Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας άνθρωπος που τον έλεγαν βασιλιά Οκανάγκµπα. Μια µέρα... – Μα τι ώρα είπαν ότι θα έρθουν; ρωτάει η γυναίκα του. Ο Νουανκούο δεν απαντά. Συνεχίζει, µε το βιβλίο στο χέρι και την κόρη του στα γόνατά του. Μια µέρα πήγε η χελώνα και του ζήτησε να της πουλήσει δύο αποθήκες γεµάτες σπόρους. Ο βασιλιάς απάντησε ότι δεν ήθελε να πληρωθεί µε λεφτά, αλλά µε εννιά ανθρώπινα κεφάλια: πριν περάσει χρόνος, η χελώνα έπρεπε να του πάει εννιά κεφάλια! Η χελώνα έφυγε, αλλά πήρε τους σπόρους και τους έφαγε σχεδόν όλους µέχρι που απόµειναν παρά πολύ λίγοι. Αυτούς τους καβούρδισε και τους φύλαξε στην κορυφή µιας χουρµαδιάς. – Τι ώρα είπαν ότι θα έρθουν; – ∆εν είπαν, το µήνυµα έλεγε: «Πρέπει να φύγετε πριν από την αυγή». Αυτό ήταν όλο κι όλο. Ο ήλιος θα βγει σε µια δυο ώρες, οπότε, όπου να ’ναι, θά ’ρθουν. – Μπαµπά, συνέχισε!
EYA ZO§I ñ ZYNTIT ¶EPINION
[12]
Ένας ποντικός ριγωτός, που έτυχε να περνάει, τους βρήκε και τους καταβρόχθισε όλους. Τότε η χελώνα του λέει: «Επειδή µου έφαγες όλους τους σπόρους που είχα αγοράσει από τον βασιλιά Οκανάγκµπα, τώρα το χρέος για τα εννιά κεφάλια θα το ξεπληρώσεις εσύ στον βασιλιά!» – Πλησιάζει ένα αυτοκίνητο. – Κυρία, µακριά από το παράθυρο! προειδοποιεί ένας σωµατοφύλακας. – Είµαι ακόµα στο σπίτι µου! – Κάνε ό,τι σου λένε, Εζίµα, παρεµβαίνει ο Νουανκούο µε κουρασµένη φωνή. – Κόβουν ταχύτητα... Μα πώς αντέχεις, µια µέρα σαν τη σηµερινή, να κάθεσαι και να λες παραµύθια στην κόρη σου; – Πήγαινε να ξυπνήσεις τα παιδιά. Μπάινα, µην κουνηθείς από τη θέση σου. Φεύγουµε. Εγώ πάω να δω τι συµβαίνει. Ο Νουανκούο σηκώνεται, ορθώνει την ψηλή σιλουέτα του, κάνει νεύµα συνεννόησης προς τον σωµατοφύλακα: όλα πρέπει να γίνουν ήρεµα. Οποιαδήποτε ένταση θα κάνει την επιχείρηση ακόµη πιο δύσκολη. Η γυναίκα του δείχνει νευρικότητα. Τα παιδιά είναι τροµαγµένα. Το αυτοκίνητο σταµατάει µπροστά στο σπίτι και σβήνει τα φώτα. ∆εν βγαίνει κανείς. Οι δύο σωµατοφύλακες που φρουρούν έξω, στη βεράντα, έχουν τα χέρια στο αλεξίσφαιρο γιλέκο τους έτοιµοι να τραβήξουν. Ο πρώτος πάει µέχρι το αµάξι, χτυπάει το τζάµι, το τζάµι χαµηλώνει. Ο οδηγός µουρµουρίζει: «Έγκµπε µπέρε, ούγκο µπέρε». Είναι το σύνθηµα, µια παλιά παροιµία που την ξέρουν όλοι από παιδιά. Ο Νουανκούο τη χρησιµοποιεί συχνά: «Να κουρνιάσει το γεράκι, να κουρνιάσει ο αετός». Ο δεύτερος σωµατοφύλακας µπορεί τώρα να ειδοποιήσει την οικογένεια. Η φυγάδευση αρχίζει.
