένει μιά σπαζοκεφαλιά μέχρι σήμερα, στούς ἑπτά περίπου μῆνες πού πέρασαν, διό
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 21
ΚΑΙ ΒΙΚΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ
τι εἶναι γραμμένο, ἀπό τέλους μέχρι ἀρχῆς, σέ ἀδιάλειπτο καί διαφόρων τύπων ἀναγραμματισμό, πού κυριολεκτικά δέν σοῦ ἐπιτρέπει νά βγάλεις ἄκρη – σύν ὅτι οἱ λέξεις δέν χωρίζονται μεταξύ τους. Ἄγνωστος παραμένει ἐξ ἄλλου καί ὁ ἐμπνευστής τῆς ὅλης ἰδέας –δέν κατάφερα νά τόν ἐντοπίσω στόν στενό κύκλο τῶν φίλων, ἐκτός κι ἄν εἶναι ἀπό τούς παραέξω–, καί προφανῶς πρόκειται γιά ἕνα εἶδος τιμωρίας σέ μιά «σχεδόν Μοργκάνα». ( Ὡς ὁλοκληρωτική τοιαύτη, σέ κάποια ἐπερχόμενη Πρωταπριλιά, θά τοῦ κλείσω τό μάτι.) Στό μεταξύ αὐτή ἡ ποικιλία ἡμερομηνιῶν γεννήσεως στά διάφορα –ἐπίσημα ὅπως λέμε– χαρτιά μου δέν εἶχε μόνο τήν τερπνή ἤ ποιητική της συνακολουθία, εἶχε καί τά παρατράγουδά της, πού κατά καιρούς μέ ταλαιπώρησαν ὄχι λίγο. Κάποτε στό Παρίσι, ὅταν ζοῦσα ἐκεῖ μέ τόν Πορτογάλο Ἰωακείμ, οἱ ἀρχές ἑνός νοσοκο μείου –ὅπου ἔπρεπε νά εἰ σαχθῶ γιά μιά ἐπείγουσα χειρουργική ἐπέμβαση– μοῦ δημιούργησαν ὁλόκληρη ἱστορία ἐπειδή τυχαῖα ἀνακάλυψαν ὅτι ἄλλη ἡμερομηνία γεννήσεως εἶχα στήν κάρτα παραμονῆς μου, ἄλλη στό χαρτί τῆς κοινωνικῆς ἀσφάλισης καί ἄλλη στό διαβατήριό μου. Λές κι εἶχε τόση σημασία γιά τά νυστέρια τους ἄν ἤμουν μερικές ἡμέρες μεγαλύτερη ἤ μικρότερη ἀπ’ ὅ,τι ἤμουν. Τό ὅτι τούς ἔδειξα τήν ἑλληνική ταυτότητα, στήν ὁποία συνέπεσε νά φέρω τήν ἴδια ἡμερομηνία μ’ ἐκείνην τῆς γαλλικῆς κάρτας παραμονῆς, δέν τούς μαλάκωσε τήν ψυχή. Εἶχα βεβαίως καί τήν φαεινή ἰδέα νά τούς πῶ, ὅταν μέ ρώτησαν ποιά εἶναι ἐπιτέλους ἡ ἀληθινή ἡμερομηνία, νά τούς πῶ «ἡ 30ή Μαρτίου», πού δέν τήν ἔ βλεπαν ὅμως πουθενά, κι αὐτό ἐπιδείνωσε τά πράγματα.
