ΜΑΡιΑΝιΝΑ ΖΩΤου
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗ ΝΑΒΙΝΤΙΑ
d
Ιστορίες του Έγκενθαρ ΒιΒΛιο ΠΡΩΤο
ΕκΔοΣΕιΣ κΑΣΤΑΝιΩΤΗ
H παρούσα έκδοση πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια του Αυστριακού υπουργείου Πολιτισμού. ß ΤιΤΛοΣ ΠΡΩΤοΤυΠου: Manès Sperber, Tiefer als der Abgrund ©
Copyright Μαριανίνα Ζώτου – Εκδόσεις καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2014
Έτος 1ης έκδοσης: 2015 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕκΔοΣΕιΣ κΑΣΤΑΝιΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210-330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN SET 978-960-03-5872-8 ISBN T1 978-960-03-5873-5
Στους γονείς μου, που με μύησαν στον κόσμο των βιβλίων και στα μυστικά τους
S1 C
Η
ΝΕΑΡΗ ΓυΝΑικΑ ΣΤΕκοΤΑΝ ΣΤο ΜΠΑΛκοΝι, ΜΕ ΤΑ ΓΑ-
ντοφορεμένα χέρια της να αγγίζουν το ψυχρό στηθαίο. ο άνεμος χάιδευε το πρόσωπό της, φέρνοντας μια υποψία φρεσκάδας και αλατιού. Εκείνη αναστέναξε, αφήνοντας την ανάσα της να αναμιχθεί με την αύρα· ποτέ της δεν είχε γνωρίσει τη θάλασσα πριν από αυτή τη μέρα. Στον επίσης νεαρό άντρα, που την παρατηρούσε, φαινόταν γαλήνια: ένα λεπτό κορίτσι μέσα σε ένα μάλλον υπερβολικά φανταχτερό φόρεμα, που όμως ίσως το δικαιολογούσε το γεγονός ότι ήταν η τιμώμενη προσκεκλημένη. Ξεσταύρωσε τα μπράτσα του και την πλησίασε, γνωρίζοντας καλά πως αυτή του η ενέργεια συνιστούσε κατάφωρη παράβαση του πρωτόκολλου. «ιδιαιτέρως κρύα νύχτα απόψε, υψηλοτάτη», είπε, με μια δόση ειρωνείας. Την παρακολούθησε καθώς στρεφόταν στον ήχο της φωνής του, κι όταν το φως των λύχνων έπεσε στο πρόσωπό της, διαπίστωσε πως δεν φαινόταν έκπληκτη. «Δεν θα το έλεγα», αποκρίθηκε εκείνη σε τέλεια ουθεριανά με μια αισθητή προφορά. Τα κεχριμπαρένια μάτια της στάθηκαν για μια στιγμή στο θυρεό που στόλιζε την επίσημη στολή του, πριν τον αντικρίσει κατάματα. «ο διοικητής Σόρεν Λίνγκας, υποθέτω». Έγνεψε με το κεφάλι της δίχως να υποκλιθεί.
ΜΑΡιΑΝιΝΑ ΖΩΤου
Ήταν καλά πληροφορημένη και, όπως με όλα όσα ήξερε για εκείνην, ο Σόρεν θα φρόντιζε να το θυμάται. Την πλησίασε περισσότερο, μέχρι να γείρει κι ο ίδιος στο στηθαίο. «Είχα την εντύπωση ότι δεν θα σας συναντούσα πριν από την τελετή», σχολίασε εκείνη, με το βλέμμα της στο αχανές μαύρο πέπλο πέρα από το λιμάνι. «κανονικά, δεν θα με συναντούσατε. Απογοητευτήκατε μήπως;» Η κοπέλα χαμογέλασε αμυδρά. «καθόλου. Για την ακρίβεια, είχα ζητήσει μια ακρόαση μαζί σας, αλλά η απάντηση ήταν ότι ήσασταν πολύ απασχολημένος με τις προετοιμασίες για την τελετή». κάτι στον τόνο της φωνής της έλεγε στον Σόρεν πως δεν είχε χάψει τη δικαιολογία ούτε για μια στιγμή. και θα είχε δίκιο. Η επιλογή των λουλουδιών και ο ορισμός του αριθμού των αρμάτων που θα χρησιμοποιούνταν στην παρέλαση ευτυχώς δεν ήταν ανάμεσα στα πολυάριθμα καθήκοντά του. «Ζητώ συγγνώμη εκ μέρους τους». Δεν ήταν καλό σημάδι αυτό, να απολογείται από τώρα. Ακούμπησε τους αγκώνες του στο στηθαίο κι έσκυψε το κεφάλι. «υποθέτω πως δεν θέλουν να το ρισκάρουν. Να μην ταιριάζουμε και να το καταλάβουμε νωρίτερα από ό,τι πρέπει, εννοώ». Σαν να την είχε αγγίξει η ειλικρίνειά του, επιτέλους γύρισε και τον κοίταξε. «Ακριβώς αυτό που σκεφτόμουν, υψηλότατε», παραδέχτηκε με την ίδια ειρωνεία στη φωνή της. Έπειτα ίσιωσε τους ώμους και του έτεινε το χέρι της. «Δεν έχουμε συστηθεί επίσημα. Αλιένα κέιντιν Γκανθέρα, τρίτη θυγατέρα της Αυτού Μεγαλειότητος του Ταλ-Χεΐς της Ναβίντια. Επικεφαλής του Διπλωματικού Σώματος της Ναβίντια». φάνηκε να διασκεδάζει με τη στιγμιαία του έκπληξη πριν εκείνος σταθεί μπροστά της και της σφίξει το χέρι.
