Μιραντα - Μαρ. Πετρίτση

Page 1



T·Í›‰È ÛÙË M‹ÏÔ

H δεύτερη φορά που πήγα στη Μήλο ήταν φέτος το καλοκαίρι. Την πρώτη είχα πάει µε τους γονείς µου, κάτι αιώνες πριν. Από εκείνο το πρώτο µου ταξίδι στο νησί δε θυµόµουν και πολλά. Για την ακρίβεια, όσο κι αν προσπαθούσα να εντοπίσω γνώριµα σηµεία αναφοράς, τελικά δεν κατάφερνα να αναγνωρίσω τίποτα. ∆ε φταίει µόνο ότι η αίσθηση προσανατολισµού µου είναι χαοτική, αν όχι ανύπαρκτη. Ο τόπος είχε όντως αλλάξει θεαµατικά. Τα µαγαζιά ήταν διαφορετικά, οι περισσότερες παραλίες είχαν γεµίσει µε ξαπλώστρες, καντίνες και υπαίθρια µπαρ. Ο κόσµος που κυκλοφορούσε στα στενάκια µου φαινόταν λιγότερο επιβλητικός. Λογικό, µια και την πρώτη φορά που πάτησα το πόδι µου στο νησί ήµουν µικρή, ενώ τώρα είµαι το ίδιο µεγάλη µε τους πάλαι ποτέ γίγαντες των παιδικών µου χρόνων που τότε µε κοιτούσαν αφ’ υψηλού. Μέχρι και η θάλασσα έµοιαζε να έχει αλλάξει χρώµα. Από γαλαζοπράσινη και µυστηριώδη που τη θυµόµουν, τώρα έβλεπα πως είχε πάρει ένα πολύ πιο σίγουρο, τουριστικό, µπλε χρώµα. Παρέµενε όµως όµορφη, παρ’ όλη τη διαφορά της µε τις εικόνες των προηγούµενων διακοπών µου. Απλώς δε θύµιζε σε τίποτα την αλλοτινή θάλασσα του νησιού και των απλοϊκών µου εντυπώσεων. 11


Η αλήθεια είναι πως η πρώτη εντύπωση από το νησί θύµιζε περισσότερο τις διαφηµίσεις των τουριστικών οδηγών που ξεφυλλίζαµε ψάχνοντας για καλοκαιρινούς προορισµούς, παρά τη θολή ακουαρέλα των παιδικών µου αναµνήσεων. Όµως αυτό τελικά δε µε πείραξε και πολύ. Ίσα ίσα. Οι διακοπές ήταν ανέκαθεν η αγαπηµένη µου περίοδος µέσα στο χρόνο· οι αναµνήσεις, και µάλιστα της παιδικής µου ηλικίας, όχι πάντα. Κάθε καλοκαίρι, µετά τις τελευταίες θερινές παραστάσεις µας στο θέατρο, παίρνουµε όλοι µαζί λίγες µέρες άδεια και ξεχυνόµαστε στα νησιά. Η σύνθεση είναι σταθερή. Η Λόλα, ο Αντρέας, η Ισµήνη κι εγώ είµαστε ο βασικός πυρήνας. Tελευταία, προστέθηκε και η Πέρσα. Ενίοτε προστίθεται κι άλλος κόσµος στην παρέα, είτε από το θίασο είτε άσχετα, και φεύγουµε οµαδικά για κάµπινγκ σε κάποιο νησί του Αιγαίου. Οι πρώτες αυγουστιάτικες µέρες µας στη Νάξο πέρασαν γρήγορα. Με ωραίο νυχτερινό κολύµπι δίπλα στις σκηνές, µε βόλτες κι εξερευνήσεις µέσα στο λιοπύρι, µε πρόχειρα µαγειρέµατα και άφθονο αλκοόλ. Από το πρώτο κιόλας βράδυ που φύγαµε από τον Πειραιά, ο Αντρέας και η Λόλα κοιµούνταν στην ίδια σκηνή, επαναλαµβάνοντας τα συνηθισµένα καλοκαιρινά καµώµατά τους, που κάθε χρόνο επιβεβαιώνουν πως είµαστε µια αιµοµικτική παρέα που κάποια µέρα θα καεί στην κόλαση. Τον υπόλοιπο χρόνο οι εραστές του καλοκαιριού παραµένουν δυο καλοί φίλοι, που συναντιούνται κατ’ ιδίαν απλώς και µόνο όταν η µοναξιά τους γίνει επιτακτική. Το επόµενο πρωί ξαναρχίζουν να φέρονται κανονικά, απωθώντας το παραµικρό ίχνος ερωτισµού που θα µπορούσε να επικρατήσει στην ατµόσφαιρα. Τα άλλα τέσσερα αγόρια της παρέας – εµβόλιµοι αυτοί, 12


γνωστοί του Αντρέα από την οργάνωση – είχαν σκορπίσει σε διπλανά διθέσια σκηνάκια που η σύνθεσή τους άλλαζε κάθε φορά που κάποιος παραήταν µεθυσµένος για να συρθεί ως τον σωστό υπνόσακο ή έχανε το δρόµο λίγο πριν το χάραµα µέσα από τους θάµνους και τα αρµυρίκια της περιοχής. Η Ισµήνη, η Πέρσα κι εγώ κοιµόµασταν σ’ ένα µικρό αντίσκηνο που στήσαµε στην άκρη της παραλίας. Τον περισσότερο καιρό είτε ξεφυλλίζαµε τα παρατηµένα περιοδικά που βρίσκαµε εκεί γύρω είτε πιάναµε κουβέντα και τεµπελιάζαµε. Τις υπόλοιπες ώρες κάναµε βουτιές, ψυχαναλυόµασταν εκ του προχείρου ή διηγούµασταν νοσταλγικές ιστορίες για παλιούς γκόµενους και ερωτικά παραστρατήµατα της στιγµής. Τα µεσηµέρια µαγειρεύαµε λαδερά µε λαχανικά από το πλησιέστερο µανάβικο ή, αν βαριόµασταν, αγοράζαµε απλώς σουβλάκια και φρούτα από το χωριό. Τα απογεύµατα µαζευόµασταν όλοι µαζί για τάβλι και καφέ στην παραλία, όπου µέναµε ως αργά. Όταν έπεφτε ο ήλιος, ανάβαµε φωτιά µε ξύλα και κουκουνάρια, ανοίγαµε αµέτρητα µπουκάλια ούζο και παραµέναµε εκεί ως το χάραµα. Η Πάρος ήταν ο επόµενος σταθµός των διακοπών µας, και, όπως διαπιστώσαµε, η µεγαλύτερη απογοήτευση του καλοκαιριού. Η Ευρώπη κανιβάλιζε την Ελλάδα κάνοντας κατάληψη παντού. Μέχρι και το πιο µίζερο ενοικιαζόµενο είχε γίνει επισήµως πια Room to let. Στις πιο όµορφες αµµώδεις παραλίες του νησιού, τα κυριλέ Cherokee και τα λογότυπα της Nivea και της Camel αντανακλούσαν ένα γυαλιστερό – αλλά µετ’ εµποδίων – φως στα ξενυχτισµένα µάτια µας. Η Πάρος ήταν εκτυφλωτική, εµείς όµως το µόνο που ψάχναµε ήταν το φως µας. Ύστερα από δύο µαρτυρικές µέρες ασφυκτικής πολυκο13


