Πανεπιστήμιο Πατρών Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ακαδημαϊκό Έτος 2017-2018
Ερευνητικη Εργασια
Χωρικοί μετασχηματισμοί 'εκ των άνω' και 'εκ των κάτω'. Ο αστικός ιστός της Θεσσαλονίκης του μεσοπολέμου.
Μπιζικη Κατερινα Α.Μ.:1576
Επιβλεπων: Αλκηστισ Ροδη
Ιουνιοσ 2018
Περίληψη Κύριος στόχος της μελέτης είναι η διερεύνηση τη σχέσης των χωρικών επεμβάσεων εκ των άνω (κράτος) και εκ των κάτω (κοινωνία) στον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Ο Μεσοπόλεμος επιλέγεται ως η χρονική περίοδος που έλαβαν χώρα τρία σημαντικά ιστορικά γεγονότα που προκάλεσαν χωρικούς μετασχηματισμούς εμφανείς ως σήμερα: η ελληνική κυριαρχία το 1912, η πυρκαγιά του 1917 και η εισροή προσφύγων το 1922. Τα ερωτήματα που θέτει η έρευνα επιχειρείται να απαντηθούν με την εξής μεθοδολογία: Σε πρώτο στάδιο μελετώνται τα γεγονότα-σημεία τομής για την πόλη σε πολεοδομική κλίμακα ώστε να εντοπιστούν οι αλλαγές στο σύνολο της πόλης και της κοινωνίας της. Στη συνέχεια αναλύονται και αξιολογούνται ιδιαίτερα μορφολογικά και κανονιστικά χαρακτηριστικά επιλεγμένων γειτονιών. Οι αναλύσεις σε διαφορετική κλίμακα έχουν στόχο τη κατανόηση των χωρικών μετασχηματισμών που υπέστη η πόλη. Εκτιμώνται οι επιρροές των εκ των άνω αποφάσεων και εκ των κάτω επιθυμιών και αναγκών με τον δεύτερο, όπως φαίνεται στα συμπεράσματα της μελέτης, να κυριαρχεί Μέσω αυτών των χωρικών μεταβολών βλέπουμε ότι τόσο το κράτος όσο και ο λαός επεμβαίνει δραστικά στον αστικό ιστό της πόλης αλλά με τον δεύτερο να κυριαρχεί. Το πρώτο προήλθε από τον κεντρικό σχεδιασμό ενός ατόμου αρχιτέκτονα-πολεοδόμου, του Ernest Hébrard, με αφορμή την πυρκαγιά του 1917, και το δεύτερο από τις αυθόρμητες χωρικές εκφράσεις ενός λαού που έπρεπε να καλύψει τις στεγαστικές του ανάγκες και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής του.
Abstract The main purpose of our research is to explore the relationship of the spatial tranforamtions between the bottom up (state) and the top down (society) into the urban web of Thessaloniki received during the interwar. The interwar is chosen as a period of time that three historical events took place, which visible spatial tranformations that are visible until today: the greek sovereignty at 1912, the conflagration at 1917 and the influx of refugees at 1922. The questions that are set in by this research, are tried to be answered with the following methodology: In first place, the facts-spotlighs of the city are studied into a planning scale in order to identify the changes into the total of the city and its society. Afterwards, particular morphological and regulatory features of selected neighborhoods are analyzed and evaluated. The analyzes in different scales, they are aiming at understanding of the spatial transformations that happened to the city. The influences of the above decisions and the lower desires and needs are estimated, with the second, as shown in the study's conclusions, dominating. Through these spatial changes, we see that both the state and the people intervene drastically in the urban fabric of the city but with the second dominating. The first came from the central planning of an architect-city planner, Ernest Hébrard, on the occasion of the fire of 1917, and second one, of the spontaneous spatial expressiions of a people who had to cover their housing needs and improve their quality of life.
Περιεχόμενα Εισαγωγή....................................................................................................................................................................................................................1 1. Η σπουδαιότητα των ιστορικών γεγονότων για τον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης ����������������������������������������������������������������5 2. 1912: Ελληνική κυριαρχία..............................................................................................................................................................................13 2.1 Αλλαγή εθνικής ταυτότητας της πόλης.............................................................................................................................................13 2.2 Αμφισβήτηση- Σύγκρουση του παλιού με το νέο.........................................................................................................................16 2.3 Προσπάθειες εξελληνισμού της πόλης από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος ������������������������������������������������������������������18 2.4 Δομή Πόλης και Εθνικό-θρησκευτικές συνοικίες..........................................................................................................................20 3. 1917: Πυρκαγιά στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης..................................................................................................................29 3.1 Το συμβάν που άλλαξε ακαριαία τον αστικό ιστό της πόλης...................................................................................................29 3.2 Η δυναμική επέμβαση του κράτους στον επανασχεδιασμό της Θεσσαλονίκης ��������������������������������������������������������������32 3.3 Σχέδιο Hébrard, μια Top-Down επέμβαση στην πόλη................................................................................................................35 4. 1922-1924: Η Θεσσαλονίκη ως “προσφυγούπολη”...............................................................................................................................47 4.1 Πλήρης ανασύσταση του κοινωνικού ιστού της πόλης..............................................................................................................47 4.2 Ο ρόλος και τα μέτρα του κράτους στην αποκατάσταση των προσφύγων........................................................................49 4.3 Δομή προσφυγικών συνοικισμών......................................................................................................................................................52 4.4 Το φαινόμενο της αυτοστέγασης, μια bottom up epe................................................................................................................55 5. Η τελική μορφή της Θεσσαλονίκη μετά τα γεγονότα..........................................................................................................................61 6. Διαδικασία επιλογής Περιοχών Μελέτης..................................................................................................................................................66 7. Περιοχές μελέτης σύμφωνα με το σχέδιο πόλεως του Ernest Hébrard.........................................................................................71 7.1 Γειτονιά στο ιστορικό κέντρο της πόλης..........................................................................................................................................71 7.2 Εργατικές κατοικίες στα δυτικά προάστια της Θεσσαλονίκης.................................................................................................78 8. Προσφυγικοί συνοικισμοί..............................................................................................................................................................................85 8.1 Ο αυθαίρετος συνοικισμός της Άνω Πόλης.....................................................................................................................................85 8.2 Ο συνεταιριστικός συνοικισμός των Σαράντα Εκκλησιών.........................................................................................................88 8.3 Ο κρατικός συνοικισμός της Άνω Τούμπας.....................................................................................................................................92 8.4 Ο ιδιωτικός συνοικισμός Χαριλάου....................................................................................................................................................96 Συμπεράσματα.................................................................................................................................................................................................... 103 Πηγές....................................................................................................................................................................................................................... 107
Θα ήθελα αρχικά να ευχαριστήσω την καθηγήτριά μου, Άλκηστις Ρόδη, για τις πολύτιμες συμβουλές της και την καθοδήγησή της. Επίσης ευχαριστώ την οικογένειά μου και τους φίλους μου για την στήριξή και τη βοήθειά τους.
Εισαγωγη
Η πόλη δέχεται συνεχείς μετασχηματισμούς στη μορφή και τη δομή της. Αίτια αυτών των μετασχηματισμών αποτελούν τα ιστορικά γεγονότα, τα οποία αποτυπώνονται πάνω στον χώρο της πόλης είτε είναι απόρροια των πράξεων του ανθρώπου είτε της ίδιας της φύσης. Όσο πιο έντονα γεγονότα λαμβάνουν χώρα στην πόλη τόσο πιο βίαια μεταβάλλεται ο χώρος της. Η Θεσσαλονίκη υπήρξε μια πόλη που στη διάρκεια του μεσοπολέμου δέχτηκε τραυματικά γεγονότα που άλλαξαν ακαριαία τον αστικό της ιστό. Αφετηριακό ερέθισμα για την ανίχνευση των χωρικών μεταβολών της πόλης υπήρξε ο προσδιορισμός και η μελέτη αυτών των γεγονότων. Τα συμβάντα που καθόρισαν το μέλλον της πόλης και διαμόρφωσαν τη σύγχρονη μορφή της ήταν η ελληνική ταυτότητα που απέκτησε η Θεσσαλονίκη το 1912, η καταστροφική πυρκαγιά του 1917 και η μεγάλη εισροή προσφύγων το 1922. Οι χρονικές περίοδοι που επιλέγονται στην παρούσα έρευνα αποτελούν σημεία τομής για την Θεσσαλονίκη και οι συνέπειές τους είναι ακόμη εμφανείς στο αστικό της τοπίο. Επομένως τα ιστορικά γεγονότα της πόλης μας δίνουν μέχρι και σήμερα ενδιαφέροντα στοιχεία για την δομή του ιστού της, καθώς καθόρισαν την συνολικής της μορφή. Για να εξετάσουμε την πόλη τις χρονικές αυτές στιγμές, επικεντρωνόμαστε σε δύο διαφορετικές κλίμακες. Η πρώτη κλίμακα είναι η πολεοδομική καθώς μέσω αυτής μπορούμε να κατανοήσουμε ευκολότερα τους χωρικούς μετασχηματισμούς στο σύνολο της πόλης αλλά και να ανιχνεύσουμε τα μεταβαλλόμενα όρια της. Από την άλλη μπορούμε να αντιληφθούμε τους μηχανισμούς και τα εργαλεία που συνδέουν τα διαφορετικά τμήματα της και τα αντιφατικά της στοιχεία. Ωστόσο η έρευνα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί πλήρης αν δεν εξετάζαμε με προσοχή αυτά τα ιδιόμορφα στοιχεία της πόλης που στο σύνολο τους την συγκροτούν. Γι αυτό κι επιλέγουμε να διερευνήσουμε και την κλίμακα σε επίπεδο γειτονιάς για να εξετάσουμε συγκεκριμένα τμήματα της πόλης που το καθένα ξεχωριστά παίζει κομβικό ρόλο στην συνολική διάρθρωση της. Η εργασία έχοντας ως στόχο να διερευνήσει τις μεταβολές στον αστικό ιστό της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης και να προβεί σε κάποια συμπεράσματα σχετικά με την διάρθρωση του χώρου, εξετάζει τα γεγονότα που υπέστη η πόλη από ποικίλες σκοπιές. Είναι αδύνατον να εξετάσουμε ένα συμβάν χωρίς να παρατηρήσουμε το κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα. Για την έρευνα μας όμως επιθυμούμε να καταλήξουμε σε συμπεράσματα που αφορούν την αστική μορφολογία της πόλης γι αυτό το λόγο και αρκούμαστε στην περιγραφή του κοινωνικού και οικονομικού της υποβάθρου. Μεταφράζουμε τις μεταβολές που υφίσταται η πόλη με βάση την κοινωνική της δομή και την οικονομική της κατάσταση, στις εκάστοτε χρονικές στιγμές, με γνώμονα το χώρο. Θέλουμε να διερευνήσουμε τη σχέση και τη συμβολή της κοινωνίας στη διαμόρφωση της πόλης αλλά και το ποσοστό που επηρέασε η οικονομία της την εξέλιξη του αστικού της ιστού. Αρχικά, στο πρώτο μέρος της ερευνητικής εργασίας γίνεται λόγος για το κάθε γεγονός ξεχωριστά που στιγμάτισε την πόλη της Θεσσαλονίκης. Στο πρώτο κεφάλαιο εξιστορούμε την επικράτηση του ελληνικού κράτους στην πόλη το 1912. Τονίζεται η δομή που είχε η πόλη ως τότε διότι η οργάνωση του χώρου στηριζόταν στις εθνικό-θρησκευτικές συνοικίες. Αυτή η δομή δυσκόλεψε την διαδικασία εξελληνισμού της καθώς το κράτος κατάφερνε να εισβάλλει στον αστικό ιστό της πόλης μόνο με σημειακές επεμβάσεις. Επομένως δίνεται έμφαση στην σταθερή μορφή που διατηρούσε 1
η πόλη της Θεσσαλονίκης μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή αλλά και στη δομή των κοινωνικών σχέσεων που ενδυνάμωναν την συγκεκριμένη χωρική οργάνωση. Μια χρονική στιγμή καθοριστική για την ιστορία της Θεσσαλονίκης του Μεσοπολέμου είναι η πυρκαγιά του 1917. Πρόκειται για ένα συμβάν που πέρα από τις καταστροφικές συνέπειες που είχε για την πόλη, προκάλεσε έναν ξαφνικό μετασχηματισμό στον αστικό της ιστό. Βλέπουμε ότι υπήρξε η αφορμή για τον κρατικό μηχανισμό να επέμβει για πρώτη φορά καθοριστικά στο χώρο της πόλης και να τον μεταβάλλει. Έχοντας ως στόχο την ανάπτυξη της πόλης με βάση τα δυτικά πρότυπα, χρησιμοποιήθηκαν πρωτοπόρα σχεδιαστικά εργαλεία από την επιστήμη της πολεοδομίας, τα οποία και εξετάζουμε. Το σχέδιο του Ernest Hébrard αποτελεί το μεγαλύτερο πολεοδομικό εγχείρημα για την χώρα μας με την καθοριστική συμμετοχή του κράτους. Τον συνολικό μετασχηματισμό της πόλης ανέλαβε εξολοκλήρου ένας αρχιτέκτονας-πολεοδόμος. Με την μελέτη του σχεδίου και την διερεύνηση των στοιχείων που τελικά υλοποιήθηκαν αντιλαμβανόμαστε τη συμβολή του κράτους σε αυτό το εγχείρημα και στην συνολική διαμόρφωση της πόλης αλλά και τον ρόλο που έπαιξε ο λαός εκείνη τη χρονική στιγμή. Μετέπειτα εξετάζουμε το τελευταίο γεγονός που αφήνει τα ίχνη του μέχρι και στην σημερινή μορφή της πόλης, αυτό των προσφύγων. Η εισροή μεγάλου αριθμού προσφύγων, το 1922, με αφορμή την Μικρασιατική Καταστροφή στην Θεσσαλονίκη μεταβάλλει ακαριαία και πάλι τον χώρο της. Σε συνδυασμό με την ανταλλαγή πληθυσμών που συμβαίνει εκείνη την εποχή, βλέπουμε ότι η πληθυσμιακή σύσταση της πόλης αναδιαμορφώνεται και καταλήγει να έχει σχεδόν την σημερινή της μορφή. Με το συμβάν αυτό έχουμε μια πόλη με εθνική ομοιογένεια χωρίς την ποικιλία των κοινωνικών ομάδων που υπήρχε με βάση τη θρησκεία και την εθνικότητα. Ωστόσο η ιστορική συγκυρία λειτουργεί ως τροχοπέδη για το σχέδιο πόλεως που είναι σε λειτουργία εκείνη την περίοδο. Συγκεκριμένα μελετάμε τις χωρικές ανακατατάξεις που επέφεραν στην Θεσσαλονίκη οι πρόσφυγες με τον ερχομό τους. Καταλήγοντας ότι αυτή η ιδιόμορφη κοινωνική ομάδα άλλοτε κατάφερνε να εισβάλλει βίαια μέσα στον υφιστάμενο αστικό ιστό της πόλης κι άλλοτε η ένταξη τους γινόταν εξολοκλήρου από τον μηχανισμό του κράτους. Οι χωρικοί μετασχηματισμοί που συνέβησαν εκείνη την χρονική περίοδο λόγω του προσφυγικού προσεγγίζουν αρκετά τα σημερινά όρια της πόλης και τον τρόπο που αυτή κατάφερε να οργανωθεί. Στο δεύτερο κομμάτι της εργασίας μας για να εξετάσουμε καλύτερα τις μεταβολές στο χώρο της Θεσσαλονίκης αποφασίζουμε να εμβαθύνουμε και να μελετήσουμε συγκεκριμένα τμήματα του αστικού της ιστού. Επιλέγουμε γειτονιές της πόλης που διαμορφώθηκαν με βάση τα παραπάνω ιστορικά γεγονότα. Αυτές αποτελούν είτε συνέπεια της εισροής των προσφύγων είτε αποτέλεσμα του σχεδίου Hébrard είτε απομεινάρια των εθνικό-θρησκευτικών συνοικιών. Προχωράμε σε αυτή τη μελέτη με σκοπό να παρατηρήσουμε τον τρόπο που διαμόρφωσε το κράτος και ο λαός τον αστικό ιστό της πόλης. Μας ενδιαφέρουν τα εργαλεία που χρησιμοποίησε ο καθένας από τους δύο συντελεστές για να διαχειριστούν το χώρο σύμφωνα με τις ανάγκες ή τους στόχους τους. Επειδή όμως τα συμφέροντα και οι ανάγκες του λαού και του κράτους κάποιες φορές διαφέρουν και κάποιες άλλες φορές ταυτίζονται συναντάμε στις περιοχές μελέτης διαφορετικά μοντέλα οργάνωσης του χώρου και διαφορετικές κοινωνικές ομάδες που τον κατοικούν. Αναλύουμε αυτούς τους χώρους σε δύο σφαίρες, αρχικά στη σφαίρα του ιδιωτικού και του δημόσιου κι έπειτα σε αυτήν του δομημένου και του αδόμητου. Ένα επιπλέον κομμάτι της μελέτης μας αποτελεί η χρονική εξέλιξη αυτών των περιοχών και ιδιαίτερα η μορφή και η εικόνα που έχουν σήμερα.
2
Οι περιοχές που μελετάμε χωρίζονται με βάση τα ιστορικά συμβάντα της χρονικής περιόδου που εξετάζουμε κι έτσι έχουμε τις περιοχές που διαμορφώνονται με βάση το πολεοδομικό σχέδιο του Ernest Hébrard κι αυτές που είναι αποτέλεσμα της εισροής των προσφύγων. Στην πρώτη περίπτωση εξετάζουμε μια περιοχή του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης. Βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο ο πολεοδόμος διαχειρίζεται και οργανώνει το χώρο αλλά και τις λειτουργίες που εισάγει μέσα σε αυτόν. Ακόμη εξετάζουμε τη σπουδαιότητα των κοινόχρηστων χώρων και το ρόλο τους στη γειτονιά που μελετάμε. Μια ακόμη περιοχή που αποτελεί έργο του Hébrard είναι οι εργατικές κατοικίες που σχεδιάστηκαν με τη μορφή κηπούπολης στα δυτικά προάστια. Μέσω του σχεδίου παρατηρούμε τη θέση της εργατικής τάξης στο χώρο, σύμφωνα με τον εκπονητή του σχεδίου. Παράλληλα σύμφωνα με τον τρόπο που διαχειρίζεται το χώρο δίνει μια τελείως διαφορετική έκφανση της εργατικής κατοικίας μέσω της Κηπούπολης. Τέλος, στην δεύτερη περίπτωση της μελέτης μας αναλύουμε τους προσφυγικούς οικισμούς αλλά με βάση τους δημιουργούς τους. Με άλλα λόγια οι γειτονιές που εξετάζουμε έχουν κατασκευαστεί είτε από το κράτος είτε από ιδιώτες και άλλους παρεμφερείς φορείς είτε ακόμη κι από τον ίδιο τον λαό. Έτσι αντίστοιχα ερευνούμε γειτονιές που ανήκουν στους οικισμούς Τούμπα, Χαριλάου, Σαράντα Εκκλησιές και Άνω Πόλη. Σε όλους τους παραπάνω η μελέτη μας γίνεται με βάση τον τρόπο που διαχειρίστηκε το κράτος ή ο ίδιος πληθυσμός το χώρο. Συνεπώς εστιάζουμε στον τρόπο που διαρθρώνονται οι οικιστικές ζώνες αλλά και στην ύπαρξη ή την απουσία κοινόχρηστων χώρων.
3
1. Η1.σπουδαιότητα των ιστορικών γεγονότων για τον αστικό ιστό της Θιστό εσσαλονίκης Η σπουδαιότητα των ιστορικών γεγονότων για τον αστικό της
“Οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους, αλλά δεν την δημιουργούν όπως τους αρέσει. Δεν την δημιουργούν κάτω από περιστάσεις που τις διαλέγουν οι ίδιοι, αλλά κάτω από περιστάσεις που τις συναντούν άμεσα μπροστά τους, δοσμένες και μεταβιβασμένες από το παρελθόν.” 1 Ο χώρος της Θεσσαλονίκης υπήρξε εύπλαστος καθώς δεχόταν σε κάθε χρονική περίοδο διαφορετικές μεταβολές και επεμβάσεις. Αυτό συνέβαινε γιατί η πόλη ήταν πάντοτε ένα σπουδαίο διοικητικό και οικονομικό κέντρο της χώρας στην οποία άνηκε. Αποτελούσε πόλο έλξης αλλά και κέντρο των σπουδαιότερων λειτουργιών λόγω της τοπογραφίας και του λιμανιού της. Επομένως οποιοδήποτε γεγονός λάμβανε χώρα αποτυπωνόταν άμεσα στον αστικό της ιστό. Έτσι ο χώρος της Θεσσαλονίκης άλλαζε άλλοτε ελάχιστα κι άλλοτε καθοριστικά ανάλογα με την ένταση της κάθε ιστορικής περιόδου. Η πόλη αποτελεί για εμάς ένα χώρο πάνω στον οποίο αποτυπώνονται η ιστορία, ο πολιτισμός και η κουλτούρα των πληθυσμών που την οικειοποιήθηκαν. Η Θεσσαλονίκη κατοικήθηκε ανά περιόδους από διαφορετικούς πληθυσμούς που επηρέασαν ο καθένας με τον τρόπο του, την εξέλιξή της. Ως και την χρονική περίοδο που μελετάμε η πόλη αναπτύσσεται διαχρονικά για εικοσιδύο αιώνες στον ίδιο χώρο. Περιβαλλόμενη από τα τείχη της, η Θεσσαλονίκη μεταλλάσσεται με πυκνώσεις και αραιώσεις με βάση τις συνθήκες, τις καταστάσεις και τις περιόδους, διατηρώντας όμως τον πολυδιάστατο χαρακτήρα της. Πρόκειται για μια πολύθρησκη, πολύγλωσση και ποικιλόμορφη πόλη που οι βασικοί διαχωρισμοί της σε κοινότητες είναι κυρίως θρησκευτικοί, καθώς είναι οργανωμένη σε γειτονιές και συνοικίες. Μιλάμε για μια περίκλειστη πόλη, η οποία λόγω των τειχών της αποκτά αυστηρά όρια εξωθώντας οποιαδήποτε νέα μορφή κοινωνικής διαστρωμάτωσης από τον ήδη υπάρχοντα αστικό ιστό. Με τα παραπάνω δεδομένα επιλέγονται χρονικές στιγμές που υπήρξαν σημείο τομής για την εξέλιξη της πόλης και για την διάρθρωση της. Εξετάζεται η περίοδος του Μεσοπολέμου διότι η Θεσσαλονίκη τότε άρχισε να δημιουργεί τον χαρακτήρα και τη μορφή που διατηρεί ως ένα βαθμό μέχρι και σήμερα. Μελετώνται τρία έντονα γεγονότα που καθόρισαν την πόλη και την ιστορία της. Τα ιστορικά συμβάντα που διερευνώνται αποτελούν τα αίτια των πολεοδομικών αλλαγών που μετασχημάτισαν ολοκληρωτικά την πόλη. Αρχικά γίνεται λόγος για την αλλαγή την εθνικής ταυτότητας της χώρας το 1922.Επιλέγουμε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή γιατί θέλουμε να δείξουμε τη σταθερή δομή που είχε η πόλη ως τότε αλλά και την ανατολίτικη πλευρά της. Παράλληλα σε αυτήν την περίοδο βλέπουμε πως επηρέασε η αλλαγή της εθνικότητας της πόλης τον χώρο της αλλά και τα στοιχεία που διατηρήθηκαν. Ένα άλλο σπουδαίο ιστορικό γεγονός με το οποίο επιλέγουμε να ασχοληθούμε είναι η πυρκαγιά του 1917. Τότε ο αστικός ιστός της πόλης άλλαξε ακαριαία από ένα φυσικό φαινόμενο και μας ενδιαφέρει να μελετήσουμε τους χωρικούς μετασχηματισμούς που προκύπτουν αλλά και της αλλαγές στην κοινωνική της δομή. Οι έντονες μεταβολές στο χώρο της μεσοπολεμικής Θεσσαλονίκης ολοκληρώνονται με την εισροή των προσφύγων, το 1922. Αυτό το ιστορικό συμβάν αποτελεί την τελευταία χρονική στιγμή της μελέτης μας κι αυτή που καθορίζει σε συνδυασμό με τις παραπάνω της τελική μορφή που είχε η πόλη τότε κι εν μέρη διατηρεί μέχρι και σήμερα.
1
Μαρξ Κ., “Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη”, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα (2012), σελ. 75.
7
01_ Τα τείχη της πόλης
8
02_ Τα κάστρα και η πόλη, 1916
9
2. 1912: Ελληνική κυριαρχία
2.1 Αλλαγή εθνικής ταυτότητας της πόλης “Με το καιρό η πόλη μεγαλώνει πάνω στον εαυτό της, αποκτά συνείδηση και μνήμη του εαυτού της.”2 Μετά από σχεδόν πέντε αιώνες οθωμανικής κυριαρχίας (1430-1912) η Θεσσαλονίκη αλλάζει χέρια και εισχωρεί στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Η ελληνική προέλαση στην οθωμανική Μακεδονία συμβαίνει ενόψει του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, 1912-1913.3 H Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη ιδιάζουσας σημασίας διότι χάρις του λιμανιού της αποτελούσε, όπως αναφέρει ο Mazower, « ένα από τα τρία βασικά λιμάνια της βόρειας ακτής της Μεσογείου, μαζί με τη Βενετία και τη Μασσαλία».4 Πιο συγκεκριμένα κυρίαρχο ρόλο στην κατάκτηση της Θεσσαλονίκης από τους Έλληνες έπαιξε ο Χριστιανισμός.5 Συγκεκριμένα η θρησκεία αποτελούσε από την μία για το ελληνικό κράτος ένα κίνητρο για να διεκδικήσουν την πόλη και από την άλλη για τους κατοίκους της τον βασικό λόγο για τον οποίο επιθυμούσαν την ενοποίηση τους με αυτήν. Μετά από αυτά τα γεγονότα οι ισορροπίες αλλάζουν. Αυτό συμβαίνει γιατί η γεωγραφική θέση της Θεσσαλονίκης παίζει κομβικό ρόλο ενισχύοντας την δύναμη του εκάστοτε κατακτητής της. Αυτό συμβαίνει γιατί η πόλη βρίσκεται σε τέτοιο σημείο ώστε να μπορεί να λειτουργεί και σαν φρουρός αλλά και σαν είσοδος του πιο προσιτού χερσαίου δρόμου από την Μεσόγειο προς την κεντρική Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά η στρατηγική θέση του λιμανιού της ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση δίνει τη δυνατότητα να ελέγχεται η Μεσόγειος από αυτό το σταυροδρόμι μέσω των συναλλαγών και του εμπορίου. Η Ελλάδα, λοιπόν, έχοντας πλέον και επίσημα στα όρια του κράτους της την Θεσσαλονίκης αποκτά αυτοπεποίθηση αλλά και πλήρη έλεγχο στο Αιγαίου. Είναι φανερό ότι από τη μια πλευρά η Θεσσαλονίκη, όντας πλέον μέρος του ελληνικού κράτους, θα παίξει σπουδαίο ρόλο στην ενίσχυση της δύναμης του και στην οικονομική του ανέλιξή. Από την άλλη πλευρά το ίδιο το κράτος της Παλιάς Ελλάδας 6θα έρθει αντιμέτωπο με δυσκολίες λόγω της ανομοιογένειας της πόλης. Γεγονός που προκειμένου η Θεσσαλονίκη να εγκολπωθεί πραγματικά στην Ελλάδα θα το αναγκάσει να προβεί σε μεταβολές του χαρακτήρα και της μορφής της πόλης.
