πολιτική / πολιτισμός / τέχνες Νοέμβριος 2009
1
πολιτική πολιτική / πολιτισμός / πολιτισμός / τέχνες / τέχνες Νοέμβριος Νοέμβριος 2009 2009
11
Φωτογραφία εξωφύλλου: Aρχείο Paranormale
ΣΤΗΛΕΣ 05
Editorial
06 Σχεδόν Γιάννης Μακριδάκης 07 Πάντα Εδώ Γιάννης Υφαντής 08
Το ένα και το άλλο Λένα Κιτσοπούλου
09
Μινεράλια Δημήτρης Νόλλας
10
Λαβύρινθος της Λογικής Γιώργος Κοκκινάκος
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΓΛΩΣΣΑ
14
Το ανέκφραστο Βαγγέλης Ραπτόπουλος
16
"Νώ" Εμείς οι δυο Ιωάννα Ρεμιεδάκη
17
Πραγματικός Διάλογος Γιώργος Διβάνης
18
Η Τελευταία Λέξη της Πάλης Αλέκος Λούντζης
19
Πολιτική και Ποδόσφαιρο Μαρία Μανδαλά
20
Η Γλώσσα του Νόμου Αντώνης Μανιτάκης
21
Λόγος και πολιτισμικές εννοιολογήσεις Πάνος Παπαδημητρόπουλος
22
Αρχετυπικό Στοίχημα Λευτέρης Βασιλόπουλος
22
Μεταγραφή Maurizio De Roza
23
Η Γλώσσα του Διαδικτύου Ματθαίος Τσιμιτάκης
26
Το Λεξικό του Διαόλου Μάνος Σιφονιός
27
Οι λέξεις και τα avatars Ηλίας Μαρμαράς
ΒΛΕΜΜΑ
28
Μικρού Μήκους Ο Κατώτερος / The Erasers
32
Κουβέντες του Σιναφιού Αλέξανδρος Βούλγαρης Μισέλ Δημόπουλος
38
Λογοτεχνία Λίνα Πανταλέων
39
Κινηματογράφος Αλέξανδρος Βούλγαρης
40
Αρχιτεκτονική Errands
41
Θέατρο Μαρία Λουίζα Παπαδοπούλου
42
Μουσική Χαράλαμπος Γωγιός
43
Εικαστικά Μεράντζας Δημήτρης
46
Δικηγόροι με γυαλιά Κλειώ Παπαπαντολέων Άννα-Μαρία Φίλιππα
Μια προσφορά από την κοντέινερ info@konteiner.gr Τ: 211 400 57 45
CREATIVE DIRECTION: Γιώργος Κωνσταντινίδης, NoLogo g.konstantinidis@konteiner.gr
ΕΚΔΟΤΗΣ: Στέφανος Νόλλας
ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ: Μυρτώ Αποστολίδου, Λευτέρης Βασιλόπουλος, Αλέξανδρος Βούλγαρης, Χαράλαµπος Γωγιός, Γιώργος Διβάνης, Γεράσιμος Δομένικος, Λένα Κιτσοπούλου, Γιώργος Κοκκινάκος, Αλέκος Λούντζης, Γιάννης Μακριδάκης, Μαρία Μανδαλά, Αντώνης Μανιτάκης, Ηλίας Μαρµαράς, Δηµήτρης Νόλλας, Ζάφος Ξαγοράρης, Λίνα Πανταλέων, Πάνος Παπαδηµητρόπουλος,
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Κωνσταντίνος Τζαμιώτης k.tzamiotis@konteiner.gr ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Γιώργος Διβάνης g.divanis@konteiner.gr ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΡΙΑ: Ευγενία Μπόζου e.bozou@konteiner.gr
Μαρία Λουίζα Παπαδοπούλου, Κλειώ Παπαπαντολέων, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Ιωάννα Ρεµιεδάκη, Μάνος Σιφονιός, Ματθαίος Τσιμιτάκης, Κώστας Τσιρώνης, Γιάννης Υφαντής, Άννα-Μαρία Φίλιππα, Errands, Mr Comfort, Maurizio De Rosa, The Εrasers, Vozek Slazi. ΓΡΑΜΑΤΕΙΑ: Juliette Van Dorst j.vandorst@konteiner.gr
ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΙΛΟΤΙΚΟ LAYOUT: Βαγγέλης Παπάζογλου ΑΤΕΛΙΕ: Ελένη Σγόντζου
ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ADVERTISING EXECUTIVE: Πόπη Κουδούνη T: 210 92 96 377
ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΚΕΙΜΕΝΩΝ: Ηρώ Μακρή
ΥΠΟΔΟΧΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ Κώστας Καλόγερος T: 210 92 96 144
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ: Γιώργος Πολυκράτης
ΕΚΤΥΠΩΣΗ - ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ Χ.Κ. Τεγόπουλος Εκδόσεις Α.Ε.
ΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ: Γιάννης Μπάστας
ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ: Διάδραση Α.Μ.Κ.Ε. Ευριπίδου 57-59-61 105 54, Αθήνα
κοντέινερ Νοέμβριος 2009 | 3
NoLogo.gr
Το ίντερνετ με άλλη λογική. www.konteiner.gr
Editorial
Η φωτιά κάτω απ’ τον καπνό _ Κωνσταντίνος Τζαμιώτης
www.cnpdonline.com/archive/ThirdWorld/30.html
Το κοντέινερ θα κυκλοφορεί κάθε πρώτη Δευτέρα του μήνα μαζί με την ελευθεροτυπία. Την ευχαριστούμε. Ευχαριστούμε ακόμη όσους βοήθησαν για να πραγματωθεί αυτή η προσπάθεια και ας μην βρίσκονται τα ονόματα τους ανάμεσα στους συνεργάτες του τεύχους. Η συμβολή τους υπήρξε καίρια. Ακόμη και αυτό το προλογικό σημείωμα τους οφείλει πολλά. Η τέχνη, οι νέες ιδέες, ένα καινούργιο έντυπο, οφείλουν να αμφισβητούν, υποστηρίζουν ορισμένοι. Σε μια ατελή κοινωνία όπως η δική μας, τίποτα δεν μπορεί να είναι σπουδαιότερο για έναν σκεπτόμενο άνθρωπο απ’ αυτή την υποχρέωση, συμπληρώνουν κάποιοι άλλοι. Η υπακοή στον κανόνα γρήγορα αποδεικνύεται πνιγερή, οδηγεί σε χυδαίους καθωσπρεπισμούς, μολύνει κάθε προσπάθεια παρέμβασης. Συμφωνούμε, έστω και αν η ελληνική πραγματικότητα, μέρος της οποίας είμαστε και εμείς, είναι αρκούντως μελαγχολική. Το βλέπετε, είμαστε βέβαιοι πως το βλέπετε και εσείς. Το αντίπαλο δέος κάθε δημιουργικής πρότασης βρίσκεται πάντα εκεί, γιγάντιο, ζοφερό, προστατευμένο από θηριώδεις πλειοψηφίες, ανιαρά αμετάβλητες κοινοτοπίες και βλακώδεις πολιτικές. Ονομάζεται άγνοια, μετριότητα, απάθεια, αδιαφορία, ευδαιμονισμός. Χρειάζεται θάρρος ή θράσος για να σταθείς απέναντι σ’ αυτό το συνωστισμό, είναι απαραίτητο να διαθέτεις προτάσεις για οτιδήποτε αμφισβητείς. Η αναστροφή μιας τόσο γενικευμένης κατάστασης απαιτεί νηφαλιότητα, γνώση, εντιμότητα, μαχητική διάθεση, επιμονή. Η θέση όμως είναι συγκεκριμένη, οι πρώτες επιλογές μας σαφείς, η φιλοδοξία μας δηλωμένη. Το πρώτο τεύχος του κοντέινερ είναι εδώ, γεμάτο ιδέες που κάνουν λόγο όχι μόνο για τον «καπνό» που απειλεί να τυλίξει τα πάντα γύρω μας αλλά και για τη φωτιά που καίει από κάτω.
η σούπα του Κάφκα Το παγκόσµιο µπεστ σέλερ από τις εκδόσεις Ζ
Η
Τ
Η
Σ
Τ
Ε
Τ
Ο
Σ
Ε
Ο
Λ
Α
Τ
Α
Β
Ι
Β
Λ
Ι
Ο
www.metaixmio.gr
Π
Ω
Λ
Ε
Ι
Α
κοντέινερ Νοέμβριος 2009 | 5
Σχε δ όν
Μετεκλογικό Σημείωμα _ Γιάννης Μακριδάκης
www.banksy.co.uk/indoors/questiontime.html
Ορεξάτα και πολύ δυναμικά ξεκίνησε ο Γιώργος Παπανδρέου την πρωθυπουργική του θητεία. Όλα από κοντά. Λογικόν. Κάθε επίδοξος εραστής που μάχεται με πάθος επί πολύ καιρό για να κατακτήσει τον έρωτα, έτσι αντιδρά μόλις πέσει στην αγκαλιά του το αντικείμενο του πόθου. Αφήνεται βέβαια να χαλαρώσει, να ξεφυσήσει και να συνειδητοποιήσει την επιτυχία μα λόγω αδρανείας από την πρόσφατη υπερπροσπάθεια συνεχίζει, για ένα διάστημα τουλάχιστον, να δρα ορμητικά και καθ’ υπερβολήν. Παρόλα αυτά τότε βρίσκουν ευκαιρία να φυτρώσουν, και μέρα τη μέρα να βλασταίνουν οι δεύτερες σκέψεις, οι φρίκες, κυρίως περί των πρακτικών θεμάτων του βίου. Διότι, δεδομένου βέβαια ότι ο εραστής έχει τη στοιχειώδη συνείδηση του εαυτού του, οι φρίκες πάντοτε υπήρχαν αλλά μονάχα ως σπόροι θαμμένοι βαθιά στο νου του, αφού η λαχτάρα της επικείμενης κατάκτησης τον όπλιζε με άκρατη αισιοδοξία η οποία δεν τις άφηνε να σηκώσουν κεφάλι. Έτσι ο άνθρωπος ζούσε σε μια κατά κάποιον τρόπο ωραιοποιημένη εκ του ιδίου πραγματικότητα, αφοσιωμένος στον ένα και μοναδικό του υπέροχο στόχο. Δεν μπορεί να τον ψέξει κανείς. Όλοι την έχουμε περάσει αυτή τη φάση σε κάποια στιγμή της ζωής μας. Όλοι έχουμε νιώσει κάποτε πως είμαστε μικροί θεοί και μπορούμε ν’ αλλάξουμε τα πάντα αρκεί να κατακτήσουμε τ’ όνειρο, όλοι έχουμε πει και κάνει υπερβολές, εν γνώσει μας, καθώς δίναμε την υπέρτατη μάχη τού όλα ή τίποτα, δίχως 6 | κοντέινερ Νοέμβριος 2009
αυτό να είναι μεμπτό αφού πηγάζει από ισχυρή εσωτερική παρόρμηση πραγματικά καλών προθέσεων, κυριευμένοι από τη γλύκα του έρωτα γαρ, όλοι ονειρευτήκαμε κάποτε πως από τούδε και πέρα τα πάντα θα τα κάνουμε αλλιώς, θα μηδενίσουμε αυτή τη φορά το κοντέρ και θ’ αρχίσουμε από μια διάφανη αρχή, θα συνεχίσουμε πορεία μπριλάντι, άμεμπτη, όλοι έχουμε νιώσει πως δε θα προδώσουμε αυτή τη φορά τον έρωτα που τόσο μας παίδεψε ώς να μας δοθεί. Μα μόλις αρχίζει η συμβίωση παίρνουνε θέση μάχης αμέσως οι εχθροί. Ο κακός εαυτός του εραστή και ο αντίστοιχος της ερωμένης, διάβαζε εγωισμός και φιλαυτία ταμπουρώνονται πίσω από το χρόνο που περνάει ισοπεδώνοντας τα πάντα, ενδεχομένως βρίσκουν και σύμμαχο τυχόν έλλειμμα προσωπικού πολιτισμού και παιδείας κι έτσι λαβώνουν τη σχέση σε κάθε ευκαιρία, με στόχο την τελική ρήξη. Η σχέση Παπανδρέου – Ελλάδας είναι ακόμη πιο επίφοβη, πιο φαύλη γαρ. Διότι ο εραστής παρόλη την ανανέωση στα πρόσωπα που τον περιστοιχίζουν, στηρίζεται και οφείλει την επιτυχία του σε μια πεπαλαιωμένη βάση, σε εκατομμύρια «κοινωνικά απαίδευτους» που τους έκανε εν μιά νυκτί «αξιότιμους πολίτες» κάποτε ο μακαρίτης πατέρας του. Κι αυτοί όλοι δεν αποτελούν μονάχα τον προβληματικό εαυτό της ερωμένης Ελλάδας μα και τον κακό εαυτό του
ίδιου του εραστή αφού το Κράτος είναι βαθύ, οι πολιτικές θέσεις πάμπολλες και οι προσδοκίες των κομματικών στελεχών ανά την επικράτεια μεγάλες. Η ελληνική επαρχία που αποτελεί μικροσκόπιο και τα δείχνει όλα μεγεθυμένα μα όχι αλλοιωμένα, μαρτυρά ότι το βαθύ ΠΑΣΟΚ ζει και βασιλεύει ευρισκόμενο προς το παρόν σε θέση αναμονής αλλά όχι για πολύ. Τα στόματα χάσκουν και απαιτούν. Αν δεν ικανοποιηθούν οι προσωπικές προσδοκίες θα αρχίσει η γκρίνια της ερωμένης. Αν ικανοποιηθούν, θα γίνει μια απ’ τα ίδια με τους προηγούμενους ο εραστής. Αν ικανοποιούνται με φειδώ, θα έχουμε μια σχέση που κουτσά στραβά θα πορεύεται δίχως να γίνει ποτέ υγιής, δίχως ποτέ να αποκτήσει προοπτικές. Ο Παπανδρέου πρέπει να σπάσει το αυγό, δεν έχει άλλη επιλογή. Να ξεριζώσει τώρα που μπορεί τον βαθύ κομματισμό, να δώσει ευκαιρίες σε νέους, ανεξάρτητους κομματικά ανθρώπους σε όλα τα επίπεδα της διακυβέρνησης και όχι μόνο κοντά του, στα υπουργεία. Η Ελλάδα πονάει περισσότερο από το επίπεδο της Περιφέρειας και κάτω. Εκεί που η αμορφωσιά αλωνίζει. Εκεί απ’ όπου ξεκινάει όλο το κακό της μοίρας της. Εκεί που ξεκινάει η γκρίνια της ερωμένης που φέρνει την τελική ρήξη και αφήνει εκτεθειμένο πάντα τον εραστή που έδινε μεγαλόσχημες υποσχέσεις παρασυρμένος από ένα, πολλές φορές αγνό και ανυστερόβουλο, πάθος.
παντα εδω
Οι φοράδες του Πλούταρχου _ Γιάννης Υφαντής
Με την κατάληψη της Κύπρου, ένιωσε πάνω στο σώμα του ο ελληνικός λαός τον πόνο και την ταπείνωση της βιασμένης Μεγαλονήσου. Την Κύπρο, δεν θα μπορούσαν να τη βιάσουν οι Τούρκοι, αν δεν την κρατούσαν γερά, από χέρια και πόδια, οι Αμερικανοί, οι Εγγλέζοι, κι όλοι οι μεγαλόσχημοι της Δυτικής Ευρώπης, μα και η Ελλάδα, κρυμμένη πίσω από διάφορα προσωπεία: έκπληξης, αποτροπιασμού, συμπόνιας… Μαζί κι αυτή κρατούσε την Κύπρο για να τη βιάζουν οι Τούρκοι. Η Ελλάδα; Τρόπος του λέγειν: Εννοώ οι ελληνικές κυβερνήσεις: Χουντικές, «δημοκρατικές», «σοσιαλιστικές», που παίρνουν η μια από την άλλη τη σκυτάλη των Αμερικανών και των άλλων γνωστών και άγνωστων Εταιρειών. Ύστερα ήρθαν οι βιασμοί των παραβιάσεων. Και μετά η ατίμωση με τα Ίμια. Για να προχωρήσει η βαριά σκιά του τρόμου και του εξευτελισμού πάνω από το Αιγαίο. Και μετά η ατίμωση μέσω της παραδόσεως του Οτσαλάν. Τι σημασία έχει αν μόνο πέντε εγκάθετοι παραδίδουν τον Οτσαλάν; Σημασία έχει πως το έκαναν της Ελλάδας οι εγκάθετοι, που εκλέγονται τάχα μου από τον ελληνικό λαό. Έτσι, τι κι αν μόνος αυτός ο λαός κατατρόμαξε πριν δύο αιώνες την Οθωμανική αυτοκρατορία; Τι κι αν μόνος αυτός νίκησε τη φασιστική Ιταλία; Τι κι αν μόνος αυτός κράτησε στα σύνορα για μήνες τους παντοδύναμους Ναζί; Τώρα είναι κι αυτός ένας από τους λαούς που παραδίδει ήρωες, που βοηθά φασιστικές κυβερνήσεις, που παίρνει εμμέσως μέρος σε γενοκτονίες.
Και βέβαια το αίσθημα αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας του ελληνικού λαού, όλο και κατρακυλά. Συμμετοχή του ελληνικού στρατού στο ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ των εταιρειών, και των βιομηχανιών όπλων. Που θέλουν συνένοχους στους κερδοφόρους πολέμους, τους κερδοφόρους βομβαρδισμούς, το κερδοφόρο αίμα, τον κερδοφόρο πόνο, την κερδοφόρα δυστυχία. Και το αίσθημα αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας του ελληνικού λαού κατρακυλά ακόμα περισσότερο καθώς, μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα γίνεται η χώρα με τα περισσότερα σκουπίδια, η χώρα με τους περισσότερους μετανάστες, η χώρα με τους χαμηλότερους μισθούς, η χώρα με τους πιο διεφθαρμένους πολιτικούς, η χώρα με τους πιο διεφθαρμένους ιερωμένους, τους πιο διεφθαρμένους δικαστικούς, τους πιο διεφθαρμένους δημόσιους υπαλλήλους. Είναι αδύνατο να πας σε δημόσια υπηρεσία και, μία φορά στις δύο, να μη φτάσεις στα πρόθυρα εγκεφαλικού, να μη μαλώσεις άγρια με τον ηλίθιο, απ’ το παράθυρο μπασμένο «υπάλληλο», που σε αντιμετωπίζει με την αλαζονεία και το ύφος σαράντα Παττακών κι εξήντα Παπαδόπουλων. Όταν όλα τούτα συμβαίνουν, ο λαός, μη έχοντας πια συγκεκριμένο κι ορατό εχθρό, για να τον πολεμήσει και να σωθεί, καταντά να γίνεται, αυτό που οι χαιρέκακοι για δεκαετίες προσπαθούσαν να γίνει. Καταντά να γίνεται ένας άθλιος λαός. Ένας πολτός που μπορεί να δεχτεί τους πάντες και τα πάντα.
www.ekebi.gr
Και βέβαια, όλο αυτό που συνέβη με τον ελληνικό λαό τα τελευταία 40 χρόνια, όλη αυτή η επιτυχημένη μετάλλαξη προς την αθλιότητα, μου θυμίζει τις φοράδες του Πλούταρχου: Σε μια περιοχή, λέει ο Πλούταρχος, όλος ο πλούτος των εκεί κατοίκων στηρίζονταν στην εξαγωγή μουλαριών. Μα για ν’ αυξήσουν τον πλούτο τους, έπρεπε να καλυτερέψουν τη ράτσα των μουλαριών. Έψαξαν λοιπόν και βρήκαν τις πιο όμορφες, τις πιο δυνατές, τις πιο υπερήφανες φοράδες και τις έβαλαν να διασταυρωθούν με τα γαϊδούρια τους. Όμως οι φοράδες αυτές με κανένα τρόπο δεν δέχονταν να τις καβαλήσουν τα γαϊδούρια. Αδύνατον. Οι έμποροι μουλαριών έπεσαν σε απελπισία. Όμως ένας σταυλάρχης, πανέξυπνος, με τεράστια εμπειρία πάνω στην ψυχολογία των ζώων αυτών, βρήκε τι έφταιγε. Κι αφού απέσπασε τη συγκατάθεση των εμπόρων εφάρμοσε το σχέδιό του. Πήρε λοιπόν τις φοράδες, τις κούρεψε κακάσχημα (χαίτη, τσουλούφια, ουρά, ψαλιδιές παντού), τις άλειψε με βρωμιές, και τις οδήγησε στον παρακείμενο ποταμό. Οι φοράδες, βλέποντας στα νερά την όψη τους, παρέλυσαν. Έπεσαν σε βαριά μελαγχολία. Έχασαν κάθε διάθεση για αντίσταση. Και δεν έφεραν πια καμμιά δυσκολία στα γαϊδούρια. Τ’ άφησαν να τις πηδούν, όσο ήθελαν, όπως ήθελαν.
o κόμβος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου Μ’ ένα κλικ γνωρίστε τον κόσμο του βιβλίου
❦ Όλες οι πληροφορίες για το ελληνικό βιβλίο: ΒιΒλιονετ η ελληνική βιβλιοπαραγωγή από το 1990 μέχρι σήμερα | Πολιτιστικη ατζεντα
ενημερωθείτε για τις εκδηλώσεις βιβλίου που γίνονται στην Ελλάδα | Μηνιαιο Newsletter εγγραφείτε για να μαθαίνετε ανελλιπώς τα νέα του βιβλίου
❦ Ανακαλύψτε τα αρχεία: ηλεκτρονικη ΒιΒλιοθηκη λογοτεχνικων Περιοδικων 200.000 ψηφιοποιημένες σελίδες | αρχειο συγχρονων ελληνων συγγραφεων περισσότερα από 2.000 λημματογραφημένα ονόματα | αρχειο ΜεταφρασΜενων ελληνικων ΒιΒλιων 12.000 τίτλοι μεταφρασμένοι σε 45 γλώσσες | αρχειο λογοτεχνικων ΒραΒειων τα σημαντικότερα ελληνικά βραβεία της μεταπολεμικής περιόδου Θα βρείτε επίσης αρχεία μεταφραστών, εικονογράφων, εκδοτών, βιβλιοπωλών, βιβλιοθηκών, περιοδικών, ελληνικής ποίησης, βιβλίων τέχνης, επιστημών του ανθρώπου κ.ά.