σµίας αποφασίσαµε να φύγουµε για τα ηφαίστεια της Μήλου. Τα τέσσερα αγόρια από το χοροθέατρο δε µας ακολούθησαν. Ήθελαν να βρίσκονται εγκαίρως στην πρωτεύουσα, µια και σε λίγο προβλέπονταν πορείες και διαδηλώσεις στην Αθήνα και η οργάνωσή τους χρειαζόταν χέρια. Εµείς πήραµε το καράβι για τον επόµενο σταθµό των νοτιοδυτικών Κυκλάδων. Στη Μήλο εγκατασταθήκαµε, από την πρώτη κιόλας µέρα, σ’ έναν από τους ενοικιαζόµενους ανεµόµυλους της Τρυπητής, που είχαµε την τύχη να πετύχουµε ελεύθερο και σε προσιτή τιµή. Το χωριό δεν είχε κάτι ιδιαίτερο πέρα από τη στοιχειώδη τοπική βλάστηση και την όµορφη θέα στη θάλασσα, που όµως ήταν αρκετά για να µας συγκινήσουν. Στις κατακόµβες κατεβήκαµε µετά την τρίτη µέρα, όταν πια είχαµε απολαύσει επαρκώς τους γραφικούς ανεµόµυλους, την αποµόνωσή µας και τα µικροσκοπικά παραδοσιακά καφενεία του οικισµού. Τις νύχτες αράζαµε στη σειρά πάνω στις ξύλινες ξαπλώστρες που στόλιζαν τη λιθόκτιστη αυλή του µύλου και παρατηρούσαµε τον πιο φωταγωγηµένο ουρανό του κόσµου. Μιλούσαµε ψιθυρίζοντας, σχεδόν µε σεβασµό, κάτω από το πηχτό, διάτρητο σκοτάδι. Μετά τις δώδεκα η νύχτα ησύχαζε σχεδόν κατανυκτικά. Το µόνο που ακουγόταν από τους γύρω κάµπους ήταν το σούρσιµο των φιδιών ανάµεσα στα ξερά χόρτα και τα τριζόνια που δυνάµωναν σιγά σιγά την ένταση της φωνής τους, σχεδόν συνωµοτικά, σαν συνεννοηµένα. Τότε ο ουρανός έλαµπε µε µια µεγαλειώδη δύναµη, αποµακρύνοντας ακόµη και τη σκέψη οποιουδήποτε κατοικηµένου τοπίου. Ήµασταν ολοµόναχοι στην άκρη ενός ιδανικού πουθενά, µε µόνο στήριγµα στις πλάτες µας τον ασβεστωµένο ανεµόµυλο, που στις καµπύλες του κυνηγιόνταν ακούραστα µικρές διάφανες σαύρες. 14


Κάθε βράδυ ο ύπνος µας έπαιρνε χωρίς να το καταλάβουµε, και µόνο η υγρή θαλασσινή αύρα, που κατά το χάραµα µας τρύπαγε τις πλάτες, µας ανάγκαζε να σηκωθούµε σαν υπνοβάτες από τις ξαπλώστρες µας και να χωθούµε στον στρογγυλό πύργο αναζητώντας ένα βαµβακερό σεντόνι κι ένα κορµί για συντροφιά. Τα πρωινά χανόµασταν στις κοντινές παραλίες εξερευνώντας τα βράχια και τις αµµουδιές µιας ωραίας, άγριας φύσης. Ο Αύγουστος προχωρούσε µε αργόσυρτα βήµατα και η ζωή παραήταν ωραία. Οι σκέψεις του Σεπτέµβρη, η δουλειά, η Αθήνα, τα πάντα είχαν ξεχαστεί κάτω από το πέτρινο πεζούλι του ανεµόµυλου που µας προστάτευε σαν πραγµατικό σπίτι. Οι εκδροµές στο νησί γίνονταν άλλοτε οµαδικά κι άλλοτε µοναχικά, αναλόγως τις ορέξεις. Πάντοτε βέβαια εκτός αιχµής, µακριά από τον κόσµο. Λίγες µέρες πριν από την αναχώρησή µας αποφάσισα να επισκεφτώ ένα µικρό χωριό, σχεδόν ανύπαρκτο στο χάρτη, που βρισκόταν στην άλλη άκρη του νησιού. Ήθελα να φύγω για λίγο µόνη µου, να περάσω µερικές ώρες χωρίς να µιλάω σε κανέναν. Μια βόλτα κάπου απόµερα ήταν ιδανική ευκαιρία. «Πού πας, ρε Μιράντα; Τι σ’ έπιασε ξαφνικά;» µε ρώτησε η Πέρσα όταν ανακοίνωσα στην παρέα πως εκείνη τη µέρα είχα όρεξη για σόλο εκδροµή. Καθόµασταν στην αυλή, κάτω από µια µεγάλη συκιά που οι κλάρες της λύγιζαν από τους ώριµους καρπούς και τις σαύρες. Η µέρα ήταν ζεστή και ήσυχη. «Είναι που πλησιάζει ο καιρός να φύγουµε, θα µου περάσει», δικαιολογήθηκα αποφεύγοντας να κουβεντιάσω περισσότερο την ξαφνική µελαγχολία που µε βάραινε εκείνο το πρωί. Η Λόλα κι ο Αντρέας είχαν κλειστεί στη σοφίτα του µύλου από το προηγούµενο βράδυ. Πού και πού µια υπόκωφη κραυγή 15