2 Rossi A., “ Η Αρχιτεκτονική της πόλης”, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1991), σελ.19. 3 Ένας πόλεμος που αποδεικνύεται μοιραίος για την Οθωμανική Αυτοκρατορία διότι χάνει ολοκληρωτικά σχεδόν τα ευρωπαϊκά της εδάφη και δέχεται μια ανεπανόρθωτη καταστροφή. 4 Mazower Μ.,"Θεσσαλονίκη. Πόλη των Φαντασμάτων», εκδ. Αλεξάνδρεια (2006), σελ.159. 5 Προκειμένου οι Έλληνες - Χριστιανοί κάτοικοι της πόλης να πάρουν κι αυτοί μέρος σε αυτή την εκστρατεία ενισχύθηκε η αντίληψη ότι ο προστάτης της πόλης Άγιος Δημήτριος τους οδήγησε σε αυτήν την νίκη 6 Οι πόλεις που ανήκαν στο ελληνικό κράτος πριν από το 1912, βλέπε Αθήνα, Ναύπλιο και γενικότερα Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα.
13
03_ Άποψη του κέντρου της πόλης από ψηλά
14
04_ Το λιμάνι της πόλης αρχές 20ού αιώνα
15
2.2 Αμφισβήτηση- Σύγκρουση του παλιού με το νέο Η Θεσσαλονίκη, όπως έχει χαρακτηριστεί πολλές φορές ως ετερογενής πόλη λόγω της σύνθεσης του πληθυσμού της. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι είχε έντονο τόσο το δυτικό στοιχείο όσο και το ανατολικό. Επομένως τα δύο αυτά στοιχεία που πάντα συμβάδιζαν αλλά και ερχόταν αντιμέτωπα στην πόλη υπήρχαν λόγω των πολλών πολιτισμών, γλωσσών και θρησκειών. Καθώς η πόλη απαρτιζόταν από Μουσουλμάνους, Χριστιανούς, Εβραίους και σε μικρότερα ποσοστά από άλλους πληθυσμούς όπως Ευρωπαίους και Βούλγαρους. 7 Το γεγονός αυτό προκάλεσε δυσκολίες στην ένταξη της πόλης στο ελληνικό κράτος και δημιούργησε αμφιβολίες. Από τη μία, λοιπόν, η Θεσσαλονίκη, όπως προαναφέρθηκε, πρόσφερε με την κατάκτησή της στους Έλληνες αυτοπεποίθηση και δύναμη. Από την άλλη πλευρά λόγω του πολυδιάστατου χαρακτήρα της και των πολλών εθνικό-θρησκευτικών ομάδων που ζούσαν σε αυτήν δεν έβρισκαν εύκολα τα ελληνικά στοιχεία της. Λόγω των πολιτισμικών στοιχείων της πόλης που αναφέραμε από τους Έλληνες υπήρχε περισσότερο η ανασφάλεια διότι δεν ήξεραν πως να διαχειριστούν αυτή την ποικιλομορφία που συναντούσαν. Αντιθέτως για τους Έλληνες χριστιανούς της Θεσσαλονίκης η εισχώρηση της πόλης στην Ελλάδα ήταν αυτό που επιθυμούσαν καθώς ένιωθαν ότι εκεί ανήκαν και βρήκαν την ομοιογένεια που τους έλειπε. Αυτές οι σκέψεις και η αντιμετώπιση σε συνδυασμό με τη γεωγραφική και οικονομική σημασία που είχε η πόλη πολλές φορές δημιουργούσαν από την εισχώρησή της στη χώρα ένα αίσθημα ζήλιας και σύγκρισης της πρωτεύουσας της Ελλάδας και της Θεσσαλονίκης. Αυτό ήταν φυσικό επακόλουθο αφού η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη που χαρακτηριζόταν από την κοσμοπολίτική της αίγλη και εύκολα θα μπορούσε να επισκιάσει άλλες πόλεις που υστερούσαν μπροστά της. Λόγω του φόβου και της ανασφάλειας αλλά και της αντιζηλίας με την πόλη ήταν δεδομένο ότι το ελληνικό κράτος θα προσπαθούσε μέσα στα επόμενα χρόνια να εξαλείψει τον πολυποίκιλο χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης ώστε να μπορέσει να την διαχειριστεί κατάλληλα και να τη κάνει πραγματικό του τμήμα κι όχι μόνο εδαφικό. Αυτό βέβαια θα ήταν μια προσπάθεια που θα απαιτούσε χρόνια και θα είχε ως βαθύτερο στόχο την απομάκρυνση του οθωμανικού χαρακτήρα της πόλης και την τόνωση των ελληνικών της στοιχείων. 8
7 Καραδήμου Γερόλυμπου Α., «Η ανάδυση της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Ιστορίες. Πρόσωπα. Τοπία.», εκδ. University Studio Press, (Θεσσαλονίκη 2003), σελ.15. 8 Mazower Μ. , «Θεσσαλονίκη. Πόλη των Φαντασμάτων», εκδ. Αλεξάνδρεια (2006), σελ.354.
16
05_ Άνθρωποι από διαφορετικές εθνικότητες στο κέντρο της πόλης
17
2.3 Προσπάθειες εξελληνισμού της πόλης από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος Παρότι το ελληνικό κράτος με την εισχώρηση της Θεσσαλονίκης σε αυτό θα άρχιζε τη διαδικασία και προσπάθεια εξελληνισμού της, κάποια πράγματα παρέμειναν ίδια. Η κοινωνική οργάνωση του πληθυσμού στον χώρο δεν ταυτιζόταν με τα πρότυπα των υπολοίπων πόλεων της Ελλάδας γιατί η συγκεκριμένη πόλη είχε αρκετά κέντρα ως προς τις λειτουργίες της. Γι αυτό τον λόγο ήταν δύσκολος ο συντονισμός τους και η εφαρμογή μέτρων σε αυτά. Με άλλα λόγια είχαμε διαφορετικούς πολιτισμούς, όπως ο μουσουλμανικός, ο εβραϊκός και ο χριστιανικός που εξελισσόταν παράλληλα χωρίς να συμπληρώνει ο ένας τον άλλον ή σε αυτήν τους την εξέλιξη να διασταυρώνονται. Επιπλέον, όπως συμβαίνει σε κάθε εδαφική κατάκτηση και πόλεμο, κάποιοι ευνοούνται και κάποιοι δέχονται μια άσχημη μεταχείριση. Συνεπώς το ελληνικό κράτος ανέλαβε την αντιμετώπιση και την εξάλειψη της υπονόμευσης των αλλόθρησκων πληθυσμών9. Αυτό ήταν αναγκαίο γιατί αυτές οι τακτικές θα μπορούσαν να αποβούν μοιραίες για την νέα βαλκανική αυτή χώρα, την Ελλάδα. Από την μία αυτά τα μέτρα πάρθηκαν για λόγους ηθικής και από την άλλη για πολιτικούς λόγους ώστε να μην εκτεθεί σε διεθνή επίπεδο η χώρα και να διασφαλιστεί κατά αυτό τον τρόπο η ορθή εικόνα της και υπόληψή της προς στα έξω. Έτσι το ελληνικό κράτος προσπαθούσε παράλληλα να θέσει τις ισορροπίες μεταξύ των διαφορετικών θρησκευτικών ομάδων αλλά και να τις εξελληνίσει. Στην συνολικότερη εικόνα της Θεσσαλονίκη οποιοσδήποτε περιηγητής, επισκέπτης ή κάτοικος θα παρατηρούσε ότι συνέχιζε να θυμίζει μια οθωμανική ανατολίτικη πόλη. Αυτό οφειλόταν γενικότερα στον τρόπο που διαρθρωνόταν η ίδια η πόλη και πιο ειδικά στα ονόματα των οδών αλλά και των ευρύτερων περιοχών της πόλης που παρέμεναν ίδια και οθωμανικά. Επομένως οι ελληνικές αρχές προχώρησαν στην αλλαγή των ονομασιών και στην αντικατάστασή τους από νέες ώστε να τονώσουν το αίσθημα του ελληνισμού. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων τη θέση των οθωμανικών ονομασιών έπαιρναν αρχαιοελληνικές ονομασίες ώστε από τη μία να θυμίσουν στους χριστιανούς κατοίκους της πόλης το σπουδαίο ελληνικό παρελθόν και από την άλλη να δείξουν στους διαφορετικούς πληθυσμούς την σπουδαιότητα του ελληνικού πολιτισμού.10 Επιπλέον τα ζητήματα που δυσχέραιναν την ουσιαστική ενσωμάτωση της πόλης στην ευρύτερη χώρα δεν ήταν μόνο κοινωνικά, φυλετικά, θρησκευτικά και πολιτισμικά αλλά και τεχνικά. Για παράδειγμα η Θεσσαλονίκη ήταν μία πόλη η οποία διέθετε από το 1890 σιδηρόδρομο που τη συνέδεε με την βαλκανική ενδοχώρα11 . Παρόλα αυτά η αντίστοιχη σιδηροδρομική σύνδεση της πόλης με την Παλαιά Ελλάδα δεν υπήρχε αλλά ξεκίνησε καθυστερημένα το 1916. Συνεπώς με αυτό το ελλιπές δίκτυο διασύνδεσης της πόλης δυσχεραινόταν και υπολειτουργούσαν και οι διοικητικές λειτουργίες της διότι δεν υπήρχε άμεση επικοινωνία και επαφή με την υπόλοιπη χώρα και την πρωτεύουσα. Επομένως βλέπουμε ότι το ελληνικό κράτος ξεκίνησε σχεδόν αμέσως μετά την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης, το 1912, τις προσπάθειες ένταξής της στην ευρύτερη χώρα. Τα εγχειρήματα του γινόταν τόσο στο εσωτερικό της πόλης όσο 9 10 11
Μουσουλμάνους, Εβραίους και Βούλγαρους. Πετρόπουλος Η. , «Η ονοματοθεσία οδών και πλατειών», (1995), σελ.128-129. Καυκάλας Γρ. , «Η Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο», εκδ. Κριτική (2008), σελ.108-109.
18
και στο εξωτερικό της, σε ένα ευρύτερο δηλαδή επίπεδο, αυτό της χώρας . Με άλλα λόγια οι αρμόδιες ελληνικές αρχές προσπαθούσαν να ενσωματώσουν την Θεσσαλονίκη στο δυναμικό τους και στην ίδια τη χώρα με τυπικά μέσα, όπως αυτά που σχετιζόταν με τις διοικητικές και οικονομικές λειτουργίες. Από την αντίπερα όχθη οι προσπάθειες στο εσωτερικό της πόλης έκρυβαν κυρίως αισθήματα πατριωτισμού καθώς, όπως έχει προαναφερθεί, γινόταν προσπάθειες να τονωθεί το αίσθημα του ελληνισμού στη Θεσσαλονίκη αλλά και να εξαλειφθούν τα διαφορετικά στοιχεία του πολυδιάστατου χαρακτήρα της. Με μικρές μέχρι στιγμής κινήσεις και επεμβάσεις οι Έλληνες προσπαθούσαν να ομογενοποιήσουν αυτή την πολυεθνική σύσταση του πληθυσμού της καθώς είχαν ως βαθύτερο και μακροχρόνιο στόχο την εξάλειψη και των εξελληνισμό αυτών των πολιτισμών.12 Αυτό θα συνέβαινε στο μέλλον με ένα απρόσμενο γεγονός που θα ανέτρεπε και θα άλλαζε οριστικά την υπάρχουσα μορφή και οργάνωση της πόλης. Προς το παρόν το ελληνικό κράτος θα αποδιδόταν σε μικροαλλαγές διότι η διάρθρωση των πληθυσμών αυτών σε εθνικό-θρησκευτικές γειτονιές μέσα στη πόλη 13ήταν ένα φαινόμενο που λάμβανε χώρα αρκετά χρόνια και η δομή του ήταν πολύ στέρεα και άκαμπτη σε επεμβάσεις και μεταβολές. Ένας λόγος που δυσκόλευε την ανατροπή του και την μετατροπή του σε ένα ενιαίο ελληνικό μοντέλο που είχαν ως απώτερο σκοπό οι ελληνικές δυνάμεις και γενικότερα ο ελληνικός πληθυσμός όχι μόνο της ευρύτερης χώρας αλλά και της ίδια της πόλης ακόμη κι αν είχε μάθει να ζει με αυτόν τον τρόπο για αιώνες.
06_ Δρόμος στο εμπορικό κέντρο της πόλης
12 κυρίως της μουσουλμανικής και εβραϊκής κοινότητας που καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης. 13 Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , «Η ανάδυση της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Ιστορίες. Πρόσωπα. Τοπία.», εκδ. University Studio Press, (Θεσσαλονίκη 2003), σελ.15.
19
2.4 Δομή Πόλης και Εθνικό-θρησκευτικές συνοικίες Η Ελλάδα κατακτώντας την Θεσσαλονίκη μπορεί από τη μία να επέκτεινε τα εδάφη της από την άλλη έδειξε αδυναμία στο να διαχειριστεί την πόλη, τον αστικό της ιστό και τις ιδιαίτερες και πολυποίκιλες πληθυσμιακές της ομάδες. Η κατάσταση που συνάντησε στην Θεσσαλονίκη η Παλαιά Ελλάδα δεν ήταν αυτή που φανταζόταν ως προς την εναρμόνισή της με την υπόλοιπη χώρα. Οπότε οι αλλαγές μικρής και σημειακής κλίμακας, στις οποίες και προχώρησε το ελληνικό κράτος, φανέρωναν την αδυναμία και ίσως και την έλλειψη των κατάλληλων γνώσεων για να επέμβει με ουσιαστικές αλλαγές στο χώρο της πόλης και να τον αναδιαμορφώσει με βάση τα δικά του δεδομένα και τα επιθυμητά αποτελέσματα που θα ήθελε. Ένας πολύ σημαντικός και κυρίαρχος λόγος για την αδυναμία του ελληνικού κράτους να επέμβει στον αστικό ιστό της πόλης και να τον μεταβάλλει, ήταν ότι ο τρόπος που οργανωνόταν η πόλη και η καίρια δομή που διατηρούσε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.14 Η γενικότερη μορφή και οργάνωση της πόλης με βάση τη θρησκεία της κάθε πληθυσμιακής ομάδας καθιστούσαν αδύνατη οποιαδήποτε παρέμβαση μεγάλης κλίμακας. Οι εθνικό-θρησκευτικές συνοικίες που δημιουργούνταν στο χώρο είχαν αυστηρά και απροσπέλαστα όρια διότι οι εκάστοτε θρησκευτικοί πληθυσμοί ήθελα να ζουν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο. Σαν αποτέλεσμα αυτής της ανάγκης και της επιθυμίας τους ήταν το γεγονός ότι οι συνοικίες αυτές οργανωνόταν εσώστρεφα και δεν άφηναν το παραμικρό περιθώριο στο κράτος να παρέμβει και να προβεί σε αλλαγές στον αστικό ιστό της πόλης. 15 Μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε ότι η Θεσσαλονίκη θεωρούνταν μια κοσμοπολίτικη κοινωνία με ανατολίτικα χαρακτηριστικά αφού στο εσωτερικό της διαιρούνταν σε μικρότερες εθνικό-θρησκευτικές συνοικίες. Παρόλα αυτά λίγα χρόνια νωρίτερα από την εισχώρησή της στο ελληνικό κράτος και συγκεκριμένα το 1890, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποπειράθηκε με πολεοδομικά μέσα να "σπάσει" αυτή την αυστηρή οργάνωση της πόλης και να προσπαθήσει να επιτύχει την επαφή των συνοικιών και πληθυσμιακών ομάδων. Αυτό είχε ως απώτερο στόχο την άνθιση του κέντρου της πόλης και ως συνέπεια της οικονομίας της. Αν και από όλη την προσπάθεια το μόνο στοιχείο που επιτεύχθηκε με επιτυχία ήταν η βελτίωση της ποιότητας ζωής και της υγιεινής της πόλης. 16 Είναι φανερό ότι η αυθαίρετη και άναρχη δόμηση και η οργανική ανάπτυξή της Θεσσαλονίκης θα συνεχιζόταν ακόμα κι όταν απέκτησε ελληνική ταυτότητα. Συνέπεια του φαινομένου ήταν ότι ως τότε τον κυρίαρχο ρόλο στη σχεδίαση και διαμόρφωση της πόλης είχε άθελα του ο ίδιος ο λαός της και συγκεκριμένα οι εθνικό-θρησκευτικές συνοικίες. Δηλαδή επειδή η κάθε συνοικία οργανωνόταν, εξελισσόταν και άλλαζε αυτόνομα και ξέχωρα από την συνολική πόλη αυτομάτως άλλαζε και διαμόρφωνε
συνολικά και την ίδια. Αξίζει να αναφέρουμε τη μορφή που είχε η καθεμία από τις συνοικίες ώστε να κατανοήσουμε με αυτόν τον τρόπο και τη συνολική μορφή της Θεσσαλονίκη εκείνη την χρονική περίοδο. 14 Ειδικότερα η οργάνωση αυτή προϋπήρχε μετά την εισροή των Εβραίων στην πόλη και χρονολογείται στα μέσα του 16ου αιώνα, το 1520. Αυτή η θρησκευτική κοινότητα που εισήλθε στην αραιοκατοικημένη ως τότε πόλη κατάφερε να την πυκνώσει πλημμυρίζοντας αρκετές περιοχές του κέντρου της. 15 Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , «Η ανάδυση της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Ιστορίες. Πρόσωπα. Τοπία.», εκδ. University Studio Press, (Θεσσαλονίκη 2003), σελ.15-19. 16 Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , «Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917», εκδ. University Studio Press, (Θεσσαλονίκη 1995), σελ.23-33.
20
Στη Θεσσαλονίκη δηλαδή οι κάτοικοι ζούσαν ως τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου στο εσωτερικό της πόλης αλλά συγκεκριμένα ο καθένας άνηκε ανεξάρτητα από την κοινωνική του θέση και την οικονομική του κατάσταση σε μία συνοικία. Αυτές είχαν κάποια αυστηρά κριτήρια, την ίδια θρησκεία και την κοινή εθνική προέλευση του κάθε μέλους τους. Επομένως, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο βιβλίο "Η Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο": "Κάθε γειτονιά είναι μια συλλογική οντότητα φιλόξενη και ανοιχτή στα μέλη της ομάδας, απροσπέλαστη στους ξένους".17 Επίσης ο τρόπος οργάνωσης της ζωής στις συνοικίες ήταν σε πολύ μικρό βαθμό συνδεδεμένος με την συνολική πόλη. Το αντίθετο όμως δεν συνέβαινε καθώς το μέλλον της πόλης ήταν άμεσα εξαρτημένο από τις εθνικό-θρησκευτικές συνοικίες γιατί η ζωή τους επηρέαζε την ευρύτερη ζωή και πορεία της πόλης. Στο εσωτερικό τώρα των συνοικιών συναντούσε κανείς μια μικρογραφία της πόλης και της κοινωνίας. Η εσωτερική τους οργάνωση δημιουργούσε μέσα σε αυτές, δομές που υπήρχαν και σε μεγαλύτερη κλίμακα. Σε κάθε τέτοια γειτονιά υπήρχαν άτομα που ανήκαν τόσο στην ανώτερη όσο και στην μεσαία και κατώτερη τάξη. Συνεπώς η εσωστρεφής διάρθρωσή τους δημιουργούσε στενές σχέσεις μεταξύ των μελών αλλά και μια μικρογραφία του συστήματος που βασιζόταν σε οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις. Επομένως στο εσωτερικό της η κάθε συνοικία αποτελούσε έναν αυτόνομο οργανισμό ο οποίος ικανοποιούσε όλες τις απαραίτητες λειτουργίες του. Ακόμη μέσα στις συνοικίες είχε υιοθετηθεί ένας χαλαρός τρόπος δόμησης με στενά συνυφασμένα σπίτια των κατοίκων λόγω του μεγάλου πληθυσμού της πόλης. 18Ο τύπος της πλειοψηφίας των σπιτιών ήταν σπίτια χαμηλά και ξύλινα λόγω των ανατολίτικων στοιχείων αρχιτεκτονικής που είχαν υιοθετήσει και την απουσία ποικιλίας υλικών. Εξαιτίας του συνωστισμού μέσα στις συνοικίες και την ανάγκη για κατοίκηση οι κοινόχρηστοι χώροι και οι δρόμοι καταπατούνταν και μετατρέπονταν σε έναν ενδιάμεσο χώρο- πέρασμα, χάνοντας τον καθαρό δημόσιο χαρακτήρα τους και αποκτώντας μια ιδιωτικότητα και οικειοποίηση από τους εκάστοτε κατοίκους. Βλέπουμε λοιπόν ότι η πόλη συνολικά διαρθρώνεται από ένα πυκνό πλέγμα μιας άτακτης μάζας σπιτιών με οδικά δίκτυα που είναι αρκετά στενά και κοινόχρηστους χώρους που ανιχνεύονται με δυσκολία ή είναι σχεδόν εξαφανισμένοι, και τέλος με αυστηρά όρια στον αστικό ιστό λόγω της εθνικότητας και της θρησκείας των κατοίκων την πόλης. Ο πληθυσμός εγκαθίσταντο στο χώρο αυστηρά με βάση την θρησκεία και την εθνικότητα του. Συγκεκριμένα ο μουσουλμανικός πληθυσμός στις τούρκικες συνοικίες που καταλάμβαναν την βόρεια πλευρά της πόλης της, την σημερινή Άνω Πόλη. Η περιοχή χαρακτηριζόταν ως μουσουλμανική καθώς κατοικούνταν εξ ολοκλήρου από την μουσουλμανική εθνικό-θρησκευτική συνοικία για αρκετά χρόνια. Ενώ μέσα στην κάθε κοινότητα συναντούσε κανείς όλα τα κοινωνικά και οικονομικά στρώματα, οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης ήταν στην πλειονότητα τους εύποροι. Όσο η πόλη ήταν ακόμη οθωμανική κατείχαν συνήθως σπουδαίες διοικητικές θέσεις πράγμα που ως ένα βαθμό συνεχίστηκε για λίγα χρόνια ακόμη και σε ελληνικό καθεστώς. Η κοινωνική τους κατάσταση αντικατοπτρίζεται στον τόπο διαμονής 17 Καυκάλας Γρ. , «Η Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο», εκδ. Κριτική (2008), Συγκεκριμένα Κεφάλαιο 3, Αλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου, « Ο αστικός χώρος της Θεσσαλονίκης: Μακρές διάρκειες και γρήγοροι μετασχηματισμοί, με φόντο τη Βαλκανική ενδοχώρα.", σελ.104-105. 18 Πιο συγκεκριμένα με βάση την απογραφή που έγινε το 1913 αλλά δεν δημοσιεύτηκε ο πληθυσμός της πόλης και της κάθε εθνικό-θρησκευτικής ομάδας ήταν ο εξής: Ο συνολικός πληθυσμός της άγγιζε τα 157.889 άτομα από τους οποίους οι Έλληνες - Χριστιανοί αποτελούσαν λιγότερο από 25,3% , δηλαδή λιγότερο από 40.000 ανθρώπους, οι Μουσουλμάνοι-"Οθωμανοί" το 29%, δηλαδή 45.867 άνθρωποι και τέλος ως Εβραίοι καταγράφηκαν 61.439 άτομα ,δηλαδή το 38,9% του συνόλου. Βλέπε Ευ. Χεκίμογλου, «Δύο ανέκδοτα κείμενα από τη νεότερη ιστορία της Θεσσαλονίκης και τα παραλειπόμενα της απογραφής του 1913", (Θεσσαλονίκης 1995), σελ.176.
21
τους. Ειδικότερα η συνοικία τους είναι αραιοκατοικημένη και όχι πυκνά δομημένη. Επίσης οι κατοικίες τους συνοδεύονται από μεγάλους κήπους και κάποιες διακρίνονται για τα εξέχουσα αρχιτεκτονικά τους στοιχεία. Αντιθέτως με την Άνω Πόλη, η Κάτω Πόλη της Θεσσαλονίκης ήταν αρκετά πυκνοκατοικημένη καθώς φιλοξενούσε και τον μεγαλύτερο αριθμό του συνολικού πληθυσμού. Πέρα από το στοιχείο της πυκνής δόμησης υπήρχε και μια άτακτη και άναρχη δόμηση στο χώρο που συνέβαινε λόγω της μεγάλης ανάγκης για στέγαση του αναπτυσσόμενου πληθυσμού και την απουσία του εκάστοτε κρατικού φορέα, ώστε να διευθετήσει αυτό το πρόβλημα επεμβαίνοντας στον αστικό ιστό της πόλης. Από την άλλη η διάχυτη μορφή της περιοχής οφειλόταν στις διάφορες πληθυσμιακές ομάδες που φιλοξενούσε καθώς στην ίδια περιοχή δεν φιλοξενούταν μόνο μία θρησκευτική ομάδα της πόλης αλλά ταυτόχρονα η ελληνική θρησκευτική συνοικία η εβραϊκή αλλά και κάποιοι Ευρωπαίοι και η εμπορική ζώνη της. Συγκεκριμένα η εβραϊκή συνοικία της Θεσσαλονίκης καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης σε ποσοστό που κυμαινόταν από το 60% έως και 90% της περιοχής, το παραθαλάσσιο μέτωπο είχε καταληφθεί από την συγκεκριμένη θρησκευτική κοινότητα.19 Οι πολυπληθείς εβραϊκές συνοικίες της πόλης βρίσκονταν στο νότιο τμήμα της πόλης, δηλαδή στον ιστορικό της πυρήνα και στο εσωτερικό των τειχών της, το οποίο συνόρευε με το εμπορικό κέντρο της πόλης και το λιμάνι. Αυτό βέβαια ήταν απαραίτητο για τους Εβραίους καθώς οι κύριες επαγγελματικές τους ασχολίες σχετιζόταν άμεσα με το εμπόριο όποτε ήταν αναγκαία η εύκολη επικοινωνία. Οι άνθρωποι που ήταν κάτοικοι της συνοικίας ήταν συνήθως πολύ εύποροι ή πολύ φτωχοί. Το ταξικό χάσμα ήταν ένα φαινόμενο που συναντούσαμε συχνά μεταξύ των Εβραίων. Τέλος, όσον αφορά την τελευταία και ιδιαίτερα σημαντική για την εποχή εθνικό-θρησκευτική συνοικία, την ελληνικό-χριστιανική ανήκε κι αυτή στην Κάτω Πόλη της Θεσσαλονίκη. Οι συνοικισμοί της βρίσκονταν στο ανατολικό και δυτικό τομέα της πόλης εντός των τειχών της. Οι συνοικίες είχαν παραδοσιακές ελληνικές μορφές και δεν ήταν διόλου αραιά δομημένες. Η πλειονότητα των χριστιανών κατοίκων της συνοικίας ήταν άτομα που προέρχονταν κυρίως από χαμηλά οικονομικά στρώματα ακόμη κι αργότερα όταν η Θεσσαλονίκη απέκτησε ελληνική ταυτότητα. Στην αντίπερα όχθη, στα όρια των συνοικιών, δεν υπήρχε η ουσιαστική επαφή και επικοινωνία της μίας με την άλλη συνοικία. Τα σημεία έξω από τις θρησκευτικές και εθνικές γειτονιές λειτουργούσαν μόνο σαν περάσματα από το ένα μέρος στο άλλο. Μόνο σε μια περιοχή οι διαφορετικοί πολιτισμοί συνυπήρχαν κι αυτό ήταν το εμπορικό κέντρο της πόλης. Η εμπορική συνοικία όπως ήταν αναμενόμενο βρισκόταν κοντά στο λιμάνι της πόλης και συγκεκριμένα καταλάμβανε το θαλάσσιο μέτωπο της αλλά και εισχωρούσε σε σημεία μέσα στην εβραϊκή συνοικία. Το εμπορικό τμήμα της πόλης αποτελούνταν κυρίως από αγορές και ήταν τόσο σημαντικό για τους ίδιους τους κατοίκους όσο και για τους εμπόρους και τουρίστες-περιηγητές της πόλης. Το τμήμα αυτό ήταν ίσως ο σπουδαιότερος παράγοντας στον οποίο στηριζόταν η οικονομία της Θεσσαλονίκης. Ακόμη δεν συναντάμε πουθενά τη λειτουργία της κατοίκησης αλλά οι χρήσεις είναι μόνο εμπορικές, όπως αγορές και βιοτεχνίες. Παράλληλα η εμπορική συνοικία είναι ο μόνος χώρος σε ολόκληρη την πόλη όπου οι φυλές, οι θρησκείες, οι εθνικότητες και οι γλώσσες αναμειγνύονται χωρίς περιορισμούς και φραγμούς. Επίσης από τη μια οι διαφορετικοί γηγενείς κάτοικοι της πόλης έρχονται σε επαφή μεταξύ τους και αλληλεπιδρούν και από την άλλοι οι μόνιμοι κάτοικοι γνωρίζονται 19
Mazower M. , «Θεσσαλονίκη. Πόλη των Φαντασμάτων», εκδ. Αλεξάνδρεια (2006), σελ.72-75 και σελ.364.