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 22
ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ
Τέλος πάντων μοῦ ἔκαναν τήν ἐγχείριση, καί πέτυχε, ἀλλά μέ πέθαναν κιὅλας προκειμένου νά μ’ ἀναγκάσουν νά τακτοποιήσω ἐξ ἅπαντος αὐτό τό «μωσαϊκό» (παρατρίχα δέν τό εἶπαν «μπορντέλλο»). Καί στήν Ἑλλάδα ὅμως, κάθε φορά πού χρειαζόταν νά ἀνανεώσω τό διαβατήριό μου, ἤ γιά ἄλλα τυπικά ζητήματα, ἔβρισκα μπελάδες καί ἐμπόδια ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀπρι λιανῆς «πολυμορφίας» μου, ὁπότε ἀποφάσισα πρίν μερικά χρόνια νά πάω στήν γενέτειρά μου, νά βρῶ τόν δήμαρχο –πού τύχαινε νά εἶναι παιδικός φίλος καί γείτονας– καί νά τοῦ ζητήσω νά ξεκαθαρίσουμε ὁριστικά αὐτό τό θέμα. «Κοίτα», τοῦ λέω, «δέν εἶναι κατάσταση αὐτή. Κάθε φο ρά πού ζητάω ἕνα χαρτί ἀπ’ τήν δημαρχία, μέ κάνετε νά πιστεύω ὅτι γεννήθηκα τοὐλάχιστον τρεῖς φορές! Σᾶς ἔφταιξε σέ τίποτα αὐτός ὁ Ἀπρίλης; Ἤ ἐγώ;» «Μπορεῖ», μοῦ λέει, «ἀπ’ τήν χαρά του ὁ μπαμπᾶς σου πού ἔκανε τέτοια κόρη νά ἦρθε νά σέ δήλωσε τρεῖς φορές! Ἐμεῖς φταῖμε τώρα;» Τοῦ εἶπα ν’ ἀφήσουμε τήν πλάκα, καί στό κάτω-κάτω μπορεῖ ὁ πατέρας μου –πού δέν ζοῦσε πιά γιά νά ’χουμε τήν μαρτυρία του– νά μέ δήλωσε τρεῖς φορές ἀπ’ τήν ἀφηρημάδα πού τόν ἔδερνε, ἀλλά ἡ μάνα μου ζοῦσε ἀκόμη, κι αὐτή, τοῦ λέω, μοῦ ἔχει πεῖ ὅτι γεννήθηκα εἴκοσι ἐννιά Μαρτίου· νά βάλουμε λοιπόν αὐτό στά χαρτιά νά τελειώνουμε. «Ἀποκλείεται», μοῦ λέει, «δέν ὑπάρχει πουθενά τό εἴκοσι ἐννιά Μαρτίου – θές ν’ ἀνοίξουμε καινούργιες ἡμερομηνίες;» «Τότε», τοῦ λέω, «νά βάλουμε τό τριάντα. Μιά γιά πάντα».
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 23
ΚΑΙ ΒΙΚΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ
«Τριάντα τί; Μαρτίου; Ἀπριλίου;» «Μαρτίου». Μέ ρώτησε γιατί τριάντα Μαρτίου, ἀπό ποῦ κι ὥς ποῦ. «Γιατί εἶναι πολύ κοντά στό εἴκοσι ἐννιά», τοῦ λέω, «τό πραγματικό τέλος πάντων, καί γιατί τό “τριάντα τρίτου” εἶ ναι βολικό, δέν μπερδεύει κανέναν· γενικῶς τό προτιμῶ». «Γιατί», μοῦ λέει, «καί τό “τέσσερις