Το ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗ ΝΑΒιΝΤιΑ
«Σόριγκαν Βεντάλις Γκέλθιορ Λίνγκας της ουθέρια, γιος του Βεντάλις, Επικεφαλής των Ταγμάτων Ξηράς της ουθέρια». Την κοίταξε καλά. «φαίνεται πως οι βασιλικοί τίτλοι στη Ναβίντια τονίζουν το “βασιλικό” κομμάτι κάπως παραπάνω από τους δικούς μας». Η Αλιένα συμφώνησε σιωπηλά. και οι δυο τους ήταν γόνοι βασιλέων από τις νόμιμες βασίλισσές τους. ο Σόρεν μάλιστα ήταν ο πρωτότοκος γιος του πατέρα του. κι όμως, το μόνο πάνω του που υποδήλωνε τη θέση του ήταν το έμβλημα του οίκου των Λίνγκας στο στήθος του, με τον πύργο να υψώνεται μέσα από τη θάλασσα και το τέρας-κουέιν και τον αναβάτη του να υπερασπίζουν τον πύργο και τον ηγεμόνα μέσα σε αυτόν. ο Σόρεν σκέφτηκε πως οι διαφορές ανάμεσα στους δυο τους είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους. «Θα πρέπει να είστε κουρασμένη. Αυτή η... σύναξη ήταν μάλλον περιττή, κατά την ταπεινή μου γνώμη», παραδέχτηκε, ατενίζοντας από το περβάζι την πόλη του Μαλγκάρις να απλώνεται προς κάθε κατεύθυνση γύρω από το ανάκτορο. «Όμως, βλέπετε, όλοι θέλανε να πάρουν μια γεύση από τη Ναβιντιανή πριγκίπισσα». «Ήταν ένα μακρύ ταξίδι», υπήρξε η μόνη απάντηση της Αλιένα. ο Σόρεν δεν ήξερε αν έπρεπε να το ερμηνεύσει ως συστολή, εχθρότητα ή απλή αδιαφορία. Στηρίχτηκε στο στηθαίο και στράφηκε να την αντικρίσει. Ήδη είχε παρακούσει τις οδηγίες του πατέρα του, και τώρα αρνούνταν να φύγει πριν αποσπάσει έστω κάποιες πληροφορίες για τη μέλλουσα γυναίκα του. «Γιατί εσένα, λοιπόν;» «Συγγνώμη;» «Αν οι πληροφορίες που έχω είναι σωστές, είσαι η τρίτη από τέσσερις κόρες. οπότε γιατί επέλεξαν να στείλουν εσένα εδώ;» Η ερώτηση φάνηκε να της κινεί το ενδιαφέρον. Ζύγισε την απάντησή της για μια στιγμή κι ύστερα είπε:
ΜΑΡιΑΝιΝΑ ΖΩΤου
«οι αδερφές μου είναι μια ιέρεια, μια δικαστής και μια αξιωματούχος του στρατού. Εφόσον ο στόχος μας ήταν η σύναψη σχέσεων με έναν νέο σύμμαχο, θεωρήσαμε ότι μια διπλωμάτης ήταν η καλύτερη επιλογή». ο Σόρεν σήκωσε το ένα φρύδι. «Θες να πεις ότι προσφέρθηκες εθελοντικά να έρθεις;» Η Αλιένα έπλεξε τα δάχτυλα πάνω στο στομάχι της σαν να αμυνόταν, όμως δεν απέστρεψε το βλέμμα. «Απλώς έδωσα τη συγκατάθεσή μου σε αυτήν που θεώρησα ως την καλύτερη γραμμή πλεύσης», διευκρίνισε, και ο λόγος του βασιλιά Βεντάλις από νωρίτερα ήχησε στο μυαλό του Σόρεν. «Η αυριανή μέρα θα αποτελέσει την αρχή μιας νέας εποχής για τη Ναβίντια και την ουθέρια. Γιατί αύριο είναι η μέρα που τα παιδιά της θα γίνουν ένα!» ο Σόρεν αναρωτιόταν πόσο πιο κλισέ θα μπορούσε να είναι αυτός ο λόγος. οι δυο τους στάθηκαν σιωπηλοί για λίγο, ζυγιάζοντας ο καθένας τον μελλοντικό του σύζυγο. Εκείνος είχε τον τυπικό σωματότυπο ενός στρατιώτη: δυνατός και ευκίνητος χωρίς να είναι ιδιαίτερα ψηλός, με σταχτόξανθα, σχεδόν γκρίζα μαλλιά και ανοιχτογάλανα μάτια που έρχονταν σε αντίθεση με τη μαυρισμένη του επιδερμίδα. Εκείνη, αν και πιο χλομή σε σύγκριση, έμοιαζε υγιής, και ο Σόρεν σκέφτηκε ότι το φορτωμένο φόρεμά της και οι μπούκλες στα μαλλιά της, αν και ελκυστικά, δεν έδειχναν σωστά πάνω της. Παρατήρησε για λίγο το πρόσωπό της, με τη σοβαρή της έκφραση και τα ερευνητικά της μάτια. Εχθρότητα, αποφάσισε, αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή τα χαρακτηριστικά της μαλάκωσαν, σαν να είχε αποφασίσει να κρατήσει μια επιφύλαξη για την κρίση της. «Προσβλέπω σε μια επιτυχή συνεργασία μαζί σου», είπε με ειλικρίνεια. Αυτές οι προσεχτικά επιλεγμένες λέξεις αντικατόπτριζαν
Το ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗ ΝΑΒιΝΤιΑ
την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι δυο τους με εξαιρετική ακρίβεια. Μια συμμαχία, ένας εξαντλητικά προσεγμένος πολιτικός ελιγμός, σχεδιασμένος ώστε να είναι επωφελής και για τις δυο μεριές. ο Σόρεν ένιωσε μια στιγμιαία ανακούφιση· δεν θα χρειαζόταν να ανησυχεί για μια επαναστάτρια πριγκίπισσα που θα τους έβαζε σε μπελάδες στην επιθυμία της να παντρευτεί την «πραγματική της αγάπη» αντί να είναι εγκλωβισμένη σε έναν δυναστικό γάμο, ούτε για κάποια ζηλιάρα, κακομαθημένη βασιλική σύζυγο που θα γκρίνιαζε ότι ο Σόρεν την παραμελούσε. Τούτη δω ήταν επαγγελματίας. Της χαμογέλασε ευγενικά πριν γνέψει. «κι εγώ το ίδιο». Πήρε το χέρι της μνηστής του ξανά, κι αυτή τη φορά η χειραψία τους είχε περισσότερη θέρμη. «Θα σε δω στην τελετή αύριο». Του ανταπέδωσε το γνέψιμο. «Θα είμαι εκεί», απάντησε με μια υποψία χιούμορ κι έπειτα πήγε να συναντήσει τους αυλικούς της, αφήνοντάς τον μόνο στο μπαλκόνι. ο Σόρεν ποτέ δεν είδε το συνοφρύωμα στο πρόσωπό της.