22
και συναντώνται με τους τουρίστες, εμπόρους περιηγητές που επισκέπτονται την πόλη και το λιμάνι της. Με αυτό τον τρόπο οι κουλτούρες αναμειγνύονται, τα ανατολίτικα στοιχεία που κουβαλά ο μόνιμος πληθυσμός της πόλης μπλέκονται με τα δυτικά που φέρνουν μαζί τους από τα ταξίδια τους οι Ευρωπαίοι έμποροι και επισκέπτες, κι έτσι η Θεσσαλονίκη εμπλουτίζει τον πολυδιάστατο και πολυποίκιλο χαρακτήρα της. Πρόκειται δηλαδή για έναν χώρο που δεν υπάρχει μόνο για να αντιπροσωπεύει την εμπορική λειτουργία της πόλης αλλά για έναν χώρο που λειτουργεί και ως μέσο κοινωνικοποίησης τόσο για τους ίδιους τους κατοίκους της όσο και για τους πρόσκαιρους επισκέπτες της. Είναι το μόνο σημείο στην πόλη, και γενικότερα ένα δυσεύρετο στοιχείο που δεν συναντάμε συνήθως στις τυπικές πόλεις του δυτικού πολιτισμού αλλά και της Ανατολής ,όπου ο χώρος δίνει στα διαφορετικά στοιχεία (πολιτισμοί, φυλές, εθνικότητες) την ελευθερία να αλληλεπιδράσουν να γνωριστούν και το καθένα να υιοθετήσει στοιχεία ξένα ή να μεταλαμπαδεύσει νέα στον πολιτισμό του. Η εμπορική γειτονιά της Θεσσαλονίκης παίζει έναν ακόμη κυρίαρχο ρόλο, αυτόν της "γέφυρας" μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής, του παλιού και του νέου, του χριστιανισμού με τον ισλαμισμού και τον ιουδαϊσμό. Δείχνοντας ότι πολυποίκιλα στοιχεία και άνθρωποι μπορούν να συνυπάρξουν, εκτός από τα μεταξύ τους προβλήματα, με αρμονία στον ίδιο τόπο επηρεάζοντας ο ένας τον άλλον αλλά και σεβόμενος ο ένας τον χώρο του άλλου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση μας με τις εθνικό-θρησκευτικές συνοικίες.
07_ Δρόμοι στη μουσουλμανική συνοικία
08_ Δρόμοι στη χριστιανική συνοικία
23
Λόγω της κατεδάφισης του τείχους, το 1870, και του αυξανόμενου πληθυσμού στην Θεσσαλονίκης άρχιζε να εμφανίζεται αλλά και να συνεχίζεται ραγδαία το φαινόμενο της εγκατάστασης εκτός των τειχών από το 1879. 20Η πόλη άρχιζε να αποκτά τα πρώτα της προάστια και συγκεκριμένα τα δύο μεγάλα προάστια ήταν νοτιοανατολικά της πόλης κι εκτός των τειχών η Χαμηδιέ, η σημερινή Καλαμαριά, και βορειοδυτικά της Χρυσής Πύλης, σημερινός Βαρδάρης.21 Το πρώτο προάστιο αποτελούνταν από περίπου 15000 κατοίκους οι οποίοι προέρχονταν από όλες τις θρησκείες, κυρίως Μουσουλμάνοι και Εβραίοι, και αποτελούσαν την ελίτ της πόλης εφόσον ανήκαν σε ανώτερα οικονομικά στρώματα. Σε αντίθεση στο δεύτερο προάστιο είχαμε μια τελείως διαφορετική εικόνα γιατί οι κάτοικοί του μπορεί να αριθμούσαν το ίδιο αλλά δεν άνηκαν στις ίδιες τάξεις με αυτούς της Χαμηδιέ, καθώς η πλειοψηφία της ήταν άνθρωποι που προερχόταν από λαϊκά στρώματα. Το δυτικό προάστιο χαρακτηριζόταν από την φτώχεια και της άσχημες συνθήκες διαβίωσης καθώς οι κάτοικοί του στην πλειονότητά τους ήταν είτε πρόσφυγες από διάφορα μέρη είτε άτομα εβραϊκής και βουλγάρικης προέλευσης που ανήκαν στην εργατική τάξη. Πάντως και οι δύο περιοχές εξωτερικά της πόλης αναπτυσσόταν άναρχα και ραγδαία αφού και πάλι οι εκάστοτε αρχές και το ελληνικό κράτος δεν έπαιρναν θέση Τέλος, βλέπουμε ότι η δομή της Θεσσαλονίκης μπορεί να εξελισσόταν αλλά συνέχιζε να διατηρεί αρκετά στοιχεία. Για παράδειγμα, στον ιστορικό της πυρήνα, οι εθνικό-θρησκευτικές συνοικίες διατηρούσαν την μορφή, την οργάνωση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους ,χωρίς να δέχονται κάποια αλλαγή ή ανάπτυξη παρά μόνο μικρές επεμβάσεις από τις ελληνικές αρχές. Σε αντίθεση με τα νεοσύστατα προάστια διαμορφώνονται και πάλι με βάση τον λαό και όχι το κράτος χωρίς κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο, αυθαίρετα, με μια τελείως διαφορετική δομή. Η δομή τους ήταν ταξική καθώς η οικονομική κατάσταση και η κοινωνική διαστρωμάτωση του κάθε κατοίκου ήταν αυτή που καθόριζε το που θα είναι ο χώρος διαμονής του. Συναντάμε στη Θεσσαλονίκη τα πρώτα χρόνια της ένταξής της στον ελλαδικό χώρο δυο μορφές που υπάρχουν και αναπτύσσονται παράλληλα η καθεμία με τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Οι δύο μορφές έχουν χαρακτηριστικά που αντικρούονται καθώς η μια οργανώνεται εσώστρεφα ενώ η άλλη εξελίσσεται ταξικά και εξώστρεφα. Το μόνο κοινό σημείο σε αυτές τις δομές είναι ότι αναπτύσσονται αυθαίρετα έχοντας ο ίδιος ο λαός στα χέρια του το μέλλον τους και τον έλεγχό τους διότι το ελληνικό κράτος αδυνατεί ως τότε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην διαμόρφωση και μεταβολή του αστικού ιστού της Θεσσαλονίκης.
09_ Η ανάπτυξη της πόλης εκτός των τειχών 20 21
Αρχείο του Δήμου Θεσσαλονίκης, τούρκικο σχέδιο της σημερινής οδού Αγγελάκη, 1.5.1879. Joseph Nehama, “Histoire des Israélites de Salonique”, VI & VII, Communauté Israélite de Thessalonique, (1978), σελ. 739.
24
10_ Χάρτης, Οι πληθυσμιακές ομάδες στο χώρο
25
3. 1917: Πυρκαγιά στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης
3.1 Το συμβάν που άλλαξε ακαριαία τον αστικό ιστό της πόλης “Διαφορετικές πόλεις διαδέχονται η μια την άλλη στον ίδιο χώρο και με το ίδιο όνομα, γεννιούνται και πεθαίνουν χωρίς να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.”22 Στις 18 Αυγούστου του 1917 η φωτιά που ξεσπά στο κέντρο της Θεσσαλονίκης καίγοντας 120 εκτάρια του ιστορικού της πυρήνα είναι ένα σημείο τομής στην ιστορία της ίδιας της πόλης καθώς μετά από αυτήν τίποτα δε θα είναι ίδιο τόσο στο χώρο της όσο και στον τρόπο ζωής των κατοίκων της. Πιο συγκεκριμένα, η διάρκεια της πυρκαγιά ήταν τριάντα δύο ώρες και κράτησε έως και το βράδυ της 19ης Αυγούστου. Η αρχή της έγινε από την οδό Ολυμπιάδος, στα βόρεια της πόλης και εξαπλώθηκε σε όλο τον ιστορικό της πυρήνα.23
11_ Τμήμα της πυρίκαυστης ζώνης του ιστορικού κέντρου 22 Calvino I., “Οι Αόρατες Πόλεις”,εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα (2004), σελ. 53-54. 23 Τα στοιχεία αυτά αντλούνται από: α. Πρώτη έκθεση Α.Α. Πάλλη στις 10/23.9.1917(Αρχείο Γεν. Διοίκησης, φάκελο 28, Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας, και περιληπτική αναδημοσίευση της από τον Ν. Καστρινό στην "Μακεδονία" της 26.10.1962) β. Δεύτερη έκθεση Α.Α. Πάλλη στις 1/14.2.1919 (Αρχείο Γεν. Διοίκησης, φάκελο Ε.17, Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας, και εκτενή και σχολιασμένη αναδημοσίευση της από τον Χ. Παπαστάθη, 1978) και γ. Κυβερνητική ενημέρωση της Βουλής στις συνεδριάσεις τον Αύγουστο του 1917, όπως παραθέτει η Αλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου στο βιβλίο της η «Ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917» ,σελ.78.
29
Το φαινόμενο των πυρκαγιών ήταν συχνό για την πόλη της Θεσσαλονίκης. Μία εξίσου μεγάλη πυρκαγιά αλλά με μικρότερη έκταση και λιγότερο καταστροφικές συνέπειες είχε ξεσπάσει μόλις σχεδόν μία εικοσαετία πριν, το 189024. Ως κυρίαρχο αίτιο για τις αλλεπάλληλες πυρκαγιές αλλά και γι αυτήν του 1917, η ρυμοτομία του κέντρου και η αρχιτεκτονική της. Το ξύλο το κύριο και εύφλεκτο οικοδομικό υλικό των κατοικιών η απουσία ύδρευσης από την πόλη καθώς και το γεγονός ότι δεν υπήρχε οργανωμένη πυροσβεστική υπηρεσία έκαναν το χώρο της ένα γόνιμο έδαφος για να ευδοκιμήσουν οι πυρκαγιές. Σε αυτό είχαν συμβάλει και τα καιρικά φαινόμενα εκείνης της χρονικής περιόδου, καλοκαίρι 1917, η ξηρασία και ο βαρδάρης άνεμος που ευνόησαν την φωτιά να αναπτυχθεί.25 Βέβαια μπορεί κανείς εύκολα να αναλογιστεί ότι οι καταστροφές και τα συντρίμμια που άφηνε πίσω η πυρκαγιά του 1917 δεν είχαν προηγούμενο. Μπορεί να μην χάθηκαν ανθρώπινες ζωές παρόλα αυτά η πυρκαγιά κατάφερε να αφήσει πίσω της 70.000 άστεγους, ένας τεράστιος αριθμός όταν ο συνολικός πληθυσμός της πόλης εκείνη την περίοδο σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 1913 άγγιζε τις 150.000. 26Επιπλέον στον υπάρχοντα μόνιμο πληθυσμό εκείνης της εποχής έρχονταν να προστεθούν οι περίπου 200.000 άνθρωποι από τα Συμμαχικά Στρατεύματα που είχαν εγκατασταθεί γύρω από την πόλη λόγω του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, 1914-1918, δυνάμεις της Αντάντ δηλαδή αγγλικοί και γαλλικοί πληθυσμοί.27 Η ιλιγγιώδης αύξηση του συνολικού πληθυσμού της πόλης σε συνδυασμό με τους άστεγους που άφησε πίσω της η πυρκαγιά την οδήγησε σε μια πολύ κρίσιμη κατάσταση, καθώς έπρεπε να αποκατασταθεί ο κατεστραμμένος αστικός της ιστός και ταυτόχρονα οι αρμόδιες αρχές να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να εξασφαλιστεί η ανάγκη τους για κατοίκηση. Οι υλικές ζημιές που προκλήθηκαν λόγω της πυρκαγιάς ήταν ανεπανόρθωτες καθώς καταστράφηκαν συνολικά 9.500 κτίσματα. 28Τα κτίρια βρίσκονταν στον ιστορικό πυρήνα της Θεσσαλονίκης και αποτελούσαν σχεδόν τα τρία τέταρτα της Παλιάς Πόλης και κυρίως ολόκληρο το εμπορικό της κέντρο, το οποίο κάηκε ολοσχερώς. Πέρα όμως από την αριθμητική απογραφή της καταστροφής από την πυρκαγιά αξίζει να δώσουμε βάση και στις αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές αλλαγές που επέφερε, όπως η ευκαιρία αναδιάρθρωσης ολόκληρου του αστικού ιστού της. Όπως αναφέραμε προηγουμένως, η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη με μια αρκετά σταθερή δομή διότι ο χώρος της για αρκετά χρόνια βασιζόταν στις εθνικό-θρησκευτικές συνοικίες και οργανωνόταν με βάση αυτές, δηλαδή η ίδια η πόλη αναπτυσσόταν οργανικά. Η πόλη δεν είχε ένα ενιαίο κέντρο αλλά αποτελούνταν από πολλούς πυρήνες επειδή η κάθε συνοικία οργανωνόταν εσώστρεφα και διέθετε το δικό της κοινωνικό και διοικητικό κέντρο. Συνεπώς μετά το πέρας της πυρκαγιάς σχεδόν όλα τα όρια των εθνικό-θρησκευτικών συνοικιών που ήταν χαραγμένα στον αστικό χώρο τη πόλης διαγράφηκαν οριστικά, αφήνοντας ως ίχνη τους μόνο τα κατεστραμμένα σπίτια,μαγαζιά και 24 Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , "Η Ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917”, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995), σελ.31. 25 «Επίσημη έκθεση της Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης για τα αίτια της πυρκαγιάς», Εφημερίδα «Πρόοδος», Επίσημη έκθεση της Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης για τα αίτια της πυρκαγιάς, (1917). 26 Χεκίμογλου Ευ. , "Δύο ανέκδοτα κείμενα από τη νεότερη ιστορία της Θεσσαλονίκης και τα παραλειπόμενα της απογραφής του 1913», Θεσσαλονίκης (1995), σελ.176. 27 Mazower Μ. , «Θεσσαλονίκη. Πόλη των Φαντασμάτων», εκδ. Αλεξάνδρεια (2006), σελ.72-75 και σελ.372-377. 28 Καραδήμου Γερόλυμπου A. , «Η Ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917”, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995), σελ.78-79.
30
τους άστεγους πληθυσμούς. Οι εκάστοτε πληθυσμιακές ομάδες χάνοντας τις περιουσίες τους και την ιστορική τους κληρονομιά χάνουν και τον οικείο χώρο τους. Αυτό προμηνύει ότι το μέλλον θα φέρει αλλαγές και καταστάσεις μη αναστρέψιμες που δε θα θυμίζουν την προηγούμενη εικόνα και μορφή της πόλης και που θα επηρεάσουν στο μέγιστο βαθμό το χώρο της αλλά και την κοινωνική διάρθρωση και τον τρόπο ζωής των κατοίκων της. Η πυρκαγιά στο πέρασμα της αναγκάζει την πόλη να χάσει τη ταυτότητά της, αφήνοντας πίσω της χιλιάδες θύματά να ανησυχούν για το μέλλον τους και την επιβίωσή τους μέσα της αλλά και το ιστορικό της πυρήνα εκτεθειμένο και έτοιμο να δεχτεί οποιαδήποτε παρέμβαση και μεταβολή. Επομένως το φυσικό φαινόμενο της πυρκαγιάς ανέτρεψε ακαριαία την καίρια μορφή που είχε η Θεσσαλονίκη, εναποθέτοντας το μέλλον της στα χέρια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και καθιστώντας το μετέωρο.
12_ Πυρόπληκτοι κάτοικοι
13_ Το ίδιο
31
3.2 Η δυναμική επέμβαση του κράτους στον επανασχεδιασμό της Θεσσαλονίκης Αν και η πόλη είναι ανθρώπινο δημιούργημα, βρίσκεται κυρίως μεταξύ του φυσικού και του τεχνητού στοιχείου. Διότι όπως αναφέρει ο Levi-Strauss "η πόλη είναι αντικείμενο της φύσης και υποκείμενο του πολιτισμού".29 Επομένως η ίδια η πόλη της Θεσσαλονίκης σε αυτή τη χρονική στιγμή γίνεται έρμαιο και αντικείμενο της φύσης, λόγω της πυρκαγιάς, έχοντας όμως σαν υποκείμενο το ελληνικό κράτος και το πολιτισμό του που θα χαραχτεί στον αστικό ιστό της. Η πυρκαγιά άφησε ένα μεγάλο κενό στον πυρήνα του ιστορικού κέντρου της πόλης. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος αναλαμβάνει να λύσει τα όποια προβλήματα έχουν προκύψει με σημαντικότερο το ζήτημα της κατοίκησης των άστεγων πληθυσμών. Πολλοί ερμηνεύουν ωστόσο το συμβάν ως την αφορμή που έψαχνε η Παλαιά Ελλάδα και η πολιτική εξουσία για να εξελληνίσει την ποικιλόμορφη πόλη της Θεσσαλονίκης με σκοπό την ομοιογένεια της με την υπόλοιπη χώρα. Με αυτά τα δεδομένα και την σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή της οθωμανικής πόλης και του εβραϊκού της πυρήνα το ελληνικό κράτος αναλαμβάνει σχεδόν αμέσως, μόλις έξι μέρες μετά το γεγονός, το έργο της ανοικοδόμησης της Θεσσαλονίκης30. Αν και οι στόχοι που θέτουν οι αρμόδιες αρχές και η κυβέρνηση των Φιλελεύθερων έχουν μακροχρόνιες βλέψεις οι αποφάσεις και τα μέτρα που λαμβάνονται είναι αρκετά γρήγορα και χαρακτηρίζονται ως ρηξικέλευθα. Συγκεκριμένα η ανοικοδόμηση της πυρίκαυστης ζώνης και γενικότερα οι μεταρρυθμίσεις σε ολόκληρη την πόλη στοχεύουν στην δυτικοποίησή της, τον εκσυγχρονισμό της καθώς και την ενοποίησή της με την υπόλοιπη Ελλάδα. Για να συμβεί αυτό ως κύριο εργαλείο θα χρησιμοποιηθεί μια "καινούργια" επιστήμη, η πολεοδομία, η οποία συγκροτείται στις αρχές του 20ού αιώνα και συνδέεται άμεσα με τον βιομηχανικό καπιταλισμό, όπως αναφέρει η Françoise Choay. 31 Συνεπώς είναι φανερό ότι το ελληνικό κράτος με πρωτοστάτη τον πρωθυπουργό του, Ελευθέριο Βενιζέλο, επιθυμεί την άμεση εισβολή του καπιταλιστικού συστήματος στην Θεσσαλονίκη κι άρα την εκβιομηχάνιση της. Διότι παρά το γεγονός ότι η Θεσσαλονίκη αποτελούσε σημαντικό εμπορικό κέντρο κατά την οθωμανική περίοδο, οργανωνόταν σε αστικές κοινωνικές δομές32, οι οποίες απαιτούσαν μια κοινωνική οργάνωση του αστικού χώρου που βασιζόταν σε ανατολίτικα πρότυπα και δεν είχε καμία σχέση με τα μοντέλα της κοινωνίας και της οικονομίας που προωθούσε ο δυτικός πολιτισμός. Οι αρμόδιες ελληνικές αρχές επιθυμώντας την μετατροπή της πόλης σε ένα ισχυρό κέντρο της βαλκανικής ενδοχώρας με πολυδιάστατη φυσιογνωμία ως προς τις υπηρεσίες του (πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό, διοικητικό και εμπορικό κέντρο με υγιεινούς τρόπους διαβίωσης), θέλησαν να προχωρήσουν στον επανασχεδιασμό της πόλης ακολουθώντας πιστά τα δυτικά πρότυπα ανάπτυξης με στόχο να θέσουν την πόλη σε μια τροχιά εκσυγχρονισμού. Έτσι το εγχείρημα της ανοικοδόμησης της Θεσσαλονίκης θα αποτελέσει ίσως το μεγαλύτερο πολεοδομικό έργο της Ευρώπης του 20ού αιώνα33 αλλά και μία από τις ελάχιστες ευκαιρίες που έχει το ελληνικό κράτος για να επέμβει ουσιαστικά και δυναμικά στον αστικό χώρο μιας πόλης. Δηλαδή το κράτος, με τους αρμόδιους που θα ορίσει, είναι αυτό που θα αποφασίσει 29 Levi-Strauss Cl. , “Tristes Tropiques”, εκδ. Librairie Plon, Paris (1995), σελ.121. 30 Mazower M., "Θεσσαλονίκη. Πόλη των Φαντασμάτων", εκδ. Αλεξάνδρεια (2006), σελ.386. 31 Choay F. , άρθρο «Πολεοδομία, θεωρίες και πραγματοποιήσεις», Universalis, Paris (2002). 32 Νικολαΐδου Σήλια,»Η Κοινωνική Οργάνωση του Αστικού Χώρου» ,εκδ. Παπαζήσης (1993), σελ.93 33 Lavedan P., περιοδικό «Urbanisme», τεύχος Μαΐου (1933), σελ.159.
32
για την μελλοντική μορφή της πόλης χωρίς να θέλει να δώσει κανένα δικαίωμα ανάμειξης στο επανασχεδιασμό της στους ίδιους τους κατοίκους της. Επομένως το ελληνικό κράτος αποφασίζει να απαλλοτριώσει την πυρίκαυστη ζώνη καθώς και να επανασχεδιάσει πλήρως η πόλη. Η πολιτική ηγεσία της χώρας πιστεύει ότι η μέθοδος της απαλλοτρίωσης μπορεί να οδηγήσει εύκολα στον εκμοντερνισμό και την πρόοδο. Βέβαια για να επιτευχθεί αυτό το κράτος παίρνει αυστηρά μέτρα απαγορεύοντας στους πυρόπληκτους την εγκατάσταση τους σε αυτή τη ζώνη και εξωθώντας τους στο βόρειο τμήμα της πόλης που ως τότε παρέμενε ακατοίκητο, δηλαδή σε μια μετανάστευση εσωτερική εντός της πόλης και στην αύξηση των ορίων της. 34Επιθυμείται με αυτόν τον τρόπο η περιοχή του κέντρου να μείνει ανέγγιχτη και τίποτα να μην αποτελέσει εμπόδιο στις μελλοντικές τους βλέψεις και σχέδια. Σαν δεύτερο βήμα και νομικός περιορισμός για να αρχίσει το έργο της ανοικοδόμησης είναι η προετοιμασία και η εκπόνηση των προκαταρκτικών μελετών, όπως αυτή της τοπογράφησης και της κτηματογράφησης της πόλης διαδικασίες που έγιναν από το Συνεργείο Μηχανικών35 που είχε οριστεί αρχικά από την κυβέρνηση και απαρτίζονταν πλήρως από Έλληνες μηχανικούς. Οι προεργασίες είχαν ως στόχο αφενός να γίνει προσπάθεια από το κράτος να αποζημιωθούν οι πληγέντες και αφετέρου να εκτιμηθεί η αξία της ιδιοκτησίας και να αποσαφηνιστούν τα όρια της. Λόγω όμως της φύσης αυτών των μεθόδων και της συνθήκης που αναφέρει ο Aldo Rossi ότι “το έδαφος καθώς γίνεται εμπορεύσιμο αγαθό γίνεται αντικείμενο οικονομικού μονοπωλίου” 36ήταν αναπόφευκτες οι φιλονικίες που δημιουργούσε η ιδιοκτησία του εδάφους. Το γεγονός αυτό δυσχέραινε την ομαλή λειτουργία του έργου και ο λαός υπήρξε τροχοπέδη του κρατικού φορέα. Για τους παραπάνω λόγους οι πρωταρχικές διεργασίες για την υλοποίηση του σχεδίου ολοκληρώθηκαν δύο χρόνια αργότερα, το 1919.37 Έπειτα η ελληνική κυβέρνηση είχε να λάβει την πιο σημαντική απόφαση να ορίσει την ομάδα σχεδιασμού, η οποία θα είχε ως έργο της να υλοποιήσει τους στόχους και τις επιδιώξεις που είχε θέσει για την Θεσσαλονίκη τόσο η Ελλάδα όσο και οι αρχές της. Με κυρίαρχο στόχο την ανάπτυξη της πόλης με βάση τη Δύση και τα πρότυπά της καθώς και πολιτικά κίνητρα αποφασίστηκε ότι οι κατάλληλοι για να διεκπεραιώσουν με επιτυχία αυτό το εγχείρημα ήταν Άγγλοι και Γάλλοι ειδικοί που είχαν εντρυφήσει στην επιστήμη της πολεοδομίας. Επιλέχθηκαν επιστήμονες και ειδικοί από αυτά τα μέρη λόγω της συμμαχίας της Ελλάδας με τις συγκεκριμένες χώρες αλλά και τα εγκατεστημένα ήδη στρατεύματα τους στον ελλαδικό χώρο. Βλέπουμε ότι οι πολιτικές σκοπιμότητες δεν μπορούσαν να μην αναμειχθούν σε αυτό το αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό πρωτοπόρο για την χώρα έργο. Με βάση τα παραπάνω η Επιτροπή Σχεδιασμού38 συγκροτήθηκε με επικεφαλής τον Άγγλο αρχιτέκτονα Thomas Hayton Mawson καθώς και την πολύτιμη συνεισφορά άλλων σπουδαίων επιστημόνων, όπως ο Γάλλος αρχιτέκτονας Ernest Hébrard και υπό την επίβλεψη του Υπουργού Συγκοινωνίας, Αλέξανδρο Παπαναστασίου.39 Η Επιτροπή όμως λόγω των ιστορικών συγκυριών άλλαξε και 34 Καραδήμου Γερόλυμπου A. , «Η Ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917”, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995), σελ.86. 35 Τριανταφυλλίδης Χ. Ν. , “Αι περί του σχεδίου Θεσσαλονίκης ισχύουσαι διατάξεις εν κωδικοποιήσει”, Θεσσαλονίκη (1928), σελ.408. 36 Rossi A. , “ Η Αρχιτεκτονική της πόλης”, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1991), σελ.224. 37 “Εφημερίδα των Βαλκανίων”, 21.11.1918 και “Μακεδονία”, 22.3.1919 και 31.3.1919. 38 Η Επιτροπή Σχεδιασμού αποτελούνταν επίσης από τα εξής μέλη: Joseph Pleyber (πολιτικός μηχανικός), Άγγελο Γκίνη (πολιτικός μηχανικός), Αριστοτέλη Ζάχο (αρχιτέκτονας), Κωνασταντίνο Κιτσίκη (αρχιτέκτονα), Κωνασταντίνο Αγγελάκη (Δήμαρχος Θεσσαλονίκης). 39 “Επίσημη έκθεση της Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης για τα αίτια της πυρκαγιάς”, Εφημερίδα «Πρόοδος», Επίσημη έκθεση της Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης για τα αίτια της πυρκαγιάς, (1917).
