ΔΩΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ: ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗ ΝΕΑ ΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΙΟΥΝΙΟΣ 2018
Επιβλέποντες : Αμερικάνου Ελένη Γκικαπέππας Βασίλης Παπαγιαννόπουλος Γιώργος
Φοιτήτριες : Ιγγλεζάκη Κατερίνα Χριστίνα Μίχα Αγγελική
Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τους καθηγητές μας, κ. Γκικαπέππα και κ. Αμερικάνου για την πολύτιμη καθοδήγησή τους, την έμπρακτη βοήθειά τους και τις συζητήσεις μας, που αποτέλεσαν έμπνευση για εμάς. Ακόμα, ευχαριστούμε τους δικούς μας ανθρώπους, την οικογένεια και τους φίλους μας που μας στήριξαν ενεργά με την παρουσία και την ενέργειά τους καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της ερευνητικής εργασίας. Τέλος, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε η μία την άλλη για την όμορφη συνεργασία.
ΕΝΟΤΗΤΑ 1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΙΣΑ ΓΩΓΗ
Αφορμή-Ερωτήματα σελ.9 Προθέσεις σελ.9 Μεθοδολογία σελ.10
05
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΑΛΛΗΛΟΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ
Σχέσεις μεγεθών σελ.43 Ζητήματα κλίμακας σελ.44 Η έννοια του “κέντρου” ως νοηματική παράμετρος της πόλης σελ.46 Ο ρόλος της πλατείας στην πόλη σελ.48 Η αστική πλατεία στην πόλη και οι προσπελάσεις σελ.49
01 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΩΡΟΥ Πώς ορίζεται ο δημόσιος χώρος ; σελ.13 Είδη δημόσιου χώρου Δρόμος σελ.15 Πάρκο σελ.16 Παραλιακό μέτωπο σελ. 17
06
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ Ορισμός της έννοιας του τύπου σελ.55 Τυπολογία-είδη τύπου σελ.58 Βαθμός περίκλεισης και αναλογίες της πλατείας σελ.60 Ένταξη στοιχείων στην πλατεία σελ.66
02 Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΩΣ ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ Ορισμοί -Ετυμολογία Αναγκαιότητα σελ.19
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ
ΕΝΟΤΗΤΑ 3
3Α. Ιστορική αναδρομή της πλατείας Αρχαία Ελλάδα σελ.23 Ρώμη σελ.24 Μεσαίωνας σελ.24 Αναγέννηση σελ.26 Μπαρόκ σελ.26 Κλασικισμός σελ.27 3Β. Η πλατεία στη σύχρονη εποχή Το Μοντέρνο ΚίνημαΟ 20ος αιώνας σελ.28 Η αμφισβήτηση του Μεταμοντέρνου σελ.30 Διαφήμιση και κατανάλωσηΟ νέος δημόσιος χώρος σελ.34
07 Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΘΕΑΜΑ Η κοινωνία του θεάματος σελ.71 Το αστικό θέαμα στον δημόσιο χώρο σελ.72 Τεχνολογία και ψηφιακή επανάσταση σελ.73 Η ανάκτηση του δημόσιου χώρου σελ.74 Η θεατρικότητα του άδειου πεδίου σελ.86
ΕΝΟΤΗΤΑ 2
03
04 ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΧΩΡΟΥ- ΤΟΠΟΥ
Η νοηματοδότηση του χώρου σελ.37 Η σημασία και το νόημα της ταυτότητας- η αίσθηση του “ανήκειν” σελ.38 Το αίσθημα της περιβαλλοντικής ψυχολογίας σελ.40
08 Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ Δωμάτια της πόλης- η σπουδαιότητα σελ.95 Η απαξίωση του δημόσιου χώρου σελ.100 Η ανάγκη ανασχεδιασμού των αστικών δωματίων στην “ανακτημένη” πόλη σελ.102 Πειραματισμοί με νέες προσεγγίσεις και εργαλεία σελ.104
ΕΠΙ ΛΟΓΟΣ
σελ.116
ΒΙΒΛΙΟ ΓΡΑΦΙΑ σελ.118
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
9 Αφορμή-Ερωτήματα 9 Προθέσεις 10 Μεθοδολογία
Αφορμή- ερωτήματα Αφορμή αυτής της ερευνητικής εργασίας στάθηκαν οι προβληματισμοί γύρω από την έννοια του ανοιχτού δημόσιου χώρου, μέσα από την βιωματική μας εμπειρία, τις περιηγήσεις μας σε δημόσιους χώρους, από τις οποίες προέκυπταν κάθε φορά νέα ερωτήματα. Τα ζητήματα αυτά συσσωρεύτηκαν στη διάρκεια των σπουδών μας, για να οδηγήσουν τελικά στον προσδιορισμό και αναζήτηση του ρόλου του δημόσιου χώρου, και πιο συγκεκριμένα της πλατείας. Ερωτήματα όπως το πώς μπορεί να ενισχυθεί η κοινωνική επαφή στον χώρο της πλατείας, από ποιους παράγοντες καθορίζεται η χωρική εμπειρία του χρήστη της πλατείας, γιατί παρατηρείται μια απαξίωση του δημόσιου χώρου στη σύγχρονη πόλη, ποια είναι η αξία μιας πλατείας για το σύνολο της πόλης, αποτέλεσαν την απαρχή της έρευνάς μας. Η σχέση του μέσα με το έξω, η ενίσχυση της συναναστροφής και της δραστηριοποίησης των ανθρώπων, το νόημα και η ταυτότητα της πλατείας είναι αυτά που αναζητούνται καθ’ όλη την πορεία της έρευνάς μας. Στόχος είναι η οικειοποίηση από τους χρήστες ως μια βιωματική εμπειρία. Αυτή η σχέση του μέσα με το έξω είναι που οδηγεί στον προβληματισμό του τι θεωρείται ανοιχτό ή κλειστό στην πόλη, τι άδειο και πλήρες, που τελειώνουν οι τοίχοι και τα όρια. Ακολούθως, συνεπάγεται ο συλλογισμός πως ένας υπαίθριος χώρος που περικλείεται από αρχιτεκτονικά έργα μπορεί να ιδωθεί ως ένας εσωτερικός χώρος, ως ένα αστικό δωμάτιο, έχοντας στον νου τα λόγια του Ναπολέοντα για την πλατεία του Αγίου Μάρκου στην Βενετία, πως η πλατεία είναι “ένα σαλόνι σχεδιασμένο ώστε ο ουρανός να λειτουργεί ως το στέγαστρό του”.1 Ο δημόσιος χώρος θεωρείται ως επί το πλείστον ως απουσία. Οφείλουμε όμως να συνειδητοποιήσουμε πως πρέπει να είναι μια οντότητα, μια ευκαιρία για παρουσία. Τι θα συμβεί εάν ο χώρος αντιμετωπιστεί ως οντότητα από μόνος του, αν η μορφή του υπολογίζεται εξίσου με τη μορφή της αρχιτεκτονικής, και όχι μονάχα ως το αρνητικό του χτισμένου χώρου ; Τότε θα προκύψουν χωρικά δίκτυα που συνδέουν τα αρχιτεκτονήματα, θεωρώντας τα κενά ως χώρους σχέσεων, ξεφεύγοντας από το κτίριο ως αντικείμενο. Η πλατεία μπορεί να γίνει το υπόβαθρο ώστε οι άνθρωποι να γίνουν το προσκήνιο.
Προθέσεις Βασική μας πρόθεση είναι η αναγνώριση, ταξινόμηση και καταγραφή της πλατείας, η επανερμηνεία της έννοιας της, καθώς και η ανάκτηση της χαμένης αστικότητάς της. Η χωρικότητα μιας πλατείας δεν είναι το μόνο στοιχείο που της προσδίδει αξία. Υπάρχουν και άλλες ιδιότητες – παράμετροι που αποδίδουν σημασία στον ανοιχτό δημόσιο χώρο, πέραν της όποιας γεωμετρικής αντιληπτικής προσλαμβάνουσας. Η έννοια του χώρου άλλωστε συνδηλώνει αφαιρετική σκέψη, ενώ αυτή του τόπου βιωματική αντίληψη... Η ουσία του τόπου είναι αυτό που αναζητείται σε αυτή την διάλεξη. Τι είναι αυτό που δίνει νόημα σε μια πλατεία ; Τι είναι αυτό που θα την ξεχωρίσει από τις άλλες ;
1
Η Margaret Plant εντοπίζει την πιο πρώιμη αναφορά σε ένα γαλλικό ταξιδιωτικό οδηγό του 1844, βλ.Plant, Margaret. Venice, Fragile City. Yale U.P. 2004
9
Μεθοδολογία Η μεθοδολογία που ακολουθεί η διάλεξη αυτή στηρίζεται στη διερεύνηση θεωριών σχετικές με το δημόσιο χώρο, μέσα από τη διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία, αλλά και από τις προσωπικές βιωματικές μας εμπειρίες, οι οποίες εν πολλοίς καθόρισαν τα ερωτήματά μας. Η υπόθεση της ερευνητικής μας εργασίας στέκεται στην αναγνώριση, καταγραφή και διασύνδεση παραδειγμάτων, ώστε να συγκροτείται μια επιχειρηματολογία στην εξέλιξη του δημόσιου αυτού χώρου και της αναζήτησης απάντησης στην εξέλιξή του. Η εργασία παίρνει τη μορφή ενός case study, δηλαδη μιας περιπτωσιολογικής μελέτης, οδηγώντας σε μια ευέλικτη προσέγγιση, ικανή να μας παρέχει εμπεριστατωμένη και σε βάθος κατανόηση ενός ποικίλου φάσματος θεμάτων. Η διάλεξη ξεκινά επαγωγικά, με τον ορισμό του δημόσιου χώρου και τη σημασία του για την πόλη και τον άνθρωπο. Στη συνέχεια εξετάζονται εν συντομία οι βασικοί τύποι δημόσιου χώρου που συναντώνται στις πόλεις, διαφοροποιώντας τους από τον χώρο της πλατείας, για να προχωρήσει στον ορισμό της πλατείας και την διερεύνηση της αναγκαιότητάς της. Ακολουθεί η ιστορική εξέλιξη και οι μεταλλάξεις της πλατείας στο πέρασμα των αιώνων, στάδιο βασικό για την κατανόηση του ρόλου της πλατείας στη σύγχρονη πόλη και των λόγων που προκάλεσαν την απαξίωσή του. Η ερευνητική διαδικασία συνεχίζει με μια διεπιστημονική ενασχόληση με θεωρίες που περιλαμβάνουν ζητήματα κοινωνιολογίας, ψυχολογίας και φιλοσοφίας, που αφορούν ωστόσο ουσιαστικά και τους αρχιτέκτονες στο στάδιο του σχεδιασμού. Το πώς ένας χώρος παίρνει το νόημά του, πότε ένας χώρος γίνεται τόπος, το πώς θα καταφέρουμε την επανασηματοδότηση του τόπου αποτελούν ερωτήματα που θα πρέπει να απασχολούν τον αστικό σχεδιασμό. Δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στον ρόλο της πλατείας ως κέντρο της πόλης, την αναγκαιότητα της ύπαρξης κέντρων στην πόλη. Ομαδοποιώντας τα σημαντικότερα δημόσια κτίρια γύρω από έναν κεντρικό χώρο ως κυρίαρχο στοιχείο στην αστική σκηνή η πόλη παίρνει μια ενοποιημένη μορφή. Το κέντρο κυριαρχεί και δίνει νόημα στην ύπαρξή του ως χώρου διαφορετικού από άλλους τόπους. Η κλίμακα της πλατείας είναι άλλο ένα ζήτημα που επηρεάζει τον ορισμό της καθώς και την επίδρασή της στον άνθρωπο. Ένα από τα πιο βασικά σκέλη της εργασίας είναι η εξέταση της τυπολογίας της πλατείας, τον ορισμό του τύπου ως εργαλείο ταξινόμησης και ομαδοποίησης, ένα σύνολο αναλογιών και συσχετισμών, ανεξαρτήτως κλίμακας και υλικών. Η τυπολογία δεν ενέχει μονάχα την έννοια της γεωμετρικότητας του χώρου αλλά και των αρχών που διέπουν τον χώρο. Έτσι λοιπόν, επιχειρείται η κατηγοριοποίηση πλατειών ανάλογα με την περίκλεισή τους σε ανοιχτές, περίκλειστες και ημιπερίκλειστες και εξετάζεται η σχέση των αναλογιών τους με την τελική αντίληψη που σχηματίζουμε γι’ αυτές. Στα τελευταία δύο κεφάλαια της εργασίας, το ενδιαφέρον στρέφεται στα δεδομένα της σύγχρονης εποχής, σε μια προσπάθεια κατανόησης των παραγόντων και των αναγκών που σχημάτισαν τις σύγχρονες αστικές αναπλάσεις πλατειών. Οι κανόνες της κατανάλωσης και της διαφήμισης, οι θεωρίες του αστικού θεάματος, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το διαδίκτυο έχουν αλλάξει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον δημόσιο χώρο και έχουν οδηγήσει στην υποβάθμιση και την απαξίωσή του. Μέσα από την ανάλυση των παραπάνω φαινομένων εξετάζονται οι τρόποι ανάκτησης και επανερμηνείας του δημόσιου χώρου της πλατείας και επιχειρείται μια κατάταξη και κριτική των προσεγγίσεων που ακολουθούνται στον σύγχρονο σχεδιασμό.
10
11
ΕΝΟΤΗΤΑ 1
01
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΩΡΟΥ
13 Πώς ορίζεται ο δημόσιος χώρος ; Είδη δημόσιου χώρου 15 Δρόμος 16 Πάρκο 17 Παραλιακό μέτωπο
Πώς ορίζεται ο δημόσιος χώρος Στις σύγχρονες περιγραφές των λεξικών ως “δημόσιο” ορίζεται οτιδήποτε σχετίζεται με το κοινό, με το λαό, που υπάρχει για το σύνολο του λαού [συν. κοινόχρηστος] το κράτος ως νομικό πρόσωπο, οι κρατικές υπηρεσίες κλπ. Ως έννοια, στην κοινή συνείδηση, ο δημόσιος χώρος έχει ένα ασαφές και συνήθως υποκειμενικό περιεχόμενο το οποίο προσλαμβάνεται και ερμηνεύεται από τον καθένα διαφορετικά, ανάλογα με τα προσωπικά του βιώματα και την αντίληψη που διαθέτει για την πόλη και τη ζωή του μέσα σε αυτή. Οπωσδήποτε όμως το κοινό αίσθημα συνδέει τον δημόσιο χώρο έστω αόριστα και διαισθητικά με τα δικαιώματα του πολίτη, ενσαρκώνοντας τη δεύτερη φύση του ανθρώπου ως μέλους ενός συνόλου. Ο καταλληλότερος ίσως τρόπος αποσαφήνισης της έννοιας του δημόσιου χώρου γίνεται μέσα από τη διάκριση του δίπολου ιδιωτικό/ δημόσιο: Το ιδιόκτητο και το κοινό, το προστατευμένο και το εκτεθειμένο, την εργασία και την αναψυχή, το ατομικό και το συλλογικό, το παραδοσιακό και το πρωτοποριακό. Από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα, βασιλιάδες, αυτοκράτορες, υπουργοί, όλοι γενικά οι αρμόδιοι φορείς κατά περίοδο έδιναν ιδιαίτερη σημασία στη διαμόρφωση των δημόσιων ελεύθερων χώρων, τονίζοντας έτσι τη σημασία τους. Η καλλιτεχνική ποιότητα και η αισθητική τους, ο συνολικός χαρακτήρας και το ύφος τους έχει άμεση σχέση με τη συμπεριφορά των πολιτών μέσα σε αυτούς τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Είναι ακριβώς αυτά τα στοιχεία που μπορούν να καθορίσουν και να καθοδηγήσουν συμπεριφορές, θυμίζοντας διαρκώς πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος τους. Ειδικότερα, ο δημόσιος αστικός χώρος είναι δημιούργημα της ίδιας της κοινωνίας που τον διαμόρφωσε και τον χρησιμοποιεί, αντικατοπτρίζοντας ταυτόχρονα την ίδια, τις ανάγκες της, τις αντιλήψεις της, τα οράματα αλλά και τον πολιτισμό της. Οι δημόσιοι χώροι συγκροτούν τον αστικό ιστό, είναι ένα πλέγμα που δομεί την ίδια την πόλη, την ιεραρχεί δίνοντάς της μορφή, ζωή, διαφορετικότητα και νόημα. Μέσα από αυτό το πλέγμα εξάλλου βιώνεται και αναγνωρίζεται η ίδια η πόλη. Οι δρόμοι, οι πλατείες, τα πάρκα, οι κήποι με τη μορφή τους, τις αναλογίες τους, τα γλυπτά τους σε συνδυασμό πάντα με τα κτίρια που τα περιβάλλουν, συνθέτουν την εικόνα της ίδιας της πόλης που ο καθένας προσλαμβάνει. Δεν είναι τίποτα άλλο από ένα θέατρο άτυπων και τυχαίων συναντήσεων μέσα στο οποίο κυκλοφορεί κανείς καθημερινά, αναπαύεται, αγωνίζεται, ονειροπολεί, μαγεύεται, προσεγγίζοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο το ύφος και το χαρακτήρα του κάθε χώρου ξεχωριστά αλλά και το ρόλο αυτού στη συγκρότηση της πόλης. Είναι χώροι συλλογικής μνήμης, χώροι που στη διάρκεια των χρόνων διαδραματίζονται γεγονότα ξεχωριστά, στιγμές που αφήνουν ανεξίτηλο το σημάδι τους στον καθέναν, αφού όλοι έχουν δυνατότητα προσπέλασης σε αυτούς. Εξάλλου έχουν καθιερωθεί ως οι πιο κατάλληλοι για να φιλοξενήσουν από την αγαλλίαση της συναδέλφωσης, μέχρι το ξέσπασμα της διαμαρτυρίας και την πίκρα της σύγκρουσης. Είναι τέλος οι χώροι στους οποίους αποτυπώνεται διαφορετικά κάθε φορά η αισθητική της εποχής, η ευαισθησία και το γούστο της. Η ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου για πλουραλισμό ερεθισμάτων και εικόνων, σίγουρα δεν εκτοπίζει την αναζήτηση μιας περιοχής σύζευξης και συμβίωσης με τον άλλον. Το στέκι παραμένει πόλος ζωής και η γειτονιά σημείο αναφοράς. Σήμερα οι πόλεις στις οποίες ζούμε, είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες του παρελθόντος. Ο δημόσιος χώρος έχει πάψει προ πολλού να εκπροσωπείται από την κεντρική πλατεία, τον κεντρικό δρόμο ή στις νεότερες εκδοχές του, τη λεωφόρο και τη στοά. Παρουσιάζεται σαν ένα πλέγμα τόπων ισχυρά διαφοροποιημένων τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς τη χρήση τους.
13
1.Οικειοποίηση του δημόσιου χώρου. Σηκουάνας, 1963, περιοδικό Life.
14
Ένα πλέγμα που σίγουρα όμως είναι το κοινό έδαφος όπου οι άνθρωποι πραγματοποιούν χρηστικές δραστηριότητες και καθημερινές εκδηλώσεις, που δένει μια κοινότητα είτε αυτές αφορούν την καθημερινή ρουτίνα ή περιοδικές εκδηλώσεις. Το δημόσιο ανήκει στην κοινωνική συλλογικότητα, αφορά όλους τους ανθρώπους σαν ολότητα. Ο δημόσιος χώρος λειτουργεί στις τρεις διαστάσεις και διαμορφώνεται τόσο από τα κτίρια που τον περιβάλλουν, το έδαφος και τον ουρανό, τα τρισδιάστατα στοιχεία σε αυτόν (φωτιστικά, γλυπτά, δέντρα κ.λπ.), όσο και από τους ίδιους τους ανθρώπους που τον χρησιμοποιούν και τον “ζούνε” καθημερινά.
Είδη δημόσιου χώρου. Ο δρόμος. Ο δρόμος ανήκει σαφώς στην ιστορία της αρχιτεκτονικής και του αστικού σχεδιασμού, με την αυστηρή έννοια του φυσικού γεγονότος. Ο δρόμος ως οντότητα είναι ένα σύνολο που αποτελείται από τον ίδιο τον δρόμο, συνήθως έναν πεζόδρομο, καθώς και τα πλευρικά κτίρια. Το πώς ο καθένας από αυτούς είναι αρθρωμένος, πώς αλληλεπιδρούν, με ποιους τρόπους ο σχεδιασμός των τοίχων του δρόμου ελέγχεται και καθοδηγείται - αυτά είναι ερωτήματα μορφής. Υπάρχει το θέμα των πεζοδρομίων, των επίπλων του δρόμου, των πλακόστρωτων, των δέντρων και του πράσινου. Οπτικά, συχνά ο δρόμος είναι κάτι παραπάνω από ένα μονοπάτι πάνω στο έδαφος. Σύμφωνα με τον Rudolf Arnheim, στην πόλη ο δρόμος είναι οπτικά ένα τρισδιάστατο φαράγγι, ένας επιμήκης αγωγός, που διαμορφώνεται από τα κτίρια και το έδαφος. Κατά κάποιο τρόπο οι προσόψεις δεν τελειώνουν καν στο επίπεδο του δρόμου, αλλά μοιάζουν σαν να διπλώνουν υπό ορθή γωνία και να συνεχίζουν κατά πλάτος του οδοστρώματος και να ανυψώνονται και πάλι από την απέναντι πλευρά – ο δρόμος είναι ένα αδιάσπαστο δοχείο. Το οριζόντιο επίπεδο είναι το πεδίο δράσης του ανθρώπου ενώ η πρωταρχική διάσταση της όρασης είναι η κατακόρυφος. Ο δρόμος προσθέτει μια κατακόρυφη διάσταση στο μονοπάτι και κατά συνέχεια το κάνει να φαίνεται ως τρισδιάστατος αγωγός. Το φαράγγι του δρόμου είναι η σφαίρα της ενισχυμένης παρουσίας του ανθρώπου και για τον λόγο αυτό γίνεται αντιληπτή ως μορφή. Αυτό είναι περισσότερο εμφανές, όταν κανείς οδηγεί, παρά όταν περπατά. Η αυξημένη ταχύτητα τονίζει τη διείσδυση στον κενό χώρο και επικεντρώνει την προσοχή ακόμη πιο καθαρά σε ότι συμβαίνει μέσα σε αυτόν. Ακόμα και από φυσική άποψη, η αύξηση της κίνησης των οχημάτων έχει επιτείνει την κυριαρχία του δρόμου. Ένας δρόμος λειτουργεί ως πέρασμα για τους ανθρώπους. Είναι μια πορεία στην οποία ως επί το πλείστον ο κόσμος θα περάσει βιαστικά και δεν θα σταθεί να παρατηρήσει ή να ξαποστάσει όπως θα λειτουργούσε αν βρισκόταν σε μια πλατεία. Σχεδόν όλοι οι δρόμοι λειτουργούν έτσι, αλλά υπάρχουν και οι “δρόμοι- καθιστικό”. Η έννοια του “δρόμου – καθιστικού” βασίζεται στην ιδέα ότι οι κάτοικοί του έχουν κάτι κοινό, ότι περιμένουν κάτι ο ένας από τον άλλο, ακόμα και μόνο γιατί συνειδητοποιούν ότι χρειάζονται ο ένας τον άλλο. Η αίσθηση αυτή, ωστόσο, φαίνεται να εξαφανίζεται ταχύτατα από τη ζωή μας. Η επαφή μεταξύ των κατοίκων φαίνεται να μειώνεται όσο αυξάνει η ανεξαρτησία που φέρνει η επιτάχυνση της ευημερίας. Αυτή η ανωνυμία μάλιστα επαινείται από τους οπαδούς του συγκεντρωτισμού: Εάν οι άνθρωποι έχουν πολλά- πολλά μεταξύ τους, υπάρχει κίνδυνος υπερβολικού “κοινωνικού ελέγχου”, υποστηρίζουν.
15
Εάν οι κατοικίες είναι ιδιωτικοί χώροι, τότε οι δρόμοι είναι ο δημόσιος χώρος. Το να δίνεται ίση σημασία στις κατοικίες και στο δρόμο σημαίνει ότι ο δρόμος δεν αντιμετωπίζεται απλώς ως ο υπολειπόμενος χώρος μεταξύ των οικοδομικών τετραγώνων, αλλά ως ένα θεμελιακά συμπληρωματικό στοιχείο, χωρικά οργανωμένο με εξίσου μεγάλη φροντίδα, για να δημιουργηθεί η συνθήκη εκείνη στην οποία ο δρόμος θα μπορεί να εξυπηρετεί περισσότερους σκοπούς, πέρα από την κίνηση των τροχοφόρων. Εάν ο δρόμος ως συλλογή οικοδομικών τετραγώνων είναι κατά βάση η έκφραση του πλήθους των ατομικών, κυρίως ιδιωτικών, παραμέτρων, τότε η αλληλουχία δρόμων και πλατειών συνολικά συγκροτεί ενδεχομένως το χώρο όπου θα έπρεπε να μπορεί να αναπτυχθεί ο διάλογος μεταξύ των κατοίκων. Ο δρόμος ήταν, αρχικά, ένας χώρος για δράση, επαναστάσεις, εορτασμούς. Σε όλη την ανθρώπινη ιστορία μπορούμε να παρακολουθήσουμε από τη μια περίοδο στην άλλη πώς οι αρχιτέκτονες σχεδίαζαν το δημόσιο χώρο για την κοινότητα, την οποία ουσιαστικά υπηρετούσαν. Ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες το φαινόμενο της απαξίωσης του δημόσιου χώρου στις μεγάλες πόλεις έχει αλλάξει το τοπίο. Έτσι προκύπτει και η έκκληση για μεγαλύτερη έμφαση στην ενδυνάμωση του δημόσιου χώρου, προκειμένου να υπηρετήσει καλύτερα, αλλά και να καλλιεργήσει και να αντικατοπτρίσει την κοινωνική επαφή.
Το πάρκο Οι κήποι και τα πάρκα χαρακτηρίζονται από φύτευση είτε σαν φυσικές ενότητες είτε σαν διαμορφωμένοι χώροι, και λειτουργούν είτε ως ανεξάρτητες ενότητες σε δημόσιες εκτάσεις είτε ως είσοδοι συγκεκριμένου κτίσματος (τμήμα ιδιωτικού χώρου). Από την άλλη, οι δρόμοι και οι πλατείες, με τεχνητά σκληρά υλικά και χωρίς τον πρωτεύοντα ρόλο της φύτευσης, ενθαρρύνουν την κοινωνική ανταλλαγή και τις υπαίθριες δραστηριότητες και συγκεντρώσεις. Οι δυο κατηγορίες είναι συμπληρωματικές μεταξύ τους. Οι χώροι της πρώτης κατηγορίας, όπου το μέγεθος και η φέρουσα ικανότητα τους το επιτρέπει, μπορούν να φιλοξενούν δραστηριότητες 2.Το Hyde Park του Λονδίνου. αναψυχής, εκπαιδευτικές, αθλητικές, αθλητικές, εμπορικές, πολιτιστικές και άλλες κοινωνικές χρήσεις μέσα σε λογικό και περιορισμένο πλαίσιο με προτεραιότητα στη μετακίνηση, τη στάση και τη συναναστροφή των πεζών πολιτών. Οι χώροι της δεύτερης κατηγορίας αντίστοιχα μπορούν και πρέπει να ενσωματώνουν στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος. Ο σχεδιασμός των πάρκων της πόλης προέκυψε από την ανάγκη μεταφοράς του μη αστικού τοπίου στην πόλη από τον νέο αστικό κόσμο. Τα αστικά πάρκα αποτελούν χώρους χαλάρωσης και παιχνιδιού, σε αντίθεση με τις πλατείες που αποτελούν χώρους έντασης και διεκδίκησης, που ευνοούν τη δυναμική αντιπαράθεση των πολιτών. Οι (περιοχές φυτεύσεων) πρασινισμένοι χώροι της πόλης μεταφέρουν τον άνθρωπο σε ένα περιβάλλον διαφορετικής ποιότητας από την υπόλοιπη πόλη, δημιουργώντας χώρουςησυχαστήρια, μακριά από τη βοή της πόλης όπου το αστικό τοπίο ενεργοποιεί μια ζωτική συνθήκη.
16
Το παραλιακό μέτωπο. Το παραλιακό μέτωπο, παρόμοιο με ένα ποτάμι ή κανάλι, είναι ένας γραμμικός τόπος με περιορισμένο βάθος και μεγάλος μήκος, ένας λεπτός φλοιός που αναπτύσσεται πάνω στο προκλητικό όριο μεταξύ στεριάς και θάλασσας, μεταξύ φυσικού και κατασκευασμένου τοπίου, ένας τόπος απ’ όπου ξεκινά ένας νέος κόσμος, γεμάτος νέες δυνατότητες αλλά και κινδύνους. Συνήθως αποτελεί μία διαμορφωμένη ως επιμήκη περίπατο επίχωση, η οποία “ανοίγεται” στον ορίζοντα και φέρνει τον περιπατητή σε ένα επίπεδο ψηλότερο από το νερό. Ο περίπατος αυτός διαμορφώνεται μπροστά από το δομημένο αστικό περιβάλλον, με τη συνηθέστερη περίπτωση να διαχωρίζεται από αυτό με την παρεμβολή μιας αστικής οδού. Ο περιπατητής είναι εκτεθειμένος στο φως, στην ανοιχτή προοπτική σε μια συνεχή πορεία πάνω στο γοητευτικό όριο μεταξύ των αντιθέτων: τη σταθερότητα του συμπαγούς κρηπιδώματος και την αστάθεια και διαύγεια του υγρού στοιχείου. Ο σχεδιασμός με αυτό το όριο οφείλει να συνυπάρξει και να συνδιαλαγεί με το υδάτινο στοιχείο. Το θαλάσσιο φόντο αποτελεί ένα εκπληκτικό σκηνικό, όπου το εφήμερο και το μεταβλητό είναι τα κυρίαρχα στοιχεία. Η όποια επέμβαση στο παραλιακό μέτωπο παίρνει το χρώμα του, υπάρχει γιατί υπάρχει αυτό, δεν μπορεί να το ανταγωνιστεί παρά να συνυπάρξει και κερδίσει λίγη από την αίγλη του. Το χωρικό μοτίβο του μετώπου αποτελεί ένα ιδανικό σκηνικό με τη θάλασσα ως φόντο, την promenade ως σκηνή και τους κατοίκους ως ηθοποιούς, αλλά συγχρόνως και θεατές.
3.Το πιο τυπικό παράδειγμα παραλιακού μετώπου του ελλαδικού χώρου, η Νέα Παραλία Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την πρόταση των Π. Νικηφορίδη και Bernard Cuomo.
02
Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΩΣ ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ
15 Ορισμοί - Ετυμολογία - Αναγκαιότητα
Ορισμοί – ετυμολογία – η αναγκαιότητα. Η πλατεία, ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος της πόλης, από τη γένεσή της και ως “πρωτογενές κενό” μέσα σε αυτή, αποτελεί χώρο ιδιαίτερα φορτισμένο και με πολλαπλά μηνύματα: κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά, οικονομικά, όλα φορτισμένα συναισθηματικά. Η πορεία της συνδέεται άμεσα με την ευρύτερη ιστορία των πόλεων και τους μετασχηματισμούς τους μέσα στο χρόνο γι’ αυτό και ο ρόλος της είναι πολυδιάστατος, αποτυπώνοντας κάθε φορά το πνεύμα κάθε εποχής. Στη γλωσσολογική της διαδρομή, η λέξη πλατεία πρωτοεμφανίζεται ως επίθετο που συνδέεται με τη λέξη οδό και υποδεικνύει ένα φαρδύ δρόμο, έναντι της στενωπού (πλατύς δρόμος, πλατιά οδός). Η λατινική γλώσσα ενσωματώνει τον όρο (platea) δίνοντάς του ακριβώς την ίδια σημασία. Στην εξέλιξή της η λέξη θα γίνει place, piazza, praça, plaza, platz, plein, plads, plaç, piatta σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες, εκτός από την αγγλική, που θα προτιμήσει πολλούς αιώνες αργότερα την λέξη square, ταυτίζοντας τη λειτουργία του χώρου αυτού με μια γεωμετρική μορφή που καθιερώθηκε μέσα από την μακραίωνη εμπειρία. Ως χώρος, άλλοτε διαδραματίζει το ρόλο του κέντρου ή της εισόδου-αφετηρίας (σημείο άφιξης και αναχώρησης) στην πόλη, άλλοτε τοποθετείται κατά μήκος οδικών αξόνων, άλλοτε αποτελεί κόμβο για την διευθέτηση της κυκλοφορίας σε σύνθετες διασταυρώσεις. Ακόμα, εντείνει οπτικές φυγές, καδράροντας και αναδεικνύοντας σημαντικά στοιχεία-τοπόσημα του περιβάλλοντος στο οποίο εντάσσεται (κτίρια, τοπία, μνημεία). Ως τόπος δημιουργήθηκε για να λειτουργεί ως πεδίο δραστηριοποίησης των ανθρώπων• πεδίο συνεύρεσης, λατρείας, συναλλαγής, συναναστροφής. Ως εκ τούτου, έχει υπάρξει τόπος λόγου, πράξης, παραγωγής, άσκησης πολιτιστικής, πολιτικής και κοινωνικής δραστηριότητας, πεδίο δράσης, αγώνων, ανάπτυξης και διακίνησης ιδεών, στοιχεία δηλαδή άμεσα συνδεδεμένα με την κοινωνική υπόσταση του ατόμου. Σε κάθε περίπτωση, κύριος στόχος είναι η οικειοποίησή της από τους χρήστες, όχι απλά ως “στέγη” της κοινής ζωής τους αλλά ως ιδιαίτερη βιωματική εμπειρία. Ο τρόπος με τον οποίο βιώνεται ο χώρος, η κοινωνικοποίηση που επιτυγχάνεται μέσω της οικειοποίησης του, καθιστούν μια πλατεία λειτουργική ή μη και παράλληλα οι δραστηριότητες μέσα ή γύρω από αυτή, εξαρτώνται -αν όχι καθορίζονται- σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις χρήσεις και τους χρήστες στους οποίους απευθύνεται. Ο χώρος της πλατείας, ακολουθώντας την εξελικτική πορεία της πόλης, εμπλουτίστηκε με λειτουργίες, γεγονότα και αξίες, που της απέδωσαν ένα ιδιαίτερο νόημα, έναν χαρακτήρα και μια ταυτότητα. Έτσι, συναντάμε την πλατεία της εκκλησίας, της αγοράς, του δημαρχείου, που αποτέλεσαν το επίσημο “δωμάτιο” της πόλης ή του οικισμού. Ο χαρακτηρισμός της, δεν προκύπτει απλά από την ύπαρξη του δημόσιου κτιρίου στο άμεσο περιβάλλον της, όσο από τον τρόπο που η λειτουργία του, αποτυπώθηκε στην πλατεία και βιώθηκε από τους κατοίκους της. Οι ποιότητες που διαθέτουν τα επί μέρους συστατικά στοιχεία της πόλης, είναι αυτά που καθορίζουν την ποιότητα της ίδιας και προσδιορίζουν τον χαρακτήρα του τόπου και του τρόπου ζωής των κατοίκων. Η πλατεία είναι μια χωρική δομή που προέκυψε από την παράθεση κτιρίων γύρω από έναν ελεύθερο χώρο, όχι με τυχαίο τρόπο, αλλά κυρίως μέσα από την πρόθεση των κατοίκων της πόλης να εντάξουν το “κενό” μέσα στο “πλήρες” του δομημένου περιβάλλοντος και σε άμεση επαφή.
19
4,5. Συναθροίσεις σε πλατείες, Η ζωή ανάμεσα στα κτίρια, Jahn Gehl.
20
Πρόκειται για μια πρωτογενή ανάγκη του ανθρώπου για την επαφή του με τα φυσικά στοιχεία της γης και του αέρα, από τα οποία τον απομάκρυνε το “δάπεδο” και η “στέγη” της τεχνητής του κατοικίας. Η δομή του χώρου είχε σαν αποτέλεσμα τη μέγιστη συμμετοχή του δημόσιου βίου στο “εσωτερικό” του. Οι εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής, που ικανοποιούσαν την ανάγκη για συλλογικότητα και συναναστροφή, “στεγάστηκαν” στον χώρο της πλατείας. Μετατράπηκε λοιπόν, πέρα από ένα σημείο χωρικού δικτύου, σε ένα βασικό στοιχείο του κοινωνικού, πολιτικού και πολιτιστικού δικτύου του αστικού περιβάλλοντος, με κύρια “απαίτηση”, αυτή της οικειοποίησής της από τους κατοίκους της πόλης. Οι πλατείες μπορεί να είναι χώροι ανοιχτοί προς τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, επιτρέποντας ως έναν βαθμό τη λειτουργία της φύσης στο δομημένο περιβάλλον, λειτουργώντας καταλυτικά στην κατανόηση αυτού, ενώ δίνουν την ευκαιρία στους ανθρώπους που ζουν και κινούνται μέσα σε αυτές να έρχονται σε άμεση επαφή με τα στοιχεία της πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του παραπάνω ισχυρισμού αποτελεί η Πλατεία Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη, όπου ένας από τους βασικούς άξονες της πόλης που χάραξε ο Ερνέστος Εμπράρ διαπλατύνεται στο μεγάλο “επίσημο δωμάτιο” της πόλης, με τελική κατάληξη στην θάλασσα. Αυτό το άνοιγμα λοιπόν προς τη θάλασσα επιτρέπει την αλληλεπίδραση φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος και τονίζει τον ίδιο τον χαρακτήρα της πόλης.
21
03 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ
23 3Α. Ιστορική αναδρομή της πλατείας 23 Αρχαία Ελλάδα 24 Ρώμη 24 Μεσαίωνας 26 Αναγέννηση 26 Μπαρόκ 27 Κλασικισμός 28 3Β. Η πλατεία στη σύχρονη εποχή Το Μοντέρνο Κίνημα 28 Ο 20ος αιώνας 30 Η αμφισβήτηση του Μεταμοντέρνου 34 Διαφήμιση και κατανάλωσηΟ νέος δημόσιος χώρος
3Α ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ Αρχαία Ελλάδα. Η γένεση της πλατείας ταυτίζεται με την εμφάνιση της πόλης, κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Σταθμό στην ιστορική εξέλιξη της πόλης και της πλατείας αποτελεί το αθηναϊκό άστυ του 5ου αιώνα π.Χ., οπότε πρωτοεμφανίζεται ο αστικός ελεύθερος χώρος σαν πόλος δράσης της πρώτης κοινωνίας πολιτών. Η μικρή κλίμακα της πόλης, ο περιορισμός μέσα στο σταθερό πλαίσιο των τειχών και οι κλιματικές συνθήκες επιτρέπουν στον κάτοικο να αναπτύξει έντονη κοινωνικότητα και προσωπικότητα και παράλληλα τον εκθέτουν στον άμεσο έλεγχο και την κριτική από το κοινωνικό σύνολο. Η Αγορά της Αθήνας είναι ένας αρχετυπικός δημόσιος χώρος για την ευρωπαϊκή πόλη και η αρχιτεκτονική του πλοκή έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών ερμηνειών και αντίστοιχων επιρροών. Η αθηναϊκή αγορά αποτελεί αναγκαίο χώρο για θρησκευτικές τελετές και εμπορικές δραστηριότητες. Παράλληλα αποτελεί σύμβολο ελεύθερης έκφρασης, αντιπαράθεσης αλλά και σύνθεσης με στόχο τη λήψη κοινών αποφάσεων με δημοκρατικές διαδικασίες. Όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται στον υπαίθριο αυτό χώρο. Ο Αριστοτέλης δίνει στα Πολιτικά του μια γλαφυρή περιγραφή της ιδανικής Αγοράς που έπρεπε να είναι καθαρή από κάθε είδους τρόφιμα, ανοιχτή μόνο σε ελεύθερους άνδρες και αφιερωμένη σε ειδικές δραστηριότητες στις οποίες είχε περιλάβει τα “γυμνάσια” με ίχνη φόβου για την επικίνδυνη γοητεία των νεανικών σωμάτων. Η κατ’ εξοχήν πολιτική αυτή διάρθρωση του δημόσιου χώρου δίνει στην αρχιτεκτονική του ένα νόημα που δεν μπορεί να εκφράσει η κάτοψη, με την απλή διάκριση του ιδιωτικού και του δημόσιου, ούτε ο σημερινός αρχαιολογικός χώρος, με το ρομαντικό landscaping και την ξαναχτισμένη Στοά. Χωρίς σαφείς χαράξεις μέχρι τότε, η Αγορά αποκτά κανονικό σχήμα στην ελληνιστική και αργότερα στη ρωμαϊκή πόλη, με γεωμετρική μορφή σύμφωνα με τις αρχές του Ιπποδάμειου συστήματος, ελεύθερη στο κέντρο και με στεγασμένη κιονοστοιχία περιμετρικά.