τετάρτου” δέν εἶναι βολικό; Μπερδεύει κανέναν; Γιατί δέν τό προτιμᾶς;» « Ἔστω», εἶπα· «ἀρκεῖ νά καταλήξουμε κάπου καί νά βά λουμε βούλα καί νά μήν ξανασχοληθῶ μ’ αὐτό τό ζήτημα». Καταλήξαμε λοιπόν –μέ ἔπεισε νά καταλήξουμε, δέν θυ μᾶμαι τί λόγους ἐπικαλέστηκε– στό 10 Ἀπριλίου, πού ἦταν καί τό «ὁριακό» κατά τά φαινόμενα. Καί ἔκτοτε ἀγκυροβολήσαμε, τύποις τοὐλάχιστον, στό ἐν λόγῳ σχῆμα, καί ἄς ἐλπίσουμε πώς κάποιος ἀφηρημένος ἐπίγονος δέν θά χρειαστεῖ νά πάει νά δηλώσει πολλάκις καί τήν ἄλλη, τήν ὑστάτη τοῦ βίου μας ἡμερομηνία. Τό ἅπαξ καί διά παντός ἀρκεῖ. Ὡστόσο, δέν θά δεχόμουν –μέ κάποια ἐπιφύλαξη στήν ἀρχή, μέ κάποια ζέση ἐν συνεχείᾳ– νά γράψω κάτι γιά τόν μῆνα Ἀπρίλιο, ἐάν δέν φύλαγα γιά τό τέλος τό πιό μυστικό καί cruellest χαρτί πού ἀφορᾶ στήν αὐτοῦ ἐξοχότητά του καί φυσικά στήν ὑποφαινομένη: μιά ἱστορία τόσο ἀληθινή, ὅσο πιό ἀναληθής τολμάει νά φαίνεται. Τήν ἐπινόησε ἐξ ὁλοκλήρου ἡ ζωή – αὐτές οἱ σταυροβελονιές τῆς τύχης πού συνθέτουν τίς λεγόμενες μοιραῖες ἤ ἀπίθανες συμπτώσεις. Στήν περίπτωση τούτη πρόκειται γιά τρεῖς ἀλλεπάλλη
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 24
ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ
λες –ἐνδελεχεῖς θά λέγαμε– συμπτώσεις τοῦ αὐτοῦ μοιραίου τύπου, ἐνῶ στό τσάκ ἀποφύγαμε τήν τέταρτη. Ἄς τό πάρει τό ποτάμι: Κατά τά τελευταῖα δεκαοκτώ χρόνια τρεῖς εἶναι οἱ ἄντρες πού ἔπαιξαν ἕναν σημαντικό λίγο-πολύ ρόλο στήν ζωή μου, καί δή στό βασίλειο τῆς καρδιᾶς, πού ὁ Γέητς τό λέει καί «παλιατζήδικο» – κάτι θά ξέρει. Ὁ Πορτογάλος πού ἀναφέραμε, ἕνας ἀπρόβλεπτος Ἕλληνας, καί μετά ἕνας Γάλλος. Συνέβη μάλιστα ἀνά ἑπταετία νά ἐμφανίζεται ἕκαστος στόν καμβᾶ (ποῦ διάβασα τώρα τελευταῖα –καί μοῦ ἄρεσε– πώς ἄν εἶναι νά ’χουμε Θεό ἄς διαλέξουμε κάποιον πού νά ξέρει γεωμετρία;), ἀνά ἑπτά σεπτά καί συναπτά ἔτη λοιπόν, διώχνοντας ἔτσι τήν «σκόνη» καί ἐγκαθιστώντας νέα παραφορά, πρᾶγμα πού, μεταξύ τῶν ἄλλων, σημαίνει ὅτι ἡ τρίτη ἑπταετία δέν ἔληξε ἀκόμη, ἄρα οὔτε ἀπολύτως θεραπευμένη