33
14_ Η πόλη πριν την απαλλοτρίωση. Με σκούρο χρώμα συμβολίζεται η πυρίκαυστη ζώνη. Αποτύπωση του Συνεργείου Σχεδίου Πόλεως (1917)
ως επικεφαλής και αρμόδιος για το σχέδιο της ανοικοδόμησης της Θεσσαλονίκης μέχρι την περαίωση του τέθηκε ο Ernest Hébrard, ο οποίος προσέφερε πολυδιάστατη υποστήριξη στην ελληνική κυβέρνηση. Επομένως συναντάμε ένα ελληνικό κράτος που προσπαθεί να επέμβει δραστικά διαμορφώνοντας την Θεσσαλονίκη με βάση τα δικά του συμφέροντα. Επιθυμεί να μεταβάλλει μέσω της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας εντελώς το εξωτερικό περίβλημα της πόλης ώστε να αντικατοπτρίζεται σε αυτό ο χαρακτήρας του έθνους και του πολιτισμού του. Αυτό σε συνδυασμό με τον στόχο βιομηχανοποίησης της πόλης κάνουν τις εθνικό-θρησκευτικές συνοικίες ένα απομεινάρι του ανατολίτικου πολιτισμού που έρχεται σε αντίθεση με την επιθυμητή μορφή της Θεσσαλονίκης. Ακόμη οι βλέψεις του κράτους από τη μία απορρίπτουν αστικές δομές, όπως οι εθνικό-θρησκευτικές συνοικίες, και την οργανική ανάπτυξη της πόλης και παράλληλα προωθούν την ταξική ιεραρχία των κατοίκων μέσα στον αστικό χώρο της πόλης.
34
3.3 Σχέδιο Hébrard, μια top-down επέμβαση στην πόλη Εκτελεστής όλων των επιδιώξεων της κυβέρνησης υπήρξε ο Ernest Hébrard ο οποίος αποτελούσε μια σπουδαία προσωπικότητα για την νεότερη πολεοδομία του 20ού αιώνα. Ο ίδιος θεωρείται θεμελιωτής της, όπως αντίστοιχα ο Henri Prost και ο Tony Garnier.40 O Hébrard διακρίνονταν για τις λαμπρές του γνώσεις και εκπόνησε ένα σχέδιο για την πόλη της Θεσσαλονίκης που είχε δεχτεί επιρροές κυρίως από την μοντέρνα ευρωπαϊκή πολεοδομία που έκανε την εμφάνιση της στα τέλη του 19ου και στις αρχές 20ού αιώνα. Επίσης σημαντικό ρόλο στην δημιουργία του σχεδίου έπαιξαν οι σπουδές του στο Παρίσι και στη Ρώμη κι όλα τα ερεθίσματα που είχε αποκομίσει από εκεί. Επιπλέον κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τα παραπάνω ήταν ότι ο συγκεκριμένος αρχιτέκτονας-πολεοδόμος είχε επηρεαστεί αρκετά από τον οριενταλισμό λόγω του έργου του στην Ινδοκίνα, πράγμα που επηρέασε μετέπειτα το αποτέλεσμα του σχεδίου και την ομοιότητα της Θεσσαλονίκης με νεοσύστατες αποικιακές πόλεις, όπως αυτή του Μαρόκου.41 Πέρα από τις επιρροές του ο Hébrard υπήρξε ένας τυπικός πολεοδόμος με τις αρχές του 20ού αιώνα που ασκούσε στο έργο του τις ολοκληρωμένες τεχνικές γνώσεις που είχε αλλά και παρατηρούσε τις καταστάσεις και την κοινωνία στην οποία απευθύνεται και επεμβαίνει με τη δουλειά του και χρησιμοποιώντας εργαλεία της πολεοδομίας42 χωρίς κανέναν περιορισμό από το κράτος ή από τους κατοίκους της πόλης.
15_ Ο Ernest Hébrard με την υπόλοιπη Ομάδα Σχεδιασμού επί το έργο 40 Γιακουμής, “Ερνέστ Εμπράρ-Ernest Hebrard 1875-1933. Eικόνες από τη ζωή ενός αρχιτέκτονα.Από την Ελλάδα στην Ινδοκίνα.”, εκδ. Ποταμός, Αθήνα (2001), σελ.155. 41 Καλογήρου N. , “Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης από τον Hébrard. Μια επέμβαση στον αστικό χώρο και την αρχιτεκτονική της πόλης”, Πρακτικά Συνεδρίου: Νεοκλασική πόλη και αρχιτεκτονική. Α.Π.Θ. Σπουδαστήριο Ιστορίας Αρχιτεκτονικής, Θεσσαλονίκη (1983). 42 Lavedan P. , περιοδικό “Urbanisme”, τεύχος Μαΐου 1933, σελ.159.
35
Σαν αποτέλεσμα ο ίδιος ο Hébrard με την Ομάδα Σχεδιασμού του δημιούργησαν ένα σχέδιο πόλης το οποίο βασιζόταν στις αρχές μιας συνθετικής πολεοδομίας πράγμα που σημαίνει ότι αντιλαμβανόταν τον αστικό χώρο σαν ολότητα και ενδιαφερόταν τόσο για την λειτουργική όσο και για την καλλιτεχνική του διάσταση. Η πρόταση του αποτελεί μια ολοκληρωμένη πολεοδομική πρόταση με έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιοχών. Επομένως γίνονται επεμβάσεις που αφορούν τόσο τη μεγάλη κλίμακα της πόλης με κύριους άξονες και κατευθύνσεις από το κράτος που στοχεύουν στην ανάπτυξή της, όσο και επεμβάσεις μικρότερης κλίμακας είτε του ιστορικού κέντρου και της αναδιάρθρωσής του είτε οργάνωσης περιοχών επέκτασης της πόλης. Ο Hébrard μέσω του σχεδίου του προσπαθεί να δώσει μια ηθελημένη δομή και μορφή στην πόλη που θα καταφέρει να πληρεί τις προϋποθέσεις ώστε η πόλη να εξελιχθεί και να ακολουθήσει άλλα πετυχημένα παραδείγματα πόλεων του δυτικού πολιτισμού. Με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλίσει ο ίδιος την προσωπική του επιτυχία αλλά και η πολιτική εξουσία και το κράτος τους στόχους ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού που έχει θέσει. Το σχέδιο πόλης περιλαμβάνει αρκετές πληροφορίες για την μεγάλη κλίμακα αλλά και πληθώρα σχεδιαστικών λεπτομερειών και μας μαρτυρά τις προθέσεις που έχει ο αρχιτέκτονας-πολεοδόμος ως προς τη μορφή και τη διάρθρωση της πόλης και των επιμέρους στοιχείων της. Ακόμη η απαλλοτρίωση που ασκείται από το κράτος δείχνει την προδιάθεση να εκμοντερνιστεί η πόλη αλλά και το ότι διαθέτει μεγάλες αστικοποιημένες περιοχές για να διαμορφωθούν υπό τις εντολές του εκπονητή του σχεδίου. Έτσι όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Αλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου στο βιβλίο “Η Ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917”, “Πεποίθησή του (Ernest Hébrard) είναι ότι οι σύγχρονες ανάγκες μπορούν να εκφραστούν σχεδιαστικά με “οικουμενικές” αρχές σύνθεσης”.43 Με αυτό σαν βασική λογική αρχίζει τη σύνθεση του σχεδίου πόλεως το οποίο και ο αρχιτέκτονας-πολεοδόμος επιθυμεί να εκπονεί από προσωπική επιτόπια μελέτη και έρευνα. Ώστε το κάθε στοιχείο που προσθέτει στο σχέδιο να βιώνεται πραγματικά στο χώρο της πόλης και να μην έχει απλά μια συμβολική σημασία μέσω της σκοπιάς μόνο του αρχιτέκτονα. Πρώτο και καθοριστικό βήμα του σχεδίου είναι ο διαχωρισμός της πόλης με βάση τις λειτουργίες της. Σαν αποτέλεσμα προσδοκούσε για την πόλη να πάψει να διαχωρίζεται εθνικά και θρησκευτικά όπως συνήθιζε. Ο διαχωρισμός πλέον αλλάζει μορφή και γίνεται με βάση τις χρήσεις γης και τις βασικές λειτουργίες που διαθέτει μια σύγχρονη δυτική πόλη του 20ού αιώνα, κάτι στο οποίο επιθυμεί να μετατρέψει την Θεσσαλονίκη.44 Συγκεκριμένα το ιστορικό κέντρο αποκτά μια καθαρά εμπορική και διοικητική λειτουργία και η λειτουργία της κατοίκησης αποκτά δευτερεύοντα ρόλο, καθώς μόνο ένα μικρό τμήμα του καλύπτει αυτό τον σκοπό και απευθύνεται σε ανώτερα οικονομικά στρώματα. Αυτό συμβαίνει αρχικά λόγω της διαδικασίας του διαμοιρασμού των οικοπέδων, μια διαδικασία που λειτουργεί βοηθητικά για το κράτος και τον Hébrard στην προσπάθεια εξώθησης των αδύναμων εισοδηματικών στρωμάτων από τον ιστορικό πυρήνα και το εμπορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Σε αυτή την ιδιάζουσας σημασίας περιοχή της πόλης ο Hébrard επιθυμούσε να αντικατοπτρίζεται η αίγλη της πόλης αλλά και λόγω των λειτουργιών και των ταξικών στρωμάτων που θα την οικειοποιούνταν θα ήταν πιο εύκολη η δυνατότητα ανέλιξης της, κυρίως 43 Καραδήμου Γερόλυμπου A., «Η Ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995), σελ.133-134. 44 Η τεχνική του zoning αποφασίζεται όταν ακόμη στην Ομάδα Σχεδιασμού της Ανοικοδόμησης της Θεσσαλονίκη ανήκει ο Th. Mawson και είναι μια ιδέα που προκύπτει από την συνεργασία τους κι αργότερα διατηρείται στο σχέδιο και υλοποιείται από τον ίδιο τον Ernest Hébrard. Βλ. Thomas Hayton Mawson, “ The New Salonica”, Balkan News 29-30-31 January 1918.
36
16_ Χρήσεις γης και οικοδομικά συστήματα, 1918
37
οικονομικά. Το ιστορικό κέντρο αξίζει να σημειωθεί είναι το μόνο τμήμα του σχεδίου πόλεως που κατάφερε να υλοποιηθεί αλλά αξίζει να δούμε και τις λειτουργίες και τις μορφές που έδινε ο σχεδιαστής στις μελλοντικές επεκτάσεις, καθώς το σχέδιο του μαρτυρά την διορατικότητά του ως προς την αύξηση του πληθυσμού 45και κατ επέκταση της ίδιας της πόλης. Με στόχο την πλήρη εξάλειψη την παλιάς χωρικής οργάνωσης της πόλης, με βάση τις εθνικό-θρησκευτικές και τοπικές ιδιαιτερότητες, το σχέδιο διαρθρώνεται με μια ακόμη πολύ σημαντική λειτουργία για την πόλη και την ανάπτυξή της – ειδικότερα εκείνης της χρονικής περιόδου – αυτή της βιομηχανίας. Η Ομάδα Σχεδιασμού και ο βασικός αρχιτέκτονας-πολεοδόμος επιλέγουν να τοποθετήσουν αυτή τη ζώνη στα δυτικό μέρος της πόλης – μιλάμε για την περιοχή του Βαρδαρίου και τα δυτικά προάστια - μαζί με βασικούς σταθμούς του δικτύου συγκοινωνιών, δηλαδή του τρένου. Σε συνδυασμό με τις λειτουργίες έρχεται να προστεθεί και η κατοίκηση μιας συγκεκριμένης ομάδας του πληθυσμού και συγκεκριμένα των ατόμων που προέρχονται από κατώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, δηλαδή την εργατική τάξη. Δεν είναι τυχαία η χωροθέτηση αυτής της πληθυσμιακής ομάδας ανθρώπων σε αυτό το σημείο της πόλης δίπλα στις βιομηχανίες καθώς οι εργάτες, με βάση τα δυτικά και καπιταλιστικά πρότυπα, αποτελούν κομμάτι του εργοστασιακού εξοπλισμού και του κεφαλαίου και η τοποθέτησή τους σε αυτό το σημείο θα αποτελέσει μια κερδοφόρα πράξη για το κράτος και τους κεφαλαιούχους του.46 Στην αντίπερα πλευρά της πόλης, την ανατολική από τον Λευκό Πύργο ως την Καλαμαριά, ο Hébrard δεν επεμβαίνει αρκετά καθώς διατηρεί την λειτουργία της κατοίκησης που προϋπήρχε και την εμπλουτίζει με την λειτουργία της αναψυχής και απευθύνεται κυρίως σε ανώτερα εισοδηματικά στρώματα. Οι περιοχές-ζώνες, όπως αποτυπώνονται στο σχέδιο, διαχωρίζονται μεταξύ τους με μεγάλες ζώνες πρασίνου για λόγους αντιπυρικής προστασίας, όπως περιγράφει ο Thomas Hayton Mawson. Πέρα από αυτόν τον παράγοντα οι ζώνες πρασίνου δρουν από την μια διαχωρίζοντας ξεκάθαρα στον χώρο την λειτουργία της κάθε ζώνης, και από την άλλη ως κύρια συνδετικά στοιχεία στην συνολική διάρθρωση της πόλης. Ακόμη είναι πολύ σημαντική η ύπαρξή τους για λόγους υγιεινής αλλά και αναψυχής διότι εισχωρούν στοιχεία της φύσης στο αστικό της τοπίο και δημιουργούν μικρές πράσινες οάσεις στο εσωτερικό της πόλης που ωφελούν την ψυχική και σωματική υγεία των κατοίκων της. Βέβαια λόγω των ιστορικών συγκυριών και της δεσπόζουσας ανάγκης για κατοίκηση οι χώροι αυτοί εξαφανίζονται στην τελική μορφή του σχεδίου. Την αντίστοιχη μοίρα έχουν και τα σχέδια επέκτασης της πόλης τόσο δυτικά όσο και ανατολικά που τελικά δεν καταφέρνουν να υλοποιηθούν.47
45 Ο ίδιος υπολόγιζε για μια αύξηση της τάξης των 350.000 κατοίκων που αργότερα λόγω των ιστορικών γεγονότων αποδείχτηκε λανθάνουσα. 46 Marx K. - Engels Fr. , “Κείμενα: Για τις πόλεις. Για τη γη. Για την αρχιτεκτονική.”, Αποδελτίωση - Μετάφραση: Νίκος Τριαντής , εκδ.Τυποεκδοτική, Αθήνα (2003), σελ. 69-70. 47 Καραδήμου Γερόλυμπου A. , «Η Ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917”, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995), σελ.180.
38
Ένα άλλο στοιχείο που είναι απαραίτητο για ένα πολεοδομικό έργο είναι η μελέτη και η χάραξη του οδικού δικτύου της πόλης την οποία και σχεδιάζει ιδιαίτερα προσεκτικά ο Hébrard. Το οδικό είναι αυτό που συνδέει την ενδοχώρα με την υπόλοιπη Ελλάδα αλλά και τα Βαλκάνια και παίζει καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης και την δικτύωσή της με τα υπόλοιπα σημαντικά εμπορικά κέντρα. Στην Θεσσαλονίκη είναι δύσκολο όμως να παρατηρήσει κανείς τι προϋπήρχε του σχεδίου καθώς διατήρησε και επέκτεινε κάποια κομμάτια δρόμων48 βάσει όμως πάντα στις αρχές οργάνωσης σχεδιασμού των γαλλικών κλασικών χαράξεων, αρχές που ακολουθούσε πιστά κι όχι όμως τόσο αυστηρά. Επίσης σε πολλές περιπτώσεις δρόμων49 ο τρόπος χάραξης και διάταξης των οδών δεν γίνεται μόνο για λόγους πρακτικών και λειτουργικών αναγκών όπως το κυκλοφοριακό πρόβλημα της πόλης και την αντιμετώπισή του. Η χάραξη μπορεί να θεωρηθεί ο σκελετός που θα ενώνει κάποια σημαντικά σημεία μέσα στην πόλη, είτε αυτά είναι διοικητικά είτε μνημειακά κτίσματα, τα οποία επιλέγονται ως στοιχεία οπτικής αναφοράς στην κατάληξη της προοπτικής φυγής των οδών. Ένας ακόμη παράγοντας που καθορίζει τις χαράξεις του Hébrard και τις κυκλοφοριακές αρτηρίες που έχουμε ως και σήμερα στο κέντρο της πόλης είναι δρόμοι ως χώροι θέασης προς τη θάλασσα και δημιουργίας προοπτικών που βοηθούν στην εύρεση προσανατολισμού μέσα στην πόλη αλλά και δρόμοι περιπάτου με καταπληκτικές θέες μέσα στην πόλη. Για τους παραπάνω λόγους η διάνοιξη δρόμων ώστε να γίνει εν τέλει ευκολότερα προσπελάσιμος ο αστικός ιστός της απαιτούσε τον κατακερματισμό των οικοπέδων. Αυτό σαν γεγονός ήταν ο λόγος που αντιμετώπισε αντιρρήσεις από το κράτος και την πολιτική ηγεσία, οι οποίοι ζήτησαν μείωση του εμβαδού που προτεινόταν για το οδικό δίκτυο, που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ πράγμα που μας δείχνει τον δυναμικό χαρακτήρα που είχε αποκτήσει το σχέδιο καθώς είχε κριθεί υψίστης σημασίας η υλοποίησή του. Παρόλα αυτά οι υπόλοιπες προτάσεις του σχεδίου δεν είχαν την ίδια επιτυχία με το οδικό δίκτυο κυρίως λόγω της οικονομικής αδυναμίας του κράτους και της ανικανότητας της πολιτικής εξουσίας να φτάσει τους στόχους που η ίδια είχε θέσει. Πιο συγκεκριμένα, στο σχέδιο του Ernest Hébrard είχαν εκπονηθεί μελέτες και προτάσεις και σε μικρότερη κλίμακα πέρα της πολεοδομικής, αυτή της αστικής. Για παράδειγμα ο δημιουργός του σχεδίου είχε κάνει αρκετές αρχιτεκτονικές προτάσεις για πλατείες και η μόνη που υλοποιήθηκε εξ ολοκλήρου ήταν η πλατείας Αριστοτέλους. Τα κτίρια της είχαν σχεδιαστεί από τον ίδιο και προσπαθούσαν να έχουν ένα βυζαντινό στυλ γεγονός που συνέβαινε γιατί το κράτος ήθελε στην πόλη στοιχεία ανάδειξης του παρελθόντος του πέρα από τα οθωμανικά κατάλοιπα που επιθυμούσε να διαγραφτούν οριστικά από τον αστικό ιστό της πόλης.50
48 Τέτοια παραδείγματα αποτελούν οι κύριοι οδικοί άξονες τις πόλεις όπως η Λεωφόρος Νίκης, η Εγνατία, η Μητροπόλεως και η Αγίου Δημητρίου. 49 Η περίπτωση της οδού Δημητρίου Γούναρη που συνδέει την Ροτόντα με την Καμάρα και καταλήγει στο θαλάσσιο μέτωπο της πόλης και η αξιοσημείωτη περίπτωση της Αριστοτέλους που με την διάνοιξή της συνδέονται δυο μεγάλες πλατείες. 50 Νίκος Καλογήρου, “Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης από τον Ernest Hébrard. Μια επέμβαση στον αστικό χώρο και την αρχιτεκτονική της πόλης”, Πρακτικά Συνεδρίου: Νεοκλασική πόλη και αρχιτεκτονική. Α.Π.Θ. Σπουδαστήριο Ιστορίας Αρχιτεκτονικής, Θεσσαλονίκη (1983).
39
Εκτός όμως από αυτό το παράδειγμα ο αρχιτέκτονας-πολεοδόμος επιθυμούσε η πόλη και ειδικότερα ο ιστορικός της πυρήνας να χαρακτηρίζεται μορφολογικά όσο και από άποψη οικοδομικού συστήματος από ενιαία δόμηση και ομοιογένεια με βάση του οικοδομικού κανονισμού που είχε θεσμοθετηθεί εκείνη την χρονική περίοδο. Αλλά και μέσω της αρμονίας ενός αρχιτεκτονικού στυλ το οποίο θα κινούταν στα πλαίσια μνήμης του βυζαντινού πολιτισμού και της ιστορίας του, πράγμα που προωθούσε το κράτος. Αυτό βέβαια ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί επειδή απαιτούνταν ένα επίπεδο ανάπτυξης της πόλης πολύ ανώτερο από εκείνο που υπήρχε εκείνη την εποχή γενικότερα στη χώρα λόγω των οικονομικών δυσχερειών και των ιστορικών γεγονότων που λάμβαναν χώρα.
17_ Πολεοδομικός ιστός πριν την πυρκαγια
18_ Πολεοδομικός ιστός με τη νέα ρυμοτομία μετά την πυρκαγια
40
Επομένως σε τελικό στάδιο οι κάτοικοι πήραν και πάλι τη σχεδιαστική δύναμη στα χέρια τους καθώς οι οικονομικά ισχυροί αγόρασαν οικόπεδα εφόσον το κράτος δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει οικονομικά στις απαιτήσεις του σχεδίου. Η οικονομική ισχύς ορισμένων κατοίκων καθόρισε εκείνη την χρονική στιγμή σημαντικά την πόλη και κυρίως την αρχιτεκτονική της διότι μέσω μεμονωμένων προσωπικών τους επιλογών, όπως αυτές των κατοικιών τους, διαμόρφωσαν την συνολική εικόνα της πόλης. Έτσι η ιδιωτική αρχιτεκτονική και μια καινούργια τάξη, αυτή των μεγαλοαστών, έκαναν την εμφάνιση τους στο χώρο της πόλης τον οποίο και διαμόρφωσαν καθοριστικά αφαιρώντας την δυνατότητα του κράτους αλλά και του αρχιτέκτονα-πολεοδόμου να επέμβει και να ορίσει το ενιαίο στυλ που επιθυμούσε στην όψη της πόλης.
19_ Αεροφωτογραφία του ιστορικού κέντρου
41
Συνοψίζοντας δεν μπορούμε να κρίνουμε αν το σχέδιο αποδείχτηκε πετυχημένο ή όχι αν και ξέρουμε ότι μόνο το σημείο του ιστορικού κέντρου της πόλης κατάφερε να υλοποιηθεί κι αυτό με αρκετές μεταβολές από το αρχικό σχέδιο. Γνωρίζουμε όμως ότι το σχέδιο πόλεως δημιουργήθηκε και προσπάθησε να υλοποιηθεί σε μια χρονική και ιστορική στιγμή που το ίδιο το κράτος και η χώρα αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα σε όλους τους τομείς. Γι αυτό και υπήρχαν αρκετές φάσεις εφαρμογής του σχεδίου με το τελικό να κατατίθεται το 1929 λόγω των εκάστοτε δυνατοτήτων χρηματοδότησης του από το κράτος. Παρόλα αυτά είναι ένα από τα ελάχιστα αξιοσημείωτα παραδείγματα στον ελλαδικό χώρο που το κράτος και η πολιτική εξουσία προσπάθησε να επέμβει τόσο δραστικά στον αστικό ιστό μιας πόλης και να τον διαμορφώσει με βάση τις ανάγκες της, συνεργαζόμενη με έναν κλάδο άγνωστο ως τότε, αυτόν της πολεοδομίας. Η ανάγκη του κράτους να εισχωρήσει στο καπιταλιστικό σύστημα της Δύσης το οδήγησε σε αυτές τις αποφάσεις και τις ταξικές δομές που δημιουργήθηκαν στην πόλη τις Θεσσαλονίκης μέσω του σχεδίου. Επίσης το σχέδιο είχε την άμεση στήριξη του κράτους αφού οι αποφάσεις της Ομάδας Σχεδιασμού και του Ernest Hébrard ενισχυόταν από την νομοθεσία που είχε θεσμοθετηθεί από το κράτος.51 Η καθοριστική και δυναμική επέμβαση του κράτους στην ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης έπαψε όταν λόγω της οικονομικής του αδυναμίας και πιο σοβαρών προβλημάτων που είχε να αντιμετωπίσει τα συμφέροντα των κατοίκων αναμείχθηκαν στον σχεδιασμό της πόλης μέσω του παράγοντα της ιδιοκτησίας της γης. Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι το κράτος τόλμησε μια πολιτική απαλλοτρίωση και παρότι προσπάθησε σε μεγάλο βαθμό δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει εξ ολοκλήρου το νέο σχέδιο πόλεως και όλες του τις βλέψεις. Πέρα όμως από αυτό το έργο του Ernest Hébrard έδωσε στην πόλη την αστική φυσιογνωμία που επιθυμούσε το ελληνικό κράτος, χωρίς όμως την επιθυμητή συνοχή του πολεοδομικού ιστού της και σβήνοντας οριστικά από αυτόν τα οθωμανικά στοιχεία και της δομές οργάνωσης της χώρου που αποτελούσαν σημαντική ιστορική κληρονομιά για την Θεσσαλονίκη. τα έργα του.52 Σαν σπουδαίο και βοηθητικό σύμμαχο σε αυτό το μεγάλο εγχείρημα της ανοικοδόμησης της πόλης είχε την πολιτική εξουσία, η οποία έχοντας ως στόχος να πετύχει τον εξευρωπαϊσμό της Θεσσαλονίκης αλλά και γενικότερα της χώρας και γνωρίζοντας τις γνώσεις που κατείχε ο συγκεκριμένος άνθρωπος του ανέθεσε αυτό το σημαντικό έργο. Εκτός όμως από την ανάθεση οι ίδιες οι ελληνικές αρχές έδωσαν στον Hébrard την δυνατότητα να θεωρήσει την πόλη σαν tabula rasa και να την οικοδομήσει από το μηδέν χωρίς να λαμβάνει υπόψιν του το παρελθόν της. Αυτή την ευκαιρία αλλά και τις ανέσεις που διέθετε λόγω των συναναστροφών του με ανώτερα κλιμάκια της εξουσίας την εκμεταλλεύτηκε με σκοπό να εμπνευστεί ένα σχέδιο πόλης καινοτόμο στο οποίο μπορούν να εφαρμοστούν όλες αυτές οι καινούργιες τεχνικές της πολεοδομίας53 χωρίς κανέναν περιορισμό από το κράτος ή από τους κατοίκους της πόλης.
51 Όπως αναφέρει ειδικότερα η Αλέκα Καραδήμου Γερόλυμπου στο βιβλίο “Η Ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την Πυρκαγιά του 1917”: “Ο Νόμος 1394 ρυθμίζει όλα τα σχετικά με την εφαρμογή του νέου σχεδίου της πόλης, και αποτελεί ένα συνολικό εργαλείο επέμβασης σε υπάρχοντα ιστό πόλης. Περιλαμβάνει τη διαδικασία εκτίμησης της αξίας των παλιών οικοπέδων, την συγκρότηση της Κτηματικής Ομάδας με την ένταξη σε αυτήν των παλαιών ιδιοκτησιών, την νέα οικοπεδοποίηση σύμφωνα με το σχέδιο, τον τρόπο διάθεσης των νέων οικοπέδων (διατίμηση και δημόσια εκποίηση) και τέλος διάφορες λεπτομέρειες της εφαρμογής”, σελ.100. 52 Σε αυτή του την παρατήρηση σπουδαίο και σημαντικό ρόλο στην μελέτη αλλά και στην εκπόνηση του σχεδίου έπαιξε το φωτογραφικό υλικό που μόνος του είχε συλλέξει κατά τη διάρκεια της σύνθεσης του σχεδίου πόλεως της Θεσσαλονίκης. 53 Lavedan P. , περιοδικό “Urbanisme”, τεύχος Μαΐου 1933, σελ.159.