[13] Στην ήσυχη αυτή περιοχή της Αµπούζα µε τις δεντροστοιχίες τα σπίτια είναι σιωπηλά. Ένας ένας βγαίνουν από το σπίτι ο υπηρέτης που κουβαλάει τις βαλίτσες, µια γυναίκα µ’ ένα µωρό στην αγκαλιά, ένας έφηβος, ένα κοριτσάκι που κρατάει τον πατέρα του από το χέρι. Κανένας δεν γυρίζει το βλέµµα πίσω, όλων τα µάτια είναι στραµµένα µπροστά. Χώνονται στο µεγάλο αυτοκίνητο, φεύγουν χωρίς να ξέρουν αν θα ξαναγυρίσουν ποτέ, φεύγουν για πολύ καιρό. Το αυτοκίνητο ξεκινά. Μόλις δέκα λεπτά χρειάστηκαν για να εγκαταλείψουν τα πάντα, όλη τους τη ζωή, σε λίγες ώρες και την ίδια τους την πατρίδα. Μέσα στο σπίτι τα φώτα του σαλονιού έχουν µείνει αναµµένα. Και το βιβλίο µε τα παραµύθια της φυλής Ίγκµπο, πάνω στον καναπέ. Ο Νουανκούο κάθεται δίπλα στον οδηγό και ακούει τη συνέχεια του σχεδίου. Η επόµενη στάση είναι το Λάγος: θα επιβιβαστούν κρυφά σ’ ένα φουσκωτό σκάφος που θα τους βγάλει στ’ ανοιχτά, όπου θα τους παραλάβει ένα νορβηγικό πετρελαιοφόρο. Σε τρεις µέρες θα πετούν προς το Λονδίνο. – Ωστόσο είχαµε πει ότι θα περνούσαµε τα σύνορα οδικώς και θα παίρναµε το αεροπλάνο από το Γιαουντέ, απορεί ο Νουανκούο. – Αλλαγή της τελευταίας στιγµής, έτσι είναι ασφαλέστερα, απαντά ο πράκτορας. Ο Νουανκούο δεν λέει τίποτα. Τα παιδιά έχουν µπροστά τους ένα µακρύ και επίπονο ταξίδι. Είχε σχεδιάσει να φύγει µόνος του, να µην καταδικάσει ολόκληρη την οικογένεια σε εξορία, δεν θα ήταν δα και ο πρώτος που θα ζούσε µακριά από τους δικούς του. Η Εζίµα όµως δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Στρέφεται προς το µέρος της, της ψιθυρίζει ότι πρέπει να φύγουν από τη θάλασσα. ∆εν είναι η πιο άνετη φυγή, είναι όµως η πιο σίγουρη, κινδυνεύει κανείς λιγότερο πάνω σ’ ένα πλοίο υπό νορβηγική σηµαία παρά στους αφρικανικούς αυτο-
EYA ZO§I ñ ZYNTIT ¶EPINION
[14]
κινητόδροµους. Ύστερα σωπαίνει. Έχει πλήρη συναίσθηση της κατάστασης, όπως και όλοι µέσα στο αυτοκίνητο. Πίσω τους απλώνεται η Αµπούζα, τα φώτα της λαµπυρίζουν όπως σε όλες τις µοντέρνες πόλεις. Γερανοί και ολοκαίνουργια κτίρια από µπετόν, εκκλησίες, τζαµιά, ουρανοξύστες, ανισόπεδες διαβάσεις, όλα µαρτυρούν τη νεαρή ηλικία της πόλης που έχει γίνει η νέα πρωτεύουσα. Μια πόλη χωρίς ιστορία, µια πόλη-βιτρίνα για την εξουσία των πετρελαίων, έχει πάρει τη θέση τής πολύβουης, δύσοσµης µυρµηγκοφωλιάς που λέγεται Λάγος. Προς τα εκεί πηγαίνουν τώρα. Σε λίγο ο δρόµος δεν έχει πια διαχωριστικές λωρίδες και σήµατα. Το όρος Άσο βουλιάζει µες στη νύχτα. Άσο σηµαίνει νίκη. Λέξεις, τοπία και αµφιβολίες αλληλοσυγκρούονται µέσα στο µυαλό του Νουανκούο. Είχε πιστέψει στη νίκη, είχε δει τους ισχυρούς να τρέµουν όταν έµπαιναν στο γραφείο του, δεν είχε λυγίσει µπροστά στις απειλές ή στην υπεροψία τους, τους είχε αντιµετωπίσει µε πρόσωπο από µάρµαρο. Όταν δοκίµασαν να τον εξαγοράσουν είχε χαµογελάσει, είχε πάρει τα δεκαπέντε εκατοµµύρια δολάρια – κοµµένα σε κατοστοδόλαρα – και τα είχε καταθέσει στην κεντρική κρατική τράπεζα µε την απαίτηση να τα χρησιµοποιήσουν για κοινωφελείς σκοπούς. Και είχε συνεχίσει την έρευνά του µε ακόµη µεγαλύτερη ζέση. Στο τέλος είχαν αρχίσει να σκοτώνουν έναν έναν τους ανθρώπους του, είχαν σκοτώσει τον Ουσέ, τον φίλο του, το δεξί του χέρι, είχαν απαλλάξει τον ίδιο από τα καθήκοντά του, και τώρα τον εξανάγκαζαν σε φυγή.
– Το βιβλίο µου! φωνάζει ξαφνικά η µικρή Μπάινα. Ξεχάσαµε το βιβλίο µου! – Θα σου πάρουµε άλλο, της λέει η µητέρα της.
[15] – Μα δεν έχει τέτοιο βιβλίο εκεί που πάµε! – Εκεί έχει απ’ όλα, θα δεις, είναι µια χώρα µε πελώρια µαγαζιά. – Εγώ θέλω το βιβλίο µου! Να γυρίσουµε πίσω! – Φτάνει πια, Μπάινα! την κόβει ο Νουανκούο. Αυτό το παραµύθι το διηγούµουν στον αδελφό σου για χρόνια, µα και σ’ εσένα το έχω διηγηθεί τόσες φορές, που το ξέρω πια απέξω. Το ίδιο και η µαµά. Είχαµε µείνει στον ποντικό τον ριγωτό. Ρίχνει µια µατιά στη γυναίκα του µέσα από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου. Η Εζίµα νιώθει την ανάγκη του να παραµείνει σιωπηλός. Κλείνει τα µάτια της και συνεχίζει αυτή το παραµύθι... Ο ποντικός ο ριγωτός πήγε και φύτεψε µελιτζάνες. Και πήγε η αντιλόπη και βόσκησε όλα τα φύλλα της µελιτζανιάς. Τότε ο ποντικός της λέει: «Αφού έφαγες τα φύλλα της µελιτζανιάς µου, κι εγώ έφαγα τους σπόρους της χελώνας, τώρα εσύ θα ξεπληρώσεις το χρέος στον βασιλιά και θα του πας εννιά ανθρώπινα κεφάλια!» Η αντιλόπη το έβαλε στα πόδια. Καθώς έτρεχε, σκόνταψε στη ρίζα ενός δέντρου και είπε: «Ρίζα του δέντρου, αφού µου χτύπησες το πόδι...»
