konteiner18

Page 1

[…] Όπως το μάτι που έχει φλεγμονή χαίρεται να κοιτάει κυρίως τα σκοτεινά και χωρίς λάμψη χρώματα, ενώ αποφεύγει τα φωτεινά και όσα ακτινοβολούν,

έτσι και η πόλη που έπεσε σε απροσδόκητη δυστυχία είναι, λόγω της αδυναμίας της, φοβισμένη και εύθραυστη, ώστε δεν αντέχει να ακούσει την αλήθεια τότε που κατεξοχήν την χρειάζεται, μιας και τα πράγματα δεν αφήνουν περιθώριο για διόρθωση των σφαλμάτων που έχουν γίνει.

Μια τέτοια πολιτική κατάσταση είναι πάρα πολύ επικίνδυνη, διότι ο λαός θα καταστρέψει το ίδιο και αυτόν που του μιλάει έτσι ώστε να είναι ευχάριστος και αυτόν που δεν τον κολακεύει· τον πρώτο θα τον παρασύρει στον όλεθρο μαζί του· τον δεύτερο λίγο πιο πριν […] ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ (46 – 120 μ.Χ.), επιλογή από το έργο του, μτφρ. Τάσος Νικολαϊδης, εκδόσεις Στιγμή



_Δημήτρης Δαλδάκης

3

Πόρτα στον ήλιο

Τελευταία Μέρα στο Σύστημα Οι μικροί ας το διαβάσουν σαν μυθιστόρημα «Ό,τι κινείται, διαγράφεται.» «Αν δεν κάνεις ό,τι σου λέω, τέλειωσες.» Υποκείμενα γυμνασμένα με την ίδια μέθοδο δημοκρατικής επιλογής. Από τον Λαμπράκη πατέρα μέχρι τους μεγαλοεκδότες του σήμερα. -Η Πολιτική έκανε τον Τύπο ή ο Τύπος την Πολιτική; Από τη μία, πουτάνες καταδικασμένες, που τους απαγορεύεται όχι μόνο να ερωτεύονται, αλλά και να σταματήσουν να γαμιούνται. Από την άλλη, πουτάνες ξοφλημένες, σάπια μουνιά που μεταδίδουν τα εγκλήματα. Οι κατηγορίες που έφτιαξαν την τόσο αρωματική Ελλάδα Μεγάρου και Προόδου. Κράτος. Μια ηγεσία από διαπλεκόμενους που προσλαμβάνει άβουλους ταλαίπωρους για να εξασφαλίζει το κέρδος της. Αυτή η αηδιαστική δομή που, σαν άλλη θρησκεία, κοροϊδεύει τους άβουλους και ταλαίπωρους, πείθοντάς τους ότι λειτουργεί μεταφυσικά, ότι, δηλαδή, μπορεί να ορίζει ανθρώπους, κοινωνίες, στόχους και αγάπες.

Όλοι μας, ανεξαιρέτως, υπηρετούμε κάτι. Όμως, πού, ποιον και γιατί; Πρέπει να εξετάσουμε, να ερευνήσουμε, να μάθουμε το σώμα και τις πράξεις μας. Έχουμε άμεσες συνέπειες στον εαυτό μας και στον διπλανό μας. Εμείς, οι πληθυσμοί της επικαιρότητας, είμαστε άνθρωποι κενοί. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι να παρακολουθούμε και να σχολιάζουμε γεγονότα. Δεν ζούμε ερήμην μας. Πεθαίνουμε εκούσια. - Δεν με ενδιαφέρει η άποψή σου, φίλε μου. Αγαπημένη μου, με ενδιαφέρει η ζωή σου. Είστε τόσο σπάνιες, κι εσύ κι αυτή. Σας γράφω από την εξορία. Τελείωσα με επιτυχία την εγχείρηση της ανοιχτής καρδιάς μου. Αφαίρεσα όλο το συναίσθημα. Έκοψα όλους τους δεσμούς. Πέθανες Ελλάδα. Ήμασταν ξευγάρι όσο εγώ ήμουν τυφλός.

Καλώς ήλθατε στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Χούντα ηλιθίων και σκατάδων σε μια χώρα καταδικασμένη. Όποιος δεν αντιδρά ή δεν φεύγει είναι δωσίλογος.

Ζω τη δύσκολη ζωή ενός παιδιού που δεν πήγε ποτέ σχολείο. Από αυτήν την απομόνωση, μακριά από την οργανωμένη κοινωνία, προσπαθώ να επιβιώσω. Άντε να τα βάλεις με τους σπουδαγμένους ευγενείς. Εκτελούν το εκλεκτό, περιούσιο βάδισμα που τους έμαθαν μαστιγωτές κι εγώ το μόνο που ξέρω, είναι να κλοτσάω με τα πίσω πόδια όταν πάνε να με ζέψουν.

Ο λαός φταίει όσο και η εξουσία. Τα έχω και με τους δύο. Πρόκειται για την ίδια σαπίλα. Οι δύο όψεις του νομίσματος που λείπει από την τσέπη μου για να γίνω πολίτης Έλληνας χριστιανός.

Αληθινή ζωή μου, Εξορία, τη γουστάρω αυτή τη σφαίρα. Δε θέλω να περάσει στα παιδιά μου το γονίδιο του χέστη. Αυτό δε λέγεται επανάσταση, λέγεται ανάστημα.

Περνάμε την Ιερά Εξέταση της Πολιτικής και δεν έχει καταλάβει κανένας τίποτα. Συνεχίζουν οι άχρηστοι λαοί να ψηφίζουν τον καλύτερο δήμιο. -Δεν είναι μόνο ο Έλληνας. Είναι ο άνθρωπος που φτιάχτηκε. Κάτω από την Ελλάδα κρύβεται μια λερωμένη φωλιά στο μέγεθος του κόσμου.

Ανεξιθρησκία, Ανεξικρατία, Ανεξιλογία είναι το πρώτο πτυχίο της Ελευθερίας. Αθεΐα, Αεθνία, Ακτησία είναι το τελευταίο. Είμαι ο χωρίς ιστορία, ο χωρίς ταυτότητα, ο χωρίς επάγγελμα. Από δω και πέρα ίπταμαι και όπου πέφτω θα καρπίζω.

Σήμερα, η διεστραμμένη αριστοκρατική αυλή που δεσμεύει και κακοποιεί τον παγκόσμιο πλούτο απαρτίζεται και από προλετάριους. Αυτή είναι η νίκη της δημοκρατίας του καπιταλισμού· της κερδοσκοπίας και της δανειοδότησης. Δεν υπάρχουν τάξεις, υπάρχει ένα επικίνδυνο είδος ανθρώπου. Ακούω για ελληνικό φιλότιμο, ελληνική μαγκιά, ελληνικά γονίδια. Δείξτε μου ένα παλικάρι γιατί βλέπω μόνο χέστες. Δείξτε μου μια αληθινή γυναίκα γιατί βλέπω μόνο αστοιχείωτες κοκότες. Βρείτε μου μια μικρή γωνιά, σ’αυτήν την χώρα, που να τραγουδιέται. Η γενιά μου γέννησε καλούς υπηρέτες. Φορέσαμε, με επιτυχία, το στριγκάκι στη γιαγιά. Ξέρουμε να εκχυδαΐζουμε τα πάντα. Να μην μείνει πουθενά έδαφος. Στην υγειά μας, ρε παιδιά, μιλάμε τον καρκίνο άπταιστα.

info@konteiner. gr | Τ: 211 402 92 77 Εκδότης: Στέφανος Νόλλας Ειδικός Σύμβουλος: Γιώργος Διβάνης g.divanis@konteiner.gr Σύμβουλοι Έκδοσης: Μαργαρίτα Μιχελάκου, Πάνος Παπαδημητρόπουλος Creative Direction: Γιώργος Κωνσταντινίδης Ατελιέ: Ελένη Σγόντζου, Μαρίζα Σουλιώτη

Επιμέλεια - Διόρθωση: Ηρώ Μακρή, Λευτέρης Βασιλόπουλος Νομικός Σύμβουλος: Ζωή Ν. Κωνσταντοπούλου Υποδοχή Διαφήμισης: Iουλία Πύρρου Εκτύπωση: IRIS Εκτυπώσεις Α.Ε.Β.Ε. Ιδιοκτησία: Διάδραση Α. Μ. Κ. Ε. ISSN: 2241-1119

Το κοντέινερ δημοσιεύει μόνο ενυπόγραφα κείμενα. Τα ενυπόγραφα κείμενα δεν εκφράζουν απαραιτήτως τις θέσεις του περιοδικού.


Βλέμμα 4

_ Γιώργος Βαλαής

Τα παιδιά της εποχής Ποτέ δεν συμπάθησα τις μικρές καθημερινές ιστορίες της πόλης που έβλεπαν διάφοροι, τις αναπαρήγαγαν και μετά τους έδιναν όποια γενίκευση θέλαν οι ίδιοι, μια γενίκευση που πρόβαλλε τη δική τους θέση και μόνο. Θυμόμουν και τη ρώσικη παροιμία «Λέει ψέματα σαν αυτόπτης μάρτυς», αρχίζω σιγά σιγά να σιχαίνομαι και το πρώτο πρόσωπο σαν αφηγηματικό ύφος, εκτός και αν σε λένε J.D.Salinger, αλλά παρ’ όλα αυτά, και εξαιτίας όλων αυτών, είμαι και γω στην άβολη θέση να φέρω τη δική μου ιστορία στην οποία ήμουν αυτόπτης μάρτυς, και θα της δώσω και ’γω μια δική μου υποκειμενική γενίκευση, όπως κάνουν όλοι.

ταν πάνω σε κούτες που είχε μαζέψει απ’ τα σκουπίδια, γύρω του είχε τοποθετήσει μικρά κουτάκια από χαρτόνι με αποτέλεσμα να φαίνεται σαν να κατοικεί σε έναν μικρό χάρτινο πύργο. Από μακριά κανείς, πρόσεχε αμέσως την αμηχανία του γι’ αυτό που έκανε. Τα ρούχα του παραήταν καλά για αγόρι που ζητιάνευε και το βλέμμα του δεν είχε τίποτα από την προσποιητή ή επαγγελματική ή την κουρασμένη από την μετατροπή της σε ρουτίνα εκ της επαναλήψεως ματιά που έχουν όλα τα παιδιά που ζητιανεύουν. Μπροστά του είχε μια ταμπέλα, πάλι από χαρτόνι, που έλεγε ΧΑΡΙΖΟΝΤΑΙ ΓΑΤΑΚΙΑ ενώ το βλέμμα του, που το ανακάλυπτε κανείς πλησιάζοντας πιο κοντά, μετέδιδε τελικά μια αποφασισμένη ντροπή. Η συνολική του στάση ανάμεσα στα χαρτόκουτα, ο τρόπος που κοίταζε, καθώς και τα νιαουρίσματα που ακουγόταν όλο και πιο δυνατά από τα μικρά κουτιά συμπλήρω-

ναν την εικόνα με έναν μαγικό τρόπο. Ντράπηκα που το κοίταζα τόσο εξονυχιστικά, που σκεφτόμουν ταυτόχρονα πόσα χρήματα μου λείπουν και χαμήλωσα το βλέμμα μου. Βλέμμα που θα είχε την απορημένη σύγχυση της εποχής μου.

Πρέπει καμιά φορά να αποσύρουμε μιαν έκφραση από τη γλώσσα, να τη στέλνουμε στο καθαριστήριο, και μετά να την επαναφέρουμε στην κυκλοφορία

καρφιά και έννοιες –θάνατος, ζωή, έρωτας, αγνότητα, μανία για δόξα– όλα αυτά είναι το αληθινό δράμα. Μπροστά σ’ αυτό ορισμένοι κάνουν ευχές, εγώ βουλώνω το στόμα μου.

Ludwig Wittgenstein

Thomas Bernhard

Το δράμα των ανθρώπων, στο σύνολό τους, είναι ότι με την αγωγή και κυρίως με την παραμορφωτική παιδεία και τη λογοτεχνία, όχι μόνο είναι προσκολλημένοι σε έννοιες, αλλά επιπλέον ακλόνητα καρφωμένοι σ’ αυτές τις έννοιες. Και έτσι όλοι, απολύτως όλοι, σφαδάζουν σαν παράφρονες με τις έννοιες καρφωμένες στον εγκέφαλό τους. Αυτό είναι το αληθινό δράμα του κόσμου! Παντού

Ας φύγουν από μπρος μου, να μην τους βλέπω, εκείνοι που θα ’θέλαν να πούνε πως τα γράμματα είναι παραπάνω από τα όπλα. Γιατί θα τους πω, κι ας είναι όποιοι και αν είναι, πως δεν ξέρουν τι λένε.

ΤΩΝ ΦΑΝΕΡΩΝ ΠΑΡΑΠΛΗΣΙΩΝ ΟΜΗΡΩΙ ΟΣ ΕΓΕΝΕΤΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΟΦΩΤΕΡΟΣ ΠΑΝΤΩΝ, ΕΚΕΙΝΟΝ ΤΕ ΓΑΡ ΠΑΙΔΕΣ ΦΘΕΙΡΑΣ ΚΑΤΑΚΤΕΙΝΟΝΤΕΣ ΕΞΗΠΑΤΗΣΑΝ ΕΙΠΟΝΤΕΣ, ΟΣΑ ΕΙΔΟΜΕΝ ΚΑΙ ΕΛΑΒΟΜΕΝ, ΤΑΥΤΑ ΑΠΟΛΕΙΠΟΜΕΝ, ΟΣΑ ΔΕ ΟΥΤΕ ΕΙΔΟΜΕΝ ΟΥΤ’ ΕΛΑΒΟΜΕΝ, ΤΑΥΤΑ ΦΕΡΟΜΕΝ.

Ανέβαινα τη Φωκίωνος Νέγρη και λίγο πιο πέρα από τα σκυλιά που παίζαν δίπλα στα παρτέρια και τους ιδιοκτήτες τους, στο πεζοδρόμιο βρισκόταν ένα παιδί. Ήταν παιδί, όχι έφηβος, γύρω στα έντεκα και καθό-

Αυτό το αγόρι που έδωσε στο ρομαντισμό του την απαραίτητη εξωστρέφεια, που προσπαθούσε να κρύψει την αμηχανία του για το τραύλισμα της πράξης του, που φαινόταν πάνω του οι οδηγίες της μαμάς του για το πώς πρέπει να σταθεί και να φερθεί και τι ακριβώς να κάνει, που βίωνε την κατάρευση της αποφασιστικότητάς του μέσα στον περιορισμό της πραγματοποίησής της, ήταν που πριν από τρεις βδομάδες όταν έκανε κρύο –αν και στην πόλη ποτέ δεν θυμάσαι τι καιρό έκανε πριν από τρεις βδομάδες– και αναρωτιόταν με απορία, αν η πράξη του είχε νόημα, είναι ο νέος εξολοθρευτής άγγελος.

Graveyard songs ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 2011 Οι θεωρίες δεν φτιάχνονται παρά για να πεθαίνουν μέσα στον πόλεμο του χρόνου: είναι πολεμικές μονάδες, ισχυρές ή όχι, που πρέπει να τις ρίξεις στη μάχη την κατάλληλη στιγμή και, όποιες και αν είναι οι υπεροχές ή οι ανεπάρκειές τους, δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις παρά εκείνες μόνον που είναι διαθέσιμες. Οι θεωρίες πρέπει συνεπώς να αντικαθίστανται, επειδή οι αποφασιστικές τους νίκες τις φθείρουν πολύ περισσότερο απ’ όσο οι επιμέρους ήττες τους, γι’ αυτό και καμιά ζωντανή εποχή δεν είχε ως αφετηρία της μια θεωρία. Guy-Ernest Debord

κοντέινερ | Δεκέμβριος 2011

Ηράκλειτος Τζάμπα, τζάμπα είπε ο τελάλης, τζάμπα όλα κι ανώφελα.

Miguel de Cervantes Ο τελάλης ΕΞΗΠΑΤΗΝΤΑΙ, ΦΗΣΙΝ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΓΝΩΣΙΝ



Παρέμβαση 6

_Γιώργος Ζώης

Guilty. Ένα από τα πολυτελέστερα θαλάσσια γιοτ του κόσμου έχει μήκος τριανταπέντε μέτρα, τρια καταστρώματα που διακοσμούνται από πανάκριβα έργα τέχνης, εξωτερική απόχρωση που μοιάζει με έργο του Roy Lichtenstein και είναι σχεδιασμένο έως την τελευταία λεπτομέρεια από τον διάσημο εικαστικό σουπερ σταρ Jeff Koons. Αυτή η θαλαμηγός, που το περιοδικό Vogue τής έκανε οχτώ σελίδες ειδικό αφιέρωμα, είναι ιδιοκτησία Έλληνα επιχειρηματία και έχει το ακόλουθο όνομα: “Guilty”.

οι τεχνοκράτες από τους ηθοποιούς, οι λογιστές από τους τραγουδιστές. Αυτοί είναι τώρα το νέο τζετ-σετ, οι νέοι τηλεοπτικοί αστέρες, οι νέες χαρτορίχτρες. Απολαμβάνουν επιτέλους τη δημοσιότητα που τους αναλογεί ως στυλοβάτες ενός συστήματος που δεν στοιχηματίζει πια στο μικροαστικό όνειρο αλλά στην αποφυγή του εφιάλτη της πείνας.

κρίτως, ομάδες εξαθλιωμένων κλέβουν και χτυπούν επιβάτες σε βαγόνια του ηλεκτρικού με εκδικητική ορμή, λούμπεν συμμορίες οριοθετούν περιοχές και πουλάνε προστασία και εκδίκηση. Την ίδια ώρα, όλο και περισσότεροι παρηγοριούνται σε αυταπάτες εναλλακτικής ομαδικής ψυχοθεραπείας, όπως οι συλλογικές κουζίνες, τα ανταλλακτικά

Η αστική τάξη της Ελλάδας παραδέχεται ανοικτά την ενοχή της. Είναι ένοχη για τον πλούτο της.

Γιατί το βασικό στοιχείο της εξουσίας είναι η οργάνωση. Όσο μπουρδέλο και αν θέλουμε να αποκαλούμε το ελληνικό κράτος, η εξουσία έχει οργάνωση δικαστική, αστυνομική και στρατιωτική, έτοιμη να καταστείλει οποιαδήποτε αντίδραση.

Πλούτος που επιδεικνύεται προκλητικά σε εγκαίνια χώρων τέχνης, φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, προβλήτες λιμανιών και ιδιωτικά νησιά. Συνήθως υπό τη συνοδεία ενός θιάσου υποτελών καλλιτεχνών, πολιτικών και δημοσιογράφων. Το στάτους της αστικής τάξης πάντα ενισχύεται από επώνυμα λιγούρια που στριμώχνονται για έναν πλούσιο μπουφέ και μια υπόσχεση επιχορήγησης.

Η εξέγερση δεν μπορεί να είναι το αίτημα και ο στόχος. Ένας νέος Δεκέμβρης ή μια νέα πλατεία Συντάγματος δεν φτάνει. Το κάψιμο της πρωτεύουσας για μερικές νύχτες δεν θα αποφέρει τη δημιουργία κανενός νέου κόσμου παρά την ικανοποίηση ενός μηδενιστικού φετιχισμού και μιας θυμικής εκτόνωσης. Η κατάληψη οποιουδήποτε κτηρίου λήψης απόφασεων δεν θα πρέπει να είναι η κατάληξη αλλά η αφετηρία. Αν δεν βάλουμε αργά ή γρήγορα το αίτημα κατάληψης της εξουσίας, θα αρκούμαστε σε μια εκκωφαντική ολιγοήμερη σύγκρουση και απλά θα επεκτείνουμε το πεδίο ορισμού μιας ανάπηρης διαμαρτυρόμενης αριστεράς στα τελικά του όρια.

Ένας κινητός πλούτος επιμελώς συσσωρευμένος χρόνια πριν την επονομαζόμενη κρίση, ασφαλισμένος σε λογαριασμούς και θυρίδες του εξωτερικού, φυγαδευμένος με ηλεκτρονικά εμβάσματα. Ένας ακίνητος πλούτος προστατευμένος από κουβούκλια σεκιούριτι, σώματα πρώην αστυνομικών και νυν προσωπικών σωματοφύλακων, τεθωρακισμένων κρυστάλλων και στρατιωτικών συναγερμών. Στο βίντεο “This is Greece”, στο διαδίκτυο (www.this-is-greece.gr), μιλάνε μόνο οι ακούραστοι διαχειριστές αυτού του πλούτου: γενικοί και ειδικοί οικονομικοί διευθυντές, διευθύνοντες σύμβουλοι και αναπληρωτές, πρόεδροι, αντιπρόεδροι και μέλη Δ.Σ., οικονομικοί σύμβουλοι, ομόρρυθμοι εταίροι και διαχειριστές. «Η Ελλάδα που πονάει, παράγει, πετυχαίνει» είναι το διανυσματικό άθροισμα των αφεντικών της. Όμως τα φωτογραφικά αψεγάδιαστα πορτρέτα τους δεν μπορούν να κρύψουν τη βρομιά των εργασιακών τους σχέσεων. Οι οικονομολόγοι παίρνουν την εκδίκησή τους από τους ποδοσφαιριστές, κοντέινερ | Δεκέμβριος 2011

επιβίωσης σκληραίνει. Αν δεν σχηματίσουμε έναν επαναστατικό πολιτικό φορέα στον οποίο να θέλουμε δυναμικά να ενταχτούμε, τότε είτε θα παλεύουμε να χωθούμε σε κάποια σέχτα επιβίωσης, σε αναλογία των lobby, think tank, λεσχών της αστικής τάξης, ή θα περιφερόμαστε ως κινούμενες καταθλίψεις σε σπίτια, μπαρ και στέκια της παρηγοριάς, μοιρολογώντας για τη ματαιότητα των αντιδράσεων απέναντι στην οργανωμένη εξουσία που μας εξοντώνει.

Ο ατομικισμός εξαντλεί τα όριά του. Όλοι συνειδητοποιούν ότι το ζήτημα της επιβίωσης είναι συλλογικό. Αυτό όμως δεν σημαίνει αυτόματη πολιτική ριζοσπαστικοποίηση αλλά κυρίως μια ευκαιριακή τακτική για την επιβίωση του κάθε ατόμου ξεχωριστά. Συλλογικότητες γεννιούνται καθημερινά άλλά όχι πάντα προς τη θετική κατεύθυνση που θέλουμε να πιστεύουμε. Νεοφασιστικές ομάδες μαχαιρώνουν αδια-

παζάρια, τα like σε σελίδες πολυεθνικών που ισοδυναμούν με ευρώ φιλανθρωπίας, χαριτωμένοι ακτιβισμοί φωτογένειας freepress, βουκολικές φαντασιώσεις που βρίσκουν διέξοδο στην καλλιέργεια κήπων. Οι καλύτερες των προθέσεων σχεδιάζουν εφήμερες νησίδες που κινδυνεύουν να βουλιάξουν την επόμενη στιγμή. Το στρατηγικό παιχνίδι της ατομικής

Καλούμαστε να μετατοπίσουμε την αναζήτησή μας στην δημιουργία ενός άλλου οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου και όχι μόνο στη σπασμωδική και προσωρινή κατεδάφιση του υπάρχοντος. Οφείλουμε να συζητήσουμε ανοιχτά για έναν νέο τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Και αφού οι παλιές ιδεολογίες έχουν κατασυκοφαντηθεί, βρομίσει, εκχυδαϊστεί, τόσο από τους νικητές όσο και από τους ηττημένους, είτε θα πρέπει να τις εγκαταλείψουμε σαν σάπια εργαλεία που έκαναν τον κύκλο τους είτε θα πρέπει να τις επανεφεύρουμε μέσα στη ζωντανή επαναστατική πράξη. Άλλωστε όπως γράφει ο Λιούις Μάμφορντ: H ζωή είναι καλύτερη από την ουτοπία.



Βλέμμα 8

_Μαρία Γιαγιάννου

«Ίκαρε, άκυρο» «Η νέα γενιά μεγάλωσε και βρήκε όλους τους Θεούς νεκρούς, [...], κάθε πίστη στον άνθρωπο κλονισμένη...» -Francis Scott Fitzgerald

Λάβαμε θέσεις και εξακοντιστήκαμε. Ήμασταν προικισμένοι. Είχαμε τα φόντα και άπειρες δυνατότητες. Η αντίσταση του αέρα φιλούσε πατρικά το μέτωπό μας. Ήμασταν πάνω κάτω τριανταπέντε. Κι εκεί που βρισκόμαστε σχεδόν στη μέση του κουλουάρ... Άκυρη εκκίνηση! Μα, δεν βιαστήκαμε. Αντιθέτως, καθυστερήσαμε... Το χαμόγελό μας, αυτό του αιώνιου φοιτητή, του φιλόδοξου καλλιτέχνη, του ανερχόμενου στελέχους, του νεόκοπου επιχειρηματία, της διάνοιας που εγκυμονεί καινοτομίες, του νέου οικογενειάρχη, του υπαλλήλου της χρονιάς, του αποδέκτη ευγενικών χορηγιών, εκείνου που μασάει ανέμελα το χρόνο και μέσα από την τσιχλόφουσκα ατενίζει τα ύψη, κόπηκε στα δύο. Ξάφνου, δεν είμαστε πια οι «πολλά υποσχόμενοι», αλλά αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν «χαμένη γενιά». Γνωρίζουμε αιφνιδίως τη ματαίωση. Από δω η γενιά, από δω η ήττα της. Άνευρη χειραψία. Χαρήκαμε πολύ. Ευλόγως, δεν είχαμε καταρτίσει plan-b για τα όνειρά μας. Σ’ αυτά, ήμασταν περίπου όλοι σελέμπριτι, ο καθένας στο είδος του. Και τώρα θεωρούμαστε ΧΑΜΕΝΟΙ; Κάποιο λάθος έχει γίνει. Να αποδεχτούμε τη ρετσινιά και να κόψουμε τα όνειρα; Γίνεται σταδιακά οφθαλμοφανές ότι η «γενιά μας» εγκαταλείπει το σπριντ των διακοσίων μέτρων και αρχίζει να προπονείται για αλλεπάλληλα τετρακοσάρια μετ’ κοντέινερ | Δεκέμβριος 2011

εμποδίων. Αν φυσικά εξακολουθήσει να υπάρχει στάδιο. Είναι χαρακτηριστικό της νεότητας να εκτοξεύεται αλόγιστα προς κάθε κατεύθυνση που υπόσχεται μυστικά περάσματα, βάθη, ύψη και διάσπαρτα θέλγητρα, πάντα προς επιβεβαίωση της αθανασίας. Η παντοδυναμία της ηλικίας των δεκαπέντε διπλασιάζεται μέχρι τα τριάντα κι έπειτα αρχίζει να μειώνεται. Η ηλικία σε κουβαλάει μέχρι ένα σημείο της ζωής κι από εκεί και πέρα την κουβαλάς εσύ. Η ηλικία μας, τα τελευταία δύο χρόνια, βάρυνε απότομα. Παρά ταύτα, αν δεν έχεις βαρύτητα δεν γίνεται να τρέξεις. Αποφασίζω να ξανατρέξω λοιπόν, αλλά οι φαντασιώσεις μου έχουν άλλη γνώμη. Την ώρα που τεντώνω τον δεξί γαστροκνήμιο, προσγειώνεται δίπλα μου ένας τύπος με χλαμύδα και ξεχαρβαλωμένα φτερά. Αναγνωρίζω ξεκάθαρα τον Ίκαρο. Είδαμε πώς τα κατάφερε... Τι θέλει εδώ; Τι σχέση έχει αυτός με μένα... Αυτός εγκλωβίστηκε στο λαβύρινθο που έφτιαξε ο πατέρας του... κι εκείνος του παρείχε δυο κέρινα φτερά, για να το σκάσει μακριά από την περιπλοκότητα... της ενηλικίωσης... και να βγει σώος... Αυτός θέλησε να συνεχίσει την πτήση επ’ άπειρον.... Καμία σχέση με μένα... Κάνω λάθος...; Διώχνω γρήγορα τον Ίκαρο πριν αρ-

χίσει τις λυρικούρες, αλλά πάνω στη διάταση του τετρακέφαλου, με πλησιάζει ένας κουκουλοφόρος. «Με θυμάσαι; Είμαι ο γιος του Ήλιου» λέει συνωμοτικά. «Α, ναι, ο ξάδερφος Φαέθων!» «Σσσσς...πιο σιγά!» λέει. Τον φοβάμαι λίγο. Είναι ολόλαμπρος μέσα στα μαύρα. Ήταν και εραστής της Αφροδίτης˙ όσο νά ’ναι μετράει. Λέει: «Ξέχνα τα φτερά και τα κεριά και πιάσε την κηροζίνη. Θα κλέψεις το άρμα του μπαμπά, θα πετάξεις όσο πάει και μετά θα βάλεις φωτιά να τα τινάξεις όλα». Αστέρι ο τύπος. Με εμπνέει... Θα καταστρέψω ό,τι έφτιαξε η προηγούμενη γενιά, και θα ζήσω ένα άξιο μηδέν, μια πτήση που να αξίζει την πτώση! Υπάρχει όμως τέτοια πτήση; Θυμάμαι ότι το άλλο όνομα του Φαέθοντα είναι Εωσφόρος. Το ξανασκέφτομαι. Θα το κάνω. Ετοιμάζομαι για μια επανεκκίνηση όλο τρέλα κι εκείνη τη στιγμή, σκάει από το πουθενά ένας μπρατσαράς που μιλάει στο i-phone. Αυτοπαρουσιάζεται: «Βελλεροφόντης. Έχω και Πήγασο, πάμε μια βόλτα;». Είναι γνωστός για το εργαλείο του. Ένας ίππος μεν, αλλά τούρμπο. Και μπορεί να την ψώνισε λίγο, αλλά είναι γεγονός ότι αυτός σκότωσε τη Χίμαιρα. Και φτερωτό άλογο δώρο του μπαμπά-Ποσειδώνα και νίκη επί της Χίμαιρας. Αυτό είναι πρότυπο! Τον κοιτάς και σου θυμίζει όσα ονειρεύτηκες. Εσύ όμως, ούτε τη Χίμαιρα σκότωσες, ούτε πο-

ντάρεις σε άλογο γκανιάν. Νιώθω τα πόδια μου βαριά. Κάτι δεν έχω μάθει ακόμα. Εδώ ο κόσμος καίγεται κι εγώ ονειρεύομαι ιπτάμενους. «Εσύ, πώς και έπεσες;» ρωτώ και μου λέει «Ήθελα να τσεκάρω αν υπάρχουν θεοί. Στη ζώνη της ματαιοδοξίας έχει αναταράξεις... το ψωράλογο με έριξε στην πεδιάδα του περιπλανώμενου. Κι εσύ τα ίδια;» Ναι, τα ίδια. Κι εμένα το άλογό μου εδώ με έριξε. Στην πεδιάδα του παραπλανώμενου. Ο άπειρος νέος (που ήμουν) μιλούσε σε τετελεσμένο χρόνο, με όρους ρήξης, με συναισθήματα απόλυτα, από το πάθος του να χωρέσει μέσα σε μια στιγμή όλη τη ζωή του. Άμα έπεφτε νόμιζε πως ήταν ένα τιποτένιο σκουλήκι και άμα καθόταν σε ψηλό σκαμνί νόμιζε πως ήταν ο μέγας Αλέξανδρος. Τίποτα όμως δεν αρχίζει στιγμιαία ούτε τελειώνει στιγμιαία. Η ζωή αρχίζει και τελειώνει σε όλη της τη διάρκεια. Κι ο αγώνας δεν τελειώνει με μια άκυρη εκκίνηση. Αντιθέτως, αρχίζει. Άρα, κανείς μας δεν έχει δικαίωμα να πει πως έχασε και να αράξει στην ήττα. Τα φτερά του Ι., το άρμα του Φ., ο Πήγασος του Β., δηλαδή τα μέσα τους για να πετάξουν, ήταν δώρα των γονιών τους. Ίσως δεν είναι συμπτωματικό. Όπως δεν είναι συμπτωματικό ότι και οι τρεις έπεσαν. Δεν θέλω να αυτομαστιγωθώ που ενθουσιάστηκα τόσο με τη χαρισμένη μου δύ-


ναμη. Ξέρω πως φταίει η προηγούμενη γενιά, αλλά ντρέπομαι να την κατηγορήσω, γιατί, αν γυρνούσα πίσω, πάλι θα δεχόμουν τα δώρα της. Ποιος λέει όχι σε έναν Πήγασο; Ποιος δεν θέλει να κυνηγάει Χίμαιρες; Η ευθύνη σήμερα γίνεται δική μου. Επιπλέον, οι τρεις εκπεσόντες να γυρίσουν στην αρχαία Ελλάδα. Εγώ ζω στη νέα Ελλάδα, της ακύρωσης και της επανεκκίνησης, και προτιμώ τους πραγματικούς δρομείς, τους άπτερους. Θα είμαστε παρέα όλοι οι μετα-Ίκαροι στη γραμμή της εκκίνησης και θα προπονηθούμε τόσο καλά στις ακυρώσεις, που κάποια στιγμή δεν θα μπορέσει να μας σταματήσει κανείς. Θέλω να πιστεύω ότι η «χαμένη γενιά» θα αντέξει την πρώτη ήττα, και ότι μετά θα έρθει μια αληθινή πρώτη νίκη. Πιστεύω ότι όποιος δεν θέλει να χαθεί, θα εφεύρει ο ίδιος τον εαυτό του. Κι αν αυτό είναι πολύ αισιόδοξο ή ατομιστικό, τότε υπάρχει πάντα και ο Φ. Σ. Φιτζέραλντ, για να μας πείσει ότι στις χαμένες γενιές εμφανίζονται τα πιο λαμπερά (πεφτ)αστέρια. Λάβετε θέσεις λοιπόν. Τον όρο εισήγαγε η Γερτρούδη Στάιν, για να χαρακτηρίσει τη γενιά του ’20, που είδε τα ιδανικά της να καταρρέουν και εκπατρίστηκε, ειδικότερα δε για την καλλιτεχνική ομάδα των νέων Αμερικανών μεταναστών στο Παρίσι.   Δεκέμβριος 2011 | κοντέινερ


Βλέμμα 10

_Σπύρος Δερβενιώτης

Όλα τελείωσαν Όλα τέλειωσαν όταν ο πρώτος μετανάστης έφυγε έντρομος από τη χώρα, όχι γιατί «δεν θα γίνει Έλληνας ποτέ» αλλά γιατί φοβήθηκε μήπως γίνει.