ή ένα µακρόσυρτο βογκητό επιβεβαίωναν στους υπόλοιπους την κατάστασή τους. «Ο Αντρέας έχει ωραία φωνή», σχολίασε σοβαρά η Ισµήνη κοιτώντας προς την παραλία. Η φωνή της ήταν επίπεδη, σχεδόν ανέκφραστη. Το βλέµµα της απόν. «Ναι», έσπευσε να συµφωνήσει η Πέρσα από δίπλα. «Ακούγεται καλός στο κρεβάτι». Ξέσπασαν σε δυνατά γέλια – κάπως βεβιασµένα µου φάνηκαν – και µετά άρχισαν να σκουντιούνται πονηρά. Ύστερα από λίγο κόπασε το κέφι τους και µια υπόνοια µελαγχολίας πέρασε πάνω από τα κεφάλια µας σαν φευγαλέα σκιά. Όλη αυτή την ώρα εγώ παρέµενα αµίλητη. «Μα δε βαριούνται, τόσες µέρες πια; Τι κουράγιο!» πέταξε µε νόηµα η Ισµήνη και χώθηκε στο ισόγειο χωρίς να περιµένει απάντηση. Σε λίγο εµφανίστηκε στο κατώφλι κρατώντας µια γαβάθα µε καταπράσινα σύκα που, κάτω από τον ήλιο, έµοιαζαν σαν γυαλισµένα. Τα πόδια της ήταν γυµνά. Φορούσε ένα κοντό µακό φανελάκι, σχεδόν διάφανο, που µόλις και µετά βίας σκέπαζε τα µικρά της στήθη. Παρατήρησα πως οι ρώγες της ήταν καφετιές και τεράστιες. Από κάτω είχε µείνει µε ένα ριγέ εσώρουχο που έµοιαζε να έχει αγοραστεί από κατάστηµα παιδικών ειδών. Μας πλησίασε, άφησε τη γαβάθα στο ξύλινο τραπέζι και χύθηκε στην ξαπλώστρα της. Η Πέρσα κι εγώ αρχίσαµε να ξεφλουδίζουµε τα ώριµα φρούτα γλείφοντας τα δάχτυλά µας. Τα φλούδια τα παρατάγαµε βιαστικά στο παραδιπλανό πεζούλι και ορµάγαµε στο επόµενο σύκο χωρίς ανάσα. Η Ισµήνη δεν έτρωγε, απλώς µας κοιτούσε µειδιώντας σχεδόν µητρικά. 16


Οι σφήκες της γειτονιάς δεν άργησαν να φανούν. Κόπιασαν σε λίγο ορεξάτες ζητώντας το µερτικό τους, ζουζουνίζοντας πεισµατάρικα γύρω µας. Η Ισµήνη σηκώθηκε και άρχισε να καταβρέχει µε τη µάνικα τις πλάκες της αυλής και τις γυµνές πατούσες µας, πιτσιλώντας τα τροµαγµένα έντοµα που επέστρεφαν ύστερα από λίγο µε καινούργια όρεξη για φαγητό. Από ψηλά, η Λόλα άφησε ξανά µια λιγωµένη κραυγή και έπειτα από λίγο κάποιος από τους δύο έσπρωξε µε θόρυβο το παράθυρο, κλείνοντας απέξω τα χαχανητά και τους ψιθύρους µας. «Λοιπόν, φεύγω», είπα και σηκώθηκα τινάζοντας τα υπολείµµατα από τις φλούδες που είχαν κολλήσει πάνω µου. Κάτω από τις πατούσες µου το πλακόστρωτο έκαιγε. Έκανε ήδη ζέστη και ο αέρας είχε γεµίσει έντοµα. Έτρεξα στο µύλο χοροπηδώντας, φόρεσα παπούτσια και γέµισα την τσάντα µου µε τα χρειαζούµενα. Ένα µπουκάλι νερό, λίγα ψιλά για το λεωφορείο και ένα µεταχειρισµένο βιβλίο, που τόσες µέρες τραβόσερνα αδίκως από παραλία σε παραλία χωρίς να κατορθώσω να διαβάσω λέξη. Αµέσως µετά έκλεισα την πόρτα του περίβολου και άρχισα να περπατάω προς το κέντρο του οικισµού. Τα κορίτσια παρέµειναν κάτω από τη συκιά ξεκινώντας µια παρτίδα τάβλι. Από τη σοφίτα του ανεµόµυλου δεν ακουγόταν τίποτα.

∫·Ú·Ì¤Ï˜ ‰·Ì¿ÛÎËÓÔ

Ο άντρας που περπατούσε µπροστά µου βάδιζε γρήγορα, σχεδόν νευρικά. Πίσω του έριχνε µια µακρόστενη σκιά που έµοιαζε να τον ακολουθεί τρεµοπαίζοντας. Χωρίς να ξέρω για17


τί, είχα ξαφνικά την αίσθηση πως, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, εκείνος ο άνθρωπος ήταν ένας άγνωστος θύτης που προπορευόταν κι εγώ το θύµα του, που δεν είχε την παραµικρή διάθεση να αλλάξει δρόµο για να σωθεί. Σε κάθε µας βήµα η βόλτα µου αποκτούσε κινηµατογραφικές διαστάσεις. Συνέχισα να περπατώ ξοπίσω του. Τα χέρια του πηγαινοέρχονταν συντονισµένα, ακολουθώντας ένα ρυθµό που µου θύµιζε παρέλαση. Με έπειθαν για τη σιγουριά τους, γιατί η κίνησή τους µου φάνηκε βιωµατική. Ο άγνωστος είχε δυο χέρια που ήξεραν το δρόµο. Από µόνη της αυτή η σκέψη µου προκάλεσε ένα αντιφατικό συναίσθηµα εµπιστοσύνης γι’ αυτόν. Αυτά τα νοερά παιχνίδια από το πουθενά δε µε εντυπωσιάζουν ιδιαίτερα, και τις περισσότερες φορές δεν έχουν καν πραγµατικό αντίκρισµα στη ζωή µου. Έχω συνεχώς την τάση να φαντάζοµαι πράγµατα που δεν υφίστανται και να σκαρώνω απίθανες ιστορίες στο µυαλό µου. ∆εν έδωσα σηµασία. Συνέχισα να προχωράω σηµειωτόν πίσω του, παίζοντας µε τα τρεκλίσµατα της σκιάς του και διασκεδάζοντας µε τις εξωφρενικές σκέψεις µου. Στις άκρες του χωµατόδροµου, εκεί που ξεπετάγονταν αγριόχορτα και γαϊδουράγκαθα, άκουγα τις σαύρες που σέρνονταν ανάµεσα στις κοτρόνες. Τα λίγα δέντρα που υπήρχαν εδώ κι εκεί στον κάµπο βούιζαν από τις µέλισσες και τις αλογόµυγες. Πού και πού κάποια αδέσποτη ακρίδα σάλταρε µπροστά µου αιφνιδιαστικά κι ύστερα χανόταν στα ξερόχορτα. Κόντευε έντεκα και ο ήλιος έκαιγε. Φορούσα ένα πάνινο καπέλο, ένα ραντέ φόρεµα και κάτι ψιλοάβολα πέδιλα που ήταν όµως τα µοναδικά παπούτσια που είχα προβλέψει για τις διακοπές µου. Oι πατούσες µου, ιδρωµένες ήδη, γέµιζαν σκόνη 18


