ΠΡΟΣΕυΧΕ - Ανθούλα Αθανασιάδου

Page 1



∆Ô Î¿ÓÈÛÌ·

Ό

που φτωχός κι η µοίρα του», θα έλεγε τώρα η για« γιά της – άσχετο βέβαια µε την περίσταση –, αλλά για κάποιο λόγο το µυαλό της Ειρήνης, εδώ και τρεις ώρες, κατέβαζε µόνο παροιµίες, µα τώρα η Ειρήνη σκεφτόταν το άλλο, πως δηλαδή καπνός χωρίς φωτιά δεν υπάρχει, κι αυτό είναι σίγουρο από όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς, διότι πώς δηλαδή να ΥΠΑΡΞΕΙ ΚΑΠΝΟΣ ΧΩΡΙΣ ΦΩΤΙΑ; Κι εκεί που κόλλησε σ’ αυτή τη σκέψη και άρχισε να σκέφτεται όλα τα πιθανά και απίθανα σηµεία και τρόπους από όπου µπορεί να βγει καπνός, και εξέταζε µε λεπτοµέρειες την πηγή τους – καπνός στο τζάκι, καπνός στο δάσος, καπνός σε διαδήλωση µε πολλά δακρυγόνα –, έφτασε αναπόφευκτα και στο πιο οικείο και καθηµερινό, καπνός στο τασάκι – από τι; Από το στραβοπατηµένο τσιγάρο του Τάσου. 9


A N £ O Y § A

A £ A N A ™ I A ¢ O Y

«Ξανθιά, σύνελθε!» πρόσταξε τον εαυτό της, προσδίδοντάς του ένα χαρακτηρισµό που δεν του άξιζε, ίσως και γι’ αυτό το µυαλό της την αγνόησε πανηγυρικά, συνεχίζοντας ακάθεκτο την αλόγιστη πορεία του, που σήµερα ειδικά έµοιαζε µε αυτοκίνητο που το οδηγεί νεκρός, νεκρός από έµφραγµα, µέχρι να καρφωθεί στην πρώτη κολόνα. «Ποτέ δεν τον έπεισες να κόψει το κάπνισµα», συνέχισε το µυαλό της, παντελώς αδιάφορο για τα συναισθήµατα που προκαλούσε, «αν το είχε έστω ελαττώσει, ίσως να σήµαινε πως ενδιαφερόταν να παλέψει παραπάνω και τη σχέση σας», δηλαδή αγώνας ο ένας, αγώνας κι ο άλλος... Τι σχέση είχε τώρα η συνήθεια του καπνίζειν του πρώην της µε το πόσο πάλευε την καθηµερινότητα µαζί της ήταν δύσκολος να λυθεί γρίφος, αλλά µυαλό είναι αυτό, όπου θέλει πάει. Η Ειρήνη παράτησε την προσπάθεια να τα βάλει µε τις ασυνάρτητες, και παρ’ όλα αυτά οδυνηρές, σκέψεις της και άναψε τσιγάρο. Τέντωσε το πόδι της µε τα φρεσκοβαµµένα σκούρο µοβ νύχια και έπαιξε µε το µπροστινό τσουλούφι, µακρύτερο από τα υπόλοιπα. Το πόδι της, µακρύ, καλλίγραµµο και εξαιρετικά περιποιηµένο, έµοιαζε εντελώς άσχετο µε την υπόθεση που την απασχολούσε, µέχρι και που τη συγκεκριµένη υπόθεση την περιγελούσε φανερά, απλώς και µόνο µε την τελειότητά του. 10


¶ P O ™ E

˘

X E

Αποφάσισε να συγκεντρωθεί στο πόδι της και να ξεχάσει όλα τα υπόλοιπα – ένας νέου τύπου διαλογισµός, αποκλειστικά δικής της εφεύρεσης. Τη διέκοψε όµως το τηλέφωνο, που το απάντησε χωρίς να τραβήξει το βλέµµα της από τα µοβ νύχια. – Τι κάνεις, Νινάκι; – ∆εν είµαι η Νίνα, απάντησε η Ειρήνη µε πολύ σκοτεινή φωνή. – Αρχίσαµε πάλι; Η φωνή της Aµαλίας ακούστηκε πολύ αυστηρή µέσα από το µαύρο ασύρµατο και άψυχο τηλέφωνο. – Από σήµερα και για πάντα είµαι η Μάχη. Και είµαι και ξανθιά. Και έχω και υπέροχα µοβ νύχια – ακονισµένα για κάθε χρήση, οκέι; – Τι έγινε, Νινάκι; Η φωνή ξαφνικά µεταµορφώθηκε σε τρυφερό χνούδι, σαν το µουσουδάκι νεογέννητου κουταβιού. – Κοίτα, δε φταίω εγώ. Ποιος τρελός θα βάφτιζε το παιδί του Ειρήνη-Ανδροµάχη; ∆ιπλή προσωπικότητα από κούνια. ∆εν το κάνεις αυτό σε έναν άνθρωπο που έχει γεννηθεί µε Αφροδίτη στους διδύµους, εκτός αν είσαι βαθιά άστοργος γονιός. – Θα σταµατήσεις λίγο; Η φωνή έγινε αυστηρή. – Πες µου τι έγινε, διέταξε. – Χωρίσαµε. 11


