Πρόγραμμα Χριστίνα Αθηνοδώρου (γ. 1981) Λάβα (2006), για βιολοντσέλο και πιάνο I. II. III.
Expected – Exploded – Extinguishing…
Amy Marcy Beach (1867–1944) Τρεις Συνθέσεις, έργο 40, για βιολί και πιάνο (1898, διασκ. Τ. Miecznikowski) II. III.
Νανούρισμα Μαζούρκα
Johanna Senfter (1879–1961) Τρεις Παλαιοί Χοροί, έργο 25, για βιολοντσέλο και πιάνο I. II. III.
Γκαβότ Σαραμπάντα Μενουέτο
Luise Adolpha Le Beau (1850–1927) «Ρομάντσα» από τα Τέσσερα Κομμάτια, έργο 24 (1881), για βιολοντσέλο και πιάνο Grażyna Bacewicz (1909–1969) Μαζοβιανός Χορός (1951)
Διάλειμμα [15’] Άρτεμις Αϊφωτίτη (γ. 1986) Histoire (2015), για βιολοντσέλο και πιάνο Amy Marcy Beach Ρομάντσα, έργο 23 (1893), για βιολί και πιάνο [μετ. O. Mandozzi] Henriette Renié (1875–1956) Σονάτα σε Λα ύφεση μείζονα (1919), για βιολοντσέλο και πιάνο I. II. III.
Allegro appassionato Andante Allegro con fuoco
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όλα τα κινητά τηλέφωνα, τα ξυπνητήρια ρολογιών και άλλες ηλεκτρονικές συσκευές που μπορεί να προκαλέσουν θόρυβο πρέπει να είναι κλειστά. Παρακαλούμε τους αξιότιμους ακροατές μας, όπως μειώσουν την ένταση στο βήχα τους όσο γίνεται περισσότερο. Το κάπνισμα απαγορεύεται εντός του κτιρίου. Απαγορεύεται η ηχογράφηση και η φωτογράφηση τόσο εντός της αίθουσας, όσο και στο φουαγιέ, χωρίς την γραπτή άδεια από το LMS.
Programme Christina Athinodorou (b. 1981) Lava (2006), for violoncello and piano I. II. III.
Expected – Exploded – Extinguishing…
Amy Marcy Beach (1867–1944) Three Compositions for violin and piano, op. 40 (1898, arr. Τ. Miecznikowski) II. III.
Berceuse Mazurka
Johanna Senfter (1879–1961) Drei Alte Tänze [“Three Old Dances”], op. 25, for violoncello and piano I. II. III.
Gavotte Sarabande Menuett
Luise Adolpha Le Beau (1850–1927) “Romanze” from Four Pieces, op. 24 (1881), for violoncello and piano Grażyna Bacewicz (1909–1969) Taniec mazowiecki [Mazovian Dance] (1951)
Intermission [15’] Artemis Aifotiti (b. 1986) Histoire (2015), for violoncello and piano Amy Marcy Beach Romance, op. 23 (1893), for violin and piano [transc. by Orfeo Mandozzi] Henriette Renié (1875–1956) Sonata in A flat major (1919), for violoncello and piano I. II. III.
Allegro appassionato Andante Allegro con fuoco
IMPORTANT NOTICE: All mobile phones must be switched off. Would patrons also please stifle coughing as much as possible and ensure that watch alarms and any other electrical devices, which may become audible are switched off. No smoking in the auditorium or foyer. No recording or photographic equipment may be taken into the auditorium, nor used in any other part of the Hall without the prior written permission of the Hall Management.
Σημειώσεις Προγράμματος Λάβα (2006) Χριστίνα Αθινοδώρου (γ. 1981) Στο έργο Λάβα για βιολοντσέλο και πιάνο, ο συνδυασμός δύο τεχνικών, της διήγησης και της μίμησης – ως κύριες πηγές για τη δημιουργία μιας σχέσης μεταξύ ήχου και της σημασίας του τίτλου ως λέξη, – μεταφράζεται ως μια προσεκτική διανομή μικρών ή μεγάλων μουσικών φράσεων ή «χειρονομιών» στο κάθε ένα από τα τρία επεισόδια, που παίζονται χωρίς διάλειμμα. Από τις στιγμές της αναμονής για μια έκρηξη (Expected) μέχρι τις στιγμές που κανείς διανύει μία έκρηξη όταν συμβαίνει (Exploded), αλλά και μετά την αίσθηση απώλειας ή ανακούφισης ως φυσικό επακόλουθο (Extinguishing), η μουσική παρουσιάζει ετερόκλητα στοιχεία στην πορεία της: διατονική χροιά και παραλλαγμένους ήχους μέσω σύγχρονων τεχνικών, αργή ή γρήγορη ταχύτητα, στιγμές όπου ο παλμός είναι καθαρός και ευνόητος και άλλες όπου μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει στατικότητα. Όλα αυτά συντελούν στη δημιουργία ενός συνεχούς, ενός ηχητικού σώματος του οποίου η ορμή, το ξετύλιγμα και η «συμπεριφορά» θα μπορούσε με ένα αφηρημένο τρόπο, να συνδεθεί ταυτόχρονα και με τη φύση και με τον άνθρωπο. 2016 © Χριστίνα Αθινοδώρου
Ρομάντσα, έργο 23 (1893) Τρεις συνθέσεις, έργο 40 (1898) Amy Marcy Beach (5 Σεπτεμβρίου 1867, Χένικερ, NH – 27 Ιανουαρίου 1944, Νέα Υόρκη, NY) Η Amy Marcy Beach υπήρξε ίσως η πρώτη Αμερικανίδα γυναίκα που είχε πετύχει ως συνθέτις μεγάλης κλίμακας μουσικών έργων. Αφού έλαβε από τη μητέρα της τα πρώτα μαθήματα μουσικής και πιάνου στη Βοστώνη, συνέχισε τις σπουδές της με τον Ernst Perabo (1845–1920) και αργότερα με τον Carl Baermann (1839–1913). Ωστόσο, η Beach ήταν ουσιαστικά αυτοδίδακτη συνθέτις. Μετά από ένα χρόνο μαθημάτων στην αρμονία και αντίστιξη από τον Junius W. Hill (1840–1916), η Beach χρησιμοποίησε τους μεγάλους μουσουργούς ως πρότυπα, διδάσκοντας τον εαυτό της φυγή, διπλή φυγή, σύνθεση και ενορχήστρωση. Συνέθεσε πολλά έργα σε πολλά διαφορετικά είδη, όπως τραγούδια, κονσέρτα, συμφωνίες, λειτουργίες και πολλά έργα μουσικής δωματίου. Η Ρομάντσα, έργο 23 είναι η πρώτη σύνθεση της για βιολί και πιάνο. Η διακεκριμένη Αμερικανίδα βιολονίστας Maud Powell (1867-1920), στην οποία είναι αφιερωμένο το έργο, μαζί με τη συνθέτιδα έδωσαν την πρεμιέρα του έργου το 1893 στη Διεθνή Κολομβιανή Έκθεση στο Σικάγο. Η Ρομάντσα υπήρξε πάντα πολύ δημοφιλής κατά τη διάρκεια της ζωής της συνθέτιδος και ίσως το πιο συχνά εκτελούμενο έργο της για μουσική δωματίου. Γραμμένο στην τονικότητα της λα μείζονας, το έργο ακολουθεί μιαν τριμερή δομή και είναι βασισμένο σε ένα μοτίβο το οποίο παρουσιάζεται στην αρχή και το οποίο υφίσταται επιμελημένη επεξεργασία και ανάπτυξη κατά τη διάρκεια του. Ένα κατ’ εξοχήν ρομαντικό έργο, η Ρομάντσα είναι άφθονη σε ζεστά συναισθήματα, τα οποία συχνά πλησιάζουν τον συναισθηματισμό, όπως είχε παρατηρήσει ένας Γερμανός κριτικός.
