trans europe express

Page 1


TRANS EUROPE EXPRESS


Πρώτη έκδοση: Νοέμβριος 2010 © 2010, Ζήσης Κοτιώνης και Eκδόσεις ΜΕΛAΝΙ Σκουφά 71Α, 106 78, Αθήνα Τηλ.: 210 3641.638 Ε-mail: melani2@otenet.gr www.melanibooks.gr ISBN: 978-960-6781-**-*


Ζ Η Σ Η Σ ΚΟ Τ Ι Ω Ν Η Σ

Trans Europe Express Αφηγηματική ποίηση

ΕΚΔΟΣΕΙΣ



Περ ι ε χό μ ε ν α

9

29

ΠΟΤΣΝΤΑΜ — ΒΕΡΟΛΙΝΟ — ΑΘΗΝΑ 10

Ο πύργος / Εξύψωση

15

Το πόμολο / Περιστροφή

20

Το θέατρο / Εκσκαφή

26

Το τείχος / Περάτωση

ΠΑΡΙΣΙ — ΒΕΡΟΛΙΝΟ 30

41

ΓΙΒΡΑΛΤΑΡ — ΛΙΣΣΑΒΩΝΑ — CABO DE ROCA 42

53

Διάτρηση

ΜΕΤΕΩΡΑ — ΜΑΝΗ — ΣΙΑΚΑ ΝΟΤΙΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΣ 98

111

Υιοθεσία

ΣΚΩΤΙΑ — ΝΟΡΒΗΓΙΑ — ΒΟΡΕΙΟΣ ΠΟΛΟΣ 86

97

Το τάνυσμα 1818 / 2008

ΣΙΛΕΣΙΑ — ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ — ΑΘΗΝΑ 76

85

Κατολίσθηση

RUGEN — ΑΛΟΝΝΗΣΟΣ 64

75

Διαπόρευση

ΠΑΤΡΑ — ΒΕΝΕΤΙΑ — ΖΥΡΙΧΗ 54

63

Αναπομπή

Ανάδυση / Καταβύθιση

ΡΩΜΗ — ΣΚΟΠΕΛΟΣ 112

Καταβύθιση / Ανάδυση

[7]



Π Ο Τ Σ Ν ΤΑ Μ — Β Ε Ρ Ο Λ Ι Ν Ο — Α Θ Η Ν Α


Ο πύργος / Εξύψωση


Στη θέση όπου φύονταν επτά επί οκτώ ίσον πενήντα έξι φλαμουριές ορθώθηκε ο Πύργος του Einstein κατά τι ψηλότερα από τα δένδρα κάπου ανάμεσα στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους. Από τον κορμό του πύργου εξείχε μοναχά το κεφάλι και με μισάνοιχτο το χαλύβδινο βλέφαρο το πελώριο μάτι κοιτούσε τον ήλιο. Η λαμπερή εικόνα περνούσε από τον οισοφάγο αμάσητη και προβαλλόταν σε υπόσκαφη αίθουσα σαν να ήταν η Γη ο βυθός και περισκόπιο ο Πύργος. Την κρύα ημέρα του χειμώνα κατέβηκα στου Πύργου τα έγκατα και σκύβοντας πέρασα στην αίθουσα του ήλιου, εκεί δυο Γερμανοί ερευνητές μου πρότειναν να καθίσω μπροστά στην οθόνη είδα τη φλεγόμενη μάζα του αστεριού να γεμίζει με φως τον καθρέφτη εστιάζοντας ύστερα σε μια μαύρη κηλίδα στον ωκεανό της πυρηνικής συντελείας στου ματιού μου το βάθος προβλήθηκε ανάποδα το περίγραμμα της μαύρης κηλίδας στον ήλιο λες κι ήταν νησί.

[ 11 ]


Αναγνώρισα εκεί την Αττική: φλέγονταν όλοι οι ορεινοί όγκοι της χερσονήσου και στον τόπο όπου υποτίθεται ότι απλώνεται η Αθήνα μια τρύπα παλλόταν σαν ένα χταπόδι γραπωμένο στη φλεγόμενη σάρκα του ήλιου. Βγαίνοντας από τον Πύργο όπου παρέμεινα τόσο καιρό, όσο θέλει το φως για να φτάσει απ’ τον Ήλιο στη Γη είχε όντως καλοκαιριάσει∙ τα χιόνια είχαν λιώσει και του πύργου ο υπόλευκος διάκοσμος −σάρκα μαζί και σκελετός− οριοθετούσε τη φιλική του εξύψωση μέσα στο βαθυπράσινο ξέφωτο. Κοντοστάθηκα και κάθισα στο γρασίδι να εποπτεύσω για τελευταία φορά το ανθρωπόμορφο σώμα του πύργου που ξελαιμιαζόταν για να εποπτεύσει επάνω απ’ το δάσος του κόσμου τα άστρα. Έσκυψα το κεφάλι και το βλέμμα μου σούρθηκε με ντροπή προς τα κάτω, στο χώμα το σκάλιζα με ένα σβησμένο τσιγάρο τους λόγους ψάχνοντας για τη σκοτεινή αντανάκλαση της αρχαίας μου χώρας μες στις μικρές σκιές που σχημάτιζαν ως ακτίνες ενός αόρατου κύκλου τα χόρτα. [ 12 ]


Γιατί όσες στροφές και αν κάνει ο μαιανδρικός ποταμός της ιστορίας άλλους λαούς ενθαρρύνει ακάλυπτους να εκτοξεύουν στο διάστημα γενναία ερωτήματα κι άλλους αφήνει παράμερα σκυμμένους στην όχθη στο διηνεκές να κοιτάζουν τους εαυτούς τους μες στης ροής του νερού τον σπασμένο καθρέφτη καθώς ντύνονται με επώνυμα ρούχα και φλυαρούν ασταμάτητα για να γοητεύουνε, λέει, ο ένας τον άλλο. Ήρθε η ώρα τότε να στοχαστώ την ιστορία του Πύργου τους τελευταίους πενήντα έξι χειμώνες τη σιωπή και την πτώση άκουσα μέσα μου να βγαίνει απ’ τα φύλλα τον μακρύ, στον αιώνα, απόηχο της βόμβας και από το Πότσνταμ στράφηκε ο νους μου στις εκκρεμότητες που ονομάζουμε φίλους. Τους είδα να ταξιδεύουν το καλοκαίρι στην άγονη γραμμή των Κυκλάδων και να αρθρώνουν τη θεωρία του διαρκούς ερειπίου κόντρα σε αυτό που ονομάζουν οι φυσικοί σχετικότητα. Τινάζοντας από πάνω μου την υγρασία των χόρτων [ 13 ]


έστρεψα το κεφάλι στο νότο και το μάτι τούς έκλεισα. Λες κι ήταν κοντά μου οι φίλοι αυτοί που όσο παρέμενα μέσα στο μπούνκερ και μελετούσα τον ήλιο εκτοξευμένος στον μέλλοντα χρόνο ως νεκρούς τους μνημόνευα.

[ 14 ]


Το π ό μ ο λ ο / Π ε ρ ι σ τ ρ ο φ ή


Περισσότερες από δύο ή τρεις φορές διέσχισα από πάνω ως κάτω την Oranien Straße στο Kreutzberg. Πουθενά δεν διέκρινα τις πορτοκαλιές που χαρίσαν τ’ όνομά τους στο δρόμο φαίνεται ο πόλεμος… όμως στο γωνιακό μανάβικο με τα απλωμένα καφάσια είδα τον Τούρκο να γυρίζει με άξονα το σκούρο του δάχτυλο σαν να ήταν υδρόγειος ένα λαμπερό πορτοκάλι. «Oranien aus Ost!» φώναζε και με υπόκλιση πρόσφερε τον καρπό στην ανάερη −με το παιδί στο καρότσι− Γερμανίδα μητέρα. Καθώς της το έτεινε, από χέρι σε χέρι το άφησε επίτηδες να πέσει πιο γρήγορα κάτω εκείνη τα γόνατα δίπλωσε να πιάσει το φρούτο απ’ το δρόμο. Του Τούρκου η ματιά σαν λεπίδα διέσχισε το χώρο ανάμεσα στα δύο της ολόλευκα πόδια και έσβησε μέσα στο απόλυτο μαύρο. Τότε, ο μανάβης θα ένιωσε τρανταχτό χτυποκάρδι όπως εγώ την ημέρα που ανοίγοντας του σπιτιού μου την πόρτα αντίκρισα να αστράφτει η θάλασσα κάτω απ’ τη μαύρη τρύπα του ήλιου. [ 16 ]


Αργότερα ανέδραμα τον σύντομο δρόμο από χώρα σε χώρα και είδα να εκτίθεται μέσα σε μια προθήκη, στο Bauhaus Archiv, το μπρούτζινο πόμολο απ’ του σπιτιού μου την πόρτα στο Φάληρο σε σχέδιο του Γκρόπιους, ολόιδιο! Καθώς είχα αφήσει άφοβα την πόρτα ανοιχτή πίσω, στο σπίτι, να χάσκει στο πέλαγος βρήκα εύκολα το δρόμο γυρνώντας να χωθώ στο σκοτεινό παιδικό μου δωμάτιο. Έστρεψα τότε το πόμολο με περίσκεψη τρεις φορές στον αέρα κοιτώντας την μπρούτζινη γλώσσα να βγαίνει σαν κούκος κι αμέσως να χάνεται μέσα στης πόρτας το μαύρο. Στο τέλος το άφησα, εκείνο βεβαίως παρέμεινε έξω να μου βγάζει τη γλώσσα για να μην κλείνει κρατώντας την πόρτα ανοικτή όσο λείπω. Η ξανθή Γερμανίδα σηκώθηκε και πρόσφερε το μήλο πίσω στον Τούρκο χαλαρά, με λυγισμένο το χέρι. Εκείνος γλιστρώντας τα δάχτυλα επάνω στην τεταμένη λευκή της παλάμη το πήρε στερέωσε επίμονα το βλέμμα στα μάτια της και γελώντας το πρόσφερε στο δεμένο παιδί μες στο καρότσι [ 17 ]


που τεντωμένο ανέτεινε το μικρό του χεράκι ανοικτό. Αυτή μόνη στον κόσμο, με ένα παιδί κι εκείνος με μια ντουζίνα παιδιά και μία γυναίκα πέρα εκεί, στην πατρίδα που παρέμενε ασάλευτη πίσω απ’ τη σκιά της μισάνοιχτης πόρτας σαν την αφώτιστη πλευρά της σελήνης. Όσο χρόνο χρειάστηκε να περάσει ο καρπός από χέρι σε χέρι η πόρτα βροντώντας έκλεισε πίσω μου με το μελτέμι που σηκώνει το καλοκαίρι στην Ελλάδα, καθώς στη Σαχάρα η άμμος μαλακώνει και λιώνει από τη θέρμη του ήλιου ενώ ο δροσερός αέρας της βορείου Ευρώπης διασχίζει τη χοάνη του Αιγαίου Πελάγους και χωρίζει της Μικράς Ασίας τους λιόφυτους λόφους απ’ τις δασώδεις καμπούρες της Πίνδου. Το μελτέμι ψεκάζει με άμμο τα μαυρισμένα κορμιά στις ηλιόλουστες ακρογυαλιές και δροσίζει απλόχερα τις κορεσμένες ψυχές μας ή ίσως, ακόμη, το βράδυ τις ψύχει και καθώς τα δάχτυλα ψάχνουν τυφλά τη ριγμένη ζακέτα στην πλάτη άξαφνα αισθάνεσαι σαν να κοιτάζεις το μέλλον από μια χοάνη ανάποδα.

[ 18 ]


Τα νησιά είναι ψάρια ριγμένα στο χωνί του ψαρά και εσύ ο πλούσιος κληρονόμος του έρημου τόπου μοιάζεις με καμήλα που οφείλει να περάσει από μια βελόνα, τον επερχόμενο γκρίζο χειμώνα.

[ 19 ]


Το θ έ α τ ρ ο / Ε κ σ κ α φ ή


Έτσι όπως κατέβαινα χαλαρά τα σκαλιά

προς τις υπόγειες τουαλέτες του κραταιού, αν και μετριοπαθούς, θεάτρου της Schaubühne καθώς έπαιρνα φυσικά την καμπύλη από την όψη του κτηρίου εντός μου κατάλαβα ότι η νοσταλγία παίρνει τις αποφάσεις της μόνη ή καμιά φορά τις αρνείται − χωρίς να στραφεί να ρωτήσει ούτε καν την ελπίδα. Το ουρητήριο διέθετε τις ελάχιστες διαστάσεις μιας προπολεμικής ανθρωπομετρίας και μου φάνηκε ότι για τα μεγέθη του κτηρίου ισχύει το ίδιο: κρατούν ένα μέτρο επάρκειας ο όγκος της σκηνής και η σκάλα η ορθογώνια λεπίδα που προβάλλει στο δώμα. Είναι κομψό εκείνο που αρνείται να γίνει ευμέγεθες, αν και μπορεί, τότε αυξάνει η κοινή περιουσία των θεατών. Αυτός, ο οποίος μοιράζει ευτυχισμένος γίνεται κλέβοντας κάτι δικό του απ’ του καθρέφτη τη λάμψη με ένα πρόσκαιρο βλέμμα το υπεξαιρεί από τους απόντες σαν προς στιγμήν μέσα στο φόντο να υπήρξαν οι προγενέστεροι, ναι, μα εκείνοι σιωπούν! και κυρίως σιωπούν οι-όχι-ακόμη.

[ 21 ]


Στο νιπτήρα μπροστά μου δεν έστεκε ο άλλος μόνο σκυμμένος, εγώ, με βρεγμένο το πρόσωπο αναζήτησα φτύνοντας ψηλαφητά να τραβήξω χαρτί από το ασημένιο κουτί με τα χέρια υγρά και ύστερα ένα δεύτερο για να έχω στο δρόμο και ένα τρίτο για το μεγάλο ταξίδι επιστρέφοντας πίσω θα το έβρισκα άξαφνα κολλημένο και άμορφο σαν της Ελλάδας το χάρτη στις ζάρες της τσέπης. Έξω φυσούσε νοτιάς παρασέρνοντας τη βροχή του απογεύματος καθώς η ημέρα κατέρρεε δυσδιάκριτα μέσα στα σύννεφα χάνοντας τρία λεπτά ζωής από μέρα σε μέρα∙ ο αέρας ανακάτεψε τον κόσμο μπροστά στα πόδια μου τσάκισε τα κίτρινα φύλλα της φλαμουριάς ανέμειξε το επερχόμενο φθινόπωρο με το διαφυγόν καλοκαίρι. Πίσω μου είχα αφήσει τον τόπο να βαριανασαίνει ακόμη στη βράση του ξηρού απογεύματος σαν να κρατούσε τη θέρμη ενός πάθους ληγμένου ενώ είχαν κολλήσει στα πόδια μικρά βοτσαλάκια από τη δυτική παραλία του αξημέρωτου ερέβους.