42
20_ Προσχέδιο του Ernest Hébrard, 1918
43
4. 1922-1924: Η Θεσσαλονίκη ως “προσφυγούπολη”
4.1 Πλήρης ανασύσταση του κοινωνικού ιστού της πόλης Η Θεσσαλονίκη λίγα χρόνια μετά την μεγάλη πυρκαγιά του ιστορικού της πυρήνα θα βρεθεί πάλι αντιμέτωπη με τα ιστορικά γεγονότα, πρωταγωνιστώντας σε αυτά. Συγκεκριμένα τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν θα συνταράξουν όλη τη χώρα και δεν θα έχουν προηγούμενο. Καθώς η νεοσύστατη Ελλάδα θα δεχτεί συνολικά 1.200.000 πρόσφυγες λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής, αριθμός που αντιστοιχεί σχεδόν στο ένα τέταρτο του συνολικού της πληθυσμού εκείνη την χρονική περίοδο.54 Από αυτό τον τεράστιο αριθμό προσφύγων στην Μακεδονία θα διοχετευθεί το μεγαλύτερο μέρος, δηλαδή 638.000 πρόσφυγες. Η πόλη της Θεσσαλονίκης θα δεχτεί σχεδόν 117.000 ανθρώπους από την Μικρά Ασία, οι οποίοι θα φτάνουν σε αριθμό τους γηγενείς κατοίκους της55. Με τον όρο πρόσφυγας μιλάμε για μια ορισμένη κοινωνική ομάδα, η οποία βρίσκεται έξω από την πατρίδα της είτε λόγω του φόβου είτε λόγω του διωγμού εξαιτίας του οποίου δεν της επιτρέπεται να επιστρέψει σε αυτήν και την αναγκάζει να φύγει. Οι πρόσφυγες ζητώντας προστασία κατευθύνονται σε μια άλλη, γειτονική συνήθως, χώρα56. Με βάση τα παραπάνω αλλά και των πολιτικών σκοπιμοτήτων57 της εποχής η χώρα μας γίνεται χώρος υποδοχής αυτού του μεγάλου αριθμού ανθρώπων, καθώς αποτελεί τη μαζικότερη εισροή προσφύγων που έγινε ποτέ στον ελλαδικό χώρο. Συγκεκριμένα για τη Θεσσαλονίκη, η πόλη λειτουργεί ταυτόχρονα ως καταφύγιο για όλους αυτούς τους ανθρώπους αλλά και ως τόπος έξωσης για μια άλλη κοινωνική ομάδα, αυτή της μουσουλμανικής κοινότητας. Οι Μουσουλμάνοι της πόλης 58μετά τις αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας για ανταλλαγή πληθυσμών αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη και να μεταφερθούν σε εδάφη που ανήκουν στην Τουρκία. Η μουσουλμανική κοινότητα που έπαιζε σπουδαίο ρόλο για την πόλη και την ιστορία της επί πέντε σχεδόν αιώνες, εξαφανίζεται ολοσχερώς ως τα τέλη του 1924 αφήνοντας ως μοναδικά ίχνη της στο χώρο τα κτίσματα που διέμενε ή που ασκούσε την εμπορική της λειτουργία, όπως μαγαζιά. Βλέπουμε ότι όλες οι πληθυσμιακές ανακατατάξεις καθώς και οι ξαφνικές μετακινήσεις μεγάλων κοινωνικών ομάδων οδηγούν στην πλήρη ανασύσταση του πληθυσμού της πόλης, του οποίου η μορφή αλλά και ο χαρακτήρας αλλάζουν καθοριστικά. Με άλλα λόγια η Θεσσαλονίκη μετά τα γεγονότα της χρονικής περιόδου 1922 με 1924, χάνει τον κοσμοπολίτικο και πολυποίκιλο χαρακτήρα της και τείνει να ομογενοποιηθεί. Αλλάζει ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της και συνεπώς η πόλη δεν διατηρεί πλέον τον πολύθρησκο χαρακτήρα της, αντιθέτως την πλειοψηφία των κατοίκων της απαρτίζουν πια Χριστιανοί. Σε συνδυασμό με την αλλαγή του εθνικού της χαρακτήρα λίγα μόλις χρόνια πριν οδηγούν στην αλλαγή της χωρικής της υπόστασης αλλά και της συνολικής εικόνας της πόλης, αλλαγές που θα στιγματίσουν της Θεσσαλονίκη και θα προδικάσουν το μέλλον της. 54 Ιωαννίδου E. , “Η μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης. Η εγκατάσταση των προσφύγων στην πόλη (1920-1940)”, Πρακτικά Ημερίδας, Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς, εκδ. Επίκεντρο (2008), σελ.25. 55 Σύμφωνα με την απογραφή του 1923. 56 Αυτός είναι ο ορισμός για τον όρο πρόσφυγας που δίνει η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά μετά το πέρας του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. 57 Ο πρωθυπουργός της Ελλάδος, Ελευθέριος Βενιζέλος, καθώς και ο Κεμάλ Ατατούρκ στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν ομογενοποιημένα θρησκευτικά έθνη-κράτη προχωρούν στην ανταλλαγή πληθυσμού ανάμεσα στις δυο αυτές χώρες, 1923-1924. 58 Και γενικότερα ο μουσουλμανικός πληθυσμός της χώρας.
47
21_ Καραβάνια προσφύγων
48
4.2 Ο ρόλος και τα μέτρα του κράτους στην αποκατάσταση των προσφύγων Η Θεσσαλονίκη μπορεί να θεωρηθεί ότι με την εισροή των προσφύγων της Μικράς Ασίας άλλαξε ουσιαστικά την ταυτότητά της και μετατράπηκε σε ελληνική και συνεπώς το κράτος πέτυχε τον αρχικό στόχο που είχε θέσει για μια ομογενοποιημένη πόλη. Παρόλα αυτά δημιούργησε τεράστια προβλήματα στην πόλη και γενικότερα στη χώρα γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ανάγκη για στέγαση. Την ανάγκη στέγασης των προσφύγων έπρεπε να καλύψει σε σύντομο χρονικό διάστημα ο κρατικός μηχανισμός της χώρας, ο οποίος ήταν ήδη εν μέρει ενεργοποιημένος από τις προηγούμενες μετακινήσεις πληθυσμών στην πόλη και στην Βόρεια Ελλάδα59. Προκειμένου να διασφαλιστεί η κατάλληλη περίθαλψη και η αποκατάσταση των προσφύγων από το κράτος, η εκπόνηση του σχεδίου Hébrard αποκτά δευτερεύοντα ρόλο, έτσι συνεχίζει να εκπονείται το σχέδιο περιορισμένο μόνο μέσα στον ιστορικό πυρήνα της πόλης και με αρκετές αλλαγές ώστε να προσαρμοστεί στις συνθήκες της εποχής. Ωστόσο το κράτος προσπαθεί για άλλη μια φορά να επέμβει δραστικά στον αστικό ιστό της πόλης για να λύσει τα προβλήματα στέγασης που έχουν προκύψει από τον μεγάλο αριθμό προσφύγων σε συνδυασμό με τους πυροπαθείς του 1917 που δεν είχε αποκαταστήσει ως εκείνη τη στιγμή. Πρόκειται δηλαδή για μια επέμβαση του κράτους στην πόλη που δεν θέτει μεγαλεπήβολους στόχους – όπως η απόπειρα και το σχέδιο πόλεως του Ernest Hébrard – κι έχει ως μοναδικό κίνητρο να καλύψει της ανάγκες αυτής της μεγάλης πλέον μερίδας του πληθυσμού της. Με αυτό σαν κυρίαρχο και πρωτεύον μέλημα του κράτους ιδρύονται διάφοροι φορείς και επιτροπές με σημαντικότερες: το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, το Υπουργείο Πρόνοιας, η Εθνική Τράπεζα Ελλάδος και το Υπουργείο Γεωργίας. Η έκταση των προβλημάτων που είχαν δημιουργηθεί λόγω του προσφυγικού ζητήματος οδήγησε τους κρατικούς φορείς να δρουν αυτόνομα ως μια ανεξάρτητη δράση κι όχι παράλληλα με το σχέδιο της πόλης. Η ανάγκη για άμεση στέγαση των προσφύγων έκανε τους κρατικούς μηχανισμούς να μην επικεντρώνονται σε πρακτικές που σχετίζονταν με τις καινοτομίες της πολεοδομίας και της αρχιτεκτονικής . Καθώς ο κύριος στόχος ήταν να επιτευχθεί η λειτουργία της κατοίκησης και της αποκατάστασης της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας ώστε να μην κλονιστεί συνολικά η πόλη. Έτσι συναντάμε για πρώτη φορά την οργανωμένη δόμηση στον ελλαδικό χώρο αλλά και μια πολιτική από το κράτος κοινωνικής κατοικίας. Βέβαια για να ξεκινήσουν τα έργα απαιτούνταν μεγάλες ανοικοδόμητες εκτάσεις οι οποίες τις περισσότερες φορές ανήκαν στο δημόσιο και βρίσκονταν περιμετρικά της πόλης. Στην Θεσσαλονίκη δημιουργήθηκαν παραπάνω από πενήντα συνοικισμοί το διάστημα 1923 έως 1934, δεν είχαν όλοι τους όμως τον ίδιο χαρακτήρα ή τον ίδιο δημιουργό. Ειδικότερα πάνω από είκοσι συνοικισμοί ιδρύθηκαν από την Πρόνοια με έτοιμες κατοικίες, σχεδόν οχτώ κατασκευάστηκαν από οικοδομικούς συνεταιρισμούς σε οικόπεδα που ανήκαν στην Πρόνοια, άλλοι δεκατέσσερις από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων και μόλις δυο ιδρύθηκαν από ιδιωτική πρωτοβουλία. Παράλληλα 59 Πληθυσμοί που έφτασαν στην πόλη πριν από τους πρόσφυγες του 1922 και προέρχονταν από την Ρωσία, την Σερβία, την Βουλγαρία, την Μικρά Ασία και τον Καύκασο. Βλέπε Ελένη Ιωαννίδου, “Η μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης. Η εγκατάσταση των προσφύγων στην πόλη (1920-1940)”, Πρακτικά Ημερίδας, Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς, εκδ. Επίκεντρο (2008), σελ.43-44.
49
αυθαίρετοι συνοικισμοί δημιουργήθηκαν από τους ίδιους τους πρόσφυγες. Αυτοί οι πέντε τρόποι αποτελούσαν τους τύπους συνοικισμών που δημιουργήθηκαν στην πλειοψηφία τους από το κράτος κι άλλοτε από ιδιώτες αλλά και τους ίδιους τους κατοίκους και τους πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί στην πόλη. Συγκεκριμένα η Θεσσαλονίκη είχε δύο γενικότερα είδη συνοικισμών τους αγροτικούς που βρισκόταν σε απόσταση από ένα έως και δεκαπέντε χιλιόμετρα από τα όρια που είχε η πόλη εκείνη την εποχή και έφταναν τους εβδομήντα πέντε και τους αστικούς που είχαν δημιουργηθεί μέσα στα όρια της πόλης και αριθμητικά μειοψηφούσαν. Επομένως ονομαστικά η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) ίδρυσε τους πιο απομακρυσμένους συνοικισμούς από αυτούς αγροτικό χαρακτήρα είχαν ανατολικά οι Αρετσού, Κουρί, Κατιρλί, Νέα Κρήνη, δυτικά οι Αμπελόκηποι, Νέα Ευκαρπία, Νέο Κορδελιό, Νέα Κουκλουτζά, Νέα Βάρνα, Ροδοχώρι αλλά και αστικό χαρακτήρα και πάλι δυτικά της πόλης οι συνοικισμοί Συκιές και Νέα Μαλακοπή. Επίσης από την Πρόνοια δημιουργήθηκαν συνοικισμοί κυρίως με αστικό χαρακτήρα, οι οποίοι βρισκόταν πιο κοντά στον ιστορικό πυρήνα της πόλης και καταλάμβαναν την περιοχή από τον Βότση και των Δέρκων στο Καραμπουρνάκι ως την Σταυρούπολη και τον Βόσπορο στην άκρη της οδού Μοναστηρίου, ονομαστικά κάποιοι από αυτούς ήταν οι Τροχοδρομικών, Οσία Ξένη, Αθηνών, Τούμπα,Τριανδρία, Καλλιθέα, Επτάλοφος. Ακόμη υπήρξαν και οι περιπτώσεις που η Πρόνοια και η ΕΑΠ συνεργάστηκαν και με αυτόν τον τρόπο κατασκευάστηκαν οι συνοικισμοί της Κάτω Τούμπας και της Καλαμαριάς.60
60 Συλλογικό Έργο, “Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα. Οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα: Επιστημονικό συμπόσιο, 11 και 12 Απριλίου 1997”, εκδ. Σχολή Μωραΐτη. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (1999), σελ.26 και σελ.323-324.
50
22_ Περιφερειακά του ιστορικού κέντρου οι προσφυγικοί συνοικισμοί της πόλης, 1932
51
4.3 Δομή προσφυγικών συνοικισμών Το κράτος έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στην αποκατάσταση των προσφύγων. Η πολιτική προσέγγιση αυτή απαιτούσε από τη μία προσοχή ώστε να μην έχει καταστροφικές συνέπειες για την πόλη αλλά και ταχύτητα ώστε να καταφέρουν οι πρόσφυγες να εναρμονιστούν με το νέο χώρο κατοικίας τους και να αποκτήσουν θέση ζωτικής σημασίας μέσα σε αυτόν και στην ίδια την πόλη. Οι κρατικοί μηχανισμοί, όπως η Πρόνοια και η ΕΑΠ, κατάφεραν να αντλήσουν από το σχέδιο που είχε εκπονηθεί για την Θεσσαλονίκη μετά την πυρκαγιά του 1917 τα κατάλληλα μέσα και γνώσεις για να καταφέρουν τόσο τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό του αστικού χώρου όσο και την λειτουργικότητά του, αντλώντας από αυτό μόνο τα βασικά πολεοδομικά εργαλεία που διέθεταν εκείνη τη χρονική στιγμή. Ως εκ τούτου η πολεοδομία και η ρυμοτομία των προσφυγικών συνοικισμών ήταν αρκετά απλουστευμένη όπως αντίστοιχα και ο τρόπος που οι συνοικισμοί οργανώνονταν. Με άλλα λόγια το κράτος ή ο εκάστοτε φορέας που είχε αναλάβει την κατασκευή ενός συνοικισμού αρχικά επέλεγε την κατάλληλη περιοχή εποικισμού που βρισκόταν περιμετρικά της πόλης και ήταν είτε αδόμητοι χώροι και αγροτική γη είτε παλιά συμμαχικά στρατόπεδα. Έπειτα προχωρούσαν στην χάραξη του εδάφους και στον σχηματισμό οικοπέδων και συνήθως ακολουθούσαν αυστηρά το σύστημα του ορθογωνικού κάνναβου. Χρησιμοποιούνταν αυτός ο τύπος καννάβου διότι ήταν πιο εύκολα διαχειρίσιμος από τους αρμόδιους και δεν απαιτούσε ιδιαίτερα εξειδικευμένες πολεοδομικές γνώσεις. Επιπλέον η πολεοδομική διάταξη που υπάκουε σε αυτό το σύστημα βοηθούσε στην ίση κατανομή οικοπέδων καθώς και την μαζική ανοικοδόμησή τους. Ακόμη ένα αξιοσημείωτο στοιχείο αυτών των συνοικισμών ήταν ότι ακολουθούσαν μια σταθερή οδό που ξεκινούσε από το εσωτερικό της πόλης και αποτελούσε ουσιαστικά το μοναδικό συνδετικό τους κρίκο με αυτήν. Από την άλλη μεριά ο κάθε προσφυγικός συνοικισμός που ιδρυόταν είχε τη δικιά του φυσιογνωμία και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά λόγω των εκάστοτε φορέων και επιτροπών που τον αναλάμβαναν. Για παράδειγμα οι συνοικισμοί που ιδρυόταν από την ΕΑΠ και την Πρόνοια είχαν μια επαναλαμβανόμενη και σταθερή μορφή καθώς αποτελούνταν κυρίως από τρεις τύπους κατοικιών. Επίσης σύμφωνα με τον Aldo Rossi “ο τύπος δημιουργείται σύμφωνα με τις ανάγκες και τα αισθητικά κριτήρια. Μοναδικός, αλλά με πολλές παραλλαγές από κοινωνία σε κοινωνία, είναι δεμένος με τη μορφή και τον τρόπο ζωής.”61 Με αυτό σαν δεδομένο οι επικρατέστεροι τύποι κατοικιών που απαρτίζουν τους συγκεκριμένους συνοικισμούς είναι οι μικρές ελεύθερες μονώροφες κατοικίες, οι συστοιχίες μονώροφων ή διώροφων οικημάτων για τέσσερα, έξι ή οχτώ οικογένειες ανά μονάδα και τέλος τα ελεύθερα οικήματα για μία ή δύο πιο εύπορες οικογένειες.62 Ένας παράγοντας που διαφοροποιούσε αυτούς τους τύπους κατοικιών διαλύοντας με ευχάριστο τρόπο την επανάληψη και μονοτονία που παρείχαν ήταν οι διάφορες εργολαβίες στις οποίες ανέθεταν οι Πρόνοια και η ΕΑΠ αυτές τις περιοχές. Οι εργολαβίες έβαζαν τα δικά τους ξεχωριστά στοιχεία σε αυτούς τους τύπους και ως αποτέλεσμα δημιουργούσαν μια οπτική ποικιλία στους τυποποιημένους συνοικισμούς. Σε άλλους συνοικισμούς που γινόταν έπειτα από ιδιωτική πρωτοβουλία οι τύποι κατοικιών ήταν διαφορετικοί και συχνά χρησιμοποιούνταν και διαμορφώνονταν σε κατοικίες, οι εγκαταλελειμμένες νοσοκομειακές και στρατιωτικές εγκαταστάσεις των συμμαχικών στρατευμάτων που είχαν εδραιωθεί στην Θεσσαλονίκη τα προηγούμενα χρόνια. 61 Rossi A., “ Η Αρχιτεκτονική της πόλης”, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1991), σελ.39. 62 Ιωαννίδου Ε., “Η μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης. Η εγκατάσταση των προσφύγων στην πόλη (1920-1940)”, Πρακτικά Ημερίδας, Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς, εκδ. Επίκεντρο (2008), σελ.63-80.
52
Παρά τις ιδιαιτερότητες τους οι συνοικισμοί που ήταν κατασκεύασμα του κράτους και άλλων αρμόδιων φορέων είχαν έναν κοινό στόχο που αποτυπωνόταν στο χώρο, αυτόν της ανάγκης για στέγαση και αποκατάσταση του μεγαλύτερου δυνατού πληθυσμού των προσφύγων. Γεγονός που είχε ως συνέπεια σε όλες αυτές τις περιοχές να παραγκωνιστούν οι κοινόχρηστοι χώροι και να καταλαμβάνουν μόνο ένα μικρό τμήμα του συνολικού εδάφους του συνοικισμού. Οι κοινόχρηστοι χώροι που παίζουν έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή του ανθρώπου τότε εξασφάλιζαν μόνο τα απολύτως απαραίτητα για τη συλλογική ζωή της κοινότητας. Δηλαδή κάλυπταν μόνο τις στοιχειώδεις λειτουργίες όπως αυτές της εκκλησίας, της πλατείας και του σχολείου. Ο τεράστιος αριθμός προσφύγων και γενικότερα άστεγου πληθυσμού της πόλης δημιουργούσε αυτομάτως το αίσθημα στους φορείς ότι πρωτεύων ρόλο σε αυτές τις περιοχές κατείχε η λειτουργία της κατοίκησης. Γι αυτό και η πλειοψηφία των οικοπέδων είχαν αυτή τη χρήση και ο τρόπος διάρθρωσης τους δεν άφηνε κανένα περιθώριο μελλοντικής ανάπτυξης άλλων λειτουργιών μέσα σε αυτές τις περιοχές. Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα των συνοικισμών αποτελούσε η αδυναμία σύνδεσής του με τον υφιστάμενο ιστό της πόλης. Αυτό ήταν απόρροια τόσο του τρόπου χωροθέτησης τους, ο οποίος ήταν πολλές φορές σε απόσταση από την πόλη αλλά και της μορφής τους διότι οι προσφυγικοί συνοικισμοί ήταν ένα μωσαϊκό πολυάριθμων οικιστικών ενοτήτων. Οι ενότητες αυτές λειτουργούσαν σαν αυτοτελείς οργανισμοί αποκομμένοι από την υπόλοιπη πόλη εξαιτίας της αδυναμίας των εκάστοτε σχεδιαστών να τους συνδέσουν με τον ιστορικό πυρήνα της πόλης – άλλοτε ηθελημένα – και της απουσίας συνολικού σχεδιασμούς της πόλης. Επομένως βλέπουμε ότι οι προσφυγικοί οικισμοί αποτέλεσαν ένα επιτυχημένο τρόπο ώστε να αποκατασταθεί μια μεγάλη μερίδα αυτής της κοινωνικής ομάδας απέτυχαν όμως στο να γίνουν αμέσως κομμάτι της Θεσσαλονίκης.
23_ Επεκτάσεις του πληθυσμού 1917
Επεκτάσεις του πληθυσμού 1928 λόγω των προσφυγικών συνοικισών
53
24_ Προσφυγικός συνοικισμός Καλαμαριάς
25_ Προσφυγικός συνοικισμός Τούμπας
54
4.4 Το φαινόμενο της αυτοστέγασης, μια bottom up επέμβαση στην πόλη “Οι παράγκες και τα χαμόσπιτα δεν αφήνουν ίχνη. Στο χώρο της πόλης οι οικιστές τους μεταστεγάζονται, στην ιστοριογραφία αποσιωπούνται”63 Ο τεράστιος αριθμός προσφύγων που είχε απορροφηθεί στην πόλη της Θεσσαλονίκης δεν κατάφερε να αποκατασταθεί πλήρως στα προάστια της πόλης, δηλαδή στους προσφυγικούς συνοικισμούς. Εξαιτίας αυτού αλλά και της οικονομικής αδυναμίας του κράτους να διασφαλίσει στέγαση για όλους τους πληθυσμούς που το είχαν άμεσα ανάγκη οδήγησε στην δημιουργία αυθαίρετων προσφυγικών οικισμών μέσα στον αστικό ιστό της πόλης. Οι αυθαίρετοι οικισμοί δημιουργούνταν είτε από φτωχά στρώματα προσφύγων, που δεν κατάφερε να αποκαταστήσει το κράτος και οι αρμόδιοι φορείς, είτε από ευκατάστατους πρόσφυγες, οι οποίοι είχαν την οικονομική άνεση να ιδρύσουν από την αρχή δικούς τους συνοικισμούς. Η πρώτη κατηγορία βέβαια αυθαίρετων συνοικισμών ήταν πιο σύνηθες φαινόμενο μέσα στον ιστορικό πυρήνα της Θεσσαλονίκης. Συνεπώς το φαινόμενο της αυτοστέγασης εμφανίστηκε εκείνη την περίοδο ως συμπεριφορά των άκρων δηλαδή των προνομιούχων ομάδων και των πληττόμενων φτωχών προσφύγων. Οι πρώτοι εξελίχθηκαν σε οικοδομικούς συνεταιρισμούς και κατασκεύασαν οικισμούς με κατοικίες αστικού χαρακτήρα.64 Κατελάμβαναν γη που ανήκε στον αστικό ιστό της πόλης και πολύ κοντά από τον πυρήνα της με σκοπό την άμεση επαφή τους με την πόλη αλλά και την πρώιμη εδραίωσή τους σε αυτήν. Τέτοια εδάφη μπορεί να ήταν κυρίως εκτάσεις που προοριζόταν από το σχέδιο Hébrard για ζώνες πρασίνου. Η συγκεκριμένη προσφυγική ομάδα λόγω της δράσης της ως οικοδομικός συνεταιρισμός δεν λειτουργούσε σε αντίθεση με τον κρατικό μηχανισμό με τύπους κατοικιών αλλά ο κάθε ιδιοκτήτης γης κατασκεύαζε κατοικίες με το αρχιτεκτονικό στυλ που επιθυμούσε. Άρα οι συγκεκριμένοι συνοικισμοί είχαν ένα ιδιόμορφο χαρακτήρα καθώς προσέδιδαν συνολικά στην πόλη τα προσωπικά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του νέου πληθυσμού της. Από την άλλη πλευρά το τμήμα του προσφυγικού πληθυσμού που δεν κατάφερε να αποκατασταθεί και να εξυπηρετηθεί από το κράτος στράφηκε σε μια άλλη λογική κατοίκησης, την αυτοστέγαση και τη δημιουργία αυθαίρετων οικισμών. Οι οικισμοί δημιουργήθηκαν στο κέντρο της πόλης και συγκεκριμένα στην Άνω Πόλη αλλά και στα νεκροταφεία των Μουσουλμάνων65 – περιοχή που σύμφωνα με το σχέδιο Hébrard προοριζόταν για την σημερινή Πανεπιστημιούπολη. 63 Λεοντίδου Λ., “Πόλεις της Σιωπής”, εκδ. Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα (2001), σελ.7. 64 “Από οικοδομικούς συνεταιρισμούς κατασκευάστηκαν δυτικά οι: Καϊστρίου Πεδίου, Τυριλόης, Τρωάδος, Νεαπολης (τμήμα) και Σιδηροδρομικών ανατολικά: Σαράντα Εκκλησιές, Καισαρείας, Βυζαντίου, Τροχιοδρομικών Βυζαντίου και προσφύγων Δημοσιογράφων στην περιοχή Αλαττίνι. “, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο Συλλογικό Έργο, “Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα. Οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα: Επιστημονικό συμπόσιο, 11 και 12 Απριλίου 1997”, εκδ. Σχολή Μωραΐτη. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (1999), σελ.26 και σελ.327-328. 65 Πρόκειται για τον αυθαίρετο συνοικισμό της Αγίας Φωτεινής, ο οποίος κάλυπτε με παραπήγματα τεράστια έκταση και αργότερα καταστράφηκε από το κράτος με σκοπό την ανέγερση της σημερινής Πανεπιστημιούπολης αλλά και την κατασκευή του χώρου της Διεθνής Έκθεσης Θεσσαλονίκης όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Κώστα Τομανά, “Δρόμοι και γειτονιές της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1944”, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη (1997), σελ.280.