Το έργο Τρεις Συνθέσεις για βιολί και πιάνο, έργο 40 απαιτεί διαφορετικές τεχνικές σε κάθε ένα από τα τρία μέρη του. Το Νανούρισμα («Berceuse»), είναι σε τριμερή δομή και εκτυλίσσεται διαμέσου μιας λεπτεπίλεπτης γραμμής legato από το έγχορδο όργανο, ενώ στην τελική Μαζούρκα, πάλι σε τριμερή μορφή, το μεσαίο τμήμα εκτελείται με αναπήδηση του δοξαριού (spiccato) και ολοκληρώνεται με τσίμπημα των χορδών (pizzicato).
Τρεις Παλαιοί Χοροί Johanna Senfter (27 Νοεμβρίου 1879, Όπενχαϊμ στο Ρήνο – 11 Αυγούστου 1961, Όπενχαϊμ) Η Johanna Senfter ήταν μια ευέλικτη συνθέτις, τα έργα της οποίας έχουν επηρεαστεί έντονα από τη μουσική του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (1685–1750), του Γιοχάνες Μπραμς (1833– 1897) και του καθηγητή σύνθεσης της Μαξ Ρέγκερ (1873–1916), με τον οποίο διατηρούσε μια φιλική σχέση μετά από τις σπουδές της. Χάρη στην εύπορη οικογένειά της, η συνθέτις μπορούσε, μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, να αφιερωθεί αποκλειστικά στη σύνθεση και χωρίς να χρειαζόταν να ανησυχεί για τα προς το ζην. Οι συνθέσεις της ακολουθούν το όψιμο ρομαντικό ύφος, φθάνοντας συχνά στα όρια της ατονικότητας, αλλά χωρίς πότε να τα ξεπερνούν. Ο Ρέκγερ εκτιμούσε πολύ το έργο της και συχνά προσπαθούσε, ασκώντας την επιρροή του, να καταστήσει τις συνθέσεις της γνωστές. Σύμφωνα με τον Hans Fleischer (1896–1981): «Το πιο αξιοσημείωτο πράγμα της μουσικής της Senfter είναι η πρωτοτυπία και η ανεξαρτησία της. [...] Η εξαιρετική μελωδική δύναμη της εφευρετικότητας της, η δομή και ο σχεδιασμός των έργων της είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του στιλ της· η συμπίεση του θεματικού υλικού στην ανάπτυξη των σονατών και συμφωνιών της δε, είναι τέτοιας περιεκτικότητας που αξίζει τον υψηλότερο θαυμασμό. Η αντιστικτική τεχνική της δεν αποτελεί ποτέ αυτοσκοπό, αλλά τίθεται πάντα στην υπηρεσία του διανοητικού και πνευματικού περιεχόμενου.» Οι Τρεις Παλαιοί Χοροί είναι μια συλλογή από τρεις χορούς που παρουσιάζονται στις ενόργανες σουίτες της μπαρόκ. Η γκαβότ ήταν αρχικά ένας ζωηρός αγροτικός χορός, ο οποίος έγινε δημοφιλής στις αυλές της Γαλλίας και της Αγγλίας τον 17ο και 18ο αιώνα και χορευόταν με την ανύψωση παρά το γλίστρημα των ποδιών. Στις μπαρόκ σουίτες, η γκαβότ ήταν μέρος των προαιρετικών χορών, γνωστών ως galanteries (υποδεέστερες χορευτικές κινήσεις που τοποθετούνται μεταξύ των τυποποιημένων κινήσεων της σουίτας). Παρά το όψιμο ρομαντικό αρμονικό ιδίωμα της, η Γκαβότ της Senfter ακολουθεί στενά τις παραδόσεις της μπαρόκ: είναι γραμμένη στη συμβατική σύνθετη τριμερή δομή και το μεσαίο τμήμα της είναι, όπως αναμενόταν, μια musette (μια ποιμενική άρια κατά την οποία ένα ισοκράτημα στο μπάσο είναι συνεχώς παρόν). Αντίθετα, η σαραμπάντα είναι ένας από τους μόνιμους χορούς, ο οποίος συχνά τοποθετούταν πριν από την καταληκτική gigue. Η σαραμπάντα συνήθως χαρακτηρίζεται από ένα έντονο, σοβαρό συναίσθημα και γράφονταν σε αργό τριπλό μέτρο με μιαν ισχυρή αίσθηση ισορροπίας βασισμένη σε φράσεις των τεσσάρων μέτρων. Η Σαραμπάντα της Senfter ακολουθεί την πιο κοινή διμερή δομή (ΑΑΒΒ) με διακοσμημένες επαναλήψεις. Το μινουέτο (από τη γαλλική λέξη menu, «μικρό») είναι επίσης μια galanterie. Το μινουέτο χορευόταν με πολύ μικρά βήματα και είναι γραμμένο σε τριπλό μέτρο μέτριας ταχύτητας. Έχει δύο ευδιάκριτα τμήματα· το δεύτερο, επίσης γνωστό ως «τρίο», αρχικά ερμηνευόταν από μόνο τρία όργανα, μετά το οποίο επαναλαμβανόταν το πρώτο μινουέτο.