A N £ O Y § A

A £ A N A ™ I A ¢ O Y

– Πάλι; – Για τα καλά αυτή τη φορά. ΤΕ-ΛΕΙ-Ω-ΣΕ, πώς το λένε; Αφού σου λέω είµαι ξανθιά. Και είµαι η Μάχη. – Καπνίζεις; ρώτησε σχεδόν έντροµη η φωνή, µε µια ελπίδα στο βάθος της να έκανε λάθος. Η Ειρήνη-Ανδροµάχη ρούφηξε βαθιά τον καπνό και τον έστειλε περιπαιχτικά στο ακουστικό. – Χµµµµµ..., έκανε η Αµαλία. Έρχοµαι από κει. Η Ειρήνη-Ανδροµάχη κατέβασε το ακουστικό και έσβησε το τσιγάρο, προσέχοντας να το σβήσει απόλυτα και οριστικά, να µη συνεχίζει να αργοσβήνει στο τασάκι ξεψυχώντας, γιατί είπαµε, φωτιά χωρίς καπνό δεν υπάρχει, άσε που της έφερνε και κακές αναµνήσεις.

12


∫È ¤ÙÛÈ ¿Ú¯ÈÛ·Ó fiÏ·

Όταν το µεσηµέρι αποφάσισα να µεταµορφωθώ σε ξανθιά και να ξεγράψω για πάντα απ’ το παρελθόν και τη σκέψη µου τη γλυκανάλατη ροµαντική Νίνα, δεν υπολόγιζα την Αµαλία. Είχα αποκλειστικά και µόνο στο µυαλό µου τον Τάσο και φανταζόµουν πως διαγράφοντας εµένα θα εξαφανιζόταν µαζί κι εκείνος, χωρίς αυτό να συνεπάγεται απαραίτητα την απόλυτη απόγνωση που περνούσα κάθε φορά που χωρίζαµε. Λογικό; Μέχρι τώρα αυτή που χώριζε ήταν η Νίνα. Όχι η Ανδροµάχη! Και η Νίνα ήταν µια λεπτεπίλεπτη κοπέλα µε καστανά µαλλιά µέχρι τους ώµους, καθωσπρέπει ντύσιµο και ευγενικούς τρόπους. Μια γυναίκα χωρίς αιχµές, µαλακή σαν λούτρινο αρκουδάκι, που µπορούσες άνετα να κοιµηθείς στην αγκαλιά της νιώθοντας πως αποκλείεται να σε 13


A N £ O Y § A

A £ A N A ™ I A ¢ O Y

πειράξει κανείς. Η Νίνα δεν ήταν επικίνδυνη, ούτε ακραία, δε θα µιλούσε ποτέ χωρίς να αναλογιστεί τις συνέπειες και θα έπνιγε τον πόνο της στο µαξιλάρι της για να µη σε ενοχλήσει. ∆ε θα τα έκανε ποτέ γυαλιά καρφιά στο διαµέρισµά σου, ακόµη και αν σε έπιανε στο κρεβάτι µε ουρακοτάγκο. Η Ανδροµάχη όµως! Α, αυτήν έπρεπε να τη σκηνοθετήσω καλύτερα. Με τη Νίνα δεν τα είχα πάει καθόλου καλά µέχρι τώρα, η ζωή όµως µου έδινε κι άλλη µια ευκαιρία. Το γεγονός ότι µε φώναζαν Νινάκι από βρέφος δεν µπορούσε να αναιρέσει το γεγονός ότι είχα επισήµως δύο ονόµατα: Ειρήνη-Ανδροµάχη. Αποκλείεται να είχε συµβεί αυτό τυχαία, και τώρα, µια ανάσα από τα τριάντα µου, ήταν καιρός να το εκµεταλλευτώ επιτέλους. Η Ανδροµάχη θα είναι ξανθιά, επικίνδυνη και κοφτερή σαν µαχαίρι. Θα σκέφτεται πρώτα τον εαυτό της και µετά... τα νύχια της. Που παρεµπιπτόντως πρέπει να είναι απολύτως εντυπωσιακά. Η Ανδροµάχη-Μάχη θα είναι ο καινούργιος µου εαυτός, που θα µε βγάλει επιτέλους ασπροπρόσωπη και θα εκδικηθεί ως ορίτζιναλ ξανθιά για όλα τα δάκρυα που η Ειρήνη-Νίνα έχυσε µέχρι τώρα στη ζωή της. Και µια χαρά τα πήγαινε µέχρι τώρα, τουλάχιστον µέχρι που τηλεφώνησε η Αµαλία. Η Αµαλία καταφτάνει σε λιγότερο από τριάντα λεπτά – χρόνος ρεκόρ και για την ίδια αλλά και για την Αθήνα, 14