Όταν ο µεγάλος γιος του ήταν ακόµα παιδί, στο σηµείο αυτό της ιστορίας ο Νουανκούο παρίστανε την αντιλόπη που κάλπαζε χτυπώντας τις παλάµες στα πισινά του. Τότε δεν ήταν παρά ένας νεαρός δικηγόρος, διπλωµατούχος του πανεπιστηµίου της Ζαρία. Τις περγαµηνές του τις είχε παραδώσει στον πατέρα του, που τις είχε κρεµάσει στον τοίχο όλο καµάρι. «Σου αρέσουν οι µάχες, αυτό είναι πολύ καλό», είχε πει ο γέρος δάσκαλος µε αναστεναγµό, σαν να ήθελε να πει ότι εκείνος τις δικές του µάχες τις
EYA ZO§I ñ ZYNTIT ¶EPINION
[16]
είχε χάσει. Κατά βάθος δεν είχε συνέλθει ποτέ από τον καιρό που είχε δει τους παλιούς επαναστάτες του αντιαποικιακού αγώνα να µεταµορφώνονται σε τυράννους. Ήταν κάτι πέρα για πέρα αντίθετο µε όλα όσα πίστευε για τον κόσµο και τους ανθρώπους, µε όσα είχε διαβάσει στα βιβλία του. Και µετά ξέσπασε εµφύλιος σπαραγµός, ακολούθησαν καµιά δεκαριά στρατιωτικά πραξικοπήµατα, και µια καινούργια ράτσα αρπακτικών ανέβηκε στην εξουσία και διέγραψε τα τελευταία σηµεία αναφοράς που είχε. Τα τελευταία χρόνια του τα είχε ζήσει µέσα στη σιωπή, αλλά µια σιωπή ηχηρή, µια θλιβερή ηχώ που ερχόταν από χρόνια περασµένα, από λόγια που είχαν χάσει πια κάθε νόηµα. Ο Νουανκούο περνούσε τακτικά να δει τον πατέρα του µετά τη δουλειά. Καθισµένος στα σκαλιά του σπιτιού µε την καλαµένια στέγη εξιστορούσε τους δικαστικούς αγώνες του, που ολοένα πλήθαιναν, για κάποια εφηµερίδα που την είχαν κλείσει επειδή έγραφε αλήθειες, για κάποιους µικροϊδιοκτήτες που τους είχαν κάψει τα σπίτια και τους είχαν πάρει τη γη τους για να χτίσουν ένα τεράστιο εµπορικό κέντρο... Όλες οι υποθέσεις που αναλάµβανε µαρτυρούσαν το ίδιο πράγµα: πλούσια χώρα, φτωχός λαός. ∆ιαφθορά σε όλες τις βαθµίδες. Όταν ένας δικαστής καταδίκαζε κάποιον πλούσιο, το έκανε επειδή απέβλεπε σε µεγαλύτερο λάδωµα κατά την εκδίκαση της έφεσης. Γεννηµένος µε την κήρυξη της Ανεξαρτησίας και την ανακάλυψη του πετρελαίου, ο Νουανκούο είχε την έπαρση και την όρεξη των είκοσι χρόνων του, πίσω όµως από τα τετράγωνα γυαλάκια που φορούσε από µικρός τα µάτια του ήταν από νωρίς γεµάτα περίσκεψη. Του ήταν δύσκολο να πάρει τη ζωή στ’ αστεία. Ήταν συνεχώς σε επιφυλακή. Και ένιωθε πάνω του την αποστολή να κάνει το καλό. Άφηνε τον γερο-πατέρα του να πει τον τελευταίο λόγο, πάντα τον ίδιο, πάντα µε άψογη γραµµατική, όπως συνήθιζε ο παλιός δάσκαλος: «Ο τόπος µας
[17] θα ήταν πολύ καλύτερα χωρίς αυτό το καταραµένο το πετρέλαιο – µακάρι να µην είχαµε γνωρίσει ποτέ τη µυρωδιά του!» Σύντοµα ο Νουανκούο δεν µπορούσε πια να αρκεστεί στα λόγια. ∆εν του ήταν αρκετό απλώς να δικηγορεί, ήθελε να περάσει στη δράση. Πέρασε θριαµβευτικά τις εξετάσεις για σηµαντικό κυβερνητικό αξίωµα. Ακόµη µια φορά το δίπλωµά του το έδωσε στον πατέρα του, αλλά αυτή τη φορά εκείνος δεν του έβαλε κορνίζα, ούτε το κρέµασε στον τοίχο. Κανένας από τους δύο δεν σκέφτηκε ότι αυτό θα µπορούσε να είναι κάποιο προµήνυµα. Στη Νοµική Σχολή της Νιγηρίας συνάντησε τον Ουσέ, τύπο εντελώς αντίθετο από τον ίδιο, έναν νεαρό µε το γέλιο στο στόµα, προπάντων µπροστά στα τραγικά της ζωής. Συνήθεια από τα χρόνια της ορφάνιας, όπως έλεγε ο ίδιος. Μαζί δρασκέλισαν τις βαθµίδες των σπουδών και της καριέρας και, όταν µέσα από µια απροσδόκητη πολιτική θύελλα ο Νουανκούο εκσφενδονίστηκε στην κορυφή του οικονοµικού επιτελείου, πήρε στο πλευρό του τον Ουσέ. Αυτά, πέντε χρόνια πριν. Τώρα ο Ουσέ ήταν νεκρός. Τον είχαν βρει στο πορτµπαγκάζ του αυτοκινήτου του δεκαπέντε µέρες πριν, µε τα χέρια δεµένα και µε µια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Νουανκούο είχε πιάσει αµέσως το µήνυµα. Η θηλιά έκλεινε σιγά σιγά γύρω από το λαιµό του. Έπρεπε να φύγει το συντοµότερο.
