ΣΙΛΒΑ// μια σύγχρονη flaneuse στον αστικό ιστό

Page 1

ΣΙΛΒΑ

Μια σύγχρονη flâneuse στον αστικό ιστό.


Βόλος, Σεπτέμβριος 2018


Ερευνητικό Θέμα Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Φοιτήτρια: Σελέκου Κατερίνα Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Γιαννίση Φοίβη





Περιεχόμενα Πρόλογος.................................................................................................9 Ο Flâneur................................................................................................15 Η Γυναίκα................................................................................................27 Η Πόλη....................................................................................................41 Η Flâneuse του 19ου αιώνα...........................................................55 Οι Flâneuses του παρελθόντος μέσα από διηγήματα............65 Βιώματα και εμπειρίες από την πόλη της Αθήνας...................77 Βιβλιογραφία......................................................................................111

7


8


Πρόλογος

9


10


Η παρούσα ερευνητική εργασία πραγματεύεται την έννοια του flâneur και διερευνά αν υπάρχει η θηλυκή του εκδοχή, αν είναι αναγνωρίσιμη και εύκολα προσεγγίσιμη. Εξετάζεται τι σημαίνει σήμερα να είσαι μία flâneuse στον αστικό ιστό μιας πόλης και αν ο καπιταλισμός και τα κατασκευασμένα κοινωνικά πρότυπα επιτρέπουν την “άφοβη περιπλάνηση” στους δρόμους της Αθήνας. Ξεκινώντας από τον Baudelaire, σκιαγραφείται η φιγούρα του άνδρα flâneur στο Παρίσι του 19ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Benjamin, ο flâneur ξεπερνά τα όρια ενός πραγματικού προσώπου και μετατρέπεται σε ένα εννοιολογικό εργαλείο, που επιτρέπει στο μελετητή του να συλλάβει και να αποδώσει τη φύση της μοντέρνας ύπαρξης. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται η έννοια της γυναίκας στα πλαίσια του δεύτερου και τρίτου κύματος φεμινισμού. Από την Simon de Beauvoir και την γνωστή της φράση «Δεν γεννιέσαι γυναίκα, αλλά γίνεσαι», ως την Judith Buttler, την κατασκευή του 11


κοινωνικού φύλου και τη σύγχρονη πολιτική των ταυτοτήτων, διερευνάται με ποιον τρόπο ορίζεται, και αν εν τέλει ορίζεται, η έννοια της γυναίκας. Στη συνέχεια, γίνεται μια ανάλυση της έννοιας της πόλης σύμφωνα με τον Lefebvre και διερευνάται αν ο χώρος δομείται με έμφυλα χαρακτηριστικά. Με βάση τις μελέτες διαφόρων φεμινιστριών εξετάζεται αν οι γυναίκες και οι άνδρες αντιλαμβάνονται και κυκλοφορούν στον αστικό ιστό με τα ίδια προνόμια και την ίδια άνεση. Το δίπολο δημόσιου και ιδιωτικού χώρου προκύπτει από την άτυπη κατανομή ρόλων που στο παρελθόν ήθελαν τη γυναικεία φιγούρα άρρηκτα συνδεδεμένη με τον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού, ενώ την ανδρική φιγούρα άρρηκτα συνδεδεμένη με τον αστικό ιστό της πόλης; Στο τέταρτο κεφάλαιο, με βάση τα θεωρητικά εργαλεία των προηγούμενων δύο κεφαλαίων, διερευνάται η θηλυκή διάσταση του flâneur, αυτή της flâneuse στον 19ο αιώνα, μέσα από την κριτική ανάλυση τεσσάρων φεμινιστριών. Εξετάζονται οι προεκτάσεις από τη ερμηνεία και την έμφυλη διάσταση των εννοιών flâneur/flâneuse/flânerie, κυρίως σε ότι αφορά τη δομή και συγκρότηση της δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας στον αστικό ιστό. Στο τελευταίο μέρος αυτής της ερευνητικής εργασίας, γίνεται μια καταγραφή προσωπικών μου βιωμάτων, εμπειριών και συμβάντων που έλαβαν χώρα στην πόλη της Αθήνας τον προηγούμενο χρόνο, και αποτυπώνεται με τη μορφή νουβέλας μέσα από τα μάτια μιας φανταστικής σύγχρονης ηρωίδας, της Σίλβα.

12


13


14


Ο Flâneur

15


16


«Παρατηρητής, φιλόσοφος, flâneur -αποκαλέστε τον όπως θέλετεαλλά ό,τι λέξεις και να χρησιμοποιήσετε στην προσπάθεια να ορίσετε αυτό το είδος του καλλιτέχνη, είναι βέβαιο ότι θα οδηγηθείτε να αποδώσετε σε αυτόν κάποιο επίθετο που δεν θα μπορούσατε να εφαρμόσετε σε έναν ζωγράφο του αιώνιου, ή τουλάχιστον των πραγμάτων με μεγάλη διάρκεια, ηρωικών ή θρησκευτικών θεμάτων. Μερικές φορές είναι ένας ποιητής -πιο συχνά έρχεται κοντά στον μυθιστοριογράφο ή στον ηθικολόγοαυτός είναι ο ζωγράφος της στιγμής που περνά και όλων των προτάσεων της αιωνιότητας που περιέχει». Charles Baudelaire 17


18


Flâneur, πλάνης, περιπατητής, στοχαστής, «βοτανολόγος του πεζοδρομίου», άνθρωπος του πλήθους. Ο flâneur ήταν αρχικά μια λογοτεχνική φιγούρα, την οποία εισήγαγε ο Baudelaire στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο όρος flâneur εμφανίστηκε πρώτη φορά στο έργο του «The Painter of Modern Life» 1863. Στα ποιήματα του Baudelaire, ο flâneur λειτουργεί ως μεταφορά του μοντέρνου καλλιτέχνη και της καλειδοσκοπικής οπτικής του. Στα κείμενα του Benjamin συνιστά μια περίπλοκη, μεταβαλλόμενη έννοια, η οποία, όπως και στον Baudelaire, συναπαντάται και εν μέρει συνυφαίνεται με άλλους αστικούς νομάδες του 19ου αιώνα. Η εμφάνισή του συνδέεται με την ανάπτυξη και επέκταση των πόλεων την εποχή εκείνη και τη δημιουργία μεγαλουπόλεων. Το Παρίσι του 19ου αιώνα θεωρείτο κοσμοπολίτικο κέντρο της Ευρώπης, παρουσιάζοντας την εικόνα μιας σύγχρονης για την εποχή μοντέρνας πόλης. Η εικόνα αυτή ενισχύθηκε τόσο από την πολεοδομία των βουλεβάρτων του Hausmamn και των γαλλικών 19


κήπων, όσο και από την αρχιτεκτονική του κλασικισμού. Με άλλα λόγια το Παρίσι αποτελούσε «ιδανική πόλη» για τέτοιου είδους περιπλάνηση (flânerie). Ιστορικά λοιπόν, ο flâneur ήταν ο περιπατητής που περιφερόταν αμέριμνα στους παρισινούς δρόμους του 19ου αιώνα εντρυφώντας στο γύρω περιβάλλον, στα πλήθη των περαστικών, στις βιτρίνες των καταστημάτων, στα κάθε λογής καινούρια εκθέματα του δημόσιου χώρου. Χαρακτηριστική φιγούρα της πόλης, ο flâneur αναδείχθηκε παράλληλα σε ένα λογοτεχνικό τύπο του οποίου οι περιπλανήσεις έδιναν την αφορμή για αφηγηματικές παρουσιάσεις ανθρώπων και εκφάνσεων της αστικής καθημερινότητας. Ωστόσο, η περιπλάνηση του flâneur δεν είχε σκοπό. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν η άντληση ερεθισμάτων από το περιβάλλον της πόλης, η οποία μπορεί να οδηγούσε σε κάποια καλλιτεχνική δημιουργία. «Ο πλάνης μαθαίνει να περιπλανιέται στην πόλη, επανανακαλύπτοντάς την. Μαθαίνει να κοντοστέκεται εκεί που οι άλλοι προσπερνούν βιαστικά, όπως μαθαίνει να αιφνιδιάζεται από τους συνειρμούς που ενεργοποιεί η εισβολή των αναμνήσεων εκεί που κανείς δεν τις περιμένει»1. Ο Baudelaire εισήγαγε την φιγούρα του flâneur, του περιπλανητή που αντίκριζε με την περιέργεια για το καινούριο ολόκληρη τη νέα πόλη του Παρισιού. Ενσαρκώνει τον άνθρωπο της πόλης του 19ου αιώνα που εξερευνούσε την εμπειρία που προσέφερε η νέα μεγαλούπολη. «Στη ματιά του εκκεντρικού πλάνητα, του flaneur του 19ου αιώνα, ξεδιπλώνεται το αποξενωτικό θέαμα του μητροπολιτικού πλήθους»2. Κινείται υποκινούμενος από την περιέργειά του με σκοπό την εξερεύνηση του αστικού χώρου, των παραμέτρων που τον καθιστούν οικείο, ανοίκειο, θελκτικό ή απεχθή. Γι’ αυτόν τον παθιασμένο παρατηρητή Σταυρίδης Σ. (2010). Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, σελ. 341

1

2

Σρο ίδιο, σελ. 345

20


είναι απόλαυση να διαλέγει την κατοικία του μέσα στο πλήθος, να είναι στο κέντρο του κόσμου και ταυτόχρονα κρυμμένος από αυτόν. «Το πλήθος είναι το στοιχείο του όπως ο αέρας είναι το στοιχείο των πουλιών και το νερό των ψαριών. Το πάθος του και το επάγγελμα του είναι να γίνει ένα με το πλήθος. Για τον τέλειο flâneur, τον παθιασμένο θεατή είναι τεράστια χαρά να στήνει το σπίτι του στην καρδιά του πλήθους μέσα στην άμπωτη και τη ροή της κίνησης στη μέση της φυγής και το άπειρο. Το να είναι μακριά από το σπίτι και ακόμη να νιώθει παντού σαν το σπίτι του το να βλέπει τον κόσμο, να είναι στο κέντρο του κόσμου και ακόμη να παραμένει κρυμμένος από τον κόσμο αυτές είναι λίγες από τις μικρές απολαύσεις αυτών των ανεξάρτητων παθιασμένων αμερόληπτων όντων που η γλωσσά μπορεί αλλά αδέξια να προσδιορίσει»3. Μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά όσο πιο περιχαρακωμένη είναι η ταυτότητα του καθενός στη μοναξιά του, τόσο πιο λυτρωτική είναι η καταβύθισή του στην ανωνυμία του πλήθους. Ο flâneur με την περιέργεια που είχε για την αναγνώριση της μητρόπολης, της νέας αυτής συνθήκης, έβρισκε το πλήθος ως το μόνο μέσο για να περιχαρακωθεί από το άγνωστο σε αυτή την περιπλάνηση. Ο Benjamin αντιμετωπίζει τον flâneur ως πραγματικό πρόσωπο στη Γαλλία του 19ου αιώνα. Η στάση του περιπατητή των παρισινών δρόμων συμφύρεται με εκείνη του δημοσιογράφου ή του συγγραφέα μιας «πανοραμικής λογοτεχνίας»4, ο οποίος στα φθηνά βιβλιαράκια, γνωστά ως φυσιολογίες ή στις επιφυλλίδες των εφημερίδων, ανθολογούσε όψεις της αστικής ζωής. Οι συγγραφείς των ευρηματικών αυτών κειμένων υιοθετούσαν την οπτική γωνία ενός παρατηρητή, ο οποίος επόπτευε την πόλη ή περιηγείτο σε αυτήν, εκμεταλλευόμενοι την ερμηνευτική τους δεινότητα και την εκφραστική τους μαεστρία, παρουσίαζαν το 3

Baudelaire

Benjamin W. (1994). Σαρλ Μπωντλαίρ: Ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού. Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 43

4

21


άστυ σε κομψό ύφος και διάβαζαν τα πρόσωπα των αγνώστων περαστικών με ζηλευτή διεισδυτικότητα. Παραποιώντας την αλήθεια για την ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων στη μητρόπολη, οι flâneurs αντιδρούσαν στη διάχυτη αίσθηση κατακερματισμού και απομόνωσης, μετατρέποντας αφαιρετικά το άστυ σε ένα ερμηνεύσιμο αντικείμενο σπουδής. Στο έργο του Benjamin, ωστόσο, ο flâneur ξεπερνά τα όρια της συγκεκριμένης εμφάνισής του ως πραγματικού προσώπου και λογοτεχνικού τύπου και μετατρέπεται σε ένα εννοιολογικό εργαλείο, που επιτρέπει στο μελετητή του να συλλάβει και να αποδώσει τη φύση της μοντέρνας ύπαρξης. Πάντως, τόσο η ιστορική όσο και η λογοτεχνική οντότητα του flâneur συνεισφέρουν στην κατασκευή της εικόνας του ως συμβολικής ενσάρκωσης της μητροπολιτικής εμπειρίας και της εμπορευματοποίησης του ανθρώπινου υποκειμένου στην καπιταλιστική κοινωνία. Αναπτύσσοντας την έννοια του flâneur με κεντρικό σημείο αναφοράς την ποίηση του Baudelaire, ο Benjamin αναφέρεται σε ένα μοναχικό περιπατητή της πόλης, και κυρίως των φωτισμένων στοών της, με τον οποίο «η απόλαυση της θέασης γιορτάζει τον θρίαμβό της»5. Η ιδιαιτερότητα της όρασής του αναδεικνύεται μέσα από τις διαλεκτικές αντιθέσεις που συνθέτει ο Benjamin στην εργασία του. Ο flâneur τριγυρνά την πόλη νιώθοντας ότι βρίσκεται «στο σπίτι του»6. Το βλέμμα του μεταμορφώνει τον εξωτερικό χώρο, με όλη την ποικιλία και τις εναλλαγές του, σε εσωτερικό, κάνοντάς τον να μοιάζει λιγότερο απόμακρος ή εχθρικός. Παρόλα αυτά, η εξοικείωσή του με το αστικό περιβάλλον δεν απαλείφει την αίσθηση του αλλόκοτου ή του απειλητικού που προξενεί η φαντασμαγορία της πόλης. Το άγνωστο πλήθος που στέκεται απέναντί του αδιάφορο, θα μετατραπεί λίγο αργότερα από την αστυνομική λογοτεχνία και το μυθιστόρημα μυστηρίων σε άσυλο του εγκληματία ή του μονήρους ατόμου. Για τον πλάνητα, λοιπόν, 5