55
Οι συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες προσφύγων για να καλύψουν την ανάγκη τους για στέγαση οργανώνονταν μόνοι τους σε χώρους μέσα στην πόλη που νομικά δεν τους ανήκαν. Έπειτα κατασκεύαζαν σπίτια, γνωστά ως παραπήγματα, από υλικά που ήταν οικονομικά προσιτά για αυτούς και άμεσα διαθέσιμα. Οι αυθαίρετα οικισμοί δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως μόνιμοι καθώς κάποιοι από αυτούς μέχρι μια χρονική στιγμή παρέμεναν παράνομοι και το κράτος είχε ανά πάσα στιγμή την δυνατότητα κατεδάφισης τους.66 Οι κάτοικοι και δημιουργοί αυτών των αυθαιρεσιών, προκειμένου να διασφαλίσουν τον αναγκαίο χώρο για στέγαση, καταπατούσαν εδάφη που ανήκαν κάτω από την δημόσια αλλά και την ιδιωτική σφαίρα. Επομένως σαν αποτέλεσμα υπήρχε η στενότητα των κατοικιών αλλά και η πλήρης απουσία δημόσιων και κοινόχρηστων χώρων. Το γεγονός αυτό έκανε περιοχές, όπως η Πάνω Πόλη, ασφυκτικές και κατειλημμένες μόνο από την λειτουργία της κατοίκησης. Πολλές φορές σε περιοχές αντίστοιχες ήταν δύσκολη ακόμη και η κυκλοφορία καθώς οι πρόσφυγες καταλάμβαναν μέχρι και τους δρόμους της περιοχής με σκοπό να διασφαλίσουν έναν χώρο εστίασης. Με το φαινόμενο της αυτοστέγασης και της δημιουργίας αυθαιρεσιών οι πρόσφυγες αν και παραγκωνισμένοι κοινωνικά μέσα στην πόλη δείχνουν της δύναμή τους στο χώρο της. Αυτό το καταφέρνουν εισχωρώντας βίαια στον αστικό ιστό της και δημιουργώντας οικισμούς από παράγκες και παραπήγματα ως οικισμούς με κατοικίες με ενδιαφέρων αρχιτεκτονικό χαρακτήρα ανάλογα πάντα με την οικονομική τους κατάσταση. Συναντάμε λοιπόν για άλλη μια φορά την αδυναμία του κράτους να εξυπηρετήσει αλλά και να ελέγξει τη δράση αυτών των ομάδων στο χώρο της πόλης. Με αποτέλεσμα οι πρόσφυγες αν και νέοι κάτοικοι στην Θεσσαλονίκη να έχουν τη δύναμη να διαμορφώσουν τον αστικό της ιστό με βάση της ανάγκες και τις επιθυμίες τους.
66
Carlo Aymonino, “Κυριαρχία και Υποτέλεια – Η εξέλιξη της μοντέρνας πόλης”, εκδ. Λιβάνης- Νέα Σύνορα, σελ.45.
56
26_ Περιοχή της Άνω Πόλης που αναπτύχθηκε φαινόμενο της αυτοστέγασης
57
5. Η τελική μορφή της Θεσσαλονίκη μετά τα ιστορικά γεγονότα
“Η πόλη αποτελεί ένα συνδυασμό προσωπικών και συλλογικών ιστοριών-δράσεων και δομημένου περιβάλλοντος-τόπων”67 Η πόλη της Θεσσαλονίκης μετά το πέρας της εισροής των προσφύγων αλλάζει για άλλη μια φορά απότομα και βίαια τον αστικό της ιστό. Ο χώρος της πόλης επεκτείνεται και σχεδόν διπλασιάζεται μετά την δημιουργία των προσφυγικών συνοικισμών περιμετρικά από αυτήν, οι οποίοι τελικά μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες καταφέρνουν να εισχωρήσουν και να αποτελέσουν τμήμα της πόλης. Βασικός λόγος για να το καταφέρουν υπήρξε η ανοχή του κράτους και η παράκαμψη βασικών προδιαγραφών σε ζητήματα πολεοδομικά αλλά και νομικά. Παρόμοιες τακτικές είχαμε από το κράτος όταν η αδυναμία του να δημιουργήσει επιπλέον συνοικισμούς και να αποκαταστήσει τους πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί σε παράνομους αυθαίρετους οικισμούς μέσα στην πόλη οδήγησε στην κατεδάφιση μόνο μερικών από αυτούς. Οι υπόλοιποι αυθαίρετοι συνοικισμοί κατάφεραν να νομιμοποιηθούν αν και πρωτίστως έγιναν προσπάθειες από το κράτος να προσαρμοστούν στον υφιστάμενο αστικό ιστό της πόλης, οι οποίες και απέτυχαν.68 Ακόμη οι προσφυγικοί συνοικισμοί έξω από τον ιστορικό πυρήνα λειτούργησαν ως καταφύγιο των αδύναμων οικονομικά στρωμάτων, την πλειοψηφία των οποίων εκείνη την εποχή αποτελούσαν οι πρόσφυγες.Η κοινωνική ομάδα που ζούσε εκεί αυτομάτως αποτέλεσε την εργατική δύναμη της Θεσσαλονίκης του τότε. Οι πρόσφυγες συνέβαλαν με αυτόν τον τρόπο άθελά τους τον στόχο που είχε θέσει για την πόλη η πολιτική εξουσία και το κράτος, ο οποίος ήταν να αποκτήσει ταξικές δομές και ταξικό τρόπο οργάνωσης. Πέτυχαν ακόμη και την ομογενοποίηση της πόλης και της επικράτειας του ελληνικού στοιχείου, το οποίο με την πάροδο του χρόνου έγινε καθολικό. Αλλά και την δημιουργία ενός αστικού κέντρου που βασίζεται στο καπιταλιστικό σύστημα που προωθεί ο δυτικός πολιτισμός και που οργανώνει την πόλη και τον χώρο της με βάση την οικονομική και κοινωνική διαστρωμάτωση του πληθυσμού της. Η μετατροπή έγινε σε ένα προγενέστερο στάδιο καθώς η πόλη αλλά και η χώρα συνολικά βρισκόταν σε μια δύσκολη περίοδο οικονομικής κρίσης και δεν μπορούσε να πετύχει την πρόοδο και την εξέλιξη των υπόλοιπων δυτικών πόλεων και χωρών. Επίσης οι αδυναμίες του κράτους δημιουργούν μια δεύτερη πόλη στην περίμετρο της καθορισμένης και σχεδιασμένης πόλης. Η δεύτερη πόλη που σχηματίζεται λόγω των προαστίων που δημιουργούνται από τους προσφυγικούς συνοικισμούς συχνά αναπτύσσεται παράλληλα και όχι ταυτόχρονα με την υφιστάμενη πόλη. Αυτό συμβαίνει ακόμα και όταν οι προσφυγικοί συνοικισμοί εντάσσονται στα όρια της επειδή αυτές οι περιοχές οργανώνονται αυτόνομα τις περισσότερες φορές και δεν μπορούν να ακολουθήσουν τις απαιτήσεις και τους ρυθμούς εξέλιξης του πυρήνα της πόλης λόγω των υποδομών τους. 67 Σταυρίδης Στ. , “Μνήμη και εμπειρία”, εκδ. Αλεξάνδρεια (2006), σελ. 108. 68 Δημητρακόπουλος Αν. , “Σχέδια πόλεων. Πολεοδομία εν Ελλάδι”, Τεχνική Επετηρίς της Ελλάδος, τόμος Α’, τχ. II, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, Αθήνα (1937) και Ελένη Ιωαννίδου, “Η μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης. Η εγκατάσταση των προσφύγων στην πόλη (1920-1940)”, Πρακτικά Ημερίδας, Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς, εκδ. Επίκεντρο (2008), σελ. 36.
61
Επομένως η Θεσσαλονίκη αποκτά μια ιδιαίτερη μορφή κι έναν αξιοσημείωτο χαρακτήρα καθώς το κέντρο της οργανώνεται και σχεδιάζεται με βάση τις αρχές της πολεοδομίας και τις καινοτόμες και μεγαλεπήβολες ιδέες του Ernest Hébrard με επεμβάσεις όμως στα όρια του κέντρου και των προαστίων των κατοίκων του και αυθαιρεσίες στο χώρο της πόλης και τέλος με τη δημιουργία προαστίων- προσφυγικών συνοικισμών με απλοϊκές πολεοδομικές επεμβάσεις του κράτους αλλά και ιδιωτών που αναλαμβάνουν την εκπόνησή τους. Δηλαδή στον αστικό χώρο της πόλης παρεμβαίνουν για την τελική διαμόρφωσή του, στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, τόσο ένας επιτυχημένος πολεοδόμος-αρχιτέκτονας όσο και το κράτος αλλά και οι ίδιοι οι κάτοικοι της πόλης. Οι τρεις αυτοί σημαντικοί παράγοντες άλλοτε συνεργάζονται κι άλλοτε βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα λόγω των αντικρουόμενων συμφερόντων τους. Παράγουν όμως το τελικό χωρικό αποτέλεσμα και σχέδιο πόλεως της Θεσσαλονίκης το οποίο τελικά πραγματοποιείται σπασμωδικά και διαρκώς μεταβάλλεται. Ο πιο καθοριστικός παράγοντας στην τελική διαμόρφωση της δομής της πόλης αποτελεί ο λαός είτε κι αν προέρχεται από ανώτερα ή κατώτερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα καθώς όταν αδυνατεί ο κρατικός μηχανισμός αυτός διαμορφώνει ηθελημένα ή μη συνολικά την πόλη αποτυπώνοντας σε αυτήν άλλοτε τις ανάγκες του κι άλλοτε τα συμφέροντά του.
62
27_ Το ισχύον σχέδιο Θεσσαλονίκης το 1929
63
6. Διαδικασία επιλογής Περιοχών Μελέτης
Με σκοπό να μπορέσουμε να αναγνώσουμε με σωστό τρόπο την δομή και τη μορφή που είχε η πόλη της Θεσσαλονίκης εκείνη την εποχή, μετά από τα παραπάνω αλλεπάλληλα γεγονότα που είχε βιώσει, θα εμβαθύνουμε την έρευνά μας μελετώντας κάποιες περιοχές της πόλης με ιδιαίτερο χαρακτήρα. Σύμφωνα με την θεωρία κοινωνικής γεωγραφίας του Jean Tricart για την ορθή ανάγνωση της πόλης και την σημασία του αστικού της περιβάλλοντος αξίζει να μελετήσουμε κάποιες συγκεκριμένες κλίμακες, όπως την κλίμακα ολόκληρης της πόλης που αναλύσαμε προηγουμένως αλλά και την κλίμακα της γειτονιάς, πράγμα που θα αναλύσουμε στη συνέχεια του κεφαλαίου. Ως περιοχή μελέτης θεωρούμε έναν τμήμα του αστικού ιστού της πόλης, του οποίου τα όρια καθορίζουμε εμείς και ο οποίος θεωρείται ως ενότητα του αστικού συνόλου. Η περιοχή μελέτης μας διαφοροποιείται συνήθως από το υπόλοιπο αστικό σύνολο της πόλης εξαιτίας μιας διαφορετικής πορείας ανάπτυξης συγκριτικά με την υπόλοιπη πόλη αλλά και λόγω των ιδιαίτερων στοιχείων που την χαρακτηρίζουν. Ακόμη ως προς την κοινωνική μορφολογία οι περιοχές μελέτης αποτελούν μορφολογικές και δομικές οντότητες, οι οποίες πολλές φορές δρουν αυτόνομα και δεν είναι εξαρτημένες μεταξύ τους και με την υπόλοιπη πόλη. Παρόλα αυτά η μελέτη μας πρέπει να εστιάζεται τόσο στις ίδιες τις περιοχές μελέτης σαν ανεξάρτητες οντότητες αλλά και στην σχέση τους με το σύνολο της αστικής δομής της πόλης.69 Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα παραπάνω, ορίζουμε μέσα στον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκη έξι περιοχές μελέτης που θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε ως γειτονιές. Η καθεμία από αυτές έχει ιδιόμορφα χαρακτηριστικά και στο σύνολο τους μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τον συνολικό χώρο της πόλης. Επίσης θεωρούμε τις περιοχές μελέτης ως γειτονιές μια συνοικίας ή ενός οικισμού ή και γενικότερα της πόλης διότι αποτελούνται από ένα συγκρότημα λίγων κτιρίων , που επιτελούν κυρίως τη λειτουργία της κατοίκησης.70 Αυτό το συγκρότημα που δημιουργείται και μας κάνει να ονομάσουμε αυτές τις περιοχές ως γειτονιές έχει κάποια ενότητα, η οποία είναι είτε κτιριολογική είτε κοινωνική,λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικών ομάδων που κατοικούν εκεί. Στην παρούσα έρευνα την εκάστοτε περιοχή μελέτης ή γειτονιά απαρτίζουν οχτώ οικοδομικά τετράγωνα που στην καθεμία ξεχωριστά έχουν τα δικά τους ιδιαίτερα και αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά που θα αναλύσουμε στη συνέχεια λεπτομερώς. Επιπλέον οι περιοχές μελέτης αποτελούν η καθεμία χώρους που δημιουργήθηκαν στον αστικό ιστό της πόλης ως συνέπεια όλων τον ιστορικών γεγονότων της εποχής. Αυτές οι περιοχές μπορεί να είναι είτε αποτέλεσμα της παρέμβασης του κρατικού μηχανισμού στον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης είτε του ίδιου του λαού. Φυσικά υπάρχουν και οι περιπτώσεις που προκειμένου να σχεδιαστεί και να διαμορφωθεί καταλλήλως ο αστικός ιστός της πόλης ο κρατικός φορέας συνεργάστηκε είτε με κάποιον αρμόδιο πολεοδόμο είτε με κάποιο ιδιώτη κάτοικο της πόλης. Συνεπώς οι περιοχές μελέτης που αναλύονται στη συνέχεια είναι οι εξής: δύο γειτονιές σχεδιασμένες με βάση το σχέδιο του Ernest Hébrard , μία στο κέντρο του ιστορικού πυρήνα της πόλης και μία στο δυτικό τομέα της, ένας προσφυγικός συνοικισμός από κρατικούς φορείς, ένας ακόμη προσφυγικός συνοικισμός από ιδιώτη και δύο αυθαίρετοι οικισμοί από προσφυγικές ομάδες διαφορετικών οικονομικών τάξεων.
69 Rossi A., “ Η Αρχιτεκτονική της πόλης”, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1991), σελ. 72-75. 70 Διαμαντοπούλου Γ., “Προβλήματα αναπλάσεως συνοικιών στις μεγάλες ελληνικές πόλεις”, Περιοδικό Αρχιτεκτονικά Θέματα, τεύχος 01, (1967), σελ. 59-61.
67
Χάρτης περιοχών μελέτης
68
7. Περιοχές μελέτης σύμφωνα με το σχέδιο πόλεως του Ernest Hébrard
7.1 Γειτονιά στο ιστορικό κέντρο της πόλης Η περιοχή μελέτης μας βρίσκεται στον ιστορικό πυρήνα της Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα μεταξύ των οδών Αριστοτέλους με Ικτίνου και Ερμού με Τσιμισκή. Πρόκειται για μια περιοχή που διατρέχεται από τς βασικές αρτηρίες της πόλης. Ακόμη το τμήμα αυτό, όπως και η ευρύτερη περιοχή του ιστορικού κέντρου, σχεδιάστηκε πλήρως από τον Ernest Hébrard μετά την ολοκληρωτική καταστροφή που υπέστη από την πυρκαγιά του 1917. Ο τρόπος σχεδίασης της περιοχής ακολουθεί πιστά τα πρότυπα που προωθούσε η επιστήμη της πολεοδομίας, επηρεασμένη κυρίως από την Γαλλία. Συνεπώς συναντάμε στον χώρο μια αυστηρή διάταξη πάνω σε ορθογωνικό κάνναβο. Επίσης ο Hébrard χάραξε δρόμους, στηριζόμενος στις αρχές οργάνωσης σχεδιασμού των γαλλικών κλασικών χαράξεων, με μεγάλα πλάτη για να διευκολύνει την κυκλοφορία στον πυρήνα της πόλης. Οι κυριότεροι δρόμοι της περιοχής είχαν πλάτη 30 μέτρα (οδός Αριστοτέλους) και 22 μέτρα (οδός Ερμού). Ο Κωνσταντίνος Κιτσίκης , αρχιτέκτων της Ομάδας Σχεδιασμού του Ernest Hébrard, παραθέτει το οικοδομικό τετράγωνο που βρίσκεται στην γωνία της οδού Αριστοτέλους και Ερμού, όπως προβλεπόταν να σχεδιαστεί με βάση το σχέδιο πόλεως.71 Σύμφωνα με την συλλογιστική πορεία της σύνθεσής του, σχεδιάζουμε και την υπόλοιπη περιοχή μελέτης ακολουθώντας πάντα τους οικοδομικούς κανονισμούς της εποχής. Έπειτα από τη δημιουργία χαράξεων και οικοδομικών τετραγώνων ο εκπονητής του σχεδίου περνάει στην κατάτμηση των οικοπέδων, τα οποία χαρακτηρίζονται μεγάλα σε εμβαδό. Ειδικότερα τα οικόπεδα που βρίσκονται επί της Αριστοτέλους έχουν βάθος 35 μέτρα και 40 μέτρα βάθος αυτά επί της οδού Ερμού, σε μικρότερα μεγέθη κινούνται τα υπόλοιπα οικόπεδα. Ο τρόπος υποδιαίρεσης τους δεν είναι τυχαίος διότι ο Hébrard προόριζε την περιοχή γενικότερα του κέντρου της πόλης για εμπορική χρήση και για στέγαση κυρίως της άρχουσας τάξης. Επομένως στην περιοχή ανεγείρονται κτίρια που επιτελούν αποκλειστικά τις λειτουργίες του εμπορίου και της κατοίκησης. Τα κτίσματα αποτελούνται συνήθως από τρεις ή τέσσερις ορόφους, με τα πιο επιβλητικά να βρίσκονται επί της οδού Αριστοτέλους. Σε αυτά τοποθετείται τις περισσότερες φορές η εμπορική χρήση με καταστήματα στο ισόγειο και στους ορόφους συναντάμε κατοικίες των μεγαλοαστών της πόλης αλλά και γραφεία. Στα οικόπεδα που καταλαμβάνουν μικρότερη έκταση και βρίσκονται στους πιο στενούς δρόμους, τα κτίρια που οικοδομούνται απευθύνονται στη μεσαία τάξη.72 Η συγκεκριμένη τάξη είχε κάνει την εμφάνισή της εκείνη την εποχή στη Θεσσαλονίκη λόγω του τρόπου οργάνωσης της πόλης. Συχνά ανήκαν στη μεσαία τάξη αρκετοί εύποροι πρόσφυγες που είχαν έρθει στην Θεσσαλονίκη από τη Μικρά Ασία και αγόραζαν τα εκάστοτε οικόπεδα με τη διαδικασία εκποίησης τους από το κράτος. Οι όψεις των κτιρίων – όπως αποτυπωνόταν στο σχέδιο πόλεως – ακολουθούσαν μια κοινή αρχιτεκτονική όψη επηρεασμένη από τον βυζαντινό και ιταλικό πολιτισμό και υιοθετούσαν ηθελημένα ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό στυλ γιατί ο σχεδιαστής ήθελε να αποκτήσει η πόλη μια ομοιόμορφη εικόνα. Ο Hébrard είχε αναλάβει το σπουδαίο έργο της ανοικοδόμησης της πόλης, το οποίο ήταν ένα εγχείρημα του κράτους. Η πολιτική ηγεσία άφησε την πλήρη ελευθερία στον πολεοδόμο-αρχιτέκτονα να σχεδιάσει την Θεσσαλονίκη όπως 71
Κιτσίκης K. , “ Η κτιριολογική άποψις του Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης”, Αθήνα (1919), σελ.51-80.
72 Καραδήμου Γερόλυμπου A. , «Η Ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917”, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995), σελ.156-158.
71
αυτός επιθυμούσε, έχοντας ως απώτερο σκοπό την ανέλιξή της. Παρόλα αυτά λόγω των οικονομικών δυσχερειών του κράτους και την έλευση των προσφύγων το σχέδιο του πραγματοποιήθηκε μόνο στο ιστορικό κέντρο της πόλης κι άρα και στην περιοχή μελέτης μας αλλά δέχτηκε πολλές αλλαγές. Τα στοιχεία του σχεδίου που διατηρήθηκαν ήταν οι βασικές του χαράξεις καθώς και η όψη των κτιρίων που είχε σχεδιάσει για την οδό Αριστοτέλους. Ωστόσο κάποια από τα οικοδομικά τετράγωνα της περιοχής μελέτης τεμαχίστηκαν και στο εσωτερικό τους υπήρξε κατακερματισμός των οικοπέδων με σκοπό να ανεγερθούν περισσότερες πολυκατοικίες. Τα κτίσματα αυτά ξεπερνούσαν αρκετά σε ύψος τα προηγούμενα και η στενότητα της κατοικίας έκανε την εμφάνισή της στο κέντρο της Θεσσαλονίκης λόγω του μεγάλου πληθυσμού που άρχισε να συγκεντρώνει τα επόμενα χρόνια. Έτσι η περιοχή απέκτησε πυκνή δόμηση και πολλές φορές ο ανοιχτός χώρος στο πίσω μέρος των οικοπέδων καταπατούνταν. Ακόμη ο Hébrard θεωρούσε ότι οι κοινόχρηστοι χώροι είχαν σπουδαία σημασία και ήταν αναγκαίοι για μια πόλη γι αυτό και στο σχέδιο του προβλεπόταν μεγάλες εκτάσεις για τέτοιους χώρους. Η ανάγκη όμως για στέγαση του αυξανόμενου πληθυσμού της πόλης οδήγησε στην ραγδαία μείωση των κοινόχρηστων χώρων. Στην περιοχή μελέτης μας ο αρχιτέκτονας-πολεοδόμος προέβλεπε κάποιους χώρους για δημόσια χρήση για τους οποίους δεν γνωρίζουμε παραπάνω πληροφορίες διότι δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Εκτός αυτού συναντάμε κάποια σχολεία, που ανεγέρθηκαν αργότερα για να ικανοποιήσουν τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού. Η περιοχή μελέτης μας αλλά και συνολικά ο ιστορικός πυρήνας της Θεσσαλονίκης διατήρησε μέχρι και σήμερα αρκετά από τα στοιχεία που είχε αποτυπώσει ο Hébrard στο σχέδιό του. Τροχοπέδη για το σχέδιο πόλεως αποτέλεσε τελικά ο ίδιος ο εκφραστής και σύμμαχος του, το κράτος. Στον σχεδιασμό και στην συνολική εικόνα της περιοχής συνέβαλλε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, οι εύποροι κάτοικοι της πόλης. Αγοράζοντας τα οικόπεδα εκείνων των τμημάτων της πόλης αποτύπωσαν στο χώρο το δικό τους προσωπικό στυλ κι έτσι δεν ακολουθήθηκε η ενιαία αρχιτεκτονική όψη που επιθυμούσε ο αρχιτέκτονας και η Θεσσαλονίκη δεν κατάφερε να ομογενοποιηθεί ως προς την αρχιτεκτονική της.
72
28_ Οικοπεδοποίηση κέντρου, με σκούρο χρώμα διακρίνεται το υπόδειγμα οικοδομικού τετραγώνου που χρησιμοποιήσαμε για την σχεδίαση της περιοχής μελέτης μας
73
Χάρτης περιοχής μελέτης Κλίμακα 1:5000
74
Διαδικασία ανοικοδόμησηςτης περιοχής
1919
Σήμερα
75
29_ Αρχιτεκτονικές υποδείξεις για τα οικοδομικά τετράγωνα της περιοχής (Όψεις)
76
30_ Το ίδιο
77
7.2 Εργατικές κατοικίες στα δυτικά προάστια της Θεσσαλονίκης Ο Ernest Hébrard στην προσπάθειά του να αναβαθμίσει την εικόνα που είχε η πόλη αλλά και να την οδηγήσει στην οικονομική της ανάπτυξη σχεδίασε ένα πολύ ενδιαφέρον τμήμα στο δυτικό της τομέα. Το κράτος επιθυμούσε η πόλη να μπει σε μια τροχιά εκσυγχρονισμού σύμφωνα με τα πρότυπα που προωθούσε η Δύση. Ως επακόλουθο, η Θεσσαλονίκη αναγκάστηκε να διαμορφωθεί με βάση το καπιταλιστικό σύστημα του οποίου βασική λειτουργία ήταν η βιομηχανική. Επομένως ο αρχιτέκτονας-πολεοδόμος τοποθέτησε αυτή την λειτουργία αρκετά μακρυά από το ιστορικό κέντρο της πόλης, στην σημερινή περιοχή του Βαρδάρη. Η περιοχή μελέτης μας βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης, στον σημερινό οικισμό της Ξηροκρήνης και σε γειτνίαση με την οδό Λαγκαδά. Σε αυτό το σημείο ο Hébrard σχεδίασε τον εργατικό συνοικισμό της Θεσσαλονίκης, ο οποίος διέσχιζε την οδό Λαγκαδά και βρισκόταν στο κάτω μέρος του Νεροταφείου της Αγίας Παρασκευής που διατηρείται μέχρι και σήμερα. Ωστόσο ο εκπονητής του σχεδίου λόγω των γνώσεων του δεν ήθελε οι εργατικές συνοικίες της πόλης να καταλήξουν όπως αντίστοιχες των ευρωπαϊκών χωρών, όπου οι άνθρωποι ζούσαν σε εξευτελιστικές συνθήκες και σε ένα ανθυγιεινό περιβάλλον δίπλα στην βιομηχανίες.73 Έχοντας στο μυαλό του την κατάσταση που επικρατούσε σε εκείνες τις χώρες σχεδίασε έναν οικισμό που υιοθέτησε μια διαφορετική μέθοδο οργάνωσης. Με άλλα λόγια κατασκεύασε κηπουπόλεις που ακολουθούσαν το αγγλικό μοντέλο του Howard.74Έτσι τα λαϊκά στρώματα που θα είχαν την ευκαιρία να κατοικήσουν εκεί θα έμεναν σε μικρή απόσταση από τον χώρο εργασίας τους, χωρίς όμως να τίθεται σε κίνδυνο η υγεία τους διότι μεταξύ των κατοικιών τους και των βιομηχανιών υπήρχε μεγάλη έκταση πρασίνου. Ο Hébrard χρησιμοποίησε αυτή τη μέθοδο οργάνωσης του χώρου για να αστικοποιήσει σταδιακά τη γη αλλά και για να επιτύχει την αρμονική συνύπαρξη αγροτικού και αστικού χώρου. Στην περιοχή μελέτης και στην ευρύτερη περιοχή των Κηπουπόλεων υπήρχαν αρκετές ζώνες πρασίνου αλλά και μεγάλα ποσοστά καταλάμβαναν οι ανοιχτοί ιδιωτικοί χώροι, δηλαδή οι αυλές. Οι αυλές συνόδευαν τις κατοικίες που ήταν κυρίως μικρές μονοκατοικίες, δύο ή τεσσάρων ατόμων ανά κτίσμα. Οι κοινόχρηστοι και δημόσιοι χώροι της περιοχής ήταν κυρίως σχολεία, πλατείες και εκκλησίες. Δεν παραγκωνίζεται η σπουδαιότητά τους γι αυτό και σχεδιάζονται παράλληλα με τις κατοικίες αν και ικανοποιούν μόνο τις βασικές ανάγκες των κατοίκων. Πρόκειται συνολικά για μια αυτόνομη οικιστική ενότητα περιορισμένης ανάπτυξης που απευθύνεται σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα της πόλης. Λόγω της ταξικής προέλευσης του πληθυσμού της, ο οικισμός παραμένει αποκομμένος από το ιστορικό κέντρο εξυπηρετώντας όλες του τις ανάγκες στο εσωτερικό του. Ο Hébrard επιδιώκει εσκεμμένα την αποκοπή της εργατικής τάξης από τον πυρήνα της πόλης για να μην διακινδυνεύσει να χάσει η πόλη την αίγλη της. Δημιουργεί έτσι ένα είδος κοινωνικής κατοικίας για τα μικροαστικά και εργατικά στρώματα με υγιεινούς τρόπους διαβίωσης και μια καλύτερη ποιότητα ζωής.75
73 Engels Fr. , “Το ζήτημα της κατοικίας”, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, (2012), σελ. 323-336. 74 Howard Ε., “Garden Cities of Tomorrow”, εκδ. Swan Sonnenschein & Co., Ltd., Λονδίνο (1902). 75 Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , «Η Ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917”, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995), σελ.149-150.
