Ο
κόσµος είναι γυναίκα. Έτσι λέει ο πατέρας µου. Για εκείνον είναι ζήτηµα θεµελιώδους πίστης – θες το αποδέχεσαι, θες πάλι όχι. Σε περίπτωση όµως που το ενστερνιστείς, σου αποµένουν δύο επιλογές. Ή να τον κατακτήσεις ή να τον κατανοήσεις. Ακριβώς όπως και τη γυναίκα. Λέει επίσης κάτι ακόµη, το ίδιο σκοτεινό: το να ζητάς να κατανοήσεις τι θέλει ένας άνθρωπος είναι το ίδιο παράλογο µε το να πιστεύεις ότι γνωρίζεις τι θέλει µια κοινωνία. Tον πρώτο καιρό στη Nόνζα έκανα παρέα µε έναν Ισπανό, ναυτικό στο επάγγελµα, ο οποίος επέµενε πως το να κατανοήσεις τη γυναίκα, όχι τον κόσµο, είναι σαν να ταξιδεύεις σε γνωστή θάλασσα, µε ούριο άνεµο και πανιά φουσκωµένα, να βλέπεις το νησί στο βάθος, κι όµως να αισθάνεσαι σαν ναυαγός σε ανοιχτό ορίζοντα. «Μην µπλέκεσαι, φίλε µου, µε τα ακατανόητα» κατέληγε. Τελικά, παρά τη συµβουλή του, δεν µπόρεσα να το αποφύγω. Υπάρχουν φορές που σκέφτοµαι πως τούτη η εµπλοκή µου µε το ακατανόητο που κρύβει η γυναίκα µέσα της µε κάνει να απολαµβάνω ένα κοµµάτι της ζωής πέρα από κάθε ευχαρίστηση. Ας είναι. Τη θυµάµαι πάντως καλά αυτή τη διατύπωση. Ήταν ένα ψυχρό χειµωνιάτικο απόβραδο, που γινόταν ακόµη 13
πιο ψυχρό καθώς ο ήλιος έδυε στη Νόνζα, ένα ψαροχώρι της βόρειας Κορσικής, και ενώ πίναµε αρωµατικό παστίς και τρώγαµε ψητές σαρδέλες τυλιγµένες σε κληµατόφυλλα, λίγο µεθυσµένοι, λίγο βουτηγµένοι σε µια ανεξήγητη νοσταλγία, ο πενηντάχρονος ταβερνιάρης µας σύστησε τη νεαρή γυναίκα που φιλοξενούσε στο πέτρινο καλύβι του. Μια νεαρή Ρωσίδα προκλητικά όµορφη. Όλγα την έλεγαν. Ισχυριζόταν πως ήταν η µικρότερη από το σµάρι των ακολούθων της τσαρίνας Αικατερίνης που, δεκαπέντε χρόνια πριν περίπου, είχε σαρώσει η επανάσταση των µπολσεβίκων. Μια πραγµατική Ρωσίδα. Παρένθεση. Γνωρίζω καλά τις σύγχρονες Όλγες του Παρισιού. Συνοδεύονται πάντα από κάποιον αθέατο Ντµίτρι, ή Σάσα, ή Αλεξέι. Όλοι δούκες ή αξιωµατικοί του λευκού στρατού. Ο τίτλος τους ακολουθεί σαν σκιά, σαν δέρµα πάνω στο δέρµα, ανεξάρτητα αν ανοιγοκλείνουν τις θύρες στο Savoy και στο Ritz ή, πάλι, κυρτώνουν µε τακτ τη µέση τους ενώ υποκλίνονται στον Ζακόµπ-Ρενέ, τον Γαλλοεβραίο χρηµατιστή, που τους προτιµά για ιδιωτικούς σοφέρ. Αναφέρω τον Ζακόµπ όχι επειδή είναι Εβραίος, ούτε επειδή είναι χρηµατιστής – µακριά από µένα αυτές οι ασχήµιες των Γερµανών – αλλά επειδή οι διχαλωτές γλώσσες λένε πως, όταν εκείνος προνόησε και έφυγε από την Πετρούπολη µετά την πρώιµη επανάσταση του 1905, νεαρός λοχαγός τότε, οι Λευκοί νικητές, οι αλλοτινοί σύντροφοί του στο στρατώνα, τους οποίους ο Ζακόµπ εγκατέλειψε, του µάρκαραν νύχτα το σπίτι µε κόκκινη µπογιά, χλεύασαν τον πατέρα του και µεθυσµένοι έχυσαν οκάδες βότκα στο γεµάτο µπούστο της αδελφής του απολαµβάνοντας να βλέπουν τις ρώγες της, που από το κρύο διαγράφονταν σκληρές κάτω από το λευκό της νυχτικό. 14
Τι θέλω να πω; Ότι υπάρχει κάτι περισσότερο εντυπωσιακό από το γνωστό «η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται πάντα κρύο». Κάτι εντελώς διαφορετικό και εντελώς απάνθρωπο, πέρα από κάθε ερµηνεία· η λεπτών αποχρώσεων απόλαυση από την ταπείνωση στην οποία υποβάλλει κανείς τον άγνωστο οµοεθνή του όταν είναι αναγκασµένος να τον συναναστρέφεται σε ξένη χώρα. ∆ικαιολογηµένα ή αδικαιολόγητα. Το έχω δει, το ξέρω. Το έχω υποστεί, το έχω διαπράξει. Ας είναι. Οι Ντµίτρι λοιπόν του Παρισιού, ή οι Σάσα ή οι Μίτγια, είναι συνήθως ψηλοί ξανθοί που βλαστηµούν στα ρωσικά, φτύνουν στις γκρίζες πλάκες µε τροµακτική συχνότητα και κάνουν τις ευγενικές φιλοφρονήσεις τους µε σπαστή βαριά προφορά. Από την άλλη, οι Όλγες ή οι Κατιούσιες είναι κόµισσες ή πριγκίπισσες, ή τέλος πάντων κάτι σε αυτή την ατέλειωτη σειρά της ιεραρχίας – όλες πάντως έχουν εκπέσει βιαίως των τίτλων τους. Έχουν επίσης κάτι θεατρικό, µε την έννοια ότι, ενώ τη µια στιγµή – ως γνήσιες θλιµµένες πριγκίπισσες – µπορεί το πρόσωπό τους να αυλακωθεί από ποταµούς δακρύων, ένα δευτερόλεπτο µετά µπορεί να χορεύουν τόσο ξέφρενα, σαν να µη συµβαίνει απολύτως τίποτα. Είναι οµολογουµένως ωραίες γυναίκες, γεµάτες joie de vivre,* αλλά άφραγκες. Γεγονός που στο µυαλό των περισσότερων σηµαίνει εκµεταλλεύσιµες. Είτε είναι απλά χαριτωµένες είτε απαστράπτουσες από εκείνη την οµορφιά από την οποία δεν µπορείς να αποστρέψεις το βλέµµα σου, η αστική φαντασία – και στο Παρίσι και στην Πράγα και στη Βιέννη – τις έπλασε φλογερές και αχόρταγες. Θα µπορούσα να πω πως αν οι Γάλλοι δεν είχαν τόσο µακραίωνη παράδοση στις ερωµένες, µε τη συγκατά* Xαρά της ζωής.