[ 22 ]


Καθώς ο ήλιος βασίλευε συγχρόνως ανέτειλε εντός μου η πλάνη μιας άμετρης φιλοδοξίας πώς να δώσεις νόημα αλλιώς στο κάτεργο της καθεμιάς μέρας παρά εγκαλώντας μακρόπνοους στόχους που η πραγμάτωσή τους αμέσως τους κάνει να φαίνονται, καθώς αναδράμεις, αυτονόητοι ή απλώς παιδαριώδεις. Αυτός, ο μετά, έχει κάτι να διδάξει εκείνον, τον πριν κι εκείνος, ο πριν, έχει κάτι να αντεπιστρέψει στον πρώτο με το χέρι σηκωμένο σημαίνοντας την άνευ όρων παράδοση: ο νικητής παραδόθηκε στον ηττημένο! Αλλά μέχρι το χέρι να σηκωθεί έχει ήδη ξανακατέβει στο κεφάλι του πρώτου διδάξαντος σαν ένα χάδι αυτό είναι έκφραση βίας, παθητικής, ο ένας ευλογημένος λαός, ο Γερμανός με δέος ατενίζει τον άλλο, τον Έλληνα συναντά το πεπρωμένο του του απευθύνει τον λόγο: «Τι κάνεις;» σαν κάτι να θέλει να καταλάβει, να κερδίσει χρόνο προτού απλώσει το ατσάλινο χέρι να αρπάξει − χωρίς να μπορεί να καθυποτάξει, δήθεν με ευγένεια, τον δόλο στο βλέμμα. Ο πρώτος διδάξας σπεύδει να απαντήσει: «Τίποτα». [ 23 ]


Έτσι αυξάνει η απειλή από το σκιάχτρο του εχθρού όπως απλώνουν οι σκιές κι ενώνονται στον ελαιώνα εντείνοντας τη διάθεση πολυγαμίας των δέντρων∙ συμβαίνει με τη δύση του ήλιου και στων πολιτισμένων λαών τα χωριστά δειλινά προτού η σκιά ανέβει απ’ τη γη τους κι ενώσει τους πάντες μες στο χαώδες θάμπος της νύχτας. Έξω στην πλατεία του θεάτρου οι έφηβοι σκέιτερς μιλούσαν σε ακατάληπτες γλώσσες −ανάκατοι έπαιζαν οι ελεύθεροι σκλάβοι– και τότε, μεμιάς, κατάλαβα ότι οι Γερμανοί υπήρξαν προπομποί των Ελλήνων. Περπατώντας στις αυλές του κτηρίου ανάμεσα σε ξεχασμένα ποδήλατα, πυροσβεστικούς κρουνούς στη σειρά και άδειες παλέτες σκηνικών παραστάσεων περασμένων και ξεχασμένων, κατάλαβα ότι είναι αδύνατον να προσεγγίσω το σημείο που είμαι, εδώ, και ότι άλλο τόσο είναι αδύνατον να επιστρέψω, εκεί. Έτσι ένας τάφος παραμένει ανοικτός σαν ερώτημα τόσο εδώ, όσο κι εκεί απλωμένος στον υδάτινο κάμπο του Βερολίνου ή στριμωγμένος στενάχωρα στο αδιαχώρητο ανάγλυφο της Αττικής αδύνατον να σκάψεις στην πέτρα του βουνού χωρίς να τη σπάσεις όπως το φτυάρι εισέρχεται γλυκά στην άμμο του αργού ποταμού. [ 24 ]


Έτσι ο τάφος παραμένει μεν ανοικτός, ως ευκαιρία, τόσο εδώ, όσο εκεί όμως, αυτή η ανυπόφορη πράξη επί δύο −ο διπλασιασμός της αιώνιας αρχής− μια τρύπα εδώ, στο βράχο της Αττικής και μια τρύπα εκεί, στην πεδιάδα του Σπρεέ κάνει όσο περνά ο καιρός, προς το γήρας χωρίς να το βλέπει κανείς να αλληθωρίζουν κρυφά τα δύο του μάτια. Καθώς κατεβαίνω κι ανεβαίνω τη σκάλα να αποφασίσω είναι αδύνατον κάτω απ’ της Schaubühne την κατάφωτη σάλα ως κινητό, μυστικό σκηνικό, ό ίδιος, εγώ− πού να θαφτώ, εκεί ή εδώ; Ποιος υποβάλλει τα λόγια στον ηθοποιό που (δεν) είμαι; Τι λέω; Τι έλεγα; Πράγματι, είπα; Έχοντας στεγνώσει τα χέρια θα εισχωρήσω μες στη βροχή και θα περπατήσω∙ στο νερό θα σκανάρω τις ανείπωτες σκέψεις απροκατάληπτος, ως επιστήμονας περιπλανώμενος μέσα στο πεδίο του Gauss ωσότου περάσω από χώρα σε χώρα νοσταλγώντας του ήλιου την ώρα. Μετά θα γυρίσω να βρω ξανά τη βροχή που σιγά σιγά πλημμυρίζει το λάκκο από μια ρώσικη βόμβα: τον σκαμμένο από χρόνια ακόμη ασκέπαστο τάφο. [ 25 ]


Το τ ε ί χ ο ς / Π ε ρ ά τ ω σ η


Μέσα στον σύντομο χρόνο κατασκευής του μήκους εκατόν εξήντα πέντε χιλιομέτρων −και κάτι ψιλά− τείχους του Βερολίνου αναθερμάνθηκε η οικονομία όλης της αντίπερα χώρας −αυξήθηκε η παραγωγή σε τσιμέντο και χάλυβα μειώθηκε η ανύπαρκτη, ναι, ανεργία στον κλάδο της οικοδομής− όμως, η περάτωση έφερε πάλι την ύφεση κι έτσι εσύ το τείχος που τώρα ανεγείρεις γύρω απ’ την πόλη που ονομάζεις δική σου, την προσωπική σου επικράτεια, τον αγαπητό σου –αφύλακτο– εαυτό μη σταματήσεις να κατασκευάζεις ποτέ. Προχώρησε στην οικοδόμηση και άλλων τειχών όταν νομίσεις ότι ήδη περάτωσες το ένα − έχεις πράγματα να προστατέψεις και εκτός των τειχών και πρόσωπα που απ’ αυτά εξαρτάται η δική σου ασφάλεια. Γιατί εκείνος που θα καταφέρει να υψώνει περήφανα τείχη σε όλο το βίο του την οικονομία της Χώρας θα έχει προαγάγει τόσο πολύ όσο από τον καθένα στην τύχη και όλους μαζί χωριστά το ζητά η παρατεινόμενη στον νέο αιώνα μοντέρνα εποχή.

[ 27 ]



ΠΑΡΙΣΙ — ΒΕΡΟΛΙΝΟ


Αν α π ο μ π ή

Αφημένος στην ευχάριστη ζάλη από τη ροή των νερών του Σηκουάνα είχα μείνει για ώρες να στηρίζω τους αγκώνες στο πέτρινο γείσο το σαγόνι ανάμεσα στις δύο παλάμες και τα κρύα μου δάχτυλα να ακουμπούν τους δυό μου κροτάφους… Αντίστροφη ανάκληση: το γείσο στηριζόταν στον πέτρινο τοίχο κι ο τοίχος χωνόταν ως όχθη στην κοίτη του καφέ ποταμού∙ τα νερά κυλούσαν αργά δυτικά. Θάλασσα! αναπόδραστη αρχή και τέλος του αέναου κύκλου, εσύ μου λείπεις μα εγώ εγκαλώ στεγνός ένα άγνωστο βάθος την κυλιόμενη έκταση τον κυματισμό των διαφυγόντων ονείρων του κανενός το ρόδο να κυλάει αργά μια προσευχή στο νερό προς τα εκεί που δεν βλέπεις∙ ηχεί αξεχώριστη η παλίρροια της προσμονής από την άμπωτη της ελεύσεως.

[ 30 ]


Ήρθα νωρίς, το ομολογώ να σε περιμένω, πριν φτάσεις θα φύγω αργά χωρίς να σε βρω η στάση ως πτύχωση −με το κεφάλι κάτω, σκυμμένο− αφήνει την πτώση χωρίς ποτέ να συμβεί. Όμως έρχεται η ώρα της βίας τότε που κάποιος μεσάνυχτα σπρώχνει τον άψυχο –πλέον– κορμό της ρηξικέλευθης Ρόζας στο Landwehr Kanal. Τότε, αμέσως, και χωρίς να το ξέρει βυθίζεται η πόλη του Βερολίνου στο σκότος − μια νύχτα που κράτησε είκοσι έξι ολόκληρα χρόνια και για κάποιους ακόμα κρατεί. Η ψυχή παραμένει αθάνατη όσο είναι ισχυρή η μνήμη του σώματος κι ύστερα χάνεται για τη δεύτερη και τελευταία φορά − ο άνθρωπος δολοφονείται το σύμβολο εξυψώνεται το πλήθος βυθίζεται η αγιότης νικά ως ανάμνηση. Καθώς το κουρεμένο σκυλάκι ανακαθόταν στο λασπωμένο χώμα των Κήπων του Λουξεμβούργου [ 31 ]


μια καφετιά κουραδίτσα σαν αγκίστρι ξεμπούκαρε από το νήμα του εντέρου κι έπεσε μέσα στης βροχής τα απλωμένα νερά. Εκείνο συνέχισε τη βόλτα μες στο καρό παλτουδάκι ενώ η κυρία του έγειρε το βλέμμα της πίσω να διακρίνει το όφελος της σύντομης βόλτας στη μορφή του σκατού. Πρώτο πηγαίνει το ζώο κι ακολουθεί τυφλός ο άνθρωπος με οδηγό την αγάπη ή αντιστρόφως. Άφησε επιτέλους μετά από ώρες τις δύο του παλάμες ανοιχτές στο ποτάμι το ρόδο, ανάμεσα, να περνάει αργά καθώς ανασήκωνε τα τσιτωμένα του μάγουλα και τα κόκκινα μάτια σκοπούσαν τον βορινό ουρανό. Κυριαρχούσε απολύτως η αιθρία ο Γαλανός περιείχε την οσμή του Ωκεανού το κεφάλι του αμφίθυμο έγερνε προς τη ροή του ποταμού τραβώντας μαζί του αργά και όλο το σώμα∙ άξαφνα, μια σκιά τον εβάρυνε ο κορμός του αστραπιαία αναρίγησε.

[ 32 ]


Τότε γύρισε πίσω να δει τι τον σκιάζει και τι τον ωθεί∙ ένα ασήκωτο βάρος προς το βυθό: με το βλέμμα ακολούθησε της σκιάς τη συνέχεια προς το βάθος του πάρκου και την είδε να ενώνεται με τα τέσσερα πόδια του πελώριου σιδερένιου μνημείου. Αυτή: «Μόνο επειδή τον εσκίασε ο πύργος του Άιφελ με του ήλιου το γέρσιμο κατάφερε αίφνης να θυμηθεί το ραντεβού που είχαμε δώσει εχθές το πρωί τότε που εγώ στεκόμουν μιλώντας στο κινητό υψωμένη σε ένα τακούνι και με το άλλο μου πόδι γυμνό μετέωρη μέσα από την κρυστάλλινη όψη του δωματίου του Διηπειρωτικού μου Ξενοδοχείου χάζευα να κυλάει αργά το νερό στο Landwehr Kanal. Καθώς του μιλούσα πέρα απ’ το κανάλι κοιτούσα στο «Zoo» ζώα ποικίλα το πολύχρωμο πλήθος σε κομμάτια σπασμένο μες στις πυκνές φυλλωσιές. Τώρα με φέρνει εδώ, στο Παρίσι, η χαμηλόστροφη ισχύς [ 33 ]


της ερωτικής προσδοκίας αναίτια όμως κλονίζεται και στρέφεται άξαφνα στον εαυτό της ενάντια ως ανάστροφο ρεύμα στον ποταμό. Όταν ο δείκτης της αποστάσεως δείξει μηδέν κι αυτό που περίμενες είναι, το βλέπεις, ήδη εκεί, σχεδόν το κατέχεις, μπορείς να το φας, να γίνει εσύ η επιφύλαξη τότε θα σ’ το αφαιρέσει. Δεν πρόφτασα να μετανιώσω που ήρθα ούτε να κλάψω για το ποτάμι που χύνεται άδοξα στον απαθή Ωκεανό γιατί τη στιγμή που ανέκοπτα τον ενδεή μου βηματισμό κι η προσμονή μου μεταστρεφόταν σε επιθυμία ή ελπίδα ή ανάγκη για διαφυγή μπροστά στο σκιασμένο κορμί του από τον Πύργο του Άιφελ εκείνος ορθώθηκε άξαφνα απ’ του ποταμού τη ροή στράφηκε προς τα εδώ και κάρφωσε το βλέμμα του από πάνω ώς κάτω στον αλαφιασμένο κορμό −του ελαφιού− μου. Τότε, εγώ, από ένστικτο έγειρα τα κέρατα προς-τα-μπροστά∙ με το όπλο αμύνης τού χάιδεψα μαλακά το δέρμα στο πρόσωπο κοιτώντας ταυτόχρονα κάτω [ 34 ]


μέσα απ’ τις δυο μπροστινές μου οπλές∙ φορούσε τα ίδια παπούτσια όπως τότε που τον συνάντησα πριν από μήνες για τελευταία φορά». Αυτός: «Μια αίσθηση ξύλου σάρωσε προσωρινά τις ζεστές παρειές του προσώπου μου σαν κλαδί χνουδωτό ή σαν να διήλθε ένα μπαστούνι με κόμπους από τον κώνο της όρασής μου καθώς ανέδραμα την πορεία μιας σκιάς και το βλέμμα μου τερμάτισε πέρα στα τέσσερα σιδερένια πόδια του Πύργου∙ αρνιόμουν να στρέψω το βλέμμα πιο πάνω να δω το τέρας εκεί που τελειώνει καθ’ ύψος για να μη με θαμπώσουν οι ακτίνες του ήλιου. Παράξενο κτίσμα που χωρίς να ’χει στέγη κάτω απ’ τον ίσκιο του χωρά γενναιόδωρα ένα ολόκληρο πλήθος ή μήπως δεν είναι καν κτίσμα αλλά ένα καλσόν φορεμένο σε σώμα διπλό με τέσσερα πόδια που αντί για μετάξι είναι από σίδερο: μεγεθυμένο μνημείο απουσίας μιας πόρνης που αρνήθηκε άδικα κάτω απ’ τη γέφυρα [ 35 ]


−μέσα σε ανάκατα γέλια και κλάματα− να ενδώσει στα χούγια του Καρόλου Μπωντλαίρ επειδή, λέει, εκείνος δεν κρατούσε λεφτά… Στάθηκα κάτω απ’ τα τέσσερα πόδια και αισθάνθηκα όπως όταν ήμουν μικρός υπό το σκοτεινό μυστικό μιας γυναικείας σκιάς. Πώς χώρεσα άραγε σε κάτι τόσο μεγάλο εγώ ο τόσο μικρός; Όλοι, με ρυθμό πανδημίας χωρούν συνωθούνται στη σκιά της ακλόνητης φούστας «μητέρα Γαλλία» εφώναξα αλλά κανείς δεν με άκουσε ούτε εκείνη που είχα καλέσει από τη Γερμανία στο ασταθές ραντεβού. Έστεκε αόρατη έξω από της σκιάς την κρυψώνα. Τα μάτια βλέπουν καλύτερα συνηθίζοντας στο άπλετο φως παρά όταν η κόρη ανοίγει απ’ τον πόθο λες κι είναι ο έρωτας σκότος. Ναι: όπως τη στιγμή της σιωπής όταν δυο σώματα ενώνονται και διαστέλλεται ακούσια η μαύρη τρύπα της όρασης του τυφλωμένου η κόρη ανοίγει ενώ η πνοή αθέλητα αυξάνει κι αυξάνει…» [ 36 ]


Αυτή: «Ξύπνησα μόνη στο μεγάλο κρεβάτι μπροστά μου το άδειο μπουκάλι και στο κανάλι μαούνες, σημύδες, προπολεμικές φλαμουριές. Ό,τι δεν έχαψε η ρώσικη βόμβα έγινε χλόη να μασουλούν τα ελάφια έχασα το όνειρο, πάει το πρωί αρνήθηκα να πετάξω με το πρώτο αεροπλάνο για να προσγειωθώ στο Ντε Γκολ, στο Παρίσι. Ο φρουρός έφραξε το δρόμο μου προτού καν ξυπνήσω «δεν χρειάζεται» είπε να ανταλλάξεις το άλγος του νόστου με το πραγματικό το πρωινό μου άχνιζε μπρος στον καθρέφτη την ώρα που το αεροπλάνο με άδεια την κρατημένη μου θέση πετούσε απ’ το Tegel και η δεξιά του τουρμπίνα ρουφούσε αστραπιαία ένα μεγάλο πουλί. Βούτηξα το κρουασάν στον διηπειρωτικό μου καφέ και κοίταξα το κανάλι στο βάθος: το μνημείο της Ρόζας αποβραδίς με ενοχλούσε ό,τι θυμίζει, στο Βερολίνο, λυπάται και ταυτόχρονα λείπει κι όμως είναι η λύπη που σε φέρνει εδώ [ 37 ]


καθισμένη στα πόδια, στον πάγκο, στο μπάνιο τα αξεσουάρ, το σεσουάρ, του δωματίου κραυγή. Η λύπη κι η ακόρεστη δίψα για εργασία… Δεν θέλω αυτό που κατέχω και φοβάμαι αυτό που δεν έχω είμαι μόνη, αυτάρκης δεμένη στο πόστο της εργασίας καθισμένη στην κορυφή μιας εφήμερης ιεραρχίας που μοιάζει αιώνια αρνούμαι να θυσιάσω ό,τι έχω χτίσει με κόπο ή ό,τι οι άλλοι έχουν εκλάβει ως ιαχή διαταγής δηλαδή, το όνομά μου. Τον σκέφτομαι, εκεί να κοιτάζει το λασπώδες νερό στο ποτάμι η βροχή ανάμεσα σε δύο έρημες χώρες η εγκρατής πολυτέλεια των βαβαρέζικων αυτοκινήτων το εύτακτο χάος των αεροδρομίων τα ενυπόγραφα ρούχα τα τακτοποιημένα εσώρουχα στο ράφι με καθηλώνουν άπραγη σε ό,τι ξέρω να κάνω σταθερά καρφωμένη μέσα στο κάδρο. Παραμένει ανερμήνευτο το δώρο-κατάρα της εργασίας βαρύ το αντάλλαγμα του τετριμμένου γοήτρου κάμποσα αναίμακτα χρόνια σαν ένα ελάφι βαρύ, ζωντανό αφημένο στο πιάτο.