6.Αθήνα, Αρχαία Αγορά, περίπου 150π.Χ.
Ρώμη Η Ρωμαϊκή πόλη αναπτύχθηκε με ανάλογο σύστημα δρόμων και δημόσιων χώρων, σύμφωνα με το οποίο δινόταν μεγαλύτερη έμφαση στους δρόμους παρά στις πλατείες. Η πλατεία τοποθετείται στο σημείο τομής των δύο κύριων αξόνων από Βορρά προς Νότο και από Ανατολή προς Δύση, ενώ τα σημαντικότερα κτίρια χωροθετούνται αυστηρά και με συμμετρική οργάνωση γύρω από αυτή. Το σχήμα της αγοράς-forum είναι τετράγωνο ή ορθογώνιο και τα κτίρια αντιμετωπίζονται ως τμήματα ενός συμπαγούς συνόλου και όχι ως ανεξάρτητες ενότητες. Η αγορά- forum αποτελεί το διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο της πόλης και οι λειτουργίες του προσανατολίζονται περισσότερο στο θέαμα παρά στη συμμετοχή σε πολιτικές δραστηριότητες. Η ρωμαϊκή αγορά -το forum- παρ’ όλο που αποτελεί συνέχεια της αθηναϊκής “πλατείας”, διαφοροποιείται από αυτή, στο βαθμό που η Ρώμη προσθέτει δίπλα στην έννοια της συμμετοχής στα κοινά, τις έννοιες του μεγαλείου και της μνημειακότητας του ρωμαϊκού πολιτισμού καθώς και αυτές της δόξας και της εξουσίας. Η πλατεία ορίζεται από την αρχιτεκτονική παρουσία της ρωμαϊκής αψίδας, του ναού, του αμφιθεάτρου, των λουτρών, διαμορφώνοντας ένα πραγματικό κόμβο όλης της δημόσιας ζωής, ένα μοναδικό πολυλειτουργικό σύνολο, όπου διεξάγονται δικαστικές και διοικητικές δραστηριότητες αλλά και εμπορικές, πολιτικές, κοινωνικές.
Μεσαίωνας Πολύ διαφορετική εμφανίζεται η εικόνα του δημόσιου χώρου στην πόλη του δυτικού Μεσαίωνα που αντιλαμβάνεται την ομορφιά με όρους ηθικής αρμονίας και πνευματικού κάλλους. Η κεντρική πλατεία στην περίκλειστη από τείχη μεσαιωνική πόλη, χρησιμοποιείται ως πεδίο έκφρασης της δύναμης και της επιρροής της αναδυόμενης αστικής τάξης, των εμπόρων και των αριστοκρατών που ασκούν την εξουσία, αποκλείοντας τα κατώτερα στρώματα (βιοτέχνες, αγρότες κλπ). Θα περάσουν δεκαετίες έως ότου οι συντεχνίες οργανωθούν και διεκδικήσουν το ρόλο τους στα κοινά. Σε μια εποχή που η αρχιτεκτονική είναι αντιληπτή ως κατασκευή και αποσκοπεί σε ένα αποτέλεσμα το οποίο απαντά σε μια ανάγκη, η μορφή που δίνει ο άνθρωπος στην ύλη την οποία επεξεργάζεται είναι επουσιώδης. Ο δημόσιος χαρακτήρας αυτή της πόλης αποκτά νόημα χάρη στο συμβολισμό και την αλληγορία. Η Παναγία των Παρισίων του Victor Hugo απηχεί με τον καλύτερο τρόπο τη γοητεία αυτής της πόλης η οποία δημιουργήθηκε από τις διαδοχικές προσχώσεις που υπαγόρευε η ανάγκη των απλών ανθρώπων. “Αρχιτέκτων είναι ο χρόνος και ο λαός οικοδόμος”, έγραψε ο Hugo το 1831 και το έχουν επαναλάβει αρκετοί αρχιτέκτονες του 19ου και του 20ου αιώνα, με τα ίδια ή με άλλα αναφερόμενα. Αυτή η αταξία, “πιο πολύ γέννημα της δουλειάς των λαών παρά επίτευγμα μεγαλοφυών ανθρώπων”, είναι μια άλλη τάξη του δημόσιου χώρου που προέκυψε από “διαδοχικές συγκολλήσεις” και συσσώρευσε μια πλοκή από ακανόνιστους δρόμους και πλατείες. Αυτό ακριβώς το πύκνωμα του δημόσιου χώρου ονομάζουμε ιστορικό κέντρο στις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις και μας γοητεύει για τους ίδιους περίπου λόγους που γοήτευσε και τον Hugo. Εκεί συναθροίζονται οι κάτοικοι αλλά ιδιαίτερα οι τουρίστες που επιζητούν να γνωρίσουν ουσιαστικά την πόλη, να νιώσουν την ουσία της, γοητευμένοι από την αρχιτεκτονική ενός σκηνικού για πεζοδρόμους, καφέ και καταστήματα. Έχει ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς την πλατεία στους ευρωπαϊκούς οικισμούς κατά τον Μεσαίωνα, που αποτελεί χώρο οργανικά δεμένο με την πόλη. Πέρα από την κεντρική, δημιουργούνται πλατείες –άλλοτε σχεδιασμένες και άλλοτε όχι- όπου η αγορά, η εκκλησία, η συνέλευση, αποτελούν κύρια δραστηριότητα. Πέραν των θρησκευτικών και πολιτικών τελετών, πραγματοποιούνται γιορτές, οι γνωστές εκτελέσεις διά αποκεφαλισμού αλλά και οι καθημερινές ανεπίσημες συναντήσεις των κατοίκων. Από άποψη μορφής παρουσιάζουν τεράστια ποικιλία, από απλά ορθογώνια έως πολύπλοκα σχήματα. Από άποψη μεγέθους 7.δεξιά Σιένα, Piazza del Campo.
24
μπορούν να υποδιαιρεθούν σε τρεις κατηγορίες. Πρώτον, οι ευμεγέθεις που φτάνουν από 5 έως 15 στρέμματα. Δεύτερον, αυτές που ουσιαστικά είναι προαύλια εκκλησιών και φτάνουν από 3 έως 12 στρέμματα, και τρίτον, οι πολύ μικρές από 1 έως 2 στρέμματα, πάλι ως προαύλιο εκκλησιών που παίζουν ουσιώδη ρόλο στην λειτουργία του δημόσιου χώρου.
Αναγέννηση Η αντιμετώπιση του δημόσιου χώρου ανατρέπεται εντελώς στην αναγέννηση, την εποχή της στροφής προς τον Άνθρωπο, τα δικαιώματα και τις δυνατότητες του ατόμου, την ελεύθερη σκέψη. Το “κάλλος” αναγορεύεται σε μέγιστη αρχή που καθορίζεται από μαθηματικούς νόμους, αναλογίες και κανόνες οι οποίοι θεωρείται ότι είναι σε θέση να επιλύσουν από μόνοι τους ζητήματα λειτουργικότητας και συγκεκριμένων αναγκών. Έτσι, η αναγεννησιακή πλατεία ανάγεται σε κεντρικό αστικό χώρο, γίνεται αντικείμενο μελέτης για τον καθορισμό διαστάσεων, ιδανικών αναλογιών και συμμετριών. με το νέο εργαλείο της προοπτικής, οι αρχιτέκτονες μελετούν το δημόσιο χώρο όχι για την κάλυψη πρακτικών αναγκών αλλά για τη διαμόρφωση ιδανικών θεωρητικών προτύπων, όπου το “ωραίο” είναι αποτέλεσμα της ορθολογικής αρμονίας και μαθηματικών κανόνων: ο δημόσιος χώρος σκηνογραφείται, η πλατεία είναι το “πάλκο”, η σκηνή του θεάτρου όπου εξελίσσεται το έργο και αναδεικνύεται η σημασία του τόπου. Κατά την περίοδο της Αναγέννησης τέθηκαν οι βάσεις για το συνειδητό σχεδιασμό του αστικού χώρου ώστε να αποτελεί το κέντρο του δημόσιου βίου. Η χρήση της προοπτικής στο σχεδιασμό παρέχει την δυνατότητα αναπαράστασης της εικόνας του χώρου, ενώ δημιουργούνται βασικές αρχές για τη μετάβαση στους χώρους της πόλης, τη διάταξη των πλατειών, την οργάνωση του χώρου αλλά και των περιμετρικών κτιρίων. Οι πλατείες παύουν να είναι αυτοτελή σύνολα αλλά στάσεις σε μια ολοκληρωμένη πορεία, οι οποίες ενισχύονται με στοιχεία τοποθετημένα στο κέντρο τους, όπως οβελίσκους και άλλα διακοσμητικά γλυπτά.
Μπαρόκ Στο μέτρο, τον ορθολογισμό, τη λογική και την αρμονία της Αναγέννησης, οι αρχιτέκτονες του μπαρόκ, αντιπαραθέτουν την ανάγκη για περισσότερο συναίσθημα. Παράλληλα, δίνεται έμφαση στην ενίσχυση της απεραντοσύνης, της τάξης και του δέους. Στον χώρο, η τάση αυτή εκφράζεται με άξονες συμμετρίας, πομπώδες ύφος και μεγαλοπρέπεια. Ξεχωρίζει επίσης η τάση για την τεχνική και την υπέρβαση της ανθρώπινης κλίμακας στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου. Οι πλατείες, λόγω της αλλαγής στην αντίληψη για το ρόλο των δημόσιων κτιρίων, σχεδιάζονται είτε μπροστά από σημαντικά μνημεία με στόχο την ανάδειξή τους (Αγ. Πέτρος, Ρώμη) είτε σε σημεία που ανέγερση τους είναι εφικτή (θέατρα, μέγαρα, ναοί), σύμφωνα με τη θεατρικότητα και τη μεγαλοπρέπεια που επιτάσσει το στυλ. Αυτή η εικόνα των κτηρίων μαζί με τους δημόσιους χώρους που τα περιβάλλουν, αποπνέει την αίσθηση του εξωπραγματικού, πέρα από τις ανθρώπινες διαστάσεις και κατ’ επέκταση την παντοδυναμία του θεϊκού αλλά και της εκκλησιαστικής εξουσίας.
26
Κλασικισμός Το σταδιακό πέρασμα στο Μπαρόκ, στον Δυτικό Κλασικισμό ήταν μια πορεία μνημειακού εξωραϊσμού του δημόσιου χώρου των μεγάλων πόλεων με την απλόχερη τάξη των κανονικών γεωμετρικών σχημάτων και την αρχιτεκτονική ενότητα των αστικών μορφών. Τα παραδείγματα είναι πολλά και γεφυρώνουν τρεις αιώνες σε μια διαρκή μεταλλαγή ιδεών, τυπολογιών και μορφών, αλλά έχουν ως κοινή συνισταμένη μια συνολική συνοχή αισθητικής τάξης που ξεπερνά το θεατρικό σκηνικό και τείνει να αποκτήσει σώμα, να εξαφανίσει τις ανωμαλίες, να απλωθεί σε ολόκληρη την πόλη. Από τις βασιλικές πλατείες του Παρισιού, την Place des Vosges, την Place Vendome, ως τους μεγάλους αστικούς σχηματισμούς της πλατείας Concorde και της οδού de Rivoli, από την Καρλσρούη, στο Λονδίνο ή το Βερολίνο, ακόμα και την Αθήνα, η αρχιτεκτονική του δημόσιου χώρου είναι η αρχιτεκτονική της πόλης και είναι το έργο μεγάλων δημιουργών. Το κενό του δημόσιου χώρου είναι το αρνητικό του χτισμένου ιδιωτικού χώρου και η όψη των κτιρίων είναι ταυτόχρονα η όψη της πόλης, η αντανάκλαση της κοινωνικής και πολιτικής τάξης που ελέγχουν οι ηγεμόνες. Στο όνομα αυτών χτίζεται άλλωστε ο δημόσιος χώρος και στην υπηρεσία τους δουλεύει ο αρχιτέκτων. Αυτή είναι η κλασική παράδοση που έχει δώσει στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις τη μορφή του δημόσιου χώρου που σήμερα αναγνωρίζουμε ως χαρακτηριστική μορφή τους. Το Παρίσι χωρίς τα Ηλύσια Πεδία και την Πλατεία της Αψίδας του Θριάμβου, το Βερολίνο χωρίς τη λεωφόρο με τις φιλύρες και την Πύλη του Βραδεμβούργου, το Λονδίνο χωρίς την Trafalgar Square, δεν θα ήταν οι πόλεις που όλοι γνωρίζουμε. Το πέρασμα από τον 18ο στον 19ο αιώνα ήταν ωστόσο ανατρεπτικό για όλη τη δομή και τη βίωση του δημόσιου χώρου. Αλλάζει η κοινωνική του συγκρότηση. Αλλάζουν οι άνθρωποι που κινούνται σε αυτόν, αλλάζουν οι δραστηριότητές τους, οι λειτουργίες, οι τύποι των κτιρίων και μαζί τους εκρήγνυνται η κλίμακα των πόλεων, ο αριθμός και η σχέση των ανθρώπων, τα μέσα με τα οποία κινούνται, ανατρέποντας οριστικά το νόημα του τόπου προς την κατεύθυνση του αχανούς αστικού χώρου. Αυτή τη μεταλλαγή πραγματεύεται ο Richard Sennett στο βιβλίο του The Fall of the Public Man, καταλήγοντας ότι αφενός η λέξη “δημόσιο” προσέλαβε από τον 18ο αιώνα το μοντέρνο της νόημα, δηλώνοντας κάτι πολύ περισσότερο από τη ζωή εκτός των ιδιωτικών ορίων της οικογένειας και αφετέρου ότι ο δημόσιος χώρος είναι ήδη , στον 19ο αιώνα, “ένα περιβάλλον ξένων όπου πολλοί άνθρωποι όλο και περισσότεροι άνθρωποι μοιάζουν αναμεταξύ τους αλλά δεν γνωρίζονται”. Η αρχιτεκτονική του περιβάλλοντος αυτού ορίζει έναν χώρο πολλαπλών χρήσεων στις οποίες περιλαμβάνεται εκτός από το εμπόριο και από τις διάφορες συναλλαγές, η συνάντηση και αμοιβαία παρατήρηση αγνώστων σε εντελώς νέους ρόλους θεατρικής αντιμετώπισης.
8.Η Place Vendome στο Παρίσι.
27
Η Ηαθηναϊκή αθηναϊκήαγορά αγοράαποτελεί αποτελείαναγκαίο αναγκαίο χώρο χώρογιαγιαθρησκευτικές θρησκευτικέςτελετές τελετέςκαικαι εμπορικές εμπορικέςδραστηριότητες. δραστηριότητες.Παράλληλα Παράλληλα αποτελεί σύμβολο ελεύθερης έκφρασης, αποτελεί σύμβολο ελεύθερης έκφρασης, αντιπαράθεσης αντιπαράθεσηςαλλά αλλάκαικαισύνθεσης σύνθεσηςμεμε στόχο στόχοτητηλήψη λήψηκοινών κοινώναποφάσεων αποφάσεων μεμεδημοκρατικές δημοκρατικέςδιαδικασίες. διαδικασίες.Όλες Όλεςοι οι σημαντικές σημαντικές αποφάσεις αποφάσεις λαμβάνονται λαμβάνονται στον υπαίθριο αυτό χώρο. στον υπαίθριο αυτό χώρο.
ΗΗ ρωμαϊκή ρωμαϊκή αγορά αγορά -το-το fo-forum-διαφοροποιείται rum-διαφοροποιείταιαπό από την τηναθηναϊκή αθηναϊκή“πλατεία”, “πλατεία”, στο στοβαθμό βαθμόπου πουη ηΡώμη Ρώμη προσθέτοντας προσθέτοντας τιςτις έννοιες έννοιες του τουμεγαλείου μεγαλείουκαικαιτηςτης μνημειακότητας μνημειακότητας του του ρωμαϊκού ρωμαϊκού πολιτισμού πολιτισμού καθώς καθώς καικαι αυτές αυτές τηςτης δόξας δόξας καικαι τηςτης εξουσίας. εξουσίας.
Η Η κεντρική κεντρικήπλατεία, πλατεία, στην στην περίκλειστη περίκλειστη από τείχη μεσαιωνική από τείχη μεσαιωνική πόλη, πόλη, χρησιμοποιείται ως έκφρασης πεδίο χρησιμοποιείται ως πεδίο έκφρασης της και δύναμης και της της της δύναμης της επιρροής επιρροής της αναδυόμενης αστικήςτων αναδυόμενης αστικής τάξης, τάξης, των και εμπόρων και τωνπου εμπόρων των αριστοκρατών, αριστοκρατών, που ασκούν την τα ασκούν την εξουσία, αποκλείοντας εξουσία, αποκλείοντας κατώτερα στρώματα.τα κατώτερα στρώματα.
Η Η αντιμετώπιση αντιμετώπιση του του δημόσιου δημόσιου χώρου χώρου ανατρέπεται ανατρέπεται εντελώς εντελώς στην στην αναγέννηση. αναγέννηση. ΤοΤο “κάλλος” “κάλλος” αναγορεύεται αναγορεύεται σεσε μέγιστη μέγιστη αρχή αρχή που που καθορίζεται καθορίζεται από από μαθηματικούς μαθηματικούς νόμους. νόμους.H Hαναγεννησιακή αναγεννησιακήπλατεία πλατεία γίνεται γίνεταιαντικείμενο αντικείμενομελέτης μελέτηςγιαγιατοντον καθορισμό καθορισμόδιαστάσεων, διαστάσεων,ιδανικών ιδανικών αναλογιών αναλογιών καικαι συμμετριών. συμμετριών.
3Β. Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ Το Μοντέρνο Κίνημα- Ο 20ος αιώνας Στη μητρόπολη του 19ου αιώνα, και αργότερα σε εκείνη του 20ου, ο δημόσιος χώρος είναι το αρχιτεκτονικό πεδίο στο καθημερινό θέαμα του δημόσιου βίου. Οι μοντέρνοι άνθρωποι του Baudelaire και του Benjamin, οι flâneurs που χαζεύουν άσκοπα κοιτάζοντας βιτρίνες και ανθρώπους να περνούν, επιχειρούν να γνωρίσουν και να αντιληφθούν τη σύγχρονη πόλη. Μάταια τους περίμενε ο Le Corbusier το 1925 να καθίσουν στις καρέκλες του υπαίθριου καφενείου του και να χαζέψουν το πέτρινο θέαμα της σύγχρονης πόλης του, έχοντας ήδη αντικαταστήσει τη φαντασμαγορία του εμπορικού δρόμου με αρτηρίες γρήγορων αυτοκινήτων και με διάσπαρτους ουρανοξύστες. Ωστόσο, πέρα και πάνω από την καλή ή κακή αρχιτεκτονική του, ο δημόσιος χώρος της μοντέρνας πόλης γίνεται όλο και περισσότερο ο χώρος του αποξενωμένου ανθρώπου, ο χώρος της λειτουργικής διεκπεραίωσης. Οι πλατείες του δυτικού Κλασικισμού σχεδιάστηκαν μεγαλόπρεπες για να συγκεντρώσουν το σύνολο των δραστηριοτήτων από τους γύρω δρόμους, ενώ οι πλατείες του Μοντερνισμού αποτέλεσαν τους κόμβους για τη διοχέτευση των γρήγορων αυτοκινήτων σε ανεξάρτητες ιδιωτικές κατευθύνσεις. Στην πραγματικότητα, η μοντέρνα αρχιτεκτονική του δημόσιου χώρου δεν περιλαμβάνει πια πλατείες, αλλά αστικά κενά που δρουν ως ζώνες πρασίνου, παιχνιδότοπους, αθλητικές εγκαταστάσεις και μοναχικές διαδρομές – μια δραστηριότητα ψυχαγωγίας ανάμεσα στη ζώνη της εργασίας και την ιδιωτική ζωή της μαζικής κατοικίας. Ο δημόσιος χώρος της Χάρτας των Αθηνών είναι μια άρνηση και μια κατάργηση των τυπολογιών και των λειτουργιών του παρελθόντος και ταυτόχρονα μια παράξενη ουτοπία συνύπαρξης αγνώστων ανθρώπων σε μια απεραντοσύνη ενός καταπράσινου δημόσιου χώρου· η ουτοπία βέβαια έχει τις καλύτερες προθέσεις για τον άνθρωπο – “την εκλογή της πιο ευχάριστης θέας, την αναζήτηση του
28
Στο μέτρο, τον ορθολογισμό,τη λογική και την αρμονία της Αναγέννησης, οι αρχιτέκτονες του μπαρόκ, αντιπαραθέτουν την ανάγκη για περισσότερο συναίσθημα. Παράλληλα, δίνεται έμφαση στην ενίσχυση της απεραντοσύνης,της τάξης και του δέους. Στον χώρο, η τάση αυτή εκφράζεται με άξονες συμμετρίας, πομπώδες ύφος και μεγαλοπρέπεια. Ήταν μια πορεία μνημειακού εξωραϊσμού του δημόσιου χώρου των μεγάλων πόλεων, με την αρχιτεκτονική ενότητα των αστικών μορφών και την τάξη των κανονικών γεωμετρικών σχημάτων. Το κενό του δημόσιου χώρου είναι το αρνητικό του χτισμένου ιδιωτικού χώρου.
O δημόσιος χώρος είναι το αρχιτεκτονικό σκηνικό στο καθημερινό θέαμα του δημόσιου βίου, στο οποίο τώρα συμμετέχει εντυπωσιακά η φαντασμαγορία του εμπορεύματος.Η μοντέρνα αρχιτεκτονική του δημόσιου χώρου δεν περιλαμβάνει πια πλατείες, αλλά αστικά κενά που δρούν ως ζώνες πρασίνου ανάμεσα σε ψηλά κτίσματα.
Το δικαίωμα του πολίτη στο δημόσιο χώρο αντικαθίσταται από το δικαίωμα του πελάτη, γεγονός που λειτουργεί καταχρηστικά έως και κατασταλτικά στη λειτουργία του κοινόχρηστου χώρου ως δημόσιου αγαθού. Οδηγώντας στην απαξίωση του δημόσιου χώρου.
Διάγραμμα 1. Σύντομη ιστορική αναδρομή του δημόσιου χώρου.
καθαρότερου αέρα και της πληρέστερης παρουσίας του ήλιου, τη δυνατότητα να δημιουργηθούν, δίπλα ακριβώς στην κατοικία, οι κοινόχρηστες εγκαταστάσεις, οι σχολικοί χώροι, τα κέντρα αρωγής και τα γήπεδα που αποτελούν τις προεκτάσεις της”.2 Αυτό φυσικά απαιτεί “ψηλά κτίσματα” που “θα χτίζονται σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο, ώστε να ελευθερώνουν έδαφος και να αφήνουν μεγάλες επιφάνειες πρασίνου”.3 Αντίστοιχα, “οι δρόμοι… διαφοροποιούνται ανάλογα με τον προορισμό τους : δρόμοι κατοικίας, δρόμοι περιπάτου, δρόμοι διέλευσης, κύριοι άξονες”.4 Ο κύκλος της καθημερινής ζωής, “κατοικία, αναψυχή (ανάπαυση) – ρυθμίζεται από την πολεοδομία με την αυστηρότερη δυνατή οικονομία χρόνου” και ταυτοχρόνως “η αρχιτεκτονική είναι υπεύθυνη για τον ευτυχία και την ομορφιά της πόλης”, αφήνοντας “κάθε ελευθερία στην πρωτοβουλία του καθενός και στη φαντασία του καλλιτέχνη”. Η μεταπολεμική ιστορία του δημόσιου χώρου, αφού περάσει πρώτα από μια ζώνη ισχυρών αναταράξεων, θα είναι πολύ διαφορετική για λόγους που είναι επιπλέον οικονομικοί, κοινωνικοί και πολιτισμικοί.
2 3 4
Η Χάρτα των Αθηνών, άρθρο 28 Η Χάρτα των Αθηνών, άρθρο 29 Η Χάρτα των Αθηνών, άρθρο 63
29
9. Ο δημόσιος χώρος στην σύγχρονη πόλη του Le Corbusier.
Η αμφισβήτηση του Μεταμοντέρνου Το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου σήμανε για τις ευρωπαϊκές πόλεις το ξεκίνημα μιας νέας εποχής. Η ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων εκτάσεων αλλά και η ανάγκη στέγασης του μετακινούμενου προς τα αστικά κέντρα πληθυσμού απορρόφησε το ενδιαφέρον των τοπικών αρχών, των πολεοδόμων και των αρχιτεκτόνων της εποχής. Οι αρχές του Μοντέρνου Κινήματος, όπως είχαν ήδη διαδοθεί πριν από τον πόλεμο, συνέβαλαν στην ταχύτατη παραγωγή οικιστικών συγκροτημάτων, αξιοποιώντας τις δυνατότητες των νέων κατασκευαστικών τεχνολογιών, ενώ παράλληλα αγνόησαν τη σπουδαιότητα του δημόσιου χώρου της πλατείας. Στο διάστημα που απαιτήθηκε μέχρις ότου κλείσουν οι πληγές που άφησε ο πόλεμος, η συζήτηση για την ποιότητα ζωής στον δημόσιο χώρο δεν μπορούσε παρά να είναι περιορισμένη. Ο χρόνος υπήρξε ο απόλυτος κριτής των πολεοδομικών αρχών του Μοντέρνου Κινήματος. Η συνειδητοποίηση των προβλημάτων τους είχε ως δραματική κατάληξη την κατεδάφιση μεγάλων οικιστικών συγκροτημάτων στο τέλος της δεκαετίας του ’60. Η κατεδάφιση του Pruitt-Igoe στο St. Louis, το 1972, αποκτά συμβολική σημασία καθώς σύμφωνα με τους κήρυκες του μεταμοντερνισμού σηματοδοτεί το θάνατο του Μοντέρνου κινήματος. Είναι τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, που ο Μεταμοντερνισμός έρχεται να αμφισβητήσει τον ντετερμινιστικό σχεδιασμό του Μοντερνισμού και τις αρχές της Χάρτας των Αθηνών, μέσα από μια κριτική και νοσταλγική διάθεση απέναντι στη χαμένη αστικότητα. Η αμφισβήτηση του κινήματος έχει ξεκινήσει ήδη από το 1953, όταν η γενιά του CIAM IX αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τις φονξιοναλιστικές αρχές και τον “φιλελεύθερο ιδεαλισμό” του Le Corbusier. Στο τελικό κείμενο του συνεδρίου, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε: “Ο άνθρωπος μπορεί εύκολα να ταυτίσει τον εαυτό του με την εστία του, δύσκολα όμως και με την πόλη, μέσα στην οποία βρίσκεται η εστία αυτή. Το “να ανήκεις” είναι μια βασική συναισθηματική ανάγκη που οι συνειρμοί της είναι της απλούστερης τάξης. Από το “να ανήκεις” –ταυτότητα- προκύπτει το πλούσιο συναίσθημα της φιλικής συμπεριφοράς των γειτόνων.
30
10,11. Λέξεις-κλειδιά στη φιλοσοφία των Βιτρούβιου, R.Venturi, S.Brown, Le Corbusier και R.Koolhaas.
31
Το μικρό στενό δρομάκι της φτωχογειτονιάς πετυχαίνει εκεί που τα ευρύχωρα αναπτυξιακά προγράμματα αποτυγχάνουν.”5 Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν 40 χρόνια για να αποδειχθεί η αδυναμία υλοποίησης της μοντερνιστικής εμμονής. Οι υπερυψωμένοι οδοί ουδέποτε κατάφεραν να αποκολλήσουν τους πεζούς από τη γη, ενώ ταυτόχρονα δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Στο τέλος της δεκαετίας του 1960 άρχισε να γίνεται συνειδητή η απώλεια που προκάλεσαν τόσο ο πόλεμος όσο και το Μοντέρνο Κίνημα. Δημιουργήθηκε έτσι μια διάθεση νοσταλγίας για τις ποιότητες της ιστορικής ευρωπαϊκής πόλης, η οποία οδήγησε στην προσπάθεια επαναφοράς τους στον αστικό σχεδιασμό. Η απόσταση όμως από τον 19ο αιώνα ήταν πια μεγάλη και η πόλη είχε αλλάξει. Δεν άργησε λοιπόν να διαπιστωθεί ότι οι διαθέσιμες από την ιστορία στρατηγικές σχεδιασμού ήταν ανεπαρκείς απέναντι στα νέα δεδομένα. Το αξιόλογο έργο αρχιτεκτόνων της περιόδου δεν μπορούσε να έχει συνέχεια. Έτσι η θεωρία στράφηκε ξανά στην παραδοσιακή πόλη. Στο βιβλίο του Η Αρχιτεκτονική της Πόλης που εκδόθηκε το 1966, ο Ιταλός Aldo Rossi τόνισε ότι η μορφή της πόλης η κάτοψή της, ήταν έγκυρη σε όλες τις εποχές. Μόνο η χρήση που προκύπτει από αυτή πρέπει να ανταποκρίνεται στην αντίστοιχη εποχή. Ως παράδειγμα, ανέφερε τη Placa del Mercato της Lucca, της οποίας το ωοειδές σχήμα βασίζεται στο ρωμαϊκό αμφιθέατρο που βρισκόταν στο ίδιο σημείο. Στη δεκαετία του ’70 ο Ολλανδός Rem Koolhaas δημιούργησε αρκετές αναλύσεις της Νέας Υόρκης στο βιβλίο του Delirious New York, όπου χαιρετίζει την αρχή της μεικτής χρήσης. Ο ουρανοξύστης που στεγάζει κατοικίες και γραφεία, αλλά και χώρους ψυχαγωγίας και δημιουργεί ανοιχτούς χώρους είναι το πρότυπο του Koolhaas για τη δημιουργία μιας πόλης. Το σκίτσο του The City of the Captive Globe δείχνει ότι οι πλέον ποικίλες αρχιτεκτονικές διακηρύξεις μπορούν να συνυπάρξουν σε μια ενοποιημένη πόλη μέσω ενός συστήματος συγκροτημάτων. Το έργο τονίζει τα πλεονεκτήματα του διαχωρισμού αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας.
12.Αεροφωτογραφία της Piazza Anfiteatro στη Lucca της Ιταλίας. 5
Frampton Kenneth, Μοντέρνα Αρχιτεκτονική –Ιστορία και κριτική, Αθήνα εκδ. Θεμέλιο, 1999, σελ.24
32
Το 1977 καταρτίστηκε η Χάρτα του Μάτσου Πίτσου, το αντίθετο της Χάρτας των Αθηνών, που απαιτούσε τη διατήρηση των ιστορικών κτιρίων, τη συνέχεια του σχεδίου πόλεως, την ολοκλήρωση των ποικίλων χρήσεων και την προτεραιότητα των δημόσιων έναντι των ιδιωτικών μέσων μεταφοράς. Έτσι λοιπόν , ο σχεδιασμός των πόλεων επικεντρωνόταν όλο και περισσότερο στο κέντρο τους. Μεταξύ 1984 και 1987, η ΙΒΑ, η Διεθνής Κατασκευαστική Έκθεση, μετέτρεψε το Δυτικό Βερολίνο σε χώρο έκθεσης των σχεδιαστικών ιδεών. Με το σύνθημα “ήπια αστική ανανέωση”, υπέργηρα κτίρια έμπαιναν σε τάξη και η ικανότητά τους να κρατήσουν στο μέλλον παρουσιάστηκε υπό τη σκιά του Τείχους. Με το σύνθημα “κριτική ανακατασκευή”, η κάτοψη της πόλης η οποία είχε καταστραφεί από τον πόλεμο και από τη μοντερνιστική σχεδίαση, επανασυστάθηκε με τα πλέον ποικίλα παραδείγματα σύγχρονης αρχιτεκτονικής. η ΙΒΑ ήταν εξαιρετικά επιτυχής σχετικά με το βασικό της σκοπό που ήταν να ξανακάνει το κέντρο της πόλης ένα μέρος για να ζει κάποιος. Αλλά όσο το έργο “πόλη” ήταν υπό την προστασία μόνο της δημόσιας αρχής, το μόνο που δημιουργήθηκε ήταν η μορφή της πόλης, όχι η ουσία της, η ζωή της. Η Ισπανία ήταν ίσως η χώρα που γνώρισε μεγαλύτερη επιτυχία : σε μια ασυνήθιστη πράξη συντονισμένης προσπάθειας μεταξύ 1981 και 1993 ξαναζωντάνεψαν αμέτρητες πλατείες στη Βαρκελώνη, ενώ παντού στη χώρα χτίστηκαν σχολεία, πολιτιστικά κέντρα και γραμμές τραμ. Με το τέλος της δικτατορίας του Franco, η συλλογικότητα, η οποία ήταν καταπιεσμένη για μεγάλο χρονικό διάστημα, επανεπιβεβαίωσε τα δικαιώματά της πάνω στο χώρο της πόλης.
13.Το Plan Voisin του Le Corbusier.
14.Τhe City of the Captive Globe.
33
15.Το δίκτυο επιρροών των “starchitects”.
Διαφήμιση και κατανάλωση – Ο νέος δημόσιος χώρος Χιλιάδες εκτυπώσεων και εικόνων βομβαρδίζουν τον καθένα καθημερινά. Τα οπτικά σήματα που μας επιβάλλουν καθημερινά από τον περίγυρό μας γίνονται δυνατότερα : από το σήμα κυκλοφορίας στις μεγάλες διαφημιστικές πινακίδες και τις τηλεοπτικές διαφημίσεις. Δεν υπάρχει επίσκεψη σε κινηματογράφο που να μην συνδυάζεται από μια φευγαλέα ματιά στην τεράστια οθόνη που παρουσιάζει έναν άλλο κόσμο πριν από την ταινία. Οι ίδιες οι διαφημίσεις έχουν γίνει μια μορφή ψυχαγωγίας στη γαλλική ταινία – συλλογή των καλύτερων διαφημίσεων της χρονιάς στις Κάννες. Από την εποχή του Andy Warhol και της σειράς εικόνων των κονσερβών σούπας έκαναν τη διαφήμιση τέχνη – οι προσδοκίες για τις διαφημίσεις που μπορούν να γίνουν τέχνη έχουν μεγαλώσει. Όλα αυτά φυσικά, έχουν ένα σκοπό : να προσελκύσουν την προσοχή μας με κάθε κόστος, και να ξεχωρίσουν από τον ανταγωνισμό – με καλύτερο σημείο εκκίνησης το σημείο των πωλήσεων. Ο δημόσιος χώρος της πόλης βάλλεται από διαφορετικές πλευρές. Η τηλεόραση και τα σύγχρονα μέσα ενημέρωσης αντιμάχονται τους δρόμους, τις πλατείες και τα πάρκα των ευρωπαϊκών πόλεων, προσφέροντας συγκεκριμένου τύπου προγράμματα ενημέρωσης και αναψυχής. Δεν περιορίζονται όμως σε αυτό παράλληλα με την εξέλιξη των τηλεοπτικών προγραμμάτων, η βιομηχανία του θεάματος εισάγει έναν νέο τύπο αστικού χώρου, έξυπνα ρυθμισμένο, γεμάτο περίτεχνα ευρήματα και απόλυτα ελεγχόμενο από σύγχρονα συστήματα επιτήρησης, ως υποκατάστατο του παραδοσιακού δημόσιου χώρου συνεύρεσης, επικοινωνίας, ελεύθερης έκφρασης και δημοκρατίας. Η μετατόπιση αυτής της έννοιας του δημόσιου υποκαθιστά την κίνηση μέσα στο αστικό περιβάλλον και κατ’ επέκταση μεταβάλλει την αντίληψη της αστικής εμπειρίας. Το δικαίωμα του πολίτη στο δημόσιο χώρο αντικαθίσταται από το δικαίωμα του πελάτη, γεγονός που λειτουργεί καταχρηστικά έως και κατασταλτικά στη λειτουργία του κοινόχρηστου χώρου ως δημόσιου αγαθού.
34
Βασικός στόχος της βιομηχανίας του θεάματος αλλά και κινητήρια δύναμή της είναι η κατανάλωση των ελκυστικά παρουσιασμένων από τα διαφημιστικά μηνύματα προϊόντων. Οι τηλεοπτικές ζώνες απευθύνονται σε συγκεκριμένες ομάδες καταναλωτών όπως αυτή των φιλάθλων ή της μέσης νοικοκυράς. Το ίδιο συμβαίνει και στη σύγχρονη πόλη η οποίο μετατρέπεται σε ένα ατελείωτο πεδίο κατανάλωσης. Τα πάντα είναι shopping όπως επαναλαμβάνει ο Rem Koolhaas τα τελευταία χρόνια. Τα νέα αστικά κέντρα αναψυχής οργανώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να προσελκύσουν τον μέσο τουρίστα ή την τυπική μέση οικογένεια. Η Potsdamer Platz απευθύνεται στον μέσο Γερμανό καταναλωτή, οι ενοποιημένοι αρχαιολογικοί χώροι της Αθήνας απευθύνονται στον μέσο τουρίστα- καταναλωτή, τα multiplex κινηματογραφικά κέντρα απευθύνονται στη μέση οικογένεια καταναλωτών. Οι ομάδες μικρότερου καταναλωτικού ενδιαφέροντος αποκλείονται τόσο από τα τηλεοπτικά προγράμματα όσο και από το πρόγραμμα της σύγχρονης πόλης. Στην τηλεοπτική ζώνη υψηλής θεαματικότητας κυριαρχούν τα προγράμματα παρακολούθησης πραγματικών ανθρώπων σε τεχνητό περιβάλλον. Ορισμένα καταστήματα σχεδιασμένα από πρωτοπόρους αρχιτέκτονες αντικαθιστούν τους καθρέπτες των δοκιμαστηρίων τους με κάμερες και οθόνες προβολής. Στο διαδίκτυο αυξάνονται οι ιστοσελίδες των χρηστών που επιτρέπουν την παρακολούθηση της προσωπικής τους ζωής μέσω κάμερας. Ο μέσος καταναλωτής διδάσκεται να επιζητεί και να απολαμβάνει την παρακολούθησή του όχι μόνο στον δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό του χώρο. Ήδη λοιπόν, από τις αρχές του 21ου αιώνα, η απαξίωση του δημόσιου χώρου ως κοινωνικό αγαθό και η ανάδειξή του ως ένα πεδίο κατανάλωσης έχει συντελεστεί και καταγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο, στον ίδιο βαθμό που το shopping γίνεται συνώνυμο της ψυχαγωγίας. Ο δημόσιος χώρος προσλαμβάνεται πλέον ως καταναλωτικό αγαθό και το ωράριο λειτουργίας του και πρόσβασης σε αυτόν συγχρονίζεται με το ωράριο της κατανάλωσης.
16. Κοινό στην προβολή της πρώτης 3d ταινίας, 1952, Life Magazine.