ji
«Θα θέλατε να σας επαναλάβω το πρόγραμμα, υψηλοτάτη;» «Όχι, ευχαριστώ, Ρέκβις. Θαρρώ πως το θυμάμαι». «Πολύ καλά, μιλαίδη». Η Αλιένα έβγαλε τα σκουλαρίκια της. Το γλέντι του καλωσορίσματος ήταν μεγαλοπρεπές και εντυπωσιακό, και η ίδια δυσκολευόταν να συνηθίσει στην ατμόσφαιρα επίδειξης, που ήταν διάχυτη σ’ αυτά τα μέρη. Τράβηξε τα τσιμπιδάκια της, αφήνοντας τα σκούρα καστανά μαλλιά της να πέσουν στους ώμους της. «Ρέκβις;» «Μάλιστα, μιλαίδη». ο Ρέκβις Σεϊφάντ, Επικεφαλής της Ασφάλειας της Ναβίντια, έκανε ένα βήμα μπρος, ώστε εκείνη να μπορέσει να δει τη μεγα-
ΜΑΡιΑΝιΝΑ ΖΩΤου
λόσωμη φιγούρα του στον καθρέφτη της. Πέρα από εκείνην, θα ήταν ο πιο υψηλόβαθμος Ναβιντιανός αξιωματούχος στο γάμο. Επίσης, όπως μαρτυρούσε ο τίτλος του, ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια της Αλιένα μέχρι εκείνη να γίνει ουθεριανή. Η Αλιένα πήρε μια βούρτσα στο χέρι της. «Ήταν ποτέ έτσι η Ναβίντια; Πριν από τον πόλεμο;» Εκείνος της χαμογέλασε αμυδρά. «φοβάμαι πως δεν ήμουν εκεί για να σας πω, υψηλοτάτη. κι εγώ ο ίδιος δεν γεννήθηκα παρά δυο χρόνια αφότου άρχισε ο πόλεμος. Αυτό έγινε πριν από σαράντα χρόνια». Του έγνεψε αργά, κοιτάζοντάς τον μέσα στο γυαλί. Η ίδια ήταν πολύ νέα για να θυμάται και τον πόλεμο ακόμα· δεν ήταν ούτε δέκα χρόνων όταν είχε τελειώσει, πριν από μια δεκαετία. «Σίγουρα όμως θα έχεις μάθει», παρατήρησε, γνωρίζοντας από την πείρα της πως ο Ρέκβις δεν άφηνε να του ξεφύγει τίποτα. «Τω όντι». κάθισε δίπλα της, σε ένα σκαμνί πολύ μικρό για αυτόν. «Από ό,τι έχω ακούσει, η Ναβίντια ποτέ δεν ήταν τόσο... προκλητική, όσο η ουθέρια. Ακόμα και πριν από τον πόλεμο με τους Βόρειους, ήμασταν ιδιαίτερα απομονωμένοι και αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Εξάλλου, το κλίμα δεν ενθάρρυνε τέτοιου είδους ανούσιους εορτασμούς». Η Αλιένα καταλάβαινε τι εννοούσε. ο καυτός ήλιος, οι ξαφνικές νεροποντές, το αγιάζι της θάλασσας, όλα αυτά που ήταν τόσο συνηθισμένα στο Μαλγκάρις ήταν καινούργια για αυτήν, ξυπνούσαν τις αισθήσεις της. Στο Ντέσκαρ, στην πρωτεύουσα της Ναβίντια και στο αλλοτινό της σπίτι, είτε χιόνιζε είτε... όχι. «Θεωρείς το γάμο μου έναν “ανούσιο εορτασμό”, Ρέκβις Σεϊφάντ;» Ακούμπησε κάτω τη βούρτσα της και στράφηκε προς το μέρος του με ένα ίχνος χαμόγελου. Ήταν ο μόνος που είχε κάνει το ταξίδι μαζί της, ο μόνος στον οποίο μπορούσε να μιλήσει. Εκείνος προσποιήθηκε πως τον είχε προσβάλει. «φυσικά και όχι, μιλαίδη. Αν παντρευόσασταν στο Ντέσκαρ,
Το ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗ ΝΑΒιΝΤιΑ
θα ήμουν εγώ ο ίδιος που θα πρωτοστατούσα στη γιορτή. Αλλά, βέβαια, δεν μπορούμε να περιμένουμε από αυτούς τους βάρβαρους ουθεριανούς να δείξουν σεβασμό προς τις παραδόσεις ενός ανώτερου πολιτισμού». ο τόνος του ήταν ανάλαφρος, όμως η Αλιένα ήξερε ότι κι εκείνος, όπως και πολλοί αξιωματούχοι, και όπως και η ίδια, είχε συμφωνήσει μάλλον απρόθυμα στη σύναψη συμμαχίας με ένα κράτος τόσο διαφορετικό από το δικό τους. Από τη μια, η ουθέρια εξαπλωνόταν κι εξελισσόταν ραγδαία, συσσωρεύοντας πλούτη και εδάφη, ενισχύοντας τα στρατεύματά της μέρα με τη μέρα, ώστε να γίνουν η μεγαλύτερη, καλύτερα εξοπλισμένη δύναμη σ’ αυτή τη γωνιά του Έγκενθαρ. Από την άλλη, η ιστορία τους ως έθνους δεν υπερέβαινε τους δύο αιώνες, ο διάδοχος του θρόνου ήταν ένα αγόρι δώδεκα ετών και δεν γνώριζαν άλλο από εκστρατείες, γλέντια και την πρωτόγονη μορφή μαγείας που κατείχαν. Η μόνη τους ευκαιρία να γίνουν σύμμαχοι ενός παλαιού, ισχυρού βασιλείου ήταν αν κατάφερναν να βρουν ένα αρκετά απελπισμένο βασίλειο. Ένα βασίλειο σαν τη Ναβίντια. Η Αλιένα αναστέναξε. Δεν ήταν καλή στιγμή για δεύτερες σκέψεις. Σε μερικές ώρες, θα ήταν και η ίδια ουθεριανή. και κανείς από τους αγαπημένους της δεν θα βρισκόταν εκεί για να παραστεί μάρτυρας στη στιγμή. «Σε ευχαριστώ, Ρέκβις. Μπορείς να αποσυρθείς». ο Ρέκβις σηκώθηκε και την έπιασε σφιχτά από τον ώμο. «Είναι ένα βαρύ φορτίο». Η Αλιένα κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη τον πλούτο του δωματίου πίσω της. ο πλούτος που οι ουθεριανοί είχαν υποσχεθεί στον πατέρα της ήταν το κλειδί για να αποκαταστήσουν τη χαμένη δόξα της πατρίδας τους, προτού τριάντα χρόνια επιδρομών και σφαγών την γονατίσουν. «Είναι ένα δίκαιο τίμημα».