[ 38 ]


Ποιος θα σηκώσει το ξένο που με κρατά αφημένη στο πουπουλένιο κρεβάτι να κοιτώ το ταβάνι προτού σηκωθώ να εργαστώ;» Αυτός: «Μαζί με δεκάδες τουρίστες με ανεβάζει το ασανσέρ μέσα στη φούστα. Κομματιάζομαι ανάμεσα σε αμέτρητες φωτογραφίες μέσα σε ποια εικόνα να διατηρηθώ καθώς ανελκύομαι και αδιακρίτως χτυπούν τα τηλέφωνα, γεμίζουν οι μνήμες, οι κάρτες, σουτάρουν οι φωτογραφικές μηχανές; Είναι αδύνατον να λιώσεις σαν να ήσουν κερί όταν πρέπει όμως σηκώνεσαι ο ανελκυστήρας σε έλκει ψηλά. Υπακούω τυφλά σαν τη φλόγα στο κερί καθώς λιώνει για να φωτίζει το σκοτεινό∙ εθελοντής αναρριχώμενος. Περισσότερο τις παθαίνω τις δικές μου ενέργειες παρότι δήθεν τις πράττω σαν τον Οιδίποδα μια μηχανή σχεδόν αθόρυβη με ανεβάζει στον ανάστροφο πάτο. Το ελάφι; άφησα να βόσκει τη γαρνιτούρα του γεύματος που είναι το ίδιο: αυτή!

[ 39 ]


Καθώς ξεκολλώ απ’ το έδαφος μπαίνω μέσα στον μαύρο κώνο της ατσάλινης ματιάς-από-πάνω. Είχα ορκιστεί ότι δεν πρόκειται να γίνω ποτέ εγώ επισκέπτης του Πύργου του Άιφελ και όμως τώρα βρίσκομαι εδώ επίορκος ανεβαίνω ανεβαίνω απομακρύνομαι και ταυτόχρονα φτάνω στην κορυφή του σιδερένιου παγόβουνου». Ως άλλος Αμούδσεν ως ήρωας σκαρφαλωμένος στην πλάτη του εαυτού μου όφειλα να καταλάβω πως η υπέρβαση κάθε ορίου και η κατάκτηση κάθε κορυφής δεν είναι για εκείνον που παθαίνει ό,τι κάνει παρά καθαρός τουρισμός.

[ 40 ]


Γ Ι Β ΡΑ ΛΤΑ Ρ — Λ Ι Σ Σ Α Β Ω Ν Α — C A B O D E R O C A


Διαπόρευση

Ο σπουργίτης που μπήκε να μείνει μέσα στο σπίτι πόθησε το δέντρο έξω και πέταξε με το ράμφος του επάνω στο τζάμι χτυπώντας έπεσε με τα δυο του πόδια να βλέπουν ανάποδα προς τον θαμπό ουρανό του ταβανιού. Ένα άλλο πουλί κρώζοντας με μανία το φίλησε ράμφος με ράμφος και πέταξε σε μιαν απρόσβατη κόγχη του οίκου. Το πένθος του ήταν ένα ολιγόλεπτο χτυποκάρδι μέσα στα πούπουλα κι ύστερα ξέχασε. Έτσι κι εγώ ατένιζα από της Αφρικής την ακτή με χτυποκάρδι τον απόρθητο βράχο της ευρωπαϊκής χερσονήσου κάτω απ’ τα πόδια μου ο Ωκεανός σαν Ποταμός πλημμύριζε τη λεκάνη της Μεσογείου. Ο νομάς του νοός μου σταμάτησε σε ένα αόρατο τζάμι χωρίς κάποιον γδούπο [ 42 ]


στο όριο μεταξύ δυο Ηπείρων και κατρακύλησε σαν ναυαγός μέσα στο κύμα. Ο μόνος ταξιδεύει στεγνός περιμένοντας ένα καράβι στην άκρη του μόλου. Ο καφές κρυώνει άπιωτος στο φλιτζάνι γιατί όπως το ταξίδι δεν έρχεται έτσι και η γουλιά δεν κατεβαίνει στο λάρυγγα. Ο βράχος υψώνεται απέναντι και η ατμόσφαιρα ανάμεσα είναι αδιαπέραστη∙ ο υγρός αέρας που εισπνέεις κοιτώντας στην άκρη του μόλου αποτελεί την πρώτη ύλη της αμφιθυμίας. Ούτε θες να διαβείς το στενό ούτε δεν θες ούτε προτιμάς να κοιτάξεις πίσω ούτε σε τέρπει αυτό που βλέπεις μπροστά. Μέσα στο λαιμό σου ο γάντζος σε κάνει να κρατιέσαι ψηλά: εφελκύεσαι ο γερανός χωρίς νήμα τον αέρα τεντώνει του ναυτίλου η τέχνη σφηνωμένη μέσα σε ένα συρτάρι [ 43 ]


σαν χάρτης απλώνεται επάνω στο τανυσμένο σαρκίο της θάλασσας. Εκείνη υψώνεται σαν να ήταν βουνό καταβυθίζεται σαν να ήταν κοιλάδα κι ανάμεσα καθώς σκάει ο αφρός στου βουνού την κορφή του καπτα-Σάββα το σκάφος πλανάρει ξυλάρμενο. Εκείνος, κρατάει σφιχτά το χέρι της γυναίκας του Σου μια που ο κίνδυνος ενώνει με θέρμη τα σώματα όσο διαρκεί. Όμως μετά το μεγάλο ταξίδι ακροβατώντας στο μόλο με ένα ποτήρι στο χέρι γεμάτο κονιάκ θα τη χωρίσει στέλνοντάς τη στην πατρίδα της, πίσω. Παγωμένη καρδιά, άδειο ποτήρι, απέραντη πεδιάδα του Καναδά. Το κήτος που πεινασμένο συνόδευε το σκαρί της «Χαράς» για ολόκληρες μέρες θα συνεχίσει την πορεία −χωρίς λάθος− στο άγνωστο προς εύρεση νέας τροφής.

[ 44 ]


Η πλώρη του πλοίου μάταια έχει μάτια να βλέπει πάντα ένα λιμάνι είναι αδιάφορο αν βλέπει το πλοίο ή εκείνος ο κύκλωπας, ο καπετάνιος, που έχει ραμμένη την άγκυρα στην κορυφή του κρανίου. Φώναξα «Please, the bill» και συμπλήρωσα: «Conto!» κουνώντας στον αέρα το χέρι σαν να έγραφα κάτι στον ουρανό και η φωνή μου πνίγηκε μες στον ατμό του σφυρίγματος εκείνου του πλοίου που η πλώρη με κοίταζε με δυο αδιαπέραστα μάτια. Το βλέμμα είναι αλυσίδα που διαπερνά κάθε πάχος και μας προσδένει στων πραγμάτων το άγνωστο βάθος αρκεί να έχουν ψυχή. Ούτε μια ούτε δύο αλλά επτά σφυριξιές σήμαναν στην άκρη του ντόκου τον κίνδυνο μιας ασφαλούς αναχώρησης και πέρασα οικειοθελώς στο βάθος μέσα στο αμπάρι. Ο αχνός της Ευρώπης μου ήρθε αμέσως στη μύτη πριν καν προλάβω να δω την αντίπερα ακτή. [ 45 ]


Η μύτη προηγείται των οφθαλμών το ράμφος είναι ο κάβος ο ίδιος αυτός ο καιρός και πίσω απ’ τα χείλη του πλάθεται ο μετέωρος-λόγος. Πορτοκαλιές; έχει πλούσιες κι ο αντίπερα κάμπος το σπάνιο νερό της Ισπανίας αρδεύει αργά τον πορτοκαλί-ελ-αιώνα. Δεν είναι μακριά το φημισμένο λιμάνι της Πορτογαλίας όχι, όχι το Πόρτο, μα η Λισσαβόνα όπου δύο κολόνες υψώνουν σαν Πύλη το μπόι τους στον Ωκεανό. Εκείνος που στέκει ανάμεσα με σηκωμένο το χέρι επιχαίρει χαιρετώντας τον άγνωστο κόσμο την γκρίζα ακτή του Βεσπούτσι όπου ακόμα απέναντι μες στο πρωί είναι νύχτα – αγνάντι καθώς σε μια χούφτα ζεστή γυρίζει η μπάλα του κόσμου χωρίς να βραχεί το μακρύ πέπλο εκείνου που τη στρέφει με το ένα του χέρι και το άλλο παραμένει ελεύθερο για να χουφτώνει και να τιμωρεί όσους και όσες προστρέχουν να μάθουν το μυστικό της αγάπης χωρίς λογισμό. [ 46 ]


Έριξα μια πέτρα που βρήκα απρόσμενα εκεί στο πλακόστρωτο ανάμεσα στις δύο όρθιες κολόνες και άνοιξα τρύπα στον ποταμό∙ οι ομόκεντροι κύκλοι της βύθισης θα σβήσουν αργά στην αμερικάνικη ακτή. Ταγμένος ανάμεσα σε ποτάμι και θάλασσα – ο Τάγος εκεί που απλώνεται η κοίτη και το ωκεάνιο κύμα στενεύει προκύπτει αυτόματα ως καρπός γηγενής ως ασπάλαθο στη μέση του λόφου από άμμο ο ναυτικός. Θέλησα να ανοίξω τα χέρια αλλά φοβήθηκα μη βυθιστώ σίγουρα κάποιος θα ήθελε απ’ την απέναντι άφαντη ακτή να είναι στη θέση μου, πίσω, εδώ: Κι εκείνος θέλοντας –όπως εγώ− μια πέτρα θα έριχνε από την γκρίζα ακτή του Νιου Τζέρσεϊ στον Ωκεανό. Άρα κι εγώ είναι αχρείαστο να κοιτάω προς κάπου όπως εσύ χωρίς να το λες εγκαλείς το ταξίδι που θα μας ενώσει ξανά και θα σκεπάσει τα κόκαλα του καθημερινού μας γαϊδάρου στην αμμώδη ακτή της Costa da Caparicca. [ 47 ]


Ό,τι έγινε έγινε όπως πήγαμε ήρθαμε κι εσύ θες πριν καν η βαλίτσα ανοίξει ξαπλωμένη στο παρκέ του σπιτιού να τη σηκώσεις και πίσω να φύγεις. Προς τα πού; το λέει το μέρος. Είναι άλλο να το σκέφτεσαι και άλλο να είσαι πράγματι εκεί η άνοια θεραπεύει την ανία η ακτή που ποθήσαμε να πατήσουμε με το πόδι στεγνό είναι η ρίζα του δέντρου μας που τρέφει η αρμύρα της θάλασσας καθώς η φυλλωσιά λυγερή κυματίζει και στάζει. Ταξιδεύει το δέντρο και πιο μπρος ο καρπός μέσα στο άνθος χωρίς βάρος άγεται φέρεται εγκαθίσταται και κατακλύζει τη γη. Κάποτε ρίζωσα άπραγος για ένα ολόκληρο τέταρτο μες σε αέρα με αλάτι, στον κάβο της Ρόκα διάβαζα λέει ένα πεζό του Πεσσόα κι ένα ψευδώνυμο του συγγραφέα μού έπεσε κάτω μισοθάφτηκε μέσα στην άμμο.

[ 48 ]


Η μελαγχολία χύνεται σαν οχετός απ’ της Λισσαβόνας τους λιθόστρωτους λόφους ευθύς προς τη θάλασσα δίνοντας έτσι κίτρινο-μαύρο χρώμα στο κύμα. Αδύνατον να χάσεις κάτι όταν δεν έχεις ο αέρας δεν είναι κενό αλλά γεμάτο – αλυσίδες. Εκείνος που περιμένει όντως έρχεται η οπτασία ντύνει το πράγμα μ’ αγάπη εκείνο επέρχεται και παρέρχεται το τραμ κουδουνίζει η κατηφόρα σύντομα ανέρχεται ο σταθμός περιμένει. Πάλι χαθήκαμε μες στο σταθμό παρεμβάλαμε τη χημεία της έκστασης στη ροή του εγκεφάλου και το τρένο μάς διέφυγε. Μέσα στην ακατανοησία του πολυσχιδούς ριζικού συστήματος του προγράμματος των αφίξεων και των αναχωρήσεων ένα δένδρο φυόμενο φλέγεται. Θυμήσου τουλάχιστον να μη χάσω εσένα σ’ αυτόν το σταθμό ή σε άλλο. Ο πλοηγός της ουσίας αρμενίζει αδιάφορος άξαφνα, η αγάπη ξυπνάει εντός του [ 49 ]


και σβήνει όπως όταν τελειώνει στο κρεβάτι η πράξη του πόθου μόνο που εδώ επιδρά κι αποδρά η ουσία. Ο καιρός μεθυσμένος δεν έχει τάση, δεν κατευθύνεται αλλάζει, ανακυκλώνεται συγκεντρώνεται και ξανά σκορπίζει χωρίς ποτέ να ’ναι ο ίδιος. Όσο ζεις ζω η πλήξη έρχεται μόνο σε εκείνους που ενορώντας τον κόσμο ατελώς νομίζουν ότι πάντοτε έρχεται ή ίδια ημέρα όπως τώρα εγώ στην ακτή και εσύ βυθισμένη σε μια χαμένη Ατλαντίδα ενορμάς προς το φως σαν πουλί στην αρχή της ημέρας ή σαν νυχτερίδα εφορμάς προς τη νύχτα αλλά είναι για σένα απ’ τον καθρέφτη του ήλιου πολύ μακρινός ο βυθός. Όταν σβήσει η πείνα σου με την πρώτη τροφή που θα βρεις θα γυρίσεις στην κοιλιά σου το ράμφος να τσιμπήσεις τα πούπουλα: δοκιμάζεις τον πόνο που-σου-προκαλείς και κλοτσάς προς τα άφαντα ψάρια λίγο φρέσκο ψωμί απ’ την πέτρα του μόλου στον Τάγο [ 50 ]


ανάμεσα στις δύο κολόνες-γκολπόστ. Εγώ εδώ, είμαι εσύ κάπου πέρα, εκεί. Ή εσύ εδώ, είσαι εγώ κάπου εκεί ακόμα πιο πέρα.