ΕΝΟΤΗΤΑ 2
04 ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΧΩΡΟΥ- ΤΟΠΟΥ
37 Η νοηματοδότηση του χώρου 38 Η σημασία και το νόημα της ταυτότητας- η αίσθηση του “ανήκειν” 40 Το αίσθημα της περιβαλλοντικής ψυχολογίας
Η νοηματοδότηση του χώρου Παρότι οι αρχιτέκτονες προβληματίζονταν πάντα για τον “τόπο”, ήδη από την εποχή της αρχαιότητας (χαρακτηριστική η ρήση του Αριστοτέλη: «χαλεπόν τε ληφθήναι ο τόπος» (πολύ δύσκολο είναι να συλληφθεί η έννοια του τόπου) μέχρι το σύγχρονο Aldo van Eyck που διαπραγματεύτηκε τέτοιες έννοιες και όπως χαρακτηριστικά σημείωσε: “Οτιδήποτε κι αν σημαίνει ο χώρος και ο χρόνος, ο τόπος και η περίσταση σημαίνουν περισσότερα. Γιατί η εικόνα του ανθρώπου για το χώρο είναι ο τόπος, και η εικόνα του ανθρώπου για τον χρόνο είναι η περίσταση”. “Φτιάξτε απ’ το καθετί έναν τόπο, από κάθε σπίτι και κάθε πόλη μια ομάδα τόπων, γιατί ένα σπίτι είναι μια μικροσκοπική πόλη, μία πόλη ένα τεράστιο σπίτι”. Όταν ο χώρος διεκδικείται (και “αξιοποιείται”) ως τέτοιος κι όχι ως τόπος, τότε το σχήμα δε γεμίζει και δεν υψώνεται, δε μετουσιώνεται σε σώμα, και η αποστολή του κενού -στο να γεμίσει με ζωήέχει αποτύχει. Στην πόλη, μπορεί να δημιουργούμε κενά, που αποκτούν τα τυπικά -χωρικά και λειτουργικά- χαρακτηριστικά για να θεωρηθούν πλατείες, όμως, όταν αυτά δεν αποτελούν μέρος του ανθρώπινου γίγνεσθαι, του “λειτουργείν” και του “παράγειςν”, όταν αξιακά παραγράφονται και δεν εντάσσονται ενεργά στον κόσμο -και τον βίο- του ανθρώπου, τότε παραμένουν -τραγικά- κενά. Τόπος είναι το δημιουργημένο, το ανθρώπινο, μια ολότητα ζωής, ιστορίας, μνήμης, τέχνης (πολιτισμού γενικότερα), μύθου, κοινωνικότητας. Είναι το παραγόμενο που φτιάχτηκε για να μιλά, για να είναι ζωντανό, για να προσφέρει, για να αντλεί και να εκπέμπει. Αυτή είναι η αξία του και η αποστολή του. Εάν αποφεύγεται, εάν για κάποιο λόγο μεταπίπτει σε αχρησία, εάν απαξιώνεται στη συνείδηση των δημιουργών του (του λαού, δηλαδή) και μεταπίπτει σε έρημο, τότε παύει να είναι ζωντανό, παύει να έχει αποστολή. Παύει, συνεπώς, να είναι τόπος, αφού ως δημιουργία αρχικά θεωρήθηκε, έπαυσε όμως στη συνέχεια ως τέτοια να υφίσταται. Πότε ο χώρος γίνεται τόπος; Πότε το σχήμα γίνεται σώμα; Ο καθηγητής Ν. Κ. Μουτσόπουλος προσδιόρισε τον χώρο ως “τον τόπο που “χωράει”, αλλιώς θα ήταν “αδιαχώρητος”.6 Όταν ο χώρος γεμίζει με ανθρώπους, με τις δραστηριότητές τους, με συναισθήματα, με οράματα, με προσδοκίες, με όνειρα, όσο είναι γεμάτος με τα αποτελέσματα της δραστηριότητας των ανθρώπων, γεμάτος με αντικείμενα που αφήνει ο καθένας στο πέρασμά του, τότε γίνεται τόπος (Στεφάνου Ι., 2005). Ο Marc Auge καθόρισε ως μη-τόπο το χώρο που δεν είναι ανθρωπολογικός, καθότι οι ανθρωπολογικοί χώροι δημιούργησαν έναν οργανικό δεσμό μεταξύ των ανθρώπων και των στοιχείων του χώρου, που διαχέεται σε αυτόν και τον καθορίζει (M. Auge, 1992). Όλα συνεπώς που κάνουν το χώρο να «μιλά», ν’ “ανασαίνει”, εκείνα που τον κάνουν ζωντανό, που τον γεμίζουν με περιεχόμενο, τον κάνουν τόπο. Ο άνθρωπος απουσιάζει από τις σημερινές αστικές πλατείες. Τις πατά, τις προσπερνά, δεν τις περπατά –“...στις σύγχρονες πόλεις έχει χαθεί το περπάτημα”, διαπίστωνε το έτος 1943 ο Le Corbusier στην πρώτη έκδοση της Χάρτας των Αθηνών. Τις διέρχεται, δεν τις περιηγείται. 6
Άποψη διατυπωμένη στο συλλογικό έργο «Το ελληνικό τοπίο. Μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τόπου», επιμέλεια: Παναγιώτης Ν. Δουκέλλης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2005.
37
Η κίνηση και η στάση τις χαρακτηρίζει, στα πλαίσια όμως της πόρεψης, της περιπέτειας του ανθρώπου στους δαιδάλους της σύγχρονης πόλης. Η προσπελασιμότητα είναι το επιζητούμενο σε αυτές γι’ αυτό και συχνά δομούνται ως αξιοθέατα. Για τον λόγο αυτό, κυρίαρχη είναι η κολακεία του οπτικού νεύρου. Η οπτική φυγή του αστού στο κενό της πόλης ικανοποιείται με τη δημιουργία και προβολή αισθητικών στοιχείων-συνθέσεων, που απαλύνουν την αίσθηση του κενού και γεφυρώνουν το χάσμα της επικοινωνίας του με το χώρο. Ο άνθρωπος δεν “αισθάνεται” πια τις πλατείες, δεν τις νιώθει, δεν ενσκήπτει σε αυτές, ακριβώς γιατί δεν τις βιώνει, γιατί είναι αποστασιοποιημένος από τη φύση τους. Τις χρησιμοποιεί, είτε ικανοποιώντας λανθάνουσες ανάγκες του, καθιερωμένες απολαύσεις του, στα πλαίσια ενός τεχνοκρατικού βίου (η πλατεία ως πεδίο κατανάλωσης, διασκέδασης, διαφήμισης), είτε γιατί τα βήματά του στους λαβυρίνθους της πόλης τον φέρνουν σε αυτές, οπότε αναγκαστικά τις διέρχεται (η πλατεία ως πλατύς δρόμος). Όμως εκείνο που δημιουργήθηκε από τον ίδιο ως πεδίο διοχέτευσης της ενέργειάς του κι αποτέλεσε τη χωρική συνισταμένη πορειών και δράσεων, έχει αφεθεί στην αδιαφορία της διέλευσης: την προσπερνά γρήγορα, μη λογαριάζοντας τα γύρω του, δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία τους. Η πλατεία, γενικά, στη συνείδηση του σύγχρονου αστού αποτελεί χρήση, κι αυτό την κάνει αδιάφορη. Ο αστός δεν τη νιώθει οικεία, δεν έχει ερεθίσματα γι’ αυτήν. Δεν είναι μέρος του περιβάλλοντός του, δεν είναι καν η εξοχή που επιθυμεί. Είναι μια απρόσωπη επίπεδη επιφάνεια, χωρίς περιεχόμενο, που τη χαρακτηρίζει η έλλειψη επικοινωνίας και διαλόγου του πολίτη με τα στοιχεία του χώρου, αλλά κι αυτών μεταξύ τους (υπάρχει έλλειψη επαφών, συναισθημάτων, δράσεων). Εντέλει, η πλατεία για τον αστό είναι έρημος, μια έκφραση της στειρότητας και σκληρότητας της πόλης. Αποτελεί μέρος ενός σκηνικού που αύριο μπορεί ν’ αλλάξει και να επαναδιαμορφωθεί. Είναι μέρος ενός συστήματος κι όχι μιας σχέσης, κάτι που κάνει τα γύρω να μοιάζουν ψυχρά υλικά συγκεκριμένης χρήσης. Η αντιμετώπιση αυτή καθιστά τον τόπο “άπληρο”, ανεπαρκή, και η συνολική κενότητα, τον καταβιβάζει σε χώρο. Έτσι προκύπτει η απορία εάν η σύγχρονη αστική πλατεία διατηρεί τον χαρακτήρα της ως τόπο. Η σύγχρονη πλατεία έχασε την ουσία της, έχασε την ψυχή της, στέκεται κενή και παράταιρη στο σημερινό, αποξενωμένη από τα γύρω της, από την ιστορία της, απομακρυσμένη από την αποστολή της. Αξίζει να αναρωτηθούμε ποια είναι η αξία ύπαρξης πλατειών χωρίς τους ανθρώπους τους. Ποιος ο λόγος ύπαρξης του κενού όταν δε γεμίζει με ζωές που το συμπληρώνουν. Ο χώρος απαιτεί πλήρωση, θέλει ενέργεια για να γεμίσει. Η έλλειψη αυτής, βαθαίνει το κενό, ανοίγει το χάσμα του.
Η σημασία και το νόημα της ταυτότητας – η αίσθηση του “ανήκειν” Ο τόπος είναι μια διάσταση που διαμορφώνεται από τη σχέση των ανθρώπων με τα φυσικά τοπία, τις ατομικές και ομαδικές δραστηριότητες και τις έννοιες. Το αίσθημα του τόπου και η ταυτότητα του τόπου είναι έννοιες που θα μπορούσαν να περιγράψουν την ποιότητα των σχέσεων των ανθρώπων με ένα μέρος. Η έννοια του τόπου συνήθως ορίζεται ως μια γενική εντύπωση που περιλαμβάνει τους γενικούς τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι αισθάνονται για μέρη, την αίσθηση και την ανάθεση ιδεών και αξιών. Η δημιουργία ή η διατήρηση του αισθήματος του τόπου είναι σημαντική για τη διατήρηση της ποιότητας του περιβάλλοντος καθώς και της ακεραιότητας της ανθρώπινης ζωής μέσα σε αυτό. Έχουν οριστεί πολλοί ορισμοί για τον τόπο, αλλά γενικά ο όρος “τόπος”, σε αντίθεση με τον χώρο, εκφράζει
38
έναν ισχυρό συναισθηματικό δεσμό μεταξύ ενός ατόμου και ενός συγκεκριμένου περιβάλλοντος.7 Με άλλα λόγια, ο τόπος είναι αναμεμειγμένος με ανθρώπινες αξίες και αρχές. Ως αποτέλεσμα, ο τόπος είναι ένας ιδιαίτερος χώρος που καλύπτεται από έννοιες και αξίες από τους χρήστες. Οι τόποι διαδραματίζουν ουσιαστικό και ζωτικό ρόλο στην ανθρώπινη ζωή. Κάθε τόπος έχει το δικό του μοναδικό χαρακτήρα που είναι ένα σημαντικό ζήτημα στις κοινωνικές επιστήμες. Ο Amos Rapoport8 υποστήριξε ότι εκτός από τα φυσικά τους χαρακτηριστικά, οι τόποι περιλαμβάνουν μηνύματα και σημασίες που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται και αποκωδικοποιούν με βάση τους ρόλους, τις εμπειρίες, τις προσδοκίες και τα κίνητρά τους. Επομένως, το αίσθημα του τόπου αναφέρεται στην ιδιαίτερη εμπειρία ενός ατόμου σε ένα συγκεκριμένο χωρικό περιβάλλον. Είναι ένας γενικός τρόπος που αισθάνεται κάποιος για ένα μέρος. Ο Edward Relph υποστήριξε ότι τα σύμβολα, οι παραδόσεις, οι μύθοι και οι τελετουργίες βοηθούν στην ενίσχυση του αισθήματος του τόπου. Οι Peterson και Saarinen9 ισχυρίστηκαν επίσης ότι τα τοπικά σύμβολα αντικατοπτρίζουν και ενισχύουν το αίσθημα του τόπου. Παράλληλα, ο Datel και οι Dingemans καθόρισαν το αίσθημα του τόπου ως “τη σύνθετη δέσμη των εννοιών, των συμβόλων και των ιδιοτήτων ενός ατόμου ή μιας ομάδας που συνειδητά και ασυνείδητα συνεργάζεται σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία ή περιοχή”. Ο Shamai υποστήριξε πως ο τόπος μπορεί να είναι πολύ περισσότερο από την προσωπική εμπειρία κάποιου. Πιθανότατα αναπτύσσεται μεταξύ ομάδων διαφορετικών γενεών. Αυτό σημαίνει ότι η μακροχρόνια σχέση μεταξύ του τόπου και του ανθρώπου εγκαθιδρύει ταυτότητες και έννοιες με φυσικά περιβάλλοντα που δημιουργούν το αίσθημα του τόπου. Ενώ μερικοί μελετητές (π.χ. Relph) υποστήριξαν ότι η μακροχρόνια αλληλεπίδραση με τον τόπο συμβάλλει στη δημιουργία αισθήματος του τόπου, έχει διατυπωθεί και η αντίθετη άποψη πως είναι επίσης δυνατό να δημιουργηθεί αυτό το αίσθημα πολύ γρήγορα, όπως όταν ερωτευόμαστε με την πρώτη ματιά. Ο E. Relph10 υποστήριξε πως το αίσθημα του τόπου έχει διαφορετικά στάδια. Tο πρώτο επίπεδο προς τη δημιουργία του αισθήματος του τόπου είναι η εξοικείωση. Αυτό περιλαμβάνει την ύπαρξη στον τόπο χωρίς να χρειάζεται να κατανοήσουμε τις έννοιές του. Πολλοί άνθρωποι βιώνουν τόπους σε αυτό το επίπεδο και οι σχέσεις τους με τους τόπους είναι μόνο μέσω δραστηριοτήτων. Αυτοί οι άνθρωποι δεν δίνουν ιδιαίτερη σημασία και η εμπειρία τους από αυτόν τον τόπο είναι μόνο επιφανειακή. Επιπλέον, δεν νιώθουν ότι ανήκουν στον τόπο και δεν προσπαθούν να αναπτύξουν μια σύνδεση με τον τόπο. Το δεύτερο επίπεδο του αισθήματος του τόπου είναι αυτό που περιγράφεται ως μια συνηθισμένη εξοικείωση με τον τόπο. Σε αυτό το επίπεδο η εμπειρία γίνεται αντιληπτή ασυνείδητα. Είναι πιο συλλογικό και πολιτισμικό, παρά προσωπικό. Σε αυτό το επίπεδο του αισθήματος του τόπου, οι άνθρωποι έχουν βαθιά και ισχυρή συμμετοχή με αυτόν. Θα συμβάλουν στις κοινωνικές δραστηριότητες, αλλά θα δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στα σύμβολα του τόπου. Αυτό το επίπεδο εξοικείωσης συνήθως βιώνεται σε οικεία και ιερά μέρη. Το τρίτο επίπεδο είναι η βαθιά εξοικείωση με αυτόν. Περιλαμβάνει την “υπαρξιακή ιδιοσυγκρασία” ενός ατόμου και βιώνεται ασυνείδητα. Σε αυτό το επίπεδο το άτομο ενσωματώνεται με τον τόπο.
7
Sime, J. D. (1986).Creating places or designing spaces? Journal of Environmental Psychology, 6, 49-63.
8
Rapoport, A. (1990). The meaning of the built environment: a nonverbal communication approach: the University of Arizona Press, Tucson. 9
Peterson, G. G., & Saarinen, T. F. (1986). Local Symbols and Sense of Place. The Journal of Geography, 85(164-168)
10
Relph, E. (1976). Place and placelessness. London: Pion.
39
Το αίσθημα της περιβαλλοντικής ψυχολογίας Η περιβαλλοντική ψυχολογία εμφανίστηκε ως εξειδικευμένος τομέας έρευνας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Οι περιβαλλοντικοί ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι τα φυσικά τοπία παίζουν σημαντικό ρόλο στη διευκόλυνση των στόχων και των φιλοδοξιών των χρηστών τους. Ισχυρίζονται ότι το φυσικό περιβάλλον έχει πολύ άμεσες ή μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην ανθρώπινη συμπεριφορά και στη ψυχική και σωματική υγεία. Σύμφωνα με τους περιβαλλοντικούς ψυχολόγους, οι αρχιτέκτονες και οι σχεδιαστές θα πρέπει να εξετάσουν τόσο τις συναισθηματικές όσο και τις λειτουργικές ιδιότητες των τόπων. Από την άποψη αυτή, ανέπτυξαν πως ο σκοπός του σχεδιασμού τόπων δεν πρέπει μόνο να διευκολύνει τις καθημερινές δραστηριότητες, αλλά να παρέχει συμβολικές και συγκινησιακές ιδιότητες, που είναι πολύ σημαντικές για την προσέλκυση περισσότερων ανθρώπων σε μέρη. Οι περιβαλλοντικοί ψυχολόγοι υποστηρίζουν επίσης ότι η εμπειρία του τόπου είναι ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες στο αίσθημα του τόπου. Στην περίπτωση αυτή, ο Steel ορίζει το αίσθημα του τόπου ως μια ιδιαίτερη εμπειρία ενός ατόμου με ένα συγκεκριμένο genius loci. Υποστήριξε ότι συναισθήματα όπως η διέγερση, ο ενθουσιασμός, η χαρά και η διαχυτικότητα είναι παραδείγματα αυτής της εμπειρίας. Ο Steel ισχυρίστηκε ότι το πνεύμα ενός τόπου ή η προσωπικότητα του τόπου συνθέτουν το αίσθημα του τόπου. Ένας τόπος δεν είναι απλώς ένα αντικείμενο, αλλά μέρος ενός μεγαλύτερου συνόλου που γίνεται αισθητό μέσω της πραγματικής εμπειρίας σημαντικών γεγονότων. Η εμπειρία γίνεται αισθητή μέσα από όλες τις αισθήσεις (όραση, ακοή, μυρωδιά, γεύση και αφή) και η εμπειρία του τόπου είναι στην πραγματικότητα συνολική αισθησιακή εμπειρία. Έτσι, σχηματίζεται μια σχέση μεταξύ ατόμου και τόπου μέσω της αλληλεπίδρασης μηνυμάτων προσώπου και τόπου σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία. Παράλληλα, ο Kevin Lynch υποστήριξε ότι ένας χώρος πρέπει να γίνει αναγνωρίσιμος και πρέπει να έχει μια ταυτότητα για να δημιουργήσει το αίσθημα του τόπου που οδηγεί στην προσκόλληση σε αυτόν. Το αίσθημα του τόπου ορίζεται επίσης ως συνδυασμός τριών στοιχείων, της τοποθεσίας, του τοπίου και της προσωπικής συμμετοχής. Για να δημιουργηθεί το αίσθημα του τόπου τα τρία στοιχεία πρέπει να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Τέλος, σημείωσε ότι η ομοιότητα των κτιρίων μας και η ψηφιακή εποχή μειώνει το αίσθημα του τόπου. Αναμφισβήτητα ο σχεδιασμός του δημόσιου χώρου επηρεάζει την υφιστάμενη ατμόσφαιρα και μέσω αυτής την ανθρώπινη συμπεριφορά. Διότι ο δημόσιος χώρος δεν είναι απλά το κενό μεταξύ του κτισμένου. Είναι ο κοινός χώρος τον οποίο όλοι, αλλά όχι κοινά, αντιλαμβάνονται. Είναι ο χώρος στον οποίο ζουν, συμπεριφέρονται, δρουν και αλληλεπιδρούν οι άνθρωποι. Είναι το σκηνικό που φιλοξενεί τους πρωταγωνιστές της πόλης και τις συμπεριφορές τους αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο, παράλληλα, τις διαμορφώνει. Παρέχει ερεθίσματα, διεγείρει τις αισθήσεις και γεννά συναισθήματα. Συμβάλλει στη γενικότερη αίσθηση που αποπνέει ο χώρος για το χρήστη και επηρεάζει τη συμπεριφορά του. Η ύπαρξη, επομένως, καλών συνθηκών, ευνοϊκών για τις αισθήσεις, ανοίγει το δρόμο για πολυάριθμες δραστηριότητες, όπως το να φάμε, να διαβάσουμε, να μιλήσουμε, να ακούσουμε. Έτσι, τελικώς, οι ευκαιρίες για επαφή με την πόλη γύρω σου αλλά και με τους ανθρώπους σχετίζονται άμεσα με την δομή και την ποιότητα του “σκηνικού” αυτού. Περπατώντας, μυρίζουμε, ακούμε, νιώθουμε, αγγίζουμε, αντιλαμβανόμαστε την πόλη και τη γνωρίζουμε. Το περπάτημα είναι ο πρώτος λόγος για τον οποίο ο χρήστης βρίσκεται στο δημόσιο χώρο. Ορισμένες φορές αποτελεί ένα αναγκαστικό μέσο μετακίνησης ενώ κάποιες άλλες φορές είναι απλά η αφορμή για να βρεθεί στο δημόσιο χώρο. Σχετικά με αυτό, ο Θάνος Βλαστός σε μια ομιλία του αναφέρει πως “το να πάω μια βόλτα στα μαγαζιά είναι απλά η πρόφαση για
40
να βγω” τονίζοντας έτσι την ανάγκη του ανθρώπου σήμερα να βρίσκεται στο δημόσιο χώρο.
41
05
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΑΛΛΗΛΟΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ
43 Σχέσεις μεγεθών 44 Ζητήματα κλίμακας 46 Η έννοια του “κέντρου” ως νοηματική παράμετρος της πόλης 48 Ο ρόλος της πλατείας στην πόλη 49 Η αστική πλατεία στην πόλη και οι προσπελάσεις
Σχέσεις μεγεθών Ο χώρος θα πρέπει πάντα να διαρθρώνεται έτσι, ώστε να δημιουργούνται τόποι, χωρικές μονάδες, των οποίων οι κατάλληλες διαστάσεις και το σωστό μέτρο περίκλεισης θα τους κάνει ικανούς να εξυπηρετούν τα πρότυπα σχέσεων εκείνων που τα χρησιμοποιούν. Ο τρόπος που διαρθρώνεται ένας χώρος είναι αποφασιστικής σημασίας και θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το κατά πόσον ο χώρος είναι κατάλληλος για μια ενιαία μεγάλη ομάδα ανθρώπων, ας πούμε, ή για έναν αριθμό μικρών, ξεχωριστών ομάδων. Όσο περισσότερο διαρθρωμένο είναι κάτι τόσο μικρότερη θα είναι η χωρική μονάδα, και όσα περισσότερα κέντρα ενδιαφέροντος υπάρχουν τόσο πιο εξατομικευμένο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή θα μπορούν να αναπτυχθούν περισσότερες δραστηριότητες από ξεχωριστές ομάδες ταυτόχρονα. Το γεγονός ότι δίνεται τόση μεγάλη έμφαση στον επιμερισμό σε υποπεριοχές, δηλαδή σε μικρές χωρικές μονάδες, συχνά ερμηνεύεται ως περιφρόνηση προς τη μεγάλη κλίμακα, όμως αυτό αποτελεί παρανόηση. Δεν ισχύει ότι ένας μεγάλος και τολμηρά διαρθρωμένος χώρος αποθαρρύνει τη χρήση του από μία ενιαία ομάδα, όπως και το αντίστροφο, ότι δηλαδή ένας μεγάλος μη διαρθρωμένος χώρος δεν δημιουργεί τις συνθήκες που επιτρέπουν διαφορετικές χρήσεις του ταυτόχρονα. Στην πραγματικότητα, είναι δυνατόν να διαρθρωθεί ένας χώρος έτσι, ώστε να είναι κατάλληλος ταυτόχρονα και για κεντρική και για αποκεντρωμένη χρήση, οπότε στην περίπτωση αυτή μπορούμε να υιοθετήσουμε τόσο την έννοια της μεγάλης κλίμακας όσο και της μικρής, ανάλογα με το πώς θέλουμε να ερμηνεύσουμε το χώρο. Πρέπει να διαρθρώνουμε τα πράγματα για να τα κάνουμε μικρότερα, δηλαδή όχι μεγαλύτερα από το απαραίτητο, και πιο εύχρηστα. Και επειδή η διάρθρωση αυξάνει την καταλληλότητα, ο χώρος ταυτόχρονα διαστέλλεται. Έτσι αυτό που δημιουργούμε πρέπει να γίνει μικρότερο και συγχρόνως μεγαλύτερο. Εν προκειμένω, η πλατεία πρέπει να θεωρείται αρκετά μικρή, ώστε να χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους και να την αισθάνονται οικεία, να την κάνουν δική τους, και αρκετά μεγάλη, για να προσφέρει το μέγιστο δυναμικό χρήσης στο σύνολο της πόλης. Η διάρθρωση τότε οδηγεί σε “αύξηση της ικανότητας” και επομένως σε μεγαλύτερες αποδώσεις του διατιθέμενου υλικού. Κατά συνέπεια απαιτείται λιγότερη ύλη, χάρη στην αυξημένη ένταση της χρήσης της. Όλα τα πράγματα θα πρέπει να έχουν τις σωστές διαστάσεις και οι σωστές διαστάσεις είναι εκείνες που τους δίνουν τη δυνατότητα να λειτουργούν όσο το δυνατόν καλύτερα. Εάν αποφασίσουμε να σταματήσουμε να κάνουμε πράγματα σε λάθος μέγεθος, θα γίνει σύντομα φανερό ότι σχεδόν τα πάντα θα πρέπει να γίνουν αρκετά μικρότερα. Τα πράγματα θα πρέπει να είναι μεγάλα μόνο αν αποτελούνται από μία συσσωμάτωση μικρών μονάδων, διότι οι υπερμεγέθεις αναλογίες σύντομα δημιουργούν αποστάσεις και αποδέσμευση. Ορισμένοι αρχιτέκτονες, εξαιτίας της επιμονής τους να σχεδιάζουν σε μια υπερβολικά μεγάλη, μεγαλειώδη και άδεια κλίμακα, έχουν γίνει δημιουργοί απόστασης και αποξένωσης. Η ευρυχωρία που βασίζεται στην πολλαπλότητα συνεπάγεται μεγαλύτερη πολυπλοκότητα, και αυτή η πολυπλοκότητα ενδυναμώνει το ερμηνευτικό δυναμικό χάρη στη μεγαλύτερη ποικιλία σχέσεων και αλληλεπίδρασης των ατομικών στοιχείων που από κοινού μορφοποιούν το σύνολο. Ο Edward T.Hall ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη θεωρία των proxemics –συμπεριφορά των αποστάσεων-
43
καθορίζει έναν αριθμό ζωνών κοινωνικών αποστάσεων, δηλαδή, τις συνηθισμένες αποστάσεις για διαφορετικές μορφές επικοινωνίας στη δυτικοευρωπαϊκή και αμερικανική πολιτισμική σφαίρα. -οικεία απόσταση(0-45 εκ.) είναι η απόσταση στην οποία εκφράζονται έντονα συναισθήματα: τρυφερότητα, άνεση, αγάπη και επίσης δυνατός θυμός. -προσωπική απόσταση(0,45-1,30 μ.) είναι η απόσταση συζήτησης μεταξύ κοντινών φίλων και μελών οικογένειας. Π.χ. άνθρωποι σε ένα οικογενειακό τραπέζι. -κοινωνική απόσταση(1,30-3,75 μ.) είναι η απόσταση για συνηθισμένες συζητήσεις μεταξύ φίλων, γνωστών, γειτόνων, συναδέλφων και ούτω καθεξής. Η διαρρύθμιση ενός καθιστικού (καναπές με πολυθρόνες και τραπέζι μέσης) είναι μια υλική έκφραση της κοινωνικής αυτής απόστασης -δημόσια απόσταση (μεγαλύτερη από 3,75 μ.) καθορίζεται ως η απόσταση που χρησιμοποιείται σε περισσότερο τυπικές καταστάσεις-ανάμεσα σε δημόσια πρόσωπα ή σε καταστάσεις διδασκαλίας με μονόδρομη επικοινωνία, ή όταν κάποιος θέλει να ακούσει ή να δει ένα γεγονός, αλλά δε θέλει να αναμιχθεί προσωπικά. Όταν οι διαστάσεις είναι σωστές ο περιπατητής έχει τη δυνατότητα να επιλέξει εάν θα συναναστραφεί με τους ανθρώπους γύρω του ή όχι. Το βασικό όταν σχεδιάζουμε είναι να δημιουργούμε ένα χώρο που να δίνει επιλογές στο χρήστη, να μην αναγκάζει ούτε να περιορίζει τις αισθήσεις του.
Ζητήματα κλίμακας Η έννοια της κλίμακας, η οποία χρησιμοποιείται όχι απλώς για να υποδηλώνει το μέγεθος αλλά τις σχέσεις των μεγεθών, έχει να κάνει με το κατά πόσον ένας σχεδιασμένος χώρος θεωρείται αρκετά μεγάλος ή υπερβολικά μικρός, με το κατά πόσον είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος από αυτό που έχουμε συνηθίσει. Οι προσδιορισμοί “μεγάλης κλίμακας” και “μικρής κλίμακας” δεν υποδηλώνουν τίποτα όσον αφορά τις πραγματικές διαστάσεις. Ορισμένα πράγματα είναι πολύ μεγάλα και άλλα πολύ μικρά απλώς γιατί έτσι πρέπει να είναι, πράγμα που δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι υπερβολικά μεγάλα ή μικρά. Η αίσθηση της “σωστής” κλίμακας για τον άνθρωπο είναι θέμα αντίληψης που προκύπτει εν μέρει και από τα βιώματά του. Προτού κάποιος κρίνει το μέγεθος ενός χώρου θα πρέπει να αναλογιστεί, όπως είπαμε προηγουμένως, τις ανάγκες που πρόκειται να εξυπηρετήσει. Το σημαντικότερο που θα πρέπει να έχουμε υπόψη είναι η διάρθρωση του χώρου και έτσι η σύγχυση η οποία περιβάλλει την έννοια της κλίμακας δεν θα πρέπει πλέον να θολώνει την οπτική μας. Τα όρια καθορίζουν το μέσα και το έξω. Κανένα χωρικό πρόβλημα δεν είναι πιο χαρακτηριστικό στη δουλειά του αρχιτέκτονα από την ανάγκη να δει το έξω και το μέσα σε σχέση μεταξύ τους. Η αρχιτεκτονική συνδυάζει δύο στόχους που δεν είναι εύκολο να συμβιβαστούν. Από τη μία οφείλει να δημιουργήσει ένα καταφύγιο που να προστατεύει τους ενοίκους του από τις ανεπιθύμητες εξωτερικές δυνάμεις και να τους προσφέρει ένα ευχάριστο εσωτερικό περιβάλλον. Από την άλλη, πρέπει να δημιουργήσει ένα εξωτερικό ταιριαστό από φυσική άποψη με τις λειτουργίες του και εντυπωσιακό, ανοικτό ή αποτρεπτικό, κατατοπιστικό κλπ. από οπτική άποψη. Η μεγάλη πρόκληση για τον αρχιτέκτονα είναι ο αλληλοαποκλεισμός των αυτόνομων, αυτοτελών εσωτερικών χώρων και του εξίσου ολοκληρωμένου εξωτερικού κόσμου και της απαραίτητης συνοχής των δύο, ως μερών του αδιαίρετου ανθρώπινου περιβάλλοντος. Στο εξωτερικό η αρχιτεκτονική δεν είναι ποτέ μόνη. Επειδή το αρχιτεκτονικό έργο περιτριγυρίζεται από άλλα κτίρια, από τοπία ή από κενό χώρο, εξαρτάται ως προς όλες τις οπτικές του διαστάσεις – μέγεθος, σχήμα, υφή, χρώμα, χωρικό προσανατολισμό κλπ. – από το περιβάλλον του. ο περίγυρος αποφασίζει για το εάν το κτίριο θα φανεί ως βέλος ή ως αφανής συνοδός, για το εάν είναι μεγάλο ή μικρό, αρμονικό ή μη συντονισμένο. Στις πόλεις τα κτίρια σπάνια είναι ανεξάρτητα. Αποτελούν μέρη κάποιων σειρών και έτσι σχεδόν δεν εμφανίζουν τον τρισδιάστατο χαρακτήρα τους. Προσαρμόζονται ως αναπόσπαστα τμήματα δισδιάστατων τοίχων και οι τοίχοι βιώνονται ως πλαγιές αστικών φαραγγιών. Εδώ τίθεται το
44
ερώτημα : καθώς ο κενός χώρος γίνεται μορφή, μετατρέπονται τα συμπαγή κτίρια σε φόντο ; Ο Rudolf Arnheim11 διατύπωσε τον συλλογισμό πως οπτικά, ο δρόμος είναι συχνά κάτι παραπάνω από ένα μονοπάτι πάνω στο έδαφος, που διαμορφώνει έναν τρισδιάστατο αγωγό, οι άκρες του οποίου τσακίζουν και συνεχίζουν στην άλλη διάσταση. Ο συλλογισμός αυτός μπορεί να εφαρμοστεί όχι μόνο για τον δρόμο αλλά και για άλλους αστικούς χώρους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η πλατεία μπορεί να ειδωθεί ως ένα τρισδιάστατο κενό, ένα στερεό που διαμορφώνεται από τα κτίρια και το έδαφος. Κατά κάποιο τρόπο οι προσόψεις δεν τελειώνουν καν στο επίπεδο της πλατείας, αλλά μοιάζουν σαν να διπλώνουν υπό ορθή γωνία και να συνεχίζουν κατά πλάτος του οδοστρώματος και να ανυψώνονται και πάλι από την απέναντι πλευρά, σαν το ανάπτυγμα ενός κύβου (εικόνα)– η πλατεία είναι ένα αδιάσπαστο δοχείο. Το οριζόντιο επίπεδο είναι το πεδίο δράσης του ανθρώπου ενώ η πρωταρχική διάσταση της όρασης είναι η κατακόρυφος. Η εντύπωση του στερεού επηρεάζεται από το ύψος των κτιρίων που το διαμορφώνουν. Το ύψος όμως εξαρτάται από το πλάτος και το πλάτος συνεισφέρει επίσης σε μεγάλο βαθμό στον χαρακτήρα της πλατείας. Η αρχιτεκτονική χρειάζεται χώρο για να αναπνέει. Εάν η πλατεία είναι πολύ στενή, τα κτίρια που στέκονται αντικριστά θα μοιάζουν σαν να πατούν πάνω στο πόδι του αντικρινού τους συμπιέζοντας δυσάρεστα το μεσοδιάστημα. Αλλά η πλατεία δεν πρέπει ούτε να είναι πολύ πλατιά. Όταν το πλάτος της πλατείας εκτείνεται πέρα από τα οπτικά πεδία που δημιουργούνται από τα κτίρια, δημιουργείται μία “αίσθηση κενού”, δηλαδή μια περιοχή που στερείται δομής. Εκτός κι αν, τονιστεί η κεντρική ζώνη της πλατείας με βοηθητικά σχήματα, όπως παρτέρια με άνθη ή δέντρα, ώστε να αντισταθμιστεί η στέρηση αυτή, ο επισκέπτης θα βιώσει μια αίσθηση εγκατάλειψης δεν θα του δοθεί μια ξεκάθαρη καθοδήγηση ως προς την κατεύθυνση που θα πρέπει να πάρει ούτε θα μπορέσει να υπολογίσει σωστά την απόστασή του από τα κτίρια. Αυτό που μας αναστατώνει σε μια υπερβολικά πλατιά πλατεία είναι ότι υπάρχουν μεν ορατά όρια, αλλά ο άνθρωπος δεν μπορεί να επωφεληθεί από τη βοήθεια που εμφανίζεται δελεαστικά ακριβώς έξω από τα όρια που μπορεί ο ίδιος να φτάσει. Αυτό τον κάνει να αισθάνεται όχι απλά μόνος, αλλά εγκαταλειμμένος. Το ζήτημα της κλίμακας είναι αποφασιστικής σημασίας για την ένταση των χωρικών χαρακτηριστικών ενός μορφώματος12 σε σχέση με τις διαστάσεις του. Όταν για παράδειγμα ορισμένες διαστάσεις μεγαλώσουν πάνω από κάποιο όριο και σε κάτοψη και σε τομή, τότε μπορεί το “μόρφωμα” να καταρρεύσει. Πλατείες γιγάντιες σε χώρο, και επομένως και σε χρόνο, με γιγάντια κτίρια, με γιγάντιες σε μέγεθος και σε ένταση, δηλαδή σε οπτική ένταση, διαφημίσεις και μεγάλη κίνηση αυτοκινήτων παύουν να είναι πλατείες. Μια τέτοια κατάσταση πλατείας δεν είναι πλατεία, δεν είναι εξ ορισμού ως συνθήκες χώρου πλατεία, δεν είναι συγγενής κατάσταση με το σχετικό μόρφωμα του χώρου. Η χρήση ενός χώρου είναι που καθορίζει και τις σωστές αναλογίες του, και αφού οι αρχιτεκτονικές και χωρικές συνθήκες ενός τόπου ενθαρρύνουν συγκεκριμένες μορφές χρήσης και αποθαρρύνουν άλλες, οι αρχιτέκτονες έχουν μια τρομακτική επιρροή, είτε τους αρέσει είτε όχι, στο τι μπορεί και τι θα γίνει τελικά σε ένα μέρος. Οι αποφάσεις τους για το μέγεθος και μόνο, είναι ικανές να υπαγορεύσουν το κατά πόσον ένας χώρος είναι κατάλληλος ή όχι για κάποια συγκεκριμένη χρήση.
11
Τέχνη και οπτική αντίληψη, Rudolf Arnheim, εκδ. Θεμέλιο, 1999
12
“Οι “συγκροτήσεις” που είναι πολύ σχηματικές, πολύ γενικές και συνιστούν μια περιγραφή σχεδόν αφηρημένη είναι τα λεγόμενα μορφώματα. Τα μορφώματα είναι τόσο γενικά που κατά ένα μέρος μπορούν να περιγραφούν με λέξεις, είναι κάτι περισσότερο από έννοιες.”, Ένα συντακτικό της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, Δημήτρης Φατούρος, Επίκεντρο, 2007
45
Το παραπάνω ισχύει εξίσου στους μεγάλους και στους μικρούς χώρους, δηλαδή οι διαστάσεις τους θα πρέπει να ταιριάζουν σε αυτό που συμβαίνει εκεί (ή αντιστρόφως, αυτό που συμβαίνει σε ένα χώρο πρέπει να ταιριάζει στις διαστάσεις του). Θα πρέπει να επιδιώκεται οι διαστάσεις ενός χώρου να είναι κατάλληλες για τις λειτουργίες που ενδέχεται να εξυπηρετήσει. Οι διαστάσεις του χώρου στον οποίο περπατά ο άνθρωπος διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο για τις αισθήσεις του. Χρειάζεται να μπορεί να περπατά ελεύθερα, να κινείται με το ρυθμό που επιθυμεί, χωρίς πολλές παρεμβολές, και παράλληλα να μπορεί να κάνει τους ελιγμούς που θέλει. Σύμφωνα με τον Jahn Gehl13 , οι χώροι για να τους νιώθει καλά ο χρήστης πρέπει να είναι αρκετά στενοί και πλούσιοι σε εμπειρίες, αλλά την ίδια στιγμή και αρκετά πλατείς, ώστε να αφήνουν χώρο να ελιχθεί. Υπάρχει επομένως, Διάγρ.2 Ανάπτυγμα του κενού χώρου μιας υποθετικής μια επιθυμητή αναλογία μεταξύ των μεγεθών της πλατείας. πλατείας και της αίσθησης του περιπατητή. Αν η ροή των πεζών υπερβεί την αναλογία αυτή, θα αναγκαστώ να στριμωχτώ, θα ακουμπήσω τους γύρω μου και τα κτίρια, θα έρθω σε μια εγγύτητα που σύμφωνα με τον Edward T.Hall είναι προσωπική και όχι πάντα επιθυμητή στο δημόσιο χώρο.
Η έννοια του “κέντρου” ως νοηματική παράμετρος της πόλης Η ιδέα του κέντρου είναι ίσως η πιο σημαντική ιδέα με την οποία δουλεύει ένας αρχιτέκτονας πάνω στον αστικό σχεδιασμό. Χωρίς την κατανόηση της σημασίας του στην αντίληψη του ανθρώπου για το περιβάλλον, μόνο βλάβες μπορούν να προκληθούν στην πόλη. Ο Le Corbusier στο βιβλίο του La Ville Radieuse υποστήριζε την αντίθετη πρόταση : “ Κατεδάφιση του κέντρου. Σε αυτό επιμένουμε εδώ και χρόνια. Και τώρα το κάνετε πραγματικά! Το κάνετε πραγματικά! Επειδή είναι αναπόφευκτη”. Η ανέντιμη συμμαχία αρχιτέκτονα, πολεοδόμου και μηχανικού οδοποιίας μαζί με τις τυφλές δυνάμεις της αγοράς έχουν, σε πολλές περιπτώσεις, υποσκάψει τη ζωτικότητα των υφιστάμενων κέντρων στη διαδικασία της αποκέντρωσης και προαστιοποίησης της πόλης. Σύμφωνα με τα λόγια του ποιητή Yeats: “Τα πράγματα υποχωρούν. Το κέντρο δεν μπορεί να κρατήσει. Μονάχα αναρχία εξαπολύεται στον κόσμο.” Η αντίληψη του ανθρώπου για τον χώρο έχει ως κέντρο της τον ίδιο του τον εαυτό. Η ανάπτυξη σχημάτων για τη γενική οργάνωση του χώρου με βάση αυτή την υποκειμενική ιδέα του κέντρου επεκτείνεται στην έννοια του εξωτερικού κέντρου ως σημείο αναφοράς στο περιβάλλον. Αυτή η ιδέα του κέντρου εφαρμόζεται στον «γνωστό» και φιλικό κόσμο, σε αντίθεση με τον αδιάφορο εξωτερικό και συχνά εχθρικό κόσμο. Κάθε ομάδα έχει το δικό της κέντρο : το κέντρο του Μουσουλμανικού κόσμου είναι η Μέκκα, το κέντρο του Καθολικού κόσμου το Βατικανό, ενώ το κέντρο του Ιουδαϊσμού τοποθετείται στην Ιερουσαλήμ.