15
θεση σχεδόν των συζύγων τους, οι αξιολάτρευτες δεσποινίδες από την αχανή Ρωσία θα είχαν διαλύσει τον οικογενειακό ιστό. Αντί γι’ αυτό όµως, η κυρία Κλοντίν, του γνωστού κύκλου του Σεν Ζερµέν, τις προτιµά ως γκουβερνάντες στο εξοχικό της και η Κοκό προσλαµβάνει αρκετά από τα εκπατρισµένα κορίτσια ως ράφτρες στον Οίκο Σανέλ. Επανέρχοµαι. Εκείνες τις πρώτες µέρες στη Νόνζα αισθανόµουν κουρασµένος, αβέβαιος, µιαρός, άρρωστος. Είχα κρυολογήσει κιόλας. Υγρασία και παγωµένος αέρας. Μέρα παρά µέρα µου έφτιαχναν παχιά σούπα από χοιρινό – για όνοµα του Θεού, από χοιρινό! – και ύστερα µου µαλάκωναν το βάρος του στοµαχιού µε χαµοµήλι. Επειδή, επίσης, µε πονούσε το στήθος, έπρεπε να πίνω καθηµερινά τέσσερα φλιτζάνια τσάι αχίλλειας και ένα φλιτζάνι τσάι από πολυκόµπι πριν από τον ύπνο. Μου επέτρεπαν να πιω λίγο κόκκινο κρασί και τίποτε άλλο. ∆εν ξέρω, όλη τούτη η ιατρική αποδείχτηκε αποτελεσµατική, αλλά το στοµάχι βάσανο. Ήταν λοιπόν η πρώτη ηµέρα που αισθανόµουν καλύτερα, δεν είχα πυρετό, ούτε ατονίες, και το πρώτο απόγευµα που µου πρόσφεραν παστίς. Ευδαιµονία. Κοιτούσα µε ενδιαφέρον την Όλγα της Κορσικής. Φορούσε ένα ριχτό φόρεµα, κατάλληλο για την εποχή. Ένα φόρεµα από προβάτινο µαλλί δεύτερης κατηγορίας, που, ακόµη κι αν η έστω και κατεργασµένη τρίχα του σου γδέρνει το δέρµα, είναι θέµα αξιοπρέπειας να µην το δείχνεις. Εκείνη δεν το έδειχνε ή, αν θέλετε, ίσως από στοιχειώδη ευγένεια, δεν φάνηκε να το πρόσεξε κανείς. Κάθισε ανάµεσά µας, σε µια παρέα έξι αντρών, και σάστισε το µυαλό µας. Αυτή µάλιστα αντιγύρισε στον Ισπανό µια άλλη φράση, το ίδιο αξιοπρόσεκτη: «Είναι που τις φοβάστε τις γυναί16
κες... Το ίδιο θα κάνετε και µε τον κόσµο... Έτσι κι αλλιώς, κύριε, ό,τι συµβαίνει στον έρωτα συµβαίνει και στην κοινωνία...» Υπέροχη. ∆εν ξέρω πως ένιωσαν οι άλλοι, εµένα πάντως µε αιχµαλώτισε. Την κοιτούσα επίµονα. Τη φανταζόµουν να περπατά στη Βαντόµ ντυµένη το τρίχινο φόρεµά της σαν µαγικό µανδύα που την κρατούσε προσωρινά αόρατη, να µπαίνει αποφασιστικά στον οίκο της Σκιαπαρέλι και να βγαίνει ξανά απαστράπτουσα, ελκυστικά ερωτική σε αυτή την πλατεία, την Εδέµ της µόδας, σχεδόν απρόσιτη, ακολουθώντας το πεπρωµένο της. Μια πριγκίπισσα της τσαρικής Αυλής, µε όλες τις αξίες της αργόσχολης τάξης της, και µάλιστα µε όλα τα πλεονεκτήµατα του τίτλου που σχετίζονται µε την κοινωνική θέση, το χρήµα και τη σχόλη. Η φράση της, είναι αλήθεια, προκάλεσε στους περισσότερους της παρέας ένα χλευαστικό γέλιο προς τον Ισπανό. Όχι σε όλους όµως. Στην παρέα βρισκόταν ένας περίεργος τύπος από το Βερολίνο, κοντά στα εξήντα, λιγοµίλητος, που ντυνόταν σχεδόν καθηµερινά µε φινετσάτα ρούχα στα χρώµατα της ώχρας και που, από τα µισόλογα των προηγούµενων ηµερών, καταλάβαµε πως βρισκόταν εκεί ακολουθώντας τα φανταστικά βήµατα του σύγχρονου, όπως έλεγε, Ναπολέοντα, του Φρανσουά Ζοζέφ Μαρί Κοτί. Το γιατί ποτέ δεν το καταλάβαµε. Είχε φτάσει στη Νόνζα µε γαϊδούρι, αφού πρώτα είχε αποβιβαστεί στην Μπαστιά ύστερα από ένα κουραστικό ταξίδι µε εµπορικό πλοίο, δύο µέρες νωρίτερα από µας. Καθόταν πάντα µόνος σε ένα απόµερο τραπέζι, τοποθετώντας µε ευλαβική επιµέλεια την καµπαρντίνα του στον διπλανό πάγκο, την ίδια επιµέλεια µε την οποία τοποθετούσε τα λιγοστά σερβίτσια στο τραπέζι, στην ίδια πάντα θέση. 17
Οι κινήσεις του έκρυβαν διστακτικότητα, κάτι που έµοιαζε µε φυσική δειλία. Προτού ακόµη περάσει την είσοδο του καπηλειού, κοντοστεκόταν για λίγο πίσω από το τζάµι της πόρτας ρίχνοντας κλεφτές µατιές προς όλες τις πλευρές του µικρού δωµατίου και ύστερα, µπαίνοντας, πήγαινε στο ίδιο πάντα τραπέζι και καθόταν µε την πλάτη σχεδόν κολληµένη στον τοίχο. Τα κεράσµατά µας δεν τα δέχτηκε ποτέ. Το µόνο που έπινε ήταν ένα λικέρ από την πατρίδα του – δεν ξέρω πόσο κουβαλούσε µαζί του, µου έµεινε η απορία –, που κάθε φορά προφανώς το µετάγγιζε στο µεταλλικό φλασκί που είχε πάντα χωµένο στην αριστερή εσωτερική τσέπη της καµπαρντίνας του. Στη δεξιά βρισκόταν πάντα ένα δερµάτινο ταξιδιωτικό σηµειωµατάριο, αρκετά διαφορετικό από αυτά που θα έβρισκε κανείς σήµερα στο Παρίσι ή στο Λονδίνο, το οποίο θύµιζε τα παλιά σηµειωµατάρια των επίδοξων εξερευνητών της Μαύρης Ηπείρου. Μετά το φαγητό του πάντα το έβγαζε και είτε σηµείωνε είτε το συµβουλευόταν. Όσο πιο εξοικειωµένος είναι κανείς µε την προφορά µιας γλώσσας, τόσο πιο έντονα ακούει τις διαφορές. Μετά τα ενδιαφέροντα γαλλικά της κοπέλας µε τη ρώσικη επαρχιώτικη προφορά, το να ακούς σχεδόν το ίδιο καλά γαλλικά µε τη βαριά γερµανική προφορά σου έσφιγγε το στοµάχι. Σαν να βάραιναν τα νοήµατα. Ο τρόπος µε τον οποίο µίλησε ο Bερολινέζος έµοιαζε στην αρχή αβέβαιος, ένδειξη πως δεν ένιωθε καλά όταν µιλούσε σε σχετικά µεγάλο ακροατήριο, ή ότι αισθανόταν άβολα όταν απευθυνόταν σε γυναίκα. Από την άλλη, η φωνή του είχε ένα χρώµα γκρινιάρικο, έναν τόνο διαρκούς ανικανοποίητου. ∆εν ήταν όµως αυτό το σηµαντικό. Μας ξάφνιασε µε την περίεργη ταξινόµηση που έκανε στους τύπους και στους χαρακτήρες των 18