ΕΘΝΙΚΟ Κ ΕΝ Τ Ρ Ο ΒΙΒΛ ΙΟΥ (ΕΚ ΕΒΙ): ΑΘ. ΔΙ Α ΚΟΥ 4, 117 42 , ΑΘηΝ Α , Τ η Λ . : 210 -920 03 0 0 �����µ�-1 1
κ ο ν τ έ ι ν ε ρ Ν ο έ27-10-09 μ β ρ ι ο ς 15:36:50 2009 | 7
το ε να κ αι τ ο α λ λ ο
www.cnpdonline.com/archive/ThirdWorld/30.html
Η πίπα της ειρήνης _ Λένα Κιτσοπούλου
Αυτοί που απαγόρευσαν το κάπνισμα στους εσωτερικούς χώρους, επειδή τόσο πολύ ενδιαφέρονται για το ανθρώπινο είδος, μήπως θα μπορούσαν να απαγορεύσουν και μερικά άλλα ενοχλητικά και βλαβερά για την υγεία πράγματα, που επίσης λαμβάνουν χώρα σε εσωτερικούς χώρους; Μήπως π.χ. θα μπορούσαν να απομονώσουν σε κάποιον ειδικά κατασκευασμένο χώρο που να κλείνει με κλειδαριές ασφαλείας, όχι τους καπνιστές, αλλά τους μαλάκες; Και αν γινόταν αυτό, πόσοι θα έμεναν απ’ έξω; Πόσοι θα ήτανε οι μη – μαλάκες; Και ποιος μαλάκας θα έκρινε ποιοι να κλειστούν μέσα και ποιοι να είναι απ’ έξω; Κι εγώ που γράφω αυτά τα λόγια, σε ποιον χώρο από τους δύο θα άρμοζε να βρίσκομαι; Ο δημιουργός και εκπρόσωπος της εκπαιδευτικής και ψυχαγωγικής μας τηλεόρασης, που εκμεταλλεύεται τον ανθρώπινο πόνο με τον χυδαιότερο τρόπο για να πλουτίζει ο ίδιος, μεταμφιεσμένος σε πονόψυχο ψυχολόγο, λανσάροντας ταυτόχρονα την ευτυχισμένη του οικογένεια και τα ντόλτσε καμπάνα παιδιά του σε φωτογραφίες πανομοιότυπες με εκείνες των μουσακάδων και των ιμάμ μπαϊλντί που κρέμονται έξω από τα τουριστικά εστιατόρια, άραγε θα ενδιαφερόταν για τον ανθρώπινο πόνο, άμα δεν έπαιρνε τα λεφτά που παίρνει; Όχι βέβαια, αφού δεν ενδιαφέρεται ούτε για τα ίδια του τα παιδιά, καθώς τα εκπορνεύει με τον ίδιο τρόπο που ο επαίτης σέρνει στα φανάρια μαζί του, το καχεκτικό άρρωστο παιδάκι του για να ανεβαίνει το κασέ του. Η παιδεία και οι μορφωμένοι εκπρόσωποί της που υπηρετούν ένα χυδαίο σύστημα δημιουργίας 8 | κοντέινερ Νοέμβριος 2009
ηλίθιων στρατιωτών που πρέπει να παπαγαλίζουν επί δώδεκα χρόνια μέσα σε κακόγουστα κτήρια, χωρίς καμία χαρά για γνώση, όπου μέχρι και η «έκθεση ιδεών» έχει κανόνες και λυσάρια για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει, η απόλυτη δηλ. κατατρόπωση οποιασδήποτε ελεύθερης και αυτόνομης προσωπικότητας, κι όλα αυτά με μοναδικό στόχο έναν βαθμουλάκο που θα τους επιτρέψει την είσοδο στο περίφημο κρατικό πανεπιστήμιο, που μόνο κρατικό δεν είναι αν αναλογιστεί κανείς τα λεφτά που ξοδεύει μέχρι να καταφέρει να γίνει ο ιδανικός παπαγάλος για να μπει εκεί μέσα (τώρα τι σόι παπαγάλος είναι αυτός, χωρίς φτερά και χωρίς κανένα χρώμα ιδέα, δεν έχω), δεν είναι βλαβερή για την υγεία; Ο γονιός που σπέρνει παιδιά μόνο και μόνο για να τους κάνει υπηρέτες των δικών του ονείρων και ντρέπεται μετά να πει στον κοινωνικό του περίγυρο ότι το παιδάκι του κοιμάται πλέον με λεξοτανίλ στα σαράντα του (στην καλύτερη περίπτωση), στα οποία ο ίδιος με αρρωστημένη βία το έσπρωξε ευνουχίζοντάς το, πάντα στο όνομα της περιβόητης αγάπης, επιλέγοντας το τι επάγγελμα θα κάνει, σε ποια περιοχή θα του αγοράσει διαμέρισμα, τι χρώμα θα έχουν τα πλακάκια του, μέχρι και το ποιον θα ερωτευτεί, δεν θά ’πρεπε αυτός ο άνθρωπος ή έστω το σπέρμα του να αποκλειστεί σε κάποιον ειδικά διαμορφωμένο χώρο για επικίνδυνους εγκληματίες; Οι πολιτικοί εκπρόσωποι που μας επιβεβαιώνουν ότι όλα πάνε καλά και όλα είναι υπό έλεγχο, την ώρα που γύρω μας σε αυτή τη χώρα βλέπουμε μόνο κλέφτες, ψεύτες, ρουσφέτια στο δημόσιο, φακελάκια στα νοσοκομεία, την νομιμοποίηση, δηλαδή, της παραοικονομίας, ασχή-
μια, αναξιοκρατία, ρατσισμό, όλοι αυτοί οι εκπρόσωποι της δημοκρατίας και της προόδου, κυκλοφορούν ελεύθεροι, την ώρα που εμείς σαν μαλάκες ψάχνουμε να βρούμε πoιο χρώμα σημαίας θα κουνήσουμε στις εκλογές, με την ψευδαίσθηση ότι μας παρέχεται και χώρος για τη δική μας άποψη και οι λίγο πιο σκεπτόμενοι αναγκάζονται και καταντάνε οικολόγοι, αντί να πάρουν τα όπλα και να αρχίσουν να πυροβολάνε δεξιά κι αριστερά. Ούτε καν τρομοκρατία της προκοπής δεν καταφέραμε να γεννήσουμε στην Ελλάδα, αλλά είναι φυσικό, αφού η αυθεντική τρομοκρατία είναι νόμιμη. Οπότε, για να μπορούμε να λέμε, ότι φτιάχνουμε ειδικά διαμορφωμένους χώρους για κάποια ουσία η οποία είναι βλαβερή για την ανθρώπινη υγεία, θα έπρεπε νομίζω να περιφράξουμε όλη τη χώρα, με ένα σούπερ σύστημα ασφαλείας, με πολύ καλή ηχομόνωση για να μην ακούμε κι άλλες μαλακίες και οι πέντ’ έξι άνθρωποι που δεν είναι και τόσο βλαβεροί για τον εαυτό τους και για τους γύρω τους, να κάθονται απ’ έξω, ίσως στα παράλια κάποιας πιο προηγμένης και πολιτισμένης χώρας, όπως π.χ. η Τουρκία και να καπνίζουνε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Εγώ προσωπικά, τώρα που το σκέφτομαι, θα επέλεγα να μείνω με τους έγκλειστους μαλάκες, επειδή είμαι ψώνιο και θεωρώ ότι σε αντίθεση με τους περισσότερους συμπολίτες μου, μου έχει απομείνει κάποιο ίχνος αυτογνωσίας μέσα μου.
μ ι ν ε ρ α λ ια
ΚΑΠΝΟΣ χωρίς ΦΩΤΙΑ υπάρχει; _ Δημήτρης Νόλλας
Φαίνεται πως τα ψέματα τέλειωσαν. Από την 1η Ιουλίου κυνηγιούνται χωρίς έλεος όσοι θα επιμείνουν να καπνίζουν σε κλειστό χώρο. Τουλάχιστον έτσι μας μήνυσαν και είναι φρόνιμο τις εξαγγελίες της εξουσίας να τις παίρνει κανείς στα σοβαρά. Αφού ασκήθηκε για καιρό μια τρομακτική και τρομοκρατική ψυχολογική πίεση για τις βλαβερές συνέπειες του καπνού στην υγεία των ανθρώπων (καπνιστών και μη), φαίνεται πως η υπόθεση ωρίμασε για να ολοκληρώσει το κράτος την επιβολή του νέου είδους ανθρώπου. Και καλά οι δημόσιοι κλειστοί χώροι. Τα σχολεία, τα νοσοκομεία, οι πάσης φύσεως αίθουσες αναμονής, και οι διάφορες υπηρεσίες (αν και από τις τελευταίες θα έπρεπε να εξαιρεθούν οι Εφορίες, καθώς εκεί μέσα το τσιγάρο είναι πρώτης ανάγκης, όταν προσέρχεσαι να πληρώσεις μια δόση ή να διευθετήσεις κάποιο παλιότερο χρέος, προκειμένου να μην εκραγείς, εκδηλώνοντας αντικοινωνική συμπεριφορά), τα καφενεία όμως; Τι τους φταίνε τα καφενεία και τα μπαρ, όπου η πλειοψηφία των θαμώνων τους είναι καπνιστές; Το τσιγάρο τους μάρανε. Τα μεταλλαγμένα προϊόντα που μας ταΐζουν, τα μολυσμένα νερά που μας ποτίζουν και των αυτοκινήτων τα καυσαέρια που μας μπουκώνουν είναι μια εκ των πραγμάτων διάψευση του ενδιαφέροντος για την υγεία μας. Κατά τη γνώμη μου υπάρχει μια άλλη διάσταση αυτής της απαγόρευσης, πολύ πιο ουσιαστική. Είναι βέβαιο πως αποτέλεσμα της απαγόρευσης θα είναι να κλείσουν πολλά καφενεία και μπαρ ή θα υποχρεωθούν ν’ αλλάξουν χρήση. Κι έτσι οι πολίτες θα στερηθούν εκείνων των δημόσιων χώρων συνάντησης, όπου η κοινωνικότητα θάλλει. Και όπου κοινωνικότητα, εκεί και κριτική, εκεί και απόψεις διαφορετικές, και όνειρα, και σχέδια ριζικών αλλαγών. Όλες οι μεγάλες κοινωνικές ανατροπές στα καφενεία ζυμώθηκαν. Στα καφενεία του Παρισιού το 1789 και στης Ζυρίχης το 1917. Και την έξωση του Όθωνα, τα καφενεία των φοιτητών γύρω απ’ το Πανεπιστήμιο και των επαγγελματιών στο Μοναστηράκι την προετοίμασαν. Τα καφενεία είναι χώροι, όπου μια κοινωνία ελευθέρων ανθρώπων έχει ζωτική ανάγκη να συνέρχεται και να εκφράζεται. Πολύ παλιά, με το πρόσχημα της προσβολής των ηθών, είχαν καταργήσει τα δημόσια λουτρά, όπου συναθροίζονταν πολίτες, άλλοι συνωμοτώντας και άλλοι αερολογώντας, ακριβώς όπως σήμερα το πρόσχημα είναι το τσιγάρο, ενώ στόχος είναι χώροι στους οποίους καλλιεργείται η αδέσποτη κριτική σκέψη. Το νέο είδος του ανθρώπου που θα προκύψει θα είναι ο μαντρωμένος. Αποκλειστικά στη δουλειά, στο σπίτι και στο κόμμα.
κοντέινερ Νοέμβριος 2009 | 9
λ α β υ ρ ι ν θ οσ τησ λ ο γ ι κησ
Κάτι ήθελε να πει ο άνθρωπος εκείνος _ Γιώργος Κοκκινάκος
ouf, bassclass republik typographers
Σχεδόν κάθε απόγευμα πλησίαζε έναν τοίχο στο ψυχιατρείο και σε μια τρύπα που υπήρχε κοιτούσε με τις ώρες. Για μέρες, εβδομάδες, μήνες, χρόνια… Ώσπου μια μέρα πήγα να δω κι εγώ τι είναι αυτό που με τόση μεθοδικότητα παρατηρεί. Δεν είδα τίποτε του λέγω, τί βλέπεις εσύ; Μα τί να δεις γιατρέ; μου απαντά. Εσύ θέλεις σε δυο λεπτά να δεις; Εγώ 10 χρόνια προσπαθώ και δεν είδα τίποτε ακόμα! Αιχμάλωτος της ορθολογικοκρατίας εγώ έμεινα σαστισμένος, τι ήθελε να δει ο άνθρωπος εκείνος; Μέσα στο «παραλήρημά του», εκεί όπου κατέφυγε για κάποιο «λόγο» και όχι αναιτίως, ποια κρυμμένη αλήθεια ήθελε να ανακαλύψει; Ποιο νόημα μέσα στο «μη νόημα του Κόσμου»; Και ποιο είναι το νήμα από τους Ινδιάνους Πουέμπλος που με τις τελετουργίες τους «σήκωναν τον ήλιο στον ουρανό» μέχρι τον άνθρωπό μας που κοιτούσε μέσα από την τρύπα στον τοίχο λες και παρατηρούσε τον Θεό μέσα από τη συμπαντική χοάνη. Μου κάνει νόημα με το χέρι του να μη μιλώ. Και συνέχισε την παρατήρηση μεριμνητικός, παρηγορητικός, φανερωτικός, μιας βαθύτερης ουσίας, αιωρούμενος, προσευχόμενος. Και η προσευχή του ακουγόταν στα πέρατα. Ένα άνθος της σιωπής, μια κραυγή ουρανομήκης, ένας αιώνιος εραστής του απόλυτου. Μέσα στον κατακλυσμό της σαχλαμάρας της εποχής μας, μέσα στον κενό, άρριζο, εφήμερο και θνησιγενή λόγο του σήμερα. Μέσα στην ακατάσχετη πολυλογία, κενολογία, φλυαρία, λογοκοπία του καιρού μας. Ένας «τρελός», ιαματικός, αφυπνιστικός, υπαρξιστικός. Ένας άνθρωπος, ναυαγισμένος, πονεμένος, και γι’ αυτό αυθεντικός. Στερημένος και γι’ αυτό πλούσιος στην πενία του. Ένας άνθρωπος κομίζων και αναγγέλλων την κρυμμένη ομορφιά του Κόσμου. Ένας δαίμονας που μας καλεί να βγούμε από τις τρώγλες της «λογικής» στην απόλυτη ορατότητα των ανοιχτών οριζόντων. Μια περίπτωση για την Προκρούστεια ψυχιατρική και ας φωνάζει διαρκώς τον στίχο του Ρεμπώ: «Η αληθινή ζωή είναι απούσα». Δηλαδή μια σπαρακτική παρουσία της απουσίας, μια κραυγή ότι η αξία, η ουσία και το νόημα του ανθρώπου βρίσκεται ακριβώς σε αυτό πού δεν υπάρχει, και το οποίο ο άνθρωπος μέσα απ’ την οντολογική αγωνία το γνωρίζει ως απουσία, ή ως διαρκώς διαφεύγον, ή ως χάσμα, ή ως τραγική μοίρα.
10 | κοντέινερ Νοέμβριος 2009
Α φ ιέρ ω μα _Γ λ ώσσα
Κείμενα με θέσεις, ιδέες και απόψεις για τη γλώσσα, την εξέλιξή της και ορισμένες χρήσεις της.
12 | κοντέινερ Νοέμβριος 2009
Κώστας Τσιρώνης
κ ο ν τ έ ι ν ε ρ Ν ο έ μ β ρ ι ο ς 2 0 0 9 | 13
14 | κοντέινερ Νοέμβριος 2009
κινητικότητά του.
ημα», να παρακολουθεί στο έπακρο την αυτόνομη
γλώσσας: η γλώσσα να γίνεται ένα με το ζων «νό-
Ο ισχυρότερος, κατά τη γνώμη μου, νόμος της
#
που θέλει, πριν απ’ όλα, να μ ι λ ά.
έξαψη του συγγραφέα: συγγραφέας είναι εκείνος
δεν εκφράζουν παρά την ισχυρή γλωσσολογική
Oι ψυχολογικές-διανοητικές εξάρσεις του ήρωα
#
ρεί να υπάρξει, είναι έμμεσος και επινοημένος.
Ο γραπτός λόγος, σαν λόγος αυτοτελής, δεν μπο-
#
του λεκτικού βόμβου.
εννόηση συντελείται άλεκτα, πίσω από το φράγμα
Ο λόγος διαδραματίζεται πίσω από την ομιλία. Η
#
από το ανέκφραστο.
λυτο μέγεθός του και στην απόλυτη αξία του ―
κατέχει, αλλά αδυνατεί να το αποδώσει στο από-
ται από εκείνο που η συνείδηση έχει συλλάβει και
Ο λόγος εκπορεύεται, κατευθύνεται και συντηρεί-
#
ήθος.
προστακτικός, η προστακτική είναι το φυσικό του
κή; Και δεν αρχίζει μόνο· ο λόγος είναι πάντοτε
Δεν είπαν ότι ο λόγος αρχίζει με την προστακτι-
#
τητας.
ξεκολλά από τον συμπαγή κορμό της πραγματικό-
Όνομα είναι ο ήχος που κάνει το πράγμα καθώς
#
νει πέταγμα και σκορπιός δηλητήριο.
του· άνθρωπος σημαίνει λόγος, όπως πουλί σημαί-
Η ιστορία του ανθρώπου είναι η ιστορία του λόγου
Α φ ιέρ ω μα _Γ λ ώσσα
Το ανέκφραστο
_ Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Συγγραφέας
Ανθολογώντας τα μαθήματα για τον λόγο του Γιώργου Χειμωνά
κάποιο είδος σιωπής.
λόγο σύρριζα στον δικό του θάνατο, τη σιωπή ― ή
Η γλώσσα της μεγάλης λογοτεχνίας φέρνει τον
#
από την κίνηση, διαρκώς παρακινείται.
βάλλων αναπαύεται. Ακίνητος απειλείται διαρκώς
Ο λόγος είναι κινητός και ακίνητος μαζί, μετα-
#
άλλον τρόπο.
Αντιφάσκοντας ορίζουμε τον λόγο, δεν έχουμε
#
λόγου.
τερεί του φιλοσοφικού και του επιστημονικού
χειρίζεται ακριβώς το αναίτιο τον κάνει να υπερ-
Η δυνατότητα που έχει ο λογοτεχνικός λόγος να
#
κίνηση των ακινήτων νοημάτων.
το ακίνητο νόημα. Λόγος είναι η κίνηση, η αέναη
και κυρίως κινώντας, περιβάλλει σαν μία στεφάνη
Ο λόγος αδιάκοπα ρέοντας, κινούμενος συνεχώς
#
Τω αγνώστω λόγω.
#
λόγου.
ρες, μικρές τελετές θάβεται η αρχαία χλιδή του
θάνατος, φόνος, λύπη) όπου με φτωχικές, γρήγο-
νους τους τόπους της ανθρώπινης ζωής (έρωτας,
Η γλώσσα μου είναι μια α ν α σ κ α φ ή. Σ’ εκεί-
#
από το νόημα.
Μοίρα της γλώσσας είναι ακριβώς, η άλωσή της
#
Γ λ ώσσα _ Α φ ι έ ρ ω μα
κοντέινερ Νοέμβριος 2009 | 15
Α φ ιέρ ω μα _Γ λ ώσσα
«Νώ», εμείς οι δύο _ Ιωάννα Ρεμιεδάκη, Θεατρολόγος
Πώς μετράμε τον κόσμο; Τι σημαίνει «αριθμός» στη γραμματική και τη σκέψη; Στην αρχαία ελληνική γλώσσα έχουμε ενικό, πληθυντικό και δυϊκό. Αυτόν τον αριθμό χρησιμοποιεί η Αντιγόνη, στο ομώνυμο έργο του Σοφοκλή, από τον δεύτερο κιόλας στίχο. Μιλά στην αδελφή της Ισμήνη για το κοινό τους χρέος, την ταφή του ατιμασμένου αδελφού τους Πολυνείκη, και ενεργοποιεί, με τον γραμματικό αυτό τύπο, τη σκληρή συγγένεια που τις ενώνει. Δύο ζευγάρια τραγικών προσώπων, δυο αδελφές και δυο (σκοτωμένοι) αδελφοί, δεμένα με την πατρογονική συμφορά. Κι όμως, ακόμα και σε αυτούς τους δυϊκούς χωράει πολλή αγάπη και τρυφερότητα. Μετά την άρνηση της Ισμήνης να συμμετάσχει, η Αντιγόνη θα μιλά και θα πράττει στον ενικό, είναι μόνη. Τι είναι λοιπόν ο δυϊκός; Τι υπήρχε εκεί για τους αρχαίους, και σε τι δεν μας χρησιμεύει πια, στη σημερινή δομή της γλώσσας, ώστε να επιβιώσει; Ο Στάινερ υποστηρίζει σωστά ότι οι θεσμοί της ζωής (όπως η συγγένεια), καθώς και το ριζικό νόημα ορισμένων πρωταρχικών ελληνικών μύθων, συνδέονται άμεσα με τα θεμελιώδη γνωρίσματα της σύνταξής μας (γένος, ονομασία, χρόνους και εγκλίσεις του ρήματος), και καταγράφονται σε αυτά. Κι αφού λοιπόν στα λόγια ενός προσώπου ακούμε τη φωνή
16 | κοντέινερ Νοέμβριος 2009
ενός κοινωνικού πολιτισμού, ας επανέλθουμε στο ερώτημα: τι/πού είναι η «δυϊκότητα»; Στο διαδίκτυο βρέθηκε το εξής: Συζήτηση: Δυϊκός αριθμός. Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια. 1ος χρήστης, 21:09, 5 Ιουν. 2005: «Κάτι δεν πάει καλά μ' αυτή τη σελίδα;! Βγαίνουν οι χαρακτήρες αλαμπουρνέζικα». 2ος χρήστης, 21:41, 5 Ιουν. 2005: «Ίσως κάτι έγινε με τη συγγραφή του και με τον υπολογιστή που γράφτηκε. Πάντως έχω την εντύπωση πως δε διορθώνεται. Οπότε όποιος θέλει ας γράψει για το Δυϊκό από την αρχή.» Ένας δυϊκός ανθρώπων αναρωτιέται, το ίδιο βράδυ καλοκαιριού, και προτρέπει να γράψουμε για τον δυϊκό απ’ την αρχή. Ας προσπαθήσουμε να το κάνουμε, ας μετρήσουμε ξανά τον κόσμο σε ζευγάρια: «Δυο μάτια, δυο χέρια. Δυο ήλιοι, δυο φεγγάρια», όπως λέει το δημοτικό τραγούδι. Ή, «τα μαύρα μάτια σου, που όταν τα βλέπω με ζαλίζουνε». Αν μεταγράφαμε τα παραπάνω στα αρχαία ελληνικά, θα χρησιμοποιούσαμε δυϊκό αριθμό. Για να μην πούμε για το: «εμείς οι δυο πάμε πακέτο», ξεκάθαρος δυϊκός, ή για το (λιγότερο προφανές): «Αν πεθάνεις, θα ‘ναι σα να μου βγάζουν τα κόκαλα απ’ το κορμί μου. Θα σωριαστώ χάμω και κανείς δεν θα καταλάβει για-
τί». Μια λεπτή διαβάθμιση από τον έναν στους πολλούς, ένα σκαλοπάτι στη μέτρηση και τη συγκρότηση του κόσμου, ένα ανάμεσα στη μονάδα και το σύνολο. Το ζεύγος, το ζευγάρι. Είμαι επειδή είσαι, και είμαστε επειδή είμαστε διαφορετικοί. Μπορούμε να πιστεύουμε ακόμα λίγο ότι είμαστε καλύτερα μόνοι μας, με τους ομοίους μας, τραγικά μόνοι δηλαδή, κι έτσι είναι καλά, χωρίς έρωτες, επαναστάσεις και τα τοιαύτα, όμως η δυνατότητα του ανθρώπου έγκειται στη συνάντηση. Η απουσία αυτής της τρυφερότητας μας σκληραίνει όλο και πιο πολύ. Κι ο σκληρός άνθρωπος είναι μόνος, και σπάει εύκολα και εντελώς, όπως λένε και στην Αντιγόνη, κι η ανάγκη είναι τεράστια, σήμερα, φθινόπωρο του ’09, γι' αυτό το εμείς οι δύο, το ανάμεσα, όπου και όπως προσδιορίζεται αυτή η συνάντηση. Θέση-αντίθεση, σύνθεση, όπως έλεγαν οι αρχαίοι ημών. Τα δύο κάνουν ένα, μόνον εφόσον είναι διαφορετικά. Ας αρχίσουμε να το γράφουμε στους τοίχους, «νω», «νω», «εσύ κι εγώ», σαν παιδικό τραγουδάκι. Μα να θυμάστε, τα παιδιά όταν παίζουν δεν αστειεύονται. Χαίρονται πραγματικά. Και τότε είναι που όλα μπορούν να συμβούν.