Ρομάντσα, έργο 24, αρ. 1 (1881) Luise Adolpha Le Beau (25 Απριλίου 1850, Ράστατ – 17 Ιουλίου 1927, Μπάντεν-Μπάντεν) Η Luise Adolpha Le Beau θεωρούσε τον εαυτό της κατά κύριο λόγο ως επαγγελματίας συνθέτις. Επιπλέον, ήταν μια πιανίστας και κριτικός μουσικής, αλλά προτίμησε να μην ακολουθήσει μια σολιστική καριέρα κυρίως για θέματα υγείας. Ο πιανίστας και διευθυντής ορχήστρας Hans von Bülow (1830–1894) ήταν λάτρης των έργων της Le Beau και η δια βίου ενθάρρυνση του υπήρξε αρκετά ευεργετική για τη συνθέτιδα. Η Le Beau ήταν επίσης γνωστή με τον Μπραμς, τον Λιστ και τον μουσικο-κριτικό Eduard Hanslick (1825–1904), και επιπλέον παρακολούθησε δώδεκα μαθήματα με την Κλάρα Σούμαν (1819–1896). Η Le Beaux είχε μελετήσει αρμονία και αντίστιξη με τον Melchior Ernst Sachs (1843–1917) και από το 1876 και μετά, σύνθεση με τον Josef Rheinberger (1839–1901). Το 1880, όμως, ήρθαν σε ρήξη λόγω μιας συζήτησης για τη Νέα Γερμανική Σχολή: ο Rheinberger ήταν οπαδός της συντηρητικής πλευράς, ενώ η Le Beau συμμεριζόταν τις αισθητικές απόψεις των οπαδών του Λιστ. Ως επακόλουθο, στράφηκε προς τον Franz Lachner (1803–1890) για περαιτέρω καθοδήγηση. Το έργο της έγινε δεκτό τόσο με ζεστή εκτίμηση όσο και με βαθιά επιφύλαξη, κυρίως επειδή υπήρξε γυναίκα. Τα Τρία Κομμάτια για βιολοντσέλο και πιάνο, έργο 24 έλαβαν το πρώτο βραβείο σε ένα διεθνή διαγωνισμό σύνθεσης που πραγματοποιήθηκε στο Αμβούργο το 1882. Η κριτική επιτροπή, η οποία συμπεριελάμβανε τους συνθέτες Niels Gade (1817–1890) και Karl Reinecke (1824–1910), συνέστησε επίσης τη Σονάτα της σε ρε ελάσσονα για βιολοντσέλο και πιάνο (έργο 17) για τη δημοσίευση. Το έργο της αποτελείται από πολυάριθμα έργα σε πολλά είδη, όπως η όπερα, τα χορωδιακά και άλλα φωνητικά καθώς και ορχηστρικά έργα, όπως και έργα μουσικής δωματίου.
Μαζοβιανός Χορός (1951) Grażyna Bacewicz (5 Φεβρουαρίου 1909, Łódź – 17 Ιανουαρίου 1969, Βαρσοβία) Όπως και ο Φρέντερικ Σοπέν, η Grażyna Bacewicz προερχόταν από μια διεθνική οικογένεια – από ένα Λιθουανό πατέρα και μια Πολωνή μητέρα, αλλά εν τέλει αποφάσισε να είναι Πολωνή. Αρχικά σπούδασε βιολί (με τον Kazimierz Sikorski (1895–1986)) και πιάνο (με τον Józef Jarzębski (1878–1955)) και αργότερα σύνθεση (με τον Jan Turczyński (1884–1953)), στο Κονσερβατουάρ Μουσικής της Βαρσοβίας. Μετά από παρότρυνση του Karol Szymanowski (1882–1937), η Bacewicz πήγε στο Παρίσι για να παρακολουθήσει μαθήματα με μια άλλη συνθέτιδα, τη θρυλική Nadia Boulanger (1887–1979). Εκεί πήρε επίσης μαθήματα με τον André Touret και αργότερα με τον Carl Flesch (1873–1944). Οι πρώτες της συνθέσεις (1932–1944) δείχνουν την ανάπτυξη και τελειοποίηση του νεοκλασικού της στιλ, προφανώς μια επιρροή από την Boulanger, καθώς και μια τάση ενσωμάτωσης δημοτικών στοιχείων στα έργα της, ακολουθώντας έτσι το παράδειγμα του Szymanowski. Από την άλλη πλευρά, το ώριμο ύφος της (1945–1959) δείχνει «περισσότερη μυϊκή σθεναρότητα και αδυσώπητη δράση, με μια τολμηρή περιφρόνηση προς τις παραδοσιακές κλασικές δομές» όπως παρατήρησε ο A. Thomas. Μετά τον πόλεμο (1960– 1969), το στιλ της Bacewicz γίνεται «όλο και πιο προσωπικό, ξεφορτώνοντας κάθε κατάλοιπη παρισινή επιρροή το οποίο γίνεται ευδιάκριτα ανθεκτικό». Το όψιμο ύφος της χαρακτηρίζεται από στιλιστικό πειραματισμό και σονορισμό, τεχνικές δώδεκαφθογγισμού, αλεατορισμού και κολάζ.