γυναικών, σαν ένα είδος που, χαρακτηρίζοντάς το, πάντα θα αποτελεί κίνδυνο για τους άντρες. Kατά τη γνώµη του, καθώς οι γυναίκες ενδιαφέρονται µόνο για την απόλαυση του έρωτα, έχουν επί αιώνες καλλιεργήσει και αναπτύξει τα όπλα τους, όπλα καλά δεµένα µε το σώµα τους: «Οι γυναίκες, νεαρή µου, ασκείτε µια σεξουαλική εξουσία στους άντρες... Τοποθετείτε τους άντρες σε διαρκή αντιζηλία µεταξύ τους, ενώ ταυτόχρονα τους αψηφάτε διαρκώς. Αν οι γυναίκες έφτιαχναν µια κοινωνία, αυτή θα ήταν µόνο µια κοινωνία εναντίον των αντρών...» Έφερε ως παράδειγµα τη Σαλώµη, που οι καταστροφές τής έδιναν ζωή και η τρικυµία ήταν το µόνο πράγµα που επιθυµούσε, αφού οδήγησε ένα στέρεο βασίλειο στην καταστροφή και µετέτρεψε έναν βασιλιά σε ένα υποταγµένο ανδρείκελο. «Και η Σφίγγα;» συνέχισε. «Ξεχνάτε αυτή τη γυναίκα µε την παγωµένη καρδιά, που απολάµβανε την ήττα των αντρών, που τους αγαπούσε µόνο νεκρούς και δεν ανεχόταν σε καµία περίπτωση την άγνοιά τους;» Εκείνο το βράδυ λοιπόν στην Κορσική, µετά την πράγµατι έξυπνη δήλωση της κοπέλας και την αναπάντεχη όσο και θορυβώδη παρέµβαση, ο Ισπανός ξέσπασε σε ένα βροντερό γέλιο: «∆εν τις αγαπάτε τις γυναίκες, χερ Βέλερ. Είναι φανερό. Aν δεν αγαπάτε όµως τις γυναίκες, δεν αγαπάτε καν τους ανθρώπους... Σκέφτεστε µε γρίφους... Χαλαρώστε! Η ζωή, φίλε µου, είναι πιο απλή». Είχε εύθυµο τόνο η φωνή του· επίσης, ένα σαρκασµό· ίσως και κάποια ειρωνεία. Για λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα τα µάτια του σκυθρώπιασαν, κοίταξε προς το µέρος µου και οι λέξεις του ακούστηκαν χαµηλόφωνα, µόνο για τ’ αυτιά µου: «Αχ, ναι, καηµενούλη µου, εσύ το γνωρίζεις... Οι γυναίκες εί19
ναι οι ναυαρχίδες στα µπάρκα των αντρών, αρκεί µόνο να µην τις κάνουν να βουλιάξουν». Σοβάρεψα. Είδε τη σκιά στο πρόσωπό µου και ξέσπασε σε γέλια. «∆εν σηκώνεις πειράγµατα, µικρέ», είπε. «Ακόµα όχι», απάντησα. Παρά ταύτα ένα ελαφρό µειδίαµα είχε ήδη εγκατασταθεί στα χείλη µου. Ήξερα. Πώς να το κάνουµε, γνώριζα τόσο καλά τον φίλο µου όσο κανένας άλλος από τους παρευρισκόµενους. Έχοντας από καιρό παραιτηθεί από την εικόνα του ρωµαλέου άντρα που θα ήταν σε θέση να ικανοποιήσει µια γυναίκα µε µόνο εφόδιο τη στύση του, φιλοσοφούσε. Όσο για την ίδια τη στύση, ελάχιστα τον ενδιέφερε. Όπως κάποτε µου είχε εκµυστηρευτεί, για µια εβδοµάδα, κάθε πρωί που ξυπνούσε, έβλεπε το µόριό του, παρά την έντονη ανάγκη του για τουαλέτα, µαραµένο, σχεδόν αδιάφορο για την απαίτηση του σώµατός του. Την τελευταία µέρα εκείνης της εβδοµάδας, αφού κοίταξε για µια ακόµη φορά το ψίχαλο που χανόταν σχεδόν αόρατο στο φαρδύ του σώβρακο, µε µία και µόνο φράση αποχαιρέτησε µια ολόκληρη εποχή παθιασµένων ερώτων: «Καληνύχτα, στύση». Στα καράβια πάντως ήταν κοινό µυστικό, πηγή αστεϊσµών, θα έλεγα, το δερµάτινο βαλιτσάκι του µε τα βοηθήµατα, µια συλλογή που κάλυπτε επιλογές σχεδόν από όλα τα λιµάνια του κόσµου. Ήξερα. Και αυτό που ήξερα επαληθεύτηκε. ∆ύο µέρες αργότερα, το πρωί, καθώς περιµέναµε να ζεσταθεί το νερό για το καθηµερινό µας τελετουργικό ξύρισµα, η µύτη µου έπιασε µια ελαφριά µυρωδιά πικραµύγδαλου να βγαίνει από το δέρµα του. Το άρωµα της νεαρής Όλγας. Έκανα τάχα πως οσµιζόµουν τον αέρα σαν κυνηγόσκυλο και χαµογέλασα. 20
Πάντως εκείνο το απόγευµα, κατά τα άλλα, ήταν ήσυχο. Και αυτά που λέχθηκαν, µη φανταστείτε τίποτε άλλο, ασήµαντα ήταν. Το καπηλειό δέσποζε πάνω από τη θάλασσα και ο ήλιος είχε βουτήξει για τα καλά στον ορίζοντα έχοντας αφήσει πίσω του ένα έντονο πορτοκαλί χρώµα. Σκοτείνιαζε σιγά σιγά και το λυκόφως έφερνε µαζί του µια γλυκιά µελαγχολία. Λίγες µέρες αργότερα η παρουσία του αλλόκοτου Βερολινέζου συνδέθηκε µε ένα περίεργο και λυπηρό γεγονός. Συνέβη περίπου δέκα µέρες µετά την εµφάνιση του χερ Βέλερ στο χωριό. Στην παραλία, δύο χιλιόµετρα βόρεια του χωριού, η θάλασσα ξέβρασε ένα πτώµα. Ο νεκρός ήταν σε όλους µας γνωστός. Ένας αµπελουργός από το Πατριµόνιο. Ένας αγαπητός νέος άντρας, σχεδόν ακτήµονας· ο ίδιος είχε πολύ µικρή περιουσία, αλλά νοίκιαζε τα κτήµατα ενός ξενιτεµένου Κορσικανού που από χρόνια είχε εγκαταλείψει το νησί και ζούσε στο Βερολίνο. Όλες οι συζητήσεις και οι διακανονισµοί γίνονταν µέσω συµβολαιογράφου. Περισσότερη αναταραχή όµως κι από το θάνατο του νεαρού – αν και ένας θάνατος δεν παύει ποτέ να είναι θάνατος – προκάλεσαν οι ψίθυροι περί δολοφονίας, που έκαναν την όλη κατάσταση να σιγοβράζει. Στην αρχή τα χωράφια που νοίκιαζε ήταν χέρσα. Τα όργωσε µε κόπο, ανανέωσε τα χώµατα, έφερε τα κατάλληλα κλήµατα. Με τον καιρό τα αµπέλια του άρχισαν να παράγουν κρασί εξαιρετικής ποιότητας, σε µικρή ποσότητα, είναι αλήθεια, όπως επίσης είναι αλήθεια ότι η τιµή που έπιανε τα τελευταία χρόνια ήταν ιδιαίτερα υψηλή και το κέρδος µεγάλο. Μόνο που αυτό το κέρδος καθόρισε πια και το ύψος του ενοικίου που πλήρωνε. Και αυτό ήταν η αρχή του τέλους του. ∆ανείστηκε χρήµατα που δεν 21