Στο ίδιο, σελ. 83

6

Στο ίδιο, σελ. 45

22


το πλήθος, εκτός από αισθησιακή πρόκληση για ονειροπόληση, αποτελεί και ερευνητικό ερέθισμα. Στο πρόσωπο του συναιρείται ο ανέμελος φυσιολόγος με τον επίμονο ντεντέκτιβ, ενώ η δραστηριότητα του συνταιριάζει την ευχαρίστηση της επισκόπησης της αστικής ζωής με τη γνώση που απορρέει από την εις βάθος επιθεώρηση της. Η ευαίσθητη αντίδραση του flâneur στα γοργά εναλλασσόμενα ερεθίσματα του άστεως και η αφομοιωτική του συνείδηση υποδηλώνουν μια απόπειρα προσαρμογής στη μοντέρνα ποπυπλοκότητα. Ταυτόχρονα όμως, ο flâneur προσωποποιεί μια ηθική διαμαρτυρία εναντίον της αλλοτρίωσης που επιβάλλει η καπιταλιστική κοινωνία, γι αυτό και η εξαφάνισή του συμπίπτει με την κυριαρχία της. Ενδεικτικά, ο Benjamin θα θεωρήσει τον Baudelaire ως έναν τελευταίο πλάνητα, ο οποίος βιώνει το σοκ της νεωτερικότητας πληρώνοντας το ανάλογο τίμημα: συναισθάνεται ότι η βαθύτερη σχέση του ανθρώπου με το γύρω κόσμο καταρρέει. Στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγής, της φωτογραφίας και του κινηματογράφου, η ιερότητα που ακτινοβολούν τα άψυχα πράγματα ή η φύση, η αίσθηση ενός πρότερου απόμακρου κόσμου που εκπέμπουν, η αυθεντικότητά τους, ό,τι ο Benjamin ονομάζει aura, διαλύεται. Ο άνθρωπος δεν λαμβάνει πίσω το βλέμμα με το οποίο κοιτάζει τα πράγματα7. Η οργάνωση και η κατάτμηση της εργασίας, η επιβεβλημένη χρήση της τεχνολογίας, οι δραματικές αλλαγές στη μορφή και στις σχέσεις του δημόσιου χώρου καταδικάζουν την όποια δυνατότητα ψυχικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην υποκειμενική συνείδηση και τον εξωτερικό κόσμο. Στην ποίηση του Baudelaire εγγράφεται η «συντριβή της αύρας»8. Ουσιαστικά θα έλεγε κανείς, ο flâneur στέκεται στο κατώφλι της καπιταλιστικής κοινωνίας και του αποξενωτικού Benjamin W. (1994). Σαρλ Μπωντλαίρ: Ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού. Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 167: «Εμπειρώμαι την αύρα ενός φαινομένου σημαίνει ότι του δανείζω την ικανότητα να γυρίσει το βλέμμα».

7

8

Στο ίδιο, σελ. 174 23


συστήματος ανταλλαγής εμπορευμάτων. Διαθέτει ακόμα την ικανότητα να ανταποκρίνεται εσωτερικά στα πράγματα και να αντιλαμβάνεται την πνοή της ιστορίας τους. Περιδιαβάζοντας με αμεριμνησία και φιλοπερίεργο μάτι τους δρόμους και τις στοές του Παρισιού του 19ου αιώνα, αρνείται πεισματικά την εξίσωση του χρόνου με το χρήμα, τον έλεγχο της εργασίας, την εξειδίκευση και την εντατικοποίηση της απασχόλησης. Στο τέλος όμως απορροφάται και ο ίδιος από τον καπιταλισμό και εκφράζει παραδειγματικά τον καταναλωτικό τρόπο ύπαρξης που συναρτάται με μια κοινωνία διεγερτικών θεαμάτων και παθητικής θέασης τους. Η τάυτισή του με το πλήθος των διερχομένων, την οποία έχει καταθέσει ο Baudelaire στην ποίηση του και στο δοκίμιο του για τον Guys, είναι για τον Benjamin μια διαβρωτική εμπειρία: «Η μέθη στην οποία παραδίδεται ο περιπλανώμενος είναι εκείνη του εμπορεύματος γύρω από το οποίο μαίνεται το ρεύμα των πελατών»9. Το άνοιγμα της ψυχής του πλάνητος στο διερχόμενο διαβάτη, η απόλαυση της εναίσθησης του άλλου ή της ανόργανης ύλης, σηματοδοτούν την εκπόρνευση της ψυχής. Για τον Benjamin, ο Baudelaire γνώριζε την πραγματική κατάσταση του λογοτέχνη: «πηγαίνει στην αγορά ως πλάνης, για να την παρατηρήσει, όπως πιστεύει, στην πραγματικότητα όμως για να βρει αγοραστή»10. Έτσι ο συγγραφέας-flâneur γίνεται αρνητικό πρότυπο του μισθωτού διανοούμενου, του λογοτέχνη, του δημοσιογράφου, του ρεπόρτερ, του διαφημιστή, που γεμίζει τον ελεύθερο χρόνο των μαζών προωθώντας τα προϊόντα της βιομηχανίας ή τις παραπλανητικές κατασκευές της κυρίαρχης ιδεολογίας.

9

Στο ίδιο, σελ. 65

10

Στο ίδιο, σελ. 42

24


25


26


Η Γυναίκα

27


28


Δεν γεννιέσαι γυναίκα, αλλά γίνεσαι.

Simone de Beauvoir 29


30


Στο κεφάλαιο αυτό θα εξεταστεί η έννοια της γυναίκας στα πλαίσια του δεύτερου και του τρίτου κύματος φεμινισμού. Ο όρος «φεμινισμός», στο πλαίσιο του λεγόμενου δεύτερου κύματος του γυναικείου κινήματος στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970, σηματοδοτεί την συνάρθρωση πολιτικής σκέψης και πράξης, η οποία στοχεύει στην κριτική εξέταση των σχέσεων εξουσίας που διέπουν την έμφυλη υποκειμενικότητα και στην υπέρβαση των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που εγκαθιδρύουν και νομιμοποιούν τους κοινωνικούς περιορισμούς και αποκλεισμούς της γυναικείας υποκειμενικότητας. Γενικότερα, ο όρος «φεμινισμός» σηματοδοτεί μια πολλαπλότητα νοημάτων και ερμηνευτικών στρατηγικών. Πως ορίζεται -αν ορίζεται καν- η «γυναίκα»; Το βιβλίο της γαλλίδας σοσιαλίστριας Simone de Beauvoir, το Δεύτερο Φύλο αποτελεί καταστατικό της φεμινιστικής σκέψης. Το βιβλίο αυτό, που απαγορεύτηκε από την καθολική εκκλησία εξαιτίας των ριζοσπαστικών του θέσεων σχετικά με το 31


γάμο και τη μητρότητα, αποτέλεσε κρίσιμη κρίσιμη συνεισφορά στη φεμινιστική θεωρία του δεύτερου κύματος αλλα και σε μεταγενέστερες εκδοχές της φεμινιστικής προβληματικής. Σύμφωνα με την κριτική διαλεκτική της Beauvoir, ο άνδρας ορίζεται ως Εαυτός/υποκείμενο, ως ουσιαστικό ον του δυτικού πολιτισμού, ενώ αντίθετα η γυναίκα ορίζεται ως Άλλος/αντικείμενο, αυτό που δεν είναι ο άντρας. Σύμφωνα με τη διαλεκτική αυτή, ο Εαυτός αντιπροσωπεύει το υπερβατικό (το διανοητικό, το υπεράνω σώματος), ενώ ο Άλλος την εμμένεια (αυτό που περιορίζεται στο σώμα και τη βιολογία). Ενώ οι γυναίκες είναι παγιδευμένες στην εμμένεια και την υποτέλεια, οι άνδρες αξιώνονται την υπερβατικότητα και την εξιδανικευμένη ανεξαρτησία. Στο πλαίσιο του πατριαρχικού συστήματος φύλου, η ανδρική ιδιότητα αυτοαναγνωρίζεται ως συνώνυμη και υποδειγματική της ανθρώπινης ιδιότητας, ενώ οι γυναίκες ετεροπροσδιορίζονται ως δευτερεύουσα υποπερίπτωση και απαξιωμένη ετερότητα, ως το «δεύτερο φύλο», που χαρακτηρίζεται από έλλειψη και ορίζεται ως έλλειψη, που δεν του αναγνωρίζεται το δικαίωμα της υποκειμενικότητας. Η αποκάλυψη και η ανατροπή των διαδικασιών και των μηχανισμών «ετεροποίησης» των γυναικών, δηλαδή της αναγωγής τους εκ μέρους της πατριαρχίας στη θέση του απόλυτου Άλλου, είναι το βασικό διακύβευμα της Beauvoir. Η Beauvoir δείχνει πως οι διχοτομίες εαυτός/ άλλος, άντρας/γυναίκα, νους/σώμα βρίσκονται στη βάση των κατηγοριοποιήσεων που δομούν τον πατριαρχικό πολιτισμό. Η περιχαράκωση της γυναίκας στο βιολογικό, σ’ αυτό που η Beauvoir αποκαλεί «κύκλο της εμμένειας», σχετίζεται με τις βιολογικές διαδικασίες της αναπαραγωγής. Η μητρότητα είναι το προνομιακό πεδίο στο οποίο εμπεδώνεται η πατριαρχική δοξασία της «γυναικείας φύσης» - αυτό το τέχνημα ριζικής ετερότητας ως προς την πολιτισμικά προνομιακή ετεροφυλοφιλική αρρενωπότητα, που αποτελεί το πρότυπο του ανθρώπινου. Η θεωρητική αυτή προσέγγιση της Beauvoir έντονες 32


συζητήσεις γύρω από το αν οι γυναίκες έχουν ουσιακά κοινά χαρακτηριστικά ή αν η ιδέα της γυναίκας συμπικνώνει ιστορικές διεργασίες κοινωνικής κατασκευής και πολιτισμικής δράσης. Με την έννοια αυτή του Δεύτερο φύλο άνοιξε το δρόμο για τη θεώρηση της κοινωνικής κατασκευής του φύλου1. Το έργο της άνοιξε τον κοινωνικό, πολιτισμικό και ιδεολογικό χαρακτήρα της «γυναικείας φύσης» αλλά και της «φύσης» της ιεραρχικής διχοτομίας των φύλων σύμφωνα με την οποία η γυναίκα δεν είναι παρά ο ουσιακός Άλλος του ανδρικού Εαυτού. Η κλασική πια διατύπωσή της «δεν γεννιέσαι γυναίκα, αλλά γίνεσαι» άνοιξε δρόμους στη μεταγενέστερη φεμινιστική σκέψη και απασχόλησε διαφορετικές θεωρητικούς όπως η Luce Irigaray, η Michele Le Doeuff, η Monique Wittig και η Judith Butler. Το έργο της Butler εστιάζει στο ζήτημα του Άλλου, το οποίο είχε απασχολήσει την Beauvoir με κεντρικό τρόπο. Η Butler αποδομεί τη διάκριση βιολογικού/κοινωνικού φύλου της Beauvoir και εκλαμβάνει το λεγόμενο βιολογικό φύλο ως λόγο -θετική απόρροια- και όχι ως φυσική προϋπόθεση του κοινωνικού.. Στη θεώρηση αυτή, το βιολογικό φύλο δεν δεσμεύει αιτιοκρατικά το κοινωνικό φύλο. Τα κοινωνικά φύλα, ως πολιτισμικές και πολιτικές πράξεις ερμηνείας του βιολογικού σώματος, δεν χρειάζεται να ευθυγραμμίζονται με το διπολικό σύστημα φύλου. Η κοινωνική κατηγορία «γυναίκα» δεν είναι η αναγκαστική πολιτική και πολιτισμική ερμηνεία ενός βιολογικού θηλυκού σώματος, ενώ η κοινωνική κατηγορία «άνδρας» δεν είναι η αναγκαστική πολιτική και πολιτισμική ερμηνεία ενός βιολογικά αρσενικού σώματος2. Η επιστημολογία της κοινωνικής κατασκευής και του κοινωνικού φύλου απέκτησε ευρύτατη εμβέλεια, καθώς έδινε τη δυνατότητα προσέγγισης των πολιτισμικών ιδιωμάτων της «θηλυκότητας» και του «ανδρισμού» χωρίς αναγωγή στη 1

Beauvoir S. (1949/1979). Το Δεύτερο Φύλο. μτφρ. Σιμόπουλος Κ. Αθήνα, Γλάρος

Butler J. (2009). Αναταραχή φύλου: Ο φεμινισμός και η ανατροπή της ταυτότητας. μτφρ. Γιώργος Καράμπελας. Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

2

33


βιολογική αιτιοκρατία. Η θεωρητική επινόηση του κοινωνικού φύλου ως αντίδοτου στο βιολογισμό έχει συνδυαστεί με το έργο της Βρετανίδας κοινωνιολόγου Ann Oakley. Στο βιβλίο της Sex, Gender and Society, ο όρος «sex» [«βιολογικό φύλο»] αναφέρεται στις βιολογικές διαφορές μεταξύ αρσενικού και θηλυκού, ενώ ο όρος «gender» [«κοινωνικό φύλο»] στην κοινωνική ταξινόμηση σε ανδρικό και γυναικείο, το πρώτο εκλαμβάνεται ως σταθερό, ενώ το δεύτερο ως κοινωνικά προσδιορισμένο. Οι διαφορές των φύλων είναι κοινωνικά και όχι βιολογικά προσδιορισμένες, είναι κοινωνικά κατασκευασμένες εννοιολογήσεις που επιστρατεύονται από κοινωνικούς θεσμούς και ενσωματώνονται σε πολιτισμικές πρακτικές. Υπογραμμίζοντας τις ομοιότητες ανάμεσα στα δύο φύλα και υποστηρίζοντας ότι η έμφαση στις βιολογικές, ανατομικές, ψυχολογικές και σεξουαλικές διαφορές είναι μια πολιτικά και κοινωνικά προσδιορισμένη πρακτική που υποδηλώνει θεμελιώδεις πατριαρχικές προκαταλήψεις, η συγγραφέας επεξεργάζεται θεωρητικά το φύλο ως απόρροια κοινωνικών διαδικασιών εκμάθησης στο πλαίσιο κοινωνικών θεσμών και πολιτισμικών πρακτικών. Αν και τα κοινωνικά φύλα που προκύπτουν από τη διαδικασία αυτή είναι τελείως διαφορετικά από το βιολογικό φύλο, επισημαίνει η Oakley, εντούτοις αρθρώνονται με τρόπους που υπογραμμίζουν τις «φυσικές» διαφορές ανάμεσα στα φύλα. Η ιστορικοποίηση και σχετικοποίηση του φύλου ως πολιτισμικά πολύμορφου προϊόντος κοινωνικών δυναμικών και σχέσεων εξουσίας αναδύεται ως το κατεξοχήν αντεπιχείρημα στο αόμη ισχυρότατο επιστημολογικό παράδειγμα της βιολογικής αιτιοκρατίας. Η Margaret Mead για παραδειγμα, επιχείρησε να δείξει ότι τα χαρακτηριστικά που συγκροτούσαν τους θεωρούμενους ως φυσικούς ανδρικούς και γυναικείους ρόλους διέφεραν από τη μία κοινωνία στην άλλη. Μελέτησε τρεις κοινωνίες της Νέας Γουινέας και επιχείρησε να καταδείξει την πολλαπλότητα των ιδεών σχετικά με τον ανδρισμό, τη θηλυκότητα και τη σεξουαλικότητα. Το φύλο εκλαμβάνεται θεωρητικά ως έθος, δηλαδή ως ιστορικά 34