που σε λίγο θα γινόταν λάσπη. Ανέκαθεν αυτή η αίσθηση µε αηδίαζε. Συνέχισα ευθεία στον κατήφορο, µερικά βήµατα πίσω από τον άγνωστο, που εξακολουθούσε να περπατά ρυθµικά και σίγουρα. Φτάνοντας στο κέντρο του οικισµού, στάθηκα µπροστά στο µικροσκοπικό κιόσκι του ΚΤΕΛ και αναζήτησα τα δροµολόγια. Το λεωφορείο που ήθελα έφευγε ένα τέταρτο αργότερα, και µάλιστα κατευθείαν για τον προορισµό µου. Αγόρασα ένα χυµό πορτοκάλι από το περίπτερο και ακούµπησα στο πεζούλι δίπλα στα παρκαρισµένα λεωφορεία ανάβοντας τσιγάρο. Το τσιµέντο έκαιγε, παρ’ όλο που κάτω από την πράσινη πλαστική τέντα των KTEΛ η συνθετική σκιά υποτίθεται πως δρόσιζε κάπως τον τόπο. Παράτησα την τσάντα µου στο χώµα και ρούφηξα µια γουλιά χυµό. Ο άγνωστος του χωµατόδροµου είχε σταθεί λίγο πιο πέρα και µιλούσε µε κάτι ντόπιους που πουλούσαν φρούτα σε κάτι ξύλινα µικρά καφάσια ακουµπισµένα καταγής. Παρατήρησα τα ώριµα σταφύλια, τα βερίκοκα και τα σύκα, καθώς και τις αυτοσχέδιες ταµπελίτσες µε τις τιµές που ήταν χωµένες ανάµεσά τους. Τέτοια φρούτα στην Αθήνα ούτε στον ύπνο µας, σκέφτηκα αφηρηµένα καθώς θυµήθηκα τα ασθενικά συκαλάκια του µανάβη µου και τα πλαστικοποιηµένα σταφύλια του σούπερ µάρκετ της γειτονιάς. Συνέχισα να καπνίζω το τσιγάρο µου κοιτώντας προς το µέρος του ξένου. ∆εν είχα δει από πού ερχόταν. Είχε εµφανιστεί µπροστά µου ουρανοκατέβατα, κυριολεκτικά στη µέση του δρόµου. Αναρωτήθηκα αν ήταν τουρίστας που έµενε σε κάποιο µύλο κοντά στον δικό µας ή αν ήταν κάνας ντόπιος που είχε έρθει στην Τρυπητή για δουλειές. Και τα δύο ήταν εξίσου πιθανά. 19


Υπολόγισα πως πρέπει να κόντευε τα σαράντα. Ήταν γεροδεµένος, µε µαύρα µαλλιά, τσαλακωµένα ρούχα και λαστιχένιες σαγιονάρες. Ο σβέρκος και τα χέρια του ήταν µαυρισµένα. Λίγο πάνω από τα γόνατα, οι τσέπες της χακί βερµούδας του φούσκωναν, παραγεµισµένες ποιος ξέρει µε τι. Πάνω στο µαύρο φανελάκι του διέκρινα το λογότυπο των Rolling Stones, ξεβαµµένο από τα πλυσίµατα ή την υπερβολική έκθεση στον ήλιο. Στις µασχάλες του υπήρχαν δυο µεγάλες κηλίδες ιδρώτα, που όµως δεν έδειχναν να τον απασχολούν και πολύ. Σ’ αυτό το νησί ο ήλιος µπορεί να ξεκάνει στο πι και φι τα χρώµατα, χαµογέλασα µόνη µου και πέταξα το χάρτινο κουτάκι της πορτοκαλάδας στο σκουπιδοτενεκέ που βρισκόταν δίπλα στο πεζούλι όπου καθόµουν. Κοίταξα το ρολόι µου. Η ώρα πλησίαζε. Άρπαξα την τσάντα µου, µπήκα στο λεωφορείο που είδα ότι στην ταµπέλα του αναγραφόταν ο τόπος προορισµού µου και βολεύτηκα κάπου στη µέση. Σε λίγα λεπτά ένας κοντόχοντρος οδηγός πήδηξε µέσα κι έβαλε µπρος τη µηχανή που βρυχήθηκε σαν πληγωµένο λιοντάρι. Ταυτόχρονα από τα ηχεία ξεκίνησε ένα βαρύ λαϊκό ρεπερτόριο, που, απ’ ό,τι φαινόταν, επρόκειτο να µας συνοδεύσει σε ολόκληρη τη διαδροµή. Έσκυψα, τράβηξα το κουρτινάκι, µετά κάθισα στη θέση δίπλα στο διάδροµο και ακούµπησα το κεφάλι µου πίσω στο κάθισµα. Σε λίγο ήρθε και κάθισε πλάι µου µια µαυροφορεµένη γριά µε µια τεράστια καρό τσάντα γεµάτη ζαρζαβατικά που ξεπρόβαλλαν ατίθασα από το πάνω µέρος. Mε προσπέρασε και βολεύτηκε δίπλα στο παράθυρο. Το κορµί της θύµιζε φουσκωµένη µποµπότα. Η ανάσα της µύριζε σκόρδο, ή κάτι σχετικό τέλος πάντων, κι έτσι όπως µου χαµογέλασε εγκάρδια χωρίς να µου µιλήσει είδα πως τα µπροστινά της δόντια ήταν ανύπαρκτα. 20


Ανταπέδωσα το χαµόγελο και ανακάθισα. Την περιεργάστηκα για λίγο προσπαθώντας να είµαι όσο πιο διακριτική γινόταν. Αντίθετα µε το σώµα της, τα χέρια της έµοιαζαν µε πήλινα γλυπτά. Ήταν διάστικτα από καφετιές ελιές και κάτι σηµάδια που έµοιαζαν µε άτσαλες πινελιές ακουαρέλας. Οι φλέβες της ξεπετάγονταν φουσκωτές και σκουρόχρωµες. Το δέρµα της ήταν διάφανο, έτοιµο σχεδόν να σκιστεί. Κοίταξα έξω. Η διαδροµή ήταν εντυπωσιακή. Απόκρηµνα φαράγγια και πετρώδη χαντάκια αλληλοδιαδέχονταν τα καταπράσινα ξέφωτα µε τα πεύκα και τις ελιές. Οι κάµποι µε τα σπαρτά απλώνονταν ήσυχοι παραδίπλα, κατά µήκος της ασφάλτου. Τα στάχυα θρόιζαν απαλά µε το φύσηµα του αέρα καθώς περνούσε το λεωφορείο και σήκωνε σκόνη. Πού και πού, κάποια άγονα κοµµάτια γης πρόσδιδαν στο τοπίο µια αγριάδα σχεδόν απόκοσµη. Ο δρόµος διπλωνόταν απότοµα σαν σκανταλιάρικο φίδι και, όπως προχωρούσαµε, φαινόταν να στενεύει όλο και πιο πολύ, καθώς οι ελιγµοί του πλήθαιναν ανησυχητικά. ∆ίπλα µου η γριά σιγοµουρµούριζε το λαϊκό που έπαιζε το ραδιόφωνο. Χασµουρήθηκα και τέντωσα τα πόδια κάτω από το µπροστινό κάθισµα. «Πού πάτε;» διέκοψε την υπναλέα ονειροπόλησή µου η φωνή του εισπράκτορα που είχε φτάσει στη θέση µας. Σήκωσα νυσταγµένα το κεφάλι και στράφηκα προς το µέρος του. Ο άγνωστος του δρόµου στεκόταν από πάνω µου και µε κοιτούσε ανέκφραστα. Με το ένα χέρι κρατιόταν από το σίδερο πάνω από το κάθισµά µου, εκεί που συνήθως µπαίνουν οι χειραποσκευές. Το λεωφορείο έστριβε απότοµα αναγκάζοντάς τον να γέρνει µπρος πίσω. Με το άλλο χέρι κρατούσε τον κερµατοδέκτη του και ένα µάτσο εισιτήρια. Τα νύχια του ήταν κο21