Γ λ ώσσα _ Α φ ι έ ρ ω μα
Πραγματικός διάλογος _ Γιώργος Διβάνης
Αρκετά συχνά ο λόγος κατανοείται ως η ικανότητα συγκρότησης σωστά δομημένων επιχειρημάτων στη βάση κάποιων λογικών κανόνων. Όμως, όπως έχουν δείξει οι εραστές της διαλεκτικής, κάτι τέτοιο δεν μπορεί παρά να αποτελεί μόνο μία αναγκαία συνθήκη προς τη γνώση. Για να καταστεί και ικανή, η συνθήκη του λόγου ως το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της φύσης μας, θα πρέπει μάλλον να νοείται ως να εμπεριέχει και την διάσταση του διαλόγου, τη δυνατότητα να εκφράσουμε τις σκέψεις μας, να τις επικοινωνήσουμε, να τις κάνουμε γνωστές και να τις υποβάλουμε σε ανοιχτή κρίση. Ο Σωκράτης αναφέρει συχνά ως παράδειγμα, για το πώς ο λόγος μπορεί να κάνει διάφορα αφανή στοιχεία της σκέψης μας γνωστά και κατανοητά, το αποτέλεσμα που προκύπτει όταν τα σύμφωνα συνδυάζονται με τα φωνήεντα καθώς μιλάμε. Τα σύμφωνα έχουν μόνο φωνή, ένα θόρυβο σαν να σφυρίζει η γλώσσα, δεν έχουν όμως λόγο. Μόνο αφότου
συνδυαστούν με ένα άλλο στοιχείο σε μία συλλαβή γίνονται φανερά και επομένως μπορούν να κατανοηθούν. Κάτι ανάλογο φαίνεται να συμβαίνει και με τις σκέψεις μας. Όπως εξηγεί ο Σωκράτης στον νεαρό Θεαίτητο, πολλές φορές παρατηρούμε ότι όταν σκεφτόμαστε είναι σαν η ψυχή μας να μιλάει με τον εαυτό της. Η αιτία είναι ότι η ψυχή έχει την ανάγκη να προσομοιάσει τη διανοητική λειτουργία της με έναν ιδιότυπο διάλογο σχετικά με τα ζητήματα που εξετάζει. Με αυτό τον τρόπο η ίδια η ψυχή προσπαθεί να φανερώσει και να κατανοήσει τις ίδιες τις διεργασίες της. Όμως καθώς οι διεργασίες της σκέψης διεξάγονται εν τη απουσία άλλου συνομιλητή, ο διάλογος αυτός παραμένει εικονικός, ένας διάλογος τον οποίο η ίδια η ψυχή διεξάγει μόνη της. Η σκέψη μας είναι μάλλον ένας ιδιότυπος μονόλογος. Έτσι όμως η ψυχή μας στερείται της ικανότητας να ελέγξει τις σκέψεις που η ίδια παράγει. Μάλλον υποκύπτει, όπως συνήθως ένας περήφανος γονιός, ευνοώντας
πάντα τις δικές της σκέψεις ακριβώς και μόνο επειδή είναι δικές της. Ένας άνθρωπος λοιπόν δεν μπορεί να κάνει διάκριση μεταξύ των δικών του απόψεων απλά και μόνο μέσω της σκέψης του. Επομένως, οι άνθρωποι για να γνωρίσουν και να κατανοήσουν δεν μπορούν να περιοριστούν στις σκέψεις τους, στον εσωτερικό διάλογο της ψυχής τους. Μέσω ενός ιδιότυπου διαλόγου οι διάφορες σκέψεις μας μορφοποιούνται και αποκτούν υπόσταση, όμως μόνο μέσα από τον πραγματικό διάλογο είναι δυνατό οι σκέψεις αυτές στη συνέχεια να κριθούν ως προς την αλήθεια και την εγκυρότητά τους. Ο λόγος προσφέρει επομένως τη δυνατότητα οι σκέψεις μας να γίνουν γνωστές. Όμως γνώση του κόσμου και του εαυτού μας προκύπτει μόνο μέσω ουσιαστικού διαλόγου.
Mυρτώ Αποστολίδου
κ ο ν τ έ ι ν ε ρ Ν ο έ μ β ρ ι ο ς 2 0 0 9 | 17
Α φ ιέρ ω μα _Γ λ ώσσα
Η τελευταία λέξη της πάλης _ Αλέκος Λούντζης, Ανθρωπολόγος
«Εμπρός λαέ μη σκύβεις το κεφάλι, ο μόνος δρόμος είναι αντίσταση και πάλη»/«Όταν τα βρίσκουν στο κτίριο της Βουλής, η μόνη αντιπολίτευση είμαστε εμείς»/«Το πάθος για τη λευτεριά είναι δυνατότερο απ’ όλα τα κελιά»
συνθημάτων, στην τελευταία λέξη της κάθε τελευταίας πάλης, τα πορτρέτα και τα τοπία, οι εξιδανικεύσεις και οι αφορισμοί, οι ευχές και οι κατάρες σχηματίζονται πάνω στον ίδιο ρευστό χάρτη.
Λόγια του αέρα, ιαχές εν στάσει και σε κυνηγητό, μασκοφόροι, οδοιπόροι, «φοιτηταί και εργάται», συνδικαλιστές σε βάθρα, συντεταγμένες γκρούπες ως κόκκινες καλλίφωνες χορωδίες, τραγούδια για την άγια ώρα της καταβαράθρωσης πλάι σε αναποδογυρισμένους κάδους, πατενταρισμένα συνθήματα, βινιέτες χωρίς πατρόν, «οργανωμένοι» να κρατούν το ίσο και ανένταχτοι να σιγοντάρουν στα ρεφραίν της αρεσκείας τους.
Τα πολιτισμικά διακοσμητικά ή χαρακτηριστικά εκάστης δεκαετίας, εκάστης πολιτικής συγκυρίας, εκάστης ομάδας ή συντεχνίας επηρεάζουν και ανανεώνουν τη διατύπωση, την τροπικότητα της αναπαράστασης και της αναπαραγωγής.
Ο ύμνος του ΕΛΑΣ και ο αφρός της Τούμπας Libre από ντουντούκες, ξελαρυγγιασμένες βραχνάδες και σκεπτικούς ψιθυριστές, σαρκαστικά δίστιχα από την έμπνευση ενός στη βροντή της μαζικής παρόρμησης, η συμπύκνωση της συγκυρίας και η αφήγηση της ιστορίας σμιλευμένη σε αμφιθέατρα, ταβέρνες, γιάφκες και πεζοδρόμια με soundtrack Φαραντούρη και Guns of Brixton. Κουβέντες των δρόμων, λόγια του αέρα … να σαρώνουν τις λεωφόρους και να χώνονται στις συνοικίες, να αποτυπώνουν και να σεισμογραφούν την πραγματικότητα, να συγκροτούν και να αποδομούν, να αντηχούν εκκωφαντικά στο αστικό πάρκο σαν προφητεία και να σβήνουν αίφνης χωρίς αντανάκλαση σαν δεκαετία, να ταξινομούνται ως διαχρονικά, αντιδραστικά, ξεπερασμένα, συγκινητικά ενίοτε να επανέρχονται υπό την ειρωνεία της επανάληψης της ιστορίας ή την εμμονή της αποφθεγματικής κοσμικής προσευχής που δεν εκπληρώθηκε… «Ήρθε η ώρα τα μάτια σου να ανοίξεις να δεις τους 100 που κάνουν καταλήψεις»/«Ένα είναι το σύνθημα που όλους μας ενώνει, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι»/«Εσείς με τα γκουλάγκ και τα ψυχιατρεία και μεις με τους τρελούς για μι’ άλλη κοινωνία»/«Αγρότες, εργάτες, φοιτητές με μέτωπο απαντάμε στις πολυεθνικές» Από τη στοχευμένη πολιτική δολοφονία του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα κατά τη διάρκεια των μαζικών καταλήψεων τον Ιανουάριο του ’91 έως την τυφλή θανάτωση του εφήβου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από δημόσιο υπάλληλο σε υπηρεσία ρουτίνας, η οποία πυροδότησε και τη βίαιη υπερχείλιση ανοχής μαθητών, επισφαλών, αποδιοπομπαίων, απολύτως ασφαλών, μεσοαστών (και όσες άλλες γενικές επιθυμείτε) τον Δεκέμβρη του 2008, το φόντο της πραγματικότητας άλλαξε 100 αποχρώσεις. Το έλασμα της συναίνεσης άγγιξε 100 φορές τα όριά του και άλλες τόσες επέστρεψε στη βάση του, οι διάλεκτοι και τα paraphernalia της δράσης εξειδικεύθηκαν, τα μέσα μαζικής καταγραφής και διασποράς αλλοίωσαν τις διάρκειες και την επωνυμία. Ωστόσο, στην τεχνολογία των
18 | κοντέινερ Νοέμβριος 2009
Δεν αλλάζουν όμως την υφή του συγκεκριμένου εκείνου λόγου που μετεωρίζεται ανάμεσα στη μυθική αναπαραγωγή της ουτοπίας και τη μοναδική αποτύπωση του παρόντος, του λόγου-σύνθημα που περιγράφει τη διαμάχη στο πεδίο της γλώσσας πάνω ακριβώς στη συνοριακή γραμμή της με την πράξη ή και αντιστρόφως τη διαμάχη στο πεδίο της πράξης πάνω ακριβώς στη συνοριακή γραμμή της με τη γλώσσα. Αν, λοιπόν, από τον Wittgenstein και έπειτα είναι λίγοπολύ κοινός τόπος σε όλες τις κοινωνικές επιστήμες ότι η γλώσσα δημιουργείται αλλά και παράγει την πραγματικότητα, ο μεταιχμιακός λόγος του συνθήματος, το όριο μεταξύ της περιγραφής και της παρακίνησης, η συμπύκνωση της συγκυρίας σε δυο προτάσεις που οι ίδιες ενέχουν και την ευχή της αναίρεσής της, φαντάζουν δυσπρόσιτα για οποιαδήποτε αποκλειστική γλωσσολογική, ανθρωπολογική ή κοινωνιολογική ανάλυση. Ίσως, εν τέλει, το πλέον πρόσφορο προς παρατήρηση πεδίο του συνθηματικού λόγου να είναι ό, τι μαρτυρεί όχι για τη συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία στην οποία γεννιέται ή επανέρχεται, αλλά για το πλαίσιο, για την περιβάλλουσα αισθητική, για τις ορίζουσες πρόσληψης της πραγματικότητας από τα υποκείμενα κάθε κινήματος. «Ζει, ζει ο Τεμπονέρας ζει, με Πέτρουλα, Λαμπράκη μάς οδηγεί»/«Ο Κουσουρής είμαστε εμείς»/«Αφήσατε τα δάση να καούν για πλάκα, και τώρα φυλάτε το δέντρο του μαλάκα»/«Δεν είπαμε ακόμα την τελευταία λέξη, αυτές οι μέρες είναι του Αλέξη» Την τελευταία δεκαπενταετία η απογείωση της τεχνικής των μέσων μαζικής καταγραφής και διασποράς, η ακαταμάχητη γοητεία του ψευδωνυμικού σχολιασμού, η κοινή παραίσθηση της δημόσιας παρέμβασης μέσω μιας οθόνης υγρών κρυστάλλων ονομάτισαν, αναταξινόμησαν και κατηγοριοποίησαν τα πάντα. Δεν υπήρξαν ποτέ τόσες αιωρούμενες υποδιαιρέσεις, υποκατηγορίες, ψευδώνυμα, ταμπέλες, ονόματα για να απεικονίσουν την ίδια πεπερασμένη πραγματικότητα που δεν άλλαξε δα και τόσο δραματικά αυτή τη δεκαπενταετία ή ίσως για να υποκαταστήσουν πρόχειρα εκείνες τις κατηγορίες γένους που φάνταζαν ξαφνικά τόσο ρευστές και αταίριαστες στα παλαιά τους ενδύματα.
Η συνθηματική συμπύκνωση θα ακολουθούσε το πνεύμα των καιρών. Γιατί πόσο εύκολο είναι να ορίσει κανείς με ακρίβεια σήμερα εργατική τάξη, μέσα παραγωγής, περιθώριο, κεφαλαιοκράτες, μάνες δίχως γιους/γυναίκες δίχως άντρες, ιδανική λύση; Η αποδόμηση των κατηγοριών και η αποδυνάμωση των συλλογικοτήτων διάνοιξαν το πεδίο της πάλης σε καινούργια πεδία ακτιβισμού και παρέμβασης (οικολογία, κοινωνικό φύλο), ευνόησαν γκραν-γκινιόλ αφηγηματικά μοτίβα μιας μάλλον χλιαρής πραγματικότητας («η κρίση διαβρώνει το σύστημα, ο καπιταλισμός καταρρέει») αλλά και σήμαναν την αγωνιώδη προσπάθεια ισχυρών ταυτίσεων σήμαναν την απωθημένη επιστροφή στην αίγλη της επικράτειας των ονομάτων, την έντονη ανάγκη εύρεσης μαρτύρων στα ερείπια της συλλογικότητας. Αυτή δεν θα μπορούσε και δεν θα είναι η τελευταία λέξη ούτε των συνθημάτων ούτε του επαγγελλόμενου τέλους της ιστορίας ενδεχομένως, όμως, να οφείλει να είναι η επόμενη. Αν η απήχηση του συνθηματικού λόγου στο παρόν συναρτάται πάντα με την περιγραφή και τη συμβολοποίηση των πιο εύφλεκτων υλικών του (και ο θάνατος ενός ανθρώπου θα είναι πάντα η κορύφωση κάθε αγώνα), η ατραπός για τη διαχρονική σημασία του λόγου είναι η πολιτική αφαίρεση πέραν των ονομάτων. Είναι το πέρασμα από το πένθος ή την εκδίκηση για τη μοίρα του ενός στην πάλη για την ανατροπή των συνθηκών που την όρισαν. Είναι και κάτι άλλο, κάτι τελευταίο πέραν πάλης, πένθους και εκδίκησης, πέραν συγκυρίας και διαχρονικότητας: ο αυτοσαρκασμός. Όσο ρευστός, μεταιχμιακός, συναισθηματικά φορτισμένος και αν είναι ο λόγος των κινημάτων, για κάθε σύνθημα, κάθε πορεία, κάθε δεκαετία υπάρχει και μια ακαταχώρητη, υποφωτισμένη, αντιηρωική αφήγηση που ενοχικά ή συνδικαλιστικά κρατιέται στα υπόγεια. Μια αφήγηση εσωτερική, αυτοκριτική αλλά όχι μηδενιστική, μια ιστορία της ιστορίας των κινημάτων και των συνθημάτων τους που σαρκάζει χωρίς να ειρωνεύεται, που αποτελεί, εν τέλει, και το έσχατο ανάχωμα στην εκδραμάτιση ή την αυτοϊκανοποίηση. Κάποια φωτισμένη στιγμή ο λόγος αυτός, αστείος – καθαρτικός – αντιφατικός, έρχεται στην επιφάνεια απρόσμενα και λυτρωτικά σαν απλά μαθήματα πολιτικής οικονομίας. Στα λόγια τι σκαφτιάς/τι σκαφτιάς τι επιστάτης/μα όμοια λάσπη να γυρνάς/κι όμοια να διατάζεις;/Στα λόγια φοιτητές/φοιτητές κι εργάτες ένα/μα για να δούμε αν στην ζωή/θα κάνουνε παρέα.
Γ λ ώσσα _ Α φ ι έ ρ ω μα
Πολιτική και ποδόσφαιρο, έρωτας και οικονομία _ Μαρία Μανδαλά, Λεξικογράφος
www.flickr.com/photos/adres81
Η ανάλυση, ο σχολιασμός και η ερμηνεία της πολιτικής γίνονται με ποδοσφαιρική ορολογία. Η περιγραφή των ανθρώπινων σχέσεων με όρους δανεισμένους από την οικονομία και τον πόλεμο. Η μεταφορά σχεδόν πάντοτε λειτουργεί με παραστατικές εικόνες: στην προεκλογική περίοδο ακούσαμε για τον ένα αρχηγό που «έπαιζε κατενάτσιο», τον άλλο που «δεν είχε πάγκο», στο ντιμπέιτ «κανείς δεν έβαλε γκολ, ούτε δέχθηκε γκολ», για «αυτογκόλ», για «φάουλ» και προχθές ακόμη, στις προγραμματικές δηλώσεις στη Βουλή ακούστηκε η κατηγορία «πετάτε τη μπάλα στη σέντρα».
Η ποδοσφαιρική ορολογία επιστρατεύεται ακόμη κι όταν πρόκειται για γυναίκες πολιτικούς: Στις 5-10-07 σε ημερήσια πολιτική εφημερίδα, όταν στο ΠΑΣΟΚ είχαν εκλογές για την αρχηγία του κόμματος, γράφτηκε «η Άννα Διαμαντοπούλου έκανε μια βόλτα στον αγωνιστικό χώρο, επιθεώρησε τις λακκούβες στο πράσινο χορτάρι και τελικά κατέθεσε την εντολή και πήρε θέση στην εξέδρα των επισήμων». Είναι τόσο καθιερωμένη πια η ποδοσφαιρική ορολογία για την ερμηνεία της πολιτικής που πολλοί μάθαμε ποδόσφαιρο από την πολιτική.
Ο πόλεμος από την άλλη μεριά μάς έδωσε τις λέξεις του για να περιγραφούν παραστατικά οι ερωτικές σχέσεις: η κατάκτηση, ο κατακτητής και με έμφαση καρδιοκατακτητής, η πολιορκία, η κάμψη της αντίστασης και η παράδοση. Τελευταία από τον πόλεμο περάσαμε στο «χρηματιστήριο των αισθημάτων» και ανέλαβε η οικονομική ορολογία να εκφράσει μεταφορικά τις σχέσεις μας, έτσι: επενδύουμε σε μια σχέση, παίρνουμε το ρίσκο της σχέσης, χάνουμε ή κερδίζουμε, ανεβαίνουν ή πέφτουν οι μετοχές μας και η κρίση των σχέσεων κι αυτή από τα οικονομικά είναι.
κ ο ν τ έ ι ν ε ρ Ν ο έ μ β ρ ι ο ς 2 0 0 9 | 19
Α φ ιέρ ω μα _Γ λ ώσσα
Η γλώσσα του νόμου, όπως η γλώσσα των χρησμών _ Αντώνης Μανιτάκης, Καθηγητής Νομικής
Vozek Slazi
Η γλώσσα του νόμου είναι κατ’ αρχήν στεγνή, άψυχη, τυπική και τυποποιημένη. Είναι στεγνή γιατί οι νόμοι είναι, και πρέπει να είναι άτεγκτοι και να εμφανίζονται ως απρόσωποι και απροσωπόληπτοι. Γι’ αυτό και διατυπώνονται πάντα με τρόπο γενικό και αφηρημένο, ώστε να μη γεννά η ρύθμισή τους υπόνοιες προσωποληψίας, ακόμη και αν είναι ατομικοί, χαριστικοί και κραυγαλέα συμφεροντολογικοί. Η γενική όμως και αφηρημένη διατύπωση ενός νόμου τον εμφανίζει απόμακρο, χωρίς δεσμούς με συγκεκριμένα πρόσωπα, τυφλό απέναντι στις διαφοροποιήσεις και στις διαφορετικότητες και τελικά αδιάφορο για τις αδικίες και τις ανισότητες. Η γλώσσα του νόμου εκλαμβάνει τους ανθρώπους ως τυπικά ίσα υποκείμενα δικαίου, χωρίς πάθη, χωρίς επιθυμίες, χωρίς διαφορετικές ανάγκες, χωρίς φοβίες. Ακόμη και όταν η νομοθεσία γίνεται συγκεκριμένη, λαμβάνοντας υπόψη της τη διαίρεση της κοινωνίας σε ομάδες και κατηγορίες, σε δυνατούς και αδύνατους, σε φτωχούς και πλούσιους και προνοεί για τους αδύναμους, τους μη έχοντες και μη κατέχοντες, και πάλι η γλώσσα πρέπει να εμφανίζεται το ίδιο τυπική και απρόσωπη. Ο νομοθέτης, από τη μεριά του, ενώ έχει όνομα και είναι πολιτικά και θεσμικά γνωστός, το πρόσωπό του χάνεται, διαχέεται σε πολύπλοκες διαδικασίες, σε άγνωστες επι20 | κοντέινερ Νοέμβριος 2009
τροπές, σε απρόσωπους θεσμούς και σε απίθανους συμβούλους. Ο «συντάκτης» τελικά του νόμου, αυτός που τον διατυπώνει νομοτεχνικά δεν είναι, όπως θα περίμενε κανείς η διοίκηση του Υπουργείου ή μια νομοτεχνική επιτροπή, αλλά οι νομικοί σύμβουλοι του υπουργού, νομικοί με ειδίκευση και πολιτική αφοσίωση στον ίδιο. Οι νόμοι διατυπώνονται, τελικά από ειδικούς, από τεχνοκράτες νομικούς, που είναι συνήθως απαίδευτοι γλωσσικά και άσχετοι με τα ζητήματα της νομοθετικής πολιτικής, χωρίς μνήμη θεσμική και χωρίς γνώση της προϊστορίας του νόμου. Το αποτέλεσμα είναι να κατασκευάζονται νόμοι ακαταλαβίστικοι, πολύπλοκοι και σύνθετοι. Γεμάτοι αντινομίες και ακυρολεξίες, ανεφάρμοστοι και ασυνάρτητοι. Και, κυρίως, γλωσσικά ανερμάτιστοι και ασύντακτοι. Και είναι φυσικό, αφού θα πρέπει γλωσσικά να βολέψουν συμφέροντα, ποικίλα και συγκρουόμενα και να στρογγυλέψουν τα αστρογγύλευτα. Η ταλαίπωρη νομική γλώσσα δεν πάσχει μόνον εξαιτίας της γενικής και αφηρημένης της διατύπωσης, δεινοπαθεί και από τους άμουσους γλωσσικά τεχνοκράτες της νομικής επιστήμης. Το δεινοπαθήματα όμως της νομικής γλώσσας δεν σταματούν στη γλωσσική της εκφορά, συνεχίζονται και με την ταλαιπωρία της εγγενούς, νομοθετικής αοριστίας και απροσδιοριστίας.