Ο Μαζοβιανός Χορός είναι μια σύντομη και δεξιοτεχνική σύνθεση για βιολί και πιάνο, εκπαιδευτικού χαρακτήρα η οποία είναι βασισμένη την λαϊκή μουσική παράδοση της πολωνικής επαρχίας της Μαζοβίας. Ο χορός είναι μάλλον ελεύθερα εναρμονισμένος με πολλές απρόσμενες αρμονικές αλλαγές και εκπλήξεις. 2016 © Δρ Νικόλας Κωσταντίνου
Histoire Άρτεμις Αϊφωτίτη (γ. 28 Νοεμβρίου 1986, Λευκωσία) Το έργο Histoire για βιολοντσέλο και πιάνο είναι ένα ταξίδι ανάμεσα σε διαφορετικά ηχοχρώματα και ρυθμικά μοτίβα. Το τρίηχο, το οποίο εμφανίζεται σε διάφορες μορφές και στα δύο όργανα, είναι το κυρίως ρυθμικό μοτίβο του κομματιού. Το έργο χωρίζεται σε τρία κύρια μέρη. Το πρώτο μέρος, Andante, προτείνει τα μοτίβα και τις ιδέες που θα χρησιμοποιηθούν σε ολόκληρο το έργο. Είναι ένα αργό, ατμοσφαιρικό και κάπως απόμακρο μέρος το οποίο οδηγεί στο παιχνιδιάρικο δεύτερο μέρος, το οποίο με τη σειρά του θα μας οδηγήσει στο γρήγορο και δυναμικό φινάλε. 2016 © Άρτεμις Αϊφωτίτη
Σονάτα σε Λα ύφεση μείζονα (1919) Henriette Renié (18 Σεπτεμβρίου 1875, Παρίσι – 1 Μαρτίου 1956, Παρίσι) Η Henriette Renié ήταν μια Γαλλίδα αρπίστρια και συνθέτις, μια βαθιά θρησκευόμενη και ανεξάρτητη γυναίκα η οποία είχε ζήσει σε συνθήκες φτώχειας για ένα μεγάλο μέρος της ζωής της. Παράλληλα, ήταν μια εξαιρετικά επιτυχής γυναίκα, παρά το γεγονός ότι είχε ζήσει σε μιαν εποχή που η φήμη ήταν κοινωνικά απαράδεκτη για τις γυναίκες. Είχε κωδικοποιήσει μια μέθοδο για άρπα, η οποία σήμερα χρησιμοποιείται ευρέως. Πήρε μαθήματα άρπας με τον Alphonse Hasselmans (1845–1912) πρώτα ιδιωτικά, μέχρι ότου έγινε δεκτή στο Κονσερβατουάρ του Παρισιού στην ηλικία των δέκα μόλις χρόνων, και από την οποία αποφοίτησε όταν ήταν δώδεκα. Τόσο μεγάλη επιτυχία είχε ώστε πολλοί μαθητές από όλο το Παρίσι, πολλοί από τους οποίους ήταν δυο φορές μεγαλύτεροι της, άρχισαν να την αναζητούν για μαθήματα. Επιπλέον, λόγω του νεαρού της ηλικίας της, της είχε επιτραπεί, παρά το νεαρό της ηλικίας της, να παρακολουθήσει αρμονία, αντίστιξη και φυγή με τον Theodore Dubois (1837–1924) και τον Charles Lenepveu (1840–1910), και είχε ενθαρρυνθεί να συνθέσει. Η πλειοψηφία των συνθέσεων της είναι σχεδόν αποκλειστικά για την άρπα. Μερικά από τα αριστουργήματα της είναι τα έργα Légende για σόλο άρπα και το Κοντσέρτο σε ντο ελάσσονα. Το μόνο έργο που δε συμπεριλαμβάνει την άρπα είναι ίσως η Σονάτα σε λα ύφεση μείζονα, για βιολοντσέλο και πιάνο. Η σονάτα ακολουθεί το όψιμο γαλλικό ρομαντικό στιλ και συχνά φέρνει στο νου τη μουσική του Cesar Franck (1822–1890), ο οποίος ήταν κατά γενική ομολογία ένας από τους αγαπημένους της συνθέτες. Περαιτέρω, το μέρος του πιάνου συχνά παραπέμπει στους ήχους της άρπας. Οι τρεις κινήσεις του έργου είναι όλες βασισμένες στη δομή της σονάτας και συνδέονται μεταξύ τους μέσω κοινού θεματικού υλικού. Το έργο ανοίγει με ένα εκτεταμένο και παθιασμένο θέμα στο τσέλο που περνά μέσα από μιαν απροσδόκητη αρμονική επεξεργασία, ένα χαρακτηριστικό της σονάτας στο σύνολό της. Η δευτερεύουσα θεματική ενότητα που ξεκινά στη φα ελάσσονα χαρακτηρίζεται από ένα λυρικό και εκφραστικό θέμα. Διαμέσου διαφόρων τονικοτήτων, η ενότητα φαίνεται να κατασταλάζει στην ντο μείζονα, όταν ξαφνικά ένα γαλήνιο θέμα στη μι μείζονα
προαναγγέλλει την καταληκτική ενότητα. Μια ξαφνική αλλαγή στο τέμπο (Poco più Vivo) και της τονικότητας (ντο δίεση ελάσσονα) σηματοδοτεί την έναρξη της ανάπτυξης, η οποία αρχίζει με το καταληκτικό θέμα σε υποδιπλασιασμό. Η ανάπτυξη κατευθύνεται σταδιακά προς μια μεγαλοπρεπή δήλωση στην αρχική τονικότητα, αλλά ξαφνικά διακόπτεται από μια ταραγμένη εμφάνιση του δεύτερου θέματος, το οποίο με τη σειρά του κορυφώνεται πρώτα στη φα δίεση ελάσσονα και στη συνέχεια στην ντο δίεση ελάσσονα. Αυτή η τελευταία κορύφωση οδηγεί πίσω στην ανακεφαλαίωση, κατά την οποία η δευτερεύουσα και η καταληκτική ενότητα παρουσιάζονται αντίστροφα. Η κόντα αρχίζει με τον υποδιπλασιασμό του καταληκτικού θέματος που άνοιξε την ανάπτυξη και ολοκληρώνεται με ένα ζωηρό και γρηγορότερο μέρος. Η δεύτερη κίνηση, στην ντο ελάσσονα, ακολουθεί επίσης την δομή μιας κλασικής σονάτας, κατά την οποία, όπως και στην πρώτη κίνηση, τα θέματα εμφανίζονται με αντίστροφη σειρά στην ανακεφαλαίωση. Μια μεταμόρφωση του δεύτερου θέματος της Α’ κίνησης αποτελεί το κύριο θέμα του σκοτεινού σε χαρακτήρα Andante, ενώ το δεύτερο θέμα που επισημαίνεται dolce (γλυκά) είναι καινούργιο και εισάγεται μετά από ένα ήσυχο μέρος στη λα ύφεση μείζονα. Σε αντίθεση, το φλογερό φινάλε αρχίζει με μια μεταμόρφωση του αρχικού μοτίβου του κυρίως θέματος της Α’ κίνησης, αλλά με τους δυο πρώτους φθόγγους αντεστραμμένους. Μια σκερτσάντο μεταμόρφωση του δευτέρου θέματος της Α’ κίνησης αποτελεί τη μετάβαση στο καινούργιο δεύτερο θέμα. Η ανάπτυξη, η οποία αρχίζει ταπεινά στη φα δίεση ελάσσονα, αντιπαραθέτει και επιθέτει διάφορα μοτίβα από την έκθεση μ’ ένα ένθερμο τρόπο και σταδιακά κατευθύνεται προς μιαν κορύφωση που απότομα αποφεύγεται από μια φυγή. Ο συνδυασμός των μοτίβων των δύο θεμάτων αποτελεί το θέμα της φυγής, το οποίο είναι πολύ περίπλοκο στη ρυθμική άρθρωση του. Η σκερτσάντο γέφυρα επιστρέφει, προετοιμάζοντας αυτήν τη φορά την ανακεφαλαίωση. Μια συναρπαστική κόντα οδηγεί τη σονάτα σε μια θριαμβευτική κατάληξη. 2016 © Δρ Νικόλας Κωσταντίνου