µπόρεσε ποτέ να τα ξεπληρώσει. Ο ιδιοκτήτης του διαµήνυσε: «Να είσαι σίγουρος ότι σε τρία χρόνια θα έχεις ξοφλήσει». Όλοι στην περιοχή πίστευαν πως τον είχαν σκοτώσει οι λακέδες του γαιοκτήµονα. Και, φυσικά, υπονοούσαν τον χερ Βέλερ. Τη µέρα που η θάλασσα ξέβρασε το πτώµα, ένα µικρό πλήθος ανθρώπων, µαζί τους κι εγώ, στεκόταν και τον κοιτούσε από το χείλος του γκρεµού. Ένα πλήθος σιωπηλό. Μέχρι τη στιγµή που δύο βάρκες φάνηκαν από τη µύτη τού µόλου. Τέσσερις άνθρωποι όλοι κι όλοι, οπλισµένοι, κρατώντας κόκκινες σηµαίες µε το σφυροδρέπανο. Κατέβηκαν, βράχηκαν µέχρι το γόνατο και τον µάζεψαν. Προτού πιάσουν πάλι τα κουπιά, σήκωσαν τα όπλα και πυροβόλησαν. Η απάντηση ήρθε από την ακτή, σαν αντίλαλος, µε µια οµοβροντία περιστρόφων από τα υψωµένα χέρια του σιωπηλού πλήθους. Ύστερα όλοι έφυγαν. Απόµεινα µόνος να κοιτάζω το απέραντο γαλάζιο της Μεσογείου. Μόνος. Όχι για πολύ. Είδα τη φιγούρα της στην άκρη του βράχου, σαν φάντασµα που αναδύθηκε από τη θάλασσα. Είχα χρόνια να τη συναντήσω και µου κόπηκαν τα γόνατα. «Ελίζα», ψιθύρισα. Βούρκωσα, δεν το κρύβω. Bέβαια, ήξερα πως βρισκόταν εκεί. Από τον πατέρα και τον Μάικλ. ∆εν ήταν δύσκολο να µάθω πού έµενε, αλλά δεν είχα επιδιώξει ακόµα να τη συναντήσω. ∆εν µπορούσα. Οι κάτοικοι του χωριού ήξεραν γιατί είχα έρθει στην Κορσική. Όποτε µιλούσαν γι’ αυτήν, την έλεγαν αλλόκοτη. Μου είχαν πει πως µέρα παρά µέρα, ανεξάρτητα από την εποχή, σκαρφάλωνε από τη µεριά των βράχων, δεν πλησίαζε ούτε σπιθαµή στην άµµο, κι αγνάντευε τη θάλασσα. Ακίνητο θαλασσοπούλι. Ακόµη και όταν φυσούσε ο αέρας· άρχιζε αργός, τε22
λείωνε, ξανάρχιζε σε αέναη επανάληψη, και εκείνη, κολληµένη στην πέτρα της, άσαρκη σχεδόν, σαν ξωτικό, αφουγκραζόταν. Επέστρεφε στο σπίτι πριν πέσει ο ήλιος. Άλλοτε ωχρή, δακρυσµένη, βουβή, άλλοτε, πάλι, νευρική, ξαναµµένη, ατίθαση. Κλεινόταν στην κάµαρα. Είχε µια τσάντα δερµάτινη, παλιωµένη, αν και µύριζε ακόµα το δέρµα τον ιδρώτα του ζώου. Έβγαζε το βιβλίο, ένα τετράδιο, το µολύβι και ένα σουγιά για να ξύνει τη µύτη. Άναβε τη λάµπα για να θρυµµατίσει το σκοτάδι που έπεφτε αργά αργά και βυθιζόταν ολάκερη, εκστατική σχεδόν, στη δουλειά της. Ήταν η ώρα που µετέφραζε. Αυτά τα τελευταία τα ισχυριζόταν η νεαρή Όλγα του ταβερνιάρη. Ήξερε αυτή. Μια φορά µου εκµυστηρεύτηκε πως ένα απόγευµα την ακολούθησε στα βράχια. Την πήρε από πίσω µε αθόρυβα βήµατα σαν της γάτας. ∆εν την κατάλαβε. «Και πιστέψτε µε, κύριε, όταν για µια στιγµή κόπασε ο αέρας, νοµίζω πως άκουσα τους χτύπους που κατοικούσαν µέσα της· χτύποι καρδιάς, σφυγµοί, µηνίγγια, φλέβες». Χαµογέλασα. Ίσως. Εγώ, πάλι, σκέφτοµαι πως ξυπνούσε στο σώµα της η λαχτάρα. Έτσι θέλω, έτσι λέω. ∆εν ξέρω αν µε είδε. ∆εν το πιστεύω, γιατί πρόλαβα να κρυφτώ πίσω από το βράχο. Στάθηκα ακίνητος· µια ώρα, δυο ώρες, ποιος ξέρει. Χωρίς να ανασαίνω, χωρίς να µε ενδιαφέρει η βροχή που µε µούλιαζε και ο αέρας που µου πάγωνε την πλάτη. Σηκώθηκε να φύγει και την ακολούθησα. Έψαχνα στο µυαλό µου να βρω τον τρόπο και τα λόγια να της µιλήσω, να µην την προσβάλω και µε διώξει. Τίποτα· κενό. Άφησα τα πράγµατα να κυλήσουν χωρίς σχέδιο, όπως τα έφερνε ο Θεός. Βρήκα την πόρτα του σπιτιού της µισάνοιχτη. Είδα το χλοµό φως της λάµπας στη χαραµάδα, έσπρωξα. ∆εν µε κατάλαβε, δεν της µίλησα κιόλας. Πλησίασα και στάθηκα ακίνητος πίσω της. 23
∆
εν της είχα µιλήσει ποτέ. Φυσικά και την είχα προσέξει. Την έβλεπα συχνά στο Café du Dôme* τις βραδινές ώρες. Ήταν χειµώνας του ’25. Ποτέ µόνη. Άλλοτε συνοδευόταν από µια παρέα φλύαρων δηµοσιογράφων και άλλοτε από έναν νεαρό Γερµανό, ιδιαίτερα κοµψό, µε τον οποίο φλέρταραν ανοιχτά, σχεδόν στα όρια του απαγορευµένου. Όπως έµαθα, ο νεαρός Γερµανός ήταν ο Πετί,* πετυχηµένος υπάλληλος µιας γερµανικής τράπεζας µε υποκαταστήµατα στη Βιέννη και στο Παρίσι. ∆εν ήξερα τίποτα γι’ αυτόν, κάθε κρίση θα ήταν άδικη. Φυσιογνωµικά πάντως µου ήταν αδιάφορος, αν και δεν θα παρέλειπα να πω πως υπήρχε κάτι επάνω του που γενικά µε απωθούσε – και δεν αφορούσε αποκλειστικά τον ίδιο. Ήταν ο αέρας µιας καινούργιας γενιάς νεαρών Γερµανών, που είχε αρχίσει να δηµιουργείται σιγά σιγά εδώ και δύο χρόνια· µια αλαζονική τρέλα που ισχυριζόταν µε ωµότητα πως «δίκαιο
* Γνωστό καφέ στο Μονπαρνάς, στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα. Σηµαντικό σηµείο συνάντησης των διανοούµενων από τις αρχές του 1900. ** Ο µικρός.