[ 51 ]



Π ΑΤ ΡΑ — Β Ε Ν Ε Τ Ι Α — Ζ Υ Ρ Ι Χ Η


Κατολίσθηση

Το λιμάνι είναι η θάλασσα

που απλώνεται κάτω σου πριν σφυρίξει το πλοίο; Μοναχός στο κατάστρωμα και στο βάθος ο βράχος της Αιτωλίας όπου δύει ο ήλιος∙ ή μήπως είναι λιμάνι τα σώματα των διπλανών Ασιατών και Αφρικανών μες στο κοντέινερ και η τρύπα στο μέταλλο είναι η μπούκα του λιμανιού για να μοιράζονται όλα τα στόματα τον λίγο αέρα που φτάνει στο αμπάρι, στο βάθος, με πάθος… Ναι, μέσα απ’ την τρύπα, είναι σαν να το βλέπεις: στο φόντο υψώνεται της Ευρώπης το απόρθητο κάστρο! Καθώς η πλώρη του πλοίου βυθίζεται μέσα στο κύμα η ζάλη δανείζει στο νου μου την εικόνα μιας θύελλας από το μύθο. Περισσότερο θα υπέφερε το κύμα στη μάσκα, στην πλώρη αν είχε ψυχή παρά το πελώριο καράβι που αν και νεκρό [ 54 ]


ανυψώνεται και μετά υποτάσσεται στο άνυσμα του ταξιδιού σε έναν ανυπέρθετο προορισμό. Ο στεναγμός ανυψώνεται από μια οπή μέσα στη φύση τρίζει ο σκαρμός με το κουπί∙ ο πλοηγός με σκισμένο πανί τι λέω, κολυμπώντας στο χάος νηστικός ποδίζει στο νησί των Φαιάκων. Βάζει τα φύκια μπροστά στους μηρούς να κρυφτεί τον τρέφει όμως η ελπίδα πως του γονιού της η κόρη τον κοιτάει με λαγνεία κι ας είναι μεσήλικας ή μήπως ως βασιλιάς δεν έχει ηλικία; Έτσι δραπετεύει απ’ τον οίστρο του και κάθεται με κλεισμένα τα βλέφαρα, ο ποταπός τυλιγμένος με φύλλα ενώ δίπλα του ρέει βουβά σαν να στεγνώνει, ξερός ο κερκυραϊκός ποταμός. Έβλεπα τούτη τη νήσο σαν μαύρη σκιά με ροδαλό φωτοστέφανο καθώς προχωρούσε το βαθύ του σκαρί δυο μίλια μακριά απ’ την ακτή, δυτικά ανέτελλε μαύρη στο μαύρο της πέλαγος δάκρυ μες στο νερό [ 55 ]


μέρα μες στον αιώνα στον ελαιώνα μια άγουρη ελιά τόση δα. Το καράβι ξυλάρμενο κι ο πλοηγός, ναυαγός όρθιος, με τον κορμό του αντί για κατάρτι και το χέρι στο μέτωπο-αγνάντι σαν να χαιρετά στρατιωτικά∙ η σκιά της ακτής: παρηγοριά. Ακάματος νους χούφτα του κουπιού ιερή τυφλό πέλαγος ο ακταιωρός δεν μας πήρε χαμπάρι κι έτσι η μικρή παίζοντας βόλεϊ με τις χίλιες Νηρηίδες τον προϋπάντησε σαν να είχε βγει νωρίς το πρωί ραντεβού με την τύχη υπακούοντας σε εσωτερική προσταγή. Ο βασιλιάς ήταν καρπός του ονείρου της αν και το άξιζε δύσκολο είναι να πεις πώς στράφηκε η τύχη της Ναυσικάς και σε όλη την άλλη ζωή έχοντας μείνει έξω απ’ το σχέδιο της Αθηνάς θα αναζητά να πετύχει στο κύμα τη σκιά του Οδυσσέα.

[ 56 ]


Οι μνηστήρες, σε άλλο νησί, εγκαλούσαν με βία κι υπομονή την πολυπόθητη ζεύξη. Οι ακτές τις Αλβανίας οι ράχες του Δυρραχίου είναι αδύνατον να ιδωθούν μες στο σκοτάδι αν και υπάρχουν –το χώμα οσφραίνεσαι– εκεί. Τώρα πια είναι αδύνατον να ξεχωρίσεις −όντας πάντοτε μέσα− το μέσον που ταξιδεύεις σε στεριά, ουρανό ή νερό. Είναι τρένο, αεροπλάνο ή πλοίο; Εκείνο το νέο πρωί η πλώρη έσκιζε ήσυχα της βενετσιάνικης λαγκούνας το γκρίζο απαράμιλλα πηχτό σαν σπέρμα νερό κι η έρημη πόλη αντίκρισε μια εισβολή απ’ τη θάλασσα: δεκάδες κοντέινερ γεμάτα σαρδέλες από τη θάλασσα του Κουρδιστάν. Εκεί, στη Βενετία, οι ελεύθεροι υπερβάλλοντας έκρυβαν για πέντε και πλέον αιώνες το πρόσωπο μέσα σε μάσκες. Καθόλου δεν αποφύγαν στο τέλος [ 57 ]


την τουριστική εισβολή γιατί πια δεν υπήρχαν παρά τυπωμένοι επάνω στο χρήμα. Η γυναίκα της ελεύθερης πόλης μες στη στολή της γυμνή εκπλήρωνε τυφλά την αποστολή της με τον άγνωστο ναύτη ή ευγενή δόγη, σακάτη ή αράπη αρκεί να φορούσε, εκείνος κι εκείνη, τη μάσκα. Η αγάπη είναι το προσωπείο του ξένου όταν πρέπει να μην αναγνωριστεί από τρίτους και φεύγει μαζί του απ’ το κρεβάτι μετά την κραυγή. Είναι δίκαιο ό,τι μπορεί να μην παραμένει κρυφό. Μείναμε σκηνοθετημένοι και μπαινοβγαίναμε για τέσσερις νύχτες σε κρυφό ξενοδοχείο ή φυλακή στο κανάλι λες κι ήταν απόκριες. Γύρω μας όλοι οι ξένοι φορώντας μάσκες έμοιαζαν να είναι νεκροί τυλιγμένοι σε μαύρα σεντόνια όμως ήταν ακόμη υγροί. Η έξοδος απ’ το νοσοκομείο είναι ακριβή λυσσαλέα παλεύουν οι μέσα να κρατηθούν στη ζωή [ 58 ]


με χιούμορ λες κι είναι αθάνατοι όμως η μάσκα προσθέτει οξυγόνο σε ένα στόμα με δανεισμένη λαλιά. Την Πέμπτη ημέρα στο κανάλι όταν πια ξοδεύτηκε μες στον αιώνα το καρναβάλι ανάβλεψα πίσω απ’ τις Άλπεις σε μια βόρεια πλαγιά. Όποιος δεν μπόρεσε να είναι κυρίαρχος στη λαγκούνα ως ξένος πρόβαλε άξαφνα με μια κόκκινη λόγχη και κύλησε κάτω απ’ τα άσπρα βουνά με τον παράλογο γδούπο της χιονοστιβάδας −ηχητική εκφορά της λέξεως «βαρ και βαρ και βάρβαρο βάρος»− λες και ο σκύλος φωλιάζει στο μαντρί του εχθρού. Δεν ήξερα ότι υπάρχει Ζυρίχη ο νότιος εγώ της Ελλάδας πάγος πιωμένος στα ξεχασμένα της Πίνδου βουνά στο υδροφόρο φράγμα του Μόρνου… κι όταν το έμαθα πέρασα τράνζιτο χίλιες φορές∙ έτσι για μένα το αεροδρόμιο κι η αγορά του υπήρξαν ολόκληρη η πόλη. [ 59 ]


Χιλιάδες ρολόγια στο χάος και της Τραπέζης η πόρτα αποστομωτικά ανοιχτή. Όμως κανείς δεν είναι εκεί για να πάρει με παράνομη αλλά ελεύθερη ανάληψη ηδονική τον χρυσό, τα χίλια λεπτά. Φορώντας τη μάσκα της δήθεν γενιάς του ογδόντα ανασηκωμένη στο πρόσωπο για να φαίνεται πίσω της η μάσκα της γενιάς του εξήντα ο διερχόμενος επισκέπτης και κάτοικος του πιο σεβαστού Ντιούτι Φρι παγκοσμίως αντί για χρυσό θα βρει μια σακούλα γεμάτη με αίμα στο πρατήριο αιμοδοσίας του Ερυθρού Σταυρού. Τι να την κάνει; Εκείνος ο σκύλος που σαν του Αγίου Βερνάρδου ποθεί να υψωθεί από τη βάση των ορέων με βιάση προς τα ακόμα πιο πάνω είναι αδύνατον να σωθεί και να σώσει γιατί η φωνή της κουδούνας του από ποιον να ακουστεί; Οι σβησμένοι κρατήρες είναι στα ύψη για λίγο ακόμη καλυμμένοι με χιόνι κι ο Ωκεάνιος νόμος θα μείνει μόνος∙ [ 60 ]


δεν θα έχει κανέναν να μοιραστεί τη χαρά του που κάνει ανά ζεύγη τα πλάσματα να γίνονται ένα κι αμέσως πολλά. Ναι, ένας ένας ερχόμαστε κι ένας ένας αποχωρούμε συναντώντας άξαφνα τον παράλογο λόγο που μας φέρνει κοντά σε εκείνο το τζάκι που ξύλα θα γίνουμε κι από κοινού –το ξυνόν− θα μας κάψει γλυκά. Είναι άγνωστο αν θα βρεθούν άλλοι μετά από μένα για να καούν όπως εγώ καίγομαι σύσσωμος μαζί με τους προηγούμενους άλλους. Αλλά ποιος νοιάζεται τώρα για ό,τι πρόκειται κάποτε να έχει συμβεί αφού ακόμη πιο μακάβριο από το τώρα είναι το αύριο∙ έχει χαθεί μες στα λιβάδια της μνήμης προτού καν υπάρξει: μετακομίζει ασύστολα στο ακόμα-πιο-αύριο. Πάντοτε οι άνθρωποι έβλεπαν ως αλληγορία της πτώσης που καθαρά τους ανήκει και είναι όλη δικιά τους [ 61 ]


την πτώση και τον αφανισμό των πραγμάτων όλων όσων έτυχε, ο ανόητος, να συναντήσει μπροστά του να σκουντουφλήσει επάνω τους και με την ταπεινή συνδρομή των οικείων του να ονοματίσει «οικουμένη» έχοντας προφτάσει στο τσακ να μάθει τη γλώσσα πριν οι γιατροί κατά λάθος του την πάρουνε πίσω σε μια βραδιά που τυχαία θα είναι −μετά την ανάσταση− ανήμερα Πάσχα.

[ 62 ]


RUGEN — ΑΛΟΝΝΗΣΟΣ


Το τ ά ν υ σ μ α 1818 / 2008

Η απουσία της γάτας έριχνε το βάρος της σιωπηλά μες στο σπίτι. Άρχισε να στοιχειώνει κάθε μαύρη γωνία της γειτονιάς εκεί κι εκεί κι εκεί που μπορεί να βρίσκεται εκείνη ενεδρεύει ταυτόχρονα η απουσία. Δεν είναι εκεί, ούτε εκεί ούτε εκεί στο βάθος τής απέναντι πυλωτής στην κόγχη της σκάλας από όπου διακρίνεται η μουλωχτή λάμψη του Παρθενώνα στην αδιέξοδη πάροδο της οδού Αχαιών. Αλλά στοιχειώνει άξαφνα πάλι η φανταστική παρουσία της δίπλα στην επόμενη μαύρη γωνία και δραπετεύει με άλματα λες κι είναι γάτα σαν η ελπίδα να είναι, κι αυτή, λεπίδα που κόβει στα δυο τη σκιά. Αρνήθηκα με το σώμα να ψάξω μόνο ο νους μου τεμπέλικα [ 64 ]


σάρωνε την κάθε γωνία του δρόμου κι έτσι, αφημένος, έστεκα ώρες εμπρός σε ένα ερώτημα που σαν οικογένεια μας συνάθροιζε όλους σε εγκρατή αγωνία: αν η γάτα χαθεί τίποτα δεν θα έχει απομείνει να ενώνει σαν νήμα τους παλμούς των καρδιών μες στο σπίτι. Το φως από τις λάμπες σε κάθε γωνία διαχεόταν σε Ένα: ένας λαμπτήρας στο πλάι του καναπέ, δυο φώτα μικρά στο πάτωμα του μέχρι-τώρα-ακόμη παιδικού δωματίου, στην κουζίνα το άσπρο στεφανωμένο απ’ τη σκιά του βουβού απορροφητήρα κι ένα φως τελευταίο στη σκάλα της εισόδου να σημαίνει το φιλόξενο έμπα. Μέσα στο αδιαχώριστο φως των λαμπών χιλιάδων κηρίων μέσα στο καυσαέριο των μηχανών χιλιάδων αλόγων απέλειπε η συνοχή της κοινότητας αν και η οικογενειακή εστία δεν είναι η εκκλησία του Διονυσίου Αρεοπαγίτη −Σκουφά και Δημοκρίτου γωνία− για να συνάξει σε ένα το χνώτο των σεπτών μεταξύ τους αγνώστων. [ 65 ]


Ίσως έπρεπε να γνωριστούμε καλύτερα προτού μας σκεπάσει ο ουρανός του μπετόν στο ίδιο σπίτι. Το παιδί που ψάχνει τη γάτα ψάχνει εμάς αλλά κι εκείνην, που λείπει, τη διώξαμε έξω, εμείς όταν γυρνώντας από ένα μεγάλο ταξίδι αφήσαμε πίσω μας την πόρτα ανοιχτή κατά λάθος. Οι μαύρες βαλίτσες με τα μεταλλικά τους χερούλια βάραιναν τα χέρια μας και η σάρκα κοκκίνιζε από το κρύο πτυχώνοντας γύρω απ’ τη σκληράδα του παγωμένου μετάλλου. Για εκδίκηση έφυγε! Ή: έχοντας μείνει μόνη για μέρες στο σπίτι γρήγορα της σώθηκε η μνήμη∙ και αν μας μύριζε πάλι δεν θα μπορούσε να πιάσει επαφή∙ η γάτα θυμάται το σπίτι κι ο σκύλος τον άνθρωπο. Δεν είναι ο χρόνος της μνήμης ασκί να το ράψεις ούτε φαΐ να το φας. Πριν κλείσει η πόρτα διέτρεξα εγώ, σαν τον αίλουρο, την πορεία προς την έξοδο κι όταν βρέθηκα μόνος στο δρόμο [ 66 ]


σαν δυο καυτές ακτίνες να διαπέρασαν τον τεντωμένο κορμό μου πρώτα η ανάμνηση από τις βόρειες ακτές της νήσου Αλοννήσου και αμέσως μετά η αβίωτη ανάμνηση της νήσου Rügen των βορείων ακτών της γερμανικής ενδοχώρας. Ο στρατός δεν φυλούσε σε κάποιο φυλάκιο κι έτσι καθώς το βλέμμα μου σάρωνε την έκταση της Ενωμένης Ευρώπης, ελεύθερα, την απόσταση του ίχνους μου μέτρησα από τις βόρειες ακτές της Rügen-ο-νήσου ώς τις βόρειες ακτές της Αλοννήσου και βρέθηκε ίδια: ήμουν στη μέση, στη Βουδαπέστη! Τόσο μακρινό να ήτανε, άραγε, το σπίτι που μόλις πριν λίγο στηριζόταν επάνω στην πλάτη ενός διαφυγόντος και διαλυόταν μέσα στην πλάνη του ταξιδιώτη; Ανέτεινα τα δύο μου χέρια σαν σταυρωμένος στον άξονα του Βορρά και του Νότου καθώς βουτούσα τα δυο μου πόδια στη λάσπη του Δούναβη∙ με σταύρωνε η μνήμη δυο τόπων: εκείνου που έχω πατήσει ήδη στο νότο και κουβαλάω στην πλάτη κι εκείνου που θα ’βρω [ 67 ]


σε ένα νέο ταξίδι στα βόρεια όταν σαλπάρω όταν σαλτάρω. Όπως νομίζεις ότι μαζί με το κύμα κινείται η επιφάνεια της θάλασσας ενώ το υλικό της παραμένει ακίνητο, έτσι οι ακτές διαφυλάσσουν τον παφλασμό του ιδίου και πάντα ανώνυμου κύματος. Ο φλοίσβος, στον αιώνα αξεχώριστος μπαίνει μαζί στο ένα αυτί και στο άλλο. Είναι αδύνατον να διακριθεί ό,τι πέρασε από εκείνο που θα ’ρθει ό,τι μας κάνει η εμβέλεια της τρέχουσας γνώσης να εκλαμβάνουμε ως άγνωστο είναι ήδη γνωστό∙ γι’ αυτό αφέσου στην τυφλή καθοδήγηση της επιθυμίας: δεν υπάρχουν προφυλάξεις από εκείνο που έρχεται και απ’ αυτό που μέχρι τώρα απέφυγες αλλά επιστρέφει. Το Εμπόδιο μαζεύεται και φράσσει το βάθος του δρόμου όπως οι τρίχες από ωραία χτενίσματα περιδινίζονται και φράσσουν το σιφόνι του μπάνιου.