¶ P O ™ E

˘

X E

απόγευµα καθηµερινής, ώρα που τα µαγαζιά είναι ανοιχτά και τα τρόλεϊ απεργούν. ∆εν έχω το κουράγιο ούτε καν να το σχολιάσω. Βρίσκοµαι ακόµα στην ίδια θέση, κοιτάζοντας τα νύχια µου. Μόνο που οι γόπες στο τασάκι είναι τώρα τέσσερις. (Περιττό να σηµειώσουµε ότι η Νίνα είχε κόψει το κάπνισµα εδώ και χρόνια.) Εγώ όµως εν τω µεταξύ, καθώς απολαµβάνω τον καπνό στα πνευµόνια µου, ξαναφρεσκάρω εσωτερικά όλες τις παροιµίες που έχω ακούσει στη ζωή µου. Η Αµαλία µπαίνει φέρνοντας µια αύρα φρεσκάδας στο κλειστό σπίτι, κουβαλώντας µια τεράστια σακούλα µε φρέσκα πορτοκάλια. Μου ρίχνει µια µατιά και πιάνει αµέσως δουλειά στην κουζίνα µε το λεµονοστύφτη, χωρίς κανένα σχόλιο. Ο ήχος της σιωπής δεν ενοχλούσε καθόλου µέχρι τώρα την Ειρήνη, τώρα όµως που την έσπαγε έτσι βάρβαρα ο ήχος του λεµονοστύφτη, άρχισε να της δίνει στα νεύρα. – Πού βρήκες να παρκάρεις; ρωτάω. – Ήρθα µε το µετρό, κατέφτασε η απάντηση µαζί µε ένα υπέρδιπλο ποτήρι χυµού. Πιες! µε διατάζει. – ∆ε θέλω! – Το ξέρω, συνεχίζει απτόητη η Αµαλία. Μια όµως που αποφάσισες να το ρίξεις στο κάπνισµα, µπορείς τουλάχιστον να πάρεις καµιά βιταµίνη C... Πιάνω (η Ειρήνη πιάνει) πειθήνια το ποτήρι, το κοιτά15


A N £ O Y § A

A £ A N A ™ I A ¢ O Y

ζω σαν να περιέχει δηλητήριο, κατεβάζω το µισό µαζί µε τα κρυµµένα µου δάκρυα, και εκεί κάπου στη µέση τα δάκρυα ξεχειλίζουν. Η – µόλις σήµερα – ξανθιά Ειρήνη-Ανδροµάχη παρατάει την πορτοκαλάδα και κάθε ελπίδα να νιώσει καλά και σωριάζεται στον καναπέ, κουβαριασµένη από πόνο και κλαίγοντας σαν µικρό παιδί. – Γιατί; Γιατί; Μα γιατί, πες µου; Γιατί; Γιατί σ’ εµένα όλα; Γιατί; ΓΙΑΤΙ; Η Αµαλία φαίνεται απρόθυµη προς στιγµή να απαντήσει σε αυτό το γιγάντιο γιατί, που µοιάζει να µην είναι ένα επαναλαµβανόµενο, αλλά τουλάχιστον δέκα διαφορετικά γιατί. Αρκείται να µε πάρει αγκαλιά και να µου χαϊδεύει απαλά την πλάτη και τον αυχένα, που ταλαιπωρούνται από ασταµάτητους σπασµούς. – Να σου κάνω ένα τσάι; ψιθυρίζει µόνο, αλλά αυτό είναι αρκετό για να προκαλέσει ξαφνική έκρηξη. – ∆Ε ΘΕΛΩ ΤΣΑΪ! ∆Ε ΘΕΛΩ ΠΟΡΤΟΚΑΛΑ∆Α! ΚΑΙ ∆ΕΝ ΕΙΣΑΙ Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ!