181
αποτελεί ό,τι είναι ωφέλιµο για εµάς». Τους είχα ζήσει από κοντά, τους ήξερα. Για ένα διάστηµα είχα σαγηνευτεί από την τρέλα τους. Τίποτα πρωτότυπο. Μόνο το εύκολο κυνήγι του χρήµατος. Μετοχές. Ήταν αρκετά διαφορετικοί από τον δηµόσιο υπάλληλο, τον µισθωτό ή τον εργάτη της βιοµηχανίας που µε την ίδια λαγνεία αποστήθιζε τις εκθέσεις του χρηµατιστηρίου. Η ηλικία τους κυµαινόταν από τα είκοσι ως τα είκοσι πέντε, φορούσαν γραβάτες τύπου Όσκαρ Ουάιλντ και ισχυρίζονταν πως ήταν ξύπνιοι και περνούσαν καλά. Γλεντούσαν µε σαµπάνιες, χαρτζιλίκωναν τους γονείς τους και τους γελούσαν κατάµουτρα ενόσω εκείνοι επέµεναν σε φράσεις του τύπου «ο Πρώσος κρατικός υπάλληλος δεν κερδοσκοπεί ποτέ». Ας είναι, προς το παρόν. Η Ελίζα πάντως και ο Πετί, είτε βρίσκονταν στη Βιέννη, είτε στο Βερολίνο, είτε στο Παρίσι, έµεναν πάντα µαζί. Είχαν βρει έναν ιδιότυπο και συνάµα τρυφερό τρόπο να γνωρίζουν πού βρίσκεται πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Άφηναν ο ένας στον άλλο σηµειώµατα στα καφέ για το πού θα βρίσκονταν τις επόµενες ώρες τους. Ήταν ένας ιδιαίτερος χάρτης της πόλης, µε µπαρ, καφέ και ξενοδοχεία. Maison Rouge, Dôme, Falstaff. Εκείνο τον καιρό έµεναν στο Hôtel du Rhin της Βαντόµ. Παρένθεση για κάτι που αφορούσε εµένα. Σχεδόν ολόκληρη εκείνη τη δεκαετία µου είχαν γίνει έµµονη συνήθεια τρεις πόλεις: Βιέννη, Βερολίνο, Παρίσι. Λάθος, όχι συνήθεια, σχεδόν µια καταστροφική απόλαυση. ∆ιέµενα µονίµως στη Βιέννη, ως γενέθλια πόλη· πηγαινοερχόµουν στο Βερολίνο για τις σπουδές, αλλά εκεί ήταν και η δουλειά του πατέρα· στο Παρίσι ζούσα παρέα µε την τρέλα µου. Είχα πάντα τον δερµάτινο σάκο σε ετοιµότητα για όποιο τα182
ξίδι προέκυπτε. Με χαρακτήριζε ένα αβόλευτο, ανήσυχο πνεύµα, που µε οδηγούσε από την αδράνεια στην τεµπελιά και από εκεί κατευθείαν στην αναβλητικότητα. Άλλωστε, τι θα ήταν εκείνο που θα άξιζε να το κυνηγήσω; Οι καιροί ζητούσαν τόσο πολλά για τόσο λίγο χρόνο. ∆εν µε γοήτευε τίποτα. Μελαγχολία. Είχα τελειώσει τη Νοµική. Μέτριες επιδόσεις, είναι αλήθεια. Κοινωνικός και οικογενειακός συµβιβασµός, αναµφίβολα. Μια αδιόρατη, φαντάζοµαι, πατρική επιθυµία, που δεν κοινοποιήθηκε ποτέ από κανέναν, τουλάχιστον όχι φανερά. Από την άλλη, έγραφα καλά. Το ήξερα. Kατά τη γνώµη µου καλά. Οι εργασίες µου στο πανεπιστήµιο ίσα που µου έδιναν τη βάση. Ήταν πάντα στο πνεύµα, αλλά τους έλειπε η ακαδηµαϊκή ακρίβεια. Κάποτε, θυµάµαι, ένας καθηγητής µου το είχε πει ξεκάθαρα: «Αγαπητέ µου, καλές οι προσπάθειές σας, αλλά µάλλον πρέπει να κατευθυνθείτε προς τη δηµοσιογραφία». Το είχε πει ειρωνικά και µε πείσµωσε. Οι λίγες επόµενες προσπάθειές µου να συµµορφώσω την πένα µου µε την ακριβή νοµική τυπολογία δεν ξεπέρασαν το µέτριο. Mάταιος κόπος. Παρά ταύτα, όταν ηρέµησα, εκείνη η ειρωνική φράση αποτέλεσε µια διέξοδο. Έτσι, η αγάπη µου για τα ταξίδια και το καλό µου γράψιµο µε οδήγησαν σε έναν άλλο συµβιβασµό. ∆ηµοσιογραφία. Οι συγκρούσεις µε τον πατέρα υπήρξαν βίαιες. Η φαντασία του µε είχε τοποθετήσει ήδη πίσω από κάποιο πανεπιστηµιακό έδρανο, µε λαµπρό ακαδηµαϊκό µέλλον. Στις πρώτες δειλές µου απόπειρες να δηµιουργήσω το δικό µου ύφος, να βρω το δικό µου στίγµα σε έναν τοµέα που τον ανακάλυπτα σιγά σιγά και που άλλοτε µε απογοήτευε και άλλοτε µου έδινε µια ιδιαίτερη απόλαυση, εκείνος στεκόταν απόµακρος, εκνευρισµένος. Ακόµα έχω στ’ αυτιά µου τη µόνιµη επωδό: «Με απογοήτευσες». Ακόµη και τώρα, αν και πιστεύω πως έχει κά183
ποιο σεβασµό για τη δουλειά µου, υπάρχουν στιγµές που επαναλαµβάνει: «Θα έπρεπε να διδάσκεις είτε στο Βερολίνο είτε στη Βιέννη». Με εκνευρίζει. Πέρα από τις αστικές φιλοδοξίες, την ιεράρχηση των αξιών και ό,τι άλλο θέλει να φαντάζεται, υπάρχει, διάβολε, µια διαφορά φιλοσοφίας. Αυτό δεν µπορεί να καταλάβει. Ενώ εγώ δεν θα κατανοήσω ποτέ και για κανένα λόγο τον άνθρωπο που τελειώνοντας ένα πανεπιστήµιο θα πει: «Σε πέντε χρόνια, σε δέκα το πολύ, θα γίνω ακαδηµαϊκός, θα διδάξω». Η διδασκαλία θέλει άλλη σχέση µε τη γνώση και τη ζωή. Βάζω στοίχηµα γι’ αυτό, καθώς επίσης µια τελεία και επανέρχοµαι. Γνωριστήκαµε ένα Σάββατο βράδυ στο Dôme. Ήταν µια από τις ελάχιστες φορές, ίσως η µοναδική, που ο Φρανσουά Ζοζέφ Μαρί Κοτί εµφανιζόταν εκεί έχοντας δίπλα του την Ελίζα και πίσω του, σε κάποια απόσταση, τη διακριτική µεν αλλά στιβαρή παρουσία του Λακρουά Ντιµόν. Πλησίασε στο τραπέζι µου και µε έναν κάπως ουδέτερο τόνο µε ρώτησε αν θα µπορούσα να του παραχωρήσω λίγο από τον πολύτιµο χρόνο µου. Αν και µε παραξένεψε που ο γνωστός αρωµατοποιός και ήδη ιδιοκτήτης της Figaro έπαιρνε µια τέτοια πρωτοβουλία, γνώριζα καλά ότι δεν γινόταν να του αρνηθώ. Tους προσκάλεσα να καθίσουν. Την αρχική αµηχανία έσπασε ο ίδιος ο Κοτί, ο οποίος, παρατηρώντας τις εύχαρεις δεσποινίδες του καφέ µε τα προσεγµένα chapeau-melon στο κεφάλι τους και ύστερα από µια ελαφριά σύσπαση των ρουθουνιών, στράφηκε στην Ελίζα και είπε: «Το άρωµα, αγαπητή µου, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ερωτική σχέση της γυναίκας µε τον εαυτό της». Κατόπιν, χωρίς περιστροφές, µε τον πιο άµεσο τρόπο, µου 184
είπε ότι µε χρειαζόταν για τη µικρότερη εφηµερίδα του, τη L’Ami du Peuple.* «Σας χρειάζοµαι ως δάσκαλο για τη µικρή µου κόρη», όπως αποκαλούσε τη νεότερη εφηµερίδα του. «Να της δώσετε λίγο από τον έξυπνο αέρα σας. Αν είναι βαρετή και µονότονη, όπως λένε, δώστε της αυτό που της λείπει, την πυγµή της ναπολεόντειας δηµοκρατίας». Ήταν σε όλους γνωστό ότι η L’Ami du Peuple ήταν εθνικιστική, το προπαγανδιστικό όργανο της Solidarité Française.** Πουλιόταν στην εξευτελιστική τιµή των πέντε λεπτών και είχε καταφέρει να έχει ένα εκατοµµύριο συνδροµητές και περισσότερους από τρία εκατοµµύρια αναγνώστες σε ολόκληρη τη Γαλλία. Όταν το πρακτορείο Hachette αρνήθηκε τη διακίνηση µιας εφηµερίδας που κόστιζε µόλις πέντε λεπτά, ο Κοτί δήλωσε απλά: «Είµαι αρκετά πλούσιος ώστε να φροντίσω για τη διανοµή µόνος µου». Με την άκρη του µατιού µου είδα την Ελίζα να µε κοιτάζει επίµονα και να κάνει µια ελαφριά κίνηση µε το κεφάλι, σαν να µε προέτρεπε να µην αποδεχτώ την προσφορά του. Παραξενεύτηκα. Η προτροπή της ωστόσο ήταν περιττή. Αρνήθηκα ευγενικά την πρόταση. Υπήρχαν άρθρα στη L’Ami du Peuple που είχαν την υπογραφή του Κοτί. ∆εν ήταν όµως δικά του. Τα έγραφε ο Ιρµπέν Γκογιέ, που εύκολα θα µπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει ως επαγγελµατία αντισηµίτη. Πρόσφατα επίσης είχε προσληφθεί στην εφηµερίδα ο Καµίγ Μικλέρ, ως βασικός κριτικός τέχνης. Τα άρθρα του για τους εισβολείς που είχαν έρθει στη Γαλλία και * L’Ami du Peuple: Ο φίλος του λαού. ** Γαλλική Αλληλεγγύη.