τυγχάνω οὔτε ἐντελῶς ἀσκόνιστη. Ὅμως τό ζήτημα ἐν προκειμένῳ ἔγκειται σέ μιάν ἄλλη λεπτομέρεια αὐ τοῦ τοῦ καμβᾶ – στόν μῆνα Ἀπρίλιο. Ὄχι πώς τούς γνώρισα καί τούς τρεῖς μῆνα Ἀπρίλιο (πού θά ἦταν κι αὐτό μιά ἀρκετά σκανδαλώδης σύμπτωση), ἀλλά νά: ὁ πρῶτος εἶναι γεννημένος 6 Ἀπριλίου, ὁ δεύτερος 7 Ἀπριλίου, ὁ τρίτος 8 Ἀπριλίου – λές καί γυρνᾶμε φύλλα σέ ἐπιτραπέζιο ἤ ἐπί τοίχου καλαντάρι ψάχνοντας νά βροῦμε κατά ποῦ πέφτει τό Πάσχα. Μιά τόσο ἀκριβής ἡμερολογιακή ἀκολουθία δέν θά συγκινοῦσε νομίζω μόνο τούς αἰσθηματίες ἤ τούς πάσης φύσεως προληπτικούς, μά ἴσως κι ἕναν ψυχρά σκεπτόμενο νοῦ, πού δέν δίνει σημασία σέ τέτοια. Γιά νά ’μαι εἰλικρινής, οὔτε ἐγώ δίνω πλέον ὑπερβολική σημασία, ἐν τούτοις δέν
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 25
ΚΑΙ ΒΙΚΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ
παύω νά γοητεύομαι –ἐν μέρει νά διασκεδάζω, ἐν μέρει νά προβληματίζομαι– ἀπό μιά... δι-απριλίου κάλτσα σάν αὐ τήν. Εὐτυχῶς οἱ χρονιές τῆς γέννησής τους διαφέρουν ἀρ κετά, ὅπως ἄλλωστε καί οἱ ἐθνικότητές τους, ὅπως –ἄν δέν πέφτω πολύ ἔξω– καί οἱ χαρακτῆρες τους. Νά σημειωθεῖ, τέλος, ὅτι αὐτοί οἱ συγκεκριμένοι ἀριθμοί –6, 7, 8 Ἀπρι λίου– ἔλειπαν ἀπό τά δικά μου ληξιαρχικά χαρτιά, καί ὡς ἐκ τούτου ἦρθαν κι ἔδεσαν· ἡ συλλογή, μέ τήν διπλή της ἔννοια, πλούτισε. Ὅταν γνώρισα τόν πρῶτο ἀπ’ αὐτούς –μεσοῦντος Ἀπριλίου ἔτυχε, τοῦ ’81– κι ἔμαθα πώς εἶχε τά γενέθλιά του δέκα ἡμέρες πρίν, στίς 6 Ἀπριλίου, τό χάρηκα θυμᾶμαι, τό εὐχαριστήθηκα· ἀναφώνησα «Ἄ, τί σύμπτωση, κι ἐγώ τά εἶχα στίς τέσσερις Ἀπριλίου!» (ἤ στίς δύο, ἤ στίς δέκα, δέν θυμᾶμαι τί ἀπ’ ὅλα διάλεξα, νομίζω τό πιό κοντινό στό δικό του, καί πάντως ἀποσιώπησα τά μαρτιάτικά μου). Γενικῶς τό θεώρησα καλό σημάδι, μαγικό περίπου, διότι δέν εἶχε τύχει νά γνωρίσω ὥς τότε ἄλλον ἄντρα –ἐκτός ἀπό τήν περίπτωση Βάν Γκόγκ– μέ τόν ὁποῖο νά ’χουμε «τό ἴδιο ἄ στρο». Ὑπῆρχε βέβαια καί ὁ Μπωντλαίρ (9 Ἀπριλίου), ὑ πῆρχε καί ὁ Μάρλον Μπράντο (3 Ἀπριλίου), πού τούς σκεφτόμουν