Σηκώνοµαι απότοµα, σκουπίζω τα µάτια µου και ψάχνω για χαρτοµάντιλο. Η Αµαλία χαµογελάει, πρώτη φορά από τη στιγµή που µπήκε στο σπίτι. – Επιτέλους! Φώναξε, παιδί µου, βρίσε µε, αν σε κάνει να νιώθεις καλύτερα, λέει. Και... φυσικά δεν είµαι η µάνα σου, προσθέτει. 16


¶ P O ™ E

˘

X E

– Ούτε ο ψυχοθεραπευτής µου είσαι! φωνάζω. Και σταµάτα να έχεις αυτό το γελοίο συµπονετικό ύφος, «φώναξε, βρίσε µε... εγώ είµαι εδώ και σε καταλαβαίνω... βγάλε τα απωθηµένα σου πάνω µου». ΜΟΥ ΤΗ ΣΠΑΣ!!!!! – Γιατί; ρωτάει ψύχραιµη ακόµα η Αµαλία. – Γιατί; Για πες µου εσύ, γιατί είσαι πάντα τόσο υπεράνω; Γιατί εσένα δε σε παρατάνε οι γκόµενοι; Γιατί δε θέλεις ποτέ να θαφτείς κάτω απ’ τη γη; Ποια νοµίζεις πως είσαι τέλος πάντων, ε; – Η φίλη σου; Από το δηµοτικό; Η φωνή της Αµαλίας ακούγεται λίγο πιο τρεµάµενη από πριν, λιγότερο σίγουρη και καθησυχαστική. Αυτός ο τρεµάµενος τόνος µε συνεφέρνει. Την πλήγωσα δηλαδή; Όσο αιχµηρή και αν προσπαθεί να γίνει η ξανθιά Ανδροµάχη, η γλυκερή Ειρήνη δεν αντέχει να βλέπει κανέναν πληγωµένο, πόσο µάλλον την καλύτερή της φίλη. – Οκέι, σόρι. Το παρατράβηξα, σόρι, εντάξει; – Αν έλεγες και µια συγγνώµη, θα ήταν καλύτερα, σηκώνει τα µάτια της η Αµαλία. – Είπα σόρι! – Άλλο σόρι, άλλο συγγνώµη. Το σόρι το λέµε έτσι, η συγγνώµη βγαίνει πιο δύσκολα. – Χµ. Ναι. Οκέι, συγ-γνώ-µη, εντάξει; Είµαι χάλια, εντάξει; Με ξέρεις όταν είµαι χάλια. Η Αµαλία κάθεται δίπλα µου και παίρνει τα παγωµένα χέρια µου στα ζεστά δικά της. 17


A N £ O Y § A

A £ A N A ™ I A ¢ O Y

– Για πες τώρα, τι έγινε; – Τι να γίνει; Έγινε ότι η ζωή είναι γεµάτη πόνους και απογοητεύσεις. Και όσο µεγαλώνεις, τόσο περισσότερο το αντιλαµβάνεσαι και τόσο πιο συχνά σου συµβαίνει. Κι εγώ... δε θέλω άλλο! – Αυτό έγινε, Νίνα; – Μπορείς να µη µε ξαναπείς Νίνα; Σε θερµοπαρακαλώ. Θα βοηθήσει την κατάστασή µου, αν ήρθες για να µε βοηθήσεις. – Μπορώ να σε φωνάζω και Αλή Μπαµπά, αν σε βοηθάει αυτό, αλλά θα µου πεις; – Αµαλία, θέλεις να τα φτιάξουµε; Η Αµαλία έσκασε για πρώτη φορά ένα χαµόγελο. – ∆εν µπορώ, έχω φίλο. Εξάλλου, πόσο ακόµη να τα «φτιάξουµε» εµείς οι δυο; – Κανονικά. Να παρατήσεις τον ∆ηµήτρη – πριν σε παρατήσει αυτός – και να έρθεις να συζήσουµε. Να υιοθετήσουµε και όσα παιδάκια θέλεις... – Χµµµµµµ. Καλά. Ακόµα όµως δε µου είπες... – Και δε θα σου πω! Τι σηµασία έχει; Μία απ’ τα ίδια! Απλώς κουράστηκα. Κουράστηκα τα ψέµατα, τις δικαιολογίες, την παρουσία του όταν τον βολεύει, την απουσία του, πάλι όταν τον βολεύει. – ∆ηλαδή εσύ χώρισες; προσπαθεί να διευκρινίσει η Αµαλία. Εγώ όµως έχω πάρει φόρα και δεν ακούω. 18