185
είχαν επιβληθεί στις γκαλερί του Παρισιού θα µπορούσαν επιεικώς να χαρακτηριστούν εµετικά. Στρεφόταν εναντίον όλων των Ανατολικοευρωπαίων, των Ρώσων εκπατρισµένων, του Σαγκάλ, του Πασκέν, ακόµη και όλων των κατά το ήµισυ Εβραίων, όπως ο Πικάσο, όπως έλεγε µέσα στην παραφορά του. «Ελάτε, φίλε µου, µην αρνείστε χωρίς να το σκεφτείτε. Ένα δυο άρθρα, όποτε µπορείτε. Τα χρήµατά µου θα κάνουν πιο άνετη τη ζωή σας στο Παρίσι», µου είπε ο Κοτί. Έτσι ήταν αυτός ο άνθρωπος. Αγόραζε εφηµερίδες, ίδρυε δικές του τράπεζες για να χρηµατοδοτήσει τις επιχειρήσεις του και κολάκευε τους ανθρώπους που χρειαζόταν µε το χρήµα του. Είχα ανάγκη από χρήµατα, αλλά όχι µε αυτό τον τρόπο, όχι από τον Κοτί. Επίσης, σιχαινόµουν τον Λακρουά Ντιµόν, εκείνο το κορσικάνικο σκυλί που κουβαλούσε πάντα µαζί του. Οι φήµες που αφορούσαν την προσωπική του ζωή άγγιζαν το όριο του µύθου, αφού δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που να επιβεβαιώνει όλα όσα κατά καιρούς κατήγγελλαν και του καταµαρτυρούσαν τα µικρά, αριστερά κυρίως, δελτάρια σε µονόστηλα και µε συνήθως σταθερό τίτλο: «Καταζητείται – Προφυλαχτείτε από τον τρελό δολοφόνο». Η σχέση του µε τον Κοτί έµοιαζε παράδοξη, καθώς τύποι όπως ο Ντιµόν δεν είχαν θέση στο Café du Dôme, αλλά τελικά δεν ήταν καθόλου έτσι. Στην καρδιά του Κοτί υπήρχε µια περίεργη ευγνωµοσύνη για όλους τους παρακατιανούς που µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο του είχαν προσφέρει την οποιαδήποτε εκδούλευση. Γι’ αυτόν δεν είχε σηµασία ότι ο Ντιµόν είχε αποµακρυνθεί από το αξίωµά του ως γερουσιαστή της Κορσικής µετά την αποκάλυψη περί χάλκευσης του εκλογικού αποτελέσµατος. Η ιστορία είχε ως εξής. Ο Ντιµόν είχε εξασφαλίσει οπωσδή186
ποτε την εκλογή του, αφού µεταξύ των ψηφοφόρων του συγκαταλέχθηκαν ακόµη και πεθαµένοι, κάτι βέβαια που δεν ήταν και τόσο ασυνήθιστο στις µακρόχρονες συνήθειες των Κορσικανών. Το ζήτηµα ωστόσο για τον Κοτί ήταν πως ο Ντιµόν ήταν αποτελεσµατικός στα καθήκοντά του. Κατόπιν αυτού, του είχε αναθέσει να οργανώσει τον ιδιωτικό του στρατό, τη Solidarité Française, ένα τάγµα εφόδου κατά της εξέγερσης της κοµµουνιστικής Αριστεράς. Ο Ντιµόν ζούσε εκείνη την περίοδο αποκλειστικά στον πύργο του Κοτί στη Λουβσιέν – µε τα πυροβόλα όπλα πάντα σε ετοιµότητα – και τις σπάνιες φορές που το αφεντικό του µετακινούνταν προς το εργαστήριό του στην αποβάθρα Ζαβέλ στο Παρίσι, ο Ντιµόν τον ακολουθούσε δύο βήµατα πιο πίσω και πάντα σε εγρήγορση. Ο Κοτί, εµφανέστατα δυσαρεστηµένος από την άρνησή µου, µε ένα νευρικό νεύµα στον Ντιµόν αποχώρησε από το Dôme. Απόµεινα να κοιτάζω µε απορία µια την έξοδο και µια την Ελίζα. Χαµογέλασε. Mέχρι εκείνη τη στιγµή κανείς από τη συνήθη παρέα της δεν είχε πλησιάσει στο τραπέζι µας. Τους είδα να έρχονται. Με ακούµπησε απαλά στο χέρι: «Αν θέλετε, θα µπορούσαµε να πιούµε κάτι µαζί τους και κατόπιν φεύγουµε», είπε ψιθυριστά. ∆εν είχα πολλά περιθώρια να το σκεφτώ. Ήδη στέκονταν πίσω από την πλάτη µας. Συγκατένευσα µε µια κίνηση του κεφαλιού. ∆εν ήπιαµε απλά κάτι, ήπιαµε πολύ. Εκείνη ξεκίνησε µε µπίρα, µετά τζιν, εγώ µόνο λευκό κρασί. Η παρέα άλλοτε µεγάλωνε και άλλοτε µίκραινε. Υπήρχε µια σειρά χαρούµενων αντεγκλήσεων και συµφωνιών για το τι είναι είδηση και τι όχι· αν άξιζαν οι µορφωµένοι γραφιάδες που κεντούσαν περίτεχνα άρθρα στις καρέκλες των γραφείων τους ή αν, αντίθετα, έπρεπε να αποδοθεί η ανάλογη τιµή σε όσους έκαναν αυθεντικό ρεπορτάζ 187
και έφερναν στο φως εκείνο που µε κάθε τρόπο προσπαθούσε να παραµείνει κρυφό. Αυτή η δεύτερη περίπτωση ήταν που την ενδιέφερε. «Να, όπως εσείς», είπε. «Μπορεί να µην έχουν δηµοσιευθεί πολλά άρθρα σας, αλλά η ζωή πάλλεται ανάµεσα στις λέξεις σας». «Είναι που µου αρέσουν οι δρόµοι», απάντησα. «Αλήθεια; Τι µου λέτε; Ζείτε στους δρόµους ή µήπως απολαµβάνετε την ανέµελη αλητεία των καλοζωισµένων;» Το είπε προκλητικά, σαν να µε µετρούσε. Τότε µόνο πρόσεξα πως είχαµε µείνει µόνοι, πως στεκόµαστε όρθιοι, αντικριστά. Μια φράντζα µαύρα µαλλιά κάλυπταν ένα µικρό µέρος από το πρόσωπό της. Ειλικρινά, πανέµορφη. Με κοιτούσε και περίµενε. Πήγα κάτι να πω, µα µε µια χαριτωµένη κίνηση µε διέκοψε: «∆ώστε µου λίγο χρόνο». Την παρατηρούσα καθώς προχωρούσε προς την τουαλέτα των κυριών µε ένα ελαφρύ τρέκλισµα. Σκέφτηκα πως ήταν καιρός να αφήσουµε το αλκοόλ πίσω µας· µε ενοχλούσαν οι µεθυσµένες γυναίκες. Επέστρεψε ύστερα από δέκα λεπτά περίπου µε πιο σταθερό βάδισµα. Της πρότεινα να φύγουµε. «Ω, µα γιατί βιάζεστε; Σας παρακαλώ, ένα ποτό ακόµη, µόνο ένα ποτό». Το ζήτησε µε έναν εντελώς αφελή, σχεδόν παιδιάστικο τρόπο, αλλά συνάµα τόσο γοητευτικό. ∆εν µπόρεσα να της αρνηθώ. Έπινε γρήγορα. Υπήρχαν στιγµές που το βλέµµα της χανόταν. Έµενε κάπου ξεχασµένη και, όταν κάτι την επανέφερε στον παρόντα χρόνο µας, χαµογελούσε άλλοτε αµήχανα και άλλοτε ένοχα. Μου µιλούσε για ανθρώπους που δεν τους ήξερα, και σίγουρα δεν µε ενδιέφεραν. ∆εν είχε σηµασία. Σηµασία είχε η ωµότητα των λόγων της ή, καλύτερα, ένα µίγµα ευγένειας και αθυροστο188