Η γλώσσα του νόμου είναι από τη φύση της αμφίσημη και πολύσημη, όπως και τα ιερά κείμενα. Η νομική διατύπωση πάσχει από νοηματική απροσδιοριστία. Εκεί οφείλονται και οι πολλές, ενίοτε αντιφατικές και συγκρουόμενες ερμηνείες του ίδιου νόμου. Τόσες ερμηνείες όσοι και οι ερμηνευτές. Κάθε εφαρμογή του νόμου επιδέχεται και μια διαφορετική ερμηνεία. Δεν φταίνε όμως γι’ αυτό μόνον οι νομοθέτες ούτε οι ερμηνευτές που τον ερμηνεύουν όπως θέλουν, χωρίς να τηρούν πάντα τους κανόνες της νομικής ερμηνευτικής. Φταίει και ο ίδιος ο νόμος, που εννοεί να τα ρυθμίζει όλα και μάλιστα λεπτομερώς και ατομικά, και να ορίζει τα πάντα. Φταίμε όμως και εμείς που περιμένουμε ο νόμος να τα λέει όλα, και τόσο καλά σαν να τον είχαμε φτιάξει εμείς στα μέτρα μας και για τη δική μας την περίπτωση. Αν μπορούσαμε να είχαμε νόμους ατομικούς για τον καθένα, τι ωραία θα ήτανε! Η γλώσσα του νόμου μοιάζει με τη γλώσσα των χρησμών: προβλέπει το μέλλον μας και δείχνει τη μοίρα μας, χωρίς να αλλάζει το ριζικό μας. Παρόλο που μας αφορά, δεν την καταλαβαίνουμε, ίσως επειδή και ο νόμος, όπως και οι χρησμοί, επιδέχεται πολλές ερμηνείες, που καμιά δεν θέλουμε να αποδεχτούμε ως μοιραία.
Γ λ ώσσα _ Α φ ι έ ρ ω μα
Λόγος και πολιτισμικές εννοιολογήσεις _ Πάνος Παπαδημητρόπουλος, Ανθρωπολόγος
www.cnpdonline.com
Αποτελεί πλέον κοινή γνώση στους χώρους των κοινωνικών επιστημών ότι η πραγματικότητα συγκροτείται συμβολικά, ότι δηλαδή το νόημα που οι άνθρωποι δίνουν στον κόσμο δεν αντικατοπτρίζει μια βαθύτερη ουσία των πραγμάτων αλλά είναι προϊόν σχέσης ανάμεσα σε αυτό για το οποίο μιλάμε και τη σημασία που εμείς του αποδίδουμε. Υπό αυτήν την έννοια, δύο άνθρωποι μπορούν να κατανοούν την ίδια κατάσταση, σχέση ή γεγονός με διαφορετικούς τρόπους χωρίς αναγκαστικά να σημαίνει ότι ο ένας από τους δύο αντιλαμβάνεται το «πράγμα» ορθά ενώ ο άλλος λανθασμένα. Ο λόγος (με την έννοια του φουκωικού «discours»), ως ένα σώμα γνώσεων ή απόψεων για κάτι, ακολουθεί μια συγκεκριμένη συλλογιστική αλλά αποτελεί ταυτόχρονα ένα συμβολικό σχήμα, έναν τρόπο να μιλήσουμε για τα πράγματα σύμφωνα με μια ορισμένη κατηγοριοποίηση του κόσμου. Οι διάφορες παρανοήσεις ή η ασυνεννοησία που καθημερινά παρατηρούμε ιδίως στον δημόσιο πολιτικό λόγο πηγάζουν εν μέρει και απ’ αυτό: ότι διαφορετικοί άνθρωποι χρησιμοποιούν τις ίδιες λέξεις ή όρους για να εννοήσουν διαφορετικά πράγματα.
Ιδιαίτερα δε όσον αφορά την ιστορική εμπειρία και ερμηνεία, συνήθως ένα σύνολο νοημάτων και εννοιολογήσεων είναι εκείνο που καθορίζει τη μία ή την άλλη πρόσληψη ενός γεγονότος. Έτσι, τα νέο-συντηρητικά αντανακλαστικά ορισμένων μπορεί να τους οδήγησαν στο να αντιληφθούν την εξέγερση του περασμένου Δεκέμβρη ως σύμπτωμα μιας κοινωνίας που παρακμάζει και ενός κράτους που αδυνατεί να αντιδράσει στη βούληση εκείνων που κινούνται με «παράλογη» καταστροφική μανία εναντίον περιουσιών. Από την άλλη μεριά, μια πιο ελευθεριακή οπτική προσεγγίζει τα ίδια γεγονότα από τη σκοπιά μιας πολυπόθητης ρήξης με δυνάμεις που καταπιέζουν το άτομο και την κοινωνία. Ο κυρίαρχος λόγος του κράτους και των mainstream media –σοβαροφανής και από τα πάνω ηθικοπλαστικός– συγκρούεται με την ετερογένεια όσων ακόμη τολμούν να μιλήσουν για την επανάσταση, για μια διαδικασία που στη δυτική πολιτική κουλτούρα ισοδυναμεί με μια διαφορετική κοινωνία. Η σύγκρουση των δύο καταδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους τα νοήματα υπόκεινται σε συνεχή επαναδιαπραγμάτευση ανάλογα με τα κίνητρα, τους σκοπούς και τις ιδέες των ανθρώπων. Την ίδια στιγμή κα-
ταδεικνύεται ότι ο πολιτισμός, ως σύνολο νοημάτων που πηγάζουν από πολλαπλούς λόγους και εμπειρίες που συγκροτούν πολλαπλούς τρόπους να υπάρχει κανείς μέσα στον κόσμο, αποτελεί ο ίδιος ένα πεδίο σύγκρουσης, μεταβολής αλλά και επινόησης ήδη υπαρχόντων νοημάτων. «Υπάρχουν τόσοι πολλοί τρόποι να ζήσει κανείς»… Υπάρχουν ? Αν και δεν μπορούμε να δράσουμε ή να σκεφτούμε έξω από το πολιτισμικό-ιστορικό πλαίσιο στο οποίο ζούμε, μπορούμε σταδιακά να μεταμορφώνουμε μέσω της πράξης το περιεχόμενο των λέξεων προς την κατεύθυνση της επανοικειοποίησης της ζωής μας. «Κοινότητα», «συντροφικότητα», «αλληλοβοήθεια», «παιχνίδι» είναι μερικές από τις λέξεις στις οποίες οφείλουμε να δώσουμε νέο περιεχόμενο διότι πιθανότατα αυτές μπορούν να ζεστάνουν ξανά τις καρδιές μας και να μας φέρουν πιο κοντά με τους ανθρώπους που αγαπάμε. Στην εποχή της μοναξιάς και της απομόνωσης των ανθρώπων ίσως ο πολιτισμός να μετασχηματίζεται πιο γόνιμα μέσα από το λόγο των ουτοπιστών και των ονειροπόλων.
κ ο ν τ έ ι ν ε ρ Ν ο έ μ β ρ ι ο ς 2 0 0 9 | 21
Α φ ιέρ ω μα _Γ λ ώσσα
ΑΡΧΕΤΥΠΙΚΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ _ Λευτέρης Βασιλόπουλος
«Δεν επιθυμώ το καινούργιο, επιθυμώ το αληθινό» Μαρίνα Τσβετάγιεβα (16 Φεβρουαρίου 1932)
Ξεχνάμε εύκολα, φαίνεται, την ιδιαίτερη σημασία των λέξεων, που διαλέγουμε (ή, που, όπως αισθάνομαι καμιά φορά, μας διαλέγουν) για να εκφραστούμε. Ωστόσο, ένας προσεκτικός συνομιλητής μπορεί να εξάγει πολύσημα συμπεράσματα, βάσει αυτού του προσωπικού, αλλά εν πολλοίς ετεροκαθορισμένου, γλωσσικού κώδικα. Παραδείγματος χάριν, μήπως είναι τυχαίο ότι χρησιμοποιείται πιο συχνά (σχεδόν καθημερινά) η λέξη τέλος (των ιδεολογιών, της ιστορίας κλπ), από την αντίθετή(;) της, τη λέξη αρχή; Κι’ όμως, όσοι αναζήτησαν κάποιαν «αρχή» (με την καθαρότητα των προσωκρατικών, με τη μεταβλητότη-
τα των επαναστατικών περιόδων, με την προσήλωση στην ευτοπία των εξεγερμένων, με την ομορφιά της ματαιότητας όποιων θέλησαν ν’ αλλάξουν ζωή, με την αξίωση του ξανά-ξεκινήματος της φαινομενολογίας, χωρίς την μετεγγραφή της, ως υπαρξισμό, στα γαλλικά), εγείρουν, επιτακτικά, το –τρομερό ενίοτε– ερώτημα: γιατί; (υπάρχουμε;) αντί των τόσο επιφανειακών κι’ εφήμερων: πώς; πού; πότε; Αυτά τα λίγα λόγια θέλω να αφιερώσω στην εποχή μου (καθώς όλοι αναφωνούν πως τελειώνει), όχι σαν επικήδειο αν και θεωρώ αξιοσημείωτο το γεγονός ότι συνεχίζει να ονομάζεται και να ονομάζει, χωρίς να διαθέτει μνήμη (προϋπόθεση γνώσης και πεδίο σύγκρισης). «Οι εποχές τέλος δεν έχουν – μόνο αρχαία διαστροφή». Ο έγκλειστος άνθρωπος, όσο και να καυχιέται σαν διαμορφωτής
της εποχής του, της έχει ήδη δοθεί, παλεύει ωστόσο για να μην ξεχαστεί μέσα στη στάσιμη ροή του πεπερασμένου χρόνου. Αν θυμάται ποιοι και ποιες είμαστε, επόμενο βήμα (γιγάντιο, μα εξίσου ελάχιστο) είναι το αγωνιώδες: «Γιατί Εμείς;» κι’ όχι κάποιοι άλλοι;. Βαθύτερα, ή απέναντι, περιμένει κάτι απείρως πιο απελευθερωτικό: το «Γιατί Όχι;» μιας επιθυμίας για ψυχικές συναντήσεις η οποία αποτελεί την πηγή, κάθε χειρονομίας μας προς τους άλλους, κάθε εξομολόγησης ή απόπειρας διαλόγου, τελικά κάθε γλώσσας, είτε αυτή γεννήθηκε για να ορίσει την ατομική ιδιοκτησία, είτε είναι αποτέλεσμα της αναζήτησης κατάλληλων τρόπων, αναφορικά με κοινές δράσεις και διαφορετικά μυστικά).
ση της καλής μετάφρασης είναι ένα είδος «τελετουργικής θυσίας» του κειμένου-πηγής, το οποίο πρέπει εξ ολοκλήρου να αντικατασταθεί από το καινούργιο κείμενο στη γλώσσα-στόχο.
νηθεί για πάντα. Πράξη προσπολιτισμού, λοιπόν, αλλά και πράξη βίαια, πράξη τελετουργική, πράξη που υπηρετεί τη λήθη, πράξη μεταμφίεσης, πράξη παραπλανητική: εν ολίγοις, πράξη τραυματική μέσα από την οποία καινούργια στοιχεία εισάγονται στη διαδικασία της ανθρώπινης επικοινωνίας, στοιχεία που καθιστούν ακόμη πιο σύνθετη και περίπλοκη την επαφή με τον Άλλο, την ώρα που φαίνεται να διευρύνονται, ενώ στην ουσία καταργούνται, ο ιστός συνδηλώσεων του πρωτοτύπου και το σύστημα διακειμενικών αναφορών του για να αντικατασταθούν με το φαντασιακό, πολιτισμικό και γλωσσικό πλαίσιο του καινούργιου κειμένου. Η μετάφραση ως πράξη ουτοπική και σε τελευταία ανάλυση αδιανόητη, λοιπόν, που χτίζει το μέλλον πάνω στα ερείπια ενός παρελθόντος που πρέπει να λησμονηθεί. Επειδή όμως όλα είναι μετάφραση εφόσον οποιαδήποτε ανθρώπινη σκέψη μπορεί να εκφραστεί και να γίνει κοινό κτήμα των άλλων ανθρώπων μόνο εάν μεταφραστεί σε λόγο (είτε προφορικό είτε γραπτό), εύλογα θα αναρωτηθούμε για τη φύση και της πράξης αυτής και για το αδιανόητο της ανθρώπινης επικοινωνίας.
Μεταγραφή
_ Maurizio De Rosa, Νεοελληνιστής
Η μετάφραση απασχολεί τον Δυτικό πολιτισμό για τουλάχιστον 23 αιώνες, από τότε που ο Έλληνας Λίβιος Ανδρόνικος μετέφρασε (ή μάλλον διασκεύασε) στα Λατινικά την Οδύσσεια του Ομήρου σηματοδοτώντας την αρχή της Λατινικής λογοτεχνίας και καθιστώντας την, την πρώτη «μη ελληνόφωνη ελληνιστικού τύπου» λογοτεχνία. Η περίπτωση της Λατινικής λογοτεχνίας δεν είναι όμως μοναδική. Ανά τους αιώνες πολλές άλλες εθνικές λογοτεχνικές παραδόσεις, στην Ευρώπη όπως και αλλού, ξεκίνησαν την πορεία τους από μια μετάφραση, συνήθως των Ιερών Γραφών, ενώ ακόμη και η Νέα ελληνική λογοτεχνία, στην προσπάθειά της να αυτονομηθεί από τη Βυζαντινή κληρονομιά και να εμπλουτίσει τις εκφραστικές ικανότητες της Νέας ελληνικής γλώσσας, ενσωμάτωσε στους κόλπους της πολλά έργα μεταφρασμένα από τα Ιταλικά, τα Γαλλικά αλλά και από τα Αρχαία Ελληνικά (ενδογλωσσική μετάφραση). Το γεγονός ότι ένα ξένο έργο δύναται να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης για μια εθνική λογοτεχνία, μας φανερώνει κάποιες ιδιαιτερότητες της μεταφραστικής πράξης. Κατ’ αρχήν, ότι πρόκειται για πράξη με κορυφαία πολιτισμική αξία. Επίσης, ότι προϋπόθε22 | κοντέινερ Νοέμβριος 2009
Με άλλα λόγια, ο μεταφραστής δολοφονεί τελετουργικά τη γλώσσα και το κείμενο του πρωτοτύπου, εξαφανίζει όλα τα ίχνη της πράξης αυτής και εμφανίζει πλέον ένα καινούργιο πρωτότυπο, το οποίο έχει οικειοποιηθεί το αίμα (όχι όμως και τη σάρκα) και τη ζωή του πρώτου κειμένου. Με αυτή την έννοια, η μετάφραση (στο πεδίο των πολιτισμικών ανταλλαγών, συγκρούσεων, συναντήσεων και διασταυρώσεων) αποτελεί διφορούμενη πράξη, όπου ο πολιτισμός Α οικειοποιείται τα επιτεύγματα του πολιτισμού Β είτε γιατί δηλώνει κατώτερος του δεύτερου είτε με στόχο να τον γνωρίσει καλύτερα. Η οικειοποίηση όμως δεν αρκεί. Συνθήκη της μετάφρασης είναι η ολοκληρωτική διαγραφή του κειμένου-πηγής και η απάλειψη όσων εκφραστικών στοιχείων δεν ταιριάζουν με το καινούργιο πολιτισμικό περιβάλλον, ούτως ώστε το κείμενο-πηγή να λησμο-
Γ λ ώσσα _ Α φ ι έ ρ ω μα
Η γλώσσα του διαδικτύου
_ Ματθαίος Τσιμιτάκης, www.tsimitakis.wordpress.com
Στην προμετωπίδα της αίθουσας εκδηλώσεων της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών φιγουράρει, αυτάρεσκα ίσως, αλλά τόσο αληθινά μια πινακίδα: «Η δημοσίευσις είναι η ψυχή της δημοκρατίας». Οι δημοσιογράφοι γνωρίζουν καλά ότι το απόφθεγμα αυτό είναι ένα «κλειδί». Από την επανάσταση της τυπογραφίας έως σήμερα, οι εξελίξεις στον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται η δημόσια επικοινωνία επηρεάζουν καθοριστικά τη λειτουργία του πολιτεύματος, τον τρόπο με τον οποίο κάνουμε πολιτική. Το βιβλίο, η τυπογραφία επέτρεψε την δημιουργία βιβλιοθηκών, το ξέβγαλμα της γνώσης από τα μοναστήρια του μεσαίωνα στην κοινωνία. Τα 200 περίπου χρόνια που διήρκεσε η επανάσταση της τυπογραφίας ώθησαν καθοριστικά τον ορθό λόγο και τη δημοκρατική κουλτούρα στη γηραιά ήπειρο. Οι τραγικότερες στιγμές του 20ού αιώνα, όπως ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος, συνδέονται με το ραδιόφωνο. Η εικονοποιία της τηλεόρασης πάλι σημαδεύει την εποχή του ψυχρού πολέμου. Οι εικόνες από το Βιετνάμ, η κρίση του Κόλπου των Χοίρων και αργότερα ο πόλεμος του Περσικού κόλπου σε απευθείας μετάδοση, η επέμβαση του ΝΑΤΟ στην πρώην Γιουγκοσλαβία εγγράφονται στην παγκόσμια κοινή μνήμη με τον ιδιαίτερο αισθητικό τρόπο των μεγάλων τηλεοπτικών Μέσων Ενημέρωσης κάθε δεκαετίας και καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική συζήτηση. Κάθε μέσο δημόσιας επικοινωνίας υποβάλλει τη μορφή και το είδος του λόγου που αναπτύσσεται εντός του, σμιλεύει τη δημόσια αφήγηση, τη γλώσσα στην οποία επικοινωνούμε, καταγράφουμε και τεκμηριώνουμε την εποχή μας. Ο λόγος των εφημερίδων, περιγραφικός, περιεκτικός, σκιαγραφεί τα γεγονότα διανθίζοντάς τα με ερμηνείες. Έχει πάντοτε (ακόμα και αδιόρατα) κριτική διάθεση έναντι του γεγονότος. Ο λόγος του ραδιοφώνου άμεσος και παραστατικός ανακατασκευάζει τα γεγονότα κινητοποιώντας τη φαντασία. Ο λόγος της τηλεόρασης ελλειπτικός, συμπληρωματικός του κεντρικού φορέα της είδησης που είναι η εικόνα. Πέρα από τους εγγενείς περιορισμούς που η τεχνολογία κάθε φορά επιβάλλει, άλλοι παράγοντες παίζουν ακόμα καθοριστικότερο ρόλο. Ιστορικά τα media βρίσκονται στα χέρια κυβερνήσεων, στρατών ή μεγάλων εταιριών που μπορούν να τα συντηρήσουν. Έτσι αντανακλούν την οπτική και –μοιραία– τα συμφέροντά τους. Κάθε εμφάνιση νέου μέσου συνοδεύεται από μια περίοδο αναζήτησης στο επίπεδο της αφήγησης, συναρπαστικά χρόνια κατά τα οποία σχηματίζονται οι διαλεκτικοί κανόνες, διευρύνεται η αίσθηση ελευθερίας, ενώ ταυτόχρονα αναζητείται ο τρόπος χειραγώγησης του.
Η έκβαση αυτής της διαμάχης καθορίζει εν πολλοίς και τα όρια της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η δεκαετία που διανύουμε θα χαρακτηρισθεί πιθανότατα από τους ιστορικούς, ως «επαναστατική» για έναν και μόνο λόγο. Η έλευση του διαδικτύου, η εξάπλωση της ψηφιακής τεχνολογίας, δημιουργεί για πρώτη φορά τις προϋποθέσεις για μια «κοινωνικοποίηση των Μέσων Ενημέρωσης». Αιτία αυτού του φαινομένου δεν είναι άλλη από την αποκέντρωση των μέσων παραγωγής και διανομής πληροφοριών σε μεγάλη κλίμακα. Ένας blogger στο Ιράν μπορεί για πρώτη φορά να επικοινωνήσει στην ίδια εμβέλεια με ένα συντεταγμένο Μέσο Ενημέρωσης, όπως είναι για παράδειγμα τα μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία. Όλες οι μεγάλες κρίσεις των τελευταίων ετών για πρώτη φορά καταγράφονται τόσο από δημοσιογράφους, όσο και από πολίτες στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και τα ημερολόγια του διαδικτύου (blogs). Η δημόσια αφήγηση της εποχής μας για την εξέγερση στο Ιράν, τη Βιρμανία, την κατάρρευση της Ισλανδίας, τη ρωσική επέμβαση στη Γεωργία, τον ελληνικό Δεκέμβρη και πολλά ακόμα γεγονότα συντίθεται για πρώτη φορά συλλογικά. Τόσο στη γλώσσα των media, όσο και στη γλώσσα των ερασιτεχνών γραφιάδων του διαδικτύου. Οι συντακτικοί κανόνες αυτής της δεύτερης γλώσσας διαφέρουν ριζικά από αυτούς της πρώτης. Υποκειμενική γραφή έναντι της αντικειμενικής. Ψευδωνυμία έναντι της επωνυμίας, προφορικός λόγος, έναντι του λόγου των δημοσιογραφικών σχολών, άμεση μετάδοση πληροφοριών, έναντι της ανακατασκευής της είδησης. Καθώς ο λόγος των κατεστημένων Μέσων Ενημέρωσης ξεψυχάει στην αυτοαναφορικότητά του, ο αυθάδικος λόγος του διαδικτύου αρθρώνεται σε δίκτυα και διεκδικεί ανταγωνιστικά μια πιο αυθεντική σχέση με την εποχή μας. Δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερο παράδειγμα από την μετάδοση των γεγονότων της 6ης Δεκεμβρίου 2008, όταν δίπλα στα έκτακτα δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης, ένας καταιγισμός προσωπικών μαρτυριών κατέκλυζε το διαδίκτυο, ανασυνθέτοντας το γεγονός. Μετά από λίγη ώρα η είδηση γράφτηκε από έναν ανώνυμο χρήστη του διαδικτύου σε ένα κοινωνικό δίκτυο ως εξής: «κόσμος στο Πολυτεχνείο, επεισόδια στα Εξάρχεια, ανοιχτή η Πατησίων, το παιδί είναι 16 χρονών. Κατεβείτε κάτω είναι επιβεβαιωμένο». Στην ανατομία αυτής της λειτουργίας και αυτού του ενδεικτικού σημειώματος, ίσως κρύβεται το μέλλον της δημοσιογραφίας.