¶ P O ™ E

˘

X E

– ...το παθιασµένο σεξ µετά τις αδικαιολόγητες απουσίες και µετά τις ζήλιες, τους όρκους, τις µετάνοιες, και ξανά πάλι από την αρχή... – Ωραία, τότε γιατί θρηνούµε; απορεί εύλογα η Αµαλία. Γυρίζω απότοµα και την κοιτάζω πολύ µα πολύ στραβά. – Πλάκα µου κάνεις; ΧΩ-ΡΙ-ΣΑ-ΜΕ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ! Τι δεν καταλαβαίνεις; – Οκέι, οκέι! Μην τα παίρνεις. Συγγνώµη που δεν καταλαβαίνω, αλλά τα ίδια ακριβώς λέγαµε και πριν από τρεις βδοµάδες, αν δε µε γελάει η µνήµη µου. Και ξανά πιο πριν, τον Νοέµβριο, και το καλοκαίρι... Καλά, ας µη θυµηθώ το καλοκαίρι... – Ε, αυτό δεν είπα µόλις κι εγώ; – Ναι, αλλά γιατί τόσος τζερτζελές τώρα; Έβαψες µαλλί, αγόρασες πακέτο... και βλέπω και νύχι µοβ ή κάνω λάθος; – This is the end... τραγούδησα µελοδραµατικά. Αποφάσισα να γίνω λεσβία. Και είσαι η πρώτη που σου κάνω επίσηµη πρόταση! Η Αµαλία µε κοιτάζει καλά καλά κι εγώ ανάβω τσιγάρο. Έχω να το κάνω αυτό µπροστά της από την τρίτη λυκείου. Εκείνη µου τραβάει το τσιγάρο και το σβήνει, εγώ ανάβω άλλο. – Μην είσαι ανόητη! της λέω. Έχω ολόκληρο πακέτο. Και µετά, έχω κούτα. Και µετά, το περίπτερο της γωνίας το ξενυχτάει... 19


A N £ O Y § A

A £ A N A ™ I A ¢ O Y

– Εσύ µην είσαι ανόητη! εκνευρίζεται στο τέλος. ∆ε φτάνει που έγινες ξανθιά – κατάξανθη – καλά, αυτό ας το αντέξουµε, αλλά έγινες ξαφνικά και πολύ drama queen. To τσιγάρο το κόψαµε στις πανελλήνιες, οκέι; Και τέλος πάντων, παρ’ όλο που δε βγαίνει ακριβώς άκρη απ’ τα λεγόµενά σου, συµπεραίνω πως αυτός ο χωρισµός – αν είναι τελειωτικός, που αµφιβάλλω – σε βρίσκει σύµφωνη. Οκέι; Τι τρέχει λοιπόν και είσαι σ’ αυτή την κατάσταση, ε; Γιατί δεν είσαι καλά, το βλέπουµε όλοι, οκέι; – Μου λείπει, ψιθυρίζω. Και ξέρω πως δε θα περάσει γρήγορα, αλλά πρέπει να τον κόψω. Για πάντα. Το ήξερα από καιρό, αλλά το έκανα σήµερα. Και είµαι σχεδόν τριάντα, Αµαλία, δεν έχω άλλο χρόνο. Εσύ έχεις τον ∆ηµήτρη, και µπράβο σας, θα γίνεις σε λίγο µια χαρωπή νοικοκυρά και επισήµως, εγώ όµως όλο τραβιέµαι µε άχρηστους που µου ρουφάνε το µεδούλι και µένω µετά ένα άδειο πράµα, ενώ αυτοί πάνε γι’ άλλα. Πιο άδειο κι απ’ αυτό το πακέτο... Και τα δάκρυα ξαναγυρίζουν, µαζί µε τους λυγµούς, τις µύξες, τα χαρτοµάντιλα, τα ζεστά χέρια της Αµαλίας να µου τρίβουν το σβέρκο µέχρι να ηρεµήσω. Άδεια. Αυτό ακριβώς ένιωθα. Άδεια και παγωµένη. Κι ενώ η αγάπη της φίλης µου ήταν εκεί, τη συγκεκριµένη στιγµή µε ζέσταινε όσο φωτίζει ένα κεράκι ένα κατασκότεινο δωµάτιο. Μη µε παρεξηγήσετε, είµαι ευγνώµων για το κεράκι. Απλώς τώρα χρειάζοµαι πολυέλαιο. 20