τοποθετημένο και κοινωνικά οριοθετημένο πεδίο περιορισμών και δυνατοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, η συγκριτική οπτική της κοινωνικής ανθρωπολογίας επιστρατεύτηκε από φεμινίστριες θεωρητικούς που ενδιαφέρονταν να απο-υποστασιοποιήσουν τις δυτικές ουσιολογικές επιστημολογίες σχετικά με τις «γυναίκες». Ως αντίδοτο στις κυρίαρχες οικουμενικές ερμηνείες της έμφυλης ιεραρχίας και της γυναικείας υποτέλειας, κοινωνικοί ανθρωπολόγοι εστιάζουν τις έρευνές τους στα ποικίλα νοήματα της «θηλυκότητας» και του «ανδρισμού» σε διαφορετικά πολιτισμικά συμφραζόμενα. Η θεώρηση του φύλου υπό το πρίσμα του διμορφισμού, μονίμως εδραιωμένου σε φυσικές κατηγορίες «ανδρών» και «γυναικών», δεν είναι ένα διαχρονικό και διαπολιτισμικό αξίωμα, αλλά ο δυτικός κοινός τόπος. Ό,τι σχετίζεται με το φύλο και τη σεξουαλικότητα είναι ζήτημα απόδοσης πολιτισμικού νοήματος μέσα σε συγκεκριμένα ιστορικά συμφραζόμενα3. Στο χώρο των κοινωνικών επιστημών και κυρίως της κοινωνικής ανθρωπολογίας, το φύλο -με την έννοια της διαδικασίας συγκρότησης του πολιτισμικού περιεχομένου της ταυτότητας του κοινωνικού φύλου- αναδύεται ως πεδίο κοινωνικής δράσης και διαπραγμάτευσης, αλλά και ως οπτική γωνία ανάλυσης πολιτισμού. Τη δεκαετία του 1980 κυριαρχεί στον φεμινιστικό λόγο η πολιτική της ταυτότητας. Αυτό που διακυβευόταν στο φεμινιστικό κίνημα έως και τότε, ήταν το αίτημα να ορίσουν οι ίδιες οι γυναικες τον εαυτό τους και την κοινωνική τους κατάσταση πέρα από τους ετεροπροσδιορισμούς της πατριαρχίας, να αναλυθούν από τη «σκοπιά των γυναικών» οι κοινωνικές δομές και οι πολιτισμικές εννοιολογήσεις που νομιμοποιούν την γυναικεία καταπίεση. Στο επίκεντρο της ανάλυσης έρχονται οι συνθήκες του να είναι κανείς γυναίκα στο πλαίσιο των κατεστημένων σχηματισμών λόγου και εξουσίας, όπου δεν αναγνωρίζεται το δικαίωμα της ισότιμης συμμετοχής στην ανθρώπινη οικουμενικότητα. Αρθρώνονται 3

Herdt G. (1981). Guardians of the Flutes. Νέα Υόρκη, McGraw Hill 35


θεωρητικές προτάσεις που επιχειρούν να ανακατασκευάσουν την υπαγωγή των γυναικών στην κοινωνικοπολιτική υπόσταση της μη ταυτότητας, της ριζικής και απαραμείωτης ετερότητας. Το ζητούμενο είναι τα κοινωνικά υποκείμενα που υφίστανται την καταπίεση, που ορίζονται ως εσωτερικός εχθρός του πολιτικού σώματος, να αρθρώσουν έναν αναλυτικό λόγο γι’ αυτή τη συνθήκη και ταυτόχρονα μια οραματική στρατηγική αλλαγής. Αν και η έννοια της εμπειρίας παραμένει κεντρική, ταυτόχρονα το σημασιολογικό πεδίο και η πολιτική εμβέλειά της προβληματοποιούνται. Η κατηγορία «γυναικεία εμπειρία» συγκροτείται κοινωνικά, ιστορικά και πολιτισμικά ως ετερότητα αντινομική προς την ηγεμονική (ανδρική, λευκή, αστική) οικουμενική επικράτεια της ανθρώπινης εμπειρίας, αλλά δεν συγκροτείται ως τέτοια με τρόπο ομοιογενή και ομοιόμορφο. Οι όροι της καταπίεσης που δομούν τη γυναικεία εμπειρία διαφοροποιούνται στη βάση της κοινωνικής τάξης, της φυλής, της εθνότητας, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ηλικίας, της φυσικής ικανότητας. Έτσι το νόημα της έννοιας «γυναίκα» γίνεται πεδίο έντονων θεωρητικών συζητήσεων. Η διαθεματικότητα προήλθε από τα φεμινιστικά κινήματα των δεκαετιών του ‘60 και του ‘70 και αναπτύχθηκε ως έννοια για να εξηγήσει τη εμπειρία της καταπίεσης των μαύρων γυναικών. Οι μαύρες φεμινίστριες επεσήμαναν πως η γυναικεία καταπίεση δεν προέκυπτε μόνο με βάση τις έμφυλες σχέσεις αλλά και με βάση τις φυλετικές διακρίσεις. Στη συνέχεια, η διαθεματικότητα συνέβαλλε καθοριστικά σε μετα-αποικιακές και μεταστρουκτουραλιστικές προσεγγίσεις που στόχευαν να διαταράξουν ομοιογενείς κατηγορίες όπως αυτή της «γυναίκας». Στόχο έχει να εξερευνήσει τις διαπλοκές, τις αλληλοτομίες, τις διαθλάσεις και τις διασταυρώσεις μεταξύ των πολλαπλών συστημάτων εξουσίας αλλά και την αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφορετικών αναλυτικών κατηγοριών όπως αυτές της φυλής, του έθνους, του φύλου, της σεξουαλικότητας της τάξης ή της κουλτούρας. 36


Αρκετές μελετήτριες τόνισαν πως οι αναλυτικές κατηγορίες και τα συστήματα καταπίεσης πρέπει να γίνονται αμοιβαία κατανοητά ώστε να αποφευχθούν ουσιοκρατικές θεωρήσεις. Όπως εξηγεί η Yuval-Davis «έχουμε απορρίψει την πατριαρχία ως διακριτό κοινωνικό σύστημα, αυτόνομο και ανεξάρτητο από τους άλλους τύπους κοινωνικών συστημάτων όπως τον καπιταλισμό ή τον ρατσισμό (…) δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν ούτε προσθετικά ούτε αφαιρετικά και δεν μπορεί να δοθεί προτεραιότητα σε καμία από αυτές τις έννοιες»4. Αναπτύσσεται λοιπόν, στη φεμινιστική θεωρία το έντονο ενδιαφέρον να αναλυθεί και να καταδειχθεί πως η κατηγορία «γυναικεία εμπειρία» διέπεται από γεωπολιτικές, φυλετικές, αποικιοκρατικές, οριερνταλιστικές και ταξικές σχέσεις κυριαρχίας, πώς τα προνόμια και οι αποκλεισμοί της φυλής, της εθνότητας, της κοινωνικής τάξης ή της σεξουαλικότητας δομούν την κανονιστική υποκειμενικότητα του συλλογικού φεμινιστικού υποκειμένου. Η κατηγορία «γυναίκες» δεν περιγράφει με τρόπο εξαντλητικό αυτό που είναι μια γυναίκα. Αυτό συμβαίνει τόσο επειδή το φύλο δεν συγκροτείται με συνοχή και συνέχεια σε διαφορετικά ιστορικά συγκείμενα, όσο και επειδή το φύλο διασταυρώνεται με φυλετικές, ταξικές, εθνοτικές και σεξουαλικές εκφορές λογοθετικά συγκροτημένων ταυτοτήτων. Η Butler προσπαθώντας να εξηγήσει την πολιτική των ταυτοτήτων εισάγει την θεωρία της επιτελεστικότητας. Στο βιβλίο της Αναταραχή Φύλου: Ο Φεμινισμός και η Ανατροπή της Ταυτότητας, η Butler συμπύκνωσε την άρθρωση ενός φεμινιστικού λόγου πέρα από την φυσικοποιημένη διπολικότητα των φύλων και πέρα από την πολιτική της ταυτότητας. Προβληματοποιεί τη διάκριση sex/gender, πάνω στην οποία είχε θεμελιωθεί η φεμινιστική θεωρία κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980. Όχι μόνο το λεγόμενο βιολογικό είναι πάντοτε ήδη κοινωνικό Yuval-Davis N. (2013). Κοινωνικό φύλο και έθνος. Θεσσαλονίκη, Univrsity Press Studio, σελ. 30

4

37


αλλά και η έννοια «sex» είναι η κατηγορία υπό την αιγίδα της οποίας η ανατομία, η επιθυμία και η αναπαραγωγή ενοποιούνται συγκροτώντας μια ανδροκεντρική οικονομία, η οποία φυσικοποιεί το αληθειακό καθεστώς της ετεροκανονικότητας. Σύμφωνα με την Butler, το φύλο προσιδιάζει στις επιτελεστικές πράξεις, τις χειρονομίες και τα ενεργήματα του σώματος. Δεν είναι ουσία αλλά δρώμενο. Είναι το αποτέλεσμα πολιτισμικά αναγνωρίσιμων και κοινωνικά καθιερωμένων επιτελέσεων που συστηματικά αποκρύπτουν τη γενεαλογία της παραγωγής τους ως τέτοιων, αλλά και τη δυνατότητα εναλλακτικών έμφυλων επιτελέσεων πέρα από το καθιερωμένο πλαίσιο της ανδρικής κυριαρχίας και της επιβεβλημένης ετεροφυλοφιλίας. Το φύλο θεωρητικοποιείται από την Butler ως κοινωνικό δράμα βίαιης εγκαθίδρυσης και αποκρυστάλλωσης στο χρόνο μέσω της επιτελεστικής επανάληψης σωματικών πρακτικών στις οποίες συμπυκνώνεται η κανονιστική μυθοπλασία ενός αρραγούς έμφυλου εαυτού. Η ίδια επισημαίνει: «Η αποδόμηση της ταυτότητας δεν ισοδυναμεί με αποδόμηση της πολιτικής, αντίθετα, εγκαθιρδύει ως πολιτικούς τους ίδιους τους όρους μέσω των οποίων η ταυτότητα αρθρώνεται»5. Η επιτέλεση γίνεται το πεδίο στο οποίο η Butler καταδεικνύει την περίπλοκη και αντιφατική λειτουργία των κατηγοριών ταυτότητας. Στο πλαίσιο αυτό, το φύλο δεν θεωρητικοποιείται απλώς και μόνο ως πειθαρχική τεχνολογία αλλά και ως επιτελεστικό δρώμενο. Με όρους επιτελεστικότητας, το φύλο δεν είναι απλώς επιτελεστικό ενέργημα της τελετουργικής επανεπιβεβαίωσης του κανονιστικού προτύπου, δεν εγγράφεται παθητικά πάνω στο σώμα, αλλά επιτελείται καθημερινά σε μια αδιάκοπη διαδικασία αγωνίας και απόλαυσης, σε μια σπειροειδή συνύφανση κοινωνικής πίεσης και αντίστασης, κατά την οποία τα υποκείμενα διαδραματίζουν δυνατότητες και πιθανότητες έμφυλης σωματικότητας. Με τον τρόπο αυτό, η Butler θέτει σε αμφισβήτηση Butler J. (2009). Αναταραχή φύλου: Ο φεμινισμός και η ανατροπή της ταυτότητας. μτφρ. Γιώργος Καράμπελας. Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια

5

38


την υποτιθέμενη σταθερότητα της έμφυλης ταυτότητας και τις ετεροσεξιστικές συνδηλώσεις αυτής της προιδέασης. Η αποδομητική προσέγγιση των κατηγοριών ταυτότητας ως πεδίων πολιτικής αναστάτωσης και αναταραχής γίνεται εδώ αφετηρία για την ανίχνευση δυνατοτήτων αποδιάρθρωσης της πολιτισμικής κανονικότητας στο πεδίο της διαπλοκής επιτελεστικής ταύτισης και επιθυμίας. Επομένως η συγγραφέας θεωρητικοποιεί το διπολικό σύστημα του φύλου ως ένα καθεστώς αλήθειας που, αν και κοινωνικά καθιερωμένο, εντούτοις μπορεί να αμφισβητηθεί μέσα στην ίδια την κοινωνική ζωή αυτού του φυσικοποιημένου συστήματος φύλου.

39


40


Η Πόλη

41


42


Ο χώρος δεν είναι ένα «κενό δοχείο», αλλά καθορίζεται από τις κοινωνικές σχέσεις και τις ανθρώπινες πράξεις, είναι αποτέλεσμα μιας ακολουθίας και ενός συνόλου ενεργειών και δεν μπορεί να υποβαθμιστεί στη θέση ενός απλού αντικειμένου.