Ο δρόµος γίνεται ολοένα και πιο ανώµαλος, µπαίνει µέσα στη ζούγκλα. Ο Νουανκούο µόλις που διακρίνει τις σιωπηλές λόχµες, νοτισµένες αυτή την ώρα, όπως πάντα την εποχή των βροχών. Μέσα στη νύχτα σπιθίζουν πυγολαµπίδες, εκτός κι αν είναι τα µάτια χιλιάδων αιλουροειδών που παρακολουθούν το αυτοκίνητο των φυγάδων να περνά. Ή, ακόµη, µπορεί να είναι τα πνεύµατα της νύχτας. Όταν ήταν παιδί, ο Νουανκούο άκουγε
EYA ZO§I ñ ZYNTIT ¶EPINION
[18]
κάθε µέρα αυτά τα λόγια: «Μην ξεµυτίζεις σαν έχει πέσει ο ήλιος, ακόµη κι αν ακούσεις να φωνάζουν το όνοµά σου. Να φυλάγεσαι ακόµη και το αποµεσήµερο, γιατί ο ήλιος µόνο το πρωί είναι των ανθρώπων, µετά πρέπει να τον µοιραστούµε µε κάποιους άλλους, τα πνεύµατα παραφυλάνε, βγαίνουν παγανιά στους δρόµους, στα µονοπάτια και στα περάσµατα». «Το βατράχι δεν βγαίνει έξω το απόγευµα χωρίς αιτία», έλεγε ο παππούς του, που συνόδευε πάντα τα γνωµικά του µε ένα τρυφερό χάδι. Παιδάκι, ο Νουανκούο τα πίστευε όλα αυτά. Όταν µεγάλωσε βέβαια, αποµακρύνθηκε από αυτές τις δοξασίες, χωρίς όµως και να τις απορρίψει εντελώς. Όσοι λένε ότι δεν πιστεύουν στα πνεύµατα λένε ψέµατα. Απόψε ξαναβρίσκει το νόηµα αυτών των λόγων – καθώς φεύγει, έρχονται στο νου του ολοένα και πιο έντονα. Φυγή σηµαίνει ανάµνηση. Νιώθει ότι µπορεί επιτέλους να αποκρυπτογραφήσει τη φωνή των προγόνων, να καταλάβει τα µαγικά τους. Ο άνθρωπος δεν είναι ο βασιλιάς επί της γης. Στο πίσω κάθισµα, όσο προχωρεί το παραµύθι, η φωνή τής Εζίµα ακούγεται ολοένα και πιο αδύναµη: η ρίζα του δέντρου χτύπησε το πόδι της αντιλόπης, το γεράκι σκούντησε τη ρίζα, το παιδί έπιασε το γεράκι και σε λίγο έτρεχε στη µητέρα του κλαίγοντας: «Έπιασα το γεράκι, που σκούντησε τη ρίζα, που χτύπησε το πόδι της αντιλόπης, που έφαγε τα φύλλα της µελιτζανιάς, που είχε φυτέψει ο ποντικός ο ριγωτός, που έφαγε τους σπόρους της χελώνας, και τώρα εσύ πρέπει να ξεπληρώσεις τον βασιλιά Οκανάγκµπα µε τα εννιά ανθρώπινα κεφάλια!» Η µητέρα έβαλε τις φωνές: «Μπα! Επειδή ρώτησα το παιδί µου γιατί κλαίει, πρέπει τώρα να ξεπληρώσω τον βασιλιά Οκανάγκµπα µε εννιά κεφάλια για τους σπόρους που έφαγε κάποιος άλλος, ένας θεός ξέρει πότε;»
[19] Κανονικά σ’ αυτό το σηµείο η Εζίµα προσποιείται τη θυµωµένη και τα παιδιά βάζουν τα γέλια. Μα η Εζίµα µουρµουρίζει µηχανικά και κουρασµένα, δεν βάζει χρώµα στη διήγηση. Είναι γεµάτη πίκρα. Πίκρα που αφήνει τον τόπο της, την οικογένειά της, το σπίτι της. Μέµφεται τον Νουανκούο που τους έβαλε όλους σε τέτοιο κίνδυνο. Εδώ και τρία χρόνια ζουν µε ειδική προστασία. Έξι σωµατοφύλακες, σε βάρδιες των δύο, φυλάνε το σπίτι, ακόµη και όλη τη διαδροµή των παιδιών ως το σχολείο. Η Εζίµα και ο Νουανκούο λογοφέρνουν συχνά. Συνήθως ο Νουανκούο κλείνει τη συζήτηση δείχνοντας τα παιδιά: «Για χάρη τους τα κάνω όλα αυτά!» Λες και είναι σε θέση να αλλάξει το µέλλον τους. Αυτός που έχει αλλάξει είναι ο ίδιος. Έχει γίνει σκληρός σαν πέτρα. Χάνει εύκολα την υποµονή του, ξεχνά σηµαντικές ηµεροµηνίες, τα γενέθλια των παιδιών, την επέτειο της γνωριµίας τους. Όταν δύο χρόνια πριν η κυβέρνηση ακύρωσε το διαγωνισµό που τον ανέδειξε κυβερνητικό επίτροπο και του στέρησε κάθε προοπτική ανόδου, η Εζίµα τον ικέτεψε να ξαναγυρίσει στο δικηγορικό επάγγελµα, αλλά εκείνος δεν σήκωνε κουβέντα. Η κυβέρνηση του ξήλωσε τα γαλόνια για να τον αποµακρύνει από τις υποθέσεις που ερευνούσε και να βάλει στη θέση του κάποιον πιο βολικό. Εκείνος όµως δεν είχε σκοπό να σκύψει το κεφάλι. Επέστρεψε στις σπουδές του, µε τον Ουσέ στο πλάι του, και ξαναπέρασε τις εξετάσεις µε επιτυχία. Έλεγε ότι ο χρόνος ήταν µε το µέρος του. Την ηµέρα της απονοµής των πτυχίων, µπροστά στα µάτια της οικογένειας και των παιδιών του, ήρθε η αστυνοµία να τον συλλάβει µε αόριστες κατηγορίες για δήθεν εµπόριο ναρκωτικών. Είχαν έτοιµες τις χειροπέδες: η εξουσία χρησιµοποιούσε κάθε µέσο για να τον βγάλει από τη µέση. Τότε οι άλλοι σπουδαστές, µε τον Ουσέ επικεφαλής, βγήκαν µπροστά και έκαναν
EYA ZO§I ñ ZYNTIT ¶EPINION
[20]
κύκλο γύρω του, σχηµάτισαν µια ανθρώπινη ασπίδα που εµπόδισε τους αστυνοµικούς. Με δάκρυα στα µάτια ο Νουανκούο είδε σε αυτή την κίνηση του πλήθους ένα σηµάδι ελπίδας, µια απαρχή εξέγερσης, συλλογικής δράσης. Μόλις όµως διέκρινε ανάµεσα σ’ αυτούς που τον προστάτευαν και τον µεγάλο του γιο µε το γιορτινό του κοστούµι, ένα εύθραυστο παλικαράκι, όχι άντρα ακόµα καλά καλά, η χαρά του διαλύθηκε απότοµα και απόµεινε τροµοκρατηµένος και άδειος. Ένιωσε σαν στρατηγός ενός χαµένου πολέµου.