13
Η ζωή ανάμεσα στα κτίρια, Jan Gehl, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας,2013, σελ.157
46
Στον αντίθετο πόλο της έννοιας του δημόσιου «Παγκόσμιου Κέντρου», είναι το σπίτι ή το προσωπικό οικογενειακό κέντρο ή, σύμφωνα με τα λόγια του Norberg-Schulz: “Εάν το κέντρο του κόσμου ορίζει έτσι έναν ιδανικό, δημόσιο στόχο ή ένα “χαμένο παράδεισο”, η λέξη “σπίτι” έχει επίσης μια πιο συγκεκριμένη έννοια.” Με απλά λόγια, μας λέει ότι ο προσωπικός κόσμος κάθε ανθρώπου έχει το κέντρο του. Μέσα σε αυτά τα άκρα παγκόσμιων και οικιακών κέντρων υπάρχει μία συνέχεια ή ιεραρχία επικαλυπτόμενων κέντρων που εξυπηρετούν διαφορετικές κοινότητες ή ομάδες. Είναι ο σχεδιασμός, ο φυσικός ορισμός ή η ενίσχυση αυτών των κέντρων, ο οποίος βρίσκεται στον πυρήνα των κλάδων της αρχιτεκτονικής, του αστικού σχεδιασμού και της πολεοδομίας. Ο σχεδιασμός του κέντρου λοιπόν, πρέπει να θεωρείται το επίκεντρο της “δημόσιας σφαίρας”, ο τόπος όπου βρίσκονται τα μεγάλα δημόσια έργα, οι μεγάλες δημόσιες δαπάνες και η σπουδαιότερη αστική τέχνη. Μόνο όταν κανείς φτάσει στην κεντρική πλατεία των περισσότερων παλαιών πόλεων, έχει πραγματικά “καταφτάσει”· όλοι οι δρόμοι οδηγούν φυσικά σε αυτό το εστιακό σημείο.14 Το κέντρο κυριαρχεί στην πόλη σε μέγεθος και μεγαλοπρέπεια, δίνει νόημα στην ύπαρξή του ως χώρου διαφορετικού από άλλους τόπους. Είναι εύκολο να παραβλέψουμε πόσο σπουδαίο ρόλο έπαιξε το κέντρο στη ζωή της αρχαίας πόλης. Εδώ μεγάλο μέρος της ζωής διεξήχθη στην ύπαιθρο. Εδώ γίνονταν οι ανταλλαγές ιδεών και προϊόντων. Σε κάποιο βαθμό αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει σε ορισμένες ευρωπαϊκές πόλεις. Είναι ακόμα ο κόμβος της κοινωνικής ζωής και του τόπου των μεγάλων και ποικίλων δραστηριοτήτων. Κατά την εξέταση του κέντρου, δύο αρχιτέκτονες θεωρητικοί είναι ιδιαίτερα σημαντικοί : ο Lynch και ο Alexander. Στη μελέτη του για την αντίληψη της αστικής δομής, Η Εικόνα της Πόλης, ο Lynch βρήκε ότι ο κόμβος είναι ένα από τα στοιχεία με τα οποία μια πόλη αναγνωρίζεται και κατανοείται. Εν ολίγοις, ο κόμβος είναι ένα σημαντικό στοιχείο που δίνει την εικόνα της πόλης ή μια ισχυρή εικόνα. Όπως λέει: “Οι κόμβοι είναι σημεία, τα στρατηγικά σημεία σε μια πόλη στην οποία μπορεί να εισέλθει ένας παρατηρητής και ποιες είναι οι έντονες εστίες προς και από τις οποίες ταξιδεύει”. Ή με άλλα λόγια οι κόμβοι είναι “...τα εννοιολογικά σημεία αγκυροβόλησης στις πόλεις μας “. Ο Alexander υπογραμμίζει ακριβώς το ίδιο : “Κάθε σύνολο πρέπει να είναι ένα “κέντρο” από μόνο του και πρέπει επίσης να παράγει ένα σύστημα κέντρων γύρω του.” Θεωρεί ότι το κέντρο τείνει προς μια συμμετρική διάταξη “…μια ιδιαίτερα διμερή συμμετρία, παρόμοια με αυτή που έχει το ανθρώπινο σώμα.” Σε αυτή τη διαδικασία δημιουργίας κέντρου κάθε νέο κέντρο προσπαθεί προς την συμμετρία αλλά ποτέ δεν το επιτυγχάνει. Αυτός ο αγώνας προς μια σχέση του κέντρου με τις πολυπλοκότητες του γύρω αστικού πεδίου είναι μια προσπάθεια να τον ενώσει ή να τον καταστήσει μια ολότητα. Αυτή η τάση προς την “ενότητα”, ή την “κατασκευή των ακεραιοτήτων”, ο Alexander την βλέπει ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας “προσπάθειας να είναι αλήθεια”. Στο έργο του Alexander, ο σχηματισμός του κέντρου παίρνει έναν σχεδόν φυσικό, αυτοπροσδιοριζόμενο στόχο. Ακολουθώντας τις θεωρίες του Lynch, ο Alexander οδηγεί επίσης σε μια παρόμοια θέση, αν και δεν τονίζει το αναπόφευκτο, παρά μόνο την επιθυμία της διαδικασίας. Ούτε τονίζει την συμμετρική τάση των κέντρων, αλλά υποστηρίζει την επίτευξη ταυτότητας για τον κόμβο ως τη βασική προϋπόθεση της αντιληπτικής στήριξης από τη συνεχή ποιότητα των τοίχων, του δαπέδου, των λεπτομερειών, του φωτισμού, της τοπογραφίας ή του ορίζοντα. 14
Η έννοια της κεντρικότητας παλαιότερα, είχε ουσία, είχε περιεχόμενο, αφού σχετίζονταν με τη λειτουργία του χώρου, στα πλαίσια της δραστηριοποίησης του ανθρώπου σε αυτόν. Το κέντρο αποτελούσε το ζωτικό πυρήνα της πόλης, το σημείο αναφοράς της, την τομή των συνισταμένων δράσεων του ανθρώπου, και η πλατεία αποτελούσε την έκφραση του δεδομένου τούτου.
47
Σε οποιαδήποτε σύνθεση υπάρχει η ανάγκη να τονιστούν ορισμένα τμήματα και να υποβαθμιστούν άλλα. Αυτή είναι η τέχνη του σχεδιασμού. Όπως λέει ο Unwin, ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό στον πολεοδομικό σχεδιασμό είναι “... να υπάρχουν συγκεκριμένα κέντρα”. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να δημιουργηθεί μια σχέση και μια αναλογία μεταξύ των διαφόρων τμημάτων του σχεδιασμού της πόλης. Η δραματική επίδραση των κύριων δημοτικών κτιρίων χάνεται αν είναι τυχαία διάσπαρτα σε όλη την πόλη. Ομαδοποιώντας τα γύρω από τον κεντρικό χώρο ως κυρίαρχο στοιχείο στην αστική σκηνή, η πόλη παίρνει μια ενοποιημένη μορφή.
Ο ρόλος της πλατείας στην πόλη Για κάθε κομμάτι του αστικού χώρου θα πρέπει να αναρωτιόμαστε πώς λειτουργεί : για ποιον, από ποιον και για ποιο σκοπό. Είμαστε απλώς εντυπωσιασμένοι από τις τέλειες αναλογίες του ή συμβάλλει και στη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων; Όταν ένας δρόμος, ή μια πλατεία, μας εντυπωσιάζει για την ομορφιά του, αυτό δε συμβαίνει απλώς γιατί έχει ευχάριστες διαστάσεις και αναλογίες, αλλά επίσης για τον τρόπο που λειτουργεί μέσα στην πόλη ως σύνολο. Αυτό δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τις χωρικές συνθήκες, μολονότι συχνά βοηθούν, και προφανώς αυτές οι περιπτώσεις ενδιαφέρουν ως παραδείγματα τον αρχιτέκτονα και τον πολεοδόμο. Όταν προσπαθούμε να θυμηθούμε μία πόλη, φέρνουμε στο νου μας σίγουρα τις πλατείες της που είναι αναπόσπαστο στοιχείο της, με ρόλο πολλαπλό και σύνθετο μέσα σε αυτή. Οι πλατείες είναι χώροι ανοιχτοί προς τα στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, επιτρέποντας ως έναν βαθμό τη λειτουργία της φύσης στο δομημένο περιβάλλον, λειτουργώντας καταλυτικά στην κατανόηση αυτού. Βοηθούν σίγουρα στον προσανατολισμό μέσα στην πόλη, ενώ δίνουν την ευκαιρία στους ανθρώπους που ζουν και κινούνται μέσα σε αυτές να έρχονται σε άμεση επαφή με τα στοιχεία της πόλης. Είναι αδιαμφισβήτητα κοινωνικοί χώροι, φέρουν δηλαδή μεγάλο μέρος της κοινωνικής ζωής της πόλης. Ως χώροι κίνησης – στάσης των πολιτών έχουν συνδετικό ρόλο μέσα στο πλέγμα των δραστηριοτήτων, των κτιρίων, των σημείων και των ροών του δομημένου περιβάλλοντος. Είναι χώροι συνάντησης, διαμαρτυρίας, γιορτής, επανάστασης, με διαφορετικά ερεθίσματα από εκείνα που χαρακτηρίζουν την πολυθόρυβη πόλη. Η πλατεία προβάλλει συχνά μια αισθητική άποψη και χαρακτηρίζεται από τα περιεχόμενα που τη “γεμίζουν”, με ενδιαφέρουσες ή και αδιάφορες δράσεις της καθημερινότητας. Σε αρκετές περιπτώσεις μπορούν να εκληφθούν ως ολοκληρωμένες οντότητες, ως στοιχεία της αστικής δομής που διαθέτουν σαφήνεια ρόλου και νοήματος. “Δοχεία ζωής” εν αναμονή περιεχομένου, με την αναμονή αυτή να αποτελεί το εντονότερο χαρακτηριστικό τους. Είτε εξαιτίας του μεγέθους ή ακόμα και της θέσης τους στον αστικό ιστό, οι πλατείες αποτελούν εκτεταμένους χώρους που ορίζονται από μόνοι τους, χωρίς να εξαρτώνται άμεσα από τα περιβάλλοντα κτίρια. Χώροι άδειοι, έτοιμοι να δεχτούν αυτό το “κάτι” που θα τους χρωματίσει και θα τους δώσει τη δική τους ταυτότητα. Όταν ανατρέξει κανείς σε παγκόσμιο επίπεδο, διαπιστώνει ότι πολλές στιγμές της ιστορίας αποτυπώθηκαν σε πλατείες. Εκεί έγιναν επαναστάσεις, εξεγέρσεις, στέψεις βασιλιάδων και άλλα σημαντικά γεγονότα παράλληλα με την ιστορική εξέλιξη του ίδιου του χώρου της πλατείας.
48
Η αστική πλατεία στην πόλη και οι προσπελάσεις Η πρόσβαση στον χώρο της πλατείας, είναι μια μετάβαση, από τον ευρύτερο χώρο της πόλης, σε ένα συγκεκριμένο, με πεπερασμένες διαστάσεις, ιδιαίτερη μορφή και χαρακτήρα χώρο. Η θέση της πλατείας, μέσα στην πόλη-χωρικό δίκτυο και η πορεία που ακολουθούμε από και προς αυτή, καθορίζει συχνά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και “διαβάζουμε” το αστικό περιβάλλον, ώστε να το κατανοήσουμε και να είμαστε σε θέση να το περιγράψουμε. Αυτή η ανάγκη, πηγάζει κυρίως μέσα από την αναζήτηση της αίσθησης του προσανατολισμού, κατά την κίνησή μας, σε στενά ή και ευρύτερα όρια. Ο χώρος της πλατείας κυρίως λόγω της δομής του, αυτής του “κενού” μέσα στο “πλήρες” καθώς και της κατάληξης “αστικών διαδρομών”, συντελεί στην αναγνωσιμότητα της πόλης και την αίσθηση του προσανατολισμού. Η πλατεία ως χώρος, ταυτίζεται λόγω της λειτουργίας του όσο και λόγω της μορφής του, με την έννοια του κέντρου στην πόλη. Ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάζεται ο χώρος της αστικής πλατείας και κατά συνέπεια η εξασφάλιση της δυνατότητας πρόσβασης σε αυτή καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό και από τα φυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής, στην οποία “τοποθετείται”, καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο ο δημιουργός του χώρου χειρίζεται δεδομένα, όπως οι ιδιαιτερότητες του εδάφους (μορφολογία κ.λπ.), προκειμένου να δώσει ένα άρτιο πολεοδομικά και αισθητικά, αποτέλεσμα. Η κεντρικότητα, αποτελεί χαρακτηριστικό της αστικής δομής όπως αναλύθηκε προηγουμένως, η οποία εκφράζεται στο χώρο της πλατείας, από τις πρώτες της μορφές, κυρίως λόγω του σχήματός της, που υποβάλλει τον διερχόμενο, στην αναφορά του, σωματική και ψυχολογική σε ένα σημείο. Το κέντρο ταυτίζεται στο επίπεδο της κοινωνικής οργάνωσης της πόλης, με το ζωτικότερο σημείο της, όπου λαμβάνουν χώρα, σημαντικά γεγονότα, συναντήσεις, συναλλαγές και πολιτικές εξελίξεις. Ένα τέτοιο κέντρο για τη ρωμαϊκή πόλη υπήρξε το Ρωμαϊκό Forum, το οποίο θα εξεταστεί σε αυτό το στάδιο της έρευνας ως προς τη σημασία των μεταβάσεων στον χώρο και της συσχέτισής του με τον αστικό ιστό. Με τη διατήρηση του μέσου χώρου ελεύθερου, περικλείεται από δημόσια κτίρια, ναούς και υπαίθριες ή στεγασμένες αγορές. Η ιδιαιτερότητα του όμως ως κοινωνικού, πολιτικού και θρησκευτικού κέντρου, στις συνειδήσεις των κατοίκων της πόλης, τονίζεται από την μετάβαση στο χώρο, μέσα από συγκεκριμένα σημεία-εισόδους, στενά περάσματα, από τους δρόμους της πόλης, στον “κοινόχρηστο χώρο”. Οι δρόμοι στο νότιο τμήμα του, που περικλείεται από κτίρια δημόσιων υπηρεσιών, καταλήγουν σε αδιέξοδα, καθώς τοποθετούνται κιγκλιδώματα. Στη βόρεια πλευρά, τοποθετούνται οι κύριες είσοδοι, εκατέρωθεν του ναού του Δία, όπου και πάλι δεν διέρχονται ελεύθερα, αλλά διασχίζουν τέσσερεις πύλες εισόδου (αψίδες), αυξάνοντας τη μεγαλοπρέπεια του χώρου, αλλά και την αίσθηση της κεντρικότητας, με την έννοια του “επίσημου δωματίου” της πόλης. Σε άλλες περιπτώσεις ρωμαϊκού Forum (Forum Romanum), η περίκλειση, με σκοπό την ανάδειξη του χώρου, δεν πραγματοποιείται με τόσο αυστηρά μέσα, αλλά μέσα από τη διάταξη των περιμετρικών κτιρίων και την ιδιαίτερη λειτουργία τους, διακρίνει κανείς τις επίσημες και τις έμμεσες προσβάσεις, έχοντας την αίσθηση μιας μεγαλύτερης ελευθερίας, ως προς τη δυνατότητα προσέγγισης και οικειοποίησής του. Ο χαρακτήρας του χώρου ως κέντρου, επιβάλλεται όπως προκύπτει και πιο πάνω, από την υποβλητική δύναμη του ευρύτερου περιβάλλοντός του, που μπορεί να είναι καθοριστικό. Σ’ αυτή την περίπτωση, η πρόσβαση στο χώρο της πλατείας, καταγράφεται ως πρόσβαση σε έναν αστικό “προθάλαμο”, ενός κτιρίου ή μίας πόλης. Η έννοια του κέντρου, τόσο ως χωρική δομή (κεντροβαρική θέση στην πόλη), όσο και θεωρητικά ως η καρδιά της πόλης, ενσαρκώνεται μοναδικά, από την πλατεία του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη.
49
17.Αναπαράσταση του Forum Romanum.
18.O Αγ. Πέτρος στη Ρώμη.
Η σχέση αυτής της πλατείας με την πόλη της Ρώμης, προσομοιάζεται με τη σχέση που είχε η αρχαία κατοικία, με το εσωτερικό της αίθριο. Η άφιξη στην πόλη, προσδιορίζεται άμεσα, από την άφιξη στην πλατεία. Ταυτόχρονα, σε ένα άλλο επίπεδο, η πλατεία του Αγ. Πέτρου, αποτελεί ένα συμβολικό κέντρο, το κέντρο του Καθολικού κόσμου, καθώς αποτελεί προθάλαμο της εκκλησίας του Αγ. Πέτρου. Σε επίπεδο σχεδιασμού, κάτι τέτοιο ερμηνεύεται, ως καθορισμός κινήσεων και πορειών κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι παραπάνω να οδηγούν στην κεντρική πλατεία. Η τελική μορφή τόσο του Καθεδρικού όσο και της πλατείας, αποτελεί διαδοχή διαφόρων φάσεων από τους Bramante, Peruzzi, Michelangelo, Bernini, Piacentini και Spaccarelli. Η κύρια πρόσβαση, πραγματοποιείται από την κεντρική λεωφόρο Μουσολίνι, που χαράσσεται αξονικά ως προς την είσοδο του ναού και έχει ως αφετηρία της τον Τίβερη. Η λεωφόρος, αποτελεί, ένα μέσο “παραλαβής” του πεζού, από τους μικρότερης κλίμακας δρόμους της πόλης, που καταλήγουν εκεί κάθετα και την μετάβασή τους, στον υπαίθριο “προθάλαμο”. Μ’ αυτόν τον τρόπο εξισορροπείται η έντονη αντίθεση που θα δημιουργούσε στον επισκέπτη, η μεταφορά του από τον ήπιο αστικό ιστό και τους κτιριακούς όγκους χωρίς ιδιαιτερότητα στην όψη, καθώς και συνηθισμένης, αστικής κλίμακας, στον μνημειακό και μεγαλοπρεπή χώρο της πλατείας, που κυριαρχείται από την ύπαρξη του ναού. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του χώρου και της κίνησης σε αυτόν, αποτελεί η διαδοχή τριών πλατειών, που αποτελούν ένα μεγάλης κλίμακας σύμπλεγμα. Η piazza rusticucci, η κατάληξη της μεγάλης λεωφόρου, αποτελεί το πρώτο σημείο μετάβασης, από τον ευρύτερο αστικό χώρο και την κυκλοφορία, στο χώρο της πλατείας, είναι με άλλα λόγια ο συλλεκτήριος χώρος κατά την κίνηση. Η piazza obliqua στη συνέχεια, είναι ο κύριος χώρος πρόσβασης, η καθ’ αυτό πλατεία, όπου πραγματοποιείται και η κορύφωση της δραματικότητας του χώρου, με την χρήση στοιχείων, όπως η μνημειακή κιονοστοιχία, πάνω στην ελλειψοειδή περιφέρεια του χώρου, αλλά και η ύπαρξη γλυπτικών στοιχείων, όπως τα δύο σιντριβάνια και ο κεντρικός οβελίσκος. Τα στοιχεία αυτά διαφοροποιούν τον άξονα κίνησης, από τον κάθετο την είσοδο του ναού, σε παράλληλο προς αυτήν, έτσι ώστε ο δεύτερος αυτός προθάλαμος, να μην αποτελεί απλά ένα χώρο κίνησης, αλλά μια πλατεία με
50
“μουσειακό” χαρακτήρα. Ο τελευταίος χώρος της τριλογίας των πλατειών είναι η piazza retta, με βασικό χαρακτηριστικό την θεατρικότητα του χώρου και την δυνατότητα οπτικής «προσπέλασης» που προσφέρει, καθώς από αυτή είναι ορατό το σύμπλεγμα των πλατειών και γλυπτών, με φόντο τις μνημειώδεις κιονοστοιχίες. Η πλατεία του Bernini δεν είναι μόνο μια θαυμάσια αντίστιξη στον ναό· κυρίως είναι η πρώτη δημόσια πλατεία στον κόσμο που δεν διαμορφώνεται από τα κτίρια που την περιβάλλουν. Είναι στην πραγματικότητα ένα κτίριο από μόνη της, με τις κιονοστοιχίες να σχηματίζουν δύο διαπερατές και όμως στιβαρές προσόψεις. Αντί να είναι ένας υπολειπόμενος χώρος, η ίδια η πλατεία είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος χάρη στη μετατόπιση της έμφασης από τα πραγματικά κτίρια στον μεταξύ τους αστικό χώρο. Το παράδειγμα των διαφορετικών φάσεων ανάπτυξης του Αγ. Πέτρου και της πλατείας του Bernini δείχνει πως οι αρχιτέκτονες μπορούν να κάνουν κατάχρηση του χώρου προκειμένου να εντυπωσιάσουν ή αντίστροφα να τον χρησιμοποιήσουν για να συμβάλλουν στη δημιουργία ισοτιμίας μεταξύ ανθρώπων και πραγμάτων. Η μετάβαση από έναν αστικό χώρο σε έναν άλλο σχετίζεται άμεσα με τα κέντρα της εκάστοτε περιοχής μελέτης. Στην “Εικόνα της πόλης” ο Kevin Lynch, θεωρεί ότι τα κέντρα (nodes), είναι στρατηγικά σημεία, της πόλης, διαμέσου των οποίων αυτή αναγνωρίζεται και κατανοείται και στα οποία, ο παρατηρητής μπορεί να εισέλθει και να βρεθεί σε ένα σημείο απ’ όπου θα εστιάσει στον προορισμό του ή στο σημείο αναχώρησής του. Η πλατεία αποτέλεσε το σημείο 19.Η τριλογία των πλατειών του Αγίου σηματοδότησης της εισόδου στην πόλη ή της εξόδου από αυτή, και Πέτρου στην Ρωμη. σε πρακτικά αντίστοιχη θέση, σημείο μετάβασης από τον εξωαστικό στον αστικό χώρο. Με άλλα λόγια, η προσπέλαση αυτού του πρώτου χώρου, καθόριζε την πρόσβαση στην πόλη και δημιουργούσε στον επισκέπτη την πρώτη εντύπωση. Το στοιχείο της εισόδου λοιπόν, αποτελεί ένα σημαντικό συστατικό του αστικού χώρου, υπογραμμίζει την μετάβαση, διαμέσου όλων των διαδρομών, που διεισδύουν στα όρια κάθε διακεκριμένου χώρου της πόλης.
51
20.Κάτοψη Αγ.Πέτρου/Braman-
21.Κάτοψη Αγ.Πέτρου/ B.Peruzzi(πριν από το 1513).
22.Κάτοψη Αγ.Πέτρου/ Μιχαήλ Άγγελος(1546-64).
23.Η διαμόρφωση της πλατείες του Αγίου Πέτρου της Ρώμης, από τον Bernini (αριστερά) και από τους Piacentini και Spaccarelli (δεξιά). 24.(δεξιά σελίδα) Προοπτικό σκίτσο της πλατείας και της εκκλησίας σε σχέση με την πόλη.
52
06
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ
55 Ορισμός της έννοιας του τύπου 58 Τυπολογία-είδη τύπου 60 Βαθμός περίκλεισης και αναλογίες της πλατείας 66 Ένταξη στοιχείων στην πλατεία
Ορισμός της έννοιας του τύπου “Ο τύπος δημιουργείται σύμφωνα με τις ανάγκες και τα αισθητικά κριτήρια. Είναι δεμένος με την μορφή και τον τρόπο ζωής. Κανένας τύπος δεν ταυτίζεται με μία μορφή, αν και όλες οι μορφές μπορούν να αναχθούν σε τύπους. Πάντα μπορούμε να αναχθούμε στον πρωταρχικό πυρήνα.” Aldo Rossi, Η Αρχιτεκτονική της πόλης Ο ορισμός της έννοιας του τύπου, όπως συναντάται σε δοκίμια και μελέτες των τελευταίων δεκαετιών περιστρέφεται γύρω από δύο βασικές προσεγγίσεις : τον τύπο – μοντέλο και τον τύπο ως ουσία μορφής. Όσον αφορά τη χρήση της έννοιας, ο τύπος αποτελεί για τους αρχιτέκτονες τόσο ερμηνευτικό όσο και σχεδιαστικό εργαλείο.15 Η πρώτη προσέγγιση ασχολείται κυρίως με τον μορφικό σχηματισμό του αρχιτεκτονικού αντικειμένου και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια μεταβλητή οντότητα στον χρόνο. Ως συνάρτηση της μορφής λοιπόν, συνδέεται στενά με την ιστορική περίοδο στην οποία πρωτοεμφανίστηκε και το αρχιτεκτονικό της ρεύμα, καθώς και με τον τόπο και το πολιτισμικό του περιεχόμενο. Βασικοί εκπρόσωποι αυτής της προσέγγισης μπορούν να θεωρηθούν οι Leon και Rob Krier, Culot, Moneo, Vidler, Rowe και Colquhoun. Δύο από τις πιο σημαίνουσες θεωρίες για την πλατεία ως συνάρτηση της μορφής, έχουν αποτυπωθεί από τον Paul Zucker και τον Camillo Sitte. Από την εργασία του πάνω στις πλατείες, ο Zucker κατάφερε να προσδιορίσει τις εξής πέντε αρχετυπικές μορφές : • “Η εσώκλειστη πλατεία” είναι μια πλατεία αυτοδύναμη, κλειστή από αρχιτεκτονήματα από τουλάχιστον 3 πλευρές και συνήθως έχει ένα απλό γεωμετρικό σχήμα όπως τετράγωνο, ορθογώνιο ή κύκλος. • “Η κυριαρχούμενη πλατεία” (dominated square) είναι μια πλατεία που βρίσκεται μπροστά ή που περιβάλλεται από κάποιες βαρύνουσας σημασίας κατασκευές, όπως ένας καθεδρικός ναός, ένα γλυπτό ή ένα σιντριβάνι. Οι κατασκευές αυτές είναι που δίνουν έναν συγκεκριμένο χαρακτήρα στην πλατεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κρήνη, που ήταν ανέκαθεν στοιχείο της πόλης. Δεν νοείται οικισμός, όσο φτωχός και να ήταν, που να μην διέθετε κρήνη. Η κρήνη ήταν για τους κατοίκους η μόνη πρόσβαση στο νερό. Σε πολλές περιπτώσεις, η κρήνη δεν ήταν ουσιαστικά τίποτε άλλο από μια διαμόρφωση της φυσικής πηγής ώστε να είναι εύχρηστη η λήψη ύδατος. Μάλιστα η ύπαρξη πηγής ήταν συχνά ένας από τους λόγους για να αναπτυχθεί εκεί ένας οικισμός. • “Η συνδεδεμένη πλατεία” (linked square) είναι ένα αρκετά περίπλοκο σχήμα πλατείας που αποτελείται από πολλούς εμφανώς ορισμένους χώρους, με άλλα λόγια, που μπορούν να ειδωθούν ως αλληλεπικαλυπτόμενοι ή αλληλοδιεισδούμενοι υποχώροι που σχηματίζουν όλον τον χώρο. Αυτού του είδους η συνδεδεμένη πλατεία μπορεί να εντοπιστεί σε πολλές μεσαιωνικές πόλεις.
15
Τύπος και τυπολογία, Η περίπτωση της πλατείας, Ασπασία Γοσποδίνη, Αρχιτεκτονικά Θέματα 25, 1991
55
• “Η πυρηνική πλατεία” (nuclear square) είναι ένα ξεκάθαρα ορισμένο σχήμα χώρου που σχηματίζεται γύρω από ένα κέντρο (ο Zucker φέρνει ως παράδειγμα τη νησίδα κυκλοφορίας όπου διάφοροι δρόμοι συναντούνται, χωρίς όμως να συμφωνούμε με αυτήν την αντιστοιχία, καθώς δεν θεωρούμε πως μια νησίδα έχει χαρακτηριστικά πλατείας). • “Η άμορφη πλατεία” έχει μη κανονικό χωρικό σχήμα αντί για ένα απλό γεωμετρικό όγκο.
27.Εσώκλειστη πλατεία : Piazza Annunziata,
28.Κυριαρχούμενη πλατεία: 29.Συνδεδεμένη πλατεία: Place Stanislas, Place de Santa Croce, Φλωρεντία. la Carriere and Hemicycle, Nancy Γαλλία.
30.Τυπολογική ανάλυση σειράς πλατειών: το τετράγωνο είναι ο «χαρακτήρας» του γένους. Τύπος και τυπολογία Η περίπτωση της πλατείας., Ασπασία Γοσποδίνη, Πηγή: Αρχιτεκτονικά Θέματα 25, 1991, σελ. 37-39.
56
Η δεύτερη προσέγγιση έχει να κάνει με τις αρχές που διέπουν τον τύπο και συντάσσουν τη μορφή του αρχιτεκτονικού αντικειμένου, οι οποίες θεωρούνται διαχρονικές και αμετάβλητες στον χρόνο. Αυτή η “βαθύτερη δομή” λοιπόν, αποτελεί μια διιστορική οντότητα, που κρατά τον χαρακτήρα της ανεξάρτητα από τις μεταβολές των αρχιτεκτονικών κινημάτων ή του κοινωνικοπολιτικού σκηνικού. Ως βασικοί εκπρόσωποι αυτής της προσέγγισης μπορούν να αναφερθούν ο Rossi και ο Hiller. Σύμφωνα με τον Rossi, η πόλη συνιστά το κατεξοχήν ανθρώπινο αντικείμενο: Είναι ένα αρχιτεκτονικό έργο, ένα σύνολο στοιχείων που συνθέτουν την εικόνα μιας χωροχρονικής κατασκευής, η οποία εξελίσσεται και μεταμορφώνεται παράλληλα με τον πολιτισμό, την κοινωνία και τη φύση. Η πόλη είναι μια fabbrica16 , δηλαδή ένα οικοδόμημα που αναπτύσσεται στον χρόνο. Ο χρόνος για τον Rossi δίνει στην πόλη που “μεγαλώνει επάνω στον εαυτό της” τη δυνατότητα να συγκεκριμενοποιεί και να μεταβάλλει τα στοιχεία της αρχικής κατασκευής της: Μπορούμε να πούμε ότι ο τύπος είναι η ίδια η ιδέα της αρχιτεκτονικής. αυτό που βρίσκεται πιο κοντά στην ουσία της, δηλαδή αυτό που, παρ’ όλες τις αλλαγές, επιβάλλεται πάντα στο “συναίσθημα και στη λογική” ως η βασική αρχή της αρχιτεκτονικής και της πόλης. Ο τύπος λειτουργεί ως εργαλείο ομαδοποίησης και ταξινόμησης μορφικά ανόμοιων στοιχείων. Η διαφορά ανάμεσα στην ιδέα και στον τύπο εκδηλώθηκε κατ’ αρχάς στην αριστοτελική σκέψη και έπειτα τροφοδότησε κατ’ επανάληψη πληθώρα μελετών σε πολλά επιστημονικά πεδία. Ο αρχιτεκτονικός τύπος δεν εξαρτάται μόνο από την κλίμακα ή τα υλικά κατασκευής αλλά είναι ένα σύνολο αναλογιών και συσχετισμών που, ενώ διατηρεί την αυτονομία του, συγχρόνως αντλεί το νόημά του από τη σχέση του με τον περιβάλλοντα χώρο και χρόνο. Ο Ιταλός αρχιτέκτων, εμβαθύνοντας στη σκέψη του Quatramer de Quincy, θεωρεί ότι οι σύμφυτες αξίες ενός αρχιτεκτονικού τύπου έχουν διαχρονικό, αιώνιο θα λέγαμε, χαρακτήρα και μπορούν να εξαχθούν από την Ιστορία, μέσω ερμηνευτικής διαδικασίας. Για τον Rossi, ο αρχιτεκτονικός τύπος είναι η ίδια η ιδέα της αρχιτεκτονικής, ενώ για τον άλλο Ιταλό δάσκαλο, τον Γκουίντο Κανέλα, ο τύπος αποτελεί τη φιλοσοφία τού αρχιτέκτονα.
31.Giorgio de Chirico, L’enigma dell’ora 1911 Λάδι, 55x71 εκ., Ιδιωτική Συλλογή, Milano.
16
Ο όρος fabbrica στην ιταλική γλώσσα σημαίνει κτίριο, οικοδόμημα, κτίσμα (Brunelleschi diresse la fabbrica del Duomo di Firenze), εργοστάσιο (una fabbrica d’automobili), τέχνασμα, επινόηση, ενώ σπανιότερα αναφέρεται σε μια κατασκευή υπό μακράν εξέλιξη (lungo come la fabbrica di S. Pietro), βλ. Vocabolario della lingua italiana di Nicola Zingarelli, Zanichelli, Bologna, 2003. Ο Rossi επισημαίνει: «Ακόμη και σήμερα οι κάτοικοι του Μιλάνο ονομάζουν τον καθεδρικό τους ναό “la fabbrica del dôm” και χάρη σ’ αυτή την έκφραση κατανοούν τόσο το μέγεθος όσο και τη δυσκολία.
57
Τυπολογία – είδη τύπου Υπάρχουν πολλοί τύποι πλατειών που μπορεί να διακρίνει κανείς στο πλαίσιο μιας τυπολογικής μελέτης. Θα πρέπει όμως πρώτα να ξεκαθαριστούν τα κριτήρια της κατάταξης των τύπων και να διευκρινιστεί το πεδίο εστίασης της μελέτης. Η παρούσα μελέτη θα αναφερθεί στα κριτήρια της τοποθεσίας της πλατείας και της γεωμετρικότητάς της και θα επιχειρήσει να κατηγοριοποιήσει πλατείες με βάση τον βαθμό περίκλεισής τους, την δράση που εξελίσσεται σε αυτές, αντιμετωπίζοντας τον δημόσιο χώρο ως το “σκηνικό” όπου οι άνθρωποι εκφράζονται ελεύθερα. Αρχικά, μπορούμε να κατατάξουμε τις πλατείες ως προς το σχήμα της κάτοψης του εξεταζόμενου χώρου. Η σύνδεση του τύπου με συγκεκριμένα μορφικά σχήματα συνδέεται άμεσα με το σχέδιο της πόλης. Εξετάζοντας τον χτισμένο/άχτιστο χώρο, όπως εμφανίζεται πάνω στο σχέδιο της πόλης, υπάρχει η άποψη-θεώρηση ότι στην ιστορική πόλη τα κτίρια σχηματίζουν μια σύνθεση όπου, σε επίπεδο μορφής, ορίζονται συγκεκριμένοι υπαίθριοι χώροι. Αντιθέτως, στη μοντέρνα πόλη τα ίδια τα κτίρια καταλαμβάνουν συγκεκριμένους χώρους, ενώ ο υπαίθριος χώρος είναι ο ελεύθερος ανοιχτός χώρος. Στο πλαίσιο αυτό, οι παραδοσιακές πλατείες είναι τυπολογικά προσδιορίσιμες οντότητες, επειδή οι μορφές τους είναι γεωμετρικά ορισμένες, ενώ οι μοντέρνες πλατείες αδυνατούν να διαμορφώσουν μια τυπολογία, επειδή οι μορφές τους είναι γεωμετρικά μη προσδιορίσιμες.
32.Διάγραμμα χτισμένου-άχτιστου χώρου: η αντίθεση μεταξύ της ιστορικής και της μοντέρνας.
58
Ο Gibberd ορίζει ως αρχέτυπο της πλατείας την ιδέα του “υπαίθριου δωματίου”, το όποιο ξεκινώντας από κάποιο ορθογώνιο σχηματισμό μπορεί να παράγει ποικιλία μορφών που αντιστοιχούν σε πέντε βασικούς χωρικούς τύπους της πλατείας με συγκεκριμένους μορφικούς σχηματισμούς. Για παράδειγμα, το αρχέτυπο της περίκλειστης πλατείας μπορεί εξίσου να αντιπροσωπεύεται από συνθέσεις υπαίθριων χώρων σε σχήμα τετραγώνου, κύκλου, τριγώνου κλπ. Αντιθέτως, στις πρόσφατες τυπολογικές μελέτες της πλατείας (στις δεκαετίες ‘70 και ‘80), (π.χ. του Krier) ο χώρος ορίζεται άμεσα με όρους μορφής. Ταυτίζεται με το κέλυφος που εμπεριέχει τον χώρο. Σε αυτή τη βάση, οι χωρικοί τύποι εκφράζουν οπτικά αντιληπτές διαφορές μεταξύ των πλατειών, π.χ. τετράγωνη, τρίγωνη, κυκλική πλατεία προτεινόμενοι χωρικοί τύποι είναι άπειροι σε αριθμό και σχηματίζουν τυπολογικούς πίνακες. Συχνά συσχετίζονται με αρχέτυπα που είναι μορφώματα δανεισμένα Από άλλες επιστήμες (π.χ. από τη γεωμετρία). Καθοριστική παράμετρος αυτών των τυπολογιών είναι η συνιστώσα μορφή του χώρου. Το τυπολογικό πρόβλημα δεν μπορεί να περιοριστεί στην αναζήτηση μιας “προϋπάρχουσας ουσίας” ή στη διερεύνηση και περιγραφή μιας διάστασης του αντικειμένου έξω από το σύστημα των μορφών. Αντιθέτως, ο Hillier - χωρίς να διαφωνεί ότι η τυπολογία προϋποθέτει την ύπαρξη των μορφών - πιστεύει ότι είναι δυνατή η περιγραφή της χωρικής διάστασης του αντικειμένου με αυτόνομους όρους, με όρους που δεν προϋποθέτουν την περιγραφή της συνιστώσας μορφής. Η θεωρία της “σύνταξης του χώρου” παρέχει το εννοιολογικό και μεθοδολογικό υπόβαθρο μιας τέτοιας ανεξάρτητης περιγραφής του χώρου, που μπορεί να αποτελέσει βάση στη διερεύνηση του τύπου ως είδους χωρικής μορφολογίας. Κάθε μορφή αστικού σχηματισμού θεωρείται ενιαίο και συνεχές σύστημα χώρων που διέπονται από συγκεκριμένες συντακτικές σχέσεις μεταξύ τους. Μελέτες σε ένα μεγάλο δείγμα πόλεων, περιοχών και οικισμών διαφορετικών σε μορφή, και απομακρυσμένων ιστορικά και πολιτισμικά, έχουν καταλήξει ότι υπάρχουν περιορισμένες σε αριθμό “βαθύτερες δομές” αστικού χώρου. Με την έννοια της συντακτικής δομής της πόλης, προτείνεται μία τυπολογία με όρους αποκλειστικά χωρικής μορφολογίας. Οι προτεινόμενοι τύποι (ή είδη βαθύτερης δομής του χώρου) της πόλης φέρονται να συνδέονται και να δύνανται να προβλέψουν τη λειτουργική διάσταση, το μοντέλο χρήσης του αστικού χώρου. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 η ιδέα του τύπου έχει επικρατήσει στον αρχιτεκτονικό λόγο. Αρχιτέκτονες, θεωρητικοί και νέες σχολές σχεδιασμού έχουν προτείνει τον τύπο ως έννοια που μπορεί να επαναπροσδιορίσει την αρχιτεκτονική στο επίπεδο τόσο της περιγραφής-ερμηνείας όσο και του σχεδιασμού. (Argan (1963), Bandini (1984), Colquhoun (1961), Hawks (1976), Moneo (1978), Rossi (1987). Και παλαιότερα όμως είχαν παρουσιαστεί πολύ ενδιαφέρουσες και περιεκτικές απόψεις για τον τύπο και την τυπολογία που σήμερα είναι ακόμα περισσότερο χρήσιμες (Κωνσταντινίδης 1950). Η βιβλιογραφία είναι εκτεταμένη αλλά το θέμα δεν έχει οριστικές διευκρινίσεις. Η τυπολογία επιχειρώντας να διακρίνει κατηγορίες συγκρότησης του έργου, διατυπώνει διαφορετικών κατηγοριών σχέσεις, πολυπλοκότητες κλπ., διατυπώνει δηλαδή συντακτικά ζητήματα. Η τυπολογία αναφέρεται στις διατάξεις και στις συγκροτήσεις στην κλίμακα του κτιρίου, της γειτονιάς και της πόλης. Ο τύπος του περίκεντρου χώρου περιγράφει και την κατοικία ή γενικότερα το κτίριο αλλά και το συγκρότημα κτιρίων, ένα οικοδομικό τετράγωνο και ένα σύνολο από οικοδομικά τετράγωνα, μια αστική συγκρότηση. Η τυπολογική περιγραφή δεν συμπαρασύρει απαραίτητα και επιμέρους χαρακτηριστικά όπως
59
πρωτεύουσες και δευτερεύουσες συνδέσεις, σχέσεις μεγεθών κ.λπ. επιμέρους χαρακτηριστικά. Η τυπολογία δεν έχει διαστάσεις, δεν έχει μεγέθη, μπορεί να έχει μόνο ορισμένες αναλογίες, σχέσεις μεγεθών, πχ, του δρομικού στοιχείου ως προς το περίκεντρο, της στοάς ως προς τον κλειστό χώρο. Η τυπολογία δεν αναφέρεται αποκλειστικά ή με πληρότητα σε κατηγορίες χρήσεων. Δηλώνει πχ. το δρόμο, δηλώνει την περιοχή της πλατείας, δηλώνει συγκρότηση μιας περιοχής με πυκνότητα στοιχείων και κατανομών που μπορεί να υποδηλώνει κατοικία ή πιο σωστά, έναν τρόπο κατοικίας. Η τυπολογία χρησιμοποιεί τρόπους σύνδεσης που μπορεί να είναι διαφορετικές κατηγορίες μορφωμάτων δηλαδή κατηγοριών χώρου κι αναπτύσσει τη γενική αρχή της συνέχειας και ασυνέχειας με διαφορετικούς τρόπους και στην κάτοψη και στην τομή. Η τυπολογία έχει υψηλούς βαθμούς ελαστικότητας, μεταλλαγών προσαρμοστικότητας. Για την ακρίβεια ορισμένες τυπολογίες έχουν υψηλό βαθμό ευλυγισίας, πολυεπίπεδης αναφοράς σε συσχετίσεις, ενώ άλλες έχουν περιορισμένη ευλυγισία και τείνουν προς το στερεότυπο. Η επαναφορά της ιδέας του τύπου και η επικράτησή του στον αρχιτεκτονικό λόγο σχετίζεται άμεσα με την πτώχευση του σύγχρονου αστικού χώρου με την οπτική αθλιότητα και τη χαμηλή λειτουργική απόδοση του χώρου.
