Αν κλείσεις για πέντε λεπτά τα μάτια
Νοσταλγός Greco
Αν κλείσεις για πέντε λεπτά τα μάτια
ΝΟΥΒΕΛΑ- ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ- ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Νοσταλγός Greco Αν κλείσεις για πέντε λεπτά τα μάτια Σελιδοποίηση - εξώφυλλο: Κυριάκος Μεγαλόπουλος © 2017 Θόδωρος Παυλίδης ISBN 978-960-457-866-5 Κεντρική διάθεση: 25ης Μαρτίου 51, 564 29 Ν. Ευκαρπία, Θεσσαλονίκη, τηλ. 2310649251, 2310277113 www.malliaris.gr e-mail: info@malliaris.gr Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής του έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων 2121/1993 και 100/1975, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.
αφιερώνεται Στην οικογένεια μου και σε όλους αυτούς που πίστεψαν και βοήθησαν στην δημιουργία αυτού του βιβλίου
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΕΛΑΤΗΣ Πέρασα σαν σίφουνας την πόρτα του ξενοδοχείου όπου θα παρακολουθούσα ένα δίωρο σεμινάριο που είχε σχέση με το μάρκετινγκ, τις πωλήσεις και την ψυχολογία του πελάτη. Πωλητές κάθε ηλικίας άκουγαν προσεχτικά την μονότονη φωνή του ατσαλάκωτου εισηγητή που έλεγε «για να ανθίσει μια επιχείρηση, πρέπει πάντα να επενδύουμε σε ένα μοντέλο ανάπτυξης εστιασμένο στην παράγωγη ανταγωνιστικών αγαθών και την προσέγγιση των πελατών, την σχέση πωλητή – πελάτη, τρόπους και κίνητρα, με σκοπό την αύξηση των κερδών και πάνω απ’ όλα την αξιολόγηση του πελάτη και την ψυχολογία του μέσα από τις αντιδράσεις του τα χόμπι του, πάντα με τις προτεινόμενες μεθόδους της εταιρίας». Ουφ! άρχισα να βαριέμαι, το πώς θα έπρεπε να βλέπω τον πελάτη αν θα έχει τα χέρια του ανοιχτά η σταυρωμένα, αν χασμουρήθηκε η αν ξύστηκε δεν το περίμενα. Το άλλο που το βάζεις; Να αρχίσω και το ψάρεμα στα σαράντα πέντε μου! «Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που καθορίζουν την σχέση πωλητή – πελάτη, το ερώτημα είναι αν είστε έτοιμοι να ριχτείτε στο στίβο των πωλήσεων και της παραγωγικότητας...»
Νοσταλγός Greco
Η φωνή του ατσαλάκωτου άρχισε σιγά σιγά να απομακρύνεται, ένοιωθα τα βλέφαρα μου βαριά, δεν ξέρω αν οι νέοι πωλητές του ακροατηρίου ήταν έτοιμοι να ριχτούν στον στίβο του μάρκετινγκ και των πωλήσεων εγώ σίγουρα ήμουν έτοιμος να ριχτώ στο κρεβάτι μου και να κοιμηθώ βαθιά για ατελείωτες ώρες. Μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια δουλειάς στην εστίαση και τις πωλήσεις, είχα νομίζω το δικαίωμα αυτό. Έκλεισα για πέντε λεπτά τα μάτια και αναπόλησα την δική μου ζωή φωτογραφίζοντας την ψηλόλιγνη σιλουέτα μου μόλις δεκατεσσάρων χρονών σ’ ένα από τα τετράστερα ξενοδοχεία της Χαλκιδικής. Μεγάλο μάθημα για μένα η αρχή αυτή. Άρχισα σαν βοηθός σερβιτόρου με όλες τις αγωνίες και τα