ντοκοµµένα και καθαρά. Είδα πως ο µηρός του ακουµπούσε στο χερούλι όπου κανονικά θα έπρεπε να στηρίζω τον αγκώνα µου, εκείνη τη στιγµή όµως το χέρι µου ήταν µαζεµένο. Μέσα από το χαλαρό µανίκι του ανασηκωµένου χεριού, εκεί που πρωτύτερα είχα παρατηρήσει την ιδρωµένη κηλίδα, διέκρινα ένα µπουκέτο κατάµαυρες τρίχες, µακριές και σχεδόν ίσιες, που απλώνονταν στο ελάχιστο κοµµατάκι µασχάλης του που µπορούσα να δω. Εκείνο το σηµείο του δέρµατος µου φάνηκε αφύσικα άσπρο σε σχέση µε το υπόλοιπο χέρι του που ήταν µαυρισµένο από τον ήλιο και φαινόταν πιο ανθρώπινο και σαφώς πιο καλοκαιρινό. Στα µπράτσα του κάνει καλοκαίρι. Στη µασχάλη του όµως είναι ήδη χειµώνας, σκέφτηκα. Απέστρεψα το βλέµµα και ψέλλισα τον προορισµό µου σκύβοντας το κεφάλι. «∆ύο είκοσι», µε πληροφόρησε και έκοψε στη µέση τη σκέψη µου και δυο µικρά ροζ εισιτήρια που τα έτεινε προς το µέρος µου. Μια ελαφριά µυρωδιά ιδρώτα κατέβηκε προς το µέρος µου. Η φωνή του πρόδιδε µακροχρόνια και συστηµατική χρήση τσιγάρου. Η άρθρωσή του ήταν σίγουρη και υπερτονισµένα αντρική. Πήρα τα εισιτήρια και ακούµπησα στην παλάµη του τα ψιλά της διαδροµής. Το ελάχιστο εκείνο δευτερόλεπτο που τα δάχτυλά µου ήρθαν σε επαφή µε το δέρµα του ήταν αρκετό για να ενεργοποιήσει ένα χηµικό εργοστάσιο µέσα στο στοµάχι µου που µε κλότσησε ξαφνικά σαν να ήθελε να πεταχτεί έξω. Παρ’ όλα αυτά δε συνέβη τίποτα. Πήρε τα λεφτά και προχώρησε στο επόµενο κάθισµα, επαναλαµβάνοντας την ερώτηση στο αλλοδαπό ζευγάρι που θα κατέβαινε επίσης στο τέρµα, όπως κι εγώ. ∆ίπλα µου η γριά κοιµόταν. ∆εν είχε µπει στον κόπο να την ξυπνήσει για να της κόψει εισιτήριο. 22


Έστρεψα το κεφάλι προς το παράθυρο και κράτησα για µια στιγµή την αναπνοή µου διαγράφοντας νευρικά µε το βλέµµα το περίγραµµα της απέναντι βουνοκορφής. Εκείνος προχώρησε προς τα πίσω. Συνέχισα για λίγη ώρα να ακούω τη φωνή του, µέχρι που έφτασε στους τελευταίους επιβάτες. ∆εν τον είδα να επιστρέφει µπροστά, κι έτσι υπέθεσα πως είχε καθίσει σε κάποια από τις πίσω θέσεις. Απέφυγα να κοιτάξω προς το µέρος του. Αρκέστηκα στα άγονα τοπία που ξεδιπλώνονταν έξω από το παράθυρο βιαστικά. Σε λίγα χιλιόµετρα φτάσαµε στον προορισµό µας και το λεωφορείο σταµάτησε φρενάροντας απότοµα. Κατέβηκα κάθιδρη και σχετικά ζαλισµένη. Κάτι οι στροφές, κάτι το περιστατικό µε τον άγνωστο του δρόµου, ένιωθα πως έπρεπε να βρω αµέσως κάπου να καθίσω και να πιω κάτι δροσερό. Το χωριό απλωνόταν σε µια πλαγιά γεµάτη χωράφια και ερειπωµένους ανεµόµυλους. Εδώ κι εκεί ένα γαϊδούρι ή κάποιο άλογο έβοσκαν ήσυχα κοντά στα δέντρα. Ο µεσηµεριανός ήλιος έκαιγε πάνω από τις σκεπές των σπιτιών δηµιουργώντας κυµατιστές οφθαλµαπάτες στο βάθος του ορίζοντα. Πήρα τον πρώτο δρόµο που βρήκα µπροστά µου και συνέχισα να περπατάω µέχρι που συνάντησα το πρώτο καφενείο. «Ένα φραπέ σκέτο, µε πολύ γάλα», είπα στο βαριεστηµένο αγόρι που εµφανίστηκε για να πάρει παραγγελία. Το σύρσιµο των ποδιών του πάνω στο τσιµέντο ήχησε σαν αποτυχηµένο σφύριγµα. Με το που κατέφθασε ο καφές έριξα λίγο παγωµένο νερό στα χέρια µου και έβρεξα το πρόσωπό µου. Το υπόλοιπο το άπλωσα στα µπράτσα µου, σκουπίζοντας ταυτόχρονα τα βρεγµένα µου χέρια. Γύρω µου απλώνονταν µερικά στρογγυλά τραπεζάκια µε κάτι 23