ji
S2C
Π
ΕΡιΣΣοΤΕΡΑ ΑΠο ΤΕΣΣΕΡιΣ ΧιΛιΑΔΕΣ ΑΤοΜΑ ΕιΧΑΝ ΠΡο-
σληφθεί για τις ανάγκες της τελετής. Είχαν διακοσμήσει τους δρόμους του Μαλγκάρις με γαλάζιες και βαθυκόκκινες κορδέλες, στα χρώματα του οίκου των Λίνγκας και του Ταλ της Ναβίντια. οι ίδιες κορδέλες ήταν δεμένες στα ξάρτια των πλοίων που έπλεαν σε σχηματισμό πέρα από το λιμάνι, ενώ οι αναβάτες των τεράτων-κουέιν που τα συνόδευαν κρατούσαν σημαίες στα ίδια χρώματα. Στην ξηρά, η ατμόσφαιρα ήταν το ίδιο γιορτινή, με δεκάδες χιλιάδες ουθεριανούς και ξένους επισκέπτες να κατακλύζουν τους δρόμους και τα επιφωνήματα θαυμασμού τους να σμίγουν με τη μουσική. Σινθινοί, φίλωνες και Πασέδες, από κάθε φυλή και βασίλειο φιλικά προσκείμενο προς την ουθέρια, είχαν διασχίσει τη λιμνοθάλασσα Λιουθένα ή τους βάλτους ανατολικά και δυτικά του Μαλγκάρις προκειμένου να αφιχθούν στην πρωτεύουσα, δημιουργώντας ένα πολύχρωμο, θορυβώδες, εκστατικό πλήθος που πλημμύριζε το κέντρο της πόλης στην προσπάθειά του να φτάσει στην παρέλαση που κατευθυνόταν προς το Θόλο. Όσοι κατάφεραν να πάρουν μια γεύση από τα άρματα ανταμείφθηκαν πλουσιοπάροχα για την επιμονή τους. οι άμαξες είχαν κατασκευαστεί στην άλλη πλευρά της λιμνοθάλασσας έτσι ώστε τα αποκαλυπτήρια να κάνουν αίσθηση – και όντως έκαναν. Τέσσερα Σεράγκλιαν ήταν ζεμένα σε κάθε άμα-
Το ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗ ΝΑΒιΝΤιΑ
ξα, που έφερε έναν αρματηλάτη, έναν σαλπιγκτή κι έναν σημαιοφόρο, καθώς και προσεγμένα, λεπτομερή ανάγλυφα στα στολισμένα με ημιπολύτιμους λίθους πλευρά της: τα αξιοπρεπή, ευγενικά πρόσωπα του γαμπρού και της νύφης φωτισμένα με χαμόγελα θριάμβου. Τα άρματα της παρέλασης αναπαριστούσαν την ίδια εικόνα φιλίας και αδερφοσύνης. Ένα τους έφερε τα ομοιώματα του βασιλιά Βεντάλις και του Ταλ-Χεΐς να ανταλλάσσουν μια θερμή χειραψία, δεσπόζοντας πάνω από τον κόσμο με τρεις φορές το φυσικό τους ύψος. Στα πόδια τους, βάρδοι και τροβαδούροι ντυμένοι με τα πιο εξεζητημένα ενδύματα γνωστά στον πολιτισμένο κόσμο παρέσερναν το πλήθος με επικούς στίχους που αφηγούνταν το ταξίδι της ξένης, μυστηριώδους πριγκίπισσας πάνω από τα ανεμοδαρμένα όρη της πατρίδας της και ως τις ανοιχτές αγκάλες του μνηστήρα της. φυσικά, οποιοσδήποτε παρών που είχε έστω και την ελάχιστη γνώση του πώς πραγματικά είχαν εξελιχτεί τα πράγματα θα αντιλαμβανόταν αυτές τις σκηνές ως συμβολικές αντί για ακριβείς. ο Ταλ-Χεΐς δεν είχε επισκεφτεί ποτέ του την ουθέρια, ούτε ο βασιλιάς Βεντάλις τη Ναβίντια. Η συμφωνία είχε υπογραφεί από τους πρεσβευτές, δίχως οι δυο ηγέτες να έχουν συναντηθεί ποτέ αυτοπροσώπως. Όσο για την πριγκίπισσα, εκείνη είχε φτάσει στο Μαλγκάρις ύστερα από ένα μάλλον ευχάριστο ταξίδι, και κατά πάσα πιθανότητα δεν την είχαν υποδεχτεί με κυριολεκτικούς εναγκαλισμούς. Όμως όλα αυτά μικρή σημασία είχαν. οι κορδέλες, οι σημαίες, τα τραγούδια, τα άρματα είχαν φέρει την πριγκίπισσα κοντά στον νέο της λαό. Μπορούσαν να δουν την εικόνα της να τους χαμογελάει, σχεδόν να την ακουμπήσουν, να νιώσουν κάτι από την εξωτική της αύρα να τους αγγίζει, χωρίς να έχουν ποτέ βρεθεί κοντά της. Η πραγματική πριγκίπισσα Αλιένα δεν ήταν πολύ πιο μακριά. Αυτή τη στιγμή βρισκόταν μέσα στο Θόλο, μαζί με τη βασιλική οικογένεια και τους πιο υψηλόβαθμους αξιωματού-
ΜΑΡιΑΝιΝΑ ΖΩΤου
χους των δύο χωρών, και κάτω από έναν καταιγισμό ύμνων και ροδοπέταλων γινόταν γυναίκα του Σόρεν Λίνγκας.