Βαθμός περίκλεισης και αναλογίες της πλατείας Ένα από τα βασικά κριτήρια που μας απασχολούν στην τυπολογική μελέτη των πλατειών και που θα αναλύσουμε, είναι ο βαθμός περίκλεισής τους που μπορεί να διαχωρίσει τις πλατείες σε περίκλειστες, ανοιχτές και ημιπερίκλειστες. Περίκλειστες, σύμφωνα με τον Camillo Sitte, ονομάζονται κυρίως οι μεσαιωνικές πλατείες της νότιας Ευρώπης, Ιταλίας και Ισπανίας. Είναι αυτές που ορίζονται με σαφήνεια από τα κτίρια που τις περιβάλλουν, δηλαδή έχουν σαφές περίγραμμα – όριο. Δημιουργούν την αίσθηση μιας κλειστής εικόνας, ενός υπαίθριου δωματίου ή ενός κελύφους – αγκαλιάς, που δέχεται τη δημόσια ζωή. Οι δρόμοι εκβάλλουν με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορεί κανείς να δει έξω από την πλατεία. Η όψη του περιέχοντος ορίζεται από τις όψεις των εν σειρά κτισμάτων. Το περιεχόμενό τους είναι σχεδόν άδειος ανοικτός χώρος. Δεν υπάρχει τίποτα στο γεωμετρικό κέντρο, όπως υπάρχει στην νεοκλασική οργάνωση των πλατειών. Αν τοποθετήσουμε ένα στοιχείο στο κέντρο, αποκλείουμε την τοποθέτηση κάθε άλλου, δεν υπάρχει τίποτα μέσα στον χώρο. Τα αγάλματα ή ό,τι άλλο στοιχείο, ήταν τοποθετημένα εν σειρά στις παρυφές της αγοράς, μπροστά από τις στοές. Ο χώρος ελεύθερος αποδιδόταν ως “θέατρο” εκδηλώσεων. Ο χώρος προορίζεται να παραλάβει δημόσιες δραστηριότητες, όπως γιορτές – αγώνες. Για παράδειγμα, στις περίκλειστες πλατείες της Ισπανίας γίνονται ταυρομαχίες και στην αμφιθεατρική πλατεία της Σιένα ιππικοί αγώνες, ενώ το πράσινο είναι ελάχιστο ή ανύπαρκτο. Η περίκλειση της πλατείας προκύπτει ως μέσο, για τον εμπλουτισμό της πόλης και της κίνησης μέσα σε αυτή, με διαφορετικά “σκηνικά” και αισθήσεις. Ιδιαίτερα, όταν πραγματοποιείται, τόσο με τη διάταξη του οικοδομικού όγκου, όσο και με τεχνητά μέσα, που λειτουργούν ως “πύλες”, όπως η αίσθηση παλινδρομεί, μεταξύ του “έξω”, από τον στεγασμένο χώρο, αλλά “μέσα”, σ’ αυτό το “αστικό δωμάτιο”, με “τοίχους”, περιμετρικών κτιρίων, αψιδωτούς διαδρόμους καθώς και επί μέρους ανοίγματα, μοναδικές οπτικές και κινητικές φυγές προς την πόλη. Η εικόνα της Μεσαιωνικής και Αναγεννησιακής πόλης, αποτέλεσε ιδιαίτερα
60
πετυχημένο σκηνικό για τις περίκλειστες πλατείες, χωρίς καμιά επιτήδευση, στη διαμόρφωση των όψεων των κτιρίων. Άλλες φορές το περίβλημα είναι εκείνο που ορίζει με σαφήνεια μια πλατεία και της δίνει ένα σαφές περίγραμμα. Δημιουργεί την αίσθηση μιας κλειστής εικόνας, ενός υπαίθριου δωματίου ή ενός κελύφους - αγκαλιάς που είναι έτοιμο να δεχτεί τη δημόσια ζωή. Η πλατεία παραμένει ελεύθερη και λειτουργεί σαν ένα θέατρο εκδηλώσεων. Όλα εξαρτώνται από τη χρήση, το μέγεθος, την παράδοση και τη συνήθεια. Οποιοσδήποτε τύπος πλατείας και να αναφερθεί, το βέβαιο είναι ότι η πλατεία είναι ένας δημόσιος χώρος με ιστορική μνήμη, περιεχόμενο και δικό της χρώμα. Ένα από τα πιο διαχρονικά και γοητευτικά αστικά δωμάτια της Ευρώπης είναι αυτό της Πλατείας του Αγίου Μάρκου στην Βενετία, που έχει χαρακτηριστεί ως η πεμπτουσία του βενετσιάνικου τοπίου. Η πλατεία κυριαρχείται από την Εκκλησία του Αγίου Μάρκου, διατηρώντας το ανοιχτό πεδίο της ζωντανό. Τα καθίσματα των γειτονικών καφέ συχνά μετακινούνται ώστε οι επισκέπτες να παρατηρήσουν το επίκεντρο της ζωής της πλατείας.
33.Η πλατεία του Αγίου Μάρκου, στην Βενετία, από ψηλά.
25, 26.Σκίτσα του Κ. Δεκαβάλλα από την πλατεία του Αγίου Μάρκου. Περπατώντας στην Βενετία συναντά κανείς έναν αριθμό από υπαίθριους χώρους, μικρούς και μεγάλους, που απαρτίζουν μια αλυσίδα από πλατείες διαφόρων μορφών. Κάθεμια τους είναι ένα τοπόσημο στην πόλη και ενώνονται μεταξύ τους σ’ένα λαβύρινθο από στενά.
62
63
Η Praca do Comercio στη Λισαβόνα, είναι ένα ακόμη παράδειγμα εσώκλειστης πλατείας/ δωματίου της πόλης, με τρεις πλευρές κλειστές και μία ανοιχτή, με απόληξη τον ποταμό Tagus. Το άδειο πεδίο της πλατείας διακόπτεται μονάχα από ένα άγαλμα στο μέσον της πλατείας, ενώ χαρακτηριστική είναι η αψίδα στη βόρεια πλευρά της πλατείας, που υποδεικνύει την κεντρική λεωφόρο Rua Augusta, εκπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την ιδέα του Alberti, πως “…από το λιμάνι, κατευθείαν μέσα από την καρδιά της πόλης, πρέπει να την διατρέχει ένας μεγάλος δρόμος”.17
34.Η εσώκλειστη πλατεία της Praca do Comercio στη Λισαβόνα.
35.Λήψη από ψηλά της πλατείας Praca do Comercio.
36.Η αψίδα μπρόστα από την Rua Augusta.
Αντιθέτως, “ανοιχτές” πλατείες ονομάζονται αυτές που λόγω μεγέθους και θέσης στον αστικό ιστό αποτελούν εκτεταμένα κενά που ορίζουν τον εαυτό τους, χωρίς να εξαρτώνται από τα περιβάλλοντα κτίρια. Ακόμα, αυτές που τα γύρω κτίρια είναι πολύ χαμηλά σε σχέση με το μέγεθος του χώρου ώστε να εξουδετερώνονται, να μην κάνουν την παρουσίασή τους κυρίαρχη και το “κενό” να υποβάλλει την παρουσία του. Ο προβληματισμός για τις “καλές αναλογίες” αναφέρεται σε μια αισθητική εμμονή πέρα από ζητήματα
17
Alberti. Ten Books on Architecture, Tiranti, London, 1955, σελ.81
64
λειτουργίας και πρακτικότητας. Για τον Αλμπέρτι, η κατηγοριοποίηση των πλατειών σύμφωνα με τις διάφορες λειτουργίες τους αφήνει περιθώρια συζήτησης γύρω από τους γενικούς κανόνες των αναλογιών που θα ίσχυαν σε όλες. “Θα έφτιαχνα μια πλατεία διπλάσιου μήκους σε σχέση με το πλάτος της”, είναι το σκεπτικό γύρω από το οποίο κινείται. Σπεύδει όμως εγκαίρως να καταστήσει σαφές πως το μέγεθος μιας πλατείας και το αρχιτεκτονικό της πλαίσιο είναι ανεξάρτητα. Αν τα περιβάλλοντα κτίρια είναι πολύ χαμηλά, τότε ο ανοιχτός χώρος θα φαντάζει πολύ μεγάλος· αν είναι πολύ ψηλά, τότε ο χώρος θα ήταν αδικαιολόγητα περιορισμένος. “Το κατάλληλο ύψος για τα κτίρια τριγύρω από μια πλατεία είναι το ένα τρίτο του εύρους του ανοιχτού χώρου, ή τουλάχιστον το ένα έκτο”. Τα κτίρια που περικλείουν το κλειστό “δωμάτιο” της Piazza di Campo, για παράδειγμα, έχουν τέτοιο ύψος ώστε να δίνουν στον παρατηρητή την αίσθηση μιας μεγάλης και ανοικτής πλατείας με καλές αναλογίες. Αυτή η περίκλειση δίνει συγκεκριμένες διαστάσεις και συγκεκριμένη δομή στην πλατεία και βοηθά τον επισκέπτη να κατανοήσει ξεκάθαρα ότι βρίσκεται σε μια πλατεία, δίνοντας του όρια χωρίς να χάνεται το μάτι στην απεραντοσύνη της πόλης. Από την άλλη, ένα φαινόμενο που συναντάται πολύ συχνά στον σχεδιασμό των σύγχρονων πόλεων είναι πως ο χώρος των πλατειών μοιάζει σαν να έχει “ξεχειλώσει”, το σχήμα τους δηλαδή είναι το άμορφο υπόλοιπο του δομημένου περιβάλλοντος. Τέτοιες διαμορφώσεις που ξεφεύγουν από τις αναλογίες μιας καλοσχεδιασμένης πλατείας, τείνουν να μην γίνονται αντιληπτές ως πλατείες αλλά ως αστικά κενά, που γεμίζουν τον άκτιστο χώρο των πόλεων. Ο Οδηγός Σχεδιασμού του Νομαρχιακού Συμβουλίου του Essex αναφέρει : “Η σχέση μεταξύ του “ενεργού ύψους” των κτιρίων και του πλάτους του χώρου είναι κρίσιμη για την δημιουργία ενός αρμονικού δημόσιου χώρου. Εάν το ύψος είναι πολύ μεγάλο σε σχέση με το πλάτος τότε μπορεί να προκύψει αίσθημα καταπίεσης(Διάγραμμα 6), εάν είναι πολύ χαμηλό, τότε μπορεί κανείς να νιώσει εκτεθειμένος και ευάλωτος.” .(Διάγραμμα 3) Ο Οδηγός συνεχίζει προτείνοντας ως μέγιστη αρμονική αναλογία ύψουςπλάτους το 1:4. Οι ιδέες σχετικά με την σχέση του ύψους των κτιρίων και του πλάτους των δημόσιων χώρων, όπως και πολλές άλλες θεωρίες αστικού σχεδιασμού μπορούν να αναχθούν στον Αλμπέρτι, ο οποίος γράφοντας γι’ αυτό το θέμα ισχυρίστηκε: “Το κατάλληλο ύψος για τα κτίρια τριγύρω από μια πλατεία είναι το ένα τρίτο του εύρους του ανοιχτού χώρου, ή τουλάχιστον το ένα έκτο”. (Διάγραμμα 5) Σύμφωνα με τους Hegemann και Peets, ο Palladio επιδοκιμάζει τις ιδέες του Alberti για τις αναλογίες του ύψους των κτιρίων της πλατείας αλλά πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα στο να περιορίσει το εύρος του, παραθέτοντας το πλάτος που υιοθετεί το τυπικό Ρωμαϊκό Forum μεταξύ του 13 και 21 φορές το ύψος των κτιρίων. Οι Hegemann και Peets μαζί με τον Spreiregen, ανεξάρτητα, προβαίνουν σε παρόμοια συμπεράσματα : συμπεραίνουν ξεχωριστά πως το να δει κανείς μια λεπτομέρεια ενός κτιρίου επιτυγχάνεται καλύτερα σε μια απόσταση ίση με τη μεγαλύτερη διάσταση του κτιρίου. Από τη στιγμή που είμαστε ευκίνητοι και το ανθρώπινο μάτι κινείται οριζοντίως, η κρίσιμη διάσταση είναι το ύψος. Η εκτεταμένη έρευνα δημόσιων πλατειών του Sitte τοποθετείται στο κατώτερο όριο της κλίμακας των αναλογιών. Ο ίδιος δηλώνει αρκετά κατηγορηματικά πως “το ύψος των κυριότερων κτιρίων μπορεί να ανακηρυχθεί μετά βίας ως η ελάχιστη διάσταση της πλατείας, το απόλυτο μέγιστο που δίνει ακόμα ένα καλό αποτέλεσμα να είναι διπλάσιο από το ύψος”. Προσθέτει τον όρο “υπό την προϋπόθεση ότι το γενικό σχήμα του κτιρίου, ο σκοπός του και οι λεπτομέρειές τους δεν επιτρέπουν εξαιρετικές διαστάσεις”.
65
Αλλά και το απόλυτο μέγεθος της αστικής πλατείας έχει σχέση με τον τελικό βαθμό περίκλεισής της. Ο Sitte ως ο πιο συγκεκριμένος όσων έχουν γράψει για Διάγραμμα 3. αυτό το θέμα, βρήκε πως οι μεγαλύτερες πλατείες των αρχαίων πόλεων ήταν σε μέσο όρο μόνο 5x143m. Πολλές από τις γοητευτικές γνώριμες πλατείες στα παλαιότερα μέρη των πόλεων μπορεί να είναι από 15-21m, που στις μέρες μας είναι ίσα ίσα πλατύ για ένα οδικό αποθεματικό μιας οικιστικής περιοχής. Δεν Διάγραμμα 4. υπάρχει αμφιβολία πως οι μικρές άνετες πλατείες σε πόλεις όπως το York ή το Stamford είναι ένα ασφαλές καταφύγιο όπου οι άνθρωποι μπορούν να σταματήσουν, να χαλαρώσουν και να αποδράσουν από τους φρενήρεις ρυθμούς της σύγχρονης ζωής στην Διάγραμμα 5. πόλη. Έρχονται σε έντονη αντίθεση με την “γιγαντιαία σύγχρονη πλατεία με την βαρετή της κενότητα και την καταπιεστική της ανία”. Οι υπερβολικά μεγάλες πλατείες έχουν ολέθριες επιρροές στα περιβάλλοντα κτίρια, τα οποία ποτέ δεν θα μπορέσουν να είναι Διάγραμμα 6. αρκετά μεγάλα.(Διάγραμμα 4) Παρόλα τα ευρήματα των τελευταίων ερευνητών, υπάρχουν πολλές επιτυχημένες αστικές πλατείες που βρίσκονται εκτός αυτών των αυστηρών αναλογικών ορίων. Πρέπει ακόμα να σημειωθεί πως ο Sitte ήταν επηρεασμένος από την μικρής κλίμακας μεσαιωνική πλατεία. Ένα καλό παράδειγμα μεγαλύτερης αστικής πλατείας είναι αυτή του Nottingham η οποία καθώς αποτραβιέται από το Δημαρχείο λεπταίνει σε μορφή ενός στενού λαιμού. Τέτοιες πλατείες μπορεί να οφείλουν την επιτυχία τους στις σχετικά μικρές απόλυτες διαστάσεις τους και την ισχυρή συμβολική σημασία που έχουν για την κοινότητά τους. Αυτές που στερούνται από περίκλειση το αντισταθμίζουν στο αίσθημα του τόπου και των ζωντανών δραστηριοτήτων που υποστηρίζουν.
Ένταξη στοιχείων στην πλατεία Όπως προκύπτει από το στοιχείο της περίκλεισης, ο σχεδιαστικός χειρισμός του ίδιου του χώρου, καθορίζει τις ποιότητες της εικόνας και της κίνησης μέσα στην πόλη. Η βασική ιδέα, στο σχεδιασμό του χώρου της πλατείας, από τη γένεσή της, είναι η δημιουργία, ενός κεντρικού, ελεύθερου χώρου, μέσα στην πόλη, σε αντίθεση με τους “περιορισμένους”, εσωτερικούς χώρους των κτιρίων. Η ανεμπόδιστη κυκλοφορία του πεζού, στον οποίο απευθύνεται η αστική πλατεία, είτε ως διερχόμενου, είτε ως επισκέπτη-περιπατητή, αποτελεί την κύρια επιδίωξή της, τόσο σε κινητικό, όσο και σε οπτικό επίπεδο, ώστε ταυτόχρονα, να εξασφαλίζεται και η δυνατότητα προσανατολισμού μέσα στον ιστό της πόλης. Η εξασφάλιση του μέσου χώρου της πλατείας ελεύθερου και η διάταξη των παραδοσιακών στοιχείων της, μνημείων, κρηνών κ.λ.π. σε “νησίδες”, από τις οποίες δεν διέρχονται οι άξονες κυκλοφορίας, προσδιορίστηκε από τον C. Sitte, ως μία από τις βασικές “καλλιτεχνικές αρχές”, που οφείλει να διαθέτει ο χώρος. Με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η κίνηση ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνεται και η διατήρηση του οπτικού άξονα ελεύθερου. Στις Μεσαιωνικές και Αναγεννησιακές πλατείες, το ιδιαίτερο στοιχείο της κρήνης, στις πλατείες της αγοράς, τοποθετείται συνήθως δίπλα σε ένα βασικό δρόμο που εκβάλλει στην κύρια γωνία τους. Η μνήμη και η ιστορία της πόλης και της πλατείας, επιβάλλει
66
συχνά τις θέσεις: σ’ αυτό το σημείο, είναι δυνατόν να πραγματοποιούνταν κάποτε το πότισμα των ιπποζυγίων, ώστε να εξυπηρετείται η μετάβαση μέσω του δρόμου. Κάτι αντίστοιχο, συνέβαινε και με τα μνημεία, τα οποία δημιουργούσαν γύρω τους χώρους στάσης, απομακρυσμένους από τις χαράξεις που επέβαλλαν οι γύρω δρόμοι και οι βασικοί άξονες πρόσβασης, άφηναν ανεμπόδιστη την κίνηση, ενώ ταυτόχρονα, τοποθετούνταν και σε σημεία που δεν εμπόδιζαν την “οπτική ευθεία” προς κύριες πύλες εισόδου-εξόδου από τον χώρο ή σημαντικά τμήματα κτιρίων του άμεσου περιβάλλοντος. Στις μεταγενέστερες πλατείες, ιδιαίτερα του 19ου αιώνα, όπως αναφέρθηκε και προηγούμενα, πέρα από τα στοιχεία των κρηνών και των μνημείων, που τοποθετούνται πια με βάση την “αρρώστια της κανονικότητας και της άκαμπτης συμμετρίας”, στο κέντρο των χώρων, δημιουργώντας εσωστρεφείς πλατείες, καταργείται επιπλέον η έννοια του ελεύθερου χώρου, ο οποίος καταλαμβάνεται πια από σημαντικά δημόσια κτίρια, κυρίως εκκλησίες. Η προσπέλαση, πραγματοποιείται περιμετρικά αυτών, ενώ το “βάθρο” τους και οι μνημειακές κλίμακες ανόδου, καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της πλατείας και αποτελούν το κύριο σημείο οπτικής αναφοράς, μακριά από την ανθρώπινη διάσταση. Πρότυπο και πάλι, αποτελούν οι Μεσαιωνικές και Αναγεννησιακές πλατείες, κυρίως της Ιταλίας, στις οποίες τα παραπάνω δεν ανεγείρονται ως ελεύθερα κτίσματα, αλλά προσοικοδομούνται στα πλευρικά κτίρια, δημιουργώντας ελεύθερες πλατείες, μπροστά και στο πλάι τους. Η πρόσβαση στο χώρο και η κυκλοφορία στο εσωτερικό του πραγματοποιείται ανεμπόδιστα, ενώ σ’ αυτές τις περιπτώσεις, το κτίριο, αποτελεί όριο του χώρου. Ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάζεται ο χώρος της αστικής πλατείας και κατά συνέπεια η εξασφάλιση της δυνατότητας πρόσβασης σε αυτή καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό και από τα φυσικά χαρακτηριστικά της περιοχής, στην οποία “τοποθετείται”, καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο ο δημιουργός του χώρου χειρίζεται δεδομένα, όπως οι ιδιαιτερότητες του εδάφους (μορφολογία κ.λ.π), προκειμένου να δώσει ένα άρτιο πολεοδομικά και αισθητικά, αποτέλεσμα. Η θέση ενός έργου τέχνης στον ελεύθερο δημόσιο χώρο είναι ιδιαίτερης σημασίας. Η τοποθέτηση των έργων στην περίμετρο του χώρου παρουσιάζει πλείστα πλεονεκτήματα. Τα κυριότερα είναι ότι στην περίμετρο ενός χώρου μπορούν να στηθούν περισσότερα έργα απ’ ότι στο κέντρο, όπου συνήθως τοποθετείται ένα και μοναδικό. Άλλωστε, ο κεντρικός χώρος της πλατείας καλό είναι να παραμένει ελεύθερος για εκδηλώσεις παντός είδους. Από την άλλη μεριά, η κεντρική χωροθέτηση προβάλλει τη σημασία του έργου τέχνης και προσδίδει ένα συγκεκριμένο χαρακτήρα στον χώρο. Για τον Sitte, η περίκλειση θεωρήθηκε ως προαπαιτούμενο της πλατείας και συμπέρανε πως υπάρχουν δύο μονάχα τύποι πλατειών, ο χαρακτήρας των οποίων καθορίζεται από τη φύση του κυρίαρχου κτιρίου. Οι δύο αυτές κατηγορίες ήταν “ο βαθύς τύπος” (deep type) και “ο ευρύς τύπος” (wide type), που και οι δύο εμπίπτουν στην κατηγορία της κυριαρχούμενης πλατείας του Paul Zucker. Το αν μια πλατεία μπορεί να θεωρηθεί βαθιά ή πλατιά γίνεται εμφανές όταν ο παρατηρητής στέκεται απέναντι από το κυρίαρχο κτίριο που κατακυριεύει τη διάταξη του χώρου. Για τον Sitte τόσο η άμορφη πλατεία όσο και ο χώρος που σχηματίζεται γύρω από ένα κεντρικό αντικείμενο εκτός του ορισμού του αντικειμένου θα είχε ελάχιστο νόημα γι ‘αυτόν. Ως παράδειγμα του βαθύ τύπου, ο Sitte αναφέρει την πλατεία μπροστά από την εκκλησία Santa Croce στην Φλωρεντία. Όλες οι οπτικές συγκλίνουν προς την εκκλησία, όλοι οι δρόμοι οδηγούν εκεί, τα γλυπτά και ο αστικός εξοπλισμός έχουν τοποθετηθεί με το ίδιο σκεπτικό. Όπως παρατήρησε ο Sitte, προκειμένου να είναι αποτελεσματικό το κτίριο που κυριαρχεί στον ευρύ τύπο, θα πρέπει να έχει διαστάσεις παρόμοιες με τον χώρο στον οποίο εντάσσεται. Στο παρελθόν, η πρόσοψη της εκκλησίας ακολουθούσε αυτό το προαπαιτούμενο με ευκολία. Η πλατεία μπροστά από την εκκλησία, η μεσαιωνική
67
αυλή της, αποτελούσε επέκταση της κύριας εισόδου της εκκλησίας. Εδώ συγκεντρώνονταν η εκκλησιαστική κοινότητα πριν και μετά τη λειτουργία, εδώ πραγματοποιούνταν περιστασιακά κηρύγματα και μέσα από αυτήν περνούσαν οι μεγάλες πομπές. Τα κτίρια γύρω από την εκκλησία συχνά σχετίζονταν με αυτή και φυσικά ήταν δευτερεύοντα σε σχέση με το κύριο κτίσμα. Η ιδανική απόσταση για να κοιτάξει κανείς το κυρίαρχο κτίριο στο τέλος της πλατείας κυμαίνεται μεταξύ του ύψους του κτιρίου και του διπλάσιου του.
37.Άποψη της πλατείας από το απέναντι άκρο της.
38.Πρόσοψη της εκκλησίας Santa Croce στην Φλωρεντία.
Τέλος, ως παράδειγμα του ευρύ τύπου ο Sitte παραπέμπει στην Piazza Roma στη Μόντενα της Ιταλίας. Εδώ η πλατεία κυριαρχείται από ένα παλάτι, με πιο μεγάλο μήκος στην όψη του συγκριτικά με το ύψος του. Ο όγκος του κυρίαρχου κτιρίου έχει παρόμοιες αναλογίες με την πλατεία στην οποία στέκεται και έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τη γειτονική Piazza S.Domenico με την οποία συνδέεται με έναν μικρό δρόμο. Η Piazza S.Domenico, έχοντας μια εκκλησία ως το κυρίαρχο στοιχείο της, είναι, σύμφωνα με την κατάταξη του Sitte, μια βαθιά πλατεία. Ο Sitte δεν έχει βρει στοιχεία που να υποδεικνύουν τις ιδανικές σχέσεις μεταξύ του μήκους και του πλάτους της πλατείας, αλλά 39.Φωτογραφία από την πλατεία Piazza S.Domenico σημείωσε πως “οι υπερβολικά μακριές πλατείες στις οποίες η αναλογία μήκους και πλάτους είναι πάνω από 3 προς 1, ξεκινούν να χάνουν την γοητεία τους”. Με αυτόν τον τρόπο ο Paul David Spreiregen εξηγεί την απώλεια της γοητείας της υπερβολικά μακριάς πλατείας “…τα γύψινα των κτιρίων στο άλλο άκρο θα ήταν πολύ πιο κάτω από το πεδίο όρασης του ανθρώπινου ματιού”.18 Η πρόταση του Alberti ήταν “μια πλατεία διπλάσιου μήκους από το πλάτος της”19 , ενώ, ο δάσκαλός του, ο Βιτρούβιος πρότεινε την αναλογία 3 προς 2. 20 18
Spreiregen, P.D. Op cit, σελ.19
19
Alberti. Ten Books on Architecture, Tiranti, London, 1955, σελ.173
20
Vitruvius, Τα δέκα βιβλία, εκδ. Παρατηρητής, 1998
68
ΕΝΟΤΗΤΑ 3
07 Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΘΕΑΜΑ
71 Η κοινωνία του θεάματος 72 Το αστικό θέαμα στον δημόσιο χώρο 73 Τεχνολογία και ψηφιακή επανάσταση 74 Η ανάκτηση του δημόσιου χώρου 77 Το παράδειγμα της Βαρκελώνης 82 Η περίπτωση της Κοπεγχάγης 86 Η θεατρικότητα του άδειου πεδίου
Η κοινωνία του θεάματος Ο 20ος αιώνας βρίσκει τις πόλεις της Ευρώπης να προσπαθούν να στεγάσουν πληθυσμό εκατομμυρίων κατοίκων. Η δοµή της πόλης αλλάζει ριζικά. Ο δηµόσιος αστικός χώρος, ουσιαστικά το κενό που αποµένει μεταξύ των ιδιωτικών κτιρίων, έπαψε να προσελκύει δραστηριότητες. Η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων δε στηρίζεται πλέον στην ανάγκη αναγνώρισης που χαρακτήριζε τους δηµόσιους τρόπους τον 18ο αιώνα. Άρχισε να επικρατεί η ανασφάλεια και ο φόβος µέσα στο πλήθος. Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, και συγκεκριμένα η τηλεόραση, έχουν αμφισβητήσει έντονα τον παραδοσιακό ρόλο του ανοιχτού δημόσιου χώρου της ευρωπαϊκής πόλης. Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τις πόλεις σήμερα προδιαγράφεται από την τέχνη του κινηματογράφου, τα τηλεοπτικά προγράμματα ή ακόμα και τα βιντεοπαιχνίδια στην οθόνη του υπολογιστή. Οι παραστάσεις μας από φυσικούς χώρους γίνονται ολοένα και λιγότερες από τις αντίστοιχες παραστάσεις που λαμβάνουμε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και επικοινωνίας. Ταυτόχρονα, η πρόσβαση και η ζωή μέσα σε εικονικούς χώρους γίνεται ολοένα και πιο εύκολη, ολοένα και πιο εντυπωσιακή ως αναπαράσταση ή και υπέρβαση του πραγματικού. Και ενώ το μεταμοντέρνο κίνημα, στο ξεκίνημα του, ορίζει το δικαίωμα στην πόλη ως έναν από τους βασικούς του στόχους, η παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική ανάπτυξη, με την τριτογενοποίηση της παραγωγής ανάγει την κατανάλωση από μέσο για την εξυπηρέτηση βασικών ανθρώπινων αναγκών, σε απόλυτο πια τρόπο ζωής. Η συμμετοχική αντίληψη για την πόλη και το δημόσιο χώρο, υπό την επίδραση της νέας οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας, αλλάζει δραματικά. Το shopping, ως κυρίαρχη δραστηριότητα, επιβάλει του δικούς του όρους σε ζητήματα που άπτονται της οργάνωσης και δομής του αστικού χώρου και των επιμέρους στοιχείων του. Οι ελεύθεροι χώροι ιδιωτικοποιούνται, αποκτούν υπερβολική οικονομική – ανταλλακτική αξία, παράγονται με άλλα λόγια από το ιδιωτικό και για το ιδιωτικό, ώστε να καταναλωθούν στη συνέχεια από αυτό. Η συνειδητοποίηση της “κοινωνίας του θεάματος” όπως τη βάφτισε ο Guy Debord στο ομώνυμο βιβλίο του υπήρξε καθοριστικής σημασίας για τη σύγχρονη διανόηση. Η έκδοση των βιβλίων για το Λας Βέγκας και τη Νέα Υόρκη από τους Robert Venturi, Denise Scott Brown, Steven Izenour και τον Rem Koolhaas αντίστοιχα, επηρέασε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε σήμερα την πόλη. Το Λας Βέγκας ως ένα “σύστημα επικοινωνίας” όπου η κορυφογραμμή των διαφημιστικών πινακίδων καθορίζει τον αστικό και πολιτισμικό χαρακτήρα της πόλης, αλλά και η Νέα Υόρκη ως το “εργαστήριο της τεχνητής εμπειρίας, όπου το πραγματικό και το φυσικό έπαψαν να υφίστανται” αποτέλεσαν δύο νέα πρότυπα. Τα παραπάνω βιβλία μας δίδαξαν ότι η σύγχρονη πόλη αποτελεί ένα θέαμα το οποίο δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε περιοριζόμενοι στα παραδοσιακά εργαλεία του αρχιτεκτονικού και αστικού σχεδιασμού. Η συνειδητοποίηση της “κοινωνίας του θεάματος” όπως τη βάφτισε ο Guy Debord στο ομώνυμο βιβλίο του υπήρξε καθοριστικής σημασίας για τη σύγχρονη διανόηση. Η έκδοση των βιβλίων για το Λας Βέγκας και τη Νέα Υόρκη από τους Robert Venturi, Denise Scott Brown, Steven Izenour και τον Rem Koolhaas αντίστοιχα, επηρέασε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε σήμερα την πόλη. Το Λας Βέγκας ως ένα “σύστημα επικοινωνίας” όπου η κορυφογραμμή των διαφημιστικών πινακίδων καθορίζει τον αστικό και πολιτισμικό χαρακτήρα της πόλης, αλλά και η Νέα Υόρκη ως το “εργαστήριο της τεχνητής εμπειρίας, όπου το πραγματικό και το φυσικό έπαψαν να υφίστανται” αποτέλεσαν δύο νέα πρότυπα. Τα παραπάνω βιβλία μας δίδαξαν ότι η σύγχρονη πόλη αποτελεί ένα θέαμα το οποίο δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε περιοριζόμενοι στα παραδοσιακά εργαλεία του αρχιτεκτονικού και αστικού σχεδιασμού.
71
Στο πέρασμα από τον 20ο στον 21ο αιώνα και ενώ τα θεματικά πάρκα της Αμερικής έχουν ήδη αφήσει το στίγμα τους, στην Ευρώπη εμφανίζονται τα νέα αστικά κέντρα αναψυχής, λειτουργώντας ως υποκατάστατα του παραδοσιακού δημόσιου χώρου και κατακλύζοντας τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ως κατεξοχήν δημιούργημα της κοινωνίας της κατανάλωσης. Αυτοί οι κλειστοί ιδιωτικοί επιχειρηματικοί χώροι, γνωστοί ως ναοί της κατανάλωσης και ως παράδεισοι του σύγχρονου αστού (mall), επαναπροσδιορίζουν την έννοια του δημόσιου χώρου και συμπυκνώνουν μια νέα “ασφαλή” και επιτηρούμενη πόλη μέσα στην πόλη.
Το αστικό θέαμα στον δημόσιο χώρο Η μετατόπιση αυτή της έννοιας του δημόσιου υποκαθιστά την κίνηση μέσα στο αστικό περιβάλλον και κατ’ επέκταση μεταβάλλει την αντίληψη της αστικής εμπειρίας. Το δικαίωμα του πολίτη στο δημόσιο χώρο αντικαθίσταται από το δικαίωμα του πελάτη, γεγονός που λειτουργεί καταχρηστικά έως και κατασταλτικά στη λειτουργία του κοινόχρηστου χώρου ως δημόσιου αγαθού. Στη φάση αυτή, οι πολεοδομικές αναπλάσεις υπηρετούν καθαρά ένα παιχνίδι κερδοφορίας, στόχος του οποίου είναι η αύξηση της εμπορικότητας της προς ανάπλαση περιοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της Potsdamer Platz στο Βερολίνο. Την δεκαετία του ’90, εκεί που, προπολεμικά, μια πλατεία αποτελούσε σημείο αναφοράς για τους κατοίκους, λειτουργώντας ως κόμβος συγκέντρωσης δραστηριοτήτων και διασποράς λειτουργιών, κατασκευάζεται ένα θεματικό πάρκο, η “νέα καρδιά της Ευρώπης” -όπως διαφημίστηκε- η οποία, αν και γεμάτη από πλήθος καταναλωτών, παραμένει απελπιστικά απομονωμένη και αποκομμένη από το ευρύτερο περιβάλλον. Η αρχική πρόθεση ήταν η διαμόρφωση ενός κέντρου που θα παρέμενε ζωντανό σε όλη τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας, το οποίο θα περιελάμβανε χώρους ανάμεικτων δραστηριοτήτων, κατανάλωσης και αναψυχής, πολιτισμού και εργασίας, κατοικίας και γραφείων. Η κατασκευή και εκμετάλλευση του έργου ανατέθηκε σε δύο μεγάλες εταιρείες : την Daimler – Benz και τη Sony. Για το βορινό τμήμα, το οποίο αποκτήθηκε από τη Sony, προτάθηκε από τον αρχιτέκτονα Helmut Jahn η διαμόρφωση ενός ομοιογενούς συγκροτήματος γυάλινων κτιρίων γύρω από μια τυπική αμερικανική plaza, οβάλ σχήματος. Ο συγκεκριμένος χώρος αντιμετωπίστηκε 40. Η Potsdamer Platz. ως ένα αστικό κέντρο αναψυχής, το οποίο περιλαμβάνει μια αίθουσα IMAX, κινηματογράφους, εστιατόρια, καταστήματα και café. Στην απέναντι πλευρά, στο κομμάτι που δόθηκε για εκμετάλλευση στην Daimler – Benz, ο χαρακτήρας της περιοχής καθορίστηκε από τη βραβευμένη σε πολεοδομικό διαγωνισμό πρόταση του γραφείου των Hilmer & Sattler, για μια μεσαίου ύψους ανάπτυξη σύμφωνα με βασικά τυπολογικά χαρακτηριστικά ης ευρωπαϊκής πόλης (δρόμους, αλέες, εσωτερικές αυλές και πλατείες). Στην τελική όμως φάση επεξεργασίας της μελέτης, η οποία ανατέθηκε στον Renzo Piano, έγιναν ορισμένες κρίσιμες μετατροπές οι οποίες οδήγησαν στον περιορισμό του ελεύθερου δημόσιου χώρου στη νέα πλατεία Marlene Dietrich. Αντίστοιχα και εδώ περιλαμβάνονται ένα καζίνο, μια αίθουσα IMAX, ένα πολυτελές ξενοδοχείο, κινηματογράφοι, θέατρα, εστιατόρια και ταχυφαγεία. Η μόνη διαφορά της Marlene Dietrich Platz από την τυπικά “αμερικανική” Sony Plaza είναι πως εδώ το ίδιο ακριβώς πρόγραμμα υλοποιείται σύμφωνα με ένα “ευρωπαϊκό” συντακτικό αστικής αρχιτεκτονικής.
72
Είναι όμως η συγκεκριμένη περιοχή ένας πραγματικά ζωντανός δημόσιος χώρος; Η ευρύτερη ζώνη της Potsdamer Platz, παραμένει απελπιστικά απομονωμένη από το ευρύτερο περιβάλλον της, δίχως καν να επιτρέπει την πρόσβαση στο εξαιρετικού ενδιαφέροντος γειτονικό κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, έργο του Hans Scharoun. Σε αντίθεση με τις μητροπολιτικές πλατείες, ο χώρος, εσωστρεφής και αποσπασματικός, δεν αποτελεί ούτε πέρασμα ούτε σημείο συνάντησης και συνύπαρξης διαφορετικών κοινωνικών ομάδων παρά μονάχα πεδίο μάχης ενός πολέμου επιχειρήσεων. Πρόκειται για ένα κομμάτι περιφέρειας, ένα θεματικό πάρκο το οποίο έχει εμφυτευθεί στο κέντρο της πόλης και κατά τραγική ειρωνεία έχει ως θέμα του μια αποστειρωμένη εκδοχή του ίδιου του κέντρου της πόλης.