Βιογραφικά Tytus Miecznikowski Ο Tytus Miecznikowski γεννήθηκε το 1964 στην Κρακοβία. Ξεκίνησε να παίζει βιολί στην ηλικία των έξι χρόνων, αρχικά με τον Czesława Klimczyk και αργότερα με την Eugenia Umińska, αλλά αργότερα αφοσιώθηκε αποκλειστικά στο βιολοντσέλο. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Μουσική Ακαδημία Φραντς Λιστ στη Βουδαπέστη, όπου μελέτησε τσέλο με το διάσημο βιολοντσελίστα Miklós Perényi, ο Tytus συνέχισε τις σπουδές του στο Κονσερβατουάρ της Βέρνης μελετώντας με τον Walter Grimmer και τον Johannes Bühler. Από το 1988 μέχρι και το 1990 είχε υπηρετήσει ως ο εξάρχον τσελίστας στην Γερμανική Φιλαρμονική Δωματίου (Deutsche Kammerphilharmonie). Εκ τότε, ο κ. Miecznikowski έχει ζήσει και εργαστεί ως σολίστας, και συνεργάτης συνόλων μουσικής δωματίου στη Βασιλεία, στο Τορίνο και στο Λουγκάνο. Ο Tytus Miecznikowski έχει συνεργαστεί με διάφορα σύνολα μουσικής δωματίου στην Ευρώπη από το Λονδίνο μέχρι και την Μόσχα. Έχει εμφανιστεί στο φεστιβάλ Φθινοπωρινή Βαρσοβία, στο Φεστιβάλ Πολωνικής Κουλτούρας στο Baden-Württemberg, στο Πολιτιστικό Πρόγραμμα Δυτικής Γερμανίας (Music of the Federal Republic of Germany in Russia), στα Φεστιβάλ Gödöllő και Keszthely στην Ουγγαρία, στο Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου Ledra Music Soloists, στην Λευκωσία καθώς και το Φεστιβάλ Longlake στο Λουγκάνο. Το ρεπερτόριο του κ. καλύπτει ένα ευρύ φάσμα μουσικού ρεπερτορίου με έργα από την Ευρωπαϊκή κλασική παράδοση τα οποία κυμαίνονται από την μπαρόκ μέχρι τις μέρες μας, και έχει δώσει τις ακόλουθες πρεμιέρες έργων: Κονσέρτο για έγχορδα Β’ του Zbigniew Bujarski (1994, Κρακοβία και Βαρσοβία), Orniphania για τσέλο και πιάνο του ιδίου συνθέτη (Κρακοβία, 2003), Belenos του Martin Metzger (Βασιλεία, 2009), A stone in my shoe του Art Clay (Βασιλεία, 2009); Σονάτα για τσέλο και πιάνο (Βασιλεία, 2012), Κονσέρτο για δυο τσέλα και βιόλα (Βασιλεία 2013) του Beat Schönegg καθώς και Saitentänze του Martin Metzger. Ο Tytus Miecznikowski έχει αρκετές ηχογραφήσεις και βιντεογραφήσεις στο ενεργητικό του με έργα των Μπαχ, Bujarski, Honegger, Ibert, Lutosławski, Martin, Ραβέλ και Stachowski.
Νικόλας Κωσταντίνου Ο Νικόλας Κωσταντίνου έχει την ικανότητα να εντυπωσιάζει το κοινό τόσο με τις τολμηρές επιλογές του από παραδοσιακό και μοντέρνο ρεπερτόριο, όσο και με τις εμφανίσεις του με ασυνήθιστα μουσικά σχήματα. Έχει επαινεθεί από κριτικούς μουσικής ως «… καλλιτέχνης με βαθύτατα αισθήματα, ο οποίος είναι ικανός να ερμηνεύει μουσική με ολόκληρη την ψυχή και το είναι του…» και οι ερμηνείες του έχουν χαρακτηριστεί ως «κολοσσιαίες» και «δραματουργικά πλούσιες». Έχει δώσει συναυλίες στην Αυστρία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελβετία, την Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, την Κύπρο, την Ουγγαρία, την Πορτογαλία, την Τουρκία και τη Φινλανδία, ενώ συχνά φιλοξενείται στο Wigmore Hall (Λονδίνο), στο Musikverein (Βιένη), στο Beethoven-Haus (Βόννη) και στη Μουσική Ακαδημία Ferenc Liszt (Βουδαπέστη). Ο Δρ Κωσταντίνου εμφανίζεται σε διεθνή Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου, όπως το Kuhmo, το Oulunsalo Soi (Φινλανδία), το Gödöllő (Ουγγαρία), το Ledra Music Soloists και τα Κύπρια (Κύπρος), καθώς και στο περίφημο Wigmore Hall του Λονδίνου ως σολίστας. Έχει εμφανιστεί με τη Philharmonia Orchestra, τη Ρωσική Φιλαρμονική Ορχήστρα Δωματίου Αγ. Πετρούπολης, την Ορχήστρα Κονσέρτου Βουδαπέστης, την Ορχήστρα Μουσικής Δωματίου Failoni και τη Συμφωνική Ορχήστρα Κύπρου, με μαέστρους όπως τον Esa Heikkilä, τον Konrad von Abel, τον Juri Gilbo, τον Νότη Γεωργίου, τον Σπύρο Πίσυνο, τον Άγη Ιωαννίδη, τον Ervin Acél και τον Maciej Zoltowski. Συνεργάστηκε επίσης με καταξιωμένους καλλιτέχνες, όπως ο Gustav Rivinius, ο Erkki Rautio, ο David Cohen, ο Péter Somodari, ο Vilmos Szabadi, ο Tytus Miecznikowski, ο Gábor Varga, ο Francesco Quaranta, ο Wolfgang Schroeder, η Μαργαρίτα Ηλία, ο Κύρο Πατσαλίδη, η Chloë Hanslip, και ο Kazuhiro Tagaki, καθώς και με τα κουαρτέτα εγχόρδων Meta4 και Akadémia. O Δρ Κωσταντίνου έχει παρουσιάσει με το βιολονίστα Νίκο Πίττα ολόκληρο το έργο του L. V. Beethoven για βιολί και πιάνο (2013–14), με τον τσελίστα Péter Somodari το έργο για βιολοντσέλο και πιάνο (2015–16). Παράλληλα, παρουσιάζει συχνά έργα Κυπρίων συνθετών στην Κύπρο και στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων και πρώτων παγκόσμιων παρουσιάσεων. Ο Νικόλας Κωσταντίνου είναι απόφοιτος του μουσικού τμήματος του Πανεπιστημίου του Σέγκεντ, του Πανεπιστημίου Μουσικής Ferenc Liszt στη Βουδαπέστη, του Ινστιτούτου Μουσικής στο Cleveland του Οχάιο, καθώς και του Βασιλικού Κολλεγίου Μουσικής του Λονδίνου, και είναι κάτοχος των τίτλων Master of Music in Performance, και Διδακτορικού (PhD). Η διδακτορική του διατριβή έχει τίτλο Η Μουσική Δωματίου του Ernő Dohnányi: Παράδοση, Καινοτομία και Ουγγρική Ταυτότητα. Έχει δουλέψει με τη Μárta Gulyás, τον Dr Daniel Shapiro, τον Sándor Falvai, τον Ferenc Kerek, τον Julian Jacobson, την Τάνια Οικονόμου και τη Βάντα Οικονόμου-Κωνσταντίνου. Εργάστηκε επίσης, μεταξύ άλλων, με τον Dmitri Bashkirov, τον Νικόλα Οικονόμου, τον Vadim Suchanov και τον Ferenc Rados. Μαθητές του έχουν κερδίσει βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς πιάνου και μουσικής δωματίου και έχουν γίνει δεκτοί σε αναγνωρισμένες σχολές στο εξωτερικό, όπως την Ανώτατη Μουσική Σχολή "Βασίλισσα Σοφία" της Μαδρίτης και το Κονσερβατουάρ Νέας Αγγλίας στη Βοστώνη των Η.Π.Α. Ο Δρ Κωσταντίνου έχει επαινεθεί για τη διδακτική του προσφορά από επώνυμους του χώρου. Επί του παρόντος ζει και διδάσκει στη Λευκωσία, είναι Λέκτορας πιάνου στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και καθηγητής πιάνου στο Μουσικό Λύκειο Λευκωσίας.