ji
Το εσωτερικό του Θόλου του Μαλγκάρις είχε υποστεί την πιο εκτεταμένη και ακριβή ανακαίνιση, ξεπερνώντας το κόστος της παρέλασης. Η χορωδία, ψηλά σε ένα μπαλκόνι πάνω από το βωμό, αποτελούνταν από πενήντα εφτά χαρισματικούς, ταλαντούχους ψάλτες, των οποίων οι φωνές και ο συγχρονισμός είχαν μαγικά ενισχυθεί, κατακτώντας απόκοσμα επίπεδα αρμονίας και χάρης. Ακόμα πιο ψηλά, ένα σμήνος από Γκραβόιλ, μικροσκοπικά φτερωτά πλάσματα, έραινε τους παρευρισκόμενους με μια φαινομενικά ατέλειωτη ποσότητα γαλάζιων και βαθυκόκκινων λουλουδιών. Τα αγάλματα, στοιχισμένα στους τοίχους και με τα γρανιτένια τους κεφάλια ψηλά, έδιναν το ρυθμό στη χορωδία με τα χτυπήματα των δοράτων τους στο δάπεδο. και είκοσι νεαρά, πανέμορφα κορίτσια κρατούσαν ψηλά το στεφάνι, κάτω από το οποίο ο Σόρεν, η Αλιένα και η ιέρεια είχαν ενώσει τα χέρια τους. Στο επίκεντρο όλων αυτών, ο γαμπρός και η νύφη στέκονταν περήφανα, τα μάτια του ενός πάνω στον άλλο και τα μάτια όλων στραμμένα πάνω στους δυο τους. ο κορσές της και ο θώρακάς του έφεραν ασημένιες διακλαδώσεις που ξεπηδούσαν από το στήθος τους σαν φλέβες, γλιστρούσαν στα μανίκια τους και έσμιγαν στα μπλεγμένα δάχτυλά τους, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση πως οι δυο τους είχαν λειώσει σε ένα. Το χρώμα που είχε επιλεχτεί για το νυφικό της και για τα δικά του ρούχα κάτω από την πανοπλία ήταν ανοιχτογάλανο σαν τους ουρανούς, τον καθάριο της ουθέρια και τον συννεφιασμένο της Ναβίντια, που ενώνονταν μέσα από τα παιδιά τους. Η ιέρεια απηύθυνε την έκκλησή της για ευημερία με χαμηλή, ταπεινή φωνή, κρατώντας τα χέρια τους στα δικά της. Προικισμένη με σοφία από όλους τους θεούς, όμως αφιερωμένη σε κανέναν, προσευχήθηκε να επιτύχουν και να θριαμβεύ-
Το ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗ ΝΑΒιΝΤιΑ
σουν, και ποτέ να μην ξεχάσουν το χρέος αφοσίωσης που είχαν ο ένας προς τον άλλο. Έπειτα αφέθηκε να απαριθμεί τις χαρές της οικογένειας, ενώ οι καλεσμένοι παρακολουθούσαν σιωπηλοί. Ανάμεσά τους, στην καρέκλα του με την ψηλή πλάτη, γκριζομάλλης και ψηλός, καθόταν ο βασιλιάς, με τα δασιά του φρύδια χαμηλωμένα καθώς αντίκριζε τον μεγαλύτερο γιο του. Δίπλα του, η ντελικάτη, ξανθή σύζυγός του, η βασίλισσα Νάλγκο, χαμογελούσε με την περηφάνια και την ανησυχία να αποτυπώνονται μαζί στο χλομό της πρόσωπο καθώς έσφιγγε τον ώμο του μικρότερου γιου της. Το αγόρι, λιγότερο σφιγμένο από τους γονείς του, έγειρε μπροστά για να κοιτάξει τη νέα του κουνιάδα. Στο πίσω μέρος του μυαλού του παρέμενε η σκέψη πως, αν ο αδερφός του είχε γεννηθεί με ισχυρότερη μαγεία από τη δική του, τότε εκείνος, ο Λόθιεν Βεντάλις Γκέλθιορ Λίνγκας, θα μπορούσε να στέκεται αυτή τη στιγμή κάτω από το στεφάνι και ο Σόρεν να κάθεται στο θρόνο του διαδόχου. Στην αντίθετη πλευρά αυτού του στεφανιού καθόταν ο Ρέκβις Σεϊφάντ με την επίσημη στρατιωτική του στολή, βαριά από τα διάφορα μετάλλια που του είχαν απονεμηθεί στα είκοσι χρόνια της υπηρεσίας του προς τη Ναβίντια, αρχικά ως απλού στρατιώτη, μετέπειτα ως στρατηγού και τώρα ως Επικεφαλής της Ασφάλειας. κατένευσε μόνος του, ευχαριστημένος με το σχεδιασμό του. Η τελετή έβαινε καλώς, και καθώς πλησίαζε στο τέλος της, ο Ρέκβις επέτρεψε στον εαυτό του να βγάλει τους ατέλειωτους μήνες των προετοιμασιών από το μυαλό του και να συγκεντρωθεί στα λόγια της ιέρειας.
ji
«καλούμε τις θεότητες του ουρανού και της Γης, από κάθε γωνιά της στεριάς και της θάλασσας, να γίνουν μάρτυρες αυτής της ένωσης...» Η Αλιένα σήκωσε το κεφάλι για να συναντήσει τη ματιά του Σόρεν. Με ένα ανεπαίσθητο νεύμα του κεφαλιού, την ενημέ-
ΜΑΡιΑΝιΝΑ ΖΩΤου
ρωσε πως ήταν κοντά στο τέλος. και οι δυο τους χρειάστηκε να κρύψουν ένα χαμόγελο ανακούφισης· είχαν περάσει όλη τη μέρα ακούγοντας ψαλμούς και ύμνους. ο Σόρεν ήταν πια σχεδόν σίγουρος ότι οι λάμπες στο δρόμο θα άναβαν πριν η ιέρεια τελειώσει. «... να προστατέψουν αυτές τις δυο ψυχές από το κακό και να τους συμπαρασταθούν στις δυσκολίες της ζωής...» Η νύφη έμοιαζε να συμφωνεί μαζί του. Όπως και την προηγούμενη νύχτα, έδειχνε ελκυστική μέσα στο μακρύ φόρεμά της, με τον κορσέ να αναδεικνύει τη λεπτή της μέση και τα μακριά της γάντια και το γιακά της να αγκαλιάζουν το σώμα της. Όμως, ακριβώς όπως και το προηγούμενο βράδυ, έμοιαζε να αισθάνεται κάπως άβολα, παίρνοντας βαθιές ανάσες, με το χέρι της ζεστό μέσα στο δικό του, και ο Σόρεν μάντεψε πως όλα αυτά τα χρόνια που είχε ζήσει στα βουνά την είχαν αφήσει απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει την κάψα από το ζεστό της φόρεμα, μέσα στη ζέστη του Θόλου, στο ακόμα πιο ζεστό κλίμα του Μαλγκάρις. «... ώστε να παραμείνουν δεμένοι από αυτή τη μέρα και ως τη δύση της ζωής τους». Νιώθοντας την προσοχή του, η Αλιένα σήκωσε το βλέμμα της και κούνησε το κεφάλι της, καθησυχάζοντάς τον. ο Σόρεν κατένευσε σε ανταπόκριση καθώς η ιέρεια απέσυρε το χέρι της. «Έχει γίνει», ανακοίνωσε. οι νεόνυμφοι στράφηκαν ταυτόχρονα να την κοιτάξουν, πριν αντικρίσουν ο ένας τον άλλο. Η Αλιένα χαμογέλασε καταδεχτικά και ο Σόρεν έγειρε προς το μέρος της, κρατώντας τα δυο της χέρια. καθώς τα χείλη του συναντούσαν τα δικά της, οι καλεσμένοι σηκώθηκαν από τις θέσεις τους, με το χειροκρότημά τους να συνοδεύει τον ολοένα και πιο εκκωφαντικό ήχο από κάτι μεγάλο που έπεφτε από τους ουρανούς. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, οι ουρανοί άνοιξαν κι άρχισε να βρέχει θάνατο από ψηλά.