[ 68 ]


Το απόκοσμο νιάου της χαμένης γάτας διεμήνυσε: «Πόσο ακόμα θα παρατείνεται η εποχή της αμεριμνησίας και πότε επιτέλους πρόκειται να πέσει επάνω μας βαρύς ο πέλεκυς της θείας τιμωρίας;» «Φταίω γιατί υπάρχω. Δεν μπορώ να εξηγήσω αλλιώς την παρουσία ενός ανόργανου αντικειμένου που μεγαλώνει τον τελευταίο καιρό μες στο στομάχι» μου είπες πριν ταξιδέψουμε προς τις βόρειες ακτές του νησιού Αλοννήσου κρεμασμένη εκεί απ’ το βράχο με το ένα χέρι να τυλίγει το πεύκο και το άλλο ελεύθερα ριγμένο στο χάος. Επέβλεπες κάτω, το κύμα να σκάει σε κρατούσε ασφαλή από πάνω ο γκρεμός και η ρίζα∙ είχες τροφή: το κύμα, το γδούπο εντός σου. Το κύμα αντηχούσε σαν από ξύλινο ηχείο μέσα στο σώμα και με έναν ελαφρύ παφλασμό ως σπασμό ανέτεινες λίγο τα δάχτυλα της ανοιχτής σου παλάμης όπως στον ύπνο. [ 69 ]


Ύστερα έγειρες πολύ προς τα κάτω το ωραίο κεφάλι και κάμφθηκες σαν για να ακούσεις το φλοίσβο καλύτερα ή σαν να κουράστηκες. Σχεδόν την ίδια στιγμή μέσα στο χρόνο του χορού των βουνών ο Caspar David Friedrich περνούσε τις μέρες του, νιόπαντρος, ζωγραφίζοντας στις αμμώδεις τις πετρώδεις και τις κρημνώδεις ακτές της νήσου του Rügen. Τότε ο ουρανός διαμιάς διαπέρασε το ξανθό του κεφάλι αδειάζοντας τα γαλάζια του μάτια λες και ήταν αέρας τα ίδια τα κόκαλα, οι κρόταφοι∙ Ίσως να ήταν μια έκρηξη εσωτερική, του νοός του: ήταν το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο1. Έτσι από τότε μια ανάποδη σφαίρα κομμένη επάνω από την οριζόντια τραβέρσα του κάδρου ορίζει τη διάχυση της σκέψης την αίσθηση του απείρου στην τέχνη του μεγάλου ζωγράφου… 1. Δεν χωρίζει ο χρόνος (οι ημερολογιακοί αριθμοί) τη μια αυτοπροσωπογραφία του Caspar David Friedrich από την άλλη αλλά τα εγκεφαλικά επεισόδια που προκαλεί σε κρίσιμες στιγμές η αυτοθέαση. Ένα εξ αυτών, τουλάχιστον, έχει καταγράψει και η ιστορία ως πραγματικό! [ 70 ]


Έδειχνε τη Γειτνίαση με το δείχτη της καθισμένη ελαφρά επάνω στα χόρτα στου γκρεμού το στεφάνι ενώ ο πατέρας ανάμεσα στο νέο ζευγάρι έσκυβε και φυλούσε το χώμα με το κεφάλι γυμνό. Μόνο εγώ, σκιασμένος, από τα φύλλα του δένδρου που θρόιζαν φορούσα το ακριβές καλοκαίρι μέσα σε ένα καπέλο σαν να ήμουν ζωγράφος ναι! κράτα πιστά τη συγκίνηση να σου τυλίγει το σώμα. Καθόμουν στον πάγκο του ξωκλησιού και με κράταγε έτσι στην ίδια θέση η θέαση της αιωρήσεως: το κορμί σου να βγαίνει σαν φίδι από την πλέξη του δένδρου κι εκεί που καθόμουν το μάτι μου άδραχνε την άκρη του μετεώρου σου δείχτη να ακουμπά σταθερά το τεντωμένο κι ελαφρώς κυρτωμένο νήμα του ορίζοντα. Το νύχι του δείχτη της στην τυχαία του θέση σε σχέση με ένα ακίνητο μάτι έξυνε τον ορίζοντα προκαλώντας παλίρροιες κι άμπωτες [ 71 ]


με φευγαλέες συσπάσεις που εκτοξεύονταν απ’ τα σωθικά της προς τις άκρες του σώματος. Καθώς ένα κότερο διέσχιζε ξυλάρμενο το καταγάλανο πέλαγος με την πλώρη προς Σκιάθο η άκρη απ’ το άλμπουρο σάρωνε την κόψη του τανυσμένου ορίζοντα και το άλλο μάτι μου κάρφωνε σαν βέλος την κρυφή κορυφή του Άθω, στο βάθος μέσα σε σύννεφα. Είμαστε ίδιοι εμείς εδώ στην άκρη της Αλοννήσου με εκείνους εκεί στην ακτή της νήσου Rügen −τώρα και τότε− μετακομίζουμε αργά όπως η κιμωλία μέσα στα δάχτυλα γράφει με μονοκονδυλιά το περίγραμμα του γκρεμού στον αέρα και συνεχίζει με το περίγραμμα δύο ενωμένων ανθρώπων στην άκρη του. Ακόμα και αν στο χείλος του γκρεμού ο άνθρωπος είναι μια πέτρα έχει δίπλα του για να παραστέκει αμφίδρομα την έτερη πέτρα∙ ένα αόριστο μάτι φτιαγμένο περισσότερο για να γνωρίζει και όχι τόσο να βλέπει θα αδράξει τη σκηνή [ 72 ]


και με ασφάλεια θα την εντάξει στου ουρανού το καλούπι. Ό,τι περιγράφει από κάτω το περίγραμμα του ουρανού υπάρχει συγκεκριμένα: είναι ζεστό, ζωντανό κι ύστερα κρύο μα αναπνέει ανήκει στο καλοκαίρι κι ύστερα παντρεύεται τον άκαρδο χειμώνα. Το σώμα, με θέληση, διατρυπάει των εποχών τον αιθέρα κι εκείνος ο τρίτος που έχει μάθει να ταξιδεύει με όλους τους καιρούς και να κάνει διακοπές ηρωικά όλο το χρόνο κερδίζοντας τη ζωή του ανάστροφα σαν συνταξιούχος έφηβος θα βγάλει το καπέλο και χωρίς να κρυώνει καθόλου θα χαιρετήσει με ευμένεια την απειρία του τοπίου∙ σαν ηθοποιός που για μια ακόμη βραδιά γελαστός, ταπεινά χαιρετά το κοινό του.

[ 73 ]



ΣΙΛΕΣΙΑ — ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ — ΑΘΗΝΑ


Υι ο θ ε σ ί α

Μνήμη Adolf Rosenkranz

Πώς να γνωρίζει o προαιώνιος

Εβραίος με τη γερμανική βροντή στη φωνή και την μπαγκέτα του μαέστρου στο χέρι ότι ο Έλλην απόγονος τον ονομάζει ακόμη «Αδόλφο» δηλαδή αδελφό ή ανάδελφο έχοντας κατέβει, για να τον ακούσει, στη σκάλα των γενεών ένα και δύο και τρία και τέσσερα, τώρα, σκαλιά; Ασχολούνται, άραγε, οι νεκροί με τα παιδιά των παιδιών των παιδιών τους ή μήπως βαριούνται καθώς προσπαθούν να κοιτάξουν πιο πέρα μες στων αιώνων τον αδιαπέραστο αιθέρα; Αν είναι όντως αδύνατον να διαπεράσει η ματιά του νεκρού τον τσιμεντένιο –άξαφνα– τοίχο του χρόνου τότε γιατί να νομίζω ότι εκείνος με βλέπει; Δεν υπάρχουν άραγε πιο κοντινοί πεθαμένοι στη σκάλα των γενεών για να διακρίνω τη ματιά τους μες στο σκοτάδι [ 76 ]


καθώς κοιτώ το ταβάνι πριν κοιμηθώ; Δεν υπάρχουν τα μάτια όσων γνώρισα να δω τη μάνα της μάνας και την ίδια τη μάνα παρά να ψάχνω ακόμα πιο πέρα τα άγνωστα μάτια ευρέως στην κομμένη αλυσίδα του σκουριασμένου πλοίου των γενεών που γέρνει και δείχνει του δελφινιού τη σιδερένια κοιλιά; Εκείνος κατέβαινε σταθερά πέτρα πέτρα πατώντας της Ευρώπης το χάρτη ξεριζωμένος από ένα χωράφι, σαν δέντρο με ανθρώπου λαλιά, που άλλοτε λεγόταν γερμανικό άλλοτε λεγόταν πολωνικό και τώρα είναι χωράφι της Ενωμένης Ευρώπης μα λέω: για πόσο; Στάθηκε, άνοιξη, σε λασπωμένο σταυροδρόμι απ’ τα λιωμένα χιόνια του χειμώνα, στην Αυστρία, να χαράξει πορεία και κοιτώντας νότια πάτησε σύντομα της Σλοβενίας το χώμα, της Κροατίας και μετά της Σερβίας. Όλα αλλάζουν περνώντας από όχθη σε όχθη τον Δούναβη χωρίζοντας από τη μια τους μοιραίους κι απ’ την άλλη τους άμοιρους.

[ 77 ]


Μια δεύτερη γυναίκα, η μητριά, ανέλαβε τα παιδιά του όταν αυτός για πρώτη φορά, απ’ την εκβολή του Βαρδάρη, αντίκριζε το βόρειο πέρας του Αιγαίου Πελάγους: γκρίζο! δικαίως του φάνηκε ίδιο με τη στέρνα που βουτούσε παιδί σε ένα χωριό της Σιλεσίας με άγνωστο όνομα. Ίσως μόνο ο ραβίνος, πατέρας του Σίνγκερ, να γνώριζε το όνομα και τους κατοίκους αυτού του χωριού με τα μικρά τους ονόματα∙ αυτός με ευγένεια θα δώριζε ένα λευκό ροδοστέφανο κι ένα βιολί στην πρώτη κυρία του μαέστρου που από όλες τις μετέπειτα μάνες πιο μυθική και χαμένη βουλιάζει στη σκόνη κρατώντας ακόμη το νήμα των γενεών με τις άκρες από τα κόκαλα των δαχτύλων μέσα στο μνήμα. Δεν υπάρχουν τάφοι άρα δεν υπάρχουν νεκροί; Εκεί που προσπάθησαν να αναστήσουν ένα έθνος κοκάλων μέσα σε μια νυχτιά οι ηγέτες του κόσμου διαχειριζόμενοι εκούσια βιβλικές εικόνες από τις προφητείες του Ιεζεκιήλ [ 78 ]


υψώνοντας αυθαίρετα σύνορα στους λόφους της Παλαιστίνης οι έποικοι ανακατεύουν με την κουτάλα τη σούπα και ταΐζουν τα παιδιά τους με κόκαλα άλλων παιδιών. Αυτό που θα διαπράξεις, το έγκλημα είναι η τιμωρία σου για το έγκλημα που υπέστης εσύ. Για το λόγο αυτόν ο μονάκριβος γιoς του μαέστρου, φυματικός, πριν τον μαντρώσουνε σε βαγόνι-κλουβί, που πάει πιο μπροστά απ’ το τρένο αφανίστηκε πρόωρα απ’ την αρρώστια αν και πρόφτασε να καλλιεργήσει κολοκύθες μαζί με συντρόφους του και να ανακυκλώσει τα φρόκαλα όντας ελεύθερος σε ένα Κιμπούτς. Στο μεταξύ τα ασημένια κουτάλια φερμένα κάπου απ’ τη Βιέννη ή το Σάλτσμπουργκ χτυπούσαν εύηχα τις παρειές των τσαγιερών για να λιώσουν την τετράγωνη ζάχαρη μέσα στο τσάι που αχνίζοντας έρεε έναν κρύο χειμώνα στο σπίτι, στις ακτές του Φαλήρου. Μες στον αχνό του τσαγιού αναδεύονταν οι νότες παιγμένες από τα κέρινα χέρια του Ντίνου Λιπάτι [ 79 ]


και οι λέξεις εκφέρονταν άστατα μια στα ελληνικά, μια στα γίντις και μια στα γερμανικά. Εσύ, ξέρω, απέφευγες αν και μπορούσες να μιλήσεις γερμανικά αλλά όταν το ζύγι έγερνε από την ελαφρότητα της ευμενούς συναθροίσεως στις απειλητικές διατυπώσεις μιας ακαθόριστης υπερβορείου αυθεντίας το βάρος της γλώσσας σε έσπρωχνε πίσω: έκανες ένα γρήγορο σχόλιο στα ελληνικά και γλιστρούσες στις σκάλες προς τη μεριά της κουζίνας. Εντέλει βγαίνοντας μέσα από ένα μεγάλο ατύχημα εγκατέλειψες ετούτο το σπίτι. Άραγε εσύ, να βρήκες τη θέση που σου ταιριάζει στο νέο σου σπίτι; Άραγε ήταν για σένα αρκετό να αφήσεις ξοπίσω την πικρή εμπειρία σαν εφιάλτη, γυρνώντας την πλάτη ή μήπως ο εφιάλτης να ήταν πιο ισχυρός από μια αισιόδοξη πλάνη; Να ήτανε άραγε το ήθος σου απόρροια πόνου ή περισσότερο αντήχηση της ελεύθερης ύπαρξης που όλοι τους ήξεραν ότι ενεδρεύει εντός σου;

[ 80 ]


Καθόλου δεν πρόφτασα να σου πω την κουβέντα μα δεν είπες καθόλου τη λέξη κι εσύ περιμέναμε να μιλήσουμε σε πιο δύσκολες ώρες νομίζοντας ότι είναι ικανή η ανάγκη να καταλάβει με λόγια τη χώρα της ευθέτου σιωπής. Όταν ήρθανε, όμως, οι δύσκολες ώρες τότε που μέσα απ’ το παράθυρο φάνηκε ο χώρος από όπου η ψυχή σου με βία θα δραπετεύσει για πάντα πάλι ο λόγος στάθηκε αδύνατον να ειπωθεί γιατί ο πόνος του σώματος μασκάρευε τις αιτιάσεις της μέχρι τότε πονεμένης ψυχής. Για μένα το ταξίδι από της Σιλεσίας τις λάσπες προς Θεσσαλονίκη και μετά προς Αθήνα έλαβε τέλος οριστικά μπροστά σε αυτό το παράθυρο, το σκοτεινό που δεν φαίνει παρά μόνο ρουφά. Όσο κι αν θέλω δεν μπορώ να σηκώσω το βάρος του ταξιδιού γιατί δεν διαγράφεται ο προορισμός ή ίσως το φέρω ως βάρος του σώματος, κάπου ογδόντα κιλά. Οι μυς δεν ασκούνται αίροντας μόνο τα βάρη του κόσμου είναι αρκετό να περπατήσεις γυμνός ή ακόμη να στέκεσαι όρθιος για να θρέφει ο μυς με το βάρος. [ 81 ]


Καθόλου δεν με ενδιαφέρεις ως προς εμένα αλλά αν γινόταν να σε δω καθαρά ως Εσύ∙ έστω να υψώνεσαι ως καπνός, αυτή καθεαυτή. Γιατί πάντα όσο βρισκόσουν εγγύς στον κόσμο ήσουν για μένα εξάρτημα της περί άλλα τυρβάζουσας –δικής μου– περιβολής∙ να είχες διαλέξει κι εσύ να ζεις μοιρασμένη; ζωσμένη τις περιβολές των γύρω ανθρώπων; Ίσως δεν πρέπει να θέλω να γίνει βατή η οδός προς το μυστικό. Ο βυθός της αβύσσου έχει νύχτα νύχτα και μέρα; Νομίζω πως όχι. Νόμισα ωστόσο ότι αν στρέψω το πρόσωπο είναι αρκετή μια στιγμή σε απόλυτη διαύγεια για να καταλάβεις χωρίς να μπορείς καν να πεις. Άλλοτε πάλι είναι παρήγορη η σκέψη ότι μέσα στο όνειρο αναδεύει η γνώση∙ τότε φαίνεται ότι η άβυσσος είναι η μέρα όπως για εκείνο το τερατόμορφο φωσφορίζον ψαράκι που πιασμένο στο αγκίστρι αναδεύει το σκότος και χάνει την ύπαρξη μέσα στο φως του ουρανού. Το χαμόγελο του ψαρά καθώς ξαγκιστρώνει [ 82 ]


και η στάχτη του κρέμεται απ’ το τσιγάρο πάνω απ’ τα δίχτυα αποκτάει από μέσα φωνή: «υπάρχει θεός!» γιατί τέτοια λόγια έρχονται ασύνειδα απ’ την κοιλιά, μέσα απ’ τα δόντια και τα χείλια στο φως είτε όταν έχει ασφαλιστεί με δυσκολία το ψάρι στο πιάτο, το ψωμί στο χέρι και το κρασί στο ποτήρι είτε όταν ψάχνεις απελπισμένος να βρεις την ελπίδα και τη βρίσκεις για πάντα σε οποιαδήποτε πίστη. Εκείνο που θα ’θελα δεν είναι μια διαβεβαίωση ότι όταν μιλάω δήθεν ακούς αλλά το να βάλω ένα τέλος στην εκκρεμότητα της συνομιλίας. Καθώς αλλάζει αργά το ισοζύγιο νύχτας και μέρας −όπως τώρα, στα μέσα του μηνός Νοεμβρίου− γίνεται δυσκολότερο να συνομιλήσω όσο γίνεται βαρύτερη η γλώσσα του ονείρου, τη νύχτα από τις σκιές του φωτός, νωρίς το πρωί.