κ ο ν τ έ ι ν ε ρ Ν ο έ μ β ρ ι ο ς 2 0 0 9 | 23
Α φ ιέρ ω μα _Γ λ ώσσα
24 | κ ο ν τ έ ι ν ε ρ Ν ο έ μ β ρ ι ο ς 2 0 0 9
Κώστας Τσιρώνης
κ ο ν τ έ ι ν ε ρ Ν ο έ μ β ρ ι ο ς 2 0 0 9 | 25
Α φ ιέρ ω μα _Γ λ ώσσα
ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΔΙΑΟΛΟΥ _ Μάνος Σιφονιός
www.fupete.com
Ο Ambrose Bierce, ήταν ένας μάχιμος αντικομφορμιστής δημοσιογράφος και συγγραφέας. Οι σατυρικοί «ορισμοί» του για διάφορα λήμματα, ξεκίνησαν να γράφονται σε μια στήλη μιας μικρής εφημερίδας του Σαν Φραντσίσκο στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η αιρετική του γραφή έγινε συχνά αιτία αντιπαραθέσεων, αλλά είχε και μεγάλη επιτυχία. Το 1911 εκδόθηκε το βιβλίο με τίτλο «Το Λεξικό του διαβόλου». Το σημείωμα δανείζεται (τον τίτλο και) την ιδέα και στο πνεύμα της σημερινής εποχής ανατέμνει και φωτίζει με αιρετικό τρόπο, τους ορισμούς που θα βρίσκαμε σε ένα κλασικό λεξικό.
26 | κοντέινερ Νοέμβριος 2009
Γλώσσα (η) ουσ. [<αρχ. γλωσσα] Πολύπλοκη μηχανή ψεύδους την οποία χειρίζονται αποκλειστικά εκπαιδευμένοι από τα μικράτα τους, εργάτες της νόησης. (βλ. λήμμα άνθρωπος). Αν και έχει οστεοθραυστικές δυνατότητες, συνήθως περιορίζεται σε λείανση και γλύφανση «σκληρών πετρωμάτων» Λόγος (ο) ουσ. [<αρχ. λόγος < λέγω] 1. Ευεργετική βροχή που εμπλουτίζει το έδαφος της ανθρώπινης επικοινωνίας με χρήσιμα ιχνοστοιχεία. Σε άνυδρα μέρη πίπτει ράβδος. 2. Επιταγή που δίδεται έναντι ψήφου συμπάθειας, εμπιστοσύνης, βεβαιότητας, εξουσίας, κλπ («σου δίνω το λόγο μου ότι…»). Κατά κανόνα ακάλυπτη.
Γ λ ώσσα _ Α φ ι έ ρ ω μα
Οι λέξεις και τα avatars
_ Ηλίας Μαρμαράς, New media artist, www.foldedin.blogspot.com
Μέχρι τα τέλη του δέκατου έκτου αιώνα, η έννοια και η πρακτική χρήση της ομοιότητας είχε ένα θεμελιώδη ρόλο σε σχέση με τους τρόπους αντίληψης, επικοινωνίας και κατ’ επέκταση της γνώσης του κόσμου. Η ομοιότητα οργάνωνε το παιχνίδι της χρήσης των συμβόλων. Μέσω της ομοιότητας οι άνθρωποι, του δυτικού τουλάχιστον κόσμου, αποκτούσαν τη γνώση των ορατών και των αόρατων πραγμάτων και με την ομοιότητα παιζόταν το παιχνίδι της αναπαράστασής τους. Ο δέκατος έβδομος αιώνας, δηλαδή οι απαρχές του διαφωτισμού, άλλαξαν τη σχέση της ομοιότητας με την αντίληψη ριζικά. Επειδή όμως η ιστορία της γνώσης και οι τεχνικές της γνώσης είναι μια μη-γραμμική πολυπλοκότητα συμβάντων, η παλιά αυτή σχέση της ομοιότητας με τον κόσμο και τα πράγματα, επανήλθε με ένα παράδοξο τρόπο, που διαρκώς εξελίσσεται, στους εικονικούς ψηφιακούς κόσμους του εικοστού πρώτου αιώνα. Έχει αλλάξει όνομα- εν μέρει- σήμερα η ομοιότητα λέγεται προσομοίωση, αλλά στην ουσία, έστω και θρυμματισμένη δεν είναι τίποτε άλλο από την παλιά εκείνη διαφανή σχέση των λέξεων και των πραγμάτων. Λέξεων, που εκφέρονται από avatars που αντιπροσωπεύουν ανθρώπους, ενώ τα ίδια τα avatars, είναι επίσης και πράγματα. Τι είναι ένα avatar; Ένα avatar είναι η αντιπροσώπευση, το alter ego, ενός χρήστη που διαμέσου κάποιων υπολογιστών και του αντίστοιχου λογισμικού, συμμετέχει σε κάποια online κοινότητα.
11:40
Υπάρχουν δυσδιάστατα αλλά και τρισδιάστατα avatars. Τα τελευταία είναι και τα πλέον ενδιαφέροντα γιατί όχι μόνο είναι σαφώς πιο πολύπλοκα άρα και με περισσότερες αισθητικές και κοινωνικές δυνατότητες, αλλά γιατί στην ουσία, συνθέτουν το επόμενο επίπεδο αναπαράστασης του κόσμου και της ανθρώπινης υπόστασης μέσα σε αυτόν. Αν ο κόσμος του θεάματος όπως τον διαμόρφωσε ο κινηματογράφος και η τηλεόραση τον προηγούμενο αιώνα, περιόρισε την ύπαρξη γενικά και την ανθρώπινη ταυτότητα ειδικότερα, στα πλαίσια της εικόνας, τα τρισδιάστατα avatars, ανακαλύπτουν ξανά τον όγκο των τριών διαστάσεων της ανθρώπινης κατάστασης, τυλίγοντας τις κουρελιασμένες πια εικόνες γύρω από ένα τρισδιάστατο σκελετό. Μαζί με την εικόνα της ταυτότητας των υποκειμένων, τυλίγεται σε αυτή τη τρισδιάστατη κατασκευή, και ο ανθρώπινος λόγος, έτσι όπως μπορεί να αρθρωθεί μέσα στους εικονικούς κόσμους, κι αυτό μαζί με την επιπλέον υποχρέωση να συνυπάρξει με τις γλώσσες της μηχανής (δηλαδή των κάθε είδους συστημάτων της πληροφορικής ) που συνθέτουν τις κάθε είδους εικονικές πραγματικότητες. Δεν υπάρχει λόγος των avatars εκτός της προσομοίωσης. Είναι αδύνατον να διαχωριστεί από τη διαφάνεια που τον συνδέει με το τρισδιάστατο περιβάλλον, με την ατελείωτη ποικιλία των animations που συνοδεύουν τη διαδικασία της εικονικής κοινωνικοποίησης, και την κατανόηση και αποδοχή της όποιας γλώσσας που χρησιμοποιούν οι υπολογιστές. Όχι της γλώσσας προγραμματισμού, αυτό είναι μια άλλη ιστορία, αλλά της γλώσσας και των διαλέκτων που προκύπτουν εντός των εικονικών κόσμων, εκεί
που είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν έχει και κάποια σημασία, να καταλάβει κανείς αν αυτός που μιλά τις ανθρώπινες λέξεις είναι άνθρωπος, αντικείμενο, ή ένα script που τρέχει να διευκολύνει ή να εμπλουτίσει την κατάσταση. Ένα είναι πάντως το διαφαινόμενο. Στο εξαιρετικό έργο του «Οι λέξεις και τα πράγματα» ο Michel Foucault αναφέρει πως το σημαντικό υφάδι της ομοιότητας κατά τον δέκατο έκτο αιώνα είναι πολύ πλούσιο. Amicitia, Aequalitas (contractus, consencus, matrimonium, societas, pax και similia), Consonantia, Concertus, Continuum, Paritas, Proportio, Similitudo, Conjunctio, Copula. Και άλλες πολλές έννοιες που αλληλοκαλύπτονται, αλληλοενισχύονται και αλληλοδιασταυρώνονται στην επιφάνεια μιας σκέψης, δηλαδή μιας γλώσσας που επιχειρεί να κατανοήσει και να αναπαραστήσει τον κόσμο στην πολυπλοκότητά του. Ειπώθηκε στην αρχή, η προσομοίωση των εικονικών κόσμων, είναι προς το παρόν ένα παράγωγο της ομοιότητας που χαρακτήριζε κάποτε, τις σχέσεις διαφάνειας ανάμεσα στα πράγματα, στη γλώσσα και στην κατανόηση. Αλλά από την άλλη, οι εικονικοί κόσμοι και τα avatars είναι μόλις νεογέννητα. Και τα νεογέννητα ψελλίζουν αλλά όταν ενηλικιώνονται είναι ικανά να κάνουν ποίηση.
ok my ID likes this too,
11:47
but try to b more poetic
even in rl
Anton Dekkar:
Hmmm
Xcite! Clit is excited by the proximity of Mudbear McDowwll
Anton Dekkar:
Can I TP you
Imala Lemon:
she said before: it is not sex what we are doing here...
Imala Lemon:
u can do better, i am sure..
Slutissima Oh:
we deal with texts, we are authors...
Imala Lemon:
doing some poetry i mean...
Imala Lemon:
and you know texts are everything...Il n y a pas du hors
Anton Dekkar:
Where Ma Raney and
11:41
Imala Lemon:
Slutissima Oh:
not in luuuve, only in passion, luuuve doesnt interest me
text...as a philosopher said once...
Beethoven once unwrapped their bed
11:48
Mudbear McDowwll:
You fucked with this philosopher or you just read him?
Roll… Tuba players now rehearsal around the flagpole
Imala Lemon:
It is not the same thing? So far i thought it was...
Raine Hextall smells copy/paste and filters it all out.
Chalet Medium House :
I am only an avatar Joler, is at the back door
11:42
hand job:
Chalupa Helvetic, say ‘/1 Hide’ to hide me,
Anton Dekkar:
Thats a good point.. is masturbation a solo activity?
11:45
or ‘/1 Show’ to make me show.
Anton Dekkar:
or if I masturbate with you by reading yr chat is it then sex?
0 Or just right-
click and sit on me
You like it?
Anton Dekkar:
I have a strong urge for sex
11:49
Imala Lemon: Imala Lemon:
Does it feel good?
Imala Lemon:
it is not sex what we are doing here...
lutissima Oh:
but pls, focus a bit on text sex that we are doing here...
Anton Dekkar:
mostly about using your orafices in various manners
slutissima Oh:
can teleport urself anyway
Mudbear McDowwll:
If I am inclined
Imala Lemon:
a ok u prefer me to talk all the time like: aggggghhhhhhhhh
Mudbear McDowwll:
Now you can relax and listen
Mudbear McDowwll:
The sweet pretty things are in bed now of course
- Instant message logging enabled --
11:50
11:46
Mudbear McDowwll:
You changed your profile
Mudbear McDowwll:
Glad you didn’t change your look
The city fathers they’re trying to endorse, The reincarnation of Paul
Chalet Medium House :
Che Bonito is at the door.
Revere’s horse But the town has no need to be nervous.
Mudbear McDowwll:
Were u in love in SL at some point?
The ghost of Belle Star she hands down her wits
Mudbear McDowwll:
To Jezebel the nun she violently knits
A bald wig for Jack the Ripper who sits
At the head of the chamber of commerce.
κ ο ν τ έ ι ν ε ρ Ν ο έ μ β ρ ι ο ς 2 0 0 9 | 27
ΒΛ Ε Μ Μ Α _ΜΙΚΡΟΥ Μ Η ΚΟΥΣ
Ο ΚΑΤΩΤΕΡΟΣ
_ The Erasers featuring Lo-Fi, www.the-erasers.org
25 βήματα προς την αίθουσα ελέγχου, υπολογίζοντας την κάθε νύχτα..
Εδώ είναι που κάθομαι και παρατηρώ το απαρατήρητο.
Από τις 8 το βράδυ μέχρι τις 8 το πρωί, τα φώτα νέον με φέρνουν πιο κοντά στην άκρη του ύπνου.
28 | κοντέινερ Νοέμβριος 2009
Μ ΙΚΡΟΥ Μ Η ΚΟΥ Σ _ Β Λ Ε Μ Μ Α
Είμαι στο υπόγειο, τώρα. Νέον φώτα πάλι. Αυτό το κρύο φως που αποστειρώνει τα πάντα. Αυτό είναι ένα μήνυμα προς εμένα. Αυτό που γράφω, είναι ένα μήνυμα για μένα. Επιπλέω, παρατηρώντας τον εαυτό μου απ’ έξω, αλλά πού είναι το έξω;
Βλέπω να με κοιτάω και είμαι:
κ ο ν τ έ ι ν ε ρ Ν ο έ μ β ρ ι ο ς 2 0 0 9 | 29
ΒΛ Ε Μ Μ Α _ΜΙΚΡΟΥ Μ Η ΚΟΥΣ
Οριζόντιος.
Τοπίο ονείρων, τοπίο γεύσεων, τοπίο επιθυμιών, τοπίο του εαυτού μου.
Τώρα, χάνομαι σ’ ένα τσιμεντένιο τοίχο.
Χάνομαι στα απόβλητα.
Χάνομαι στο σύστημα υπονόμου.
Χάνομαι στο σύστημα εξαερισμού.
30 | κοντέινερ Νοέμβριος 2009
Μ ΙΚΡΟΥ Μ Η ΚΟΥ Σ _ Β Λ Ε Μ Μ Α
Χάνομαι κι εμφανίζομαι εδώ και παντού, όπου επιθυμεί το μυαλό μου... Όνειρο: Τα σύννεφα φεύγουν, η βροχή σταματά, σκόνη καλύπτει τα πάντα. Ονειρεύομαι ότι έχω εξαφανιστεί μέσα σ’ όλα κι’ ότι μια μέρα θα με βρουν στην ίδια μου την Πομπηία. Σηκώνω το κεφάλι μου απ’ το γραφείο. Άλλα 90 λεπτά προτού τελειώσει η βάρδια μου. Αύριο πάλι εδώ, αύριο άλλο ένα όνειρο για να ξεχαστώ από τη ρουτίνα μου.
κοντέινερ Νοέμβριος 2009 | 31
ΒΛ Ε Μ Μ Α _Κ ο υ β έν τ ες τ ο υ σ ι να φ ι ού
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ ΣΥΝΟΜIΛΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΜΙΣΕΛ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟ _ Φωτογραφίες Γεράσιμος Δομένικος
Το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης γιορτάζει σε λίγες μέρες τα 50 χρόνια του. Την ίδια στιγμή, το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων κινηματογραφιστών, που στο μεταξύ προχώρησε στη δημιουργία της κίνησης «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη» αποφάσισε να παρουσιάσει τις ταινίες του στο πολυαναμενόμενo «Fog films» γυρνώντας την πλάτη στο Υπουργείο Πολιτισμού και στη διοίκηση του Φεστιβάλ. Ταραγμένοι καιροί για τον ελληνικό κινηματογράφο, αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέροντες –ίσως και ελπιδοφόροι! Σε αυτό το ομιχλώδες τοπίο, ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Βούλγαρης συναντάει τον Μισέλ Δημόπουλο, τον άνθρωπο που μετεξέλιξε σε διεθνές το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και διευθυντή του την περίοδο 1991-2005, και συνομιλούν για το σύγχρονο κινηματογραφικό τοπίο, σε μια συνεύρεση τόσο σπάνια όσο και εξαιρετικά επίκαιρη.
Αλέξανδρος Βούλγαρης: Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 δουλέψατε στο ιστορικό πλέον περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος». Τι διαφορές βλέπετε στα περιοδικά της εποχής μας όσον αφορά την κινηματογραφική κριτική και την παρουσίαση ταινιών; Μισέλ Δημόπουλος: Δεν χωράει αμφιβολία ότι την εποχή εκείνη τα κινηματογραφικά περιοδικά – κυρίως ο «Σύγχρονος» – έπαιξαν ένα τεράστιο ρόλο στη θεμελίωση της κινηματογραφικής σκέψης και θεωρίας στην Ελλάδα. Και ας ήταν κάπως «τρομοκρατικές» οι απόψεις που εκφραζόντουσαν, ακραίες μερικές φορές και πολεμικές. Δεν έπαιζε ρόλο μόνο η κριτική μιας ταινίας, αλλά και ο τρόπος γραφής της, οι αναφορές που επιστρατεύονταν, το πάθος που την υποκινούσε. Από την άλλη, σ’ ένα περιοδικό που κυκλοφορεί σε τακτά διαστήματα οικοδομείται μια σχέση πιο ευρεία ανάμεσα στον αναγνώστη και τους συντάκτες. Αυτή η σχέση εγγράφεται σε μια ιστορική συνέχεια όπου νοοτροπίες, ευαισθησίες, απόψεις, θεωρίες, μετεξελίσσονται στην διάρκεια των χρόνων. Υπήρξαν φάσεις: σινεφιλική, ιδεολογική, ψυχαναλυτική, κινηματογράφος των δημιουργών. Δυστυχώς όμως, στην χώρα μας, η αναγκαιότητα ύπαρξης των περιοδικών αυτού του είδους, μετά την δεκαετία του ΄80, φαίνεται ότι δεν ήταν πια επιβεβλημένη ενώ, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία) συνεχιζόταν η λειτουργία τους, κυρίως λόγω της έντονης ανάπτυξης των πανεπιστημιακών κινηματογραφικών σπουδών. Αντιθέτως, εδώ, το κοινό άλλαζε όπως και τα γούστα και οι συνήθειες, κυριαρχούσε όλο και περισσότερο ένας κινηματογράφος τυποποιημένος και ισοπεδωμένος, με αποτέλεσμα ο κριτικός λόγος, η κριτική δραστηριότητα να ελαχιστοποιείται προς όφελος διαφόρων στρατηγικών επικοινωνίας και εμπορικότητας. Σήμερα οι κριτικοί πασχίζουν να εκφράσουν την μέση γνώμη του κοινού, εξαντλώντας την «αποστολή» τους στα εισιτήρια που κάνουν οι μπλοκμπάστερ ταινίες, αδιαφορώντας για τις «μι32 | κοντέινερ Νοέμβριος 2009
κρότερες» ταινίες όταν δεν έχουν την τύχη να βραβευτούν στα μεγάλα φεστιβάλ. Παράλληλα, τα σύνορα του αντικείμενού τους δεν είναι πια καθαρά προσδιορισμένα. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα κορεσμό από πολλά και διαφορετικά καθεστώτα παραγωγής και διανομής εικόνων: ίντερνετ, dvd, μουσεία, φεστιβάλ με άφθονες παρεμβολές μεταξύ τους. Εάν ο ρόλος του κριτικού δεν είναι πια εκ των πραγμάτων, όπως παλιότερα, να ξαφνιάσει, να ενοχλήσει, να αντισταθεί στις επιταγές των καιρών μας, όπως έλεγε ο Αλμπέρ Καμύ, και να πολεμήσει τη νοθεία στην τέχνη, τότε τουλάχιστον ας βοηθήσει στο ξεσκαρτάρισμα αυτών των εικόνων. Α.Β.: Πρόσφατα είδα στη νέα ταινιοθήκη το «Μοντέλο» του Κώστα Σφήκα και παρατήρησα στους τίτλους ότι ήσασταν ένας από τους ερμηνευτές. Πιστεύετε ότι οι νέοι κινηματογραφιστές έχουν σταματήσει να πειραματίζονται με την ουσία της φόρμας με τον τρόπο που το έκαναν οι σκηνοθέτες της δεκαετίας του 70; Μ.Δ.: Υπάρχουν και σήμερα δημιουργοί που πειραματίζονται στη φόρμα, αν και όχι πια στον ίδιο βαθμό. Το βίντεο και η αλληλοεπίδραση με την κινηματογραφική εικόνα έχουν προσφέρει θαυμάσια αποτελέσματα.. Επίσης η «διαπλοκή» εικόνων σε διαφορετικές παραστατικές τέχνες, κυρίως στα ζωντανά θεάματα (θέατρο, μουσική, χορός) άνοιξαν νέους ορίζοντες αμφισβητώντας την τυπική κινηματογραφική διαδικασία... Ο Γκοντάρ στις «Ιστορίες του κινηματογράφου» και στην έκθεση του στο Κέντρο Πομπιντού «Ταξίδια στην Ουτοπία», καθώς και ο Γκας Βαν Σαντ στις πρόσφατες ταινίες του αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Α.Β.: Κοιτώντας το παρελθόν του ελληνικού κινηματογράφου τα τελευταία 40 χρόνια βλέπω πολλούς σκηνοθέτες και πολλές ταινίες που θα μπορούσαν να κοντραριστούν με τα αριστουργήματα που άφησε ο παγκόσμιος κινηματο-
γράφος σε αυτό το διάστημα. Τι έφταιξε και αυτές οι ταινίες δεν βγήκαν όσο έπρεπε προς τα έξω; Πως πιστεύετε ότι θα μπορούσαν να αποφευχθούν αυτά τα λάθη τώρα που ο ελληνικός κινηματογράφος ξαναπαίρνει τα πάνω του; Μ.Δ.: Υπάρχει μόνο μια λύση σε αυτό το θέμα. Οι ταινίες να καταφέρνουν να επιλεγούν στα διεθνή φεστιβάλ. Ας μην ξεχνάμε ότι τα φεστιβάλ πια παίζουν ολοένα και περισσότερο το ρόλο ενός εναλλακτικού δικτύου διανομής ταινιών. Από φεστιβάλ σε φεστιβάλ οι ταινίες των μικρών χωρών όπως η Ελλάδα καταφέρνουν να προσεγγίσουν ένα αξιοσημείωτο κοινό - έστω και αν αυτό δεν λύνει σίγουρα το οικονομικό μέρος, την εμπορική διάσταση. Βέβαια, οι Ελληνικές ταινίες –πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις- είχαν πάντα ένα μηδαμινό μερίδιο στην παγκόσμια αγορά ταινιών και αυτό δεν έχω πολλές ελπίδες ότι πρόκειται ποτέ να βελτιωθεί, αν κρίνουμε από την κατάσταση που επικρατεί σήμερα και την εξέλιξη που διαγράφεται στο μέλλον. Αν ο κινηματογράφος των δημιουργών στην Ελλάδα δεν μπορέσει να «τρυπώσει» με την αξία του σε διεθνείς διοργανώσεις, είναι καταδικασμένος να εγκλωβιστεί σε μια νέα εσωστρέφεια που ισοδυναμεί με θάνατο. Α.Β.: Φαντάζομαι ότι έχεις παρακολουθήσει αναρίθμητα κινηματογραφικά φεστιβάλ όλα αυτά τα χρόνια. Τι κάνει ένα φεστιβάλ επιτυχημένο; Μ.Δ.: Ασχολούμαι με τα διεθνή φεστιβάλ εδώ και σχεδόν σαράντα χρόνια, όμως τη μαγική συνταγή του επιτυχημένου φεστιβάλ δεν νομίζω ότι την ξέρω! Κυρίως τώρα που το κινηματογραφικό τοπίο μεταβάλλεται ραγδαία. Προσωπικά πάντως, συνεχίζω να θεωρώ ότι ένα επιτυχημένο φεστιβάλ είναι αυτό που κάνει μια επιλογή αυστηρά καλλιτεχνική και δίνει τον πρώτο ρόλο στις ταινίες (και στους σκηνοθέτες) που προτείνει στο κοινό του. Με άλλα λόγια, βαρόμετρο της επίτευξης του στόχου του είναι η ποιότητα των ταινιών που αποτελούν το πρόγραμμά του αλλά και η σωστή «έκθεσή» τους στο κοινό.