Henri Lefebvre 43


44


Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζεται η έννοια της πόλης και πως αυτή ετεροκαθορίζεται από το φύλο. Μια πόλη παράγει αποκλεισμούς; Και αν ναι με ποιον τρόπο; Με βάση τις μελέτες διαφόρων φεμινιστριών θα εξεταστεί αν οι γυναίκες και οι άνδρες αντιλαμβάνονται και κυκλοφορούν στον αστικό ιστό με τα ίδια προνόμια και την ίδια άνεση. Ανιχνεύεται κατά πόσο το δίπολο δημόσιου και ιδιωτικού χώρου προκύπτει από την άτυπη κατανομή ρόλων που στο παρελθόν ήθελαν τη γυναικεία φιγούρα άρρηκτα συνδεδεμένη με τον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού, ενώ την ανδρική φιγούρα άρρηκτα συνδεδεμένη με τον αστικό ιστό της πόλης. Οι πόλεις ανέκαθεν αποτελούσαν τόπους ετερογένειας και ποικιλομορφίας. Ήταν και εξακολουθούν να είναι, το πρωταρχικό πεδίο για την έκφραση πολιτικών και πρακτικών εξουσίας και ελέγχου, ενώ παράλληλα αποτελούν το πεδίο ανάδυσης πολύπλευρων κινημάτων και εξεγέρσεων. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τις πόλεις αποτελεί κεντρικό θέμα πολλών 45


αναλύσεων εδώ και χρόνια. Ήδη από το 1970, ο Henri Lefebvre μέσα από το βιβλίο του «The Urban Revolution» και υπό το πρίσμα των σημαντικών πολιτικών και κοινωνικών μετασχηματισμών της εποχής εκείνης, υποστήριξε πως είναι αναγκαίο να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο αναλύουμε τις πόλεις. Σύμφωνα με τον Lefebvre, ο αστικός χώρος δεν είναι ένα κενό δοχείο το οποίο γεμίζει με δράσεις, εικόνες, σχέσεις και ιδεολογίες αλλά μια σύνθετη κοινωνική κατασκευή η οποία βασίζεται στην κοινωνική παραγωγή των νοημάτων. Στη δουλειά πολλών μελετητριών και μελετητών όπως του Harvey, του Lefebvre, της Massey και του Soja, ο αστικός χώρος θεωρείται παράγωγο των καθημερινών σχέσεων, μεταβαλλόμενος και εν δυνάμει φορέας ανατροπών. Συνιστά το πεδίο συνάντησης των υποκειμένων, φέρνει στην επιφάνεια υλικότητες και γίνεται αναλυτικός φακός για την επισκόπηση σχέσεων εξουσίας και χειραφέτησης. Ο Lefebvre επισημαίνει πως ο χώρος δεν είναι ένα «κενό δοχείο», αλλά καθορίζεται από τις κοινωνικές σχέσεις και τις ανθρώπινες πράξεις, είναι αποτέλεσμα μιας ακολουθίας και ενός συνόλου ενεργειών και δεν μπορεί να υποβαθμιστεί στη θέση ενός απλού αντικειμένου. Όπως σημειώνει η Βαΐου: «η επιλογή της κλίμακας (..) αποκαλύπτει περιοχές γνώσης που αλλιώς θα παρέμεναν στο σκοτάδι, όπως υποστήριζαν δυνατά φεμινίστριες για πολλά χρόνια. H αλλαγή της εστίασης (όπως στη φωτογραφία) δεν σημαίνει ενίσχυση ή μείωση του υποκειμένου καθ’ αυτού αλλά μια αλλαγή θέασης γι’ αυτό.1». Η εναλλαγή της κλίμακας βοηθά στην κατανόηση της σχέσης χώρου, φύλου και σεξουαλικότητας. Ο χώρος εδώ εκτείνεται από το σώμα (όταν για παράδειγμα το γυναικείο σώμα γίνεται δημόσια κτήση και η απόφαση για έκτρωση βρίσκεται στα χέρια της νομοθετικής και θρησκευτικής εξουσίας), το σπίτι, την πλατεία, το χώρο εργασίας, ως τις συνοριακές ζώνες και τους Vaiou D., (2014). Is the Crisis in Athens (also) Gendered?: Facets of Access and (in)visibility in Everyday Public Spaces. City Vol. 18, σελ. 347.

1

46


δρόμους μεταξύ εθνών κρατών όπου εκατομμύρια βρίσκονται διωκόμενες και διωκόμενοι εξαιτίας έμφυλων συστημάτων καταπίεσης. Με δεδομένη, εδώ, την σπουδαιότητα των κοινωνικών σχέσεων στην παραγωγή του χώρου, οι διαθεματικές προσεγγίσεις έρχονται να φωτίσουν την πολυπλοκότητα των σχέσεων εξουσίας και τα διαφορετικά συστήματα καταπίεσης. Καθώς η διαθεματικότητα εξηγεί θαυμάσια τη βιωμένη εμπειρία, μπορεί να συμβάλλει στην ανάλυση της παραγωγής του χώρου και της εξουσίας ενώ προσφέρει ένα σημαντικό εργαλείο για την κατανόηση των ενδόμυχων σχέσεων μεταξύ της παραγωγής του χώρου και της παραγωγής εξουσίας. Μπορούμε να πούμε λοιπόν, πως ο αστικός χώρος: α) προκύπτει από τις κοινωνικές σχέσεις και τον τρόπο επικοινωνίας των υποκειμένων, β) η επισκόπηση διαφορετικών κλιμάκων είναι κρίσιμη για να τον κατανοήσουμε, να τον φανταστούμε και να τον αλλάξουμε, γ) είναι εν τη γενέσει του διαθεματικός καθώς προκύπτει από την καθημερινή ζωή πλήθους υποκειμένων και συνεπώς από τις αντιφάσεις και την ταυτόχρονη συνύπαρξη σχέσεων εξουσίας, καταπίεσης και χειραφέτησης. Μέσα από τις αναζητήσεις και τους προβληματισμούς του νέου φεμινιστικού κινήματος άρχισε να συγκροτείται μια κριτική της επιστήμης από γυναίκες, αρχικά στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες. Σε μια σειρά κλάδων και περιοχών που ασχολούνται με τη μελέτη της πόλης, οι προβληματισμοί αυτοί εισάγονται λίγο αργότερα, περί τα μέσα της δεκαετίας 1970, και ακολουθούν παρόμοια διαδρομή με τις άλλες επιστήμες. Σε μια πρώτη φάση γίνεται προσπάθεια να αναδειχθεί η συμβολή των γυναικών στη διαμόρφωση συγκεκριμένων κλάδων. Παράλληλα αναδεικνύονται οι γυναίκες ως αντικείμενο μελέτης, «προσθέτοντας τις γυναίκες» στα ήδη αποδεκτά αντικείμενα διερεύνησης κάθε κλάδου και συγκρίνοντάς τες με την «κανονική ομάδα» των (αρτιμελών, 47


λευκών, ετεροφυλόφιλων μεσοαστών) ανδρών. Στη μελέτη της πόλης εντοπίζεται η ιδιαίτερη σχέση ομάδων γυναικών με την πόλη και την καθημερινή ζωή που αυτή προδιαγράφει και επισημαίνονται μια σειρά «περιβαλλοντικές δεσμεύσεις» που διαμορφώνουν χωρικές ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών, σε σχέση με τις δραστηριότητες που αντιστοιχούν σε κάθε φύλο. Bασική υπόθεση είναι ότι η πόλη αντλεί τη μορφή της από μια σειρά υποθέσεις για τους ρόλους και τις δραστηριότητες των γυναικών, που έχουν οδηγήσει στην υποδεέστερη θέση των γυναικών και τις έχουν προσδέσει στην οικιακή/ιδιωτική σφαίρα. Η εισαγωγή της έννοιας «κοινωνικό φύλο» δίνει σημαντική ώθηση στις θεωρητικές επεξεργασίες. Η διερεύνηση των ρόλων κάθε (κοινωνικού) φύλου αποκαλύπτει τη διαφοροποιημένη συμβολή ανδρών και γυναικών, τις δραστηριότητες και συμπεριφορές που προσιδιάζουν ή/και κοινωνικά αποδίδονται σε κάθε φύλο, σε σχέση με ένα χωρικό καταμερισμό εργασίας. Αλλά η έννοια «ρόλοι» δεν ερμηνεύει τη μορφή τους, ούτε μπορεί να προσδιορίσει τους όρους αμφισβήτησης και αλλαγής τους. Κάτι τέτοιο επιχειρείται να γίνει προσφεύγοντας στην έννοια των εμφυλων σχέσεων εξουσίας, των οποίων μια μορφή είναι η πατριαρχία. Γύρω από την έννοια αυτή αναπτύσσεται πλούσιος προβληματισμός στις κοινωνικές επιστήμες, ο οποίος περνάει και στη μελέτη της πόλης και του χώρου ευρύτερα. Πολύ σχηματικά, μια αρχική υπόθεση ήταν ότι στη βάση της σχέσης εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών βρίσκεται η διάκριση ιδιωτικής/δημόσιας σφαίρας και χώρου στην πόλη: Οι γυναίκες σταδιακά ταυτίστηκαν με την ιδιωτική σφαίρα, την οικιακή, μη αμειβόμενη εργασία και την ιδιωτικότητα του σπιτιού -με όλα όσα, στις δυτικές κοινωνίες, απαξιώνονται- ενώ οι άνδρες με την αμειβόμενη εργασία, το δημόσιο χώρο, τη συμμετοχή στη δημόσια ζωή της πόλης -με όλα όσα οι δυτικές κοινωνίες αξιολογούν ως σημαντικά. Μεταγενέστερες επεξεργασίες εγκατέλειψαν τη 48


σχηματική αναφορά στο δίπολο ιδιωτικό/δημόσιο και, κυρίως, τη μονοσήμαντη αντιστοίχιση με το δίπολο γυναίκα/άνδρας. Η έρευνα γύρω από την κατασκευή του κοινωνικού φύλου και τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας οδήγησε σε περισσότερο λεπτομερείς αναλύσεις των καταμερισμών εργασίας και εξουσίας μέσα σε κάθε σφαίρα και στους συνδυασμούς των δύο, στην κοινωνία και στο χώρο της πόλης, εγκαταλείποντας την a priori ταύτιση κάθε σφαίρας με ένα φύλο. Στη συζήτηση για το δημόσιο χώρο, κρίσιμη είναι η συμβολή φεμινιστικών κριτικών απέναντι στον κυρίαρχο τρόπο πρόσληψης της δημόσιας σφαίρας. Η Pateman επισημαίνει πως «η πολιτική ελευθερία βασίζεται στο πατριαρχικό δικαίωμα2» ενώ το γνωστό φεμινιστικό επιχείρημα «το προσωπικό είναι πολιτικό» επιχειρεί να σπάσει την διχοτομία δημόσιας-ιδιωτικής σφαίρας. Η διάκριση αυτή υπήρξε συχνά απόλυτη και άκαμπτη με τον δημόσιο χώρο να αποτελεί τη σφαίρα του ορθού λόγου και της εξουσίας στη νεωτερική σκέψη. Η Αθανασίου παρατηρεί πως έχουμε «από τη μια πλευρά μια δημόσια σφαίρα ανοιχτή σε όλους και βασισμένη στην αντικειμενική και αμερόληπτη επίτευξη του κοινού καλού και, από την άλλη, μιας ιδιωτικής σφαίρας βασισμένης στο φυσικό δίκαιο, την αγάπη και το ειδικό συμφέρον3». Σε αυτή τη διχοτομία χωροθετήθηκε και το δίπολο άντρα-γυναίκας. Είναι πλέον κατανοητό πως η σκληρή διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χώρου είναι αμφιλεγόμενη καθώς ο ένας χώρος βρίσκεται πάντα σε σχέση με τον άλλο. Ωστόσο, τέτοιοι διαχωρισμοί όχι μόνο δεν τελείωσαν οριστικά αλλά επαναλαμβάνονται συχνά στο λόγο και τις πρακτικές αρκετών «κανονικών» ανθρώπων. Για παράδειγμα, στη συζήτηση για 2 Pateman C. (1988). The Sexual Contract. Stanford University Press, σελ. 4: «Civil freedom depends on patriarchal right.»

Αθανασίου Α.(επιμ) (2006). Φεμινιστική θεωρία και πολιτισμική κριτική. Αθήνα, Νήσος, σελ. 44

3

49


το φύλο και τη σεξουαλικότητα παρατηρείται η μεταφορά της προβληματικής στον ιδιωτικό/προσωπικό χώρο καθώς αυτό που φαινομενικά ενοχλεί είναι η παρουσία μη ετεροκανονικών συμπεριφορών στο δημόσιο. Αρκετές φεμινίστριες μελετήτριες έχουν υποστηρίξει πως ο χώρος της πόλης έχει φύλο κατά τρόπο που τείνει είτε να αποκλείει τις γυναίκες από τον δημόσιο χώρο ή να τις συμπεριλαμβάνει σε οριοθετημένους ρόλους. Η παρουσία σε δημόσιους χώρους δεν σημαίνει το ίδιο για γυναίκες και άνδρες. Για παράδειγμα, τα αγόρια είναι λιγότερο ελεγχόμενα από τα κορίτσια στη χωρική κινητικότητα τους καθώς το φύλο καθορίζει τους ρόλους και την πειθαρχία των σωμάτων. Ακόμη, η εμπειρία των γυναικών στο δημόσιο χώρο, δεδομένου ότι οι τα σώματά τους φιλτράρονται από το αρσενικό βλέμμα, μπορεί να είναι αρκετά διαφορετική. Η σχέση μεταξύ φύλου και σεξουαλικότητας και η απόδοσή της στο χώρο γίνεται αντιληπτή όταν ο δημόσιος χώρος διαμορφώνεται ως χώρος ετεροκανονικότητας μέσα από την επανάληψη καθορισμένων πρακτικών. Ακόμη, φύλο και σεξουαλικότητα διαπλέκονται καθώς όπως εξηγεί η De Zarate, η θέση λεσβιών στο δημόσιο χώρο δεν καθορίζεται μόνο από τη σεξουαλική τους ταυτότητα αλλά και από κανόνες και πρότυπα των φύλων (gender norms). Η Grosz υποστηρίζει πως οι γυναίκες χρειάζεται να ξανασυγκροτήσουν το χώρο και το χρόνο μέσα από τη δική τους προοπτική οπότε τόσο η συζήτηση του εννοιολογικού πλαισίου όσο και του φαντασιακού στη δουλειά των φεμινιστριών φιλοσόφων είναι ίσως η πιο σχετική για την προσέγγιση της αρχιτεκτονικής θεωρίας και πρακτικής4. Οι φεμινίστριες άντλησαν από τη σημειολογία και την ψυχανάλυση για να μπορέσουν να συζητήσουν το πως οι διαφορές φύλου δομούνται από τις σχέσεις του να επιθυμείς και να είσαι επιθυμητός, κοιτώντας το θηλυκό ως αντικείμενο θέασης από το αντρικό βλέμμα (gaze). Η κυριαρχία του αρσενικού υποκειμένου 4