Πού να είναι τώρα ο Ουσέ; Ο παππούς πίστευε ότι ο κόσµος των πνευµάτων δεν ανοίγει τις πύλες του σ’ εκείνους που πεθαίνουν µε βίαιο θάνατο. Άραγε να πλανιέται κάπου ανάµεσα στους δύο κόσµους, στην κρύα ζούγκλα, στα µονοπάτια τού κόκκινου λατερίτη, συντροφιά µε τους αρρώστους και τους αυτόχειρες, µ’ αυτούς που τροµοκρατούν τους οδοιπόρους; Να είναι άραγε κι ο Ουσέ εκεί, µέσα στη νύχτα, ένας φίλος που έχει χάσει το δρόµο του; Nα τον βλέπει αυτή τη στιγµή που δραπετεύει; Nα του κρατάει κακία; Ή µήπως µάλλον τον προστατεύει; Είχαν αφήσει το αυτοκίνητο του Ουσέ µπροστά στο σπίτι του Νουανκούο, για να ανακαλύψει αυτός το πτώµα, αιµατοβαµµένο, µε µια σφαίρα στο κεφάλι, µάτια ορθάνοιχτα, πρόσωπο παγωµένο από τη φρίκη. Στήνοντας µια µακάβρια σκηνοθεσία του είχαν κατεβάσει το παντελόνι, καθώς και του σωµατοφύλακά του, που το πτώµα του βρέθηκε σε µια λόχµη λίγο πιο πέρα. Υπαινιγµός για τις φήµες που κυκλοφορούσαν ότι δήθεν είχε αδυναµία στο αντρικό φύλο. Πριν από αυτόν και άλλα µέλη της ερευνητικής οµάδας είχαν βρει το θάνατο. Και κάθε φορά ο Νουανκούο, ο επικεφα-
[21] λής της οµάδας, πήγαινε στην κηδεία, επαινούσε το θάρρος του νεκρού µπροστά στην οικογένειά του και µετά στεκόταν παράµερα και άφηνε τα παιδιά του να τελέσουν τα νεκρικά έθιµα. Στην κηδεία του Ουσέ δεν υπήρχαν παιδιά. «Ουσέ, θα είσαι ο άλλος µου εαυτός, ο φύλακας-άγγελός µου, η σκιά µου», είχε ορκιστεί ο Νουανκούο µε λυγµούς µπροστά στη σορό του φίλου του. Και απόψε, µέσα στη νύχτα, µέσα στη φυγή, µε το παραµύθι της φυλής Ιγκµπό ατέλειωτο, µε τη φωνή της Εζίµα να είναι πια ένα αποκαµωµένο µουρµουρητό, ο Νουανκούο παίρνει όρκο µέσα του ότι ο εγκληµατίας που διέταξε να δολοφονήσουν τον φίλο του θα πληρώσει µε το τοµάρι του. Ο Ουσέ θα βρει ανάπαυση στον κόσµο των πνευµάτων.
Ο δρόµος πλησιάζει πια στο ποτάµι, ακολουθεί την ίδια διαδροµή µε τις όχθες που σβήνουν στον Ατλαντικό. Στο πίσω κάθισµα το παραµύθι το συνεχίζει τώρα η Μπάινα. Η µητέρα της σωπαίνει εξαντληµένη, η µικρή όµως επιµένει, γαντζώνεται σε κάθε λέξη, στις αποθήκες των σπόρων, στα εννιά κεφάλια τής πληρωµής του βασιλιά: λέξεις που στέκουν σαν τα ορόσηµα µιας παιδικής ηλικίας που από ένστικτο νιώθει ότι απόψε τελειώνει. Το κοριτσάκι φτάνει στο σηµείο που το κάνει πάντα να ξεσπά σε τρελά γέλια: οι εργάτες του βασιλιά έχουν βγάλει όλα τους τα ρούχα και η βασίλισσα ξεφωνίζει: «Ποπό, ολόγυµνοι θα δουλεύετε από δω και πέρα;» Η Μπάινα δεν γελάει, µια και διηγείται η ίδια την ιστορία στον εαυτό της. Η µητέρα της έχει φτάσει στα όρια της αντοχής της και ο πατέρας της φαίνεται γεµάτος έγνοιες και δεν µπορεί να ασχοληθεί µαζί της. Το ξέρει αυτό το αφηρηµένο ύφος, τον τρόπο του να είναι παρών χωρίς να είναι. ∆εν είναι η πρώτη φορά που τον βλέπει έτσι.