«Οla_arxisan» ξεκίναγε ένα πρόσφατο hashtag στο twitter, και όπως όλα τα hashtags έγινε η μυγοπαγίδα για μια ευρεία γκάμα ζωυφίων, απ’ τη μελό αναμνησιολογία μέχρι τη Χαρυκλυνίζουσα πολιτικοσατιρολογία. Πρωτοετής ψυχολογίας θα μιλούσε για regression, επιστροφή στο παρελθόν, στη γεννεσιουργό αρχή, στον Κήπο της Εδέμ πρίν όλα αρχίσουν να πηγαίνουν στραβά. Δεν θα σε σώσει η κουβέρτα σου, μικρέ μου Λάινους. Η μοναδική αξιοπρεπής έξοδος από τη μυθολογία του «εκπεσώντα απ’ τον Παράδεισο» δεν είναι να τα ρίξεις όλα στο φίδι: είναι να τραβήξεις την κουρτίνα και να αντικρίσεις ένα Σύμπαν χωρίς Θεό. Ο «Χαμένος Παράδεισος» είναι το τυράκι, αυτό που σου συμβαίνει τώρα είναι η φάκα. Όταν συνειδητοποιήσεις ότι δεν έχει κάπου να επιστρέψεις, τότε θα μπορέσεις να προχωρήσεις μπροστά. Κλείσε τα αυτιά σου στο «όλα άρχισαν». Φώναξε με όλη σου τη δύναμη «όλα τελείωσαν»: Όλα τελείωναν με την Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη να χορεύει μόνη στις κερκίδες λίγο πριν σβήσει τα φώτα του 2004. Το ενσταντανέ βγήκε λίγο θολό, θα ορκιζόσουν ότι η εικονιζόμενη είναι η Διαμαντοπούλου, μόνη και Μπρεζνιεφική στην εξέδρα κοντέινερ | Δεκέμβριος 2011

των επισήμων λίγο πριν σβήσει τα φώτα του 2011. Όλα τέλειωσαν όταν ο Μάκης με τον Θέμο βραβεύονταν από την Ένωση Εφημεριδοπωλών για την κυκλοφοριακή κούρσα του «Θέματος» με το μπουζουκοχαμόγελο της αυτάρεσκης επιτυχίας στα μάγουλα. Πιό συνοπτική εικόνα του προβλήματος «Ελλάδα» και πεθαίνεις. Όλα τέλειωσαν όταν η bullet time του Κορκονέα μάς έβγαλε απότομα απ’ το Μάτριξ και είδαμε τις Μηχανές κατά πρόσωπο.«Γιατί πονάνε τα μάτια μου;» «Γιατί πρώτη φορά τα χρησιμοποιείς». Όλα τελείωσαν το ’Ο7 με τις πυρκαγιές. Το Δεκέμβρη του ’08 έγινε η κηδεία, και έκτοτε τελούνται τακτικά μνημόσυνα.Στους απαρηγόρητους συγγενείς σερβίρονται σκατά σε παξιμαδάκια και δανειακές συμβάσεις. Όλα τέλειωσαν όταν το Μεντιτεράνεο έγινε Καστελόριζο και η Βάνα Μπάρμπα Γιώργος Παπανδρέου. Ο Ζορμπάς έγινε ζήτουλας, με μία μόνο επικοινωνιακή πιρουέτα. Όλα τέλειωσαν όταν ο Καρατζαφέρης σταμάτησε να τρομάζει. Κάπου εκεί, όλα άρχισαν για τη Χρυσή Αυγή.

Όλα τέλειωσαν όταν ο νιοστός βιοτέχνης που χρώσταγε τετραψήφιο ποσό στο ΟΑΕΕ τράκαρε στην είσοδο προς τη φυλακή τον νιοστό εξερχόμενο Μάκαρο. Για τους Ψωμιάδηδες η φυλακή είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Για τους μικροπαραβάτες, όλος ο κόσμος είναι μια φυλακή. Όλα τελείωσαν όταν ο Άκης έβαλε ένα καλό ουίσκι πριν αποσυρθεί στα ιδιαίτερα στο σπίτι του στην Αρεοπαγίτου, ακριβώς την ίδια ώρα που ο Νο 200.000 άστεγος έστρωνε το χαρτόνι του σε κάποια αεροπαγίτου γωνιά. Όλα τέλειωσαν όταν ο πρώτος μετανάστης έφυγε έντρομος από τη χώρα, όχι γιατί «δεν θα γίνει Έλληνας ποτέ» αλλά γιατί φοβήθηκε μήπως γίνει. Όταν η πρώτη εμφανώς-όχι-άστεγη κυρία άρχισε να ψάχνει στα σκουπίδια, όλα τελείωσαν. Όταν μια ωραία πρωία που κράτησε καμιά βδομάδα απέκτησες ηγέτη που δεν επέλεξες, όλα τελείωσαν. Μια χρονιά πριν τη Συντέλεια του Κόσμου, μια μικρή χώρα ολοκλήρωσε με επιτυχία την πρόβα τζενεράλε του Μεγάλου Φινάλε. Όλα τελείωσαν. Άρα όλα μπορούν να ξεκινήσουν ξανά.


Δωμάτιο Φιλοξενίας 11

_Στέλιος Ελληνιάδης

Να σου δώσω μια να σπάσεις, αχ, βρε κόσμε, γυάλινε..! Όταν ο Καζαντζίδης τραγούδησε αυτό το στίχο, η Ελλάδα είχε κιόλας πιαστεί στην παγίδα του ιλουστρασιόν κόσμου. Αλλά η Ευτυχία, υπερευαίσθητος δέκτης των κοινωνικών παλμών, είχε πιάσει πολύ νωρίτερα το νόημα της νέας πραγματικότητας. Οι άνθρωποι άλλαζαν, οι καρδιές στένευαν, τα αισθήματα φτώχαιναν, οι δεσμοί χαλάρωναν, οι αξίες αποσύρονταν. Ο μεταπολεμικός κόσμος τής φαινόταν πολύ ψεύτικος. Στην εποχή της σόου-μπίζνες, κανένας πια δεν θα έπαιρνε στα σοβαρά τα τραγούδια που θα γράφονταν, ό,τι κι αν έλεγαν. Γιατί, τα παλιά τραγούδια έβγαιναν μέσα από τον ήχο του κασμά και το ρυθμό του δρεπανιού, το ταρακούνημα του καϊκιού και τις παρέες του καπηλειού, το ερωτικό πάθος και το πάθος για ελευθερία, στις φυτείες του Μισισιπί, τα μπουρδέλα της Νέας Ορλεάνης, τους τεκέδες του Πειραιά, τα καφέ αμάν της Σμύρνης, τις πλαγιές του Ψηλορείτη και τα λιμάνια των Κυκλάδων.

πάτρωνές του - τι πόλεμοι, τι πείνες, τι εκτελέσεις, τι φυλακές και εξορίες!, αλλά και γιατί καπελώθηκε, χειραγωγήθηκε, εξαγοράστηκε. Αντί να απελευθερωθεί, να λυτρωθεί και να αναγεννηθεί, οδηγήθηκε στο δρόμο «της προόδου και του εκσυγχρονισμού». Τα χωριά εκκενώθηκαν, η φύση εγκαταλείφθηκε, τα αμπέλια ξηλώθηκαν, τα εργοστάσια έκλεισαν, οι μαούνες κόπηκαν, οι κοινότητες διαλύθηκαν. Πλαστικά, νέον και τσιπάκια περιτύλιξαν τις ψυχές, το κέρδος αντικατέστησε τον Θεό, οι τουρίστες τούς μουσαφίρηδες, η τσόντα το σεξ, η μόδα το καλό γούστο, η οικονομία την πολιτική. Η τηλεοπτική κουρελαρία κυριάρχησε στα σαλόνια. Τα τραγούδια έγιναν βιομηχανικό προϊόν, για να πουλιούνται στα σούπερ μάρκετ. Η εθνικιστική σαβούρα υπουργοποιήθηκε.

Τα τραγούδια ήταν η ανάσα κάθε κοινωνίας και ο μουσικός το πουλί που μετέφερε το μήνυμα από ράχη σε ράχη, από χωριό σε χωριό, από πόλη σε πόλη και από σπίτι σε σπίτι.

Αντί να αλλάξει ο κόσμος προς το ιδανικότερο, να γίνει πιο δίκαιος, πιο ανθρώπινος, έγινε ψεύτικος, γυάλινος. Αντί ο άνθρωπος να γίνει πιο ζεστός, πιο συναισθηματικός, πιο αλληλέγγυος, πιο αδερφικός, άδειασε ψυχικά και προσαρμόστηκε πολιτικά, με αντάλλαγμα μια ατομική άνεση δανεική και πρόσκαιρη. Ίσως δεν ήξερε, αλλά δεν πρόσεχε κιόλας.

Αλλά αυτός ο κόσμος, ο συναισθηματικά στέρεος, κλάταρε. Όχι μόνο γιατί λιντσαρίστηκε κατά συρροήν από τους

Και τώρα; που οι δανειστές ζητάνε όχι μόνο την πισίνα και το εξοχικό πίσω, αλλά και το διαμέρισμα πίσω

(πριν καν εξοφληθεί), το αυτοκίνητο πίσω και την οθόνη πλάσματος πίσω; Δηλαδή, αφού πρώτα μάς στέγνωσαν από αισθήματα και ιδανικά για να μας πουλήσουνε τη λαμπερή πραμάτεια τους, τώρα μας την παίρνουν πίσω και μας πετάνε στο δρόμο σαν κουφάρια, γυμνούς από τα στολίδια τους εξωτερικά, γυμνούς και από τις αξίες μας εσωτερικά.

τερα. Δημοσιογράφοι βαποράκια εργολάβων, εμπόρων όπλων και χρηματιστών. Αγρότες με επιδοτήσεις, τζιπ και «Ρωσίδες». Έφηβοι στα μολ και τις μεγάλες πίστες. Αθλητές στην ντόπα και τα μετάλλια. Νήπια με κινητά. Δεσπότες σεΐχηδες και καλόγεροι επενδυτές. Δικηγόροι μαφιόζοι. Μαφιόζοι πρόεδροι ομάδων. Τραπεζίτες κλέφτες. Μπάτσοι, κορόιδα, δολοφόνοι.

Δεν πειράζει, λένε, υπομονή. Στην αρχή θα είναι δύσκολα, αλλά μετά, σιγά σιγά, θα αγοράζετε ξανά τα προϊόντα μας, αν δεν βγάλετε γλώσσα, αν δεν αυθαδιάσετε.

Κανένας δεν πρόσεξε ότι η ζωή γλιστρούσε κι έφευγε από τα χέρια μας; Ότι κάποιοι μας δούλευαν; Ότι εμείς ψηφίζαμε, αλλά άλλοι διόριζαν υπουργούς, εξαγόραζαν βουλευτές, φιλτράριζαν τα στελέχη στα κόμματα, προετοίμαζαν αρχηγούς και δελφίνους; Ότι η μεγάλη ληστεία και αιχμαλωσία έχει αρχίσει εδώ και χρόνια;

Και να είστε και ευχαριστημένοι με την τύχη σας. Γιατί, μπορεί να χρειαστεί να σας πάρουμε και τα παιδιά σας, όχι για σπουδές ή για δουλειά, αλλά για να τα ντύσουμε στρατιώτες, να πολεμήσουν για τη μεγάλη πατρίδα, την Ευρώπη. Αναλώσιμοι είστε. Κι εμείς; Χαμπάρι δεν πήραμε πώς φτάσαμε ως εδώ; Δεν βλέπαμε ότι χασκογελάμε πάνω σε κινούμενη άμμο; Λαός με Ibiza, πιστωτικές κάρτες και ψυχοφάρμακα. Πολιτικοί μιζαδόροι μεσολαβητές. Επιχειρηματίες με θαλασσοδάνεια. Καλλιτέχνες με δόξα, «μεροκάματα» και χορηγίες. Διανοούμενοι με θέσεις στα πανεπιστήμια, ευρωπαϊκά προγράμματα και εξοχικά στα νησιά. Γιατροί με πισίνες και κό-

Τώρα, όμως, που σφίγγουν οι κώλοι, μένει να δούμε αν έχει αρκετή καβάτζα αυτή η κοινωνία από τον παλιό καλό εαυτό της, τον αγωνιστικό, τον αισθηματικό, τον γήινο, να αντιδράσει. Όχι για να διασώσει τις μετοχές φούσκες που φορτώθηκε και να νομιμοποιήσει το φωταγωγό που καταπάτησε, ούτε να παραμυθιαστεί από τα εναλλακτικά ανδρείκελα που προωθούν τα κανάλια των εργολάβων, αλλά για να σηκωθεί και να κάνει κομμάτια αυτόν τον κόσμο, που μέσα του βολεύτηκε, τον γυάλινο.   Δεκέμβριος 2011 | κοντέινερ


Δωμάτιο Φιλοξενίας 12

_Θεόφιλος Τραμπούλης

Κακή κουρά Το κούρεμα δεν είναι μια πραγματική επανεκκίνηση ούτε ένα πραγματικό τέλος. Είναι όμως η εναρκτήρια επίκληση μιας μυθολογίας στην οποία η ταπείνωση συνυπάρχει με την κομψότητα, η ευπρέπεια με την πειθαρχία, η απώλεια με την προσδοκία της ανάκτησης. Τα σημειολογικά μας αντανακλαστικά έχουν κάπως αμβλυνθεί, ίσως γιατί κυριαρχεί πλέον μια συγκεκριμένη θεωρητική και ιδεολογική τάση που θεωρεί κάθε ερμηνευτική άτοπη ή και ύποπτη, ίσως γιατί έχουμε τόσο υπερεκτεθεί σε σημεία που πλέον δεν τα αντιλαμβανόμαστε παρά ως «εικόνες», με την έννοια που έδινε στις εικόνες ο C.S. Peirce. Σημεία δηλαδή που έχουν «τοπολογική ομοιότητα» με το αντικείμενο αναφοράς τους και δεν είναι παρά αυτό που δείχνουν: ένας διαδηλωτής στις ειδήσεις που πετάει μολότοφ δεν είναι παρά ένας διαδηλωτής στις ειδήσεις και ένας πρωθυπουργός που μιλάει από το Καστελόριζο, δεν είναι παρά ένας πρωθυπουργός στο Καστελόριζο, ακόμη κι αν από πίσω του εκείνη την ώρα περνάει μια ψαρότρατα με την ελληνική σημαία να κυματίζει. Ή ίσως πάλι να έχουμε χάσει την εμπιστοσύνη μας στη δομή του κόσμου και να θεωρούμε μάταιη κάθε προσπάθεια αποκατάστασης του νοήματός του. Ωστόσο, ο χαριτωμένος αυτός ευφημισμός που αποκαλεί την πτώχευση «κούρεμα» δεν αποσιωπά μόνον μια λέξη ταμπού, παραλλάσσοντας λεξιλογικά μια οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα που θα γίνει αργά ή γρήγορα από όλους αντιληπτή. Αντικαθιστά ένα συνειρμικό πεδίο –την πτώχευση: ένας αξύριστος και ατημέλητος επιχειρηματίας με το κεφάλι σκυμμένο και μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια στα πρόθυρα της αυτοκτονίας και τους λογαριασμούς συσσωρευμένους στο πάτωμα και το γραφείο του – με ένα άλλο – το κούρεμα και το πλήθος των πολιτισμικών συνδηλώσεών του: από την κοντέινερ | Δεκέμβριος 2011

haute coiffure και τις κυρίες που ξεφυλλίζουν περιοδικά κουτσομπολεύοντας κάτω από ωοειδή σεσουάρ μέχρι τη μύχια σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον κουρέα, κι ας είναι ο Μπίλι Μπομπ Θόρτον στον Άνθρωπο που δεν ήταν εκεί, και στον πελάτη του που κάθεται βαθιά στην πολυθρόνα και δέχεται γαλήνιος τις κομμωτικές περιποιήσεις. Το κούρεμα βρίσκεται στο κέντρο ενός πλέγματος σημασιών. Η χρήση του όρου δεν καθησυχάζει και δεν παρηγορεί απλώς όσους κατεξοχήν θα υποστούν τις συνέπειες από την οικονομική αυτή κίνηση. Κυρίως χειραγωγεί τις αναπαραστάσεις που έχουμε για την οικονομία, για την πολιτική και για την ηθική. Θέτοντας κατ’ αρχάς ένα ζήτημα κομψότητας. Από τον Οδυσσέα που όταν πια πρόκειται να παρουσιαστεί στην Πηνελόπη αφήνεται στη στυλιστική περιποίηση της Παλλάδας –«από την κεφαλή του μαλλιά κρεμούσε σαν τα ολόσγουρα του ζουμπουλιού λουλούδια»– μέχρι το περιοδικό Fantastic Man, τη σύγχρονη βίβλο του αντρικού στυλ που συνοψίζει όλη την ποπ εικόνα τού Brian Ferry στις διαδοχικές κομμώσεις του, ο σωστά κουρεμένος άνθρωπος είναι εκείνος που έχει εκπληρώσει την αναγκαία, αν και όχι πάντα ικανή συνθήκη, για να μπει στα καλύτερα σαλόνια, να γοητεύσει και να υποσχεθεί πρώτα με την εικόνα του όσα θα χρειαστεί να αποδείξει αργότερα με τις πράξεις του. Υπονοώντας κατά δεύτερο λόγο μια πράξη ευπρέπειας. Οι τρίχες που πετάνε ατίθασες θέτουν ένα επίμονο ηθικό ζήτημα, όπως ηθικός εί-

ναι κατά βάση και όλος ο πυρήνας της επιχειρηματολογίας όχι μόνον για τους λόγους που οδήγησαν την Ελλάδα σ’ αυτό το σημείο αλλά και για τα μέτρα που χρειάζεται να ληφθούν για την αποκατάσταση της οικονομικής ισορροπίας και εν πολλοίς της τάξης. Μικρές ανομίες, άτυπες συναλλαγές, το προσωπικό συμφέρον έναντι του συλλογικού, αυτοί είναι οι κοινοί τόποι που επιχειρούν να εξηγήσουν την κρίση. Ακόμη και η προβαλλόμενη συλλογική ευθύνη μεταθέτει την πολιτική επιχειρηματολογία στο πεδίο της κατηγορικής προσταγής. Ο λαός, ένα συντεταγμένο πολιτικό σώμα με κανόνες συγκρότησης και εκπροσώπησης δεν μπορεί να τα «φάει» ούτε από πολιτική ούτε από οντολογική άποψη· αυτοί που μπορούν να τα φάνε είναι τα υποκείμενα που είναι έρμαια των παθών και της ατομικής τους κρίσης. Ακόμη περισσότερο, η ίδια η έννοια του χρέους είναι ηθικής και όχι οικονομικής τάξης και φέρνει τον υπόχρεο αντιμέτωπο όχι μόνον με την οφειλή του αλλά και με τα σφάλματά του που τον οδήγησαν σ’ αυτή την οφειλή και με τον καθολικό νόμο ο οποίος επιβάλλει την εξόφλησή της. Ο παραστρατημένος άνθρωπος που έχει για πολλά χρόνια περιπλανηθεί στο περιθώριο της ανομίας και παίρνει την απόφαση να μεταμεληθεί, καλά θα κάνει πρώτα να κουρευτεί, ώστε τουλάχιστον κοιτώντας τον εαυτό του στον καθρέφτη να πάρει δυνάμεις από ετούτη την αποκατεστημένη του εικόνα για τον δύσκολο δρόμο της αρετής που έχει να κατακτήσει. Επιβάλλοντας όμως κυρίως έναν μηχανισμό συμμόρφωσης. Το κούρε-

μα είναι μία από τις πρώτες τελετουργίες ένταξης σε οποιοδήποτε σώμα του οποίου η βασική προϋπόθεση λειτουργίας είναι η πειθαρχία, από το στρατό μέχρι τις φυλακές. Έχει μυητικό χαρακτήρα, καθιστά τα μέλη του συστήματος ομοιόμορφα και με αυτόν τον τρόπο ακυρώνει τους ενδείκτες της προσωπικότητάς τους, η οποία αργότερα θα μπορούσε να δημιουργήσει πολλά προβλήματα στην εκτέλεση των διαταγών. Ο κουρεμένος είτε στην τραγική εκδοχή του στρατόπεδου συγκέντρωσης είτε στην ελαφριά τιμωρητική εκδοχή του κεκαρμένου τεντιμπόι είναι ο ταπεινωμένος άνθρωπος που μέχρι τουλάχιστον να επανέλθουν τα μαλλιά του σε μια κόσμια εκδοχή θα κοιτάζει τον εαυτό του και θα θυμάται τα κρίματα που τον οδήγησαν σε αυτό το επονείδιστο σημείο διαπόμπευσης. Το κούρεμα κατεξοχήν συμβολικός και προσωρινός ακρωτηριασμός είναι επώδυνο, επειδή ακριβώς είναι συμβολικό. Όπως και στο πένθος, όπου η θυσία της κόμης ή το συμβολικό αντίστοιχό της, η αποχή από το κούρεμα, συμβολοποιεί την περίοδο της διαχείρισης της απώλειας –του αγαπημένου προσώπου, της οικονομικής και πολιτικής ασφάλειας– το κούρεμα είναι η απαρχή ενός κύκλου όπου τίποτε δεν έχει χαθεί κι όμως έχουν χαθεί τα πάντα. Το κούρεμα δεν είναι μια πραγματική επανεκκίνηση ούτε ένα πραγματικό τέλος. Είναι όμως η εναρκτήρια επίκληση μιας μυθολογίας στην οποία η ταπείνωση συνυπάρχει με την κομψότητα, η ευπρέπεια με την πειθαρχία, η απώλεια με την προσδοκία της ανάκτησης.


Παρέμβαση 13

_Πάνος Παπαδημητρόπουλος

ΕΠΑΝ-ΕΚΚΙΝΗΣΗ

Αν υποθέσουμε ότι αυτό που χρειάζεται στην παρούσα συγκυρία είναι ο επαναπροσδιορισμός παγιωμένων σημασιών, ρόλων και συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων, τότε είναι σημαντικό να συζητήσουμε κατ’αρχάς γιατί πιστεύουμε ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί, συμβαίνει ή πρέπει να συμβεί, καθώς και τι θα παραχθεί από μια τέτοια επανεκκίνηση. Νομίζω ότι η περίοδος που διανύουμε ενδείκνυται ιδιαίτερα για πειραματισμό και μάλιστα σε πολλαπλά πεδία της κοινωνικής ζωής. Δύο είναι οι λόγοι γι’ αυτό, κανένας όμως από αυτούς δεν προδικάζει εάν η τροπή που θα πάρουν τα πράγματα θα κινείται προς μια χειραφετητική ή συντηρητική κοινωνική πραγματικότητα ν– με το δίπολο αυτό να είναι διακριτό κάπως σχηματικά. Ο πρώτος λόγος είναι ότι εν μέσω κρίσης πολλαπλές αφηγήσεις και λόγοι που αφορούν το ποια ερμηνεία της πραγματικότητας θα επικρατήσει ανταγωνίζονται μεταξύ τους με αβέβαιο αποτέλεσμα. Η στιγμή είναι κομβικής σημασίας διότι η ερμηνεία και η προσέγγιση που θα επικρατήσει θα δώσει όνομα, μορφή και περιεχόμενο στα πράγματα, στις σχέσεις, στις ίδιες τις λέξεις που χρησιμοποιούμε. Για παράδειγμα, οι δημόσιοι υπάλληλοι συνέβαλαν στην αύξηση του χρέους και άρα η δραστική μείωση του αριθμού τους θα δημιουργήσει μια καλύτερη κοινωνία ή όχι; Είναι το χρέος στο σύνολό του δημόσιο και η μόνη λύση είναι τα έξωθεν επιβαλλόμενα μέτρα ή όχι; Υπάρχουν σκάνδαλα όπως αυτό της κατάθεσης Γεωργαντά ή της υπόθεσης Χριστοφοράκου που έχουν κάτι να μας πουν ή όχι; Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές έχουν κάποιο όραμα για την κοινω-

νία το οποίο εμείς κρίνουμε ελκυστικό ή όχι; Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το ότι οι άνθρωποι σταματούν να κάνουν αυτό που έκαναν τόσον καιρό με τον τρόπο που το έκαναν και αρχίζουν να αναστοχάζονται και να μιλούν γι’ αυτόν τον τρόπο. Οι άνθρωποι αρχίζουν να σκέφτονται για το πώς έπρατταν και δρούσαν στην καθημερινή τους ζωή, ενδεχομένως για ένα μεγάλο διάστημα του βίου τους. Επανεξετάζουν, δηλαδή, τη δική τους σχέση με διάφορους παράγοντες και καταστάσεις όπως είναι η εργασία, το κράτος, ο νόμος, η φορολογία, ο τόπος και ο τρόπος διαβίωσης, το χρήμα, οι τράπεζες, το κόμμα, η κατανάλωση, η τηλεόραση, το «εμείς» και το «εσείς», το «εγώ» και οι «άλλοι», η οικογένεια, η φιλία και τελικά ίσως η ίδια η ζωή και η σημασία των επιλογών της. Μαζί οι δύο αυτοί παράγοντες υποδεικνύουν ότι η ελληνική κοινωνία μετασχηματίζεται. Και μετασχηματίζεται με ταχείς και μάλλον βίαιους ρυθμούς. Ακριβώς εδώ, ανάμεσα στο πριν, το τώρα και το μετά φαίνεται να προκύπτει ένα διάστημα κατάλληλο για κίνηση. Είναι ένα σημείο, ίσως μια ευκαιρία, στο οποίο μπορούμε να αποφασίσουμε για πολύ πιο θεμελιώδη ζητήματα απ’ ότι αυτά που μας επιτρέπουν οι εκλογές. Με αυτή την έννοια, είναι μια στιγμή επανεκκίνησης επειδή διαρρηγνύεται ο πάντα αυτοματοποιημένος τρόπος λειτουργίας των πραγμάτων και καλούμαστε να τον αντικαταστήσουμε με νέους τρόπους. Βέβαια –και αυτό συμβαίνει σχεδόν πάντα με τις αφηρημένες έννοιες και τις περίπλοκες σχέσεις– διαφορετικές κοινωνικές ομάδες ή άτο-

μα θα μπορούσαν να προσδώσουν στον όρο ή στην εποχή διαφορετικό περιεχόμενο και να τα κατανοήσουν ποικιλοτρόπως. Θα προσπαθήσουν να κινηθούν, όπως κάποιοι κάνουν ήδη, προς ποικίλες και ανταγωνιστικές κατευθύνσεις. Τα τεχνοεπιστημονικά επιτελεία του κράτους προτείνουν την εκχώρηση των αρμοδιοτήτων του ιδίου σε ιδιώτες, προτείνουν στην ουσία τη συρρίκνωση της κρατικής κυβερνητικότητας. Οι τράπεζες προτείνουν την έξωθεν σωτηρία τους. Οι επενδυτές προτείνουν αύξηση των κερδών τους. Τα συνδικάτα, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι εργαζόμενοι των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων προτείνουν να σταματήσει η επίθεση που τους θέλει να ζουν για να πληρώνουν φόρους. Οι αναρχικοί προτείνουν την κοινωνική επανάσταση. Και η αριστερά δεν προτείνει τίποτε. Από τις έξι αυτές κατηγορίες, που σχηματικά αναφέρονται εδώ, οι τρεις πρώτες είναι βασικοί φορείς και παραγωγοί της εξουσίας. Έχουν, δηλαδή, τουλάχιστον ένα κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ τους. Οι άλλες τρεις κατηγορίες δεν έχουν κανένα κοινό σημείο μεταξύ τους, και εννοώ κανένα που να τις διευκολύνει στη δράση. Αντιθέτως έχουν τρία κοινά σημεία που παρεμποδίζουν την επινοητικότητα της δράσης τους. Πρώτον, την ετερονομία τους, την εξάρτησή τους από τις κινήσεις των τριών πρώτων. Δεύτερον το ότι τρώνε απίστευτο ξύλο από την αστυνομία σε κάθε προσπάθειά τους να συναντηθούν στο δημόσιο χώρο. Τρίτον, και σημαντικότερο, δεν γνωρίζουν πώς να ξεφύγουν από τον παραδοσιακό τρόπο παρέμβασής τους, από αυτό που έκαναν εδώ και δεκαετίες, και πώς να προτείνουν κάτι πειστικό και χρήσιμο, κάτι που

Η ιστορία πάντως δεν κινείται γραμμικά. Κανείς δεν εγγυάται ότι η ζωή των κοινωνιών αξιωματικά βελτιώνεται. Μπορεί κάλλιστα και να χειροτερεύει, κάτι που ο μακρύς 20ός αιώνας έδειξε καλά, αλλά τείνουμε να το ξεχνάμε. να μεταβάλει σταδιακά τη θέση τους. Κάποιους, λοιπόν, από αυτούς τους ενώνει η σύγχυση. Με απλά λόγια, δεν ξέρουν πού θέλουν να βαδίσουν. Θα προτιμούσαν ίσως να μην άλλαζε τίποτε και να γυρνούσε ο χρόνος μερικά χρόνια πίσω. Θα προτιμούσαν ίσως να συντηρήσουν μία κατάσταση η οποία έχει ήδη παρέλθει. Με τη στενή έννοια του όρου, λοιπόν, είναι δύσκολο να πούμε ποιος είναι συντηρητικός και ποιος όχι. Η ιστορία πάντως δεν κινείται γραμμικά. Κανείς δεν εγγυάται ότι η ζωή των κοινωνιών αξιωματικά βελτιώνεται. Μπορεί κάλλιστα και να χειροτερεύει, κάτι που ο μακρύς 20ός αιώνας έδειξε καλά, αλλά τείνουμε να το ξεχνάμε. Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι είναι έτοιμοι για επανεκκίνηση και κάποιοι άλλοι όχι. Οι δεύτεροι δεν φαίνεται να μπορούν να ορίσουν αλλά μονάχα να ορίζονται. Κάποιος θα μπορούσε να ρωτήσει: «μήπως δεν γινόταν πάντοτε έτσι;». Η απάντηση στην ερώτηση είναι «Όχι. Όχι, δεν γινόταν πάντοτε έτσι». Οι κοινωνικές σχέσεις είναι διαμορφωμένες μέσα από την ιστορική τους πορεία στο χρόνο και διαρκώς μεταβάλλονται. Μπορεί να μεταβάλλονται αργά, αλλά μεταβάλλονται. Αρκεί η κίνηση, αρκεί η εμπρόθετη δράση. Συνολικά, οι κίνδυνοι και οι ευκαιρίες είναι πιθανότατα περίπου ίσες. Και αυτό διότι όπως είπε κάποιος όταν ρωτήθηκε για τη μορφή του μέλλοντος : ο ήλιος θα συνεχίσει να ανατέλλει κα δέντρα θα συνεχίζουν να μεγαλώνουν και οι γυναίκες θα συνεχίσουν να κάνουν παιδιά    Δεκέμβριος 2011 | κοντέινερ


Συνέντευξη 14

_Κωνσταντίνος Τσουκαλάς *

_συνέντευξη: Λευτέρης Βασιλόπουλος

«Οι κοινωνίες δεν είναι πλαστελίνες για να μπορεί κανείς να τις πλάσει όπως θέλει.»