ἔντονα κάτι στιγμές κι αὐτούς, μά τέλος πάντων εἶχε περάσει καιρός ἀπό τόν «δεσμό» μου μέ τόν Βάν Γκόγκ καί οἱ σχετικές ἀναζητήσεις μου ἦταν πλέον, δόξα τῷ Θεῷ, πιό γήινες καί ἐφικτές. Ὅταν ὁ δεύτερος τοῦ ἰδίου ἄστρου –Σεπτέμβρης τώρα τοῦ ’88– μοῦ ἀποκάλυψε τήν ἀκριβῆ του ἡμερομηνία, τοὐ τέστιν 7 Ἀπριλίου, κάτι πολύ λεπτά ρίγη ὑποψίας μέ διαπέ
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 26
ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ
ρασαν: νά δεῖς, σκέφτηκα, πού ἀπό κάπου ἔχει μάθει γιά τίς 6 Ἀπριλίου τοῦ Ἰωακείμ καί πάει νά τό παίξει, ὅλως διόλου, διάδοχος... Δέν ἤξερα, ὁμολογῶ, τίποτε ἀπ’ αὐτό πού τυραννοῦσε τόν λογισμό μου ἐκεῖνες τίς στιγμές: πίστευα στόν ἀριθμό πού ξεστόμισε; τό πίστευα δηλαδή ἔστω καί ὡς ἀπίστευτο; δέν τό πίστευα καθόλου; ἔκανα πώς τό πιστεύω; ἔκανα πώς δέν τό πιστεύω;... Τίποτα. Ἡ ἴδια περίπου ἄγνοια πού μέ κατέχει καί γιά τό θέμα τῆς ὑπάρξεως ἤ μή τοῦ Θεοῦ: ἰδέα δέν ἔχω ἄν πιστεύω ἤ δέν πιστεύω πώς ὑπάρχει. Τόν κοίταζα μονάχα, στεκόμουν καί τόν κοίταζα – γιά τόν ἄνθρωπο λέω, τόν βροτό, αὐτόν τῆς 7ης Ἀπριλίου. «Τί ἔπαθες», μέ ρώτησε, «θυμήθηκες κάτι;» Ἀκριβῶς, θυμόμουν κάτι. Ἀλλά πῶς νά τοῦ τό ’λεγα, τί νά ἔλεγα; Ἄφησα νά περάσει λίγη ὥρα, μέ τήν σκέψη νά ζουζουνίζει στό κεφάλι μου σάν μυῖγα πού χτυπάει στό ἴδιο τζάμι γυρεύοντας νά βγεῖ, ὥσπου ἀποφάσισα –ἔτσι, γιά κάθε ἀσφάλεια– νά τοῦ ζητήσω νά μοῦ δείξει τήν ταυτότητά του: 7 Ἀπρι λίου, ὄντως, καμμιά ἀληθοφάνεια στά ἱερά καί ὅσια. Μετά ἀπό τέτοια, ἐκεῖνον τόν Ἰούλιο τοῦ ’95, στίς γέφυρες τοῦ Παρισιοῦ, στήν πρώτη συνάντηση πού εἶχα μέ τόν V., ἤμουνα πιά, νά τό ποῦμε ἔτσι, μπασμένη στή δίνη, ξεφτέρι. Γύρισα καί τοῦ εἶπα σέ μιά στιγμή, λιγάκι σάν νά διασκέδαζα τήν θέση μου ἤ τήν δική του: «Μήπως εἶσαι γεννημένος στίς ὀκτώ Ἀπριλίου;» – ἔκανα καί μέ τό χέρι, στόν ἀέρα, τό σχῆμα 8. Μέ κοίταξε κατάπληκτος, σχεδόν μέ φόβο· ἄσε πού τό θέμα τῆς συζήτησής μας –ἄν ἦταν τέλος πάντων συζήτηση– δέν εἶχε σέ τίποτα νά κάνει μέ ζώδια καί τέτοια.