Κ ο υ β έ ν τ ε ς τ ο υ σι ν α φ ι ο ύ _ Β Λ Ε Μ Μ Α
κ ο ν τ έ ι ν ε ρ Ν ο έ μ β ρ ι ο ς 2 0 0 9 | 33
ΒΛ Ε Μ Μ Α _Κ ο υ β έν τ ες τ ο υ σ ι να φ ι ού
Τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται φαινόμενα γιγαντισμού με εκατοντάδες ταινίες στο πρόγραμμα που προσπαθούν να προσελκύσουν εκατοντάδες χιλιάδες θεατές, κάτι σαν άμορφο πανηγύρι όπου συσσωρεύονται οι ταινίες χωρίς να ασχολείται κανείς για το πώς προβάλλονται, πώς θα επικοινωνήσουν καλύτερα με το κοινό τους, πώς θα υποστηριχτούν, πώς θα διαφυλαχτεί η διαφορετικότητά τους απέναντι σ΄ ένα ανυποψίαστο κοινό. Διάβαζα πρόσφατα το άρθρο ενός σπουδαίου Γάλλου στοχαστή και ανθρωπολόγου, του Μαρκ Οζέ, που έλεγε ότι σήμερα τα κτήρια των νέων μουσείων που σχεδιάζονται από αρχιτέκτονες σταρ και εγκαινιάζονται με τυμπανοκρουσίες τείνουν να αποκτήσουν μεγαλύτερο πρεστίζ ως έργα τέχνης από τα έργα και τις συλλογές που φιλοξενούν. Ποιος νοιάζεται για το τι θα δει στο Μουσείο του Μπιλμπάο ή στο νέο Μουσείο της Ακρόπολης; Οι περισσότεροι θέλουν να επισκεφτούν τα ίδια τα κτήρια! Αυτό το φαινόμενο, το συναντάμε και στα φεστιβάλ κινηματογράφου κατά κάποιον τρόπο: συχνά το κοινό δεν πολυνοιάζεται για το ποιες ταινίες θα δει, αρκεί να συμμετάσχει στο φεστιβάλ ως event, να πάει στα πάρτι, να δει και μερικές ταινίες. Μετατοπίζεται δηλαδή το ενδιαφέρον από τις ταινίες στην ίδια την εκδήλωση, και αυτό είναι λάθος διότι δεν αρκούν τα διαφημιστικά τρικ και τα δημοσιοσχεσίτικα κόλπα για να αποκτήσει ένα φεστιβάλ αληθινή φυσιογνωμία και ψυχή. Α.Β.: Πιστεύεις ότι το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχει τα φόντα να εξελιχθεί σε σημαντικό φεστιβάλ παγκοσμίως; Προσωπικά, μου δίνει την εντύπωση ότι πάει να παίξει ένα παιχνίδι που είναι έξω από τα νερά του αντί να προσπαθήσει να γίνει ένα πιο ανεξάρτητο φεστιβάλ, χωρίς το άγχος της σύγκρισης με τα μεγαθήρια. Μ.Δ.: Συμφωνώ μαζί σου. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην περιοχή των Βαλκανίων και αυτόν τον ρόλο πρέπει να υπερασπιστεί. Με αυτήν τη λογική προχώρησα παλιότερα, χωρίς ψευδαισθήσεις και όνειρα απατηλά... Θεωρώ επίσης ότι όταν τα Κρατικά Βραβεία τελικά απαγκιστρωθούν από το Φεστιβάλ, θα αποκτήσει μεγαλύτερη ευκολία κινήσεων και θα επαναπροσδιοριστούν πολλοί από τους στόχους του. Α.Β.: Γιατί τα Κρατικά Βραβεία αποτελούν βάρος για το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης; Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι ο λόγος που το φεστιβάλ κινείται τόσο καλά από πλευράς θεατών και προβολής από τα μέσα, είναι το ελληνικό πρόγραμμα και η απονομή των Κρατικών Βραβείων. Μ.Δ.: Ο θεσμός των Κρατικών απαιτεί μια οργάνωση που πέφτει στην πλάτη του φεστιβάλ, τουλάχιστον ως προς το μέρος της επίσημης Τελετής και της φιλοξενίας των Ελλήνων συντελεστών και των διαφόρων προσωπικοτήτων στην Θεσσαλονίκη. Πάρε για παράδειγμα την Τελετή Απονομής: επιστρατεύεται μεγάλο δυναμικό για ένα αποτέλεσμα συχνά κατώτερο των προσδοκιών που την ευθύνη του επωμίζεται το φεστιβάλ. Αυτό είναι που αντιλαμβάνομαι ως βάρος. Γεγονός βέβαια είναι ότι το ελληνικό πρόγραμμα ταινιών είναι αναπόσπαστο κομμάτι του φεστιβάλ και ως τέτοιο πρέπει να αναβαθμιστεί. Από την άλλη, δεν είναι αναγκαίο να παρουσιάζονται όλες οι ελληνικές ταινίες στο φεστιβάλ αλλά ένα απάνθισμα από τις καλύτερες της χρονιάς για το κοινό και τους ξένους επαγγελματίες που 34 | κοντέινερ Νοέμβριος 2009
Κ ο υ β έ ν τ ε ς τ ο υ σι ν α φ ι ο ύ _ Β Λ Ε Μ Μ Α
www.gerasimosdomenikos.com
κοντέινερ Νοέμβριος 2009 | 35
ΒΛ Ε Μ Μ Α _Κ ο υ βέ ν τ ε ς τ ο υ σι ν αφ ι ο ύ
το επισκέπτονται. Οι ταινίες που παρουσιάζονται σ ένα καλλιτεχνικό φεστιβάλ πρέπει να επιλέγονται, δεν είναι «γουρούνι στο σακί». Α.Β.: Πόσο σημαντικοί είναι για τη λειτουργία ενός θεσμού όπως το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης οι πολιτικοί συσχετισμοί; Είστε από αυτούς που διώχθηκαν από το Φεστιβάλ με την εκλογή της ΝΔ το 2004. Μπορεί ένας θεσμός όπως ένα Φεστιβάλ να λειτουργήσει υπό τέτοιες συνθήκες ή χρειάζεται μια σταθερότητα στην διοίκηση του, για να υλοποιήσει το πρόγραμμα του; Μ.Δ.: Η απάντηση είναι προφανής! Αλίμονο αν με κάθε κυβερνητική αλλαγή να απολύονται οι διοικήσεις πολιτιστικών φορέων! Θα έπρεπε δηλαδή το ΠΑΣΟΚ να απομακρύνει τον Λούκο από το Φεστιβάλ Αθηνών επειδή διορίστηκε από την ΝΔ; Εξωφρενικό δεν είναι; Στη περίπτωση μου όμως, στόχος της φατρίας Τατούλη - Ζαχόπουλου ήταν, κυρίως, να πλασάρουν την κυρία Μουζάκη που είχε προετοιμαστεί για το ρόλο αρκετούς μήνες πριν και που, παρασκηνιακά, καραδοκούσε… Α.Β.: Το φετινό φεστιβάλ μένει χωρίς ελληνικές ταινίες καθώς η ομάδα των «Κινηματογραφιστών στην ομίχλη» επέλεξε να διαμαρτυρηθεί με αυτόν τον τρόπο ενάντια στην κρατική αδιαφορία στα προβλήματα του ελληνικού κινηματογράφου. Συμφωνείτε με αυτή την κίνηση που μάλιστα πλήττει το φεστιβάλ στην επέτειο των 50 χρόνων του; Έχετε σκεφτεί πως θα μεταχειριζόσασταν μια τέτοια περίσταση αν ήσασταν εσείς στην διεύθυνση του φεστιβάλ; Μ.Δ.: Γενικώς συμφωνώ διότι ήταν μια κοροϊδία που την είχαμε επισημάνει στην πράξη. Τα Κρατικά Βραβεία ήταν λάθος που κόλλησαν στο Φεστιβάλ ενώ ήταν από την αρχή ξένο σώμα, ένα βαρίδι, που έσερνε το φεστιβάλ. Το Υπουργείο δεν βιάστηκε να δώσει λύση, ιδού το αποτέλεσμα, δικαιολογημένη η αντίδραση... Τώρα αν θα είχα διαχειριστεί το θέμα έτσι η αλλιώς, τι σημασία έχει; Α.Β.: Τελικά, ποια είναι η γνώμη σας για την κίνηση των «Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη»; Έχετε ζήσει το Αντιφεστιβάλ του ‘77, το πέρασμα του Κέντρου Κινηματογράφου από το Υπουργείο Βιομηχανίας στο Υπουργείο Πολιτισμού το ‘80, την αλλαγή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης σε Διεθνές το ‘91. Ποιες είναι οι παγίδες που υπάρχουν σε μια τέτοια πρωτοβουλία; Μ.Δ.: Η μεγάλη επιτυχία της κίνησης αυτής είναι η αποφασιστικότητα της, η συλλογικότητα της και η δημοκρατικότητα στην λήψη των αποφάσεων, χάρη, κυρίως, στη χρήση του forum στο site της «Ομίχλης» όπου όλες οι απόψεις διατυπώνονται και σχολιάζονται αυτομάτως από τους διάφορους σκηνοθέτες. Είναι η μεγάλη και ριζική πρωτοτυ-
36 | κοντέινερ Νοέμβριος 2009
πία, την στιγμή μάλιστα που τα σωματεία του χώρου λιμνάζουν σε παλαιολιθικές αντιλήψεις. Δεν ξέρω αν έχει μέλλον όμως μια τέτοια κίνηση που δημιουργήθηκε με ένα συγκεκριμένο σκοπό... Τι πάει να γίνει; Νέο σωματείο; Α.Β.: Για μια περίοδο όλα γυρνούσαν γύρω από το Ιρανικό σινεμά, μετά από το Κορεάτικο, τώρα το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχει ένα αφιέρωμα στο νέο σινεμά των Φιλιππίνων αντιμετωπίζοντας το ως τη νέα τάση. Με την εμπειρία σας όλα αυτά τα χρόνια μπορείτε να μας εξηγήσετε ποιοι είναι αυτοί οι παράγοντες που ορίζουν το τι είναι ουσιαστικό και μοντέρνο στο σινεμά ανά εποχή; Μ.Δ.: Νομίζω ότι το θέμα τίθεται αλλιώς. Ένα δημιουργικό διεθνές φεστιβάλ είναι ταυτόχρονα σταυροδρόμι και σεισμογράφος. Ανοίγεται σε όλους τους ορίζοντες, σε όλες τις κοινωνικές εκφράσεις, αναδεικνύει νέες προοπτικές, νέα βλέμματα, νέες εκφράσεις κινηματογραφικής νεωτερικότητας. Οι παγκόσμιες σινεφίλ ευαισθησίες μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου. Στην δεκαετία του ΄90, ο κινηματογράφος της Ευρώπης ήταν σε ύφεση, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε την ανάκαμψη του κινηματογράφου της Ιταλίας, της Ρουμανίας, της Γερμανίας, της Τουρκίας...Τα φεστιβάλ είναι αυτά που δίνουν το έναυσμα αυτών των φαινομένων, η διανομή μετά παίρνει τη σκυτάλη. Ιταλικές ταινίες είχαμε να δούμε χρόνια στις ελληνικές αίθουσες, ξαφνικά ξεπετάχτηκαν πέντε-έξι σε μια χρονιά, το ίδιο ισχύει για τις Ρουμάνικες ή τις Τούρκικες...Τα δύο-τρία τελευταία χρόνια παρατηρούμε επίσης στις Κάννες μια έξαρση αξιόλογων παραγωγών από το Ισραήλ και από τις Φιλιππίνες όπου, μάλιστα, τα όρια ανάμεσα στον σινεμά των δημιουργών και το σινεμά των «ειδών» (μελό, γκαγκστερικό, θρίλερ) είναι ασαφή και το κράμα αυτό ιδιαίτερα …ερεθιστικό. Εύλογο είναι να μεταφέρεται αυτή η τάση στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Δυστυχώς, στην χώρα μας όπου το πολιτιστικό έλλειμμα είναι τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερα έντονο, η κριτική του κινηματογράφου δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων και δεν δείχνει ιδιαίτερη περιέργεια σ’ αυτές τις τάσεις. Α.Β.: Με την έλευση του βίντεο στον κινηματογράφο πιστεύετε ότι θα αλλάξει και η διαδικασία των Φεστιβάλ; Μήπως έρθουμε αντιμέτωποι με μια online εκδοχή των φεστιβάλ στο μέλλον; Μ.Δ.: Δεν το πολυπιστεύω. Επιτυχία ενός φεστιβάλ είναι το κοινό του, επιθυμία του θεατή των φεστιβάλ είναι να συνυπάρξει για πολλούς και διάφορους λόγους στην συλλογικότητα, στην μαζικότητα μιας εκδήλωσης. Το αποδεικνύει άλλωστε η αυξανόμενη επιτυχία των φεστιβάλ και ο ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός τους. Σκεφτείτε πως φημολογείται ότι υπάρχουν παγκοσμίως πάνω από 2500 φεστιβάλ κινηματογράφου!
Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα. Είναι σκηνοθέτης, μουσικός, συνθέτης και στιχουργός. Έχει σκηνοθετήσει τις ταινίες «Κλαις;» (2003) και «Ροζ» (2006). Το 2004 άρχισε να ηχογραφεί μουσική ως «The Boy». Επίσης τότε σχημάτισε την pianopunk performance των «Mary and The Boy» με την οποία κυκλοφόρησε 2 δίσκους. Έγραψε μουσική και έκανε μουσική επιμέλεια στην ταινία του "Ροζ", η μουσική της οποίας βραβεύτηκε στο φεστιβάλ του Μπέλφορτ στην Γαλλία. Τον Μάϊο του 2009 κυκλοφόρησε το άλμπουμ του The Boy "Please make me dance".
Ο Μισέλ Δημόπουλος γεννήθηκε στο Παρίσι όπου και σπούδασε: κινηματογράφο, λογοτεχνία και γλωσσολογία. Ξεκίνησε να δουλεύει ως κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα Αυγή και το 1975 ανέλαβε διευθυντής στο ιστορικό περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος». Σκηνοθέτησε το ντοκιμαντέρ L’Autre Scene/ Η Άλλη Σκηνή, με θέμα την ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου «O Θίασος». Διευθυντής του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης από το 1991-2005, και ο άνθρωπος που το μετεξέλιξε σε διεθνές φεστιβάλ Κινηματογράφου. Σήμερα είναι στο διοικητικό συμβούλιο του ευρωπαϊκού δικτύου αιθουσών «Europa-Cinemas» που ανήκει στο πρόγραμμα MEDIA με έδρα το Παρίσι. Eίναι υπεύθυνος των κινηματογραφικών προβολών της ΕΤ1. Παρακολούθησε το πρώτο του κινηματογραφικό φεστιβάλ το 1970, σε ηλικία 20 χρονών, στις Κάννες. Από τότε δεν σταμάτησε να ταξιδεύει παρακολουθώντας αναρίθμητα φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο.
ΒΛ Ε Μ Μ Α _Λ ο γ ο τ ε χ νία
Τι γλώσσα μιλούν τα βιβλία σήμερα; _ Λίνα Πανταλέων
Σε τι γλώσσα γράφουν οι σημερινοί Έλληνες συγγραφείς; Γλώσσα δουλεμένη ή μήπως ατημέλητη, είτε επιμελώς είτε ακουσίως; Γλώσσα «λογοτεχνική» ή της καθομιλουμένης; Γλώσσα προϊόν αυτοματισμού ή μόχθου; Διατρέχοντας τη σύγχρονη παραγωγή με βλέμμα βιαστικό, διαπιστώνουμε ότι μεταξύ των νεότερων πεζογράφων λίγοι είναι εκείνοι που θεωρούν τη γραφή μείζονα προτεραιότητά τους. Η παραπάνω διατύπωση δημιουργεί την υπόνοια ότι οι συγγραφείς, στην πλειονότητά τους τουλάχιστον, παραγκωνίζουν το ζήτημα της γραφής προκειμένου να στρέψουν το ενδιαφέρον τους κάπου αλλού. Όμως η εστίαση της προσοχής τους δεν είναι πάντα διακριτή. Ο μύθος, η πλοκή, η ιστορία, αποτελούν τις πιο προφανείς επεξηγήσεις. Η οκνηρία και η ανικανότητα συγκαταλέγονται μάλλον στις ανομολόγητες. Ενδεχομένως μόνον όταν η γλώσσα σιγεί, να ακούγεται η πλοκή. Ίσως πάλι η εξαντλητική σμίλευση της γλώσσας να αντιστρατεύεται τον μυθοπλαστικό πλούτο. Από το άλλο μέρος, δεν πρέπει να παραθεωρούμε την προθυμία αρκετών αναγνωστών να συγχωρούν συγγραφικές κακοτεχνίες, όταν σε αντάλλαγμα τους προσφέρεται μια ιστορία πρόσφορη σε απνευστί καταβυθίσεις. Καλό θα ήταν, βέβαια, να μην πέσουμε στην παγίδα να αναζητήσουμε άλλοθι για την αξία της προσφοράς, στην ποιότητα της ζήτησης. Το αναγνωστικό κοινό δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να άρει τις αμαρτίες των συγγραφέων, μόνον να τις συνδράμει.
Είναι πάντως αυτονόητο ότι αν ο τρόπος γραφής μπορεί λίγο έως πολύ να αγνοηθεί, η επιλογή συγκεκριμένου θέματος δύσκολα παραμερίζεται, όχι όμως ότι δεν συμβαίνει και αυτό. Υπάρχουν βιβλία που στις σελίδες τους χαίνει ένα ανύποπτο κενό.
Οπωσδήποτε η πρόταξη του μύθου έναντι της γραφής, δεν συνεπάγεται απαραίτητα εκφραστικές αστοχίες.
Στο σημείο αυτό θα ήταν σκόπιμο να αναρωτηθούμε κατά πόσο οι σύγχρονοι συγγραφείς κοπιάζουν για τα βιβλία τους.
Η απέραντη πεδιάδα που ονομάζουμε «στρωτή» γλώσσα, αποτελεί το ιδανικό έδαφος για τον ενταφιασμό των αδεξιοτήτων. Αυτή την ομοιογενή, λειασμένη γλώσσα μιλούν τα πεζογραφήματα των εγχώριων συγγραφέων πολύ περισσότερο απ’ ό, τι την ελληνική, σε τέτοιο δε βαθμό που η ανίχνευση του συγγραφικού ύφους να συναρτάται σε ορισμένες περιπτώσεις αποκλειστικά με τη θεματική. Οι κακουχίες της καθημερινότητας, το φανταστικό και το αλλόκοσμο, το μυστήριο, η περιπέτεια με αστυνομική χροιά, το θρίλερ, τα δράματα εντός του οικογενειακού κλοιού, οι πορείες αυτογνωσίας, οι τραγωδίες του ερωτικού μικρόκοσμου, η προκλητική διερεύνηση της σεξουαλικότητας, η εξεικόνιση του αστικού τοπίου, τα αδιέξοδα της σύγχρονης πραγματικότητας, εν ολίγοις κάθε μυθοπλαστική σύλληψη μπορεί να αποδοθεί «στρωτά». Με εξαίρεση τη σάτιρα που δεν ανθοφορεί στην ελληνική αγορά βιβλίου, ίσως για είναι με την εκφορά του λόγου. 2: είδος σύμφυτο 12 5 30/10/2009 2:21 Page 1
Ας επισημάνω εδώ ότι οι παραπάνω σκέψεις δεν δρασκελίζουν το ρευστό, ολοένα και πιο θολό, σύνορο πέραν του οποίου απλώνεται η αχανής έκταση της παραλογοτεχνίας. Το ζήτημα της γλώσσας έχει νόημα να συζητηθεί πρωτίστως αναφορικά με τα πεζογραφήματα λογοτεχνικών αξιώσεων. Μόνο σε αυτό το πλαίσιο αποκτά υπόσταση η αντίφαση της εν λόγω διερεύνησης, το γεγονός δηλαδή ότι πολλοί συγγραφείς ούτε καν διανοούνται να συσχετίσουν τις λογοτεχνικές τους αξιώσεις με τη γλώσσα. Η συγγραφική τους δικαίωση επαφίεται, στην καλύτερη περίπτωση, στην ποικιλομορφία των μυθοπλαστικών ιδεών, ιδεών απαλλαγμένων από μια γραφή δυναστική. Οφείλουμε, ασφαλώς, να διαχωρίσουμε την πρόχειρη, αδιάφορη και αδιαφοροποίητη, πολυχρησιμοποιημένη γραφή, από εκείνη που με κόπο αποφλοιώθηκε. Η διαφορά ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη περίπτωση, είναι η δουλειά που καταβάλλει ο συγγραφέας. Πρόκειται για τη διαφορά μεταξύ φυγοπονίας και επιλογής, μεταξύ αδυναμίας και δεξιότητας.