78
Το μεγαλεπήβολο εγχείρημα του δεν πραγματοποιείται ποτέ και αποτυπώνεται μονάχα στο σχέδιο πόλεως. Την θέση των εργατικών κατοικιών με την αραιή δόμηση και τις μεγάλες εκτάσεις πρασίνου και ανοιχτών χώρων παίρνουν παραπήγματα προσφυγικών οικισμών και πυροπαθών. Οι άνθρωποι αυτοί διαχειρίζονται το χώρο ενστικτωδώς και δημιουργούν αυθαίρετους οικισμούς με στοιχεία παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Η ανάγκη τους για στέγαση τους οδηγεί να κατασκευάσουν μόνο χώρους κατοικιών και οι κοινόχρηστοι χώροι με δημόσιο χαρακτήρα κατασκευάζονται πολύ αργότερα από το κράτος. Σήμερα στον οικισμό και στην περιοχή μελέτης έχουν ανεγερθεί πολυκατοικίες που απευθύνονται και πάλι στα λαϊκά στρώματα του πληθυσμού και η περιοχή έχει ενταχθεί στα όρια της Θεσσαλονίκης, αποτελώντας ένα από τα δυτικά της προάστια. Τίποτα δεν θυμίζει την Κηπούπολη που είχε σχεδιάσει ο Ernest Hébrard και τα μόνα αναλλοίωτα στοιχεία στο χρόνο είναι η οδός Λαγκαδά και το Νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής. Παρόλα αυτά το δυτικό τμήμα της πόλης έχει καταληφθεί από την μικροαστική και την εργατική τάξη του πληθυσμού, όπως προοριζόταν κι από το νέο σχέδιο πόλεως.
79
Χάρτης περιοχής μελέτης Κλίμακα 1¨5000
80
Σχέδιο Hébrard
Υπάρχουσα κατάσταση του αστικού ιστού της περιοχής μελέτης
81
8. Προσφυγικοί συνοικισμοί
8.1 Ο αυθαίρετος συνοικισμός της Άνω Πόλης Η Άνω Πόλη βρίσκεται βόρεια της Θεσσαλονίκης στο εσωτερικό των τειχών της και σε γειτνίαση με το κέντρο της, συγκεκριμένα η περιοχή που μελετάμε καταλαμβάνει μια έκταση του βόρειου τμήματος της. Ο οικισμός της Άνω Πόλης κατά τη διάρκεια της εισροής των προσφύγων της Μικράς Ασίας απέκτησε μια ιδιόμορφη εικόνα. Γενικά ο χώρος της δεν είχε δεχτεί μεταβολές στον τρόπο οργάνωσής του από το νέο σχέδιο πόλεως και ήταν ο μόνος οικισμός της πόλης που διατηρούσε αναλλοίωτο τον ιστό του με την πάροδο των χρόνων. Στην περιοχή διέμενε η μουσουλμανική κοινότητα της πόλης, η οποία όταν αποχώρησε λόγω της ανταλλαγής πληθυσμών, άφησε πίσω της όλη της την περιουσία.76 Τα σπίτια των αποχωρούντων μουσουλμανικών πληθυσμών χρησιμοποιήθηκαν από το κράτος προς όφελος των προσφύγων που είχαν καταφτάσει στην πόλη μετά το 1922. Έτσι σε αυτά το κράτος αποκατέστησε έναν ικανοποιητικό αριθμό προσφύγων και τις περισσότερες φορές σε κάθε σπίτι στεγαζόταν παραπάνω από μια οικογένειες.77 Η διαδικασία για να συμβεί η μεταβίβαση των περιουσιών των Μουσουλμάνων στους πρόσφυγες έγινε μέσω δημοπρασιών και αποτελούσε τον νόμιμο τρόπο εγκατάστασης προσφύγων στην περιοχή. Ωστόσο η περιοχή μελέτης και η ευρύτερη περιοχή της Άνω Πόλης ήταν αραιά δομημένες και η κάθε κατοικία διέθετε αρκετά μεγάλο κήπο. Από την άλλη το οδικό δίκτυο ήταν άναρχο και δεν ακολουθούσε κάποιο συγκεκριμένο σύστημα απλώς ήταν αποτέλεσμα του κενού χώρου που άφηναν οι κατοικίες. Ο ελεύθερος χώρος που υπήρχε στον οικισμό αλλά και το γεγονός ότι βρισκόταν πολύ κοντά στο κέντρο οδήγησε στην αυθόρμητη εγκατάσταση άπορων προσφύγων. Τα κενά που άφηναν οι πρώην μουσουλμανικές κατοικίες καλύφθηκαν πλήρως από τα παραπήγματα που έχτιζαν οι πρόσφυγες. Έτσι δίπλα στο νόμιμο κτισμένο οικισμό είχε δημιουργηθεί ένας παράνομος ιστός εφήμερων κατοικιών λόγω της φοβερής πίεσης των περιστάσεων και της ανοχής του κράτους. Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν με παράνομο και αυθαίρετο τρόπο στην Άνω Πόλη επέλεγαν ως προσωρινό χώρο τις μεγάλες αυλές των σπιτιών και τους ανοιχτούς χώρους που υπήρχαν σε επαφή με το τείχος. Δεν ήταν λίγες οι φορές που λόγω της έλλειψης διαθέσιμης γης καταπατούσαν εκτάσεις του οδικού δικτύου. Η επιτακτική ανάγκη για στέγαση ανέπτυξε την εφευρετικότητα αυτής της πληθυσμιακής ομάδας. Καθώς τα μικρά οικήματά τους κατασκευάζονταν με αυτοσχέδιο τρόπο και με υλικά που ήταν άμεσα διαθέσιμα και δεν είχαν κόστος, όπως λάσπη, καλάμια, ξύλο και κομμάτια από παλιά οικήματα. Η ανάγκη τους για να εισχωρήσουν στον υφιστάμενο ιστό της πόλης, τους οδήγησε, άθελά τους, σε μια εκδήλωση λαϊκής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.78 Είναι μια από τις ελάχιστες φορές που στον χώρο της πόλης καταπατούνται τελείως οι ανοιχτοί και κοινόχρηστοι χώροι. Αλλάζουν χαρακτήρα και οικειοποιούνται από τους εφήμερους κατοίκους της Άνω Πόλης και μπαίνουν πλέον στην ιδιωτική σφαίρα με παράνομο τρόπο. Η καταπάτηση αυτών των χώρων και ο συνωστισμός που είχε προκύψει 76 Χεκίμογλου Ευ. , “ Οι τελευταίοι μουσουλμάνοι φεύγουν από τη Θεσσαλονίκη”, Θεσσαλονίκη: τουρκοκρατία και μεσοπόλεμος”, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1996), σελ. 377-386. 77 Mazower Μ. , «Θεσσαλονίκη. Πόλη των Φαντασμάτων», εκδ. Αλεξάνδρεια (2006), σελ.408-421. 78 Καλόγηρος Ν. , “Η Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης. Προθέσεις και αποτελέσματα μιας πολεοδομικής επέμβασης”, εκδ. Θέματα Χώρου και Τεχνών, (1992), σελ. 51-56.
85
συνολικά σε όλη την περιοχή της Άνω πόλης δημιούργησε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα. Ακόμη η περιοχή ήταν δύσκολα προσπελάσιμη δημιουργώντας πρόβλημα σε όλους τους κατοίκους της πόλης. Η πλήρης εκμετάλλευση της περιοχής χωρίς να αφήνονται ανοιχτοί χώροι βοήθησαν στην τόνωση ασθενειών κι ενός ανθυγιεινού περιβάλλοντος. Ο πυκνοκατοικημένος αυθαίρετος οικισμός της Άνω Πόλης στέγαζε παράλληλα στο χώρο του, εύπορους πρόσφυγες στα υπάρχοντα οικήματά του, στον κλειστό δηλαδή χώρο του, και πρόσφυγες που ανήκαν στα λαϊκά στρώματα και εκμεταλλεύτηκαν οι ίδιοι του ανοιχτούς χώρους της περιοχής μετατρέποντάς τους σε δομημένους. Η αντίθεση αυτή αποτύπωνε στο χώρο με σαφήνεια την ανισότητα και το χάσμα των πληθυσμιακών ομάδων που ανήκαν σε διαφορετικές κοινωνικοοικονομικές τάξεις. Βέβαια αυτή η παράνομη και αυθαίρετη κατάληψη στην περιοχή της Άνω Πόλης σταμάτησε να υπάρχει λίγα χρόνια μετά τη δημιουργία της. Ο κρατικός μηχανισμός κατεδάφισε τα προσωρινά καταλύματα και αποκατέστησε τους πληθυσμούς που διέμεναν εκεί, στους συνοικισμούς που είχαν δημιουργηθεί εξωτερικά του ιστορικού κέντρου της πόλης. Επομένως στην περιοχή συνέχιζαν να διαμένουν μόνο εύποροι πρόσφυγες που είχαν διασφαλίσει τη στέγασή τους με νόμιμο τρόπο και είχαν αποκτήσει πλέον τα σπίτια των ανταλλάξιμων πληθυσμών. Τέλος,η σημερινή εικόνα της περιοχής μας και της Άνω Πόλης συνολικά παραμένει ίδια καθώς τα περισσότερα από τα κτίσματα εκείνης της εποχής έχουν κριθεί διατηρητέα. Για το λόγο αυτό το οδικό δίκτυο και γενικότερα η περιοχή δεν έχει τη δυνατότητα να μεταβληθεί και να αλλάξει τον χώρο της. Η Άνω Πόλη αποτελεί για τη Θεσσαλονίκη το μοναδικό αποτύπωμα ότι ένας διαφορετικός πληθυσμός, ο μουσουλμανικός, ζούσε επί αιώνες στην πόλη, αφήνοντας τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του πολιτισμού του στον αστικό της ιστό.
86
Χάρτης περιοχής μελέτης Κλίμακα 1:5000
Υφιστάμενος ιστός
Με γκρι ο κατειλημμένος από τους πρόσφυγες ιστός
87
8.2 Ο συνεταιριστικός συνοικισμός των Σαράντα Εκκλησιών Ο προσφυγικός συνοικισμός των Σαράντα Εκκλησιών δημιουργήθηκε από συνεταιρισμούς προσφύγων που είχαν ιδρυθεί μετά την μετεγκατάστασή τους στη Θεσσαλονίκη. Οι συνεταιρισμοί απαρτίζονταν από λίγους πρόσφυγες, οι οποίοι ήταν εύποροι και είχαν κοινό τόπο προέλευσης. Είχαν ως στόχο να κατασκευάσουν οικισμούς κοντά στην πόλη που να καλύπτουν τις προσωπικές τους ανάγκες καθώς το κράτος αδυνατούσε να ανταπεξέλθει σε. Η πιο επιτυχημένη περίπτωση συνοικισμού που κατασκευάστηκε από τους Συνεταιρισμούς υπήρξαν οι Σαράντα Εκκλησίες. Οι κάτοικοι του συνοικισμού προέρχονταν από την Ανατολική Θράκη και συγκεκριμένα από την επαρχία των Σαράντα Εκκλησιών από την οποία και ονόμασαν τη νέα περιοχή κατοικίας τους. Οι πρόσφυγες που ανήκαν σε αυτόν τον συνοικισμό όντας πλούσιοι, θέλησαν να βρίσκονται εξαρχής σε άμεση επαφή με το εμπορικό κέντρο της πόλης ώστε να μπορούν να εισχωρήσουν γρήγορα στον υφιστάμενο αστικό της ιστό. Γι αυτό η θέση του συνοικισμού ήταν σε προνομιούχο σημείο και καταλάμβανε μια έκταση 19,5 εκταρίων που απλωνόταν βορειοανατολικά της πόλης. Οι εκτάσεις αυτές σύμφωνα με το σχέδιο πόλεως που είχε εκπονήσει ο Ernest Hébrard προοριζόταν ως τμήμα ενός πάρκου79, το οποίο θα είχε ιδιαίτερο χαρακτήρα γιατί θα ήταν ένας συνδετικό άξονας του Λευκού Πύργου με την Πανεπιστημιούπολη. Παρόλα αυτά το πάρκο δεν πραγματοποιήθηκε και για τη δημιουργία του συνοικισμού απαλλοτριώθηκαν αυτές οι εκτάσεις. Η Πρόνοια ως κρατικός φορέας που είχε αναλάβει την αποκατάσταση των προσφύγων, παραχώρησε στους μελλοντικούς οικιστές της περιοχής 250 οικόπεδα διότι δεν μπορούσε να βοηθήσει εκείνη τη χρονική στιγμή με άλλο τρόπο την συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Η κατασκευή του συνοικισμού διήρκησε εννέα χρόνια από το 1928 ως το 1937. Από πολλούς80 οι Σαράντα Εκκλησίες διεκδικούν τον τίτλο της κηπούπολης λόγω της μορφής του συνοικισμού. Η χάραξη των δρόμων ακολουθεί την ιδιαίτερη τοπογραφία του εδάφους κι έτσι δημιουργούνται ευρύχωρα οικοδομικά τετράγωνα που κυμαίνονται από τέσσερις έως έξι χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα. Συνεπώς τα οικόπεδα της περιοχής είναι κι αυτά ευρύχωρα με έκταση 250 τετραγωνικά μέτρα κατά μέσο. Τα οικήματα που ανεγείρονται τόσο στην περιοχή μελέτης όσο και στην ευρύτερη περιοχή του συνοικισμού είναι κατά κύριο λόγο διώροφες μονοκατοικίες που τοποθετούνται πάνω στην οικοδομική γραμμή, αφήνοντας πίσω ελεύθερους ιδιωτικούς χώρους, τις αυλές. Υιοθετείται έτσι ένας χαλαρός τρόπος δόμησης και η περιοχή είναι αραιά δομημένη, γεγονός που ενισχύει την προαστιακή της μορφή. Επιπλέον επειδή οι κατοικίες της περιοχής ακολουθούν το ανάγλυφο της δημιουργείται μια ποικιλία στα ύψη. Γενικά οι Σαράντα Εκκλησιές είναι ένας συνοικισμός που δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ομοιογενής καθώς το κάθε σπίτι σχεδιάζεται ξεχωριστά σύμφωνα με τις ανάγκες και την αισθητική του εκάστοτε κατοίκου. Δεν συναντάμε πουθενά επανάληψη στη μορφή των κατοικιών διότι δεν χρησιμοποιείται κάποιος συγκεκριμένη τυπολογία . Η κάθε κατοικία σχεδιάζεται έπειτα από παραγγελία του κατοίκου και συχνά 79 Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , «Η Ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917”, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995), σελ.166. 80 Χαστάογλου Β. , “Θεσσαλονίκη 1922-1930. Η προσφυγική εγκατάσταση και ο βίαιος μετασχηματισμός του αστικού χώρου”, Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα. Οι Προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού & Γενικής Παιδείας, Αθήνα (1999), σελ. 315-340.
88
αυτές υπογράφονται από γνωστούς αρχιτέκτονες της πόλης και της εποχής. Σαν στοιχείο ενότητας στο συνοικισμό λειτουργούν τα τοπικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στις κατοικίες, όπως η πέτρα που δίνει μια ιδιαίτερη χροιά στην εικόνα τους αλλά και η ύπαρξη κήπων σε όλα τα σπίτια. Κοινόχρηστοι χώροι στον συνοικισμό δεν δημιουργούνται από την πρώτη στιγμή αντιθέτως καθυστερούν και χτίζονται μετά το 1930. Παράλληλα καταλαμβάνουν μικρές εκτάσεις του συνοικισμού καθώς πληρούν μόνο τις απαραίτητες λειτουργίες. Γι αυτό και στον συνοικισμό συναντάμε τότε μόνο ένα σχολείο και μια εκκλησία. Στην περιοχή μελέτης μας δεν υπάρχει κανένας κοινόχρηστος χώρος κι όλη η περιοχή ικανοποιεί μόνο την λειτουργία της κατοίκησης. Σήμερα η εικόνα του συνοικισμού θα μπορούσε κανείς να πει ότι μένει σχετικά αναλλοίωτη διότι οι χαράξεις παραμένουν οι ίδιες όπως και τα οικοδομικά τετράγωνα. Κάτι που παρατηρούμε όμως στην περιοχή μελέτης και ευρύτερα στο χώρο των Σαράντα Εκκλησιών είναι ότι η δόμηση έχει πυκνώσει αισθητά και οι αρχοντικές κατοικίες έχουν πλέον αντικατασταθεί με πολυκατοικίες. Επομένως τα ευρύχωρα οικόπεδα που είχε η περιοχή κατακερματίζονται σε μικρότερα για να εξασφαλίσουν περισσότερο χώρο στέγασης. Όσον αφορά τους ελεύθερους χώρους παύουν να υπάρχουν και δεν συναντάμε σχεδόν πουθενά αυλές στο πίσω μέρος των κτισμάτων Εκτός αυτού με τους κοινόχρηστους χώρους δεν έχουμε καμία μεταβολή στην περιοχή μελέτης. Αλλά στην γενικότερη περιοχή των Σαράντα Εκκλησιών κάποια οικόπεδα αργότερα απαλλοτριώνονται και γίνονται χώροι που ικανοποιούν λειτουργίες με δημόσιο και κοινόχρηστο χαρακτήρα, όπως χώροι που ανήκουν στο πανεπιστήμιο δηλαδή φοιτητικές εστίες και κολυμβητήριο. Επομένως οι Σαράντα Εκκλησιές αποτελούν σχεδόν αμέσως τμήμα της Θεσσαλονίκης και νομιμοποιούνται λίγα χρόνια μετά την κατασκευή τους. Αν και ο προαστιακός χαρακτήρας τους και οι αρχοντικές κατοικίες των προσφύγων δεν μπορούν να διατηρηθούν εξαιτίας του φαινομένου της αστικοποίησης, μόνο λίγες από αυτές καταφέρνουν να επιβιώσουν μέχρι και σήμερα. Ο συνοικισμός αποτελεί στα μεταγενέστερα χρόνια πόλο έλξης για τον αυξανόμενο πληθυσμό της πόλης καθώς βρίσκεται σε ευνοϊκό σημείο λόγω της τοποθεσίας του. Παρόλα αυτά μέσω του συνοικισμού οι πρόσφυγες κατάφεραν να αποτυπώσουν στο χώρο τους την αρχιτεκτονική κουλτούρα που έφεραν μαζί τους από την παλιά τους πατρίδα αν και ίχνη της έχουν πλέον σχεδόν εξαφανιστεί.
89
Χάρτης περιοχής μελέτης Κλίμακα 1:5000
90
1938
Σήμερα
91
8.3 Ο κρατικός συνοικισμός της Άνω Τούμπας Η περιοχή μελέτης βρίσκεται στον συνοικισμό της Άνω Τούμπας, ο οποίος αποτελεί τον μεγαλύτερο σε έκταση προσφυγικό συνοικισμό της Θεσσαλονίκης, την Τούμπα. Ανήκει στο βορειοανατολικό τμήμα της πόλης σε απόσταση περίπου ενός χιλιόμετρου από τον 1922 υφιστάμενο αστικό ιστό της πόλης. Βρίσκεται σε εγγύτητα από το ιστορικό κέντρο της πόλης όχι όμως σε άμεση επαφή με αυτό. Η συνολική έκταση και των δύο τμημάτων του, δηλαδή και της Άνω και της Κάτω Τούμπας καταλαμβάνει 135 εκτάρια, επιφάνεια που αντιστοιχεί στο 41% της συνολικής πόλης εντός των τειχών.81 Αυτό σαν δεδομένο μας δείχνει το τεράστιο μέγεθος του συνοικισμού κι επομένως ότι αποκατέστησε μεγάλο αριθμό προσφύγων. Η κατασκευή του συνοικισμού ήταν αποτέλεσμα της συνεργασίας της Πρόνοιας και της Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Συγκεκριμένα η ΕΑΠ παραχώρησε στην Πρόνοια αρκετά εδάφη που ανήκαν σε αυτήν εκείνη την χρονική περίοδο. Παράλληλα για να καλυφθούν οι ανάγκες μεγάλης μερίδας των προσφύγων χρησιμοποιήθηκαν εδάφη που ανήκαν πέρα από το δημόσιο σε ιδιώτες ή αποτελούσαν χώροι των παλιών στρατιωτικών εγκαταστάσεων των Συμμαχικών Δυνάμεων, που είχαν εγκατασταθεί στην πόλη τα προηγούμενα χρόνια. Για να επιτευχθεί όμως η δημιουργία αυτού του προσφυγικού συνοικισμού παρακάμφθηκε το σχέδιο πόλεως του Ernest Hébrard, ο οποίος προόριζε την συγκεκριμένη περιοχή για εκτενή ζώνη πρασίνου. Ο τρόπος που λειτούργησε ο κρατικός μηχανισμός της Πρόνοιας και της ΕΑΠ από τη στιγμή που είχε στην διάθεσή του αυτήν την περιαστική έκταση ήταν να προχωρήσει στην κατάτμηση της περιοχής. Ειδικότερα στην Άνω Τούμπα ρυμοτομήθηκε μια περιοχή έκτασης 55 εκταρίων. Οργανώθηκε αυστηρά σε τυπικό ορθογωνικό κάνναβο ώστε να προκύψουν μικρά οικόπεδα από 70 έως 100 τετραγωνικά μέτρα και εύκολα διαχειρίσιμα. Συνολικά τα οικοδομικά τετράγωνα που προέκυπταν κυμαίνονταν από 900 έως και 1000 τετραγωνικά μέτρα και μέσα σε αυτά χαράζονταν τα οικόπεδα. Από αυτές τις απαιτούμενες χαράξεις των οικοδομικών τετραγώνων αυτομάτως προέκυπτε το οδικό δίκτυο της περιοχής, το οποίο θεωρούνταν σχετικά απλό και κυρίαρχο ρόλο σε αυτό είχαν κάποιες – λίγες στον αριθμό – βασικές οδοί. Έπειτα από την χάραξη των οικοδομικών τετραγώνων και την κατάτμησή τους σε οικόπεδα ανεγέρθηκαν οι πρώτες κατοικίες. Τα πρώτα χρονολογούνται από το 1923 και ολοκληρώνονται το 1937. Λόγω της καθυστέρησης της ανοικοδόμησης της περιοχής συναντάμε ποικίλους τύπους κατοικιών. Η περιοχή μελέτης μας απαρτίζεται από τρεις διαφορετικούς τύπους κατοικιών. Πιο συγκεκριμένα συναντάμε τις τετραπλές κατοικίες, τις διπλοκατοικίες αλλά και μονώροφες κατοικίες σε σειρά.82 Αυτή η ποικιλία κατοικιών υπάρχει γιατί αρχικά η κατασκευή του συνοικισμού, όπως αναφέραμε, δεν έγινε ταυτόχρονα αλλά την διεκπεραίωσή τους αναλάμβαναν ανά τακτά χρονικά διαστήματα διάφοροι ιδιώτες εργολάβοι. Το έργο της κατασκευής κρατικής κατοικίας ανέθεταν σε αυτούς οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς της Πρόνοιας και της ΕΑΠ. Συγκεκριμένα στην δική μας περίπτωση οι μονώροφες διπλοκατοικίες κατασκευάστηκαν 81 Συλλογικό Έργο, “Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα. Οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα: Επιστημονικό συμπόσιο, 11 και 12 Απριλίου 1997”, εκδ. Σχολή Μωραΐτη. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (1999), σελ.26 και σελ.324-325. 82 Αρχείο Βίλμας Χαστάογλου στην Εικόνα 9 του βιβλίου “Η μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης. Η εγκατάσταση των προσφύγων στην πόλη (1920-1940)”, Πρακτικά Ημερίδας, Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς, εκδ. Επίκεντρο (2008), σελ. 70.
92
παράλληλα με τις τετραπλές κατοικίες, το 1924, ενώ οι διπλοκατοικίες πολύ αργότερα, το 1937. Ένας ακόμη λόγος που υπήρχε αυτή η ποικιλία στους τύπους κατοικίας του συνοικισμού της Τούμπας, και επομένως της περιοχής μελέτης μας, ήταν το γεγονός ότι το κράτος προσπαθούσε να διασφαλίσει στέγαση για όλους τις ομάδες προσφύγων. Επιπλέον ένας ακόμη παράγοντας που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην δημιουργία πολλών τύπων κατοικίας ήταν η χρήση των εκάστοτε εδαφών που προϋπήρχε στην περιοχή. Με άλλα λόγια οι πρώτοι κάτοικοι της στεγάστηκαν σε διαμορφωμένα διαμερίσματα που παλιά χρησιμοποιούνταν ως στρατώνες ενώ οι υπόλοιπο που αποκαταστάθηκαν αργότερα στεγάστηκαν στις κατοικίες που χτίστηκαν στα κενά οικόπεδα. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι κρατικοί φορείς προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν με το μέγιστο δυνατό τρόπο τα οικόπεδα και τα εδάφη που είχαν προκύψει ώστε να ικανοποιήσουν την ανάγκη για κατοίκηση. Γι αυτό το λόγο δεν επικεντρώθηκαν στην αρχιτεκτονική και αισθητική εικόνα αυτών των κατοικιών παρά μόνο στάθηκαν στη λειτουργικότητά τους ως κατοικίες και στην κάλυψη των αναγκών των εκάστοτε κατοίκων τους. Με αυτό σαν βασικό στόχο η περιοχή καταλαμβανόταν κυρίως από κατοικίες, οι οποίες καταλάμβαναν το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό κάλυψης των οικοπέδων τους. Άρα έχουμε υψηλά ποσοστά κάλυψης, μεγάλους συντελεστές δόμησης και ελάχιστες επιφάνειες αδόμητου χώρου. Συνεπώς λόγω της άμεσης και επιτακτικής ανάγκης για στέγαση στην περιοχή μελέτης καθώς και στην ευρύτερη περιοχή της Τούμπας, οι κοινόχρηστοι χώροι αποτελούσαν ένα μικρό μονάχα τμήμα τους. Οι κοινόχρηστοι χώροι της ευρύτερης περιοχής εξυπηρετούσαν μόνο τις βασικές ανάγκες των κατοίκων της, όπως την εκπαίδευσης και την αναψυχής, και ήταν πολύ λίγοι σε αριθμό. Στην περιοχή μελέτης μας συναντάμε έναν από αυτούς τους χώρους μια εκκλησία, η οποία διατηρεί την μορφή που είχε. Με την πάροδο των χρόνων και την έντονη αστικοποίηση ο συνοικισμός της Τούμπας μετασχηματίστηκε καθώς δέχτηκε αρκετές τροποποιήσεις. Πιο συγκεκριμένα, στην περιοχή μελέτης μας αλλά και στην ευρύτερη περιοχή οι κατοικίες κατεδαφίστηκαν είτε από πρωτοβουλίες του κράτους είτε των ιδιοκτητών. Την θέση τους πήραν πολυκατοικίες ώστε να εξασφαλιστεί η κάλυψη του όλο και αναπτυσσόμενου πληθυσμού της Θεσσαλονίκης. Ο συντελεστής δόμησης και το ποσοστό κάλυψης με αυτό τον τρόπο αυξήθηκε και η περιοχή πύκνωσε, μειώνοντας κι άλλο τα αδόμητα εδάφη της και τους ελεύθερους ανοιχτούς χώρους της. Οι κοινόχρηστοι χώροι στην ευρύτερη περιοχή της Τούμπας μειώθηκαν δραματικά και αντικαταστάθηκαν από πολυκατοικίες σε αντίθεση με την περιοχή μελέτης μας όπου ο κοινόχρηστος χώρος της εκκλησίας παρέμεινε αμετάβλητος. Έτσι η ευρύτερη περιοχή της Τούμπας σταδιακά απέκτησε μια μορφή κι έναν τρόπο διάρθρωσης που θύμιζε περισσότερο τη δομή του αστικού πυρήνα της πόλης και ενοποιήθηκε με αυτόν.