Τεχνολογία και ψηφιακή επανάσταση Αν η κοινωνία της κατανάλωσης και στη συνέχεια της αφθονίας καθορίζουν τον δημόσιο χώρο από τον 20ο αιώνα και ύστερα, σήμερα αναμφισβήτητα, τον κεντρικό ρόλο στον μετασχηματισμό και την απαξίωση της ζωής σε αυτόν κατέχει η τεχνολογία. Οι τηλεπικοινωνίες, η τηλεόραση, τα σύγχρονα μέσα μαζικής ενημέρωσης και πιο πρόσφατα το διαδίκτυο, καθώς και τα σύγχρονα ψηφιακά μέσα απεικόνισης, επηρεάζουν τον τρόπο που ο άνθρωπος επικοινωνεί, που κοινωνικοποιείται, τον τρόπο που συγκροτεί την ταυτότητά του και τις κοινότητες στις οποίες ανήκει. Αλλάζει ο τρόπος που συμπεριφέρεται στο κοινωνικό του περιβάλλον, ο τρόπος που αντιλαμβάνεται το χώρο και το χρόνο, αλλάζει ο τρόπος που ο ίδιος υπάρχει. Οι νέες τεχνολογίες ανατρέπουν την κοινωνική συνοχή και τους παραδοσιακούς τρόπους επικοινωνίας μέσα στην πόλη και ο ρόλος του ανοιχτού δημόσιου χώρου ως κέντρου της κοινωνικής ζωής εξασθενεί μπροστά στις νέες μορφές επικοινωνίας.Τα ψηφιακά μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποϋλοποιούν τα δεδομένα της πόλης, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ενός πολιτισμού χωρίς αυτές: Οι αστικές πλατείες μετατρέπονται σε εικονικές πλατείες, forum και chatrooms, η εξ επαφής επικοινωνία ασυνείδητα καταργείται και όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Γ.Τζιρτζιλάκης, όλοι μοιάζει να μπορούν να έρθουν σε επαφή με όλους σε έναν απεριόριστο δυνητικό χώρο που αλλάζει τα δεδομένα της ατομικής και της συλλογικής ζωής. Η σωματική συνύπαρξη, η απτική πλευρά και ο διάλογος πρόσωπο με πρόσωπο ανάμεσα σε ανθρώπους που συζητούν, μειώνονται δίνοντας προβάδισμα στην ασώματη επικοινωνία και την οικιακή ακινησία. Η κοινωνικότητα κλονίζεται και διεκπεραιώνεται στις οθόνες των υπολογιστών, παρακάμπτοντας τη συνάντηση.21 Οι νέες αυτές συνθήκες επαναπροσδιορίζουν την κοινωνική πραγματικότητα, συνθέτοντας τα στοιχεία εκείνα που αμφισβητούν τον παραδοσιακό ρόλο του αστικού δημόσιου χώρου και της πλατείας και εμφανίζοντας την πόλη ανίκανη να προκαλέσει τον ενδιαφέρον για άμεση και αδιαμεσολάβητη κοινωνική επαφή και συμμετοχή. Πρόκειται λοιπόν για μια πόλη του θεάματος όπου –όπως έγραψε παλιότερα ο Guy Debord– “όχι μόνον η σχέση με το εμπόρευμα είναι ορατή, αλλά δεν βλέπουμε πλέον παρά μόνο αυτή”. Πρόκειται για μια πόλη ομογενοποιημένη και υπό επιτήρηση. Πρόκειται άραγε και για το τέλος της πόλης όπως τη γνωρίζαμε ;
21
Τζιρτζιλάκης Γιώργος, Ο χώρος των σχέσεων και η μεταβιομηχανική πόλη, Αρχιτεκτονικά Θέματα “Η αρχιτεκτονική
του δημόσιου χώρου στην Ευρώπη”, 37/2003, Σελ. 68
73
Η ανάκτηση του δημόσιου χώρου Το ίδιο ερώτημα θέτει ο Peter Hall στο βιβλίο του Cities in Civilization, αναλογιζόμενος τις συνέπειες της εξελισσόμενης ψηφιακής τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών που έχει ως αποτέλεσμα τον εκμηδενισμό των γεωγραφικών αποστάσεων καθώς με το πέρασμα του χρόνου όλο και περισσότερες υπηρεσίες μπορούν να εκτελεστούν μέσω διαδικτύου. Παρόλα αυτά ο Peter Hall είναι κατηγορηματικά αρνητικός στο ερώτημα που αφορά τον θάνατο της παραδοσιακής πόλης. Πιστεύει ότι “’όπως και στο παρελθόν, η τεχνολογική εξέλιξη πρόκειται να οδηγήσει όχι σε έναν γενικό ανασχηματισμό του χάρτη”. Ο Hall μας διαβεβαιώνει ότι οι κινητήριες δυνάμεις ανάπτυξης των επόμενων χρόνων θα αφορούν τη διαχείριση των πληροφοριών και θα απαιτούν τον συνδυασμό της καλλιτεχνικής και διανοητικής δημιουργικότητας με την τεχνολογική νεωτερικότητα, δραστηριότητες οι οποίες, σύμφωνα με τον ίδιο, θα συνεχίσουν να απαιτούν την πρόσωπο με πρόσωπο επαφή και θα ενθαρρύνουν τη συγκέντρωση των παραγωγικών και καταναλωτικών δραστηριοτήτων στα αστικά κέντρα. Το πιθανότερο λοιπόν είναι ότι “τα μέρη με το δικό τους βουητό, με τη δική τους χαρακτηριστική ενέργεια, θα αποδειχτούν περισσότερο από ποτέ μαγνητικά για την παραγωγή προϊόντων και, πάνω από όλα, την εκτέλεση υπηρεσιών”. Με την άποψη αυτή φαίνεται να συμφωνούν πολλοί από τους φορείς των ευρωπαϊκών πόλεων που ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1960 επενδύουν στην αναβάθμιση των ανοιχτών δημόσιων χώρων τους. Η Κοπεγχάγη ήταν η πρώτη πόλη η οποία ξεκίνησε από το 1962 ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα πεζοδρομήσεων του ιστορικού της κέντρου, το οποίο εξελίσσεται βήμα βήμα μέχρι σήμερα. Η πόλη της Κοπεγχάγης έδωσε έμφαση σε μια ήπια εμπορική ανάπτυξη, πολύ κοντά σε αυτό που οραματιζόταν η Jane Jacobs.22 H Λυών αντίστοιχα, ξεκίνησε το 1989 ένα πρόγραμμα ανασχεδιασμού 10 δημόσιων χώρων κάθε χρόνο. Σήμερα έχουν ολοκληρωθεί περίπου 200 έργα τα οποία μάλιστα ακολουθούν κοινό λεξιλόγιο σχεδιασμού και χρησιμοποιούν παρόμοια υλικά και στοιχεία αστικού εξοπλισμού. Η επιτυχία του προγράμματος της Λυών, όπως άλλωστε και του αντίστοιχου διάσημου προγράμματος της Βαρκελώνης, οφείλεται στον εξαιρετικό συντονισμό των πολλών και διαφορετικών πλευρών που εμπλέκονται στη δημιουργία του δημόσιου χώρου αλλά και στη χρονική διάρκεια των προγραμμάτων, η οποία επέτρεπε στις πόλεις να μάθουν από τα λάθη τους και να αξιοποιήσουν τις εμπειρίες τους. Κοινό σημείο όλων των επιτυχημένων προγραμμάτων ανασυγκρότησης του ανοιχτού δημόσιου χώρου είναι η εμπιστοσύνη που επιδεικνύουν οι τοπικές αρχές στους νέους –τις περισσότερες φορές- αρχιτέκτονες. Τα παραπάνω προγράμματα μας διδάσκουν ότι καμιά πρόταση παρέμβασης στον αστικό χώρο δεν μπορεί να επιτύχει αν δεν υπάρξει αξιοποίηση των αρχιτεκτόνων από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Κάτι που απ’ ότι φαίνεται δεν μπόρεσε να συμβεί στην Αθήνα, παρά τις καλές προϋποθέσεις με τις οποίες ξεκίνησε το πρόγραμμα ενοποίησης των αρχαιολογικών της χώρων. Τα παραδείγματα που θα παρουσιαστούν στις επόμενες σελίδες του κεφαλαίου αυτού υποδεικνύουν διεξόδους από τα προβλήματα των σύγχρονων πόλεων.
22
Jane Jacobs, The Death and Life of Great American Cities, Νέα Υόρκη, Vintage, 1961
74
41. Κάτοψη-ανάπτυγμα της Place des Terreaux.
Place des Terreaux, Λυών, Christian Drevet, Daniel Buren (1994), 8.000 Η Place des Terreaux αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάπλασης της Λυών, ένα σημείο αναφοράς για το κέντρο της Λυών. Βρίσκεται ανάμεσα στους δύο ποταμούς της πόλης αλλά και ανάμεσα σε δύο χαρακτηριστικές συνοικίες διαφορετικής κοινωνικής και οικονομικής τάξης. Ο χώρος της πλατείας περιβάλλεται από το Δημαρχείο, το Palais St-Pierre το οποίο ανήκει στην Εκκλησία, μια αστική κατοικία του 19ου αιώνα και μία σειρά απλών πολυώροφων κτισμάτων. Με τον τρόπο αυτό στην πλατεία συγκεντρώνονται αλλά και αντιπαρατίθενται οι τέσσερις κοινωνικές συνιστώσες της πόλης : η δημοτική αρχή, η εκκλησιαστική αρχή, η αστική τάξη και ο λαός. Ανάμεσά τους βρίσκεται ένα διάσημο γλυπτό- σιντριβάνι του Bartholdi, δηλαδή η τέχνη. Η κατασκευή ενός υπόγειου χώρου στάθμευσης κάτω από την πλατεία προσέφερε την δυνατότητα μεταφοράς του σιντριβανιού προς τη μεριά των ουδέτερων κτισμάτων. Με τον τρόπο αυτό αναδείχθηκε η όψη της αστικής κατοικίας του 19ου αιώνα, την οποία έκρυβε στο παρελθόν το σιντριβάνι. Τα τρία κτίρια τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον σχηματίζουν έτσι ένα σύνολο το οποίο αντιπαρατίθεται στο μέτωπο των απέναντι “λαϊκών” κτισμάτων. Η πλακόστρωση της συνολικής επιφάνειας της πλατείας ακολουθεί τον κάνναβο του Palais StPierre (5,90x5,90 m.). Η επιβλητική παρουσία του σιντριβανιού του Bartholdi στην πλατεία αλλά και η ιδιαίτερη σημασία που έχουν τα δύο ποτάμια για τη Λυών έδωσαν την αφορμή για τη διαμόρφωση ενός παιχνιδιού με το νερό στο εσωτερικό της πλατείας. Στο κέντρο κάθε καννάβου τοποθετήθηκε ένα μικρό σιντριβάνι. Κάθε σιντριβάνι έχει μια μικρή λεκάνη από μαύρο γρανίτη βάθους μόλις 4 χιλιοστά. Τα σιντριβάνια αυτά μπορούν είτε να δημιουργήσουν κατακόρυφους πίδακες, είτε να σχηματίσουν μικρές ανακλαστικές επιφάνειες, είτε να απενεργοποιηθούν ώστε να αποδοθεί η επιφάνεια της πλατείας σε άλλες δραστηριότητες. Τοποθετήθηκαν συνολικά 69 σιντριβάνια με τέτοιο τρόπο ώστε να μην παρεμποδίζονται οι περιοχές κυκλοφορίας και οι ζώνες τραπεζιών των γύρω καφέ. Η διαμόρφωση
75
συμπληρώνεται από μια σειρά στύλων πίσω από το σιντριβάνι του Bartholdi. Διαμορφώνεται έτσι ένα φόντο για το σιντριβάνι, ενώ ταυτόχρονα οριοθετείται ο χώρος κίνησης των πεζών. Η κεντρική περιοχή της πλατείας όπου τοποθετούνται τα μικρά σιντριβάνια σηματοδοτείται από δύο σειρές χαμηλών κύβων. Για την πλακόστρωση χρησιμοποιήθηκε γρανίτης σε διαφορετικά χρώματα.
42. Η Place des Terreaux από ψηλά. 43. Ο κάναβος των σιντριβανιών.
76
44. Λεπτομέρεια των σιντριβανιών.
Το παράδειγμα της Βαρκελώνης Ο λόγος για τον οποίο επιλέχθηκε η πόλη της Βαρκελώνης είναι ότι αποτέλεσε και αποτελεί ένα χαρακτηριστικό πεδίο συνάντησης των κρίσιμων ζητημάτων της μνήμης, της ταυτότητας και του δημόσιου χώρου και αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα αστικής ανάπτυξης, από τον Μεσαίωνα ως και σήμερα. Η Βαρκελώνη είναι μια πόλη με πλούσιο ιστορικό παρελθόν ενώ η ιδιότητά της ως πρωτεύουσα της επαρχίας της Καταλονίας την επιφορτίζει με το μακραίωνο ζητούμενο για ανεξαρτησία της περιοχής αυτής, μέσω της ανάδειξης της ιδιαίτερης ταυτότητάς της. Ο δημόσιος χώρος της πόλης, εξαιτίας του κλίματος, της πλούσιας παράδοσης των υπαίθριων λαϊκών γιορτών και εκδηλώσεων αλλά και των σημαντικών κοινωνικών αγώνων που έλαβαν χώρα σε αυτόν, ήταν ο κατεξοχήν τόπος έκφρασης της συνέχειας αυτής της ταυτότητας μέσω της διατήρησης της συλλογικής μνήμης. Με την δικτατορία του Φράνκο (1939-1975) η Καταλονία έχασε το δικαίωμα αυτοδιοίκησης ενώ απαγορεύτηκε και η χρήσης της καταλανικής γλώσσας. Όσον αφορά τον τομέα διαχείρισης και κατασκευής του χώρου, κατά την περίοδο αυτή, επικράτησε η ιδιωτική πρωτοβουλία που ανέλαβε να καλύψει τις ανάγκες στέγασης στην ήδη πυκνοκατοικημένη Βαρκελώνη, παραγκωνίζοντας τη σημασία και το ρόλο του δημόσιου χώρου. Φαινόμενα κερδοσκοπίας και άναρχης δόμησης άλλαξαν σημαντικά πολλές περιοχές της πόλης. Με τον θάνατο του Φράνκο και την αλλαγή του πολιτεύματος το 1975, η Καταλονία απέκτησε ευρείες αρμοδιότητες αυτοοργάνωσης σε πολλούς τομείς. “Ο δημόσιος χώρος και τα δημόσια κτίρια αντιμετωπίστηκαν ως κεντρικοί παράγοντες για την ανασύσταση, συναίνεση και άμεση υλοποίηση της νέας αστικοκοινωνικής κατάστασης. Οι καταπιεσμένοι επί τόσα χρόνια πολίτες της Βαρκελώνης επένδυσαν στην αρχιτεκτονική δημιουργία και στη συσχέτιση μεταξύ πολιτικής και αρχιτεκτονικής για την αποκατάσταση της εθνικής τους υπερηφάνειας.” Η δημοτική αρχή πραγματοποιεί απαλλοτριώσεις, δημιουργώντας ελεύθερους χώρους με στόχο την απόδοση νέου χαρακτήρα στις εκάστοτε υποβαθμισμένες περιοχές. Ανάμεσα στις προθέσεις ήταν “να εξυγιανθεί το κέντρο και να μνημειοποιηθεί η περιφέρεια” με στόχο τη δημιουργία της νέας αστικότητας. Τα τελευταία 25 χρόνια δύο σπουδαία γεγονότα, η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων το 1992 και το Φόρουμ των Πολιτισμών 2004 ενεργοποίησαν την πόλη προς μια μεταμόρφωση , πιο ριζική από κάθε άλλη πόλη της δυτικής Ευρώπης. Οι τοπικές αρχές κατάφεραν να επενδύσουν σε σημαντικά πρότζεκτ υποδομών και να αντιμετωπίσουν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα της πόλης. Η αστική ανανέωση ακολούθησε μια πολιτιστική προσέγγιση, με καθορισμένο σχέδιο “εξευγενισμού” βασισμένο σε υψηλής ποιότητας αρχιτεκτονική, νέα μουσεία και ξενοδοχεία. Χαρακτηριστικό αυτού του σχεδίου είναι η τοποθεσία που έλαβε χώρα το Φόρουμ, στο παραλιακό μέτωπο, δίπλα στην οποία πραγματοποιήθηκε και το “22@project”, δηλαδή ο σχεδιασμός ενός νέου εμπορικού- επιχειρηματικού- γνωσιακού κέντρου όπου θα στεγάζονται εταιρείες και οργανισμοί που θα προάγουν τις νέες τεχνολογίες και την έρευνα. Η τροποποίηση του βόρειου παραλιακού μετώπου της πόλης, απαίτησε πολλές κατεδαφίσεις ιστορικών κτιρίων και απαλλοτρίωση εκατοντάδων κατοικιών. Στη θέση τους κατασκευάζονται ξενοδοχεία, εμπορικά κέντρα, κτίρια γραφείων και πολυτελείς κατοικίες, επιταχύνοντας την “αναβάθμιση” που επιχειρείται, καταφέρνοντας έτσι να “νοικοκυρευτεί η πόλη”. Η μετατροπή της Βαρκελώνης σε υπολογίσιμη δύναμη στο ανταγωνιστικό πλαίσιο της παγκόσμιας κοινότητας των μητροπόλεων αποτελεί για άλλους όραμα- υπόσχεση και για άλλους εφιάλτη- απειλή για την πόλη και τους κατοίκους της. Έτσι, από τη μία πλευρά υπάρχει έντονη κριτική γα την πολιτική που ασκείται από τη δημοτική αρχή.
77
Κινήματα για την πόλη, ομάδες επιστημόνων και απλών πολιτών αντιδρούν σ’ αυτή τη μεταμόρφωση της πόλης μέσω γραπτών διαβημάτων και συλλογικών δράσεων. Η ιδιαιτερότητα του μοντέλου της Βαρκελώνης συνίσταται στο ότι προβάλλει την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή ενισχύοντας τις πολιτικές που ασκεί το κράτος. Πόλη ανοιχτή στις νέες τεχνολογίες με ενδιαφέρον για την ποιότητα ζωής των κατοίκων της, μια μητρόπολη που επικρατεί τάξη αλλά και ο διάλογος, πλούσια πολιτισμικά και πολλά υποσχόμενη οικονομικά. Με άλλα λόγια, ένα παγκόσμιο μοντέλο ανάπτυξης. Θεωρείται ότι αυτή η λεγόμενη μεγάλη μεταμόρφωση είναι ένα φαινόμενο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας σε μια κοινωνία- δίκτυο όπου δεν υπάρχει τίποτα έξω από αυτήν. Η Βαρκελώνη θεωρείται από πολλούς, υπόδειγμα για τη στρατηγική και το αποτέλεσμα των αστικών παρεμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν και εξακολουθούν να συντελούνται και σήμερα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλές από τις περιοχές του κέντρου έχρηζαν βελτίωσης καθώς οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ δυσμενείς λόγω της πυκνότητας και της παλαιότητας των κτιρίων. Αυτό που η δημοτική αρχή θεώρησε απαραίτητο να κάνει ήταν να προγραμματίσει και να συντονίσει έναν συνολικό σχεδιασμό που θα ενοποιούσσε αυτές τις περιοχές με την υπόλοιπη πόλη και θα τις αναβάθμιζε. Το εγχείρημα ήταν πολύ μεγάλο και η συνεργασία με τον ιδωτικό τομές θεωρήθηκε αναγκαία για να βρεθούν οι πόροι ώστε να πραγματοποιηθούν οι νέοι σχεδιασμοί. Η αλλαγή του προφίλ της πόλης και η μετατροπή της σε πεδίο επενδύσεων για τον τριτογενή τομέα και τον τουρισμό κρίθηκε η καλύτερη προοπτική μέσα στο ανταγωνιστικό πλαίσιο των ευρωπαϊκών πόλεων στο οποίο εκ των πραγμάτων η Βαρκελώνη συμμετέχει και πρέπει να προωθείται ώστε να εξακολουθεί να αναπτύσσεται και να γίνεται ανταγωνιστική. Η δημιουργία πολλών θέσεων εργασίας λόγω των επενδύσεων αυτών θα εξομοίωνε τη διαφορά επιπέδου ζωής ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα ενώ η δημιουργία πολλών δημόσιων χώρων υψηλής ποιότητας θα αναζωογονούσε και θα τόνωνε την αστική συλλογική δραστηριότητα. Η αισθητική διάσταση του αστικού τοπίου καθώς και η αποτελεσματικότητα των σχεδιασμών σε σχέση με τους αρχικούς στόχους, έχουν κάνει πολλά έργα διάσημα ανά τον κόσμο. Εξυμνητικά σχόλια για τους επινοητικούς χειρισμούς με στόχο την ανάδειξη και εξυγίανση υποβαθμισμένων περιοχών παρουσιάζονται στον Τύπο ενώ πολλές από τις προτάσεις έχουν τιμηθεί με βραβεία αρχιτεκτονικής ενισχύοντας την προβολή τους. Σε πολλές περιπτώσεις έχουν γίνει εύστοχοι χειρισμοί σε σχέση με τη χρήση των υλικών, τη κλίμακα και τη λειτουργικότητα. Κάποιες προτάσεις προκαλούν δικαίως τον θαυμασμό εξαιτίας της έντεχνης και εξαιρετικά επιμελημένης παρουσίας τους. Η μεταμόρφωση της πόλης βασισμένη σε εκτεταμένες αποκαταστάσεις και αναπλάσεις ενίσχυσε την ιστορική προοπτική της και τη συλλογική μνήμη. Η δημιουργία νέων χώρων και κτιρίων που αναφέρονται στους σύγχρονους τομείς ανάπτυξης έχουν καταστήσει τη Βαρκελώνη σημαντικό κόμβο στο διεθνές δίκτυο πόλεων. Η βελτίωση των υποδομών και η ανάμειξη των κοινωνικών στρωμάτων σε περιοχές που ήταν μέχρι πρότινος γκέτο των φτωχών ενίσχυσε την κοινωνική συνοχή. Η εγκατάσταση νέων και διαφορετικών μεταξύ τους χρήσεων δημιούργησε ένα πλούσιο περιβάλλον εκδίπλωσης της δημόσιας ζωής και δραστηριότητας με πολλές δυνατότητες. Κτίρια και χώροι σχεδιασμένα με τον πλέον σύγχρονο τρόπο, αναφέρονται σε σύγχρονους ανθρώπους που ατενίζουν το μέλλον με αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία. Η αρχιτεκτονική είναι το κέλυφος, το θέαμα. Το σήμα κατατεθέν αυτής της προοπτικής.
78
Plaza Reial, Βαρκελώνη (1848-1854), F. Molina & F. Correa, A. Mila (1982-1984)
45. Η Plaza Reial σε bird’s eye view.
46. Η Plaza Reial όπως είναι σήμερα.
Η συγκεκριμένη πλατεία δεν είναι μόνο ο ευρύτερος ανοιχτός χώρος της περιοχής, είναι η μοναδική που σχεδιάστηκε, κατασκευάστηκε και υπάρχει ως μια αρχιτεκτονική ενότητα στα 700 τ.χμ. της πόλης. Κλασσική συμμετρική πλατεία με ορθογώνια κάτοψη και όψεις που επαναλαμβάνουν μια σειρά ίδιων στοιχείων: Τοξωτή στοά στο ισόγειο, μπαλκόνια στον 1ο όροφο, απλά παράθυρα στον 2ο όροφο και μικρότερα στη σοφίτα. Χρωματισμένες με τον ίδιο τρόπο σε απόλυτη συμμετρία εκτός από μία στην οποία ο δρόμος διχοτομεί τη μία όψη. Η πλατεία αρχικά δεν είχε φύτευση αλλά στη συνέχεια τοποθετήθηκαν φοίνικες που έδωσαν την αίσθηση όασης στην καρδιά της πόλης, ενώ τα καθιστικά σε σχήμα Π διευκόλυναν την κοινωνικότητα μεταξύ των ανθρώπων. Τα γλυπτά φωτιστικά στη μέση είναι έργο του Antonio Gaudi (1878), που παράλληλα με την καλλιτεχνική αξία αναδεικνύεται και ο χρηστικός ρόλος τους. Συνυπάρχουν αρμονικά στοιχεία στην ίδια ίδια πλατεία όπως η βρύση που ταυτόχρονα είναι καθιστικό ή βρύση με φωτιστικό, επιτρέποντας διαφορετικές λύσεις που αφήνει το περιθώριο στο χρήστη να αντιληφθεί την τέχνη με άλλες αισθήσεις πέραν του συνηθισμένου.
Plaza dells Paisos Catalans, Βαρκελώνη, Helio Pinon, Albert Viaplana & Enrich Miracles, 1981-1983 Είναι η πλατεία που προκαλεί αμφισβητήσεις και δεν είναι καθόλου εύκολο ν’ αρέσει. Είναι ασυμβίβαστα μινιμαλιστική και μοντέρνα. Σε μια “σκουπισμένη” χωρίς χώμα έκταση από πλακόστρωτο υπάρχουν λιτές, αραχνοΰφαντες κατασκευές από στύλους και πλέγματα, χωρίς ίχνος μνημείου, κοσμήματος και κατανοητής εικονογραφίας, ενώ τα υλικά είναι σκληρά ορυκτά και μέταλλα. Η όλη σύνθεση είναι εγγεγραμμένη σ’ ένα κάνναβο χαραγμένο παράλληλα και κάθετα στην όψη του Σταθμού. Ένα πελώριο χαμηλό τετράγωνο κτίριο “κάθεται” πάνω από τις βυθισμένες γραμμές στη μέση μιας πλατφόρμα από μπετόν που δεν επιτρέπει την ύπαρξη δέντρων και χώματος στον εκτεταμένο χώρο που βρισκεται κυρίως μπροστά αλλά και πίσω από το κτίριο. Έτσι η πλατεία που επρόκειτο να σχεδιαστεί, έπρεπε να έχει σκληρό δάπεδο, χωρίς φύτευση. Κυρίαρχο οργανωτικό στοιχείο αποτελεί ο στεγασμένος “δρόμος” 90μ.x10μ. κάθετος στον άξονα του κτιρίου, που συνεχίζεται νοητά μέσω της αίθουσας επιβατών στη μικρότερη αντίστοιχη πλατεία της πίσω πλευράς. Aντιδιαμετρικά ως προς αυτό το δρόμο υπάρχουν αφενός ένα τετράγωνο στέγαστρο στηριγμένο πάνω σε 16 μεταλλικά υποστυλώματα, αφετέρου ένα σιντριβάνι. Τα μεταλλικά υποστυλώματα εδράζονται σε πλατιά πέλματα, αναγκαία λόγω της δυσκολίας θεμελίωσής τους.
79
47. Στεγασμένοι δρόμοι.
Τα όρια της κάθε πλευράς της πλατείας μορφώνονται με διαφορετικά στοιχεία. Έτσι προς το σταθμό δηλαδή στη νοτιοδυτική πλευρά υπάρχει μια σειρά από 6 ιστούς σημαιών ύψους 12 μ., που οργανώνουν ένα είδος πυλώνα προς το χώρο της πλατείας. Ανάμεσα στους ιστούς μεταλλικές σφαίρες εμποδίζουν την είσοδο πέραν των πεζών. Στη βορειοδυτική πλευρά υπάρχει μία ελικοειδής σειρά ξύλινων πάγκων μήκους 85 μ. Μία περίπου παράλληλη σειρά από λάμπες 80 cm. ύψους παρακολουθεί τους πάγκους. Στη βορειοανατολική πλευρά μία διάβαση πεζών ενώνει δύο δρόμους: την Carrer de Numancia με την Carrer de Tarragona. H διάβαση ορίζεται μ ‘έναν τοίχο για άτυπη αφισοκόλληση μ’ ένα άνοιγμα που αποτελεί το τέρμα του στεγασμένου δρόμου και μ’ ένα μαρμάρινο μαύρο πάγκο διπλής όψης παράλληλο στο τετράγωνο στέγαστρο 28 μ. μήκους. Τέλος, προς τη νοτιοανατολική πλευρά υπάρχουν μεταλλικά καφασωτά αναρτημένα σε στύλους για αναρριχώμενα φυτά. Ήταν μια επινόηση για να βοηθηθεί η μετάβαση απ’ το τεχνητό περιβάλλον της πλατείας στο περισσότερο φυσικό του Parc de l’ Espanya Industrial. Ο στεγασμένος δρόμος συνίσταται από 21 αψίδες διαφορετικού ύψους με 9 μ. άνοιγμα ανάμεσα στα μεταλλικά υποστυλώματα, που στηρίζουν ένα πλέγμα από μεταλλικές λάμες που διαγράφει μια καμπύλη επιφάνεια στο χώρο. Από το ίδιο πλέγμα αποτελείται και το τετράγωνο στέγαστρο. Κάτω απ’ το στεγασμένο δρόμο υπάρχουν μαρμάρινοι πάγκοι διαφορετικών χρωμάτων. Το σιντριβάνι αποτελεί απ’ τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του χώρου, γιατί προσθέτει ήχο και κίνηση. Μορφώνεται από δυο σειρές συγκλίνοντες πίδακες που καταλαμβάνουν μια περιοχή 17x35 τ.μ. Οι πίδακες διαφέρουν σε ύψος, το νερό κατευθύνεται προς τα πλάγια και δημιουργεί μια υδάτινη κουρτίνα που μετατρέπεται από τον άνεμο σε τεχνητή βροχή. Το νερό συλλέγεται σε τρία κανάλια δημιουργημένα από κλίσεις του δαπέδου. Η πλατεία καλύπτεται από κιτρινωπή πέτρα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο φωτισμός της, που γίνεται με μεταλλικούς στύλους διαφόρων υψών που παρακολουθούν τα στοιχεία της σύνθεσης. Το τετράγωνο στέγαστρο και ο στεγασμένος δρόμος φωτίζονται επιπλέον από κάτω.
80
48. Το στέγαστρο της πλατείας.
49. Άποψη πλατείας.
50. Υδάτινη κουρτίνα.
52. Η σκίαση του στεγάστρου.
51. Φωτιστικά σώματα.
53. Concept sketch.
81
Η περίπτωση της Κοπεγχάγης Τη χρονική περίοδο 1975-1990 ο αριθμός των κατοίκων της Κοπεγχάγης μειώθηκε κατά 58.000 άτομα ενώ ο αριθμός των κατοίκων σε άλλα τμήματα της χώρας αυξήθηκαν. Οι πολεοδόμοι της Κοπεγχάγης θεωρούσαν ότι ένας από τους λόγους θα μπορούσε να είναι οι δυσάρεστες συνθήκες διαβίωσης στην πρωτεύουσα. Γι αυτόν τον λόγο η Κοπεγχάγη είχε το όραμα της ύπαρξης της οικομητρόπολης του κόσμου. Δεν πόνταραν μόνο σε μητροπολιτικά πάρκα αλλά και σε pocket- parks, δηλαδή πιο μικρούς διάσπαρτους πράσινους χώρους. Η πρόθεση ήταν μια συνολική παρέμβαση σε ολόκληρη την πόλη. Στόχος του Δήμου της Κοπεγχάγης ήταν να δημιουργηθεί μια βιώσιμη προσκαλώντας τους ανθρώπους σε ένα μοναδικό και ποικίλο αστικό περιβάλλον ζωής. Επίσης, στόχος μέχρι το 2015 ήταν το 80% των κατοίκων της Κοπεγχάγης να είναι ικανοποιημένο από τις ευκαιρίες που έχουν συμμετέχοντας στην αστική ζωή και να αυξηθεί το ποσοστό κυκλοφορίας πεζών κατά 20%. Και τέλος μέχρι το 2015, οι κάτοικοι να ξοδεύουν 20% περισσότερο χρόνο στον αστικό χώρο. Ο πληθυσμός της Κοπεγχάγης έχει αυξηθεί σχεδόν 40.000. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στην Κοπεγχάγη χρησιμοποιούν τα ποδήλατά τους αντί των αυτοκινήτων τους είναι καλό για την αστική ζωή, την υγεία τους και το περιβάλλον. Περισσότερες πράσινες και μπλε περιοχές και ένα καθαρό και υγιές περιβάλλον προσκαλούν τους ανθρώπους να συμμετάσχουν στην αστική ζωή. Δημιουργήθηκαν ποιοτικές ευκαιρίες για τους κατοίκους φτιάχνοντας ελκυστικές περιοχές, πεζοδρομημένους δρόμους, ειδικά διαμορφωμένους δρόμους για τα ποδήλατα καθώς και υδάτινα στοιχεία.
Superkilen / Topotek 1, BIG Architects, Superflex Tο Superkilen Park είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των όσων ειπώθηκαν πιο πάνω. Το πάρκο είναι διαιρεμένο σε τρία μέρη: την Κόκκινη Πλατεία, τη Μαύρη Αγορά και το Πράσινο Πάρκο, που με τα διαφορετικά σχέδιά τους δημιουργούν περιβαλλοντικές αντιθέσεις.
54. Διαγράμματα εξέλιξης της Κόκκινης Πλατείας.
55. Διαγράμματα εξέλιξης της Μαύρης Αγοράς.
82
Το εν λόγω παράδειγμα αντανακλά την πολιτιστική πολυμορφία που συναντάται στην πόλη της Κοπεγχάγης. Πρόκειται για μια συλλογή διάσημων αντικειμένων ή των αντιγράφων τους από 60 χώρες. Ο κύριος στόχος του πάρκου είναι να αντικατοπτρίζει την εθνική πολυμορφία της πόλης. Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται συμβολίζουν διαφορετικές εθνικότητες από όλο τον κόσμο. Τα αντικείμενα της πλατείας έχουν εισαχθεί ειδικά από μια ορισμένη χώρα ή είναι αντίγραφα πρωτότυπων σχεδίων. Μια βόλτα στο πάρκο μοιάζει με έναν παγκόσμιο περίπατο –εκεί βρίσκονται πινακίδες από τις ΗΠΑ, παραδοσιακές κούνιες από το Ιράκ, πάγκοι από την Βραζιλία, το ισπανικό άγαλμα ενός ταύρου, ένα σιντριβάνι από το Μαρόκο, ένα παγοδρόμιο από την Ταϊλάνδη, κάδοι σκουπιδιών αγγλικού σχεδιασμού και χώμα από την Παλαιστίνη. Κάθε αντικείμενο συνοδεύεται από μια μικρή πλάκα περιγράφοντας τι είναι και από πού. Το Superkilen Park είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας των κατοίκων της περιοχής, καθώς ο σχεδιασμός αντικατοπτρίζει τις
56. Άποψη της πλατείας το απόγευμα.
57. Σχέση Κόκκινης ΠλατείαςΜαύρης Αγοράς από ψηλά.
διαφορετικές εθνικότητες που ζουν στην Κοπεγχάγη.Το συνολικό μήκος του πάρκου είναι 750 μ. και βρίσκεται στο Nørrebro, στα βόρεια του κέντρου της Κοπεγχάγης στην οποία κατοικούν πολλές διαφορετικές εθνικότητες. Ήταν μια πρόκληση για τους καλλιτέχνες που σχεδίασαν το πάρκο να κάνουν τον δημόσιο υπαίθριο χώρο ελκυστικό για όλους τους χρήστες. Οι σχεδιαστές του Superkilen Park θεωρούν ότι έχουν πετύχει μια ισορροπία. Η ιδέα της δημιουργίας αυτού του πάρκου ανήκε στην πόλη της Κοπεγχάγης, υποστηριζόμενη από την Realdania, έναν ιδιωτικό οργανισμό της Δανίας που υποστηρίζει φιλανθρωπικά έργα αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας. Επισήμως άνοιξε τον Ιούνιο του 2012, το σύνολο της είναι 30.000 τ.μ., όπου υπάρχουν μονοπάτια ποδηλάτων που οδηγούν σε άλλες περιοχές της πόλης, διάφορες παιδικές χαρές και χώροι για άθληση, χώροι αναψυχής για διαφορετικές πολιτιστικές δραστηριότητες, χώρους για πικνίκ και μπάρμπεκιου. Κύριος σκοπός της Κόκκινης Πλατείας είναι να δημιουργήσει μια εντύπωση αναψυχής και σύγχρονης ζωής. Τα διεγερτικά του χρώματα -πορτοκαλί, ροζ- ενισχύουν την επιθυμία για ενεργή εργασία και παράγουν ενέργεια. Εδώ χρησιμοποιούνται τόσο σκληρά όσο και συνθετικά υλικά επίστρωσης στο έδαφος, παρέχοντας μια εκφραστική αντίθεση από τη γύρω περιοχή. Στο μαύρο τμήμα υπάρχει η αγορά, που δημιουργεί μια ήρεμη ατμόσφαιρα όπου μπορεί κανείς να συναντήσει άλλους κατοίκους και να περάσει χρόνο κάνοντας πικνίκ ή παίζοντας σκάκι. Ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο χρωμάτων και σχημάτων δίνει την αίσθηση της τάξης. Επαναλαμβανόμενες γραμμές δημιουργούν αρμονία. Οι λευκές γραμμές στη σκληρή επίστρωση δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης που οπτικά αναζωογονεί αυτό το μέρος του πάρκου και αφήνει μια εντελώς διαφορετική εντύπωση από ό, τι η Κόκκινη Πλατεία. Το έδαφος της Μαύρης Αγοράς είναι εξοπλισμένο με διάφορα στοιχεία των ιαπωνικών παιδικών χαρών καθώς και άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία του ευρωπαϊκού. Το Πράσινο Πάρκο είναι ο τόπος όπου μπορεί κανείς να κάνει πικνίκ ή να περπατήσει με τον σκύλο του, ιδανικός τόπος για να περάσει χρόνο με την οικογένειά του. Η περιοχή αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα άλλα μέρη, καθώς εκεί επιτυγχάνεται μια χαλαρή ατμόσφαιρα μέσω του ογκώδους πρασίνου που κυριαρχεί.
83
Έτσι το Superkilen Park είναι ένα θετικό παράδειγμα που αποδεικνύει τη δυνατότητα μιας- διαφορετικής προσέγγισης στον δημόσιο υπαίθριο χώρο και δημιουργεί μια εκφραστική ενότητα μέσω της χρήσης συνθετικών μεθόδων, σημειώνοντας νέες τάσεις ανάπτυξης στον δημόσιο χώρο και την αρχιτεκτονική τοπίου ως σύνολο, παρέχοντας άνετο δημόσιο χώρο για τον κάθε κάτοικο της Κοπεγχάγης.
58. Το masterplan των 3 διαδοχικών πλατειών.
59. Άποψη της πλατείας από ψηλά.
84
60,61. Λεπτομέρειες του εδάφους της Μαύρης Αγοράς.
62. Οι λευκές γραμμές καμπυλώνουν γύρω από τα έπιπλα, αποφεύγοντας να τα ακουμπήσουν. Έτσι, το μοτίβο αυτό τονίζει τα έπιπλα. Επάνω, το μαροκινό σιντριβάνι.
85
Η θεατρικότητα του άδειου πεδίου Η επιλογή του όρου θεατρικότητα για την καθημερινή συμπεριφορά που παρουσιάζεται στο δημόσιο χώρο, δείχνει πως η ίδια η θεατρική τέχνη παρουσιάζει, σε ιδιαίτερα πυκνή και καθαρή μορφή, “μια κοινωνική δεξιότητα διάχυτη σε πολλές πλευρές της κοινωνικής ζωής”22. Όμως η σχέση ανάμεσα στη ζωή και τη θεατρική σκηνή δείχνει να είναι ιδιαίτερα στενή καθώς στο θέατρο αναπαρίστανται όψεις της ζωής ενώ τη ζωή συχνά επηρεάζουν πρότυπα που εμφανίζονται στην εμβληματική τους ευκρίνεια επί σκηνής. Άλλωστε και στη ζωή και στο θέατρο, το ανθρώπινο σώμα, στην πολύμορφη εκφραστική του ανάπτυξη στο χώρο και στο χρόνο είναι που κινεί και ενσαρκώνει τα δρώμενα. Ο δημόσιος χώρος της πόλης ανήκει στους πολίτες της επιτρέποντάς τους την ελεύθερη έκφραση, και συνεπώς έχει ανεξάντλητες κοινωνικές προεκτάσεις. Ο άνθρωπος μέσα στο δημόσιο χώρο κινείται, επικοινωνεί, γίνεται θεατής γεγονότων και ανθρώπων και ταυτόχρονα “ηθοποιός” μέσα σε ένα ιδιότυπο “θέατρο”. Η πόλη αποκτά θεατρικότητα και μετασχηματίζεται σε ελεύθερο χώρο δράσης και δρώμενων. Ο τρόπος δηλαδή που o χώρος οργανώνει ασυνέχειες, κατευθύνοντας και επιβάλλοντας ρυθμό στις κινήσεις του σώματος και της ματιάς. Με τον τρόπο αυτό επιτρέπει συνυπάρξεις και απομονώσεις, αποκρύψεις οπτικές διασταυρώσεις αναμενόμενα και απρόοπτα. Κατ’ αναλογία της θεατρικής σκηνής ο χώρος της πόλης μπορεί να ειδωθεί “σαν το σταθερό σκηνικό των ανθρώπινων σχέσεων.23” Θα μπορούσε κανείς να διαχωρίσει τη θεατρικότητα στο δημόσιο χώρο σε τρεις τύπους ανάλογα με το βαθμό προετοιμασίας και τη χρονικότητά του. Έτσι θεατρικότητα μπορεί να αναπτυχθεί ως ένα φαινόμενο απόλυτης τυχαιότητας. Ένα τυχαίο συμβάν όπως ένα ατύχημα προκαλεί την προσοχή του κόσμου, δημιουργώντας σε ελάχιστο χρόνο ένα “σκηνικό”. Στην περίπτωση αυτή ο κόσμος, θεατής του συμβάντος, παρατάσσεται τυχαία γύρω από το γεγονός με κυκλικό τρόπο δημιουργώντας μια “κυκλική” θεατρικότητα της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό είναι η τυχαιότητα. Μια ακόμη εικόνα της καθημερινής ζωής που εμπίπτει στον παραπάνω τύπο είναι η performance των διάφορων καλλιτεχνών του δρόμου (μουσικοί, χορευτές, μίμοι, ή ακόμα και μικροπωλητές). Μια άλλη περίπτωση θεατρικότητας στο δημόσιο χώρο είναι εκείνη στην οποία το σκηνικό είναι οργανωμένο. Αυτού του είδους η θεατρικότητα δημιουργείται κυρίως από εκδηλώσεις, πολιτιστικές, εθνικές ή ακόμα και πολιτικές. Στην περίπτωση αυτή ο κόσμος παρατάσσεται συνήθως ημικυκλικά με τη μορφή του αρχαίου θεάτρου, ώστε να παρακολουθεί τα δρώμενα. Ο τρίτος και τελευταίος τύπος θεατρικότητας που μπορεί να παρατηρηθεί στο δημόσιο χώρο είναι η “γραμμική” θεατρικότητα. Η συνεχής ροή και κίνηση σε ένα δημόσιο χώρο δημιουργεί αυτού του είδους τη θεατρικότητα. Οι άνθρωποι και οι σκηνές εναλλάσσονται γραμμικά μέσα στο χρόνο όπως τα καρέ του κινηματογράφου.