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 27
ΚΑΙ ΒΙΚΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ
«Πῶς τό ξέρεις;» μέ ρώτησε. Σοβαρεύτηκα τότε, σοβαρεύτηκα ἀλλόκοτα. «Θές νά πεῖς», τοῦ λέω, «ὅτι εἶσαι στ’ ἀλήθεια γεννημένος στίς ὀκτώ Ἀπριλίου;» «Ἀκριβῶς», ψιθύρισε. Καί καθώς εἶχε σφόδρα ἐντυπωσιαστεῖ ἀπό τήν ἀνεξήγητη αὐτή εὐστοχία μου, ἔβγαλε –οὔτε πού σκέφτηκα νά τοῦ ζητήσω ἡ ἴδια κάτι τέτοιο– τήν ταυτότητά του καί μοῦ ἔδειξε μέ τό δάχτυλο τήν ἀνήλεη ἡμερομηνία. Παρεμπιπτόντως τό ὄνομα πού φέρει αὐτό τό πρόσωπο εἶναι Βίνσεντ ἤ Βενσάν, κατά τό ἑλληνικότερον Βικέντιος. Εἶναι δέν εἶναι δυό χρόνια πού μοῦ ἦρθε –μέσῳ τοῦ ἐκδο τικοῦ οἴκου– ἕνα γράμμα τριῶν σελίδων ἀπό κάποιο συμπαθητικό, κατά τά φαινόμενα καί γραφόμενα, παιδί. Εἶχε διαβάσει τούς Λύκους ὅταν ὑπηρετοῦσε στόν παγωμένο Ἕβρο, πρίν δεκαοκτώ μῆνες μοῦ ἔλεγε, καί τώρα, ὡς πολίτης καί ἐργαζόμενος σέ μιά ἐπαρχιακή πόλη, τούς ξαναδιάβαζε –καθώς καί τά δύο πρῶτα βιβλία μου, Ἀρραβωνιαστικιά καί Ἐρημιά– κι ἀποφάσισε νά μοῦ γράψει καί νά μοῦ ἐκθέσει τίς ἐντυπώσεις του, τήν γοητεία πού τοῦ ἀσκήθηκε καί ὅλα τά σχετικά. Ἤξερε νά τά γράφει καλά, νομίζω εἶναι τό πιό φωτισμένο γράμμα πού ἔχω λάβει ἀπό ἄγνωστο, καί γιά κάποιες φράσεις του θά τόν ζήλευα. Ἰδίως γιά τούτη: Μιά γυναίκα πού τήν λένε καί Ζυράννα καί Ζατέλη, τί ζωή νά κάνει ἄραγε; Δέν εἶναι μόνο ἐπειδή ἀναφέρεται σ’ ἐμένα καί στό ὄνομά μου, ἀπό σκέτη φιλαρέσκεια δηλαδή, πού μέ
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 28
ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ
τράβηξε ἔτσι αὐτή ἡ φράση, ἡ ἔκφανση· βρίσκω πώς ἀπό μόνη της ἔχει μιά περίεργη ἐπιβολή, κάτι τό ἔκτακτο στόν τρόπο πού ἐκφράζει τήν ἀγαθή καί ζωηρή –ὄχι καί μυστηριώδη;– περιέργεια ἑνός ἀτόμου γιά ἕνα πρόσωπο πού, καλῶς ἤ κακῶς, θαυμάζει ἀπεριόριστα μά πού δέν δύναται οὔτε νά δεῖ οὔτε ν’ ἀγγίξει. (Κάπως ἔτσι τάχα, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, δέν σκεφτόμουν κάποτε κι ἐγώ; Ἕναν ἄντρα πού τόν λένε καί Βικέντιο καί Βάν Γκόγκ, τί ζωή νά κάνει ἄραγε; – νά ἔκανε