Λευτέρης Βασιλόπουλος: Υποστηρίζεται από πολλούς, ολοένα και περισσότερο, ότι πρέπει να «εξορθολογιστεί» η ελληνική οικονομία, ειδικά στους τομείς της εργασίας και των κοινωνικών δαπανών. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: Δεν υπάρχει ορθολογικός τρόπος καταμερισμού της εργασίας – αυτά είναι ιστορικά φαινόμενα που αλλάζουν ανάλογα με τη χώρα και με τις πιέσεις που της ασκούνται. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα παρουσίασε ένα αποκλίνον μοντέλο σε σχέση με όλες τις χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου, όπου η μισθωτή εργασία ήταν κυρίαρχη – σε ορισμένες χώρες φτάνει μέχρι και το 95% του πληθυσμού. Εδώ δεν έγινε μια έντονη καπιταλιστική ανάπτυξη και ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού δεν έβρισκε δουλειά και εκπατρίστηκε, πήγε στην Αμερική, στη Γερμανία και οπουδήποτε αλλού. Επιστρέφοντας, οι περισσότεροι δεν βρήκαν δουλειά ως μισθωτοί, αλλά άρχισαν να κάνουν μικρές, δικές τους δουλειές. Αυτό ισχύει και κυριαρχεί μέχρι το 2000 ή 2005. Δεν είναι δυνατόν να δώσουμε ακριβείς αριθμούς, αλλά η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που μόνιμα (και μέχρι σήμερα) έχει ένα ποσοστό αυτοαπασχολούμενων το οποίο μπορεί να φτάνει το 55% μέχρι και το 65%, αναλόγως πώς μετράει κανείς το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού. Επίσης έχει πολύ λίγους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και έχει κοντέινερ | Δεκέμβριος 2011

αρκετούς, όχι πάρα πολλούς, του δημοσίου τομέα. Λ.Β.: Ας αναφερθούμε στο μύθο του διογκωμένου δημοσίου στην Ελλάδα. Κ.Τ.: Ναι, είναι περίπου οι ίδιοι όσοι είναι και αλλού – περίπου 20 με 25%. Ο τόνος της ελληνικής κοινωνίας δίνεται από αυτοαπασχολούμενους. Μέχρι πρόσφατα είχαμε 20 – 25% αγρότες, οι οποίοι ήταν όλοι αυτοαπασχολούμενοι και άλλους τόσους και μάλλον περισσότερους αυτοαπασχολούμενους στην πόλη, δηλαδή επιτηδευματίες, μικροεπιχειρηματίες, από υδραυλικούς μέχρι ηλεκτρολόγους, από μικρομαγαζάτορες μέχρι οτιδήποτε άλλο. Αυτό το ποσοστό είναι πάρα πολύ υψηλό και ακόμα και στη βιομηχανική παραγωγή οι περισσότερες δευτερογενείς μορφές απασχόλησης λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων, όπου έχουμε σε πολλές περιπτώσεις έναν, δύο, τρεις συγγενείς ή φίλους απασχολούμενους κατά τρόπο ευκαιριακό. Έτσι, μέχρι πολύ πρόσφατα, οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα ήταν λιγότεροι από το ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού και οι περισσότεροι από αυτούς σε μικρές ηλικίες. Αυτό και μόνο δείχνει την ιδιοτυπία του ελληνικού συστήματος καταμερισμού της εργασίας. Ο δημόσιος τομέας είναι ισχυρός, αυτός οργανώθη-

κε μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, με το Σχέδιο Μάρσαλ, που φούσκωσαν το κράτος ώστε να μπορέσουν να φτιάξουν τους ημετέρους, την εθνικόφρονα μικροαστική τάξη. Μαζί με αυτούς έχουμε την απειρία αυτών των μικρών, αυτόνομων και ανεξάρτητων επιτηδευματιών ή αγροτών οι οποίοι βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία με τους δημοσίους υπαλλήλους, στο πλαίσιο οικογενειοκρατικών μικροεπιχειρήσεων, όπου προγραμματίζεται η εργασία όλων των μελών της οικογένειας: ο ένας είναι στο δημόσιο, ο άλλος έχει ένα μαγαζί, ο τρίτος είναι ευκαιριακά εργαζόμενος στον τουρισμό κ.λπ. Αν πάρουμε σαν βάση το καπιταλιστικό πρότυπο, τη μισθωτή εργασία, βρισκόμαστε σε παρέκκλιση. Λ.Β.: Τίθεται, δηλαδή, θέμα σύγκλισης. Κ.Τ.: Το θέμα της σύγκλισης προς το ευρωπαϊκό πρότυπο, που έχει τεθεί από το 1980, προσκρούει ακριβώς στις αντιστάσεις ενός πληθυσμού που δεν βρίσκει άλλες διεξόδους παρά μόνον στην αναπαραγωγή αυτού του συστήματος της εργασίας. Πρέπει να θυμηθούμε επίσης ότι οι μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις δεν προσφέρουν εργασία παρά μόνον σε πολύ μικρούς αριθμούς. Δηλαδή είναι μύθος ότι έχει γίνει μια ανάπτυξη καπιταλιστική στην Ελλάδα η οποία να είναι αντί-

στοιχη με αυτό που συμβαίνει σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Για αυτόν το λόγο δεν υπάρχουν και άλλες διέξοδοι. Αν θέλετε να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή, αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι το εξής: με όλα αυτά τα μέτρα που παίρνονται, με την αποψίλωση του δημόσιου τομέα, με εφεδρείες κ.λπ. από τη μια μεριά και με τα πλήγματα τα οποία δέχεται η μικρή επιχείρηση σήμερα, μέσω όλων των φορολογικών και άλλων μέτρων, οδηγούν σε μια ιστορική απόφραξη των επιβιωτικών διεξόδων μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Δηλαδή, ολοένα και περισσότεροι Έλληνες (οι άνεργοι υπολογίζονται σε 20%, μπορεί και να πάνε στο 30%) δεν μπορούν να βρουν δουλειά, ούτε στο δημόσιο προφανώς, αλλά ούτε και στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό δείχνει ακριβώς πόσο αδιέξοδη είναι η κοινωνική κατάσταση σήμερα. Λ.Β.: Αν υπάρχει κάτι κοινό, όπως η μισθωτή εργασία, ο κόσμος μπορεί να ενωθεί σαν επαναστατικό υποκείμενο, ενώ όταν είναι διασπασμένος σε τόσες μικρές υποομάδες είναι πιο εύκολο να ελεγχθεί; Κ.Τ.: Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι στην Ελλάδα, εξ αυτού του λόγου, δεν έχουμε αντίστοιχα φαινόμενα με αυτά που βλέπουμε εκτός Ελλάδας. Δηλαδή, εξακολουθεί να επιμένει η ελληνική κοινωνία να σκέ-


Συνέντευξη 15

φτεται τις διεξόδους όπως τις έβλεπε πριν από 10, πριν από 20, πριν από 30 χρόνια. Δεν είναι εύκολο εν μιά νυκτί να μεταμορφωθεί σε απασχολημένο ή μη-απασχολημένο βιομηχανικό προλεταριάτο. Και αυτό δείχνει και την απόγνωση στην οποία έχουνε περιέλθει οι περισσότεροι Έλληνες λόγω των μέτρων. Αυτό που γίνεται συνιστά αποφασιστική ρήξη σε μια κοινωνία η οποία λειτουργούσε, μέσα από τους ανορθολογισμούς της και μέσα από τις ιδιότυπες μορφές αναπαραγωγής ενός οικογενειοκρατικού μοντέλου, λίγο πολύ ανθρώπινα. Να το πω διαφορετικά: η ελληνική κοινωνία δεν μπορούσε να συνεχίσει όπως πριν για λόγους οικονομικούς ή τεχνολογικούς – ωστόσο, κατά παράδοξο τρόπο, αυτό που συνέβαινε μετά το 1960 (και με αποθέωση τη δεκαετία του ’90) ήταν ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο, έστω ανορθολογικά, υπήρχε η φαντασίωση μιας συνεχούς προόδου, χωρίς καταλυτικές κοινωνικές προεκτάσεις, χωρίς εξαθλίωση ή με ολοένα μειωμένη εξαθλίωση και με καλύτερες συνθήκες ζωής. Αυτό ακριβώς το μοντέλο καταρρέει και η κατάρρευση γενικώς μας οδηγεί σε μία απόγνωση. Τότε πιστεύανε πολλοί (και όσοι δεν το πιστεύανε λειτουργούσαν κατά κάποιο τρόπο ως εάν να το πιστεύανε) ότι η Ελλάδα μπορούσε να αντλήσει τα οφέλη της συμμετοχής της σε ένα ευρύτερο καπιταλιστικό σύστημα, που διακήρυττε παγκόσμια ότι συνεχώς πηγαίνουμε προς το καλύτερο, χωρίς ταυτόχρονα να υποστεί τις καπιταλιστικές συνέπειες μιας απόλυτης μισθοποίησης και ενός απόλυτου εξορθολογισμού της αγοράς. Η ξαφνική παρέμβαση που θέλησε μέσα σε μια μέρα να σπάσει τα στεγανά τα οποία υπάρχουν 50 χρόνια, πρώτον δεν γίνεται, δεύτερον συνάντησε τις αντιστάσεις του κόσμου και τρίτον δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα οδηγήσει σε καλύτερες λύσεις, μπορεί να οδηγήσει και σε πολύ χειρότερες. Γιατί οι κοινωνίες δεν είναι πλαστελίνες για να μπορεί κανείς να τις πλάσει όπως θέλει, οι κοινωνίες έχουν τις δυναμικές τους, έχουν τις συγκρούσεις τους, έχουν τις αντιθέσεις τους. Όποιος νομίζει ότι μπορεί από πάνω, με έναν βούρδουλα ή με ορισμένα μέτρα, να αλλάξει τον κόσμο, να αλλάξει την συνείδησή του και να αλλάξει τις φαντασιώσεις των ανθρώπων, διότι έτσι θέλει ή γιατί έτσι υποτίθεται ή νομίζει ότι είναι λογικό (η λέξη λογικό μέσα σε 100 εισαγωγικά) πλανάται πλάνη οικτρά.

Λ.Β.: Βλέπουμε το αστυνομικό κράτος να διογκώνεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Κ.Τ.: Αυτό δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Σε όλη την Ευρώπη, αφήστε τα άλλα μέρη του κόσμου, μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο είχαμε τα κράτη πρόνοιας, τα κοινωνικά κράτη. Προσπάθησαν οι πολιτικές εξουσίες να κάνουν μια συνεχή ανακατανομή του εισοδήματος και των πόρων υπέρ των αδυνάτων, φτιάχτηκε ένα αίτημα ευρύτερο να μην είναι κανένας άνεργος, να υπάρχουν δίκτυ α ασφαλείας για όλους και να μπορούν όλοι να επιβιώνουν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αυτό το πράγμα μπήκε στον ευρωπαϊκό πολιτισμό κατά τρόπο, νομίζαμε τότε, οριστικό από τη δεκαετία του ’60 – αυτό είναι το κοινωνικό κράτος του οποίου οι φορείς πίστευαν ότι είναι δυνατόν να υπάρξει μια συναίνεση, να παράγεται μια κοινωνική αρμονία με όσο το δυνατόν λιγότερες δυσαρμονίες και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη. Ξέρουμε πολύ καλά ότι τον 21ο αιώνα τα κοινωνικά κράτη αρχίζουν να καταρρέουν, ότι συναινέσεις πια δεν δημιουργούνται, ότι η φτώχεια και η μιζέρια πολλαπλασιάζονται παντού, ότι η ανισοκατανομή του εισοδήματος γίνεται ολοένα και μεγαλύτερη, οι πλούσιοι δηλαδή γίνονται ολοένα και πιο πλούσιοι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Ξέρουμε ότι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού κατατάσσεται στην κατηγορία, μια φρικτή λέξη, των μη-απασχολήσιμων, οι άνθρωποι αυτοί θεωρείται ότι είναι άχρηστοι κι ότι πρέπει να απασχοληθούν και ας τους πάρει ο Καιάδας. Υπό τις συνθήκες αυτές συμβαίνει μια ανατροπή: διότι οι ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις οι οποίες υπήρχαν μέχρι τη δεκαετία του ’80 φαίνεται να καταρρέουν με αποτέλεσμα να υπάρχουν ολοένα και μεγαλύτερες αντιστάσεις, ολοένα και μεγαλύτερες μη-ενσωματώσεις στο κοινωνικό σύνολο και ολοένα και μεγαλύτερες κοινωνικές εκρήξεις παντού: συστηματικές αλλά άναρχες, οι οποίες δεν αντιστοιχούν πολλές φορές σε κομματικές συσσωματώσεις. Για να αναπαραχθεί η λεγόμενη έννομη τάξη είναι υποχρεωμένο το κράτος να γίνεται πια αυταρχικό, δηλαδή να καταστέλλει, να αστυνομοκρατεί, να πολλαπλασιάζει τις εστίες και τους τρόπους παρέμβασης στη δημόσια και την ιδιωτική ζωή των ανθρώπων, να παρακολουθεί, να επιτηρεί. Όλα αυτά τα νέα φαινόμενα τα οποία εγκαθίστανται πια σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες είναι απότοκα της απομείωσης, της κατάρρευσης του κοινω-

νικού κράτους. Το κράτος, όταν δεν μπορεί να παίξει τον ρόλο του ποιμένα, παίζει το ρόλο του αστυνομικού. Υπάρχει μία εξίσωση εδώ: όσο λιγότερο μπορεί να λειτουργήσει ως ποιμένας τόσο περισσότερο τείνει να λειτουργήσει ως καταστολέας. Λ.Β.: Η λαϊκή αντίδραση και οι ανοργάνωτες εκρήξεις μπορεί να οδηγήσουν σε πολύ βίαια φαινόμενα – η βία φέρνει τη βία, όπως ξέρουμε όλοι, με άδηλα αποτελέσματα στη μακρόχρονη ιστορική εξέλιξη. Κ.Τ.: Οι ελπίδες πάντα υπάρχουν. Η ιστορία δεν είναι κάτι προδιαγεγραμμένο. Όποιος νόμισε ποτέ ότι μπορεί να χαλιναγωγήσει την ιστορία πλανάται. Κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει και είναι προφανές ότι θα γίνουνε πράγματα (όπως πάντα γίνονται) που δεν έχει υπολογίσει κανείς. Το μέλλον είναι η έκπληξη. Κανείς δεν είναι σε θέση, αυτή τη στιγμή, να προγραμματίσει. Κανείς δεν είναι σε θέση να συντάξει ένα μακροπρόθεσμο πολιτικό πρόγραμμα. Λ.Β.: Οι ελίτ δεν έχουν ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα; Κ.Τ.: Το πρόγραμμα που έχουν βάλει είναι σαφές: κάντε ό,τι πρέπει για να συγκλίνει η Ελλάδα στο ευρωπαϊκό μοντέλο, οποιαδήποτε και αν είναι η συνέπεια, γιατί δεν μπορείτε να κάνετε και οτιδήποτε διαφορετικό. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να αποφασίσουμε δημοκρατικά και από κοινού ποια είναι η κοινωνία που θέλουμε και ότι αναθέτουμε πια σε μια άγνωστη και μη ελέγξιμη και μη δημοκρατικά εκλεγμένη λογική (τη λογική των αγορών και εκείνων που κρύβονται πίσω από τις αποφάσεις που παίρνονται) να μας λέει τι πρέπει να γίνει. Ότι πρέπει να αυξάνονται συνεχώς τα κέρδη με τη διαρκή συρρίκνωση του βιοτικού επιπέδου και του κόστους της εργασίας. Αν υπάρχει ένα πρόγραμμα παγκόσμιο, εδώ και είκοσι χρόνια, είναι: τσακίστε τα κοινωνικά κινήματα, μειώστε το κόστος εργασίας και υποχρεώστε τους ανθρώπους να εργάζονται με ολοένα μεγαλύτερη ανασφάλεια και αντί πινακίου φακής. Δηλαδή, την ίδια στιγμή που τα κέρδη ανεβαίνουν με αστρονομικούς ρυθμούς οι μισθοί και οι απολαβές των εργαζομένων πέφτουν συνεχώς. Αυτό είναι μια κοντόφθαλμη και ανιστόρητη προοπτική που δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει αντιδράσεις.

Λ.Β.: Κάποιοι αναζητούν μια λύση «εκτός των τειχών» – το κίνημα της αποκέντρωσης. Δεν θα μπορούσε κανείς να θυμηθεί τους απελεύθερους του Μεσαίωνα; Κ.Τ.: Δεν νομίζω ότι είναι ένα κίνημα που μπορεί να πάρει πολύ μεγάλη έκταση. Τεχνικά μιλώντας, για να αλλάξει ο παραγωγικός ιστός, για να μπορέσουνε οι άνθρωποι να παράγουνε σχετικά φθηνά και αρκετά πράγματα για να μπορούνε να επιζήσουν χρειάζονται πολλά χρόνια. Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ότι δεν είναι ανταγωνιστική. Δεν παράγει αρκετά φθηνά προϊόντα, τα οποία να μπορεί να πουλήσει στο παγκόσμιο σύστημα. Και δεν παράγει επειδή έχει καταστραφεί η παραγωγική της δυνατότητα τα τελευταία 50 χρόνια. Η αγροτική παραγωγή έχει τσακιστεί. Καμία αγροτική πολιτική δεν έδωσε τη σημασία που θα έπρεπε να έχει η παραγωγή πρωτογενών προϊόντων. Η ύπαιθρος έχει εγκαταλειφθεί γιατί δεν υπάρχουνε ούτε οι μέθοδοι ούτε τα κεφάλαια ούτε και η γνώση για να γίνει μια σύγχρονη αγροτική παραγωγή. Θα γυρίσουνε κάποιοι πίσω γιατί δεν έχουνε τρόπο να επιζήσουνε στην πόλη, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ότι είναι δυνατόν η Ελλάδα, μέσα σε προβλέψιμο χρονικό διάστημα, να μετατραπεί σε μία εξαγωγική, παραγωγική χώρα. Αυτό για μένα δεν αποτελεί λύση, συν ότι δεν βλέπω καμία λύση ελληνική. Όντας ένας μικρός κρίκος ενός συστήματος, εναποθέτω τις ελπίδες μου στην προοπτική μιας ευρύτερης ανατροπής του συστήματος σε ευρωπαϊκό και ακόμα ευρύτερο πλαίσιο. Αν το ντόμινο λειτουργήσει, κι έχουμε πτωχεύσεις τη μία μετά την άλλη, η Ευρώπη δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι, ανεξάρτητα αν είναι για κακό ή για καλό. Εκ πρώτης όψεως είναι για κακό, αλλά μπορεί μακροπρόθεσμα να βγει σε καλό. Δεν μπορεί να αντέξει η Ευρώπη μία μαζική κοινωνική έκρηξη, αντίστοιχη εκείνων που είχαμε στο Μεσοπόλεμο. Δεν μπορούν να συνεχίσουν ακάθεκτοι όσοι υποστηρίζουν τις αγορές χωρίς να τους πειράζει κανείς. Δεν μπορεί αιωνίως να καταστρέφεται η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού χάριν πολύ λίγων. Χωρίς να μπορώ να προδικάσω, κατά κανένα τρόπο, το τι θα συμβεί.

* Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Δεκέμβριος 2011 | κοντέινερ


Παρέμβαση 16

_Δημήτρης Χρόνης

Ένα όχι...

Εννοείται πως είναι αρκετά δύσκολο να συλλάβουμε το βάρος και το μέγεθος των όσων ζούμε με το κιάλι του παρατηρητή, του αποστασιοποιημένου και νηφάλιου παντεπόπτη, ακριβώς επειδή τα ζούμε στο πετσί μας καθημερινώς κι αδιαλείπτως. Όχι να τα αντιληφθούμε ως ενεργούμενοι επ’αυτών, αλλά ως αποδέκτες της καινούργιας ζωής που με το στανιό επιβάλλεται ως μη αναιρούμενη πραγματικότητα, ως αναντίρρητο γεγονός. Και εδώ έρχεται το ερώτημα, ποιας ποιότητας, ποιου βάρους είναι και θα είναι τα όχι μας κι απέναντι σε τι. Στις εσχατιές των καιρών μας, στη δεδομένη κι επικυρωμένη απ’ όλους δύσκολη στιγμή μας, πρωτίστως όλοι αφήσαμε ελεύθερα να βγει εντός μας κι εκτός μας ένα μεγάλο όχι, είτε στους κοινούς χώρους,είτε στα ιδιωτικά πεδία των μαχών μας. Αλλά ακόμα δεν έχουμε αποφασίσει αν λέμε όχι σε όλα, αν λέμε όχι σε ό,τι υπήρξαμε και από αφέλεια και ικανοποίηση αφεθήκαμε, αν λέμε όχι σε ό,τι μας επιβάλλουν ως επιβεβλημένο και απρόκλητα περιοριστικό σε σχέση με όσα τόσα χρόνια φαίνονταν απολύτως δεδομένα και φυσιολογικά;

κοντέινερ | Δεκέμβριος 2011

Αυτός εδώ ο λαός βιώνει ταυτόχρονα μια συλλογική κατάθλιψη και μια συλλογική άρνηση που σταδιακά παίρνει τις διάφορες μορφές αντίδρασης βίαιης και μη. Τα ψήγματα της άρνησης τα βρίσκαμε στα φτιασιδωμένα μας εθνικά ψέματα που με χάρη περισσή κατασκεύαζαν οι από πάνω για τους από κάτω,αλλά κι εμείς οι ίδιοι για τα δικά μας προσωπικά ψέματα. Τα βρήκαμε στις τρανταχτές εξισώσεις που κατέληγαν με το επιμύθιο ότι όλοι είναι ίδιοι, όλοι μας επιβουλεύονται, όλοι μάς λένε το ίδιο παραμύθι και τώρα που επιβεβαιωθήκαμε περίτρανα το κρατάμε σφιχτά σαν δυνατό επιχείρημα για να τους το αποδεικνύουμε κάθε μέρα. Αυτό το όχι που υπονοεί επιθυμία για αντίσταση πόσο ατόφιο και ατσάλινο είναι άραγε; Αφού όλα συναινούν στο ότι από στιγμή σε στιγμή έρχεται η μεγάλη έκρηξη του κόσμου με τους εξεγερσιακούς της ρυθμούς ως φυσική ακολουθία, γιατί οι αντιπροτάσεις για τον καινούργιο κόσμο που θέλουμε δεν πείθουν αρκετά ώστε να πάρουν σάρκα και οστά; Για ένα μεγάλο μέρος της ελληνι-

κής κοινωνίας η μνήμη λειτουργεί όπως η κυκλοθυμία στους εφήβους, που αντιδρούν σε ό,τι εκλογικεύει τους προσωπικούς τους μύθους και τους καταρρίπτει. Μας έλκει η έξαρση της άρνησης απέναντι σε ό,τι μας στερούν, είτε είναι ιδέα είτε χρήμα. Εξακολουθούμε να είμαστε πρόθυμοι να πολεμήσουμε και να χαθούμε απέναντι σε όλα όσα είναι προφανή και όχι τεχνηέντως καλυμμένα, από την στερούμενη ελευθερία, την ανύπαρκτη δημοκρατία και τον χρεωμένο καπιταλισμό. Εμείς μάλλον υπερασπιζόμαστε πάντα τους βασικούς αρμούς και ποτέ τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των εννοιών που μας συνθέτουν ως κοινωνία. Εμείς βασικά θέλουμε δημοκρατία, ελευθερία και καπιταλισμό ή σοσιαλισμό ασχέτως πώς θα προσδιορίζονται οι έννοιες αυτές στη ζωή μας, μας αρκεί να υπάρχουν. Μήπως λοιπόν τώρα που είμαστε πάλι ante portas για την απώλειά τους ίσως θα έπρεπε να πούμε κάτι παραπάνω από ένα όχι; να πούμε και τι περίπου θέλουμε λέγοντας αυτό το όχι; κάνοντας όχι το όχι επιχείρημα αλλά όλα όσα το δημιουργούν, κι ας είναι αλήθεια αυτή τη φορά και όχι ψέματα.

Αφού όλα συναινούν στο ότι από στιγμή σε στιγμή έρχεται η μεγάλη έκρηξη του κόσμου με τους εξεγερσιακούς της ρυθμούς ως φυσική ακολουθία, γιατί οι αντιπροτάσεις για τον καινούργιο κόσμο που θέλουμε δεν πείθουν αρκετά ώστε να πάρουν σάρκα και οστά;


Καινοτόμες Επιχειρήσεις 17

_Μαρία Βλάχου*

Βραβεία:

Συλλογική δράση Θυμάμαι τους γονείς μου να μας τρέχουν σε φροντιστήρια και δραστηριότητες όλων των ειδών (ξένες γλώσσες, μουσική, μπαλέτο, ζωγραφική...) διότι έτσι συνηθιζόταν στη δεκαετία που μεγάλωσα (80s). Όσοι συνομήλικοι διαβάζουν αυτές τις γραμμές, σίγουρα θα θυμούνται ότι σκοπός των γονιών μας ήταν να μας σπουδάσουν, ώστε κάποια στιγμή να εξασφαλίσουμε μια καλή θέση, που κατά κύριο λόγο αναφερόταν σε μία θέση εργασίας στο ελληνικό δημόσιο… Σε μένα αρκούσε να κάνω κάτι, οτιδήποτε και οπουδήποτε (στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα) αρκεί να ήταν συναφές με τις ξένες γλώσσες. Αυτό σπούδασα, σε αυτό θεωρούμουν καλή...κι αυτή νόμιζα ότι ήταν και η μοναδική μου αποστολή, σε ό,τι αφορούσε στην επαγγελματική μου απασχόληση. Κι όπως γύριζα για σπουδές και δουλειά από κράτος σε κράτος, συχνά μονολογώντας τη σπουδαία αυτή έκφραση «όπου γης και πατρίς», γέμιζοντας τη βαλίτσα μου με διαφορετικούς ανθρώπους, κουλτούρες και αναμνήσεις, ένιωθα πάντα ένα κενό και μια νοσταλγία που ούρλιαζε «Ελλάδα». Θες ο καιρός, ο ήλιος που μας φτιάχνει τόσο τη διάθεση και την ψυχολογία, το υπέροχο μπλε της θάλασσας, οι παρέες, τα μπαράκια, το φιλότιμο, η οικογένειά μου... Ναι, μου έλειπε η Ελλάδα. Όμως, σε αυτόν τον οίκο, στην πατρίδα μου, όσο κι αν επιθυμούσα να παλιννοστήσω, τόσο ερχόμουν αντιμέτωπη με την απαξίωση. Πόσα βιογραφικά έστειλα, δεν θυμάμαι ακριβώς να σας πω. Ήταν πολλά όμως, πάρα πολλά. Και στις λίγες συνεντεύξεις που δέχτηκαν να με αξιολογήσυν, οι περι-

σότεροι ρωτούσαν με θαυμασμό αν είναι αλήθεια το ότι μιλάω 9 γλώσσες και αμέσως μετά με μια αξιοθαύμαστη διακριτικότητα κατέληγαν στο εάν και ποιον γνώριζα. Κι εγώ δεν καταλάβαινα ποιον ακριβώς θα έπρεπε να γνωρίζω για να εργαστώ. «Μέσο» κοινώς δεν είχα κι έτσι συνέχιζα τις περιπέτειες στις διάφορες Ιθάκες που ανακάλυπτα κατά καιρούς. Ώσπου ένα φθινοπωρινό βράδυ καθώς γευόμουν ανέμελα ένα πιάτο σαλιγκάρια σε ένα πολύ in εστιατόριο της Ελβετίας, τηλεφώνησε η αδερφή μου. Η Πένυ, επιχειρηματικό δαιμόνιο από μικρή, αφού μου πούλαγε σοκολάτες (που ακόμη λατρεύω) μέσα στο σπίτι στη διπλάσια τιμή απ’ όσο τις είχε το περίπτερο, μου είπε ότι ο κήπος μας ήταν γεμάτος σαλιγκάρια, καθότι είχε μόλις βρέξει και ότι εάν είναι τόσο ακριβά, ίσως θα έπρεπε να τα πουλάγαμε εμείς στους Ελβετούς και όχι μόνο. Τι ιδέα κι αυτή να θέλουμε να κάνουμε σαλιγκάρια! Οι δυο μας αντιμέτωπες όχι απλά με κάτι διαφορετικό από αυτό που σπουδάσαμε (και εκείνη γλώσσες σπούδασε), αλλά και με έναν απειλητικά ανδροκρατούμενο τομέα. Όμως είπαμε ναι θα το προσπαθήσουμε, γιατί όχι; Κι έτσι γεννήθηκε η Φερέοικος, η εταιρεία, η οποία ανέπτυξε και καθιέρωσε την σαλιγκαροτροφία στην Ελλάδα. Μια μικρή κοινωνία αποτελούμενη από 154 οικογένειες έως τώρα, οι οποίες ασχολούνται με την σαλιγκαροτροφία και εξαπλώνονται σε όλη την Ελλάδα. Ένας μικρόκοσμος που βρήκε την ευκαιρία να ζει και να εργάζεται κοντά στη φύση, μακριά από τα αστικά κέντρα και τους αγχωτικούς ρυθμούς τους.

2011 Stelios Award ῾Young Entrepreneur of Greece 2011 Διεθνες βραβείο Σαλιγκαροτροφίας

Τζάμπα οι σπουδές έλεγε ο παππούς μου, αγρότης κατ’ επάγγελμα, όχι και κατ’ επιλογήν όμως. Κι όμως, οι σπουδές μας συνέβαλαν στο να ξεπεράσουμε πολλά εμπόδια και επιπλέον μάς βοήθησαν στο να συνεργαστούμε με αγορές του εξωτερικού (μάθε τέχνη κι άστηνε παππού!)

2009 Χρυσό Σαλιγκάρι (καλύτερη εταιρία εκτροφής σαλιγκαριών στον κόσμο) από το Διεθνές Ινστιτούτο Σαλιγκαροτροφίας

Σίγουρα το να μπορεί κανείς να ασχολείται με ό,τι έχει σπουδάσει είναι ευχή. Από την άλλη όμως, πλέον θεωρώ πως οι σπουδές είναι μόνο ένα μέσο, ένα εργαλείο ουσιαστικά ώστε να δημιουργήσεις και να επιτύχεις το όραμά σου. Ναι, θα έλεγα ότι αυτό είναι το ωραίο τελικά, η πρόκληση της δημιουργίας. Ίσως με θεωρήσετε τυφλή οπτιμίστρια, ξέρω, σε αυτούς τους καιρούς είναι δύσκολο να μιλά κανείς για εργασιακές ευκαιρίες και προκλήσεις, κι όμως βλέπω, ακούω και πονάω για όσα συμβαίνουν καθημερινά στη χώρα μας. Αλλά πιστεύω...πιστεύω στη δημιουργικότητα, στις ευκαιρίες, στη συλλογικότητα και στις επιλογές φυσικά. Επιλογή μας είναι να μείνουμε με τα χέρια σταυρωμένα ώσπου να μας απαντήσει ένας στα εκατοντάδες βιογραφικά που στέλνουμε, επιλογή μας είναι να ψάξουμε για νέες ευκαιρίες στο εξωτερικό και επιλογή μας είναι να μείνουμε εδώ, στον «οίκο» μας και να δράσουμε συλλογικά για ένα καλύτερο μέλλον. Και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να προβλέψεις το μέλλον από το να το δημιουργήσεις!

* Συνιδιοκτήτρια της Fereikos – Helix

Δεκέμβριος 2011 | κοντέινερ


Παρέμβαση 18

_Γιώργος Ορφανουδάκης

Α-Φυσικοί νόμοι “It’s always night, or we wouldn’t need light.’’ – Τ. Monk

Αγριο-ζωολογικός Κήπος. Νωθροί ελέφαντες του οικονομισμού, της μιας και μοναδικής σκέψης. Σκυλιά λυσσασμένα του άτεγκτου βιολογισμού, της επικράτησης του πλέον ισχυρού. Φίδια ευέλικτα του υποχθόνιου καιροσκοπισμού. Ανηλεείς κροκόδειλοι του πιο σκληρού ανταγωνισμού. Ξιπασμένα παγώνια της α-νοηματικής εξωστρέφειας... Φυσικά και δεν πρόκειται για Διαφωτισμό – κάποια ανώτερη δηλαδή υπόθεση της ανθρώπινης διάνοιας. Ούτε καν για έναν –αγροίκο έστω– φονξιοναλισμό, έναν ουδέτερο κι αποχρωματισμένο ορθολογισμό, με τις εύλογες παρατυπίες του. Αλλά, μάλλον, για τον πιο ενστικτώδη, έξαλλο, μαυλιστικό ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟ, με τις αφόρητες στερεοτυπίες του. Τεχνοκράτες μουτζαχεντίν, ακάματοι καταφερτζήδες, νεοφιλελεύθερα αυτόματα. Προσχώρηση στον κόσμο έτσι-όπωςαυτός-είναι. Επιτυχημένος (ο κόσμος), αφού είναι άλλωστε ο μόνος που λειτουργεί. Λειτουργεί, αφού ειν΄ άλλωστε ο μόνος επιτυχημένος. ‘’ΙΤ’ S JUST THE WAY IT IS!’’... πρώτος το εξέπεμψε ο Αμερικανός. Ο πρώτος αδιάψευστος του ορθολογισμού του, πρώτος θεμελιωτής του παραλογισμού του. Παραλογισμός που επικαλείται την πιο ανυπόφορη κοινοτοπία ως αφοπλιστική αυθεντία. Το πιο κακορίζικο αυτονόητο σαν ιδιοφυές θέσφατο. Παραλογισμός που αδειάζει εύκολα τη μνήμη, αποχωρίζεται τη συμπαγή αλήθεια. Χλευάζει τον διακριτ(ικ)ό εαυτό κραδαίνοντας στη θέση του την αυτάρεσκη σιγουριά τού πιο έωλου κι ασυνάρτητου εγώ. BECAUSE I SAY SO... ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ... ΑΡΚΕΙ ΣΕ ΚΑΤΙ ΝΑ ΠΙΣΤΕΨΩ ΚΑΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ... ΕΙΜΑΙ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ... Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΕΡΔΙΖΕΙ. Κι ο χειρότερος πασχίζει. Και πασχίζει μέχρι να γίνει –σιγά μη γίνει– καλύτερος κι αυτός για να κερ-

κοντέινερ | Δεκέμβριος 2011

δίζει. Όμως όχι – ο καλύτερος σαστίζει. Και πασχίζει να μη χάσει εκείνο το οποίο δεν κατέχεται. Αυτό που αδιάκοπα στην κοινοχρηστία προσφέρεται. Και σαστίζει, διότι ξέρει πως πρέπει να κερδίζει ό,τι στην αρχή του πάντα βρίσκεται. Ρωγμές που ανεπαίσθητα ανοίγονται, άβατες ζώνες στις οποίες το κέρδος δεν εμφιλοχωρεί...των άλλων των καλυτέρων. Εκείνων που πάνε μόνο για το περιώνυμο «ατομικό», του οποίου δεν υπάρχει παρά ιδιοκτησία και φθόνος. Οι χειρότεροι είναι αυτοί. Υπάρχει όμως και το ΑΛΛΟ, αυτό που στη χρήση μόνο παραδίνεται και στην απόλαυση. Το θελκτικό, το χρήσιμο κι ευχάριστο για όλους και για κανέναν ειδικά. Εκείνο που χωρίς με κανένα να μοιάζει ακριβώς, φαίνεται πως μ’ όλους μπορεί να μοιάζει γενικώς. Που τους καλύτερους ωθεί να επικοινωνούν, τους εαυτούς τους να κοινωνούν, τις ικανότητές τους να μοιράζονται. Τους άλλους ν’ αγαπούν. Αν και ένας λόγος που ίσως χαθούν στο τέλος, είναι γιατί περισσότερο απ΄ όσο πρέπει θεωρητικολογούν. Ο Αϊνστάιν έλεγε πως όταν η κοινωνική σου συ-

νείδηση σού επιβάλλει να μελετάς την ανθρωπότητα, εκτός απ΄ το να αποβείς άχρηστος για κείνη τελικά, υπάρχει ακόμη ο κίνδυνος να σου πάρουν και τα σώβρακα. Εκτός εάν –ανταπαντάει ο Γ. Χειμωνάς– όλη αυτή η πανικόβλητη αναβλητικότητα του λόγου δεν είναι τελικά παρά η κρυψώνα του μεσσιανικού ερχομού της Κοινής Πράξης. Βέβαια, τα μυστικά της κοινοτοπίας, της θωπείας του μικρού εγώ, είναι τόσο καλά κρυμμένα όσο δυσεύρετη είναι και η κρύπτη της Κοινής Πράξης. Μια ουτοπία – ή, μάλλον, μια βασανιστική εντέλει ατοπία που θα ’πρεπε έστω για λίγο να κατευναστεί, να γίνει ένας τόπος, μια πατρίδα. Μάθαμε

να προσποιούμαστε πως δεν υπήρξε και δεν υπάρχει. Γι’ αυτό, μέχρι τη στιγμή που δεν θα φαινόταν τίποτα πια, πιστεύαμε ότι ήταν καλύτερα να μην κοιτάμε προς τα εκεί. Τώρα που έχει χαθεί τελείως απ’ τον ορίζοντα, τώρα ίσως θα έπρεπε να μας ειδοποιήσουν πως όντως υπήρξε. Να της ρίχναμε τώρα μια ματιά. Σαν να είναι –ας πούμε– μια ηλικία παιδική.