[ 83 ]



ΣΚΩΤΙΑ — ΝΟΡΒΗΓΙΑ — Β ΟΡΕΙΟΣ ΠΟΛΟΣ


Δι άτρησ η

Καθώς έπεφταν ανάκατα πάνω του

και τυλίγαν το σώμα μου οι σκιές των όρθιων μεγάλιθων ένα γκρίζο πουλί διαπερνούσε την πύλη του κοσμικού ρολογιού και στεκόταν στο κέντρο του κύκλου, στο Stonehedge∙ να ήξερε άραγε αυτό για την κτίση πιο πολλά από μένα; Κι αν όντως ήξερε, τι ήταν εκείνο που ήξερε, ένα πουλί; Τι ξέρω εγώ από πουλιά; Το σπίτι που άφησα στην πόλη του Εδιμβούργου με σπρώχνει πίσω παρότι ενόμισα τον εαυτό μου ικανό για να ζήσει πριν από την εποχή του λαμπτήρα, στο φως με εξώθησε γρήγορα ο ήχος μιας εξακύλινδρης μηχανής κι οδηγώντας αργά την jaguar x type διέσχισα τα σύνορα Αγγλίας-Σκωτίας. Ηττημένος επέστρεφα προς ένα νέο ταξίδι. [ 86 ]


Μόνο το σπίτι σε ωθεί στο εκεί έξω κι εκείνος, χωρίς, ο ανέστιος παραμένει αιχμάλωτος στο όχι ταξίδι. Στάθηκε αδύνατον από μακριά να αντικρίσω τον προορισμό στη μέση του Ωκεανού σαν κεραία να υψώνεται: ο Πύργος της αντλίας στην πλατφόρμα Brent Delta στο μέσον της Βορείου Θαλάσσης. Εκεί που θα πέσει η ατσάλινη λόγχη, στο πέλαγος, στο απροσπέλαστο βάθος μια δέσμη αργού πετρελαίου θα υψώνεται σε μέλανα ύψη με φόντο τις διαβρωμένες ακτές της νορβηγικής χερσονήσου. Πνίγηκα χίλιες φορές πριν λιώσει ο πάγος μαζί με τους Βίκινγκς. Προτιμώ να οδηγώ στους λόφους της Σκωτίας την Τζαγκ παρά να δαμάζω τα κύματα στην πλατφόρμα Brent Delta. Ακόμα και αν εδώ, στην πλατφόρμα, το δειλινό είναι πιο σθεναρό θέλω να πετάξω, να φύγω.

[ 87 ]


Η κόκκινη μπάλα του ήλιου θαρρείς πως γλιστρά κι πως χάνεται έχοντας πέσει από το σιδερένιο τραπέζι μες στην εκπνέουσα ροή του Golf Stream. Εδώ, στο Βορρά, καθώς σώνεται, σώζει το ρεύμα: ακονίζει και λιώνει την ολόλευκη πλώρη του πάγου καθώς ταξιδεύει προς Νότο. Ένα λουλούδι στο σχήμα του ήλιου φυλλορρόησε στον κόλπο του Μεξικού κι έχει διατρέξει με ναυαγό του μια μύγα την οροσειρά του Ατλαντικού Ωκεανού από πάνω σαν τροχιά αστεριού. Όσο καίω βενζίνη υπάρχω∙ απ’ τον καθρέφτη μου βλέπω πίσω τον κόσμο να φεύγει είτε αυτός είναι ο βράχος στην ακτή της Σκωτίας είτε είναι το αδιάβατο όριο μεταξύ πλησμονής κι αειφορίας. Ο θησαυρός αείποτε κρύβεται ο πλούτος που βρίσκεται κάτω απ’ τα πόδια σ’ αρπάζει και σε στέλνει στης κόλασης τον καιόμενο πάτο. Το παιδί, ο μεγάλος μεγάλος γίνεται καίγοντας ύλη οργανική [ 88 ]


ο εχθρός διεκδικεί τη δική σου τροφή και ο φίλος μοιράζεται με εσένα απ’ το ίδιο σου πιάτο. Εχθρός σου είσαι εσύ. Αναζήτησα τη φιλία όταν τα χρόνια πέρασαν κι είδα ότι έχει ό,τι έχω: «Πάρε» του είπα, «απ’ τους ώμους το βάρος μου σ’ το επιστρέφω γιατί είναι απ’ το δικό σου σώμα κομμάτι». Τυχαία ισορρόπησα τα βάρη ίσα στα μέλη το ένα χέρι εδώ το άλλο χέρι εκεί το ένα μου χέρι εγώ το άλλο εσύ. Τα σήκωσα ίσια μπροστά και στύλωσα πίσω το ένα μου πόδι σαν υπνοβάτης∙ αντίβαρα ταξίδια κι απ’ την αρχή τα ίδια. Απέναντι υψώνονται οι ακτές κοφτερές σαν μαχαίρια πρώτη φορά κατασκήνωσα την εποχή της γιορτής τους-των χίπης με σκηνή σε ένα φιόρδ τρώγοντας ψάρια παστά καθώς διάβαζα την Πείνα του Χάμσουν. [ 89 ]


Ο ήλιος έκανε μήνες να δύσει καθώς η σελίδα δεν λέει να γυρίσει κάπως έτσι, στο πολικό καλοκαίρι αμέριμνη, με τα χέρια γεμάτα καρπούς αλλάζει φύλλο η ιστορία −μα υπάρχει η πείνα; −πώς να μιλήσεις για ό,τι δεν ξέρεις; αλλιώς είναι ο κόσμος πριν φας και γεμίζεις τίγκα το πιάτο αλλιώς όταν γέρνει και γίνεται αδύνατο να φτάσεις στον πάτο. Το παιδί γεμίζει τον κόσμο λες κι είναι το τραγούδι φορτίο να πληρώσει καράβια. Δεν το μετάνιωσα ούτε στιγμή: με μηδενικό ηθικό πέρασα το κατώφλι του Grand Café, στην πόλη του Όσλο: εκεί εστιάζονταν σε τραπέζι με μια καρέκλα εναλλάξ ο Χάμσουν, παιδί, με τον Γκριγκ και τον Μουνχ. Ήλιοι διακοσμούσαν την ευρύτατη σάλα και να σου ένα φως από δίπλα περνούσε ο Ερρίκος ο Ίψεν κρατώντας την Έμιλι-Έντα και στο άλλο του χέρι μιαν ασπρόμαυρη μπάλα. Εδώ είναι ένα μέρος όπου μπορεί να σου έρθει η τρέλα να καθίσεις μαζί της, στο ίδιο τραπέζι [ 90 ]


να ακούσεις τα λόγια του μέθυσου Μουνχ, στα αγγλικά: “I have been sitting in the Grand Café and I have been barely able to think and I have felt as if I were going mad…” Όπως στο χρυσό καφενείο του ζωγράφου Βαν Γκογκ έτσι κι εδώ: ο χειμώνας περνάει σαν να είναι απλά ένας άλλος χειμώνας, προτού ή μετά. Δεν έχει καμιά σημασία αν φοράς τα ίδια παπούτσια ή άλλα αν σου λείπουν οι ίδιοι ή άλλοι άνθρωποι∙ δεν ξέρεις αν λείπουν ή τους κρατάς μακρυσμένους εσύ. Ο πατέρας, με το στόμα ανοιχτό, καθισμένος γερτός σε ισπανική πολυθρόνα: να είναι άραγε εκείνος που αρρώστησε και δεν μπορεί να αναπνεύσει να είναι, εννοώ, ο πατέρας, αυτός στην εικόνα ή ο γιος στον καθρέφτη, λίγο πριν απ’ το τέλος; να είναι εκείνος που αντί για τον γιο του θυσιάζει το αρνί που σφαδάζει; Α! ώστε είχε πατέρα κι ο Μουνχ α, ώστε υπήρξε κι εκείνος, σαν άντρας, παιδάκι. Γιατί όποιους μικροί συναντήσαμε νομίζουμε ότι υπήρξαν πάντα μεγάλοι. Αγαπούν οι υπερβόρειοι με τάχα μεγάλη αγάπη ή μήπως τους βλέπω [ 91 ]


όπως βλέπω ένα πιάτο γεμάτο νηστικός και αμέσως μετά αηδιασμένος… Περισσότερο απ’ τον Μουνχ, τον Γκριγκ και τον Χάμσουν δική μου ήρωας έγινε στη Νορβηγία η γυναίκα-οδηγός λεωφορείου γιατί, πράγματι, εκείνη σήκωσε τη Βόρεια Ευρώπη στην πλάτη πολύ πριν η τσαγιέρα που δονείτο στη βράση απ’ τον ατμό γίνει η βάση για να σχεδιαστεί η πρώτη ατμομηχανή στο νησί της Αγγλίας στην παγωμένη Ευρώπη. Στης Ελλάδας τη ζέστη, στον ήλιο στο κρύο, στη σκιά πέρα βρέχει∙ όλα εδώ προϋπήρξαν γυρνώντας αργά εντός της αιολοσφαίρας του Ήρωνα σαν φασολάδα στην κατσαρόλα με την κουτάλα∙ όμως στο γέρμα του χρόνου η ιστορία θα φανεί πιο ισχυρή από την τεχνολογία. Κραταιότατη όλων παραμένει η ενεργός γεωγραφία γι’ αυτό ακούω καχύποπτα όσους μιλούν για τη φύση αδιάκριτα∙ το χώμα δεν είναι δένδρο όπως το φίδι, που είναι κλαδί. Το ηφαίστειο θα καταπιεί τη βόμβα υδρογόνου. [ 92 ]


Νομίζουμε ότι τα όργανα βγάζουν τη μουσική ενώ αυτή περνάει απλώς από μέσα. Το τούνελ, η πλατφόρμα, η γέφυρα που ένωσε τη Σκανδιναβία σαν να ’τανε μια μόνο χώρα φέρει τη μουσική. Ο αέρας ηχεί μες στις ξόβεργες κάπου εκεί, σε αφημένο καρτέρι στο νησί Σαντορίνη. Ταιριάζει άραγε το κονσέρτο για πιάνο του Γκριγκ με το ελληνικό καλοκαίρι; ο Πέερ Γκιντ με τον Οδυσσέα; ο Χάμσουν με τον Μυριβήλη; το θωρηκτό Αβέρωφ στο Φάληρο με το Τίρπιτς βυθισμένο στο Φιόρδ του; Βυθίστηκε το γερμανικό θωρηκτό χωρίς να τιμήσει τα όπλα του μες στην απόχη του κόλπου ο στρατιώτης πέρασε τη γραμμή των συνόρων κάτω απ’ τη θάλασσα, σαν βατραχάνθρωπος για να ενώσει τον κόσμο και πράγματι ένωσε με ένα ψαλίδι και μια τορπίλη τα πιο απίθανα μέρη ένιωσε το μέταλλό τους να καίει το διάτρητο σώμα του σκάφους-του-κόσμου. [ 93 ]


Με το σαμποτάζ ο στρατιώτης εκπλήρωσε έναν αρχικό προορισμό των μερών να είναι ενωμένα και διάχυτα κάτω απ’ τη χαίνουσα σκέπη του ναού του θεού που τον λέν’ εντροπία. Θα ήθελα να ήμουν εγώ ο φρουρός στο ναό της εντροπίας κι ας έχεις από χρόνια, στρατιώτη, πεθάνει. Πατάς πάντοτε στην ίδια θάλασσα εδώ ή εκεί κι ακόμη, από τις κορυφές των παγόβουνων του Βόρειου Πόλου αν με τα μάτια αδράξεις όλη την πλάση στην κατηφόρα κεντημένος από τις κλωστές των μεσημβρινών καθώς συναντιούνται σε ένα σημείο αποκλείεται γνώμη να αλλάξεις ή να αλλάξεις τον κόσμο! Ο Πόλεμος είναι Πόλεμος, πειθήνιος πατέρας του στρατιώτη! Και στην υποχώρηση, ακόμη, των πάγων; Ναι, ενσταλάζει παντού η ζωή φέρνει ανήσυχη την άσπρη αρκούδα να κινηθεί στην κόψη του ξυραφιού καθώς λιώνει χωρίς θεατές σαν σε πρόβα, σε τσίρκο. Ο πόλος θα γίνει πόλη η πόλη θα γίνει θάλασσα [ 94 ]


ο δήμος; σμήνος! το σκουπίδι τροφή για το γλάρο. Ο κόσμος κινείται ταχύτατα ακόμη και στο σημείο της σβούρας απ’ όπου ο θεός τον κρατάει σταθερά όρθιο και λιγάκι γερτό, ωσάν όμηρο. Του αρέσει να φτιάχνει και του αρέσει να καταστρέφει κι αυτός δοκιμάζεται, γελάει και κλαίει είναι αυθεντικός δημιουργός∙ εγώ, τα μάτια κλείνοντας ακούμπησα το δάχτυλο στην υδρόγειο σφαίρα και όταν τα άνοιξα είδα τη σκιά του να ενώνεται με το δάχτυλο επάνω στον Πόλο. Τότε, αυτόματα, μου ήρθε να πω το τραγούδι γιατί από εκεί υψηλά θα ακουστεί πιο καλά η φωνή μου. Όταν το δωμάτιο δεν έχει πόρτα όταν το σπίτι δεν έχει στέγη τότε τρυπώνει ο μαραγκός να το φτιάξει και σε ένα διάλειμμα απ’ τη δουλειά του στερεώνει το μολύβι στο αυτί στρίβει τσιγάρο ανάβει το σπίρτο και ο κόσμος γίνεται πυροτέχνημα (καμία Ελένη ν’ ανάψει τα προσκυνητάρια). [ 95 ]


Αδύνατον να προλάβεις να φύγεις πριν από εσένα θα έχει κρυφτεί στον Ωκεανό ο κόκκινος πόλος γλιστρώντας κάτω απ’ το σιδερένιο τραπέζι της πλατφόρμας Brent Delta. Πιστεύω ότι οι φίλοι που βρήκα στην ανηφόρα από τον τεσσαρακοστό παράλληλο και προς τα πάνω μετρώντας «σαράντα, πενήντα» και αύριο, ποιος ξέρει, «εξήντα» περπάτησαν μαζί μου στο ίσιωμα διότι καθώς ανοιγόκλεινα το στόμα μου δίχως φωνή από μέσα ακουγόταν −πιο δυνατά απ’ τους έξι καλώς συγκερασμένους κυλίνδρους της μηχανής μιας Τζάγκουαρ− το τραγούδι του Χάμσουν του Μουνχ και του Γκριγκ σαν τραγούδι ομοτράπεζων φίλων στο Grand Café ή αλλιώς Καφενείο των Ήλιων κάπου στους γκρίζους δρόμους του Όσλο ή στα σοκάκια της λήθης, στην Πάρο. Όταν κλείσω το στόμα το τραγούδι του φίλου θα έχει επιστρέψει σε εκείνον που το υπαγόρευσε ψιθυριστά κι εγώ, τραγουδώντας, το άκουσα κάπως πιο καθαρά έστω και τώρα που έχει περάσει η εποχή του οριστικά.