22 23
Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή, Σταυρίδης Σταύρος, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2002 Η Φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης, Στεφάνου Ιωσήφ, Αθήνα, 2000
86
Theatre Square, West 8 Architects, Rotterdam, 1996
63. Η Theatre Square.
Ένα έργο που επιχειρεί να ενσωματώσει τόσο τυχαίες εκφάνσεις θεατρικότητας όσο και προγραμματισμένες είναι η Πλατεία Θεάτρου που βρίσκεται στην καρδιά του Ρότερνταμ, μέσω μιας απλής γραμμικής δομής που οργανώνει με εμφανή τρόπο μια “σκηνή” και μια ζώνη θέασης. H ομάδα αρχιτεκτόνων West 8 το 1996 σχεδίασαν έναν κενό δημόσιο χώρο με διάφορες τεχνολογικές εγκαταστάσεις, έτοιμο να υποδεχθεί την κοινωνική ανταλλαγή και να συμμετέχει στη ζωή της πόλης. Η πλατεία περιβάλλεται από καταστήματα, το Δημοτικό Θέατρο και τη Φιλαρμονική. Στον ίδιο χώρο έχει κατασκευαστεί και το σύγχρονο Κινηματογραφικό Κέντρο της πόλης. Από τη συγκεκριμένη θέση ανοίγεται μια πανοραμική θέα προς τη κορυφογραμμή των μοντέρνων κτισμάτων της πόλης. Για τον λόγο αυτό, αποφασίστηκε να διατηρηθεί ο χώρος της πλατείας κενός. Η επιφάνεια του δημόσιου χώρου έχει υπερυψωθεί 35 εκατοστά πάνω από τον δρόμο. Η διαμόρφωσή της είναι τέτοια ώστε κανείς να μην μπορεί να περάσει απαρατήρητος. Το να διασχίσει κανείς την πλατεία αποτελεί συνειδητή ενέργεια. Όπως λένε οι ίδιοι αρχιτέκτονες “από την στιγμή που βρίσκεται εκεί, ο επισκέπτης μετατρέπεται είτε σε ηθοποιό είτε σε θεατή.” Το δάπεδο της πλατείας είναι ένα μωσαϊκό από υλικά διαφορετικών υφών. Η κεντρική περιοχή της πλατείας έχει καλυφθεί από διάτρητα μεταλλικά φύλλα και μια ζώνη από ξύλινες σανίδες. Η δυτική πλευρά της έχει καλυφθεί από χυτό εποξικό υλικό σκούρου χρώματος με ενθέσεις ασημένιων φύλλων. Στην ανατολική πλευρά ένας ξύλινος πάγκος καταλαμβάνει το συνολικό μήκος του χώρου ενώ στο δάπεδο έχει επιστρωθεί λάστιχο και σανίδες ξύλου. Στην ίδια περιοχή τοποθετούνται γλάστρες με γεράνια όταν είναι η εποχή τους. Τα διαφορετικά υλικά υποδηλώνουν και διαφορετικές δραστηριότητες. Παιχνίδια με μπάλα, σκέιτερς, μικρά παιδιά και μουσικοί του δρόμου, αναζητούν όλοι τη γωνιά τους. Κάτω από τα διάτρητα φύλλα μετάλλου έχουν τοποθετηθεί λευκοί, πράσινοι και μαύροι λαμπτήρες φθορισμού. Η συνολική επιφάνεια του δημόσιου χώρου μοιάζει να αιωρείται
87
χάρη στα γραμμικά φωτιστικά που έχουν τοποθετηθεί περιμετρικά κάτω από την υπερυψωμένη πλατεία. Στο δάπεδο έχει προβλεφθεί η δυνατότητα σύνδεσης με τα δίκτυα ηλεκτρισμού και νερού, καθώς επίσης και η κατάλληλη υποδομή για το στήσιμο τεντών και άλλων εφήμερων κατασκευών.
Διάγρ.3 Κάθε πλατεία που κρατά τον κεντρικό της χώρο μπορεί να ιδωθεί ως “θέατρο”, ως μια αστική σκηνή. Σε συνδυασμό βέβαια με μια χωρική οργάνωση που διαχωρίζει περιοχές θεάματος και περιοχές θέασης.
64.Αξονομετρικό μελέτης των West8. 65.(δεξιά)Νυχτερινή λήψη της πλατείας.
88
Η επιφάνεια της πλατείας είναι τελείως επίπεδη. Τα μόνα στοιχεία που ξεχωρίζουν είναι τα κόκκινα μεγάλα φωτιστικά, οι γυάλινες είσοδοι στον υπόγειο χώρο στάθμευσης και ο μακρύς πάγκος καθιστικού με συνολικό μήκος 70 μέτρα. Στο ανατολικό άκρο του χώρου στέκουν τρεις πύργοι εξαερισμού του υπόγειου χώρου στάθμευσης. Σε κάθε έναν από τους πύργους έχει τοποθετηθεί και από μία οθόνη υγρού κρυστάλλου, έτσι ώστε όλες μαζί να σχηματίζουν ένα ψηφιακό ρολόι. Η διαμόρφωση της πλατείας αποτελεί μια αναφορά στο Ρότερνταμ ως πόλη-λιμάνι, μεγεθύνοντας έτσι το genius loci της πόλης. Η επιλογή των υλικών παραπέμπει σε αντίστοιχους χώρους. Μια μεγάλη μεταλλική σχάρα κατά μήκους του κέντρου κινηματογράφου καλύπτει ένα υπόγειο τεχνητό κανάλι νερού το οποίο γίνεται αντιληπτό μόνο από τον χαρακτηριστικό του ήχο. Ο ίδιος ο χάρτης του λιμανιού αποτελεί μέρος του σχεδίου της πλακόστρωσης. Τα τέσσερα, ύψους 35 μ., υδραυλικά φωτιστικά σώματα αποτελούν με τη σειρά τους μια αναφορά στους γερανούς του λιμανιού. Οι επισκέπτες μπορούν να τα μετακινήσουν θέτοντας σε λειτουργία ένα ιδιόμορφο μηχανικό μπαλέτο. Τα φωτιστικά σώματα λειτουργούν ως φώτα σκηνής. Δημιουργούν έντονους σημειακούς φωτισμούς όπου οι επίδοξοι ερασιτέχνες μπορούν να κατακτήσουν ο ένας τον άλλον και οι τραγουδιστές του δρόμου να δώσουν την παράστασή τους. Η ζωή στην πλατεία ενισχύει την αλληλεπίδραση των ανθρώπων και είναι γεμάτη με τις προσωπικές ερμηνείες του καθενός. Το έργο των West 8 έχει αφομοιώσει βασικές στρατηγικές του θεάματος. Έχει επηρεαστεί από το Λας Βέγκας των Robert Venturi, D.Scott Brown και S. Izenour, όταν οι αρχιτέκτονες μετατρέπουν τον χάρτη του λιμανιού του Ρότερνταμ σε σχέδιο πλακόστρωσης και όταν δίνουν στα φωτιστικά της πλατείας την μορφή των χαρακτηριστικών γερανών του λιμανιού. Αλλά έχουν διδαχθεί και από την παραληρηματική Νέα Υόρκη του Rem Koolhaas, όταν αναδεικνύουν ην τεχνικότητα της πόλης και στρέφουν τα βλέμματα των επισκεπτών στους πύργους του Ρότερνταμ. Η Πλατεία Θεάτρου αποτελεί ένα “σύστημα επικοινωνίας” όπου η σκηνοθεσία του αστικού θεάματος, η οργάνωση των βλεμμάτων και ο σκηνογραφικός φωτισμός, καθορίζει τον αστικό χαρακτήρα και την κουλτούρα της πόλης.
89
Παράλληλα ο σχεδιασμός της Πλατείας Θεάτρου υποδεικνύει δύο κατευθύνσεις της αρχιτεκτονικής του δημόσιου χώρου του 21ου αιώνα. Η πρώτη αφορά τη δυνατότητα εγκατάστασης εφήμερων κατασκευών στον χώρο της πλατείας, φροντίζοντας μάλιστα ως και την πρόβλεψη των απαιτούμενων υποδομών. Η πλατεία μπορεί να υποδεχθεί πρωτότυπες παρεμβάσεις οι οποίες “μολύνουν” τη ζωή της πόλης για σύντομο χρονικό διάστημα. Η ευελιξία του δημόσιου χώρου να φιλοξενήσει εφήμερες εγκαταστάσεις εγγυάται τη μακροχρόνια συμμετοχή στη ζωή και τις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της πόλης. Η δεύτερη κατεύθυνση αφορά την αλληλεπίδραση των επισκεπτών με τον εξοπλισμό του χώρου. Τα μετακινούμενα από τους επισκέπτες της Πλατείας Θεάτρου φωτιστικά, όπως άλλωστε και τα μετακινούμενα παγκάκια που μελέτησε η Martha Schwartz στην Πλατεία Exchange του Μάντσεστερ, προσδίδουν νέα διάσταση στη σχέση του πολίτη με το δημόσιο χώρο. Η πλατεία μετατρέπεται σε ένα φιλόξενο πεδίο, σε ένα παιχνίδι το οποίο ρυθμίζει ο επισκέπτης σύμφωνα με τις διαθέσεις του.
66.Οι πύργοι εξαερισμού και οι ουρανοξύστες του Ρότερνταμ αποτελούν το ιδανικό φόντο για την πλατεία.
90
67,68(κάτω).Η καθημερινή ζωή στην πλατεία.
69.Τμήμα του δαπέδου της πλατείας. 75.Τα layers της πλατείας. Κινηματογραφικό κέντρο. Φωτιστικά σώματα και πύργοι εξαερισμού. Δάπεδο. 70.Προσωρινή επίστρωση με γκαζόν τον Νοέμβριο του 2017. Υποδομή.
Οροφή χώρου στάθμευσης.
71,72,74.Η πλατεία προσφέρεται για διάδραση.
Οροφή χώρου στάθμευσης 1. Οροφή χώρου στάθμευσης 2.
91
Exchange Square, Μάντσεστερ, 2000 Η Πλατεία Exchange βρίσκεται στην καρδιά του Μάντσεστερ. Ζωτικής σημασίας για τον σχεδιασμό της πλατείας ήταν η αξιοποίηση του δημόσιου χώρου στο σύνολό του, ως τις βάσεις των γύρω κτιρίων. Η επιτυχία του σχεδιασμού βασίστηκε στον προσεκτικό “δανεισμό” δραστηριοτήτων από τα περιβάλλοντα κτίσματα αλλά και τους γύρω δρόμους. Ο καθορισμός του ανάγλυφου του εδάφους αποτέλεσε βασικό παράγοντα του σχεδιασμού. Η ύπαρξη διαφορετικών επιπέδων επιτυγχάνει τρία πράγματα: δημιουργεί χώρους για μια πληθώρα δραστηριοτήτων, προσφέρει έναν χώρο αναφοράς- μια σκηνή- για τα γύρω κτίσματα και καθιστά τον δημόσιο χώρο προσιτό σε όλους. Για τη σύνδεση των δύο διαφορετικών επιπέδων προσφέρεται μια πληθώρα διαφορετικών επιλογών από κεκλιμένα επίπεδα και κλίμακες. Τα κεκλιμένα επίπεδα δρουν ως στοιχεία αστικής επίπλωσης μεγάλης κλίμακας, εξυπηρετώντας τόσο την κίνηση όσο και την στάση των περαστικών. Μέσα στα καμπύλα τοιχία των κεκλιμένων επιπέδων, σε ειδικά διαμορφωμένα κουτιά, έχουν τοποθετηθεί χαρακτηριστικά αντικείμενα της επανάστασης. Το μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών δραστηριοτήτων πραγματοποιείται στο ανώτερο μέρος της πλατείας, το οποίο καταλαμβάνει και τη μεγαλύτερη έκταση. Στο επίπεδο αυτό έχουν τοποθετηθεί σιδηροτροχιές ανάμεσα στις οποίες έχουν προσαρμοστεί χρωματιστές γυάλινες επιφάνειες και κρυφοί φωτισμοί. Οι ράγες αυτές υπογραμμίζουν την ιστορική σημασία των σιδηρόδρομων για τη βιομηχανική ανάπτυξη του Μάντσεστερ. Οι γραμμές του χρωματιστού φωτός εισάγουν στην πρόταση ένα σύγχρονο εκφραστικό μέσο. Σε μια πόλη σκοτεινή και συννεφιασμένη το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, η ουσιαστική χρήση του φωτός αποτελεί μια σημαντική συνεισφορά στον δημόσιο χώρο. Πάνω στις ράγες γλιστρούν μετακινούμενοι πάγκοι οι οποίοι επιτρέπουν την διαρρύθμιση των χώρων καθιστικού ανάλογα με τις ανάγκες των επισκεπτών.
76.Το σύνολο της Exchange Square.
Το χαμηλότερο επίπεδο της πλατείας δέχεται ήλιο τις περισσότερες ώρες της ημέρας και προσφέρει γωνιές πρόχειρου φαγητού κοντά στο σιντριβάνι. Το ίχνος του “hanging ditch”, της τάφρου δηλαδή που προστάτευε το μεσαιωνικό Μάντσεστερ, ζωντανεύει στη νέα διαμόρφωση της πλατείας με πρωτότυπο τρόπο. Ένα “χαντάκι’ γεμάτο από μεγάλες πέτρες ακανόνιστου σχήματος διακόπτει την επιφάνεια της πλατείας. Στην άκρη του έχουν τοποθετηθεί μεγάλες βρύσες τοξωτού σχήματος, οι οποίες ανακυκλώνουν το νερό που ρέει στο χαντάκι. Μια σειρά από χαρακτηριστικά δέντρα της περιοχής έχουν τοποθετηθεί παράλληλα στο ρέμα και τονίζουν την πορεία του νερού στον χώρο.
77,78,79(κάτω). Η επανερμηνεία του hanging ditch.
80,81(επάνω).Οι σιδηροτροχιές ως αναφορά στην ιστορία της βιομηχανικής ανάπτυξης.
93
08
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ
95 Δωμάτια της πόλης- η σπουδαιότητα 100 Η απαξίωση του δημόσιου χώρου 102 Η ανάγκη ανασχεδιασμού των αστικών δωματίων στην “ανακτημένη” πόλη 104 Πειραματισμοί με νέες προσεγγίσεις και εργαλεία 114 Περαιτέρω προοπτικές και δυνατότητες στον σχεδιασμό των αστικών δωματίων
Δωμάτια της πόλης- η σπουδαιότητα “Αυτό που ονομάζουμε εσωτερικό χώρο δεν ορίζεται από την αρνητική σχέση ή τη λογική αντιστροφή του “εξωτερικού χώρου”, αλλά από τη γενετική “εσωτερικότητα” του, την προέλευση και τον χαρακτηρισμό του ως χώρου καθαυτού”.24 Πράγματι, μολονότι κάθε χτισμένος όγκος οριοθετεί ένα κατώφλι ή ένα όριο στην χωρική συνέχεια της πόλης, γεγονός που συμβάλλει στη δημιουργία διαφόρων τύπων χώρων (εσωτερικοί χώροι που ορίζονται από αρχιτεκτονικά έργα και υπαίθριους χώρους που περικλείονται στα έργα αυτά), η μετακίνηση από ένα εσωτερικό σε έναν εξωτερικό χώρο συνεπάγεται πράγματι τη μετάβαση από έναν εσωτερικό χώρο στον άλλο, από ένα δωμάτιο ενός κτιρίου σε ένα “αστικό δωμάτιο”. Ας μην ξεχνάμε πως “Η χωρική εμπειρία που χαρακτηρίζει την Αρχιτεκτονική αναπτύσσεται σε όλη την πόλη, τους δρόμους, τις πλατείες, τα πάρκα, όπου ο άνθρωπος οριοθετούσε κάποιους “άδειους” χώρους, δηλαδή όπου δημιούργησε κλειστούς χώρους”.25 Εάν “η αρχιτεκτονική προέρχεται από τη δημιουργία ενός δωματίου”, όπως έγραψε ο Louis Kahn, τότε μια πλατεία “είναι ένα δωμάτιο κατά σύμβαση. Ένα κοινόχρηστο δωμάτιο, οι τοίχοι του οποίου ανήκουν στους χορηγούς… και το ταβάνι του οποίου είναι ο ουρανός.” Σε μια ομιλία του 1971 με τίτλο “Η αίθουσα, ο δρόμος και η ανθρώπινη συμφωνία”, ο Kahn επεξεργάστηκε αυτή την ιδέα: “Το δωμάτιο είναι η αρχή της αρχιτεκτονικής. Είναι η θέση του νου. Εσείς στο δωμάτιο με τις διαστάσεις του, τη δομή του, το φως του ανταποκρίνεται στον χαρακτήρα του, στην πνευματική του αύρα, αναγνωρίζοντας ότι ό, τι ο άνθρωπος προτείνει και κάνει, γίνεται ζωή.” Το δωμάτιο του νου μπορεί επίσης να ερμηνευτεί ως τόπος που κατοικείται από το μυαλό. Ενθαρρύνει τη σκέψη και τον προβληματισμό, και από αυτό, εξελίσσονται ιδέες για νέα κτίρια. Ο Kahn φιλοξένησε τη σφαίρα της διανοητικής 82.Σχέδια του Louis Kahn από την έκθεση City/2 το 1971. μάθησης, της αναμνηστικής εκδήλωσης και της εκτίμησης - στα καινοτόμα σχέδια του για βιβλιοθήκες, μνημεία και μουσεία. Είναι πράγματι όλο και πιο ξεκάθαρο ότι οι ιδιαιτερότητές του δεν ανήκουν ούτε στην κλίμακα ούτε στην εστίαση που αφορά τον απλό σχεδιασμό μεμονωμένων αντικειμένων ή επιφανειών αλλά μάλλον σε μια προσέγγιση του αρχιτεκτονικού έργου που τοποθετεί τη διαμόρφωση και τον εξοπλισμό του κατοικημένου χώρου και της ποιότητας του να φιλοξενεί τους ανθρώπους, τις ανάγκες και τις χειρονομίες τους στον πυρήνα όλων των μορφών σχεδιασμού και οικοδόμησης. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιοδήποτε πλαίσιο, κλίμακα ή τύπο παρέμβασης - και, γενικά, σε όλες τις “χωρικές μονάδες”, τα 24
De Carli, C. Op. Cit., p. 362
25
Architecture as space: how to look at architecture, Bruno Zevi, New York:Horizon Press, 1974,σελ. 32
95
κλειστά “κενά” και τις δυναμικές ακολουθίες των πολυδιάστατων και πολλαπλών προοπτικών κελυφών, όπου πραγματοποιείται η ανθρώπινη ζωή και οι αλληλεπιδράσεις της”.26 Η διάδοση αυτής της προοπτικής, η εφαρμογή της συγκεκριμένης προσέγγισης εσωτερικού σχεδιασμού στη διευθέτηση δημόσιων χώρων, επιβεβαιώνονται και αποδεικνύονται από αρκετές πρόσφατες μελέτες, επενδύσεις και παρεμβάσεις στον τομέα. Πράγματι, τα έργα που σχετίζονται με τον ορισμό ή την ανακατανομή των αστικών δωματίων φαίνεται να βασίζονται όλο και λιγότερο στην απλή ανακαίνιση των επιφανειών ή στην προσθήκη μοναδικών αντικειμένων (επί παραδείγματι αστικού εξοπλισμού) και όλο και περισσότερο στην αξιολόγηση της συνολικής ποιότητας του τόπου, της σχέσης και της συνέπειας μεταξύ των διαφόρων στοιχείων που χαρακτηρίζουν το “περιέχον” και τον ”περιεχόμενο” χώρο, όσον αφορά την ικανότητά τους να εκπληρώνουν συνεκτικά τόσο λειτουργικά όσο και επίσημα καθήκοντα, καθώς και να ενισχύουν τα ζητήματα εκπροσώπησης, την κοινωνική και πολιτιστική ελκυστικότητα, τον εντοπισμό και την εκπλήρωση των ατομικών και συλλογικών αναγκών και/ ή συμπεριφορών.
83.Sculpting the Void, project από το γραφείο Mossessian Architecture. Αν σε ένα οικοδομικό τετράγωνο χρωματίσουμε τον κενό χώρο και όχι τον κτισμένο, τότε η εικόνα αυτή διαφέρει πολύ σε σχέση με το με το να χρωματίζαμε τον κτισμένο χώρο.
26
Bruno Zevi, Architettura in nuce, Sansoni, Florence, 1972, p. 44.
96
Το σημείο που αρχίζει ο χώρος και το φως είναι εξίσου σημαντικό με το σημείο όπου τελειώνουν οι τοίχοι και τα όρια.
97
Η “γλυπτική” του κενού πρέπει να απασχολεί τους αρχιτέκτονες ώστε να διαμορφώσουν τους χώρους που περιβάλλουν τις κτισμένες μορφές, να προσπαθήσουν να αντιληφθούν την μορφή του κενού. Πολύ συχνά, ο δημόσιος χώρος θεωρείται απλώς ως απουσία χώρου. Oι χώροι μεταξύ των κτιρίων γεμίζονται τυχαία με αμφισβητήσιμα κομμάτια τέχνης και αστικά έπιπλα. Ο δημόσιος χώρος οφείλει να θεωρείται ως μια οντότητα και, το σημαντικότερο, ως ευκαιρία για παρουσία. Το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι πως δημιουργείται ένα περιβάλλον όπου τόσο οι επισκέπτες όσο και οι κάτοικοι αισθάνονται μια άμεση αίσθηση άνεσης, ανήκειν ή σεβασμού; Δυστυχώς, ορισμένοι αρχιτέκτονες όταν αναλαμβάνουν ένα έργο δημόσιου χώρου το αντιμετωπίζουν με διάθεση εξωραϊσμού, το αντιμετωπίζουν ως διακόσμηση γεμίζοντας το με μεμονωμένα γλυπτά, έπιπλα και άλλα στοιχεία. Τι συμβαίνει εάν ο χώρος αντιμετωπίζεται ως οντότητα από μόνος του, αν η μορφή του υπολογίζεται εξίσου με τη μορφή των κτιρίων; Αυτό σημαίνει ότι εξετάζουμε τα χωρικά δίκτυα που συνδέουν τα κτίρια, σκεπτόμενοι από την άποψη των σχέσεων, χωρίς να εστιάζουμε στα κτίρια ως αντικείμενα. Η αρχιτεκτονική μπορεί να γίνει το “υπόβαθρο”, ένας τόπος όπου διάφορες ομάδες μπορούν να γίνουν το “προσκήνιο” και να δημιουργήσουν τις δικές τους έννοιες. Μια περίπτωση που δίνει έμφαση σε αρχιτεκτονικές μορφές και όχι στον δημόσιο χώρο είναι η κατασκευή Metropol parasol στην Plaza de la Encarnacion στην Σεβίλη. Η καταστροφή της προϋπάρχουσας αγοράς στην πλατεία ( Mercado de la Encarnacion) άφησε ένα μεγάλο κενό στον αστικό χαρακτήρα του κέντρου της πόλης, που έμεινε ελεύθερο για πάνω από 30 χρόνια, επιφέροντας την οικονομική πτώση της περιοχής. Η λύση που δόθηκε το 2011 ήταν έξι στύλοι με την μορφή μανιταριών από τους οποίους ανεβαίνει κανείς σε μια “ταράτσα” , ενώ από κάτω στεγάζεται μια καινούργια αγορά. Πρόκειται για μια από τις πιο μεγάλες ξύλινες κατασκευές στον κόσμο, μια υπερκατασκευή που λειτουργεί ως τουριστικό αξιοθέατο από μόνη της. Η επέμβαση κατάφερε μεν να βάλει ξανά την περιοχή στο προσκήνιο της πόλης, ανεβάζοντας την τουριστική και την οικονομική κίνηση, αλλά με ποιό κόστος; Προτού βγάλει κανείς τα συμπεράσματά του, ας αναλογιστεί την αλλοίωση του ιστορικού και παραδοσιακού χαρακτήρα της πόλης σε σχέση με την πολυπόθητη τουριστική και οικονομική ανάπτυξη.
84.Κατασκευή Metropol Parasol. Το έργο προσγειώθηκε 85.Plaza de la Encarnacion στην Σεβίλη και η νέα ξύλινη στον κενό χώρο χωρίς να έχει πρόθεση να ενταχθεί σε κατασκευή Metropol Parasol, όπως έχει τοποθετηθεί στην αυτόν. πλατεία.
98
Σε αντιπαραβολή με το παραπάνω παράδειγμα, ένα έργο από το πρόσφατο παρελθόν, το γνωστό Centre Pompidou στο Παρίσι στην πλατεία Beaubourg, ήταν επίσης ένα έργο που τάραξε αρκετούς κατοίκους όταν το πρωτοείδαν και εξακολουθεί να το κάνει, κατάφερε ωστόσο να επιτύχει κάτι που καμιά από τις άλλες προτάσεις εκείνου του διαγωνισμού δεν σκέφτηκαν. Οι αρχιτέκτονες Renzo Piano και Richard Rogers, μεταξύ 1971 και 1977, απέδωσαν σημασία στην ενταξιακή πράξη του κτιρίου στο αστικό δωμάτιο, χρησιμοποιώντας σχεδόν το ήμισυ του δοθέντος οικοπέδου, επιτυγχάνοντας τον συνδυασμό των κτιριακών αναγκών που προβλέπονταν από τους αρμόδιους φορείς και ενός ζωντανού δημόσιου χώρου ακριβώς μπροστά από το κτίριο. Το τεράστιο ύψος των 42 μέτρων συγκρούεται με την μικρής κλίμακας συνοικία που το περικλείει με εκπληκτική υπεροψία. Αντιθέτως, το Metropol Parasol καλύπτει όλο το πεδίο της πλατείας, ανεβάζοντας τον κόσμο πάνω στην κατασκευή για να την θαυμάσει και να την φωτογραφίσει, και όχι να ζήσει την πλατεία στο επίπεδο του εδάφους όπως στο Beaubourg, αδιαφορώντας για το αστικό κενό.
86.Η πλατεία όπως φαίνεται πάνω στο κτίριο Beaubourg.
87.Αεροφωτογραφία του αστικού δωματίου.
88.Το επίπεδο της πλατείας μπροστά από το Centre Pompidou.
99
Η απαξίωση του δημόσιου χώρου Ο δημόσιος χώρος είναι κατεξοχήν πολιτικός. Η χρήση του καθορίζεται κυρίως από εκείνον που τον ελέγχει. Με αυτή την έννοια, ο δημόσιος χώρος που στο παρελθόν υπήρξε πεδίο ανωνυμίας, ελευθερίας, μνήμης και αναφοράς, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις στρατηγικές της κατανάλωσης, υπονομεύεται. Ο πολίτης ωθείται –μέσα από τα ΜΜΕ και τη διαφήμιση- σε νέους χώρους υβριδικούς, υποκατάστατα της δημόσιας συνεύρεσης, ελεγχόμενους, περίκλειστους, καταγραφόμενους, ανελεύθερους. Η υποκατάσταση των πραγματικών συλλογικών στιγμών από τη συνάντηση χιλιάδων ανθρώπων στην εικονική πλατεία μοιάζει να είναι ένα φαινόμενο μη αναστρέψιμο με αρνητικές αλλά και θετικές επιπτώσεις. Σε κάθε περίπτωση το διαδίκτυο καλύπτει σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη για επικοινωνία, διάλογο, ανταλλαγή απόψεων, ενημέρωση, συλλογικότητα, μετατρέπεται σε ένα νέο διαφορετικό κομμάτι δημόσιου “χώρου”. Όσοι θα ήθελαν, η χρήση του διαδικτύου να οδηγήσει στην ένταση του ατομισμού και της απομόνωσης στο πλαίσιο της οικιακής ακινησίας, έχουν σίγουρα παραβλέψει ότι η τελευταία εμπεριέχει το αντίθετό της. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εκ των πραγμάτων, δεν αποτελούν αποκλειστικά απειλή για την καθημερινή ανθρώπινη επαφή. Σε περιόδους κρίσης και έντονης καταστολής οι κοινωνίες επανενεργοποιούνται. Οι εξεγέρσεις της Τυνησίας και της Αιγύπτου, οι δυναμικές κινητοποιήσεις στις ελληνικές πόλεις τον Δεκέμβρη του 2008 και του Συντάγματος του 2011, προέκυψαν από την επαφή και την ενεργοποίηση χιλιάδων ατομικοτήτων, οι οποίες, σχηματίζοντας άυλες συλλογικότητες στο facebook, στο twitter και σε άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οδήγησαν τους ενεργούς ψηφιακούς πολίτες από τις ψηφιακές πλατείες στις φυσικές πλατείες, μετατρέποντάς τες από κενό, σε πλήρες, παλλόμενο, συλλογικό. Πρόκειται για μια μορφή ανάκτησης του δημόσιου χώρου που διαψεύδει τις προφητείες για τον θάνατό του και την υποκατάστασή του από το ιδιωτικό. Όσο περισσότερο προαναγγέλεται το τέλος του δημόσιου χώρου, τόσο ενισχύονται οι φωνές που ζητούν τον επαναπροσδιορισμό του. Όλο και περισσότερο επανέρχεται το ενδιαφέρον -κυρίως των αρχιτεκτόνων αλλά και των τοπικών κοινωνιών- για τις διαδικασίες που μπορούν να αναστρέψουν την πορεία της απαξίωσης του. Συνέδρια, ημερίδες, ιστότοποι και διεθνή forum, κρατούν ζωντανή τη συζήτηση σε διεθνές αλλά και εθνικό επίπεδο. Άλλοτε με τη συμμετοχή του διεθνούς star system (Festarch 2011, Περούτζια-Ασίζη), άλλοτε με τη συγκρότηση φορέων με ευρύτερη εμβέλεια και δραστηριότητα (Biennale Dello Spazio Pubblico, Ρώμη) άλλοτε με προβοκατόρικο χαρακτήρα με στόχο την ευαισθητοποίηση των πολιτών (Glocal District, Ρότερνταμ). Αντίστοιχα, στη χώρα μας με τα “Δημόσιος χώρος αναζητείται”, “Αθήνα σε κρίση”, “Αστικές στρατηγικές για το δημόσιο χώρο” και άλλες διοργανώσεις, επιβεβαιώνεται το ενδιαφέρον γύρω από το θέμα. Το θέμα που τίθεται δεν είναι η αναζήτηση δημόσιου χώρου. Υπάρχει αρκετός δημόσιος χώρος, και μάλιστα περισσότερος απ’ ότι νομίζουμε. Αυτό που αναζητάται είναι οι χρήστες του και το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί. Γιατί οι πολίτες στην πλειοψηφία τους προτιμούν να ζουν απομονωμένοι στην ιδιωτική τους κάψουλα μετατρέποντας το facebook σε πλατεία και το twitter σε καφενείο; Αν το φαινόμενο είναι παγκόσμιο, αν η σύγχρονη πόλη, ο σύγχρονος τρόπος ζωής ωθεί τους πολίτες στον άκρατο ατομισμό και εν κατακλείδι στον οικιακό ιδρυματισμό και από την άλλη, αν το διαδίκτυο καλύπτει σε ένα βαθμό την ανάγκη επικοινωνίας, ο πολίτης έχει ένα επιπλέον λόγο να αποστρέφει το πρόσωπό του από το δημόσιο χώρο. Στην σημερινή αστική πλατεία, άνθρωποι σιωπηλοί την προσπερνούν βιαστικά. Τα αναψυκτήρια, τα εστιατόρια, τα καφέ-μπαρ κ.ά. την πνίγουν, μέρος κι αυτά ενός ανούσιου, ψυχρού -επιχειρηματικούσκηνικού, στο οποίο οι άνθρωποι δεν επικοινωνούν, δεν σκέφτονται, απλά αδιαφορούν, απλά υπάρχουν,
100
σ’ έναν χώρο που κατά συνθήκη τον αποδέχονται· θα μπορούσαν για τον ίδιο λόγο να βρίσκονται κι αλλού. Όσον αφορά την κίνηση στην πόλη και την ψυχολογική επίδρασή της στον κινούμενο, ο δημόσιος χώρος, θα μπορούσε να θεωρηθεί περισσότερο μέρος της διερχόμενης κίνησης, παρά προορισμός. Αυτή η θέση, του αποδίδει μία εσωστρέφεια που δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί παρά από την αντίστοιχη τάση του συνόλου της πόλης. Ο χρόνος, πολύτιμο αγαθό της σύγχρονης ζωής, επιβάλλει στην κίνηση μία ταχύτητα, που τις περισσότερες φορές, ευθύνεται για την περιορισμένη ψυχολογική επαφή με το χώρο η οποία, δεν προλαβαίνει να γίνει βίωμα. Μ’ αυτή την έννοια, η προσπέλαση των υπαίθριων χώρων της πόλης σήμερα, θα μπορούσε να ταυτιστεί περισσότερο με την αίσθηση του “βλέπω”, παρά του “βιώνω”, με την ενέργεια του “διασχίζω”, παρά του “επισκέπτομαι”. Η απουσία επικοινωνίας, ο μη διάλογος -αφενός του ανθρώπου με τα γύρω του, αφετέρου μεταξύ των στοιχείων που συνθέτουν το χώρο-, διαμορφώνουν μια αδιάφορη κατάσταση, στην οποία κυριαρχεί η κενότητα (η έλλειψη επικοινωνίας, η έλλειψη συναισθημάτων, η έλλειψη δράσεων κ.ά.) Η κενότητα, ως αφηρημένη γεωμετρική έννοια που είναι, γεμίζει το χώρο και τον χαρακτηρίζει. Στον ασφυκτικά περικλεισμένο χώρο, εξαντλείται η ιδέα του ανοικτού πεδίου, του ξάγναντου, αφού τα υπερμεγέθη για την κλίμακα της πλατείας κτίρια, την περισφίγγουν κατά τρόπο που η θέαση του ουρανού να εκλαμβάνεται ως οπή στο γκρίζο σκίαστρο της πόλης. Οι σημερινές αστικές πλατείες, όπως και άλλες μορφές κοινόχρηστων αστικών χώρων, μετατρέπονται σε πεδία άσκησης επιχειρηματικών κι εμπορικών δραστηριοτήτων, με την κατασκευή -φαραωνικών διαστάσεων συνήθως για τη μικρή χωρική κλίμακα του ανοικτού πεδίου- αναψυκτηρίων, εμπορικών κέντρων, εγκαταστάσεων που μόνον κατ’ όνομα εξυπηρετούν τον αθλητισμό ή τον πολιτισμό κ.ά., με αποτέλεσμα να χάνεται η πρωταρχική-ουσιαστική χρήση τους και ο προορισμός τους. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε ιδιότυπη ιδιοποίηση του κοινόχρηστου χώρου, με παράλληλη αμφισβήτησή του ως δημόσιου αγαθού, αφού η ανταλλακτική αξία που του αποδίδεται, τον καθιστά πεδίο δραστηριοτήτων ιδιωτικοοικονομικής φύσης( Potsdamer Platz, βλ. Κεφ.7, Το αστικό θέαμα στον δημόσιο χώρο) . Η ευρύτατη και -δυστυχώς- μη συνειδητοποιημένη ανατροπή που επιφέρεται, έχει να κάνει με τη φύση των σχέσεων που αναπτύσσονται στον κοινόχρηστο χώρο, αφού ο δέκτης-κοινωνός άνθρωπος μετατρέπεται σε πελάτη -καταναλωτή και περιβάλλεται με τα κριτήρια της ιδιωτικότητας και του κέρδους. Εντέλει, το δικαίωμα να δρας ως πολίτης, ασκώντας τα πολιτικά σου δικαιώματα στο δημόσιο χώρο, αντικαθίσταται από το δικαίωμα του πελάτη, βάσει του οποίου αναπτύσσεται σχέση συναλλαγής με αντικείμενο το εμπορικό-υλικό αγαθό, κάτι που οπωσδήποτε λειτουργεί καταχρηστικά έως κατασταλτικά στη λειτουργία του κοινοχρήστου χώρου ως δημοσίου αγαθού και στην απόλαυσή του ως τέτοιο. Άλλο ένα φαινόμενο που συμβάλει στην υποτίμηση του δημόσιου χώρου είναι η ξαφνική επέκταση των πόλεων, σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, ως απάντηση στις τεράστιες μεταναστευτικές ροές που προκάλεσε η βιομηχανική ανάπτυξη στις αστικές περιοχές. Η επακόλουθη επείγουσα απαίτηση για νέες οικιστικές μονάδες άρχισε να αποικοδομεί τα πρώην σύνορα, μεταβάλλοντας βαθιά τις παραδοσιακές μορφές αστικού χώρου και δημιουργώντας γρήγορα και χαοτικά νέες ομάδες, που χαρακτηρίζονται από πολύπλοκα μοντέλα συσσωμάτωσης και διάχυτη κατανομή κατοικιών και υπηρεσιών. Αυτή η ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων και κατοικίας στον περιαστικό χώρο, μακριά από τα κέντρα των πόλεων, έξω από πολεοδομικά σχεδιασμένες περιοχές, συνιστά το φαινόμενο της αστικής διάχυσης (urban sprawl) ή της ‘διάσπαρτης πόλης’ (‘dispersed city’). Σε συνδυασμό με την παραπάνω εδαφική οργάνωση, η αύξηση των οχημάτων, τα οποία αποτελούσαν θεμελιώδη παρουσία, εισβάλλοντας προοδευτικά σε δρόμους που θα κυριαρχούνταν σύντομα
101
από αυτοκίνητα και πλατείες που μετατράπηκαν σε χώρους στάθμευσης. Η επακόλουθη συχνότητα των μεταφορικών μέσων έναντι των πεζών, η μείωση της ασφάλειας και η συνολική εξαθλίωση των αστικών περιβαλλόντων (που οφείλεται, για παράδειγμα, στην υπεροχή των ασφάλτινων εκτάσεων) προκάλεσε μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια και σταδιακή εγκατάλειψη των αστικών δωματίων. Τα φαινόμενα αυτά συμπληρώνονταν με τη μετακίνηση των συλλογικών δραστηριοτήτων που παραδοσιακά πραγματοποιούνταν σε ανοιχτούς δημόσιους χώρους σε νέους εσωτερικούς εμπορικούς και πολιτιστικούς «περιέκτες», (που ο Marc Augé27 έχει ορίσει ως “μη τόπους”), που συνήθως διανέμονται σε προαστιακές περιοχές, με τη μορφή κέντρων αναψυχής και εμπορίου (malls).