µίας. Κάποια στιγµή τινάχτηκε απότοµα. Κοίταξε το ρολόι της: «Με συγχωρείτε, ξεχαστήκαµε. Με περιµένει ο καλός µου στο ξενοδοχείο. Μπορείτε να µε συνοδεύσετε;» Είχαµε περπατήσει εκατό βήµατα. Σταθήκαµε λίγο στη µικρή αλέα πριν µπούµε στη λεωφόρο. Κάποιοι άστεγοι ήδη κοιµούνταν στα παγκάκια. Με άγγιξε απαλά στον αγκώνα: «Να σας ζητήσω ακόµη µια χάρη;» «Φυσικά». «Ένα φιλί... Μονάχα ένα φιλί». Το σώµα µου σφίχτηκε. Μα τον Θεό, είχε φτάσει η στιγµή που εδώ και δύο ώρες τουλάχιστον περίµενα. Θα µπορούσε και να είχα τροµάξει. ∆εν ήµουν συνηθισµένος σε αυτή τη γυναικεία πρωτοβουλία. Από την άλλη, δεν υπήρχε λόγος να το συζητάµε. Ήταν ένα παρατεταµένο, υγρό φιλί. Την ένιωθα να τρέµει στην αγκαλιά µου. Αποµακρύνθηκε, µε έπιασε από το χέρι, κοίταξε τριγύρω ψάχνοντας για κάτι και µε οδήγησε τρέχοντας σχεδόν στην πίσω πλευρά ενός αγάλµατος, ενός στρατιωτικού που, ως άγαλµα πλέον, ατένιζε µε βεβαιότητα τον αιώνιο χρόνο. ∆εν την ένοιαζε τίποτα. Ούτε οι δυο τρεις άστεγοι που κοιµούνταν στο παγκάκι, ούτε οι περαστικοί, ούτε τα λίγα αυτοκίνητα που εκείνη την ώρα περνούσαν στη λεωφόρο. Ξεκούµπωσε το πουκάµισό µου και άρχισε να µου δαγκώνει το στήθος µε µικρές, δυνατές δαγκωµατιές. Ο δηµόσιος έρωτάς µας ήταν πλήρης, έντονος, γεµάτος εκπλήξεις µε λόγια και πράξεις. Μιλούσε συνέχεια: «Σε περίµενα... Σε ήθελα από την πρώτη µέρα που σε είδα... ∆εν άντεχα άλλο... Ξέρω για σένα... Έµαθα... Ό,τι θέλεις... Θα κάνω ό,τι µου ζητάς... Ό,τι θέλεις... ό,τι θέλεις...» Η µυρωδιά του κορµιού της ήταν ουδέτερη. Υπήρχαν στιγµές που η ερωτική της ένταση την έφερνε σχεδόν στα όρια της λι189
ποθυµίας· οι γρήγορες ανάσες της γίνονταν ξαφνικά αργές, ασθενικές, η φωνή της ίσα που ακουγόταν. Η στιγµή της κορύφωσής της ήταν ένα βίαιο ξέσπασµα και τα νύχια της χώθηκαν στο µπράτσο µου. Παρέµεινε ηµίγυµνη, ακίνητη, χωµένη µέσα στην αγκαλιά µου, σε µια άβολη στάση, για αρκετά λεπτά. Η ανάσα της ίσα που ακουγόταν. Για µια στιγµή φοβήθηκα. Έφερα το πρόσωπό της µπροστά στο δικό µου. Φαινόταν γαλήνια, είχε τα µάτια κλειστά, σχεδόν σαν να κοιµόταν. Τη φίλησα απαλά στα χείλη. Άνοιξε τα µάτια και πήρε το ύφος ντροπαλού παιδιού που µόλις το είχαν ανακαλύψει να κάνει σκανδαλιά. Γέλασε. «Το ξέρεις ότι κάναµε έρωτα πάνω σε ξεθυµασµένα κάτουρα;» είπε. Είχε δίκιο. Το µέρος βρωµούσε. ∆εν είχα καταλάβει τίποτα. Με φίλησε και άρχισε να ντύνεται γρήγορα. «Με περιµένει ο µικρός», είπε. Τη συνόδευσα για δυο τρία τετράγωνα µέχρι το ξενοδοχείο. Η διαδροµή µας ήταν στο ηµίφως, µέσα από στοές, µακριά από το συνωστισµό. Κρυβόταν. Το τελευταίο φιλί µου το έδωσε στα κλεφτά στη σκοτεινή εσοχή ενός κτιρίου. «Θα σου αφήσω µήνυµα για την επόµενη συνάντηση», µου ψιθύρισε φεύγοντας. «Πού;» «Μη σε απασχολεί... Θα βρεθούµε ξανά, αλλά όχι δεσµεύσεις, εντάξει;» «...» Μου πήρε ώρα να συνέλθω. Περπάτησα αργά µέχρι τη Βαντόµ, κάπνισα σχεδόν µισό πακέτο µέχρι να επιστρέψω στο σπίτι. Τι ήταν αυτό; Τι είχε συµβεί; Αναµφίβολα το απόλαυσα· αναµφίβολα δεν το επιδίωξα· αναµφίβολα δεν το κυνήγησα. 190
Ήθελα τον έλεγχο του παιχνιδιού – σχεδόν πάντα θέλω να έχω τον έλεγχο του παιχνιδιού –, µα να που έπρεπε να παραδεχτώ ότι εκείνη έκανε παιχνίδι. Το ήθελε, το έκανε. ∆εν ήµουν ακόµα σε θέση να αξιολογήσω αν τα κατάφερε καλά, µε τέχνη, εµπειρία, ή ό,τι άλλο θέλετε, αυτό δεν είχε σηµασία, αλλά το πάθος της ήταν τόσο έντονο, όπως το σίδερο που λιώνει στο καµίνι. Υπήρχε όµως κάτι σε αυτό που µε ενοχλούσε, µε τον ίδιο τρόπο µε τον οποίο γινόταν ερεθιστικό. Καθώς το σκεφτόµουν, θυµήθηκα πως υπήρξαν στιγµές που αισθανόµουν σχεδόν παρείσακτος σε ένα µοναχικό πάθος που απολάµβανε κάτι άλλο πέρα από µένα, και σίγουρα όχι εµένα. Ωσεί απών, έτσι αισθάνθηκα. Ένιωθα αµήχανος. «Το αλκοόλ», σκέφτηκα. Βολική σκέψη, µε διευκόλυνε. Εκείνη την περίοδο άλλωστε πίστευα ακόµα πως το οινόπνευµα µεθάει τους ανθρώπους και όχι ο εαυτός τους. Θα περίµενα µέχρι την επόµενη φορά για να αξιολογήσω την ισχύ της σκέψης µου. Θα υπήρχε άλλη φορά; Μικρή αγωνία. Μύρισα τα χέρια µου· είπαµε, ουδέτερη µυρωδιά. Εξέτασα τα ρούχα µου, προσπάθησα να ανιχνεύσω τα σηµάδια της επάνω µου. Ήθελα να υπάρχουν. Είχε φτάσει η ώρα να επιστρέψω στο σπίτι.