Grosz E. (1996). Space, time and perversion. London, Routledge

50


στην επικράτεια του ορατού έχει επιπτώσεις στην έμφυλη ταυτότητα (έμφυλο πρόσημο) του αστικού χώρου, παράγοντας αναπαραστάσεις του αστικού χώρου όπου μόνο οι άνδρες έχουν το προνόμιο του βλέπειν, ενώ οι γυναίκες θεώνται ως αντικείμενα οπτικής κατανάλωσης. Ο δημόσιος χώρος, ακολουθώντας μια διαθεματική προσέγγιση, κατασκευάζεται όχι μόνο με βάση την ετεροκανονονικότητα (heteronοrmativity) αλλά και τη φυλή, το φύλο την ηλικία και πλήθος άλλων χαρακτηριστικών και σχέσεων που αποδίδονται στα υποκείμενα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχέση έθνους, φυλής, φύλου, σεξουαλικότητας και χώρου. Όπως προκύπτει, σεξισμός και ρατσισμός είναι αλληλοσυμπληρούμενα συστήματα κυριαρχίας. Η Yuval-Davis παρατηρεί πως «Οι γυναίκες είναι αυτές που αναπαράγουν πολιτισμικά, βιολογικά και συμβολικά ένα έθνος»5 ενώ «είναι συμβολικά οι φρουροί των συνόρων»6. Αντίστοιχα κάθε άλλη σεξουαλική δραστηριότητα που δεν στοχεύει στην αναπαραγωγή του έθνους κρίνεται εχθρική, ντροπιαστική και προδοτική. Οι εθνικιστικές, σεξιστικές και ρατσιστικές ρητορικές αντιλαμβάνονται την γυναίκα και την ετεροκανονικότητα ως θεματοφύλακες του έθνους και της επικράτειάς του. Η προσέγγιση του χώρου από τη σκοπιά του φύλου εντάσσεται σε έναν ευρύτερο προβληματισμό που αφορά στην κριτική της επιστήμης, όπου τα θέματα και τα αντικείμενα έρευνας εξετάζονται μέσα από διαφορετικούς όρους και σημασίες σε σχέση με αυτές που καθόριζαν το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας ως τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Το αίτημα εξέτασης του χώρου -και ιδιαίτερα της πόλης- μέσα από την οπτική του φύλου, πηγάζει από τη φεμινιστική κριτική, η οποία απευθύνεται τόσο στα ζητήματα που προκύπτουν από τη μελέτη και το σχεδιασμό του χώρου, όσο και στις μεθόδους προσέγγισής Yuval-Davis N., (2013). Κοινωνικό φύλο και έθνος. Θεσσαλονίκη, University Studio Press, σελ. 19

5

6

Στο ίδιο, σελ. 60 51


τους. Μέσα από την οπτική αυτή, η πόλη ερευνάται σύμφωνα με τις κατα φύλο δραστηριότητες και ρόλους, αμφισβητώντας τις πρακτικές που στοχεύουν στο «κοινό καλό» και ομογενοποιούν τις διαφορετικές ομάδες ανθρώπων. Στις πρακτικές αυτές, που είναι βασισμένες στις πατριαρχικές δομές της κοινωνίας και βασίστηκαν στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, το γυναικείο φύλο λάμπει δια της απουσίας του και καθώς οι ρόλοι του εντάσσονται στην ιδιωτική σφαίρα, δεν αποτελούν αντικείμενο μελέτης. Η εξέταση του χώρου μέσα από την οπτική του φύλου, επικαλείται τη φεμινιστική οπτική, που αφορά στις εμπειρίες γυναικών στα πλαίσια της καθημερινής τους ζωής στην πόλη, οι οποίες επιβεβαιώνουν την άρση των στεγανών μεταξύ της ιδιωτικής και της δημόσιας σφαίρας και αμφισβητούν ως ανεπαρκή τη διχοτομία μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου, για την προσέγγιση των ζητημάτων του χώρου. «Από την άποψη αυτή, οι διχοτομίες αποτελούν φτωχή αναπαράσταση των εμπειριών των γυναικών στην πόλη, του συνεχούς αγώνα τους να ζήσουν κρυμμένες και αποκλεισμένες, να επιβιώσουν πέρα από πραγματικούς και συμβολικούς περιορισμούς»7. Οι συγκρούσεις στο δημόσιο χώρο με αφορμή το φύλο και τη σεξουαλικότητα συνδέονται με την εμμονή για ηγεμονία στο χώρο αυτό. Η συμβολική σημασία του είναι κρίσιμη καθώς (νοούμενος ως η σφαίρα της εξουσίας) όποιος τον κατέχει, ελέγχει τεράστιο μέρος του συμβολικού χώρου και της φυσικής έκτασης της πόλης. Με την παρουσία όλων αυτών που αποκλίνουν της κανονικότητας, ο δημόσιος χώρος (και κατ’ επέκταση το κράτος) μοιάζει να χάνει τον ανδρισμό του. Η δόμηση του χώρου μέχρι σήμερα, έχει βασιστεί στον δευτερεύοντα ρόλο της γυναίκας, με τρόπους που αποτέλεσαν ένα από τα στοιχεία που δόμησαν αυτήν ακριβώς την ανισότητα, όχι Βαΐου Ντ. (1994). Η πόλη: Ένας χώρος για τις γυναίκες, στο συλλογικό τόμο Αναπαραστάσεις της θηλυκότητας, φεμινιστικές προσεγγίσεις Αθήνα, Κέντρο έρευνας και τεκμηρίωσης

7

52


απλά αντανακλώντας την, αλλά αναπαράγοντάς την.

53


54


Η Flâneuse του 19ου αιώνα

55


56


Ξαναγυρνώντας στην έννοια του flâneur που αναλύθηκε στο πρώτο κεφάλαιο και με βάση τα νέα θεωρητικά εργαλεία που αναπτύχθηκαν στα προηγούμενα δύο κεφάλαια, μπορούμε να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια και να διερευνήσουμε την θηλυκή διάσταση του flâneur, αυτή της flâneuse. Σε αυτό το κεφάλαιο θα εξεταστεί η έμφυλη διάσταση των εννοιών flâneur/flâneuse/ flânerie, οι οποίες αν και πρωτοδιατυπώθηκαν πολλά χρόνια πριν, φαίνεται πως στις μέρες μας τα νοήματα και οι προεκτάσεις από τη ερμηνεία των εννοιών αυτών παραμένουν εξαιρετικά επίκαιρα, κυρίως σε ότι αφορά τη δομή και συγκρότηση του δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρα στον αστικό χώρο. Άλλωστε οι έννοιες δημόσιο και ιδιωτικό έχουν κεντρική θέση στην ανάλυση και ερμηνεία της αστικής ανάπτυξης και των προτύπων σχεδιασμού του αστικού χώρου, ενώ παράλληλα φαίνεται πως μπορούν να αποτελέσουν συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη φεμινιστική ιστορία και στη μελέτη της πόλης. 57


Ο flâneur, όπως εξηγεί η Elizabeth Wilson, με την έννοια του ανθρώπου που καταναλώνει ηδονοβλεπτικά το θέαμα της πόλης, ενσαρκώνει, σε μεγάλο βαθμό στο σύγχρονο φεμινιστικό λόγο το «ανδρικό βλέμμα»1 («male gaze»). Σύμφωνα με αυτή τη θεωρητική προσέγγιση, το βλέμμα του flâneur, όντας σε θέση να περιεργάζεται, να θαυμάζει, να επιθυμεί και να κατέχει, αναπαράγει μια φαλλοκρατική σεξουαλικότητα. Με άλλα λόγια, συμβολιποιεί την ανδρική οπτική και ηδονοβλεπτική κυριαρχία -ειδικότερα αυτήν του μοντερνισμού- επάνω στο γυναικείο υποκείμενο. Ακολούθως, η flâneurie αντιμετωπίζεται ως μια έμφυλη (gendered) έννοια, ενώ η ελευθερία των κινήσεων του πλάνητος στην πόλη συνιστά μια κατεξοχήν ανδρική ελευθερία. Μια ενδιαφέρουσα επιστημονική συζήτηση ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘80 μέσα από τα κείμενα της Janet Wolff και της Griselda Pollock, σχετικά με τη θέση της γυναίκας στο δημόσιο αστικό χώρο την εποχή του 19ου αιώνα στο Παρίσι και πώς αυτή παρουσιάζεται μέσα από τη λογοτεχνία της νεωτερικότητας. Υποστήριξαν πως εφόσον η συγγραφή της ιστορίας της νεωτερικότητας που έχει σχέση με την πόλη έγινε από άντρες κοινωνιολόγους, κοινωνικούς κριτικούς, αστικούς γεωγράφους κτλ, η παρουσία της γυναίκας στα αστικά δρώμενα αποσιωπήθηκε σκοπίμως. Ο άντρας πρωταγωνιστούσε σε όλες τις εκφάνσεις του «μοντέρνου τρόπου ζωής» με ποικίλους χαρακτηρισμούς όπως dandy ή flâneur. Ο άντρας-flâneur αποτελούσε σύμβολο του «μοντέρνου lifestyle» της μεσοαστικής τάξης και απολάμβανε αμέριστη ελευθερία κινήσεων περιλαπλανόμενος στην πόλη, που με το βλέμμα και μόνο αντιμετώπιζε τη γυναίκα ως παθητικό, ερωτικό αντικείμενο2. Επομένως, ο άντρας-flâneur εξετάζεται καθαρά ως «κοινωνικό κατασκεύασμα», μη υπαρκτή φιγούρα, που αντιπροσώπευε τον νέο ιδανικό τρόπο ζωής στη μεγαλούπολη. 1

Wilson E. (1992). The invisible flâneur. Oxford, Blackwell, σελ. 79

Pollock G. (1988). Vision and difference: Femininity, Feminism and the Histories of Art. London, Routledge, σελ. 66

2

58


Χαρακτηριστικά η Janet Wolff υποστηρίζει πως δεν θα μπορούσε να υπάρξει θηλυκή εκδοχή του flâneur, αφού με τα τότε κοινωνικά πρότυπα η γυναίκα ανήκε σαφώς στην ιδιωτική σφαίρα του σπιτιού, αποκομμένη από το δημόσιο χώρο. Φαίνεται πως την εποχή εκείνη η κοινωνική ζωή ήταν σαφώς οργανωμένη σε δημόσια και ιδιωτική, ενώ ο διαχωρισμός αυτός είχε και άμεσα και έμμεσα έμφυλες διαστάσεις. Ακόμη και όταν ορισμένοι κοινόχρηστοι χώροι, όπως τα πολυκαταστήματα, τα πάρκα και τα θέατρα, άνοιξαν για τις γυναίκες της μεσαίας τάξης, ο κώδικας ταύτισης της γυναικείας φύσης με το οικιακό περιβάλλον δεν άλλαξε3. Η Pollock, ενστερνίζεται τις απόψεις της Wolff και υποστηρίζει πως την εποχή εκείνη αυτή η έμφυλη διάκριση υπήρξε φανερή ακόμη και στους καλλιτεχνικούς κύκλους, συγκεκριμένα των ιμπρεσσιονιστών ζωγράφων. Η Griselda Pollock μελετώντας έργα ιμπρεσιονιστών καλλιτεχνών, καταδεικνύει ότι ακόμα κι επιτυχημένες ζωγράφοι, όπως η Mary Cassatt και η Berthe Morisot, απέφευγαν να απεικονίσουν όψεις της πόλης, ειδικότερα τις διασκεδάσεις της, σε αντίθεση με άντρες συναδέλφους του (για παράδειγμα τον Edouard Manet, τον Edgar Degas, τον Auguste Renoir), επιλέγοντας συνήθως ως σκηνικό των έργων τους εσωτερικά σπιτιών. Η Pollock επισημαίνει επίσης, ότι υιοθετούσαν ασυνήθεις οπτικές γωνίες, που υπαινίσσονται την επιβεβλημένη απόσυρση του γυναικείου βλέμματος από την πόλη4. Όσα προαναφέρθηκαν αφορούν κυρίως τις αρχές και τα μέσα του 19ου αιώνα, καθώς μετά τις κοινωνικο-πολιτικές ανακατατάξεις που επέφερε η επανάσταση του 1844, το τοπίο άλλαξε. Η ανάγκη επέκτασης των οικονομιών και της αγοράς έφερε τη γυναίκας στο προσκήνιο και στα αστικά δρώμενα, όπου 3 Wolff J. (1985). «The invisible flâneuse: Women and the literature of modernity». Στο Theory, Culture and Society, σελ. 37-46

Pollock G. (1988). Vision and difference: Femininity, Feminism and the Histories of Art. London, Routledge, σελ. 50-90

4

59


πλέον - στη νέα κοινωνία του καταναλωτισμού - αναγνωρίζεται ως υποψήφια καταναλώτρια. Η νοοτροπία του flâneur στους δρόμους και τις στοές του Παρισιού, μετατοπίστηκε σε άλλου τύπου δημόσιο χώρο, τα πολυκαταστήματα. Στην ουσία, ο flâneur αντικαταστάθηκε από την flâneuse-καταναλώτρια. Βέβαια το πολυκατάστημα δεν θεωρείται αμιγώς δημόσιος χώρος, ούτε το shopping απλή περιπλάνηση, αλλά την εποχή εκείνη τα πολυκαταστήματα ήταν ο χώρος όπου πήγαινε κανείς για να «δει και να τον δουν». Όπως η βόλτα στην εσπλανάδα ή το πάρκο, η βόλτα στο πολυκατάστημα προσέδιδε ένα κοινωνικό status που μόνο ένας μεσοαστός μπορούσε να έχει. Σε αντίθεση με ότι συνέβαινε με τους πίνακες των ιμπρεσιονιστών, τα πόστερ απευθύνονταν στις γυναίκες ως υποψήφιες πελάτισσες, ενώ παράλληλα προωθούσαν ένα νέο κοινωνικό μοντέλο-πρότυπο καθορισμένο μέσα από την γυναικεία οπτική. Το πρότυπο αυτό δεν ήταν παρά ένας νέος κοσμοπολίτικος εαυτός γένους θηλυκού, η θηλυκή flâneuse, κάτοικος και περιηγήτρια της μοντέρνας μεγαλούπολης. Αυτή η γυναίκα πλέον μπορεί να συμμετέχει σε δραστηριότητες που μέχρι πρότινος αποτελούσαν προνόμιο του άντρα-flâneur. Η σημασία της εξόδου της γυναίκας από το σπίτι και η εμφάνισή της στον δημόσιο αστικό χώρο, έγκειται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ιστορικών αλλαγών που επήλθαν την εποχή εκείνη και οδήγησαν τελικά στην είσοδο της γυναίκας σε χώρους που ανέκαθεν θεωρούνταν ανδροκρατούμενοι (η πολιτική σκηνή, ο εργασιακός χώρος ανώτερων επαγγελμάτων, το πανεπιστήμιο κτλ). Βέβαια η πορεία από την εποχή αυτή μέχρι την αναγνώριση της γυναίκας ως πολίτη με ίσα δικαιώματα με αυτά των αντρών αποδείχθηκε μεγάλη, αλλά δεν παύει ωστόσο να έχει ως απαρχή ιστορικά γεγονότα της εποχής εκείνης (φεμινιστικό κίνημα κτλ). Η Wolff, προκειμένου να προσεγγίσει την έμφυλη διάσταση αυτών των κοινωνικών ανισοτήτων, φέρνει στο επίκεντρο της έρευνάς της την εποχή του 19ου αιώνα, μελετώντας 60