ἔστω. Ἄλλο ἄν δέν εἶχα καταφέρει νά τό διατυπώσω μέ τέτοιον ἁπλό καί ἀφοπλιστικό τρόπο.) Λοιπόν, ἦταν ἕνα ὡραῖο γράμμα, οὐσιῶδες, καί θά τοῦ ἄξιζε μιά ἀπάντηση. Κι ὅμως κάτι σ’ ἕνα σημεῖο –ἐν εἴδει ὑστερογράφου– μέ σταμάτησε, μοῦ ἔδεσε τά χέρια. Παραθέτω τό ἀπόσπασμα: «Στήν Περσινή ἀρραβωνιαστικιά, στό “Στοιχειωμένο ἀγροτόσπιτο”, λέτε: Ἤμουν γεννημένη ἄνοιξη, παραμονή Πρωταπριλιᾶς, καί ἡ ἄνοιξη δέν μ ’ἄφηνε ποτέ χωρίς σημάδια. Μιλῶ γιά σημάδια πού τά βλέπεις μέ γυμνό μάτι κι ὄχι μονάχα μυστικά. (Αὐτά γραμμένα μέ κόκκινο μολύβι· καί συνέχιζε στό γράμμα του:) Παραμονή Πρωταπριλιᾶς λοιπόν, δηλαδή 31 Μαρτίου. Ξέρετε, ἔχουμε τόν ἴδιο ἀστερισμό, εἶμαι κι ἐγώ γεννημένος ἄνοιξη, στίς – » Αὐτό μοῦ τά χάλασε – χωρίς νά τό περιμένω γύρισα ἀνάποδα τό γράμμα, δέν τό τσαλάκωσα, ὄχι, δέν τό πέταξα, τέτοια μόνο στό σινεμά θαρρῶ τά κάνουν οἱ γυναῖκες, μά εἶπα κάτι σάν «Καλά τώρα κι ἐσύ!...», δέν θυμᾶμαι τί εἶπα, πάντως ἔνοιωσα λίγο φοβισμένη, ἐνοχλημένη. Διότι ἔπαιρνε διαστάσεις περίεργης φάρσας αὐτό τό πρᾶγμα, θηριω
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 29
ΚΑΙ ΒΙΚΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ
δίας τρόπον τινά: ἦταν γεννημένος, μοῦ ἔγραφε, στίς 9 Ἀ πριλίου. Ἄν ἀγαπᾶτε· 9 Ἀπριλίου! Καί μέ κατέλαβαν δαιμόνια: «Σιγά μήν ἦρθε κι ὁ Μπωντλαίρ στήν πόρτα μας! Κωνσταντῖνος Μπωντλαίρ, ἐννιά Ἀπριλίου! Ἤ ἔστω Καρυωτάκης ἀπ’ τήν Πρέβεζα!» ἄρχισα τώρα νά λέω καί κάτι τέτοια, νά σαρκάζω ζῶντες καί τεθνεῶτες, ὅ,τι μοῦ τύχαινε, φυσικά καί τό ἀνύποπτο παιδί (Κώστα τόν ἔλεγαν) πού σώπαινε λίγο ἔνοχα, λίγο ἀδέξια ἐπάνω στό τραπέζι, μές στό θαυμάσιο ἐκεῖνο γράμμα... «Σιγά! Σιγά! Ἕνας-ἕνας!...» Κρῖμα. Κρῖμα γιατί, τώρα πού πέρασε ὁ καιρός καί ἀσφαλῶς μοῦ ἔφυγε ἐκεῖνο τό ἀνεκλάλητο καί μᾶλλον ἄδικο μένος (ὁ θυμωμένος, λέει, ξαναθυμώνει μέ τόν ἑαυτό του ὅταν ἠρεμεῖ), σκέφτομαι πώς ὄχι ἀπαραιτήτως φάρσα ἀλλά μιά σταθερή πρόκληση ἦταν ἀπό τά ἴδια τά πράγματα, μία ἀκόμη σύμπτωση –διαβολική, ἀγγελική, ὅ,τι νομίζετε– πού δοκίμαζε τίς ἀντοχές μου στό παιχνίδι. Κρῖμα γιατί θά μπο ροῦσα, ἄν μή τι