Η γραφή που από μέριμνα έχει εκπέσει σε μέσο, ή αλλιώς, η γραφή που επείγεται να αφηγηθεί, μαρτυρά συχνά την πλήξη του γράφοντος, την ανορεξία του για συγγραφή, ανορεξία που παραδόξως δεν υποσκελίζει τη λαχτάρα για αναγνώστες. Η αδημονία ενός γραπτού να διαβαστεί, συμβαδίζει πολλές φορές με την απροθυμία του συγγραφέα να γράψει. Από την άλλη, η μειοψηφία των πεζογράφων που επιμένει να αναγνωρίζει στη γλώσσα απόλυτη κυριαρχία επί του κειμένου, διατρέχει σοβαρότατο κίνδυνο να υποπέσει στον ναρκισσισμό. Οι επονομαζόμενοι μάστορες της γραφής, μετατρέπουν ενίοτε τις μεθοδικά αλιευμένες λέξεις τους, σε κάτοπτρα για αυτοθαυμασμό. Το τι ιστορεί η γραφή τους ή αν αυτό που ιστορεί καθίσταται κατανοητό, λίγη σημασία έχει από τη στιγμή που η γοητεία της είναι απαρα-
IΣΜΗΝΗ ΚΑΠΑΝΤΑΗ
γνώριστη. Πέρα από το αμάρτημα της φιλαυτίας, κάποιοι όχι και τόσο άξιοι διάκονοι της γραφής διαπράττουν επίσης κατά συρροή εγκλήματα ποιητικίζοντος οίστρου. Ίσως ένας οκνηρός συγγραφέας να είναι εν τέλει λιγότερο επιζήμιος για την πεζογραφία από κάποιον με αξόδευτα αποθέματα λυρισμού. Βέβαια, οι νάρκισσοι πεζογράφοι δείχνουν συνήθως εξαιρετική φιλοστοργία απέναντι στα κείμενά τους και ανάλογη εγρήγορση σε ότι αφορά τα γλωσσικά ολισθήματα. Όση απώθηση και αν προκαλούν τα γραπτά πίσω από τα οποία ενεδρεύει ένας καταγοητευμένος από τον εαυτό του συγγραφέας, σχεδόν πάντα αποδεικνύονται θελκτικότερα από εκείνα που περιορίζουν τις φιλοδοξίες τους στην ιστορία. Ένα λογοτεχνικό βιβλίο με στοιχειώδη μύθο πιθανότατα να συναρπάσει χάρη στη γλωσσική του κατεργασία και πρωτοτυπία, αλλά ένα μυθιστόρημα με συναρπαστική πλοκή, αρθρωμένη με στοιχειώδεις εκφραστικούς τρόπους, προβάλλει ελλιπές ως προς την κατασκευή του, συχνά μάλιστα μοιάζει με θύμα κακής μετάφρασης. Βέβαια, εδώ ανοίγεται το αβυσσαλέο ερώτημα, κατά πόσο η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία είναι συναρπαστική, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Στριμωγμένοι ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη των βιβλίων της πρόσφατης παραγωγής, ανάμεσα δηλαδή στη γλωσσική ομοιογένεια και τη θεματική ένδεια –που όχι σπανίως συνυπάρχουν– οι περισσότεροι αναγνώστες θα αναζητήσουν καταφύγιο στην πλοκή, ψάχνοντάς την στο σύνορο μεταξύ λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας, σύνορο εύφορο σε τίτλους. Κάποιοι αμετανόητοι, όχι πολλοί, θα παραμείνουν εντός των λογοτεχνικών συνόρων, αναζητώντας πεζογραφήματα όπου οι ιδέες και η γλώσσα δεν θα ερίζουν για την πρωτοκαθεδρία. Είναι εκείνοι που βλέπουν ακόμα τη σκέψη και τη γραφή σαν δοχεία συγκοινωνούντα και ένα βιβλίο σαν το σημείο όπου εκβάλλουν. Για τους περισσότερους συγγραφείς της σημερινής εποχής, η ιδέα υπερνικά τη λέξη, για λιγοστούς ισχύει το αντίστροφο, για τους πιο οξυδερκείς δεν τίθεται ζήτημα διαπάλης, στις σελίδες τους το «τι» και το «πώς» της γραφής κρίνονται ισοβαρή. Πέρα από τις υποκειμενικότητες που αναπόφευκτα παρεισδύουν σε κάθε συζήτηση που θίγει κριτήρια αισθητικής και γούστου, ένα βιβλίο είναι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο προϊόν λόγου και όταν πρόκειται για την αποτίμησή του, ο λόγος έχει τον πρώτο λόγο.
με θεα τη ζωη Η ιστορία μιας ξεχωριστής γυναίκας, σ’ έναν κόσμο που δεν αντέχει το διαφορετικό
EK∆OΣEIΣ KAΣTANIΩTH 38 | κοντέινερ Νοέμβριος 2009
w w w . k a s t a n i o t i s . c o m
Κ ι ν ημα τ ο γ ρ ά φ ο ς _ Β Λ Ε Μ Μ Α
Το δόντι έσπασε. Το αίμα αναβλύζει. _ Αλέξανδρος Βούλγαρης
www.dogtooth.gr
Μια νεαρή κοπέλα απελευθερώνεται από τα δεσμά της οικογένειας, σπάζοντας τον κυνόδοντά της με ένα βαράκι της γυμναστικής. Μια πράξη που για κανέναν από εμάς δεν βγάζει νόημα, για την ηρωίδα της πολυβραβευμένης νέας ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου σημαίνει την αρχή μιας επανάστασης. Η πλοκή του Κυνόδοντα δεν συμβαίνει σε μια χώρα δίχως όνομα, αλλά στην Ελλάδα που όλοι ξέρουμε, ασχέτως αν ο σκηνοθέτης της αρνείται πεισματικά να την ονοματίσει. Ο Λάνθιμος επιλέγει πολύ σωστά να αντιμετωπίσει τον θεατή με τον ίδιο τρόπο που οι γονείς στην ταινία του, αποκρύπτουν από τα παιδιά τους όλα αυτά που οι ίδιοι δεν εγκρίνουν. Τα τελευταία χρόνια όλη η Ευρώπη συγκλονίστηκε από τα αλλεπάλληλα περιστατικά εγκλεισμού παιδιών από τους γονείς τους. Τις περισσότερες από αυτές τις φορές όμως οι λόγοι ήταν καθαρά σεξουαλικοί. Εδώ έρχεται η ουσιαστική ρήξη της ταινίας με οποιαδήποτε ρεαλιστική κατάσταση. Ο πατέρας και η μητέρα του Κυνόδοντα είναι μεγαλοαστοί που κρατάνε έγκλειστα τα παιδιά τους όχι για να ικανοποιήσουν κάποιες αρρωστημένες σεξουαλικές ορέξεις, αλλά γιατί δεν εμπιστεύονται τον κόσμο γύρω τους. Έτσι λοιπόν πλάθουν μοναδικές απαντήσεις για οποιαδήποτε πιθανή ερώτηση τον παιδιών τους και τους παραδίδουν έναν Παράδεισο όμοιο με αυτό που η εκκλησία μάς καλεί να προσμένουμε. Χωρίς προσωπικές επιλογές. Χωρίς περιθώρια για λάθη. Χωρίς αμφιβολίες. Μια
οργουελική βίλλα σε κάποια Εκάλη, που όλοι όταν έρθει η ώρα τους θα πεθάνουν για το «κοινό καλό». Ένα μικρό κρυφό κρατίδιο. Η ταινία του Λάνθιμου επιπλέον καταφέρνει να αφορά όλους εμάς σε προσωπικό επίπεδο και να είναι ταυτόχρονα ένα οξύ σχόλιο πάνω στην νεοελληνική κοινωνία. Ο Κρόνενμπεργκ έλεγε ότι η επιτυχία του καλλιτέχνη είναι να κάνει τη χώρα του να τον μισήσει και ο Λάνθιμος με τον Κυνόδοντα έκανε ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Στη σύγχρονη Ελλάδα που κάθε ένας από εμάς πασχίζει να πείσει τον εαυτό του, σαν κοινός σχιζοφρενής, ότι είναι ο γνήσιος απόγονος ενός μεγάλου αρχαίου πολιτισμού ο Λάνθιμος έρχεται να μας πει ότι είμαστε ένα μάτσο φοβισμένα ανθρωπάκια που προβάλλουμε τους φόβους μας στο μέλλον και δεν το αφήνουμε να υπάρξει. Στην αδυσώπητη σύγχρονη Ελλάδα του Κυνόδοντα, η απελευθέρωση έρχεται με μια βιντεοκασέτα του Flashdance που πέφτει στα χέρια της μεγάλης κόρης και την κάνει να ερωτευτεί παράφορα το "απ’ έξω". Το διαφορετικό. Η εικόνα της κόρης που χορεύει σε στυλ Τζένιφερ Μπήλς μπροστά στους έντρομους γονείς της, φέρνει στο νου όλες αυτές τις χιλιάδες ανθρώπων που πάσχιζαν να βγουν από το Ανατολικό Βερολίνο μόνο και μόνο για να ψωνίσουν σε ένα σούπερ μάρκετ. Και όμως ενώ ακούγεται αξιολύπητο ίσως και αστείο πια, η αλήθεια είναι ότι η ανάγκη για ελευθερία αποτυπώνεται ακριβώς σε κάτι τέτοιες πράξεις. Κανένας φτιαχτός παράδεισος δεν μπορεί να συναγωνιστεί
την ομορφιά της αλήθειας. Η ταινία του Λάνθιμου σχολιάζει ακριβώς αυτή την ανάγκη των ανθρώπων να προσεγγίσουν την αντικειμενική αλήθεια. Να ενηλικιωθούν. Μια ξένη κριτικός που είδε την ταινία στις Κάννες έγραψε ότι ο Κυνόδοντας θα μπορούσε να είναι και μια ταινία επιστημονικής φαντασίας. Η αλήθεια όμως είναι πιο ανατριχιαστική. Ο Κυνόδοντας χρησιμοποιεί όλα τα στοιχεία της επιστημονικής φαντασίας. Το ολοκληρωτικό καθεστώς που ελέγχει μέχρι και τη σκέψη είναι το βασικό μοτίβο των φουτουριστικών ταινιών. Η ταινία του Λάνθιμου όμως καταφέρνει να βρει αυτό το καθεστώς μέσα στο παρόν. Στη χώρα της δημοκρατίας, της ορθοδοξίας και του πολιτισμού. Φεύγοντας από τον κινηματογράφο άρχισα όλο και περισσότερο να σκέφτομαι ότι η ταινία μιλάει για κάτι που γνωρίζω πάρα πολύ καλά. Αυτή η αρρωστημένη οικογένεια είναι η κοινωνία που ζω. Είναι η οικογένεια του καθενός από εμάς. Καταλήγοντας σε αυτό το συμπέρασμα και σκεπτόμενος τη σχέση της οικογένειας του Κυνόδοντα με τη διαταραγμένη οικογένεια του πρώτου και συγκλονιστικού Σχιζοφρενή Δολοφόνου με το Πριόνι του Τόμπ Χούπερ, που απεικόνιζε σε όλο της το μεγαλείο τη αρρωστημένη βία που εκκολαπτόταν σε κάθε σημείο της Αμερικής, νιώθω πια μετά από μήνες που είδα την ταινία ότι ο Κυνόδοντας είναι μια ταινία τρόμου. Απόλυτου κοινωνικού τρόμου. κοντέινερ Νοέμβριος 2009 | 39
ΒΛ Ε Μ Μ Α _αρχιτεκτονικη
Αυτοσχέδια πόλη _ Εrrands
Παρατηρήσαμε και καταγράψαμε κατά τη διάρκεια περιπάτου στο κέντρο της Αθήνας την ακόλουθη εικόνα από τις βεράντες επταόροφου κτηρίου: Από τις αποχετεύσεις των εσωτερικών μονάδων των κλιματιστικών κατέβαιναν σωλήνες που άδειαζαν το άχρηστο νερό στις ρίζες των δέντρων που βρίσκονται στο πεζοδρόμιο. Συνηθισμένοι στην τεχνητή βροχή του καλοκαιριού ενδιαφερθήκαμε να μάθουμε πιο πολλά γι’ αυτή την εναλλακτική χρήση της αποχέτευσης. Πρόκειται για μια εγκατάσταση από πέντε σπιράλ πλαστικούς σωλήνες της μιας ίντσας άσπρου χρώματος, τρεις μαύρους πλαστικούς σωλήνες ποτίσματος της μισής ίντσας, και ένα καφέ λάστιχο ποτίσματος. Το μήκος ποικίλλει από 4 ως 18 μέτρα αναλόγως τον όροφο απ’ όπου κατεβαίνουν. Οι σωλήνες βγαίνουν από μικρές τρύπες στην πρόσοψη του κτηρίου δίπλα στις εξωτερικές μονάδες και δένονται στην κατάληξή τους στα τρία δέντρα με ταινία γκρι ή καφέ πλαστική, ρόκα ή σκοινί. Στο πρώτο δέντρο καταλήγουν τρεις άσπροι και τρεις μαύροι από τον πέμπτο και τον δεύτερο όροφο, στο δεύτερο δύο άσπροι σωλήνες από τον τρίτο και τον τέταρτο όροφο και στο τρίτο δέντρο το λάστιχο από τον κοντινό πρώτο όροφο. Οι περισσότερες ουτοπίες και όχι μόνον αυτές που οραματίστηκε η πράσινη αρχιτεκτονική, είχαν για κεντρικό τους άξονα ένα μοντέλο της πόλης ως ζωντανό οργανισμό, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την αλληλεξάρτηση και αλληλοδιαπερατότητα των στοιχείων του, και όπου μια σειρά από μικρές ιδιωτικές κινήσεις, έχοντας καθαρά τοπικές σκοπιμότητες και χωρίς να είναι προϊόν αναγκαστικά μιας συνείδησης που αντιλαμβάνεται το θέμα σφαιρικά –στην προκειμένη περίπτωση οικολογικά– συνεισφέρουν σε μια χαοτική αλλά απόλυτα λειτουργική συμπεριφορά στο σύνολό της. Αυτή η διαδικασία περιγράφεται με τον όρο emergence-ανάδυση, στη θεωρία συστημάτων. Προσεγγίζοντας το θέμα με μεθόδους από τις κοινωνικές επιστήμες, απευθύνουμε ερωτήσεις στους επιτόπιους κατασκευαστές, ένας από τους οποίους πρότεινε να αρχίσει το κείμενο έτσι: «Βρεθήκαμε στη Θεμιστοκλέους 42 και κάποιος ένοικος της πολυκατοικίας που δε δέχτηκε το φτύσιμο... (και συνέχισε). Πέρναγα από κάτω και νόμιζα ότι με φτύνει ο άλλος από πάνω, το θεωρώ ξεφτίλα που λέμε στην καθομιλουμένη, δεν αντέχω να σου έρχεται στο κεφάλι ή να σου λερώνει το ρούχο. Δεν ξέρω τι περιεκτικότητα έχει το νερό, πάντως τα δέντρα τα βλέπετε πως είναι δεν έχουν ξεραθεί καθόλου. Εμείς το βάλαμε προκειμένου να μη γλιστρήσει και όχι για εξοικονόμηση νερού, προκειμένου να μην το τρώμε στο κεφάλι. Εγώ δεν έχω 40 | κοντέινερ Νοέμβριος 2009
κλιματιστικό, εγώ με τον θυρωρό από δίπλα μεσολάβησα για να μπουν οι σωλήνες. Τους αγοράσαμε από απέναντι.» Η εγκατάσταση ξεκίνησε πριν από 10 χρόνια, και από τότε υποχρεώνουν κάθε καινούργιο που βάζει κλιματιστικό να ακολουθεί το σύστημα-πατέντα. Το νερό του κλιματιστικού, σύμφωνα με τους τεχνικούς των κλιματιστικών, προέρχεται από την υγρασία του αέρα στο εσωτερικό του διαμερίσματος και είναι φιλτραρισμένο, όσο πιο υγρός είναι ο αέρας τόσο περισσότερο νερό βγάζει το κλιματιστικό. Στις μέρες του Σεπτέμβρη που έχει πολύ υγρασία, μπορεί να βγάλει μέχρι και 5 λίτρα την ημέρα. Η θερμοκρασία του νερού είναι ίδια με τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος.
Η πρακτική εφαρμογή ενός εντελώς τοπικού γεγονότος, που ξεκινάει από ένα αποτρεπτικό θέμα, την αποφυγή της καλοκαιρινής κλιματιστικής βροχής αποκτά γρήγορα θετική επίδραση σε κάτι άλλο, στα δέντρα που δεν έχουν καθόλου ελεύθερη επιφάνεια γύρω τους για να ποτιστούν και αποκτούν σταθερό σταγονοπότισμα. Παίρνει μορφή το αέναο και χωρίς όρια πορώδες των πραγμάτων. Το κλειστό κλιματιζόμενο γραφείο γίνεται ενεργό κύτταρο της πόλης μέσω της αυτοδιάθεσης και αυτοοργάνωσης στο τοπικό επίπεδο.
Θέα τ ρ ο _ Β Λ Ε Μ Μ Α
Μια ρωγμή στο « περίκλειστο βασίλειο» _ Μαρία Λουίζα Παπαδοπούλου
Στη Χώρα του τίποτα, ένα μικρό θεατρικό έργο για παιδιά, ο βασιλιάς κλείνει σε κλουβιά κάθε αναστεναγμό, κάθε τραγούδι, κάθε χαμόγελο. Προστατεύει το βασίλειο από οποιαδήποτε εισβολή. Ένα παρόμοιο βασίλειο θυμίζει η πολιτιστική πολιτική στην επαρχία. Οι δημοτικοί άρχοντες έχουν υψώσει ένα γερό προστατευτικό τοίχο στηρίζοντας συνήθως χειροπιαστές δοκιμασμένες κωμωδίες, μεγάλα ονόματα ή προτάσεις που δίνουν χώρο σε κάποια ψηφοθηρική σκοπιμότητα. Σπάνια στηρίζουν την έλευση μικρών σχημάτων. Υποτάσσονται στο γούστο του κοινού που έχει διαμορφώσει η τηλεόραση και το προφυλάσσουν λες και είναι είδος αμετάβλητο, φτιαγμένο από τσιμέντο που δεν πλάθεται, δεν εξελίσσεται. Στο «Χώρα του τίποτα», ένα θαρραλέο αγόρι τρυπώνει από μια ρωγμή, προσεγγίζει την κόρη του βασιλιά και της δείχνει τον άλλο κόσμο, τη ζωντάνια και τη σκληρότητα του. Έτσι, από μια χαραμάδα δείχνει να γλίστρησε ένας νέος θεσμός, το art locus που το εμπνεύστηκε η Έλενα Βόγλη, και φέρνει από πολλές πλευρές ένα αεράκι αισιοδοξίας. Όσο σε τοπικό επίπεδο δεν προωθείται συστηματικά μια ανανεωτική αντίληψη και ένα πολιτιστικό πρόγραμμα με άποψη, η δράση στην επαρχία θα μπορούσε να προωθηθεί από πιο ευέλικτες πολυκεντρικές κινήσεις ανεξάρτητης πρωτοβουλίας, ενταγμένες σε ένα πλαίσιο ώστε να μπορούν να βρουν και να διευρύνουν το κοινό τους. Το Ε.ΚΕ.ΘΕ.Χ. εδώ αναλαμβάνει έναν διαφορετικό ρόλο: στηρίζει ένα «θεσμό» εν τη γενέσει του. Με αφετηρία το art locus θα μπορούσαν να ενισχυθούν και να υλοποιηθούν πρωτότυπες προτάσεις και δράσεις εντός και εκτός των τειχών. Ο ρόλος του Ε.ΚΕ.ΘΕ.Χ με αυτό τον τρόπο να διευρυνθεί από δέκτης ιδεών –προτάσεων και σε αντίστοιχο πομπό. Στο art locus στην πρώτη του πιλοτική μορφή, τέσσερις νέες μη επιχορηγούμενες ομάδες, συμπορεύονται στο χώρο και το χρόνο (21 Αυγούστου - 2 Οκτωβρίου) και μαζί με ένα νεανικό ενθουσιώδες τεχνικό προσωπικό συναπαρτίζουν ένα μικρό πλανόδιο «φεστιβάλ». Ενίοτε πλαισιώνονται από εικαστικές παρεμβάσεις. Δίνουν παραστάσεις δωρεάν σε προ-επιλεγμένους χώρους μη θεατρικούς, συχνά απόκεντρους, γύρω από κάποιο παλαιό κτίσμα, ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού κάλλους γεμάτο ιστορικές μνήμες.
Στην Ελευσίνα το σαπωνοποιείο Χαριλάου του 19ου αιώνα, στον Πόρο ο ρωσικός ναύσταθμος, οι στρατώνες Καποδίστρια στο Άργος, και το Υδραγωγείο Καψάλι στα Κύθηρα. Παράλληλα στο κέντρο της πόλης παρεμβαίνουν με δράσεις δρώμενα. Ντελαλούν, τραγουδούν, κάνουν invisible δράσεις… Θεματικός άξονας αυτού του συλλογικού οδοιπορικού : η τοπική κοινωνία και ο δημόσιος χώρος ως σκηνικός χώρος, η ανίχνευση της σχέσης με το κοινό κάθε πόλης. Παράλληλα μια έρευνα πάνω στο site specifique, δηλαδή το θέατρο που συνδέεται με μια τοποθεσία, εμπνέεται από την αρχιτεκτονική της και από ότι βρίσκει στο χώρο –υλικά, ανθρώπους, ιστορία, μύθους, όνειρα– προξενώντας μια διαφορετική εμπειρία στο θεατή και δίνοντας ξεχωριστή δύναμη στην παράσταση. Οι ομάδες περπάτησαν τους τόπους και δημιούργησαν παραστάσεις ειδικά για το art locus. Αλλάζουν από τόπο σε τόπο την εγγραφή τους στο χώρο ή ακόμα φτιάχνουν μια καινούργια παράσταση κάθε φορά!.
ζωής. Τα νιάτα γιορτάζουν γενέθλια στην ακτή βουτώντας στη θάλασσα και χορεύοντας σε μια άναρχη ομαδικότητα. Σιγά σιγά ανηφορίζουν σε μια ορθογώνια πλατφόρμα μπροστά στον ναύσταθμο. Περνούν στην ενηλικίωση. Εδώ κάθε χορευτής αναδεικνύει την ατομικότητά, του αρθρώνει λόγο, γνωρίζει και τσαλακώνεται από τον έρωτα. Κάποια στιγμή θα μπουν μέσα στον ερειπωμένο ναύσταθμο όπου παρουσιάζονται (λίγο σχηματικά)τα γηρατειά. Οι χορευτές στέκουν πίσω από τα «παράθυρα» ατενίζοντας την προηγούμενη ζωή, μην μπορώντας πια να την αγγίξουν. Μια όμορφη, μελαγχολική ελεγεία που δένει άρτια με το φυσικό ντεκόρ. Οι Sforaris παρουσιάζουν παραλογές με στοιχεία promenade theatre. Εντάσσουν τους ηθοποιούς σε φυσικά κάδρα του χώρου, καλλιεργούν μια αίσθηση μεγέθους που εντείνεται από την μακρινή απόσταση κοινού/ηθοποιών. Από την άλλη ο λόγος τους με τη βοήθεια της μικροφωνικής εγκατάστασης είναι δίπλα στο αυτί μας.
Εξαίρεση οι Τσιριτσάντσουλες Η νομαδική φύση της ομάδας και η εδραιωμένη σχέση τους με το κοινό της επαρχίας τούς ενέταξε στο οδοιπορικό του art locus.
Στον Πόρο περιορίστηκαν σε μια πιο συμβατική παράσταση. Ήθελαν μια προβλήτα μακριά, μες στη θάλασσα και να κινηθούν σφαιρικά γύρω από το κτίριο. Όμως η κωλυσιεργία του Δήμου, οι απαγορεύσεις της αρχαιολογικής υπηρεσίας δεν το επέτρεψαν.
Παρουσιάζουν το σατυρικό δράμα του Ευριπίδη Κύκλωπας, με μορφή γνήσιας λαϊκής κωμωδίας. Παίζουν μετωπικά κουβαλώντας το μικρό ζωγραφισμένο τελάρο ίσα-ίσα να τους κρύβει για να αλλάξουν βιαστικά μάσκες, περιβολή, προσωπεία. Εδώ και μια δεκαετία τριγυρνούν από πόλη σε πόλη και βγάζουν «καπέλο». Παίζουν ζωντανή παραδοσιακή μουσική που δίνει ρυθμό στο λόγο και στην κίνησή τους δημιουργώντας παράσταση συνόλου όπου χορός, ρόλοι, τραγούδι, εναλλάσσονται με ταχύτητα και καταλήγουν στο φινάλε σε μια γιορτή με το κοινό σε ικαριώτικο ρυθμό.