EYA ZO§I ñ ZYNTIT ¶EPINION
[22]
Έχει την εντύπωση ότι έτσι ήταν σε όλη τη µικρή ζωή των οκτώ της χρόνων. Την ηµέρα που τους ανήγγειλε «Φεύγουµε!» η µικρή της αδελφή, η Ίµα, δεν κατάλαβε τίποτα. Ο Ταντζού είπε ότι δεν ήθελε να αφήσει τους φίλους του, αυτή όµως, η Μπάινα, δεν ξαφνιάστηκε. Ήταν σαν να το ήξερε πάντα. Τα µαύρα µατάκια της καρφώθηκαν στα µάτια του πατέρα της σε σιωπηρή συµφωνία. Απόψε νιώθει πως εκείνος φοβάται. Κάθε φορά που τα φώτα κάποιου άλλου αυτοκινήτου διασταυρώνονται µε τα δικά τους, εκείνος σχεδόν αναπηδά στο κάθισµά του. Ο Νουανκούο πολιορκείται από ερωτήµατα. Μήπως αυτό δεν ήθελαν κι εκείνοι, να τον κάνουν να φύγει; Αν τον σκότωναν εν ψυχρώ, όπως τον Ουσέ, θα προκαλούνταν µεγάλη αναστάτωση, ερωτήσεις από την αντιπολίτευση, άρθρα στις εφηµερίδες. Έπρεπε να φύγει λοιπόν, να ενωθεί µε τους εξόριστους; Εκεί πέρα, στην Ευρώπη ή στις Ηνωµένες Πολιτείες, θα έχει την ευκαιρία να πει ότι στη χώρα του περισσότεροι από τους µισούς κατοίκους ζουν µε λιγότερο από ένα δολάριο την ηµέρα, αλλά οι υπόλοιποι δεν νοιάζονται. Μήπως θα ήταν πιο θαρραλέο να παραµείνει; Πώς να είναι η εξορία; Πόσον καιρό κρατάει; Όταν πρόκειται για δικτατορία, περιµένει κανείς ότι κάποια στιγµή θα πέσει, είναι ζήτηµα χρόνου. Κανένας όµως δεν µπορεί να προβλέψει πότε θα πέσει ο βασιλιάςπετρέλαιο όσο συνεχίζεται το λάδωµα του µηχανισµού της διαφθοράς. Ο Νουανκούο δεν αντέχει πια τα ερωτήµατα που δεν έχουν απάντηση. Ακούει την Μπάινα να λέει ακόµα το παραµύθι. Μπαίνει και αυτός στο παιχνίδι. Όπως τις άλλες µέρες, τις κανονικές, κάνει τη φωνή του χοντρή, παριστάνει τους γυµνούς στρατιώτες και ξεκινά το τελευταίο µέρος: Η γυναίκα του βασιλιά µπήκε µέσα. Έβγαλε τα φορέµατά της και τα κρέµασε στο λαιµό της! Ο βασιλιάς Οκανάγκµπα τη ρώτησε:
[23] «Έτσι ολόγυµνη φέρνεις το φαγητό µου, σ’ εµένα, τον βασιλιά Οκανάγκµπα, µε τα φορέµατα ριγµένα γύρω στο λαιµό σου; ∆εν φοβάσαι την οργή µου; Και η γυναίκα του απάντησε: «Μια και µου έκανες την ερώτηση που έκανα κι εγώ στους εργάτες, που απάντησαν σε αυτόν που τους χαιρετούσε, που έκανε την ερώτηση σ’ αυτόν που µονολογούσε, που την έκανε σ’ αυτόν που περπατούσε µε το κεφάλι, που την έκανε σ’ εκείνον που σκαρφάλωνε τη χουρµαδιά ανάποδα, που την έκανε στη γυναίκα του, που την έκανε στο παιδί της, που έπιασε το γεράκι, που σκούντησε τη ρίζα του δέντρου, που χτύπησε το πόδι της αντιλόπης, που µάσησε τα φύλλα της µελιτζανιάς του ποντικού, που έφαγε τους σπόρους της χελώνας, που τους έδωσε στη χελώνα ο βασιλιάς Οκανάγκµπα µε αντάλλαγµα να του φέρει εννιά κεφάλια µέσα σ’ ένα χρόνο – ε, τώρα θα ξεπληρώσεις εσύ τον εαυτό σου µε τα εννιά κεφάλια!» Ο βασιλιάς έµεινε άφωνος µην ξέροντας τι να κάνει. Και µαζί πατέρας και κόρη λένε τις τελευταίες λέξεις: Αυτή η ιστορία µας διδάσκει ότι, πριν δώσεις κάτι σε κάποιον, πρέπει να ξέρεις αν είναι καλός άνθρωπος και ότι σου λέει την αλήθεια. Τώρα οι δύο αποθήκες σπόροι που έδωσε ο βασιλιάς στη χελώνα είναι χαµένες για πάντα.
∆ύο ώρες αργότερα η Μπάινα έχει πια αποκοιµηθεί. Στο αυτοκίνητο επικρατεί ησυχία. Πλησιάζουν στο Λάγος. Πρώτα βλέπουν τα φώτα της µεγάλης πόλης. Ύστερα έρχεται η µυρωδιά της, υγρή, βαριά. Βουνά σκουπιδιών υψώνονται στις παρυφές της, στην περιοχή του Οσόντι, σε µια από τις µεγαλύτερες ανοιχτές χωµατερές κάτω από τον ουρανό της Αφρικής.