ji
S3 C
Η
ΑΛιΕΝΑ ΑΠοΤΡΑΒΗΧΤΗκΕ ΜΕ ΕΝΑ ΕΠιφΩΝΗΜΑ ΕκΠΛΗ-
ξης για να κοιτάξει το ματωμένο γάντι της, καθώς θραύσματα γυαλιού έσκαγαν ολόγυρά της. Για μια στιγμή επικράτησε σιωπή· την επόμενη, ξέσπασε πανδαιμόνιο. Προστατεύοντας ενστικτωδώς το πληγωμένο μπράτσο της, η κοπέλα σήκωσε αργά το βλέμμα της προς αυτό που πριν από λίγο ήταν ένα στέρεο γυάλινο ημισφαίριο πάνω από το κεφάλι της. «Μην κοιτάς πάνω!» ο Σόρεν την τράβηξε κοντά του από το καλό της χέρι. κοιτώντας αλλόφρων τριγύρω του, την έσυρε μακριά από τον δολοφονικό καταιγισμό στην προστασία των πέτρινων τοίχων. Η Αλιένα τον ακολούθησε δίχως διαμαρτυρία, σκοντάφτοντας σε κάτι μαλακό καθώς έτρεχε ξοπίσω του: το σώμα μιας από τις κόρες που κρατούσαν το γαμήλιο στεφάνι. κειτόταν άψυχη, με ένα ματωμένο θραύσμα να εξέχει από την κόγχη του ματιού της, και η κραυγή της Αλιένα έσμιξε με αυτές του πλήθους που αναζητούσε κρησφύγετο μέσα στον πανικό. Ξεχνώντας τον πόνο στο μπράτσο της, ανασήκωσε τα φουστάνια της και χώθηκε όσο πιο βαθιά μπορούσε στην εσοχή του τοίχου. Μόνο τότε τόλμησε να κοιτάξει προς τα πάνω: ο Θόλος, μέχρι πρότινος ένα αψεγάδιαστο, λείο σχήμα που λαμπύριζε κάτω από το ηλιοβασίλεμα, είχε θρυψαλιαστεί, αφήνοντας μια τρύπα να χάσκει στη θέση του. Ένα σμήνος από γιγά-
ΜΑΡιΑΝιΝΑ ΖΩΤου
ντιες μαύρες σιλουέτες αιωρούνταν από πάνω, κι όταν ο ίδιος σφυριχτός, απειλητικός θόρυβος ήχησε πάνω από τις κραυγές του πόνου, η Αλιένα κάλυψε το κεφάλι της. Δευτερόλεπτα αργότερα, το ωστικό κύμα μιας έκρηξης κάπου στα δεξιά της την έσπρωξε βίαια στον τοίχο, καθώς η γη έτρεμε με πρωτοφανή αγριότητα κάτω από τα πόδια της και πέτρες άρχισαν να καταρρέουν μαζί με ακόμα περισσότερα γυαλιά. οι φωνές μετατράπηκαν σε υστερικές κραυγές. «Πρέπει να βγούμε από δω μέσα!» φώναξε, νιώθοντας τον Σόρεν στο πλευρό της. Ανασήκωσε το κεφάλι και τον είδε να κοιτάζει την αριστερή πτέρυγα του ναού, όπου ήταν οι θέσεις της οικογένειάς του. Η Αλιένα έπιασε τη λάμψη από τα ξανθά μαλλιά της βασίλισσας καθώς εκείνη αγωνιζόταν να ξεφύγει από τους φρουρούς που την έσπρωχναν έξω από μια μικρή, καλά κρυμμένη πόρτα. φώναζε το όνομα του Σόρεν, όμως αμέσως μετά οι φρουροί την τράβηξαν βιαστικά στο πέρασμα, κλείνοντας πίσω τους την πόρτα. Δεν είχαν κοιτάξει ούτε μια φορά προς το σημείο όπου ο πρίγκιπάς τους στεκόταν στιγμές νωρίτερα, που τώρα ήταν καλυμμένο με συντρίμμια, αίμα και άλλα, χειρότερα. Η εγκατάλειψη αυτή δεν φάνηκε να πειράζει τον Σόρεν. Έριξε μια ματιά προς το μέρος της Αλιένα κι ύστερα αγκάλιασε την αίθουσα με το βλέμμα του. Το εντόπισαν την ίδια στιγμή: η πόρτα κάτω από τον εξώστη της χορωδίας έστεκε ορθάνοιχτη, όπως την είχε αφήσει ο τελευταίος που είχε δραπετεύσει από κει. «Έλα!» την παρότρυνε ο Σόρεν, αρπάζοντας το χέρι της. Είχαν φτάσει στα μισά της απόστασης πριν ένας δυνατός γδούπος τούς καρφώσει εκεί που στέκονταν, αναγκάζοντάς τους να κοιτάξουν προς τα πάνω αλαφιασμένοι. ο εξώστης, φτιαγμένος ολάκερος από βαριά μαύρη πέτρα και μέταλλο, δεν ήταν πια οριζόντιος. κρεμόταν σαν σπασμένο χέρι πάνω από την αίθουσα, όλο και πιο χαμηλά με κάθε
Το ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗ ΝΑΒιΝΤιΑ
δευτερόλεπτο που περνούσε, με τα μεταλλικά δοκάρια στο σκελετό του να ουρλιάζουν πριν υποχωρήσουν το ένα μετά το άλλο. κάτι λαμπερό εμφανίστηκε στο χείλος του. Όταν κραύγασε, ο Σόρεν και η Αλιένα αντιλήφθηκαν με τρόμο ότι ήταν μια από τους ψάλτες, γραπωμένη από το κάγκελο για να σωθεί, με τα πόδια της να κλοτσάνε αβοήθητα τον αέρα. καθώς η Αλιένα στεκόταν άλαλη, με τα μάτια καρφωμένα στην ψάλτρια, κάποιος την προσπέρασε, σπρώχνοντάς την παράμερα. Εκείνη κατόρθωσε να διατηρήσει την ισορροπία της και παρακολούθησε τον άντρα να τρέχει κάτω από τον εξώστη που κατέρρεε, δίχως να δώσει σημασία στις κραυγές της ψάλτριας, και να χάνεται στο άνοιγμα της πόρτας. Το θέαμα έβγαλε τον Σόρεν από τη σαστιμάρα