Βλέμμα 20

Η πόλη – τέρας και οι

κοντέινερ | Δεκέμβριος 2011


Βλέμμα 21

_Θωμάς Κιάος

φοβισμένοι άνθρωποι Πόλη. Σύνολο κατοικιών, χώρων εργασίας, διασκέδασης, χώρος ζωής ή καλύτερα συμβίωσης. «Αθήνα, Μόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και Πεκίνο», που λέει και ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Πόλεις μεγάλες, αλλά και άλλες πόλεις μικρότερες, μέχρι κωμοπόλεις και χωριά, όλοι οι χώροι όπου οι άνθρωποι μοιράζονται τη ζωή τους φέρουν έναν κατ’ αρχήν κανόνα συμβίωσης. Την απαγόρευση του θανάτου ως ηθικό νόμο. Απάντηση στο φόβο του θανάτου. Σε κάθε πόλη όμως, μεγαλύτερη ή μικρότερη, κάτω από το συναίσθημα που απορρέει από την παραπάνω συνθήκη, καθώς κάθε ηθικός κανόνας έχει το αντίκτυπο συναίσθημα, κυριαρχεί ένα άλλο συναίσθημα. Εκείνο της παρουσίας ενός τέρατος. Σαν ένα πλάσμα που κατοικεί κάτω από τη γη που πατάμε (η λέξη τέρας έχει καταγωγή στο λατινικό terra, που σημαίνει γη). Όπου και αν ζει κανείς κουβαλά πάντα μαζί του έναν φόβο θανάτου. Ο φόβος αυτός παίρνει πάντα σάρκα και οστά στα πράγματα που πιστεύει κανείς ότι τον απειλούν και τούτα προέρχονται κυρίως από το άγνωστο. Εξ ου και η ξενοφοβία ή η ομοφοβία, εξ ου και ο φόβος των ναρκομανών ή των κλεφτών. Ο φόβος του «άλλου». Έτσι πλάθονται οι κοινωνικοί εχθροί, όπως άλλοτε ένα τέρας κατοικούσε έξω από την πόλη (Σφίγγα) ή οι άνθρωποι δημιουργούσαν μύθους και αντάλλαζαν φανταστικές ιστορίες για τέρατα. Ήταν και είναι ακόμη ο φόβος του «άλλου». Και όμως. Αυτό που φοβάται κανείς, κάνει λες και το γνωρίζει πολύ καλά, παρά το γεγο-

νός ότι αναφέρεται στο άγνωστο. Είναι γιατί, ενώ η εικόνα εκείνου που φοβάται προέρχεται από το άγνωστο, αυτό που τελικά φοβάται προέρχεται από τον ίδιο. Το τέρας είναι ο ίδιος ή μάλλον, καλύτερα, προκειμένου να αντιπαρατεθεί στο άγνωστο κανείς, που τον τρομάζει, βλέπει ότι θα πρέπει να αναπτύξει αντιστάσεις και αντιδράσεις, που τον τρομάζουν και τον ίδιο ακόμη περισσότερο. Ο φόβος απέναντι σε κάτι άγνωστο ή και τελικά ανύπαρκτο προκαλεί μια αντίδραση ακόμη πιο τρομακτική, πια όμως υπαρκτή. Όταν φοβάσαι ότι θα σε σκοτώσουν, αλλά δεν ξέρεις ποιος και τι, είσαι έτοιμος να σκοτώσεις. Και, ενώ αυτός, που θα σε σκοτώσει, δεν υπάρχει, εσύ είσαι έτοιμος να σκοτώσεις. Και εσύ υπάρχεις. Και τότε είναι που σε πιάνει τρόμος. Και τότε είναι που λειτουργείς σαν να είσαι εσύ το τέρας. Τέρας μάλιστα πραγματικό. Γιατί είσαι έτοιμος να κάνεις αυτό που φοβάσαι ότι θα σου κάνουν. Τυφλωμένο. Γιατί φυλάγεται από φόβο. Όχι από πραγματικότητα. Τα βήματά του, τα βήματα ενός πολιτισμού, που, αν και δεν το παραδέχεται, τελειώνει, καθώς δεν εμπνέεται από τη ζωή και το φως της, αλλά από τον φόβο. Κάποτε ήταν οι «βλάχοι», οι εσωτερικοί δηλαδή μετανάστες, που οι κάτοικοι των Αθηνών, εσωτερικοί μετανάστες και εκείνοι προηγούμενης φουρνιάς, τους έβλεπαν με περιφρόνηση και αισθάνονταν απειλή. Σήμερα είναι οι μετανάστες από χώρες του τρίτου κόσμου. Και οι παλαιότεροι κάτοικοι, παιδιά εσωτερικών μεταναστών, αισθάνονται απει-

λή. Και εκφράζουν τερατώδη φασισμό. Δεν είναι όμως ένας φασισμός με μικροαστικά μόνο χαρακτηριστικά. Δεν είναι μόνο χαμηλής μόρφωσης κάτοικοι που μπροστά στο φόβο του αγνώστου εκφράζουν φασίζουσες αντιλήψεις. Είναι και αρκετά μέλη της μορφωμένης ελίτ, που της αρέσει, καμιά φορά, να προσδιορίζεται ως προερχόμενη από τα αριστερά και, προτάσσοντας λέξεις όπως «ευθύνη», δείχνει επιείκεια στον φασισμό είτε προσδοκώντας πολιτικά οφέλη είτε θέλοντας να κρύψει τον δικό της φόβο να αποχωριστεί τα μέχρι τώρα προνόμιά της. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο βουλευτής, προσκείμενος στον κοινοβουλευτικό συνδυασμό «Δημοκρατική Αριστερά», Γρηγόρης Ψαριανός, που δεν παραλείπει να δείχνει τη συμπάθεια και την ανοχή του στα στελέχη του ΛΑΟΣ που συμμετέχουν στην κυβέρνηση ή ο Δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης με τις κατά καιρούς, υπό την ανοχή του, επιχειρήσεις «σκούπα» της αστυνομίας εναντίον μεταναστών στο χώρο της επικράτειάς του, στο κέντρο της Αθήνας. Απλά παραδείγματα ενός φόβου για το άγνωστο και το πώς εκείνος παρεισφρέει, μετατρέποντας πολλές φορές κάποιον σε εκείνο, που υπό άλλες συνθήκες, μπορεί και να απεχθανόταν. Μπροστά στην απειλή, που τις περισσότερες φορές είναι προϊόν φόβου και υπερβολής, παρά πραγματικότητας, λειτουργεί κανείς με εκείνο, που νομίζει, προβάλλει δε τις δικές του ανησυχίες, υπό το καθεστώς φόβου, στην πραγματικότη-

τα. Αν το ξανασκεφτούμε και η ίδια η έννοια της πόλης είναι μια προβολή. Σε υλικό επίπεδο πρόκειται για σπίτια και φωλιές ανθρώπων. Νοηματοδοτείται ως πόλη για να χωρέσει όλες τις προσδοκίες, τις σκέψεις και τις ανησυχίες των ανθρώπων που κατοικούν εκεί. Προβάλλονται όλα αυτά και φτιάχνουν έναν συμβολικό χώρο, που ονομάζεται πόλη. Μια λέξη για να μας προστατεύει από το δικό μας τέρας. Ίσως, όμως, το λένε καλύτερα οι παρακάτω στίχοι: Παίρνοντας τα βήματά μου ένα ένα ως εδώ ερχόμενος σκεφτόμουν και πάλι το τέρας. Πως η πόλη είναι το τέρας, που σε καλεί κοντά του, στην αγκαλιά της οικείο και κάποια στιγμή σε ξεβράζει ξένο και πρέπει να έχεις μάθει να φονεύεις τις σκέψεις σου μόνος για να μην σε φονεύσουν. Φεύγοντας βλέπω πως η πόλη είναι φωλιές μικρών τεράτων σαν μικρά μωρά πως είναι μια προβολή απλά, πως η πόλη είναι το τέρας όπως προβολή είναι και η πόλη και πως μάλλον δεν υπάρχει τέρας αλλά η φαντασία ενός μωρού που ντύνεται τέρας γιατί φοβάται που μεγαλώνει.   Δεκέμβριος 2011 | κοντέινερ


Παρέμβαση 22

_Γιώργος Λαμπράκος

Ζώα Στον πλανήτη μας υπάρχουν αρκετά ζώα που δεν κινδυνεύουν ποτέ με εξαφάνιση. «Γεννιόμαστε εμπρηστές και πεθαίνουμε πυροσβέστες» Πιτιγκρίλι

Η περιήγησή μας ξεκινά από τον εσαεί βασιλιά της ζούγκλας μας, και μόνιμο αντικείμενο ζωοφθονίας, την Καρέκλα-Καρέκλα. Πρόκειται για ένα ζώο άφυλο, που αναπαράγεται με αχαλίνωτο ρυθμό, αποφεύγει τις πολλές μετακινήσεις και είναι παχύδερμο, ανεξάρτητα από το πόσο τρώει. Αυτό το είδος είναι διάσπαρτο και στην Ελλάδα, καθώς εντοπίζεται τόσο στις πόλεις όσο και στα χωριά, τόσο στα βουνά όσο και στα νησιά. Τελευταία έχει εντοπιστεί μια φονική παραλλαγή της ΚαρέκλαςΚαρέκλας με μεγάλους τραπεζίτες, χωρίς την αφαίρεση των οποίων είναι αδύνατο να αντιμετωπιστεί. Αν και τρώει τα πάντα, ακόμα και την ίδια της την καρέκλα, το αγαπημένο θήραμα της Καρέκλας-Καρέκλας παραμένει το ανεξάρτητο, αδιάλλακτο, αδέκαστο πνεύμα, αυτό που, σε αντίθεση με την εθελόδουλη πλειονότητα, αρνείται να κρύβεται μες στον Δούλειο Ίππο της. Η Πολιτική Αρκούδα είναι ένα επικίνδυνο ζώο που κανείς δεν εύχεται να το βρει στο διάβα του. Εντοπίζει τη λεία της παντού, κυρίως σε μέρη όπου τα άλλα ζώα αναζητούν τελείκοντέινερ | Δεκέμβριος 2011

ως άλλα πράγματα, και επιτίθεται με μια ταχύτητα που συχνά ακινητοποιεί το υποψήφιο θύμα. Η Πολιτική Αρκούδα μοιράζεται αρκετές ιδιότητες με την Καρέκλα-Καρέκλα, αν και υπάρχουν Πολιτικές Αρκούδες που ισχυρίζονται πως δεν ονειρεύονται τη θέση της. Μέχρι να μας πείσουν ότι είναι ειλικρινείς, καλό είναι να τις κρατούμε σε απόσταση, ιδίως όταν διαλαλούν τη διόλου ακίνδυνη πεποίθηση ότι ακόμα και η θάλασσα έχει (κι αν δεν έχει, να τσακιστεί να αποκτήσει) ταξική συνείδηση. Ένα είδος που παρουσιάζει ενδιαφέρον μέχρι αηδίας είναι ο Καυλιτέχνης. Ο αρσενικός Καυλιτέχνης είναι ένα αρπακτικό που ασχολείται με την τέχνη μόνο στο βαθμό που του εξασφαλίζει όσο το δυνατόν περισσότερο σεξ με όσο το δυνατόν περισσότερα θηλυκά, ενίοτε και αρσενικά, έχοντας ως βασικό εργαλείο αυτό που ο ίδιος ονομάζει «η τέχνη μου». Η θηλυκή Καυλιτέχνιδα είναι ένα νεαρό αρπακτικό που συχνάζει σε πανεπιστήμια, μπαρ και λέσχες δημιουργικής γραφής, αναζητώντας έναν διάσημο μεσήλικα για να την εξυπηρετήσει με ποικίλους τρόπους,

ένας εκ των οποίων είναι να διαδώσει αυτό που η ίδια ονομάζει «η τέχνη μου». Ο Καυλιτέχνης εμφανίζεται σε διάφορες ζωικές παραλλαγές, που όλες ανήκουν στη συνομοταξία του Καυλοπερασάκια. Στον αντίποδα του Καυλιτέχνη βρίσκεται ένα εξίσου επικίνδυνο είδος, ο Αλίμπιντος. Ο Αλίμπιντος πασχίζει να κάνει παρέα με όλα τα άλλα ζώα, αλλά πάντα καταλήγει στη συντροφιά των ομοίων του. Σκοπός της ζωής του είναι να μάθει τα πάντα για το σκοπό της ζωής, αλλά αποτυγχάνει αφού αμελεί τη βασική αλήθεια της, τη λίμπιντο. Αυτό καθιστά δυσχερή την αναπαραγωγή του και απίθανη, ευτυχώς, τη διαιώνισή του. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται όταν συναντήσει κανείς έναν αλίμπιντο λυσσασμένο για τη μετάδοση των γνώσεών του. Μελετώντας κάποια είδη της πανίδας, διαπιστώσαμε πόσο επικίνδυνη, όσο και αναπόφευκτη, είναι η συναναστροφή μαζί τους. Αν υπήρχε αρκετός χώρος θα μπορούσαμε να εστιάσουμε και στο Μαγκουρό, ένα ζώο κοινότατο στην Ελλάδα, με σώμα

μάγκα και κεφάλι μάγκα (άλλου μάγκα). Το Μαγκουρό έχει την ιδιάζουσα τάση να αυτοκτονεί πηδώντας από το μπαλκόνι αμέσως μόλις μαθαίνει ότι και δεν έχει ποδοσφαιρικό αγώνα στην τηλεόραση, και δεν έχει λεφτά να πάει στα μπουζούκια. Όσο για το βασίλειο της χλωρίδας, εξαιτίας της έλλειψης χώρου επιφυλασσόμαστε να αναλύσουμε άλλη φορά το εξοχότερο μέλος της, τον Ναρκισσό. Κλείνοντας, ας αναφερθούμε σε ένα ανέκαθεν σπάνιο είδος που σήμερα κινδυνεύει με εξαφάνιση, τον Βιβλιόσκυλο. Ο Βιβλιόσκυλος είναι ένα ζώο φιλικό προς το περιβάλλον και εχθρικό προς τα περισσότερα ζώα, γι’ αυτό και στις κοινωνικές συναναστροφές του συνήθως τρώει φόλα. Ο Βιβλιόσκυλος προσπαθεί, διαβάζοντας και εκδίδοντας βιβλία και περιοδικά, να επιβιώσει σε ένα μεταλλαγμένο φυσικό και ηλεκτρονικό τοπίο χωρίς καθόλου πια τοπίο. Νιώθοντας ότι πλησιάζει το φρικτό του τέλος, συχνά το προτιμά από μια φρίκη δίχως τέλος, γεμάτη ασχήμια, ανευθυνότητα, αήθεια και βλακεία. Όποτε το βρίσκουμε να τρεκλίζει, ας το βοηθούμε να ορθοποδεί.



Συνέντευξη 24

_ Saul Newman *

_συνέντευξη: Τάσος Σαγρής **

Ο κοινωνικός ορίζοντας του μετα-αναρχισμού Με αφορμή το διεθνές συνέδριο του αντιεξουσιαστικού περιοδικού Βαβυλωνία και της πλατφόρμας Post Anarchist Forum με τίτλο “Μετα-Aναρχισμός και Εξεγέρσεις”
στον Ελεύθερο Κοινωνικό Χώρο Nosotros (Θεμιστοκλέους 66 Εξάρχεια) ο συγγραφέας και πολιτισμικός ακτιβιστής Τάσος Σαγρής συνομιλεί με το θεωρητικό του Μετα- Αναρχισμού Saul Newman.

O Μετα-Αναρχισμός εμφανίζεται το 1994 στις αγγλοσαξονικές χώρες, στις απαρχές του τέλους των μεγάλων βεβαιοτήτων. Τον συναντάμε στην Ελλάδα στις αρχές του 21ου αιώνα σε μια εποχή όπου οι υπάρχοντες θεσμοί πολιτικής εκπροσώπησης (κόμματα, γραφειοκρατικά συνδικάτα, οργανώσεις) καταρρέουν, η πολιτική και οικονομική ελίτ απαξιώνεται και καταδιώκεται από εξοργισμένους ανθρώπους σε κάθε εμφάνισή της στον δημόσιο χώρο, η κοινωνία αναζητά τρόπους να υπερβεί τις παλιές αυταπάτες και οι άνθρωποι περιπλανιούνται στον κοινωνικό λαβύρινθο άλλες φορές σαν θύματα, άλλες φορές σαν θύτες και άλλες φορές σαν συνειδητά όντα που φέρνουν μέσα στις πράξεις, τις επιθυμίες και τις σκέψεις τους την ανάδυση ενός κόσμου Ελευθερίας, Αλληλοβοήθειας και Ισότητας. Σκοπός του μετα –αναρχισμού είναι να μας προσφέρει νοητικά όπλα που να αφυπνίζουν την κριτική ικανότητα και να μας κάνουν άμεσα υπεύθυνους για τη ζωή μας και τη ζωή της κοινωνίας που κατοικούμε. Γι’ αυτό το λόγο ίσως είναι περισσότερο απαραίτητος από ποτέ…

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΕΤΑΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ; Τι είναι ο μετα-αναρχισμός και πώς ορίζονται οι στόχοι του; Σε αντίθεση με πολλούς μετα-μοντέρνους θεωρητικούς που το έργο τους χαρακτηρίζεται από την αναλυτικής αποδόμηση και την απουσία ανάγκης για αναδόμηση μιας ιδέας προς όφελος κάποιου απελευθερωτικού σχεδίου, το έργο τού μετα-αναρχισμού χαρακτηρίζεται από την ανάγκη για συμμετοχή σε ένα ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό κίνημα όπως ο αναρχισμός και την πρόσπαθεια συνεισφοράς σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο στα κινήματα της εποχής μας. Ο μετα-αναρχισμός δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται ως μια πολιτική θεωρία, η οποία διαφέρει από τον αναρχισμό, ούτε να αναφέρεται σαν μια πολιτική «μετά» τον αναρχισμό, αλλά και ούτε ωσάν να υπονοεί ότι ο αναρχισμός ως πολιτική θεωρία είναι πλέον ετεροχρονισμένη δίχως αναφορά στο παρόν. Εν αντιθέσει, ο μετααναρχισμός επιβεβαιώνει μια συνέχεια με τον αναρχισμό και υπογραμμίζει την απόλυτη ζωτικότητα και σημασία του αναρχισμού στην κατανόηση των επαναστατικών πολιτικών αγώνων. Θα έλεγα μάλιστα πως ο μόκοντέινερ | Δεκέμβριος 2011

νος τρόπος για να κατανοήσουμε αυτούς τους αγώνες είναι μέσω κάποιας εκδοχής του αναρχισμού, δεδομένου ότι ενσωματώνουν πρακτικές και αρχές της άμεσης δράσης, της οριζόντιας οργάνωσης καθώς και μια κριτική της διαμεσολάβησης. Συνεπώς προτιμώ να βλέπω τον μετα-αναρχισμό ως μια κίνηση αποδόμησης στο πλαίσιο του ίδιου του αναρχισμού. Στόχο έχει να θέσει ερωτήματα σχετικά με τις φιλοσοφικές εικασίες των κλασικών αναρχικών του 19ου αιώνα, όπως οι Μπακούνιν, Κροπότκιν, Προυντόν και Γκόντγουιν, αναφορικά με την επιστήμη, τη λογική και την ανθρώπινη φύση. Θα αναπτύξω το θέμα παρακάτω αλλά να αναφέρω εδώ πως η ανάλυση των σύγχρονων επαναστατικών αγώνων υπό την προοπτική του μετα-αναρχισμού είναι συμβατή και βασίζεται σε τέσσερις βασικές κατευθύνσεις. Πρώτον, θα πρέπει να αναγνωριστεί πως οι σημερινές σχέσεις ισχύος σε σχέση με αυτές του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα σε καθεστώτα νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων, είναι πολύ πιο πολύπλοκες, αποκεντρωμένες και συμβαδίζουν σε μέτρο και διάρκεια με την κοινωνία. Συνεπώς το επαναστατικό αφήγημα του αναρχισμού, σύμφωνα με το οποίο η κοινωνία εναντιώνεται στο κράτος και παίρνει την εξουσία με μια δυναμική εξέγερση, καθίσταται προβληματικό. Δεν υπάρ-

χει πια Χειμερινό Ανάκτορο να δεχτεί επίθεση ή να καταστραφεί. Εδώ, και τώρα μπαίνω στο δεύτερο σημείο, υιοθετώ την άποψη του Φουκώ ότι σε οποιονδήποτε κοινωνικό σχηματισμό θα υπάρχει πάντα εξουσία, ακόμα και σε μια μετα-επαναστατική κοινωνία. Αυτό σημαίνει πως η ιδέα της επανάστασης δεν επαρκεί – χρειαζόμαστε ηθικές στρατηγικές μέσω των οποίων να αμφισβητούμε και να καταπολεμάμε την εξουσία, χρειαζόμαστε όχι μόνο μια μακροπολιτική αλλά και μια μικροπολιτική μέσω της οποίας οι δικές μας επιθυμίες για εξουσία θα αναγνωρίζονται και θα εξετάζονται. Δεν γίνεται απλά να υποθέτουμε πως μόλις ανατραπεί η κρατική εξουσία θα απελευθερωθούμε και η κοινωνία θα μπορεί να διαχειριστεί τον εαυτό της αρμονικά δίχως σύγκρουση. Τρίτον, ο μετα-αναρχισμός ενσωματώνει ένα πλουραλιστικό ήθος με την έννοια ότι απορρίπτει τις οικουμενικές ιδέες περί λογικής, Ιστορίας και περί του Ανθρώπου, οι οποίες χαρακτήριζαν την κλασική επαναστατική πολιτική. Συνεπώς η επαναστατική πολιτική πρέπει να έρθει αντιμέτωπη όχι μόνο με τον κατακερματισμό των ταξικών ταυτοτήτων των τελευταίων δεκαετιών αλλά και με την πολλαπλότητα και διαφορετικότητα της ύπαρξης – η ενότητα, η κοινή συναίνεση, η αλληλεγγύη, τα κοινά εν-

διαφέροντα κ.τλ. πρέπει να δημιουργηθούν, όχι απλά να υπονοηθούν. Τέλος, η εμφάνιση επαναστατικών δυνάμεων δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως κάτι έμφυτο ή καθοδηγούμενο από τη ροή της λογικής, της ανθρώπινης φύσης ή της Ιστορίας. Εδώ είναι το σημείο όπου οι πρακτικές της αυτονομίας αποκτούν ιδιαίτερη σημασία – η αυτονομία είναι ένα συνεχόμενο και προμελετημένο πρότζεκτ, όπου έμφαση δίνεται στη δημιουργία διαφορετικών χώρων ελευθερίας και ισότητας στο εδώ και τώρα, αντί να περιμένει το επαναστατικό συμβάν. Στις σύγχρονες μορφές ακτιβισμού και αγώνα πιστεύω πως αυτό το βλέπουμε όλο και περισσότερο. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΓΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΜΑΣ Στη δουλειά σας ανασκευάζετε τα επιχειρήματα των Ζακ Λακάν και Μαξ Στίρνερ για να ασκήσετε κριτική στους κλασικούς αναρχικούς, όπως τον Μπακούνιν και τον Κροπότκιν, και σε εννοιολογικές κατηγορίες όπως «αντικειμενική ανθρώπινη φύση», «νόμοι της φύσης» κ.λπ. Οι κλασικοί αναρχικοί ορίζουν την «ανθρώπινη φύση» ως κάτι θετικό και το Καθεστώς ως τον μοναδικό περιορισμό που ανα-


Συνέντευξη 25

Στη δουλειά μου έχω αμφισβητήσει τη μανιχαϊστική θεωρητική διάκριση μεταξύ κοινωνίας και κράτους, που πιστεύω αποτελεί κεντρικό στοιχείο της κλασικής αναρχκής θεωρίας, όπου η κοινωνία υπάρχει ως φυσικός οργανισμός ικανός για αρμονική αυτοδιαχείριση και το κράτος είναι ένα τεχνητό, καταπιεστικό, καταστροφικό και παράλογο φορτίο στην πλάτη της κοινωνίας. Παράλληλα, έχω αμφισβητήσει τις θέσεις του κλασικού αναρχισμού περί υποκειμενικότητας, σύμφωνα με τις οποίες η ανθρώπινη φύση ερμηνεύεται όχι αναγκαστικά ως εγγενώς «καλοσυνάτη» κατά έναν αφελή τρόπο, αλλά ως να τείνει εκ φύσεως προς τη συνεργασία, την κοινωνικότητα και την αλληλοβοήθεια. Από την άλλη ούτε υποστηρίζω πως η ανθρώπινη φύση είναι εκ φύσεως κακοπροαίρετη – δεν υιοθετώ τη θέση του Χομπς. Αλλά εξετάζω με κριτική ματιά τέτοιου είδους εικασίες σχετικά με την ίδια την ανθρώπινη φύση. Και εδώ είναι που φαίνεται η σημαντικότητα των θεωρητικών όπως ο Μαξ Στίρνερ: για τον Στίρνερ, η ανθρώπινη φύση και ο Άνθρωπος είναι ψευδαισθήσεις και μεταφυσικές αφηρημένες σκέψεις που προέρχονται από χριστιανικούς τρόπους σκέψης ενώ η υποκειμενικότητα και η δράση είναι περιστασιακά και βρίσκονται διαρκώς σε κατάσταση μετάλλαξης και ανασυγκρότησης. Η ψυχαναλυτική θεωρία έχει επίσης σημαντικό ρόλο καθώς επισημαίνει πως υποσυνείδητες δυνάμεις μπορούν να αποσταθεροποιήσουν σαφείς ταυτότητες και πως οι φαντασιώσεις μπορούν να προσδιορίσουν τη δράση. Συζητώντας για το Καθεστώς δεν αμφισβητώ βέβαια την ύπαρξη του κράτους ως δομή κυριαρχίας και εξαναγκασμού. Ωστόσο, πρέπει να σκεφτούμε το κράτος ως ένα πολυεπίπεδο φαινόμενο το οποίο, ιδιαίτερα στη νεοφιλελεύθερη μορφή του, κυβερνά μέσω ενός φάσματος πρακτικών και λογικών, αντί απλά να κυβερνά με έναν απόλυτα ηγεμονικό τρόπο. Πρέπει να αποδεχτούμε ότι

σήμερα η εξουσία έχει τη μορφή ενός δικτύου αντί μιας αυστηρής ιεραρχίας – θα μπορούσαμε μάλιστα να μιλήσουμε για πολύπλοκα δίκτυα ελέγχου, παρακολούθησης, διοίκησης, εμπορευματοποίησης με τα οποία, όπως θα το έθετε και ο Φουκώ, μας κυβερνούν μέσω της «ελευθερίας» μας. Έτσι σήμερα είναι πιο δύσκολο να απομονώσει κανείς την εξουσία και ακόμη πιο δύσκολο είναι να αντιτάξεις την κοινωνία στην εξουσία. Επίσης στην περίπτωση του νεοφιλελευθερισμού, το κράτος με τον καπιταλισμό τείνουν να ταυτιστούν, όπως και η πολιτική με την οικονομική εξουσία. Tα ορία ανάμεσα στην αγορά και το κράτος, που αποτελούσε κεντρικό θέμα του παλαιότερου φιλελευθερισμού, τώρα καταρέει: οι δημόσιοι χώροι ιδιωτικοποιούνται και οι ιδιωτικοί χώροι (η ιδιωτική ζωή) παρακολουθούνται διαρκώς από το κράτος αλλά και τις εταιρείες. Δεύτερον, θεωρώ ότι η χρήση της λέξης «Κατεστημένο» έχει ενδιαφέρον και ανιχνεύω μια αναφορά στον Στίρνερ και στην ιδέα του για την εξέγερση ως μια «δουλειά μέσα από εμένα πέρα από το κατεστημένο». Αυτό υποδεικνύει το γεγονός ότι μέσα από τις καθημερινές μας πρακτικές, τελετές και ταυτότητες ενσωματωνόμαστε στις δομές εξουσίας, κάτι το οποίο μάλιστα διατηρούμε μέσω της εθελούσιας υποτέλειάς μας. Μου έρχεται τώρα κατά νου και η σκέψη τού Λαντάουερ ότι το κράτος είναι μια κοινωνική σχέση και ότι την καταστρέφουμε φτιάχνοντας διαφορετικές (μη-αυταρχικές) σχέσεις. Εδώ η έμφαση βρίσκεται σε ένα είδος επανάστασης σε μικροπολιτικό επίπεδο, στο επίδεδο των εαυτών μας, των ζωών και των σχέσεών μας. Όσο τώρα για το τι περιορίζει και θέτει σε κίνδυνο τους αγώνες για ελευθερία και ισότητα, πέρα από το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς, θα έλεγα ότι ο βασικός κίνδυνος είναι η διάσπαση επαναστατικών ενεργειών και η αίσθηση απόγνωσης και παραίτησης λόγω των τεράστιων δυσκολιών που αντιμετωπίζουμε. ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ & ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ Στα κείμενα σας χρησιμοποιήτε το παράδειγμα των οριζόντιων, αυτοοργανωμένων και πλουραλιστικών αγώνων των πλατειών και των καταλήψεων για να περιγράψετε μορφές κοινωνικών αγώνων και πολιτικών μεθοδολογιών που συνάδουν απόλυτα με τις βασικές θεωρήσεις

του μετα-αναρχισμού. Ποιες είναι αυτές οι μορφές αγώνα τις οποίες οι μετα-αναρχικοί παρατηρούν και προτείνουν στα παραδείγματα των κινημάτων στις Αραβικές χώρες, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ; Δεν υπονόησα ότι όσοι συμμετείχαν σε αυτούς τους αγώνες θα θεωρούσαν τον εαυτό τους αναγκαστικά αναρχικούς – μάλιστα οι περισσότεροι δεν θα το έκαναν. Αλλά αυτό είναι ελάσσονος σημασίας. Το σημαντικό είναι ότι αυτά τα κινήματα κατάληψης και αντιπαλότητας ενσωματώνουν στις πρακτικές τους και τους τρόπους διοργάνωσης αναρχικές αρχές όπως την οριζόντια οργάνωση, την άμεση δράση, την άρνηση διαμεσολάβησης καθώς και το ότι είναι αντι-εξουσιαστικά. Αυτό που βλέπουμε εδώ είναι ξεκάθαρα μια μορφή αντι-πολιτικής πολιτικής, η οποία διαφέρει, για παράδειγμα, από τα μαρξιστικά και τα μαρξιστικά-λενινιστικά μοντέλα που βασίζονται στην ηγεσία του Κόμματος. Φαίνεται σαν κάτι που εμφανίζεται λίγο ή πολύ αυθόρμητα δίχως κεντρική κατεύθυνση. Τα κινήματα αυτά είναι «ριζοματικά». Είναι κινήματα αυτονομίας και αυτο-οργάνωσης. Ενώ κάνουν την εμφάνισή τους σε διαφορετικά πλαίσια, μοιράζονται ωστόσο έναν κοινό ορίζοντα αυτόνομων πολιτικών και εκφράζουν την εμφάνιση ενός νέου συλλογικού χώρου έξω από τις επίσημες δομές του κράτους, με τα απαρχαιωμένα και χρεοκοπημένα πολιτικά του συστήματα. Αυτό που έχει ενδιαφέρον εδώ είναι η κίνηση της κατάληψης – το οποίο θεωρώ πολύ πιο ισχυρό από μια διαδήλωση, όπου στο τέλος της ημέρας οι συμμετέχοντες επιστρέφουν στα σπίτια τους. Η κατάληψη και επανοικιοποίηση ενός συμβολικά δημόσιου χώρου, αλλά στην πραγματικότητα ιδιωτικού και αστυνομοκρατούμενο, αποτελεί απόρριψη της τεχνοκρατικής διαχείρισης των χώρων, των ρόλων και των ταυτοτήτων. Το «δημοκρατικό» σύστημα μιλάει για τον «λαό» αλλά παράλληλα θέλει τους ανθρώπους να παραμένουν αόρατοι, ατομικευμένοι και στον ιδιωτικό τους χώρο. Αυτό που ενοχλεί βαθιά την κυρίαρχη τάξη είναι όταν οι άνθρωποι εμφανίζονται σε χώρους όπου δεν ανήκουν και όταν αρνούνται να επιστρέψουν στην «κανονική» και ιδιωτική τους ύπαρξη. Η κατάληψη επίσης κάνει αναφορά στον άδειο συμβολικό χώρο, με στόχο συγκεκριμένα να εκφράσει το ρήγμα με την «ομαλή» λειτουργία του συστή-

ματος – ένα χρηματοοικονομικό σύστημα το οποίο με παράλογο τρόπο εξακολουθεί να υπάρχει παρά τις συνεχόμενες κρίσεις. Οι επικριτές αυτών των κινημάτων διατείνονται ότι τα κινήματα αυτά πάσχουν από έλλειψη μιας ξεκάθαρης και ολοκληρωμένης αντζέντας και ότι δεν προβάλλουν συγκεκριμένα αιτήματα τα οποία να μπορούν να διαπραγματευτούν και να ικανοποιηθούν. Ωστόσο με αυτή τη λογική χάνεται η ουσία, δηλαδή το άνοιγμα ενός νέου χώρου συλλογικής και εξεγερτικής πολιτικής, όπου η συνέρευση σωμάτων, ενεργειών, μυαλών, ικανοτήτων και βούλησης, το οποίο, για την ώρα, είναι πιο σημαντικό από τη διαμόρφωση μιας πολιτικής ατζέντας. Για την εξεγερσιακή πολιτική σήμερα η σημασία της πλατείας Ταχρίρ αντιστοιχεί σε αυτήν της Γαλλικής Επανάστασης για την επαναστατική πολιτική της μοντέρνας περιόδου. Δείτε πως ο συμβολισμός της πλατείας εμψυχώνει άλλα κινήματα κατάληψης στον κόσμο. Δείτε που ο κόσμος επέστρεψε πρόσφατα στην πλατεία για να εκφράσει την αντίθεσή του στην προδοσία της στρατιωτικής κυβέρνησης της Αιγύπτου, μια απλή αλλαγή φρουράς. Το Ταχρίρ ανοίγει έναν νέο χώρο στην επανασταστική πολιτική φαντασία, όπως η Γαλλική Επανάσταση έκανε μια τομή στην ιστορία και τα πράγματα δεν ήταν ποτέ ξανά τα ίδια. Δεν θα έλεγα αναγκαστικά πως αυτός ο νέος χώρος ανήκει στον αναρχισμό ή τον μετα-αναρχισμό – κανείς πρέπει να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικός όταν βάζει τίτλους σε γεγονότα που ακόμη εξελίσσονται. Ωστόσο είναι αδιαμφισβήτητες οι ομοιότητές του με την (μετα)αναρχική πολιτική προσέγγιση – μια πολιτική της αυτονομίας, της ισότητας και της ελευθερίας.