[ 96 ]


Μ Ε Τ Ε Ω ΡΑ — Μ Α Ν Η — Σ Ι Α Κ Α Ν Ο Τ Ι Ο Υ Σ Ι Κ Ε Λ Ι Α Σ


Αν ά δ υ σ η / Κ α τ α β ύ θ ι σ η

Με βία έρχεται από τη νύχτα το ανέσπερο φως της νέας ημέρας αν είσαι γυρισμένος με την πλάτη προς το παράθυρο και στρέφεις το βλέμμα σου έξω κάθε λίγα λεπτά το ελάχιστο θάμπος σπρώχνει κλοτσώντας σε κάθε του βήμα τη σκοτεινιά. Χρειάστηκε ώρες να συνηθίσουν οι διεσταλμένες σου κόρες και το σώμα τυλιγμένο γυμνό στο πουπουλένιο πέπλο της νύχτας. Με βία έρχεται η λίγο μεγαλύτερη μέρα κάθε επόμενο απόγευμα καθώς εξαντλείται ο χειμώνας αλλά η ζωή δεν τελειώνει και μια νέα προσδοκία αυξάνει με τη γνώση ότι το νέο καλοκαίρι είναι μπροστά. Η βία της βίωσης υπερκαλύπτει τη γνώση σαν το επίμονο κύμα της φουσκοθαλασσιάς στου χειμώνα το πέρας είναι ιλιγγιώδης και σφίγγει ευθύς το στομάχι στο βαγόνι, στο τρένο του τρόμου πριν βουτηχτεί με κρότο στο βάθος του χρόνου αν και μια επιβράδυνση στο ρυθμό που μεγαλώνει η ημέρα [ 98 ]


εκεί, κατά τα μέσα Μαΐου ελαττώνει τον ίλιγγο πριν χαθεί μέσα στο θάμπος της ζέστης. Καταχείμωνο στάθηκα στο χείλος του βράχου των Μετεώρων υψώνοντας κόντρα στις ακτίνες του ήλιου ένα ποτήρι χίλια κιλά μπίρας που άδειαζε μες στο κενό. Έβλεπα κάτω μου τον Πηνειό ποταμό όπως έρεε, άπιωτος, απορροφώντας με ορμή το τελευταίο νερό απ’ τον πάτο της λίμνης. Ταυτόχρονα δίπλα μου στην κορυφή του βουνού υψώνονταν οι βράχοι των Μετεώρων, η τομή μιας μπουλντόζας στο χώμα έφερνε στο φως την κοίτη του ποταμού με τα στρογγυλά βοτσαλάκια και τα λευκά σαλιγκάρια: κάποτε η κοίτη κρεμόταν στην κορυφή του βουνού. Όπου ήταν ποτάμι έγινε δρόμος και χωρίς να κυλά το νερό δεν νοείται χαμερπές και υψηλό. Άμποτε ένα ποτάμι να έρεε πηχτό στου βουνού την κορυφή! Μοιάζει αδύνατον ό,τι πράγματι Είναι∙ λες και είναι κατόρθωμα [ 99 ]


μπαμπάκι να ρουφάει το τελευταίο νερό στον πάτο της άδειας θεσσαλικής θάλασσας. Ένα παιχνίδι της μνήμης: η σύγκρουση των αμαξωμάτων στο δρόμο επέρχεται όταν τον ονομάζει μονόδρομο αυτός που πηγαίνει και τον ονομάζει μονόδρομο εκείνος που έρχεται∙ τότε βλέπουν οι δυο οδηγοί το Λάθος φάτσα με φάτσα ως μοιραίο λάθος του άλλου. Προσκύνησα με τρεμάμενα πόδια την αδιάφορη φύση ανάμεσα σε δύο βουνά. Καθώς ρέει ο κίτρινος ποταμός −η μπίρα που έγινε ούρα− χωρίζει τα δυο σου βρεγμένα παπούτσια και εσύ μουγκανίζεις από ανακούφιση σαν αγελάδα. Ο κόσμος είναι μια κοίτη που ολοένα βαθαίνει. Η σκιά εκείνου, που για έξι μέρες σχημάτιζε την κτίση με αγάπη και την έβδομη κρύφτηκε πίσω απ’ το βάρος του έργου για να ξαποστάσει, απλώνει ώς πέρα οριζόντια στην έκταση λες σαν να πρόκειται η ώρα του δειλινού να είναι και η ύστατη ώρα. [ 100 ]


Εκείνη την ύστατη ώρα η σκιά του σαρώνει χαλίκι χαλίκι τον κόσμο με την ταχύτητα μιας αργόσυρτης περπατησιάς. Ο ποταμός έπνιξε το βλέμμα μου σε μία κοχλιώδη στροφή και δεν ξαναβγήκε μέσα απ’ το γκρίζο παρά ένα μεγάλο πουλί. Ανέτεινε το κεφάλι του και τα πόδια του πήρανε θέση στην κοιλιά, κάτω απ’ τα πούπουλα σαν αεροπλάνο που μαζεύει τις ρόδες. Ήδη πετούσε το οδηγούσε ο λαιμός, τι υπέροχο τανυσμένος απ’ τον ήχο μιας τουφεκιάς ζεστής από το κράτημα δυο αδημονούντων χεριών σφίξε και σφίξε και σφίξε το τουφέκι καρδιά μου. Το πουλί έσπευσε να συναντήσει το στόχο του έφυγε, πέταξε, πάει χειροκρότησε με βαριά φτερά τον αέρα και κατηφόρισε προς τα αδιάβατα λημέρια, εντέλει, της Μάνης. Ο Ερωδιός, νεκρός ωσάν άνθρωπος έβρεξε την ανοιχτή αγκαλιά μου με δάκρια∙ όσο ευρύς κι αν είναι ο κόσμος σαν μια αγκαλιά −και φαίνεται αυτό με την πρώτη ματιά− δεν χωράει το μικρό. [ 101 ]


Το ανάερο πέταγμα κάτω απ’ τον ήλιο κάνει στη γη μια κινούμενη σκιά ίση σε μέγεθος με το πουλί. Η σκιά του πουλιού επάνω στη γη είναι αλέτρι που σκάβει∙ μέσα στα αυλάκια του οργώματος είδα να ξεφυτρώνουν ατίθασα δέντρα καθώς ταξίδευε πάνω απ’ την Όθρυ. Ακούμπησα με το ακραίο αγκάθι ενός φύλλου δρυός τα φτερά του σαν να ήταν κορφές. Πέρασε από της Οίτης το ρίζωμα για να χαθεί μαζί με το τρένο μέσα στα σύννεφα που ενδύουν του Παρνασσού την ασάλευτη ράχη και η Πύρρα πετάει ακόμη τις πέτρες πίσω απ’ την πλάτη περπατώντας στον κόσμο μονάχη. Ασάλευτη; Όμως για πόσο; γιατί πλάι στα πουλιά πετούν τα βουνά το βλέπεις σαν κύμα στο σχήμα του Κορινθιακού. Το απότομο κύμα πλαγιοκοπούσε τη σκιά απ’ την κοιλιά του Ερωδιού∙ εκείνο το πλάσμα, που άλλοτε ξέρει να κολυμπά κι άλλοτε να διασχίζει ελεύθερο τον αέρα [ 102 ]


−το βλέπεις σαν βέλος− ακόμα τα καταφέρνει και να περπατά αλλά άτσαλα όταν πληγωμένο είναι ανήμπορο να πετάξει γιατί, το πουλί δεν είναι σφυρί ούτε τραγούδι… Τότε τα φώτα του αυτοκινήτου καθώς στριγγλίζει το φρένο χτυπούν στα δυο παγωμένα του μάτια και κλείνουν τη νύχτα εντός του. Εκείνο, σαν να ήτανε άλλο, γίνεται δυο πουλιά: το ένα πληγωμένο θα σβήσει μέσα στου αδόκητου ανθρώπου τη μαλλιαρή αγκαλιά ενώ τ’ άλλο ακολουθεί το ταξίδι πέρα από τη δασώδη πλαγιά του Χελμού που συγκρατεί ως ανάχωμα της Αρκαδίας το λιπόσαρκο σ(χ)ώμα να μη γίνει στα βάθη του κόλπου η λασπώδης φωλιά των ψαριών. Με την ταχύτητα που στρέφεται η γη, γρηγορότερα από όσο κάνει να γυρίσει το βλέμμα, το πουλί κατευθύνθηκε − με τη σκιά του να κόβεται από την κορυφογραμμή του Ταΰγετου στα δύο – προς το Νότο, κι ακόμα πιο πέρα. Στάθηκε επιτέλους ακίνητο στην προτελευταία πέτρα του Ταίναρου κι ατένιζε [ 103 ]


το πέλαγος που έχουμε όλοι μας πάντα μπροστά. Τσάκισε με χάρη το λαιμό δυο φορές και απόθεσε το ράμφος παράλληλα προς το σπάνιο νερό της βροχής που χωνεύει στις δίπλες της πέτρας σε μια λίμνη μεγάλη όσο μια αγκαλιά πλάι στο κύμα. Ρουφώντας κατέβασε τη στάθμη απ’ το λίγο στο ακόμα πιο λίγο και τέλος στο αλάτι που σκεπάζει την πέτρα κι αστράφτει μέσα στο φέγγος της δύσης. Ταξιδεύοντας νύχτα στο πέλαγος της Τυνησίας έριξα κάβο στο λιμάνι της Σιάκα όταν ήτανε πλέον αυγή και ξεψάριζα κάτι παράξενα ψάρια ρίχνοντάς τα απ’ το δίχτυ στην πέτρα. Εκείνα έστριβαν γύρω απ’ το σώμα τους αυτοσουβλίζονταν πριν ξεψυχήσουν με τεντωμένα τα ερυθρά τους φτερά. Τότε ήταν που γύρισα να κοιτάξω στο πέλαγος τα γαλήνια νερά ώς το βάθος του κόσμου∙ ο καιρός με κρατημένη ανάσα σταματούσε το χρόνο.

[ 104 ]


Ό,τι είχα φέρει από εκεί ώς εδώ, από τον άγνωστο κόσμο του βυθού ώς το φως, ούτε πια σπαρταρούσε ούτε ξυπνούσε τη μνήμη σαν να είχε ξοδευτεί η τελευταία ουγκιά του αέρα εδώ, επάνω στην πέτρα του μόλου. Τότε ήταν που είδαν το απίστευτο ένα ζευγάρι από μάτια που τα λέω δικά μου και λίγων άλλων ψαράδων ακόμα μαζί με αυτά2: Ένα νέο Νησί, αργά να υψώνει στου πελάγους το βάθος τη ράχη του μέσα στο φως. Μπερδεύοντας τις αποστάσεις μου φάνηκε ότι είναι ένα κήτος που έρχεται για να γεννήσει στις νότιες ακτές τις Σικελίας αφήνοντας πίσω του τις τοξωτές αμμουδιές της δυτικής Κρήτης. Το έγκυο κήτος πέρασε ταξιδεύοντας επάνω από τις αχανείς χαράδρες –κάπου πέντε χιλιόμετρα βάθος− της Μεσογείου εκεί που η πλάκα της Αφρικής υποσκάπτει αθέλητα το ένδοξο μέλλον της ευρωπαϊκής χερσονήσου. 2. Το υποθαλάσσιο ηφαίστιο του Εμπεδοκλή τον Ιούλιο του 1831, εμφανίστηκε στο πέλαγος τριάντα χιλιόμετρα νοτίως της Σιάκα και μετά από λίγες ημέρες ξαναβυθίστηκε σιωπηλά πριν προφτάσει να σταθεροποιηθεί ως νησί στον προσωρινό χάρτη της Μεσογείου Θαλάσσης. [ 105 ]


Όμως το κήτος δεν έπνεε τον παλμό της ζωής παρά μονάχα του χρόνου −αν μου επιτρέπεται αυτό, να το πω− γιατί έξω και πέρα από εμάς αλλά για λίγο και μέσα μας ζει ο θεόρατος Κρόνος. Το νέο Νησί υψωμένο απ’ το βάθος στη μέση του χώρου πήρε τη θέση του, γκρίζο, ανάμεσα στα φαινόμενα του παράξενου κόσμου. Αργότερα, όλοι οι φτωχοί τυλιγμένοι στο μόλο με τα κουρέλια της πρόχειρης μέρας άρον άρον κατέβηκαν για να αποδείξουν ότι δεν είμαι εγώ ο τρελός αλλά η ίδια η γη που εμψυχώνει την πέτρα. Ό,τι δεν γέννησε η φαντασία του ανθρώπου το βάφτισε ή ίδια, η άψυχη γη∙ «κι όμως ζει!» ανέκραξα εντός μου και με δέος αγκάλιασα το πιο κοντινό μου ανθρώπινο σώμα ναι, κάπου εκεί στο μόλο της Σιάκα! Να ήταν κι αυτό ένα τέκνο του Κρόνου; είμαστε αλήθεια; ναι, ζωντανοί! όχι ο νους μας, μα η ίδια η Γαία [ 106 ]


γέννησε ανώδυνα μα καθόλου τυχαία το νέο Νησί. Ένα στείρο χωράφι στον ωκεανό, ο ορθωμένος βυθός που στεγνώνει στον ήλιο, δεν είναι όνειρο είναι δύναμη χωρίς βούληση μωρό χωρίς μέλλον. Όλα συγκρατούνται και ο θυμός ακόμα και όσοι περίμεναν ότι θα έρθει το τέλος με έναν νέο σεισμό επειδή έσκασε μύτη ένα νέο νησί, γελαστήκαν. Όπως ζυγώνει η μέρα ακάλεστη μέσα στη νύχτα έτσι κι Αυτή έχει πολλούς τρόπους να πει το τραγούδι που θα φέρει το θρήνο ή τη χαρά. Όταν ο ήλιος θα έχει μεσουρανήσει στερεώνοντας ψηλαφητά στη νέα της φάση την πλάση σαν να ’ταν σελήνη θα σύρουμε με θάρρος μαζί και συγκρατημό τις βάρκες από την άμμο προς το ασυνήθιστα ζεσταμένο νερό του Ωκεανού. [ 107 ]


Θα κινούμε σιωπηλά τα κουπιά προς το νέο Νησί μην και τρομάξει η φύση απ’ τον παφλασμό. Ακούγοντας μόνο ανασασμό και νερό θα στυλώσουμε τα μάτια στο νέο Νησί και πίσω απ’ το έντονο βλέμμα θα σέρνουμε υποταγμένο το σώμα μας μέσα στη βάρκα. Γιατί είναι αδύνατο να νικήσει ο φόβος την τόλμη όταν προπάντων μια αφύσικη γαλήνη επιτρέπει στο νου σχέδια να κάνει αψηφώντας −σαν να μην υπήρξε ποτέ− την καταιγίδα. Πριν όμως, αργά και με σύνεση δρασκελίσουμε με τα πόδια υγρά την απόκρημνη ακτή του, το νέο Νησί, όπως μυστήρια αναφάνηκε, έτσι αργά θα χαθεί μέσα στο μαύρο νερό. Κανείς δεν πιστεύει μια χαμένη ανάμνηση ακόμα κι αν τη μοιραστούνε πολλοί εγώ και εσύ που ποτέ δεν κρατάμε φωτογραφική μηχανή.