χτυποκάρδια ενός πρωτάρη άγουρου και αμάθητου αγοριού. Κατάκοπος από την ορθοστασία και το τρέξιμο περίμενα να τελειώσει η βάρδια μου και μετά συνέχιζα την νυχτερινή ζωή στην disco Λαγουδέρα, που τότε ήταν το must της περιοχής και πόλος έλξης της νεολαίας. Τα άγουρα χρόνια μου μέσα στα φώτα και την μουσική, τα πρώτα μου ερωτικά σκιρτήματα... τι ωραία εποχή! Παρά την οικονομική μας άνεση στο σπίτι, είχε δίκιο τελικά ο πατέρας μου που πίστευε ότι τα αγόρια πρέπει να σκληραγωγούνται τα καλοκαίρια στην δουλειά από την μικρή τους ηλικία, για να πλάθουν καλό και υπεύθυνο χαρακτήρα. Αρκετά τολμηρό και το ρίσκο της ελευθερίας σε μία τόσο φρέσκια ηλικία. Καλή η ελευθερία, όμως η καθημερινή διασκέδασή θέλει και χρήματα. Έτσι άρχισα τον αγώνα για τα πουρμπουάρ από τους πελάτες. Από τα πρώτα μου βήματα καλλιέργησα την σχέση μου με τον πελάτη. Δεν με πείραζε καθόλου που έπρεπε να είμαι πάντα ευγενικός όσο ξενυχτισμένος και αν ήμουν, ευγενικός μέχρι δουλοπρέπειας ιδίως αν γυάλιζε πάνω στο 8
Αν κλείσεις για πέντε λεπτά τα μάτια
τραπέζι ένα καλό πουρμπουάρ. Άρχισα να μελετώ περισσότερο την ψυχολογία των πελατών και διαπίστωσα ότι ο κάθε πελάτης ήταν τελείως ξεχωριστός και αυτό το έμαθα μπορώ να πω πολύ καλά κατά την διάρκεια της δουλειάς μου. Και τα ξενύχτια καλά κρατούσαν… Ένα απόγευμα με φώναξε ο μετρ του ξενοδοχείου και μου είπε να αναλάβω στο πόστο μου, ένα δύσκολο πελάτη ο οποίος είχε μαλώσει με το μισό εστιατόριο, στρατηγός ήταν, και αμέσως το εφηβικό μυαλό μου φαντάστηκε έναν άγριο μπαμπούλα, ανικανοποίητο και γκρινιάρη. Λες να μ’ αρχίσει να βαράω προσοχές; Δεν έχω πάει και φαντάρος ακόμα…σκέφτηκα Το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο στο πλήθος που περίμενε να ανοίξει η πόρτα του εστιατορίου. Πέρασε το πρώτο κύμα και δεν φάνηκε. Μακάρι σκέφτηκα να πήγε έξω για φαγητό αλλά λίγο πριν κλείσουμε νάτος με τον μετρ και την οικογένεια του. Τους βάλαμε να καθίσουν στην μοναδική ροτόντα δίπλα στην μεγάλη τζαμαρία με θέα όλο τον κόλπο της Κασσάνδρας. Το ξενοδοχείο και το εστιατόριο ήταν χτισμένο σ’ ένα λόφο δίπλα στην θάλασσα και η θέα του ήταν μαγευτική, τα άσπρα τραπεζομάντηλα, τα ασημένια μαχαιροπίρουνα, οι βαριοί κρυστάλλινοι πολυέλαιοι σε συνδυασμό με την πάντα προσεγμένη εμφάνιση μας που κοσμούσε το μαύρο παπιγιόν, έδινε μια άλλη βαρύτητα σε όλο το σκηνικό. Ήξερα καλά ότι το κλειδί για την επιτυχία σε όλο αυτό το σκηνικό ήταν απλά ένα ζεστό και αληθινό χαμόγελο, όμοιο μ΄ αυτό που θα υποδεχόσουν σαν οικοδεσπότης έναν καλεσμένο στο σπίτι σου. Η μακρινή συγγένεια με τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου με βοήθησε από την αρχή να το δω σαν ένα δεύτερο σπίτι που αγκάλιαζε την νεανική μου καλοπέραση και δεν με κούραζε η δουλειά. 9
Νοσταλγός Greco
Δεν το έβλεπα σαν δουλειά, η λέξη δουλειά είναι μία λάθος λέξη προέρχεται από την δουλεία μόνο που σήμερα κανένας δεν μας έχει δούλους σ’ αυτό που κάνουμε, εμείς επιλέγουμε τι δουλειά θα κάνουμε και σε ποιο ξενοδοχείο θα δουλέψουμε, τουλάχιστον για τα εποχιακά επαγγέλματα οπού η προσφορά εργασίας ήταν περισσότερη από την ζήτηση, πάντα για τα καλά» χέρια» όμως. Eκνευριζόμουν όταν άκουγα γκρίνιες και ότι σε κάποιο γειτονικό ξενοδοχείο ήταν καλύτερες οι συνθήκες και τους έλεγα ότι δεν είδα κανέναν αλυσοδεμένο να τον φέρνουν στο ξενοδοχείο μας και ότι κάθε χρόνο γίνονται βιογραφικά και στα διπλανά ξενοδοχεία μόνο που αυτά είναι για ικανούς που αγαπάνε αυτό που κάνουν και δεν γκρινιάζουν από το πρωί μέχρι το βράδυ. Φόρεσα το πιο γλυκό χαμόγελο. Εκείνο που είχα μάθει από τα παιδικά μου χρόνια, σε μία εκδρομή με τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν η χαρά της γειτονιάς, ο καλός γείτονας. Ο άνθρωπος που στο φανάρι έκανε φιλίες και θα μπορούσε να πάει και διακοπές μαζί τους. Εκεί λοιπόν στην εκδρομή, κάποια κυρία από τα διπλανά καθίσματα μου πρόσφερε ένα μπισκότο. Αμήχανα ρώτησα τον πατέρα μου αν έπρεπε να το πάρω. «Αν θέλεις φυσικά και μπορείς» μου απάντησε. Αργότερα που με ρώτησε γιατί δίστασα να πάρω το μπισκότο, του είπα ότι είχαμε ακριβώς τα ίδια στην τσάντα μας. Και ενώ δεν είχα διάθεση για μπισκότο, κάτι με τράβηξε! «Άρα δεν είναι τα ίδια» μου είχε πει. Έσπαγα το κεφάλι μου να βρω την διαφορά… που υπήρχε. Υπήρχε; Μα ήταν και τα δυο Μιράντα Παπαδόπουλου, σιγά το πράγμα. Τότε ο πατέρας μου που είχε καταλάβει τον προβληματισμό μου, έσκυψε, μ ΄αγκάλιασε και μου είπε. « Αυτό το μπισκότο αγόρι μου που σε τράβηξε να το πάρεις, είχε μαζί 10
Αν κλείσεις για πέντε λεπτά τα μάτια
του ένα ζεστό χαμόγελο, μία προσφορά. Ένα χαμόγελο που έβγαινε μέσα από την ψυχή ενός ανθρώπου, το έβλεπες στα μάτια του, στην έκφραση του, στις ρυτίδες που δημιουργούσε το χαμόγελό του. Ήταν αληθινό! Έλαμπε». Θεέ μου σκέφτηκα, τόσο απλό, μα τόσο μεγάλο. Έβγαλα από την τσάντα μου τα μπισκότα. Ήθελα τα δικά μου να γίνουν ακόμη πιο νόστιμα, με τον ίδιο τρόπο που μόλις είχα μάθει. Και να σκεφτεί κανείς ότι δεν είχα και ιδιαίτερη αδυναμία στα συγκεκριμένα μπισκότα! Χώθηκα στον διάδρομο του λεωφορείου με το πιο δυνατό, ζεστό, γλυκό, παιδικό χαμόγελο. Το αποτέλεσμα εκπληκτικό. Άρχισαν να σηκώνονται για να διεκδικήσουν τα μπισκότα μου που άρχισαν να μειώνονται σημαντικά. Το πρόβλημα όμως ήρθε στο τελευταίο μιας και είχαν μείνει δύο κυρίες, αλλά μόνο ένα μπισκότο. Εκεί έβγαλα μέσα από την ψυχή μου εκτός από το χαμόγελο, μία απορία, ένα δισταγμό. Ένα βλέμμα σαν να ήθελα να τους πω, θέλω, αλλά δεν μπορώ. Δεν ξέρω πως βγήκε αλλά η μία κυρία με αγκάλιασε και μου ψιθύρισε «μ΄ αυτό το χαμόγελο είναι σαν να έχω φάει όλα τα μπισκότα του κόσμου» Έτσι απλά. Μ΄ ένα χαμόγελο! Έτσι έπρεπε να υποδεχτώ το δύστροπο στρατηγό, με το χαμόγελό που ήξερα. -Καλησπέρα σας! είπα και τράβηξα την καρέκλα για να καθίσει η γυναίκα του η οποία έδειχνε πολύ νεώτερη του. -Καλησπέρα είπε εκείνος κοφτά και πιο ευγενικά η γυναίκα του, και μου παρήγγειλαν ένα αγιορείτικο λευκό. Στράφηκα στον γιο τους που ήταν επτά η οχτώ χρονών και είπα. -Για το καλύτερο παιδί του ξενοδοχείου τι να φέρω; -Μία πορτοκαλάδα απάντησε με ύφος σοβαρό οπού εμφανώς του άρεσε που 11
Νοσταλγός Greco
του έδωσα το λόγο -Δροσερή φαντάζομαι αν δεν έχει αντίρρηση και ο μπαμπάς φυσικά. -Καμία αντίρρηση θα μας φέρεις και εμφιαλωμένο νερό Απάντησε εκείνος και έσκασε ένα μικρό χαμόγελο. Σκέφτηκα ότι έκανα μία κίνηση ματ πάνω στην αδυναμία ενός πατέρα στο παιδί του. Πόσο μάλλον ενός στρατηγού στο γιο του. Η ώρα περνούσε και εγώ προλάβαινα κάθε τους επιθυμία και αυτό μου έδινε φοβερή ικανοποίηση διότι ένοιωθα ότι νίκησα τον ανικανοποίητο και ‘’ στριμμένο’’ στρατηγό. Το τελειωτικό χτύπημα έγινε όταν πρόσφερα στον μικρό ένα σπέσιαλ παγωτό που πρόθυμα μου το παραχωρούσαν από την κουζίνα και εγώ με την σειρά μου τους έδινα κάτι για τα τσιγάρα τους! Στο τέλος με ευχαρίστησαν και έφυγαν. Όταν είδα το πουρμπουάρ που είχαν αφήσει στο τραπέζι κόντεψα να λιποθυμήσω. 900 ολόκληρες δραχμές. όταν όλος ο λογαριασμός ήταν 1100δρχ! Με κρασί παρακαλώ! Το στρόγγυλο μπουκαλάκι από το αγιορείτικο δεν ήταν για όλα τα βαλάντια, πόσο μάλλον στα ξενοδοχεία όπου οι τιμές ήταν 30% πιο ανεβασμένες από την υπόλοιπη αγορά. Το ημερομίσθιο μου τότε ήταν σ’ αυτά τα επίπεδα. -Ο άνθρωπος είναι άγιος φώναξα στους συναδέλφους που με παρακολουθούσαν. Και το καλύτερο ήταν ότι αυτό το πουρμπουάρ ήταν καθημερινό. Μέχρι να φύγει ο στρατηγός δύο χιλιάρικα με περίμεναν κάθε μέρα στο τραπέζι του. Γιατί να μην τον είχε φέρει από την πρώτη μέρα στο δικό μου πόστο έλεγα στους συναδέλφους μου. Πριν τελειώσει η σαιζόν τα πουρμπουάρ ήταν πλέον δεδομένα πολλές και φορές τους σερβίραμε και ένα ωραίο παραμύθι, μια λυπημένη ιστορία ενός ορφανού αγοριού... 12
Αν κλείσεις για πέντε λεπτά τα μάτια
χαζός ήμουν; Ο Νίκος μεγαλύτερος από εμένα είχε πάρει το μεγαλύτερο πουρμπουάρ συγκρινόμενο για πολλά καλοκαίρια λέγοντας σε μία ηλικιωμένη χωρίς παιδιά, ότι ήταν ορφανός φοιτητής και δούλευε για να σπουδάζει! Κερδίζαμε πολλά χρήματα από τα πουρμπουάρ που τις περισσότερες φορές ξεπερνούσαν το μηνιάτικο μας! Έτσι λοιπόν ο πελάτης πουρμπουάρ ήταν η αρχή της επαγγελματικής μου καριέρας.
13
Νοσταλγός Greco
Αυτό συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια, αφού και μετά το λύκειο βρέθηκα να δουλεύω τα καλοκαίρια σε ξενοδοχεία και το χειμώνα στα μπουζουξίδικα. Εκεί μαζί με την ευγένεια του ξενοδοχείου προστέθηκε και η μαγκιά της νύχτας, μια γλυκιά αλητεία όπου τον πελάτη έπρεπε να τον είχες του χεριού σου. Πολλές φορές από κάτω, ιδίως αν ήταν γένους θηλυκού και της άρεσε η περιπέτεια. Εδώ το πολύ «μάλιστα» και «ότι θέλετε» των ξενοδοχείων ήταν παρεξηγήσιμο. Έβαζες όρια στην ευγένεια «το πολύ το κυρ ελέησον το βαριέται και ο παπάς» έλεγαν χαρακτηριστικά οι άνθρωποι της νύχτας. Δεν του άφηνες ποτέ το πάνω χέρι, ο πελάτης είχε πάντα δίκιο αλλά με το δικό μας δίκαιο και τους κανόνες που βάζαμε εμείς. Άλλωστε δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς γιατί ο κόσμος εδώ έδειχνε πάντα την άσχημη πλευρά του… έπινε δύο ποτηράκια παραπάνω και εκείνη την ώρα δεν μιλούσε ο «καθώς πρέπει» γιατρός- καθηγητής- δικηγόρος. Το άτιμο το ποτό, μας κάνει να λέμε και να κάνουμε πράγματα που πολλές φορές το μετανιώνουμε η να λέμε αλήθειες βαθιά κρυμμένες μέσα μας, που ξέρουμε ότι πονάνε. Είναι πιο όμορφο να λες ένα γλυκό ψέμα, παρά μία πικρή αλήθεια. Τις περισσότερες φορές όμως δεν ήταν τα λόγια ή η συμπεριφορά που ενοχλούσε όσο ο λογαριασμός που έπρεπε να πληρωθεί. Στο πρώτο τραπέζι καθόντουσαν δυο ζευγάρια, όπου πολύ γρήγορα ήρθε το δεύτερο μπουκάλι ουίσκι. Η δίμετρη τραγουδίστρια με το υποτιθέμενο φόρεμα όπου ο σχεδιαστής με πολύ φαντασία και λίγο ύφασμα γέμιζε υποσχέσεις και φαντασιώσεις όποιον την έβλεπε, πλησίαζε συνέχεια στο τραπέζι. Για να την άκουγες ούτε λόγος να γίνεται, το μι14
Αν κλείσεις για πέντε λεπτά τα μάτια
κρόφωνο ήταν πάντα κλειστό. Η Μαρία, έβγαζε όλο το πρόγραμμα από τα καμαρίνια με το ασύρματο μικρόφωνο και φόρεμα που χρειαζόταν τουλάχιστον δύο τόπια ύφασμα για να το ράψεις. Το ύφος των αντρών παράγινε «αντρικό» άρχισαν να τραβάνε και τις λέξεις, εκείνο το «ρε παιδιά» έγινε σαν του τραυλού, τις γυναίκες άμα τις έπιανες από την μύτη θα έσκαγαν και με το δίκιο τους αφού έβλεπαν να τρέχουν τα σάλια των συνοδών τους για την τραγουδίστρια. Τα λουλούδια που έριχναν θα μπορούσαν να σηκώσουν ένα μικρό συνοικιακό μαγαζί με ρούχα, αυτά όμως δεν μας απασχολούσαν εμάς εκτός από κάποιους σερβιτόρους που γλυκοκοιτάζονταν με τις κυρίες μιας και ήταν ολίγον παραμελημένες, εμείς ανησυχούσαμε για τον λογαριασμό πάντα είχαμε προβλήματα όταν ξέφευγαν τα πράγματα. -Βρείτε μία δικαιολογία και μην ανοίγεστε άλλο -Και τι να του πούμε ότι δεν έχει λουλούδια και έχει μόνο για τα άλλα τραπέζια; -Έλα ντε κάτι πρέπει να σκεφτούμε -Να του πούμε ότι πρέπει να κλείσει ο λογαριασμός με τα λουλούδια γιατί κάποιες κοπέλες τελειώνουν τη βάρδια τους. -Δεν είναι κακή ιδέα έτσι και αλλιώς μεθυσμένοι είναι να δούμε και τις διαθέσεις τους, δεν θα το φιλοσοφήσουμε κιόλας! Έτσι και έγινε μόνο που η απάντηση περιείχε κάποια κοσμητικά επίθετα συνοδευόμενα από το ύφος του Σταλόνε στο Ρόκυ Νο1 Νο2, δεν θυμάμαι ακριβώς, πράγμα που μας έκανε να σημάνουμε συναγερμό -Μπορείτε να έρθετε λίγο στην μάρκα που σας θέλουνε; Εκεί χωρίς να του πούνε τίποτα, τον έπιασε ο «θείος» και με μία κίνηση των πέταξε στο υπόγειο δέκα δώδεκα σκαλιά περίπου… μόνο που το είδα φοβήθηκα. 15
Νοσταλγός Greco
Έγιναν όλα τόσο ξαφνικά, φοβήθηκα ότι μπορεί να είχε σκοτωθεί. Μετά κατέβηκε και ο «θείος» κάτω, εγώ είχα μείνει στήλη άλατος. «θείος» ήταν το παρατσούκλι του, το όνομα του δεν το ξέραμε. Αν σας πειράξει κανένας να μου το πείτε. Ο «θείος σας είναι εδώ» μας έλεγε χωρίς καμία δόση αστείου. Αν και είχε τα χρονάκια του, το μέγεθος του χεριού του δεν είχε σχεδόν καμία διαφορά από το κουπί μιας παλιάς ξύλινης βάρκας. Το τέταρτο που περίμενα μέχρι να τους δω να ανεβαίνουν μαζί μου φάνηκε αιώνας. Φανταζόμουν τον εαυτό μου σαν μάρτυρα στην αστυνομία, ένιωθα τύψεις που του είπα να έρθει στην μάρκα αλλά όλα αυτά έσβησαν βλέποντάς τους να ανεβαίνουν, σαν να ήταν οι καλύτεροι φίλοι, η ομιλία του δε, σαν να μην ήπιε ούτε ένα ποτηράκι, ευγενέστατος! -Σε είκοσι λεπτά θα έχω επιστρέψει να ταχτοποιήσουμε το λογαριασμό είπε στην παρέα που θα τον περίμενε. Μάλλον κάτι τέτοιο θα είχαν συμφωνήσει. Όντως ήρθε ο άνθρωπος τακτοποίησε το λογαριασμό. Με το ανάλογο «ψαλίδι» λόγω μεγάλης κατανάλωσης. Όχι μόνο μας ευχαρίστησε ήρθε και το άλλο Σάββατο και στο τραπέζι καθόταν και ο «θείος» μαζί. Μάλλον απέκτησε και άλλο ανιψάκι. Μεγάλη καρδιά αυτός ο «θείος» μας, όπου υπήρχε πρόβλημα με τους πελάτες όλους τους φρόντιζε με τα χεράκια του γι’ αυτό και τον βάφτισα πελάτη του χεριού μας, με την βοήθεια του «θείου» φυσικά.