* Ο Saul Newman διδάσκει Πολιτική Θεωρία στο Goldsmiths College Universiy του Λονδίνου. Η έρευνά του εστιάζεται στη σύγχρονη Continental φιλοσοφία, τη ριζοσπαστική μετα-αναρχική σκέψη και την πολιτική της αυτονομίας. Βασικά του έργα: From Bakunin to Lacan (2001), Power and Politics in Poststructuralist Thought (2005),
Unstable Universalities (2007), Politics Most Unusual (2009), and The Politics of Postanarchism (2010).

** Ο Τάσος Σαγρής είναι ποιητήςσυγγραφέας και μέλος της συλλογικότητας πολιτισμικών ακτιβιστών Κενό Δίκτυο (http://voidnetwork.blogspot.com) Έργα του: Για Την Ανθρώπινη Αγάπη Στις Δυτικές Μητροπόλεις (2008), We Are an Image From The Future / The Greek Revolt of December 2008 (USA 2010). Δεκέμβριος 2011 | κοντέινερ

Περισσότερες πληροφορίες και κείμενα του Μετα-Αναρχισμού: http://postanarchistgroup.net/

γκάζει τον άνθρωπο να συμπεριφέρεται διαφορετικά. Σε έναν πλανήτη όπου η οικονομική και πολιτική ελίτ οδηγεί το φυσικό περιβάλλον σε εξόντωση και τον άνρθωπο σε αυξανόμενη φτώχεια και δυστυχία τι αποτελεί “Καθεστώς” για τους μετα-αναρχικούς και τί άλλο πέρα από το οικονομικό και πολιτικό καθεστώς θέτει σε κίνδυνο τους αγώνες των ανθρώπων για ελευθερία και ισότητα;


Βλέμμα 26

_Χριστιάνα Γαλανοπούλου

Restart? No, thanks

Αυτή η φωτογραφία δεν είναι πλέον διαθεσιμη στη χώρα σας

Αγαπώ τα παλιά καφενεία, τα αληθινά παλιά καφενεία, με τον αέρα άλλων εποχών. Τα καφενεία που έγιναν εστίες καλλιτεχνικών κινημάτων, αλλά και τα απλά, όμορφα, παλιά καφενεία. Στην πόλη μου όμως δεν έχει ούτε ένα. Η πάλαι ποτέ αίγλη έχει καταχωθεί στο κιτς της «αναπαλαίωσης». Η χώρα των λωτοφάγων. Επιλεγμένη λήθη. Επιλεκτική μνήμη. Ή μάλλον, καμιά αγάπη για τη Μνήμη, καμιά αγάπη για την Ιστορία: όλο το παρελθόν μας αντιπαροχή. «Kαινούργια αρχή». Μία για κάθε ευκαιρία. Με ευκολία ξεπουλιέται κάθε συνέχεια στο όνομα αυτής της νέας αρχής. Κι αυτή η ασυνέχεια είναι η μάστιγά μας. Στο όνομα της νέας αρχής, κάθε κυβέρνηση –για να μην πω κάθε υπουργός της κάθε αναδόμησης– γκρεμίζει ό,τι βρήκε, για να το ξαναχτίσει, κοντέινερ | Δεκέμβριος 2011

τάχα μου, όπως νομίζει. Και πώς να ψηλώσει το Γεφύρι της Άρτας, αφού γκρεμίζεται ξανά και ξανά; Τι σημασία έχει αν κάποιος από τυχαία φώτιση ιδρύσει μια δομή σ’ αυτή τη χώρα; Αφού την επαύριο θα ’ναι στάχτη... Κλαίμε και οδυρόμαστε που δεν υπάρχουν δομές. Αλλά κι αυτές που έχουμε, εύκολα τις γκρεμίζουμε εν μιά νυκτί... Ξεπούλημα και άγιος ο Θεός. Όλα στον παλιατζή. Μνήμη κοντή. Όλα ξεχνιούνται, όλα καταβροχθίζονται από τη νέα είδηση. Και, στο φως μιας νέας καταστροφής, ενός κουτσομπολιού, ενός σκανδάλου, όλα αναβαπτίζονται σε μη χειρότερα. Η χώρα κάθε μέρα «μηδενίζει» σαν φιλόδοξος εξαρτημένος χρήστης, τη βρίσκει με τη ντρόγκα της «νεάς αρχής» που δεν έχει να πατήσει πουθενά. Πάντα από το μηδέν. Τι σημασία έχει τι έχεις κάνει, ποιος είσαι, τι κουβαλάς...

Κάθε φορά από το μηδέν θ’ αρχίζεις. Κατάδικος σε μια Σισσύφεια επανάληψη, να ξαναρχίζεις, ξανά και ξανά. Άλλος δε παραλογισμός: Σ’ αυτή τη χώρα μέχρι τα 50 θεωρείσαι πολύ νέος για να μιλάς. Αλλά αν δεν είσαι νέος, δηλαδή κάτω των τριανταπέντε, πας για πέταμα, σαν στιμμένη λεμονόκουπα. Καιάδας. Στην «εφεδρεία». Αναλώσιμος. Μια χώρα γεμάτη αναλώσιμους νέους. Μια χώρα καταναλωτών του νέου. Ή απλώς μια χώρα καταναλωτών. Και κανιβάλων. Μια χώρα που μπεμπεκίζει γιατί φοβάται να μεγαλώσει. Μια χώρα φτιασιδωμένη, παραμορφωμένη από τα λίφτινγκ. Με τόση αμνησία, και χωρίς καμία ταυτότητα. Μια χώρα που επιθυμεί να ξεχνά, γιατί δεν αντέχει να θυμάται. Μια χώρα που για άλλη μια φορά θέλει να ξεχάσει και να ξαναρχίσει, με την ελπίδα ότι «και ξανά προς τη δόξα τραβά».

Ε, λοιπόν, εγώ βαρέθηκα να ξαναρχίζω. Δεν θέλω άλλο. Θέλω να ριζώσω. Θέλω μια πατρίδα, θέλω μια χώρα που να μην πάσχει από αμνησία ή από άνοια. Θέλω να χτίσω πάνω στη δουλειά μου, να γυρίζω να κοιτάζω μια πίσω, μια μπροστά, και να βλέπω «του μέλλοντος τις μέρες», αλλά και του παρελθόντος. Να τις βλέπω. Θέλω να θυμάμαι, να μπορώ να σταθώ, να μη φεύγω διαρκώς κυνηγημένη από ένα παρελθόν που προσπαθώ να ξεχάσω αλλά δεν μπορώ να του ξεφύγω. «Νever run after something if you are running away from something else», που λένε. «Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς/ τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·/ και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις./ Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού –μη ελπίζεις– / δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό».


Βλέμμα 27

_Γιάννης Μπαμπούλιας

Η πραγματικότητα

«Πραγματικότητα είναι αυτό που παραμένει εκεί, ακόμη και αν σταματήσεις να πιστεύεις σε αυτό.» Αυτή ήταν η απάντηση του Philip K. Dick στην ερώτηση «τι είναι πραγματικότητα;».

Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς, αν αυτή είναι μια θεώρηση που θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα, και ιδιαίτερα στην πολιτική μας. Οι Έλληνες πολιτικοί (βασικά, οι πολιτικοί εν γένει), είναι η επιτομή αυτού που οι Εγγλέζοι ονομάζουνε “ ”. Φωνάζουνε, λαϊκίζουνε, βγαίνουν στα παράθυρα με ύφος χιλίων καρδιναλίων ακόμη και όταν κατηγορούνται για κάτι, εκεί που ένας φυσιολογικός άνθρωπος θα χαμήλωνε τουλάχιστον λίγο το βλέμμα. Ζητάνε την προσοχή μας, για να ορίσουμε και να επιβεβαιώσουμε την ύπαρξη τους, ως παρατηρητές. Να διαπιστώσουμε εμείς αν ζουν ή αν είναι νεκροί. Μια πρώτη (και λάθος) αντίδραση, είναι να πάμε κόντρα. Να φωνάζουμε τα αντίθετα. Να προσπαθούμε να μιλήσουμε με βάση την κοινή λογική, απέναντι σε ανθρώπους που χρησιμοποιούν τακτικές των αρχαίων σοφιστών (ήταν οι λαϊκιστές της αρχαίας Αθήνας που ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας δεν έχαναν ευκαιρία να μειώσουν). Δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Μόλις χτες διάβαζα ένα κόμικς τού Grant Morrison όπου παρουσίαζε σε μια σκηνή το πόσο αδιέξοδο είναι να μπαίνεις σε debate με τέτοιους ανθρώπους.

Αυτό όμως που δεν μπορούμε να κάνουμε, είναι να τους αγνοήσουμε εντελώς. Και αυτό που κάναμε, και ήταν το μεγαλύτερο λάθος της προοδευτικής πλευράς της ελληνικής κοινωνίας, ήταν να αφήσουμε να μας κλέψουν και να παραμορφώσουν μια μερίδα του λεξιλογίου μας που μπορεί να απευθυνθεί άμεσα στον μέσο άνθρωπο. Η νεοφιλελεύθερη λογική τού Friedman, λεει ότι σε καιρούς κρίσης, ο σωστός νεο-φιλελεύθερος πρέπει να βρίσκεται εκεί, με προτάσεις έτοιμες, ώστε να επιλεγεί ο δικός του δρόμος για την έξοδο από την κρίση. Αυτό το μάθημα το πήρανε από τον Keynes, δεν τους ήρθε ουρανοκατέβατο. Όταν λοιπόν μιλάνε για «αλλαγή παραδείγματος» και «ρίσκο», τη μία αναφέρονται στην αλλαγή από το (πραγματικό τερατούργημα στην Ελλάδα) του «κρατικοδίαιτου» συστήματος σε νεοφιλελεύθερο (με παράδειγμα ποίο σύστημα, που λειτούργησε αυτό;) και αφήνουν επιμελώς απ’ έξω ότι μια ψευτοαπελευθέρωση της αγοράς, και η εισαγωγή μας ουσιαστικά στον κορπορατισμό που διαλύει τις ΗΠΑ, δεν είναι η μόνη διέξοδος. Αλλά φταίμε γιατί τους αφήσαμε να ορίσουν το παράδειγμα, παραδίδοντας άνευ όρων τη λέξη. Το «ρίσκο» τους συμπίπτει με την επιχειρηματικότητα, το δικό μου με την άρθρωση δημόσιου λόγου και τη συμμετοχή στον δημόσιο διά-

λογο. Όχι με τη θρασυδειλία και την passive-aggressive διάθεση που χαρακτηρίζει τους Έλληνες που δε μάθανε από τις οικογένειες τους να δέχονται ούτε το ρίσκο αλλά ούτε και να παρεκκλίνουν από τις γραμμές που θεωρούν ασφαλείς. Το ρίσκο να πεις κάτι που θα ακουστεί δυσάρεστο, αλλά εσύ μέσα στη λογική σου κρίνεις απαραίτητο. Αν έχεις σκοπό να χαϊδέψεις αυτιά, έπεσες στην κατηγορία που περιέγραφα πριν, σπαταλάς σάλιο. Αν λοιπόν θέλω να πω κάτι με όλα αυτά, και πριν κατεβάσουμε τον διακόπτη, είναι αυτό: Πάρτε πίσω τις λέξεις μας. Ρισκάρετε να γίνετε δυσάρεστοι αν είναι να επηρεάσετε το παράδειγμα που θα επικρατήσει. Και αφού καταφέρετε να έχετε τον δημόσιο λόγο που θα θεωρήσετε ότι σας καλύπτει, μην ανοίξετε το κουτί τού Schrödinger. Αφήστε τους σοφιστές μας να παραμένουν σε αυτή τη νεκρο-ζώντανη κατάσταση που τους αρμόζει, χαμένοι μέσα στο κενό μεταξύ του κόσμου που μας τάισαν με το ζόρι, και του κόσμου που θέλουμε. Αφοπλισμένοι, θα πέσουν από μόνοι τους στη λήθη, θα ξεχαστούν. Ίσως διαπιστώσουμε μετά ότι δεν υπήρξαν ποτέ. Ίσως σβήσουν από την πραγματικότητα αυτή. Άλλωστε, το παράδοξο του Schrödinger, ο ίδιος το είχε χαρακτηρίσει ανέκδοτο. Εννοείται πως η γάτα είναι νεκρή.

Μόλις χτες διάβαζα ένα κόμικς τού Grant Morrison όπου παρουσίαζε σε μια σκηνή το πόσο αδιέξοδο είναι να μπαίνεις σε debate με τέτοιους ανθρώπους. Αυτό όμως που δεν μπορούμε να κάνουμε, είναι να τους αγνοήσουμε εντελώς.

Δεκέμβριος 2011 | κοντέινερ


Βλέμμα 28

_Μάνος Σιφονιός

Το λεξικό του διαόλου Δόση: Φαρμακευτική ουσία, η οποία διαφημίζεται από τους εμπόρους της, ως μοναδική για τη θεραπεία πάσας νόσου και ιδίως πάσας μαλακίας. Ενσταλάζεται αργά αργά και αριθμητικά, (1η, 2η, 3η κ.ο.κ.) ώστε να οδηγεί σε εξάρτηση. Τα θύματά της αναγκάζονται να εκποιήσουν τα πάντα για να την εξασφαλίσουν.

τελευταία χρόνια τη φορτώσανε και με ανατολικοευρωπαϊκά αλλαντικά. Φυσικό είναι πλέον… να μην τρώγεται με τίποτε. Ορκωμοσία κυβέρνησης: Σεμνή τελετή για την έναρξη της προεκλογικής περιόδου. Λαός:

Ευρωπαϊκή Ένωση: Παραδοσιακή γαλλική μπαγκέτα με λουκάνικο Φρανκφούρτης. Συνδυάστηκε με γκούντα, μοτσαρέλα, μύδια, παέγια, φέτα, μπακαλιάρο και άλλα. Τα

Όσοι είναι κάθε φορά μαζί μας – μαζί τους κ.λπ. Ο ερευνητής δεν έχει ανακαλύψει πού ανήκουν οι εκάστοτε υπόλοιποι που κατά κανόνα είναι οι περισσότεροι.

Εκλογές:

Πολιτικός λόγος:

Σύνθετη διαδικασία εγκυμοσύνης όπου η γονιμοποίηση της κάλπης από ετερόκλητους ψηφοφόρους, οδηγεί σε τερατογενέσεις.

Ελπιδοβόλο όπλο, που σκοτώνει αργά αργά την πίστη και την προσδοκία.

Δημοψήφισμα:

Εκπεσών άγγελος.

Διαδικασία με την οποία κάποιος ανήλικος λαός συνυπογράφει ό,τι έχουν προαποφασίσει αυτοί που το οργανώνουν, ειδάλλως ματαιώνεται.

Πολιτικοί:

Πολιτική:

Καταληψίες του κενού που άφησε ο εκπεσών άγγελος (βλ. προηγούμενο λήμμα) και διεκδικούν την αποκλειστική χάρη του με κοινές εξ-αγγελίες.


Βλέμμα 29

_ Κώστας Βοζίκης

Το τέλος της ηλιθιότητας. Οι άνθρωποι είναι ηλίθιοι. Πιστεύω θα το ξέρετε ή θα το ακούτε συχνά. Συνήθως συμβαίνει το εξής παράδοξο: οι άνθρωποι είναι ηλίθιοι πλην αυτού που πιστεύει ότι οι άνθρωποι είναι ηλίθιοι, ο οποίος είναι εξυπνότερος από τη μάζα. Απορεί κανείς πώς έρχεται αυτή η βαθύτατη διαπίστωση στους περισσότερους ανθρώπους, ότι όλοι τριγύρω του είναι πιο ηλίθιοι από τον ίδιο. Το 1919, μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, ο πρόεδρος των Η.Π.Α. Γουίλσον ζητάει από τον Έντουαρντ Μπερνέζ, σε ηλικία 26 ετών, να τον συνοδέψει στο Παρίσι στο ειρηνευτικό συνέδριο, όπου τον περιμένει η μάζα να τον αποθεώσει ως ήρωα, με σλόγκαν να φέρει, η Αμερική φυσικά, τη δημοκρατία στην Ευρώπη. (Ω ναι, κι όμως έναν αιώνα τώρα το ίδιο σλόγκαν). Ο Μπερνέζ κέρδισε με την αξία του τη θέση του στο αεροπλάνο του προέδρου. Μέλος της νεοσύστατης Committee of Public Information που μοναδικό στόχο είχε να πείσει την κοινή γνώμη στις Ηνωμένες Πολιτείες ότι πρέ-

πει να μπούνε στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Οι τεχνικές που χρησιμοποίησαν δεν ήταν ακριβώς ηθικές ή νόμιμες αλλά ο στόχος επετεύχθη και όταν πια ο Μπερνέζ βρίσκεται στο Παρίσι και βλέπει την αποθέωση του Γουίλσον από τη μάζα, σκέφτεται ότι αφού μπορεί να χρησιμοποιεί τις μεθόδους της προπαγάνδας σε καιρούς πολέμου τότε σίγουρα μπορεί να τις χρησιμοποιεί και σε καιρό ειρήνης. Παύση πρώτη. Και τι μας αφορούν εμάς όλα αυτά; Εντάξει, εντάξει. Τώρα μπαίνω στο ζουμί. Η προπαγάνδα ήταν από τότε και είναι μέχρι σήμερα μια λέξη με αρνητική αύρα. Το καταλαβαίνει αυτό ο Μπερνέζ και την αντικαθιστά με δύο νέες λέξεις: Public Relations, δημόσιες σχέσεις. Αυτό ακούγεται γνωστό. Ο άνθρωπος είναι ένα ον του οποίου την κρίση δεν μπορείς να εμπιστευτείς, έλεγε ο Μπερνέζ, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο χρειάζεται να καθοδηγείται από ψηλά. Θα μπορούσε για παράδειγμα να ψηφί-

σει τον λάθος άνθρωπο, ή να θέλει λάθος πράγματα. Και αυτό σίγουρα δεν το θέλανε οι άνθρωποι για τους οποίους δούλευε. Για ποιους μιλάμε; Μεγάλες εταιρείες ζητούσαν τις υπηρεσίες του κι αυτός τους έμαθε πώς να διδάξουν τις μάζες να επιθυμούν προιόντα τα οποία δεν χρειάζονται, συνδέοντάς τα με τις υποσυνείδητες επιθυμίες τους. Πώς τα ήξερε όλα αυτά; Κι όμως όσο δύσπιστοι και αν είστε: Κληρονομικό Χάρισμα. Τυγχάνει να είχε έναν θείο ο οποίος θεωρείται σημαντικός μέχρι και σήμερα. Ο Σίγκμουντ Φρόυντ, του οποίου ίσως το σημαντικότερο έργο να αγνοείται: Όταν έπιασε την κόρη του να αυνανίζεται στο δωμάτιο της, της δημιούργησε τέτοια βαθύτατη ψύχωση, ώστε πέθανε παρθένα, με μοναδικό σκοπό στη ζωή της, τη διάδοση του έργου του πατέρα της. Παύση δεύτερη και τέλος. Ο Μπερνέζ πίστευε ότι οι άνθρωποι είναι ηλίθιοι. Το επαναλάμβανε συνέχεια. Έναν αιώνα αργότερα σχεδόν, το πιστεύω του, με τη βοήθεια πολλών άλ-

λων που γεμίζουν πολλές σελίδες, παραμένει καθημερινότητά μας. Ίσως φτάνει ο καιρός να πιστέψουμε σε κάτι καλύτερο. Και αν πιστέψουμε ότι αξίζει το καλύτερο στους άλλους τριγύρω μας, τότε μπορεί και να ’ρθει και σ’ εμάς. Να πιστέψουμε στη σοφία του Συνόλου και όχι στο εγώ μας. Τριγύρω μου βλέπω ανθρώπους όμορφους, με ίδιους φόβους, γιατί μοιάζουν οι άνθρωποι στις συμφορές, και όταν έρχεται κάποιος και μου λέει ότι οι άνθρωποι είναι ηλίθιοι, θυμάμαι εσένα ρε Έντουαρντ.

* Ο Κώστας Βοζίκης είναι τραγουδιστής και βασικός συνθέτης του συγκροτήματος 2L8, απο τη Θεσαλονίκη. Η τελευταία τους δισκογραφική δουλειά, το “New Battles, Without Honor and Humanity” κυκλοφόρησε απο τους ίδιους πριν λίγο καιρό και είναι ο πρώτος ελληνικός δίσκος που χρηματοδοτήθηκε με τη μέθοδο του crowdfunding. Μπορείτε να τον ακούσετε/κατεβάσετε στην ψηφιακή του μορφή σε αυτό το link (www.2L8.gr) με ελεύθερη συνεισφορά.

Δεκέμβριος 2011 | κοντέινερ


Συνέντευξη 30

_Ruben Östlund *

_συνέντευξη: Ελευθερία Γερωφόκα

Ένας διαφορετικός τρόπος να πει κανείς ιστορίες

O 37χρονος Ruben Östlund έχει καταφέρει να αλλάξει το κινηματογραφικό πρόσωπο του σινεμά στην Ευρώπη. Χρησιμοποιώντας πλάγια αφήγηση σε πραγματικό χρόνο, συνδέει αριστοτεχνικά το τραγικό με το κωμικό σε μεγάλες κινούμενες εικόνες και φωτίζει την ανθρώπινη κατακερματισμένη ύπαρξή μας στη σύγχρονη κοινωνία, χωρίς διδακτισμούς. Με οπτική στρατηγική και με σταθερή κάμερα μελετά την ανθρώπινη συμπεριφορά τεσσάρων νεαρών αγοριών, παιδιά μεταναστών, που ληστεύουν άλλα παιδιά στο Γκέτεμποργκ. Αυτό που είναι πολύ εντυπωσιακό στην ταινία «PLAY» είναι ότι βλέπουμε περίτεχνα το παιχνίδι ρόλων και τις εξαπατήσεις που κάνουν τα παιδιά προκειμένου να ληστέψουν χωρίς να καταφεύγουν στα κλασικά κλισέ, τη βία και την απειλή. Η ταινία σου αφήνει μια αίσθηση αμφισβήτησης για την κοινωνία, τις φυλές, την πολιτική και σού προκαλεί περισκοντέινερ | Δεκέμβριος 2011

σότερα ερωτήματα από απαντήσεις. Κινούμενες εικόνες Μ’ αρέσει να έχω μεγάλες κινούμενες εικόνες σε πραγματικό χρόνο και να τραβάω από απόσταση, να καταθέτω ισάξια τα γεγονότα και τις συμπεριφορές, το δράμα και την κωμωδία. Όταν βλέπεις τα πράγματα από απόσταση με καθαρό και παρατηρητικό μάτι, βλέπεις πώς συνδέονται οι ανθρωποι, πώς γίνεται ένα γεγονός, καταλαβαίνεις την διαδικασία, πολύ περισσότερο από κάτι συναισθηματικό, κάτι που σου παρουσιάζουν έτοιμο. Όταν το καταφέρνεις αυτό, τότε βλέπεις και τις δύο πλευρές, και το αστείο και το τρομακτικό. Κινηματογράφος Πάντα με ενδιέφερε τι γινόταν μπροστά από την κάμερα. Στην κινηματογραφική βιομηχανία δεν τους ενδι-

αφέρει αυτό αλλά τα κόκκινα χαλιά, οι δεξιώσεις και τα λαμπερά πάρτι. Δεν έχουν καμιά ουσιαστική σκέψη για το σινεμά. Ήμουν στο φεστιβάλ της Βενετίας για την παρουσίαση των βραβείων Lux και κάποιες σοβαρές κυρίες μού έδιναν οδηγίες για το πώς θα μπορούσε το «PLAY» να ήταν καλύτερη ταινία. Είπαν στην Αθηνά Τσαγγάρη ότι θα έπρεπε να βγάλει την σκηνή με τις δύο κοπέλες που φιλιούνται γιατί είναι λεσβιακό. Αυτές δεν έχουν ιδέα από σινεμά. Ιδέα Ποτέ δεν κάθομαι να σκεφτώ μια ιδέα. Το «PLAY» ξεκίνησε από ένα άρθρο που διάβασα σε μια εφημερίδα για τέσσερα παιδιά μεταναστών που λήστευαν άλλα παιδιά. Με ιντρίγκαρε και άρχισα την έρευνα, να τα παρακολουθώ, να κάνω συνεντεύξεις μαζί τους, να τα παρατηρώ. Σιγά σιγά δημιουργήθηκε και

το σενάριο. Θεατής Πολλοί άνθρωποι έχουν πρόβλημα με τις ταινίες μου. Και θέλω να έχουν πρόβλημα. Κάποιοι όταν με συναντούν μετά την προβολή της ταινίας δεν με κοιτούν καν, είναι με σκυμμένο κεφάλι. Για μένα το ζητούμενο είναι να βάλω το κοινό στην ίδια θέση με την ταινία μου, να βγουν από την αίθουσα και να έχουν ερωτηματικά. Εμπορικότητα Μερικές ταινίες έχουν γρήγορες θερμίδες και άλλες καίνε θερμίδες πιο αργά. Προτιμώ τις δεύτερες γιατί κρατάνε πιο πολύ. Κινούμενες εικόνες, αυτό με ενδιαφέρει να κάνω και να μπορώ να δημιουργώ μια μνήμη για το πώς μπορεί η έκφραση να αλλάξει τη συμπεριφορά των ανθρώπων, κάτι που δεν το κάνει π.χ., η λογοτεχνία.


31

Προσωπικά στοιχεία Το «Involitary» είναι μια ταινία με γεγονότα που συνέβησαν σε μένα και την οικογένειά μου. Οι πρώτες ταινίες μου ήταν κυρίως ντοκιμαντερίστικες για τους φίλους μου. Μετά έκανα ταινίες για την οικογένειά μου και μετά για το κοινό. Δεν με ενδιαφερει να δείξω μια Α ή Β ψυχολογική κατάσταση στις ταινίες, αλλά να δείξω την κατάσταση όπως είναι. Στην αγγλοσαξονική δραματουργία βλέπεις τον πρωταγωνιστή και τον ανταγωνιστή και αυτός είναι ένας πολύ ασπρόμαυρος τρόπος για να πεις μια ιστορία, να περιγράψεις τη ζωή. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει να κινητοποιήσουμε όλους τους χαρακτήρες και τη συμπεριφορά τους και να ανακαλύψουμε την κατάσταση. Ελληνικό σινεμά Μου αρέσουν οι ελληνικές ταινίες. Ακόμα κι αν γίνονται με λίγα χρήμα-

τα βάζουν νέες σκέψεις στο σινεμά, νέα ερωτήματα και δημιουργικότητα. Ηθοποιοί Αυτό που κοιτάω στους ηθοποιούς είναι να μην είναι πολύ γνωστοί, δεν θέλω να φέρνουν τη δημοσιότητά τους στο ρόλο. Δουλεύω αρκετά με χορευτές. Ο ηθοποιός πρέπει να νιώθει άνετα μπροστά από την κάμερα και πρέπει να έχει την ευκαιρία να κάνει λάθη. Δεν ήρθε και η καταστροφή του κόσμου αν κάνω δέκα λήψεις γιατί ο ηθοποιός μου κάνει ένα λάθος. Θέλω να αισθάνεται καλά γιατί τότε θα μου δώσει κάτι πραγματικό. Κριτικοί Όταν έκανα το «The Guitar Mongoloid», οι κριτικοί έγραψαν ότι ήταν μια αληθινή ταινία και τότε σκέφτηκα “What the fuck is this?” Χρησιμοποιούσαν τον όρο «ται-

νία» λάθος. Αυτό κάνουν οι κριτικοί, είναι σαν να γνωρίζουν καλύτερα από εσένα τι είναι ταινία και πώς πρέπει να είναι. Σήμερα στο διαδύκτιο μπορείς να δεις δυνατές κινούμενες εικόνες πολύ καλύτερες από αυτές που βλέπεις στον κινηματογραφικό κόσμο. Με την εταιρεία παραγωγής μου αυτός είναι ο στόχος μας, να καταφέρουμε να βάλουμε τις κινούμενες εικόνες στις κινηματογραφικές αίθουσες. Βραβεία Όταν διαγωνίζομαι κάπου θέλω να κερδίζω και τώρα που είμαι στα Lux (με την Αθηνά Τσαγγάρη) θέλω να κερδίσω. Και θα κερδίσω (γελά)! Μου αρέσει να βάζω υψηλούς στόχους και να τους πετυχαίνω. Κάποιοι μου λένε δεν μπορείς να παίρνεις βραβεία με αυτές τις ταινίες. Για μένα είναι σημαντικό που οι art house ταινίες μου καταφέρνουν να πηγαίνουν

σε φεστιβάλ και να κερδίζουν. Επιρροές Το «Gummo» του Harmony Korine με επηρρέασε βαθιά όταν ήμουν 23 χρονών. Ο Roy Andersson («Τραγούδια από το Δεύτερο Όροφο») για τη μοναδικότητα με την οποία προσεγγίζει και ερευνά την ανθρώπινη ύπαρξη και το πώς χρησημοποιεί την ύπαρξη και το ορθολογικό παράδοξο χωρίς να τον ενδιαφέρει αν θα κάνει καλή ταινία. Ο Duane Hopkins που κάνει κυρίως μικρού μήκους ταινίες. Ο Michael Haneke ( The White Ribbon). Θεός και Θάνατος Δεν πιστεύω στον Θεό και φοβάμαι το θάνατο.

* Ο Ruben Östlund είναι σκηνοθέτης. Δεκέμβριος 2011 | κοντέινερ


Παρέμβαση 32

_ Βαγγέλης Ραπτόπουλος

vangelisraptopoulos.wordpress.com

Πολιτικά μη-ορθά ερωτήματα Κατ’ αρχάς, τα ερωτήματα απευθύνονται προς τους καλλιτέχνες, τους λογοτέχνες και τους κάθε είδους διανοούμενους, που συναναστρέφονται και εγκωμιάζουν δημοσίως ανώτατους πολιτικούς παράγοντες, από υπουργούς και πάνω, και φτάνοντας έως τον πρωθυπουργό. Μάλιστα, ενώ θα περίμενε κανείς παρόμοιου είδους «αναρριχητικά φυτά» να σπανίζουν –ιδίως σ’ εποχές τραγικής παρακμής του πολιτικού κόσμου σαν τη δική μας–, στην πραγματικότητα μόνο αυτό δεν συμβαίνει: ο τόπος κυριολεκτικά βρίθει από κάτι τέτοιους. Τα ερωτήματα προς όλους αυτούς, λοιπόν, είναι τα εξής: «Δεν έχετε ακούσει ποτέ σας ότι καθήκον των πνευματικών ανθρώπων είναι να κριτικάρουν την εξουσία, και γενικά να βρίσκονται απέναντί της; Δεν είπαμε να μεταβληθείτε σε Τσε Γκεβάρα, αλλά δεν νομίζετε ότι υπάρχει ιλιγγιώδης απόσταση, από εκεί μέχρι τού να συμπεριφέρεστε πια με τόσο ασύστολο κομφορμισμό;»

ότητας, όσο κι αν μας ενοχλεί ηθικά κάτι τέτοιο. Ένας ιδεολογικά συντηρητικός καλλιτέχνης μπορεί κάλλιστα να είναι μεγάλος, το ένα δεν αποκλείει εξ ορισμού το άλλο. *** Γίνεται, όμως, ο πολιτικός συντηρητισμός να μην επηρεάζει και την ίδια τη δουλειά σου; Λυπάμαι πολύ, αλλά μάλλον δεν γίνεται. Ο συντηρητικός, και μάλιστα ο καθεστωτικός δημιουργός, δεν μπορεί παρά να κολακεύει τις κρατούσες ιδέες και τάξεις. Δεν μπορεί παρά να εξωραΐζει την ύπαρξή τους, και άρα να ψεύδεται. Την επιτυχία του την οφείλει ακριβώς στην έλλειψη προστριβών με την κρατούσα κατάσταση, αλλά και στην παροχή χειροπιαστών υπηρεσιών προς αυτήν. Πράγματα που είναι σίγουρο ότι αμβλύνουν με τη σειρά τους την ικανότητα των συγκεκριμένων δημιουργών να φτάσουν σε βάθος, και ν’ αφήσουν έργο που αντέχει στο χρόνο. Εννοείται, φυσικά, ότι υπάρχουν κι εξαιρέσεις, εδώ όμως μιλάμε για τον κανόνα.