[ 108 ]


Ο θρύλος θα καλύψει το βράχο του στιγμιαίου συμβάντος σαν θάλασσα και μετά θα τον θάψει η λησμονιά στο σημείο ακριβώς απ’ όπου βγήκε στο φως. Μόνο το πουλί που στέκει αμέριμνο στην άκρη του βράχου καθώς ετοιμάζεται ακίνητο να πετάξει από την άσπρη ακτή της νοτίου Σικελίας στην άσπρη ακτή της Τυνησίας θα έχει περάσει επάνω απ’ το νησί των ολίγων ημερών. Όπως μου φάνηκε κάποτε ότι τα αστέρια δεν είναι παρά τρύπες στο μεταλλικό σουρωτήρι που καλύπτει τον ουρανό κι ότι από πίσω τους καίει ολούθε η ουράνια φωτιά έτσι και τώρα νομίζω ότι κάτω απ’ τον θαλάσσιο μανδύα που καλύπτει τη γη καίει η ίδια φωτιά που σχηματίζει τον κόσμο. Ταβάνι και πάτωμα, ένα και το αυτό! Καθώς κοχλάζει ο τέντζερης στα βάθη της γης σκεπασμένος από το ουράνιο σουρωτήρι εντός του σιγοβράζει η ημέρα το κρέας ή τα μακαρόνια για μια στιγμή ίδια με την όψη του αιώνα. [ 109 ]


Όπως το πουλί είναι ένα άλλο πουλί −στο Ταίναρο, στην άκρη της Σικελίας− έτσι είμαι κι εγώ ένας άλλος άνθρωπος: στην κορυφή των φαλακρών Μετεώρων με τον κίτρινο Πηνειό ποταμό να μου γλείφει τα πόδια. Ποιος έχει, άραγε. για σπίτι του ένα νησί που είδα μια μέρα να αυξάνεται μέσα στο πέλαγος απ’ το μηδέν και την επόμενη το είδα πάλι να χάνεται στο που-θε-νά;

[ 110 ]


Ρ Ω ΜΗ — ΣΚΟΠΕ ΛΟΣ


Κ α τ α β ύ θ ι σ η / Αν ά δ υ σ η

Εξαντλώντας τη δυνατότητα

να βρεθώ κάποτε κάπου έφτασα στην Πλατεία του Αγίου Πέτρου στο κέντρο ενός προγενέστερου κόσμου στη Ρώμη. Νόμιζα ότι η ημέρα ήταν Κυριακή αλλά μάλλον έκανα λάθος, μήπως Δευτέρα; γιατί το πλακόστρωτο ήτανε άδειο σκύβανε μόνο κάτω, εκεί, κάτι πουλιά μετρούσαν τη δύναμη του ράμφους επάνω στο σώμα της πέτρας με κρότο. Καθώς περπατούσα τα πουλιά σε ένα σύννεφο φτερουγίζαν κι ακουμπούσαν πιο πέρα. Άνοιγα με τα πόδια μου μία κουρτίνα από μαύρα φτερά και στο επόμενο βήμα την έκλεινα∙ έτσι ποτέ δεν έφτανα να βγω στη σκηνή. Λίγα βήματα, ακόμα πιο πέρα, διαπερνούσα μια νέα αυλαία γυρίζοντας το κεφάλι μου πίσω ο κουρνιαχτός φτερών και ποδιών ξανακάθιζε κάτω σαν απονέρια που σβήνουν στην πλάτη της θάλασσας, στην πλακόστρωτη άπλα. [ 112 ]


Περπατώντας στο περιστύλιο, απόμερα, βρήκα αργά προορισμό με πιο σταθερό βηματισμό με βοηθούσαν οι αποστάσεις των κολονών: οι διαστυλώσεις που είχαν διάρκεια δυο εισπνοών και τριών εκπνοών. Στην πόλη αυτή, διαρκώς διαφεύγεις περνώντας από σκηνή σε σκηνή και κάποια πολύτιμη πόρτα ανοικτή ή κλειστή σου ορίζει το τέλος του δρόμου. Το έργο αναβάλλεται, δεν ανεβαίνει καθώς στις πρόβες το ένα σου πόδι περνάει μπροστά κατόπιν έρχεται να το βρει ένα χέρι αλλά τότε έχει χαθεί η αρμογή με το επόμενο πόδι∙ όταν η συνείδηση αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας το βηματισμό καταρρέει το σώμα σαν να ήτανε σκιάχτρο. Άλλο πόδι πίσω, άλλο μπροστά: εκμηδενίζεται έτσι η σωματική συνοχή όπως διαλύεται η ορμή της ομάδας όταν το σκορ είναι βαρύ και φαίνεται αδύνατη στην ώρα που μένει να γίνει η όποια ανατροπή. Χωρίς χέρια, χωρίς πόδια είχα μείνει κι εγώ χωρίς παίκτες στο γήπεδο κουβαλώντας στην πλάτη το αναπότρεπτο σκορ χιλιάδες φίλαθλοι δήθεν [ 113 ]


με γιουχαΐζαν τα αυτιά μου βουΐζαν που να είχα, άραγε, βρει τόσους πιστούς που τώρα γυρνούσαν ενάντια σε μένα χωρίς να είναι καν Κυριακή και χωρίς να υπάρχει, νομίζω, Δευτέρα χωρίς να είμαι η ομάδα που παίζει στο γήπεδο μπάλα κλοτσούσα μονάχα αέρα. Είχα αφήσει πιο πίσω την περίστυλη έλλειψη με τις δεκάδες κολόνες αλλά αντί να εισχωρώ στα αποδυτήρια μέσα από μία φυσούνα εισερχόμουν στον πρόναο του Άγιου Πέτρου, στο κέντρο του προγενέστερου κόσμου όχι και τόσο μακριά απ’ το κατάμεστο Ολύμπικο όπου αγωνίζεται τώρα η Ρόμα. Κανείς δεν γνώριζε αν όντως υπάρχω υπήρξα μόνο μια κινούμενη σκιά για τα πουλιά, λίγο πριν… Εκείνη: «Τον είδα να εισέρχεται μέσα στον ψηλοτάβανο χώρο ντυμένος στα μαύρα με αργόσυρτο βήμα σίγουρος, σαν να γνωρίζει το μέρος: αψίδες, καμάρες [ 114 ]


τα ουρανοστέγαστα τόξα τα γλυπτά ένα ένα στις κόγχες του πλάγιου κλίτους. Δεν έμοιαζε διόλου, ωστόσο, μέσα στα μαύρα του ρούχα να τον εμπνέει η μνησικακία που καθοδηγεί έναν καλό χριστιανό. Καθώς καθορούσα τον κόσμο από τον τρούλο εκείνος ξεχώριζε, ευδιάκριτος στόχος, απ’ τον πολύχρωμο όχλο της εκκλησίας τον συντριμμένο πολυέλαιο του κόσμου τον σπαρμένο επάνω στο μαρμάρινο δάπεδο. Τον σημάδευε το βλέμμα μου ανάμεσα στο πολύχρωμο πλήθος τα συντρίμμια του πολυελαίου σαλεύαν στο δάπεδο σαν να είχαν δήθεν ψυχή. Εκείνος, ατάραχος, μόνος με την αυθάδεια του ζώου στην κορμοστασιά του το κεφάλι ανέτεινε σαν να επρόκειτο περπατώντας να γίνει πιο υψηλός. Μέσα απ’ τη στήλη που τον στηρίζει ξεπηδούσε ο πίδακας του νωτιαίου μυελού και περνούσε το ύψος του θόλου. Εκείνος γλιστρώντας στο δάπεδο σαν να φορούσε πατίνια [ 115 ]


με μια στροφή ενενήντα μοιρών βρήκε αμέσως αυτό που ζητούσε. Γλιστρώντας γρήγορα τις σκάλες του τρούλου κατέβηκα βγήκα απ’ το τούνελ και στάθηκα πίσω από ένα μεσαίο πεσσό του κτιρίου χοντρό κι αδιαπέραστο σαν ολόκληρο κτίσμα. Τον είδα να στέκει εκεί στη σκιά της μορφής του Πάπα Αλεξάνδρου του Εβδόμου καθώς δίνει την τελευταία του ευχή κι από κάτω σηκώνει το άδειο ποτήρι και τον κερνάει ο Χάρος κρασί. Είναι αδύνατον να με κρύβει απ’ τα μάτια των άλλων ο μεσαίος πεσσός του κτιρίου ακόμη κι αν είναι ο πιο μεγάλος του κόσμου. Δεν είχα τον καιρό να αντιδράσω όταν άξαφνα το κεφάλι του έστρεψε ενοχλημένος απ’ το έντονο κύμα που ξερνούσε η κόρη των κρυμμένων ματιών μου και του τρυπούσε την πλάτη με αναίδεια. Κρύφτηκα αμέσως αλλά ήταν αργά είχε πέσει επάνω μου ολόκληρος τοίχος και εντούτοις κρατιόμουνα όρθια σαν να είμαι εγώ η κολόνα.

[ 116 ]


Γιατί κράτησα, άραγε, και δεν έπεσα τότε; όμως μόνο κρατούσα μια παλιά υποθήκη από τότε που οι δυο μας διαμέναμε στο ίδιο κρεβάτι. Εκείνος μου κρατούσε το χέρι ένα παλιό καλοκαίρι καθώς με κοιτούσε −όπως τώρα το Χάρο− με αγάπη, στα μάτια». Όταν ήμουν μικρός κολυμπούσα γύρω από ένα φιλόξενο σκάφος που επέπλεε επάνω από το βυθό της Σκοπέλου. Βουτούσα με ζέση κάτω απ’ τη μαύρη καρίνα και διαπερνούσα το μήκος του σκάφους∙ ίσως θυμάσαι κι εσύ… μήπως σε λέγανε τότε Μαρίνα; Αναδυόμουν με ευγνωμοσύνη στου ήλιου το φως αέρα ρουφούσα προσπαθούσα ξανά και κρατιόμουν κάτω απ’ το σκάφος με δέος μέχρι να σκάσω. Κοιτούσα μέσα απ’ τη μάσκα την αλυσίδα της άγκυρας να χάνεται στο υγρό σκοτεινό λες κι η μετέωρη βάρκα ασφαλίζεται από ένα άγνωστο χέρι, τυφλή, εκεί κάτω στον απροσμέτρητο πάτο. [ 117 ]


Το άραγμα στα άγνωστα τάρταρα έχει και ρίσκα: το βέλος της ατράκτου που οδηγεί στο βυθό λυγίζει το τόξο του σκάφους ενώ αντιθέτως η ασφάλεια του λιμανιού πνίγει το νόστο σε μια κουταλιά βρόμικο νερό». Το παιδί εξελάμβανε τον πάτο του κουταλιού του για άβυσσο τη φωτεινή επιφάνεια του νερού για ταβάνι όπως τώρα εκείνος ο Άγιος που την ευχή του μοιράζει απλόχερα σαν να ήταν αιώνιος. Ο Άλλος, την ίδια στιγμή, ως σκελετός, γελάει και κερνάει από κάτω το νέκταρ στο ποτήρι του τάφου∙ θα δοκιμάσει ο Καίσαρ για πρώτη και τελευταία φορά. Μια πτυχωτή επιφάνεια σαν το σεντόνι στο άδειο κρεβάτι −κύμα της θάλασσας πέπλο των οροσειρών− προστατεύει τον κόσμο, επάνω, από το μέσα της γης. Ο βυθισμένος αναφωνεί με απαράμιλλο κύδος: «προσέλθετε!» λες και προβάλλει, κερνώντας, [ 118 ]


το κάτω μέρος του κόσμου στους πάνω ως ουτοπία! Αγάπησα τη γάστρα του σκάφους μες στο βυθό κοιτώντας με δέος λοξά προς τα πάνω έτοιμος ν’ απαρνηθώ την αυτονόητη χάρη της αναπνοής ή της νιότης μόνο για λίγο, όσο κρατούν τα πνευμόνια. Ύστερα πίσω, ξανά, εισέπνεα βγαίνοντας έξω από το πέλαγος χωρίς να το θέλω. Πάντα ήθελε ο άλλος να γευτώ τη χαρά της ζωής∙ με συντηρούσε στη μέση του νήματος ενός ώς το τέλος εφελκυόμενου τόξου ετοίμου να σπάσει –τι θλίψη!− από λαχτάρα για το πέρα από κάθε εμβέλεια. Η χαρά απαρνείται το λόγο και φτάνει να πει ένα: «όχι!» σ’ αυτό που είναι τόσο πολύ και δεν γίνεται άλλο. Πατώντας στο πολύτιμο δάπεδο κάτω από τη σκιά του Χάρου-οινοχόου κι ακόμα πιο κάτω από τον ετοιμοθάνατο Πάπα-ευλογέα στο βυθό της απροσμέτρητης κλίμακας στην εκκλησία όπου χάνεται [ 119 ]


μες στο μικρό το μεγάλο θαύμασα τον κομπασμό του απροσμέτρητου έργου. «Αν έχεις κάτι να πεις πες το μόνο αν είναι μεγάλο!» μου υπαγορεύει με ειρωνεία ο Μπερνίνι στο αυτί τρέμοντας κατά βάθος μην κάποιος του ψιθυρίσει το όνομα του ανωτέρου αυτού Μπορομίνι. Εκείνη: «Ξαναγύρισε πίσω στο αγαπημένο του έργο» κινεί τα χείλη, μονολογεί… «ε, εσύ, εκεί πέρα, δίπλα στον Χάρο… σε βλέπω». Τα λέει μια με τον Πάπα επάνω και μια με τον κεραστή από κάτω το πολύτιμο κόκκινο, μαρμάρινο πέπλο χωρίζει τους πάνω απ’ τους κάτω και τον τυλίγει. Εγώ είμαι μια ζωντανή οπτασία την ξέχασε πίσω του εκείνος πριν έρθει ν’ αφεθεί στη βασκανία της Ρώμης μονάχος. Στρίβοντάς το θα νόμισε ότι άδραξε μια οπτασία αρχέγονη: τη χωματερή του χρόνου γεμάτη από ετερόκλιτα μπάζα με μικρότερους χρόνους-στιγμές. Πρώτα με αντίκρισε, φάτσα με φάτσα, προτού του κρυφτώ πίσω από τον πεσσό κι ύστερα ξέχασε πάλι [ 120 ]


στραμμένος στο θέμα της αναπόδραστης πάλης του σκελετού με τη σάρκα. Το ίδιο σώμα που κάποτε υπήρξε δικό μου κάτω από το σεντόνι το χώρισε ο κόσμος στα δύο. Ο ζοφερός υπόκοσμος δυο ενωμένων σωμάτων που απλώνονται επάνω του καταπονώντας το στρώμα: κάτω απ’ το στρώμα, κι ακόμα πιο κάτω, ο πόθος, το πάθος… ακόμα και μέσα στο χώμα». Η επιθυμία, μάς χρήζει σωρηδόν εκπροσώπους της τρέλας. Την είδα, ναι, να περιφέρεται πίσω από τις παχύτερες κολόνες του κόσμου τα μάτια μου ούρλιαξαν λες κι ήτανε φρένα ο κόμπος χαλάρωσε μέσα μου κι αμέσως ανέβηκε προς το στόμα κάτι, σαν αίμα. Ήθελα κάτι να διαλαλήσω, να αρθρώσω, σαν το πουλί, μόνο ένα κρα! Ντράπηκα αμέσως και τράπηκα άτακτα πέρα από την ξεχασμένη εικόνα∙ άλλωστε, μάλλον, δεν θα ήταν αυτή μετά από χρόνια αλλά μια απ’ το πλήθος που κάπως της μοιάζει. Ήταν όντως, κάποτε, εκείνη; Ή μήπως όπου βρεθώ [ 121 ]


καλώ από τότε ακούσια κοντά μου όποιαν της μοιάζει μέσα στο πλήθος; Έστρεψα γρήγορα τη βουλιμική μου ματιά ξανά προς τον Πάπα που ατάραχος, πέτρινος ευλογούσε τον Χάρο σαν να ήθελα να υποτάξω μια φανταστική εκσπερμάτωση ή σαν να ανέτρεχα στην παιδική ηλικία: αναδυόμενος τότε από μία βαθεία βουτιά απεκδυόμουν βιαίως τη μάσκα και ξεσπούσα αναπνέοντας έξω μόλις πριν σκάσω, στο τσακ! Περνούσα πάλι κάτω απ’ τη βάρκα, η επιφάνεια της θάλασσας επάνω άπλωνε ένα πανί, το αδιαπέραστο σάβανο της φωταψίας επέφερε άθελα την αναδρομή: Επανάληψη! Θέλω ακόμα μία φορά! Μία ακόμη φορά είναι αρκετή να χτυπήσει η πέτρα την πέτρα με κρότο το ράμφος να ενσκήψει στο κρύο υλικό μήπως και φυτρώσει ζητώντας νερό και στη γυάλινη επιφάνεια να καθρεφτιστεί ο φτερωτός δεινόσαυρος που επιζεί μέσα σε κάθε μικρό κι απροστάτευτο κούκο. Είμαι ο σκώληκας πιασμένος στο αδυσώπητο ράμφος.

[ 122 ]


Αν το πουλί μέσα στη βιάση του δεν προσέξει καλά αντί να εισχωρήσω ακέραιος, ως Ιωνάς, στη ζέστη του σώματος, που προστατεύουν τα πούπουλα και πάλλει το τρανταχτό χτυποκάρδι, θα κλείσει το ράμφος του αχ, θα με κόψει αμέσως στη μέση (και πάλι, και πάλι). Θα πέσω πίσω με δύναμη κομμένο στα δύο εγώ, το σκουλήκι ναι, το σκουλήκι κι εγώ χωρίς σκελετό, μόνο σάρκα υγρή βρομερή στο άσπιλο κράσπεδο της πλατείας του Άγιου Πέτρου στο κέντρο ενός προγενέστερου κόσμου, στην αδύναμη πια μα παραμένουσα αιώνια Ρώμη. ………………………………………. Το σκουλήκι παραδέχτηκε την ώρα που κοβόταν από το ράμφος στη μέση, με πόνο, ότι αφού δεν κατάφερε να κάνει τα δυο σώματα ένα όταν μπορούσε οδηγήθηκε, το ίδιο αυτό ίσως αθέλητα και πάντως με βία να γίνει στο τέλος από ένα δυο σώματα-πτώματα.

[ 123 ]



Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

Trans Europe Express ΤΟΥ

ΖΗΣΗ ΚΟΤΙΩΝΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΔΙΟΡΘΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΑΝΙΑΔΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΛΦΑΒΗΤΟ Α.Ε.Β.Ε. ΤΟΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2010 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΜΕΛΑΝΙ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΣΧΕΔΙΑΣΕ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ Η ΠΟΠΗ ΓΚΑΝΑ n

αρ. έκδ. ***



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.