τη θέση της γυναίκας στο δημόσιο χώρο. Μέσω της ιστορικής διερεύνησης του διπόλου δημόσια-ιδιωτική σφαίρα, καθώς και των έμφυλων, ταξικών και εθνοτικών ανισοτήτων της εποχής, προσπαθεί να διαπιστώσει κατά πόσο η παρουσία της γυναίκας - την οποία αναφέρει ως flâneuse - είναι ορατή στην πόλη. Επισημαίνει πως ήδη από την εποχή εκείνη φαίνεται πως η σχέση της γυναίκας με την πόλη είναι προβληματική, ή μάλλον καλύτερα: η γυναίκα αποτελούσε και αποτελεί πρόβλημα για την πόλη. Η Σάλι Αλεξάντερ, εστιάζοντας στις έννοιες γυναίκα, θηλυκότητα και έμφυλη διαφορά στις δεκαετίες 1830- 1840, διαπιστώνει πως η γυναίκα αποτελεί διαχρονικό “πρόβλημα” και η θηλυκότητα “αίνιγμα”, καθώς και τα δύο έχουν μια ιδιότυπη αλλά οπωσδήποτε πολιτική ιστορία. Ιδιότυπη γιατί αναδύονται σε διαφορετικές στιγμές και σε διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα, στους κόλπους ποικίλων πολιτικών κινημάτων, ενώ αντίστοιχα πολιτική ιστορία υπό την έννοια ότι οι κοινωνικές συνθήκες και η πολιτική θέση των γυναικών έχουν υποστεί αλλαγές τις οποίες μπορούμε να ιχνηλατίσουμε σε βάθος χρόνου. Σύμφωνα με την Αλεξάντερ, μπορούμε να προσεγγίσουμε καλύτερα το πεδίο του φεμινισμού και να αποτυπώσουμε μια αποφασιστική στιγμή στην πολιτική της χρονικότητα, εάν εξετάσουμε τις ίδιες τις μορφές της πολιτικής έκφρασης της εργατικής τάξης στις δεκαετίες του 1830 και 1840, και τη γλώσσα των διεκδικήσεων και των πόθων τους. Κατά κανόνα, η εμφάνιση του μαζικού φεμινιστικού πολιτικού κινήματος αποδίδεται στις επιπτώσεις της βιομηχανικής επανάστασης και στην ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης5. Με το διαχωρισμό της εργασίας και του οίκου που επέφερε η πρώτη και με την ενστάλαξη του οικιακού ιδεώδους στα εργατικά στρώματα που πέτυχε η δεύτερη, ενέταξαν τους άντρες και τις γυναίκες στην ιδιωτική και στη δημόσια σφαίρα Αλεξάντερ, Σ. (1997). “Γυναίκες, τάξη και έμφυλη διαφορά στις δεκαετίες 1830 και 1840. Ορισμένες σκέψεις για τη συγγραφή μιας φεμινιστικής ιστορίας”. στο Σιωπηρές Ιστορίες. Αθήνα, Αλεξάνδρεια, σελ. 231-284

5

61


αντιστοίχως. Εάν η εργατική τάξη αναδύθηκε ως πολιτική κατηγορία σε αυτά τα χρόνια, τότε η «γυναίκα» αναδύθηκε ως κοινωνικό πρόβλημα. Μπορεί η ανάδυσή τους να υπήρξε σχεδόν ταυτόχρονη, όμως η πολιτική εκροσώπησή τους ήταν διαφορετική. Φαίνεται πως οι ιστορίες της θηλυκότητας και του φεμινισμού έχουν δικές τους χρονικότητες, διαφορετικές από εκείνες της τάξης ή των ανδρών. Την εποχή της νεωτερικότητας, πολλές φεμινίστριες θεωρητικοί υποστηρίζουν πως ο αποκλεισμός από τη δημόσια σφαίρα ήταν από την αρχή στοιχείο συγκρότησής του και όχι συγκυριακό ή περιστασιακό συμβάν. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το υποκείμενο της αυτονομίας και του δημόσιου διαλόγου έχει έμφυλη υπόσταση ως αρσενικό. Ο homo politicus ή ο homo economicus δεν είναι ένας θηλυκός εαυτός – ένας τέτοιος εαυτός τοποθετείται στην ιδιωτική σφαίρα. Η τελευταία, με τις πλευρές της οικειότητας που περιλαμβάνει, παραμένει έξω από τα θέματα που απασχολούν τη δημόσια συζήτηση6. Έτσι λοιπόν, ένα μεγάλο μέρος των φεμινιστικών αγώνων και θεωρητικών επεξεργασιών εστιάζει στο δίπολο δημόσιο/ιδιωτικό και τις σχέσεις δύναμης που συνδέονται με αυτό. Άλλωστε, το δημόσιο και το ιδιωτικό δεν είναι και δεν ήταν ποτέ απόλυτες έννοιες. Ως δύο πλευρές ενός δίπολου, έχουν μακρά ιστορία στη δυτική σκέψη, με σημαντικές υλικές και συμβολικές συνέπειες σε επίπεδο θεσμών, κοινωνικών πρακτικών, γλώσσας, συγκρότησης ατομικών και κοινωνικών ταυτοτήτων. Η διαχωριστική γραμμή, όσο και το περιεχόμενο κάθε πλευράς του δίπολου, αποτελούσε ανέκαθεν και εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο συνεχούς διαπραγμάτευσης, σε όλη την ιστορία της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας.

Βαΐου, Ν., & Καλαντίδης, Ά. (2009). Πόλεις των “Άλλων”: καθημερινές πρακτικές και συγκρότηση του δημοσίου χώρου. Αθήνα, Νήσος, σελ. 23-48

6

62


63


64


Οι Flâneuses του παρελθόντος μέσα από διηγήματα

65


66


«O εκκωφαντικός δρόμος βρυχάται γύρω μου/ ψηλή, λιγνή, σε βαρύ πένθος, μεγαλοπρεπής στο μεγαλείο της/ μία γυναίκα πέρασε από δίπλα μου(…) γρήγορη και χαριτωμένη με πόδια σαν από άγαλμα/ νευρική σαν κυρία/ Ήπια μέσα/ τα μάτια της ένας ωχρός ουρανός μέσα στον οποίο γεννιούνται καταιγίδες/ η γλυκύτητα που γοητεύει και η απόλαυση που σκοτώνει.». Charles Baudelaire / Les Fleurs du Mal 67


68


Οι ρίζες αυτού που κάνουν βρίσκονται σε ένα φαινόμενο του 19ου αι. που ονομάζεται flâneur, πρόκειται για μια μορφή με προνόμια και ελεύθερο χρόνο, ο οποίος έχει το χρόνο και τα χρήματα να περιφέρεται όποτε θέλει στην πόλη. Είναι την ίδια στιγμή διεγερμένος και ταραγμένος από τον βόμβο και το βουητό της πόλης, του πλήθους. Είναι την ίδια στιγμή μέρος του και αποκομμένος από το αστικό θέαμα, ηθοποιός και θεατής μαζί. Επίσης, αυτή η μορφή είναι πάντα αντρική. Είναι περίεργο, το ότι ενώ από τότε που υπάρχουν οι πόλεις πάντα ζούσαν γυναίκες μέσα σε αυτές, παρόλα αυτά αν θέλουμε να ξέρουμε το πώς είναι να περπατά κάποιος με συλλογισμό μες την πόλη, υπάρχει μόνο μία μεγάλη παράδοση αντρικών γραπτών να μας το περιγράψει. Όμως, τι γίνεται αν θέλουμε να ξέρουμε ποια είναι η εμπειρία της γυναίκας μες στην πόλη; Η flâneuse, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει, θα είναι μια περιπλανώμενη, μια άστεγη ή κάποια άλλη δυστυχής γυναίκα, που οι καταστάσεις την ώθησαν στον δρόμο. Σήμερα, όταν 69


οι περισσότερες γυναίκες, που κάποιος γνωρίζει σε μια πόλη, έχουν μία ή και δύο ιστορίες παρενόχλησης να διηγηθούν, η ιδέα της περιπλάνησης στους δρόμους αποτελεί μια επικίνδυνη πρόταση. Αυτό μάλλον εξηγεί το γιατί δίνεται τόσο μικρή προσοχή στα γραπτά των γυναικών για τις περιπλανήσεις στις πόλεις. Οι περισσότεροι άνθρωποι υποθέτουν ότι δεν υπάρχουν ή ότι είναι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Οι πιο εύκολα διαθέσιμες σε εμάς πηγές για το πώς έμοιαζε το τοπίο των δρόμων των 19ο αι. είναι από άντρες και αυτοί βλέπουν την πόλη με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Ο Baudelaire ίσα-ίσα που μπορεί να αντιληφθεί την γυναικεία εμπειρία μέσα στην πόλη. Είναι τόσο γρήγορη (παρόλαυτα με κάποιο τρόπο, την ίδια στιγμή αγαλματώδης). Είναι απρόθυμος να αναλογιστεί ποια μπορεί να είναι στην πραγματικότητα. Γι’ αυτόν είναι η φύλακας του μυστηρίου, με τη δύναμη να γοητεύει και να δηλητηριάζει. Και οι γυναίκες όμως έχουν παραβλέψει τις δυνατότητες του flaneuserie . Το 1888 η Βρετανίδα ποιήτρια, δοκιμιογράφος και συγγραφέας Amy Levy έγραψε, « Η γυναίκα που πηγαίνει στα κλαμπ-συλλόγους, η flaneuse της οδού St James, με το μάνταλο-κλειδί στην τσέπη και το ματογυάλι πάνω στην μύτη, παραμένει ένα φαντασιακό πλάσμα». Αλλά πάντα υπήρχαν γυναίκες που έγραφαν για τις πόλεις, καταγράφοντας τις ζωές τους, λέγοντας ιστορίες, παίρνοντας φωτογραφίες, δημιουργώντας ταινίες, συμμετέχοντας στην πόλη με όποιο τρόπο μπορούσαν- όπως έκανε και η ίδια η Levy. Το να υποδηλώσει κάποιος ότι δεν θα μπορούσε να υφίσταται μία flaneuse, γιατί δεν θα ήταν κυριολεκτικά μία θηλυκή flaneur, θα σήμαινε περιορισμό στους τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες έχουν αλληλεπιδράσει με τις πόλεις σε σχέση με τους τρόπους που οι άντρες έχουν αλληλεπιδράσει με την πόλη. Ίσως η απάντηση δεν είναι η απόπειρα να ενταχθεί η γυναίκα σε μια αρρενωπή έννοια, αλλά το να επαναπροσδιοριστεί η ίδια η έννοια. Ήρθε η ώρα να αναγνωριστεί η αντί-παράδοση της flaneuse. Εάν κοιτάξουμε πίσω θα παρατηρήσουμε πως πάντα υπήρχε μία fla70


neuse η οποία προσπερνούσε τον Baudelaire στον δρόμο. Αντί να περιφέρεται άσκοπα, σαν τον αντίστοιχο άντρα, η γυναίκα πάει εκεί που δεν θα έπρεπε για να είναι μια γυναίκα flaneuse, πρώτα και πρωτίστως, πρέπει να είναι περιπατήτρια, κάποια που ξεκινά να γνωρίζει την πόλη με το να περιφέρεται στους δρόμους της, εξερευνά τις σκοτεινές γωνιές της, περιεργάζεται πίσω από τις προσόψεις, εισχωρώντας μέσα σε μυστικές αυλές. Η Virginia Woolf το ονόμαζε «Street Haunting» σε ένα δοκίμιο που λεγόταν: αποπλέοντας μέσα σε ένα χειμωνιάτικο βράδυ, περιτριγυρισμένη από την «σαμπανιζέ φωτεινότητα του αέρα και την κοινωνικότητα των δρόμων», αφήνουμε τα πράγματα που μας καθορίζουν στο σπίτι και γινόμαστε «μέρος αυτού του τεράστιου δημοκρατικού στρατού των ανώνυμων τραυματιών». Έξω φαινομενικά για να αγοράσει ένα μολύβι η Woolf μεταμορφώνεται από την ποιότητα του φωτός, του αέρα, του δρόμου. Καθώς προχωράμε δια μέσου του αστικού τοπίου, έρχεται ένα σημείο που δεν αντιδρούμε απλά, αλληλεπιδρούμε, δημιουργούμαστε εκ νέου από αυτή την αλληλεπίδραση. Για την Wolf που είχε την ιδέα για «τον Φάρο», ένα απόγευμα, καθώς περπατούσε στην πλατεία Tavistock, υπήρξε μία καθαρή σύνδεση μεταξύ του περπατήματος και της δημιουργικότητας. Σε ένα γράμμα προς την Ethel Smyth το 1930 έγραψε: «Δεν μπορώ να βρω την αίσθηση της ενότητάς μου και της συνεκτικότητάς μου και όλων αυτών που με κάνουν να θέλω να γράψω τον Φάρο κ.τ.λ. εκτός αν είμαι διαρκώς σε διέγερση. Αυτό το καταφέρνω έχοντας επαφή με τον κόσμο, βουτώντας μέσα στο Λονδίνο μεταξύ μεσημεριανού και βραδινού και περπατώντας, περπατώντας, αναζωογονώντας τις φωτιές μου στην πόλη, σε κάποια άθλια φτωχογειτονιά, όπου κρυφοκοιτάζω μέσα από τις πόρτες των δημόσιων σπιτιών». Τα πολύ πρώτα λόγια που λέει η κα. Dalloway της Virginia Woolf, τα λένε όλα: «λατρεύω να περπατάω στο Λονδίνο, είπε η κα. Dalloway, πραγματικά είναι καλύτερα από το να περπατάς στην εξοχή.» Η κα. Dalloway είναι η μετενσάρκωση 71