*** Εγείρεται εδώ ο αντίλογος ότι, σε κάθε εποχή και σε κάθε τέχνη, συναντάμε δημιουργούς και διανοούμενους καθεστωτικούς, που συχνά όχι μόνο δεν στερούνται ταλέντου, αλλά τυχαίνει να είναι και μείζονες. Με άλλα λόγια, το να είναι κανείς κοινωνικά και πολιτικά ανατρεπτικός, δεν αποτελεί απόδειξη ποι-

Εντέλει, κάτι τέτοιο ίσως εξηγεί για ποιο λόγο, μερικοί μείζονες είναι ΠΙΟ μείζονες από τους άλλους. *** Ένα άλλο ερώτημα απευθύνεται προς την πλειοψηφία των συντακτών για θέματα πολιτισμού και ιδίως του βιβλίου.

«Όποτε κάποιος συνάδελφός σας τυχαίνει να εκδώσει βιβλίο, λογοτεχνικό ή άλλο, σπεύδετε να τον εγκωμιάσετε και να τον προβάλετε ασύστολα. Το ίδιο κάνετε και με τα διάφορα τέκνα και τους λοιπούς συγγενείς ποικίλων επωνύμων. Και μετά αναρωτιέστε για την πτωτική τάση της κυκλοφορίας των εφημερίδων! Όταν καταφεύγετε σε παρόμοιες πρακτικές, δεν αντιλαμβάνεστε ότι η αναξιοπιστία του Τύπου είναι αναντίρρητο γεγονός;» *** Είτε έτσι είτε αλλιώς, ισχυρίζεται εδώ ο αντίλογος, αλλού θα ωφεληθεί κανείς, κι αλλού θα βγει χαμένος. Κανείς δεν γλιτώνει, και κανείς δεν τα έχει όλα. Στο τέλος δε, σαν να ισχύει ένα είδος θείας δίκης. Ιδίως οι άδικα ευνοημένοι από το σύστημα προβολής στον Τύπο, μπαίνουν στο στόχαστρο των εξίσου άδικα αγνοημένων συναδέλφων τους, και πολλών άλλων. Άσε που οι αγνοημένοι πολλαπλασιάζουν τις προσπάθειές τους, και δυναμώνουν ακόμα περισσότερο, παλεύοντας να επανορθώσουν την αδικία που υπέστησαν. Με αποτέλεσμα, να παράγουν πιο φιλόδοξα και ίσως σημαντικότερα έργα. *** Όσο για τις κάθε είδους επιτροπές βραβείων και για τους βραβευμένους ανά την επικράτεια, είτε μιλάμε για

τη λογοτεχνία είτε για το σινεμά και τη μουσική: ουδείς λόγος ανησυχίας, αγαπητοί συνάδελφοι. Χαρείτε τις απολαβές σας, κυρίως τις οικονομικές, ακόμη και την πρόσκαιρη, εύκολη δόξα. Στο κάτω κάτω, κανείς δεν είναι τέλειος. Και κανείς, να εξηγούμαστε, δεν ισχυρίζεται ότι, για να βραβεύεστε, δεν αξίζετε. Ανάμεσα στους βραβευμένους, και ανάμεσα στα μέλη των επιτροπών βραβείων, συνωθούνται ασφαλώς ένα σωρό μέτριοι, και κατ’ ουσίαν ικανοί μόνο για τους βυζαντινισμούς των δημοσίων σχέσεων. Αλλά, φυσικά –και δεν ειρωνεύομαι– , δεν είναι όλοι τέτοιοι. Υπάρχουν, οπωσδήποτε, και πολλοί άξιοι. *** Όχι, το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω, ακόμη ένα ερώτημα πολιτικά μη-ορθό, είναι άλλο. «Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, στα μετά θάνατον εκδοθέντα “Collectanea”, γράφει ότι (μεταφέρω εδώ από μνήμης) η Ελλάδα παραείναι μικρή και φτωχή για να βραβεύουμε ο ένας τον άλλον... Παρότι υπάρχει εδώ και το ζήτημα των χρηματικών επάθλων, που όπως και να το κάνουμε αλλάζει κάπως τα πράγματα, παρ’ όλα αυτά δεν βλέπετε το προφανές; Ότι ο Λορεντζάτος έχει κάτι παραπάνω από απλώς εκατό τοις εκατό δίκιο;»


Ποίηση _Βλέμμα

_Θανάσης Αλευράς

Μου λέει ότι είναι ανυπόφορο

Ραβασάκι

Τι μου λέει

33

Mου λέει ότι απεχθάνεται τους αδιάφορους

Μου λέει ότι δε θα ’θελε ποτέ να ξαναμπλέξει με κάποιον σαν εμένα

Μου λέει ότι δεν ξέρει ποια είναι η αλήθεια

Με λέει ανώριμο, εγωιστή και παρτάκια

Μου λέει ότι έμπλεξε μαζί μου επειδή νόμιζε ότι τελικά εγώ είμαι εγώ

Μου λέει ότι είμαι ένα τέρας

Μου λέει ότι συνήθως αφήνω το σπίτι μπουρδέλο

Μου λέει ότι ξέρει πολύ καλά το πώς φέρονται μερικοί σαν εμένα

Μου λέει ότι τα πάντα είναι αρκετά για να με είχε παρατήσει εδώ και 23 χιλιάδες χρόνια

Μου λέει ότι πραγματικά δεν μπορεί να καταλάβει το πώς φέρονται μερικοί σαν εμένα

Μου λέει ότι είναι απόλυτα ενοχλημένη μαζί μου ενώ εγώ τη βρίσκω πιο όμορφη από ποτέ

Μου λέει ότι δεν ξέρει πώς γίνεται κάποιος να είναι πραγματικά σαν εμένα και να φέρεται έτσι

Μου λέει ότι αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί

Μου λέει ότι δεν είναι σε θέση να ανεχτεί τίποτα άλλο από εδώ και στο εξής

Μου λέει ότι δεν ξέρει τίποτα πραγματικά για μένα

Μου λέει ότι δεν μπορεί να καταλάβει γιατί συνεχίζεται ακόμα

Μου λέει ότι κοντεύει να οδηγηθεί μαζί μου στην απόλυτη τρέλα

Μου λέει ότι κουράστηκε να πληρώνει τόσα πολλά για τόσα λίγα ανταλλάγματα

Μου λέει ότι αυτό έχει ήδη συμβεί δεκάδες φορές

Mου λέει ότι όσο υπάρχει τριγύρω αλκοόλ θα βρίσκω ένα λόγο για να μένω ξύπνιος ακόμα και να λέω εξυπνάδες που δεν ακούει κανείς Μου λέει ότι αυτό είναι που δε θέλουν οι περισσότερες γυναίκες στη ζωή τους Μου λέει ότι δε θέλω κατά βάθος να αναλάβω τις ευθύνες μου

Μου λέει ότι είμαι ένα μικρό παιδί Μου λέει ότι δεν είμαι τίποτα Μου λέει ότι κάποτε υπήρξα τα πάντα Μου λέει ότι δεν άξιζα τίποτα

Μου λέει ότι αυτό άξιζε κάποτε Μου λέει ότι δε θέλει να έχει καμία σχέση μαζί μου

Μου λέει ότι δεν άξιζε τίποτα

Μου λέει ότι ήθελε όσο τίποτα άλλο να έχει μια σχέση μαζί μου

Μου λέει ότι δεν μπορεί να μου κρατήσει καμία κακία

Μου λέει ότι κουράστηκε να με βλέπει να κοιτάζω άλλες γυναίκες στο δρόμο

Μου λέει ότι θα ’θελε να με είχε σπάσει στο ξύλο τουλάχιστον σε δυο ευκαιρίες

Μου λέει ότι τελικά δεν ξέρει τι μπορεί πραγματικά να μοιάζει με μένα Μου λέει ότι τα ήξερε όλα αλλά κατά βάθος ήθελε να με φροντίσει Μου λέει ότι είχε πάρει την απόφαση να μη φροντίσει πια κανένα αλλά ότι ήρθε μαζί μου επειδή νόμιζε ότι ήξερε κάτι για μένα το οποίο άξιζε να φροντίσει Μου λέει ότι όλα ήταν ψέμα Μου λέει ότι ήρθε μαζί μου γιατί κάτι έμοιαζε τότε με την αλήθεια

Μου λέει ότι τα άξιζα όλα Μου λέει ότι έχει φτάσει ως εδώ και σηκώνεται και μαζεύει την τσάντα της και φοράει τις γόβες της και σηκώνεται όρθια και ισιώνει το φόρεμα και πηγαίνει με βήμα που καρφώνει στο πάτωμα προς τη μόνη εξώπορτα που υπάρχει εδώ μέσα Μένω μόνος σε λιγότερο από δυο δευτερόλεπτα και βάζω το On the road again του Willie Nelson κι ανοίγω ένα κρύο μπουκάλι μπύρας και χαζεύω για λίγο τα αδιάφορα έπιπλα και τα γεμάτα τασάκια και με φαντάζομαι κιόλας να ψαρεύω μονάχος στα ανοιχτά της Σουμάτρας ένα κρύο απόγευμα όταν σε λιγότερο από μια ώρα χτυπάει το τηλέφωνο

Δεκέμβριος 2011 | κοντέινερ


Βλέμμα_ Ποίηση 34

Στιχοπλοκίες

Εισαγωγή-μετάφραση: Γιώργος Λαμπράκος

Δουλειά, Αντρέι Κοντρέσκου Ο Andrei Codrescu γεννήθηκε το 1946 στη Ρουμανία. Το 1966, έναν χρόνο μετά την άνοδο του Τσαουσέσκου στην εξουσία, μεταναστεύει στις ΗΠΑ, όπου ζει μέχρι σήμερα. Έγραψε πολλά βιβλία ποίησης, πεζογραφίας και δοκιμίου, ενώ δίδαξε αγγλική λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο της Λουιζιάνα (1984-2009). Όπως και ο διάσημος συμπατριώτης του, επίσης ρουμανοεβραίος μετανάστης Τριστάν Τζαρά, επιδόθηκε με σαρδόνια διάθεση στην υπονόμευση διαφόρων καλλιτεχνικών μορφών. Το ποίημα Work γράφτηκε το 1973. Δουλειά τη νύχτα η μέρα είναι μονίμως ξύπνια από ονειρικά αντικείμενα που εκρήγνυνται ώσπου οι μέρες μας κουράζονται και καταρρέουν στην καρδιά μας σαν θορυβώδη φερμουάρ που σπάνε στη μέση. τη μέρα κοιμάμαι με το κεφάλι στο πιάνο. κοιμάμαι και τη νύχτα, όρθιος πάνω στη στέγη. κοιμάμαι όλο τον ύπνο που μου δίνεται συν τον ύπνο όσων δεν μπορούν να κοιμηθούν και τον ύπνο των μεγάλων ζώων που κείτονται πληγωμένα κι αδυνατούν να κοιμηθούν. μ’ έχει ξεθεώσει η δουλειά που κάνουν όλοι αδιάκοπα γύρω μου, η δουλειά που τα πρωινά πλήθη θα κάνουν αφότου θα τα έχουν ξεράσει χιλιάδες στόματα με τοστ και κολόνια μέσα στα λεωφορεία και στα μετρό, η δουλειά που κάνουν τα φυτά για να πάρουν νερό ο κόπος των θηρίων που γυρεύουν κρέας ο κόπος τού να μιλάς να απαντάς να γράφεις η δουλειά που γίνεται εντός μου με ένα εκατομμύριο αχόρταγα κύτταρα να πλακώνονται στο ξύλο μεταξύ τους η δουλειά του ήλιου που περιστρέφεται και της γης που περιστρέφεται γύρω του. είμαι κουρασμένος γενικά και νυσταγμένος ειδικά. επιθυμώ διακαώς να πάω αλλού.

κοντέινερ | Δεκέμβριος 2011


Άποψη

_Γιάννης Θωμάς

35

Μισές δουλειές

Δουλτσινέα Σε καμιά άλλη ιστορία, όσο σ’ αυτήν της τέχνης, τα κριτήρια με τα οποία και η θέση απ’ όπου, ο οποιοσδήποτε γνωμοδοτούσε, ή απλώς αφηγούνταν, δεν υπήρξαν σε τόσο μεγάλο βαθμό θολά. Κι αυτό μου φαίνεται ότι τίθεται εδώ με πλεονάζουσα ευγένεια μιας και θα το βρισκα λίγο, ακόμα κι αν κάποιος υποστήριζε ότι όλοι ανεξαιρέτως οι μετέχοντες σ’ αυτήν την υπόθεση-ιστορία ήταν ανέκαθεν κι ως σήμερα πλήρως παραζαλισμένοι. Για να το πω με τις λιγότερες περιστροφές, ο τρόπος που επενδύσαμε στον από εμάς δημιουργηθέντα τομέα, τον φέροντα τις μεγαλύτερες ελπίδες για να αλλάξει ο κόσμος προς το καλύτερο, αποδείχτηκε, ιστορικά, μία από τις μεγαλύτερες αυταπάτες κι αυτό δεν είναι καθόλου δίκαιο. Και το δίκαιο, ως γνωστόν, μόνο απ’ τους εχθρούς δεν μπορούμε να το απαιτήσουμε. Τα βασικά στοιχεία αυτής της ιστορίας, οι ακρογωνιαίοι λίθοι της, αποτελούνταν από τερατώδη κι ατράνταχτα αυτονόητα των οποίων, για έναν εντελώς μυστήριο λόγο, κανείς δεν αποπειράθηκε να ελέγξει την συνεισφορά, ενώ αντιθέτως, πάντοτε λογίζονταν ως αναγκαία κακά από τους τολμηρότερους ή από τους πιο τεμπέληδες (με την έννοια της εύφορης κοιλάδας) σαν βολικά πατήματα, εν είδει θεσφάτων, για την ανέλιξή τους στα ανώτερα σκαλοπάτια της φήμης. Εδώ, περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού, καλλιεργήθηκε η αντοχή στην επανάληψη και όχι μόνον αυτό, αλλά εξειδικεύτηκε κι ένας ενθουσιασμός, υπό την προστασία μάλιστα της κριτικής ματιάς. Χάρη σ’ αυτήν την εξειδίκευση, η διάγνωση μιας ανθυπολεπτομέρειας στη δομή θα μπορούσε να εκτινάξει αυτομάτως στον ουρανό της σύγχρονης τέχνης και πρωτοπορίας μια περφόρμανς, λόγου χάρη, εφόσον η κοινοτοπία θα ήταν σε τέτοιον βαθμό πανταχού παρού-

σα ώστε κανείς να μην την βλέπει. Τι να δει άλλωστε όταν αυτό που ζητάει κανείς είναι να επιβεβαιωθεί ότι ο κόσμος στέκεται ακόμα ως έχει; Επομένως. Πολλοί, νομίζω, ή έστω ξέρω, ότι ευχαρίστως θα με λιθοβολούσαν μαζικά και μέχρις εσχάτων, όχι για την έπαρση που πιθανόν ενέχει η παραπάνω άποψη, πόσο μάλλον, αντίστροφα, για το ότι οι συγκεκριμένοι καλλιεργημένοι θυμώνουν ερχόμενοι αντιμέτωποι με τόσο λαϊκότροπες κοινοτοπίες, αλλά θα κράδαιναν τις πέτρες εν ονόματι του απαράδεκτου της θέσης εφόσον αυτή πριονίζει, λένε, συθέμελα, τα ερείσματα πολλών αντικαπιταλιστικών1 επαγγελμάτων και έτσι η ανεργία αυξάνεται λιγάκι, πράγμα πολύ στενάχωρο, χωρίς καμία αμφιβολία ή ειρωνεία. Παρ’ όλες αυτές τις δυσκολίες, και μάλιστα, ακριβώς, λόγω της ύπαρξης αυτών, δεν θα ήταν νομίζω εντελώς μάταιο να επιχειρήσουμε, ο καθένας με τον τρόπο του, (όχι να δούμε πώς θα έπρεπε να είχαμε αντιμετωπίσει την κατάσταση, διάβημα ιδιαίτερα δύσκολο έως κι επικίνδυνο, αλλά) να κάνουμε μια προσπάθεια προς την κατεύθυνση της κατανόησης τού τι πήγε τόσο στραβά ως τώρα, στην οπτική μας γωνία ας πούμε, μπας και πάψουμε να επαναλαμβανόμαστε. Ίσως κάτι τέτοιο να είναι χρήσιμο, αλλά μόνο με την προϋπόθεση ότι το δίλημμα παραδεκτό-απαράδεκτο χύνεται στο καζάνι τού τα-του-Καίσαρος-τω-Καίσαρι, απ’ όπου αποστάζεται η ευθύνη, όμως εκτάκτως, χωρίς το κολλητάρι της, δηλαδή την απώθηση. Προσοχή! Μην πίνετε από το πρωτόρακο, είναι πολύ δυνατό, θα σας πειράξει. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση, μπαίνω στον κόπο να ελέγξω το κατά πόσο είναι όντως ακλόνητα κάποια θέσφατα και αυτονόητα, και προς το παρόν το υλικό για το πείραμα, θα μας δώσει, όχι εντελώς τυχαία, ο Δον Κιχώτης του Θερ-

βάντες. Έργο πασίγνωστο που, καλώς ή κακώς, ελάχιστοι έχουν διαβάσει και τους δύο τόμους του και που όπως θα δούμε η αιτία γι’ αυτό δεν είναι μόνο η βαρεμάρα του κόσμου γενικά να διαβάζει αλλά και μία άλλη βαρεμάρα στην οποία θα αναφερθούμε παρεμπιπτόντως, διότι δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτό το θέμα μας. Θα μας απασχολήσει, αρχικά, το μπλέξιμο του Δον που νόμισε ότι με το να εξαϋλώσει το πραγματικό της σάρκας θα κατάφερνε να καταστεί η προσωποποίηση του συμβολικού, μόνο που λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο, δηλαδή το φαντασιακό. Εκεί πάνω θα αναγκαστούμε να αναφερθούμε σε κάποια εντελώς διακριτά είδη ταύτισης που το τσουβάλιασμά τους προκαλεί σύγχυση. Θα επιχειρηθούν ορισμένες εκτιμήσεις για τη δυστυχία των αναγνωστών και ποιο μέρος αυτής γίνεται έρεισμα για να διοριστεί ο Κιχώτης συμπαθής. Θα αντιστρέψουμε για να τσεκάρουμε τι διάολο συμβαίνει κι όταν κάθε που προσπαθούμε να φανταστούμε έναν σύγχρονο ανάλογό του ήρωα, αυτός, ό,τι κι αν κάνουμε, παραμένει, σε αντίθεση με τον ιδαλγό, παντελώς αντιπαθητικός (ας σκεφτούμε π.χ. κάποιον που την έχει δει και παριστάνει τον Μάικλ Νάιτ. Αν και είναι της μόδας απ’ τις αρχές του τρέχοντος αιώνα, τουλάχιστον και δυστυχώς, να ευφραίνονται διάφοροι με τέτοιους κακομοίρηδες αρκεί να παρεμβάλλεται μεταξύ τους κάποια οθόνη). Ίσως καταφέρουμε, τέλος, να ανιχνεύσουμε και τις πτυχές όπου κουτσοκρύβεται ο θάνατος. Βλέπουμε ότι το παράδειγμα του θερβαντικού Κιχώτη είναι, για διάφορους λόγους, απόλυτα ταιριαστό με αυτό που θέλουμε να ελέγξουμε, ωστόσο πρέπει να ειπωθεί ότι οποιοδήποτε άλλο έργο κι αν διαλέγαμε θα ήταν εξίσου κατάλληλο. Η αφορμή για να καταπιαστώ με την ανάγνωση

του εν λόγω δίτομου έργου μού δόθηκε από φίλους της θεατρικής ομάδας blitz οι οποίοι σκοπεύουν να συναρμολογήσουν μια παράσταση εμπνευσμένη από το συγκεκριμένο βιβλίο. Συμμετείχα σε κάποιες από τις πρώτες κουβέντες τους που έγιναν με σκοπό να δούμε αν υπάρχει κάτι στο έργο που δεν διέγνωσαν οι προηγούμενοι διασκευαστές του, κάτι που να αποτελεί την κρυφή ουσία του, πέρα από τους ανεμόμυλους, που δεν κατάφεραν να συλλάβουν άλλοι και που ίσως να εξηγεί την εντυπωσιακή απήχηση που είχε ο εξωφρενικός αυτός ήρωας, αυτή η αδιανόητη κατασκευή. Οι σκέψεις που καταγράφονται εδώ απορρέουν απ’ αυτήν την εμπειρία ανάγνωσης και συζήτησης. Από ένα σημείο και μετά προφανώς απομακρύνονται από το ενδιαφέρον που μπορεί να έχουν για τους blitz και αναφέρονται σε έναν ευρύτερο προβληματισμό. Συγκεκριμένα, η απομάκρυνση και κατ’ επέκταση η αυτονόμηση των θέσεών μου από την ενδεχόμενη θεατρική διάσταση του μυθιστορήματος δικαιολογείται από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι για να μεταφερθεί ένα κείμενο στη θεατρική συνθήκη, ή έστω για να αποτελέσει ερέθισμά της, όχι μόνον δεν χρειάζεται, αλλά οφείλει κιόλας να μην είναι λογοτεχνικό αριστούργημα. Έτσι θα καταλήξουμε να δούμε γιατί ο Δον Κιχώτης υπήρξε το κατεξοχήν αποτυχημένο μυθιστόρημα, απ’ όλες της απόψεις εκτός της εμπορικής, κι εκεί κάποιες σκέψεις, όχι ιδιαίτερα αισιόδοξες, για την λειτουργία τής (σύγχρονης) τέχνης, γενικά, θα είναι αναπόφευκτες.    (συνεχίζεται)

1 Εδώ τα εισαγωγικά είναι περιττά. Δεκέμβριος 2011 | κοντέινερ


Βλέμμα_ Λογοτεχνία 36

_Κώστας Καλημέρης

Χάρτινο βασίλειο

Αυτός ο Άλλος.

μεταφρ. από τα ισπανικά Ιφιγένεια Ντούμη (εκδ. Πατάκη)

«Ο Ένοικος» Χαβιέρ Θέρκας – Μυθιστόρημα

Κατ’ αρχάς ένας ήρωας. Ο Μάριο Ρότα, Ιταλός στην καταγωγή, αλλά χωρίς επεξηγηματικές αναφορές ικανές να μας γειώσουν το παρόν του μέσα στο παρελθόν. Θα ’λεγε κανείς, ένας ήρωας σχεδόν των αρχών της δεκαετίας του ’90, εποχής της παγκοσμιοποιημένης ταφόπλακας που έσβησε την ελπίδα για μεγάλες ανατροπές. Είναι η εποχή που όλοι μιλούσαν για Μεσαίωνα με άγνωστο ορίζοντα. Είναι η εποχή που συνειδητοποιείται η βιοπολιτική και η προσωπική ζωή διαβάλλεται, υπονομεύεται και αλλοτριώνεται μέσα σε καθεστώς πλήρους διαφάνειας, ενώ ο σωματικός ορίζοντας της ανθρώπινης συμπεριφοράς λειτουργεί ασφυκτικά κάτω απ’ το φως μιας ηθικολογικής χειραγώγησης.

και joke, δηλαδή αστείο, φάρσα, και άμα θελήσουμε μπορεί να έχει σχέση επίσης με το joint of, που σημαίνει εξαρθρωμένος!

σίζει, λοιπόν, να πάρει την αντίθετη κατεύθυνση. Και τότε, τη στιγμή που η πόλη είχε πάρει τον κανονικό της παλμό, τότε ακριβώς παθαίνει διάστρεμμα. Στραμπουλάει τον αστράγαλό του

Ο Μάριο Ρότα, έχοντας μια υποτροφία γλωσσολόγου , κάνει το διδακτορικό του στο πανεπιστήμιο του Τέξας, στο ΄Ωστιν, (αρχές της δεκαετίας του ’80) , διδάσκοντας Φωνολογία και ίσως Σύνταξη, Μορφολογία και Σημασιολογία. Ο Μάριο μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα σε διδασκαλία, σινεμά, εφημερίδες, προσμένοντας τις διακοπές, για ένα σύντομο διάλειμμα στο Τορίνο. ΄Ολο το μυθιστόρημα συντελείται μέσα σε μια βδομάδα. Μια βδομάδα των παθών. Ο Μάριο ξεκινά εκείνο το πρωί μιας Κυριακής να κάνει, όπως το συνήθιζε, τζόκιν, περνώντας από δρόμους και λεωφόρους με περιποιημένους κήπους, ανθοστόλιστους φράχτες, μονοκατοικίες από τούβλο ή μεγάλες επαύλεις, ένα αυστηρά καθορισμένο, δηλαδή, δρομολόγιο, και μέσα από αυτή την αναστοχαστική κίνηση, δεν συμβαίνει τίποτα. Το τρέξιμο αυτό δεν βγάζει ούτε νόημα σημασιολογικό, ούτε σημειωτική πλοκή, αφού όλα φαίνονται αξιοπαρατηρήσιμα, πάντα από μακρυά κι ιδιαίτερα εκείνο το πρωινό θολά, αφού ένα δαχτυλίδι ομίχλης είχε στεφανώσει όλη την πόλη. Το jogging προέρχεται από το jog, που σημαίνει σκούντημα, σπρώξιμο, ατύχημα, τράνταγμα, ηχοποιητικά, όμως, μοιάζει πολύ να ακούγεται κοντέινερ | Δεκέμβριος 2011

ταπόδεικτου και την αλήθεια του αναπόδεικτου. Γι’ αυτό, το πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα «Ο ΄Ενοικος» , θέτει θέματα που απομακρύνονται και από την σημειωτική και τη σημασιολογία.Μπορεί κανείς να φανταστεί, βέβαια , τον Θέρκας να ξεκινά τα κείμενά του μέσα από γλωσσολογικές εμμονές, παλεύοντας όμως ανάμεσα στο ψέμμα του ολοφάνερου και την αλήθεια του μυστηρίου, ο Θέρκας χρησιμοποιεί πάντα ένα θολό τοπίο, για να συναντηθεί με την αμφιβολία και να πάει πέρα από τον Γιάκομπσον, πέρα από τη λογοτεχνικότητα, σ’ αυτό που ο Ντεριντά λέει μη σταθερό περιεχόμενο στο κείμενο, δηλαδή σ΄ένα κείμενο που υπόσχεται ένα νόημα, το οποίο τελικά θα εφεύρει ο αναγνώστης! Έτσι αυτό που ενδιαφέρει σ’ ένα κείμενο, δεν είναι τα συστήματα σημείων, αλλά τα συστήματα δυνάμεων, που έχουν σχέση με τον αναγνώστη ή καλύτερα με τη συνείδηση του αναγνώστη. Το ασφυκτικό περιβάλλον του πανεπιστημίου στο οποίο ζει και εργάζεται ο Μάριο, δίνει τις κατάλληλες συνθήκες για να γραφεί ένα campus novel, και να αναδειχτούν το μαύρο χιούμορ,(εδώ ο Θέρκας πλησιάζει τον Κάφκα), αλλά και ενάντια στη φριχτή πραγματικότητα που ζούμε, κατηγορίες του παράλογου, δοσμένες τόσο παραληρηματικά, μυστήρια και ιδιαίτερα (κι εδώ ο Θέρκας πλησιάζει τον Κορτάσαρ).

Εδώ, έχουμε το κλειδί της ιστορίας! Ανάμεσα σε πυκνούς φράχτες και περικοκλάδες, πλατάνια, φουντουκιές και καστανιές γεμάτες σκίουρους, ο Μάριο εκείνο το πρωί αποφασίζει ν’ αλλάξει δρομολόγιο στο τρέξιμο…πράγμα περίεργο, αφού έχοντας πάντα δυσκολίες με την πραγματικότητα, ήταν ωστόσο φανατικός της τάξης. Αποφα-

αρχίζει το μαρτύριό του. Ο Θέρκας έγινε γνωστός στην Ελλάδα με τους «Στρατιώτες της Σαλαμίνας». Είναι σπουδαίος στυλίστας, λεπτολόγος στην περιγραφή του, περνάει όμως σε περιοχές που δεν φαίνονται με το μάτι. Ψάχνει το χώρο ανάμεσα στην αληθοφάνεια του αυ-

Αυτό που τρομοκρατεί τον αναγνώστη στον «΄Ενοικο», είναι ότι το πρόσωπο που γνωρίζει ο ήρωας Μάριο, αμέσως μετά το διάστρεμμα, και όλα όσα παράδοξα συμβαίνουν στη ζωή του, περιγράφονται με τόση διαύγεια, ώστε το μέσα και το έξω καταργούνται και με αυτό τον τρόπο δημιουργείται ένας ολόκληρος κόσμος, που δεν είναι ούτε διαφορετικός, ούτε υπερβατικός, ούτε ρεαλιστικός, είναι απλά Άλλος!!! Αυτός είναι ο αληθινός ΄Ενοικος, ο συγκάτοικος του Μάριο Ρότα, που (χωρίς να αποκαλύπτω το τέλος), προκαλεί φρίκη, ανασφάλεια, ειρωνία, αλλά και Ελπίδα….


Λογοτεχνία _Βλέμμα _Έλενα Μαρούτσου

Εν τυπώσεις

Ο σπασμένος καθρέφτης του ανθρώπινου δράματος

37

μεταφρ. από τα αγγλικά Χρήστος Οικονόμου (εκδ. Πόλις)

«Ο εχθρός του καλού» Michael Arditti – Μυθιστόρημα

Michael Arditti

Ο εχθρός του καλού

ΜΕΤAΦΡΑΣΗ: ΧΡHΣΤΟΣ ΟΙΚΟΝOΜΟΥ

ΠΟΛΙΣ

Ήδη ο τίτλος του μυθιστορήματος εμπεριέχει τα βασικά ερωτήματα που θέτει το βιβλίο. Μάλιστα ο Άγγλος συγγραφέας Michael Arditti, επέλεξε να δηλώσει στη γλώσσα του το «καλό» με κάπα κεφαλαίο (The enemy of the Good), μια επιλογή που μας παραπέμπει στην «ιδέα» του καλού με την πλατωνική έννοια του όρου. Αυτή την ιδέα, βέβαια, ο καθένας από τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος αντιλαμβάνεται και υπηρετεί με το

δικό του τρόπο. Οι τρόποι αυτοί έρχονται στην πορεία της πλοκής αντιμέτωποι ο ένας με τον άλλον και συχνά συγκρούονται, σαν «εχθροί». Η υποκειμενικότητα της θέασης του «καλού» και οι διαφορετικές ερμηνείες του αντανακλώνται και στη δομή του μυθιστορήματος: χωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια καθένα από τα οποία φέρει το όνομα κι ενός πρωταγωνιστή, μέσα απ’ τα μάτια και την προσωπική ιστορία του οποίου παρακολουθούμε κάθε φορά την αφήγηση. Στην πραγματικότητα η αφήγηση μοιάζει πολύ με σκυταλοδρομία, καθώς το κάθε πρόσωπο πιάνει το νήμα της αφήγησης στο σημείο που το άφησε ο προηγούμενος για να το παραδώσει με τη σειρά του στον επόμενο σε μια πορεία κυκλική, μια που ο πρώτος, ο Κλέμεντ είναι και ο τελευταίος που κλείνει την εξιστόρηση. Ο Κλέμεντ, μεσήλικας ομοφυλόφιλος ζωγράφος και φορέας του AIDS, έχει αναλάβει να φτιάξει ένα βιτρό για μια εκκλησία και το εκτελεί μ’ έναν δικό του προκλητικό τρόπο απεικονίζοντας τον Ιησού εντελώς γυμνό. Ο πατέρας του, Έντουιν, πρώην επίσκοπος, έχει χάσει την

πίστη του στη «μεταφυσική» διάσταση της θρησκείας, συμπεριλαμβανομένης και της μετά θάνατον ζωής, ενώ συνεχίζει να ασπάζεται την ανθρώπινη διάσταση του Χριστού. Ο Έντουιν κι η γυναίκα του, Μάρτα, μια Εβραία ανθρωπολόγος που διέφυγε του Ολοκαυτώματος, εκτός απ’ τον Κλέμεντ έχουν τη Σουζάνα κι έναν ακόμη γιο, τον Μαρκ, ο θάνατος του οποίου σε νεαρή ηλικία ρίχνει τη σκιά του στις ζωές όλων. Η Μάρτα είναι μια μορφωμένη γυναίκα με προοδευτικές, αρκετά απελευθερωμένες απόψεις και με μια μάλλον χαλαρή σχέση με τη θρησκεία της, κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί για τα υπόλοιπα μέλη, στη ζωή των οποίων η πίστη παίζει ιδιαίτερο ρόλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η κόρη της οικογένειας, η σαραντάχρονη Σουζάνα, η οποία μετά από έναν ιδιαίτερα επώδυνο χωρισμό μ’ έναν δολοφόνο, γνωρίζει τον άνδρα της ζωής της στο πρόσωπο ενός χασιδιστή Εβραίου. Ο έρωτάς της γι’ αυτόν τη φέρνει σε επαφή με τον απόκρυφο κόσμο τής καββάλα και μια ιδιαίτερα κανονιστική θρησκεία, την οποία τελικά ασπάζεται και γίνεται μέλος μιας πολύ κλειστής κοινότητας. Οι εξαιρετικά ασφυκτικοί και

συχνά στο όρια της σκληρότητας –με τα δικά μας μάτια– κανόνες καθημερινής ζωής που τη διέπουν, της παρέχουν παρ’ όλα αυτά μια ασφάλεια και μια θέση αρκετά πιο στέρεα από αυτή των υπόλοιπων μελών της οικογένειας που ο καθένας τους πλήττεται με διαφορετικό τρόπο, σηκώνοντας το δικό του σταυρό. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλο το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω απ’ την έννοια του Θεού και το θρησκευτικό βίωμα, όμως το τελικό αποτέλεσμα απέχει πολύ από το να είναι ένα μυθιστόρημα ιδεών. Ο συγγραφέας, μ’ έναν ιδιαίτερα ρεαλιστικό τρόπο, φτιάχνει πινελιά πινελιά μια τοιχογραφία όπου αποτυπώνεται η σύγχρονη αγγλική κοινωνία. Εστιάζοντας στη θρησκευτική διαφορετικότητα, χωρίς να αφήνει έξω απ’ τον καμβά τη σεξουαλική ταυτότητα ή τη φυλετική πολυφωνία, καταφέρνει να αποδώσει με συγκινητική ανθρωπιά το πάσχον πρόσωπο του σημερινού ανθρώπου. Πάνω στα θρύψαλα του βιτρό που φιλοτέχνησε ο Κλέμεντ και που έγινε κομμάτια από φανατισμένους χριστιανούς τη μέρα των εγκαινίων του, τελικά καθρεφτίζονται πολλαπλασιασμένα τα είδωλα του ανθρώπινου δράματος.