EYA ZO§I ñ ZYNTIT ¶EPINION
[24]
Ο Νουανκούο έχει επισκεφθεί αυτόν τον βρωµερό τόπο: τα απόβλητα στοιβαγµένα σε αλλεπάλληλα στρώµατα, και στα γύρω υψώµατα χωριά από λινάτσες και πλαστικό, φτιαγµένα από τους φτωχούς κατοίκους τους, που δουλεύουν στη χωµατερή µε τις οικογένειές τους και αναπνέουν αναθυµιάσεις και τοξικά αέρια. Και κάθε µέρα καταφθάνουν κι άλλα σκουπίδια, κι άλλα απόβλητα και µπάζα από τις γύρω περιοχές αλλά και από ολόκληρο τον πλανήτη, εκατοντάδες χιλιάδες µεταχειρισµένοι υπολογιστές, χαλασµένα ηλεκτρονικά εξαρτήµατα, βαρέα µέταλλα που ξεφορτώνονται στο λιµάνι του Λάγος και µετά φουντάρονται στο Οσόντι. Ο Βορράς ξεφορτώνεται τα σκουπίδια του, ενώ ο πλούτος του Νότου φεύγει µε τα πετρελαιοφόρα. Αυτά αναλογίζεται ο Νουανκούο ζωσµένος από αναµνήσεις. Τα εγκλήµατα των άλλων τα νιώθει πάντα σαν δικές του προσωπικές αποτυχίες. ∆εν έχει ξηµερώσει ακόµα. Ωστόσο το πολυπλόκαµο Λάγος είναι κιόλας στο πόδι. Μήπως έχει κοιµηθεί και καθόλου; Πόσους κατοίκους έχει; ∆εκαπέντε, είκοσι εκατοµµύρια; Έχουν χάσει πια το λογαριασµό. Την ώρα αυτή, καθώς φεύγει η νύχτα, η φασαρία της πόλης µόλις αρχίζει και στις αγορές στήνουν κιόλας τις χρωµατιστές τέντες, ξεθωριασµένες από τον ήλιο. Τα αυτοκίνητα ετοιµάζουν το µεγάλο µποτιλιάρισµα, το Γκοσλό (Go slow), µε κυρίαρχο χρώµα το κίτρινο, το χρώµα των αστικών λεωφορείων. Σε µια δυο ώρες δεν θα υπάρχουν παρά στρατιές ολόκληρες αυτοκινήτων ακινητοποιηµένων πάνω στην άσφαλτο, το άφρο-µπιτ, ο υπόκωφος ρυθµός της αφρικάνικης καθηµερινότητας, που τον διακόπτει κάθε τόσο το µονότονο κάλεσµα του µουεζίνη, όλα τα παράθυρα ανοιχτά, παιδιά παντού, ένα συµπαγές πλήθος που δεν αφήνει να φαίνεται ούτε πόντος ελεύθερου εδάφους, πλανόδιοι µικροπωλητές που διαλαλούν την πραµάτεια τους και κρυφά κρυφά ξεφουρνίζουν
[25] και µερικά λαθραία. Ο Νουανκούο γνωρίζει το Λάγος καλά, έχει ζήσει εδώ πριν µετακοµίσει στην Αµπούζα, την άψυχη διοικητική πρωτεύουσα. Το Λάγος είναι τροµακτικό, τεράστιο, επικίνδυνο, σωστό τέρας, είναι όµως πιο πραγµατικό από την Αµπούζα, χωράει τα πάντα, τις καταστροφές, τα παιδιά, τους δισεκατοµµυριούχους των πετροδολαρίων, που από τα ύψη των πολυώροφων γραφείων τους κυριαρχούν στις λιγδερές παραγκουπόλεις. Κόλαση ή καθαρτήριο; Ο Νουανκούο µάλλον πιστεύει ότι είναι η κόλαση. Πάντως είναι η Αφρική, η βουή της, ο χορός της, η σκόνη της, η ασφυκτική της καθηµερινότητα. «Για τους Αφρικανούς», έλεγε ο πατέρας του, «η ίδια τους η ύπαρξη σηµαίνει οµαδική ζωή, σηµαίνει κοσµοθεώρηση από τη σκοπιά της οµάδας, σηµαίνει δράση συλλογική. Η ζωή δεν είναι ατοµική υπόθεση». Παρ’ όλα αυτά, ο Νουανκούο φεύγει. Στρέφεται προς τα πίσω, ακουµπάει το χέρι του στο γόνατο της γυναίκας του. Εκείνη ανοίγει αµέσως τα µάτια της, δεν κοιµάται. «Σε λίγα λεπτά φτάνουµε στο λιµάνι», της λέει. Εκείνη γνέφει ναι µε το κεφάλι, γυρνάει στον µεγαλύτερο γιο και του µιλάει σιγανά ενώ το αυτοκίνητο σταµατάει απότοµα. Από την άκρη του δρόµου µια αυταρχική φωνή σπάει τη σιωπή και η φωτεινή δέσµη ενός φακού περνάει πάνω από τα πρόσωπα των παιδιών, που κοιµούνται. Έλεγχος. Ο οδηγός πιάνει συζήτηση και σύντοµα η ατµόσφαιρα χαλαρώνει. Οι διπλωµατικές πινακίδες του αυτοκινήτου, αλλά κυρίως τα πράσινα χαρτονοµίσµατα, προκαλούν το ενδιαφέρον του οργάνου της τάξης.