¶ P O ™ E

˘

X E

– Γλυκιά µου..., λέει τρυφερά και χαµηλόφωνα η Αµαλία. Πες µου, τι θα ’θελες τώρα; Πες πως είµαι η Μαίρη Πόπινς, η καλή σου νεράιδα, η νονά σου, κάνε µια ευχή! Σκέφτοµαι. ∆ε θέλω να πω καµιά βλακεία, του στιλ µια τούρτα καραµέλα µε µαύρη σοκολάτα, γιατί είναι ικανή να τρέξει να µου την πάρει. Και για κάποιο λόγο ψήνοµαι προς στιγµήν πως η Αµαλία είναι η καλή µου νεράιδα και θέλω να κάνω µια ευχή που να πιάσει τόπο. Θέλω να ζητήσω αυτό που αλήθεια θέλω. Σκέφτοµαι λοιπόν. Η Αµαλία περιµένει υποµονετικά, όπως οφείλει κάθε καλή νεράιδα. – Θέλω... Θέλω έναν άντρα που να είναι σύντροφος, φίλος και εραστής, αλλά µε αυτήν ακριβώς τη σειρά. Να µε συντροφεύει στην καθηµερινότητά µου, στα κάτω και στα πάνω µου, όταν έχω γρίπη και όταν έρχοµαι σπιντάτη από τo γυµναστήριο, όταν θέλω να χουχουλιάσω και να δω ταινία ή όταν θέλω νυχτερινό µπάνιο στη θάλασσα, να µπορεί να µε συντροφεύει στα ψώνια και να µπορεί να µαγειρέψει όταν είµαι κουρασµένη, να µην ντρέποµαι να τον παρουσιάσω στις φίλες µου ή στους γονείς µου, να καταλαβαίνει την ανάγκη µου να µείνω λίγο µόνη χωρίς να ζηλεύει, να κάνει έρωτα τρυφερά και να µη µε περνάει πάνω από ένα κεφάλι! – Ωραία, απαντάει ψύχραιµα η Αµαλία. Κάτι άλλο; – Να σκέφτεται, να έχει ανοιχτό µυαλό και να µην είναι ρατσιστής. Α, και να αγαπάει τα παιδιά. Τουλάχιστον να 21


A N £ O Y § A

A £ A N A ™ I A ¢ O Y

µην αποκλείει την πιθανότητα να τα αγαπήσει στο µέλλον... – Τίποτε άλλο; επιµένει η Αµαλία. Από εµφάνιση, πώς τον θέλεις; – Χµ, είπαµε, όχι θεόρατο, να τον φτάνω, έστω αν σηκωθώ στις µύτες. Προτιµώ καστανό, προς το ανοιχτό του, µε ευγενικό πρόσωπο και, οπωσδήποτε, ωραίο χαµόγελο. Το χρώµα µατιών το αφήνω στην επιλογή σου, το χαµόγελο, όµως, είναι must! – Τελείωσες; ρωτάει η Αµαλία. Γνέφω καταφατικά. – Ωραία, λέει. Γιατί δεν κάνεις µια προσευχή; – Ορίστε; Νόµιζα πως εσύ ήσουν η καλή µου νεράιδα. Τώρα µε παραπέµπεις αλλού; αστειεύοµαι, αλλά η Αµαλία δε γελάει. – Σοβαρά σου µιλάω, Νινάκι. Γιατί δεν κάνεις µια προσευχή; – Άσ’ το πια αυτό το Νινάκι, είπαµε! – Εντάξει, Μάχη, επιµένω όµως. – Το ξέρεις πως δεν το ’χω µε τις προσευχές. Τι σου ’ρθε τώρα; – Τίποτα, έτσι το σκέφτηκα. Μου ’ρθε, ρε παιδί µου! Τι έχεις να χάσεις δηλαδή; – Αφού σου ’ρθε, σε ποιον να προσευχηθώ; – Στο σύµπαν, ξέρω ’γώ; – Και να πω όλα αυτά που σου είπα πριν; Θα βαρεθεί να µ’ ακούει! 22