της flaneuse, όπως υποδεικνύει και το επίθετό της. «Μία γυναίκα που της αρέσει να ματαιεί στην πορεία», όπως υποδεικνύει η Rachel Bowlby. Η Woolf χρησιμοποιούσε τους δρόμους ως μελέτη. Οτιδήποτε έβλεπε εκεί, την ωθούσε να αναρωτιέται για τους ανθρώπους και τις ζωές τους. Το κόλπο του να πιάνει τι αισθάνονταν την ωθούσε προς τα εμπρός στο πραγματικό της έργο- το πώς να εκπροσωπήσει «τη ζωή αυτή καθαυτή» στη σελίδα. Αντί να περιφέρεται άσκοπα, όπως ο αντίστοιχος άντρας, η γυναίκα flaneuse, έχει ένα στοιχείο παραβατικό, πάει εκεί που δεν θα έπρεπε. Ας πάρουμε για παράδειγμα την γαλλίδα καλλιτέχνιδα Sophie Calle, της οποίας η λαμπρή καριέρα ξεκίνησε την μέρα που, επειδή βαριόταν, άρχισε στα κρυφά να ακολουθεί κόσμο στον δρόμο, τον οποίο είχε διαλέξει αυθαίρετα. Ένα βράδυ, στα εγκαίνια μίας γκαλερί, συναντήθηκε με έναν άντρα, τον οποίο ακολουθούσε νωρίτερα εκείνο το απόγευμα. Η σύμπτωση φάνηκε σαν ένα σημάδι. Όταν αυτός ανέφερε ότι θα ταξίδευε στην Βενετία την επόμενη ημέρα, αυτή αποφάσισε να τον ακολουθήσει εκεί στα κρυφά, και τον ακολουθούσε παντού στην πόλη μέχρι που την αναγνώρισε κάτω από την ξανθιά της περούκα. Συντάσσοντας τις σημειώσεις και τις φωτογραφίες της, δημιούργησε ένα βιβλίο, το οποίο ονομάζεται Suite Vénitienne. Η Sophie Calle ως flaneuse, διεκδίκησε το δικαίωμα της να περπατά μες την πόλη, όχι απλά ακλουθώντας τον άντρα, αλλά καταδιώκοντας το θύμα της. Η flaneuse περπατά τους δρόμους προκλητικά, όπως δείχνει μία φωτογραφία του 1929 η οποία πάρθηκε από την Marianne Breslauer. Σε πρώτο πλάνο είναι μία γυναίκα που στέκεται σε ένα δρόμο στο Παρίσι έτοιμη να ανάψει ένα τσιγάρο. Πίσω από αυτήν, στον τοίχο, η γνωστή διαταγή: Απαγορεύονται οι διαφημίσεις. Μία απαγόρευση στα τέλη του 19ου αι., η οποία είχε σαν στόχο να αποτρέψει την πόλη από το να καταντήσει σαν μέρος αποβλήτων από τις πολλές διαφημιστικές πινακίδες. Πάνω από το σήμα κάποια γράμματα προκλητικά σχεδιασμένα; Ή προϋπήρχαν του σήματός; αναγγέλλοντας ότι κάποια στιγμή εκλεκτά τρόφιμα μπορούσαν να 72


αγοραστούν εκεί ή κάπου εκεί κοντά. Κάτω από αυτό κάποιος είχε ζωγραφίσει το ακατέργαστο περίγραμμα ενός προσώπου. Μία γυναίκα που κάπνιζε δημόσια είχε γίνει, τη περίοδο που η Breslauer έβγαζε την φωτογραφία της, ένα λιγότερο ασυνήθιστο θέαμα. Αλλά ακόμα περιέχει ένα στοιχείο αμαρτίας. Μία γυναίκα, ορατή, απέναντι στον τοίχο πίσω της, σε ένα πεδίο απαγορεύσεων και παρεκτροπών, που ετοιμάζεται να ανάψει ένα τσιγάρο. Η φωτογραφία της Breslauer αναδεικνύει το βασικό πρόβλημα στην καρδιά της αστικής εμπειρίας: Είμαστε ατομικότητες ή είμαστε μέρη ενός πλήθους; Θέλουμε να ξεχωρίζουμε ή να ταιριάζουμε; Είναι αυτό καθόλου δυνατόν; Πως θέλουμεανεξάρτητα από το ποιο είναι το γένος μας- να μας αντιλαμβάνονται μες το πλήθος; Θέλουμε να προσελκύουμε ή να αποφεύγουμε τα επίμονα κοιτάγματα; Αξιοσημείωτοι ή όχι; Μην εμφανίζεστε. Μην διαφημίζετε. Παρόλα αυτά αυτή βρίσκεται εκεί. Εμφανίζεται. Δείχνει τον εαυτό της. Εμφανίζεται απέναντι στην πόλη. Μπορούμε επίσης να επεκτείνουμε τον ορισμό της flaneuse περιλαμβάνοντας και την δημοσιογράφο. Η μεγάλη πολεμική ανταποκρίτρια Martha Gellhorn είπε στη Victoria Glendinning «είναι το ίδιο απαραίτητο όσο η απομόνωση, αυτό είναι το λίπασμα του μυαλού» Μία ζωή δουλεύοντας ως ανταποκρίτρια πολέμου, ταξιδεύοντας από την Ισπανία στην Κίνα, από την Φιλανδία στο Βιετνάμ, η Gellhorn έβαζε τον εαυτό της ανάμεσα στο αίμα, τη βρώμα και την απελπισία. Στην Μαδρίτη, όπου πήγε ως ανταποκρίτρια του Ισπανικού εμφυλίου πολέμου, η Gellhorn ένιωσε ότι δεν κατείχε τα κατάλληλα δημοσιογραφικά εργαλεία για να καλύψει τις μεγάλες ιστορίες και ανταυτού έκανε ρεπορτάζ για την καθημερινή ζωή σε μία πολιορκημένη πόλη. Σε μία σειρά από ρεπορτάζ για ένα αμερικάνικο περιοδικό το Collier, περιγράφει τις καθημερινές της βόλτες στην πόλη περιγράφοντας με λεπτομέρεια την καθημερινή επιρροή του πολέμου στους ανθρώπους που ζούσαν εκεί. Έγραψε για το πόσο περίεργο ήταν να βρίσκεις τον πόλεμο κάτω στον 73


δρόμο και περιέγραψε τον κόσμο απλά να περιμένει τον επόμενο βομβαρδισμό ή κάτι άλλο να γίνει. «Άνθρωποι στέκονταν στις εξώπορτες και γύρω από τις πλατείες, απλά στεκόντουσαν εκεί με υπομονή, και έτσι ξαφνικά μία βόμβα προσγειωνόταν και δημιουργούταν ένα συντριβάνι από πέτρες γρανίτη του λιθοστρώματος, οι οποίες πετούσαν στον αέρα και ο ασημί καπνός που χανόταν απαλά.» Ένας άντρας δεν μπορούσε να αντέξει να περιμένει στην εξώπορτα, με άλλους σαν ομάδα, και λέει πως πιστεύει ότι τελείωσε και πως όποια και να είναι η περίπτωση αυτός πρέπει να φύγει. «Έχω δουλειά να κάνω. Είμαι ένας σοβαρός άνθρωπος. Δεν μπορώ να περνάω τον χρόνο μου περιμένοντας βόμβες. Γεια», είπε. Και περπάτησε ήρεμα στον δρόμο και ήρεμα πέρασε απέναντι. Αυτό είναι ένα είδος μικρό-ρεπορτάζ, το να λες στον κόσμο, όχι τι έγινε σε μία συνάντηση στρατηγών, αλλά το πόσο σημαντική ήταν μία φρατζόλα ψωμί για έναν αρχιτέκτονα και τα παιδιά του. Με κάποιο τρόπο, η Gellhorn αντιβαίνει στην εικόνα που έχουμε για τον flaneur- αυτού που είναι απομονωμένος, ένας αποκομμένος αστικός παρατηρητής. Η flaneuse που ήρθε αντιμέτωπη με τον πόλεμο και την δυστυχία, δεν μπορεί απλά να καθίσει στην άκρη. «Είναι πολύ δύσκολο να καθίσεις απέξω και να παρακολουθείς αυτό στο οποίο δεν μπορείς να βοηθήσεις, αλλά ούτε να το αλλάξεις. Είναι πολύ πιο εύκολο να κλείσεις τα μάτια σου και το μυαλό και να ορμήσεις μέσα στη γενική δυστυχία, εκεί που σχεδόν δεν σου έχουν μείνει επιλογές, αλλά πολύ μοναχική παρέα.» Στην αφοσίωση της στο να αποκαλύψει τη μιζέρια, η Gellhorn μετέτρεψε την flanerie σε μαρτυρία. Πώς το έκανε; Που βρήκε την ενέργεια να απωθήσει και να αψηφήσει τις προσδοκίες και να ταξιδέψει τόσο μακριά από το σπίτι της; Πώς διαπραγματεύτηκε την προσωπική αμφιβολία, το άγχος, την ντροπή του να νιώθει έξω από το βήμα της, υπερβολική; Μη πρέπουσα; Ακόμα και σήμερα χρειάζεται μια τεράστια ποσότητα πειθούς για 74


να μετατραπεί η φυσική περιέργεια σε θέληση. Το να σηκωθείς και να φύγεις είναι η πιο τολμηρή δήλωση αυτοσυντήρησης. Η αξίωση της flanerie πάντα έδινε την δυνατότητα στις γυναίκες να ξανασχεδιάσουν τις διαδρομές που οι άλλοι περίμεναν από αυτές να πάρουν και να αναστατώσουν τις ζωές που οι άλλοι περίμεναν από αυτές να ζήσουν.1

A tribute to female flâneurs: the women who reclaimed our city streets. Διαθέσιμο στο https://www.theguardian.com/cities/2016/jul/29/female-flaneur-women-reclaim-streets.

1

75


76


Βιώματα και εμπειρίες από την πόλη της Αθήνας

77


78


Να ψάξουμε να βρούμε την εικόνα της πλατείας, αν η πόλη ανήκει και σε μας. Ένα δικό μας δωμάτιο σε κάθε κατοικία. Μια γειτονιά ολόκληρη δική μας. Μια πόλη και για τις γυναίκες1.

Βρυχέα Α. Κοινωνικό φύλο και λειτουργία της πόλης. Στο Μετα-τοπίσεις, εκδόσεις Futura, σελ 87

1

79


80


Εμείς σαν γυναίκες έχουμε καταγγείλει επανειλημμένα τη βία που υφιστάμεθα σ’ όλους τους δημόσιους χώρους. Η πολεοδομική συγκρότηση της πόλης, υπακούοντας και σε σεξιστική λογική, μας έχει περιορίσει στους λεγόμενους ιδιωτικούς χώρους, παραχωρώντας μας κάποιους δημόσιους, μόνο στο βαθμό που η ύπαρξή μας εκεί δεν έρχεται σε σύγκρουση με τον ρόλο τον οποίο μας έχει καθορίσει η κοινωνία (super-market, παιδικές χαρές, κομμωτήρια κ.λπ.). Σαν γυναίκες διεκδικούμε τον δημόσιο χώρο ενάντια στις σεξιστικές διακρίσεις και στην ωμή καταστολή θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ψάχνουμε να βρούμε την εικόνα της πλατείας, αν η πόλη, ανήκε και σε μας.2 Απόσπασμα από εκδήλωση που είχε διοργανωθεί από ομάδα γυναικών τη δεκαετία του ‘80, στην πλατεία εξαρχείων με θέμα «Γυναίκα και Δημόσιος χώρος». Η εκδήλωση δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της βίας που αντιμετώπισαν από τους φερόμενους ως “αγανακτισμένους πολίτες” και την εισβολή των ΜΑΤ.

2

81


82


Γυναίκες χρήστριες του χώρου. Πως έχει καταγραφεί η γυναικεία εμπειρία στον χώρο, αρνητικά ή θετικά, έτσι ώστε να μπορούμε να μιλάμε για την γυναικεία κληρονομιά στα ζητήματα του χώρου, αλλά και την λεπτομερειακή καταγραφή των ιδιαίτερων αναγκών τους.

Γυναίκες μελετήτριες του χώρου. Ποια είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά που πηγάζουν από μια φεμινιστική οπτική και μπορούν να μετασχηματίσουν τον παραδοσιακό τρόπο σχεδιασμού που είναι «κοινά» αποδεκτός και να τον οδηγήσουν σε νέες εναλλακτικές κατευθύνσεις; Από ποιους όμως και με βάση ποιες ανάγκες γίνεται ο προγραμματισμός, ο σχεδιασμός, η κατασκευή αυτών των χώρων; Και στη συνέχεια από ποιους/ες βιώνονται αυτοί οι χώροι και με τι συνέπειες για την καθημερινή ζωή των γυναικών;3 Βρυχέα Α. Κοινωνικό φύλο και λειτουργία της πόλης. Στο Μετα-τοπίσεις, εκδόσεις Futura, σελ 90

3

83


84


Ημέρα 7η, 21η, 26η και πολλές ακόμη Σημείο εκκίνησης το σπίτι στο Παγκράτι. Ένας ατελείωτος περίπατος με μία φωτογραφική, ένα βιβλίο και ένα καφέ από το αγαπημένο της καφέ δίπλα στο σπίτι. Η περιέργεια της Σίλβα να μάθει την νέα της γειτονιά με τα πόδια, ήταν αυτό που την οδήγησε να κάνει αυτούς τους ατελείωτους περιπάτους. Χωρίς gps ή κάποιο χάρτη, περπατούσε σε άγνωστους σε εκείνη δρόμους, παρατηρούσε τους ανθρώπους και αναζητούσε μια οικειότητα που από τις περιγραφές άλλων ήταν δύσκολο να κατακτηθεί στον Αθηναϊκό ιστό. Κι όμως αυτό ήταν το πρώτο της μέλημα από τη στιγμή που πήρε την απόφαση να μετακομίσει στην Αθήνα. Έπειτα από πολλές βόλτες τόσο στη γειτονιά της όσο και σε διπλανές, άρχισε να βλέπει γνώριμες φιγούρες. Ηλικιωμένα ζευγάρια που έβγαιναν για την καθιερωμένη βόλτα τους, γειτόνισσες να λένε τα νέα τους από τα αντικριστά μπαλκόνια τους, νεαρές και νεαρούς να βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους και 85


άλλα καθημερινά συμβάντα. Εικόνες που δεν ταιριάζουν απόλυτα στην μεγακλίμακα της αθήνας, αλλά ταιριάζουν απόλυτα σε μικρές γειτονιές. Οικειότητα. Ένα συναίσθημα που αποκτάται με προσπάθεια και θέληση.