∆έκα λεπτά αργότερα το αυτοκίνητο σταµατά. Πρέπει να βγουν. Τα γόνατα των παιδιών λυγίζουν. Oι αποσκευές τους είναι ήδη ακουµπισµένες στην προκυµαία. Ένας άντρας πλη-
EYA ZO§I ñ ZYNTIT ¶EPINION
[26]
σιάζει. Παρά το µισοσκόταδο, διακρίνει κανείς τις βαθιές χαρακιές που σηµαδεύουν το πρόσωπό του, σηµάδι ότι ανήκει σε µειονοτική φυλή του Βορρά, εικόνα όµως τροµακτική µες στα άγρια χαράµατα για τους φυγάδες που έχει διώξει ο κίνδυνος. Η µικρή Ίµα τον βλέπει και βάζει τα κλάµατα. Ο άντρας δείχνει ένα φουσκωτό σκάφος δεµένο εκεί δίπλα. Τότε ο Νουανκούο αποχαιρετά τους σωµατοφύλακές του, τους σφίγγει µε ευγνωµοσύνη το χέρι, αλλά, παρ’ όλα αυτά, η σχέση µε τους ανθρώπους αυτούς, που τους συνόδευαν ως τώρα και έβαζαν τη ζωή τους σε κίνδυνο, παραµένει ψυχρή ως το τέλος. Ύστερα ο Νουανκούο χαιρετάει τον οδηγό και του υπόσχεται να επικοινωνήσει µέσω πρεσβείας µόλις φτάσει. Η οικογένεια αποµακρύνεται προς την άκρη της προκυµαίας. Ο Νουανκούο γνωρίζει καλά τα ταραγµένα νερά στο λιµάνι του Λάγος, που το λυµαίνονται οι πειρατές, πληρωµένοι από τα µεγάλα κεφάλια της χώρας για να λεηλατούν τα φορτία των πλοίων, να αρπάζουν τα εµπορεύµατα και µετά να τα πουλούν σε όποιον δίνει τη µεγαλύτερη τιµή. Πόσες φορές, όταν ήταν στην υπηρεσία, δεν είχε στείλει τα ζόντιακ να κάνουν έλεγχο σε κάποιο πετρελαιοφόρο προτού σηκώσει άγκυρα, επειδή το υποψιαζόταν για µεταφορά ατελώνιστων εµπορευµάτων; ∆ιακόσια εκατοµµύρια δολάρια την ηµέρα είναι ο τζίρος του λαθρεµπορίου, υπολογίζει ο Νουανκούο και µετά ξεσπάει σε γέλια. Συνήθιζε να λέει ότι το γέλιο είναι η καταδίκη των ηλιθίων. Αυτή τη στιγµή όµως είναι η κραυγή της απελπισίας του. Τούτο το πρωινό το λαθραίο εµπόρευµα είναι ο ίδιος ο Νουανκούο και οι δικοί του. Πιο πέρα, στ’ ανοιχτά, τους περιµένει ένα πετρελαιοφόρο. Ένας ένας δρασκελούν τα κάγκελα της προκυµαίας και χάνονται, πρώτα η µητέρα, ύστερα τα παιδιά, στο τέλος ο Νουανκούο, ενώ αντηχεί ακόµα το κλάµα τής µικρής Ίµα.
ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΝΟΡΒΗΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΜΠΟΥΖΑ ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ 22 ΙΟΥΛΙΟΥ ΘΕΜΑ: ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥΑΝΚΟΥΟ ΓΚΑΝΜΠΟ ΤΟ ΣΧΕ∆ΙΟ ΤΟΡΝΤΕΝΣΚΙΟΛΝΤ ΕΦΑΡΜΟΣΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ. Ο ΝΟΥΑΝΚΟΥΟ ΓΚΑΝΜΠΟ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΒΙΒΑΣΤΗΚΑΝ ΣΤΟ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΦΟΡΟ ΧΑΡΑΛΝΤ ΧΑΑΡΦΑΓΚΡΕ. ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ∆ΙΚΤΥΟ ∆ΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, Η ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΤΗ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΤΗΣ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΓΚΑΝΜΠΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ. ΤΟΥ ΕΧΕΙ ΠΡΟΣΦΕΡΘΕΙ ΜΙΑ ΘΕΣΗ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΟΞΦΟΡ∆ΗΣ. ΤΑ ΠΑΙ∆ΙΑ ΤΟΥ ΘΑ ΤΥΧΟΥΝ ΥΠΟΤΡΟΦΙΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΣΑΧΘΟΥΝ ΣΕ ΚΟΛΕΓΙΟ ΠΛΗΣΙΟΝ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ∆ΙΑΜΟΝΗΣ ΤΟΥΣ. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΓΚΑΝΜΠΟ ∆ΕΣΜΕΥΤΗΚΕ ΝΑ ΜΗ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙ ΤΙΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΤΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ ΦΙΝΛΕΪ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΓΙΑ ΟΣΟ ∆ΙΑΣΤΗΜΑ ΘΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΕ ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ Ε∆ΑΦΟΣ. ΕΠΙΣΗΣ ∆ΕΧΤΗΚΕ ΝΑ ΑΠΟΣΧΕΙ ΠΑΣΗΣ ∆ΗΜΟΣΙΑΣ ∆ΗΛΩΣΕΩΣ OΣON AΦOPA ΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΝΙΓΗΡΙΑΣ. ΟΙ ΕΠΑΦΕΣ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟ ΦΟΡΕΪΝ ΟΦΙΣ ΕΠΕΜΕΙΝΑΝ Ι∆ΙΑΙΤΕΡΩΣ ΕΠ’ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ∆ΥΟ ΣΗΜΕΙΩΝ, ΚΑΘΩΣ, ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥΣ, ΟΙ ∆ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΝΙΓΗΡΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΕΙΣΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΕ ΦΑΣΗ «ΖΩΤΙΚΟΥ ΕΝ∆ΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ» ΓΙΑ ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ.