Διαδικασίες μεταστροφής του εαυτού: νομαδικές πρακτικές ανταλλακτικού ιματισμού_ARCHITECTURE THESIS

Page 1

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ

νομαδικές πρακ τικές αν ταλ λακ τικού ιματισμού ΠΑΤΡΑ ΛΥΔΙΑ





ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΝΟΜΑΔΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΟΥ ΙΜΑΤΙΣΜΟΥ

Πάτρα Λυδία Επιβλέπων καθηγητής: Ντάφλος Κώστας

Αθήνα 2021



NATIONAL TECHNICAL UNIVERSITY OF ATHENS SCHOOL OF ARCHITECTURE

SELF-CONVERSION PROCEDURES NOMADIC APPAREL COMMUTATION PRACTICES

Patra Lydia Supervisor: Daflos Kostas

Athens 2021



...ένα μεγάλο ευχαριστώ στον επιβλέποντα της προσπάθειας αυτής, κ. Κώστα Ντάφλο, για τις πολύτιμες γνώσεις, τις κρίσιμες παρατηρήσεις και την αδιάλειπτη υποστήριξη και ώθηση που προσέφερε στις πιο καίριες στιγμές αυτής της έρευνας. Ευχαριστώ επίσης όλα τα πρόσωπα εκείνα που μέσα από συζητήσεις ανατροφοδότησαν την παρούσα διαδρομή, καθώς και όσα στήριξαν το εγχείρημα ανταλλακτικού ιματισμού στην πράξη, πειραματίστηκαν και πίστεψαν στη διαδικασία.


ΣΥΝΟΨΗ Η ερευνητική αυτή εργασία υποστηρίζει τη θέση ότι ο τρόπος να ανασυσταθεί η κοινωνία, ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες της ζωής με βάση βιώσιμες ηθικές αξίες περνάει από το ίδιο το υποκείμενο. Η καλλιέργεια συνθηκών μεταστροφής-παραποίησης του εαυτού μέσω εφαρμοζόμενων νομαδικών πρακτικών και ειδικότερα πάνω στο αντικείμενο του ανταλλακτικού ιματισμού, παρέχει τη δυνατότητα, σε ένα πρώτο επίπεδο, της αποδόμησης (ανάλυσης) του εαυτού. Μέσα από το χώρο (δυνητικό ή μη) το υποκείμενο της πόλης έχει τη δυνατότητα να εκφραστεί, να ανασυσταθεί και στη συνέχεια να αναδιαρθρώσει τις κοινωνικές δομές της. Το ένδυμα, χρησιμοποιείται ως παράδειγμα-μετωνυμία προκειμένου να αναδείξει τρεις διαφορετικές θεωρήσεις (χώρος και νομαδισμός, έμφυλες ταυτότητες, βιωσιμότητα και ακτιβισμός) σύμφωνα με τις οποίες επιδιώκεται να αλλάξουν ο μονοδιάστατες κλειστές και “από-τα-πάνω” στρατηγικές σχεδιασμού της πόλης. “Οι αποδιαρθρώσεις διαδέχονται τις αναδιαρθρώσεις στο χρόνο και στο χώρο”[1] και κάπως έτσι γίνονται τα όνειρα και οι αλλαγές.

[1]   (Lefebvre, 1974 [1977]: 73)


ABSTRACT This research paper supports the position that the way to reconstitute society, in order to meet the modern needs of life based on sustainable moral values, goes through the subject itself. The conditions of transformation-falsification of the self through applied nomadic practices and especially regarding to the spare clothing, provides the possibility, at first of the deconstruction (analysis) of the self. Through space (potential or not) the subjects of the city have the ability to express themselves, to reconstitute themselves and then to restructure the city’s social structures. The garment is used as an example-metonymy in order to highlight three different views (space and nomadism, gender identities, sustainability and activism) according to which the onedimensional closed and “top-down” planning strategies of the city are sought. “Restructuring follows restructuring in time and space”[2] and this is how dreams and changes come about.

[2]   (Lefebvre, 1974 [1977]: 73)



“Με κυριεύει μερικές φορές ένας περίεργος φόβος για τις εμπνεύσεις μου, τις σκέψεις μου, καθώς συνειδητοποιώ πόσο μικρό μέρος του εαυτού μου είναι δικό μου”

Fernando Pessoa Marginalia (2003 [2005])


ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ-ΕΝΝΟΙΕΣ-ΟΡΟΙ

“Άλλο” ακτιβισμός αρτιβισμός [τέχνη (art) + ακτιβισμός (activism)] ανακύκλωση ανθρωπολογία - ανθρωπογεωγραφία ανταλλακτικός αντι-καπιταλισμός αντικείμενο [object] αντικείμενο μερικό [ partial object] αποδόμηση αποκείμενο [abject] αφηρημένο [abstract] βιωσιμότητα bricolage [μαστόρεμα-αυτοσχεδιασμός ετερόκλητων υλικών] camp [επιτηδευμένη θηλυπρέπεια] common space [κοινός χώρος] cross-dressing [παρενδυσία] cyborg [τεχνοπολιτικό σώμα-ανθρωπορομπότ-κυβερνο–οργανισμός] γίγνεσθαι-μειονοτικό γίγνεσθαι-Άλλο γκροτέσκο [grotesque] διαφορετικότητα - διαφορά - διαφωρά Διέλευση Do-It-Yourself [κάντο μόνη-/ος σου (D.I.Y)] drag queen [Dress As a Girl-drag βασίλισσα] εαυτός Εαυτότητα = Εαυτός + ταυτότητα εγκατάσταση [installation] επίπλαστο-τεχνητό επιτέλεση-διαδικασία gender-fluid [ρευστό φύλο-ταυτότητα φύλου] ίδιο ιματισμός interplay [πεδίο συνεχούς αλληλεπίδρασης] ίχνος


μετάβαση μεταστροφή μετασχηματισμός μορφοπλασία νομάς - νομαδισμός - νομαδικότητα non-binary [μη δυαδικό] παραποίηση [hacking] πειρατεία [hijacking] περιπλάνηση περσόνα performance [περφόρμανς-επιτέλεση-παράσταση] πολιτική πολλαπλότητα πότλατς πράξη - πρακτική queer ρευστότητα ρούχο σύγχρονο συνέχεια - ασυνέχεια σώμα - ενσώματο - σωματικότητα ταξινόμηση ταυτότητα τομή υποκείμενο [subject] φεμινισμός - ξενοφεμινισμός φύλο χακτιβισμός [χάκερ (hacker) + ακτιβισμός (activism)] χαρτογραφία

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ-ΕΝΝΟΙΕΣ-ΟΡΟΙ

κανονικός - κανονιστικός κοινός - κοινότητα - κοινωνικός



02

ABSTRACT

03

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ-ΕΝΝΟΙΕΣ-ΟΡΟΙ

06

01. Εισαγωγή

13

02. Το ρούχο του νομά: κοινός χώρος

23

πόλη και μνήμες: νομάς επιθυμία και προϊόν: ρούχο αντικαπιταλισμός : κοινός χώρος το παράδειγμα

03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία νομαδικό υποκείμενο: διάκριση ένα άλλο δέρμα: ρούχο το παράδειγμα

επιτελεστικότητα και σώμα: επιθυμία

04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή επιτέλεση και φύλο: παραποίηση βιωσιμότητα και μεταπαραγωγή: ρούχο

23 34 45 48

61 61 76 82

93

107 107 121

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΣΥΝΟΨΗ


ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

η τέχνη του ‘κάντο μόνη-/ος σου’: χακτιβισμός το παράδειγμα

135 135 141

05. Συμπεράσματα

153

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

159

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ FEET-IN ROOM

171

συμπεράσματα έρευνας θέματα περαιτέρω διερεύνησης Αντί επιλόγου Βιβλιογραφία στα ελληνικά

Βιβλιογραφία στα αγγλικά Λεξικά-Εγκυκλοπαίδειες Ιστοσελίδα Φιλμογραφία Εικόνες

153 156 156 159

163 165 165 166 167 171


01.



διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

01. Εισαγωγή

01. Εισαγωγή Η παρούσα ερευνητική εργασία επικεντρώνεται στο να αναδείξει πτυχές συλλογικών πρακτικών τέχνης για την ανασύσταση της σκέψης και της πόλης, ώστε αυτή με τη σειρά της να ανταποκρίνεται στις τρέχουσες διαδικασίες της ζωής που αφορούν διαφορετικές σφαίρες (περιβάλλον, κοινωνικός χώρος κ.ά.). Το κύριο αίτημα είναι η συμπερίληψη και η εμπλοκή του ίδιου του υποκειμένου που τη συγκροτεί, τη ζει και την κατοικεί. Υιοθετείται η άποψη εδώ πως οι διαδικασίες μεταστροφής ή παραποίησης του εαυτού στοχεύουν στην ανάδυση πολλών άλλων εαυτών. Μέσω νομαδικών δικτυωμένων πρακτικών, και πιο συγκεκριμένα μέσω του ανταλλακτικού ιματισμού, θεωρείται ότι προσφέρεται η δυνατότητα προς την κατεύθυνση αυτή, αρχικά ανάδυσης μιας στοιχειώδους αποδόμησης των διαδικασιών μαζικής απρόσωπης, κλειστής παραγωγής και στη συνέχεια προς την κατεύθυνση της εκφραστικής χειρονομίας και της χειροτεχνικής εργαστηριακής μεταπαραγωγής. Με στόχευση κάτι ανάλογο να συμβεί και σε άλλες περιοχές παρόμοιων διαδικασιών, κρίνεται εφικτό να προκύψει ο δημιουργικός μετασχηματισμός από το τοπικό σποραδικό επίπεδο σε γενικευμένους θύλακες της κοινωνίας στο επίπεδο της ζωής στην πόλη.

πόλη

Όνομα όχι κύριο η πόλις, αλλά ουσιαστικό· πολύ ουσιαστικό[3]. Ιστορικά, η σημασία της ξεκινά από αυτή του φρουρίου και μέχρι σήμερα δεν είναι άλλη από την προστάτιδα της κοινωνικής συγκρότησης. Η πόλη είναι το ίδιο το δικαίωμα στην πόλη. Στην πόλη του χθες, στην πόλη του αύριο και στην πόλη του τώρα, που πάλλεται στο ανάμεσα. Τα υπο[3]   βλ. Δημουλά, Κ. (1971 [1997]). Πληθυντικός αριθμός. Το λίγο του κόσμου. Αθήνα: Στιγμή

13


01. Εισαγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

κείμενα της πόλης ακροβατούν ανάμεσα στην ανάγκη του παρόντος να διαφέρει από το πριν ή αντίθετα να το ακολουθεί πιστά, αναπαράγοντάς το. Έτσι, προσεγγίζοντας τη σύγχρονη πόλη μέσω της έρευνας αυτής, εστιάζεται η προσοχή μας σε μία πορεία, στο πλαίσιο της εξελικτικής νομαδικής πρακτικής που προσεγγίζει το υποκείμενο ως διαδικασία σε εξέλιξη. Ο ίδιος ο εαυτός με την αποδοχή πολλαπλών ταυτοτήτων, δίνει την ευκαιρία ώστε να ανασυνταχθεί η πόλη που φθίνει με τρόπο υγιή (αξιοποιώντας υφιστάμενες δομές και κοινά συλλογικά αποθέματα θετικά κι όχι στεκόμενη ακρίτως απέναντι στα πάντα) με όνειρο ένα αύριο που δε θέλει σε τίποτα να μοιάζει με το χθες. Βασική προϋπόθεση στο να αντιληφθεί κανείς τις νέες σχέσεις που διαμορφώνονται από μια άλλη θεώρηση των παραπάνω, είναι ο αναστοχασμός της έννοιας του υποκειμένου ως συλλογική μοναδικότητα [singularity] και παράλληλα ως κομμάτι ενός “πλήθους”[4]· του υποκειμένου ως μετασχηματιζόμενη εξελισσόμενη διαδικασία, στο πλαίσιο κατανόησης της ενσωμάτωσής του στους μηχανισμούς νομαδικής δράσης, που συνίστανται από, και συνιστούν επιπλέον κοινωνικούς χώρους. Πρόκειται για εκείνο ακριβώς το υποκείμενο που κατά τη διάρκεια της ιστορικής του ύπαρξης αναζητά πάντοτε κάποιου είδους απόδραση από την προκαθορισμένη, σταθερή, θεμελιωμένη (έμφυλη, πολιτική, κοινωνική) ταυτότητα (τελικά ουδέτερη, αδιάφορη και διάφανη, δίχως ταυτότητα) και αγωνίζεται ενάντια σε κάθε είδους κοινωνική καταπίεση και πολιτική βάναυση κυριαρχία (δεσποτικές εξουσίες θεσμών)[5]. Έτσι, στην προσπάθεια της συγκρότησης ενός χωρικού (δυνητικού ή μη) υποβάθρου δράσης για την ανάπτυξη των επιμέρους πράξεων, το [4]   βλ. multitude (Hardt & Negri, 2000: 60-66, 97) [5]   απόδοση χαρακτηριστικών της έννοιας του “πλήθους”, όπως περιγράφεται και επεξηγείται στο (Δημητρακάκη, 2013: 102-103, 249), με αναφορά στο multitude (πλήθος) της Αυτοκρατορίας των Hardt & Negri.

14

υποκείμενο

ταυτότητα


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

01. Εισαγωγή

υποκείμενο θα πρέπει να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά του, όχι ουσιοκρατικά ως ταυτότητα της ρίζας και της εδαφικής κοινότητας του ανήκειν, αλλά ως “Άλλο”, έτοιμο να δεχθεί τη διαφορετικότητά του ως ενδογενές χαρακτηριστικό του συνανήκειν, ταυτόσημο της σύγχρονης ύπαρξης όπως την αντιλαμβανόμαστε πολιτικά και ηθικά . μετασχηματισμός κοινωνίας → αποδόμηση & μεταστροφή ← νομαδικές πρακτικές ← ανταλλακτικός ιματισμός

παραποίηση

Η παραποίηση του εαυτού δεν αφορά μία πρόσφατη τρέχουσα διαδικασία. Ποικίλα ανάλογα παραδείγματα υιοθέτησης ρόλων (πολιτισμικές, ανθρωπολογικές ή κοινωνικές διαδικασίες) αργότερα στην τέχνη, υποδηλώνουν τις εσώτερες ανάγκες στα υποκείμενα να διερευνήσουν, αλλά και να επαναπροσδιορίζουν συνεχώς (λ.χ. σε διαφορετικά στάδια της ηλικίας τους, διαβατήριες τελετουργίες, προσωπικά τελετουργικά) την ταυτότητά τους. Στον χώρο του θεάτρου, ο ηθοποιός αναλαμβάνει πολλαπλούς εαυτούς να υποδύεται ή να εκδραματίζει παραποιώντας εφήμερα τον εαυτό. Υποδύεται ρόλους όχι έξω από τον εαυτό ως ένα κομμάτι του Είναι του, αλλά ως το συνεχώς νέο Είναι του ηθοποιού. Στον κινηματογράφο, αντίστοιχα, τα προσωρινά σκηνικά, τα κοστούμια, το ύφος και η ίδια η ιδέα του εκάστοτε ρόλου στο έργο προσδιορίζουν την ύπαρξη μίας ταυτότητας, στιγμιαίας, που συνιστά όμως οντότητα διαχρονική χάριν της δυνατότητας της αναπαραγωγής και της συλλογικής μνήμης. Φωτογράφοι, συγγραφείς, ηθοποιοί-performer και ευρύτερα καλλιτέχνες εντάσσουν στην καθημερινότητά τους την παραποίηση του εαυτού (εναντιωματικές πρακτικές, αποξενωτικοί μηχανισμοί), κάνοντας χρήση της “περσόνας” ως καλλιτεχνικό μέσο για την ανάληψη εφήμερων ρόλων. Ταυτόχρονα, 15


01. Εισαγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

ενδεχομένως και ενδόμυχα να υιοθετούν ποικίλες ταυτότητες, στην προσπάθεια αναζήτησης μιας επόμενης ταυτότητας. Αυτό συμβαίνει τόσο στο επίπεδο της παράστασης μέσω της ερμηνείας ταύτισης στο θέατρο, όσο και επί της ουσίας στις επιτελέσεις στην performance, όπου το δημιουργικό υποκείμενο παραγωγής τέχνης είναι το ίδιο το μέσο έκφρασης στην κυριολεκτική ζωή. Ως διαδικασία γίνεται το έργο αδιαχώριστο από την πραγματικότητα που συνανήκει και συμβάλλει έτσι, στον κοινωνικό χώρο του δημόσιου, συλλογικού γίγνεσθαι. Στο σημείο αυτό προκύπτουν ερωτήματα σχετικά με τις υβριδικές μορφές τέχνης και τον πολιτικό ρόλο της στη ζωή: Είναι η τέχνη κάτι ξεχωριστό από την καθημερινή ζωή ή είναι αδιαχώριστη από αυτήν; Σε ποιό βαθμό και σε ποιές περιπτώσεις το εκάστοτε υποκείμενο υποδύεται κάποιον “εαυτό”, στο πλαίσιο κάποιας επιβεβλημένης κουλτούρας; Το κυρίως σώμα της ανάλυσης έχει τριμερή δομή και καθένα από τα 3 κεφάλαια εσωκλείει το νοηματικό γλωσσικό σχήμα της μετωνυμίας. Η μετωνυμία σε αυτή την περίπτωση αφορά τη χρήση του όρου ‘ρούχο’ αντί του όρου ‘σώμα’, όπως αντίστοιχα στην τέχνη της performance το σώμα λειτουργεί επίσης μετωνυμικά ως προς το περιεχόμενο, δηλαδή το πρόσωπο που απηχεί τον εαυτό, το χαρακτήρα, τη φωνή, ή την αισθητηριακή παρουσία[6]. Η μετωνυμία εξ΄ ορισμού προσθέτει, εμπλουτίζει και συσχετίζει το νόημα άμεσα στις δύο αυτές λέξειςέννοιες που χρησιμοποιούνται, στην προκειμένη: το ρούχο και το δέρμα. Υπό αυτή την έννοια το ρούχο, ως δεύτερο δέρμα [second skin] μετονομάζει το σύνολο όλων όσων κρύβονται κάτω από αυτό ή όλων όσων εμπεριέχονται. Δηλαδή, μεταφέρει το νόημα στο περιέχον αντί του περιεχομένου που υποδηλώνεται. [6]   μετάφραση γράφοντος (Phelan, 1993 [2005]: 150)

16

δομή εργασίας


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

Κεφάλαιο 02.

01. Εισαγωγή

Στην πρώτη ενότητα, γίνεται λόγος για το ρούχο του νομά, το οποίο αφορά στον τρόπο σύστασης και λειτουργίας της πόλης και των υποκειμένων της. Η πόλη ορίζει και ταυτόχρονα ορίζεται από τους κατοίκους της μέσω μίας διαρκούς συλλογικής διαδικασίας γίγνεσθαι. Οι κανόνες κι οι θεσμοί της πόλης εμπλέκονται σε μία διαδικασία παραγωγής, αντικειμένων και επιθυμιών, που μοιάζει να αντιπροσωπεύουν την έκφραση των αναγκών του κοινωνικού συνόλου. Η κίνηση και η στάση του νομά, καθορίζουν με έναν τρόπο ολόκληρη την ουσία του σχεδιασμού της πόλης όπως και του ίδιου του ‘’ρούχου-εαυτού’’ [ένδυμα], αφήνοντας στο έδαφος ίχνη βάσει των δρόμων που κάθε φορά επιλέγουν. Έτσι, τα νομαδικά υποκείμενα της πόλης όταν συναθροίζονται έχουν τη δυνατότητα να σχεδιάζουν εφήμερα τους χώρους της πόλης προσδίδοντάς τους διαφορετικά χαρακτηριστικά, ανάλογα με το πλήθος τους, τις κλίμακες που ορίζουν, την ταχύτητα ή ορμητικότητα με την οποία περπατούν. Αυτή η συλλογική διαδικασία στην καθημερινότητα, διεκδικεί να ορίζεται από, και ταυτόχρονα να ορίζει το νομαδικό-συλλογικό γίγνεσθαι κάτω από μία προσπάθεια αντίστασης στις πρακτικές του παγκόσμιου Κεφαλαίου. Τα υποκείμενα του “πλήθους” αποπειρώνται να σχηματίσουν ένα συλλογικό κοινωνικό χώρο [common space] αυτοπροσδιορισμού των διαδικασιών παραγωγής τους και αντίστασης στα επιβεβλημένα τεχνητά δίπολα. Πότε προκαθορίζεται η συλλογική δράση τους από τις υποδείξεις μιας καθημερινής ρητορικής; Και κατά πόσο οι προκαθορισμένες ταυτότητες δεν είναι παρά στάσεις στην αδιάκοπα ελεύθερη ροή του νομαδικού υποκειμένου; Στη δεύτερη ενότητα εμφανίζεται το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων. Παρουσιάζεται ρευστό, αμφιλεγόμενο -και ιδιαίτερα ριζοσπαστικό. Το 17


01. Εισαγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

φάσμα του lifestyle περνά από υποκειμενικότητα σε υποκειμενικότητα στήνοντας μία διαδικασία κατ’ επανάληψη προς την καταστροφή· διαδικασία που βασίζεται στην ανάγκη αντικατάστασης ενός (επίπλαστου) προϊόντος λόγω του εφήμερου της μόδας. Κομμάτια του εαυτού αφήνονται πίσω, ξεχνιούνται ή χλευάζονται στο άκουσμα της νέας τάσης, που σηματοδοτεί τον επερχόμενο θάνατο της παλιάς. Πρόκειται για μία επιτέλεση, μια πασαρέλα αποθέωσης του στυλ, που αναδεικνύει την ευκολία στο θάνατο του παλιού, μπρος στο νέο: τον αναγεννημένο εαυτό. Ο εαυτός ως γκαρνταρόμπα πλέον, ως μια συνάθροιση από ρούχα, συνιστά κάποιου είδους bricolage των μη τελεσίδικα αποθανόντων υφασμάτων. Το Είναι περιεργάζεται το ανήκειν σε μία προσπάθεια να προσεγγίσει το οικείο και να απωθήσει το ξένο. Συμπλέγματα ψυχαναλυτικής φύσης και υπερκαταναλωτισμού συγκαλύπτονται από προθέσεις και επιθυμίες “άνευ βαρύτητας”. Στριμώχνονται σε ατελείωτα “θέλω” και αποζητούν την ασφάλεια του Κεφαλαίου, που δεν είναι άλλη από την αδιάκοπη επιθυμία κατοχής του προϊόντος. Επιθυμία που οδηγεί στο κυνήγι της τραυματικής απόρριψης και κατ’ επέκταση στην κυκλική πορεία του θέλω-όσα-δενμπορώ-να-έχω. Το ρούχο που πραγματικά ανταποκρίνεται στις πιο μύχιες ανάγκες του εαυτού είναι εκείνο που πιθανά καταφέρνει να τον μεταστρέψει τελικά, παραποιώντας τον ως περσόνα. Εκεί, υπεισέρχεται και η έννοια της παραχάραξης. Ρούχα δίχως μέλλον, δίχως ιδιοκτήτη, δίχως υπόσταση, σε έναν κόσμο που κανείς δεν τα αναγνωρίζει, παίρνουν ξανά ζωή. Το ρούχο που παραποιεί τον εαυτό. Η πραγματική “αναγέννηση” δεν εκπληρώνει την πλασματική επιθυμία, αλλά αποτελεί διάβαση, η οποία ενεργοποιείται την ώρα της ανταλλαγής. Η διαβατήρια αυτή τελετή σε πρώτο στάδιο δέχεται την 18

Κεφάλαιο 03.

Κεφάλαιο 04.


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

01. Εισαγωγή

εγγραφή ως ουσιώδη[7] και κυρίαρχη. Το ρούχο (μαζί με τα κομμάτια των εαυτών που φέρει) εγγράφεται κάτω από την προϋπόθεση να αποκτήσει την ιδιότητα του πλαστουργήματος (ομοιώματος) σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Παραχαράσσεται έτσι, όλη η ουσία του και λαμβάνει αξία η ίδια η διαδικασία μετατροπών ή μετατοπίσεων, έναντι της αρχικής (αυθεντικής) ουσίας. Μεταστρεφόμενο σε κάτι που άλλοτε δεν υπήρξε, αποκτά το διακριτικό σημάδι μιας επόμενης εγγραφής. Πρόκειται για την κατάσταση υγιούς συνύπαρξης του παλιού και του νέου. Του ίδιου με τον εαυτό και του Άλλου που θα συναποτελέσει τη νέα πολλαπλότητα σε ρήξη με το σταθερό Ένα. Η ανταλλαγή που έπεται της παραποίησης διαφέρει από την ανταλλαγή της υποχρέωσης και της οφειλής[8], ενώ παραμένει η επιθυμία για το νέο. Πρωτίστως, δίνει κανείς, για να δώσει. Δε δίνει για να πάρει. Συναινεί στην αλλαγή και εμπιστεύεται κομμάτια του εαυτού του στη συλλογική αυτή διαδικασία. Ύστερα, ό,τι αφήνεται πίσω, δεν καταναλώνεται πλήρως, αλλά αποσύρει τα ίχνη του απ’ το κορμί, δίνοντας χώρο σε βιώσιμες επόμενες επανεγγραφές. Το σώμα γίνεται υποδοχέας-καμβάς και παλέτα των νέων εγγραφών που ενσωματώνονται: τα ρούχα. Το άτομο είναι έτοιμο να ξεπεράσει τον κατωφλιακό χώρο της διάβασης και να μεταβεί στον κόσμο της πολλαπλότητας που θα του επιτρέψει να παραμένει “το ίδιο”[9], όντας παράλληλα και πολλοί άλλοι. Είναι η στιγμή που η επανεγγραφή, πιστοποιεί την ουσιαστική διαδικασία του “υπάρχειν”.

[7]   “Το ουσιώδες δεν είναι η ανταλλαγή, αλλά η εγγραφή, το σημάδεμα” (Deleuze & Guattari, 1972 [2016]: 216) [8]   “Η οφειλή είναι απλώς ένα εποικοδόμημα, μία συνειδητή μορφή όπου εξαργυρώνεται η ασυνείδητη κοινωνική πραγματικότητα της ανταλλαγής.” (Deleuze & Guattari , 1972 [2016]: 215) [9]   όχι με την έννοια του όμοιου, αλλά του πραγματικού εαυτού, “αυτοπροσώπως”

19


01. Εισαγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

Η ανασύσταση της πόλης δεν επιτυγχάνεται εύκολα, ούτε άμεσα. Για να ανταποκριθεί κάποια τακτική στην απαιτητική αυτή επιδίωξη, χρειάζεται να γίνουν τοπικές-εστιασμένες αλλαγές μέσω της συμμετοχικής δράσης και των ενεργών συλλογικοτήτων, που σε βάθος χρόνου θα μετασχηματιστούν. Τη δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος διευκολύνει η χρήση ενός θεσμοθετικού μεθοδολογικού εργαλείου. Το εργαλείο που προτείνεται αφορά παρέμβαση στη διαδικασία μεταστροφής και παραποίησης του εαυτού, που εφαρμόζεται στην περίπτωση του ανταλλακτικού ιματισμού. Χρησιμοποιείται το εμβληματικό παράδειγμα του Feet-in room[10] ως χαρακτηριστικό στο να περιγράψει επιτελέσεις στο πλαίσιο καθορισμένου χωρικού και χρονικού πλαισίου. Πρόκειται για μία πλατφόρμα ανταλλαγής ρούχων που θέτει σε εφαρμογή τη διαδικασία που περιγράφεται παραπάνω. Το ρούχο βρίσκεται στο επίκεντρο των διαδικασιών, λειτουργεί ως μετωνυμία αντί του υποκείμενου, καλούμενο να εκπροσωπήσει τον εαυτό ως στοιχείο εγκατεστημένης κουλτούρας, προσωπικού γούστου, οικονομικής κατάστασης, κατοχής, χωρικής διαστρωμάτωσης, αλλά και ως καταναλωτικό προϊόν του Κεφαλαίου που εξαντικειμενοποιείται, διαστρέφεται και επαναχρησιμοποιείται με στόχο να ασκήσει κριτική στην πηγή. Ο ιματισμός λειτουργεί ως πολλαπλό κριτικό εργαλείο υπερτάυτισης [overidentification], εκπροσώπησης των ενσώματων ταυτοτήτων, διερεύνησης της ρευστής πολλαπλότητας του φύλου ή απόδοσης πιθανών νέων μετασχηματισμών της εκάστοτε Εαυτότητας [εαυτός + ταυτότητα] στον κοινό χώρο [common space]. [10]   Στα πλαίσια των Ειδικών Θεμάτων Πλαστικής 8ου εξαμήνου, (σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ - υπεύθυνος καθηγητής: Ντάφλος Κώστας) σχηματίστηκε μία πλατφόρμα ανταλλακτικού ιματισμού ( Feet-in Room ) με σκοπό τη διερεύνηση στο σχεδιασμό και την επιτέλεση δημόσιας νομαδικής δράσης πεδίου ως προσωπική και βιωματική κριτική έρευνα. Η παρέμβαση όφειλε να συσχετιστεί με συγκείμενα του τόπου, την κοινωνική και φυσική τοποθεσία, καθώς και την προσωπική μνήμη και την αναδυόμενη εμπειρία.

20

εργαλεία

το παράδειγμα


02.



διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

02. Το ρούχο του νομά: κοινός χώρος

02. Το ρούχο του νομά: κοινός χώρος πόλη και μνήμες: νομάς

πόλη

Πόλη. Στοιχείο χωρικό ή μήπως βαθύτατα πνευματικό; Η ίδια η πόλη, ως χώρος κοινωνικός και διοικητικά οργανωμένος, θέτει διαρκώς ερωτήματα ως προς το παρελθόν και το μέλλον της, μέσω των καθημερινών πρακτικών που επιτελούνται σε αυτήν. Η καθημερινή ροή των κατοίκων[11] ακολουθεί μονοπάτια που έχουν χαραχτεί στο παρελθόν, σε μια κατάσταση γεφύρωσης σημείων της πόλης με ιδιάζουσα σημασία. Ως κατεξοχήν χώρος δραστηριοτήτων κατοίκησης, η πόλη ορίζεται μέσα από τα κοινωνικά της υποκείμενα, τις συλλογικές επιτελέσεις αυτών και τους μετασχηματισμούς της στο χρόνο και το χώρο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ανώνυμου καθολικού υποκειμένου (πλήθος), που είναι η ίδια η πόλη.[12] Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό εγχείρημα επισημαίνεται και στην έννοια της πόλης ως “τριπλή τέλεση”, για την οποία κάνει λόγο ο de Certeau. Πρόκειται λοιπόν, για ένα διανοητικό κατασκεύασμα του χώρου, το οποίο περιλαμβάνει ένα σύνολο χωρικών σχέσεων και συναρθρώσεων των υποκειμένων που την κατοικούν και την ορίζουν, αποδίδοντάς της τα έως τώρα διάσπαρτα χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους. Με απλά λόγια, η πόλη είναι τα ίδια τα υποκείμενα της πόλης· και τα υποκείμενα της πόλης, αποκτούν υπόσταση και ιδιότητες λόγω του χωρικού πλαισίου στο οποίο δρουν, μέσω των συλλογικών τελέσεων [11]   ο σύγχρονος κάτοικος της πόλης δεν είναι ο κοινός άνθρωπος, αλλά πιθανώς να περιγράφεται ορθότερα ως η ίδια διαδικασία παραγωγής του εαυτού, που έχει πολλαπλές εκφάνσεις όπως τα cyborg, τα ανδροειδή, τις ενσώματες και έμφυλες ταυτότητες κτλ, βλ. Κεφ 03. [12]   (de Certeau, 1984 [2010]: 249)

23


02. Το ρούχο του νομά: διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου κοινός χώρος στις οποίες μετέχουν. Εδώ, μπορεί να γίνει η χρήση του παραδείγματος του Truman[13], η ζωή του οποίου μοιάζει να αφορά δισεκατομμύρια ανθρώπων ανά τον κόσμο, οι οποίοι τον παρακολουθούν καθημερινά για διαδοχικά εικοσιτετράωρα χωρίς διακοπή. Πρόκειται για εμβληματικό παράδειγμα φαντασιακής πόλης, εξαρχής κατασκευασμένης πάνω σε ένα τεράστιο πλατό, όπου η ζωή των κατοίκων της είναι ορισμένη από το “ένα και μοναδικό” προβαλόμενο πρότυπο-υποκείμενο, το οποίο μάλιστα βρίσκεται και σε πλήρη άγνοια της επίδρασης που ασκεί στο σύνολο των κατοίκων. Οι δομές της πόλης, η λειτουργία των επιχειρήσεων και εταιρειών, οι διαπροσωπικές σχέσεις, στήνονται στo πλαίσιo μιας ζωής που παρακολουθείται, διαφημίζεται, διατίθεται ως προϊόν και διόλου δεν αυτοκαθορίζεται. Τα ίδια τα υποκείμενα που συνιστούν την πόλη, υπακούν σε διαδικασίες που τα καθιστούν αλληλοεξαρτώμενα και διαρθρωμένα με βάση μία επιβεβλημένη επιθυμία, και ταυτόχρονα η πόλη σχεδιάζεται και επανα-ορίζεται με βάση μεταβλητά σκηνικά, τα οποία λειτουργούν ως υπόβαθρο, αλλά και ως πεδίο εξέλιξης των απαιτούμενων δράσεων, ώστε να καθοδηγηθεί το “κύριο” υποκείμενο. Ο Truman ορίζει την πόλη που τον παρακολουθεί με τις πρακτικές στις οποίες λαμβάνει μέρος και ταυτόχρονα ορίζεται από την επιθυμία ενός σκηνοθέτη-κατασκευαστή και ενός ενήμερου και ενεργητικά παθητικού κοινού. Εν τέλει κατά πόσο είναι ελεύθερα η πόλη και τα υποκείμενά της ως προς τις επιλογές τους; Τι ρόλο παίζει ο χώρος στην επιβολή επιθυμιών; Ο χώρος της πόλης είναι χώρος μετασχηματισμών και έντονων [13]   βλ. Φιλμογραφία, The Truman Show (1998)

24

φαντασιακή πόλη


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

χώρος

πολλαπλότητα

02. Το ρούχο του νομά: κοινός χώρος

αντιφάσεων. Χώρος που ορίζεται στις ρωγμές της, καλλιεργείται στα κοινά περάσματα, στους τρόπους με τους οποίους τη βιώνει κανείς, υπερβαίνοντας τα όρια του δημόσιου και του ιδιωτικού.[14] Χώρος βιωμένος, με μνήμη και χαράξεις στο έδαφός του, ιστορικά φερμένες από πρακτικές του παρελθόντος. Και λέγεται χώρος κι όχι τόπος ή τόποι. Χώρος σε αντίθεση με τον τόπο[15], ακολουθώντας τον ορισμό του de Certeau, εκπροσωπώντας τη διασταύρωση κινητών πραγμάτων περιλαμβάνοντας τη μεταβλητή του χρόνου και των δραστηριοτήτων κι όχι συνυφασμένος με μία ένδειξη σταθερότητας και μονοσημίας, όπως πιθανά αυτή του τόπου. Πρόκειται για τον τόπο στην πρακτική του χρήση, για τον τόπο που αποχωρίζεται την αδιάλειπτη αναπαραγωγή “του ίδιου” και σχηματίζεται από τις κοινωνικές πρακτικές που τελούνται σε αυτόν. Ο χώρος της πόλης μπορεί και αναστοχάζεται τη σημασία του ως διαδικασία πια, μέσα από την πολλαπλότητα των αντιθέσεών του, μέσα από τις διαφορετικές του μορφές στο χρόνο, που προκύπτουν από τους μετασχηματισμούς της πόλης. Μιας πόλης που κρύβεται μέσα σε κάθε της νομά και με αφετηρία τη φυσιογνωμία και τα χαρακτηριστικά ενός τόπου, γεννά διαδοχικά κι άλλες πόλεις, καθεμία διαφορετική από την προηγούμενη. Ο ίδιος ο τόπος αποκτά σημασία στο παρόν, από το βιωμένο χώρο που κάποτε υπήρξε στις συντεταγμένες του. Η μνήμη του τόπου, προκύπτει από τις πρακτικές του χώρου και εσωκλείει μέσα της όλες τις διαφορετικές πόλεις, οι οποίες στον ίδιο τόπο, αλλά σε διαφορετικό χωρικό πλαίσιο, πάλεψαν, εξελίχθηκαν, έγιναν οχυρό [14]   βλ. Βαΐου, 2002:70 [15]   για τον τόπο: “Τόπος είναι η (οποιαδήποτε τυχόν) τάξη σύμφωνα με την οποία κατανέμονται τα στοιχεία στο πλαίσιο σχέσεων συνύπαρξης.[...] Ένας τόπος, επομένως, είναι μία στιγμιαία διαμόρφωση θέσεων. Συνεπάγεται σταθερότητα.”, ενώ για το χώρο: “Χώρος είναι το αποτέλεσμα που παράγεται από τις τελέσεις οι οποίες τον προσανατολίζουν, τον τοποθετούν στις περιστάσεις, τον εγχρονίζουν και τον οδηγούν να λειτουργήσει ως πολυδύναμη ενότητα αποτελούμενη από συγκρουσιακά προγράμματα ή συμβολαιικές εγγύτητες.” (de Certeau, 1984 [2010]: 286-287)

25


02. Το ρούχο του νομά: διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου κοινός χώρος της ίδιας τους της αρχιτεκτονικής και ενίοτε αναγεννήθηκαν. Η μνήμη του τόπου, φέροντας τη μνήμη τελέσεων κάθε προϋπάρχοντα χώρου εκεί, εκφράζει τη διαδικασία παραγωγής της πόλης, μέσα από την πραγμάτωση μιας λειτουργιστικής οργάνωσης, η οποία δίνει έμφαση στην πρόοδο και τους μετασχηματισμούς και επιτρέπει στα υποκείμενα να την εμπλουτίζουν διαρκώς με τα ουσιαστικά γνωρίσματά τους σε μία “ανοιχτή” διαδικασία γίγνεσθαι[16]. Γίνεται λόγος για μία πόλη, που εμφωλεύει μέσα της την πολλαπλότητα. Μία πόλη που θυμάται τις πόλεις που προϋπήρξαν στη θέση της, μαζί με όσες προσχεδιάστηκαν να αποτελέσουν μελλοντική μορφή αυτής, σε χρόνο παροντικό. Γιατί η πόλη δεν μπορεί να ξεχάσει. Ο τόπος την κρατάει ζωντανή. Ο τόπος που σύμφωνα με τον Norberg-Schultz “παρουσιάζεται ως ένα σύνολο που αναδίδει κάποιον χαρακτήρα ή ατμόσφαιρα. Είναι, συνεπώς, ένα ποιοτικό, ολικό φαινόμενο που δεν μπορούμε να το περιορίσουμε σε καμία από τις επιμέρους ιδιότητές του, όπως για παράδειγμα τις χωρικές σχέσεις που ενυπάρχουν σ ’αυτόν, χωρίς πάλι να μας διαφύγει η συγκεκριμένη φύση του.”[17] Ο ίδιος ο τόπος όσο κι αν φαινομενικά απέχει από τη δυναμικότητα της διαδικασίας, φέρει πάνω του χαράξεις βιωμένου χώρου και πραγματωμένων πόλεων. Αυτός είναι κι ο λόγος που η ίδια η πόλη έχει μνήμη. Σε χρόνο εξακολουθητικό εμπλουτίζεται από τις διαδικασίες των υποκειμένων της που επιθυμούν να τη διαμορφώσουν και την ίδια ώρα να διαμορφωθούν μέσω αυτής, στα όρια αυτής. “Η μνήμη είναι στομφώδης: επαναλαμβάνει τα σημάδια ώστε η πόλη [16]   Πρόκειται για το τρίτο στοιχείο που προτείνεται ως γνώρισμα, για να συλλάβει κανείς την έννοια του χώρου (Massey, 2001: 10, 34) [17]   (Norberg-Schulz, 1980 [2009]: 9)

26

τόπος

μνήμη


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

βιωμένος χώρος

02. Το ρούχο του νομά: κοινός χώρος

να αρχίσει να υπάρχει.”[18] Κι έτσι για τη νέα πόλη, με τους νέους κατοίκους “είναι μάταιο να αναρωτηθεί κανείς αν αυτοί είναι καλύτεροι ή χειρότεροι από τους αρχαίους, αφού μεταξύ τους δεν υπάρχει καμία σχέση, έτσι όπως οι παλιές καρτ-ποστάλ δεν απεικονίζουν τη Μαυριλία όπως ήταν, αλλά μια άλλη πόλη που όλως τυχαίως ονομαζόταν Μαυριλία σαν αυτή”. Ο βιωμένος χώρος της πόλης κι ο χρόνος των διαδικασιών παραγωγής της βαδίζουν παράλληλα και ορίζουν διαρκώς νέες σχέσεις, νέες δυναμικές, με βασικό αίτημα να προτάσσουν την ύπαρξη πολλαπλότητας και πολυφωνίας εκ των νομάδων και προς τη σύσταση αυτών.

Η πόλη αυτή που δε διαγράφεται από τη μνήμη είναι σαν μια πανοπλία ή ένα δίχτυ στις τρύπες του οποίου ο καθένας μπορεί να τοποθετήσει τα πράγματα που θέλει να θυμάται. [...]Ανάμεσα σε κάθε έννοια και σε κάθε σημείο της διαδρομής θα μπορέσει να ορίσει μια σχέση συγγένειας ή αντίθεσης, ώστε να μπορεί να ανακαλεί άμεσα το καθετί στη μνήμη του.[19]

χρόνος

Η σχέση συγγένειας ή αντίθεσης, εκφράζει την έντονη ανάγκη του υποκειμένου-νομά για ένταξη ή συσχέτιση. Την ανάγκη να συνεχιστεί το προϋπάρχον με το “μετέπειτα”, ανεξαρτήτως κατεύθυνσης. Πρόκειται για την ανάγκη να αναπολεί κανείς τα περασμένα, με έναν τρόπο που προκαθορίζεται από την ίδια την παράδοση και συγκεκριμένα όπως ευφάνταστα εκφράζει ο Πικιώνης, μέσα “από την παράδοση του ασκητικού βίου, προτού ο μοναχός εισαχθεί στη χώρα των δακρύων”. [18]   βλ. Οι πόλεις και η μνήμη 5, (Calvino Italo, 1972 [2003]: 51) [19]   βλ. Οι πόλεις και η μνήμη 4, (Calvino Italo, 1972 [2003]: 33-34)

27


02. Το ρούχο του νομά: διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου κοινός χώρος Παρομοιάζοντας την παράδοση αυτή με κάποιου είδους τελετουργία, γίνεται αντιληπτή η προσέγγιση των αναμνήσεων ως ένα συνθετικό κομμάτι της πόλης, απολύτως συνυφασμένο με τη ψυχογεωγραφία της κοινωνίας ή αλλιώς: την ποιητική του χώρου της πόλης, που έρχεται να την εξιλεώσει από την ίδια της την ύπαρξη. “Πραγματικά, η συμπύκνωση τούτη των αναμνήσεων, η βαθμιαία αναγωγή ή καλύτερα η ανάταση του εφήμερου, του παροδικού και του φθαρτού εις το αιώνιο και το άφθαρτο, γεννάει στην ψυχή τον έλεο που φέρνει τα σωτήρια και θεοφιλή δάκρυα.”[20] Ακολουθώντας την παραπάνω ενατένιση ξεκινά μία συζήτηση περί του πόσο σπουδαία είναι η συνέχεια-έναντι της ασυνέχειας-στην κοινωνία και την πόλη. Και με τον όρο συνέχεια, ορίζεται η συνοχή και η συνεκτικότητα στο χώρο και το χρόνο, ώστε να μη μεσολαβεί διάστημα ή κενό. Πρόκειται για την αδιάλειπτη σειρά των βαθμιαίων μεταβολών ενός χαρακτηριστικού γνωρίσματος: χωροχρονικό.[21] Συνέχεια στη διαδικασία εκπλήρωσης των αναγκών των υποκειμένων, συνεκτικότητα στις ίδιες τις ανάγκες τους, συνοχή ακόμα και στα διασυνδεδεμένα τμήματα της κοινωνίας, την οποία συνιστούν. Το κοινωνικό υποκείμενο αντιλαμβάνεται και αξιοποιεί το χώρο με βάση τις ανάγκες του, ή εν πάσει περιπτώσει αυτές που η ίδια η κοινωνία καθορίζει ως “αναγκαίες ανάγκες”. Αν με κάποιο τρόπο δεν είναι ικανοποιημένο, γεμίζει αισθήματα φυγής και η πρωταρχική του ανάγκη τρέπεται στο: να καλύψει σε κάποια άλλη περιοχή τις ανάγκες του. Ανάγκη επί των αναγκών, δηλαδή. Για να γίνει όμως πλήρως κατανοητός ο παραπάνω συλλογισμός, αρκεί [20]   (Πικιώνης, 1985 [2014]: 36) [21]   συνέχεια ορισμός (Μπαμπινιώτης, 2005:1704)

28

συνέχειες & ασυνέχειες


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

τομή

επιθυμία

διαγώνιος τομή

02. Το ρούχο του νομά: κοινός χώρος

να γίνει αντιληπτή η πόλη, ως λειτουργία, δομή και χώρος δράσης, που μπορεί να διερευνηθεί σε βάθος, κυρίως όταν την κατατμήσει κανείς. Η εννοιολογική αυτή τομή δεν αφορά μονάχα στις “συνιστώσες της”, καθώς πρόκειται για χώρο χωρικοποιούντα κι όχι χωρικοποιημένο[22]. Αφορά κατά βάση στην τομή των επιθυμιών των υποκειμένων που τη συνιστούν και σαφώς στις συνδέσεις ή διαρρυθμίσεις[23] μεταξύ αυτών, χάρη στις οποίες περιγράφεται και ορίζεται ο ίδιος ο χώρος. Οι διαφορετικές επιθυμίες, οι ποικίλες οπτικές και τα πολλαπλά συστατικά χωρικά στοιχεία της πόλης μέσα από το εργαλείο της τομής διαφαίνονται στο μέγιστο ως ένα κράμα ποικίλων απόψεων και αντιλήψεων για την πόλη. Πώς κατανοεί κανείς την πόλη; Ένα εργαλείο που εισάγεται είναι αυτό της διαγωνίου τομής[24] που υπάγεται στον τετραγωνικό κάνναβο. Η διαγώνιος “απελευθερώνεται, σπάζει, ελίσσεται”[25], περνά ανάμεσα από τα πράγματα και ως συνθετικό εργαλείο επιτρέπει την ανάδειξη της κλίμακας και της εκάστοτε θέσης του υποκειμένου σε σχέση με τον Όλον. Ο τρόπος με τον οποίο η διαγώνιος κατατμίζει σε φέτες την πόλη, παρουσιάζεται από τον Solà-Morales, ως η διαδικασία με την οποία οι κάτοικοι την προσδιορίζουν, φυσικά αλλά και εννοιολογικά, μέσω της τομής προκειμένου να τη ζήσουν. [22]   Γίνεται αναφορά στην ουσία του χώρου, που ορίζεται ως χωρικοποιούντας, καθώς χαρακτηρίζεται από την καθολική σύνδεση μεταξύ των υποκειμένων μέσα σε αυτόν και έρχεται σε αντίθεση με τον χωρικοποιημένο, που δεν είναι άλλο παρά ένα πλαδαρό πλαίσιο που περιβάλλει τα υποκείμενα και προϋπάρχει αυτών, “[...]αναστοχάζομαι, συλλαμβάνω και πάλι το χώρο στην πηγή του, σκέφτομαι την παρούσα στιγμή τις σχέσεις που είναι κάτω από τη λέξη αυτή και τότε προσέχω ότι ζουν μόνο μέσω ενός υποκειμένου που τις περιγράφει και τις φέρει, περνώ από τον χωρικοποιημένο χώρο στον χωρικοποιούντα.” (Merleau-Ponty, 1945 [2016]:420) [23]   βλ. Ρίζωμα - Εισαγωγή (Deleuze & Guattari, 1980 [2017]: 19-21) [24]   βλ. diagonal cut (Solà-Morales, 1994 [2002]) [25]   βλ. Ρίζωμα. “[...] Το δεύτερο είδος διαφέρει πολύ, είναι μοριακό και του τύπου “ριζώματος”. Η διαγώνιος απελευθερώνεται, σπάζει ή ελίσσεται. Η γραμμή δε σχηματίζει πλέον περίγραμμα και περνά μεταξύ πραγμάτων, μεταξύ των σημείων. Ανήκει σε ένα λείο χώρο” (Deleuze & Guattari, 1980 [2017]:624)

29


02. Το ρούχο του νομά: διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου κοινός χώρος Η πόλη, ως χώρος για τον οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει ρόλο φόντου πάνω στο οποίο απλώς τοποθετείται με τάξη το υποκείμενο, αλλά πρόκειται για ένα χώρο που αποτελεί “το μέσο διά του οποίου καθίσταται δυνατή η θέση των πραγμάτων”[26]. Ο σύγχρονος αστικοποιημένος κόσμος, όπως αναλύθηκε παραπάνω, έχει μνήμη και υπακούει κατά βάση σε κανόνες που ορίζονται από την εν λόγω επιθυμία. Επιθυμία για ζωή και δράση, συλλογικότητα και πάνω από καθετί, επιθυμία για κέρδος. Οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο, αγαθό, προϊόν, συνεισφέρει σε μια μη κυκλικότητα, της αντικατάστασης που επιτάσσει η οικονομία. Το καπιταλιστικό μοντέλο ζωής έχει εγκαθιδρυθεί στα έγκατα των επικείμενων δράσεων και έχει θέσει στο επίκεντρό τους τη διακίνηση του προϊόντος, του οποίου η ύπαρξη στηρίζεται στην απόσπαση κέρδους.

[26]   “Ο χώρος δεν είναι το (πραγματικό ή λογικό) περιβάλλον μέσα στο οποίο διατάσσονται τα πράγματα, αλλά το μέσο διά του οποίου καθίσταται δυνατή η θέση των πραγμάτων”(MerleauPonty, 1945 [2016]:420)

30



32



02. Το ρούχο του νομά: διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου κοινός χώρος

επιθυμία και προϊόν: ρούχο Ρούχο. Προϊόν απόσπασης κέρδους ή δέρμα συνυφασμένο με το ίδιο το υποκείμενο; Στο σημείο αυτό αρκεί να ορίσει κανείς τι είναι το ρούχο ως προς το κοινωνικό σύνολο. Ο σύγχρονος δυτικός κόσμος, θεωρεί αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού τον ιματισμό. Αποτελεί προσβολή της δημοσίας αιδούς το να κυκλοφορεί κανείς ελεύθερος στο δημόσιο χώρο, εκθειάζοντας τη γύμνια του. Γύμνια σώματος κι όχι πνεύματος. Η τελευταία δεν καταγγέλλεται, τουναντίον μάλιστα, τείνει να αποτελέσει και προσόν. Δεν υπάρχει τίποτε πιο απαραίτητο για το υποκείμενο στο δημόσιο χώρο, από το να φέρει τα ιμάτιά του. Θα μπορούσε να ειπωθεί, ότι πρόκειται περί ενός πολύ κεκαλυμμένου προϊόντος, μιας και οφείλει κανείς να το αγοράζει και να το φέρει στο σώμα του, ως αγαθό ή δεύτερο δέρμα. Καθένα ρούχο αποτελεί συλλογικό προϊόν και ταυτόχρονα συλλογή από προϊόντα. Το άτομο συλλέγει πολλά “δεύτερα δέρματα” προκειμένου να αναδείξει την υποκειμενική του ταυτότητα μέσω του ενδύματος, καταλήγοντας όμως περισσότερο στο να υπακούει σε μία μαζική κουλτούρα, μόδα, τάση, παρά στο να διαμορφώνει την προσωπική του έκφραση, προτίμηση ή επιλογή. Τα υποκείμενα της πόλης και η κοινή τους ζωή παίρνουν σχήμα μέσα από διαδικασίες και επιτελέσεις που τα αφορούν και έχουν σχέση με εκείνα. Το ρούχο του νομά[27], ως προέκταση της συλλογικής μοναδικότητας, είναι το στοιχείο εκείνο που δένεται πάνω του και ταυτόχρονα εκείνο που θα μπορέσει να τον λύσει από τα στενά κοινωνικά δεσμά που τον καθορίζουν. [27]   βλ. Σινοπούλου & Τζιρτζιλάκη, 2018 & Braidotti, 2011

34

ρούχο

δημόσιος χώρος


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

κέρδος

κατασκευασμένη ανάγκη

02. Το ρούχο του νομά: κοινός χώρος

Μία εκτενής περιγραφή γύρω από το σύνολο των διαδικασιών που ορίζουν το σύγχρονο κόσμο της οικονομίας του Κεφαλαίου, μάλλον θα ήταν άκαιρη. Σκοπός είναι να εντοπιστούν τα σημεία εκείνα όπου το κέρδος ως κυρίαρχο, υποκινεί και καθορίζει την ύπαρξη του σύγχρονου υποκειμένου καθώς το καθιστά υποχείριό του, διαμορφώνοντας κατ’ επέκταση τον πυρήνα της πόλης, στην οποία κατοικεί. Τα οργανωμένα, γύρω από το κέρδος, συμφέροντα φαίνεται να καθοδηγούν τις συλλογικές πρακτικές της πόλης, δεσμεύοντας τους μετασχηματισμούς της.[28] Το προϊόν βρίσκεται στο επίκεντρο. Ο χώρος της πόλης χρειάζεται ένα αντικείμενο, ή έστω ένα αντικειμενοποιημένο υποκείμενο, ως προϊόν απόσπασης κέρδους. Φυσικά, το προϊόν αυτό, δεν είναι ένα-μεμονωμένο· και σαφώς, το εκάστοτε προϊόν προβάλλεται ως αναγκαίο, προς απόκτηση, και κατά κανόνα ικανό για την εκπλήρωση της κάθε μύχιας επιθυμίας. Πολύ εύστοχα θίγεται το θέμα αυτό στην ταινία Okja,[29] στην οποία διατίθεται ως “προϊόν” η ιδέα ενός/ κλωνοποιημένου ζώου από μια μεγάλη πολυεθνική. Προκειμένου να καλυφθεί η βιολογική ανάγκη για τροφή, του ολοένα και αυξανόμενου πληθυσμού, προτείνεται το εν λόγω “ζώο-αντικείμενο” ως τυποποιημένο και απαραιτήτως φθηνό κρέας να αναλάβει αυτό το ρόλο της διατροφής. Το πλάσμα αυτό, που μοιάζει με γουρούνι στις διαστάσεις ενός ελέφαντα, παρουσιάζεται ως σωτήριο είδος, το οποίο βρέθηκε κάπου στη Χιλή και είναι ικανό να καλύψει τις ανάγκες του πλανήτη, δίχως βέβαια να προβάλλεται ως ένα γενετικά μεταλλαγμένο πείραμα. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί με τρόπο φιλικό από την κοινή γνώμη αρχίζει να στήνεται ένας μύθος [28]   βλ. Εισαγωγή (Stavrides, 2016 [2018]: 17-19) [29]   βλ. Φιλμογραφία, Okja (2017)

35


02. Το ρούχο του νομά: διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου κοινός χώρος γύρω από αυτό, στο πλαίσιο ενός διαγωνισμού ανάμεσα σε φάρμες ανά τον κόσμο, στις οποίες δωρίστηκαν τα ζώα αυτά. Το ζήτημα εδώ ξεκινά από τη στιγμή που το εν λόγω ζώο προβάλλεται ως προϊόν κατανάλωσης ενός reality show και αναμένεται να συγκριθεί με άλλα του “είδους”, προκειμένου να βγει κάποιο από αυτά νικητής του τηλεπαιχνιδιού με κριτήριο το μέγεθός του, προς ενίσχυση της κατανάλωσης του κρέατος. Φαίνεται, λοιπόν, πώς το πλασματικό αγαθό ή προσομοιωμένο προϊόν δημιουργείται, προβάλλεται και προωθείται, στο πλαίσιο μίας επιβεβλημένης ανάγκης που θα πρέπει να καλυφθεί, αλλά αποσκοπεί στη μεγέθυνση του κέρδους. Το καταναλωτικό κοινό των reality, το μαζικό υποκείμενο της πόλης, αναμένει τη στιγμή της κρίσης, του νικητή, κι έπειτα ξεχνιέται και καθησυχάζεται, αγνοώντας ηθελημένα θεμελιώδη ζητήματα όπως την προέλευση, αλλά και την πορεία του προϊόντος (λ.χ. στην περίπτωση της Okja, η κατάληξη του ζώου-νικητή, δεν είναι άλλη από τη σφαγή και τη διανομή του με παράλληλη πράξη την προβολή της παραπάνω διαδικασίας στο πλαίσιο μιας ψευδο-ακτιβιστικής εκπομπής). Εστιάζοντας στην πληθώρα αντικειμένων του σύγχρονου κόσμου του Κεφαλαίου και της μαζοποίησης, μπορεί κανείς να διαπιστώσει την αντίφαση μεταξύ της ορθολογικής - οικονομικής λογικής και της ταξικής - πολιτισμικής λογικής. Όπως διατυπώνεται από τον Baudrillard η διάρκεια των αντικειμένων είναι μεταβλητή και καθορίζεται από δύο παραμέτρους. Αφενός, τίθεται το ζήτημα της πραγματικής φθοράς που αφορά στο υλικό, στην τεχνολογική του δομή κ.ά. και αφετέρου παρουσιάζεται η μόνιμη σχέση του αντικειμένου με την έννοια του εφήμερου, που το καθιστά τρωτό ή ευάλωτο στο χρόνο όσον 36

καταναλωτισμός

διάρκεια αντικειμένων


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

μόδα

κοινωνική θέση

02. Το ρούχο του νομά: κοινός χώρος

αφορά την αξία του. Η δεύτερη παράμετρος χαρακτηρίζεται και ως “η επιταχυνόμενη αχρήστευση που οφείλεται στη μόδα”[30] και είναι αυτή που βρίσκεται στη βάση του πλαισίου συσχετισμού των κοινωνικών ομάδων. Η ίδια η μόδα εμπεριέχει τον καταναγκασμό του εφήμερου, προτάσσει την ανάγκη για αλλαγή και ταυτόχρονα προσπελαύνεται αμιγώς από την ταξική-κοινωνική πολιτική. Έτσι λοιπόν, μέσω της κατοχής των αντικειμένων προκύπτουν δείκτες που σχετίζονται με την κοινωνική θέση [status] ενός ατόμου ή μιας ομάδας, καθώς παρεμβάλλεται το ζήτημα του χρόνου κατοχής, αλλά και του χρονικού πλαισίου αλλαγής. Όπως περιγράφεται αναλυτικά από τον Baudrillard, η ανάγκη για αλλαγή και αντικατάσταση των αντικειμένων υπακούει σε όρους που σκιαγραφεί η μόδα κι η κατανάλωση κι όχι η πραγματική, φυσική ανάγκη.[31] Ακόμη κι αν φαινομενικά “τα αντικείμενα έχουν σημαντική αξία για το μέλλον των ατόμων”, η κάθε ατομικότητα “ούτε μετέχει σε μία κοινωνική κινητικότητα, ούτε καταξιώνεται κοινωνικά μέσα από αυτά”[32]. Συνεπώς, η κατανάλωση των αντικειμένων άλλοτε υποδεικνύει την ανοδική πορεία ενός ατόμου ή μιας ομάδας, όσον αφορά την κοινωνική θέση, με θετικό πρόσημο, κι άλλοτε λειτουργεί εξισορροπητικά για την κοινωνική αδράνεια, που προτάσσει μία τεχνητή ανανέωση, ώστε να μη βαλτώσει το άτομο στο βωμό της ανικανοποίητής του επιθυμίας και να αισθάνεται ότι προοδεύει. Είναι διαφορετικό να εξελίσσεται κανείς, να [30]   (Baudrillard, 1972 [2011]: 61) [31]   “Πράγματι, η μόδα δεν αντικατοπτρίζει μια φυσική ανάγκη: η ευχαριστηση της αλλαγής ρούχων, των αντικειμένων, του αυτοκινήτου, έρχεται να επικυρώσει ψυχολογικά καταναγκασμούς άλλης τάξεως, καταναγκασμούς κοινωνικής διαφοροποίησης και απόκτησης κύρους” (Baudrillard, 1972 [2011]: 61-62) [32]   (Baudrillard, 1972 [2011]: 65)

37


02. Το ρούχο του νομά: διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου κοινός χώρος ανεβαίνει κοινωνική βαθμίδα και να αγοράζει πιο ακριβά ή καλύτερης ποιότητας ρούχα, για παράδειγμα, και διαφορετική η συνθήκη όπου η βαθύτερή του επιθυμία είναι να εξελιχθεί κοινωνικά, κι επειδή κάτι τέτοιο δεν πραγματώνεται συνήθως να καλύπτει αυτή την απώλεια μέσα από ακριβά ρούχα, παριστάνοντας εκείνο που εν τέλει δεν μπορεί ποτέ να γίνει.“Η μόδα είναι ένας απ’ τους θεσμούς που αποκαθιστά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την πολιτισμική ανισότητα και την κοινωνική διάκριση[33], τις θεμελιώνει με το πρόσχημα ότι τις καταργεί.” [34] Επιστρέφοντας στην έννοια του ρούχου, χρήσιμο είναι να ειπωθεί ότι πέρα από “αναγκαίο προϊόν κατανάλωσης”, αποτελεί μία σύνθετη πνευματική και υλική πολιτισμική κατασκευή, η οποία υφίσταται από μόνη της, ενώ μεταφέρει ή αποδίδει παράλληλα κοινωνικά χαρακτηριστικά (νοήματα και σημασίες), σχεδιάζοντας όποια ατομικότητα το φέρει. Ο ιματισμός αφορά σε μία ολόκληρη πολιτισμική ενότητα που μελετάται ως προς τις υποκατηγορίες που εσωκλείει, όσον αφορά τον κάθε πολιτισμό. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ενδυμασίας ύπνου, για παράδειγμα, που φαίνεται να έχει διασχίσει πολλαπλές συνθήκες μετάβασης, ακολουθώντας την εξέλιξη του δυτικού πολιτισμού όπως ερευνάται από τον Elias.[35] Άλλοτε μέσα από άγραφους κανόνες κι άλλοτε εκφρασμένη από εγχειρίδια καλής συμπεριφοράς παρουσιάζεται επίσης μία σειρά πρακτικών οδηγιών ορθής χρήσης του ρουχισμού, όπως και άλλες υποδείξεις γύρω από τη διαδικασία του ύπνου. [33]   βλ. Bourdieu, 1979 [2002] [34]   (Baudrillard, 1972 [2011]: 66) [35]   γίνεται λόγος για την ένδυση μέσα από μερικές σκέψεις και παραδείγματα (Elias, 1939 [1997]: 269-280)

38

ιματισμός


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

ένδυμα ύπνου

γυμνό σώμα

αιδώς

02. Το ρούχο του νομά: κοινός χώρος

Ήδη από τη μεσαιωνική κοινωνία, με αρκετά συνήθη τη διανυκτέρευση πολλών ατόμων σε ένα δωμάτιο, παρατηρείται η ταξική διαφοροποίηση τόσο χωρικά, όσο και μέσα από την ενδυμασία. Οι κανόνες ενδυμασίας της εποχής, διατηρώντας κάποιου είδους ιεραρχία, εμφανίζουν τα λαϊκά στρώματα εντελώς γυμνά, στον ύπνο, ενώ σε ό,τι αφορά τα μοναχικά τάγματα, “οι άνθρωποι κοιμούνταν εντελώς ντυμένοι ή τελείως γυμνοί, ανάλογα με την αυστηρότητα των κανονισμών”[36]. Χαρακτηριστικό από τότε παραμένει ακόμα το αίσθημα της αιδούς. Εκκινώντας από το “γυμνό” στον ύπνο και τη νυχτική πουκαμίσα, ως κάλυμμα για πιθανά σωματικά ελαττώματα, συναντά και στη συνέχεια κανείς την έννοια αυτή της συστολής, που σταδιακά αφορά στη μη αποκάλυψη του γυμνού σώματος σε κοινή θέα και θέτει ως υποχρεωτική, τη χρήση της πιτζάμας. Σημειώνεται ότι η πιτζάμα ως ένδυμα ύπνου αποτελεί την πλέον κοινωνικά παρουσιάσιμη μορφή που δύναται να εκτίθεται και “δημόσια”. Φαίνεται λοιπόν πώς από το αίσθημα αιδούς που επιβάλλει την απόκρυψη κάποιου ελαττώματος, το ενσώματο υποκείμενο οδηγείται στη συνέχεια στο καθολικό αίσθημα ενός αυτοκαταναγκασμού, το οποίο επεκτείνεται σε ολόκληρο το σώμα. Στο σύγχρονο κόσμο “γίνεται μεγαλύτερο το τείχος που υψώνεται ανάμεσα στους ανθρώπους, αυξάνεται η αιδώς και ογκώνεται το θυμικό φράγμα που εγείρει ανάμεσα στα σώματα των ανθρώπων η δημιουργία εξαρτημένων αντανακλαστικών.”[37] Οι έννοιες του ιδιωτικού και του δημοσίου πέρα από το κομμάτι του ενδύματος στον ύπνο, που εντοπίστηκε παραπάνω, κρίνονται πολύ σημαντικές για μια περαιτέρω διερεύνηση. Τα όρια μεταξύ δημόσιου [36]   (Elias, 1939 [1997]: 273) [37]   (Elias, 1939 [1997]: 279)

39


02. Το ρούχο του νομά: διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου κοινός χώρος και ιδιωτικού όχι μόνο αμφισβητούνται, αλλά διαμορφώνουν έναν επιπλέον χώρο, τον ενδιάμεσο, ο οποίος αναδεικνύεται στις ρωγμές της πόλης.[38] Ο δημόσιος χώρος σχετίζεται με τους κοινωνικούς δεσμούς που αναπτύσσονται στα όριά του, τις σχέσεις που τον προσδιορίζουν, ενώ έχει ταυτιστεί εδώ και αιώνες, όπως εντοπίζει η Βαΐου με “το μέσο απόκτησης δύναμης και χειραφέτησης”, σε αντίθεση με τον ιδιωτικό χώρο. Το “ιδιωτικό” είναι συνδεδεμένο με “το σκιερό εσωτερικό του νοικοκυριού”, με έναν “τόπο και χρόνο απόδρασης από την ένταση του δημοσίου”[39], με ένα είδος καταφυγίου εκτός της πολιτικής σφαίρας. Μέσω των μεταβολών των ορίων μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου δίνεται η ευκαιρία για ανακατατάξεις και μετασχηματισμούς που αφορούν στις δομές της πόλης και στα υποκείμενά της. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός ότι μέχρι και σήμερα από τη νεωτερικότητα υπάρχει κάποιου είδους ταύτιση της έννοιας του δημοσίου με το ανδρικό φύλο και αντίστοιχα του ιδιωτικού, με το γυναικείο. Ο άντρας είναι εκείνος που κατά κανόνα εκτίθεται στον “έξω κόσμο” κι έχει πολιτικό λόγο, ενώ η γυναίκα απωθείται στο εσωτερικό του σπιτιού με μικρότερη ισχύ στη λήψη των αποφάσεων. Η καθιέρωση των ρόλων μέσα από το χώρο προκύπτει λόγω των κοινωνικών πρακτικών που εφαρμόζονται σε αυτόν και είναι (παρόλο που τείνει να αμφισβητείται) κρίσιμη μεταβλητή κι όχι σταθερά. Ο ίδιος ο χώρος που παραλαμβάνει τη διαδραμάτιση κοινωνικών πρακτικών, όπως εξηγεί η Βαΐου, επηρεάζει τη φύση των πρακτικών αυτών και ταυτόχρονα οι διάφορες κοινωνικές τελέσεις προσδίδουν σημασία στον εκάστοτε χώρο που κατασκευάζεται στο πλαίσιό τους. Αυτός είναι και ο λόγος που οι έννοιες περί δημόσιου [38]   βλ. Βαΐου, 2002:70-73 [39]   (Βαΐου, 2002:71)

40

ιδιωτικό & δημόσιο

φύλο & χώρος


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

02. Το ρούχο του νομά: κοινός χώρος

και ιδιωτικού δεν είναι απροσπέλαστες· αλλά αφήνουν έναν ενδιάμεσο χώρο, στα θραύσματα των ορίων τους, προκειμένου να υποδεχθούν νέες γεωγραφίες, νέες πρακτικές και ενδεχομένως, νέες ταυτότητες.

41


42


43


44


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

02. Το ρούχο του νομά: κοινός χώρος

αντικαπιταλισμός : κοινός χώρος

μάζα & πλήθος

Κοινός χώρος. Αναδυόμενη δυνατότητα αντίστασης, διαδικασία εμπέδωσης των πρακτικών μοιράσματος, χώρος συλλογικός. Ο σύγχρονος δυτικός κόσμος του άστεως κρίνεται πως χρειάζεται αξιοποίηση του δημόσιου χώρου, προς την κατεύθυνση του παραπάνω συλλογισμού, ως χώρου κοινού, χώρου για τα κοινά, χώρου μοιράσματος[40]. Στο πλαίσιο του κόσμου του Κεφαλαίου, του “ίδιου” και του ομογενοποιημένου, τα υποκείμενα και οι σχέσεις τους αποτελούν μέσα για την απόσπαση οικονομικής αξίας εκφρασμένης στο πλεόνασμα του κέρδους, ώστε οι επιθυμίες τους να προσαρμόζονται σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς. Τι θα γινόταν όμως, αν οι ανάγκες αυτές διαμορφώνονταν κάτω από αντικαπιταλιστικές τακτικές; Στη λογική των προκαθορισμένων αναγκών, κατά την οποία τα υποκείμενα της πόλης αλληλοεξαρτώνται και ακολουθούν σε προτιμήσεις το ένα το άλλο, κυριαρχεί η μάζα ενώ απουσιάζει η συλλογική δράση, καθώς άγεται και φέρεται από την προκαθορισμένη επιθυμία αξίωσης συμφερόντων Κεφαλαίου. Η μαζοποίηση χαρακτηρίζεται κυρίως από την παθητικότητα της πολυπληθούς ομάδας και επικεντρώνεται στη δύναμη της ποσότητας. Η ειδοποιός διαφορά με τις συλλογικότητες και τις συλλογικές δράσεις έγκειται στην ποιοτική αντίσταση που ασκείται απέναντι στον ολοκληρωτισμό του Κεφαλαίου και την άρνηση καθυπόταξης σε μία επιβεβλημένη επιθυμία στην ζωή, μέσω των ελεύθερων δράσεων του πλήθους[41].

[40]   βλ. Stavrides, 2016 [2018]: 57-96, 329-346 [41]   βλ. multitude (Hardt & Negri, 2000: 60-66, 97)

45


02. Το ρούχο του νομά: διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου κοινός χώρος Πλήθος: Όπως ορίστηκε από τους Hardt & Negri και ερμηνεύεται από τη Δημητρακάκη, πρόκειται περί ενός συλλογικού υποκειμένου, το οποίο αντιστέκεται διαρκώς στην κυριαρχία του Κεφαλαίου μέσω συλλογικών πρακτικών. Αφορά στη “νέα συνεργατική δύναμη, που παράγει ό,τι θα έπρεπε να είναι κοινό” κι επομένως “υφίσταται ως παραγωγικό-οικονομικόσυνεργατικό και όχι ως πολιτισμικό υποκείμενο”[42]. Η δράση του πλήθους είναι αυτή που ενεργοποιεί το δημόσιο χώρο και με τρόπο συλλογικό καταργεί και αντικαθιστά την παραδοσιακή εργατική τάξη. Ως νέα μορφή οικουμενικής κοινωνικής τάξης, το πλήθος αντιστέκεται στο Κεφάλαιο μέσω των ετερόκλητων μοναδικοτήτων [singularities] που το συναποτελούν και ορίζει έτσι, το συλλογικό χώρο δράσης και συνάρθρωσής τους.

τεχνικές μοιράσματος → αυτοσυγκρότηση πλήθους → πολλαπλή πολιτική υποκειμενικότητα Αντλώντας υλικό από την ανάλυση της πόλης όπως έγινε παραπάνω, θα φανεί χρήσιμη στη συνέχεια η θεώρηση της Massey για το χώρο ως ένα “αναπόσπαστο κομμάτι και προϊόν της διαδικασίας συγκρότησης.”[43] Μέσα από τη φράση αυτή φαίνεται πως ο χώρος ορίζει, αλλά και ορίζεται από τις σχέσεις στα πλαίσιά του και καθορίζει τόσο την ταυτότητα των υποκειμένων, όσο και την αλληλοσυσχέτισή τους, καθώς συγκροτούνται από κοινού. Σε συνέχεια του συλλογισμού αυτού, προσδιορίζεται πιο συγκεκριμένα ο κοινός χώρος, ο οποίος κατά τον Σταυρίδη, περικλείει το σύνολο των χωρικών σχέσεων, εκείνων που προκύπτουν στα πλαίσιά του από πρακτικές μοιράσματος. Οι σχέσεις αυτές είναι εξελισσόμενες και μπορούν να εντοπιστούν είτε [42]   (Δημητρακάκη, 2013: 107) [43]   (Massey, 2001: 12)

46

κοινός χώρος


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

02. Το ρούχο του νομά: κοινός χώρος

μεταξύ συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, είτε ευρύτερα “με τη μορφή ενός ανοιχτού δικτύου διαβάσεων, μέσω των οποίων αναδυόμενες και πάντοτε ανοιχτές κοινότητες κοινωνών[44] επικοινωνούν και ανταλλάσσουν αγαθά και ιδέες.”[45] Οτιδήποτε μπορεί να διαμοιραστεί μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, ό,τι εντοπίζεται ως κοινό, φέρει μαζί του την ιδιότητα να επηρεάσει τις διαπροσωπικές χωρικές σχέσεις και να τις κατευθύνει σε συμβάσεις που θα οδηγήσουν στη συνέχιση των διαδικασιών μοιράσματος και θα υποδεχθούν νέους κοινωνούς σε μετασχηματιζόμενους χώρους.

συμβόλαιο

Κάποια τέτοια σύμβαση μπορεί να ταυτιστεί με τον όρο του “συμβολαίου”, όπως περιγράφεται από τον Lefebvre[46]. Η θεώρηση αυτή άλλοτε αφορά σε διακανονισμό των σχέσεων δύο ατόμων διαφορετικού φύλου, άλλοτε σχετίζεται με τη διαφορετική κοινωνική τάξη ή την κοινωνική κατάσταση δύο ατόμων, και άλλοτε προσαρμόζει τη σχέση πωλητή-αγοραστή σε ένα κοινωνικό σύστημα κανόνων. Σε κάθε περίπτωση, εμπερικλύει την ουσία της αμοιβαιότητας και της δέσμευσης. “Ο καθένας δεσμεύεται απέναντι στον άλλον να επιτελέσει ορισμένο είδος πράξεων που προβλέπονται ρητά ή σιωπηρά στη συμφωνία.”[47] Ένα σύνολο άγραφων (ή και έγγραφων) κανόνων ορίζουν το κοινωνικό πλαίσιο πραγμάτωσης μιας πράξης, καθώς και το χωρικό πλαίσιο διεξαγωγής της, ως διαδικασία. Η αμοιβαιότητα αυτή των πράξεων αποτελεί συστατικό στοιχείο και της ουσίας των ποτλατς[48]. [44]   κοινωνός [commoner], τα πρόσωπα που μετέχουν σε κάτι, που αποκτούν γνώση ενός θέματος συμμετέχοντας (Μπαμπινιώτης, 2005: 913) [45]   παραφράζοντας τους Hardt & Negri, βλ. Commonwealth (Stavrides, 2016 [2018]: 19) [46]   (Lefebvre, 1974 [1977]: 108-109) [47]   (Lefebvre, 1974 [1977]: 108) [48]   βλ. Το δώρο της αντιζηλίας (ΤΟ ΠΟΤΛΑΤΣ) (Bataille, 1949 [2010]: 91-106)

47


02. Το ρούχο του νομά: διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου κοινός χώρος Πρόκειται για ένα είδος εμπορίου που απαντάται στη μεξικάνικη κουλτούρα και τους Ινδιάνους της Βορειοδυτικής Αμερικής. Εμπόριο με όρους “συμβολαίου”. Λαμβάνει ουσιαστικά το ρόλο του μέσου κυκλοφορίας του πλούτου, βασιζόμενο σε ανταλλακτικές πρακτικές που αποκλείουν όμως οποιαδήποτε δυνατότητα διαπραγμάτευσης. Το πότλατς αποτελεί μία διαδικασία απόδοσης “δώρων” και ταυτόχρονα δημιουργεί μία αναμονή: την υποχρέωση και την θριαμβευτική θυσία του αποθέματος. Όποιος δίδει ένα δώρο, είτε με τη μορφή πλούτου, είτε με την άυλη μορφή της χειρονομίας της καταστροφής του πλούτου[49] ή των αγαθών προς τιμή, αναμένει κάποια απάντηση και δεσμεύεται σε αυτή την πράξη, δημιουργώντας μία συνθήκη “συμβολαίου” ανοιχτή στο χρόνο, που ως δέσμευση συνεχίζεται επ’ αόριστον στο πλαίσιο της ανταλλαγής των θέσεων απόδοσης “δώρου -αντίδωρου”[50]. το παράδειγμα Κάπως έτσι λειτουργεί και η ιδέα της ανταλλαγής βάσει της οποίας συγκροτείται το παράδειγμα του Feet-in Room. Η αντικαπιταλιστική αυτή (αντι-καταναλωτική) πρακτική ορίζει κανόνες που υπακούν στην επιθυμία και τελούνται στο πλαίσιο της ανταλλακτικής οικονομίας, ως νομαδικό πείραμα. Το εκάστοτε υποκείμενο παρέχει στην αρχή, ρουχισμό που σύμφωνα με εκείνο έχει “κάνει τον κύκλο του”. Ρούχα φορεμένα από πολύ μέχρι καθόλου με ή χωρίς φθορές, ρούχα άλλης εποχής, άλλης γενιάς, άλλης κουλτούρας, ρούχα ακριβά ή φθηνά, ρούχα με μέγεθος μεγάλο ή μικρό. Ανεξαρτήτως κατηγορίας, [49]   Σημειώνεται ότι συχνά η γιορτή των ποτλατς ξεκινά με την επίσημη καταστροφή πλούτου (ανθρωποθυσία, επίδειξη δύναμης με βία κ.ά), προκειμένου να δημιουργήσει την εν λόγω “υποχρέωση” και να προκαλέσει την ταπείνωση του “αντιπάλου”, ο οποίος δεν έχει παρά να ακολουθήσει με απόδοση μεγαλύτερου πλούτου ή ακόμη μεγαλύτερης καταστροφικής πράξης. [50]   βλ. Mauss, 1925 [1999]

48

πότλατς

ρούχο & αντικαταναλωτισμός


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

εγγραφή

πόντοι

02. Το ρούχο του νομά: κοινός χώρος

μπορεί κανείς να δώσει κομμάτια ιματισμού (ρούχα και αξεσουάρ) ως αντικείμενα προσφοράς - αίτησης ζήτησης. Αυτά δεν είναι παρά κομμάτια μιας παρελθοντικής ταυτότητας, τα οποία αποτελούν μέρος μιας εν δυνάμει επόμενης αναδυόμενης ταυτότητας, μέσω της διαδικασίας της επανεγγραφής στον εαυτό. Σε αυτή τη συλλογή προϊόντων εγγράφεται η ισχύουσα παροδικότητα της μόδας, όμως, σύμφωνα με διαφορετικούς όρους από εκείνους της τρέχουσας κατανάλωσης. Το ένδυμα εγγράφεται, συμπληρώνοντας τα στοιχεία εισαγωγής και καταγραφής της ταυτότητάς του στο σύστημα, ακολουθεί τα συγκεκριμένα βήματα μιας διαδικασίας[51] όπου κωδικοποιείται, φέροντας μία ενδεικτική ταξινομική ταμπέλα [label tag] σύμφωνα με το πρώτο βήμα της διαδικασίας διάθεσής του στην (ανταλλακτική κυκλική) κυκλοφορία της πλατφόρμας[52]. Χρησιμοποιώντας ένα σύστημα πόντων υποκαθίσταται πρακτικά το οικονομικό ισχύον σύστημα που βασίζεται στο νόμισμα για να καθορίσει την αξία του προϊόντος. Οι πόντοι μπορούν να αναλάβουν συγκεκριμένο εύρος τιμών που αντιστοιχούν σε μια άυλη αντικειμενική αξία, σύμφωνα με τις τυποποιημένες εκτιμήσεις που ως απαντήσεις εισάγονται στην πλατφόρμα κατά την εγγραφή του είδους ενδύματος κατά δήλωση (και αφορούν την αξιολόγηση του προϊόντος σχετικά με το υλικό (σύσταση), την ποιότητα, την παρούσα κατάσταση, το χρόνο ζωής, τη μάρκα (φίρμα), για την εξάλειψη των διαφορών από την απόδοση υπεραξίας (κάτω από τους οικονομικούς όρους της αγοράς) που συνοδεύει τα περισσότερα αγαθά και τις υπηρεσίες στο σύγχρονο δυτικό κόσμο. Έτσι, κάθε εγγραφή ακολουθεί η πίστωση [51]   βλ. Παράρτημα ‘VISITOR’ [52]   βλ. Παράρτημα ‘SUBMISSIONS ONLINE’

49


02. Το ρούχο του νομά: διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου κοινός χώρος κάποιων πόντων που εκπροσωπούν κάθε ρούχο εισαγωγής. Οι πόντοι αυτοί δεν έχουν αξία, χρηματική, παρά μόνο λαμβάνουν νόημα, ώστε να μπορούν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο της ανταλλακτικής αυτής διαδικασίας ιματισμού, για κάθε πιθανή μελλοντική χρήση στην πλατφόρμα, που έπεται της πρωταρχικής εγγραφής. Πρωτίστως επικεντρώνεται η δράση στο να διαθέσει ή να δωρίσει κανείς, ή και να ανακυκλώσει, δίχως την υποχρέωση της προσωπικής ανταπόδοσης των “δώρων” ως κοινωνική τελετουργία, απέχοντας έτσι εμφανώς από την αναθέρμανση της τιμής και του γοήτρου, όπως συναντάται στα ποτλατς. Το απόθεμα που προσφέρεται αποτελεί πλεόνασμα, τόσο για το υποκείμενο που το διαθέτει, όσο και για την ίδια τη διαδικασία αν από ένα σημείο και μετά κανείς δεν εξαγοράζει τους πόντους που έχει κερδίσει μέσω μιας επιλογής. Συνεπώς, αν περάσει ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα παραμονής του εκάστοτε ρούχου στο Feet-in Room, οι πόντοι του μειώνονται σιγά -σιγά έως ότου αγγίξουν την ελάχιστη τιμή. Τότε, το ρούχο ανήκει στην πλατφόρμα και αποσύρεται από την διαδικασία ώστε να μπορεί να διατίθεται ελεύθερα ή να δωρίζεται κατ΄εκτίμηση σε πρόσωπα που το χρειάζονται ή το έχουν ανάγκη ως διατυπωμένη επιθυμία (ή με μειωμένο δικαίωμα στην επιλογή της εμφάνισής τους), λόγω της κοινωνικό-οικονομικής τους κατάστασης ή άλλων δεσμεύσεων. Εν ολίγοις, οι δίχως ρούχα, θα αποκτούν εν τέλει το πλεόνασμα που πιθανά προκύπτει από την διαδικασία, ώστε η πλατφόρμα να συνεχίσει στο πλαίσιο της αναγκαίας διάθεσης και του επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας των ρούχων και των εαυτών, παρά ως συλλέκτης ή δεξαμενή πλεονάσματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εγγραφή δεν ταυτίζεται επ’ ουδενί με την 50

πλεόνασμα


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

επανεγγραφή

ανταλλαγή σε δεύτερο χρόνο

02. Το ρούχο του νομά: κοινός χώρος

αντίστοιχη θυσία των ποτλατς. Ενώ ο μύθος για το θάνατο του “ιερού ελαφιού” εκφράζει ακριβώς αυτή την ανάγκη για τήρηση του συμβολαίου, η εγγραφή του ενδύματος απελευθερώνει και υπόσχεται μια δυνατότητα επανεγγραφής. Αυτό επιτυγχάνεται χωρίς να συμβάλλει στην αύξηση, στο εποικοδόμημα της οφειλής[53], παρά στη μείωση, αποκλίνοντας έτσι από την υποχρέωση της ανταπόδοσης ή τη λογική της υπεραξίας. Δεν υπάρχει καμιά Ιφιγένεια, κανένα ελάφι κι ούτε οποιοδήποτε τέκνο του Colin Farrell[54] που θα χρειαστεί να θυσιαστεί στη διαδικασία. Το ρούχο αποκτά μια στιγμιαία ταυτότητα ως πάγωμα του χρόνου στο σημείο που το εκάστοτε σώμα παύει να το φέρει και διατίθεται ως τέτοια (εφήμερη ταυτότητα), ως μελλοντική πιθανότητα κι όχι ως υποχρέωση ανταλλαγής. Η “ανταλλαγή” έτσι, προκύπτει σε χρόνο δεύτερο ή τρίτο και αποδεσμεύει το ρούχο από την αντίληψη της θυσίας ή της αχρηστίας και της καταστροφής. Ούτως ή άλλως η ίδια “η επιθυμία αγνοεί την ανταλλαγή”[55] ενώ επιδιώκει την αλλαγή σύμφωνα με τους Deleuze & Guattari, αφού δεν είναι καν αυτή “το ουσιώδες”, μπροστά στην εγγραφή. Από τη στιγμή που το “περίσσευμα”, το “παρμένο μέσα από τη μάζα του χρήσιμου πλούτου [...] μόνο για να αναλωθεί χωρίς κέρδος”[56], με όρους θύματος όπως παρουσιάζεται από τον Bataille, δεν αναλώνεται, δεν έχει καμία αξία (μόνο εικονική). Έτσι, κατά μία έννοια το ρούχο ως “θύμα” αντλεί τις ιδιότητές του ως τέτοιο από την επιθυμία του μοιράσματος ή της διαβίβασης μέρους του εαυτού προκειμένου να εγγραφεί-εισαχθεί στην χρηστική πλατφόρμα, αλλά εν τέλει δε χρειάζεται να καταναλωθεί [53]   βλ. Deleuze & Guattari, 1972 [2016]: 215-217 [54]   βλ. Φιλμογραφία, Ο θάνατος του ιερού ελαφιού (2017) [55]   (Deleuze & Guattari, 1972 [2016]: 215) [56]   (Bataille, 1949 [2010]: 89)

51


02. Το ρούχο του νομά: διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου κοινός χώρος ή να καταστραφεί για να αποκτήσει άυλη πνευματική αξία. Η έννοια της αντιζηλίας υποχωρεί μπροστά στην μοναδικότητα των εγγραφών που εξαλείφει την “ανάλωση για τον άλλον”[57] ενεργοποιώντας τη “διάθεση προς τον άλλον”. Οι συμβάσεις των χωρικών σχέσεων επιτρέπουν στις συλλογικές δράσεις να ανθίσουν και στους εκάστοτε συνεχιστές-κοινωνούς, να αποτελέσουν μέλη νέων υπηρεσιών σε μια ζωή-από-κοινού. Η λανθάνουσα ανταλλαγή, που περιγράφεται παραπάνω, αποτελεί μία πρακτική μοιράσματος και συνιστά μία ζωή στην πόλη πέρα από την απληστία, κατά την οποία επικρατεί η ανάγκη για προσφορά, έναντι της ανάγκης για απόκτηση ή αντικατάσταση. Με αυτόν τον τρόπο η βιομηχανική παραγωγή σκόπιμο είναι να διαμορφώνεται από το πλήθος της κοινωνίας των αναγκών, τη “ρευστή, σύνθετη, δικτυωμένη παραγωγική τάξη”[58] και να μην καθορίζεται από τη μάζα που ενισχύει τη βιομηχανία της πολυτέλειας και της σπατάλης. Μέσω των πρακτικών μοιράσματος, θεωρητικό υλικό από τον Σταυρίδη, δημιουργούνται νέες μορφές κοινωνικής ζωής, με τρόπο που ξεφεύγει από την απλή παραγωγή και την απλή διάθεση των αγαθών.[59] Αντιθέτως, όχι μόνο στο πλαίσιο ενός κοινού χώρου, αλλά και διαμέσου αυτού, διαμορφώνονται οι εν λόγω πρακτικές και στοιχειοθετούνται οι χειραφετικές τους ιδιότητες. Έτσι, φαίνεται πως οι κόσμοι του μοιράσματος δεν είναι μόνο χώροι κοινών συνηθειών, αξιών και πεποιθήσεων, αλλά χώροι που εκκολάπτουν την ενεργό συμμετοχή στη διαμόρφωση των κανόνων και των τρόπων του ανήκειν, μέσα [57]   (Bataille, 1949 [2010]: 98) [58]   (Δημητρακάκη, 2013: 249) [59]   (Stavrides, 2016 [2018]: 18)

52

πρακτικές μοιράσματος


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

02. Το ρούχο του νομά: κοινός χώρος

από το μοίρασμα.[60]

κοινοί χώροι

χαρτογραφία

νομαδισμός

Οι χώροι αυτοί είναι “το ενδιάμεσο” που αναλύθηκε νωρίτερα όσον αφορά τις ρωγμές του ιδιωτικού-δημοσίου. Πρόκειται για χώρους που υποδέχονται τις συλλογικές δράσεις και επιτρέπουν στο νομαδικό χαρακτήρα της πόλης να αναδυθεί. Ο χαρακτήρας αυτός διαφαίνεται μέσω των διαφορετικών χωρικών καταστάσεων, “οι οποίες μετασχηματίζονται πρόσκαιρα μέσα από εφήμερες χαρτογραφήσεις .”[61] Η νομαδική αρχιτεκτονική άλλωστε, γίνεται διακριτή κυρίως μέσω επιτελεστικών πρακτικών που πραγματοποιούνται στο δημόσιο χώρο στις ρωγμές αυτού, θίγοντας επιμέρους ζητήματα μετασχηματισμού του. Η μεταβολή της μορφής του εδάφους μπορεί να γίνεται νοηματικά μέσω της χαρτογραφίας εφήμερων πρακτικών ή και κυριολεκτικά μέσω διαφόρων παρεμβατικών μορφών εφήμερης κατάληψης του χώρου από συλλογικές δράσεις περπατήματος, πρακτικές μοιράσματος κ.ά. Η χαρτογραφία, συνεπώς, αποτελεί κάποιου είδους τομή στις επιθυμίες των υποκειμένων· επιθυμίες που οδηγούν σε βήματα που οδηγούν σε χαράξεις προς τις κατευθύνσεις της εκπλήρωσης, καθώς τα ίδια τα βήματα αυτά παράγουν τη δική τους χωρο-κοινωνική αφήγηση[62]. Η νομαδική σκέψη παρουσιάζεται στο ομώνυμο δοκίμιο του Deleuze[63], ως ένα είδος συνειδητής σκέψης, η οποία αντιτίθεται στο κατεστημένο και τις ηγεμονικές αντιλήψεις του Κεφαλαίου, περιδιαβαίνοντας ελεύθερα πέρα και έξω από τα σύνορα των τυποποιημένων αντιλήψεων. [60]   βλ. Stavrides, 2016 [2018]: 57-58 [61]   (Σινοπούλου & Τζιρτζιλάκη, 2018: 14) [62]   βλ. Χαρτογραφώντας/διακόπτοντας τις αφηγήσεις του εκτοπισμού (Σινοπούλου & Τζιρτζιλάκη, 2018: 112-115) [63]   (Deleuze, 1953-1974: 252-261)

53


02. Το ρούχο του νομά: διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου κοινός χώρος Χρειάζεται νομαδική ενότητα σε σχέση με το “έξω” προκειμένου να αποφευχθεί η επαναδημιουργία της δεσποτικής εσωτερικής ενότητας. “Τα σώματα, ευάλωτα, δημιουργούν κάθε φορά, ξεκινώντας από την αρχή, ένα μεταβαλλόμενο χωροχρόνο σ’ έναν τόπο, διασχίζοντας τα σύνορα.”[64] Σώματα ευάλωτα, σώματα με ή δίχως όργανα[65], σώματα σε σύγχυση και σώματα με σημασία[66]. Οι πρακτικές του μοιράσματος και συγκεκριμένα ο ανταλλακτικός ιματισμός, συντελούν στην αντίσταση προς τους πανομοιότυπους ανα-παραγωγούς του Ίδιου, επιτρέποντας το σχηματισμό χώρων κοινών κι όχι χώρων κενών. Η λαχτάρα κι η περιέργεια κάθε νομά, σημαδεύει στο χάρτη της πόλης καθετί ανείπωτο και αόρατο με ημι-μόνιμους όρους, όπως ακριβώς η “φύση του”. Το ρούχο του νομά δεν έχει σύνορα, δεν κατηγοριοποιείται κι έτσι καταφέρνει να ξεφεύγει από το τέλμα της παθητικότητας του δεδομένου συστήματος αξιών. Το ρούχο του νομά, έχει την υφή των συλλογικών και προσωπικών του σκέψεων και πράξεων, τη μυρωδιά από τις αναμνήσεις του, και σαφώς, το ειδικό βάρος κάθε παρελθοντικού εαυτού, που αφήνει προς τα πίσω.

[64]   (Σινοπούλου & Τζιρτζιλάκη, 2018: 14) [65]   βλ. Deleuze & Guattari, 1972 [2016]: 20-26 [66]   βλ. Butler, 1990 [2009]:

54

αντίσταση στην παθητικότητα


55





03.



διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία νομαδικό υποκείμενο: διάκριση

προσδιορισμός της ταυτότητας

υποκειμενικότητα

Γυναίκα, cyborg, νομάς. Το σύγχρονο υποκείμενο διεκδικεί και αντιστέκεται μέσα από πράξεις - επιτελέσεις που το καθιστούν διακριτό. Η πόλη, ως ένα σύνολο ετερόκλητων χώρων, με ασαφή όρια, φιλοξενεί πλέγμα από διαφορετικές πρακτικές που λειτουργούν ως πεδία διαλόγου ανάμεσα σε ποικίλες κοινωνικές ομάδες. Οι κοινωνικές αυτές ομάδες μετασχηματίζουν συστηματικά το χώρο που δρουν, φέρουν ιδιότητες, χαρακτηριστικά γνωρίσματα και θεμελιώδεις αξίες όσο και προτιμήσεις. Αυτά αποτελούν δομικά στοιχεία προσδιορισμού της ταυτότητάς τους και τις καθιστούν διακριτές. Η έννοια της διάκρισης[67] συγκεντρώνει τις πολιτιστικές, ταξικές, ιδεολογικές κ.ά. διαφορές ή ομοιότητες αντίστοιχα που χαρακτηρίζουν τις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, λειτουργώντας ως αρωγός για την ταξινόμησή τους. Μέσω των ταξινομητικών διαδικασιών γίνεται εφικτός ο συσχετισμός και η αντίστιξη του οικείου και της ετερότητας, υπό το πρίσμα του “ίδιου” απέναντι στο “Άλλο”, του “όμοιου” πλάι στο “διαφορετικό”. Δε θα μπορούσε όμως να γίνει λόγος για διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και ταξική διάκριση μεταξύ αυτών αν δεν υπήρχε νωρίτερα στον πυρήνα της δημιουργίας οποιασδήποτε από αυτές τις συλλογικότητες, η θεμελιώδης θεωρητική έννοια της υποκειμενικότητας· έννοια που φιλοξενεί μέσα της και άλλες έννοιες και συνεπώς, αξίζει να αποσαφηνιστεί.

61


03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

Αν σκεφτεί κανείς τι είναι το υποκείμενο, με γλωσσικούς όρους[68], θα μπορούσε να αντιληφθεί ότι πρόκειται για τον κύριο όρο της πρότασης, “αυτό” για το οποίο γίνεται λόγος. Μπορεί είτε να ενεργεί, είτε να “παθαίνει”, είτε ακόμα να βρίσκεται απλώς σε μία κατάσταση. Τι ορίζεται όμως, ως υποκείμενο στο σύγχρονο κοινωνικό χώρο της πόλης και πόσο σχετίζεται με το γλωσσικό όρο; Τα υποκείμενα της σύγχρονης νεωτερικότητας, στις προσπάθειες που έχουν γίνει προκειμένου να οριστούν θεωρητικά, αποδίδονται ως όντα που ξεφεύγουν κατά πολύ από τον κοινό άνθρωπο πλησιάζοντας την ιδέα ενός μεταναθρώπου[69]. Με τη Donna Haraway στο επίκεντρο του λόγου, το μεταμοντέρνο υποκείμενο [subject] στις μέρες μας φέρει το όνομα “cyborg”. Πρόκειται για ένα ον του κυβερνοχώρου, υβρίδιο ανάμεσα σε μηχανή και οργανισμό, το οποίο μπορεί να αποτελεί ταυτόχρονα ως έκφραση, πλάσμα τόσο της κοινωνικής πραγματικότητας, όσο και αποτέλεσμα επιστημονικής φαντασίας.[70] Με την τεχνολογία και την ιατρική να συνεργάζονται στην πλέον εξελιγμένη τους μορφή σήμερα, τα υποκείμενα αποτελούν κράμα ανθρώπου και μηχανής, από την απλούστερη μορφή χρήσης και ενσωμάτωσης καθημερινών τεχνολογικών αντικειμένων ως αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού, μέχρι τα υβριδικά πλάσματα, όπως εκείνο που κατασκεύασε στην φανταστική λογοτεχνία τρόμου η Mary Shelley, τον Frankenstein[71],

[68]   υποκείμενο ορισμός (Μπαμπινιώτης, 2005: 1850) [69]   βλ. Hayles,1999 [70]   “A Cyborg Manifesto”, μετάφραση γράφοντος (Haraway, 1985 [1991]: 149) [71]   βλ. Φιλμογραφία, Frankenstein (1931)

62

ορισμός

μεταμοντέρνο υποκείμενο


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

άνθρωπος & μηχανή

03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

δίχως ωστόσο την προσμονή για το σωτήριο πατέρα[72].Το cyborg αντίστοιχα αποτελεί κοινωνική (τεχνοπολιτική) κατασκευή και έρχεται να βάλει τέλος στην ουσιοκρατική μονοσημία του ανθρώπου, στην μοναδική εκδοχή του δυτικού προτύπου, αρσενικού γένους και λευκού χρώματος. Το τεχνοσώμα [cyborg] τείνει να συνενώσει τον άνθρωπο με τη μηχανή σε μια κοινή ενσωμάτωση σύμφωνα με τον τρόπο που δηλώνει πως ο άνθρωπος γίνεται ένα ενιαίο σώμα με αυτή και την ενσωματώνει χωρίς να τη φοβάται[73], αλλά ούτε αφήνοντάς τη να τον κυβερνά. Στην καθημερινότητα αντιπροσωπεύει διαφορετικές περιπτώσεις όπως επιζώντες πολέμου με τεχνητά μέλη, βηματοδότες και ακουστικά του παππού και της γιαγιάς και ταυτόχρονα όλους όσους υπερβαίνουν τα όρια των παραδοσιακών δίπολων αντιθέσεων [binary oppositions], όπως εκφράζονται αυτές στο βιολογικό (αποτέλεσμα βιοπολιτικής) δυαδικό φύλο. Τα κοινά χαρακτηριστικά των σύγχρονων υποκειμένων εντοπίζονται στην πολυπλοκότητα και στη διαφορά που τα χαρακτηρίζει όσο επίσης στην αδυναμία κατηγοριοποίησής τους με βάση τις σταθερές ακλόνητες στο χρόνο ταυτότητες σύμφωνα με τους κοινούς, παραδοσιακούς τρόπους (λ.χ. άνδρας-γυναίκα, άνθρωπος-ρομπότ). Μέσα από τη θεωρία αυτή, θα μπορούσαν τα υποκείμενα-άνθρωποι, ήδη από τα τέλη του 20ού αιώνα σύμφωνα με την Haraway, υπό μία έννοια να αποτελέσουν υβρίδια, cyborgs, χίμαιρες. Χρησιμοποιούνται [72]   Πρόκειται για την αντίθεση που προκύπτει σε σχέση με το ίδιο το τεχνοσώμα [cyborg] ως προς το κατά πόσο περιμένει να το σώσει ο δημιουργός-πατέρας του. Στην περίπτωση του Frankenstein, το εν λόγω υποκείμενο αναμένει να κατασκευάσει για εκείνο ο πατέρας του κάποιο ετεροφυλοφιλικό ταίρι, προκειμένου να το οδηγήσει στην πλήρωση, στο τέλειο όλον, σε μία πολιτεία και ένα αρμονικό σύμπαν. βλ. Haraway, 1985 [1991]: 151 [73]   καθώς δεν φοβόμαστε για αυτό που ήδη είμαστε σύμφωνα με τον Stelarc

63


03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

οι όροι κυρίως για να εκφράσουν την αποδέσμευση του εαυτού από κάθε εξάρτηση επί της ουσίας κοινωνική, σχετικά με την αμφισβήτηση της δυτικής χριστιανικής καταγωγής και συνεπώς κάτι τέτοιο αντιτίθενται στο φαλλοκεντρισμό [phallocentrism][74]. Ενάντια στο μονοδιάστατο διπολικό ισχυρό κώδικα συσχετισμού και καθορισμού των υποκειμένων, προσδιορίζεται από την άλλη πλευρά η ουσία του σύγχρονου υποκειμένου ως εξελισσόμενη διαδικασία παραγωγής του στον κοινωνικό χώρο. Κάτι τέτοιο ασκεί φανερά κριτική στις προϋπάρχουσες βέβαιες κοινωνικές κατηγορίες. Συνεπώς, η ίδια η διαδικασία παραγωγής του εαυτού που βρίσκει πολλαπλές διαφορετικές εκφάνσεις, όπως λ.χ. στα cyborg, στα ανδροειδή/ γυναικοειδή, στα υβριδικά (οιονεί) αντικείμενα ή τις “περίπου οντότητες”, σχετικά με τις ταυτότητες ως προϊόν ενσωμάτωσης στο αποτέλεσμα της απροσδιόριστης μορφής, διατυπώνεται από τη Braidotti (1994) και οδηγεί στο νομαδικό υποκείμενο.[75] Η συμβολή της αυτή συμπληρώνει και εμπλουτίζει, ή καλύτερα διευρύνει την παραπάνω έννοια του cyborg. Το υποκείμενο, για το οποίο γίνεται λόγος, επομένως, φιλοδοξείται να αποτελέσει πεδίο διαλόγου σε σχέση με τις κοινωνικές ομάδες που τη συνιστούν, μέσω της κατανόησής του στο πλαίσιο της διερεύνησης του κοινού χώρου στην πόλη. Ο νομαδικός χαρακτήρας έρχεται να αναδειχθεί επίσης στο φύλο, μέσα από τη φεμινιστική έμφυλη θεωρία, μιας και σύμφωνα με την Braidotti η γυναίκα είναι [74]   Πρόκειται για την έννοια που εισάγεται στην ψυχανάλυση και στη συνέχεια στην πολιτική φιλοσοφία και φεμινιστική θεωρία, προκειμένου να περιγράψει οποιοδήποτε λόγο αποσκοπεί στην κυριαρχία ενός συστήματος ιδεών κατά το οποίο ο φαλλός (ανδρικό γεννητικό όργανο) αποτελεί σύμβολο εξουσίας και να αντιταχθεί σε αυτό, αρνούμενη τον ανδρικό τρόπο αντίληψης και το Νόμο του Πατέρα [Law of the Father]. [75]   βλ. Braidotti, 1994

64

νομαδικό υποκείμενο


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

το “Άλλο”

03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

μια άπατρις, μια φυγάς και ως τέτοια καταφέρνει και αντιστέκεται στις πατριαρχικές αντιλήψεις αναζητώντας μια “νέα γυναικεία φεμινιστική ταυτότητα”[76]. Η θεωρία του νομαδικού υποκειμένου στοχεύει στη δημιουργία αξιόλογων τοποθεσιών αναδιαμόρφωσης των τρόπων του ανήκειν και της πολιτικής πρακτικής και ταυτόχρονα, πρεσβεύει την κατάργηση της ταύτισης της διαφορετικότητας σύμφωνα με τους όρους της υποδεέστερης ταυτότητας [subaltern] ή της κατωτερότητας. Το “γίγνεσθαι - μειωτικό” αντικαθίσταται από το “γίγνεσθαι-άλλο” σε ένα πεδίο συνύπαρξης διαφορετικών ταυτοτήτων σε ισορροπία. Το νομαδικό υποκείμενο[77] συνεπώς, διαθέτει δυναμική πολιτική διάσταση και λειτουργεί με πολλαπλούς τρόπους, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα, ο οποίος έχει προκύψει από προσωπική σύνοψη της θεωρίας της Braidotti (1994).

από το μειωτικό (υποδεέστερο) υποκείμενο

→ στο φιλοσοφικό υποκείμενο → το “Άλλο”

ΝΟΜΑΔΙΚΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ απο πού προέρχεται

τι είναι

τι κάνει

η μεθοδολογία που στηρίζει τις

αποτελεί ένα αναλυτικό εργαλείο και

προβάλλει πράξεις αντίστασης ενάντια

διαδικασίες που αφορούν το νομαδικό

δημιουργικό εγχείρημα μη ενιαίας

στο μεθοδολογικό εθνικισμό

υποκείμενο, προέρχεται από τη

θεώρησης του υποκειμένου

φεμινιστική πολιτική

[76]   μετάφραση γράφοντος (Braidotti, 1994: 38) [77]   Σημειώνεται ότι χρήζει προσοχής η χρήση του όρου καθώς προϋποθέτει ότι χρησιμοποιείται με τρόπο τέτοιο κατά τον οποίο λαμβάνονται υπόψη οι διαφορές (φυλής, κοινωνικής τάξης κλπ.) ανάμεσα στις γυναίκες.

65


03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία την αντιρατσιστική πολιτική

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

αντι-λόγος, ως τρόπος κινητοποίησης

ασκεί κριτική σε επιστημολογικό και

των ανεκμετάλλευτων αποθεμάτων και

πολιτικό επίπεδο όσον αφορά τις

παραδόσεων στοχασμού

παγιωμένες-κυρίαρχες θεωρήσεις του υποκειμένου

καθώς και από τις μορφοπλασίες

πρόκειται για υβριδικές,

αμφισβητεί το διαχωρισμό της κριτικής

αμφισβητούμενες, πολύπλευρες

από τη δημιουργικότητα και της λογικής

μορφοπλασίες

από τη φαντασία

είναι εργαλείο μετασχηματισμού που

επιδιώκει να ασκήσει στην εκάστοτε

αναπαριστά τις διαφορετικές βαθμιαίες

εξουσία κριτική όμοια με αυτή που

εξελίξεις-μετασχηματισμούς του

ασκούν οι μεταποικιακές θεωρίες,

υποκειμένου, διαφορετικά από τον τρόπο

τονίζοντας τη διαφορετική τοποθέτηση

που προστάζει ο φαλλογοκεντρισμός

του υποκειμένου κι όχι επιβάλλοντας την όποια άλλη θέση του

εικονοκλαστική φιγούρα

ορίζει και λογοδοτεί για νέες σχέσεις που έχουν στο επίκεντρο τη διαδικασία και όχι την ουσία.

κριτικό εργαλείο λογοδοσίας, όχι γίγνεσθαι-μειωτικό, αλλά γίγνεσθαι-άλλο.

συνεισφέρει στη δημόσια συζήτηση που έχουν φέρει στο προσκήνιο οι μαύρες, αντιρατσιστικές, μεταποικιακές και άλλες κριτικές θεωρίες

συνιστά διαδραστική συλλογική

δημιουργεί μορφοπλασίες, με

διαδικασία και όχι ατομική δραστηριότητα

την έννοια ενός ζωντανού χάρτη με μία μετασχηματιστική και αναστοχαστική περιγραφή του εαυτού, υπογραμμίζοντας τα πολλαπλά ανήκειν και τις σχέσεις εξουσίας

66


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία επισημαίνει την παρακμή των ενιαίων υποκειμένων και την

αποσταθεροποίηση του χωροχρονικού συνεχούς παρεμβαίνει στο κοινωνικό φαντασιακό που αντιλαμβάνεται τη φιλοσοφία ως τον ορθολογικό λόγο ενός κυρίαρχου αρσενικού ευρωκεντρικού υποκειμένου κάνει λόγο για το ενσώματο υποκείμενο, προσφέροντας πολύπλοκα μοντέλα ανάλυσης των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ του εαυτού και της κοινωνίας, του “μέσα” και του “έξω” του υποκειμένου. απομακρύνει τον άνθρωπο από το επίκεντρο του ενδιαφέροντος (ουμανιστικό υποκείμενο) και καλείται να λογοδοτεί κατέχοντας μία θέση στη μη εξατομικευμένη πραγματικότητα με τρόπο συλλογικό

Συσχετίζοντας τα παραπάνω με τη νομαδική θεωρία όπως διατυπώνεται από τους Deleuze και Guattari (1985), αξίζει να αναφερθεί ότι το υποκείμενο γεννιέται και πεθαίνει συνεχώς πάνω στο σώμα του και κατά την αέναη αυτή διαδικασία, του ασκούνται οι εντατικές ποσότητες του ιδίου σώματος. Ο νομαδικός του χαρακτήρας οφείλεται στη διαρκή του κίνηση στον κοινωνικό χώρο, κατά την οποία κίνηση, δέχεται επιδράσεις ως αναταράξεις που το αναγεννούν και συντελούν στην κυκλικότητα της ύπαρξής του. Το υποκείμενο, 67


03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

για το οποίο γίνεται λόγος, οφείλει να διαθέτει τις ιδιότητες εκείνες που του επιτρέπουν να σκέφτεται, να κατέχει γνώσεις, αλλά και επιθυμίες. Πρόκειται για ένα πραγματικό ον, το οποίο υπάρχει ως αίτιο τού εαυτού του και ως φορέας των ψυχικών φαινομένων[78], λαμβάνοντας ποικίλες μορφές σε μία προσπάθεια αναπαράστασης της διαδικασίας του “να Είναι”, καθώς όλοι μπορούν να είναι “ένας” και ο καθένας μπορεί να είναι “πολλοί” εαυτοί συνάμα. Άλλωστε: “Δεν είμαστε πια ο εαυτός μας. Ο καθένας θα γνωρίσει το δικό του. Έχουμε βοηθηθεί, εμπνευστεί, πολλαπλασιαστεί”[79] Από την απέραντη ισχύ της σκέψης ξεπηδούν ερωτήματα ευφάνταστα και ενδεχομένως ουτοπικού χαρακτήρα. Πώς θα ήταν αν ξαφνικά μπορούσε κανείς να γίνει κυριολεκτικά κάποιος “άλλος”; Μοιάζει μια σκέψη μακρινή ή επιπόλαια εκφρασμένη μέσα από τη φαντασιακή προσέγγιση στο Είναι ως προϊόν ακινησίας. Έστω, λοιπόν, ότι ο εαυτός[80] δεν είναι παρά η έκφραση κάποιας πλευράς του σύγχρονου υποκειμένου. Η ολότητα του εαυτού δεν μπορεί παρά να είναι ρευστή και κρυμμένη σε μία ευρύτερη έννοια, με διάρκεια στο χρόνο και πολυπλοκότητα στις σχέσεις. Οι πολύπλευρες ενικότητες του σήμερα είναι φανερό πως δεν δύνανται να εγκυβωτιστούν σε μια παρηκμασμένη, χωρίς σύνθετα εννοιολογικά εργαλεία, κοινωνία. Ο νόμος της αντανάκλασης της θεωρίας του ριζώματος[81] κάνει λόγο για τη δυαδική λογική, το ένα που γίνεται δύο, τα δύο που γίνονται τέσσερα, τα τέσσερα που γίνονται οκτώ κ.ο.κ. Μήπως έτσι λοιπόν, η πνευματική πραγματικότητα του “Δέντρου-ρίζα” όπως προτείνεται [78]   υποκείμενο (Μπαμπινιώτης, 2005: 1850) [79]   Ρίζωμα (Deleuze & Guattari, 1980 [2017]: 17) [80]   η εκάστοτε κατάσταση του ποιός είναι κανείς [81]   βλ. Ρίζωμα (Deleuze & Guattari, 1980 [2017]: 15-42)

68

πολλαπλότητα

εαυτός


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

ρίζωμα

Fernando Pessoa

03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

από τους Deleuze & Guattari, επαυξημένη, εξηγεί πολύ πειστικότερα το γιατί “όσο πιο κατακερματισμένο” θεωρείται το υποκείμενο, “τόσο πιο ολικό’[82] φαίνεται να είναι; Το επεξηγούν λέγοντας ότι “ο μόνος τρόπος να ανήκει το Ένα στην πολλαπλότητα, είναι πάνα να αφαιρείται από αυτήν”. Όπως ο Doctor Zhivago[83] αποτελώντας μη πραγματικό υποκείμενο, φέρει την ταυτότητα ενός χαρακτήρα διαχρονικού με συγκεκριμένα γνωρίσματα, υποκειμένων που δυνητικά μπορούν να προκύψουν, έτσι και το σύγχρονο υποκείμενο, αποποιούμενο τη μονοδιάστατη ταυτότητα του “Ενός”, καταφέρνει να αναχθεί στη συνέχεια στην πολλαπλότητα που το διακατέχει, όντας εν τέλει και πιο ουσιαστικό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υποκειμένου, στο οποίο εντοπίζεται εμφανώς η έννοια αυτή της πολλαπλότητας στη γλώσσα είναι ο λογοτέχνης Fernando Pessoa[84], που είναι μια περσόνα με ποικίλα άλλα ονόματα που αντιστοιχούν σε ετερώνυμούς του εαυτούς. Οι τελευταίοι δεν έχουν κατασκευαστεί από τον ίδιο με σκοπό να αναδείξουν διαφορετικές εκδοχές του εαυτού αλλά αντιθέτως, στην ψυχοσύνθεση του Pessoa, o Alberto Caeiro[85], o Álvaro de Campos[86], ο Ricardo [82]   (Deleuze & Guattari, 1980 [2017]: 19) [83]   βλ. Φιλμογραφία, Doctor Zhivago (1965) [84]   Fernando Pessoa, εθνικός ποιητής της Πορτογαλίας (1888-1935). Η λέξη Pessoa στα πορτογαλικά σημαίνει πρόσωπο. [85]   Συγκεκριμένα ο Caeiro, ως πρώτος στην ποιητική τριάδα που ακολουθεί κι επίδοξος βοσκός, θεωρείται δάσκαλος των άλλων δύο, αλλά και του ίδιου του Pessoa. Η ποίησή του είναι κατά βάση ένας συνεχής φιλοσοφικός λόγος που εξυμνεί τον υλισμό. [86]   Ο φουτουριστικός ναυτικός μηχανικός Alvaro de Campos χαρακτηρίζεται ως “συναισθηματικός ποιητής” που εκθειάζει τις μηχανές και τη μοντέρνα εποχή. Σταδιακά η παραπάνω θέση αντικαθίσταται από μία υπαρξιακή αγωνία που γεννά ποιήματα έντονα μελαγχολικά, που προτάσσουν το να βιώσει κανείς το συναίσθημα με κάθε τρόπο. Είναι ο πιο “παιχνιδιάρης” από τους ετερώνυμους με έντονη αλληλεπίδραση με τον Pessoa, που μάλιστα λέγεται ότι παρεμβαίνει περιστασιακά και στην προσωπική του ζωή, εμφανιζόμενος αντί αυτού σε συναντήσεις.

69


03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

Reis[87] κ.ά., συνιστούν η καθεμία τους διαφορετικές προσωπικότητες, με ξεχωριστό επάγγελμα, συνήθειες και χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Τους συναντά κανείς όχι μόνο ως ψευδώνυμο στο τέλος του εκάστοτε ποιήματος, αλλά στο πλαίσιο ενός παστίς [pastiche] είναι εφικτό να τους αναγνωρίσει από το συγγραφικό στυλ τους, το διαφορετικό σκεπτικό τους, τις θρησκευτικές και πολιτικές τους απόψεις, εκφρασμένες μέσα από το ξεχωριστό έργο τους ως να συνεχίζουν ή να επεκτείνουν ενδεχομενικά προς διαφορετικές τελείως κατευθύσεις μια μονογραφία. Συγκεκριμένα, λέγεται ότι οι τέσσερις σπουδαιότεροι πορτογάλοι ποιητές είναι ο Fernando Pessoa, με αναφορά στους τρεις πιο γνωστούς[88] ετερώνυμούς του, των οποίων το έργο ήταν επίσης υπερμεγέθες.

ετερώνυμοι

“Ο καθένας μας είναι πολλοί Εγώ είμαι αυτός που νομίζω πως είμαι Άλλοι με βλέπουν αλλιώς Και πάλι λάθος κάνουν” Η αλληλεπίδραση μεταξύ των ετερωνύμων είναι σημαντική εδώ, καθώς σημειώνεται η υποταγή στον “Έναν”, που θεωρούν “master”[89], η κριτική όμως (άλλοτε έντονη κι άλλοτε πολύ σκληρή) σχετικά με το ύφος ή το στυλ, ή το ρυθμό των ποιημάτων, του ενός ως προς τον άλλο, [87]   Ο Ricardo Reis, κλασσικιστής γιατρός, συνθέτει μετρημένες και ανομοιοκατάληκτες ωδές για τη ματαιότητα της ζωής και την ανάγκη να αποδεχθεί ο άνθρωπος τη μοίρα του. Ως υποστηρικτής της βασιλικής φρουράς , αναγκάζεται να φύγει για τη Βραζιλία, έπειτα από το σχηματισμό της Πορτογαλικής Δημοκρατίας στο Πόρτο (1910) και να μην εμφανιστεί ξανά, παρά μόνο ως όνομα σε μια σημείωση του Pessoa, της διεύθυνσής του στο Περού. [88]   Αναφορά στην ποιητική τριάδα των Alberto Caeiro, Alvaro de Campo και Ricardo Reis. βλ υποσημείωση 79,80,81. [89]   master: με την έννοια του δασκάλου - του ειδικού, η αυθεντία

70

αλληλεπίδραση


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

πολλαπλότητα ενικού αριθμού

03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

είτε η αμφισβήτηση, καθώς και η σχέση φιλίας ή εμπάθειας, είναι δεδομένες. Οι ετερώνυμες φιγούρες του Pessoa είναι ολοκληρωμένες προσωπικότητες, με τρωτά σημεία, ευεργετήματα και κοινωνική υπόσταση. Ο ίδιος τους κάνει να είναι τόσο πραγματικοί, όπου μέσα στην ευρύτερη εμμονή του με τους αστρολογικούς χάρτες, βγάζει κι από έναν επόμενο νεότερο για τον κάθε ένα “Άλλο”. Κινούμενος στα όρια της διαταραχής της προσωπικότητας (κάτι που δε διαγιγνώσκεται επίσημα ποτέ) ο Fernando Pessoa αντιστρέφει τη θεώρηση ότι η ίδια η συγγραφή αποτελεί διαδικασία εμβάθυνσης και ανεύρεσης του εαυτού και χρησιμοποιεί τους ετερώνυμους και το διαχωρισμό αυτών ως μέσο απόδρασης και επιβεβαίωσης ότι βρίσκεται από μόνος του σε μία μέτρια θέση, τέτοια που τον καθιστά “λιγότερο αληθινό, λιγότερο ουσιώδη, που εύκολα επηρεάζεται από όλους τους άλλους”. Κάποτε γράφει ότι πάντοτε ανήκε σε όσα δε βρίσκονταν εκεί που βρισκόταν και σε όσα δε θα μπορούσε ποτέ να φτάσει[90]. Δεν τον αφορά συνεπώς αν οι ετερώνυμοι υπάρχουν ή όχι στην πραγματικότητα, ούτε μπαίνει στη διαδικασία να αναλογιστεί ποιος από όλους του έτερους εαυτούς είναι πιο αληθινός. Αντίστοιχα, στην περίπτωση του Hamlet (1602), όπου φαντάζει αδύνατο να διακρίνει κανείς ποιος είναι πιο πραγματικός, ο Hamlet ή ο Shakespeare[91] εκείνο που αξίζει να αναλογιστεί κανείς είναι κατά πόσο η πολλαπλότητα του εαυτού καθιστά το υποκείμενο ενικό -κι όχι πληθυντικό. Δε γνωρίζει κανείς με σιγουριά να απαντήσει στο αν πρόκειται για απλό πολλαπλασιασμό, πολλαπλή παραποίηση του [90]   μετάφραση γράφοντος “I’ve always belonged to what isn’t where I am and to what I could never be” [...] “All I asked of life is that it goes on without me feeling it.” [91]   Αναφορά στο χαρακτήρα του Shakespeare, Hamlet, στο ομώνυμο έργο του, με τον οποίο ταυτίζεται και φέρει μεγάλο σεβασμό. Μοιάζει να συγκρίνεται ο χαρακτήρας ενός έργου, με την αληθοφάνεια της κατασκευασμένης του ταυτότητας, στο βαθμό που λογίζεται ως ρεαλιστικότητερης και από την ταυτότητα ενός πραγματικού χαρακτήρα.

71


03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

εαυτού ή ψυχική ασθένεια, το φαινόμενο Pessoa. Το σίγουρο είναι ότι στον πυθμένα του υποκειμένου το ίζημα δεν μπορεί ούτε στο ελάχιστο να αναλυθεί πόσο μάλλον να χαρακτηριστεί από μία μοναδική ουσία.

72


73


74


75


03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

ένα άλλο δέρμα: ρούχο Γούστο. Πρόκειται για ταξικά προσδιοριζόμενη αίσθηση κοινωνικού προσανατολισμού ή για μεταβαλλόμενη επίκτητη διάθεση; Με τις βασικές γλωσσικές και συντακτικές γνώσεις είναι εφικτό να αντιληφθεί κανείς ότι πέρα από το υποκείμενο και το ρήμα, σπουδαίο ρόλο παίζει και ο τρίτος βασικός όρος μιας κύριας πρότασης: το αντικείμενο (ή το κατηγορούμενο), στο οποίο μεταβαίνει η ενέργεια του ρήματος. Πολλές είναι οι φορές εκείνες όπου το αντικείμενο λαμβάνει στην καθημερινή ζωή, τη θέση του υποκειμένου, μιας και γίνεται το επίκεντρο της δράσης, είτε άμεσα, είτε έμμεσα. Το ρούχο για παράδειγμα, σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως ένα επίσης αντικείμενο. Ο ιματισμός είναι για το σώμα ό,τι είναι τα γυαλιά για το μύωπα, ό,τι ο βηματοδότης για τον άνθρωπο με καρδιαγγειακά προβλήματα, ό,τι το ποδήλατο για το διανομέα κτλ. Τα χρηστικά φυσικά αντικείμενα που στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής γίνονται προέκταση του υποκειμένου, συμβάλλουν στις διαδικασίες παραγωγής του και συνεπώς, ενσωματώνονται σε αυτό. “Εκείνες οι προσθετικές συσκευές μας δείχνουν ότι όλα τα μάτια, συμπεριλαμβανομένων και των δικών μας οργανικών ματιών, είναι ενεργά αντιληπτικά συστήματα, τα οποία οικοδομούν μέσα από μεταφράσεις και συγκεκριμένα οπτικά μέσα, τρόπους ζωής.”[92] Αντικείμενα και υποκείμενα, λοιπόν, αλληλοσυμπληρώνονται, αλληλοεξαρτώνται και οδηγούν στη διαδικασία δημιουργίας του καθολικού σύγχρονου υποκειμένου, που περιγράφεται νωρίτερα.

[92]   μετάφραση γράφοντος (Haraway, 1985 [1991]: 188-190)

76

αντικείμενο

ιματισμός


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

επαναορισμός αντικειμένου

διάκριση

03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

Στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητος ο αναστοχασμός της έννοιας του αντικειμένου. Από τη μία πλευρά, ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε “καθετί άψυχο που ανήκει στον εξωτερικό κόσμο και μπορεί να γίνει αντιληπτό με τις αισθήσεις μας” και από την άλλη μπορεί να αφορά “αυτό προς το οποίο εκδηλώνεται ένα συναίσθημα, μία ενέργεια (ενδεχομένως και το αίτιο που το προκαλεί)”[93]. Συνεπώς, η έννοια του αντικειμένου αναδύεται στην κατάσταση της φυσικής κατασκευής όσο επίσης και στο γεγονός που το διακρίνει ως αποδέκτη συναισθημάτων και προθέσεων, κάτι που πιθανά αντιπροσωπεύει ενδεχομένως η εκφορά “εξαντικειμενοποιημένο υποκείμενο”. Αναλύοντας την πρώτη κατηγορία, καλό θα ήταν να επικεντρωθεί η συζήτηση στα προσθετικά αντικείμενα που φέρει το κάθε υποκείμενο. Με επίκεντρο τον ιματισμό, γίνεται μία επιλογή όσον αφορά τον εκάστοτε εαυτό κάθε φορά της καθεμιάς και του καθένα, προκειμένου να παρουσιαστούν στο δημόσιο κοινωνικό χώρο. Το ρούχο ως χρηστικό αντικείμενο τέχνης, δημιουργεί χώρο που θα υποδεχθεί το σώμα ενώ την ίδια ώρα, αποτελεί φυσικό αντικείμενο που καταλαμβάνει χώρο. Λειτουργεί ταυτόχρονα και ως πολιτισμικό αγαθό που κατασκευάζεται από και κατασκευάζει επιθυμίες, ώστε να καταναλωθεί και συνάμα να υπαγορεύσει τη “νόμιμη” κουλτούρα προς την αντι-κουλτούρα (υποκουλτούρα), και να υποδείξει ως προς την αξία, το “ανώτερο” σε σχέση με το “κατώτερο”. Πρόκειται για το χειρίσιμο μέσο επιβολής αισθητικών και κοινωνικών προτύπων, ταξικών διαφορών, κοινωνικών ταυτίσεων ή διαστρωματώσεων, όσο επίσης και πολύ παραπάνω από αυτά μιας και συνδέεται ο ρόλος του ενδύματος με την “ικανότητα διάκρισης και κατ’ επέκταση [93]   αντικείμενο (Μπαμπινιώτης, 2005: 205)

77


03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

προτίμησης”[94] ή αλλιώς της επιλογής σύμφωνα με το καθιερωμένο γούστο και την καλαισθησία υποδηλώνοντας τη “δεξιότητα του ατόμου να κρίνει τις αισθητικές αξίες κατά τρόπο άμεσο και διαισθητικό”[95] που όμως τακτοποιεί και κανονικοποιεί τα υποκείμενα. Ο τρόπος του ντυσίματος (μορφή) μάλιστα, ανέκαθεν συνδέονταν με το συναισθηματικό και ηθικοπρακτικό προσωπικό στοιχείο χωρίς πρωτίστως να αναζητείται το πραγματικό νόημά του σε κάποιο εξωτερικό γενικό κώδικα. Το ρούχο με τη μορφή του υποκειμένου που το φέρει ανάγονται ανά πάσα στιγμή σε πολιτισμικά σημεία, σε αντικείμενα αισθητικής διερώτησης, άσκησης κριτικής και σχολιασμού, επιμέρους ταυτίσεων, ανεξαρτήτως ιδιοτήτων και πραγματικών χρήσεών τους ως αποδεκτά προϊόντα στο επίπεδο της κάλυψης του είδους πρώτης ανάγκης. “Τα αντικείμενα, έστω και αν πρόκειται για βιομηχανικά προϊόντα, δεν είναι αντικειμενικά, με την έννοια που δίνουμε συνήθως στη λέξη, δηλαδή ανεξάρτητα από τα συμφέροντα και τα γούστα όσων τα προσλαμβάνουν, και δεν επιβάλλουν την προφάνεια ενός καθολικού -και ομόφωνα επικροτούμενου- νοήματος.”[96] Οι καθιερωμένες συμβάσεις (λ.χ. μπιχλιμπίδια στο λαιμό, γαλλικό μανικιούρ κ.ά.) που επικρατούν σε διαφορετικούς κοινωνικούς κύκλους στη δημόσια σφαίρα προβάλλουν κάποιου είδους αντίθεση ανάμεσα στην πρακτική και διακοσμητική χρήση των αντικειμένων[97] που φέρει κανείς επάνω του. Ανάλογα με την κοινωνική τάξη εκφράζονται μέσα από το γούστο και τον ιματισμό οι διαφορετικές [94]   (Bourdieu, 1979 [2002]: 144) [95]   (Bourdieu, 1979 [2002]: 143) [96]   (Bourdieu, 1979 [2002]: 145) [97]   βλ. Bourdieu, 1979 [2002]: 422

78

μη αντικειμενικότητα των αντικειμένων


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

κοινωνικό γούστο

ουσία

03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

ανάγκες που προσδιορίζονται επίσης σύμφωνα με τον Bourdieu από την έξη[98]. Συνήθως οι λαϊκές πρακτικές για παράδειγμα, εκπηγάζουν από την επιλογή του αναγκαίου, με την έννοια του πρακτικού και του λειτουργικού, με μία τάση ωστόσο, το οικονομικά προσιτό να κάνει καλή εντύπωση φέροντας αρκετή πληροφορία (φιοριτούρα), γεγονός το οποίο καταδικάζεται από το αστικό γούστο, ως πράξη χυδαιότητας. Μία από τις προθέσεις της διάκρισης είναι αυτή ακριβώς, δηλαδή η συνθήκη κατά την οποία καταφέρνει “να υποδηλώσει με όσο το δυνατόν λιγότερα εφέ τη μεγαλύτερη δαπάνη χρόνου, χρήματος και ευμηχανίας”[99] που ομαδοποιεί και αποκωδικοποιεί γρήγορα τα υποκείμενα. Μια τέτοια παρατήρηση θυμίζει το λαϊκό παραμύθι για τα καινούργια ρούχα του βασιλιά, όπου τα “αόρατα ρούχα” με την ιδιότητα να μπορούν να τα δουν μόνο οι έξυπνοι άνθρωποι, ακριβοπληρώνονται και εκθειάζονται μέχρι να αποκαλυφθεί όλη η γύμνια (σωματική και πνευματική) που χαρακτηρίζει όλους όσους δεν τολμούν να παραδεχθούν ότι δεν τα βλέπουν. Κυρίαρχο συμπέρασμα της παραπάνω ενατένισης αποτελεί η αντίθεση ανάμεσα στη μορφή και την ουσία[100], που στην προκειμένη περίπτωση προβλέπει την ουσία-αλήθεια της ένδυσης ως το αγαθό που καλύπτει το σώμα, (πέρα από τον φαντασιακό, πολλά υποσχόμενο και εξαγοράσιμο κόσμο της διαφήμισης του προσομοιωμένου αντικειμένου[101]), προστατεύοντας συνεπώς το σώμα από τα καιρικά φαινόμενα και το αίσθημα αιδούς, ενώ ταυτόχρονα ίσως καλύπτει ή βελτιώνει κάποιο σωματικό [98]   Πρόκειται για τη λέξη που απαντάται συχνά στο λόγο του Bourdieu (1979 [2002]) και συμβολίζει την έννοια της συνήθειας που αποκτήθηκε με την επανάληψη μιας πράξης, ή με τη συνεχή επίδραση του ίδιου παράγοντα. [99]   (Bourdieu, 1979 [2002]: 423) [100]   (Bourdieu, 1979 [2002]: 246) [101]   βλ. Baudrillard, 1972 [2011]

79


03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

“ελάττωμα”, πράγμα που είναι σχετικό στο χρόνο και έχει να κάνει συνήθως με τα πρότυπα της μόδας κ.ά. Η μορφή του ενδύματος ως έτοιμη επιλογή (από μια συγκεκριμένη πολλές φορές γκάμα ανάλογων ή παρεμφερών) σχετίζεται με την προτεραιότητα που δίνεται στους τύπους (ως προς τα κοινωνικά τελετουργικά και τα τυπικά), αλλά και στο πώς θέλει να προσομοιάζει κανείς, παρά να εκφράζεται σύμφωνα με αυτά. Σε αυτό το σημείο αξίζει να γίνει αναφορά στο συλλογισμό του Heidegger[102], ο οποίος εξετάζοντας τη σχέση υποκειμένου και αντικειμένου, καταφέρνει να αποδείξει ότι οι δύο έννοιες δεν απέχουν και τόσο πολύ, καθώς η χρήση των αντικειμένων από το εκάστοτε υποκείμενο γίνεται μέσα σε αφανή οικειότητα. Ως παράδειγμα, χρησιμοποιείται αυτό του ανθρώπου που φορά γυαλιά, ο οποίος παρόλο που βρίσκεται σε άμεση επαφή μαζί τους, δεν τα αντιμετωπίζει ως αντικείμενα, αλλά ως κομμάτι του Εαυτού, χάρη στη μηδενική απόσταση που τους χωρίζει, μιας και χωρίς αυτά παύει να βλέπει τον “πραγματικό κόσμο”. Αυτό σημαίνει, ότι η εξοικείωση με τα καθημερινά, οικεία “πράγματα” καθιστά αδύνατη την εξαντικειμενοποίησή τους. Αντίστοιχα, στο συλλογισμό των Deleuze & Guattari (1980 [2017]) αργότερα, γίνεται λόγος για την έννοια του μηχανισμού, που συσχετίζει άνθρωπο και αντικείμενο μέσω μίας καθημερινής πρακτικής. Στη σκέψη, για παράδειγμα, της διαδικασίας κατά την οποία κάποιος κάνει ποδήλατο, ως έναν μηχανισμό, το υποκείμενο και το αντικείμενο γίνονται ένα, από τη στιγμή που ως μηχανισμός βρίσκεται σε λειτουργία. Έτσι, ο άνθρωπος πάνω στο ποδήλατο δεν το αντιμετωπίζει ως αντικείμενο, αλλά ως τα “άλλα, πιο γρήγορα πόδια του”, που τον βοηθούν στην [102]   βλ. Heidegger, 1969 [2006]: 9-10

80

μορφή

καθημερινά αντικείμενα


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

μετακίνησή του και αν και μόνο αν η διάταξη αυτή [apparatus /dispositif] εξαρθρωθεί, τότε το ποδήλατο θα μπορέσει να τοποθετηθεί απέναντί του και να θεωρηθεί ως ένα αντικείμενο ξεχωριστό και μάλιστα χωρίς καμία χρήση.

έμφυλοι ρόλοι

κατασκευή της γυναίκας

Προτού να γίνει λόγος στη συνέχεια για την εξαντικειμενοποίηση του υποκειμένου θα πρέπει να κατανοηθεί η έμφυλη διάσταση αυτού και των σχέσεων που καθορίζονται από τη μεταβολή αυτή, ρόλων. Οι δεσμοί μεταξύ ανδρών και γυναικών (ή άλλων φύλων), είναι δεσμοί που ισορροπούν πάνω σε τακτοποιημένους ρόλους, οι οποίοι αναλογούν στο έμφυλο διαχωρισμό και λαμβάνουν άμεση χωρική διάσταση στην καθημερινότητα και την κοινωνική ζωή[103]. Είτε αφορά δημόσιους χώρους, είτε ιδιωτικούς, εντοπίζεται σε κάθε περίπτωση ο έμφυλος χαρακτήρας της πόλης, όπως αναλύεται στο κεφάλαιο 02, ικανός να δημιουργήσει τάσεις και συγκεντρώσεις, άλλοτε φιλικές κι άλλοτε απειλητικές ως προς τις καθιερωμένες έμφυλες ταυτότητες. Εκείνο όμως που ξενίζει είναι η τάση για θηλυκό αποκλεισμό, ως αποτέλεσμα της κυρίαρχης κοινωνικής εντολής, όπου αντί για υποκείμενο-Άλλο, καθίσταται υποκείμενο-μειωτικό (υποδεέστερο “άλλο” [subaltern]), θεωρείται διαφορετικό-άρα-κατώτερο, ή ακόμη χειρότερα το αντιλαμβάνονται ως αντικείμενο (χειρισμού, ή επιθυμίας). Αντιμετωπίζεται ως παθητική ποσότητα, χωρίς κυριότητα εαυτού, που δε δρα, παρά αποκτά χρήση στα χέρια του κυρίαρχου υποκειμένου, δηλαδή του αρρενωπού/αρσενικού. Αυτό σημαίνει ότι η κατασκευή της γυναίκας αντιμετωπίζεται ως “υλική και ιδεολογική κατασκευή του αντικειμένου του πόθου κάποιου άλλου”[104] κι επομένως, οι γυναίκες [103]   βλ. Irigaray, 2002 [2007] [104]   (Haraway, 1985 [1991]: 141)

81


03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

τείνουν να προβάλλονται ως σεξουαλικά αντικείμενα που προορίζονται να ικανοποιούν ορέξεις, ενώ ταυτόχρονα αποξενώνονται πλήρως από το προϊόν της εργασίας τους. Καθώς λοιπόν, οι μηχανές μπορούν να λειτουργούν ως προσθετικές εφευρέσεις από στοιχεία προσωπικής επιλογής, σύμφωνα με τον εκάστοτε εαυτό, συναρθρώνοντάς τον, από την άλλη πλευρά η γυναίκα, το “δεύτερο φύλο”[105], δεν είναι παρά το αντικείμενο της κτήσης ή της χρήσης που στέκεται πάντοτε απέναντι ως απόκτημα. το παράδειγμα Ανάμεσα στα ρευστά όρια υποκειμένου και αντικειμένου ξεπηδά μια ακόμη έννοια, που είναι αυτή του αποκειμένου [abject][106]. Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από την Kristeva (1980) για να περιγράψει περιθωριοποιημένες ομάδες· ομάδες που βρίσκονται στη σκιά της απόρριψης και ενώ είναι ζωντανές, συνάμα μοιάζει να μην είναι. Ο όρος της αποκειμενοποίησης [abjection] αναφέρεται παράλληλα και στον χώρο όπου βρίσκονται τα περιθωριοποιημένα αυτά αποκείμενα, στην περιοχή δηλαδή, η οποία προκύπτει στο ανάμεσα, ή επίσης παντελώς εκτός της συμβολικής τάξης του κόσμου, στα όρια μεταξύ πραγματικού και συμβολικού, βιώνοντας μία εξ’ ορισμού τραυματική εμπειρία, βιαιότητα ή σωματική απέχθεια. Το “αποκείμενο-πράγμα” συντίθεται πάνω στην αντίστιξη, ώστε να παραπέμπει σε κάτι το γνώριμο που όμως έχει αλλοιωθεί σε βαθμό τέτοιο που το καθιστά τελικά μη αναγνωρίσιμο και ξένο ως θραύσμα· που γίνεται μη αντικείμενο. Τη στιγμή κατά την οποία το υποκείμενο επιχειρεί να αναφερθεί ή και να περιγράψει το απεχθές περιεχόμενο του αποκειμένου-πράγματος, παρατηρείται πως [105]   βλ. de Beauvoir, 1949 [2009] [106]   βλ. Kristeva, 1980 [1982]

82

εξαντικειμενοποίηση

αποκείμενο


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

το τελευταίο μετατρέπεται σε απόρριμμα, λόγω αδυναμίας ταξινόμησής του και επομένως οδηγείται σε βίαιη αποσταθεροποίηση σε σχέση με το αρχικό του νόημα[107]. Κατά την Kristeva μάλιστα, το άκρον άωτον του αποκειμένου είναι το πτώμα, δηλαδή εκείνο το “πράγμα” (εδώ νοείται ως κάτι πολύ λιγότερο από αντικείμενο), το οποίο ήταν πρωτύτερα οικείο και κυριολεκτικά ζωντανό, ενώ λίγο αργότερα τοποθετείται στο ανάμεσα, μεταξύ ζωής και θανάτου. Από ενσώματο υποκείμενο συνεπώς, τρέπεται μεμιάς σε “πράγμα” και ως τέτοιο εξαιρείται από το καθημερινό ζωτικό περιβάλλον και ζει σε έναν χρόνο παράλληλο, αενάως μαχόμενο τη λήθη.

θάνατος & αναγέννηση

Το ρούχο λοιπόν, ως δεύτερο δέρμα [second skin], ως παράγοντας που καθορίζει τον τρόπο ζωής [lifestyle] αλλά και τον εκάστοτε εαυτό, ως άποψη και γούστο, δεν παύει να φέρει με κάποιον τρόπο έναν αποκειμενικό χαρακτήρα. Αυτό συμβαίνει γιατί το ρούχο που αφήνεται πίσω, το ρούχο που δε θέλει κάποιος πια να έχει και το έχει απορρίψει, αντιστοιχεί στον κατεξοχήν χώρο μετάβασης, όπου ένα παλιό κομμάτι του Εαυτού έρχεται στο τέλος του και αναμένεται να αντικατασταθεί ώστε να αναδυθεί ένα επόμενο άλλο. Ήδη από την αρχαία Αίγυπτο, ο αποκειμενικός χαρακτήρας του ρουχισμού εντοπίζεται στις μεταθανάτιες τελετές[108] κατά τις οποίες η μετά θάνατον ζωή έμοιαζε να έχει μεγαλύτερη αξία από εκείνη του εκάστοτε παρόντος (αν κρίνει κανείς και από το μέγεθος των αρχιτεκτονικών μνημείων που προορίζονταν για την μεταθανάτια ζωή, όπως οι Πυραμίδες), καθώς ο θάνατος σηματοδοτούσε μία γέννηση, η οποία συνέβαινε στη μετά [107]   βλ. Kristeva, 1980 [1982]: 14 [108]   βλ. Φιλμογραφία, Η ιστορία του θεού με τον Morgan Freeman, Σ1:Ε1, Πέρα από το θάνατο (2016)

83


03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

θάνατον ζωή. Όταν ο ιματισμός που κάποτε αντιπροσώπευε μία συγκεκριμένη έμφυλη ταυτότητα, βρίσκεται στη μετάβαση προς ένα άλλο επόμενο υποκείμενο, στα στοιχεία της ρήξης φέρει πάνω του πιθανά και σημεία της προγενέστερης Εαυτότητας [Εαυτός + ταυτότητα] στην οποία άνηκε. Μέσω της εργασίας σε εξέλιξη, Feet-in Room, το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων ταξιδεύει από σώμα σε σώμα περιπλανώμενο ανάμεσα σε θραύσματα εαυτών ως κάποιου είδους νόημα που διαφεύγει. Η πλατφόρμα καλεί τον αναγνώστη, τον περαστικό και κάθε νομά της πόλης, να εναποθέσει τα παλιά του κομμάτια, δίνοντας την ευκαιρία στα μερικά, αυτά, αντικείμενα [partial objects] να αποκτήσουν νέα υπόσταση, ως μέρος της προσωπικής συλλογής της ντουλάπας νέων “ιδιοκτητών” ή απλούστερα: ως κομμάτι πια του Εαυτού τους. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων επομένως, γίνεται το ρούχο του σύγχρονου υποκειμένου, το οποίο πηγαινοερχόμενο συμπαρασύρεται από το χωρικό σχεσιακό πλέγμα ετερόκλητων πραγμάτων, εξυπηρετώντας την εναλλαγή ρόλων, στο πλαίσιο μιας συνεχούς διαδικασίας εξέλιξης και διεύρυνσης της ταυτότητας. Εδώ γίνεται λόγος για ένα ρούχο που ως τέτοιο καλείται να ανταποκριθεί σε διαφορετικές χρήσεις και λειτουργίες, να εκπροσωπήσει συγκεκριμένο χρόνο (ανήκοντας σε κάποια συγκεκριμένη εποχή) και να υποδηλώσει το χώρο ως χρηστικό αντικείμενο που ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες χωρικές-περιβαλλοντικές συνθήκες. Αφού έχει εισαχθεί στην πλατφόρμα με τον τρόπο που περιγράφεται στο Κεφάλαιο 2, από τον ίδιο το χρήστη, ο χειριστής της πλατφόρμας[109] ζητά να το [109]   βλ. Παράρτημα ‘ADMIN’

84

μετάβαση ρουχισμού

πλατφόρμα


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

λεξιλόγιο εγγραφής

άφυλα ρούχα

03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

παραλάβει ως φυσικό αγαθό και να του αποσταλούν φωτογραφίες αυτού, αναλαμβάνοντας και το ρίσκο της εσφαλμένης ή διφορούμενης ταυτότητας. Στη συνέχεια, προκύπτει κάποιου είδους επεξεργασία αρχικά της εικόνας (και σε επόμενο στάδιο, ενδεχομένως του ίδιου του ρούχου-εαυτού)[110] με σκοπό η μορφή του τελικού προϊόντος που εισάγεται στην πλατφόρμα, να φέρει το λεξιλόγιο της πλατφόρμας, το φυσικό σημάδι της εγγραφής, που το καθιστά ανταλλάξιμο και εντός-μόδας [fashionable] του Feet-in room, δηλαδή ενός ρούχου απαγκιστρωμένου από τον προγενέστερο έμφυλο ρόλο του. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων, ωστόσο, αν και αναφέρεται σε έμφυλες ταυτότητες, δε φέρει στην ουσία του από μόνο του μια τέτοια. Η πλατφόρμα επιδιώκει την αφαίρεση οποιασδήποτε έμφυλης ταμπέλας [gender label tag] από τον ιματισμό που υποδέχεται. Ο χώρος του Feet-in Room εκφράζει τη διαδικασία περιστασιακής συλλογής ρουχισμού, που στη συνέχεια απολυμαίνεται από κάθε είδους φοβία ως προς το φαινόμενο της κοινωνικής μόλυνσης [social contagion] ή ως προς το κοινωνικό στίγμα[111] ή αλλιώς, το στίγμα δια συσχετισμού [courtesy stigma][112], αποτελώντας ένα ασφαλές μέρος [safe place] για γυναίκες, άνδρες, queer[113], ή εν πάσει περιπτώσει [110]   βλ. Κεφάλαιο 04. [111]   βλ. Goffman, 1963 [2001] [112]   Αποδίδεται στο φαινόμενο κατά το οποίο επικρατεί φόβος για το υποκείμενο εκείνο το οποίο βρίσκεται πλάι σε άτομα με ρευστή ταυτότητα ή σεξουαλικότητα, ότι θα θεωρηθούν κι εκείνα ως τέτοια. Πρόκειται για μία έκφανση της ομοφοβίας. [113]   Πρόκειται για έναν όρο ομπρέλα, που αναφέρεται σε όλες τις έμφυλες μειονότητες, οι οποίες δεν ανήκουν κατ’ ανάγκη στην κατηγορία των ετεροφυλόφιλων ή/και cisgender( τα άτομα που νιώθουν οικεία και αυθεντικά στο βιολογικό φύλο με το οποίο γεννήθηκαν). Αφορά κατά βάση άτομα που δεν αποδέχονται τις παραδοσιακές έννοιες των φύλων αλλά και την ίδια τη θεωρία αποστασιοποίησης από τη δυαδικότητα του φύλου και την “κανονικότητα” και σταθερότητα της σεξουαλικότητας, ευρύτερα.

85


03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

για κάθε σύγχρονο υποκείμενο, ανεξαρτήτως φύλου και σεξουαλικών προτιμήσεων[114] . Μάλιστα, προσπαθεί συνάμα να αντιταχθεί στη διαδεδομένη ομοφοβία, η οποία χαρακτηρίζει ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων[115], μέσω φωτογραφιών προβολής των ρούχων που σκοπό έχουν την ανάδειξη του “θηλυκού” ή του “αρσενικού” αρχικού σχεδιασμού, σε άλλα φύλα, μη εγγεγραμμένα σε κάποιο ρούχο[116]. Αντιθέτως, Εαυτότητες με διαφορετικό έμφυλο προσδιορισμό καταφέρνουν στο πλαίσιο αυτό κάποιον επανασχεδιασμό (συνέχιση) ή παραποίηση του εκάστοτε ενδύματος με σκοπό την καθολική αφαίρεση της αρχικής του έμφυλης ταμπέλας[117]. Ο θάνατος του παλιού ρούχου-Εαυτού σηματοδοτεί την άφιξη του νέου μέσα από ένα σύστημα Κάθαρσης. “Με τον ίδιο τρόπο που πλένουμε το κορμί μας, θα έπρεπε να πλένουμε και το πεπρωμένο μας, να αλλάζουμε ζωή όπως αλλάζουμε ρούχα-όχι για λόγους επιβίωσης, όπως κάνουμε όταν τρώμε ή κοιμόμαστε, μα με εκείνο το σεβασμό που έχουμε σαν τρίτοι απέναντι στον εαυτό μας, με αυτό που κατεξοχήν ονομάζουμε καθαριότητα.” [118] Επομένως, έτσι, στοχεύεται μέσα από τις πρακτικές του ανταλλακτικού ιματισμού, η ανάδειξη ενός εαυτού όπου ως διαδικασία πια, ανάγεται σε μία δημιουργική παραγωγή ενός μωσαϊκού από ρούχα, λειτουργώντας ως διάλογος ανάμεσα στη νόρμα και την αντίστιξη. [114]   βλ. Bauman, 2003 [2005] [115]   Πρόκειται για τον τρόπο με τον οποίο έχουν μεγαλώσει, κατά τον οποίο την έχουν ενστερνιστεί και αναπόφευκτα εσωτερικεύσει, αλλά σταδιακά οφείλουν να αποβάλλουν. [116]   βλ. Παράρτημα ‘ADMIN’, skirts [117]   βλ. Genette, 1982 [2018] [118]   βλ. Πρόλογο (Pessoa, 1989: 8-9)

86

αντίσταση στην ομοφοβία

εαυτός ως διαδικασία


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

σχεδιασμός προΪόντος έναντι σχεδιασμού ανάγκης

ρευστότητα

03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

Το ερώτημα μπορεί να διατυπώνεται ως εξής: Πότε το “μοναδικό”, το “διαφορετικό” και το “extra”, στο πλαίσιο της οικειοποίησης του ξένου εκθειάζεται και τείνει να γίνει αυτό η νόρμα της νέας μόδας και πότε γίνονται τα δακτυλοδεικτούμενα αίτια αποστροφής; Όσο καλύτερη η μελέτη των ίδιων των υποκειμένων από τους DIY και second hand δημιουργούς (αυτούς που μετατρέπουν σε δυνητικά τα προϊόντα), τόσο πιο αποδοτικά επιτελείται και ο σχεδιασμός του προϊόντος που θα “σαρώσει” τελικά στην αγορά. Γι’ αυτό και το Feet-in Room ως ένας κόσμος μέσα στον κόσμο του Κεφαλαίου, επιδιώκει να καλύπτει τις ανάγκες των υποκειμένων του σύγχρονου κόσμου με όσα ήδη υπάρχουν εκεί κι όχι να γεννά διαρκώς νέες πλασματικές προσομοιωμένες ανάγκες. Ο εαυτός είναι ρευστός σαν μία ελεύθερη σταγόνα νερού που η κίνησή του παρασύρεται αναπόφευκτα προς το έτερο ή το ριζικά διαφορετικό. Μέσω της απόδοσης στο γνώριμο σώμα χαρακτηριστικών που σε συγκεκριμένο πλαίσιο πιθανά και να θεωρούνται αποκρουστικά, δίνεται η δυνατότητα στο Feet-in Room να παρέμβει ώστε να μετατραπεί η κρίσιμη για την υπόσταση του υποκειμένου αποκρουστική ταυτότητα, προς μία επόμενη πιο επιθυμητή, κι επομένως ο Εαυτός να προσπεράσει τη σύγκρουση με το “σταθερό υποκείμενο” και να κατρακυλήσει ελεύθερα και αβίαστα όπου τελικά επιθυμεί, δίχως να νιώθει ότι μπορεί να ξεχειλίζει ή αντιθέτως ότι δεν επαρκεί.

87


88


89



91


92


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

επιτελεστικότητα και σώμα: επιθυμία

σώμα & ουσία

Σωματικό σχήμα και εικόνα. Απωθημένες επιθυμίες, έμφυλα σώματα σε μια κοινωνική προσέγγιση του “βιολογικού”. Αντίθετα με πολλές πεποιθήσεις που θέτουν το σώμα και το Είναι ως δύο διαφορετικές εννοιολογικές, αλλά και οντολογικές υπάρξεις, στο θεωρητικό πλαίσιο της Ηπειρωτικής Ευρώπης[119] αναλύεται η εκάστοτε προσωπική ταυτότητα ως η βιολογική και ταυτόχρονα η σωματική υπόσταση του κάθε υποκειμένου, όχι ως ξεχωριστές ουσίες, αλλά ως στοιχεία που επιμένουν στο χρόνο και εντάσσονται σε ένα ενιαίο θεωρητικό πλαίσιο. Κυρίως μέσα από τη χρήση της ψυχαναλυτικής θεωρίας (από το «έχω σώμα», στο «είμαι σώμα») προκύπτει ότι όταν κανείς γράφει, σκέφτεται, αισθάνεται, ενεργεί, αυτά τα κάνει με όλο του το σώμα κι όχι με επιμέρους όργανα, όπως το χέρι, η καρδιά ή το μυαλό. “Το περίγραμμα του σώματός μου είναι σύνορα που δεν τα διαβαίνουν οι συνηθισμένες χωρικές σχέσεις. Και αυτό επειδή τα μέρη του συσχετίζονται μεταξύ τους πρωτογενώς: δεν εκδιπλώνονται τα μεν δίπλα στα δε, αλλά εμπερικλείονται το ένα στο άλλο.”[120] Αυτό σημαίνει ότι ολόκληρο το σώμα δε συνιστά αντικείμενο, ούτε απλώς μια συνάθροιση οργάνων, αλλά αποτελεί ένα δυναμικό σχήμα που εμφανίζεται κυρίως ως στάση, ενόψει κάποιου ενεργού έργου προς επιτέλεση και συνεπώς, “αποτελεί συνθήκη και πλαίσιο μέσω του οποίου βιώνουμε, συλλέγουμε εμπειρίες και γνώσεις, αντιλαμβανόμαστε και δεχόμαστε πληροφορίες από τον έξω κόσμο και τους προσδίδουμε σημασίες”[121]. Το σώμα και η ουσία της σκέψης συνυπάρχουν και [119]   βλ. Μαρνελάκης, 2003: 5-7 [120]   (Merleau-Ponty, 1945 [2016]: 187) [121]   βλ. Εισαγωγή, Μακρυνιώτη (Agamben, Bakhtin, Balsamo, et al., 2004: 18)

93


03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

συναποτελούν το σύγχρονο αδιαχώριστο μη-καρτεσιανό υποκείμενο, κινούμενα παράλληλα, προσδιορίζοντας το ένα το άλλο και είναι αδύνατον να διαχωριστούν σε όργανα και λειτουργίες εξέχουσες, καθώς υπόκεινται σε ενδόμυχες συνολικές σχέσεις ενός διαρκούς από κοινού γίγνεσθαι. Συνεπώς, “δεν έχουμε απλώς ένα σώμα, είμαστε το σώμα μας και είμαστε οι Εαυτοί μας, καθώς αποτελούμε τον κόσμο.”[122] H σωματικότητα [corporeality] είναι ένα κοινωνικό και πολιτισμικό παράγωγο υπό συνεχή διαμόρφωση, η οποία καθίσταται ικανή να εκπροσωπήσει τη θέση, ως βασική σωματική εμπειρία, κατά την οποία το σώμα δεν είναι αντικείμενο, αλλά υποκείμενο[123]. Παρόλο που το εκάστοτε υποκείμενο παραμένει στο “ίδιο σώμα” που δεν καταλαβαίνει μόνο διαφορετικούς χώρους (ανάπτυξη) αλλά είναι και το ίδιο (χωρικότητα), από τη γέννηση ως το θάνατο, το δέρμα που κατοικεί κανείς[124] αλλάζει· αναγεννάται διαρκώς μέσα από νέα κύτταρα και επομένως, τείνει να αντικαθίσταται από νέες σωματικές μορφές του εκάστοτε εαυτού. Αυτός είναι και ο λόγος που ο ηλικιωμένος με ένα νεότερο εαυτό, προσδιορίζεται και χαρακτηρίζεται με τον ίδιο τρόπο από μία ενιαία και συνάμα πολύπλοκη Εαυτότητα. Η ικανότητα του σώματος να ανακαλεί αναμνήσεις διαφορετικών συμβάντων και θέσεων όπου βρίσκονταν, με καθεμία από αυτές τις αναμνήσεις να είναι συνδεδεμένη με κάποια άλλη πριν από αυτή, δημιουργεί κάποιου είδους αλυσίδα μνήμης [memory chain], που λειτουργεί ως σύνδεσμος [link] με τον κάθε “παλιότερο εαυτό”. Έτσι, η μνήμη του σώματος δεν τον αφήνει να χαθεί στη λήθη, παρά κρατά ζωντανά τα [122]   μετάφραση γράφοντος (Minh-ha, 1989: 36) [123]   βλ. Csordas, 1997: 147 [124]   βλ. Φιλμογραφία, Το δέρμα που κατοικώ (2011)

94

σωματικότητα

σώμα & μνήμη


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

τμήματά του και ανοιχτά προς κάθε μελλοντικό παρόν. Αυτός είναι και ο λόγος για όσους έχουν γνωστικές διαταραχές να παύουν να είναι “ο εαυτός τους” τις στιγμές που χάνουν την επαφή με τη μνήμη τους, όταν οι δεδομένες (ή σφαλματικές τους) αναμνήσεις (νευροβιολογικές συνάψεις) βρίσκονται σε σύγχυση, όπως ακριβώς παρουσιάζεται από την πλευρά εκείνου που το βιώνει για πρώτη φορά, στην κινηματογραφική ταινία “ο πατέρας”[125].

σωματικό σχήμα

εικόνα του σώματος

Εμβαθύνοντας, ψυχαναλυτικά, στην ασυνείδητη εικόνα του σώματος, συναντά κανείς δύο έννοιες[126] που το προσδιορίζουν, την εικόνα του σώματος, η οποία συνδέεται με το υποκείμενο και την ιστορία του και το σωματικό σχήμα (αντίληψη σώματος) που αφορά τα άτομα,συνδέοντας έτσι για το σώμα του εκάστοτε παρόντος την άμεση εμπειρία. Πιο συγκεκριμένα, το σωματικό σχήμα είναι εκείνο όπου σύμφωνα με την Dolto, είτε ενεργητικά, είτε παθητικά, θα εκφράσει την εικόνα του σώματος. Είναι εκείνο που καθορίζει το άτομο “ως εκπρόσωπο του ανθρώπινου είδους ανεξαρτήτως τόπου, χρόνου ή συνθηκών κάτω από τις οποίες ζει”[127], εκείνο που προσδιορίζει την αφηρημένη έννοια ενός βιώματος του σώματος στις τρεις διαστάσεις της πραγματικότητας. Αντίθετα, η εικόνα του σώματος, δεν είναι παρά διαφορετική για τον καθένα. Ως κατεξοχήν “ασυνείδητη ενσάρκωση του επιθυμούντος υποκειμένου” είναι εκείνη που δομείται πάνω στα ίχνη τη στέρησης, της απαγόρευσης και της καταστολής οποιασδήποτε απόλαυσης, στα θραύσματα από τις απωθημένες μνήμες, και ως τέτοια καταφέρνει να εγγραφεί συνιστώντας μια [125]   βλ. Φιλμογραφία, The Father (2020) [126]   βλ. Dolto, 1984 [2011]: 27-28 [127]   (Dolto, 1984 [2011]: 27)

95


03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

φαντασιακή διυποκειμενικότητα. Η εικόνα του σώματος αναφέρεται στο υποκείμενο της ασυνείδητης επιθυμίας, σε συσχετισμό με το σώμα που υπάρχει ήδη από τη σύλληψη και εμφωλεύει μέσα της τις μνήμες όλων των βιωμένων σχέσεων, ούσα επίκαιρη, αλλά και δυναμική. Είναι πολύ σημαντικό να συνειδητοποιήσει κανείς ότι όσες επιθυμίες δεν εκπλήρωσε ποτέ το σώμα, αυτές έχουν ασυνειδήτως ήδη καταγραφεί και εν δυνάμει εγγράφονται στην εικόνα του με τρόπο τέτοιο, ώστε ανά πάσα στιγμή να μπορούν να επικοινωνηθούν προς τους άλλους, ή αλλιώς θα μπορούσε να περιγραφεί ως η στιγμή εκείνη που ο χρόνος διασταυρώνεται με το χώρο και τότε “το ασυνείδητο παρελθόν ενεργοποιείται και γίνεται αισθητό στην παρούσα σχέση”[128]. Όσο αδύνατο είναι να διαχωριστεί το σώμα από την πνευματική διαδικασία του Εαυτού, άλλο τόσο ανέφικτη είναι και η μη συσχέτιση επιθυμίας και σώματος. Το έμφυλο σώμα (και όχι το παθητικό σώμα, που προϋπάρχει της απόκτησης της έμφυλης σημασίας του)[129] συνιστά ένα κοινωνικό κατασκεύασμα, το οποίο εντάσσεται στον όρο σεξουαλική διαφορά[130] [sexual difference]. Ο παραπάνω όρος φαίνεται να βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο “βιολογικό” και το κοινωνικό φύλο, καταργώντας τα σαφή όρια, σε μια προσπάθεια να δοθεί έμφαση στις “δομικά ασύμμετρες θέσεις ανδρών και γυναικών”[131] (κι όχι συμμετρικών-αντίθετων), εστιάζοντας συνάμα στη συνέχεια κανείς στους τρόπους με τους οποίους σημειώνεται θεωρητικά σε συμβολικό επίπεδο η αρσενική υπεροχή[132] που στη συνέχεια επιτελείται [128]   (Dolto, 1984 [2011]: 28) [129]   βλ. Butler, 1990 [2009]:169 [130]   όπως μεταφράζεται και παρατίθεται από το Μαρνελάκη ο ξενικός όρος (Μαρνελάκης, 2003: 5) [131]   (Braidotti, 1994: 151) [132]   αναφορά στο σύμβολο του φαλλού, βλ. Υποσημείωση 68

96

έμφυλο σώμα


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

σώμα & επιθυμία

φύλο & σεξουαλικότητα

03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

και έμπρακτα. Το έμφυλο σώμα συνιστά έναν τόπο διασταύρωσης των συμβολικών και των υλικών δυνάμεων και ταυτόχρονα θεωρείται ως το συστατικό εκείνο στοιχείο της υποκειμενικότητας, και άρα τίθεται ως “απαραίτητο να συλληφθεί μέσω καινούργιων εννοιών όπως “ενσώματη υποκειμενικότητα” [embodied subjectivity] και “ψυχική σωματικότητα” [physical corporeality]”[133], δηλαδή εννοιών μέσω των οποίων το σώμα και η επιθυμία του σώματος αποκτούν κεντρικό ρόλο για την ψυχική διεργασία, συγκρότησης του υποκειμένου, κι όχι δευτερεύοντα ρόλο, όπως συμβαίνει στη διάκριση μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού φύλου. Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την επιθυμία; Το ερώτημα αυτό επιτάσσει την αποσαφήνιση των εννοιών: φύλο και σεξουαλικότητα. Χωρίς να γίνει μία εκτενής ιστορική αναδρομή σχετικά με τη διερεύνηση των όρων από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και μετά, αξίζει να σημειωθεί ότι η “σεξουαλικότητα” ως όρος αργεί πολύ να διερευνηθεί, με αποτέλεσμα να αποδίδονται σεξουαλικές προτιμήσεις σε έμφυλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Αυτό σημαίνει ότι για παράδειγμα, ο λεσβιασμός (η σεξουαλική επιθυμία από γυναίκα προς γυναίκα), μοιάζει να αφορά όλες τις γυναίκες, μιας και παρουσιάζεται ως τρόπος ύπαρξης, ως “φυσικό” χαρακτηριστικό των γυναικών και επομένως ως έμφυλο γνώρισμα. Η θέση αυτή είναι εξ’ ορισμού εσφαλμένη, διότι περιλαμβάνει ένα τεράστιο λογικό άλμα. “Η διάκριση βιολογικό/κοινωνικό φύλο και η ίδια η κατηγορία του βιολογικού φύλου μοιάζει να προϋποθέτει μια γενίκευση “του σώματος” (ως λειτουργία), που προϋπάρχει της απόκτησης της έμφυλης σημασίας του.”[134] Η σεξουαλικότητα και το φύλο συνυπάρχουν, δίχως η [133]   (Grosz, 1994: 22) [134]   (Butler, 1990 [2009]: 169)

97


03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

πρώτη να χρειάζεται να κανονικοποιείται και να προκαθορίζεται από το τελευταίο. Ούτως ή άλλως, τα όρια του σώματος γράφονται και επανεγγράφονται στη βάση της επιθυμίας και δίχως αυτή θα ήταν παγειωμένα στις θεωρήσεις των κοινωνικών παραβάσεων και ταμπού. Στον ερμηνευτικό λόγο που λαμβάνει η Butler εισάγεται η έννοια της “ετεροφυλόφιλης μήτρας” και έτσι, αποδομείται η ακολουθία του “γεννιέσαι θηλυκό”, “γίνεσαι γυναίκα”[135] και “επιθυμείς άνδρες”, με την έννοια ότι η σεξουαλική επιθυμία, δεν αποτελεί υπαιτιότητα του κοινωνικού φύλου και το κοινωνικό φύλο με τη σειρά του δεν αποτελεί αναμενόμενη συνέχεια του -υποτιθέμενου[136]- βιολογικού φύλου. Η “ετεροφυλόφιλη μήτρα” περιγράφει το σύστημα, κατά το οποίο κανονικοποιείται, νομιμοποιείται και αναπαράγεται η ετεροφυλοφιλία ως αυτονόητη και “φυσική” μορφή σεξουαλικότητας, κάτι το οποίο απαιτεί και την παραγωγή και ταξινόμηση των “κανονικών” φύλων και την κατανομή των ρόλων με πολύ συγκεκριμένο τρόπο (βιοπολιτική). Αντιστρόφως, για την Butler, μια “μη κανονική” σεξουαλικότητα έχει τη δύναμη να αποσταθεροποιεί τα “κανονικά” παραγόμενα φύλα.[137] Η επιθυμία λοιπόν, πόσο μάλλον η σεξουαλική επιθυμία, είναι αυτή που ούσα άλλοτε ρευστή και άλλοτε σταθερή, αποδίδει χαρακτηριστικά [135]   αναφορά στη Beauvoir, S. “γυναίκα δε γεννιέσαι, αλλά γίνεσαι” [136]   Η ίδια η επιστήμη της Βιολογίας, με πρωτεργάτη τον dr. Page, D. και τους συνεργάτες του, θέτει υπό αμφισβήτηση (τέλη του 1987) στο M.I.T. την έννοια “TDF”, δηλαδή τον παράγοντα καθορισμού των όρχεων και τη μονοσημαντότητα του βιολογικού φύλου που καθορίζεται από το “κυρίαρχο γονίδιο”. Σε ποικίλα δείγματα DNA που λήφθηκαν, διαπιστώθηκε ότι ένα 10% είχε διαφορετική χρωμοσωμική σύσταση σε σχέση με τον ιατρικό καθορισμό του γένους τους. Επεξηγηματικά, η χρωμοσωμική σύσταση ΧΥ, με το Υ κυρίαρχο να καθορίζει το αρσενικό φύλο στο γονότυπο, παρατηρήθηκε σε άτομα με θηλυκά εξωτερικά γεννητικά όργανα και αντίστροφα. Συνεπώς, αμφισβητείται το κατά πόσο τα ίδια τα χρωμοσώματα, ο κατεξοχήν βιολογικός τρόπος καθορισμού του βιολογικού φύλου, μπορεί να ανταποκριθεί στον κυρίαρχο διαχωρισμό των φύλων, που εν τέλει δομούνται στην εξωτερική εμφάνιση, μία κατ’ εξοχήν κοινωνική κατασκευή. βλ. Butler, 1990 [2009]:142-146 [137]   βλ. Μαρνελάκης, 2003: 9-11

98

ετεροφυλόφιλη μήτρα


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

(κοινωνικού) φύλου όχι ως έκφραση κάποιας προϋπάρχουσας ουσίας (π.χ. βιολογικό φύλο), αλλά ως χειρονομίες, πράξεις, στάσεις σώματος που ούσες επαναλαμβανόμενες παράγουν την εντύπωση μιας βαθύτερης και “αυθεντικής” έμφυλης ταυτότητας, ως αποτέλεσμα (και όχι αίτιο).

επιτελεστικότητα

Συνεπώς, για την Butler, δεν υπάρχει ακριβώς έμφυλη ταυτότητα, πέρα από τις έμφυλες εκφράσεις αυτής, γεγονός το οποίο γεννά και τη θεωρία της επιτελεστικότητας του φύλου [gender performativity], που παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του φύλου με ένα τελετουργικό τρόπο μέσα στο χρόνο, ως πράξεις που επαναλαμβάνονται μέσα σε μία διαδικασία μίμησης. Η επιτελεστικότητα όπως σημειώνεται και από τον Schechner εμφανίζεται σε κάθε κομμάτι της καθημερινής ζωής[138] και φαίνεται “από τις συνηθισμένες χειρονομίες μέχρι τα μακροδράματα”[139]. Το φύλο επομένως δεν αναφέρεται επ’ ουδενί σε ένα “Είναι” [being], αλλά σε ένα “πράττειν” [doing], όπως σημειώνει η Butler, μέσα στα προκαθορισμένα πρότυπα και τις κανονιστικές πρακτικές της “ετεροφυλόφιλης μήτρας”. πράξη: Ακολουθώντας την ανάλυση της Arendt, πρόκειται για πόνημα [deed] του σύγχρονου υποκειμένου, ως μέλους του Πλήθους[140] και επομένως ως

ορισμός

όντος αντιστεκόμενου. Η πράξη φέρει διαδικασιακό χαρακτήρα, δηλαδή μέσω αυτής δεν παράγονται έργα, αλλά διαδικασίες, οι οποίες έχουν απρόβλεπτη έκβαση και απεριόριστη διάρκεια, υπεράνω της ανθρώπινης και υλικής φθαρτότητας. Ο τρόπος με τον οποίο θεμελιώνεται το πλέγμα των ανθρώπινων [138]   βλ. Goffman, 1959 [2006] [139]   (Schechner, 2006 [2011]: 322) [140]   βλ. Κεφ. 02, Αντικαπιταλισμός: Κοινός χώρος

99


03. Το ρούχο των έμφυλων ταυτοτήτων: επιθυμία

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

σχέσεων, η ανθρώπινη εμπειρία, ορίζει τις διαδικασίες της πράξης.[141]

Το γεγονός ότι οι πράξεις χαρακτηρίζονται από τόσο μεγάλη διάρκεια στο χρόνο, με την έννοια ότι τα αποτελέσματά τους δεν μπορούν να εξουδετερωθούν με το πέρας του, τις καθιστά ανεξάντλητες και ανώτερες από κάθε άλλο προϊόν του υποκειμένου. Το τελευταίο ως πράττον έρχεται αντιμέτωπο με κάποιου είδους ανελευθερία, από τη στιγμή που δεν έχει τη δύναμη εξ’ ορισμού να μεταστρέψει, ούτε και να προβλέψει τη δύναμη ή τη διαδικασία της πράξης και των αποτελεσμάτων της[142] και επομένως, στο πλαίσιο της κυριολεξίας, η μόνη διαφυγή μοιάζει να βρίσκεται στην απραξία[143]. Υπό αυτήν την έννοια, η επιθυμία αποσιωπείται ή τρέπεται σε αρνητική επιθυμία (μη-επιθυμία). Ωστόσο, μέσω της ίδιας της διαδικασίας (νέα πράξη) προσδοκάται μια θετική ελευθερία, “η ελευθερία-να.. και όχι απλά η ελευθερία-από..”[144], η οποία δύναται να προκύψει από την εισαγωγή νέων γνωστικών και υλικών εργαλείων στις διαδικασίες παραγωγής υπέρ κοινών στόχων. Το εκάστοτε υποκείμενο του Πλήθους, καλείται να γνωστοποιεί τα εργαλεία του και να μην είναι αποκομμένο από τη διαδικασία παραγωγής[145], έτσι που να γνωρίζει και να επικοινωνεί μέσω του σώματός του, το “πώς” δρα, επιλέγει, σκέφτεται κτλ. Το σώμα είναι αυτό που επιτάσσει την υποταγή στην επιθυμία-ανάγκη (“ακούω το σώμα μου”) όντας κυρίαρχο σε κάθε νέα πράξη· “το σώμα εν κινήσει επωμίζεται το χώρο και το χρόνο ενεργητικά”[146]. [141]   βλ. Arendt, 1958 [1986]: 313-320 [142]   βλ. Arendt, 1958 [1986]: 317 [143]   βλ. Arendt, 1958 [1986]: 318 [144]   (Cubonics, 2015: 14) [145]   βλ. Author as producer (Benjamin, 1934 [1999]: 768-782) [146]   (Merleau-Ponty, 1945 [2016]: 194)

100

πράξη

επιθυμία

σώμα


101


102



104


04.



διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή επιτέλεση και φύλο: παραποίηση

επιτέλεση

Παρενδυσία και μιμητικότητα. Επιτελεστικές πρακτικές τέχνης ως μέσο διεκδίκησης της ταυτότητας. Η επιτελεστικότητα [performativity] που αναλύεται νωρίτερα και η επιτέλεση [performance] ως έννοιες, συγγενεύουν, αλλά δεν ταυτίζονται. Ο όρος performance αναφέρεται στην “επιτέλεση” και “παράσταση” εμπεριέχοντας με έναν τρόπο τις αντίστοιχες μετοχές: “επιτελώντας” - “παριστώντας”, μιας και πέραν της ίδιας της δράσης, η επιτέλεση διαθέτει και χρονική διάρκεια μέσα στην οποία εκτυλίσσεται[147]. Το φάσμα που καλύπτει ο όρος είναι ευρύ και κατά μήκος εμφανίζει πολλαπλότητα και ετεροφωνίες, που ενθαρρύνουν το διάλογο που ανοίγει στη σύγχρονη μεταμοντέρνα σκέψη. Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει ότι η performance αντιστοιχεί σε ένα φαινόμενο που περιλαμβάνει παραστασιακές εκδηλώσεις του σώματος και του εαυτού, (οι οποίες δεν είναι θεατρικές σκηνικές)[148] λειτουργώντας ποικιλοτρόπως απελευθερωτικά, αφού κάνει και δείχνει να κάνει, μαζί. Πρόκειται για έναν τρόπο συμπεριφοράς, σύμφωνα με τον Goffman[149], που μπορεί να προσδιορίζει οποιαδήποτε δραστηριότητα, ή συνάμα για “μια δραστηριότητα που πραγματοποιείται από ένα άτομο ή [147]   βλ. Carlson, 1996 [2014]: 62-63 [148]   βλ. Η έννοια του “επιτελεστικού”, Η έννοια της “παράστασης” (Fischer-Lichte, 1999 [2013]: 45-75) [149]   (Goffman, 1959 [2006]: 73-75)

107


04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

μία ομάδα για ένα άλλο άτομο ή μία άλλη ομάδα που είναι εκεί”[150], όσο γενικά κι αν περιγράφεται από τον Schechner, προκειμένου να αποκλειστούν πιθανές εφαρμογές της γενικότερης θεωρίας από τον ορισμό και να επικεντρωθεί η προσοχή σε “αναγνωρισμένες ιδιότητες του ζωντανού θεάτρου, με τη σταθερότερη να είναι η αλληλεπίδραση κοινού-τελεστή”[151]. Η επιτέλεση μοιάζει να λαμβάνει τη μορφή ιδιότητας “που μπορεί να προκύψει σε οποιαδήποτε κατάσταση αντί σε ένα περιχαρακωμένο θεατρικό είδος”[152]

Ο φυσιολογικός άνθρωπος και ο ηθοποιός δεν εκλαμβάνουν τις φαντασιακές καταστάσεις ως πραγματικές, αλλά αντιστρόφως, αποσπούν το πραγματικό τους σώμα από τη ζωτική του κατάσταση για να το κάνουν να αναπνεύσει, να μιλήσει ή και να κλάψει, αν χρειαστεί, στη σφαίρα του φαντασιακού.[153] Η performance (ως πράξη της παράστασης κάποιου άλλου) και ό,τι παραδοσιακά ορίζεται ως θέατρο παρουσιάζουν σχέση συγγένειας, χωρίς όμως να ταυτίζονται. Είναι και οι δύο μορφές επιτέλεσηςπαράστασης στην τέχνη, με διαφορετική ωστόσο, προσέγγιση ως προς την θεωρία που εκπροσωπούν. Με εμπλουτισμένα τα χαρακτηριστικά της θεατρικής επιτέλεσης, στην performance, τίθεται κυρίαρχο το υποκείμενο επί σκηνής και όχι το αντικείμενο. “Η εξαφάνιση του αντικειμένου είναι θεμελιώδες στοιχείο της Performance. Δοκιμάζει [150]   (Schechner, 2006 [2011]: 44) [151]   (Schechner, 2006 [2011]: 45) [152]   (Schechner, 2006 [2011]: 44) [153]   (Merleau-Ponty, 1945 [2016]: 197)

108

μορφές επιτέλεσης


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

σωματικότητα & επιτέλεση

τελεστής & κοινό

04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

και επαναλαμβάνει την απουσία του υποκειμένου, το οποίο λαχταρά πάντα να το θυμάται κανείς.”[154] Η σωματικότητα θέτει το δρον υποκείμενο, κυρίαρχο του εαυτού του, με ικανή αυτήν καθ’ αυτήν την ύπαρξή του στο χώρο να κάνει λόγο για οποιαδήποτε πράξη. “Το σώμα του καλλιτέχνη αποκτά διττή σημασία του υποκειμένου και του αντικειμένου του έργου.”[155] Μέσα από τα έργα παρουσιάζεται η φυσική δραστηριότητα, με το φυσικό σώμα σε συνηθισμένες ή μη εκδηλώσεις του στην καθημερινή ζωή. Αλλάζει ολόκληρη η σχέση μεταξύ θεατή και εικονιζόμενου, καθώς συνδέονται μέσω ενός πεδίου συνεχούς αλληλεπίδρασης [interplay]. Η πράξη, η ίδια, εστιάζεται στο υποκείμενο-τελεστή (μέσω του ενεργητικού ρόλου του σώματος) και ο θεατής ως παρατηρητής κατακτά τη γνώση με τρόπο εναλλακτικό, κάτι που ενισχύεται από την ανατροπή της κυρίαρχης, συμβολικής, γλωσσικής τάξης[156]. Η λειτουργία του κοινού που προορίζεται για να παρακολουθεί είναι σημαντική αλλά ταυτόχρονα, αρκεί η ιδέα του, κι όχι απαραίτητα η φυσική του παρουσία. Αυτό σημαίνει, ότι οι τελεστές της performance απευθύνονται σε κάποιο κοινό, υπαρκτό ή μη (όπως σε θρησκευτικές τελετές, όπου το υπονοούμενο κοινό στο οποίο απευθύνεται κανείς είναι το υπερβατικό Άλλο - ο Θεός) αφενός, για την ίδια την έκφραση των ταυτοτήτων και αφετέρου για την αμφισβήτηση των έως τώρα αντιλήψεων για τις έμφυλες και τις ενσώματες ταυτότητες, εγκιβωτισμένες στα στενά όρια της πατριαρχίας. Παρά τη χρονική διάρκεια της επιτέλεσης, “η ζωή της performance

[154]   μετάφραση γράφοντος (Phelan, 1993 [2005]: 147) [155]   (Carlson, 1996 [2014]: 328) [156]   βλ. Carlson, 1996 [2014]: 509

109


04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

είναι στο τώρα”, σημειώνεται από τη Phelan[157], βρίσκεται δηλαδή σε κάθε παρόν και παρά τη χρονική της διάρκεια, είναι χρονικά στιγμιαία. Ό,τι συμβαίνει στο πλαίσιό της δεν είναι αποτέλεσμα αναπαραγωγής και επανάληψης: είναι πρωτογενές και ρευστό στο χώρο και το χρόνο. Ο θεατής χρειάζεται να απορροφήσει όσο το δυνατόν περισσότερη πληροφορία μπορεί, επί τόπου, καθώς δεν υπάρχει “μετά”. Ακόμη και αν με κάποιο τρόπο καταγραφεί η πράξη, δε θα μπορέσει να μεταδοθεί η εμπειρία της διαδικασίας και το αίσθημα όπου οι λόγχες ενός εσωτερικού διχασμού ηχούν να ξιφομαχούν με μανία, ούσες καθόλα αντιφατικές. Ποικίλες οι προσεγγίσεις ενός τέτοιου “εξαιρετικά φορτισμένου παρόντος” όπου το εκάστοτε υποκείμενο επιτελεί κατωφλιακά ένα κομμάτι του εαυτού, ενδεχομένως παραλλάσσοντας ένα άλλο, με στόχο την απελευθέρωση από τα στεγανά της μίας υποκειμενικότητας και ιδιαιτέρως εκείνης που προτάσσει το λευκό, ευρωπαϊκό και γένους “αρρενωπού” κοινωνικό ιδανικό. Στις παραδοσιακές μορφές μαζικής ψυχαγωγίας[158] το φαινόμενο της παρενδυσίας [cross-dressing] κατά το οποίο ο άντρας ντύνεται γυναίκα για κωμικούς ή γκροτέσκ[159] ρόλους, είναι πολύ σύνηθες. Το υποκείμενο δε, που υποδύεται με όρους μίμησης το “αντίθετο φύλο”, τείνει να είναι εξαιρετικά αγαπητό από το κοινό, όπως για παράδειγμα ο Τάκης Ζαχαράτος ως Αλίκη ή ο Barry Humphries[160] ως [157]   μετάφραση γράφοντος (Phelan, 1993 [2005]: 146) [158]   λ.χ. επιθεώρηση, τσίρκο όσον αφορά την Ελλάδα, vaudeville, burlesque, minstrel όσον αφορά την Αγγλία κ.ά. [159]   γκροτέσκ (ακλ) [< γαλλ. grotesque <παλ. ιταλ. grottesca (pittura): ζωγραφιά των σπηλαίων] το καλλιτεχνικό/ αισθητικό είδος που μέσα από το συνδυασμό αταίριαστων στοιχείων προκαλεί την αίσθηση του αλλόκοτου, του γελοίου, συνήθως με σκοπό τη διακωμώδηση ή τη σάτιρα. (Μπαμπινιώτης, 2005: 423) [160]   βλ. (Carlson, 1996 [2014]: 462-463)

110

χρόνος & επιτέλεση

παρενδυσία


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

ρόλος & εαυτός

περσόνα

04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

Dame Edna για το ελληνικό και αγγλικό κοινό, αντίστοιχα. Εκείνο το οποίο υπερέχει ως αξίωμα σε αυτές τις μορφές ψυχαγωγίας είναι ο σαφής διαχωρισμός του “αληθινού εαυτού” από τους “γυναικείους ρόλους”[161]. Υπογραμμίζεται ότι αυτό που μετρά είναι η αρρενωπή ιδιότητα του πρώτου έναντι των δεύτερων και διόλου, η παρουσίαση ενός εναλλακτικού εαυτού ή ενός διαπραγματεύσιμου φύλου. Αντίθετα, στο drag[162], δηλαδή στην επιτέλεση κατά την οποία το υποκείμενο αναλαμβάνει να πλάσει μία ξεχωριστή (συνήθως γυναικεία) περσόνα [drag queen] προκειμένου να υπονομεύσει ή και να σατιρίσει τους παραδοσιακούς ρόλους, κυρίαρχος είναι ο διερευνητικός χαρακτήρας της performance όσον αφορά το φύλο και τη σεξουαλικότητα. για τα λαϊκά στρώματα της Αγγλίας → “Drag” → DRessed As a Girl

στίγμα

Ιδιαίτερα αναφερόμενοι στην ανδρική, ομοφυλοφιλική performance εξέχουσα είναι η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ επιτέλεσης και διερεύνησης της ταυτότητας ή της έκφρασής της, καθώς μέσω του δίπολου ταυτότητα-παράσταση, προσφέρονται δυνατότητες εναλλακτικής προσέγγισης των “αλλοιωμένων ταυτοτήτων”[163]. Η επιτηδευμένη θηλυπρέπεια [camp], οι εξεζητημένες ενδυματολογικές επιλογές, η υπερβολική ευαισθησία κ.ά. αποτελούν πράξη παραβίασης κανόνων για τους άντρες και επομένως, τείνουν να τους στιγματίζουν, σύμφωνα με τον Goffman. Πιο συγκεκριμένα, το στίγμα συνιστά παραβίαση των κοινωνικά αποδεκτών κανόνων που ορίζουν το [161]   (Carlson, 1996 [2014]: 464) [162]   “Στα λαϊκά στρώματα της Αγγλίας σημαίνει ‘αυτός που ντύνεται κοριτσίστικα’ (dressed as a girl)” βλ. Υποσημείωση iii. για την ελληνική έκδοση (Carlson, 1996 [2014]: 461-462) [163]   (Goffman, 1963 [2011]: 94)

111


04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

φύλο, το σεξουαλικό προσανατολισμό, τη συμπεριφορά, αλλά και τις προτιμήσεις των υποκειμένων στην καθημερινή ζωή όσον αφορά την ένδυση ή ακόμα και τον τρόπο ομιλίας. Ωστόσο, για το στιγματισμένο υποκείμενο, προτείνεται από τον Goffman να διαχειριστεί την κατάσταση όπως περιγράφεται προηγουμένως, ώστε “να νιώσει υπεράνω κάθε επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας”[164] , πράγμα που σημαίνει ότι δε θα αισθάνεται την ανάγκη να αποκρύψει χαρακτηριστικά της ταυτότητάς του που το καθιστούν “αδύναμο” απέναντι στους άλλους, αν το ίδιο πρωτίστως τα έχει αποδεχθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που το ανδρικό ομοφυλόφιλο υποκείμενο μέσω της drag παρουσιάζεται ως αναγκαίονα-το-δουν[165], με πιο έντονα τα θηλυκά στοιχεία από τον τρόπο που τα συναντάμε στις κοινές γυναικείες φιγούρες της καθημερινής ζωής. Το στιγματισμένο υποκείμενο, απαντάται ως αλλοτριωμένο υποκείμενο και επιδιώκει μέσα από τη διαστρέβλωση αυτή να καταστεί ορατό. Έτσι, αυτό που επιτυγχάνεται μέσω επιτελεστικών πρακτικών τέχνης δεν είναι άλλο παρά η προσέγγιση μιας απελευθέρωσης από τα εξουθενωτικά στενά όρια των προκαθορισμένων κοινωνικών έμφυλων ρόλων και ταυτόχρονα, η έκφραση της κάθε Εαυτότητας. Για μία περαιτέρω εμβάθυνση στον τρόπο με τον οποίο τα παραπάνω επιτυγχάνονται, χρήσιμο είναι να προσδιοριστούν στοιχειωδώς οι έννοιες της μίμησης και της μεταμφίεσης. Από τη μία, αυτό που συναντήθηκε παραπάνω ως “μιμητικός τρόπος”, όσον αφορά την πιστή αναπαράσταση ενός υπαρκτού προσώπου-ρόλου (λ.χ. Αλίκη Βουγιουκλάκη), σχετίζεται με την πλατωνική κριτική στην Αριστοτελική μίμηση [mimesis] ενώ από την άλλη, όσα προσεγγίζει η τέχνη της [164]   (Goffman, 1963 [2011]: 101) [165]   μετάφραση γράφοντος (Phelan, 1993 [2005]: 95)

112

ορατότητα

μίμηση


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

μιμητικότητα

μεταμφίεση

04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

performance και του drag σχετίζονται περισσότερο με τον όρο μιμητικότητα [mimicry][166] και τη δημιουργία κάποιας περσόνας, η οποία υιοθετεί τον ενδυματολογικό και συμπεριφορικό κώδικα που βρίσκεται σε αναντιστοιχία με όσα επιτάσσει η δεδομένη κουλτούρα. Ακολουθώντας το στοχασμό της Irigaray, η σύγχρονη μιμητικότητα συνιστά μια απομιμητική διαστρέβλωση της κλασικής πλατωνικής μίμησης[167], δηλαδή πρόκειται για μία προσωρινή στρατηγική κατά την οποία αναδεικνύεται εμπρόθετα και σε υπερθετικό βαθμό ο γυναικείος ρόλος, με σκοπό να αποκαλυφθούν οι μηχανισμοί με τους οποίους η γυναίκα καθίσταται υποτελής στον κυρίαρχο αρσενικό λόγο[168]. Επομένως, μέσω της performance αφήνεται πίσω η “απλή αντιγραφή” της μίμησης και αντιθέτως, αναλαμβάνεται η πολλαπλή ερμηνευτική αναπαραγωγή της συμπεριφοράς, ομιλίας, ενδυματολογικής προσέγγισης κτλ, που χαρακτηρίζεται ως γυναικεία, μέσω του έκδηλου μασκαρέματος. Σύμφωνα με τη θεωρία της μεταμφίεσης [masquerade theory] η εκάστοτε Εαυτότητα επιδέχεται τροποποιήσεις στη μορφή της, όπως ακριβώς η παρενδυσία αποτελεί μία εικόνα υπερβολικής θηλυκότητας, επιδιώκοντας να υποδείξει ότι πρόκειται για πλαστούργημα. Με τη χρήση της μεταμφίεσης η αρχική ταυτότητα διαβρώνεται και έναντι αυτής προβάλλεται μια τεχνητή, “κατασκευασμένη φύση”[169], στο πλαίσιο συνύπαρξης του ομοιώματος με τον “αληθινό εαυτό”. Πρόκειται για την οπτική που προβάλλει και ο Bakhtin, λέγοντας ότι το καρναβαλικό [166]   βλ. Irigaray, 1977 [1985]: 220 [167]   βλ. Carlson, 1996 [2014]: 515 [168]   βλ. Irigaray, 1996 [2014]: 76 [169]   (Carlson, 1996 [2014]: 523)

113


04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

σώμα (μασκαρεμένο σώμα) στη διαδικασία παράστασης, γίνεται συνειδητά θέαμα προκειμένου να συγκεντρώσει τα βλέμματα πάνω του ως διαδικασία υπό κατασκευή, προβάλλοντας κατά βάση δηκτική διάθεση προς όλα όσα αναπαριστά-πραγματεύεται.[170] Αξίζει να σημειωθεί ότι η γελοιοποίηση μιας κατασκευής ως στόχος της μεταμφίεσης είναι ικανή να αναδείξει την αντίστιξη και να αντιστρέψει στη συνέχεια τους παραδοσιακούς ρόλους και τα προσωπεία, όπως συμβαίνει υπό άλλους όρους και στην κινηματογραφική ταινία “The Great Dictator”[171], κατά την οποία με το τέχνασμα του σωσία (ένα είδος μεταμφίεσης - παραχάραξης), αναδεικνύεται με τρόπο κωμικοτραγικό η καταπίεση του Δικτάτορα. Χρησιμοποιείται η περσόνα του Charlie Chaplin για να αναπαραστήσει με τρόπο κωμικό και ταυτόχρονα σατιρικό τη φιγούρα-σωσία του Adenoid Hynkel, που παραπέμπει στον γνωστό τοις πάσι δικτάτορα, Adolf Hitler. Συνεχίζοντας με τις αυτοπροσωπογραφίες της Cindy Sherman[172] διαπιστώνεται πως με τη χρήση του ιδίου σώματος και προσώπου ως βασικό στοιχείο ενός ρόλου, είναι εφικτό το παιχνίδι με τους οπτικούς και πολιτιστικούς κώδικες τέχνης, διασημοτήτων, φύλου και φωτογραφίας με σκοπό να δημιουργηθεί έδαφος για κριτική γύρω από το φύλο και την ταυτότητα. Η Sherman επιλέγει τον εαυτό της ως μοντέλο λόγω του ότι είναι φτηνό, εύκολο και εννοιολογικά ισχυρό μέσο και προβάλλει συγκεκριμένες πόζες για το μεταμφιεσμένο σώμα της, που κάνουν το θεατή να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με διάφορα γυναικεία [170]   βλ. Bakhtin, 1965 [1984]: 102 [171]   βλ. Φιλμογραφία, The Great Dictator (1940) [172]   Πρόκειται για Αμερικανίδα καλλιτέχνιδα (1954-σήμερα), η οποία άφησε πίσω τη Ζωγραφική για τη Φωτογραφία και έγινε γνωστή κυρίως για τις αυτοπροσωπογραφίες της.

114

σάτιρα & επιτέλεση

Cindy Sherman


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

παραμορφωμένη θηλυκότητα

παραποίηση & μεταστροφή

04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

στερεότυπα της σύγχρονης κοινωνίας[173]. Με τον τρόπο αυτό, θίγεται κάθε είδους κλισέ της μικροαστικής αμερικανικής πραγματικότητας, αυτό της επιτυχίας, της κατασκευασμένης θηλυκότητας, ακόμα και της επίμονης επιδίωξης της νεότητας. Έτσι, η Sherman διερευνά την κατασκευή της ταυτότητας μέσω της διαδικασίας παραμόρφωσης της θηλυκότητας, χρησιμοποιώντας “τη μαζική κουλτούρα ως πρωτογενές υλικό”[174] ως μέσο και ως φορέα της δράσης της. Στήνει εικόνες που από απόσταση φαντάζουν σαγηνευτικές, πολύχρωμες και συναρπαστικές, αλλά όταν παρατηρήσει κανείς πιο προσεκτικά διαπιστώνει το ακριβώς αντίθετο: πρόκειται περί κατασκευάσματος, οφθαλμοφανούς αναπαράστασης μιας καρικατούρας. Στο πλαίσιο αυτής της μεταμφίεσης αναδεικνύονται και οι έννοιες της παραποίησης και της μεταστροφής. Όπως σημειώνει ο de Certeau, πρόκειται περί λαθροθηρίας, περί τρόπων να παρέμβει κανείς στο παιχνίδι του άλλου και να αρνηθεί την κατεστημένη τάξη των πραγμάτων. Η μεταστροφή θα μπορούσε να συνοψιστεί στην πλήρη στροφή προς μια άλλη κατεύθυνση, μέσα από την απουσία οποιασδήποτε προσπάθειας, της Sherman στην προκειμένη, να κρύψει το γεγονός ότι παραποιεί τον εαυτό· συχνά οι περούκες της γλιστρούν, το μακιγιάζ έχει αναμειχθεί απρόσεκτα ή τα προσθετικά αρχίζουν να ξεφλουδίζουν. Η τεχνητότητα των κατασκευών της παρουσιάζεται ως ένα σχήμα μεταφοράς που αφορά την τεχνητότητα των κατασκευασμένων ταυτοτήτων. Η έννοια του “ωραίου” και η απόδοσή του όχι μόνο δεν αποτελεί ζητούμενο, αλλά αντιθέτως, [173]   Μερικοί από τους τύπους-στερεότυπα είναι: η αρχέτυπη νοικοκυρά, η δυστυχισμένη νοικοκυρά, η πόρνη, η κλαμένη γυναίκα, η χορεύτρια, η ηθοποιός, η πλούσια ζωντοχήρα, η bimbo [“χαζογκόμενα”], η γυναίκα-τρόπαιο, κ.ά. [174]   (Δημητρακάκη, 2013: 48)

115


04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

επιζητάται σημειολογικά το απολύτως αλλόκοτο, το εξαιρετικά γελοίο και περίεργο [grotesque]. Βλέμματα μες στον τρόμο, μεγάλες μύτες, ξεχειλωμένα αιδοία, υπερμεγέθεις γλουτοί, φανταχτερά κακόγουστα ρούχα κι ακρωτηριασμένες κούκλες, είναι η τρανή απόδειξη ότι το έμφυλο σώμα φέρει τραύματα και μέσα από τις εικόνες ικετεύει για αναγνώριση της καθημερινής ψυχαναγκαστικής παράστασης της γυναίκας[175]. Η παραποίηση του εαυτού αλλοιώνει εσκεμμένα το γνήσιο πρωταρχικό χαρακτήρα ώστε να σατιρίσει, δίνοντας παραπλανητική εντύπωση. Η χρήση του σώματος ως πλασματούργημα θέτει ερωτήματα γύρω από την αδυναμία εξασφάλισης της μίας ενιαίας υποκειμενικότητας και διεκδικεί την αλλαγή, σε κάθε στιγμιαίο πάγωμα του χρόνου στην σφαλματική κατάσταση. Αντίστοιχα παραδείγματα δράσεων και performances εκφράζονται μέσα από το έργο των Jo Spence, Martha Wilson, Marcel Duchamp, David Bowie, Ulay κ.ά.

[175]   βλ. Δημητρακάκη, 2013: 50

116

σώμα ως πλαστούργημα


117


118




διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

βιωσιμότητα και μεταπαραγωγή: ρούχο

μεταβολή ταυτότητας

Από τη μεταστροφή στη μεταποίηση κι από τη μεταποίηση στην επιδιόρθωση. Αναζητώντας τον τρόπο να επέλθει ένα τέλος στην άσκοπη σπατάλη υλικών και ενέργειας. Η μεταστροφή ως αλλαγή κατεύθυνσης είναι ένα είδος μεταποίησης της παρούσας μορφής ενός πράγματος ή ενός υποκειμένου. Αφορά σε μία παραχάραξη, δηλαδή σε μία ενέργεια που όπως θα εντόπιζε ο Σταυρίδης, έχει ως στόχο την “καταστροφή του εκφραστικού κέντρου κάποιου προσώπου ή πράγματος, παραμορφώνοντάς το με τη μερική απόκρυψη των χαρακτηριστικών του.”[176] Ο εαυτός λαμβάνει το ρόλο του συν-δημιουργού, ο οποίος μαζί με τον παράγοντα του χρόνου παραλλάσσει ή “επιδιορθώνει” κατά μία έννοια στοιχεία που φέρει ή και είναι. Πότε μεταμφιέζεται, αλλάζει πρόσωπο[177] και εμφάνιση, πότε παραλλάσσει τη συμπεριφορά του και πότε μόνο τα ρούχα του. Σε κάθε όμως περίπτωση προκύπτει μεταβολή στη μορφή και την ουσία του με σκοπό να παραχθεί ένας νέος εαυτός από επιδιορθώσεις που γίνονται στην προηγούμενή του κατάσταση[178]. Η διαδικασία αυτή αφορά σε μία διαδικασία μεταποίησης, μία προσπάθεια αναγκαίας και δυναμικής μεταβολής της ταυτότητας, ενώ μέσα της ενυπάρχει κάποιου είδους σύγκρουση, όπως επισημαίνει ο Σταυρίδης. Σύγκρουση “με μια εμφάνιση - με μία εικόνα που αναπαριστά μια ταυτότητα”[179], η οποία θα μπορούσε να είναι η σύγκρουση με το [176]   (Stavrides, 2016 [2018]: 241) [177]   αναφορά στην αγγλική ορολογία του όρου παραχάραξη [defacement], που περιλαμβάνει τον όρο του προσώπου [face]. [178]   μεταποίηση ορισμός (Μπαμπινιώτης, 2005: 1085) [179]   (Stavrides, 2016 [2018]: 242)

121


04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

καθιερωμένο και επιβαλλόμενο κοινωνικό ιδανικό. Από την άλλη, ίσως να γίνεται λόγος για κάποιου είδους αντίσταση ως προς τον δεδομένο εαυτό, ο οποίος χαρακτηρίζεται από αδράνεια, από την πλευρά των μηχανικών σωμάτων που έχουν την τάση να αντιστέκονται στην οποιαδήποτε αλλαγή και που θέλοντας να επιστρέψουν στην αρχική τους κατάσταση, τείνουν να επιβραδύνουν την αλλαγή αυτή. Στη συνέχεια επιχειρείται να αποδειχθεί η θέση ότι η συστηματική μεταποίηση του ρουχισμού[180] δύναται να καταφέρει να μεταστρέψει το σύγχρονο υποκείμενο, αν και εφόσον εισαχθεί ως φιλοσοφία στον τρόπο ζωής του τελευταίου. Θα φτάσει ωστόσο η συζήτηση και εκεί. Αρχικά, ας βρεθούν οι λόγοι για τους οποίους η μεταποίηση, για ένα ρούχο, καθίσταται θεμιτή. Πλέον, η μείωση του οικολογικού αποτυπώματος των υποκειμένων του πλανήτη δεν είναι προαιρετική, αλλά μάλλον αναγκαία και επιτακτική[181]. Αυτό συμβαίνει διότι όπως φαίνεται από συστηματικές μελέτες από τις αρχές του 21ου αιώνα, έχει υπογραμμιστεί ότι οι καταναλωτικές ανάγκες των σύγχρονων υποκειμένων σε παγκόσμιο επίπεδο, απαιτούν τη δέσμευση ολοένα και περισσότερων ποσών ενέργειας. Ούσες σημαντικά αυξανόμενες οι ανάγκες αυτές, φαίνεται να αδιαφορούν για την περατότητα των αποθεμάτων σε μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (λ.χ. πετρέλαιο, χρειάζεται 1.000.000 έτη να παραχθεί από τη φύση και σπαταλιέται το απόθεμα σε μια στιγμή[182]), οι οποίες αναλαμβάνουν να καλύψουν την παραγωγή και τη μεταφορά τους. Εκτός των άλλων, οι [180]   εδώ, λαμβάνεται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ρουχισμός, αλλά μπορεί να εφαρμοστεί για κάθε λογής αντικείμενα. [181]   βλ. Latouche, 2006 [2008]: 261-294 [182]   βλ. Sennett, 1997 [2011]:12-18

122

σύγκρουση

ρούχο & μεταποίηση

μη ανανεώσιμες πηγές


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

υπερκαταναλωτισμός

ιματισμός

04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

υπερκαταναλωτικές συνήθειες (κατά βάση του παγκόσμιου Βορρά), προϋποθέτουν υπερμεγέθη παραγωγή, και επομένως ανεξέλεγκτες ώρες εργασίας, αντίστοιχα (κατά βάση σε βάρος του παγκόσμιου Νότου). Ακολουθώντας το συλλογισμό του Latouche λοιπόν, προκύπτει ότι είναι απαραίτητη μία διαφορετική στάση ζωής όσον αφορά των τομέα των αγαθών και της κατανάλωσης, αλλά και της εργασίας, προκειμένου να εξισορροπηθούν σταδιακά οι βλάβες που έχουν προκληθεί στον πλανήτη ή τουλάχιστον, να μην τον επιβαρύνουν και άλλο. Το ρούχο στο επίκεντρο αυτής της ανάλυσης μπορεί με κατανοητό τρόπο να περιγράψει όλη τη διαδικασία που το συντροφεύει από τη δημιουργία του έως τα τελικά ίχνη που αφήνει στον πλανήτη, λειτουργώντας ως αναγωγή και αναφορά για κάθε άλλο καθημερινό ανάλογο αγαθό. Πρόκειται όμως εδώ για την ενσωμάτωση διαφορετικών αξιών ή σημασιών όπως για ένα αντικείμενο χρηστικό, ένα προϊόν μόδας, και ένα καταναλωτικό αγαθό. Ο ρουχισμός είναι αναγκαίος και ταυτόχρονα περιττός. Πέραν της χρησιμότητάς του για προστασία του σώματος[183] παρουσιάζεται και απαραίτητος για την ορατότητα του υποκειμένου, λαμβάνοντας ιδιαίτερα κυρίαρχο ρόλο στον προσδιορισμό της εκάστοτε Εαυτότητας που προβάλλεται στο δημόσιο χώρο. Αυτό συμβαίνει διότι στο σύνολό τους, τα ρούχα, αποτελούν την εμφάνιση στον “έξω κόσμο”, ή αλλιώς την παρουσίαση του εαυτού στη δημόσια σφαίρα. Με έναν απίστευτα ισχυρό και άμεσο τρόπο ο ιματισμός είναι σε θέση μέσα από μερικά γρήγορα βλέμματα να προσδιορίσει την προέλευση, το γούστο και να προκαλέσει αξιακές [183]   με ό,τι αυτό συνεπάγεται με βάση όσα αναλύθηκαν παραπάνω, βλ. Κεφάλαιο 02: επιθυμία και προϊόν: ρούχο, Κεφάλαιο 03: ένα άλλο δέρμα: ρούχο.

123


04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

υποθέσεις κοινωνικής διαστρωμάτωσης σχετικά με το εισόδημα ή ψυχολογικές εικασίες σχετικά με την αυτοεκτίμηση ή την ανάγκη ομαδοποίησης ενός υποκειμένου. Δεν εξετάζεται αν τα συμπεράσματα που βγάζει κανείς επιβεβαιώνονται ή παραπλανούν, αλλά η δυνατότητα του συντακτικού σημειολογικού κώδικα να προσδιορίζει την ταυτότητα μέσα από το ρουχισμό. Αυτό το χαρακτηριστικό του ιματισμού τον καθιστά εξαιρετικά ισχυρό και ταυτόχρονα εύθραυστο εργαλείο. Εύθραυστο τόσο όσον αφορά την υλική του ανθεκτικότητα, όσο και σε σχέση με την αισθητική του αντοχή στο χρόνο. Με αυτήν τη λογική, ένα ρούχο καθίσταται πλέον άχρηστο μόλις η επερχόμενη μόδα ξεπεράσει την υπάρχουσα, με την έννοια ότι δε χρησιμοποιείται πια, με αποτέλεσμα να αποτελεί πλεόνασμα που προστίθεται στα ήδη πολυπληθή απορρίμματα. Η παραπάνω λογική ακολουθείται σχεδόν για κάθε αντικείμενο που παράγεται μαζικά και καταναλώνεται επίσης μαζικά, καθώς βασίζεται σε κατασκευασμένες πλασματικές ανάγκες (πολιτιστικά ιστορικά πρότυπα). Έτσι, η διάρκεια των αντικειμένων είναι περατή εκ των προτέρων και ιδιαίτερα σύντομη, ανάλογα με τον κύκλο ζωής της εκάστοτε κατηγορίας με βάση το κέρδος που προσδιορίζει και την αναβαθμιστική προτεραιότητα ή υπεραξία που της αποδίδεται (π.χ. κινητά τηλέφωνα / 2 χρόνια, ψυγεία / 7-10 χρόνια κτλ). Ο Latouche ήδη από το 2006 μας ενημερώνει ότι “για να απαντήσουμε στην απαίτηση ενός “σωστού” οικολογικού αποτυπώματος, επιβάλλεται να γίνει μια δραστική μείωση- ενός συντελεστή από το 3 έως το 9 ανάλογα με το αν βρισκόμαστε στην Ευρώπη ή στις Ηνωμένες Πολιτείες.”[184] Κάνει λόγο για κάποιου είδους απο-ανάπτυξη, για μία διαδικασία μείωσης, [184]   (Latouche, 2006 [2008]: 263)

124

ιματισμός & προσδιορισμός ταυτότητας

πλασματικές ανάγκες


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

βιώσιμη κουλτούρα

επαναχρησιμοποίηση

04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

η οποία δεν επιδιώκεται στη διατήρηση της υπερβολικής παραγωγής με μειωμένους ρύπους, αλλά στο πλαίσιο μιας νέας κουλτούρας με χαρακτηριστικό γνώρισμα την εγκράτεια, η οποία συνιστά έναν αγώνα απέναντι στη σπατάλη. Με βάση τον Gesualdi, όπως αναδιατυπώνεται από τον Latouche, “η εγκράτεια περιλαμβάνει 5 συνθήματα: τη μείωση, την επισκευή, την επαναχρησιμοποίηση, την ανακύκλωση και την επιβράδυνση”[185]. Ο αγώνας ενάντια στη σπατάλη ισοδυναμεί με μικρότερη κατανάλωση, άρα και μικρότερη παραγωγή, που συνεπάγεται με τη σειρά της και λιγότερη δουλειά. Όλα τα παραπάνω συντελούν στην απελευθέρωση περισσότερου προσωπικού χρόνου, προς αξιοποίηση των πνευματικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δραστηριοτήτων[186]. Να, γιατί το ρούχο οφείλει να επιδιορθώνεται. Στο πλαίσιο της επαναχρησιμοποίησης και της επισκευής, ό,τι έχει μερικώς χαλάσει ή “ξεπεραστεί” μπορεί να μεταποιηθεί ώστε να λάβει νέα μορφή και χρήση. Οποιαδήποτε τροποποίηση προς τη λογική της επαναχρησιμοποίησης είναι εφικτή και κάνει το υποκείμενο να αντιληφθεί “τη χρησιμότητα του άχρηστου”[187]. Αυτό όμως, δε σημαίνει ότι αυτόματα θα μειωθεί και η κατανάλωση. Αν το παγκόσμιο σκεπτικό εξακολουθεί να αναζητά την ποσότητα, τη μικρή διάρκεια ζωής και τη χαμηλή τιμή, υπέρ της ποιότητας και της αντιστοιχίας αξίας-εργασίας, τότε το πρόβλημα της υπερκατανάλωσης μετατίθεται στα μεταποιημένα προϊόντα. Είναι εκείνα τα οποία προβάλλονται στο παζάρι, δηλαδή “το μέρος όπου προϊόντα πολλαπλών και διαφορετικών προελεύσεων συγκλίνουν, [185]   (Latouche, 2006 [2008]: 262) [186]   βλ. Latouche, 2006 [2008]: 263-264 [187]   βλ. Ordine, 2013 [2014]

125


04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

αναμένοντας να βρουν νέες χρήσεις”[188], μολονότι η δημιουργία τους αποτελεί βιώσιμη διαδικασία. Ένα βήμα ακόμα χρειάζεται, προκειμένου όχι απλώς τα ίδια τα προϊόντα να είναι βιώσιμα [sustainable], αλλά και ολόκληρη η διαδικασία του εμπορίου να χαρακτηριστεί από εγκράτεια και εξασφάλιση μεγαλύτερης διάρκειας για τα προϊόντα που συνοδεύονται από δυνατότητα επισκευής[189]. Σημειώνεται ότι οι προσφορές και οι επιδιορθώσεις, όχι μόνο δε συνιστούν πεδίο υποτίμησης ή ντροπής, αλλά επιδιώκεται να αποτελέσουν και προτέρημα στην επιδιωκόμενη κουλτούρα που περιγράφεται. Σκοπός είναι να επέλθει ουσιαστική μείωση της επιθυμίας και όχι μόνο της σπατάλης. Γι’ αυτό στην ευρύτερη μείωση έρχεται να προστεθεί και η μείωση της διαφήμισης η οποία μαστίζει τις ζωές των σύγχρονων υποκειμένων. Κατακλύζει τους δρόμους, τις παραλίες, τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, τα περιοδικά, ακόμα και το διαδίκτυο προκαλώντας τους ένα είδος εξάρτησης που βασίζεται στο κέρδος και την ανταγωνιστικότητα. Η οπτική, ηχητική και νοητική ρύπανση[190] που προκαλείται από τη διαφήμιση καθιστά το υποκείμενο δέσμιο της επίπλαστης ανάγκης που προωθείται. Συν τοις άλλοις, οι μηχανισμοί διαφήμισης αποδίδουν στο προϊόν τα χαρακτηριστικά που ο διαφημιστής επιλέγει να αναδείξει, δίνοντας έμφαση στην απρόσωπη συλλογική του χρήση που υπερβαίνει κατά πολύ την ατομική ανάγκη. Το χρηστικό συλλογικό έργο τέχνης, επομένως, το κάθε ρούχο, αποτελεί το “απόλυτο εμπορικό αγαθό”[191] και η πράξη της [188]   βλ. Bourriaud, 2001 [2015]: 37 [189]   βλ. Latouche, 2006 [2008]: 290 [190]   βλ. Latouche, 2006 [2008]: 265-266 [191]   (Bourriaud, 2001 [2015]: 34)

126

βιώσιμη κατανάλωση

μείωση επιθυμίας

διαφήμιση


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

επίπλαστες ανάγκες

ανακύκλωση

04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

δημιουργίας του όπως και της αθέατης παραγωγής του δεν αποτελεί παρά ένα απλό υποκατάστατο της πράξης της κατανάλωσης. Καλείται έτσι ο αγοραστής να προμηθεύεται κατ’ επανάληψη πράγματα που δεν έχει ανάγκη, παρασυρόμενος από την αναγκαιότητα ενός προσομοιωμένου[192] διαφημιστικού σκηνικού. Όπως επισημαίνει και ο Sinoué για ένα χαλί που αγόρασε ο χαρακτήρας του, “Είμαι σίγουρος ότι η αγορά μου επηρεάστηκε πράγματι από το μύθο...”[193] Οπότε, δεν αρκούν η επιδιόρθωση και η μεταποίηση για να αναλάβουν εξ’ ολοκλήρου το βάρος της υπερκαταναλωτικής αποδέσμευσης. Ο μόνος τρόπος να αρχίσουν να υφίστανται θετικά αποτελέσματα είναι με το να συνδυαστούν τα παραπάνω με την επιπρόσθετη μείωση της διαφήμισης και της διαρκούς προώθησης κατασκευασμένων πλασματικών αναγκών. Ο διαχωρισμός και η πτώση των ρούχων σε αχρηστία γίνεται κατά βάση σε δύο κατηγορίες: τα “ξεπερασμένα” ρούχα (εκτός μόδας) και τα φθαρμένα ρούχα. Η τελευταία ομάδα περιλαμβάνει και τη φθορά εκείνη που δεν επιτρέπει πλέον την κανονική χρήση του αντικειμένου[194]. Όσον αφορά τα ρούχα που έχουν φθαρεί σε βαθμό μη αναστρέψιμο, υπάρχει λύση: η ανακύκλωση. Αντί να αυξάνεται διαρκώς ο όγκος των λυμάτων που πλημμυρίζουν περιοχές του πλανήτη και τον ρυπαίνουν με την αποθήκευση-καύση τους, προβάλλεται η δυνατότητα για ανάκτηση των συστατικών τους στοιχείων, μέσω της ανακύκλωσης, προκειμένου να διατεθούν σε έναν καινούργιο κύκλο ζωής, χαμηλής παραγωγής. “Δεν είναι άραγε ο Θάνατος -ακόμη και αν τον εξετάζουμε από την [192]   βλ. Baudrillard, 1981 [1994] [193]   (Sinoué, 2000 [2006]: 17) [194]   βλ. Latouche, 2006 [2008]: 291

127


04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

πλευρά της φυσιολογίας- ένα είδος γέννησης - η γέννηση ίσως του ανολοκλήρωτου που αποκτά ολοκληρωμένη ή καθαρή μορφή;”[195] Ως απάντηση τίθενται τα ρούχα που ανακυκλώνονται, αναδημιουργώντας υφάσματα προς επανάχρηση, υπέρ μιας οικολογικής και ηθικής μόδας, όπως αυτή που σχεδιάζεται από τον Gary Harvey[196] για τη Livia Firth, το 2011 για τα Academy Awards. Αντί να ενισχύεται η καινοτόμος παραγωγή προϊόντων, μπορούν να καλύπτονται πραγματικές ανάγκες προς τη βιωσιμότητα και την επανεφεύρεση ως μορφές απάρνησης[197] του δεδομένου μονοπωλιακού καπιταλιστικού μοντέλου ζωής. “Αυτή η ηθική της επιστροφής”, σε προγενέστερες καλές πρακτικές όπως εύστοχα σημειώνει ο Latouche, δεν αποτελεί παρά μόνο “συνθήκη της βιωσιμότητας”.[198]

νέος κύκλος ζωής

Τα υφάσματα συνιστούν ενδεχομένως έργα που παράγονται εκ του μηδενός, αν σκεφτεί κανείς ότι αποτελούν προϊόν που έχει προκύψει από την επεξεργασία φυσικών πρώτων υλών (π.χ. φυσικό σχοινί, νήμα από πευκοβελόνες, μαλλί, μετάξι κτλ) ή ακόμα θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως παράγωγα έργα που βασίζονται σε ήδη παραγμένα αντικείμενα, με μη φυσικές πρώτες ύλες, ως προϊόν επεξεργασίας υλικών που παράγει η βιομηχανία (π.χ. βαμβακερή, πολυεστερική κλωστή). Έτσι, ο ρουχισμός εξ’ ορισμού παράγεται από επεξεργασίες σε δεύτερο χρόνο ή και σε τρίτο, αφού σίγουρα έπεται της πρώτης ύλης του υφάσματος. Όσον αφορά τα υφάσματα που προκύπτουν από επεξεργασία ανακύκλωσης της πρώτης ύλης υπάρχοντος ρουχισμού,

πρώτες ύλες

[195]   (Pessoa, 2003 [2005]: 31) [196]   βλ. Fogg, 2013: 488-489 [197]   βλ. Latouche, 2006 [2008]: 293 [198]   βλ. Latouche, 2006 [2008]: 293

128


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

κάτι τέτοιο αποτελεί “προϊόν μόχθου”[199] όπως αναφέρει ο Marx στη Γερμανική Ιδεολογία όπου μας μεταφέρει ο Bourriaud, δηλαδή οι επεξεργασίες αφορούν σε “ένα κράμα συσσωρευμένου μόχθου και εργαλείων παραγωγής”[200] στην υπέρτατη μορφή του. Συνιστούν μία προσπάθεια για μεταστροφή της προηγούμενης κατάστασής τους, μια διαδικασία επιδιόρθωσης και επανασύστασης στο πλαίσιο της παραγωγικής διαδικασίας.

μεταπαραγωγή

Η ουσία της παραγωγής έχει απασχολήσει πολλούς σημαντικούς στοχαστές, όπως και καλλιτέχνες, οι οποίοι έχουν χρησιμοποιήσει και ενσωματώσει στο έργο τους την ιδέα της καπιταλιστικής παραγωγής ως στοιχείο της τέχνης τους (λ.χ. τα έργα του Duchamp στην Ευρώπη και του Warhol στην αμερικανική Pop Art). Κυρίαρχη σκέψη πίσω από τα έργα αυτά είναι το γεγονός ότι η κατανάλωση συνιστά κατά μία έννοια, “έναν τρόπο παραγωγής”[201]. Η ανάγνωση και χρήση του εκάστοτε αντικειμένου σηματοδοτεί και κάποιου είδους ερμηνεία του από τον παρατηρητή - χρήστη και συνεπώς, συνιστά μια προδοσία απέναντι στον δημιουργό όσον αφορά την αρχική του πρόθεση ή την αυθεντική του σύλληψη. Όμως από την άλλη πλευρά οι ερμηνείες στην “πράξη ανάγνωσης ή θέασης ενός έργου τέχνης ισοδυναμεί με μία πράξη μεταστροφής: η χρήση συνιστά μια πράξη μικροπειρατίας· είναι ο βαθμός μηδέν της μεταπαραγωγής.”[202] Η μεταπαραγωγή ως καλλιτεχνική διαδικασία δεν περιλαμβάνει μόνο την ίδια την πράξη της κατασκευής, αλλά κυρίως ενσαρκώνει την πράξη της τροποποίησης [199]   όπως αναφέρεται από τον Bourriaud, βλ. Η χρήση των αντικειμένων (Bourriaud, 2001 [2015]: 29-31) [200]   (Bourriaud, 2001 [2015]: 29) [201]   βλ. Bourriaud, 2001 [2015]: 29-30 [202]   (Bourriaud, 2001 [2015]: 31)

129


04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

και της προσωπικής επιλογής, τη δυνατότητα να αποδίδει κανείς μία καινούργια ιδέα, σε ένα υπάρχον αντικείμενο. Συνεπώς, το ζήτημα ξεφεύγει από το να κατασκευάσει κανείς ένα αντικείμενο εξαρχής και μετατίθεται στο να επιλέξει κάποιο από όσα ήδη υπάρχουν από προγενέστερες παραγωγές και να το χρησιμοποιήσει στη συνέχεια αυτούσιο σε κάποιο νεότερο πλαίσιο ή τροποποιώντας το, προσθέτοντάς του μια συγκεκριμένη επόμενη πρόθεση, καταργώντας μια άλλη ή επιτρέποντας περισσότερες ανοικτές δυνατότητες. Όσα περιγράφονται εδώ ανήκουν στη θεωρητική σφαίρα ή την έννοια της μεταπαραγωγής, που στο πρώτο της στάδιο προτάσσει την ανάγνωση (το διάβασμα ως λαθροθηρία) και την οικειοποίηση ή την ιδιοποίηση. Γίνεται λόγος συνεπώς για μία τέχνη που ανασυστήνει τον κόσμο ως εμπειρία σύμφωνα με την προσωπική ερμηνεία και φιλοξενεί ανοιχτές προθέσεις που ενσωματώνουν την καταναλισκόμενη παραγωγή. Τα προϊόντα της τέχνης της μεταπαραγωγής μετατρέπονται σε φθηνό, καθημερινό χρηστικό αγαθό, στο πλαίσιο επιτελέσεων κοινωνικής συσχέτισης παρόμοιο με όλα τα άλλα χρηστικά αντικείμενα κι επομένως, ως τέτοια διαχέονται στην καθημερινή ζωή αφού μεταφέρονται εύκολα και γρήγορα απ’ άκρη σ’ άκρη. Στην περίπτωση αυτή, ο καλλιτέχνης λαμβάνει το ρόλο του εμπόρου: μεταφέρει δηλαδή τα προϊόντα του από τον ένα τόπο στον άλλο, όπως σημειώνει ο Bourriaud, εισάγοντας έτσι την καπιταλιστική ιδέα παραγωγής του πολλαπλού στην τέχνη. Συνάμα, τα προϊόντα γίνονται αντικείμενα καθημερινής κατανάλωσης και επομένως χάρη στη δυνατότητά τους αυτή καταναλώνονται[203].“Οι καλλιτέχνες της μεταπαραγωγής επινοούν μέσα στις κατασκευές τους νέες χρήσεις για τα έργα, συμπεριλαμβανομένων των ηχητικών [203]   “Η κατανάλωση συνιστά εξίσου έναν τρόπο παραγωγής”, βλ. Bourriaud, 2001 [2015]: 29

130

νέες χρήσεις

χρηστική τέχνη


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

ρούχο ως έργο τέχνης

04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

και εικαστικών μορφών του παρελθόντος. Επιπλέον, όμως, επανεπεξεργάζονται ιστορικές ή ιδεολογικές αφηγήσεις, εισάγοντας τα στοιχεία που τις συνθέτουν σε εναλλακτικά σενάρια.”[204] Το ρούχο, ως έργο τέχνης καθημερινής χρήσης και αξιοποίησης εισάγει την έννοια της σύγχρονης βιώσιμης μόδας, αλλά και των D.I.Y. πρακτικών τέχνης [η τέχνη του ‘κάντο μόνη-/ος σου’] εξηγώντας με έναν τρόπο αυτό που περιγράφει ο Marx λέγοντας ότι “Ένα ένδυμα γίνεται πραγματικό ένδυμα, μονάχα όταν φορεθεί” και ας προστεθεί εδώ “και εφόσον επιδιορθωθεί” στη συνέχεια.

[204]   (Bourriaud, 2001 [2015]: 58)

131


132


133



διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

η τέχνη του ‘κάντο μόνη-/ος σου’: χακτιβισμός

εικονικά αγαθά

μαζική παραγωγή

Άμεση δράση ή παρακώλυση; Το βέβαιο είναι πως πρόκειται για μια βιώσιμη μα κι ατελή, ταυτόχρονα διαδικασία επιδιόρθωσης των αντιπεριβαλλοντικών τακτικών στην αντι-καταναλωτική κουλτούρα. Η απόκτηση και κατοχή του προϊόντος, διαπιστώθηκε ήδη στα δύο προηγούμενα κεφάλαια, αποτελεί εκπλήρωση (απωθημένων ή μη) επιθυμιών, όπως επίσης και τρόπο επιβολής του Κεφαλαίου. Το αντικείμενο όμως που προβάλλεται, δεν αποτελεί παρά ένα εικονογραφικό υλικό, έναν οπτικό μηχανισμό διάθεσής του στην αγορά. Παρ’ όλα αυτά, η εικόνα αυτή καθιστά τον καταναλωτή δέσμιό της, εφόσον δεν του αφήνει εναλλακτική επιλογή από το να διαλέξει ανάμεσα σε ορισμένα “ομοιώματα”[205], όπως θα υπογράμμιζε ο Baudrillard, δηλαδή τη μίμηση της πραγματικής ανάγκης του. Όσον αφορά τον ιματισμό, το σύγχρονο υποκείμενο στη θέση του καταναλωτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας παθητικός χρήστης. Προϊόντα σχεδιασμένα μαζικά “από το σχεδιαστή, προς τον καταναλωτή”[206], προκαθορίζουν τον Έναν γενικό σωματότυπο που πρόκειται να τα φορέσει, μιας και δε δίνεται δυνατότητα μεταποιήσεων κατά την αγορά. Αυτό σημαίνει ότι μία ολόκληρη μαζική παραγωγή εφορμόζει εφόσον κανονικοποιεί συγκεκριμένα σώματα σε μεγέθη και τύπους και απορρίπτει άλλα που δεν εντάσσονται στον μέσο όρο της απλούστευσης στον τομέα της παραγωγής. Είναι πιο εύκολο και πιο φθηνό να σχεδιαστούν εκατό ίδια κομμάτια, παρά ένα, κατά παραγγελία [custom made]. Στο σημείο αυτό, υπεισέρχεται η αλλαγή που χρειάζεται να επιτευχθεί [205]   βλ. Baudrillard, 1981 [1994] [206]   μετάφραση γράφοντος (Fletcher, 2008 [2014]: 223)

135


04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

όσον αφορά την προτεραιότητα που δίνεται σε θέματα ρουχισμού. Από τη μία, μια παθητική στάση εκ μέρους του καταναλωτή, ο οποίος περιορίζεται σε μία πληθώρα μεν, συγκεκριμένων επιλογών δε, νιώθοντας ότι τυποποιείται και ότι απαραιτήτως χρειάζεται να ταιριάξει σε συγκεκριμένα μεγέθη, σχέδια, καλούπια. Από την άλλη, μια ενεργητική στάση, εκ μέρους του καταναλωτή (που πλέον γίνεται και δημιουργός), η οποία παύει να εστιάζει στην κατοχή του ενδύματος, αλλά κατευθύνεται προς την άμεση δημιουργική δράση, με την έννοια του ‘να είσαι’ [being], του ‘να φτιάχνεις’ [making] και του ‘να αλληλεπιδράς’ [interplaying][207], όπως σημειώνει πολύ εύστοχα η Fletcher. Η μετάβαση είναι προφανής. Η αλλαγή αφορά στην κατεύθυνση που επιφυλάσσει η ενεργητική στάση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αποδέσμευση του υποκειμένου από τα προκαθορισμένα προϊόντα και ταυτόχρονα την ανάπτυξη των ικανοτήτων του προς μια μόδα που συν-δημιουργεί [co-design][208] και την “κάνει μόνος του”[209] ή και με τους άλλους (do-it-with-others [DIWO]). Αντί το υποκείμενο να αγνοεί το πώς, το από τι και το από ποιόν είναι φτιαγμένα τα ρούχα του, οφείλει να μπει στη διαδικασία αρχικά να τα διανοίξει (να κατανοήσει το πατρόν) ώστε στη συνέχεια να τα κατασκευάσει, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην “πράσινη μόδα”, χαμηλού αποτυπώματος [low-waste], αξιοποιώντας φιλικά προς το περιβάλλον υλικά ή επαναχρησιμοποιώντας ήδη υπάρχοντα. Οι βασικές αξίες πάνω στις οποίες οικοδομείται μία βιώσιμη μόδα, [207]   ελεύθερη μετάφραση γράφοντος βλ. Fletcher, 2008 [2014]: 227 [208]   βλ. Fletcher, 2008 [2014]: 222 [209]   βλ. D.I.Y. [Do It Yourself] art, όπως συναντάται στο 3.‘Open work’, ‘do-it-yourself’ artwork and bricolage (Dezeuze, 2012)

136

καταναλωτής & αλλαγή

βιώσιμη μόδα


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

βασικές αξίες

1.

2.

3.

04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

όπως διαπιστώθηκε και νωρίτερα, είναι κατά βάση τρεις[210]: 1. η επαναχρησιμοποίηση [reuse] 2. η μείωση [reduce] 3. η ανακύκλωση [recycle] Η πρώτη περίπτωση, δηλαδή η επαναχρησιμοποίηση [reuse], αφορά συνήθως σε προϊόντα που διατηρούν τον ίδιο σκοπό ύπαρξης και χρήσης. Για παράδειγμα ένα φόρεμα, θα επαναχρησιμοποιηθεί ως φόρεμα, αλλά ενδεχομένως από κάποιο άλλο υποκείμενο ως προϊόν μεταπώλησης, ανταλλαγής ή δώρου, προκειμένου να μην αγοραστεί (και επομένως παραχθεί από την αρχή) κάποιο καινούργιο. Η μείωση [reduce] από την άλλη πλευρά έχει να κάνει με την επιδιόρθωση και την ανακατασκευή, που αναλύθηκαν διεξοδικά στο προηγούμενο υποκεφάλαιο. Πρόκειται για αλλαγές στη γενική χρήση του προϊόντος ή απλώς στην μετασκευή [remake] ενός τμήματός του, που στόχο έχει να παρατείνει το χρόνο ζωής του προϊόντος αυτού, όσο το δυνατόν περισσότερο. Ταυτόχρονα, η μείωση περιλαμβάνει και ένα ακόμα σκέλος, αυτό των πρακτικών παραγωγής με τρόπο φιλικό προς το περιβάλλον (π.χ. φυσικές βαφές ρούχων). Τέλος, μέσω της ανακύκλωσης [recycle], δίνεται η δυνατότητα δημιουργίας ενδυμάτων από διασωσμένα τμήματα υφάσματος (ή ακόμα και ρετάλια), δηλαδή μέσω της επανάχρησης υλικών που προϋπήρχαν αυτούσια συναποτελώντας ένα άλλο ρούχο ή είναι αποτέλεσμα διεργασιών που τα φέρνουν ξανά ένα στάδιο πίσω, σε αυτό του υφάσματος ή του νήματος. Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τις παραπάνω διαδικασίες είναι συχνά πολύ δημιουργικά, κοντά στον άνθρωπο, [210]   ταυτόχρονα είναι και αυτές που συνοψίζονται από τη Fletcher όταν αναφέρει τα αξιώματα του fashion project της Jill Danyelle βλ. Fletcher, 2008 [2014]: 113, 117-118

137


04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

ακόμα και πολυτελή, στο πλαίσιο που επιτάσσει η μόδα και δη, η βιώσιμη μόδα. Οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τα παραπάνω εγχειρήματα, καθώς το κόστος παραγωγής υπερβαίνει τα περιθώρια κέρδους τους. Ωστόσο, υπάρχουν εταιρείες παγκοσμίως που προσπαθούν (αν όχι εξ’ ολοκλήρου) να υιοθετήσουν περιβαλλοντικές συνήθειες παραγωγής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εταιρείας ρουχισμού που επιδιώκει την ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση υλικών με σκοπό τη δημιουργία υψηλής ποιότητας ανακυκλωμένων ενδυμάτων ειναι η Patagonia[211]. Όπως μας ενημερώνει η Fletcher, η εταιρεία αυτή συνεχίζει να καινοτομεί γύρω από το θέμα της ανακύκλωσης κατασκευάζοντας πολυεστερικά φλις [fleece] από πλαστικά μπουκάλια ή και μπουφάν με την επαναχρησιμοποίηση πολυεστέρα που προέρχεται από ταμπλό αυτοκινήτων και σχολικές καρέκλες. Επιπλέον, αντί να ανακυκλώνει τα ανεπιθύμητα ρούχα πολυεστέρα μετατρέποντάς τα σε χαμηλότερης ποιότητας και χρήσεων υλικά [downcycling], επεξεργάζεται την ίδια την ίνα του ενδύματος μέσω του συστήματος ανακύκλωσης “EcoCircle fibre-tofibre”, που αναπτύχθηκε από την Teijin της Ιαπωνίας. Με τον τρόπο αυτό καταφέρνει να εξοικονομεί το 76% της ενέργειας και το 71% από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που προκύπτει από τη χρήση παρθένου πολυεστέρα.[212] Μέσα από την ιστοσελίδα της patagonia, δίνεται επίσης η δυνατότητα να αγοράσει κανείς μεταχειρισμένα ρούχα, πράγμα το οποίο τη φέρνει ακόμα ένα βήμα μπροστά από την ευρύτερη ιδέα της βιώσιμης μόδας. [211]   βλ. https://www.patagonia.com/home/ [212]   μετάφραση γράφοντος βλ. Fletcher, 2008 [2014]: 114

138

βιώσιμη μόδα & επιχειρήσεις

Patagonia


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

χακτιβισμός

μοίρασμα

studio Orta

04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

Τα χαρακτηριστικά οφέλη της μόδας αυτής αναδεικνύονται ως ένα είδος ακτιβισμού, που αξιοποιώντας τεχνικές μεταποίησης και παραχάραξης[213] καταφέρνει να σχεδιάσει σύμφωνα με τις ανάγκες του καθενός ξεχωριστά, ενδύματα που σέβονται. Γίνεται λόγος για ένα σεβασμό απέναντι σε κάθε ένα μέλος των ευρύτερων συλλογικοτήτων, που έχει διαφορετικές ατομικές ανάγκες στο πλαίσιο της κοινής ανάγκης για ρουχισμό. Σε κοινότητες αφθονίας, η ένδυση μπορεί άμεσα να καλυφθεί σε ατομικό επίπεδο κι έτσι καταργείται κατά μία έννοια το κοινό μοίρασμα των αναγκών, που υπό άλλες συνθήκες θα έμοιαζε καίριο. Όπως εξηγεί ο Sennett, το μοίρασμα των αγαθών αποτελεί “ζήτημα επιβίωσης”[214] και επομένως, η αλληλέγγυα στάση που πηγάζει από την κοινή ανάγκη, εξαφανίζεται όταν η τελευταία πάψει να υπάρχει. Το ζήτημα αυτό, του κοινωνικού ακτιβισμού, θίγεται πολύ έντονα από το studio Orta, το οποίο κατασκευάζει ενδύματα συνδυάζοντας αρχιτεκτονική και μόδα, προκειμένου να εξετάσει τους κοινωνικούς δεσμούς μέσα στις κοινότητες αλλά και στις σχέσεις τους με το περιβάλλον τους. Οι Orta σχεδιάζουν ιματισμό που ανταποκρίνεται σε πολιτικές συνθήκες έκτακτης ανάγκης και εξαίρεσης βασισμένες σε καινοτομίες και νέα υλικά. Χρησιμοποιούν μηχανισμούς που συναντά κανείς υπό άλλους όρους (λ.χ. σε σκηνές) προσπαθώντας να προκαλέσει την εντύπωση ότι παράγουν κάποιου είδους “χρήσιμη τέχνη” [useful art]. Ωστόσο, στο πλαίσιο της πόλης, καθεμία δουλειά των Orta πυροδοτεί μια σειρά κοινωνικών δράσεων επιδιώκοντας τη δημιουργία μιας αλυσίδας δημόσιων πρακτικών τέχνης. Ο δημόσιος χώρος, ως κοινός χώρος και ταυτόχρονα χώρος για τα [213]   activism + hacking = hacktivism [χακτιβισμός] [214]   βλ. Sennett, 2012 [2015]: 68

139


04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

κοινά[215], είναι αυτός στον οποίο γεννιούνται οι συλλογικές δράσεις (εξ’ ανάγκης), όπως και οι δημόσιες πρακτικές τέχνης που συνήθως ορίζονται στο όριο της λαθραίας πράξης. “Η παραχάραξη μπορεί να μετατρέψει πρόσκαιρα τον δημόσιο χώρο σε κοινό χώρο, αν ενεργοποιήσει μορφές συλλογικής επανερμηνείας”[216], πρόκειται δηλαδή για μία παροδική παραμόρφωση του χώρου, η οποία προκαλεί “αιφνίδια σοκ” στη συλλογική μνήμη, όπως σημειώνει ο Σταυρίδης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ειρωνική περιβολή απέναντι στη στρατικοποίηση στην Αγγλία της ομάδας CIRCA, η οποία ντυμένη ως ένστολοι clown προσπάθησαν να εκδηλώσουν τις αντιρρήσεις τους μέσω τεχνικών παραχάραξης. Η παραχάραξη συνεπώς, είναι μία “ετερόδοξη τέχνη”[217], μια τέχνη που ουσιαστικά απεικονίζει το μοίρασμα ως μία πάντοτε ανοιχτή διαδικασία. Στόχος της είναι να αναδυθεί μέσω αυτής μία νέα ερμηνεία, τόσο για το παρελθόν όσο και για το παρόν της πράξης. Εμπλέκεται με τη μνήμη όχι απλώς παραμορφώνοντας και κρύβοντας ό,τι έχει προηγηθεί, αλλά αναγκαστικά αποκαλύπτοντάς το. Με τον τρόπο αυτό, επιστρέφοντας στην καταναλωτική κουλτούρα που επιχειρείται να καταργηθεί μέσω της βιωσιμότητας και της παραχάραξης, δημιουργούνται ποικίλες πράξεις και πρακτικές τέχνης στο δημόσιο χώρο, καθώς “Η τέχνη έχει την τάση να προσδίδει μορφή και βαρύτητα στις πλέον αδιόρατες διαδικασίες”[218], μία εκ των οποίων εμπλέκεται με ζητήματα ιματισμού, τα οποία μελετώνται στην ερευνητική αυτή εργασία.

[215]   βλ. Stavrides, 2016 [2018] [216]   (Stavrides, 2016 [2018]: 246) [217]   (Stavrides, 2016 [2018]: 246) [218]   (Bourriaud, 2001 [2015]: 41)

140

κοινός χώρος

ομάδα CIRCA

παραχάραξη στην τέχνη


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

γρήγορη μόδα

αργή μόδα

04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

το παράδειγμα Η “γρήγορη μόδα” [fast fashion] είναι η μαζική μόδα. Είναι τα φθηνά ρούχα, τα μοντέρνα και τα πιο κοινότοπα, που κατασκευάζονται γρήγορα και πωλούνται ακόμα πιο άμεσα, προτού προλάβουν να ξεπεραστούν από τα επόμενα και να μείνουν “εκτός μόδας” [out of fashion]. Η γρήγορη μόδα είναι γρήγορη, διότι την παράγουν με ρυθμούς μη ελεγχόμενους σε περιβάλλοντα βεβαρημένα και ρυπογόνα. Βασικό κομμάτι της υπερπαραγωγής και κατόπιν, της υπερκατανάλωσης των επίπλαστων προϊόντων συνιστούν τα ρούχα αυτά που για να παραχθούν, βιομηχανοποιούν τις γυναίκες και συχνά τα ανήλικα παιδιά, εκθέτοντάς τους σε εργασιακούς κινδύνους (υπερωρίες, αντίξοες συνθήκες, επιβαρυμένο περιβάλλον κ.ά.). Στη διαδικασία παραγωγής της, η γρήγορη μόδα ρυπαίνει σε βαθμό υπέρμετρο, ακόμα κι όταν γίνεται χρήση φυσικών υλικών, λόγω των μεγάλων ποσοτήτων που απαιτούνται να προκύψουν ως τελικό προϊόν. Στο παράδειγμα του Feet-in room γίνεται λόγος για μία “αργή μόδα” [slow fashion]. Τα αντικείμενα στα πλαίσιά της δεν παράγονται εκ του μηδενός, παρά είναι βασισμένα σε ήδη παραγμένο ρουχισμό που υπακούει σε κανόνες επαναχρησιμοποίησης και επιδιόρθωσης, όπως προαναφέρεται. Ως μία χρηστική λοιπόν πλατφόρμα, έχει σχεδιαστεί για να ενθαρρύνει τη διαδικασία της ανταλλαγής έναντι της σπατάλης περιλαμβάνοντας έτσι, τεχνικές μεταποίησης ή και παραποίησης του ιματισμού που θα τον μετεξελίξουν σε κίνηση, έργο τέχνης ή ανακυκλωμένο υλικό για χρήση. Η διαδικασία ανταλλαγής είναι κυκλική, συμβάλλει στη μείωση των απορριμμάτων υγειονομικής ταφής και ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της βιώσιμης μόδας [sustainable 141


04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

fashion]. To Feet-in room λειτουργεί κατά βάση αναρχιστικά: παρά τη στοιχειωδώς συγκεντρωτική του οργάνωση, δεν απαιτεί επίσημα “μέλη”, παρά άτομα που συμμετέχουν ελεύθερα και καθοδηγούνται από την προσωπική τους συνείδηση[219], όντας κυρίαρχα για τη συνέχιση της διαδικασίας. Σημαντικό να τονιστεί το ότι το Feet-in room πέρα από τον φυσικό χώρο που καταλαμβάνει ως “ανταλλακτικό μαγαζί” [swap shop] στο χώρο του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, λειτουργεί κυρίως ηλεκτρονικά, μέσω της πλατφόρμας στην οποία τα προϊόντα εισάγονται διαδοχικά διατηρώντας δυναμική σχέση με τους πόντους τους. Η ηλεκτρονική του, λοιπόν, υπόσταση είναι αυτή που καταφέρνει να το ανατροφοδοτεί με πληροφορία, να κινεί τη διαδικασία ανταλλαγής, αλλά κυρίως να το χαρακτηρίζει ως άμεση αποκεντρωμένη δράση[220] απέναντι στην εξουσιαστική τακτική εκείνων των εταιρειών ιματισμού, που με κύριο σκοπό το κέρδος εκμεταλλεύονται σε υπερθετικό βαθμό τους εργαζομένους τους. Προκειμένου να αποφευχθεί η ασταμάτητη συλλογή ρούχων που κανείς δε χρειάζεται, είτε εικονικά στην πλατφόρμα, είτε και στο φυσικό χώρο που τα φιλοξενεί, έχει εισαχθεί ένας όρος που κατά κάποιο τρόπο παραχαράσσει το σύστημα του ηλεκτρονικού καταστήματος [e-shop] πάνω στο οποίο έχει στηθεί η πλατφόρμα. Πιο συγκεκριμένα, για κάθε έναν επιπλέον χρόνο που παραμένει ένα αντικείμενο ανενεργό και δεν το επιθυμεί-ανταλλάσσει κανείς, χάνει κι από έναν πόντο. Αυτό σημαίνει ότι όταν οι πόντοι αγγίξουν το ελάχιστο δυνατόν που έχει ορισθεί, ο ρουχισμός αυτός δε θα έχει πια θέση στην πλατφόρμα (δε θα έχει ανταλλακτική αξία) και θα χαρίζεται κατά [219]   βλ. Day J.F., 2005 [2011]: 39-40 [220]   βλ. Day J.F., 2005 [2011]: 46-49

142

μαγαζί ανταλλαγών

παραχάραξη & πλατφόρμα


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

περιπτώσεις όπως περιγράφεται στην ίδια τη διαδικασία.[221]

χάκινγκ τακτικές

Η ηλεκτρονική πολιτική ανυπακοή, σημειώνεται από τον Day πως μπορεί να αποτελέσει “δυναμική τακτική”[222], ιδιαίτερα μάλιστα, αν συνδυαστεί με υλικές πράξεις. Αυτό σημαίνει ότι μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας που προσοικειώνεται για να “χακάρει” τελικά το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του, αλλά όχι το μέσο με το οποίο κινείται (νόμισμα) η αγορά. Μέσω του πλέον απαραίτητου προϊόντος (του ρούχου) γίνεται εφικτός ο επαναπροσδιορισμός της αξίας των καθημερινών αγαθών, η προβολή εναλλακτικών λύσεων ένδυσης και συνάμα η εκσυγχρονισμένη αντίσταση απέναντι στα επιβαλλόμενα πρότυπα τρόπου ζωής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Ταυτόχρονα, η εκσυγχρονισμένη εμφάνιση της πλατφόρμας, τα χρώματα, η επεξεργασία των φωτογραφιών, η αμεσότητα που προσφέρεται από τα κουμπιά μετάβασης [action buttons] κτλ, προσπαθεί να “χακάρει” το σύστημα[223], μεταξύ άλλων υπερταυτιζόμενη το οπτικό λεξιλόγιο και τους τρόπους της καθιερωμένης μόδας, προβάλλοντας μία “μοδάτη” επίσημη παρουσίαση-απεικόνιση που θα προσελκύσει τον αναγνώστη-καταναλωτή. Το Feet-in room λειτουργεί λίγο-πολύ όπως ο οδηγός ανοιχτού κώδικα [open source] που συντάσσει ο von Busch[224]. Δεν είναι τόσο μια σειρά D.I.Y. τεχνικών μεταποίησης για να φτιάξει κανείς καινούργια ρούχα από τμήματα παλαιότερων, όσο ένας ευρύτερος τρόπος να [221]   βλ. Παράρτημα ‘ABOUT US’ [222]   βλ. Day J.F., 2005 [2011]: 45 [223]   βλ. Παράρτημα ‘ONLINE SUBMISSIONS’ [224]   βλ. Fashion-able, (von Busch, (2008)

143


04. Το ρούχο που παραποιεί: μεταπαραγωγή

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

εισαχθεί ο καταναλωτής στο κλειστό κύκλωμα της παραγωγής μόδας, με συμμετοχικότητα και άποψη, κι όλα αυτά υπό το πλαίσιο μιας λογικής ενάντια στη συσσωρευτική κατοχική μανία. Ο τρόπος που αυτό επιτυγχάνεται είναι μέσω ενός περιβάλλοντος φιλικού προς το χρήστη[225] που αναδεικνύει τα διαθέσιμα εργαλεία για το νομαδικό ταξίδι προς τη βιωσιμότητα, όπως με την παραχάραξη και την ανταλλαγή. Σημειώνεται πως ακόμα και το όνομα του παραδείγματος κάτω από το οποίο φιλοξενούνται όλες οι πρακτικές ανταλλακτικού ιματισμού αποτελεί επίσης είδος παραχάραξης. Μέσω ενός λογοπαίγνιου, σχολιάζεται η ανάγκη του να δοκιμάζεις για να “χωρέσεις”[226], σε μεγέθη, αναλογίες και πρότυπα που δεν ικανοποιούν εν τέλει παρά τα κριτήρια για μια μικρή μειοψηφία. Το Feet-in room, παραφράζοντας το “Fitting room” [δοκιμαστήριο], προσκαλεί το χρήστη μονάχα να μπει μέσα (“Feet-in”) χωρίς καμία άλλη δέσμευση ή υποχρέωση και να διαλέξει οτιδήποτε νομίζει πως του κάνει, δίχως να έχει κανένας λόγο πάνω σε αυτό. Έτσι, προκύπτει και το μότο “You don’t have to fit in. Just put your feet, in!”

[225]   μετάφραση γράφοντος βλ. Fletcher, 2008 [2014]: 228 [226]   δηκτική αναφορά στο αγγλικό phrasal verb Fit in, που χρησιμοποιείται για να εκφράσει την κατάσταση κατά την οποία κάτι εφαρμόζει σωστά, ταιριάζει, κάνει σε νούμερο κ.ο.κ.

144

λεκτική παραχάραξη




147


148


149



05.



διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

05. Συμπεράσματα - Αντί Επιλόγου

05. Συμπεράσματα συμπεράσματα έρευνας

στόχοι

Έπειτα από τη συστηματική ανάλυση των παραπάνω ευρημάτων προκύπτει η ανάγκη για μερική επεξεργασία και ερμηνεία των αποτελεσμάτων της έρευνας αυτής. Τα ερωτήματα εξακολουθούν να υφίστανται και μάλιστα να υπερισχύουν των απαντήσεων (όπως θα ήταν και θεμιτό να συμβαίνει σε ερευνητικές αντίστοιχες διαδικασίες). Η αναλυτική παρατήρηση σύμφωνα με τα παραπάνω, καθιστά σαφές ότι η κοινωνία είναι εκείνη που καθορίζει τόσο τους έμφυλους ρόλους των υποκειμένων όσο και την κοινωνική συμπεριφορά. Ο χώρος της πόλης και η συνεχής διαδικασία παραγωγής του μέσα από συλλογικές πρακτικές ταύτισης και εκδραμάτισης που επιτελούν ή πραγματώνουν τα ίδια τα υποκείμενα, παίζουν κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της κοινωνίας, ιδιαίτερα μέσα από τη δημιουργία, τη χρήση και την εξάπλωση των εμπορευματοποιημένων αντικειμένων και των πλασματικών συχνά αναγκών. Εκείνο που τίθεται στο προσκήνιο σύμφωνα με την εργασία αυτή είναι η επιδίωξη μέσα από ελάχιστες δομές ανασύστασης της υπάρχουσας κοινωνίας προς κατευθύνσεις που εκφράζουν ως πρώτο μέλημα τη βιωσιμότητα, την πιο λιτή καθημερινή ζωή και κατ’ επέκταση την πιο περιορισμένη και ανανεώσιμη παραγωγή, η οποία συνδέεται κάθε φορά με την εαυτότητα. Όσο πιο αποτελεσματικές γίνονται οι χρήσεις και οι επαναχρήσεις καθημερινών αντικειμένων όπως όσα λειτουργούν ως δεύτερο δέρμα για το σώμα , τόσο μειώνεται και η ζήτηση του νέου ως καινοτόμου κι επομένως ενδυναμώνεται αποανάπτυξη προς τη μείωση της κατανάλωσης. 153


05. Συμπεράσματα - Αντί Επιλόγου

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

Στα διάφορα στάδια της παραπάνω έρευνας διαπιστώνεται πολλαπλώς το πόσο έντονη είναι η παγίωση της υπερκαταναλωτικής κουλτούρας, πλέον ως ασυνείδητης στάσης ζωής, με τρόπο τέτοιο όπου αναπόφευκτα επηρεάζει το δημόσιο χώρο και την τοπική δημόσια σφαίρα ή την πολιτική ζωή. Κάθε ανάλογη δράση που συμπεριλαμβάνει δικτυωμένη εμπλοκή διαφορετικών στις δημιουργικές διαδικασίες μετασχηματισμού, επανασχεδιασμού και επανάχρησης μπορεί να αποτελεί προτεραιότητα προς αειφόρες επιλογές σε σχέση με τη διαπραγμάτευση με κατεστημένες και ισχυρά εγκατεστημένες σχέσεις τόσο στις διαδικασίες της παραγωγής και της κατανάλωσης όσο και στα κοινωνικά τελετουργικά επιτέλεσης έμφυλων διαχωρισμένων και σταθερά παγιωμένων ρόλων. Κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε φιλικές λογικές προς το περιβάλλον όσο και προς την κατανόηση της διαφορετικότητας του κάθε υποκειμένου στη ζωή στην πόλη. “Η βιομηχανική παραγωγή προκάλεσε σύγχυση στο πλαίσιο των εννοιών που αφορούν την κοινωνική ικανότητα δράσης, αναδημιουργίας, κυριαρχίας πάνω στην υλική φύση.”[227] Γι’ αυτό στο σήμερα[228], προσεγγίζεται κάποιου είδους ερασιτεχνικής χειροποίητης μετα-βιομηχανικής παραγωγής, η οποία τάσσεται υπέρ του κοινού αγαθού (έναντι του συνηθισμένου ή του κοινότοπου) όσο επίσης υπέρ του κοινού χώρου των συνόρων, στον οποίο το ρούχο ως μέσο μοιράσματος και ανταλλαγής πολιτισμικής γλώσσας έρχεται να γεφυρώσει την απόσταση μεταξύ του συλλογικού τρόπου διαχείρισης και του ξένου με τον προσωπικό τρόπο επανιδιοποίησης του χώρου εμπειρίας στην πόλη. [227]   (Lefebvre, 1974 [1977]: 168-169) [228]   μέσω της εργασίας αυτής, αλλά και πολλαπλών άλλων δράσεων ανά τον κόσμο

154

μετα-βιομηχανική παραγωγή


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

κοινωνική ζωή & πόλη

κουλτούρα του χειροποίητου

05. Συμπεράσματα - Αντί Επιλόγου

Η κοινωνική ζωή σχεδιάζεται και επανασχεδιάζεται μέσω της πόλης αλλά και ευρύτερα μέσω της πολιτισμικής παραγωγής εφόσον η πόλη αποτελεί μέρος της, δηλαδή του χώρου εκείνου που είναι κοινός και διαμοιράσιμος για τους κατοίκους, αποδεσμευμένος από την ιδέα του “διακριτού προϊόντος”, που μπορεί να καταναλωθεί ως εικόνα προσομοιωμένων αντικειμένων, αφού αγοραστεί ή πουληθεί,[229] με όρους κοινωνικής πολιτισμικής και οικονομικής αξίας για όσους κατέχουν. Γίνεται λόγος συνεπώς για έναν χώρο, ο οποίος βρίσκεται σε διαρκή διαδικασία ανασύστασης· ή έναν χώρο που “συνεχίζει να παράγει αυτούς που τον παράγουν”[230] από τα κάτω και που φιλοξενεί τις συλλογικές πρακτικές, σύμφωνα με τον de Certeau. “Οι πρακτικές του χώρου υφαίνουν όντως τις συνθήκες που καθορίζουν την κοινωνική ζωή”[231] και είναι αρμόδιες να προφυλάξουν με σεβασμό και καλή μεταχείριση (υποκειμένων και αντικειμένων), την ποιότητα και τη διαχρονικότητα, αφενός των ίδιων και αφετέρου της ευρύτερης ζωής στον πλανήτη. Στην περίπτωση του ανταλλακτικού ιματισμού, η νομαδική δικτυωμένη πρακτική του Πλήθους, επιδιώκει να επαναορίσει τα όρια της επιθυμίας ώστε να δίνεται προβάδισμα στο υποκείμενο στο πλαίσιο μιας κοινωνίας της ισότητας, της χειραφέτησης και της απελευθέρωσης του λόγου από την καταδυνάστευση. Βασικός στόχος των πρακτικών ανταλλακτικού ιματισμού είναι μέσω καθημερινών αντικειμένων οικειοποίησης, με τη συμβολή της τεχνικής και της τέχνης, να προκύψει σταδιακά η διαμόρφωση μιας επόμενης νέας χειροποίητης κουλτούρας, ικανής να [229]   βλ. Stavrides, 2016 [2018]: 329 [230]   βλ. Stavrides, 2016 [2018]: 330 [231]   (de Certeau, 1984 [2010]: 252 - 253)

155


05. Συμπεράσματα - Αντί Επιλόγου

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

επιφέρει νέες νοοτροπίες και νέες διαδικασίες κοινωνικά δικτυωμένες, στο πλαίσιο δίκαιης οικολογικής συμβατότητας. Η κοινή επιθυμία μπορεί να έχει κατεύθυνση τη μεταρρύθμιση της καπιταλιστικής ανάπτυξης που έχει ως προαπαιτούμενο πολλές ορατές και αόρατες εξουσίες.

θέματα περαιτέρω διερεύνησης Αντί επιλόγου

Από την παραπάνω διαδικασία εμπειρικής και θεωρητικής ταυτόχρονης έρευνας δε λείπουν οι περιγραφές των πολιτιστικών και κοινωνικών φαινομένων, κάτι που θεωρούμε πως είναι χρήσιμο για τον εντοπισμό των δυσλειτουργιών της κοινωνικής δομής με στόχο τον εντοπισμό και τον επανα-σχεδιασμό καθημερινών σχεσιακών μοντέλων. Οι ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες ή αλλιως Digital Humanities (DH) αποτελούν πεδίο μελέτης που ερευνά και πειραματίζεται με εφευρέσεις, οι οποίες σχετίζονται με τη διασταύρωση της πληροφορικής και τους κλάδους των ανθρωπιστικών επιστημών. Περιλαμβάνει έρευνα, ανάλυση, σύνθεση και παρουσίαση πληροφοριών με χρήση ηλεκτρονικών μέσων, όπως επίσης σχεδιασμό φαντασιακών κόσμων-πόλεων. Η σύνδεση της επιστήμης της Ανθρωπολογίας με το σχεδιασμό της πόλης είναι άρρηκτη. Η Αρχιτεκτονική μελετά τις ανθρώπινες ανάγκες και κινήσεις σε πολλαπλά επίπεδα και δεν περιορίζεται στα καθιερωμένα δομιστικά ιδεώδη. Μάλιστα, σε συνδυασμό με την εκτενή χρήση της τεχνολογίας οι κοινωνικές επιστήμες επιτυγχάνουν την καλύτερη κατανόηση του ατόμου μέσω κάποιου είδους προσομοίωσης που πραγματώνεται με τη συμμετοχή του στους δυνητικούς κόσμους των παιχνιδιών. Η φαντασία του σχεδιαστή πρέπει να επιτρέψει τη φαντασία του χρήστη156

ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες

φαντασία


διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

05. Συμπεράσματα - Αντί Επιλόγου

κατοίκου να ανθίσει. “Για να απολαύσει κανείς την αρχιτεκτονική, πρέπει να ταξιδέψει με συνοδοιπόρο τη φαντασία που θα κάνει τις φαντασιώσεις πραγματικότητα”[232].

εικονικοί κόσμοι

Πιο συγκεκριμένα, μη πραγματικοί, εικονικοί κόσμοι [virtual worlds], από τη μία λειτουργούν ως παιχνίδια για το χρήστη και από την άλλη ορίζουν το πεδίο μελέτης και δράσης των ατόμων, έξω από την πραγματική ζωή. Ο χρήστης μιας τέτοιας πλατφόρμας μπαίνει στη διαδικασία να υπάρξει ως Άλλος, υιοθετώντας με έναν τρόπο την έννοια της περσόνας. Ο ίδιος, ως Άλλος, πολεμάει, μιλάει, συναναστρέφεται άλλους ήρωες του παιχνιδιού, οργανώνει αγοραπωλησίες, μάχες κτλ και ορίζει, αλλά και ορίζεται εικονικά από έναν ψηφιακό προσομοιωμένο κόσμο που μοιάζει πιο αληθινός, από αυτόν του “έξω”, μιας και μπορεί να δρα πίσω από το προσωπείο της περσόνας. Η μελέτη της ζωής πίσω από την οθόνη, οι συλλογικότητες που δημιουργούνται, καθώς και η κοινωνική συμπεριφορά του ατόμου σε κάτι “επουσιώδες” όπως ένα παιχνίδι, δίνουν τη δυνατότητα από τη μία στους Αρχιτέκτονες να σχεδιάσουν και από την άλλη στους Ανθρωπολόγους να ερευνήσουν το αντικείμενο μελέτης, αντλώντας στοιχεία για μία επερχόμενη σύγκριση μεταξύ πραγματικής και εικονικής [virtual] πραγματικότητας σε κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο. Όπως σχεδιάζονται παιχνίδια για επιστημονικούς σκοπούς, προκειμένου να κατανοήσει κανείς καλύτερα τα σύγχρονα υποκείμενα, έτσι επιδιώκονται και ποικίλες πρακτικές τέχνης και συλλογικές δράσεις με σκοπό αφενός την κατανόηση και αφετέρου τον ουσιαστικό σχεδιασμό μιας πόλης, μιας κοινωνίας σε εξέλιξη. Όπως γίνεται λόγος για [232]   μετάφραση γράφοντος (Ábalos, 2001: 11)

157


05. Συμπεράσματα - Αντί Επιλόγου

διαδικασιεσ μεταστροφησ του εαυτου : νομαδικεσ πρακτικεσ ανταλλακτικου ιματισμου

το ρούχο και την επαναχρησιμοποίησή του, έτσι και ο χώρος οφείλει να σχεδιάζεται και να επανασχεδιάζεται μέσα από τα υποκείμενα που τον βιώνουν. Σημειώνεται πως ο ανταλλακτικός ιματισμός δεν αποτελεί αυτοσκοπό, ούτε αντικαταστάτη του καταναλωτισμού. Πρόκειται για έναν τρόπο να αλλάξει η ισχύουσα μικροδομή σε τοπικό επίπεδο στην πόλη, με σκοπό να εξυπηρετηθούν πιο άμεσα και πιο αποτελεσματικά τα υποκείμενα, χωρίς τις αδικίες, τα αδιέξοδα ή τα τραύματα που οξύνει η μαζοποίηση, αλλά από την άλλη πλευρά και ο ελιτισμός. Με τον τρόπο αυτό προσπερνώνται όρια και μεταστρέφονται εαυτοί, υπό το πρίσμα μιας ενιαίας νομαδικής ύπαρξης “για την ώρα” στο “εδώ και τώρα”· ύπαρξης που θα αλλάξει το κοινωνικό-γίγνεσθαι και που χωρίς συλλογικό μόχθο, συνθηκολογεί με το αδύνατο.[233] Κάποια στιγμή οφείλουμε ως υποκείμενα της πόλης να κάνουμε επιλογές που θα επιφέρουν θετικά αποτελέσματα για τις ζωές όλων μας. Αντί να αφήνουμε τις ανάγκες μας να προσδιορίζονται και να χειραγωγούνται από επιθυμίες που προστάζει το Κεφάλαιο, οφείλουμε να κάνουμε την αλλαγή, να επιλέξουμε τους τρόπους ζωής μας. Αν αναλάβουμε δράση σχεδιάζοντας ανοικτά, οι επιλογές μας, μπορούν να λαμβάνουν μορφή και έτσι να αλλάζουν την υπάρχουσα κατάσταση τοπικά κι ενδεχομενικά και όχι κλειστά και τελεσίδικα. Το σημαντικό όμως είναι να κάνουμε μια επιλογή πιο κοντά στην αλλαγή. Διότι από τη στιγμή που δεν επιλέγουμε τίποτε, “όλα παραμένουν πιθανά”! “If you mix the mashed potatoes and sauce, you can’t separate them later. It’s forever. The smoke comes out of Daddy’s cigarette, but it never goes back in. We cannot go back. That’s why it’s hard to choose. You have to make the right choice. As long as you don’t choose, everything remains possible.”[234] [233]  “Χωρίς το μόχθο της συλλογικής κοινωνικής οργάνωσης σε μεγάλη κλίμακα, η διακήρυξη της επιθυμίας για παγκόσμια αλλαγή δεν είναι τίποτα παραπάνω από ευσεβής πόθος.” (Cubonics, 2015: 17) [234]   βλ. Φιλμογραφία, Mr Nobody (2009)

158

σχεδιασμός & επανασχεδιασμός

επιλογή


— Αθανασίου, Α. (2007). Ζωή στο όριο: Δοκίμια για το σώμα το φύλο και τη βιοπολιτική. Αθήνα: Εκκρεμές. — Agamben, G., Bakhtin, Μ., Balsamo, et al. (2004). Τα όρια του σώματος: Διεπιστημονικές προσεγγίσεις. (Κ. Αθανασίου, Κ. Καψαμπέλη, Μ. Κονδύλη & Θ. Παρασκευόπουλος, μετ.). Αθήνα: Νήσος. — Arendt, H. (1958 [1986]). Η ανθρώπινη κατάσταση (Vita Activa). (Σ. Ροζάνης & Γ. Λυκιαρδόπουλος, μετ.). Αθήνα: Γνώση. — Βαΐου, Ν. (2002). Δημόσιο/Ιδιωτικό: Στερεότυπα φύλου και αποκλεισμοί στην πόλη. Αρχιτέκτονες, Τεύχος 34, σ.σ. 70-73. — Βαΐου, Ν. (2009). Οι πόλεις των “Άλλων”: Καθημερινές Πρακτικές και Συγκρότηση του δημόσιου Χώρου. Αθήνα: Νήσος. — Βαΐου, Ν. & Στρατηγάκη. Μ. (2009). φύλο@ερευνα: Κείμενα θεωρίας του φύλου από τη Γερμανία. Αθήνα: Μεταίχμιο. — Bauman, Z. Σπαταλημένες ζωές: Οι απόβλητοι της Νεοτερικότητας. (Μ. Καρασαρίνης, μετ.). Αθήνα: Κατάρτι. — Bataille, G. (1949 [2010]). Το καταραμένο απόθεμα. (Λ. Λυμπεροπούλου, μετ.). Αθήνα: Futura. — Bourdieu, P. (1979 [2002]). Η Διάκριση: Κοινωνική Κριτική της Καλαισθητικής Κρίσης. (Κ. Καψαμπέλη, μετ.). Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη. — Bourriaud, N. (2001 [2015]). Μεταπαραγωγή: Η κουλτούρα ως σενάριο: πώς η τέχνη επαναπρογραμματίζει τον κόσμο. (Δ. Γκινοσάτης, μετ.). Αθήνα: Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. — Baudrillard, J. (1972 [2011]). Η κανονιστική ηθική των αντικειμένων: λειτουργία - σημείο και ταξική λογική. (Κ. Σπηλιώτης, μετ.). Αθήνα: Alloglotta. — Butler, J. (1990 [2009]). Αναταραχή φύλου: Ο Φεμινισμός και η ανατροπή της ταυτότητας. (Γ. Καράμπελας, μετ.). Αθήνα: Αλεξάνδρεια. — Calvino, I. (1972 [2003]). Οι αόρατες πόλεις: Αφήγημα. (Α. Χρυσοστομίδης, μετ.). Αθήνα: Καστανιώτη. — Carlson, M. (1996 [2014]). Performance: Μια κριτική Εισαγωγή. (Ε. Ράπτου,

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Βιβλιογραφία στα ελληνικά

159


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ 160

μετ.). Αθήνα: Παπαζήση. — Cubonics, L. (2015). Το μανιφέστο του Ξενοφεμινισμού: Μία πολιτική για την Αλλοτρίωση. (Α. Δημητρίου, μετ.). Εξάρχεια: Τοποβόρος. — Day J.F., R. (2005 [2011]). Το τέλος της Ηγεμονίας: Αναρχικές Τάσεις στα Νεότατα Κοινωνικά Κινήματα. Αθήνα: Ελευθεριακή Κουλτούρα. — de Beauvoir, S. (1949 [2009]). Το δεύτερο φύλο. (Τ. Κωνσταντίνου, μετ.). Αθήνα: Μεταίχμιο. — de Certeau, M. (1984 [2010]). Επινοώντας την καθημερινή πρακτική: η πολύτροπη τέχνη του πράττειν. (K. Καψαμπέλη, μετ.). Αθήνα: Σμίλη. — Deleuze, G. & Guattari, F. (1972 [2016]). Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια: 1. Ο Αντι-οιδίπους. (Β. Πατσογιάννης, μετ.). Αθήνα: Πλέθρον. — Deleuze, G. & Guattari, F. (1980 [2017]). Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια: 2. Χίλια Πλατώματα. (Β. Πατσογιάννης, μετ.). Αθήνα: Πλέθρον. — Δημητρακάκη, Α. (2013). Τέχνη και Παγκοσμιοποίηση: Από το μεταμοντέρνο σημείο στη βιοπολιτική αρένα. Αθήνα: Εστία. — Dolto, F. (1984 [2011]). Η ασυνείδητη εικόνα του σώματος. (Ε. Κούκη, μετ.). Αθήνα: Εστία. — Eco, U. (1977 [1994]). Πώς γίνεται μία διπλωματική εργασία: Υλικά 2. (Μ. Κονδύλη, μετ.). Αθήνα: Νήσος. — Elias, N. (1939 [1997]). Η εξέλιξη του Πολιτισμού: ήθη και κοινωνική συμπεριφορά στη νεότερη Ευρώπη (Τόμος Α). (Ε. Βαϊκούση, μετ.). Αθήνα: Νεφέλη. — Fischer-Lichte, E. (1999 [2013]). Θέατρο και μεταμόρφωση: Προς μία νέα αισθητική του επιτελεστικού. (Ν. Σιουζουλή, μετ.). Αθήνα: Πατάκης. — Genette, g. (1982 [2018]). Παλίμψηστα: Η Λογοτεχνία δευτέρου βαθμού. (Β. Πατσογιάννης, μετ.). Αθήνα: ΜΙΕΤ (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης). — Goffman, E. (1959 [2006]). Η παρουσίαση του εαυτού στην καθημερινή ζωή. (Μ. Γκόφρα, μετ.). Αθήνα: Αλεξάνδρεια. — Goffman, E. (1963 [2001]). Στίγμα: Σημειώσεις για τη διαχείριση της


— Heidegger, M. (1969 [2006]). Η τέχνη και ο χώρος. (Γ. Τζαβάρας, μετ.). Αθήνα: Ίνδικτος. — Irigaray, L. (2002 [2007]). Ο δρόμος της αγάπης. (Γ. Καρανάσιος, μετ.). Αθήνα: Αλεξάνδρεια. — Κατσικανά, Μ. (2013). Η χωρική διαλεκτική των έμφυλων σχέσεων: η έμφυλη διαφορά στον αστικό χώρο: Η περίπτωση του κέντρου της Αθήνας. (Διπλωματική Εργασία). Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος. — Latouche, S. (2006 [2008]). Το στοίχημα της απο-ανάπτυξης. (Χ. Σαρίκα, μετ.). Θεσσαλονίκη: Βάνιας. — Lefebvre, H. (1974 [1977]). Δικαίωμα στην πόλη. (Κ. Λωραίν & Π. Τουρνικιώτης, μετ.). Αθήνα: Παπαζήση. — Μαρνελάκης, Γ. (2003). Μεταλλαγές των ιδεών για την έννοια του φύλου: Χαρτογραφώντας δύο Θεωρητικές Μετατοπίσεις. Αθήνα: αδημοσίευτο άρθρο. — Massey, D. (2001). Φιλοσοφία και πολιτικές της χωρικότητας.(Α. Πάτσου, μετ.).(δίγλωσση έκδοση). Αθήνα: Παπασωτηρίου. — Massey, D. (1994 [2011]). Ευέλικτος σεξισμός. Kompreser, Μεταφρασμένα, Τεύχος 1. Ανακτήθηκε 20 Ιανουαρίου, 2021 από https:// kompreser.espivblogs.net/2011/04/02/eveliktos-sexismos-massey/ — Μαστρογεωργοπούλου, E. (2020). Το Κενό ως Κοινό: το αστικό κενό ως δυνητικό πεδίο μεταστροφής της πόλης και της κοινωνίας. (Μεταπτυχιακή εργασία: τομέα Σχεδιασμός-Χώρος-Πολιτισμός). Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Ε.Μ.Π., Αθήνα. — Mauss, M. (1925 [1999]). Το Δώρο: Μορφές και λειτουργίες της Ανταλλαγής. (Σ. Δημητρίου, μετ.). Αθήνα: Καστανιώτης. — Merleau-Ponty, M. (1945 [2016]). Φαινομενολογία της αντίληψης. (K. Καψαμπέλη, μετ.). Αθήνα: Νήσος. — Μίχα, Ε. (2008). Η τεχνική της ανάλυσης περιεχομένου: Εισαγωγικές επισημάνσεις. Αθήνα: αδημοσίευτο άρθρο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

φθαρμένης ταυτότητας. (Δ. Μακρυνιώτη, μετ.). Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

161


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ 162

— Μίχα, Ε. (2014). Κυρίαρχες νοηματοδοτήσεις και αθέατοι ( ενδιάμεσοι ) χώροι, Η Αυγή: Αναγνώσεις, αφιέρωμα Δημόσιος χώρος και τοπικότητα. — Norberg-Schulz, C. (1980 [2009]). Genius Loci - Το πνεύμα του τόπου: Για μία Φαινομενολογία της Αρχιτεκτονικής. (Μ. Φραγκόπουλος, μετ.). Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π. — Ντάφλος, Κ. (2015). Επιτελεστικές πρακτικές τέχνης: Διαδικασίες συγκρότησης κοινών τόπων: δρώντα πρόσωπα. Αθήνα: Εκδόσεις Κάλλιπος. — Ordine, N. (2013 [2014]). Η χρησιμότητα του άχρηστου: Μανιφέστο, Με ένα δοκίμιο του Abraham Flexner. (Α. Χρυσοστομίδης, μετ.). Αθήνα: Άγρα. — Pessoa, F. (1982 [1997]). Το βιβλίο της Ανησυχίας (4η έκδοση): του Μπερνάρντο Σουάρες βοηθού λογιστή στη Λισαβόνα. (Α. Σπυράκου, μετ.). Αθήνα: Αλεξάνδρεια. — Pessoa, F. (2003 [2005]). Marginalia: Αφορισμοί και Αποφθέγματα. (Μ. Παπαδήμα & Χ. Βλαβιανός, μετ.). Αθήνα: Gutenberg. — Πικιώνης, Δ. (1985 [2014]). Κείμενα. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. — Schechner, R. (2006 [2011]). Θεωρία της Επιτέλεσης. (Ν. Κουβαράκου, μετ.). Αθήνα: Τελέθριον. — Sennett, R. (1997 [2011]). Ο τεχνίτης. (Β. Τομανάς μετ.). Θεσσαλονίκη: Νησίδες. — Sennett, R. (2012 [2015]). Μαζί. (Β. Τομανάς μετ.). Θεσσαλονίκη: Νησίδες. — Σινοπούλου, Ρ. & Τζιρτζιλάκη, Ε. (2018). Νομαδική Αρχιτεκτονική: Περπατώντας σε ευάλωτα τοπία. Αθήνα: futura. — Sinoué, G. (2000 [2006]). Στην αυγή μιας νέας εποχής. (Β. Κοκκίνου, μετ.). Αθήνα: Ψυχογιός. — Stavrides, S. (2016 [2018]). Κοινός Χώρος: Η πόλη ως τόπος των κοινών. (Δ. Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος, μετ.). Βριλήσσια: Angelus Novus. — Σχινά, Κ. (2014). Καλή και ανάποδη: ο πολιτισμός του πλεκτού. Αθήνα: Κίχλη.


— Ábalos, I. (2001). The good life: A guided visit to the houses of Modernity. (P. Hammond, trans.). Barcelona: GG Publications. — Αυγητίδου, Α. (2019). Performance Art: The basics. A beginner’s course guide. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. — Bakhtin, M. (1965 [1984]). Rabelais and his world. (H. Iswolsky, trans.). Bloomington: Indiana University Press. — Baudrillard, J. (1981 [1994]). Simulacra and Simulation: The body in theory: Histories of Cultural Materialism. (S. Faria Glaser, trans.). Michigan:University of Michigan Press. — Benjamin, W. (1934 [1999]). Selected writings: Volume 2, Part 2,1931-1934. (R. Livingstone, et al., trans.). Cambridge, Massachusetts, and London: The Belknap Press of Harvard University Press. — Braidotti, R. (1994). Nοmadic Subjects: Εmbodiment and sexual difference in contemporary feminist theory. New York: Columbia University Press. — Csordas, T. (1997). Embodiment and Experience: The existential ground of culture and self. American Ethnologist, 24 (4), pp. 940-941. doi: 10.1525/ ae.1997.24.4.940 — Deleuze, G. (1953-1974). Desert Islands and Other texts. USA: Semiotext(e). — Dezeuze, A. (2012). The ‘do-it-yourself’ artwork: Participation from Fluxus to new media. Manchester, New york: Manchester University Press. — Fletcher, K. (2008 [2014]). Sustainable Fashion and Textiles: Design Journeys (Second Edition). London, New York: Routledge. — Fogg, M. (2013). Fashion: The whole story. London: Thames & Hudson Ltd. — Grosz, E. (1994). Volatile Bodies: Toward a Corporeal Feminism. Bloomington: Indiana University Press. — Haraway, D. (1991). Simians, Cyborgs, and Women: The Reinvention of Nature. New York: Routledge. — Hardt, M. & Negri, A. (2000). Empire. London: Harvard University Press.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Βιβλιογραφία στα αγγλικά

163


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ 164

— Hayles, K. (1999). How We Became Posthuman: Virtual Bodies in Cybernetics, Literature, and Informatics. Chicago: University of Chicago Press. — Irigaray, L. (1977 [1985]). The sex which is not one. (C. Porter, trans.). Ithaca, New York: Cornell University Press. — Kristeva, J. (1980 [1982]). Powers of Horror: An Essay on Abjection. (L. S. Roudiez, trans.). New York: Columbia University Press. — Kwon, M. (2004). One place after another: Site specific Art and Locational Identity: Cambridge, Massachusetts: The Massachusetts Institute of Technology Press. — Lynch, K. (1959). The Image of the city. USA: The Massachusetts Institute of Technology Press. — Minh-ha, T. (1989). Woman, Native, Other: Writing Postcoloniality and Feminism. Bloomington: Indiana University Press. — Navas, E. (2012). Remix Theory: The aesthetics of sampling. (Ph.D.). University of Bergen, Norway. — Phelan, P. (1993 [2005]). UNMARKED: The politics of performance. London: Taylor & Francis e-Library. — Solà-Morales, M. (1994 [2002]). Cidades cortadas: Cut cities, Formas urbanas: Urban shapes. Porto: Asa, pp. 28-37. BFP HC 711.4(469.121)/ FER/83679 — von Busch, O. (2008). FASHION-able: hacktivism and engaged fashion design. (Ph.D. Thesis). School of Design and Crafts (HDK) Faculty of Fine, Applied and Performing Arts University, Gothenburg. — Palmas, K. & von Busch, O. (2006). Abstract Hacktivism: The Making of a Hacker Culture. London, Istanbul: Lighting Source UK Ltd.


— Μπαμπινιώτης, Γ. (2005). Λεξικό της Νέας ελληνικής Γλώσσας: Ερμηνευτικό, ορθογραφικό, ετυμολογικό, συνωνύμων- αντιθέτων, κυρίων ονομάτων, επιστημονικών όρων, Ακρωνυμίων. (2η έκδοση, Β’ ανατύπωση εμπλουτισμένη). Αθήνα: Κέντρο λεξικολογίας Ε.Π.Ε. — Τεγόπουλος-Φυτράκης. (2007). Μείζον ελληνικό λεξικό: Ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό, συνωνύμων, αντιθέτων, αρκτικόλεξων, κύριων ονομάτων. Αθήνα: Τεγόπουλος-Φυτράκης. — Η ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια για θέματα φύλου ΦυλοΠαιδεία, προς εξυπηρέτηση της πανεπιστημιακής κοινότητας, ΕΚΠΑ. Ανακτήθηκε 10 Ιουνίου, 2021, από http://www.fylopedia.uoa.gr/

Ιστοσελίδα — Μηλιώτη, Ρ. & Πάτρα, Λ. (2020). Feet-in Room. πλατφόρμα ανταλλακτικού ιματισμού που δημιουργήθηκε στα πλαίσια του μαθήματος: Ε.Θ. Πλαστικής 8,τμήμα Αρχιτεκτόνων μηχανικών Ε.Μ.Π. επιβλέπων: Ντάφλος, Κ. Ανακτήθηκε 17 Ιουνίου, 2021, από https://feetinroom.wixsite.com/2020

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Λεξικά-Εγκυκλοπαίδειες

165


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ 166

Φιλμογραφία — Laemmle, C. Jr., & Whale, J. (1931). Frankenstein. [Κινηματογραφική ταινία]. Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής: Universal Studios. — Chaplin, C. (Producer & Director). (1940). The Great Dictator. [Κινηματογραφική ταινία]. Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής: Charles Chaplin Film Corporation. — Ponti, C., & Bolt, R. (1965). Doctor Zhivago. [Κινηματογραφική ταινία]. Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής: Metro-Goldwyn-Mayer. — Rudin, S. et al., & Weir, P. (1998). The Truman Show. [Κινηματογραφική ταινία]. Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής: Paramount Pictures. — Godeau, P., & Van Dormael, J. (2009). Mr nobody. [Κινηματογραφική ταινία]. Καναδάς, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία: Pan-Européenne. — Almodóvar, A., & Almodóvar, P. (2011). Το δέρμα που κατοικώ. [Κινηματογραφική ταινία]. Ισπανία: El Deseo S.A. — Macdonald, A., Reich, A., & Garland, A. (2014). Ex Machina. [Κινηματογραφική ταινία]. Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής: D, Film4. — Freeman, M., McCreary, L., & Younger, J. (Producer & Director). (2016). Η ιστορία του θεού με τον Morgan Freeman. [Σειρά Ντοκιμαντέρ]. Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής: National Geographic Channel, Revelations Entertainment. — Gardner, D. et al., & Joon-Ho, B. (2017). Okja. [Κινηματογραφική ταινία]. Νότια Κορέα & Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής: Plan B Entertainment, Lewis Pictures, Kate Street Picture Company, Netflix. — Guiney, E., & Λάνθιμος, Γ. (Producer & Director). (2017). Ο θάνατος του ιερού ελαφιού. [Κινηματογραφική ταινία]. Ιρλανδία - Μ.Βρετανία: , Element Pictures Film4 et al. — Parfitt, D., Livi, J-L. et al. & Zeller, F. (2020). The Father. [Κινηματογραφική ταινία]. Γαλλία - Μ.Βρετανία: Les Films du Cru, Film4, Orange Studio et al.


Εικόνα Εξωφύλλου. Meeussen, V. (1950-1959). Waving Laundry [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://thephotoregistry.tumblr.com/post/162246242721/ victor-meeussen [επεξεργασμένη] 01. _σ.12. Πάτρα, Λ. (2019). Interrelated system of the city nuclei [επεξεργασμένα]

[Σκίτσα].

02. _σ.31. 1. Πάτρα, Λ. (2019). Shelter Section [Σκίτσο]. _σ.31. 2. Πάτρα, Λ. (2019). Diagonal Section [Σκίτσο]. [επεξεργασμένο] _σ.32. The Truman Show. (1998). [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://www.cinemagazine.gr/arxiki_tainies/arthro/truman_show_review-131028263/ _σ.33. 1. The Truman Show. (1998). [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://www. cinemagazine.gr/arxiki_tainies/arthro/truman_show_review-131028263/ _σ.33. 2. The Truman Show. (1998). [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://dbknews.com/2016/06/08/essay-the-truman-show-movie/ _σ.41. Πάτρα, Λ. (2020). Private - public [Σκίτσο]. _σ.42. 1. Okja. (2017). [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://mubi.com/notebook/posts/review-some-pig-bong-joon-ho-s-okja _σ.42. 2. Okja. (2017). [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://cinefex.com/blog/ okja/ _σ.43. Sadat, A. (2019). This is Gender project: Lake Elementaita. [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://www.theguardian.com/artanddesign/gallery/2020/mar/02/this-is-gender-photography-competition-in-pictures _σ.44. 1. Erasmus, D. (1530). [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από Elias,1939 [1997]: 270. _σ.44. 2. Delasalle, S.P. (1729). [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από Elias,1939 [1997]: 271. _σ.44. 3. Hoque, M. (2012). Lost in movement [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://www.flickr.com/photos/therealmoeysphotography/6819719654 _σ.55. Alÿs, F. (2008). Don’t Cross the Bridge Before You Get to the River [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://francisalys.com/dont-cross-the-bridgebefore-you-get-to-the-river/ _σ.56. Μπουρνιάς, Γ. (2016). Terre [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από http://www. nomasmagazine.com/terre/ _σ.57. 1., 2. Alÿs, F. (2002). When Faith Moves Mountains (still) [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://publicdelivery.org/francis-alys-when-faith-movesmountains/ [επεξεργασμένη] _σ.57. 3. Simion, F. (2012). The doppelganger [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Εικόνες

167


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ 168

https://www.saatchiart.com/art/Photography-The-doppelganger-Limited-Edition-of-10/681215/6617081/view [επεξεργασμένη] _σ.58. Feet-in Room. (2020). Exchange procedure [Εικόνες]. 03. _σ.72. Πάτρα, Λ. (2020). Pessoa [Σκίτσο]. [επεξεργασμένο] _σ.73. 1., 2., 3. Pessoa, F. (2021). Horoscopes [Σκίτσα]. Ανακτήθηκε από http://www.bnportugal.gov.pt/index.php?option=com_content&view=article&id=239%3Amanuscritofernandopessoa&catid=49%3Aaquisicoes&Itemid=259&lang=pt _σ.73. 4. Matisse, H. (1952). Blue Nude II [Έργο]. Ανακτήθηκε από https:// www.moma.org/audio/playlist/6/316 [επεξεργασμένο] _σ.74. Πάτρα, Λ. (2020). Υποκειμενική πολλαπλότητα [Σκίτσο]. _σ.74-75. Ex Machina. (2014). [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://www. screendaily.com/awards/the-vfx-of-ex-machina/5098542.article _σ.75. Πάτρα, Λ. (2021). Fragile [Σκίτσο]. [επεξεργασμένο] _σ.88. 1. Πάτρα, Λ. (2021). Ματιές [Σκίτσο]. _σ.88-89. 2.-7. Uknown artist. (2021). Marble eyes [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://saveourminds.tumblr.com/post/654168490059726848 _σ.89. Πάτρα, Λ. (2021). Μηχανισμός όρασης [Σκίτσο]. _σ.90. Τομπολίδης, Κ. (2020). Pink Series #1 [Έργο]. Ανακτήθηκε από https:// www.kiriakostompolidis.com/ _σ.90-91. Τομπολίδης, Κ. (2020). Pink Series #2 [Έργο]. Ανακτήθηκε από https://www.kiriakostompolidis.com/ _σ.91. Τομπολίδης, Κ. (2021). Toxic Masculinity [Έργο]. Ανακτήθηκε από https://www.kiriakostompolidis.com/ _σ.92. Feet-in Room. (2020). Clothing [Εικόνες]. _σ.101. Bellemane, D. (2019). This is Gender project: Life Partners. [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://www.theguardian.com/artanddesign/gallery/2020/mar/02/this-is-gender-photography-competition-in-pictures _σ.102. 1. Porodina, E. (2021). Maggie Maurer for Dazed Magazine. [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://anneofcarversville.com/fashion/2021/2/28/maggie-maurer-elizaveta-porodina-dazed _σ.102. 2. Schiele, E. (1914). Standing male figure (self-portrait). [Έργο]. Ανακτήθηκε από https://www.tate.org.uk/ whats-on/tate-liverpool/exhibition/life-motion-egon-schielefrancesca-woodman/five-things-know-egon?fbclid=IwAR1iDXbpv0DaiPkXhVtNoiA1TWFYoL3-eHyo11MczMJLJBZwbBajwdh2fc4 _σ.103. 1. Doulis, E. (2020-2021). Amo. [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://heliasdoulis.com/portfolio-items/amo/ _σ.103. 2. Weston, E. (1936). Nude on sand, Oceno. [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://www.metmuseum.org/art/collection/search/269904


04. _σ.116. Πάτρα, Λ. (2020). Μασκαράτα [Σκίτσο]. [επεξεργασμένο] _σ.117. 1. Sherman, C. (2000). Untitled #359 [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://artblart.com/tag/cindy-sherman-untitled-359/ _σ.117. 2. Sherman, C. (2000). Untitled #355 [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://www.glenstone.org/artist/cindy-sherman/ _σ.118. 1. Ulay, H. (1972). Polaroid anagrams [Έργο]. Ανακτήθηκε από https://www.martagnyp.com/interviews/ulay.php _σ.118. 2. Yamamoto, K. & Bowie, D. (2013). Tokyo Pop Jumpsuit [Έργο]. Ανακτήθηκε από https://www.dezeen.com/2020/07/29/japanese-fashion-designer-kansai-yamamoto-dies-at-76/ _σ.119. Humphries, B. (2016). As Dame Edna [Έργο]. Ανακτήθηκε από https://www.theargus.co.uk/news/14353563.Upset_as_Dame_Edna_Everage_star_Barry_Humphries_cancels_visit_to_over_50s_club_in_Eastbourne/ _σ.120. 1. Φραγκογιάννη, Ι. (2019). Lilly’s broken tooth. [Εικόνα]. _σ.120. 2. Φραγκογιάννη, Ι. (2018). Chraja Panas. [Εικόνα]. _σ.132. Πάτρα, Λ. (2021). Circle of life [Σκίτσο]. [επεξεργασμένο] _σ.132.-133. Πάτρα, Λ. (2018). η πολλαπλότητα της παντόφλας [Σκίτσο]. [επεξεργασμένο] _σ.133. Πάτρα, Λ. (2017). Θαλάσσιος Σκίουρος [Έργο]. [επεξεργασμένο] _σ.134. Studio Orta. (1995). Identity + Refuge Workshop [Έργο]. Ανακτήθηκε από https://www.artspace.com/magazine/interviews_features/book_re-

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

_σ.103. 3. Μπαλάσκα, Α. (2021). Hunger. [Εικόνα]. _σ.103. 4. Φραγκογιάννη, Ι. (2019). Captivation. [Εικόνα]. _σ.103. 5. Moore, H. (1973). Four Reclining Figures from Homage to Picasso (Hommage à Picasso). [Έργο]. Ανακτήθηκε από https://www.moma.org/ collection/works/60232?fbclid=IwAR0LzV6AJJ_ZRSEvCG4lYaK9DP0JabaxB8YOGPyVartaqkYpL3SAzL8peaQ _σ.103. 6. Ray, M. (1933). Minotaur. [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://www. moma.org/collection/works/283899 _σ.103. 7. Μπούγας, Σ. (2020). Paradox. [Εικόνα]. _σ.103. 8. Yamamoto, M. (2001). Nakazora Series. [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από http://mamm-mdf.ru/en/exhibitions/box-of-ku/ _σ.103. 9. Φραγκογιάννη, Ι. (2017). Virgin Suicides. [Εικόνα]. _σ.104. Winfield, P. (2016). Portraits. [Έργο].Ανακτήθηκε από http://www. patrickwinfield.com/photo-composites

169


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ 170

port/lucy_orta_and_nicolas_bourriard-54946 _σ.145. 1. Studio Orta. (2012). Nexus Architecture [Έργο]. Ανακτήθηκε απόhttps://www.studio-orta.com/en/artwork/18/Nexus-Architecture-x-25-Nexus-Type-Operation _σ.145. 2. Clandestine Insurgent Rebel Clown Army (CIRCA). (2005). [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://www.flickr.com/photos/doublegrub/23113034 _σ.146 -147. Patagonia warable new & reused. (2021). [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από https://www.patagonia.com/shop/ _σ.148. von Busch, O. (2021). Reform Manual (sweater + jacket) [Εικόνα]. Ανακτήθηκε από von Busch, 2008: 97. _σ.148 -149. Πάτρα, Λ. (2021). Hand-re-made [Σκίτσο]. [επεξεργασμένο] _σ.149. Orta, L. (2007). Pattern Book [Έργο]. [επεξεργασμένο] _σ.50. Feet-in Room. (2020). Posters [Εικόνες].


171

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ FEET-IN ROOM




174



176




















Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.