Οι Μotus terrae κάνουν καθαρά θέατρο δημοσίου χώρου. Μια καλλιτεχνική «κολεκτίβα»: performer δρόμου, ζογκλέρ, ηθοποιοί, εικαστικoί που ξέρουν καλά κωδικούς του είδους και φτιάχνουν ένα δυναμικό θέατρο εικόνων με τα υλικά που βρίσκουν στο χώρο αποκαλύπτουν την ποιητική του διάσταση. Στο art locus παρουσιάζουν τέσσερις διαφορετικές παραστάσεις, γιατί εμπνέονται από την ιστορική μνήμη κάθε χώρου. Κεντρική ιδέα, η πόλη «γένους θηλυκού» η Ελευσίνα, ο Πόρος, το Άργος…, ρόλο που αναλαμβάνει μια ηθοποιός. Στον Πόρο της στήνουν δίκη γιατί «μοίχευσε» με τους Ρώσους.
Η χορο-θεατρική ομάδα μετ’ εμποδίων εμπνεύστηκε από τη φθορά των κτιρίων. Παρουσιάζει τα «γενέθλια», μια χορο-θεατρική δουλειά πάνω στο πέρασμα του χρόνου.
Ο σκηνικός χώρος διαρκώς μετασχηματίζεται. Παίρνει και μεγάλες διαστάσεις και μας δημιουργεί οικειότητα στην απεραντοσύνη. Η φύση γίνεται το δρών πρόσωπο Οι εντυπωσιακές, υπαινικτικές εικόνες τους σκοπεύουν να δώσουν νύξεις αφηγηματικές (ιστορία ναύσταθμου) και μεταφορικές (σχέση Πόρου- Ρώσων) κάτι που όμως δεν είναι πάντα εύγλωτο. Mένουμε νοηματικά λίγο μετέωροι. Ο τρόπος τους όμως είναι ενδιαφέρων και αφήνει δυνατή αίσθηση καθώς ο περφόρμερ δεν διακρίνεται αρχικά από το κοινό και οδηγείται σταδιακά σε μια έξαρση που εκπλήσσει.
Χρησιμοποιεί το χώρο με ένα καθαρά συμβολικό τρόπο και σε κάθε τοποθεσία εγγράφει την παράσταση διαφορετικά στο χώρο με το ίδιο πάντα ζητούμενο : να βρουν την πιο δυνατή αίσθηση για το θέμα τους. Στον Πόρο, αναπτύσσουν το θέαμα σε τρεις χώρους/σταθμούς, που σηματοδοτούν τρεις φάσεις της ανθρώπινης
κ ο ν τ έ ι ν ε ρ Ν ο έ μ β ρ ι ο ς 2 0 0 9 | 41
ΒΛ Ε Μ Μ Α _Μ ο υσ ι κή
Φωνή λαού _ Χαράλαμπος Γωγιός
Philip Tsiaras, bodyworks0051, από τη σειρά "Ο Εαυτός" 1975-1985
Έχει χρειαστεί να απολογηθώ πολλές φορές στους καλόγουστους φίλους μου για την αγάπη μου στη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη (και μάλιστα στα χαμηλόφρονα, «βρώμικα» έργα του, εκείνα με τα μπουζούκια, όχι μονάχα στην αξιοθαύμαστη, πρώιμη «λόγια» παραγωγή του μέχρι τη δεκαετία του ’50). Ωστόσο, στη μουσική του Θεοδωράκη (συγκεκριμένα στο ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ) χρωστώ το ότι έγινα μουσικός, και πρέπει κανείς να ξεπληρώνει τα χρέη του. Η παρτιτούρα μου του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ είναι γαλλόφωνη, προορισμένη προφανώς για διεθνή χρήση, με το κείμενο του Ελύτη μεταγεγραμμένο στο λατινικό αλφάβητο και μεταφρασμένο σε τρεις γλώσσες. Έστω, λοιπόν, λ.χ., ένας γάλλος μουσικός (ας τον πούμε «Νικολά») που, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, θέλει να παίξει στη χώρα του το έργο του διάσημου συνθέτη του «τιρίν-τιρίν-τιριριριριρίν». Προμηθεύεται την παρτιτούρα, ανοίγει την πρώτη σελίδα, και διαβάζει: «Λαϊκό ορατόριο για λαϊκό τραγουδιστή, βαρύτονο, ηθοποιό, μικτή χορωδία, μικρή λαϊκή ορχήστρα και συμφωνική ορχήστρα». Ο Νικολά αντιπαρέρχεται εύκολα το σκόπελο της, φαινομενικά αντιφατικής, περιγραφής «λαϊκό ορατόριο», βαφτίζοντάς τη «συνθετική ιδιοτροπία» ή «γραφική παραξενιά των σίξτις», και πηγαίνει παρακάτω. Η παρτιτούρα, ευτυχώς, τον διευκολύνει να καταλάβει τι σημαίνει ο όρος «λαϊκή ορχήστρα», αφού ο συνθέτης έχει φροντίσει να διευκρινίσει: πιάνο, κιθάρα, ντραμς, και δύο μπουζούκια (ή, εναλλακτικά, μαντολίνα, ή ακόμη και μπαλαλάικες, αν τα μπουζούκια είναι δυσεύρετα στη χώρα του Νικολά): ως εδώ, όλα εντάξει. Τώρα, όμως, ο Νικολά σκοντάφτει πια για τα καλά (επειδή, βέβαια, είναι Γάλλος και δεν έχει ακούσει ποτέ του τον Μπιθικώτση και τον Καζαντζίδη): τι στον κόρακα θέλει να πει ο Θεοδωράκης όταν ζητάει «λαϊκό τραγουδιστή»; Μερικές φορές τα πιο αυτονόητα πράγματα είναι εκείνα που απαιτούν την αυστηρότερη σκέψη. Και το γεγονός πως εγώ, σε αντίθεση με τον Νικολά, είμαι έλληνας μουσικός, δεν με απαλλάσσει από το καθήκον να θέσω με τη σειρά μου το ίδιο ερώτημα, και με την ίδια σοβαρότητα: τι, ακριβώς, εννοούμε όταν λέμε «λαϊκός τραγουδιστής»; Και, φυσικά, δεν αναφέρομαι στο λαϊκό τραγούδι με την ιστορική, εμπειρική έννοια (ή, καλύτερα, στο αστικό λαϊκό τραγούδι – γιατί ποιος θα ισχυριζόταν ότι το παραδοσιακό δημοτικό τραγούδι της υπαίθρου δεν είναι λαϊκό;). Aυτό, από τον Τσιτσάνη και τον Χιώτη μέχρι τους (ποιους να πω;) την Γλυκερία και τον Μητροπάνο, αποτελεί μια αδιαμφισβήτητα συγκεκριμένη ιστορική οντότητα με σαφή χαρακτηριστικά, μορφολογικά και κοινωνικά, και που την τρώμε στα μούτρα όλοι μας, για καλό ή για κακό, εδώ και αρκετές δεκαετίες. Αναφέρομαι, αντίθετα, στη μεταφυσική σημασία του όρου «λαϊκός τραγουδιστής»: μια φωνή, δηλαδή, που αποδίδει όχι την πραγματικότητα αλλά τη δυνατότητα ενός λαού, όχι το εδώ και το τώρα αλλά την ουτοπική του διάσταση, την «ψυχή» του, όχι το «φαινόμενον» αλλά το «νοούμενον», όχι αυτό που είναι ένας λαός (στην γκρίζα καθημερινή του υπόσταση) αλλά αυ42 | κοντέινερ Νοέμβριος 2009
τό που μπορεί, που πρέπει να γίνει. (Και, ας το πω να φύγει από πάνω μου: κανείς δεν θα μου βγάλει από το μυαλό ότι αυτή την έννοια είχε στο μυαλό του ο Θεοδωράκης στο ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ – και μ’ αυτή την έννοια, δυστυχώς, ούτε ο Νταλάρας, ούτε ο Μητσιάς, ούτε ο Κότσιρας, ούτε ο Μάριος Φραγκούλης είναι «λαϊκοί τραγουδιστές».) Ακόμη κι αν δεν ζούσαμε σε έναν καιρό βαθιάς και πρωτοφανούς κοινωνικής α-ταξίας (κυριολεκτικά: ταξικής σύγχυσης), όπου «λαός» και «Κολωνάκι» χτυπιούνται ανελέητα στο μπλέντερ και όπου ο ίδιος άνθρωπος (εγώ, πέρυσι) είναι δυνατόν να είναι ταυτόχρονα καλεσμένος σε πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν στην Παλαιά Πεντέλη και σε τροτσκιστικό πάρτι στα Εξάρχεια, θα ήταν ούτως ή άλλως σφάλμα να ταυτίζαμε το «λαό» και το «λαϊκό» με ένα συγκεκριμένο στρώμα του πληθυσμού. Είναι πεποίθησή μου πως η λέξη «λαός» (ή «δήμος», όπως στη λέξη «δημοκρατία») παραμένει ζωντανή μόνο όταν σηματοδοτεί αυτό που οι χριστιανοί ονομάζουν «λείμμα» (και, οι μαρξιστές, «προλεταριάτο»): το αδέσμευτο «υπόλοιπο», δηλαδή, το «απομεινάρι» που περισσεύει όταν όλες οι υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες έχουν περιχαρακωθεί στη διεκδίκηση στενών ταξικών συμφερόντων. Το «λαϊκό» δεν έχει, δεν μπορεί να έχει συγκεκριμένο «προφίλ»: ανήκει στη χούφτα των ευλογημένων εκείνων λέξεων-μπαλαντέρ (το «κλασικό» είναι άλλη μια τέτοια, εξίσου κακοποιημένη, λέξη) που είναι προορισμένες να αποτελούν κενά σύνολα, ανοίγματα, στ’ αλήθεια, προς οτιδήποτε νέο, προοδευτικό, ανατρεπτικό, λυτρωτικό.
Αλλιώς, ως κάτι το τάχα συγκεκριμένο, η λέξη «λαϊκό» μικραίνει, μιζερεύει. Στην καλύτερη περίπτωση, απομένει απλή ονομασία ενός ακόμη target group, ταμπελάκι στα ράφια των δισκοπωλείων, διαφανές άλλοθι («αυτά θέλει ο λαός!») για να πουλήσουμε αυτά που θέλουμε εμείς. Στη χειρότερη (και σε ακριβή αντιστοιχία με την αριστερίστικη κατάχρηση μιας τρίτης καταραμένης έκφρασης, της «εργατικής τάξης»), ξεπέφτει σε λέξη-αγελάδα, ανακουφιστικό εύσημο «αυθεντικότητας», εγγύηση για την απρόσκοπτη στασιμότητά μας. Εφόσον ο (Λευτέρης) Παπαδόπουλος παραμένει σε κυκλοφορία, εφόσον το «λαϊκό» παραμένει «λαϊκό», ο Νεοέλληνας είναι ήσυχος πως κρύβει μέσα του έναν πτωχό πλην τίμιο απόγονο του Αλέξη Ζορμπά, και μπορεί να νεοπλουτίσει χωρίς τύψεις. Ο «λαός» έχει μονάχα νόημα όταν αναφέρεται στην ουτοπική (και παν-τοπική!) δυνατότητα της συλλογικότητας εκείνης που, μόνη, μπορεί να μας βγάλει από τη ναρκισσιστική απομόνωση· στο «νέο σώμα», το ενεργητικό, επαναστατικό σώμα βαθιά μέσα στα σπλάχνα της κοινωνίας. Παρακαλώ, μην τον συγχέουμε με καλλιτέχνες που μαζεύονται στη βάφτιση της ανιψιάς μου και γύρω από το τραπέζι του (Σπύρου) Παπαδόπουλου. Νικολά, πρέπει να επαναδιεκδικήσουμε τα μεγάλα λόγια. (Υ.Γ. Επίσης, πρέπει να οργανώσουμε μια εκτέλεση του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ όπου το μέρος του λαϊκού τραγουδιστή να τραγουδούν οι κερκίδες ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου. Το κάνουν που το κάνουν.)
ΕΙΚΑ Σ ΤΙΚΑ _ Β Λ Ε Μ Μ Α
ΕΚκΡΕΜΟΔιΚΙΑ 2009 _ Δημήτρης Μεράντζας
www.merantzas.gr
κ ο ν τ έ ι ν ε ρ Ν ο έ μ β ρ ι ο ς 2 0 0 9 | 43
Kρίση είναι θα περάσεI
Mυρτώ Αποστολίδου
vinylmicrostore.gr
3-28 Nonember 2009
ΒΛ Ε Μ Μ Α _Δικηγόροι με γυαλιά
θολόσ τρόποσ _ Κλειώ Παπαπαντολέων
Ο Χ. εκτίει ποινή κάθειρξης για ναρκωτικά. Στη διάρκεια της κράτησής του έκπληκτος πληροφορείται ότι κατηγορείται για παράβαση του νόμου 5960/1933 «περί επιταγής», και συγκεκριμένα ότι στα μέσα του 2004 φέρεται να έχει εκδώσει ακάλυπτη επιταγή ως πρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος ανώνυμης εταιρείας! Ο Χ. συνειδητοποιεί ότι πράγματι, μέσα στο 2004, όντας άνεργος και ήδη 15 χρόνια εξαρτημένος από την ηρωίνη, είχε έρθει σε επαφή με κάποιους ανθρώπους που του πρόσφεραν δουλειά στην εν λόγω εταιρεία. Θυμάται ότι όντως υπέγραψε κάποια έγγραφα, τα οποία είχε θεωρήσει ότι είχαν να κάνουν με την «πρόσληψή» του, η οποία τελικά ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, διότι οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι λίγο αργότερα, τον πληροφόρησαν πως η εταιρεία «έπεσε έξω». Χωρίς να μπορεί να αντιληφθεί τι ακριβώς έχει συμβεί και πώς μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, καταδικάστηκε από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών σε πρώτο βαθμό σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών και χρηματική ποινή 1.000 ευρώ. Στο δεύτερο βαθμό, και έχοντας από καιρό ενταχθεί σε πρόγραμμα απεξάρτησης μέσα στη φυλακή, αποφασίζει να παλέψει για την αθωότητά του, προβάλλοντας στο ακροατήριο τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι, κατά το χρόνο τέλεσης του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής ήταν ήδη από χρόνια βαριά εξαρτημένος χρήστης ναρκωτικών ουσιών και η συνολική ψυχική και σωματική αλλά κυρίως η πνευματική του κατάσταση δεν του επέτρεπε να
αντιληφθεί, όχι μόνο την ευθύνη την οποία αναλάμβανε, αλλά και τις συνέπειες που συνεπαγόταν η υπογραφή του σε πρακτικό ΔΣ ή στην επιταγή αυτή καθαυτή. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με μια γενναία απόφαση, δέχθηκε τον παραπάνω ισχυρισμό και έκρινε τον Χ. ατιμώρητο, με το σκεπτικό ότι πράγματι ο κατηγορούμενος όταν υπέγραφε τα πρακτικά του ΔΣ αποδεχόμενος τη θέση του Προέδρου της εταιρείας και την επιταγή, είχε το ακαταλόγιστο λόγω της έξης του από τα ναρκωτικά. Εάν για κάποιους η παραπάνω απόφαση θεωρείται αναμενόμενη και εναρμονισμένη με τα πορίσματα της επιστήμης και της ψυχιατρικής, για τους νομικούς είναι μία απόφαση-εξαίρεση. Σπανίως τα Δικαστήρια δέχονται την έλλειψη ή μείωση του καταλογισμού λόγω τοξικομανίας, αφού δύσκολα δέχονται ότι κάποιος είναι τοξικομανής, ακόμα και όταν προσκομίζονται ιατρικές πραγματογνωμοσύνες που τη διαπιστώνουν…
ναι ότι –ακόμα και εάν εμπλακείς σε μία δίκη–, σου είναι μάλλον απολύτως θολός ο τρόπος, τα κριτήρια και οι κώδικες με τους οποίους δρα ο μηχανισμός αυτός. Τα δικαστήρια είναι το σημείο τομής ιδιωτικού και δημοσίου καθώς και ένα τόπος πολλαπλών και επάλληλων μηχανισμών εξουσίασης, ελέγχου και ιεραρχιών. Δεν καθρεφτίζουν απλώς πραγματικότητες, αλλά τις διαπλάθουν αναπαράγοντας προκαταλήψεις, διακρίσεις και κοινωνικούς διαχωρισμούς. Με λίγα λόγια, παράγουν καθημερινά πολιτικά –με την ευρεία έννοια– ιδεολογικά και υλικά αποτελέσματα που μας αφορούν όλους και δεν είναι ένας παράλληλος κόσμος στο μακρινό σύμπαν με καλτ αισθητική. Ο Χ. της παραπάνω υπόθεσης, απαλλάχτηκε από 12 μήνες φυλάκισης που του είχε επιβάλει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Του μένει τώρα να εκτίσει τα 5 χρόνια κάθειρξης, μαζί με εκατοντάδες άλλους χρήστες καταδικασμένους για ναρκωτικά. Κ.Π.
Η δικαστική λειτουργία συνήθως προσλαμβάνεται ως ένα απλό άθροισμα ρυθμίσεων επιμέρους ιδιωτικών υποθέσεων, όπου η κάθε απόφαση αφορά αποκλειστικά και μόνο τους διαδίκους της συγκεκριμένης υπόθεσης, ενώ στην ουσία ασκεί στην κοινωνική και πολιτική μας ζωή, δημόσια εξουσία. Το αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης εί-
Για την υπόθεση του Χ. και την απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2009 ευχαριστούμε θερμά τη συνήγορο υπεράσπισής του Μαρία Αποστολάκη.
ουδέτεροσ παρατηρητήσ _ Άννα-Μαρία Φίλιππα
Είναι μια συνηθισμένη ημέρα στην αίθουσα του Πρωτοδικείου Αθηνών που δικάζει αυτοκινητιστικές υποθέσεις. Η πρόεδρος δείχνει αμέτοχη έχοντας υιοθετήσει βλέμμα απλανές. Ο μάρτυράς του ενάγοντος συνταξιούχος υπάλληλος του δημοσίου δηλώνει αυτόπτης μάρτυρας με φοβερή μνήμη και εμμονή στη λεπτομέρεια όπως και απλός περαστικός από το συμβάν. Αφού καταθέτει κάθεται αυτάρεσκα στο ακροατήριο. Ώρα ερωτήσεων της αντίθετης πλευράς: Ο μάρτυρας σας ήταν απλός περαστικός; «ναι»,
46 | κ ο ν τ έ ι ν ε ρ Νο έ μ β ρ ι ο ς 2 0 0 9
εσείς δεν τον γνωρίζετε καθόλου και δεν του έχετε μιλήσει ποτέ έκτοτε; «καθόλου», ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΤΕ ΤΟΤΕ ΠΩΣ ΣΕ ΑΥΤΗΝ ΕΔΩ ΤΗΝ ΚΑΡΤΑ ΣΑΣ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΙΩΜΕΝΟ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΤΟΥ; Επιτέλους ακούμε τη φωνή της προέδρου που σηκώνει το κεφάλι και κοιτάει τον μάρτυρα: «για ελάτε εδώ εσείς, ΓΙΑ ΕΛΑΤΕ ΕΔΩ!». Ο μάρτυρας έχοντας καταλάβει τι τον περιμένει πλησιάζει με ρυθμό και ύφος από ταινία του Αγγελόπουλου και ερωτάται γιατί είπε ψέματα.
Κανείς δεν αρνήθηκε ότι η απάντηση ήταν ειλικρινής: «Είναι φίλος μου κυρία πρόεδρε, τι; να μην τον βοηθήσω;». Όπως αποδείχθηκε η ειλικρίνεια του δεν βοήθησε ιδιαίτερα τον ίδιο. Έφυγε συνοδεία οργάνου στο αυτόφωρο αναρωτώμενος εάν είναι κακό τελικά σε αυτή τη χώρα να βοηθάς τους φίλους σου. Ο εν λόγω δικηγόρος έφυγε με το ύφος ολυμπιονίκη που ανεβαίνει στο βάθρο. A.M.Φ.
Οι Kινηματογραφιστές στην Ομίχλη παρουσιάζουν:
ΠΕΜΠΤΗ 5/11
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 6/11
ΣΑΒΒΑΤΟ 7/11
ΚΥΡΙΑΚΗ 8/11
ΔΕΥΤΕΡΑ 9/11
ΤΡΙΤΗ 10/11
ΤΕΤΑΡΤΗ 11/11
16:00-17:00
ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ Α'
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
ΣΥΖΗΤΗΣΗ
ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ Γ'
17:00-18:45
ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ Β'
ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΚΗΠΟΣ Κ. ΔΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
BANK BANG Α. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΓΚΙΝΕΣ Α. ΚΑΡΔΑΡΑΣ
ΠΕΘΑΙΝΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ Ν. ΚΑΡΑΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ΟΛΑ ΘΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ Γ. ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ Δ'
19:00-20:45
ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ Κ. ΓΑΒΡΑΣ
ΚΑΠΕΤΑΝ ΚΕΜΑΛ, Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ Φ. ΛΑΜΠΡΙΝΟΣ
Η ΖΩΗ ΣΤΟΥΣ ΒΡΑΧΟΥΣ Α. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΡΥΘΜΟΙ ΚΑΙ ΡΙΜΕΣ Ν. ΣΚΑΡΕΝΤΖΟΣ
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΥΡΙΔΙΚΗ Φ. ΒΙΑΝΕΛΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ ΣΤΟ ΕΒΕΡΕΣΤ Π. ΤΣΙΑΝΤΟΣ
ΚΥΝΟΔΟΝΤΑΣ Γ. ΛΑΝΘΙΜΟΣ
ΣΥΖΗΤΗΣΗ - ΕΝΑΡΞΗ
GUILT Β. ΜΑΖΩΜΕΝΟΣ
ΧΡΥΣΟΣΚΟΝΗ Μ. ΜΑΝΤΑ
ΑΛΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΣΤ. ΨΥΛΛΑΚΗΣ
ΞΕΝΕΣ ΣΕ ΞΕΝΗ ΧΩΡΑ Δ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΤΟΣ
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ Λ. ΡΙΚΑΚΗ
ΣΥΖΗΤΗΣΗ - ΛΗΞΗ
20:45-22:30
ΣΤΡΕΛΛΑ Π. Χ. ΚΟΥΤΡΑΣ
ΜΑΥΡΟ ΛΙΒΑΔΙ Β. ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ
RICORDI MI ΣΤ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΠΛΑΤΩΝΟΣ Φ. ΤΣΙΤΟΣ
ΤΟ ΚΑΚΟ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ Γ. ΝΟΥΣΙΑΣ
ΣΥΝΤΡΙΜΜΙΑ ΨΥΧΗΣ J. PODESWA
ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ Ε'
22:30-00:30
Πέμπτη 5/11 παρτυ έναρξης με djs και visuals, 23:30 booze (Κολοκοτρώνη 57)
Το Ελληνικό Σινεμά Αυθαδιάζει. Kινηματογράφος ΕΛΛΗ, Ακαδημίας 64. Με την υποστήριξη:
Πέμπτη 12/11 παρτυ λήξης, 21:00 berlin brides, lost bodies, felizol, the boy, sancho vs biomass bios (Πειραιώς 84)
Χορηγοί Επικοινωνίας:
NoLogo.gr