ψάθινες καρέκλες. Ένα παµπάλαιο ψυγείο της ΕΒΓΑ αγκοµαχούσε λίγο πιο πέρα βουίζοντας σαν κοµπρεσέρ. Κάτω από την κληµαταριά διέκρινα δυο τρία ασθενικά τσαµπιά σταφύλια τίγκα στη σφήκα και στη µύγα. Όλα έµοιαζαν ψεύτικα. Βολεύτηκα στην καρέκλα µου και κοίταξα ολόγυρα το ονειρικό τοπίο. Παρά το βόµβο του ψυγείου, η ησυχία που επικρατούσε έµοιαζε µε νανουριστικό πάφλασµα κυµάτων. Στη µικρή πλατεία απέναντί µου, κάτω από ένα πλουµιστό πλατάνι, δυο παιδιά τσαλαβουτούσαν στο νερό που χυνόταν άδικα από µια χαλασµένη αντλία. Η ησυχία του µεσηµεριού διακοπτόταν πού και πού από το γάργαρο γέλιο και τις κελαρυστές φωνές τους, και πάλι όµως η γαλήνη του τοπίου ήταν επιβλητική. Έκλεισα τα µάτια και αφουγκράστηκα τους ήχους του µεσηµεριού. «Λοιπόν; Πόσο λες να µείνεις ακόµα;» ακούστηκε ξαφνικά µια φωνή που µε έκανε να πεταχτώ έντροµη. Σαν να ήταν το φυσικότερο πράγµα στον κόσµο, ο άγνωστος του δρόµου κάθισε δίπλα µου και µου χαµογέλασε. Ούτε που κατάλαβα ότι είχε έρθει ως εκεί. Μέσα στη ζαλάδα µου δεν είχα πάρει χαµπάρι πως µε είχε ακολουθήσει. «Λίγες µέρες. ∆υο τρεις», απάντησα και τον κοίταξα απορηµένη. «Σας είδα που νοικιάσατε το µύλο µε την παρέα σου», συνέχισε απλά και έκανε νόηµα στον καφετζή που στεκόταν λίγο παραπέρα. Τα χείλη του ήταν µαβιά και σαρκώδη. Μου θύµισαν καραµέλες δαµάσκηνο. «Μένεις κοντά;» ρώτησα κι αµέσως ένιωσα ηλίθια µε την άσκοπη ερώτηση. Η γνώριµη µυρωδιά ιδρώτα πληµµύρισε στιγµιαία τα ρουθούνια µου. 24


«Στο σπίτι µετά τη στροφή, εκεί µε τις δυο ελιές στο φράχτη», µου εξήγησε ανάβοντας τσιγάρο και ξεφυσώντας δυνατά ακριβώς δίπλα µου. Το βλέµµα του ήταν σκοτεινό και επίµονο. ∆εν έπαιζε, παρατηρούσε. Κάτω από τα µάτια του, δυο µαύροι κύκλοι πρόδιδαν ξενύχτι και κούραση. «Μα στο δρόµο µας δεν έχει σπίτι µε ελιές», απόρησα ξαφνικά, λίγο προβληµατισµένη. Με κοίταξε και γέλασε εύθυµα ρίχνοντας το κεφάλι προς τα πίσω. Το λαρύγγι του αποκαλύφθηκε µπροστά στα µάτια µου ζωηρό. Μέχρι τότε είχε έναν παράξενο τρόπο να χαµογελάει. Ενώ συνέχιζε να µε κοιτάζει κατάµατα, το κεφάλι του παρέµενε διαρκώς σκυµµένο. Εκείνη τη στιγµή όµως που µε άφησε να κοιτάξω το λαιµό του τόσο γενναιόδωρα, κατάλαβα πως το γέλιο του ήταν σαφώς πιο επικίνδυνο από το χαµόγελό του. «Εδώ εννοώ, στο χωριό. Εδώ µένω. Στην Τρυπητή έρχοµαι µόνο για δουλειά, κι έτυχε να σας δω την ηµέρα που φτάνατε», έλυσε την παρεξήγηση και σήκωσε το ποτήρι του προς το µέρος µου. Χαµογέλασε ξανά και παρατήρησα πως τα δόντια του ήταν µεγάλα και κάπως στραβά. Το χαµόγελό του όµως ήταν πλατύ. Λαµπερό. Στις άκρες των µατιών του σχηµατίζονταν κάτι µικρές, λεπτές ρυτίδες. Τα δάχτυλά του, έτσι όπως πήρε το φλιτζάνι µε τον καφέ του και ρούφηξε µια µικρή γουλιά, µου φάνηκε πως ήταν ό,τι πιο ελκυστικό είχα δει τον τελευταίο καιρό. Φαντάστηκα αυτό το χέρι µέσα στο στόµα µου. ∆εν ξέρω γιατί, αλλά αυτή η σκέψη έκοψε στα δύο το νου µου σαν σουγιάς. Έπειτα ακούµπησε τον αγκώνα του στο τραπεζάκι και άπλωσε το χέρι-καλοκαίρι πάνω στο τεντωµένο πόδι του. «Με λένε Λευτέρη», συστήθηκε αµέσως µετά απλώνοντάς 25


το προς το µέρος µου, σαν να είχε µαντέψει πως ελάχιστα δευτερόλεπτα νωρίτερα εκείνη ακριβώς την επαφή ονειρευόµουν. «Γεια», απάντησα ενώ ένας στεγνός κόµπος σαν βαµβάκι µού έφραζε τις φωνητικές χορδές. «Μιράντα». Έπιασα το χέρι του και αφέθηκα στο σφίξιµό του. Η χειραψία διήρκεσε αφύσικα πολύ. Τουλάχιστον έτσι νόµισα. Όλη αυτή την ώρα µε κοιτούσε κατάµατα χαµογελώντας συγκρατηµένα. Η αµηχανία µου µε κράτησε ακίνητη για µερικά δευτερόλεπτα που µου φάνηκαν ώρες. Τα χέρια των ανθρώπων ασκούν πάνω µου µεγάλη γοητεία. Έλυσα πρώτη το χαιρετισµό. Mάλλον από υπερβολική ανησυχία µήπως σε λίγο η ταραχή µου αρχίσει να γίνεται ακόµη πιο εµφανής. Υπάκουσε και χαλάρωσε ήπια το σφίξιµό του, σαν να µου έκανε ένα σωµατικό χατίρι. «Κάπως έτσι ξεκινάνε οι µεγάλοι έρωτες», είπε πολύ αργότερα η Ισµήνη, όταν της µίλησα γι’ αυτόν. «Νοµίζεις πως ο άλλος σου παραδίδεται άνευ όρων γιατί αυτό θέλεις να πιστέψεις. Το µόνο που συµβαίνει πραγµατικά όµως είναι ότι σιγά σιγά σε κάνει να παραδοθείς εσύ χωρίς καν να το καταλάβεις. Σε αφήνει να πιστέψεις στην υποτιθέµενη οικειοθελή αδυναµία του και ταυτόχρονα γίνεται αυτός η δική σου αδυναµία». Εκείνο το βράδυ δε γύρισα στο µύλο.