¶ P O ™ E

˘

X E

– Πρώτον, δε νοµίζω πως το σύµπαν βαριέται. Κι έπειτα, µάλλον δε θα χρειάζονται τόσα λόγια... Αλλάζω θέση και κοιτάζω την Αµαλία από άλλη γωνία. Εκείνη δεν αλλάζει θέση, ούτε ύφος. Ξαφνικά η σκηνή µου φαίνεται σουρεαλιστική. ΤΙ ΛΕΜΕ ΤΩΡΑ; – Να σου πω, φτάνει µε αυτό το αστείο, αποφασίζω. Ούτε εσύ είσαι η Μαίρη Πόπινς ούτε το σύµπαν ακούει κανενός τις προσευχές, αλλιώς θα ήµασταν όλοι ευτυχισµένοι. Θα κάναµε κάθε λίγο µια προσευχούλα και τσουπ! Να οι γκόµενοι, να τα λεφτά, να οι γονείς µας σε µελιστάλαχτη βερσιόν, να οι λαχταριστές τούρτες σοκολάτα που δεν παχαίνουν... Η Αµαλία παραδόξως µοιάζει να διαφωνεί, παρ’ όλη την ατράνταχτη λογική που της παραθέτω. – Ας υποθέσουµε ότι έχεις δίκιο σε κάποιο βαθµό, λέει. Τι χάνεις όµως να δοκιµάσεις; Το χειρότερο που θα συµβεί είναι το σύµπαν να παραµείνει βουβό και αδιάφορο στις επικλήσεις σου. Εσύ πάντως δε χάνεις τίποτα! – Πώς δε χάνω; διαµαρτύροµαι. Χάνω το χρόνο µου! Άσε που έτσι που πάω, θα χάσω και τα λογικά µου! ∆ε µου λες – ξαφνικά την κοιτάζω µε υποψία –, µήπως τις τελευταίες δύο βδοµάδες που ήµουν τόσο απασχοληµένη να γοητεύω τον Τάσο, προσχώρησες σε καµιά παραθρησκευτική οργάνωση και µου το κρατάς για έκπληξη; – Όχι, δεν προσχώρησα σε καµία οργάνωση, γελάει η Aµαλία. Απλώς έριξα µια ιδέα, άσ’ το, ξέχνα το. 23


A N £ O Y § A

A £ A N A ™ I A ¢ O Y

Μείναµε για λίγο σιωπηλές. Σιγά σιγά άρχισα να χαλαρώνω και να γλιστράω στο µαλακό καναπέ, αγκαλιάζοντας το αγαπηµένο µου µαξιλάρι µε τις δυο γάτες, άσπρη και καφέ, κεντηµένες πάνω του. Η Αµαλία συνέχισε να µου χαϊδεύει αµίλητη την πλάτη, και αυτό ήταν το καλύτερο πράγµα που µου είχε προσφέρει κάποιος τουλάχιστον τις τελευταίες δύο βδοµάδες. Αυτή η αµίλητη στοργή που ήταν εκεί διαθέσιµη, χωρίς ερωτήσεις και χωρίς απαιτήσεις, ήταν ό,τι το καλύτερο. Έκλεισα λοιπόν για λίγο τα µάτια µου για να το απολαύσω.

Όταν τα ξανάνοιξα, το δωµάτιο φωτιζόταν µόνο από τη λάµπα του δρόµου, επάνω µου ήταν ριγµένη η κόκκινη κουβέρτα που κρατάω εφεδρικά στην ντουλάπα για τους επισκέπτες και η Αµαλία είχε φύγει. Ένιωθα πολύ παράξενα ήρεµη. Ίσως ο τρόπος που µε είχε πάρει ο ύπνος, µε το τρυφερό χάδι της Αµαλίας που µόνο έδινε χωρίς να ζητάει τίποτα, ίσως η θέση µου στον καναπέ αντί στο κρεβάτι µου µε έκαναν να νιώθω ξένη στο ίδιο µου το σπίτι. Είµαι στον καναπέ, σκεπασµένη µε την κουβέρτα των επισκεπτών, σκέφτοµαι. Μήπως είµαι κι εγώ επισκέπτης; Παράξενη σκέψη... Είµαι επισκέπτης στο σπίτι µου; Μήπως και στο δρόµο µου και στη γειτονιά µου; Και στη χώρα µου και στον πλανήτη; Και αν είµαι επισκέπτης, 24