16
Αν κλείσεις για πέντε λεπτά τα μάτια
Μία καλοκαιρινή σεζόν στα ξενοδοχεία, μου είχε γίνει μία πρόταση να βοηθάω στην κουζίνα μία φορά την εβδομάδα στον κρύο μπουφέ, τη μέρα που είχαμε Ελληνική βραδιά. Αρχικά, το είδα σαν εξασφάλιση καλύτερου φαγητού μιας και είχα μπει στο team της κουζίνας. Όποτε δεν μου άρεσε το φαγητό, έμπαινα μέσα και έφτιαχνα μια καρμπονάρα με πλούσια κρέμα γάλατος, μπόλικο μπέικον, ωμό αυγό, και ψιλοκομμένο μαϊντανό… η αγαπημένη μου!Μπορεί να μην ήταν η αυθεντική αλλά για μένα ήταν τέλεια. Πολύ γρήγορα η μαγειρική έγινε η μεγάλη μου αγάπη με ειδικότητα στην κρύα κουζίνα στις δεξιώσεις και στους μπουφέδες Δημιουργούσα τα εδέσματα, φορούσα την άσπρη στολή και ήμουν δίπλα στους πελάτες. Σ΄ αυτό βοηθούσαν εκτός από την εξωτερική μου εμφάνιση και οι γνώσεις μου από το σέρβις και ότι ήξερα καλά τι ήθελε ο πελάτης. Να είναι καλά ο σεφ που με προέτρεψε και μου έλεγε χαρακτηριστικά «μάθε τέχνη και άστηνε και άμα πεινάσεις πιάστηνε» μπορεί να μην πείνασα ποτέ αλλά είχα ξεφύγει στις γαστρονομικές απολαύσεις. Ένα χειμώνα δούλεψα σε ένα γνωστό Catering που ειδικεύονταν σε εγκαίνια καταστημάτων. Κάτι οι προσφορές που κάναμε, κάτι που θέλαμε να διαφημίσουμε την δουλειά μας στο ευρύ κοινό κατακτήσαμε την αγορά. Το ωραίο της υπόθεσης ήταν ότι άρχισα να βλέπω κάποια άτομα τύπου»όπου γάμος και χαρά η Βασίλω πρώτη»συνεχώς, και… άρχισα να τους χαιρετάω με εξέχουσα τιμή. Αν απουσίαζαν σε κάποια δεξίωση τους έβαζα και χέρι στην επόμενη δεξίωση που θα τους έβλεπα -Την προηγούμενη βδομάδα δεν σε είδα στην Παπανα17
Νοσταλγός Greco
στασίου στο μαγαζί με τα καλλυντικά -Είχα δουλειά μου απάντησε χαμογελαστά Δουλειά η σε καμιά άλλη δεξίωση σκέφτηκα. Κάνανε και παράπονα καμιά φορά. Ένας συνάδελφος ήθελε να τον αρπάξει με τις κλοτσιές κάποιον που έκανε ένα αιχμηρό σχόλιο. Πραγματικά δεν άξιζε τον κόπο. Στην ουσία πελάτες ήταν και αυτοί, εμείς πληρωνόμασταν και γι’ αυτούς. Δεν θα ξεχάσω σε μία δεξίωση -εγκαίνια σ’ ένα μαγαζί με κλιματιστικά δεν είχε την αναμενόμενη προσέλευση, και ο ιδιοκτήτης είχε πληρώσει για πολύ περισσότερα άτομα. Οι ετοιμασίες είχαν γίνει και δυστυχώς ούτε και οι τζαμπατζήδες επαρκούσαν για να