äÚÈ· ÊÂÙ›¯

Μια έντονη µυρωδιά παραγινωµένου φρούτου πληµµύριζε το δωµάτιο. ∆εν ήταν ακριβώς δυσάρεστη, ήταν όµως πολύ δυνατή. Πάνω στο τραπέζι είδα ένα πεπόνι κοµµένο στα δύο. Οι άκρες του είχαν ξεραθεί εντελώς, αλλάζοντας χρώµα από πορ26


τοκαλί σε καφεκόκκινο. Μέσα στο πιάτο τα κουκούτσια έµοιαζαν µε πασατέµπο που είχε ξεχαστεί για µέρες στον ήλιο. ∆υο τρεις χορτασµένες µύγες ζουζούνιζαν ολόγυρα κάνοντας ακροβατικά. Όλη αυτή την ώρα ένα κουνούπι έκοβε βόλτες γύρω από το πρόσωπό µου µε ενοχλητική επιµονή. Το έδιωξα µε το χέρι και προχώρησα. Το κρεβάτι του ήταν ξέστρωτο. Ένα λευκό σεντόνι κι ένα φουσκωτό µαξιλάρι ήταν στριµωγµένα στην άκρη, δίπλα στον τοίχο. «Κοιµάσαι ανήσυχα;» τον ρώτησα βλέποντας πως µε ακολουθούσε µε το βλέµµα. «Μάλλον όλα ανήσυχα τα κάνω», µου απάντησε ανάβοντας τσιγάρο. «Χτες κοιµήθηκα άσχηµα. Έκανε ζέστη, έλιωσα στον ιδρώτα». Σηκώθηκε από την άκρη του κρεβατιού και κατευθύνθηκε προς το ψυγείο. Έβγαλε το παγωµένο νερό κι ήπιε µια γουλιά κατευθείαν από το µπουκάλι. Ύστερα το έτεινε προς το µέρος µου και µε κοίταξε. Το πήρα, ρούφηξα µια γουλιά και του το ξανάδωσα. Πάνω στην αλλαγή, τα δάχτυλά µας ακούµπησαν για κλάσµα του δευτερολέπτου. Λίγο πριν, είχε βγάλει το φανελάκι του κι είχε µείνει γυµνός από τη µέση και πάνω. «Πρέπει να ξεβάψεις τα νύχια σου», είπε ξαφνικά σκύβοντας µπροστά στα πόδια µου. «Έχουν αρχίσει να χαλάνε». Γονάτισε και µου έλυσε τα πέδιλα. Η πλάτη του ήταν µαυρισµένη και µυώδης. Τα χέρια του κινούνταν γρήγορα, επιδέξια. Χέρια που ξέρουν το δρόµο, θυµήθηκα την πρωινή µου σκέψη και χαµογέλασα. Όλα γίνονταν τόσο φυσικά, που δεν είχα καν την απορία ή την ανάγκη να τον ρωτήσω τι συνέβαινε. ∆εν ένιωθα καν αγωνία. 27


Με πήρε από το χέρι και µε οδήγησε στην τουαλέτα. ∆εν πρόβαλα αντίσταση, δε µου εξήγησε το παραµικρό. Τράβηξε την πλαστική κουρτίνα της ντουσιέρας και άφησε να τρέξει λίγο νερό. Με το που ζέστανε κάπως το ξανάκλεισε και άρχισε να µε γδύνει. Όλη αυτή την ώρα εγώ δεν έκανα τίποτα. Τον άφηνα να µε κάνει ό,τι ήθελε χωρίς να φέρνω αντίρρηση, µπορεί και µε κάποια ενδόµυχη προθυµία. Γύρω από τη λάµπα το ταβάνι ήταν στολισµένο πρόχειρα µε κάτι τεράστια κοχύλια που κρέµονταν από ένα σκοινί στερεωµένο κυκλικά µε πινέζες. Θυµήθηκα πως κάτι παρόµοια είχαµε και στην τουαλέτα του µύλου. «∆ώσε µου το ρολόι σου», είπε λίγο πριν µε βάλει ολόγυµνη κάτω από το ντους. Του έδωσα αυτό που ζήτησε και τον παρακολούθησα να το ακουµπά στο ραφάκι κάτω από τον καθρέφτη. Περίµενα. Μετά άρχισε να µε πλένει σαπουνίζοντάς µε παντού προσεκτικά. Χωρίς να βιάζεται. Στην επαφή µε το νερό ανατρίχιασα και τότε ντράπηκα λίγο που µε έβλεπε έτσι. Έσκυψα το κεφάλι και τον κοίταξα ενώ έτριβε µια πλάκα σαπούνι πάνω στο σφουγγάρι. Σε κάθε του κίνηση µου φαινόταν πως ανακάλυπτα και κάτι καινούργιο. «Το σαπούνισµα ενός σώµατος είναι σπουδαία επιστήµη», παρατήρησε µε ουδέτερη φωνή καθώς έχωνε το χέρι του µε το σφουγγάρι ανάµεσα στους µηρούς µου. «Θέλει προσοχή και ιδιαίτερη φροντίδα». Εκείνη ακριβώς τη στιγµή ένιωσα το δάχτυλό του να διαπερνά το σώµα µου γλιστρώντας απαλά ως το βάθος. Το τράβηξε απότοµα πριν προλάβω να αντιδράσω και συνέχισε να µε σαπουνίζει χαϊδεύοντάς µε µε το σφουγγάρι. Το χειρότερο ήταν πως όλη αυτή την ώρα παρέµενε αφοσιωµένος στο έργο του χωρίς να µου δίνει την παραµικρή σηµασία. 28