¶ P O ™ E

˘

X E

πού είναι το σπίτι µου; ΑΠΟ ΠΟΥ ΗΡΘΑ; Για να βρεθώ επισκέπτρια, στις τρεις το πρωί µιας ∆ευτέρας, σε έναν καναπέ, σκεπασµένη µε κόκκινη κουβέρτα; Αυτή η σκέψη καρφώνεται στον εγκέφαλό µου, σαν να την κόλλησα ξαφνικά µε logo, και δεν ξεκολλάει µε τίποτα. Από πού ήρθα; ΑΠΟ ΠΟΥ ΗΡΘΑ; Εγώ, η επισκέπτρια; Γιατί όσο περνάει η ώρα, τόσο και πιο σαφής και ξεκάθαρη µου γίνεται η αίσθηση της επισκέπτριας. Και δεν µπορώ να πω ότι είναι µια δυσάρεστη αίσθηση. Είναι πρωτόγνωρη, αλλά όχι δυσάρεστη. Είναι µια αίσθηση που από κάπου µακριά θυµίζει κάτι οικείο, κάτι που κάποτε ήξερα και έχω ξεχάσει. Κάτι που θέλει εξερεύνηση, σαν να ανακαλύπτεις ξαφνικά έναν κρυµµένο κήπο στο από πίσω οικόπεδο που δεν τον είχες προσέξει ποτέ. Και µαζί της πάει πακέτο κι η ερώτηση: από πού ήρθα; «Από το σύµπαν», ακούγεται ο απόηχος της φωνής της Αµαλίας και βγάζει απόλυτο νόηµα. Ακόµη κι οι γάτες πάνω στο µαξιλάρι γνέφουν καταφατικά. ∆εν έχω πρόθεση να διαφωνήσω, το θέµα όµως είναι πως ούτε η Νίνα ούτε η Μάχη είχαν ποτέ στο παρελθόν ασχοληθεί µε παρόµοιες ερωταπαντήσεις, και τούτος ο νυχτερινός εσωτερικός διάλογος µου κάνει τεράστια εντύπωση. Βασικά, εκτός από επισκέπτρια νιώθω λίγο σαν µια άλλη, ή µάλλον σαν µια άλλη µέσα σ’ εµένα που µιλάει για λογαριασµό µου, µια που εγώ δεν ξέρω πια τι λέω. «Από το σύµπαν», ακούγεται πάλι µες στο µυαλό µου. 25


A N £ O Y § A

A £ A N A ™ I A ¢ O Y

Και η λέξη «σύµπαν» περιέχει ξαφνικά τόσα νοήµατα, τόσο βάθος, τόσο δέος, που δεν έχω ξανανιώσει ποτέ. Το σύµπαν είναι οπωσδήποτε κάτι που πρέπει να σκύψω και να υποκλιθώ µπροστά του, και αισθάνοµαι απέραντη ευγνωµοσύνη απέναντί του που µπήκε στον κόπο να µε κουβαλήσει τόοοσο δρόµο, τόσα χρόνια µέχρι αυτό τον αναπαυτικό καναπέ. Και, φυσικά, είναι οπωσδήποτε κάτι που µπορώ να του απευθύνω κάθε µου σκέψη, κάθε µου επιθυµία και – γιατί όχι; – και την προσευχή που µε παρότρυνε προηγουµένως η φίλη µου. Αγαπηµένο µου σύµπαν, σκέφτοµαι, πολύ χαίροµαι που µου συστήθηκες απόψε. Πού είχες χαθεί τόσον καιρό; Εντάξει, ίσως να είχα χαθεί κι εγώ, οκέι! Μια που το έφερε όµως η στιγµή να πρωτογνωριστούµε, θα ’θελα να σου ζητήσω µια χάρη: εκεί πέρα που κατασκευάζεις όλους εµάς, σίγουρα θα έχεις και καλύτερα µοντέλα. Ξέρεις εσύ από ποιον εννοώ καλύτερα. Στείλε µου ένα βελτιωµένο είδος, έτσι όπως το περιέγραψα προηγουµένως, να µη σ’ τα ξαναλέω. Α, κι αν γίνεται, σύµπαν, να µην καπνίζει, σε παρακαλώ! Αυτά. Σιγά που θα ξαναρχίσω εγώ το κάπνισµα για τον Τάσο, σκέφτοµαι και σηκώνοµαι να πετάξω το τασάκι µε τα αποτσίγαρα, µαζί µε το πακέτο που αγόρασα, στα σκουπίδια. Μετά γυρίζω στον καναπέ, αγκαλιάζω σφιχτά τις γάτες, που γουργουρίζουν απ’ το µαξιλάρι, και αποκοιµιέµαι γλυκά.

26




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.