καλύψουν το κενό. Τότε ως από μηχανής θεός την λύση έδωσε ο διπλανός κινηματογράφος με τη λήξη της προβολής. Εκεί να δεις γέλιο! Γάμος έγινε η δεξίωση, πανηγύρι, τέτοιο αποτέλεσμα κανένας δεν μπορούσε να το φανταστεί, τα διερχόμενα αυτοκίνητα σταματούσαν για να δουν τι γίνεται, δημιουργήθηκε μποτιλιάρισμα. Μία κωμωδία ήμασταν. Εμένα το μόνο που με τρέλαινε μ’ αυτούς τους πελάτες ήταν όταν έβλεπα την νάιλον σακούλα να γεμίζει… εκεί σταματούσαν τα αστεία. Αυτό δεν το επέτρεπα ποτέ. Σε μία δεξίωση ένας είχε πετάξει την σακούλα από ένα μπαλκόνι και φώναζε «Γιώργο βάλε και λουκανοπιτάκια για το παιδί»! Πόσο φυσιολογικό μπορούσε να το δει κάποιος; Εξέχουσα θέση λοιπόν, ο πελάτης τζαμπατζής.
18
Αν κλείσεις για πέντε λεπτά τα μάτια
Μπαίνοντας στα μισά της τρίτης δεκαετίας τις δουλειάς, βρίσκομαι με μια δική μου επιχείρηση, μια πολύ συμπαθητική ταβερνούλα στην περιοχή του Ντεπό Θεσσαλονίκης. Δίπλα σε μια πολύ παλιά ιστορική ταβέρνα. Εκεί πλέον ο πελάτης έπαιρνε άλλη διάσταση. Ούτε πάνω- ούτε κάτω. Τα πουρμπουάρ ούτε καν γύριζα να τα δω, και ας δούλευα σερβιτόρος. Τώρα πλέον ήμουνα αφεντικό τα έδινα όλα στα παιδιά, είτε ήταν σερβιτόροι είτε βοηθοί. Εκεί ο πελάτης ήταν αυτός που θα εκπλήρωνε τα όνειρα μου για τη δική μου επιχείρηση, θα στήριζε την βιωσιμότητα της. Έχοντας ένα σωρό υποχρεώσεις που δεν μπορούσα ποτέ να τις φανταστώ, τον έβλεπα κάθε μήνα στο λογαριασμό της ΔΕΗ στα μεροκάματα που έπρεπε να πληρώσω, στην εφορία, στο ΙΚΑ στο ενοίκιο. Ένιωθα σαν ένας διαμεσολαβητής στο να κάνω αυτό που ήθελα χωρίς να αποσκοπεί καθαρά στο κέρδος, στο να πραγματοποιήσω το όνειρο μου. Ένα τεράστιο βουνό είδα ξαφνικά στο δρόμο μου, δεν πίστευα ποτέ ότι είναι τόσο δύσκολο να είσαι αφεντικό, τόσες πολλές οι υποχρεώσεις. Δική μου οικογένεια δεν είχα κάνει ακόμα αλλά ξαφνικά απέκτησα τέσσερις οικογένειες και επωμίστηκα τα προβλήματα τους και τις αγωνίες τους. Με κοιτούσαν στα μάτια και με έβλεπαν σαν το σωτήρα τους, κάθε Κυριακή που έπρεπε να πληρωθούν με ευχαριστούσαν και εγώ ένιωθα άβολα. -Όχι εγώ ευχαριστώ τους έλεγα για να αποφύγω την αμηχανία μου, ώσπου κάποιος μου ζήτησε εξηγήσεις -Εσύ γιατί μου λες ευχαριστώ δεν μπορώ να το καταλάβω 19