Η ανάγκη ανασχεδιασμού των αστικών δωματίων στην “ανακτημένη” πόλη Το αυξημένο ενδιαφέρον για την ενίσχυση των αστικών δωματίων για την παραγωγή σημαντικών εμπειριών και νοημάτων σχετίζεται με μια γενική αύξηση των προσπαθειών που επικεντρώνονται στην επανεργοποίηση ανοιχτών δημόσιων χώρων, η οποία ενισχύθηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Στη δεκαετία του ‘70 άρχισε να αναδύεται μια νέα προσοχή στην ποιότητα του αστικού χώρου, προκαλώντας πολλές επεμβάσεις με στόχο την αποκατάσταση της θέσης του ανθρώπου στον πυρήνα των δωματίων της πόλης και την εκ νέου ενεργοποίησή τους για συναντήσεις, ανταλλαγές και παραστάσεις. Οι προσπάθειες για την ενίσχυση των ανοικτών δημόσιων χώρων ως κατοικημένων χώρων ξεκίνησαν με την πεζοδρόμηση των κεντρικών πλατειών σε ιστορικές περιοχές. Με την κατάργηση της κυκλοφορίας από στρατηγικές ζώνες ή την παρεμπόδιση της πρόσβασης των αυτοκινήτων στο κέντρο της πόλης και με τη βελτίωση της ελκυστικότητας των δημόσιων χώρων μέσω της αναμόρφωσης των επίσημων και λειτουργικών προγραμμάτων τους, πολλά κέντρα των πόλεων “ανακτήθηκαν”28 και μετατράπηκαν σε ζωντανές πλατφόρμες για αγορές, και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Τα τελευταία χρόνια, η δέσμευση για την αποκατάσταση των δημόσιων χώρων στις κοινότητες ενισχύθηκε από τον αυξανόμενο αριθμό παρεμβάσεων που επικεντρώνονταν στην ανίχνευση αστικών χώρων που δεν ζητήθηκαν (π.χ. κενές πλατείες και λωρίδες που μετατράπηκαν σε παιδικές χαρές, κοινότητες, χώροι συμμετοχικών δραστηριοτήτων κλπ.), μέσω επενδύσεων για την ανάκτηση μη χρησιμοποιημένων προαστιακών περιοχών (π.χ. μεγάλα χωράφια και εγκαταλελειμμένα φυτά που μετατράπηκαν σε πλήρως εξοπλισμένα πάρκα) και ακόμη και με προσοχή σε χώρους που δεν είχαν αρχικά σχεδιαστεί για να είναι κατοικήσιμοι, όπως οι περιοχές που βρίσκονται στο κέντρο ή κάτω από συστήματα υποδομών (μετρό, κυκλικές διασταυρώσεις κ.λπ.), οι οποίες χαρακτηρίζονται ως προσπελάσιμες και κατοικήσιμες χάρη σε ειδικές επιτόπου δράσεις και που προσαρτώνται στην αστική δομή ως επιπρόσθετα (και απροσδόκητα) δωμάτια. Αυτό το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την ενίσχυση των δημόσιων χώρων, το οποίο εκτείνεται σε όλους τους αστικούς τομείς (ακόμη και σε περιφερειακές και παραμελημένες περιοχές), αποκαλύπτει μια βαθιά και σημαντική μεταστροφή στη συνολική προσέγγιση του σχεδιασμού των αστικών δωματίων. Αφενός, καθώς η εξαιρετική ανάπτυξη του αστικού πληθυσμού ενθαρρύνει την επέκταση και την πυκνότητα των πόλεων και φέρνει μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων σε όλο και περισσότερο αναπτυγμένα περιβάλλοντα,
27
Marc Augé, Non-Places. Introduction to an Anthropology of Supermodernity, translated from the French by John Howe, Verso, London, 1995. 13 Jan Gehl, Cities for People, Island Press, Washington, 2010
28
Ανθρώπινες πόλεις, Jahn Gehl
102
οι δημόσιοι χώροι θεωρούνται όλο και πιο σημαντικοί πόροι, παρέχοντας σημαντικές ευκαιρίες για βελτίωση της ποιότητας της πόλης και της ζωής των κατοίκων της, προωθώντας νέες δραστηριότητες, πολιτιστικές δυνατότητες και συναντήσεις. Επιπλέον, η αλλαγή στην κατανόησή τους που προκλήθηκε από τη μετάβαση από τις ιστορικές στις σύγχρονες πόλεις, ως αποτέλεσμα της οποίας οι δημόσιοι χώροι έπαψαν να είναι συλλογικοί χώροι κατοικίας και εκπροσώπησης29 και έγιναν δεσμευτικές ζώνες μεταξύ χτισμένων όγκων αφιερωμένων κυρίως στην κυκλοφορία ανθρώπων και οχημάτων, έχει ξεπεραστεί από ένα νέο όραμα επικεντρωμένο στη ζωή μεταξύ των κτιρίων,30 αμφισβητώντας έτσι το ρόλο των αρχιτεκτονικών μέσων στην ανάπτυξη νέων κοινωνικών τελετουργικών. Κατά τη διάρκεια των αιώνων, οι άνθρωποι είχαν πάντα την τάση να συγκεντρώνονται σε πλατείες και δρόμους για να εμπορεύονται, να συζητούν και να συμμετέχουν σε κοινές δραστηριότητες, σε ένα χωρικό πλαίσιο που προτάθηκε και διαμορφώθηκε για να διεκδικήσει και να “γιορτάσει” ένα συγκεκριμένο πολιτικό, θρησκευτικό ή κοινωνικό νόημα ή τάξη του τόπου ή της παρουσίας ειδικών συμβόλων, έργων τέχνης ή αντικειμένων αναφοράς όπως βεράντες, γλυπτά, σιντριβάνια κλπ. Σήμερα, μιας και έχει διασπαστεί ο δεσμός μεταξύ του σχεδιασμού των αστικών χώρων και της αναπαράστασης των μηνυμάτων ταυτότητας, η σχέση μεταξύ των ατόμων και της συλλογικότητας έχει αραιωθεί και υπάρχει μεγάλη διάσπαση και απογοήτευση απέναντι στους δημόσιους χώρους, οι οποίοι βιώνονται εν τη διελεύσει, η ικανότητα των αστικών δωματίων να προσελκύουν και να επικοινωνούν με τους ανθρώπους φαίνεται να δεσμεύεται ολοένα και περισσότερο στα αρχιτεκτονικά στοιχεία που τα διαμορφώνουν, τα οργανώνουν, τα εξοπλίζουν και τα σημαίνουν. Το σύγχρονο αστικό περιβάλλον δεν μπορεί να αναγνωστεί με όρους απλής γεωμετρικότητας από τη στιγμή που και η ζωή στη σύγχρονη πόλη είναι πολυδιάστατη και ουδεμία σχέση έχει με την ιστορική πόλη. Είναι φυσικό επόμενο το πυρετώδες κύμα των παρεμβάσεων που εξελίχθηκε τις τελευταίες δύο δεκαετίες να υπογραμμίζει πως η επανεργοποίηση των δημόσιων χώρων επιδιώκεται μέσω μιας πιο πειραματικής προσέγγισης των σχεδιαστικών στρατηγικών και εργαλείων που αρθρώνονται, διαμορφώνονται και δοκιμάζονται για να βελτιώσουν όχι μόνο την ασφάλεια και την άνεση, αλλά και την αναγνωρισιμότητα, την “ικανότητα δημιουργίας εικόνων”, και την κοινωνική και πολιτιστική ελκυστικότητα, προκειμένου να αποσπάσουν και να διευκολύνουν νέες μορφές αλληλεπίδρασης και οικειοποίησης. Ο σύγχρονος σχεδιαστικός χειρισμός έχει στόχο, την “αναβίωση” της αξίας της πλατείας ώστε να εμπλουτίσει την πόλη, σημειακά, με ποιότητες που ερεθίζουν την όραση περισσότερο από τις άλλες αισθήσεις, καθώς παρουσιάζουν μία τάση επιβολής, μέσα από τη δύναμη της εικόνας και το θαυμασμό της αρχιτεκτονικής της σύνθεσης. Οι νέες προκλήσεις και τα καθήκοντα που σχετίζονται με τα προσόντα του σημερινού αστικού περιβάλλοντος έχουν ενθαρρύνει τις πιο έντονες συνέργειες με τις αρχές και τα μέσα του σχεδιασμού εσωτερικών χώρων, ενεργοποιώντας την ανάπτυξη πιο περίπλοκων διεπιστημονικών μεθοδολογιών για τη διευθέτηση των αστικών εσωτερικών χώρων. Αυτή η καινοτόμα προσέγγιση απορρέει από το συνδυασμό πολλών πτυχών, συμπεριλαμβανομένων των βελτιωμένων αλληλεπιδράσεων με άλλους κλάδους της γνώσης. Έτσι λοιπόν, η απόπειρα για αναζήτηση τυπολογιών στον σύγχρονο αστικό σχεδιασμό θα κινηθεί στα χνάρια της προσέγγισης του Rossi και του Hiller που αναφέρθηκε στο 6ο κεφάλαιο, ως προς τις αρχές δηλαδή που διέπουν το αρχιτεκτονικό αντικείμενο-εν προκειμένω την πλατεία- ή αλλιώς τη “βαθύτερη δομή” του.
29
Christian Norberg-Schulz, The Concept of Dwelling, Electa/Rizzoli, Milan, 1985
30
Η ζωή ανάμεσα στα κτίρια, Jahn Gehl
103
Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη δυνατότητα των αρχιτεκτονικών παρεμβάσεων να επηρεάζουν τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές έχει ενισχυθεί από τη διεπιστημονική διερεύνηση κοινών μορφών κοινωνιολογίας, ψυχολογίας, ανθρωπολογίας, τη χρήση νέων υλικών, μέσων και τεχνολογιών που επεκτείνουν τις ευκαιρίες για την ανάπτυξη καινοτόμων επίσημων και λειτουργικών προγραμμάτων. Για παράδειγμα, μέσω των ψηφιακών μέσων, υλοποιούνται διαδραστικές εμπειρίες ή ειδικά σχεδιασμένα συστήματα φωτισμού, που εκτελούν εξαιρετικούς επαναπροσδιορισμούς της εικόνας και της σημασίας ενός τόπου. Ακόμα, προκύπτουν μετασχηματισμένα έργα τέχνης για τη μεταφορά πολιτικών, θρησκευτικών ή κοινωνικών μηνυμάτων που βοήθησαν να διαμορφωθούν τόποι, έως αρχιτεκτονικά στοιχεία που περιπλέκονται με τον σχεδιασμό επιφανειών και αντικειμένων και επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό τη συνολική μορφή, τη λειτουργία και τη σημασία των χώρων. Οι παρεμβάσεις που προκύπτουν συνίστανται σε σύνθετους χωρικούς χειρισμούς που έχουν σχεδιαστεί για να ενθαρρύνουν εναλλακτικούς τρόπους που μπορεί κανείς να κοιτάξει, να κατανοήσει και να χρησιμοποιήσει τους δημόσιους χώρους, αποδίδοντας σε κάθε δωμάτιο της πόλης μια συγκεκριμένη, συντονισμένη και σαφή ταυτότητα με αξιοσημείωτα τυπικά χαρακτηριστικά (π.χ. με τη χρήση συγκεκριμένων ή επαναλαμβανόμενων γεωμετρικών αναφορών, υλικών ή χρωμάτων) και εμπλοκή σε λειτουργικές ευκαιρίες (π.χ. μέσω ειδικών επίπλων ή επιφανειών και αντικειμένων πολλαπλών χρήσεων που ενδέχεται να υποκινούν νέους τρόπους περπατήματος, καθιστικού, χαλάρωσης και αλληλεπίδρασης με άλλους ανθρώπους).
Πειραματισμοί με νέες προσεγγίσεις και εργαλεία Οι πειραματισμοί που προκύπτουν, οδηγούν σε ένα ευρύ σύνολο έργων επανεξέτασης, που κυμαίνονται από συνολικές χειρονομίες μέχρι την εισαγωγή ενός σημειακού καταλυτικού αντικειμένου (π.χ. ένα συναρπαστικό έπιπλο ή έργο τέχνης) ή μόνιμες επεμβάσεις μέχρι εφήμερες εγκαταστάσεις, οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν νέες προοπτικές ή να δοκιμάσουν μια λύση που μπορεί να εφαρμοστεί μόνιμα αργότερα. Παρά τη σημαντική ανομοιογένεια των αναγκών, των μεθόδων και των μέσων αυτών των παρεμβάσεων, μπορούμε να αναγνωρίσουμε ορισμένες τάσεις που ξεχωρίζουν ως ιδιαίτερα σημαντικές ή υποσχόμενες. Μεταξύ των πρόσφατων συνεχιζόμενων εμπειριών, ένας σχετικός αριθμός έργων φαίνεται να βασίζεται στην εναλλαγή ή την υποκατάσταση παραδοσιακού υλικού και τυπικών και λειτουργικών χαρακτήρων και στην ενσωμάτωση υπερβολικών, απροσδόκητων και μη κωδικοποιημένων στοιχείων ή αναφορών. Τέτοιες διατάξεις σχηματίζουν εντυπωσιακά και συντονισμένα αστικά δωμάτια, προσκαλώντας τους ανθρώπους να αλληλεπιδρούν με επιφάνειες, αντικείμενα και χώρους μέσα από νέες μορφές εξερεύνησης, χρήσης και απόδοσης νοήματος. Τα καθήκοντα αυτών των επεμβάσεων προκύπτουν από το φυσικό και κοινωνικο-πολιτιστικό πλαίσιο των σύγχρονων πόλεων, το οποίο περικυκλώνει τους ανθρώπους με αυξανόμενο αριθμό πληροφοριών και ερεθισμάτων, που ενισχύονται από την αυξημένη κινητικότητα των γνώσεων, των εικόνων και των ιδεών και την επιτάχυνση της μετάλλαξης του τοπίου, τα πολιτιστικά σχήματα και την κοινωνική δυναμική. Λαμβάνοντας υπόψη την επακόλουθη διεύρυνση του “πεδίου του προφανούς” και την παρερμηνεία του τι είναι “ενδιαφέρον”, (που συχνά συγχέεται με αυτό που είναι “ασυνήθιστο”) οι προσπάθειες επανεργοποίησης της σχέσης μεταξύ ανθρώπου και αστικών χώρων συχνά βασίζονται στην δυνατότητα παραγωγής νέων ευκαιριών ερμηνείας και ιδιοποίησης με την υποκίνηση της περιέργειας, της απόκρυψης ή μιας παιχνιδιάρικης εμπλοκής. Αυτή η διαδραστική προσέγγιση υλοποιείται με τη χειραγώγηση του στερεομετρικού και υλικού ρεπερτορίου που έχει ιστορικά χαρακτηρίσει την ταυτότητα των δρόμων,
104
των πλατειών και των πάρκων και στη μετατροπή των παραδοσιακών εκφραστικών, συμβολικών και κοινωνικών τους εννοιών. Λόγω του γεγονότος ότι οι πάγκοι, οι λαμπτήρες δρόμου, τα πεζοδρόμια κ.λπ. μπορούν να διαδραματίσουν περαιτέρω ρόλους πέρα από τις κύριες λειτουργίες τους (για παράδειγμα, οργανώνοντας διαφορετικές περιοχές, κατευθυντήριες διαδρομές), έχουν γίνει αντικείμενο θαρραλέων πειραματισμών που συνδυάζουν τεχνολογικές καινοτομίες, οικολογικά θέματα, την καλλιτεχνική έρευνα, τη βαθιά τροποποίηση της συμβατικής εμφάνισής τους και τη μετατροπή τους μέσω διαδικασιών οργανικής μοντελοποίησης ή την απόδοση νέων μεγεθών ή υλικών χαρακτηριστικών. Οι τοίχοι και οι φράκτες περιστρέφονται, προεξέχουν και επεκτείνονται για να γίνουν πάγκοι, γωνίες (Elies Torres και J. Antonio Martínez Lapeña, Plaça de la Constitució, Girona, Ισπανία, 1993), παιδικές χαρές ή σκάλες (Atelier Remy, Fence Playground, Dordrecht, Ολλανδία, 2007). Οι πάγκοι, οι λαμπτήρες των δρόμων και τα μπουλόνια είναι μεταμφιεσμένα ή ντυμένα ως εικόνες (Italo Rota, Foro Italico, Παλέρμο, Ιταλία, 2006). Το νερό απελευθερώνεται από σιντριβάνια μέσα από το πεζοδρόμιο (Christian Drevet, Place des Terreaux, Λυών, Γαλλία, 1994) και διέρχεται από πεζοδρόμια και περιπάτους (SLA, Nørresundby urban garden, Κοπεγχάγη, Δανία, 2005), ή εξατμίζεται σε ασταθή σύννεφα (Michel Corajoud, Water Mirror, Bordeaux, Γαλλία, 2006). Τα πεζοδρόμια και οι οριζόντιες επιφάνειες επαναμορφοποιούνται (Bruce Nauman, Square Depression, Münster, Γερμανία, 2007), ανάβουν (2b_architectes, Place du Molard, Γενεύη, Ελβετία, 2004) ή σκαλίζονται (Gordon Young, Stone Jetty, Morecambe, 1996), μεταδίδουν μηνύματα και εμφανίζουν πληροφορίες ή μερικές φορές εκπέμπουν ακόμα και ήχους (Nikola Bašić, Sea Organ, Zadar, Κροατία, 2005) και ζωντανεύουν (SLA, Square of the 100 Puddles, Κοπεγχάγη, Δανία, 2005). Οι λειτουργικές επιδόσεις αυτών των στοιχείων παραμένουν αναλλοίωτες στη βασική τους ικανότητα, όπως η περίκλειση ενός χώρου ή η ενσωμάτωση του ανθρώπινου σώματος, αν και οι ασυνήθιστες τυπικές, υλικές και χρωματικές αναφορές εμπλουτίζουν τη αρχιτεκτονική βιβλιογραφία με νέες δυνατότητες.
2b_architectes, Place du Molard, Γενεύη, Ελβετία, 2004
89,90.Place du Molard, Γενεύη.
Πρόκειται για έναν τραπεζοειδή χώρο, κλειστό και οριοθετημένο από τις προσόψεις των γύρω κτιρίων. Σκοπός των 2b_architectes είναι να δημιουργήσουν την αίσθηση της ύπαρξης νερού στην πλακόστρωση της πλατείας. Το “νερό” συμβολίζεται από τις γυάλινες πλάκες που έχουν τοποθετηθεί στο έδαφος της πλατείας, οι οποίες γίνονται ολοένα και πιο πολλές όσο πλησιάζουν στη λίμνη. Για να συμβολίσουν
105
την οικειοποίηση του δημόσιου χώρου από τον άνθρωπο, πάνω σε αυτές τις γυάλινες πλάκες έχουν γραφτεί απλές, καθημερινές φράσεις όπως “καλό καλοκαίρι”, “να σας δούμε σύντομα” , “καλημέρα” ή “καλό απόγευμα” σε έξι διαφορετικές γλώσσες.
91.Νυχτερινή λήψη της Place du Molard στη Γενεύη.
92,93.Φωτογραφίες από τις γυάλινες πλάκες της Place du Molard.
Michel Corajoud, Water Mirror, Bordeaux, Γαλλία, 2006
94,95,96.Φωτογραφίες από όταν το σύστημα ψεκασμού νερού είναι σε λειτουργία.
106
Ο Corajoud αντικατέστησε τις άσχημες αποβάθρες εργασίας του Garonne Quais στον ποταμό Gironde με ένα τεράστιο ορθογώνιο μαύρο γρανίτη καλυμμένο με 5 εκατοστά νερού - επιφάνεια αρκετά μεγάλη ώστε να αντικατοπτρίζει ολόκληρο το κτίριο του Χρηματιστηρίου του 18ου αιώνα. Το νερό προστίθεται από ένα ιδιαίτερο σύστημα ψεκασμών ομίχλης και λεπτές βρύσες που φαίνεται να εκτινάσσει διαμάντια στον αέρα. Όπως το θέτει ένας παρατηρητής: “Ο καθρέφτης νερού αναγκάζει τους ανθρώπους να σταματήσουν και να παρατηρήσουν την αντανάκλαση τους και στη συνέχεια να τους φέρουν μαζί σε ένα παιχνίδι πιτσιλιάς νερού”. Ένα εντυπωσιακό και συναισθηματικό τοπίο, αυτή η αναζωογόνηση της προκυμαίας της πόλης έχει μεταμορφώσει τη σχέση των πολιτών με αυτό το τμήμα της πόλης. Είναι συναρπαστικό να παρακολουθεί κάποιος τους ανθρώπους να αλληλεπιδρούν στον καθρέφτηνερό. Νέοι και μεγάλοι βγάζουν τα παπούτσια τους και απολαμβάνουν την εμπειρία. Τα παιδιά προσπαθούν να κυνηγήσουν τις αντανακλάσεις τους, να πιάσουν το νερό και προσπαθούν να προβλέψουν τους ψεκασμούς ομίχλης. Όλοι αγαπούν την ανακούφιση που προσφέρει η δροσιά του νερού.
97.Πανοραμική λήψη της πλατείας Water Mirror στο Bordeaux.
107
98.Το επίπεδο του γρανίτη που καλύπτεται με νερό.
SLA, Cloud, Copenhagen, Denmark, 2011
99,100.Παιχνίδι με το νερό στην πλατεία Cloud στην Κοπενχάγη.
Το project Cloud περιλαμβάνει ένα κτίριο γραφείων μαζί με μια διαμόρφωση πλατείας, που έχουν σχεδιαστεί σε αρμονία, με στόχο την δημιουργία μιας ιδιαίτερης ατμόσφαιρας. Στη Δανία ο ήλιος λάμπει μόνο για το ένα τρίτο της χρονιάς και κατά συνέπεια οι πολίτες της Κοπεγχάγης χρειάζεται να βιώσουν όλα τα είδη καιρού, φωτός, αέρα και βροχής. Ο δημόσιος χώρος συμπληρώνει το κτίριο με την ονομασία Crystal, αλλάζοντας εικόνα ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, ελκύοντας τουρίστες με περιέργεια. Σκοπός του Cloud λοιπόν, είναι να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα όπου το νερό είναι παρόν και στις 3 διαφορετικές καταστάσεις του την ίδια στιγμή : ως αέρας, ως υγρό και ως στερεό. Αυτή η στιγμή όπου το νερό αναπαρίσταται στις 3 μορφές του ταυτόχρονα είναι ένα φυσικό φαινόμενο που ονομάζεται τριπλό σημείο. Το τριπλό σημείο του νερού μπορεί να βρεθεί με τους εξής τρόπους : Ως υγρό, καθώς η βροχή συλλέγεται υπογείως και επιστρέφει τον δημόσιο χώρο μέσω 2.200 κατακόρυφων water jets. Ως αποκρυσταλλωμένο νερό με την μορφή του κτίριο που ονομάζεται The Crystal. Και ως αέρας καθώς το νερό εξατμίζεται από τα water jets και ενώνεται με την ομίχλη του λιμανιού. Έτσι, το δημόσιος χώρος μετατρέπει το σκανδιναβικά χαρακτηριστικά σε βίωμα του του ανθρώπου.
101,102.Νυχτερινές λήψεις της πλατείας Cloud στην Κοπενχάγη.
110
103.Οι πίδακες της πλατείας Cloud σε λειτουργία.
Ma0, Piazza Risorgimento, Bari, Ιταλία, 2004 Σε μια μικρή πλατεία του 19ου αιώνα μπροστά από ένα σχολείο, προτείνεται μια ήπια επέμβαση ενός δημόσιου χώρου, ο οποίος διαρκώς αναδιαμορφώνεται σύμφωνα με τις επιθυμίες των πολιτών. Ο κενός χώρος γεμίζει με μετακινούμενα παγκάκια που περιστρέφονται γύρω από ένα σταθερό άκρο, έτσι ώστε να βλέπει κανείς είτε το προαύλιο του σχολείου είτε τον απέναντι εμπορικό δρόμο.
104.Νυχτερινή λήψη bird’s eye view της Piazza Risorgimento.
105.Οι δυνατότητες μετατροπής των καθισμάτων.
111
106.Διάγραμμα των Ma0 για τις πιθανές τοποθετήσεις των καθισμάτων.
Bump: τινάζομαι/ συναντώ τυχαία Η εφαρμογή σύγχρονων τεχνολογιών αλληλεπίδρασης, καθώς επίσης και η εγκατάσταση αντίστοιχων έργων ηλεκτρονικής τέχνης στον ανοιχτό δημόσιο χώρο, αναπτύχθηκε ραγδαία στον 21ο αιώνα. Από τις πρώτες εφαρμογές τέτοιου τύπου ήταν οι προτάσεις των Αυστριακών καλλιτεχνών Assocreation και ιδιαίτερα η πειραματική μελέτη τους “Bump”. Πρόκειται για την α μ Στις αρχές του 2000 μια δημόσια εγκατάσταση κατάφερε να ενώσει νοητά την Κωνσταντινούπολη με το Linz και το Brighton με τη Βιέννη, να ενθουσιάσει τους πολίτες που ανυπομονούσαν να πάρουν σειρά πάνω στο ξύλινο deck και να χορέψουν ρυθμικά. Αποτελεί μια πρωτοποριακή πρόταση, καθώς καθιστά εφικτή την επικοινωνία των ανθρώπων όχι με τον γνωστό τρόπο επικοινωνίας που είναι η άμεση επαφή αλλά μέσα από ένα παιχνίδι ήχων. Όταν δυο άνθρωποι βρεθούν στο ίδιο ακριβώς σημείο της κατασκευής, μια ρυθμική δόνηση αρκεί για να αντιληφθεί ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Τέτοιες ιδέες έθεσαν τις βάσεις για τη διαδραστική τέχνη στον δημόσιο χώρο που αναπτύχθηκαν και υποστηρίχτηκαν σε όλη την Ευρώπη, δίνοντας μια νέα πνοή στα κέντρα των πόλεων.
107,108.Η επάφη του κόσμου με την κατασκευή.
113
Περαιτέρω προοπτικές και δυνατότητες στον σχεδιασμό των αστικών δωματίων Οι διάφορες στρατηγικές που αποσκοπούν στην ενίσχυση των δωματίων της πόλης εστιάζουν ιδιαίτερα στους ανθρώπους. Οι ανησυχίες για τη ζωή που εκτυλίσσεται μεταξύ κτιρίων είναι το γενικό πλαίσιο ενός νέου παραδείγματος στην ανάπτυξη των αστικών περιβαλλόντων που εμφανίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Η ερμηνεία του δημόσιου χώρου ως κοινωνικού χώρου ή χώρου για κοινωνική δράση έχει διερευνηθεί και συζητηθεί ευρέως (Hannah Arendt, Jane Jacobs, William H. White κ.λπ.). Ωστόσο, οι σύγχρονες πόλεις, που χαρακτηρίζονται από σύνθετα και συνεχώς μεταβαλλόμενα κοινωνικά και φυσικά σενάρια, προκαλούν προβληματισμό σχετικά με τις στρατηγικές και τα εργαλεία που εφαρμόζονται για να οργανώσουν τη μορφή, τη λειτουργία και τη σημασία των αστικών δωματίων. Εάν η επιτυχία των δημόσιων χώρων μπορεί να μετρηθεί από τη δυνατότητα να συναντηθούν άνθρωποι από διαφορετικές πολιτιστικές ομάδες σε ένα υποστηρικτικό πλαίσιο αμοιβαίας απόλαυσης, σήμερα το καθήκον αυτό καθίσταται όλο και πιο πολύπλοκο από τη συνεχιζόμενη κοινωνικο-πολιτισμική δυναμική. Τα φαινόμενα όπως η επιτάχυνση της κινητικότητας των ανθρώπων, η μετατόπιση ομάδων και ατόμων προς αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών απασχόλησης και σπουδών, η παγκοσμιοποιημένη κίνηση αγαθών και αντικειμένων, η κυκλοφορία πληροφοριών, γνώσεων και ιδεών που ταξιδεύουν με πρωτοφανή ταχύτητα, συμβάλλουν στη δημιουργία πολυεπίπεδων πολιτιστικών συστημάτων, αποδυναμώνοντας τους δεσμούς των κοινοτήτων, αραιώνοντας τις ταυτότητες των τόπων κλπ. Αντιμετωπίζοντας μια αυξανόμενη ποικιλία τρόπων ζωής και εθίμων, οι δημόσιοι χώροι αντιπροσωπεύουν πράγματι κρίσιμες ζώνες επαφής όπου οι πολιτισμοί συναντώνται. Σε αυτή τη σύνθετη και συνεχώς μεταβαλλόμενη κατάσταση, η συνεχής διεξοδική διερεύνηση των κανόνων που διέπουν τις πολιτιστικές χρήσεις των σύγχρονων αστικών χώρων θα πρέπει να θεωρείται ως βασική προϋπόθεση που εγγυάται τη δυνατότητα επηρεασμού των διαδικασιών που καθιστούν χώρους σε τόπους και εκμεταλλεύεται αποτελεσματικά τις δυνατότητες του αστικού εσωτερικού σχεδιασμού στη διαμόρφωση και την προώθηση της κοινωνικής αλλαγής μέσω εποικοδομητικών εμπειριών, αλληλεπιδράσεων και ανταλλαγών. Ορισμένες αναγνωρίσιμες τάσεις στον επανασχεδιασμό των αστικών δωματίων παρουσιάζουν αξιόλογες δεσμεύσεις με τις παραπάνω ανάγκες. Οι προσπάθειες για την προληπτική διαμόρφωση και τον εξοπλισμό των δημόσιων χώρων για τη διαμόρφωση της κοινωνικοπολιτιστικής δυναμικής μπορούν να παρατηρηθούν στις προσπάθειες ενίσχυσης του ρόλου τους ως χώρων πολιτών, όχι μόνο φιλοξενώντας αλλά και προκαλώντας δημόσιο διάλογο. Η αυξανόμενη χρήση πλατειών, δρόμων και πάρκων ως ειδικών εκθεσιακών χώρων είναι ένα παράδειγμα, μια τάση που δεν σχετίζεται μόνο με την αυξανόμενη συνεργασία με τη δημόσια τέχνη, αλλά και με τις εμπειρίες ορισμένων σύγχρονων μουσείων και με την προώθηση πρακτικών που χρησιμοποιούν επιφάνειες αντικείμενα ως ευκαιρίες για την προώθηση της έκφρασης, την προώθηση της επικοινωνίας, τη διάδοση της γνώσης και την ευαισθητοποίηση. Μια άλλη παρόμοια προσπάθεια είναι η χρήση δημόσιων χώρων ως σκηνικά συμμετοχικών πρακτικών: η συμμετοχή των ανθρώπων στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, σχεδιασμού και υλοποίησης έχει ως στόχο να δημιουργήσει μια νέα συνείδηση του τόπου, να διευκολύνει τις συναντήσεις και το διάλογο και να προσφέρει έτσι νέες ευκαιρίες για οικοδόμηση ή ενίσχυση των συνδέσεων και μια αίσθηση ότι ανήκουν. Κάποιες απόπειρες συμμετοχής στην κοινότητα εξερευνούν την επιλογή στοιχείων που υποδηλώνουν τον χώρο (BIG, Topotek1 και Superflex, Superkilen, Κοπεγχάγη, Δανία, 2011), ή την υλοποίησή τους (Jaume Plensa, Crown Fountain, Millenium Park, 2004), κατασκευής ή μετασχηματισμού (Lara Plácido και Sara Bento Botelho, Natureza em Risco, Ponte de Lima, Πορτογαλία 2009).
114
Πέραν του αποτελέσματος και της επιτυχίας τέτοιων πειραμάτων, οι προσπάθειες αυτές αρχίζουν να εγείρουν ερωτήματα σχετικά με τις σύγχρονες κοινωνικοπολιτισμικές καταστάσεις και ως εκ τούτου αρχίζουν να προβληματίζουν και να προβλέπουν περαιτέρω εξελίξεις στο ρόλο των δημόσιων χώρων ως ουσιαστικούς πολιτιστικούς χώρους για την κοινωνία στον 21ο αιώνα.
115
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
“Το δωμάτιο είναι η αρχή της αρχιτεκτονικής”.
Ο σχεδιασμός του δημόσιου χώρου ως κράμα τέχνης και επιστήμης υπηρετεί τη διαμόρφωση και συγκρότηση της πόλης, με στόχο τη δημιουργία βιώσιμων χώρων. Είναι κρίσιμης σημασίας να συνειδητοποιηθεί πως οι δημόσιοι χώροι κάνουν διακριτή την παρουσία τους μέσα στην πόλη και αλληλεπιδρούν, ως ένα σημαντικό ενεργό κενό και όχι ως ένα υπόλοιπο του χτισμένου περιβάλλοντος. Ο δημόσιος χώρος δεν είναι αυτοαναφορικός, ούτε ανεξάρτητος του κτιριακού ορίου που τον σχηματοποιεί. Οι όψεις τους επιδρούν στο δημόσιο κενό, αποτελούν οργανικό τους μέρος και όχι απλά μεμονωμένα αισθητικά αντικείμενα που “επικάθονται στο έδαφος. Ορίζουν τις πλευρές του αναπτύγματος του δωματίου της πόλης, σχηματοποιούν μια γεωμετρία, έναν τύπο, ένα αναγνωρίσιμο τόπο. Μετέχουν της ιστορίας της πόλης, της μνήμης και των γεγονότων που προηγήθησαν, υφαίνοντας ένα πεδίο κατάδειξης της εξέλιξης της. Οι δημόσιοι χώροι ως οι χώροι των σχέσεων, σηματοδοτούν την πόλη, αντικατοπτρίζοντας την ιδιαιτερότητά της, έτοιμοι να υποδεχτούν ανά πάσα στιγμή τον άνθρωπο. αποτελούν “δοχεία ζωής”, με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, ως τόποι παρουσίας και όχι απουσίας, ως τόποι περισυλλογής και συναναστροφής και όχι αποπροσανατολισμού του αστικού γεγονότος και νοήματος. Ο σύγχρονος αστικός χώρος αλλάζει όψη με βάση τα δεδομένα των σύγχρονων κοινωνιών (διεθνοποίηση της οικονομίας, κυριαρχία της εικόνας, νέα μέσα επικοινωνίας, νέες τεχνολογίες) και κατ’ επέκταση έχει αλλάξει και η αντιμετώπιση των ανθρώπων στον δημόσιο χώρο. Πλέον η ανάγκη για επικοινωνία και ανταλλαγή απόψεων πραγματοποιείται στους εικονικούς χώρους των κοινωνικών δικτύων, οι άνθρωποι δεν νιώθουν την ανάγκη να καταφύγουν στον υπαίθριο χώρο της πλατείας για να εκφραστούν και να συνυπάρξουν. Ακόμη, η ταύτιση και ο δεσμός με έναν τόπο και η απόδοση νοημάτων σε αυτόν είναι δύσκολο να επιτευχθούν σε ένα παγκοσμιοποιημένο αστικό περιβάλλον που έχει χάσει την ταυτότητά του. Με το πρίσμα αυτό οι σύγχρονες αστικές επεμβάσεις έχουν να ανταποκριθούν σε πολλαπλούς ρόλους και να αντιμετωπίσουν πολλαπλές προκλήσεις και ερωτήματα. Η απάντηση σε αυτά τα ζητήματα θα αναζητηθεί στη σύνδεση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού με τον παρόντα χρόνο, αναδεικνύοντας το βάθος του προϋπάρχοντος, αλλά και το άνοιγμα σε ένα μέλλον σημαίνον και συμμετοχικό, επιδιώκοντας την ενεργοποίηση των πολιτών στο δημόσιο χώρο, ανακτώντας τις αρετές της πόλης, ως βιωματική χωρική εμπειρία. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός ως μια διαδικασία γνώσης και στοχασμού και όχι απλά μια εικονικής περιβάλλουσας τεχνητής πραγματικότητας. Η νέα αστικότητα θεωρείται οτι πρέπει να συγκλίνει, ως χώρος της επαφής, της έκπληξης και της συνύπαρξης, κυρίως με τον άλλον, ως φυσική παρουσία που αλληλεπιδρά και διαμορφώνει. Η χαμένη του ιδιότητα είναι αυτό το στοίχημα, είναι η επαναδιεκδίκηση του κοινωνικού ρόλου του ως πυκνωτή και φορέα νοημάτων, που σημασιοδοτεί και διακρίνει, χωρίς να μας εγκλωβίζει σε μια οθόνη, ως ένα περιβάλλον δύο διαστάσεων, αλλά ως τρισδιάστατο χωρικό γεγονός. Αυτό διακονούμε, αυτές τις χωρικές ποιότητες αναζητούμε, από τον απλό ανοιχτό χώρο που μας περιβάλλει και μας περιέχει, ως πιο σύνθετα περιβάλλοντα, χωρίς να λησμονούμε την αρχή της αρχιτεκτονικής, όπως την καθόρισε ο Louis Kahn, ως το αρχέτυπο δωμάτιο, που εδώ μετασχηματίζεται σε ανοιχτό αστικό δωμάτιο…. Άλλωστε όπως αναφέρει και ο φιλόσοφος Levinas «ερχόμαστε στον κόσμο όχι από ένα ανοιχτό σύμπαν αλλά μέσα από τους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου»….
117
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - Ανανιάδου-Τζημοπούλου Μαίρη, Αρχιτεκτονική τοπίου- σχεδιασμός αστικών χώρων : κριτική και θεωρία, σύγχρονες τάσεις σχεδιασμού τοπίου, Ζήτη, 1961 - Ανανιάδου-Τζημοπούλου Μαίρη, Καραδήμου - Γερόλυμπου Αλεξάνδρα (επιμέλεια) - Συλλογικό έργο, Πλατείες της Ευρώπης, Πλατείες για την Ευρώπη, Πολυτεχνική σχολή & διατµηµατικό πρόγραµµα μεταπτυχιακών σπουδών αρχιτεκτονικής τοπίου, Θεσσαλονίκη εκδ. Ζήτη , 2009 - Δεκαβάλλας Κ., Περπατώντας στην πόλη, Μέλισσα, 2015 - Καρύδης Δημήτρης Ν., Τα επτά βιβλία της Πολεοδομίας, , Αθήνα, εκδ. Παπασωτηρίου, 2008 - Κομνηνός Νίκος, Intelligent Cities and Globalisation of Innovation Networks, Routledge, 2008 - Κοτιώνης Ζήσης, Η Τρέλα του Τόπου, Εκκρεμές, 2004 - Σημαιοφορίδης Γιώργος, Διελεύσεις, Metapolis Press, 2005 - Σταυρίδης Σταύρος (επιμέλεια), Μνήμη και εμπειρία του χώρου, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2006 - Gehl Jahn, Ανθρώπινες πόλεις, εκδ. ΜΒΙΚΕ, 2013 - Gehl Jahn, Η ζωή ανάμεσα στα κτίρια, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, 2013 - Hertzberger Herman, Μαθήματα για σπουδαστές της αρχιτεκτονικής, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, 2002 - Hillier Ben, Hanson Julienne, The social logic of space, Cambridge University Press, 1984 - Jacobs Jane, “The death and life of great American Cities” Vintage Books,1961 - Kostof Spiro, The City Assembled. The Elements of Urban Form Through History, Thames and Hudson 1992, Λονδίνο - Moughtin Cliff, Urban design : street and square, Urban Architectural Press, 1992 - Norberg-Schulz Christian, Genius loci : Το πνεύμα του Τόπου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π, 2009 - Rossi Aldo, Η αρχιτεκτονική της πόλης, University Studio Press, 1991 - Scoffier Richard (επιμέλεια) - Συλλογικό έργο, Εκλάμψεις της πόλης- Η αποσπασματική πόλη, Futura, 2007 - Sitte Camillo, The art of building cities, Reinhold, 1945 - Team 10 Primer, επιμ. A. Smithson, A.D., 1974 - Tietz Jurgen, Η Ιστορία της Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής, εκδ. Ελευθερουδάκης, 2008
ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ - Αίσωπος Ι., Σημαιοφορίδης Γ., Από τη μητρόπολη στη μετάπολη, Το Βήμα, 7/12/1997 - Γοσποδίνη Άσπα, Τύπος και τυπολογία Η περίπτωση της πλατείας, Αρχιτεκτονικά Θέματα 25, 1991, σελ. 37-39 - Γοσποδίνη Άσπα, ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ: Προκλήσεις και Νέοι Ορίζοντες - Δραγώνας Πάνος, Η αρχιτεκτονική του δημόσιου χώρου στην Ευρώπη, Αρχιτεκτονικά Θέµατα 37/2003 - Δραγώνας Πάνος, Σκιάδα Άννα (επιμέλεια) - Συλλογικό έργο, Made in Athens, Κατάλογος ελληνική συμμετοχής 13η Διεθνής Έκθεση Αρχιτεκτονικής – La Biennale di Venezia, 2012 - Καπετάνιος Αντώνης, Σιωπηλές Πλατείες -Σκέψεις για την ελληνική πλατεία, greekarchitects.gr - Νικηφορίδης Πρόδρομος, Cuomo Bernard, Ταράνη Παρασκευή, Το νερό ως στοιχείο διαμόρφωσης του δημόσιου χώρου στην κοινωνία του θεάματος, Αρχιτεκτονικά Θέµατα 37/2003 - Τζιρτζιλάκης Γιώργος, Ο χώρος των σχέσεων και η μεταβιομηχανική πόλη, Αρχιτεκτονικά Θέµατα 37/2003 - Τουρνικιώτης Παναγιώτης, Η αρχιτεκτονική του δηµόσιου χώρου στις Ευρωπαϊκές πόλεις ως τον ∆εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο, Αρχιτεκτονικά Θέµατα 37/2003
118
- Jahn Gehl Architects, A metropolis for people. Visions and goals for urban life in Copenhagen, Copen hagen City Council, 2015 - Montanari Elena, Enhancing the Rooms of the City. Insights from Contemporary Urban Interior Design, Revistes Catalanes amb Accés Obert (RACO), 2014 - Mumford Lewis, What is a city ?, Architectural Record, 1937 - Najafi Mina, Mustafa Kamal Bin Mohd Shariff, The Concept of Place and Sense of Place In Architectur al Studies, World Academy of Science, Engineering and Technology International Journal of Humanities and Social Sciences Vol:5, 2011
ΔΙΑΤΡΙΒΕΣ - ΔΙΑΛΕΞΕΙΣ - Βλασόπουλος Μιχαήλ, Η αρχιτεκτονική του συνονθυλεύματος, διάλεξη ΕΜΠ Μάρτιος 2008 - Μπίστη Μαριάννα, Δημόσιου χώρου χρήστες αναζητούνται, διάλεξη ΕΜΠ, Μάρτιος 2012 - Chang Liu, Research on scale of urban squares in Copenhagen, Master of Science Programme in Spatial Planning with an emphasis on Urban Design in China and Europe
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ - www.archdaily.com - www.citylab.com - www.thedailybeast.com - http://rsif.royalsocietypublishing.org/ - geographyfieldwork.com - www.livablecities.org
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
- Από τον Καλλικράτη στον Καλατράβα, εκπομπή ΕΡΤ - The Human Scale, 2012
Φωτογραφία εξωφύλλου : Γ. Γερολύμπος
119
ΤΜΗΜΑΑΡΧΙ ΤΕΚΤΟΝΩΝΜΗΧΑΝΙ ΚΩΝΔ. Π. Θ. ΞΑΝΘΗ2018