Programme Notes Lava (2006) Christina Athinodorou (b. 1981) In Lava for Violoncello and Piano, the fusion of diegesis (narrative) and mimesis (imitation) – as the primary sources for establishing a strong relationship between sound and what the word of the title may recall – is translated into the careful distribution of short or long music phrases and gestures in each of the three interconnected episodes of the piece: the awaiting moments of the eruption (Expected), its happening (Exploded), and then the aftermath (Extinguishing). Disparate material such as pure diatonic or distorted sounds through extended techniques, slow or fast speed, clear pulse and stasis, are all elements which contribute to the creation of a continuum, a strong sense of forward direction, following an abstract narrative the «behaviour» of which, could link to both nature and human alike. 2016 © Christina Athinodorou
Romance, op. 23 (1893) Three Compositions, op. 40 (1898) Amy Marcy Beach (5 September 1867, Henniker, NH – 27 January 1944, New York City, NY) Amy Marcy Beach was perhaps the first American woman to succeed as composer of largescale art music. After receiving her first music and piano lessons in Boston from her mother, she continued her education with Ernst Perabo (1845–1920) and later Carl Baermann (1839–1913) as piano teachers. However, Beach was essentially a self-taught composer. After a year of taking harmony and counterpoint lessons with Junius W. Hill (1840–1916), she begun using the great masters as models, and taught herself fugue, double fugue, composition and orchestration. She composed in many different genres, ranging from art songs to concerti, symphonies, masses and several chamber music works. The Romance, op. 23 is Beach’s earliest composition for violin and piano. The dedicatee, the distinguished American violinist Maud Powell (1867–1920), and the composer herself premiered the work at the World’s Columbian Exposition in Chicago in 1893. The Romance had always been very popular during the composer’s lifetime and is perhaps her most frequently performed chamber work. Cast in A major, the work follows a ternary structure, built on a leading motif introduced at the onset and undergoes elaborate treatment and development throughout. A truly romantic work in its bearings, the Romance is abundant with warm sentiments, often bordering sentimentality, as one German critic observed. The Three Compositions for violin and piano, op. 40 call for various techniques in each of its three pieces. The Berceuse (“Lullaby”), in ternary structure, is delivered through a fine legato line from the string instrument, while in the Mazurka, again ternary in form, the middle section is performed with the bouncing of the bow (spiccato) and ends with the plucking of the strings (pizzicato).
Drei Alte Tänze Johanna Senfter (27 November 1879, Oppenheim am Rhein – 11 August 1961, Oppenheim) Johanna Senfter was a versatile composer whose works were strongly influenced by the music of Johann Sebastian Bach (1685–1750), Johannes Brahms (1833–1897) and her composition teacher Max Reger (1873–1916), with whom she enjoyed a friendly relationship following her studies. Thanks to her well-situated family, she was, up until the end of WWII, able to dedicate herself entirely to composition and did not have to worry about earning a living. Her compositions follow the late romantic compositional style, often approaching the limits of tonality but without stepping beyond them. Reger valued her work and tried to assert his influence in order to make her compositions known. According to Hans Fleischer (1896–1981), “The most remarkable thing about Senfter's music is its originality and independence. […] The extraordinary melodic power of invention, the structure, the design of her works are her very own; the compression of the thematic material in the development sections of her sonatas and symphonies is of a concentration that commands the highest admiration. The contrapuntal mastery is never an end in itself with her, but is always placed at the service of the intellectual-spiritual content.” The Drei Alte Tänze is a collection of three dances found in baroque instrumental suites. The Gavotte was originally a lively peasant kissing-dance that became fashionable at the 17th- and 18th-century courts of France and England and it was danced by the raising rather than the sliding of the feet. In baroque suites, the gavotte was part of the optional galanteries (subordinate dance movements interspersed between the standard movements of the suite). Despite its late romantic harmonic idiom, Senfter’s Gavotte closely follows the baroque tradition: its written in the conventional composite ternary structure and its middle section is, as expected, a musette (a pastoral air in which a drone bass runs throughout). On the contrary, the sarabande was a standard movement, often placed before the concluding gigue. Sarabandes were usually characterized by an intense, serious affect and were set in a slow triple metre with a strong sense of balance based on four-bar phrases. Senfter’s Sarabande follows the most common bipartite structure (AABB) with ornamented reprises or doubles. The Minuet (from French menu, ‘small’) is also a galanterie. Danced with very small steps, the Minuet is in a moderate triple meter with two distinct sections, the second, also known as the ‘trio’, was originally written for three instruments only, after which the first minuet is repeated.