Βλέμμα 38

_Γιώργος Μπακόλας

Μια συναρπαστική Ζωή Συναρπαστικός ήταν ο Γ. Παπανδρέου, με μια αύρα εφηβικής καλοσύνης, να υπόσχεται την έναρξη μιας νέας εποχής.

Συναρπαστικός ήταν ο λόγος του Ομπάμα στον Λευκό Οίκο – από τα καταχθόνια βάθη της οικουμένης, ανάβλυσε γάργαρο το πνεύμα της Δικαιοσύνης και της ηθικής ακεραιότητας. Ναι ψιθύριζαν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, παραμένουμε όλοι παιδιά. Συναρπαστικός ήταν ο Γ. Παπανδρέου, με μια αύρα εφηβικής καλοσύνης, να υπόσχεται την έναρξη μιας νέας εποχής. Ναι ψιθύριζαν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, παραμένουμε όλοι παιδιά. Συναρπαστικός ήταν ο Κ. Καραμανλής που βγήκε από τ’ αμπάρια του πλοίου της Εξουσίας, στο καθαρό φως, κωπηλάτησε ως την ακτή και έκτοτε η εξίσου συναρπαστική φυγή συνεχίζεται. Ναι ψιθύριζαν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, παραμένουμε όλοι παιδιά. Συναρπαστικό παραμένει το Δ.Ν.Τ που επιδιώκει με κάθε τρόπο να επιτύχει Παγκοσμίως, το όραμα μιας αψεγάδιαστης νοικοκυροσύνης. Ναι ψιθύριζαν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, παραμένουμε όλοι παιδιά. Συναρπαστικός ήταν ο Δήμαρχος που πέτυχε με την εκλογή του να κάνει να δακρύσουν ακόμα και μηδενιστές ακροαριστερούς. Ναι ψιθύριζαν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, παραμένουμε όλοι παιδιά. Συναρπαστικό είναι το ΚΚΕ που γνωρίζει βαθύτατα τις ανθρώπινες αδυναμίες και το πώς να τις υποτάσσει. κοντέινερ | Δεκέμβριος 2011

Ναι ψιθύριζαν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση παραμένουμε όλοι παιδιά. Συναρπαστική είναι η Ελλαδική Εκκλησία που αναγκάζεται ακόμα και με το συμβολικό Κατάρ(α)να συνάξει εμπορικές σχέσεις εν μέσω βαθιάς οικονομικής και ηθικής κρίσης. Ναι ψιθύριζαν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση παραμένουμε όλοι παιδιά. Συναρπαστικοί είναι όλοι οι βουλευτές που με βαθιά αποστροφή αλλά και με ταχύτατη αίσθηση του Εθνικού καθήκοντος, κυοφόρησαν ένα εσωτερικό μέλλον στον αγρότη συνταξιούχο των 300 ευρώ. Ναι ψιθύρισαν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, παραμένουμε όλοι παιδιά. Συναρπαστικοί είναι όλοι ανεξαιρέτως, Παγκοσμίως, αγανακτισμένοι, γιατί προσήλθαν τυφλοί στον Κόσμο αυτόν και μόλις η ταπεινή «Φανερωμένη» έπραξε το θαύμα της οικονομικής αφαίμαξης, πλημμύρισαν με το φως το αληθινό. Ναι ψιθύρισαν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, παραμένουμε όλοι παιδιά. Συναρπαστικοί είναι όλοι οι Καλλιτέχνες που στιγμή δεν παρέκκλιναν από τη φυσική τους ταγή, να περισώσουν εαυτούς και έργο, από τη λαίλαπα των οικονομικών Εξουσιών, να χτυπήσουν τη γροθιά τους στην πόρτα και να στήσουν αυτί για να νιώσουν, το τι συμβαίνει εκεί έξω. Ναι ψιθύρισαν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, παραμένουμε όλοι παιδιά.

Συναρπαστικοί είναι όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι που ταπεινά χωρίς περιστροφές, μοιράζονται, πια, την ίδια κούπα καφέ, το ίδιο κέικ με τον περαστικό, ακόμα και με τον θυρωρό. Ναι ψιθύρισαν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, παραμένουμε όλοι παιδιά. Συναρπαστικοί παραμένουν πάντα οι στυλοβάτες της γνώσης, όλοι ανεξαιρέτως, Δάσκαλοι, Νηπιαγωγοί, Καθηγητές, Πανεπιστημιακοί, που με σφρίγος και ομόνοια, γυμνοί μπρος στα προτεκτοράτα των ανέστιων και ακατέργαστων καθοδηγητών της Παγκόσμιας νομεκλατούρας, με εργαλεία μοναδικά, τα Πνευματικά τους επιτεύγματα και τον όρκο τους, χτίζουν την Νέα Ακρόπολη. Ναι ψιθύρισαν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, παραμένουμε όλοι παιδιά. Συναρπαστικοί παραμένουν ακόμα οι φοιτητές, χωρίς τη φυσική ωριμότητα, γόνοι μιας μνησικακίας και μιας κακομοιριάς, αντιστέκονται που με τα ίδια λάβαρα, με την ίδια ανάσα χαράς μπρος στη Βαβέλ που στηρίζουν με τους νεανικούς τους ώμους. Ναι ψιθύρισαν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, παραμένουμε όλοι παιδιά. Συναρπαστικοί είναι οι Πλούσιοι αλλά κυρίως οι Σταρ του Χόλιγουντ, που πότε διεισδύουν και αναδεικνύουν τολμηρά τη διαφθορά των δικών τους ανθρώπων και πότε υπομονετικά μπρος στα φλας δίνουν τροφή στο ορθάνοιχτο σαν στόμα, όνειρο, των πολλών και πάρα πολλών ανθρώπων. Ναι ψιθύρισαν όλοι, χωρίς καμιά διά-

κριση, παραμένουμε όλοι παιδιά. Συναρπαστική και αδιαμφισβήτητη παραμένει η προσήλωση μας στο χρήμα, το μεγάλο αυτό εννοιολογικό κοντέινερ που μας μεταφέρει όλους στην άβυσσο, δοκιμάζοντας τα όρια της ματαιοδοξίας μας. Ναι ψιθύρισαν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, παραμένουμε όλοι παιδιά…. Συναρπαστική είναι επίσης η αγωνία μας για το πώς θα υπάρξουμε, όντας, ασήμαντα όντα, χωρίς τη διαμεσολάβηση, χωρίς τη μίμηση, χωρίς το κείμενο που πρέπει να μάθουμε απέξω, χωρίς τις οδηγίες του σκηνοθέτη, μόνοι, φοβισμένοι και ανίκανοι. Ναι ψιθύρισαν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, παραμένουμε όλοι παιδιά. Συναρπαστική παραμένει η κάθε μέρα που έρχεται, η τροφή αν και παράγεται αδιαλείπτως, παραμένει δυσεύρετη, η στέγη το ίδιο, οι συνάψεις των σχέσεων με το λυσάρι παρά πόδα, η εργασία ντροπιαστική, οι πόλεις που κινούνται με τα εσωτερικά νήματα του εθισμού, η φύση που απέχει, τα μικρά παράθυρα, ο συνωστισμός, τα ξεθυμασμένα ανόρεχτα ποτά, η υποκρισία, οι γυναίκες και οι άντρες με τις πάσης φύσεως στολές, όλοι και όλες σε μια άγνωστη αποστολή με έπαθλο το γρήγορο ξόδεμα του χρόνου, το ελιξήριο του θανάτου σε μια άλλη προβολή, χωρίς θεατές, εσύ πότε προβάλλεσαι; Εννοώντας πότε πεθαίνεις; Ναι ψιθύριζαν όλοι, χωρίς καμιά διάκριση, παραμένουμε όλοι μέσα στα σκατά.


Θέατρο_Βλέμμα

_Μάνος Χουσάκος

«Προμηθέας Τοπίο ΙΙ» του Jan Fabre στο Παλλάς, 18/11/2011 Το avant-garde είναι ό,τι και η σχοινοβασία: εντυπωσιακά επικίνδυνο. Ένα μόνο στραβοπάτημα αρκεί για να μετατραπεί το φιλόδοξο και πολλά υποσχόμενο πόνημα σε παταγώδη αποτυχία. Ωστόσο ο Jan Fabre, ως έμπειρος «σχοινοβάτης», κατάφερε, με όπλο την καλλιτεχνική του διάνοια και την οξεία του ματιά, να μεταπλάσει τον γνωστό αρχαιοελληνικό μύθο χωρίς ίχνος κλισέ, ισορροπώντας επιδέξια ανάμεσα σε αιχμηρούς συμβολισμούς, μελετημένα μεστό λόγο και αιρετικές εικόνες. Πριν ακόμα αρχίσει η θεατρική εγκατάσταση, στο κέντρο της σκηνής βρίσκεται ένας ημίγυμνος, ευτραφής άντρας, δέμενος με σχοινιά σε μία καρέκλα μέχρι το τέλος της πρώτης πράξης, η οποία εισάγει τον θεατή στα θεμελιώδη ερωτήματα που εξετάζει ο Fabre: ερωτήματα περί ύπαρξης, αναγκαιότητας, χρησιμότητας, απαραίτητων χαρα-

κτηριστικών ενός σύγχρονου ήρωα. Ακολουθεί ένα εικονολατρικό όργιο από το οποίο παρελαύνουν από τον Ήφαιστο μέχρι την Πανδώρα, γεμάτο δεξιοτεχνικά χρησιμοποιημένα δραματουργικά μέσα και αναρίθμητους υπαινιγμούς, με βασικούς άξονες την πολιτική, τη θρησκεία, την κοινωνία, την υπαρξιακή αγωνία. Το μυημένο κοινό φάνηκε να μη σοκάρεται μπροστά στις παραληρηματικές σκηνές τής αναπόφευκτα επίπονης και ατέρμονης αυτής διαδικασίας δόμησης και αποδόμησης που σκηνοθέτησε ο Fabre. Αναμφίβολα μία αποκαλυπτικά ευθεία παράσταση, που παραδίδει μαθήματα ΟΥΣΙΩΔΟΥΣ πρόκλησης, που αγγίζει, που προβληματίζει βαθιά, που οιστρηλατεί, χωρίς να ανάγει σε αυταξία τον εντυπωσιασμό, αλλά συστρατεύεται στο σκοπό της γνήσιας καλλιτεχνικής έκφρασης του σήμερα.

39


Τετράδιο 40

_Πάνος Παπαδημητρόπουλος

Εικονολατρία: Ο Ρόλος της Τηλεόρασης ως Μηχανισμός Καθυπόταξης Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι διαφορετικοί πολιτισμοί αντιμετωπίζουν τον κόσμο διαφορετικά, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη το μεγάλο αριθμό και την πολυμορφία των μέσων τού συνδιαλέγεσθαι πέραν του λόγου. Κάθε μέσο επικοινωνίας, όπως ακριβώς και η γλώσσα, δημιουργεί έναν μοναδικό τρόπο συνομιλίας παρέχοντας ένα καινούργιο πεδίο σκέψης, έκφρασης και ευαισθησίας. Στον δικό μας πολιτισμό η εικόνα, είτε στη φωτογραφική της εκδοχή είτε στην τηλεοπτική της, αποτελεί ένα ιστορικά συγκεκριμένο παράδειγμα δημιουργίας μιας ορισμένης εκδοχής αυτού που αποκαλούμε «αντίληψη του κόσμου». Το δύσκολο για εμάς είναι να αποκωδικοποιήσουμε τι ακριβώς «προτείνει» η εικόνα, τι είδους δηλαδή «αντίληψη του κόσμου» δημιουργεί. Στους τόπους και τις χώρες που εμφανίστηκε η διάδοση της τυπογραφίας, επηρέασε τον προφορικό λόγο με έναν τρόπο που έδινε προτεραιότητα και ενίσχυε την αναλυτική σκέψη. Σε έναν πολιτισμό κυριαρχούμενο από τον έντυπο λόγο, ο δημόσιος λόγος χαρακτηρίστηκε από συνοχή και τάξη στην οργάνωση των γεγονότων και των ιδεών. Ο προφορικός λόγος εμπλουτίστηκε από την «τυπογραφική» αντίληψη, από έναν τρόπο σκέψης, μια μέθοδο γνώσης και μια μέθοδο διατύπωσης που ευνοεί την ικανότητα να σκεφτόμαστε εννοιοκρατικά, επαγωγικά και συνεκτικά. Ως τις μέρες μας ο στηριγμένος στην αλληλουχία προτάσεων γραπτός λόγος ενδυναμώνει αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «αναλυτική διαχείριση της γνώσης». Κάτι εντελώς διαφορετικό συνέβη με την εμφάνιση της φωτογραφίας («γράψιμο διά του φωτός») στα τέλη του 19ου αιώνα και, αργότερα, με την επικράτηση της κινούμενης τηλεοπτικής εικόνας. Σε αντίθεση με τις λέξεις και κοντέινερ | Δεκέμβριος 2011

τις προτάσεις, η φωτογραφία δεν παρουσιάζει μια ιδέα ή μια έννοια για τον κόσμο, αλλά παρουσιάζει τον κόσμο ως αντικείμενο. Η φωτογραφία ως «αντικειμενικό» μόριο του χωροχρόνου μαρτυρεί ότι κάποιος βρισκόταν κάπου ή ότι κάτι συνέβη. Η κατάθεσή της είναι πανίσχυρη αλλά δεν προσφέρει κρίσεις, ούτε αξιολογικές ούτε υποθετικές. Η φωτογραφία είναι κυρίως ένας κόσμος «γεγονότων», όχι μια διένεξη σχετική με γεγονότα ή με τα συμπεράσματα που προκύπτουν. Η επιστημολογική προκατάληψη της φωτογραφίας είναι όπως παρατήρησε η Susan Sontag ότι «μια φωτογραφία σημαίνει πως γνωρίζουμε τον κόσμο εάν τον δεχτούμε όπως τον καταγράφει η φωτογραφική μηχανή». Η φωτογραφία δεν σε προκαλεί να διαφωνήσεις, δεν καταθέτει εκτεταμένα και σαφή σχόλια. Δεν προσφέρει ισχυρισμούς ευάλωτους σε αμφισβήτηση και γι’ αυτό το λόγο είναι αδιάψευστη. Ο τρόπος με τον οποίο η φωτογραφία καταγράφει την εμπειρία διαφέρει επίσης από τον τρόπο με τον οποίο αυτή αποτυπώνεται στη γλώσσα. Στη γλώσσα αποκτά νόημα μόνο όταν παρουσιάζεται ως αλληλουχία προτάσεων. Το νόημα διαστρεβλώνεται όταν μια λέξη ή μια πρόταση απογυμνώνεται από το πλαίσιό της, όταν ένας ακροατής ή ένας αναγνώστης αποκόβεται απ’ό,τι ειπώθηκε πριν και μετά. Σκοπός της φωτογραφίας, από την άλλη μεριά, είναι να απομονώσει τις εικόνες από το πλαίσιό τους, ώστε να γίνουν ορατές με έναν διαφορετικό τρόπο. Σε έναν κόσμο από φωτογραφίες δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος γιατί σε αυτές οι στιγμές ξεριζώνονται από το πλαίσιό τους. Ο κόσμος «τεμαχίζεται». Υπάρχει μόνο το παρόν το οποίο δεν χρειάζεται να είναι κομμάτι μιας ιστορίας για να μπορεί να εξιστορηθεί. Με τη «γραφιστική επανάσταση» (φωτογραφία, εκτυπώσεις, αφίσες, σχέδια, δια-

φημίσεις) η νέα μορφή αναπαραγωγής εικόνων δεν λειτούργησε απλώς ως συμπλήρωμα της γλώσσας, αλλά ως υποκατάστατο, ως κύριος τρόπος ερμηνείας, κατανόησης και ελέγχου της πραγματικότητας. Και πουθενά η εικόνα δεν χρησιμοποιήθηκε πιο αποτελεσματικά απ’ό,τι στην τηλεόραση. Όταν τα γεγονότα, αποσπασματικά δοσμένα, μετατρέπονται σε πηγή ψυχαγωγίας, οι ειδήσεις θυμίζουν επιτραπέζιο παιχνίδι γνώσης που μας λέει τα πάντα και τίποτε για τον κόσμο. Υπ’ αυτή την έννοια, οι διάφοροι «ειδικοί» της τηλεόρασης δύσκολα δέχονται –ίσως να μην τους περνά καν από το μυαλό– ότι δεν μπορούν όλες οι μορφές λόγου να περνούν από το ένα μέσο στο άλλο, δεν γνωρίζουν δηλαδή ότι δεν είναι όλα τηλεοπτικοποιήσιμα. Αυτό ακριβώς καταδεικνύει με εύγλωττο τρόπο ο Neil Postman όταν παρατηρεί ότι η τηλεόραση «φέρνει τις προσωπικότητες στην καρδιά μας και όχι τις αφηρημένες έννοιες στο μυαλό μας». «Τι είναι τότε αυτό που μας προσφέρει η εικόνα της τηλεόρασης ;», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς. Επειδή το πιο σημαντικό πράγμα που μαθαίνει κάποιος είναι πάντα κάτι σχετικό με το πώς μαθαίνει, η τηλεόραση εκπαιδεύει με το να διδάσκει τους ανθρώπους να κάνουν αυτό που απαιτεί από αυτούς η παρακολούθηση της τηλεόρασης. Πρώτον, καταργώντας την έννοια της αλληλουχίας και της συνέχειας (αφού κάθε τηλεοπτικό πρόγραμμα πρέπει να αποτελεί ένα ολοκληρωμένο αυτόνομο πακέτο) η τηλεόραση υπονομεύει τη θεώρηση ότι η αλληλουχία και η συνέχεια σχετίζονται με την ίδια τη σκέψη. Δεύτερον, κάθε πληροφορία, ιστορία ή ιδέα πρέπει να δίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι άμεσα προσπελάσιμη, αφού κυρίαρχο αξίωμα είναι η ευχαρίστηση και όχι η αυτοβελτίωση του τηλεθεατή. Άρα κάθε περιπλοκότητα στις ιδέες που παρουσιάζονται απαγορεύεται διά ροπά-

λου. Τρίτον, η τηλεοπτική εικόνα πάντα παίρνει τη μορφή της αφήγησης και ακριβώς επειδή τίποτε δεν παρουσιάζεται αν δεν μπορεί να γίνει εικόνα και να τοποθετηθεί σε θεατρικό πλαίσιο, ακυρώνεται και κάθε προσπάθεια σοβαρής παράθεσης ιδεών. Το αποτέλεσμα είναι βέβαια ότι οι πιθανότητες ύπαρξης εκπαιδευτικής διαδικασίας μειώνονται δίνοντας τη θέση τους στην καινούργια υπερκατηγορία της «ψυχαγωγίας». Το να δούμε την τηλεόραση απλώς ως τεχνολογία παραβλέπει ότι αυτή –τουλάχιστον στον «δυτικό» κόσμο– έχει κάποιες προκαθορισμένες τάσεις που ακυρώνουν οποιοδήποτε ισχυρισμό περί ιδεολογικής της ουδετερότητας. Παραβλέπει, δηλαδή, ότι μετατρέπεται σε μέσο επειδή χρησιμοποιεί έναν καθορισμένο κώδικα συμβόλων, βρίσκει τη θέση της σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πεδίο και διεισδύει στα πολιτικά και οικονομικά δρώμενα. Ειδικότερα, ως «ενημέρωση» η τηλεοπτική εικόνα μπορεί να δημιουργεί συγκινησιακές εντυπώσεις αλλά όχι απόψεις, όπως διατείνεται. Η παραπληροφόρηση σημαίνει τότε παραπλανητική πληροφόρηση, άστοχη, άσχετη, αποσπασματική ή επιφανειακή, πληροφόρηση που δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι κάτι γνωρίζουμε αλλά που στην ουσία αποπροσανατολίζει. Εδώ δεν λέμε ότι στερούμαστε «αυθεντικής ενημέρωσης», αλλά ότι χάνουμε την αίσθηση του τι σημαίνει να είμαστε καλά ενημερωμένοι. Όταν ο πολιτισμός βασιζόταν στον προφορικό και στον τυπογραφικό λόγο, η πληροφορία ήταν σημαντική, μεταξύ άλλων, και λόγω των δυνατοτήτων που προσέφερε για δράση. Όμως οι σημερινές δυνατότητες πληροφόρησης καθιστούν τη σχέση μεταξύ πληροφορίας και δράσης αφηρημένη και μακρινή. Οι άνθρωποι στον «ανεπτυγμένο κόσμο» αντιμετωπίζουν για πρώ-


Παρέμβαση_Βλέμμα 41

τη φορά πρόβλημα πληροφοριακού κορεσμού, πράγμα που σημαίνει ενδεχομένως ότι συγχρόνως αντιμετωπίζουν πρόβλημα μείωσης της ικανότητας να είναι κοινωνικά και πολιτικά όντα. Σε αυτό το πλαίσιο, το πρόβλημα με την τηλεοπτική εικόνα δεν είναι ότι προβάλλει την ασυναρτησία και την ασημαντότητα –άλλωστε η φράση «σοβαρή τηλεόραση» είναι μια εξ ορισμού αντίφαση– ούτε ότι η τηλεόραση μιλά μόνο με τη φωνή της «ψυχαγωγίας». Το πρόβλημα είναι ότι η τηλεόραση προσπαθεί να μετατρέψει τον δημόσιο λόγο (και άρα κομμάτια του πολιτισμού) σε μια τεράστια αρένα ψυχαγωγίας. Είναι βεβαίως εξαιρετικά πιθανόν ότι στο τέλος αυτό θα μας είναι ευχάριστο και θα αποφασίσουμε ότι μας αρέσει κιόλας. Αυτό ακριβώς φοβόταν για το μέλλον μας ο Άλντους Χάξλεϋ όταν έγραφε τον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο. Στον χαξλεϋικό κόσμο δεν υπάρχουν δεσμοφύλακες ή Υπουργεία Αληθείας αφού ο αυταρχισμός επιβάλλεται με χαμογελαστό πρόσωπο, και χωρίς την ανάγκη μιας διαρθρωμένης ιδεολογίας. Το μόνο που χρειάζεται για να εδραιωθεί είναι μια κοινωνία που με κατάνυξη πιστεύει στη νομοτέλεια της προόδου. Στην περίπτωση αυτή ο πολιτισμός δεν μετατρέπεται σε φυλακή – όπως στο οργουελικό σενάριο– αλλά σε παρωδία. Η αλήθεια είναι ότι ο πολιτισμός είναι κάτι απείρως πιο περίπλοκο και ανθεκτικό, έχει να κάνει με τα νοήματα που χρησιμοποιούμε σε κάθε κοινωνική πρακτική ή σχέση, και γι’αυτό δεν κλονίζεται τόσο εύκολα από τη δύναμη της εικόνας ούτε υπονομεύεται από τον κούφιο δημόσιο λόγο. Υπενθυμίζουμε ωστόσο ότι στη χαξλεική κοινωνία εκείνο που βασάνιζε τους ανθρώπους δεν ήταν το γεγονός ότι γελούσαν αντί να σκέπτονται, αλλά ότι δεν ήξεραν γιατί γελούν και για ποιο λόγο είχαν σταματήσει να σκέπτονται.    Δεκέμβριος 2011 | κοντέινερ


Τετράδιο 42

_Γιάννης Υφαντής, yfantis.gr

Πάντα εδώ

Όσα είναι αναγκαία για τον άνθρωπο ΩΝ ΤΟ ΣΚΗΝΟΣ ΧΡΗΖΕΙ, ΠΑΣΙ ΠΑΡΕΣΤΙΝ ΕΥΜΑΡΕΩΣ ΑΤΕΡ ΜΟΧΘΟΥ ΚΑΙ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΗΣ. ΟΚΟΣΑ ΔΕ ΜΟΧΘΟΥ ΚΑΙ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΗΣ ΧΡΗΖΕΙ ΚΑΙ ΒΙΟΝ ΑΛΓΥΝΕΙ, ΤΟΥΤΩΝ ΟΥΚ ΙΜΕΙΡΕΤΑΙ ΤΟ ΣΚΗΝΟΣ, ΑΛΛ’ Η ΤΗΣ ΓΝΩΜΗΣ ΚΑΚΟΗΘΙΗ. -ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ

Όσα είναι αναγκαία για τον άνθρωπο (λέγει ο Δημόκριτος), ευχάριστα παρέχονται σε όλους. Όσα με κόπο και δυσχέρειες αποκτώνται, είναι ανάγκες δημιουργημένες από την κακοήθεια του νου. Και ποια είναι αυτά που ευχάριστα παρέχονται σε όλους (και που στην πραγματικότητα μας δίδονται δωρεάν από τη φύση); Αέρας, ύπνος, νερό, φαγητό, έρωτας. Και ακολουθούν, το παιχνίδι της δημιουργίας (που προϋποθέτει ελεύθερη σκέψη, ελεύθερη έκφραση) και το παιχνίδι της απόλαυσης της δημιουργίας των άλλων, (που προϋποθέτει άφθονο χρόνο, για το παιχνίδι και την τέχνη του ζην). Τα πέντε πρώτα είναι ό, τι ονομάζουμε ζωή (αν και είναι πολιτισμός). Τα δυο τελευταία, είναι ό, τι ονομάζουμε πολιτισμό (αν και είναι ζωή). Το πρώτο μάθημα στο σχολείο, από την πρώτη κιόλας μέρα, θα έπρεπε να είναι η αφοβία απέναντι στη ζωή, η αφοβία απέναντι στο βιοπορισμό. Να καταλάβει το παιδί, βαθιά να το συλλάβει και να το πιστέψει, ότι μπορεί να ζήσει (ιδίως σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, μ’ εξαίρετο κλίμα και θαυμάσιο φυσικό περιβάλλον) μπορεί να ζήσει, έχοντας έναν κήπο, μια βάρκα, μια κατσίκα. Και να έχει πολύ χρόνο για τον έρωτα, για το παιχνίδι-δημιουργία και για το παιχνίδι απόλαυση της δημιουργίας. Το πρώτο μάθημα, θα είναι το μάθημα της αφοβίας απέναντι στην πείνα. Γιατί τότε μόνο η γνώση ανεξαρτητοποιημένη από το φόβο για την πείνα, τότε μόνο μπορεί να γίνει παιδείαπαιχνίδι του παιδιού, χαρά και τέχνη του ζην. κοντέινερ | Δεκέμβριος 2011

(Να ερμηνευτεί ο μύθος του Ανταίου που όσο πατούσε στη γη ήταν ακατανίκητος και να συνδεθεί ο μύθος αυτός με το ξερίζωμα των ανθρώπων από τη γη, που τους κάνει ευάλωτους κι εξαρτώμενους από το κράτος και τους τοκογλύφους). Κι ενώ το πρώτο μάθημα θα έχει να κάνει με την αφοβία απέναντι στο βιοπορισμό, μαθαίνοντας στα παιδιά ότι τα αναγκαία είν’ ελάχιστα και του παρέχονται δωρεάν από τη φύση, το δεύτερο μάθημα θα έχει να κάνει με την προστασία των ελαχίστων και αναγκαίων αυτών αγαθών. Αυτός που αφαιρεί τα αγαθά αυτά, είτε τα εμπορεύεται, αυτομάτως κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον της ανθρωπότητας, εναντίον του δικαιούχου. Αυτομάτως τότε η ανθρωπότητα, αυτομάτως τότε ο δικαιούχος, πρέπει να καταφύγει στο δικαίωμα της άμυνας, το οποίο είναι δικαίωμα ιερό, από την εποχή ακόμη του Ραδάμανθυ. Δεν υπάρχει ιερότερο δικαίωμα από αυτό της άμυνας. Που όμως η άμεση δημοκρατία του Κλεισθένη το μετέτρεψε από δικαίωμα σε υποχρέωση. Όχι, δεν θα περιμένει ο αδικούμενος, τους μεταφυσικής φύσεως ξεσηκωμούς, των «πλειοψηφιών», σε πεντακόσια χρόνια. Είναι υποχρεωμένος, ως πολίτης του δήμου, να εξοντώσει τον τύραννο το γρηγορότερο δυνατό. Ο κάθε πολίτης χωριστά και όλοι μαζί είναι υποχρεωμένοι να εξοντώσουν τον τύραννο. Όταν τα ελάχιστα αναγκαία και δωρεάν παρεχόμενα αγαθά αφαιρούνται ή εμπορευματοποιούνται (κι αυτό νομιμοποιείται!!!), δεν υπάρχει δημοκρατία, υπάρχει τυραννία, η οποία πρέπει το γρηγορότερο, και με κάθε τρόπο, να εξοντωθεί.

ΥΓ.: Οι σημερινοί τύραννοι, νομιμοποιούν εαυτούς, επειδή κάποτε ονομάζονταν σοσιαλιστές, λες και δεν υπάρχουν στην ιστορία παραδείγματα όπου μια δημοκρατική ιδεολογία υπήρξε ο δούρειος ίππος της τυραννίας. Νομιμοποιούν εαυτούς, επειδή πήραν την εξουσία με εκλογές (ψευδολογώντας και αποκρύπτοντας τις προθέσεις τους), λες και δεν υπάρχουν στην ιστορία τυραννίες που ξεκίνησαν με δούρειο ίππο τις εκλογές. Οι σημερινοί τύραννοι νομιμοποιούν εαυτούς, επειδή φωτογραφίζονται χαριεντιζόμενοι με τις λεπρές ψυχές που κυβερνούν σήμερα τους εξαπατημένους ευρωπαϊκούς λαούς. Οι σημερινοί τύραννοι νομιμοποιούν εαυτούς, επειδή τους εγκρίνουν οι όμοιοί τους απατεώνες, κυβερνήτες-υπάλληλοι των πολυεθνικών, κυβερνήτες-υπηρέτες των τοκογλύφων. Όμως η σημερινή τυραννία, με τίποτε δεν μπορεί να κρυφτεί, με τίποτε δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί, ενεργώντας ολοφάνερα και κατά συρροήν δολοφονικά απέναντι στον λαό μας. Το Διεθνές Δίκαιο μας λέει πως όταν έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα σ’ έναν λαό και στο χρέος που άπληστοι μιζαδόροι κι απατεώνες δημιούργησαν, (ένα χρέος που δεκαπλασιάστηκε τοκογλυφικά), θα πάμε με τον λαό. Αλλά κι αν ακόμη το Διεθνές Δίκαιο δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο, είναι δυνατόν, ανάμεσα στον αφανισμό ενός λαού και στη σωτηρία ενός τέτοιου χρέους, να προτιμηθεί ο αφανισμός του λαού και η σωτηρία του χρέους; Κι όμως, αυτό προτείνουν οι γιοι της Ύβρεως, ακολουθούμενοι από την αποκρουστική δουλοπρέπεια και τον πνευματικό επαρχιωτισμό… Αλλά φίλοι μου, ο εχέφρων, δεν διαπραγματεύεται μ’ έναν δράκοντα, γιατί γνωρίζει πως εκείνος είν’ αδύνατο ν’ αλλάξει τη δρακόντεια φύση του. Ο άγιος, ο ήρωας, ένας ολόκληρος λαός, δεν διαπραγματεύεται μ’ έναν δράκοντα. Τον σκοτώνει.


Τετράδιο _Γιώργος Κοκκινάκος

43

Λαβύρινθος της λογικής

Την Άνοιξη αν δεν την βρεις την φτιάχνεις -Οδυσσέας Ελύτης (Εκ του πλησίον)

Καταναλωτική δημοκρατία Ποτέ άλλοτε το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα δεν είχε τόση εντροπία, αλλά και ποτέ ίσαμε τώρα δεν υπήρχε αυτή η ηγεμονία της ιδεολογίας του καπιταλισμού στην κοινωνία. Πραγματικά το καπιταλιστικό φαντασιακό έχει καταλάβει και κυριαρχεί στο μυαλό και στην καρδιά του σύγχρονου ανθρώπου.