Με κάτι τέτοια τρελαίνεται ο κόσµος, σκέφτηκα κι έκλεισα τα µάτια. Ύστερα έσκυψε, χώρισε ένα ένα τα δάχτυλα των ποδιών µου και βάλθηκε να σαπουνίζει το κενό ανάµεσά τους. Μετά ανέβηκε στις γάµπες και στα γόνατα. Καθάρισε προσεκτικά κάθε ρυτίδα και κάθε καµπύλη των γονάτων µου, µε το πρόσωπό του σε απόσταση αναπνοής από το σώµα µου. Χάιδεψε την ήβη, την κοιλιά και το στέρνο µου. Μετά µου ανασήκωσε τα χέρια και ασχολήθηκε τρυφερά µε τις µασχάλες µου, φροντίζοντας κάθε τόσο να περνάει στιγµιαία την άκρη του σφουγγαριού πάνω από το στήθος µου. Αυτό σηµαίνει σηκώνω τα χέρια ψηλά, σάρκασα από µέσα µου. Παρ’ όλα αυτά συνέχισα να µην προβάλλω την παραµικρή αντίσταση. Θυµήθηκα πως, όταν ήµουν παιδί, µε τον ίδιο τρόπο σήκωνα τα χέρια µόλις έβγαινα από το µπάνιο και περίµενα να µου φορέσει την µπλούζα η µητέρα µου. Και τότε έτσι παραδινόµουν, χωρίς καµία αντίρρηση. Σίγουρα όµως όχι µε την ίδια προθυµία. «Τώρα γύρνα από πίσω», µε πρόσταξε µαλακά. Το χέρι του ψηλάφιζε το µηρό µου. Το χάδι του ήταν ήρεµο, σχεδόν σαδιστικά απαλό. Συνέχισε να µη µε κοιτάζει στα µάτια. Έκανα µεταβολή υπακούοντας στην εντολή του. Όσα γίνονταν µου φαίνονταν σχεδόν µοιραία. Αµέσως µετά τον ένιωσα να κολλάει πάνω µου αγκαλιάζοντάς µε από πίσω, µε το πρόσωπο χωµένο στο λαιµό µου. Έγειρα πίσω το κεφάλι και αφέθηκα πάνω του. Η ανάσα του ήταν ζεστή. Η γλώσσα του έκαιγε πάνω στο σβέρκο µου. Γλίστρησε το χέρι του στην κοιλιά, στα στήθη και στο λαιµό µου. Κατάλαβα πως ήταν γυµνός. «Έχεις πολύ διεγερτικό σώµα», µου ψιθύρισε συνεχίζοντας να µε χαϊδεύει. 29


Με το ένα χέρι έπαιζε µε το στήθος µου και µε το άλλο µου άνοιγε τα πόδια. Ένιωσα τα δάχτυλά του να ξαναχώνονται µέσα µου µε ορµή. Αυτή τη φορά καθυστέρησε λίγο, εξερευνώντας το σώµα µου πιο αργά. Τα δάχτυλά του κινούνταν µε δύναµη. Η απόλαυσή µου ήταν σχεδόν επώδυνη. Τον ένιωθα να µε διαπερνάει ολόκληρη. Στηρίχτηκα στη βρύση αφήνοντάς τον να συνεχίσει αυτό που είχε αρχίσει. «Άνοιξε λίγο τα πόδια σου, µωρό µου», είπε λίγο µετά. «Ετοιµάσου». Το σώµα µου γέµιζε µυρµήγκια. Στο στόµα µου µια παράξενη γεύση δαµάσκηνου ανακατευόταν µε το νερό που συνέχισε να τρέχει. Υπάκουσα αµέσως. Άνοιξα τα πόδια λυγίζοντας κάπως τα γόνατα. Μπήκε µέσα µου µε ένα δυνατό σπρώξιµο. Συνέχισε να χτυπιέται πάνω µου για κάµποση ώρα, αφήνοντας πού και πού κάτι άναρθρες κραυγές που έµοιαζαν µε φωνές ανθρώπου που πονάει. «Οι εκφράσεις της ηδονής µοιάζουν πολύ µε τις εκφράσεις του πόνου», µου έλεγε ο Νύσης τότε που ήµασταν µαζί. «Θεατρίνα είσαι, τα ξέρεις αυτά! Αν κοιτάξεις από µακριά έναν άνθρωπο που πονάει κι έναν άλλο που έρχεται σε οργασµό, δε θα καταλάβεις ποιος κάνει τι. Οι εκφράσεις του προσώπου τους είναι ακριβώς ίδιες». Ο έρωτας µε το Νύση ήταν γλυκός, έµοιαζε µε περίπατο στην αυλή των θαυµάτων. Όπως και οι κουβέντες µας. Θυµήθηκα τα χείλια του και τη µυρωδιά του που δεν έµοιαζαν στο παραµικρό µε του Λευτέρη. Τον αγάπησα πολύ το Νύση. Η σχέση µας στάθηκε ορόσηµο για µένα και είµαι σίγουρη πως, µε τον ένα ή µε τον άλλο τρόπο, αυτός ο άντρας θα υπάρχει για πάντα στη ζωή µου. Το νερό ήταν πια παγωµένο. Τίναξα τη σκέψη του Νύση 30


από το νου µου κι επικεντρώθηκα στα χάδια του άγνωστου Λευτέρη που φούντωνε µέσα µου άγρια. Μου άρπαξε το χέρι και το έσφιξε µε οργή. Το στοµάχι µου µε σούβλισε δυνατά. Ένας µικρός πανικός πέρασε σύρριζα από τα µηλίγγια µου. Το πρόσωπο του Νύση εµφανίστηκε ξανά µπροστά µου σαν αστραπή κι έπειτα γλίστρησε πάνω µου µαζί µε το νερό που χανόταν κάτω από τα πόδια µας µέσα στο µεταλλικό σιφόνι. ∆άγκωσα τα χείλη µου αγγίζοντας τα όρια του πόνου, χωρίς να ξέρω γιατί ακριβώς. Από ηδονή ή από οδύνη, µου ήταν αδύνατο να καταλάβω εκείνη τη στιγµή. Ο Λευτέρης µου έσφιγγε τη µέση ενώ µε το άλλο χέρι του µε τραβούσε προς τα πίσω από τα µαλλιά. Λίγο πριν τελειώσω µε ρώτησε αν ήµουν έτοιµη. Η φωνή του µου φάνηκε σαν απόηχος της κόλασης. Του απάντησα πως ναι, και τότε επιτάχυνε το ρυθµό του µέσα µου, αφήνοντάς µε σε λίγο ξέπνοη, µε τα χέρια ανοιχτά και το µάγουλο κολληµένο στα πλακάκια της ντουσιέρας. Με έσφιξε πάνω του και γέλασε κοφτά, υπόκωφα. Ένιωσα το στόµα του στον ώµο µου και ένας οξύς πόνος µε διαπέρασε κάτω από τη δαγκωνιά του. Οδύνη και ηδονή ανακατεύτηκαν µέσα µου ξαφνικά. «Η σειρά µου τώρα. Τα θες;» βόγκηξε µε αγνώριστη φωνή. «Ναι», του απάντησα µισοζαλισµένη, κυρτώνοντας το σώµα µου προς το µέρος του. «Τότε ζήτα τα!» µε πρόσταξε συνεχίζοντας να χτυπιέται πάνω µου. «Τα θέλω! ∆ώσ’ τα µου!» τον ικέτεψα και αµέσως τον ένιωσα να λύνεται µέσα µου. «Πάρ’ τα», ψιθύρισε ξέπνοα κι έπεσε πάνω στην πλάτη µου σαν κουρασµένη µαριονέτα. 31



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.