Romance, op. 24, 1 (1881) Luise Adolpa Le Beau (25 April 1850, Rastatt – 17 July 1927, Baden-Baden) Luise Adolpha Le Beau saw herself primarily as a professional composer. In addition, she was a pianist and a music critic, but she preferred not to pursue a career as a performer mainly due to health issues. The pianist and conductor Hans von Bülow (1830–1894) was fond of Le Beau’s compositions and his lifelong encouragement was quite beneficial. Le Beau was also acquainted with Brahms, Liszt and the highly influential music critic Eduard Hanslick (1825–1904), and she even took twelve lessons with Clara Schumann (1819–1896). She had studied harmony and counterpoint with Melchior Ernst Sachs (1843–1917) and from 1876 onwards composition with Josef Rheinberger (1839–1901). In 1880, however, they fell out over the New German School debate: Rheinberger was a follower of the
conservative side, while Le Beau shared the aesthetic views of Franz Liszt’s followers. Thereafter, she turned to Franz Lachner (1803–1890) for further guidance. Her work was received with both warm appreciation and deep prejudice mainly because she was a woman. The Three Pieces for violoncello and piano, op. 24 were awarded the first prize at an international composition competition held in Hamburg in 1882. The jury, which included the composers Niels Gade (1817–1890) and Carl Reinecke (1824–1910), also recommended her Sonata in D minor for violoncello and piano (op. 17) for publication. Her output consists a numerous works in many genres including opera, choral and other vocal works, orchestral and chamber pieces.
Mazovian Dance (1951) Grażyna Bacewicz (5 February 1909, Łódź – 17 January 1969, Warsaw) Like Fryderyk Chopin, Grażyna Bacewicz came from a bi-national family – with a Lithuanian father and a Polish mother; she decided to be Polish. She initially studied violin (with Kazimierz Sikorski (1895–1986)) and piano (with Józef Jarzębski (1878–1955)) and later composition (with Jan Turczyński (1884–1953)) at the Warsaw Conservatory of Music. On Karol Szymanowski’s (1882–1937) advice, Bacewicz went to Paris to study with another female composer, the legendary Nadia Boulanger (1887–1979). There she also took lessons with André Touret and later with Carl Flesch (1873–1944). Her early compositions (1932–44) show the development and refinement of her neoclassic style, evidently an influence from Boulanger as well as a tendency to incorporate folk elements into her works, thus following the example of Szymanowski. On the other hand, her mature style (1945–59) shows ‘greater muscularity and unrelenting activity, with a daring disregard for traditional classical structures’ as A. Thomas observed. After the war (1960–69), Bacewicz style became ‘increasingly personal, casting off any remaining Parisian influence and becoming distinctively resilient’. Her late style is characterized by stylistic experimentation and sonorism, twelve-tone techniques, aleatoricism, and collage. The Mazovian Dance is a short virtuoso composition for violin and piano, instructional in nature. Based on the folk musical tradition of the Polish province of Mazovia, the dance is harmonized rather freely with many unexpected harmonic shifts and surprises. 2016 © Dr Nicolas Costantinou
Histoire Artemis Aifotiti (b. 28 November 1986, Lefkosia) Histoire for cello and piano is a journey through different soundscapes, different rhythmic motives and registers. The triplet is the main rhythmic motive of the piece, which constantly appears in many forms and variations in both the cello and piano. The piece is divided in three main sections. The first, andante section introduces the main motives and ideas, which are later evolved. It is a slow, atmospheric and rather distant section, which gradually builds up to the second section, a playful transition leading to a fast and agitated finale. 2016 © Artemis Aifotiti
Sonata in A-flat major (1919) Henriette Renié (18 September 1875, Paris – 1 March 1956, Paris) Henriette Renié was a French harpist and composer, a deeply religious woman who lived in poverty for much of her life, but who was independent and successful in a time when fame was socially unacceptable for women. She codified a method for harp, which is widely used today. She took harp lessons with Alphonse Hasselmans (1845–1912) first privately, until she was accepted at the Paris Conservatoire at the age of ten; she graduated when she was twelve. She had been so successful that students from all over Paris, many of them more than twice her age, began seeking her out for lessons. Additionally, due to her young age, an exception was made for her to take harmony counterpoint and fugue with Theodore Dubois (1837–1924) and Charles Lenepveu (1840–1910), and she was encouraged to compose. The majority of her compositions are almost exclusively for harp. Some of her masterpieces are Légende for solo harp and the Concerto in C minor. The only work that does not feature the harp is perhaps the Sonata in A flat major, for violoncello and piano. The sonata follows in the late French Romantic style and often brings to mind the music of Cesar Franck (1822–1890), who was admittedly one of Renié’s favourite composers. Further, the piano part often imitates the harp. The three movements of the work are all cast in sonata structure and are connected through common thematic material. The work opens with a broad, extensive and passionate melody in the cello that goes through unexpected harmonic treatment, a characteristic of the sonata as a whole. The subsidiary subject area that begins in F minor presents a lyric and expressive. After moving through several tonalities, the subsidiary area seems to settle in C major, when suddenly the music shifts to E major and a tranquil subject begins the closing section. A sudden change of tempo (Poco più Vivo) and key (C-sharp minor) signals the start of the development, which begins with the closing theme in diminution. The section gradually builds up to a grandiose statement in the home key, but is suddenly interrupted by an agitated appearance of the subsidiary subject, which in turn climaxes first in F sharp minor and then in C sharp minor. This last climax also leads back to the recapitulation. The remainder of the movement unfolds as expected, but it reverses the appearance of the subsidiary and closing sections. The coda begins with the diminution that opened the development section and ends with an animated and faster section. The second movement, in C minor is another sonata structure in which, like in the first movement, the themes appear in reverse order in the recapitulation. A transformation of the subsidiary subject of the first movement makes up the main subject of the, sombre in character, Andante, while the second subject is a new theme, marked dolce that is introduced after a brief tranquillo section in A-flat major. In contrast, the fiery finale begins with a transformation of the opening motif of the main theme in the first movement, but with its first two pitches reversed. A scherzando transformation of the opening movement’s subsidiary subject forms the transition to the new second subject. The development, which begins unassumingly in F-sharp minor, juxtaposes and superimposes various motifs from the exposition in a passionate manner and gradually heads towards a climax that is abruptly evaded by a fugue. The combination of the characteristic motifs of the two subject areas makes up the fugal theme, which is very complex in its rhythmic articulation. The scherzando bridge appears again, this time as a preparation for the recapitulation, which unfolds as expected. An exciting coda leads the music to a triumphant ending. 2016 © Dr Nicolas Costantinou
Biographical Notes Tytus Miecznikowski Tytus Miecznikowski was born into a Cracow family of artists in 1964. He began to play the violin at the age of six, studying with Czesława Klimczyk and Eugenia Umińska, but later dedicated himself entirely to cello playing. After his solo diploma at the Franz Liszt Academy of Music in Budapest, where he studied with Miklós Perényi, he completed his studies at the Bern Conservatory of Music with Walter Grimmer and Johannes Bühler. From 1988 until 1990, he was first solo cellist in Deutsche Kammerphilharmonie. He lived and worked as a soloist and chamber musician also in Basle, Turin and Lugano. Tytus Miecznikowski has performed with various ensembles on the stages of Europe between Moscow and London. He has participated, among others, in Warsaw Autumn, the Baden-Württemberg Festival of Polish culture, the West German cultural program "Music of the Federal Republic of Germany in Russia", the festivals of Gödöllő und Keszthely in Hungary, the Ledra Music Soloists Chamber Music Festival in Lefkosia, Cyprus, and the Longlake festival in Lugano. Tytus Miecznikowski's solo and chamber music repertoire covers a wide range of works of the European classical tradition, from baroque to contemporary music. He has premiered the work Concerto per archi II by Zbigniew Bujarski (in Cracow and Warsaw, 1994), Orniphania for cello und piano by the same composer (Cracow, 2003), Belenos by Martin Metzger (Basle, 2009), A stone in my shoe by Art Clay (Basle, 2009); the Sonata for cello und piano by Beat Schönegg (Basle, 2012) and, one year later, Beat Schönegg's Concerto for two celli and a viola and Martin Metzger's Saitentänze. Tytus Miecznikowski has made several audio and video recordings with music by Bach, Bujarski, Honegger, Ibert, Lutosławski, Martin, Ravel, Stachowski.