του. «Τρέχα! Θα προλάβουμε!» Δεν θα προλάβουμε! σκέφτηκε η Αλιένα πανικόβλητη, χωρίς να καταλάβει πως ήδη έτρεχε, παρά μόνο όταν η σκιά του εξώστη την κατάπιε ολόκληρη. κάλυψε το κεφάλι της με το χέρι της που αιμορραγούσε, καταπολεμώντας το ένστικτο να κλείσει τα μάτια της για να τα προστατέψει από τη σκόνη. «Θα μας λειώσει!» «Συνέχισε να τρέχεις», γάβγισε ο Σόρεν. Όταν οι τελευταίοι αρμοί υποχώρησαν με ένα ανατριχιαστικό στρίγκλισμα σαν την κραυγή χίλιων λαβωμένων θηρίων, ο Σόρεν άπλωσε το χέρι σε ένα από τα αγάλματα που στέκονταν στον τοίχο και ψιθύρισε ένα ξόρκι με ξέπνοη φωνή. ο πέτρινος γίγαντας πάγωσε για μια στιγμή, με το δόρυ του έτοιμο να χτυπήσει το έδαφος. Ύστερα, υπακούοντας στο θέλημα του Σόρεν, έκανε ένα βήμα και, μπροστά στα μάτια της Αλιένα, τέντωσε ψηλά τα γρανιτένια χέρια του για να δεχτεί το βάρος του εξώστη που έπεφτε στις παλάμες του. Για μερικά αγωνιώδη δευτερόλεπτα, το άγαλμα φάνηκε να υποχωρεί κάτω από το φορτίο του και η γάμπα του ράγισε καθώς στύλωνε τα πόδια. Έπειτα όμως ανέκτησε την ισορροπία του κι έπεσε
ΜΑΡιΑΝιΝΑ ΖΩΤου
στο ένα γόνυ, σταθεροποιώντας τον εξώστη σε ύψος ίσο με δυο ανθρώπων πάνω από το δάπεδο της αίθουσας. Την ίδια στιγμή, ο Σόρεν και η Αλιένα το προσπέρασαν, αποφεύγοντας τις πέτρες που έσκαγαν τριγύρω τους, ώσπου επιτέλους ξεχύθηκαν μέσα από το στενό πέρασμα έξω, στη νύχτα. Μόλις η Αλιένα βρέθηκε στον ανοιχτό χώρο, έστρεψε το κεφάλι της και αναζήτησε με το βλέμμα μια αναλαμπή λευκού και ασημένιου πέρα από τη σκόνη. «Πήδηξε κάτω η ψάλτρια; Είχε χαμηλώσει πολύ στο τέλος, μπορεί και να...» Όμως ο Σόρεν δεν της απάντησε και η Αλιένα σύντομα ανακάλυψε το γιατί. «Για όνομα...» Η φωνή της ξεθώριασε κι εκείνη κάλυψε το στόμα με τα χέρια της καθώς ολόκληρη η πόλη του Μαλγκάρις απλωνόταν μπροστά της, τυλιγμένη στις φλόγες.
ji
Αδύνατον! Το χάος μέσα στο Θόλο δεν ήταν τίποτα, τίποτα μπροστά στην καταστροφή που επικρατούσε έξω από αυτόν. ο Σόρεν Λίνγκας, που είχε δει κάμποσες μάχες, επιδρομές και καταστροφές στη ζωή του, παρακολουθούσε άναυδος τις φλόγες να καταβροχθίζουν την πόλη του και τον λαό του να θρηνεί στους δρόμους ψάχνοντας καταφύγιο, καθώς πέτρινοι τοίχοι κατέρρεαν ολόγυρά τους. Απέναντι από το Θόλο, μια γυναίκα φώναζε το όνομα κάποιου με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της, τραβώντας τη μαδημένη της κοτσίδα. Άντρες κουβαλούσαν νερό και μια σκάλα, σκοντάφτοντας στα συντρίμμια. Η Αλιένα έλεγε κάτι που εκείνος δεν κατάλαβε. Ένα κορίτσι στρίγκλισε, δείχνοντας τον ουρανό, και όταν ο Σόρεν ακολούθησε το βλέμμα της, ανακάλυψε ποιος ήταν υπαίτιος για όλα αυτά: Πάνω από μισή ντουζίνα τεράστια μαύρα αερόπλοια αιωρού-
Το ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗ ΝΑΒιΝΤιΑ
νταν περήφανα πάνω από τη χτυπημένη πόλη, με τα κανόνια τους ακόμα να καπνίζουν. «υψηλότατε! Είστε καλά;» ο Σόρεν απέστρεψε με δυσκολία το βλέμμα του από το απίστευτο θέαμα. Έξι πάνοπλοι άντρες της βασιλικής φρουράς έτρεχαν προς το μέρος του. ο διοικητής τους χαιρέτισε βιαστικά τον Σόρεν, βαριανασαίνοντας. «ο βασιλιάς μάς ειδοποίησε. Έχετε τραυματιστεί, υψηλότατε;» Τα μάτια του φρουρού στάθηκαν στα κοψίματα που υπήρχαν στα χέρια και στο πρόσωπο του Σόρεν, όμως κανένα τους δεν ήταν σοβαρό. «Όχι», απάντησε ο Σόρεν, έκπληκτος που ακόμα διέθετε φωνή. «Όμως η πριγκίπισσα...» συμπλήρωσε, προσέχοντας μόλις τώρα το αίμα στην αριστερή πλευρά του φορέματός της. Η Αλιένα κούνησε το κεφάλι, σφίγγοντας το μπράτσο της. «Δεν είναι τίποτα», τους διαβεβαίωσε. «Τι συνέβη;» ο φρουρός έριξε μια πλάγια ματιά στην Αλιένα κι αμέσως μετά στράφηκε στον Σόρεν, αγνοώντας την επιδεικτικά. «Αυτά τα σκάφη εμφανίστηκαν από το πουθενά. Τη μια στιγμή ο ορίζοντας ήταν καθαρός, και την επόμενη αυτά ήταν εδώ. και είναι και κάτι ακόμα, κύριέ μου... Αυτά τα σκάφη, το έμβλημά τους... είναι...» «Ναβιντιανά», ψιθύρισε η Αλιένα.