86



88


Ημέρα 14η 21 Οκτωβρίου 2017 Τοποθεσία Φωκίωνος Νέγρη, Κυψέλη, σε ένα τοπικό μπαρ. Ώρα δύο το βράδυ. Προορισμός σπίτι, Παγκράτι. Μέσο μετακίνησης το νυχτερινό τρόλεϊ 11. Λόγω άγνοιας δρομολογίων και έλλειψης εμπειρίας το πολύτιμο google maps έδειξε την κοντινότερη στάση από το μπαρ, την πλατεία Αμερικής. Η Σίλβα ξεκινάει στις 2.10 για να μην χάσει το τρόλεϊ. Φτάνει σε μια άδεια, σκότεινη πλατεία. Τα ταξί είναι ερμητικά κλειστά, με τους ταξιτζήδες να φαίνεται ότι δεν αντιλαμβάνονται την παρουσία της. Ανασφάλεια και ένα αίσθημα ότι η επιλογή της να κατέβει στην πλατεία Αμερικής, ήταν λάθος. Όση ώρα περιμένει την πλησιάζουν δύο άντρες εκ των οποίων ο ένας την ρωτάει σε σπαστά αγγλικά σε πόση ώρα φτάνει το τρόλει. 89


Του απαντάει και εκείνος της ζητάει το προφίλ της σε κάποιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης για να κανονίσουν κάποια στιγμή να βγουν για καφέ. Για να ξεφύγει από την άβολη κατάσταση λέει πως μένει σε άλλη πόλη και βρίσκεται στην Αθήνα για διακοπές.Την ίδια στιγμή φτάνουν άλλοι δύο άντρες, “πιάνονται” από την τελευταία λέξη και παρεμβαίνουν στην κουβέντα. Εγκλωβισμός και ανασφάλεια. Εκείνη ανάμεσα σε τέσσερις άντρες. Νιώθει ότι θέλει απεγνωσμένα να φτάσει το τρόλει στα επόμενα δευτερόλεπτα, για να από αυτή την περίεργη την κατάσταση. Και όντως αυτό συμβαίνει μέσα στα επόμενα δύο λεπτά. Μπαίνει γρήγορα μέσα, κάθεται σε μια άδεια θέση, βρίσκει ένα ξεχασμένο βιβλίο στην τσάντα της και απομονώνεται μέχρι να φτάσει στον προορισμό της.

90



92


Ημέρα 34η 10 Νοεμβρίου 2017 Τοποθεσία στο τρόλεϊ 4, από Παγκράτι με προορισμό Ομόνοια Ώρα 4.00 το μεσημέρι Ενώ συνήθως αποφεύγει να κάθεται στα μέσα μαζικής μεταφοράς, εκείνη την μέρα κάθησε. Στην επόμενη στάση ένας άντρας κάθησε δίπλα της ακουμπώντας την με το πόδι του. Μετακινεί το σώμα της για να μην έχουν οποιουδήποτε είδους επαφή. Εκείνος παρατηρεί την κίνησή της και κάθεται ακόμη πιο άνετα, με αποτέλεσμα να την ακουμπάει ξανά. Άβολη κατάσταση και ένα αίσθημα παραβίασης. Αποφασίζει να σηκωθεί από τη θέση της. Η κοπέλα που κάθεται απέναντί της, της προσφέρει την δική της. Η Σίλβα την ευχαριστεί και αρνείται λέγοντας πως θα κάτσει όρθια. Ασφάλεια. Μετακινούνται και οι δύο και συζητούν κάτι ανάλαφρο μακριά από 93


τον παρεμβατικό άνδρα, ο οποίος τις κοιτάζει με φθόνο. Λίγο πριν φτάσει στον προορισμό της αποχαιρετά την κοπέλα και την ευχαριστεί για την αλληλεγγύη της και την παρέα της. Σύνηθες φαινόμενο της λέει. Και ήταν η τελευταία φράση που αντάλλαξαν. Είναι ωραίο τελικά να μην νιώθεις μόνη.

94



96


Ημέρα 65η 11 Δεκεμβρίου Τοποθεσία οδός Πατησίων Ώρα 12 το μεσημέρι Η Σίλβα περπατούσε στην Πατησίων ψάχνοντας ένα βιβλιοπωλείο. Προσπέρασε μια παρέα 10 κοριτσιών οι οποίες αφισοκολλούσαν κάτι πολύχρωμες αφίσες. Κοντοστάθηκε από περιέργεια να διαβάσει τι λέει. Καλούσαν σε φεμινιστική διαδήλωση. Οι κοπέλες της έδωσαν να διαβάσει ένα κείμενο που εξηγούσε την ανάγκη τους να διοργανώσουν αυτό το δρώμενο. Τις ευχαρίστησε και συνέχισε το ψάξιμο του βιβλιοπωλείου. Διαβάζοντας το κείμενο, συνειδητοποίησε ότι ήξερε τη μία από τις τρεις φεμινιστικές ομάδες από παλαιότερες δράσεις τους για τον δημόσιο χώρο και την γυναικεία υπόσταση. Αποφάσισε να πάει στην διαδήλωση.

97


98


99


100


Ημέρα 70η Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017 Τοποθεσία Θησείο στον σταθμό του ΗΣΑΠ Ώρα μία και μισή το μεσημέρι. Η Σίλβα φτάνει στον σταθμό του ΗΣΑΠ με δύο φίλες της και βλέπει πλήθος γυναικών συγκεντρωμένες. Ο αριθμός τους όσο περνά η ώρα αυξάνεται με ταχύ ρυθμό. Απελευθέρωση και ασφάλεια. Παρατηρεί τις γυναίκες γύρω της και μοιάζουν πολύ ήρεμες αλλά και ενθουσιασμένες γι’ αυτό που πρόκειται να γίνει. Μια γυναικεία φεμινιστική διαδήλωση στους δρόμους της Αθήνας, στην οποία θα ακουστεί η φωνή τους για τις καταπιέσεις και τους αποκλεισμούς που υφίστανται στον δημόσιο χώρο. Μία ώρα μετά η διαδήλωση ξεκινάει με τις παρευρισκόμενες να στέκονται η μία δίπλα στην άλλη και να φωνάζουν πλήθος συνθημάτων. Η διαδρομή που ακολουθείται είναι Θησείο, 101


Μοναστηράκι, Ομόνοια και τερματικός σταθμός στην πλατεία Βικτωρίας. Αυτά που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης σε σχέση με τους περαστικούς και τους θεατές είναι συγκρουόμενα μεταξύ τους. Από τη μία, άνδρες, κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας, να τις βρίζουν με χυδαίους χαρακτηρισμούς και να φωνάζουν πως είναι επικίνδυνες για τις εξτρεμιστικές τους ιδέες. Η Σίλβα εκπλήσσεται πως μια διαδήλωση για ένα τόσο καίριο ζήτημα που είναι η γυναικεία εμφάνιση στον δημόσιο χώρο και το ζήτημα της ασφάλειας όλων των γυναικών, μπορεί να προκαλέσει τόσες αντιδράσεις και αναπαραγωγή τελείως αναχρονιστικών απόψεων. Θέλει πολλή δουλειά η ελληνική κοινωνία για να αποτινάξει τα σεξιστικά της κατάλοιπα εν τέλει. Από την άλλη, γυναίκες από κομμωτήρια και καταστήματα να βγαίνουν έξω, να επικροτούν την δράση και να συνομιλούν με τις διοργανώτριες, λέγοντας πως είναι εξαιρετικά σημαντικές τέτοιες δράσεις στον δημόσιο χώρο. Τελικά μπορεί να είμαστε πολλές, σκέφτηκε ενθουσιασμένη η Σίλβα.

102



104


Ημέρα 103η 20 ιανουαρίου 2018 Τοποθεσία ένα μικρό καφέ στην πλατεία Βαρνάβα, στο παγκράτι. Ώρα επτά το απόγευμα. Είναι η τέταρτη φορά που η Σίλβα πηγαίνει εκεί μόνη της για να διαβάσει το βιβλίο της και η σερβιτόρα είναι πολύ φιλική μαζί της. Παραγγέλνοντας δύο ώρες μετά, ένα ποτήρι κρασί, ξεκινάει μία συζήτηση μεταξύ τους για απλά καθημερινά θέματα. Το όνομά της είναι Δήμητρα. Την ρωτάει για την εμπειρία της μετακόμισής της στην Αθήνα. Η Σίλβα της μεταφέρει κάποιες από τις εμπειρίες της και η Δήμητρα της λέει κάποιες δικές της. Δεν απέχουν πολύ ως προς τα συναισθήματα και τα βιώματά τους στον αστικό ιστό της Αθήνας. Καταλήγουν πως δεν είναι πολύ εύκολο και ακίνδυνο να κυκλοφορεί μια νεαρή κοπέλα μόνη της, όλες τις ώρες της ημέρας στον αστικό ιστό της Αθήνας. Παρόλα αυτά, το μόνο που δεν πρέπει να κάνουν είναι να φοβούνται να κυκλοφορήσουν και ουσιαστικά 105


θα πρέπει να διεκδικήσουν το δικαίωμα τους να κυκλοφορούν άφοβα, οπουδήποτε και οποτεδήποτε θελήσουν. Η Δήμητρα έγινε φίλη της και η Σίλβα αποφάσισε να πηγαίνει πιο συχνά στο καφέ αυτό για να τα λένε. Απλές καθημερινές κουβέντες είναι αυτές που σε κάνουν να νιώθεις οικεία και να δημιουργείς δεσμούς. Να μοιράζεσαι τους φόβους σου και τα συναισθήματα σου σε κάνουν πιο δυνατή και έτοιμη να αντιμετωπίσεις οτιδήποτε σου συμβεί.

106



108


109


110


Βιβλιογραφία

111


112


Ξένη Βιβλιογραφία Beauvoir S. (1979). Το Δεύτερο Φύλο. μτφρ. Σιμόπουλος Κ. Αθήνα, Γλάρος. Benjamin W. (1994). Σαρλ Μπωντλαίρ: Ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού. Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια Butler J. (2009). Αναταραχή φύλου: Ο φεμινισμός και η ανατροπή της ταυτότητας. μτφρ. Γιώργος Καράμπελας. Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια Butler J. (2008). Σώματα με σημασία. μτφρ. Μαρκέτου Π. επιμ. Αθανασίου Α. Αθήνα, Εκδόσεις Εκκρεμές Davis A. (2014). Γυναίκες, Φυλή και Τάξη. μτφρ γυναικεία ομάδα Μιγάδα. Αθήνα, Εκδόσεις: Αρχείο 71 Grosz E. (1996). Space, time and perversion. London, Routledge Herdt G. (1981). Guardians of the Flutes. Νέα Υόρκη, McGraw Hill Pateman C., 1988. The Sexual Contract. Stanford University Press. Pollock, G. (1988). Vision and Difference: Femininity, Feminism and the Histories of Art. London and New York: Routledge. Vaiou D., (2014). “Is the Crisis in Athens (also) Gendered?: 113


Facets of Access and (in)visibility in Everyday Public Spaces.” Valentine G., 2007. “Theorizing and Researching Intersectionality: Challenge for Feminist Geography.” Professional Geographer Yuval-Davis N., [1997]2013. Κοινωνικό φύλο και έθνος. University Studio Press, Θεσσαλονίκη Wilson E. (1992). The invisible flâneur. Oxford, Blackwell Wolff. (1985). “The Invisible Flaneuse: Women and the Literature of Modernity.”. Theory, Culture & Society

Ελληνική Βιβλιογραφία Βαΐου Ντ. (1994). Η πόλη: Ένας χώρος για τις γυναίκες, στο συλλογικό τόμο Αναπαραστάσεις της θηλυκότητας, φεμινιστικές προσεγγίσεις Αθήνα, Κέντρο έρευνας και τεκμηρίωσης Βαΐου, Ντ. (2006). Ταυτότητες / Ετερότητες των γυναικών στην πόλη. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ίνδικτος Βαΐου Ντ., Μαντούβαλου Μ. (2001). Επιλεκτική αναδρομή στη μελέτη της πόλης «μετά το 1968». Δημοσιεύτηκε στα σύγχρονα θέματα. Βαΐου, Ν., & Καλαντίδης, Ά. (2009). Πόλεις των “Άλλων”: 114


καθημερινές πρακτικές και συγκρότηση του δημοσίου χώρου. Αθήνα, Νήσος Σταυρίδης Σ. (2010). Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα Συλλογικό έργο. (1997). Σιωπηρές ιστορίες: Γυναίκες και φύλο στην ιστορική αφήγηση. Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια Συλλογικό έργο. (2006). Φεμινιστική θεωρία και πολιτισμική κριτική. Επιμ. Αθανασίου Α. μτφρ. Μαρκέτου Π., Μηλιώρη Μ., Τσεκένης Α. Αθήνα, Νήσος Συλλογικό έργο. (2008). Από ποια πλευρά του τοίχου; Ζητήματα φύλων στο σχεδιασμό του χώρου. Επιμ. Τροβά Β. Βόλος, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Συλλογικό έργο. (2009). Μετα-τοπίσεις: Φύλο, διαφορά και αστικός χώρος. Επιμ. Λαδά Σ. Αθήνα, Futura Συλλογικό έργο. (2015). Urban Conflicts. Θεσσαλονίκη

Ηλεκτρονικά Άρθρα Lauren Elkin, A tribute to female flâneurs: the women who reclaimed our city streets, διαθέσιμο στο: https://www. theguardian.com/cities/2016/jul/29/female-flaneur-women-reclaim-streets

115


116


Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Φοίβη Γιαννίση για τις πολύτιμες συμβουλές, τη βοήθειά της και τις υπέροχες κουβέντες που κάναμε. Επίσης τη Μαρίλια, τη Γεωργία και τον Μάριο για την κατανόηση και την βοήθεια τους. Τέλος όλες εκείνες τις φίλες που τόσα χρόνια είναι στο πλάι μου και με στηρίζουν. 117


118


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.