Nicolas Costantinou Nicolas Costantinou is renowned for impressing his audience with his daring selection of repertoire, old and new, and his ability to perform with extraordinary instrumental ensembles. He has been hailed by critics as ‘…an artist of deep emotions, who is capable of performing music with his whole being and soul…’ whilst his interpretations have been described as ‘colossal’ and ‘dramatic’. He has given numerous concerts in Austria, Cyprus, Hungary, Germany, Greece, Finland, France, Portugal, Turkey, Switzerland, the UK and the USA and regularly appears in prestigious halls such as Wigmore Hall, the Brahms Saal of the Musikverein in Vienna, the Beethoven-Haus in Bonn, and the Grand Hall of the Franz Liszt Academy of Music in Budapest. He is regularly invited to perform at international festivals around Europe such as the Kuhmo Chamber Music Festival, the Oulunsalo Soi Music Festival (Finland), the Gödöllő Chamber Music Festival (Hungary), the Ledra Music Soloists International Chamber Music Festival and the Kypria Festival (Cyprus). His debut in London’s prestigious Wigmore Hall was received with favourable reviews. He has performed with the Philharmonia Orchestra, the Russian Chamber Philharmonic St. Petersburg, the Budapest Concert Orchestra, the Failoni Chamber Orchestra, and the Cyprus Symphony Orchestra, with maestros such as Konrad von Abel, Juri Gilbo, Esa Heikkilä, Notis Georgiou, Spiros Pisinos, Maciej Zoltowski and Ayis Ioannides. In the field of chamber music, he has performed with Gustav Rivinius, Erkki Rautio, David Cohen, Péter Somodari, Vilmos Szabadi, Tytus Miecznikowski, Gábor Varga, Francesco Quaranta, Wolfgang Schroeder, Margarita Elia, Kyros Patsalides, Chloë Hanslip, Kazuhiro Tagaki, and the Meta4 and Akadémia String Quartet. He regularly performs works by Cypriot composers in Cyprus and abroad, including a number of world premieres. Dr Costantinou has recently performed for the first time in Cyprus Beethoven’s complete works for piano and violin with violinist Nikos Pittas and for piano and violoncello with cellist Péter Somodari. Nicolas Costantinou graduated from the Greek Hellenic Academy of Music, the Ferenc Liszt Academy of Music in Szeged, the Ferenc Liszt University of Music in Budapest summa cum laude and holds a Master of Music in Performance from the U.S. Cleveland Institute of Music. Recently, he has been awarded a doctorate of philosophy (PhD) from London’s Royal College of Music under the supervision of Prof. Paul Banks, Dr. Julian Jacobson and Dr. Jane Roper. His thesis is entitled The Chamber Music of Ernő Dohnány: Tradition, Innovation and ‘Hungarianness’. He has also studied with Márta Gulyás, Dr. Daniel Shapiro, Sándor Falvai, Ferenc Kerek, Tania Economou and Wanda Economou-Constantinou and he has participated in master classes held by acknowledged pianists such as Dmitri Bashkirov, Nicolas Economou, Vadim Suchanov and Ferenc Rádos. Nicolas is currently teaching prodigious children in his home country. Many of his students have won numerous prizes at international piano competitions, and have participated in esteemed piano master-classes with renowned professors. Some of his students have been accepted in highly esteemed Academies and Universities, amongst others the Reina Sofía Escuela Superior de Música in Madrid and the New England Conservatory of Music in Boston, USA. Dr Costantinou is currently a Lecturer at the University of Nicosia and also teaches at the Nicosia Music Lyceum.
Ledra Music Soloists: Οδός Μαραθώνος 21, 2413 Λευκωσία τηλ: 22352355 web: www.ledramusic.org email: info@ledramusic.org ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ: Νικόλας Κωσταντίνου Βάντα Οικονόμου-Κωσταντίνου Μαρία Εργατίδου Χρίστος Κωσταντίνου Giovanni Galetti ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: Νικόλας Κωσταντίνου GRAPHIC DESIGN: Heimonides Applied Arts ΕΠΙΤΙΜΑ ΜΕΛΗ: Dr. Peter Laki PREMIUM SPONSORS (over €2.000): Πολιτιστικές ΥπηρεσΙες ΥπουργεΙου ΠαιδεΙας και Πολιτισμου Νικόλας Κωσταντίνου ΚΥΡΙΟΙ ΧΟΡΗΓΟΙ (€501 – €2.000): Δήμος Λευκωσίας ΕΙΔΙΚΕΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ: Έλενα Γιώργαλλου Χρίστος Τσαγγαρός Η παραγωγή αυτή κατέστη δυνατή με την ευγενική στήριξη των: Πολιτιστικών Υπηρεσιών Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού Δήμου Λευκωσίας
Το Ledra Music Soloists (LMS) είναι ένα μη κερδοσκοπικό νόμιμο σώμα που δημιουργήθηκε με σκοπό να προώθηση την κλασική μουσική στην Κύπρο και στο εξωτερικό φέρνοντας σε επαφή καταξιωμένους καλλιτέχνες να συνεργαστούν, να ανταλλάξουν εμπειρίες και να παρουσιάσουν την δουλειά τους σε συναυλίες. Ledra Music Soloists (LMS) is a non-profit legal body, which was formed in an effort to promote classical music in Cyprus and abroad by inviting various established artists to collaborate, exchange experiences and finally present their work in concerts.