ji
Βρισκόταν εκεί ακριβώς, κάτω από την κοιλιά του σκάφους, λαμπυρίζοντας κόκκινο σαν το αίμα στην αναλαμπή της φωτιάς· το κεφάλι του θηρίου, τα γυμνωμένα του δόντια και τα ανοιγμένα φτερά του μια απειλή και μια προειδοποίηση προς όποιον σκεφτόταν να προκαλέσει την οργή του Ταλ: Το βασιλικό έμβλημα του μονάρχη της Ναβίντια. Η Αλιένα άκουγε το βρυχηθμό της μηχανής, έβλεπε τους έ-
ΜΑΡιΑΝιΝΑ ΖΩΤου
λικες να περιστρέφονται, ένιωθε τη ριπή του ανέμου από τις τουρμπίνες στο πρόσωπό της, κι ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτό το σκάφος ήταν εκεί, αιωρούμενο στον ξάστερο, ρόδινο ουρανό σαν αρπακτικό πάνω από την κατεστραμμένη πόλη, την πόλη των συμμάχων τους, που μόλις είχε πλήξει. Η Αλιένα στράφηκε στον Σόρεν, έτοιμη για μια άρνηση που δεν της δόθηκε ευκαιρία να ξεστομίσει. υπήρξε μια ασημένια λάμψη, και η Αλιένα κοντανάσανε από πόνο κι έκπληξη καθώς ένα δυνατό χέρι την άρπαξε από το λαιμό, κόβοντάς της την ανάσα. Τα δάχτυλά της γράπωσαν σπασμωδικά τα δυνατότερα, ανελέητα δάχτυλα που απειλούσαν να συνθλίψουν την τραχεία της, όμως η πίεση δεν ελαττώθηκε. Ζαλισμένη, άνοιξε τα μάτια της με κόπο. Το πρόσωπο του νέου της συζύγου ήταν παραμορφωμένο από οργή, τα παγερά του μάτια γυάλιζαν με μίσος. Την κρατούσε σταθερά, αγνοώντας την ανάγκη της για οξυγόνο. Η ασημένια λάμψη που είχε δει η Αλιένα ήταν αυτή μιας λεπίδας, η μύτη της οποίας τώρα στόχευε το πρόσωπό της, μια ανάσα από τη δική της μύτη. ο Σόρεν δεν είχε σπαθί· μέσα στη ζάλη της, η Αλιένα μάντεψε πως το είχε αρπάξει από έναν από τους φρουρούς. «Σόρ–» «καλά θα κάνεις να έχεις μια εξήγηση», γρύλισε εκείνος, φέρνοντας το σπαθί ακόμα πιο κοντά στο δέρμα της. κανείς από τους φρουρούς δεν προσπάθησε να τον σταματήσει: Είτε συμφωνούσαν μαζί του είτε φοβόνταν να παρέμβουν. Η Αλιένα άφησε μια ξέπνοη, παρακλητική κραυγή να της ξεφύγει καθώς το αίμα σφυροκοπούσε τα αυτιά της και τα μάτια της έκλειναν. Έσφιγγε τον καρπό του με ολοένα μικρότερη δύναμη, μπήγοντας τα νύχια της στη σάρκα του, ενώ κουκκίδες φωτός χόρευαν πίσω από τα βλέφαρά της. «Δεν... μπορώ...»
Το ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΗ ΝΑΒιΝΤιΑ
Μόλις και μετά βίας κατόρθωσε να ακούσει το σφύριγμα του βλήματος πάνω από το ανηλεές σφυροκόπημα, τις κραυγές και τα βήματα· η φλόγα μια λευκή αναλαμπή για τη θολωμένη της όραση. Την επόμενη στιγμή η πίεση στο λαιμό της έφυγε μονομιάς, και μόλις που πρόλαβε να πάρει ανάσα πριν κάποιος την σπρώξει στο καλυμμένο από θραύσματα χώμα. Ακριβώς μετά η γη σείστηκε για ακόμα μια φορά καθώς το κτήριο στην άλλη πλευρά του δρόμου εξερράγη σε ένα σιντριβάνι από θραύσματα που έπεσαν πάνω της σαν βροχή. Η Αλιένα σφάλισε τα μάτια της και κάλυψε το κεφάλι της καθώς καυτή στάχτη την κάλυπτε και ο γδούπος ηχούσε στα αυτιά της σαν βροντή, πνίγοντας κάθε άλλο ήχο και αφήνοντας πίσω του απόλυτη σιωπή. Βήχοντας, η Αλιένα μισάνοιξε τα μάτια της. Το φλεγόμενο βλήμα είχε βρει το στόχο του ακριβώς μπροστά της, περνώντας πάνω από τα κεφάλια τους κι αφήνοντας μια τρύπα στο κτήριο απέναντι από το Θόλο και στο κτήριο από πίσω από αυτό. Ανακάθισε με όλο το σώμα της να την πονάει και το νυφικό της να έχει μετατραπεί σε ένα φανταχτερό κουρέλι. Με όλες της τις αισθήσεις σε επιφυλακή, επέτρεψε στον εαυτό της να εκτιμήσει για μια στιγμή την κατάσταση στην οποία βρισκόταν: Ήταν από τη Ναβίντια. ο εχθρός ήταν από τη Ναβίντια. υπήρχε μόνο μια επιλογή για αυτήν. Πρέπει να ανεβώ σε ένα από αυτά τα σκάφη. Πριν προλάβει να επεκταθεί πάνω σε αυτό το σχέδιο δράσης, ένα απαλό θρόισμα πλάι της της θύμισε ότι είχε πιο επείγοντα προβλήματα. ο Σόρεν Λίνγκας πιθανότατα της είχε σώσει τη ζωή όταν την έριξε στο έδαφος. Όμως εκείνη δεν θα καθόταν αρκετά για να τον ευχαριστήσει.
ji
ο Σόρεν μούγκρισε πονεμένα. Η διακοσμητική πανοπλία μπορεί να έδειχνε ωραία, όμως σίγουρα δεν ήταν ό,τι καλύτερο
ΜΑΡιΑΝιΝΑ ΖΩΤου
για να κυλιέσαι στο χώμα. ο πρίγκιπας ένιωθε λες και η πλάτη του είχε πιάσει φωτιά, καθώς μικροσκοπικά καυτά χαλίκια είχαν χωθεί στο πουκάμισό του, καίγοντας τη σάρκα του. Αγνόησε το τσίμπημα του πόνου, ενώ οι φρουροί τριγύρω του ανακάθονταν βήχοντας. «Τραυματίστηκε κανείς;» φώναξε. Ενστικτωδώς άπλωσε το αριστερό του χέρι, γραπώνοντας μια παχιά στρώση πλουσιοπάροχου υφάσματος. «Θα συνεχίσουμε τη συζήτησή μας κάπου ήσυχα, πρι–» ο Σόρεν ανασήκωσε το κεφάλι και άνοιξε τα μάτια του. Όντως, το σκισμένο, κατεστραμμένο νυφικό της Αλιένα ήταν απλωμένο στο χώμα δίπλα του, λες και τον κορόιδευε. ο Σόρεν κοίταξε τριγύρω έξαλλος, μετά βίας διακρίνοντας μια ασπροντυμένη φιγούρα να χάνεται στη στροφή του δρόμου. Ξεχνώντας τους ζαλισμένους φρουρούς, ο Σόρεν στάθηκε στα πόδια του αρπάζοντας το σπαθί του και με ένα οργισμένο γρύλισμα έτρεξε πίσω από τη δραπέτισσα γυναίκα του.
ji