93
Χάρτης περιοχής μελέτης Κλίμακα 1:5000
94
Διαδικασία ανοικοδόμησηςτης περιοχής
1938
Σήμερα
95
8.4 Ο ιδιωτικός συνοικισμός Χαριλάου Ο προσφυγικός συνοικισμός Χαριλάου αποτελεί το μοναδικό εγχείρημα που προήλθε από ιδιώτη. Συγκεκριμένα ευεργέτης του έργου υπήρξε ο Επαμεινώνδας Χαρίλαος από τον οποίο πήρε και το όνομά του η περιοχή. Ο ίδιος ασχολήθηκε ενεργά με το ζήτημα της αποκατάστασης των προσφύγων και ίδρυσε το Γαλλοελληνικό Συνδικάτο Μελετών Ανοικοδόμησης της Θεσσαλονίκης το 1918.83 Την ίδια χρονιά αγόρασαν μεγάλες εκτάσεις γης που βρισκόταν ανατολικά της πόλης, στο τέρμα της οδού Αλέξανδρου Παπαναστασίου, με σκοπό τη δημιουργία προσφυγικού συνοικισμού. Στα εδάφη αυτά υπήρχαν απομεινάρια των αποχωρούντων γαλλικών στρατευμάτων κυρίως νοσοκομειακές εγκαταστάσεις και βρισκόταν σε απόσταση περίπου πέντε χιλιομέτρων από τον ιστορικό πυρήνα της πόλης. Με στόχο την μετατροπή αυτής της περιοχής σε συνοικισμό το Συνδικάτο ανέθεσε το έργο στον Γάλλο μηχανικό, Jacques Pleyber, ο οποίος συμμετείχε και στην Ομάδα Σχεδιασμού του νέου σχεδίου πόλεως της Θεσσαλονίκη με επικεφαλή τον Ernest Hébrard.84 Ως πρώτο βήμα ο μηχανικός διατήρησε τις υπάρχουσες χαράξεις και σχεδίασε νέες στους κενούς χώρους κι έτσι δημιουργήθηκαν τα οικοδομικά τετράγωνα της περιοχής. Έπειτα προχώρησε στη διαρρύθμιση των νοσοκομειακών θαλάμων και στην μετατροπή τους σε τετρακόσια διαμερίσματα. Τα διαμερίσματα αποτελούνταν από δύο ή τρία δωμάτια και εξασφάλιζαν μόνο τις βασικές ανάγκες. Απαραίτητο στοιχείο σε αυτό τον τύπο κατοικιών ήταν ο χώρος που καταλάμβανε η αυλή. Συνήθως οι κατοικίες απευθύνονταν σε κατώτερα στρώματα προσφύγων. Πέρα από τον παραπάνω τύπο κατοικιών στην διάρκεια των χρόνων ανεγέρθηκαν στα υπόλοιπα αδόμητα οικόπεδα μικρές βίλες, οι οποίες κατασκευάζονταν μετά από παραγγελία των εκάστοτε κατοίκων. Ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση ήταν αναγκαία η αυλή και ο συγκεκριμένος τύπος κατοικίας προοριζόταν για πιο εύπορους πρόσφυγες. Επίσης σε κάποια από τα κενά οικόπεδα χτίστηκαν μέχρι και εργοστασιακές μονάδες.85 Έτσι βλέπουμε ότι ο συνοικισμός είχε έναν ιδιόμορφο χαρακτήρα καθώς μπορούσε να φιλοξενήσει ανθρώπους από όλες τις τάξεις. Αποτελούσε κατά μια έννοια μια μικρογραφία της πόλης καθώς μέσα του υπήρχαν πρόσφυγες που ανήκαν τόσο στην ανώτερη τάξη όσο και στην εργατική. Στην περιοχή μελέτης μας συναντάμε τύπους κατοικιών και για τις δύο κοινωνικές ομάδες όχι όμως εργοστασιακές εγκαταστάσεις. Γενικότερα στην περιοχή της Χαριλάου αλλά και στην περιοχή μελέτης υπήρχε αραιή δόμηση με αρκετούς ανοιχτούς χώρους, λόγω των ιδιωτικών ανοιχτών χώρων. Επιπλέον στα οικοδομικά τετράγωνα που προοριζόταν για κατοικίες των εύπορων προσφύγων ακολουθείται ένας ελεύθερος τρόπος δόμησης και οργάνωσης του χώρου που δεν στηρίζεται σε κάποιο είδος καννάβου. Ακόμη οι κοινόχρηστοι χώροι ικανοποιούν μόνο τις απαραίτητες λειτουργίες του συνοικισμού, καταλαμβάνοντας ένα μικρό μόνο τμήμα του. Έτσι ο συνοικισμός εξοπλίζεται το 1922 με την εκκλησία 83 Ιωαννίδου Ε. , “Η μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης. Η εγκατάσταση των προσφύγων στην πόλη (1920-1940)”, Πρακτικά Ημερίδας, Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς, εκδ. Επίκεντρο (2008), σελ. 79-80. 84 Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , «Η Ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917”, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995), σελ.91. 85 Κάποια από αυτά τα εργοστάσια ήταν η καλτσοποιία Μοδιάνο και Μέλισσα.
96
της Οσίας Ξένης και ένα ευρύχωρο πάρκο.86 Στην περιοχή μελέτης μας δεν έχουμε κανέναν κοινόχρηστο χώρο διότι και τα οχτώ οικοδομικά τετράγωνα ικανοποιούν την λειτουργία της κατοίκησης και απαρτίζονται μόνο από κατοικίες. Ο συνοικισμός μεγάλωνε σταδιακά καθώς οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν σε αυτόν μόλις το 1917 και ήταν Ρώσοι μετανάστες που κατέφυγαν στην πόλη. Οι υπόλοιποι ένοικοι που αποτελούσαν την πλειονότητα του οικισμού ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και έμειναν εκεί έναντι χαμηλού ενοικίου μετά το 1922. Σήμερα ο συνοικισμός όσο και η περιοχή μελέτης έχουν αλλάξει ολοκληρωτικά και τίποτα δεν θυμίζει αυτό που ήταν. Αν και οριοθετήθηκε αρκετά χρόνια αργότερα από τη δημιουργία του, το 1936, και εντάχθηκε αργά στα όρια της πόλης, μόλις το 1949, είχε μεγάλη ζήτηση. Η ζήτηση του αυξήθηκε ιδιαίτερα μετά το 1970, όπου και άρχισε η έντονη ανοικοδόμησή του. Συνεπώς τα κτίσματα που είχαν κατασκευαστεί από ιδιωτική πρωτοβουλία κατεδαφίστηκαν ως τις αρχές του 2000. Τη θέση αυτών πήραν πολυκατοικίες ώστε να εξασφαλίσουν στέγαση σε μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού. Στην περιοχή μελέτης μας δεν έχει απομείνει κανένα ίχνος από τους παλιότερους τύπους κατοικιών και τη θέση τους έχουν πάρει συμπαγείς όγκοι πολυκατοικιών. Με αυτόν τον τρόπο έχει πυκνώσει ο δομημένος χώρος της περιοχής, έχουν μειωθεί αρκετά οι ανοιχτοί χώροι κι έχουν εξαφανιστεί τελείως οι αυλές. Πρόκειται πλέον για μια περιοχή που λόγω της διάρθρωσης και της οργάνωσής της εναρμονίζεται πλήρως με τον υπόλοιπο αστικό ιστό της πόλης.
86 Βιδάλης Γ., “Αναμνήσεις. Ένα σύντομο ιστορικό του Συνοικισμού Χαριλάου στη Θεσσαλονίκη”, Πρώτη Κτηματική και Εμπορική Εταιρεία Χαριλάου Α.Ε., Αθήνα (1994), σελ. 23-31.
97
Χάρτης περιοχής μελέτης Κλίμακα 1:5000
98
Μετατροπή νοσοκομειακών εγκαταστάσεων σε προσφυγικές κατοικίες
1938
Σήμερα
99
Συμπεράσματα
Στην παρούσα έρευνα επιχειρήθηκε να ερμηνευθεί ο χώρος που οργανώνεται η πόλη μέσω των μεταβολών που δέχεται. Για να προσεγγίσουμε αυτήν την ερμηνεία επικεντρωθήκαμε στη μεσοπολεμική περίοδο και στα γεγονότα που συνέβαιναν τότε στην Θεσσαλονίκη. Η επιλογή αυτής της χρονικής περιόδου μας βοήθησε να κατανοήσουμε καλύτερα τη μορφή που έχει σήμερα η σύγχρονη πόλη. Αρχικά μελετώντας τη δομή που είχε η Θεσσαλονίκη ως το 1912, συμπεραίνουμε ότι ο χώρος της οργανωνόταν κυρίως από τους ίδιους τους κατοίκους της. Η οργάνωση της κοινωνίας με βάση τη θρησκεία και την εθνικότητα αποτυπωνόταν στον αστικό ιστό της πόλης μέσω των αντίστοιχων συνοικιών που δημιουργούσαν. Το ελληνικό κράτος – που τότε είχε συμπεριλάβει στα εδάφη του την Θεσσαλονίκη – δεν κατάφερε να επέμβει και να μεταλλάξει την διάρθρωση της πόλης. Αυτή του η αδυναμία μαρτυρά τους ισχυρούς δεσμούς που είχε η κοινωνία εκείνη την χρονική στιγμή. Η κάθε πληθυσμιακή ομάδα της πόλης σχεδίαζε το χώρο που διέμενε, άθελά της, καθώς αποτύπωνε σε αυτόν τις ανάγκες και την κουλτούρα της χωρίς να υποτάσσεται στις συνολικές ανάγκες της πόλης . Έτσι οδηγούμαστε στην άποψη ότι ο αστικός ιστός της πόλης τότε αποτελούνταν από πολλά τμήματα, τα οποία οργανωνόταν παράλληλα αλλά όχι ταυτόχρονα και σύμφωνα πάντα με τις ανάγκες του λαού. Συνεχίζοντας την εξέταση των σημαντικότερων ιστορικών γεγονότων που στιγμάτισαν τον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης, οδηγούμαστε σε ένα συμβάν που κατάφερε να διαλύσει τον τρόπο που οργανωνόταν ο χώρος της πόλης μέχρι τότε, αυτό της πυρκαγιάς του 1917. Εμβαθύνουμε στα γεγονότα και στις αποφάσεις που πάρθηκαν από το κράτος και βλέπουμε για πρώτη φορά να εκτελείται στην Θεσσαλονίκη ένα σχέδιο πόλεως του οποίου κύριος εκφραστής και υποστηρικτής ήταν ο κρατικός μηχανισμός. Βέβαια παρατηρούμε ότι ένα σημείο μόνο του σχεδίου του Ernest Hébrard υλοποιείται και η υπόλοιπη πόλη δέχεται έντονους και δυναμικούς μετασχηματισμούς. Η κατάληξη του σχεδίου είναι η απόδειξη ότι η οικονομική κατάσταση του κράτους αλλά και οι ιστορικές συγκυρίες δεν επιτρέπουν την επιτυχημένη διεκπεραίωσή του. Το κράτος δηλαδή αρχικά ήταν ο δημιουργός της ιδέας της ανοικοδόμησης της πόλης αλλά μετέπειτα αποτέλεσε το κύριο εμπόδιο για την υλοποίηση αυτού του επιτεύγματος. Παρόλα αυτά τα τμήματα του σχεδίου που πραγματοποιήθηκαν αλλά και η λογική που πρέσβευε ο Hébrard, κατάφεραν να βάλουν την Θεσσαλονίκη σε ένα άλλο οικονομικό σύστημα, τον καπιταλισμό. Επομένως το έργο μαρτυρά τις δομές αυτές, με κύρια τη λειτουργία της βιομηχανίας. Πέρα λοιπόν από τις χωρικές αλλαγές που επέφερε στον αστικό ιστό της πόλης αντιλαμβανόμαστε ότι υπήρξε καθοριστικό για την κοινωνική οργάνωση της. Πλέον η διάταξή του στο χώρο γινόταν σύμφωνα με την κοινωνικό-οικονομική τάξη του κάθε κατοίκου κι όχι από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, όπως η θρησκεία και η εθνικότητα του. Έτσι μέσω αυτού του ιστορικού του συμβάντος εντοπίζουμε τον πρώτο και καθοριστικό μετασχηματισμό στον αστικό ιστό της πόλης και τις συνέπειες του στην κοινωνική της δομή. Το τελικό αποτέλεσμα του αστικού ιστού του μεσοπολέμου συμβαίνει με την εισροή προσφύγων στην Θεσσαλονίκη, το 1922. Κράτος και λαός αντιδρούν παράλληλα έχοντας ως μοναδικό στόχο να ικανοποιήσουν τις ανάγκες στέγασης των προσφύγων. Η πόλη δέχεται μια μεγάλη μερίδα πληθυσμού που το κράτος έχει ευθύνη να αποκαταστήσει στο χώρο της. Επιχειρείται όμως η τάση να τοποθετούνται αυτοί οι πληθυσμοί έξω από τα όρια της πόλης διότι οι κρατικοί φορείς επιθυμούν να μην διαταράξουν τις κοινωνικές και χωρικές ισορροπίες του υφιστάμενου πυρήνα της. Με αυτήν την χωροθέτηση καταλαβαίνουμε ότι γίνεται προσπάθεια για σταδιακή ένταξη των προσφύγων στο νέο τόπο κατοικίας τους, με σκοπό να αποφευχθούν οι εντάσεις μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Παράλληλα όμως οι πρόσφυγες δρουν αυτόνομα μέσα στον υπάρχον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης και επεμβαίνουν σε αυτόν βίαια 103
με στόχο να αποτελέσουν άμεσα τμήμα της πόλης. Επίσης λόγω του φαινομένου της αυτοστέγασης συμπεραίνουμε ότι το κράτος εξαιτίας των ελλιπών υποδομών του δεν καταφέρνει να στεγάσει όλους τους πρόσφυγες παρά μόνο ένα μεγάλο κομμάτι αυτής της πληθυσμιακής ομάδας. Επεκτείνοντας την έρευνά μας στην κλίμακα της γειτονιάς κατανοούμε καλύτερα το τρόπο που διαχειρίστηκαν οι εκάστοτε φορείς τον χώρο. Συγκεκριμένα επιλέγουμε περιοχές μελέτης που είναι δημιούργημα είτε εκ των άνω είτε εκ των κάτω κι άλλων παρόμοιων υπηρεσιών. Η ανάλυση των γειτονιών ως προς τη δομή, τη διάταξη και τις χρήσεις τους μας οδηγεί σε ποικίλα συμπεράσματα που εξαρτιόνται τόσο από τον δημιουργό της κάθε γειτονιάς όσο και από την εκάστοτε χρονική στιγμή. Καταλήγουμε σε διαφορετικές τακτικές διαχείρισης του αστικού ιστού διότι στην κάθε περίπτωση η καθεμία κοινωνική ομάδα που οικειοποιείται την γειτονιά έχει διαφορετικές ανάγκες τις οποίες και αποτυπώνει στο χώρο. Έτσι βλέπουμε ότι στις περιοχές που σχεδιάστηκαν σύμφωνα με το σχέδιο πόλεως, ο Ernest Hébrard λαμβάνει υπόψιν του όλες τις ανάγκες που έχει ο κάτοικος μας πόλης και δεν επικεντρώνεται μόνο σε αυτήν της στέγασης. Γι αυτό το λόγο κι έχουμε κοινόχρηστους χώρους, οι οποίοι είναι απαραίτητοι όσο και οι κατοικίες. Από την αντίπερα όχθη οι περιοχές που μελετάμε και είναι αποτέλεσμα της εισροής προσφύγων ικανοποιούν μονάχα τη λειτουργία της κατοίκησης είτε κατασκευάζονται από το κράτος είτε αυθαίρετα από τον ίδιο το λαό. Βέβαια σε αυτές τις δύο περιπτώσεις η δομή και η μορφή τους διαφέρουν. Το κράτος σχεδιάζει με γνώμονα τη λογική έχοντας ως στόχο την κάλυψη τον αναγκών γι αυτό και συναντάμε τυποποιημένες μορφές στο χώρο ενώ ο λαός επεμβαίνει στον αστικό ιστό της πόλης ενστικτωδώς, αποτυπώνοντας σε αυτόν τις ανάγκες αλλά και στοιχεία του πολιτισμού του. Γενικά ενώ το κράτος προσπαθεί με ποικίλους τρόπους να επέμβει και να διαμορφώσει τον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης, ελάχιστες φορές οι προσπάθειες του χαρακτηρίζονται ως επιτυχημένες. Αυτό συμβαίνει γιατί θέτει μεγαλεπήβολους στόχους ενώ παράλληλα βρίσκεται σε δύσκολες ιστορικές συγκυρίες. Με αποτέλεσμα οι χωρικοί μετασχηματισμοί που σχηματίζονται εκ των άνω να είναι μόνο ορισμένοι προσφυγικοί συνοικισμοί στα προάστια της πόλης αλλά και το ιστορικό της κέντρου Σε όλες αυτές τις προσπάθειες αλλά και τις επεμβάσεις του κράτους κυρίαρχο λόγο καταφέρνει να έχει ο λαός. Οι μηχανισμοί που προέρχονται από το λαό είτε αυτός ανήκει στην άρχουσα τάξη είτε στην κατώτερη και τη μεσαία είναι αυτοί που καθορίζουν την τελική μορφή της πόλης. Ο λαός αποτυπώνει στο χώρο τις ανάγκες του ηθελημένα ή μη κι έτσι τον μετασχηματίζει. Στην σύγχρονη , λοιπόν, πόλη της Θεσσαλονίκης έχουμε απομεινάρια τριών διαφορετικών μεθόδων σχεδίασης του χώρου. Συναντάμε στο ιστορικό κέντρο έναν χώρο που δέχτηκε τις πολεοδομικές αρχές του Ernest Hébrard και ακολουθούσε πιστά τα δυτικά πρότυπα. Στα όρια του ιστορικού πυρήνα και μέσα στον υφιστάμενο ιστό της πόλης ο λαός διαμόρφωσε αυθαίρετα και άναρχα το χώρο της, αποτυπώνοντας σε αυτόν την κουλτούρα του χωρίς να ακολουθεί κάποιο τύπο ή μοντέλο οργάνωσης του χώρου. Στα προάστια της πόλης έχουμε χώρους τυποποιημένους και αυστηρούς που σχεδίασε το κράτος με σκοπό να εξασφαλίσει την απαραίτητη στέγαση των προσφύγων. Τέλος, τα στοιχεία αυτά μπορεί να είναι αντικρουόμενα καταφέρνουν όμως να συνυπάρχουν και να διαμορφώνουν συνολικά τον αστικό ιστό της πόλης, ο οποίος διακρίνεται μέχρι και σήμερα από ποικιλία και η επανάληψη σπάνια εμφανίζεται μέσα του.
104
Πηγεσ
Βιβλιογραφία Aymonino C., “Κυριαρχία και Υποτέλεια – Η εξέλιξη της μοντέρνας πόλης”, εκδ. Λιβάνης- Νέα Σύνορα (1979) Βιδάλης Γ., “Αναμνήσεις. Ένα σύντομο ιστορικό του Συνοικισμού Χαριλάου στη Θεσσαλονίκη”, Πρώτη Κτηματική και Εμπορική Εταιρεία Χαριλάου Α.Ε., Αθήνα (1994) Calvino I., “Οι Αόρατες Πόλεις”,εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα (2004) Choay F., «Πολεοδομία, θεωρίες και πραγματοποιήσεις», Universalis, Paris (2002) Διαμαντοπούλου Γ., “Προβλήματα αναπλάσεως συνοικιών στις μεγάλες ελληνικές πόλεις”, Περιοδικό Αρχιτεκτονικά Θέματα, τεύχος 01, (1967) Δημητρακόπουλος Α., “Σχέδια πόλεων. Πολεοδομία εν Ελλάδι”, Τεχνική Επετηρίς της Ελλάδος, τόμος Α’, τχ. II, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, Αθήνα (1937) Engels Fr., “Το ζήτημα της κατοικίας”, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, (2012) Howard E., “Garden Cities of Tomorrow”, εκδ. Swan Sonnenschein & Co., Ltd., Λονδίνο (1902) Ιωαννίδου Ε., “Η μεταμόρφωση της Θεσσαλονίκης. Η εγκατάσταση των προσφύγων στην πόλη (1920-1940)”, Πρακτικά Ημερίδας, Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού Δήμου Καλαμαριάς, εκδ. Επίκεντρο (2008) Καλογήρου N. , “Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης από τον Hébrard. Μια επέμβαση στον αστικό χώρο και την αρχιτεκτονική της πόλης”, Πρακτικά Συνεδρίου: Νεοκλασική πόλη και αρχιτεκτονική. Α.Π.Θ. Σπουδαστήριο Ιστορίας Αρχιτεκτονικής, Θεσσαλονίκη (1983). Καλογήρου Ν., “Η Άνω Πόλη Θεσσαλονίκης. Προθέσεις και αποτελέσματα μιας πολεοδομικής επέμβασης”, Θέματα Χώρου και Τεχνών, (1992) Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , "Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917", εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995) Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , "Η ανάδυση της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Ιστορίες. Πρόσωπα. Τοπία.", εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (2003) Καυκάλας Γρ. , "Η Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο", εκδ. Κριτική (2008) 107
Κιτσίκης K., “Η κτιριολογική άποψις του Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης”, (1919) Lavedan P., περιοδικό «Urbanisme», τεύχος Μαΐου (1933) Levi-Strauss Cl. , «Tristes Tropiques», εκδ. Librairie Plon, Paris (1995) Marx K. - Engels Fr. , “Κείμενα: Για τις πόλεις. Για τη γη. Για την αρχιτεκτονική.”, Αποδελτίωση - Μετάφραση: Νίκος Τριαντής , εκδ.Τυποεκδοτική, Αθήνα (2003)
Marx K., “Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη”, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα (2012) Mazower M. , “Θεσσαλονίκη. Πόλη των Φαντασμάτων”, εκδ. Αλεξάνδρεια (2006) Nehama J. , “Histoire des Israélites de Salonique”, VI & VII, Communauté Israélite de Thessalonique, (1978) Νικολαΐδου Σ. ,"Η Κοινωνική Οργάνωση του Αστικού Χώρου" ,εκδ. Παπαζήσης (1993) Πετρόπουλος Η. , "Η ονοματοθεσία οδών και πλατειών", (1995) Rossi Al., “ Η Αρχιτεκτονική της πόλης”, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1991) Σταυρίδης Στ. , “Μνήμη και εμπειρία”, εκδ. Αλεξάνδρεια (2006) Συλλογικό Έργο, “Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα. Οι προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα: Επιστημονικό συμπόσιο, 11 και 12 Απριλίου 1997”, εκδ. Σχολή Μωραΐτη. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (1999) Τομανάς Κ., “Δρόμοι και γειτονιές της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1944”, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη (1997) Τριανταφυλλίδης Χ. Ν., “Αι περί του σχεδίου Θεσσαλονίκης ισχύουσαι διατάξεις εν κωδικοποιήσει”, Θεσσαλονίκη (1928) Χαστάογλου Β., “Θεσσαλονίκη 1922-1930. Η προσφυγική εγκατάσταση και ο βίαιος μετασχηματισμός του αστικού χώρου”, Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα. Οι Προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού & Γενικής Παιδείας, Αθήνα (1999) Χεκίμογλου Ευ. , "Δύο ανέκδοτα κείμενα από τη νεότερη ιστορία της Θεσσαλονίκης και τα παραλειπόμενα της απογραφής του 1913", (Θεσσαλονίκης 1995) Χεκίμογλου Ευ.,“ Οι τελευταίοι μουσουλμάνοι φεύγουν από τη Θεσσαλονίκη”, Θεσσαλονίκη: τουρκοκρατία και μεσοπόλεμος, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1996) 108
Πηγές Εικόνων 01_ Museo Civico Medievale – Bologna 02_ http://thessaloniki.photos.vagk.gr/el/photos-gr/old-photos-gr/old-photos-streets-gr.html 03_ Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , "Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917", εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995) 04_Ζαφείρης Χ. , "Εν Θεσσαλονίκη 1900-1960", Εξάντας, (1994) 05_ http://thessaloniki.photos.vagk.gr/el/photos-gr/old-photos-gr/old-photos-people-gr.html 06_ https://wellcomelibrary.org/ 07_ Ζαφείρης Χ. , "Εν Θεσσαλονίκη 1900-1960", Εξάντας, (1994) 08_ Ζαφείρης Χ., "Εν Θεσσαλονίκη 1900-1960", Εξάντας, (1994) 09_ Γιακουμής Χ., " Ερνέστ Εμπράρ 1875-1933: Εικόνες από τη ζωή ενός αρχιτέκτονα: Από την Ελλάδα στην Ινδοκίνα", εκδ. Ποταμός (2001) 10_ Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , "Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917", εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995) 11_ Ζαφείρης Χ., "Εν Θεσσαλονίκη 1900-1960", Εξάντας, (1994) 12_ Ζαφείρης Χ., "Εν Θεσσαλονίκη 1900-1960", Εξάντας, (1994) 13_ Ζαφείρης Χ., "Εν Θεσσαλονίκη 1900-1960", Εξάντας, (1994) 14_ Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , "Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917", εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995) 15_ Γιακουμής Χ., " Ερνέστ Εμπράρ 1875-1933: Εικόνες από τη ζωή ενός αρχιτέκτονα: Από την Ελλάδα στην Ινδοκίνα", εκδ. Ποταμός (2001) 16_ Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , "Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917", εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995)
109
17_ Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , "Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917", εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995) 18_ Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , "Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917", εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995) 19_ Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , "Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917", εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995) 20_ Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , "Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917", εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995) 21_ https://www.inred.gr/i-ratsistiki-ipodoxi-ton-prosfigon-tou-1922/ 22_ Χαστάογλου Β., “Θεσσαλονίκη 1922-1930. Η προσφυγική εγκατάσταση και ο βίαιος μετασχηματισμός του αστικού χώρου”, Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα. Οι Προσφυγουπόλεις στην Ελλάδα, Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού & Γενικής Παιδείας, Αθήνα (1999) 23_ Τριανταφυλλίδης Ι., "Χωροτσξική Μελέτη Θεσσαλονίκης", Α' Στάδιο, τεύχος 25, Θεσσαλονίκη (1996) 24_ http://www.kathimerini.gr/792766/article/politismos/vivlio/aytoviografia-mias-genias 25_ Ζαφείρης Χ. , "Εν Θεσσαλονίκη 1900-1960", Εξάντας, (1994) 26_ http://thessaloniki.photos.vagk.gr/el/component/tags/tag/153-2016-11-23-10-29-16.html 27_ Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , "Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917", εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995) 28_ Κιτσίκης K., “Η κτιριολογική άποψις του Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης”, (1919) 29_ Κιτσίκης K., “Η κτιριολογική άποψις του Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης”, (1919) 30_ Καραδήμου Γερόλυμπου Α. , "Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917", εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη (1995)
110
112
113
114