ἄλλο, νά εὐχαριστήσω ἐκεῖνο τό παιδί γιά τό γράμμα του –δέν φέρνει ὁ ταχυδρόμος κάθε μέρα τέτοιες ἐπιστολές–, θά μποροῦσα ἴσως καί νά γνωριστῶ μαζί του, ἔστω καί νά παρασυρθῶ σέ μιάν εἰσέτι περιπέτεια... Ἀπριλίου ἕνεκεν, ἐν πλέγματι Ἀπριλίου καί ὅλα τά συναφῆ. Μά θόλωσε τό κεφάλι μου καί τό πῆρα στραβά. Ἤ μπορεῖ, μές στήν τρέλλα μου, νά ἔπραξα σωστά. Δέν ἤμουν καί λίγο κουρασμένη ἀπό παιχνίδια ἀντοχῆς γιά νά μήν ἔχω τό δικαίωμα νά λέω καί κανένα «ἀπ’ ἐμοῦ ἀπελθέτω». Ἔτσι δέν ἀπάντησα καθόλου σ’ ἐκεῖνο τό γράμμα, καί τό ἄγνωστο πρόσωπο, εὐγενικά, δέν ξαναδοκίμασε. Τοῦ ἀφιερώνω πάντως τίς σχετικές παραγράφους ἀπό
ZATELI sel_final_Layout 1 07/11/2011 1:33 μ.μ. Page 30
ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ
τό παρόν κείμενο, καί μόνο τώρα μοῦ περνάει ἀπό τήν σκέψη –τώρα μόνο, εἰλικρινά– μήπως αὐτός ἦταν καί ὁ ἐμπνευ στής ἐκείνης τῆς σχεδόν «μοργκανικῆς» ἐπιστολῆς πού ἔφτασε στά χέρια μου –ὄχι πλέον μέσῳ ἐκδοτικοῦ οἴκου– τήν Πρωταπριλιά πού μᾶς πέρασε· μήπως διάλεξε αὐτό τό εἶδος τιμωρίας γιά τήν σιωπή πού ἐπέλεξα... Κύριος οἶδεν. Μοῦ ἔχουν πεῖ, φίλοι καί διάφοροι, πώς «κυνηγάω τίς συμπτώσεις», πώς «μέ κυνηγοῦν», «τίς ἔχω στό αἷμα μου», καί ἄλλα παρόμοια. Ἡ ἴδια ἔχω νά πῶ πώς ἐφ’ ὅσον ἡ σύμπτωση εἶναι ἕνα στοιχεῖο πού ἄκρως μέ κεντρίζει, μέ σαγηνεύει ἀπό παλιά (ἐκεῖ πού οἱ ἄλλοι λέν «ἦταν σύμπτωση» καί λήγει τό ζήτημα, γιά μένα ἐκεῖ βρίσκεται ἡ ἀρχή, ἡ ρίζα τοῦ ἐνδιαφέροντος – θά τολμοῦσα νά πῶ πώς ἡ σύμπτωση δέν εἶναι «ἡ λύση τοῦ αἰνίγματος» ἀλλά «τό αἴνιγμα τῆς λύσης»), ἐφ’ ὅσον λοιπόν ἡ σύμπτωση κατέχει τέτοια θέση στόν ψυχισμό καί στήν φαντασία μου, εἶναι φυσικό νά τήν ἐκμεταλλεύομαι –μέχρις ἀδυνάτου πού λέει ὁ λόγος– καί στήν δουλειά πού κάνω, στό γράψιμο, στήν συγγραφή, καί εἶναι φυσικό ἐπίσης νά τήν καλλιεργῶ ἐπιμελῶς καί στά τοῦ βίου μου ἐδάφη κι ὥς ἕνα σημεῖο νά τήν δημιουργῶ –νά τήν ὑποβάλλω πρός ἐμφάνισιν–, φέρουσα ἀσφαλῶς καί τήν εὐθύνη της. Αὐτό δηλαδή πού εἴπαμε στήν πρώτη σελίδα: κάπως τά φέρνει ἡ ζωή, κάπως τά φτιάχνουμε κι ἐμεῖς μέ τό κεφάλι μας. ( Ἤ ἀντιστρόφως.)