Τα κόμματα της διαχείρισης έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σ’ αυτή την διεργασία και τα κόμματα της αριστεράς ανεξάρτητα απ’ τη ρητορική τους, ως μηχανισμοί εξουσίας, ως στελεχιακός μηχανισμός αλλά και ως κοινωνικά υποκείμενα, είναι αμφίβολο αν στο φαντασιακό τους έχουν κάτι διαφορετικό από το περιρρέον κλίμα.

Οι άνθρωποι πλέον δεν έχουν ένα διαυγές σχέδιο για το μέλλον της κοινωνίας, ούτε καν ένα όραμα για μια άλλου τύπου κοινωνική οργάνωση.

Τι συνιστά ως κοινωνικό υποκείμενο ενας αριστερός σήμερα, όταν σκέπτεται, αισθάνεται, συμπεριφέρεται, παράγει και καταναλώνει όπως οι πολλοί;

Ο καπιταλισμός, ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ή του κρατικού καπιταλισμού, έγινε πιο επιθετικός, αλλά και πιο ασταθής και ανισόρροπος.

Πώς όμως διαμόρφωσε ο καπιταλισμός έναν τέτοιο ανθρωπολογικό τύπο; Ασφαλώς κολακεύοντας τα πιο ευάλωτα ανθρώπινα συναισθήματα και μεταθέτοντας την προσπάθεια του ανθρώπου από την ικανοποίηση των αναγκών στην ικανοποίηση των επιθυμιών.

Η παγκόσμια κρίση πλέον, ιδιαίτερα μετά την επικράτηση των νέων τεχνολογιών, δεν ξέρουμε πώς θα ελεγχθεί, ο κόσμος και όχι μόνον οι χώρες που μαστίζονται από την οικονομική κρίση έχει γίνει αβέβαιος. Στην Ελλάδα της μεγάλης οικονομικής κρίσης, οι πολίτες παρ’ ότι διαμαρτύρονται έντονα δεν μπορούν ή δεν θέλουν να κάνουν την σύνδεση ότι τα σημερινά προβλήματα είναι παρελκόμενα ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος. Ο καθένας διαμαρτύρεται επειδή βλέπει το εισόδημα του να μειώνεται και το επίπεδο της ζωής του να χειροτερεύει, αλλά δεν επιθυμεί ένα άλλο σύστημα πιο δίκαιο πιο ελεύθερο, πιο συλλογικό, πιο δημοκρατικό, πιο ανθρώπινο. Ο καπιταλισμός πριν φανερώσει τα αδιέξοδά του, κατέστρεψε τον ψυχισμό των ανθρώπων, διαμόρφωσε έναν νέο ανθρωπολογικό τύπο. Έναν άνθρωπο μοναχικό, νευρωτικό, αγχώδη, φοβικό και φοβισμένο αλλά και ατομιστή, επιθετικό, καταναλωτικό και ενεργοβόρο, καριερίστα, αμοραλιστή, εγωιστή, αμετροεπή, ανταγωνιστικό. Έναν άνθρωπο κάτοικο του «εγώ» και εχθρό τού «εμείς». Έναν άνθρωπο που ακόμα και στη σημερινή γενική καταστροφή, διατηρεί μια ψευδαισθητική πιθανότητα ατομικής διαφυγής.

Το «εδώ και τώρα» συμπυκνώνει αυτή τη μετατόπιση από το πλαίσιο της πραγματικότητας και της ανάγκης, στο πλαίσιο του υποσυνείδητου, της ηδονής και της επιθυμίας. Μια ικανοποίηση, χωρίς προσπάθεια, χωρίς τίμημα, χωρίς συνέπειες αλλά και χωρίς κανόνες, χωρίς πρέπει και χωρίς ηθική. Ας διαυγάσομε την ελληνική κοινωνία των τελευταίων 30 χρόνων και θα δούμε αυτή την αλλαγή. Από τη στιγμή που ο καπιταλισμός συνέδεσε τα καταναλωτικά αγαθά όχι με τις πραγματικές ανάγκες αλλά με τις επιθυμίες, η κατανάλωση θα έφθανε στα ύψη, η σπατάλη της ενέργειας εκεί που δεν είχε φθάσει ποτέ και μοιραία τα προϊόντα δεν απιτούνται για την κάλυψη μόνο στοιχειωδών αναγκών, αλλά έχουν και άλλα ψυχολογικά συμφραζόμενα τέτοια που ο άνθρωπος πλέον-όπως έγινε σήμερα-δεν θα μπορεί να ζήσει χωρίς να καταναλώνει, πολλά, περιττά και άχρηστα προϊόντα. Π.χ. το αυτοκίνητο δεν είναι μόνο μέσο μεταφοράς αλλά απόδειξη κοινωνικής καταξίωσης και ευμάρειας. Το ίδιο συμβαίνει με όλα τα υλικά αγαθά.Αλλά τη «δόξα» της αγοράς εζήλεψε και η πο-

λιτική και οι πολιτικοί μας Τα λογικά επιχειρήματα και η λογική αναλυτική σκέψη, τα πολιτικά ενεργήματα και τα στρατηγικά προτάγματα για την κοινωνία αντικαταστάθηκαν από υποσυνείδητα ορμέμφυτα, εικόνες, επιθυμίες και φαντασιώσεις, έτσι που ο πολίτης να μην ενεργεί λογικά αλλά συναισθηματικά. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγήσει κανείς και όλη την παθολογία της σύζευξης αγοράς- πολιτικής. Αυτή η πορεία έχει αρχίσει να φανερώνει το αδιέξοδό της και η πορεία των ανθρώπινων κοινωνιών βαίνει προς το χάος. Ο άνθρωπος μόνον ως συλλογικό-κοινωνικό υποκείμενο δύναται να οριστεί και μόνο μέσα στην κοινωνία, στη συλλογικότητα και στην αλληλέγγυα στάση μπορεί να ζήσει. Κάθε άνθρωπος δεν είναι αποκλειστικά η βιολογική του υποδομή και οι ψυχολογικοί του μηχανισμοί, αλλά και ότι έχει «κλέψει» έχει «δανειστεί» από την κοινότητα, κάτι που οφείλει και να το επιστρέψει. Αυτή είναι και η ιστορική νομιμοποίηση του κομμουνισμού και ας φαίνεται να αντιβαίνει τη βιολογική φύση του ανθρώπου. Η ανθρώπινη πολιτική ιστορία όμως έδειξε ότι δεν μπορεί να οικοδομηθεί μια ανώτερη κοινωνία από τη σημερινή χωρίς να επινοήσει ο άνθρωπος έναν αποτελεσματικό, άμεσο και δημοκρατικό τρόπο ελέγχου της εξουσίας. Αλλά και η ιστορία των τελευταίων χρόνων της αλόγιστης ανάπτυξης κατέδειξε πως οποιαδήποτε πολιτική για το μέλλον δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει τις αρχές και τους όρους της αποανάπτυξης και ας φαίνεται σήμερα ως αναχρονισμός ή ως επιστροφή στο παρελθόν. Ο άνθρωπος πρέπει να επιστρέψει στο αναγκαίο, στο χρειώδες και στο βασικό. Δεν είναι νοσταλγία για το παρελθόν αλλά σπαρακτική κραυγή για ένα σκοτεινό μέλλον που έρχεται. Ένα σκοτεινό μέλλον που μας υπόσχεται η καταναλωτική δημοκρατία και η πολιτική ελίτ που μας κυβερνά.   Δεκέμβριος 2011 | κοντέινερ


Τετράδιο 44

_ Νάνος Βαλαωρίτης

Μινεράλια

Τρέχουμε πιο γρήγορα απ’ την ιστορία Φαiνεται ότι το να κινούμαστε πιο γρήγορα απ’ το φως χωρίς να το έχουμε αντιληφθεί, παρά μόνο στα βιβλία επιστημονικής φαντασίας, είναι πραγματικότητα. Τι είναι τα νετρόνα (neutrons)– από τη λατινική λέξη neuter– που σημαίνει ουδέτερο ; Φαίνεται ότι οι φυσικοί βάπτισαν έτσι αυτό το σωματίδιο γιατί δεν έχει ηλεκτρική φόρτιση, αλλά συνδέει τα πρωτόνια μεταξύ τους για να αποτελέσουν τον πυρήνα ενός ατόμου. Μια πολύ βασική λειτουργία χωρίς την οποία δεν θα υπήρχαν τα άτομα, ούτε ο Δημόκριτος, ούτε εμείς οι ίδιοι. Ιδού, λοιπόν. Αλλά ότι τα νετρόνα τρέχουν πιο γρήγορα απ’ το φως, το μάθαμε μόλις προχτές από το πείραμα της CERN. Τι μας συνέβη ακριβώς; Λόγω της υπερβολικής ταχύτητάς μας ο χρόνος ανακυκλώθηκε προς τα πίσω. Με την πτώση του ιεραρχικού πετρωμένου θεοκρατικού καθεστώτος της μυκηναϊκής δυναστείας (του ΠΑΣΟΚ), δεχθήκαμε την κάθοδο των Δωριέων από το βορρά που την προκάλεσαν πιθανόν οι ίδιοι, όπως μας λένε άκρες μέσες οι ιστορικοί, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, οι μυθογράφοι. Όταν έπεσε ο Καραμανλής ΙΙ με την επάνοδο των Ηρακλειδών, το ΠΑΣΟΚ ΙΙ ανασυστήθηκε, και ο χρόνος μας πήγε στη δεύτερη επιδρομή των ΔωριέωνΗρακλειδών από το βορρά με την ΤΡΟΙΚΑ, που συμπίπτει με την επιστροφή από την Τροία. Δηλαδή βρισκόμαστε περίπου στο 1.100 π.Χ. Πάνω περίπου στη λεγόμενη σκοτεινή περίοδο αναρχίας που διανύουμε σήμερα. Πίσω μας είναι πέντε ζοφεροί αιώνες οικονομικής κατοχής των Οθωμανών και των Φράγκων πριν να επανέλθει η μικρή Αναγέννηση της Ιωνίας ΙΙ, με την μικρασιατική καταστροφή και την επιστροφή των Ιώνων στην Ελλάδα ανάμεσα στο 1920 και το 1950. Ο χρόνος, εφόσον ανακυκλώνεται κατά τους Βίκο και Νίτσε, μας έχει παγιδέψει στον φαύλο κύκλο του. Τώρα βρισκόμαστε στη δεύτερη εποχή των εμφυλίων μεταξύ κομμάτων και 100 χρόνια αργότερα απ’ τη μικρή Αναγέννηση των Ιώνων και την πρώτη κάθοδο των Δωριέων ΙΙΙ (με τη Γερμανική κατοχή) και τον εμφύλιο Πελοποννησιακό μας (1944-49). Αν όλα αυτά ακούγονται παράφρονα και μπερδεμένα, και τι δεν είναι σήμερα; Ακολουθούν απλώς το κλίμα της εποχής. Το να πηγαίνουμε πιο γρήγορα απ’ τον χρόνο δεν είναι φαντασία. Είναι πλέον επιστημονικά διαπιστωμένο ότι οι Έλληνες ανέκαθεν κινούνταν πιο γρήγορα απ’ τον πολύ αργό θεοκρατικό χρόνο των μεγάλων πολιτισμών της εγγύς Ανατολής. Όμως σήμερα βρεθήκαμε πάλι στην αρχή της ιστορίας μας εφόσον ο χρόνος μας κινείται πιο γρήγορα από την ιστορία που κινείται κυκλικά προς τα πίσω. Το 900 π.Χ βρισκόμασταν 2.000 χρόνια μπροστά, και σήμερα βρισκόμαστε κοντέινερ | Δεκέμβριος 2011

500 χρόνια πίσω. Από τότε λοιπόν άρχισαν οι Έλληνες να τρέχουν πιο γρήγορα από την ιστορία , αφού ανέτρεψαν το θεοκρατικό καθεστώς των Μυκηνών με την επιστροφή από την Τροία και ίδρυσαν τις δημοκρατικές, ολιγαρχικές ή τυραννικές πολιτείες. Και στο πλαίσιό τους άρχισαν να τα εφευρίσκουν όλα: Ο Όμηρος οργάνωσε τα δυο έπη του, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, με το σύστημα της αλφαβητικής ακροφωνίας σαν δυό παράλληλους υπολογιστές. Ένα τρίτο έπος, την Θηβαΐδα την οργάνωσε με τη μεταφορά του αριθμού επτά της μουσικής κλίμακας, της λύρας του Απόλλωνα. Οι Ίωνες εφηύραν την κοσμολογία, τη φιλοσοφία, την ιστορία, την ιατρική, τη χειρουργική και την οδοντιατρική, την αρχιτεκτονική σχεδίου πόλεως, τα μαθηματικά, τη φυσική, τη βιολογία, τη φιλολογία, τη ρητορική, το αλφάβητο με τα φωνήεντα, την πολεμική τέχνη, τη δικανική, το δράμα, το καταγραμμένο πλέον έπος, την κριτική σκέψη και τα άλλα είδη ποίησης που κληρονόμησαν έκθαμβοι πρώτα οι Ρωμαίοι · και στην Αναγέννηση όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Ισπανοί, Ολλανδοί, Γερμανοί, που θεώρησαν κατόπιν τους εαυτούς τους μοναδικούς κληρονόμους του ελληνικού πολιτισμού παραμερίζοντας τους Βυζαντινούς και τους επιγόνους τους. Μέχρι τότε oι ευρωπαϊκές κοινωνίες ήταν ακόμα θεοκρατικές. Η επιστροφή μας στον μαρμαρωμένο ακίνητο χρόνο του παρελθόντος περιγράφεται από τον Ίωνα ποιητή Γ. Σεφέρη στο ποίημά του «Μυθιστόρημα» (1935) στη διάρκεια της μικρής Αναγέννησης του 1930-40: ..ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα και λίγο πιο πέρα Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω Τη θάλασσα που δεν μπορείς να βρεις όσο κι αν τρέχεις/ Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στον χρόνο ως πού θα με παρασύρουν/… κι έπειτα τα χαμόγελα που δεν προχωρούν, των αγaλμάτων. Αντίθετα, ο παράλληλός του ποιητής από την Αιολία Οδυσσέας Ελύτης περιγράφει πώς αίολος έτρεξε ο χρόνος πιο γρήγορα απ’ το φως, και βρέθηκαν οι Έλληνες σε μια εκθαμβωτικά ηλιόλουστη χώρα ποιημάτων:

Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μεσ’ στις εικόνες του/ Πριν απ’τα μάτια μου ήσουν φως/ Εδώ που ακούγονται βαθειά τα βήματα του χρόνου/… Ο χρόνος απ’τον πολύ ουρανό κύλησε ρόδινος/ /Οι άνθρωποι προχωρήσανε Γεμάτοι οδύνη και όνειρο/ Και οι δύο ποιητές έγραψαν μέσα στη δεκαετία που ακολούθησε τη μεγάλη κρίση του 1929. Ο ένας μετακινώντας ασήκωτες πέτρες ο άλλος φωτίζοντας τα σκοτάδια με το ανάλαφρο εκθαμβωτικό φως των λέξεων του, σ’ έναν άλλο κόσμο και οι δύο, με δύο παράλληλες αντιθετικές οντολογίες. Εμείς οι ελληνόγλωσσοι, λοιπόν, βρεθήκαμε εκτός Ιστορίας παραπανιστοί εφόσον είχαμε την ατυχία να χάσουμε νωρίς την ανεξαρτησία μας με την Οθωμανική κατάκτηση. Κι αυτό μας αργοπόρησε σημαντικά κι έτσι τους ήταν εύκολο να μας χώσουν στον κάλαθο των αχρήστων της Ιστορίας τους. Αλλά υπολόγισαν χωρίς τον ξενοδόχο. Οι ιδέες δεν εκλείπουν έστω και μέσα στα πλαίσια θεοκρατικών καθεστώτων, βυζαντινών ή οθωμανικών. Οι επαναστάσεις στην Αμερική εναντίον των Άγγλων κηρύττουν ως αρχές την ελευθερία και τα δικαιώματα του ανθρώπου. Η Γαλλική επανάσταση έρχεται κατά πόδας να διακηρύξει την αδελφότητα, την ισότητα, την ελευθερία. Και η ελληνική επανάσταση του 1821, διακήρυξε τα ίδια ιδεώδη και την απελευθέρωση των λαών από την τυραννία. Οι ιδέες μας ξεσήκωσαν τους λαούς, αυτές οι ίδιες που είχαν διατυπωθεί πριν από 2.500 χρόνια. Πάνω σ’αυτές βασίστηκε ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, και ο δικός μας παράλληλα. Οι ιδέες τρέχουν πιο γρήγορα απ’ το φως. Η σημερινή κρίση είναι κρίση του χρεοπιστωτικού συστήματος της κατ’ ευφημισμόν λεγόμενης ελεύθερης αγοράς– που βγήκε από τα όρια της. Το πρώτο σύμπτωμα της κατάρρευσής του εκδηλώθηκε στη χώρα μας. Πού οφείλεται αυτή η πρωτοπορία μας στα ιστορικά γεγονότα; Είμαστε δεκαετίες μπροστά, ίσως και λιγότερο ίσως και περισσότερο, από αυτό που θα συμβεί στον πλανήτη με την κάθοδο –το λεω μεταφορικά– των τριτοκοσμικών στην Ευρώπη που αρχίζει ήδη με τους σημερινούς μετανάστες; Ίσως επειδή είμαστε εγκλωβισμένοι στον δικό μας νετρονικό χρόνο και πάλι προχωράμε πιο μπροστά απ’ όλους, για το καλύτερο ή το χειρότερο, για το πόσο ελαττωματικά λειτουργεί η βιομηχανική κοινωνία. Αυτό πιθανώς θα το δούμε αύριο που ήταν χτες.


Τετράδιο 45

_ Ζωή Ν. Κωνσταντοπούλου*

Σε ποιους ανήκει η Ιστορία «Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον, στο μέλλον που φτιάχνετε όπως θέλετε, αφού η Ιστορία σάς ανήκει, σαρώστε το λοιπόν αν επιμένετε» Οι στίχοι που τραγούδησε ο Διονύσης Τσακνής ηχούν στα αυτιά μου σαν ανατριχιαστική υπενθύμιση. Ότι εδώ και δεκαετίες, σε πείσμα των αξιών, των αρχών, των ονείρων, των δικαιωμάτων για τα οποία κάποιοι αγωνίστηκαν, βασανίστηκαν, έχασαν την υγεία και τη ζωή τους, κάποιοι άλλοι συμπεριφέρονται ως ιδιοκτήτες της Ιστορίας και της μοίρας αυτού του τόπου και αυτού του λαού. Και αυτοί που συμπεριφέρονται ως ιδιοκτήτες της Ιστορίας, διάγουν παράλληλα και ως ιδιοκτήτες της εξουσίας, ξεχνώντας ότι αυτή πηγάζει από τον λαό και ασκείται στο όνομά του. Ο απλός άνθρωπος, ο απλός πολίτης, στέκει ανυπεράσπιστος, αναμένοντας τι θα μηχανευτούν για τη ζωή του άνθρωποι που ποτέ τους δεν μόχθησαν για τον επιούσιο και που αντιμετωπίζουν την άσκηση της εξουσίας σαν μια παρτίδα στα χαρτιά. Παρτίδα που δεν τους νοιάζει ιδιαίτερα αν θα τη χάσουν ή αν θα την κερδίσουν, γιατί και οι μάρκες προέρχονται από το κρατικό καζίνο. Στην εποχή της πλήρους απαξίωσης προς τους θεσμούς από τους ίδιους τους κατέχοντες θεσμικό ρόλο, στην εποχή που η κοινοβουλευτική πλειοψηφία έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης σε μια Κυβέρνηση «υπό τον όρο να παραιτηθεί», στην εποχή ακόμη που φαλκιδεύεται με τον πλέον κυνικό τρόπο η λαϊκή κυριαρχία και εξοικονομούνται τεχνάσματα για να κρατηθεί στη ζωή με μηχανική υποστήριξη ο σημερινός κοινοβουλευτικός συσχετισμός που έχει προ πολλού εκπνεύσει στην κοι-

νωνία, θα περίμενε κανείς η Δικαιοσύνη να ορθώσει το ανάστημά της, να προστατεύσει τους πολίτες και να περιφρουρήσει το Σύνταγμα. Ας μην ξεχνάμε ότι η χώρα μας είναι από τις λίγες που, καθιερώνοντας συνταγματικά τον διάχυτο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, δίνουν την εξουσία στον κάθε Δικαστή, να αρνηθεί να εφαρμόσει νόμους που προσκρούουν στο Σύνταγμα. Και αυτό είναι μία μοναδική δύναμη που έχουν σήμερα στα χέρια τους οι Έλληνες δικαστές για να προστατεύσουν τους πολίτες, την κοινωνία, τη χώρα, από αυτή τη λαίλαπα νομο-εξουθένωσης που δήθεν γίνεται «για το καλό μας», για να αναφερθώ σε έναν άλλο γεμάτο νόημα στίχο. Η ελληνική Δικαιοσύνη μέχρι στιγμής περί άλλα τυρβάζει. Δεν έχει θεσμικά αναλάβει το ρόλο και την ευθύνη που της αναλογεί σε αυτήν την τόσο κρίσιμη περίοδο για τη χώρα και για τους πολίτες. Δεν έχει αρθεί στο ύψος των περιστάσεων ως θεματοφύλακας των δικαιωμάτων και των εξουσιών του λαού, στο όνομα του οποίου απαγγέλλονται οι δικαστικές αποφάσεις. Υπάρχουν ακόμη ανώτεροι δικαστές που πίσω από την ανωνυμία των blogs αλληλογραφούν βγάζοντας τα προσωπικά τους απωθημένα και άλλοι που θεωρούν καθήκον τους να αναλώνονται σε μικρολογίες κοινολογώντας εκτός δικαστικών αιθουσών τις απόψεις τους για υποθέσεις, διαδίκους, δικηγόρους. Και όταν μετά από χρόνια, θα διερωτώμεθα «τι έκαναν όλοι εκείνοι οι δημόσιοι λειτουργοί;» σε αυτήν την περίοδο ακραίας δοκιμασίας για τη Δημοκρατία και τη χώρα, κάποιοι εξ αυτών, σίγουρα, θα απαντήσουν ότι… «μελετούσαν». Επανέρχομαι στους στίχους του Τσακνή. Το μέλ-

λον και η Ιστορία δεν ανήκουν σε αυτούς που επί τόσα χρόνια τα σαρώνουν. Το μέλλον και η Ιστορία δεν ανήκουν ούτε σε αυτούς που, τόσο κατώτεροι των περιστάσεων και της θέσης τους, συμπεριφέρονται ως μικροπωλητές συντεχνιακών διεκδικήσεων και αφήνουν ανυπεράσπιστη μια ολόκληρη κοινωνία, στο έλεος των ανίκανων και των επικίνδυνων που πειραματίζονται στην πλάτη μας. Το μέλλον και η Ιστορία ανήκουν στον κάθε απλό πολίτη, που πρέπει να πάψει να γυρνά την πλάτη και το μάγουλο, που πρέπει αποφασιστικά να διεκδικήσει την ανατροπή αυτής της ιλιγγιώδους διολίσθησης θεσμών, αξιών και αρχών, που πρέπει ανυποχώρητα να αξιώσει να παύσει η παραβίαση των δικαιωμάτων του, μέσα από την πλήρη αποσάθρωση του κράτους δικαίου και των εργασιακών κεκτημένων, να παύσει ο βιασμός της προσωπικότητάς του, να παύσει η διακύβευση της υγείας του και η περιαγωγή του σε συνθήκες διακινδύνευσης της επιβίωσής του. Αγαπητέ Διονύση Τσακνή, με το τραγούδι σου ήλπιζες ίσως να συγκινηθούν όσοι από τους ασκούντες την εξουσία έχουν στοιχειώδη αξιοπρέπεια και να αλλάξουν πορεία. Ξέρουμε πλέον ότι σε αυτούς που επί δεκαετίες εναλλάσσονται στην εξουσία συναλλασσόμενοι δεν υπάρχει όχι μόνο η αξιοπρέπεια, αλλά ούτε αυτό που ο λαός ονομάζει τσίπα. Είναι η ώρα να γυρίσουμε όλοι την πλάτη μας σε αυτούς. Να πούμε ότι η Ιστορία μάς ανήκει και δεν θα αφήσουμε κανέναν να σαρώσει το μέλλον μας.

* Δικηγόρος και Πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής Νέων Ποινικολόγων. Δεκέμβριος 2011 | κοντέινερ


Τετράδιο 46

_ Λένα Κιτσοπούλου

Το ένα και το άλλο

Κλισέ χειμώνας μπαίνει ορμητικός

Να μεταναστεύσουμε; Και πoύ να πάμε; Πού είναι τώρα καλά; Να πάμε στην Αυστραλία; Να πάμε. Αλλά τα πράγματα εκεί δεν είναι όπως παλιά. Μη νομίζεις. Τώρα ζητάνε ειδικευμένους επιστήμονες, γιατρούς και τέτοια. Μήπως τότε να πάρουμε κάπου ένα κομματάκι γης και να καλλιεργούμε πατάτες και κολοκύθια; Κολοκύθια τούμπανα εννοείς; Έχεις πιάσει ποτέ τσαπί στη ζωή σου ρε ηλίθιε; Όχι, αλλά θα μάθω. Όλα τα κάνει ο άνθρωπος άμα βρεθεί σε ανάγκη. Θα ξεράσω. Βρε, συ, η κρίση δεν είναι οικονομική. Είναι κρίση αξιών! Ξερνάω. Ας πτωχεύσουμε να τελειώνουμε. Τι λε ρε; Ξέρεις τι θα πει πτώχευση; Θα γίνουμε όπως το ’40. Θα πεινάσουμε. Άμα, πάντως, στις εκλογές βγάλουμε τον Σαμαρά, ε, τότε καλά παθαίνουμε ό,τι παθαίνουμε. Τέτοια ζώα που είμαστε. Οι αληθινοί υπαίτιοι όμως τελικά δεν θα πληρώσουν. Θα τη σκαπουλάρουν πάλι. Ο απλός λαός πάλι θα την πληρώσει. Εμ βέβαια. Αχ πώς λυπάμαι τους συνταξιούχους. Τι φταίνε αυτοί οι καημένοι; Αχ, πώς λυπάμαι αυτά τα νέα παιδιά που δεν έχουνε τι να ονειρευτούνε! Ξερνάω. Θα το δηλώσεις τελικά το αυθαίρετό σου; Θα τον δηλώσεις τον ημιυπαίθριό σου; Το μουνί σου θα το δηλώσεις; Τη ΔΕΗ θα την πληρώσεις; Να τα σηκώσω τα λέφτά μου από την τράπεζα; Να τα κρύψω κάτω από το στρώμα; Όχι στο στρώμα, όχι, μηηηηηη, σε λίγο θα αρχίσουν να μπουκάρουνε μέσα στα σπίτια μας και θα μας κλέβουνε. Έχε τα πάνω σου καλύτερα. Αλλά μην κρατάς τσάντα. Μην διανοηθείς να περπατήσεις στο κέντρο της Αθήνας με τσάντα στον ώμο. Και πού να τα έχω τα λεφτά ρε μαλάκα; Κρύψτα, ξέρω γω, μέσα στο βρακί σου, ξέρω γω, βάλτα μέσα στον κώλο σου και ράψε τον κιόλας, μην σου φύγουνε. Μα πώς να βγω έξω χωρίς τσάντα; Πού θα έχω το κινητό μου τα κλειδιά μου, τις κάρτες μου; Βάλτα κι αυτά στον κώλο σου. Είναι το πιο σίγουρο σημείο. Και το πιο καθαρό της Αθήνας. Άκουσα όμως, ρε συ, για κάτι καινούργιες σπείρες μεταναστών που κοντέινερ | Δεκέμβριος 2011

μπαίνουν τώρα και μέσα σε κώλους χωρίς να τους πάρεις είδηση. Έλα, ρε σοβαρά; Ναι. Το κάνανε τις προάλλες σε μια θεία μου και δεν πήρε χαμπάρι. Έλα, ρε, σοβαρά; Άστα. Δράμα. Δράμα. Καλά, κι αυτή η θεία σου, μήπως τα ’θελε ο κώλος της, που λέμε; Πολύ ησυχία πια στο κέντρο της Αθήνας. Ούτε επαναστάσεις, ούτε τίποτα. Εμ, βέβαια. Όλα ήτανε προσχεδιασμένα. Τον μουδιάσανε τον κόσμο. Τον οδηγήσανε λάου λάου στην αδράνεια. Όλα προμελετημένα, όλα μέσα στο σχέδιο. Γι’ αυτό δεν αντιδράει πια κανείς. Κουράστηκε ο κόσμος. Μαγγώθηκε ο κόσμος. Πώς έγινε όμως κι η Αθήνα; Φοβάσαι πια να περπατήσεις. Άστα, άστα. Δράμα. Κρίμα. Δράμα. Πω, πω. Κι όλα αυτά τα αμέτρητα ΠΩΛΕΙΤΑΙ και ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ κολλημένα στις τζαμόπορτες των άδειων μαγαζιών; Σου προκαλούν μία κατάθλιψη. Ομαδική κατάθλιψη. Εμ βέβαια. Είναι η δρομολογημένη ομαδική κατάθλιψη που προκαλείται κατόπιν σχεδίου στις μάζες από αυτούς τους επιτήδειους, που δεν τους ξέρουμε ποιοι είναι, αυτούς τους πέντε πλούσιους επιτήδειους, που παίζουν Μονόπολη με ολόκληρο τον πλανήτη, αυτοί οι κακοί που είναι μέσα σε κάτι εταιρείες μεγάλες του εξωτερικού και κάνουν τα εγκλήματα! Θα ξεράσω τώρα. Οσονούπω θα εκτοξεύσω τη ρουκέτα μου. Καλά να τα πάθουμε τέτοιοι που είμαστε. Άξεστοι, απαίδευτοι, γύφτοι, βλάχοι, αμόρφωτοι, τριτοκοσμικοί, λαμόγια, καλά να πάθουμε, μας άξιζε. Καμία συλλογική συνείδηση. Εμ, βέβαια. Αφού δεν υπάρχει παιδεία. Κι αυτή όμως η καημένη η Ελλαδίτσα, τι να σου κάνει; Θαλασσοδέρνεται μια ζωή, από κατακτητή σε κατακτητή. Δεν έχει αγιάσει ποτέ! Ξερνάω τώρα, ξερνάω ολόκληρο το κλισέ, ξερνάω την προοπτική μιας πιο δίκαιης ζωής, ξερνάω και τους υπέρ της Ελλάδας και τους κατά. Ξερνάω τους ξένους που είναι καλύτεροι από εμάς γιατί

κάτι παράγουν τουλάχιστον, ενώ εμείς οι μαλάκες ούτε μία οδοντογλυφίδα, ξερνάω και τον Έλληνα με την κλισέ του φράση « αυτοί είναι χειρότερα από εμάς, απλώς ξεκίνησε το κακό από εμάς επειδή μας βρήκανε αδύναμους, θα δεις, θα δεις και η Γερμανία τι έχει να πάθει». Ξερνάω όλο το κλισέ γαϊτανάκι της πτώχευσης που τώρα θα πιάσει την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία και στο τέλος ολόκληρη την Ευρώπη, ξερνάω το παράδειγμα της Αργεντινής, που είδες αυτοί; Πώς τα καταφέρανε, είδες; Ξερνάω και με τη δραχμή και με το ευρώ. Ξερνάω με την πτώση του καπιταλισμού. Ξερνάω και με την παλιά Ελλάδα, που τουλάχιστον οι άνθρωποι γλεντούσανε στις κωλοαυλές τους, ξερνάω και που η τότε φτώχεια είχε τουλάχιστον αγάπη και χαρά και οι άνθρωποι βρισκόντουσαν μεταξύ τους. Ξερνάω και με αυτές τις πολυπρόσωπες ελληνικές οικογένειες που κοιμόντουσαν όλοι μαζί στην καμαρούλα -μια-σταλιά-δύο-επί-τρία και αυτό ήταν ευτυχία και χαρά. Γιατί δεν βλέπω καμία ευτυχία στο να σε κλάνει ο μπατζανάκης του αδερφού σου μέσα στη μούρη. Ξερνάω όμως και με τον πολιτισμένο Ευρωπαίο που κουβαλάει το μωρό του στο μάρσιππο και που έχει ωραία άνετα πεζοδρόμια γιατί η καλή και πολιτισμένη του κοινωνία τον βοηθάει να έχει πέντε ώριμα, ευγενέστατα κουτσούβελα μέσα στα πολιτισμένα τους καρότσια, με τις ειδικές κουκούλες για το κρύο και τις ειδικές σακούλες για το σκατό του πολιτισμένου τους σκύλου. Ξερνάω τον εαυτό μου, την τηλεόραση, το πρότυπο μιας ισορροπημένης, καλής, παραγωγικής κοινωνίας και γενικά το ξερατό είναι μεγάλο και τελειωμό δεν έχει. Δεν υπάρχει πρόταση, ούτε άποψη, ούτε θέληση, ούτε όνειρο. Ξερνάω και στην ιδέα του ονείρου, γιατί το θεωρώ κι αυτό μέρος της καταδίκης του ανθρώπου. Να ονειρεύεται και να διεκδικεί μια καλύτερη ζωή, να κόβει το κάπνισμα μπας και ζήσει πέντε χρονάκια παραπάνω, να διαμαρτύρεται, να αγωνίζεται, να παλεύει, να δημιουργεί, να αγαπάει, να αγαπιέται, να γαμιέται, να χύνει, να φοβάται, να παντρεύεται, να ψωνίζει, να μαζεύει αποδείξεις, να μένει από βενζίνη, να μένει από τσιγάρα, να μένει άναυδος.




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.