191
ÂÚÔÏ›ÓÔ, ¶·Ú›ÛÈ, μȤÓÓË, ª·‰Ú›ÙË, ∫ˆÓÛÙ·ÓÙÈÓÔ‡ÔÏË, ∫ÔÚÛÈ΋. ¶ÂÚ›Ô‰Ô˜ Ù˘ ·Ó·Û˘ÁÎÚfiÙËÛ˘ ÌÂÙ¿ ÙÔÓ ªÂÁ¿ÏÔ fiÏÂÌÔ. ∞ÊÚÈ΋ ÙËÓ ÂÚ›Ô‰Ô Ù˘ ∂˘Úˆ·˚΋˜ ∞ÔÈÎÈÔÎÚ·Ù›·˜. ŒÓ·˜ ‰ËÌÔÛÈÔÁÚ¿ÊÔ˜ ÙÔ˘ Associated Press ‚Ú›ÛÎÂÙ·È ·ÓÙÈ̤وԘ Ì ٷ ‰ÈÏ‹ÌÌ·Ù· Ô˘ ÁÂÓÓ¿ ¤Ó·˜ ÎfiÛÌÔ˜ Ô ÔÔ›Ô˜ ÂÌÊ·Ó›˙ÂÈ Î·È ¿ÏÈ ÙȘ ‰˘ÛÔ›ˆÓ˜ ÚÔÔÙÈΤ˜ ÙÔ˘. ™ÙÔ ¶·Ú›ÛÈ ÂÚˆÙ‡ÂÙ·È ÌÈ· ȉȷ›ÙÂÚË Á˘Ó·›Î·, ÙËÓ ∂Ï›˙·, Ô˘ ÔÓÂÈÚ‡ÂÙ·È ¤Ó·Ó ¿ÏÏÔ ÔÏÈÙÈÛÌfi: ÛÙÔÓ ¤ÚˆÙ·, ÛÙËÓ ÔÏÈÙÈ΋, ÛÙÔÓ fiÏÂÌÔ, ÛÙËÓ ·Á¿Ë. ∂ΛÓÔ˜ ı· ÙËÓ Î·ÙËÁÔÚ‹ÛÂÈ fiÙÈ Ù¤ÙÔȘ ÛΤ„ÂȘ ·ÔÙÂÏÔ‡Ó ÚÔÓfiÌÈÔ ÙˆÓ ÚÔÌ·ÓÙÈÎÒÓ. ∂ΛÓË, ·fi ÙËÓ ÏÂ˘Ú¿ Ù˘, ı· ÙÔ˘ ÚÔÛ¿„ÂÈ fiÙÈ ÛΤÊÙÂÙ·È Ôχ. ∞ÎfiÌË Î·È ÙÔÓ ÙÚfiÔ Ì ÙÔÓ ÔÔ›Ô ÂȯÂÈÚÔ‡Ó Ó· ˙‹ÛÔ˘Ó ÙÔÓ ¤ÚˆÙ¿ ÙÔ˘˜ ÙÔÓ Î·ıÔÚ›˙ÂÈ ÙÔ Îϛ̷ Ù˘ ÂÔ¯‹˜. ∏ ‚›· ‚Ú›ÛÎÂÈ Î¿ı ÊÔÚ¿ ÙÔÓ ÙÚfiÔ Ó· ÂÈÛ‚¿ÏÏÂÈ Ì¤¯ÚÈ Î·È ÛÙȘ ÈÔ È‰ÈˆÙÈΤ˜ ÙÔ˘˜ ÛÙÈÁ̤˜.
μ
√È ·ÓfiËÙÔÈ Â›Ó·È ¤Ó· ÎÔÈÓˆÓÈÎfi Î·È ÔÏÈÙÈÎfi Ì˘ıÈÛÙfiÚËÌ· Ô˘ ‰È·ÙÚ¤¯ÂÈ ÙËÓ ∂˘ÚÒË ·fi ÙË ‰ÂηÂÙ›· ÙÔ˘ 1920 ̤¯ÚÈ ÙËÓ ¤Ó·ÚÍË ÙÔ˘ μ' ¶·ÁÎfiÛÌÈÔ˘ ÔϤÌÔ˘. ∂›Ó·È ¤Ó· ‚È‚Ï›Ô ÁÈ· Ù· ÌÂÁ¿Ï· ÔÚ¿Ì·Ù· Î·È ÙȘ ÂÛˆÙÂÚÈΤ˜ Û˘ÁÎÚÔ‡ÛÂÈ˜Ø ÁÈ· ÙËÓ ·‰ËÊ¿Á· ÎÂÚ‰ÔÛÎÔ›·Ø ÁÈ· ÙËÓ ÎÚ›ÛË ÙÔ˘ 1929, ÙËÓ Â›Ó·, ÙËÓ ·ÓÂÚÁ›·, ÙȘ ‰È·„¢Ṳ̂Ó˜ ÚÔÛ‰Ô˘. ŒÓ· ‚È‚Ï›Ô ÁÈ· ÙËÓ ·ÌÊÈÛ‚‹ÙËÛË ÚÔ˜ ÙËÓ ÔÏÈÙÈ΋, ÙËÓ ÎÔÈÓˆÓ›·, ÙËÓ Î·Ù¢ı˘ÓfiÌÂÓË ÂÓË̤ڈÛË, ÙÔÓ Û˘Ó¿ÓıÚˆÔ. ∞ÏÏ¿ Î·È ¤Ó· ‚È‚Ï›Ô ÁÈ· ÙËÓ ·ÏÏËÏÂÁÁ‡Ë, ÙË Û˘ÏÏÔÁÈÎfiÙËÙ·, ÙÔÓ ÎÔÈÓfi ÛÙfi¯Ô. ŒÓ· ÙÚ˘ÊÂÚfi ‚È‚Ï›Ô, Ô˘ fï˜ Ù·˘Ùfi¯ÚÔÓ· Ú·ÁÌ·Ù‡ÂÙ·È ÙË ÛÎÏËÚfiÙËÙ· ÙÔ˘ ¤ÚˆÙ· fiÙ·Ó ·Ô̤ÓÂÈ Á˘ÌÓfi˜ ·fi ÙÔ ¤Ó‰˘Ì· Ù˘ ·Á¿Ë˜. ŒÓ· ‚È‚Ï›Ô Ì ‹ÚˆÂ˜ ÙfiÛÔ Û˘ÓËıÈṲ̂ÓÔ˘˜, Ô˘ Ë ˙ˆ‹ ÙÔ‡˜ οÓÂÈ Í¯ˆÚÈÛÙÔ‡˜.
2 B38 5062 ISBN 978-960-04-4170-3