Anna karenina 085 2590 sample

Page 1

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ



Παγκόσμια Κλασική Λογοτεχνία

ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ


ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ Για την έκδοση συνεργάστηκαν: Διεύθυνση έκδοσης: Δημήτρης Μαλλιάρης Μετάφραση από τα ρωσικά: Σίμος Σπαθάρης Λογοτεχνική θεώρηση: Χάρης Δολιανός Εικονογράφηση: Α. Ν. Σαμοχβάλοβα Διόρθωση κειμένων: Μαρία Σαντοριναίου Σελιδοποίηση – Προσαρμογή στο μονοτονικό: Ελένη Μιχαηλίδου Εξώφυλλο: Κυριάκος Μεγαλόπουλος Εκτύπωση: Thessprint Α΄ έκδοση, για την Μαλλιάρης-Παιδεία, 2017 © 2017 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΙΔΕΙΑ / ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΙΑ Α.Ε. Κεντρική διάθεση: 25ης Μαρτίου 51, 564 29 Ν. Ευκαρπία, Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310649251 www.malliaris.gr e-mail: info@malliaris.gr Κεντρικά βιβλιοπωλεία: • Δημητρίου Γούναρη 39, 546 22 Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310277113 • Ερμού 53, 546 23 Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310252888 ISBN: 978-960-457-852-8 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων 2121/1993 και 100/1975, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΣΗΜΕΊΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΌΤΗ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 7 ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΌ ΣΗΜΕΊΩΜΑ ΛΈΩΝ ΤΟΛΣΤΌΙ . . . . . . . . 8 H «ANNA KΑΡΕΝΙΝΑ» ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΣΑΡΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ . . . . . . 11 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 19 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 169 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 327 ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 465 ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 555 ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 671 ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 787 ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 907


Η πρώτη σελίδα της πρωτότυπης έκδοσης του βιβλίου, σε ελληνική μετάφραση, που κυκλοφόρησε από την Εκδοτική Εταιρία Χ. Μιχαλακέας και Σία, το 1958.


ΣΗΜΕΊΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΌΤΗ Το βιβλίο Άννα Καρένινα του Λέοντος Τολστόι αποτελεί μέρος της σειράς «Παγκόσμια Κλασική Λογοτεχνία». Πρωτοεκδόθηκε σε ελληνική μετάφραση το 1958 από την Εκδοτική Εταιρία Χ. Μιχαλακέας και Σία, και στη συνέχεια από τις Εκδόσεις Αφών Ζυριχίδη Ο.Ε., το 1968, με αξιόλογους συντελεστές στη μετάφραση και την επιμέλεια του κειμένου, και μάλιστα σε συνεργασία με την Ακαδημία Καλών Τεχνών της ΕΣΣΔ. Έκτοτε επανεκδόθηκε πολλές φορές, σε μεγάλο σχήμα (17x25 cm), και σημείωσε μεγάλη επιτυχία, όπως και τα άλλα βιβλία της ίδιας σειράς. Σήμερα είμαστε στην ευχάριστη θέση να επανεκδώσουμε πολλά από τα αριστουργήματα αυτής της σειράς της παγκόσμιας λογοτεχνίας, έργα όπως των: Βίκτωρος Ουγκώ, Εμίλ Ζολά, Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Καρόλου Ντίκενς, Δάντη, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Λέοντος Τολστόι κ.ά. Στη νέα αυτή έκδοση, οι παρεμβάσεις που κάναμε περιορίστηκαν στις ορθογραφικές διορθώσεις και στο τονικό σύστημα, προς διευκόλυνση ιδιαίτερα των νέων αναγνωστών. Για τυπικούς λόγους, αλλά και για να τιμήσουμε όσους πρωτοξεκίνησαν αυτήν τη σειρά των κλασικών συγγραφέων, παραθέτουμε δίπλα φωτοαντίγραφο της πρώτης σελίδας της πρωτότυπης έκδοσης της Άννας Καρένινα, που κυκλοφόρησε το 1958. Ελπίζουμε τα νέα βιβλία αυτής της σειράς να έχουν την ίδια απήχηση στο αναγνωστικό κοινό, όσο και οι προηγούμενες εκδόσεις τους. Ευχαριστούμε, τέλος, όσους συνέβαλαν στην έκδοση αυτού του βιβλίου, και ιδιαίτερα τους Αφούς Ζυριχίδη για την παραχώρηση του υλικού, καθώς και τη μεταβίβαση στις εκδόσεις μας όλων των δικαιωμάτων αυτής της σειράς, που είχαν περιέλθει σ’ αυτούς από προγενέστερες εκδόσεις και μεταφράσεις. Αντώνης Μαλλιάρης


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ Ο Λέων Νικολάιεβιτς Τολστόι γεννήθηκε το 1828, στο μεγάλο του κτήμα της Γιασνάιας Πολιάνας. Ανήκε σε παλιά και πλούσια οικογένεια ευγενών. Σε ηλικία εννιά χρονών είχε χάσει τον πατέρα του κόμη Νικολάι Τολστόι και τη μητέρα του (κόρη του πρίγκιπα Βολκόνσκι). Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Καζάν. Νέος και πλούσιος, ζει για λίγα χρόνια τη ζωή της «χρυσής νεολαίας» της εποχής του, με τις διασκεδάσεις και τα όργιά της, τις χαρτοπαιξίες και τις μονομαχίες της. Σύντομα βρίσκεται σε αντίφαση ανάμεσα στο καλό που κλείνει στην ψυχή του και το κακό που εφαρμόζει έμπρακτα. Οι εσωτερικές του ανησυχίες συντελούν στο να καταταχτεί δόκιμος αξιωματικός στον στρατό, το 1851. Παίρνει μέρος στην ηρωική άμυνα της Σεβαστούπολης κι εγκαταλείπει οριστικά το στράτευμα το 1856, με τον βαθμό του υπολοχαγού. «Γεμάτος κούραση και αδιαφορία» φεύγει τον άλλο χρόνο για το εξωτερικό και ταξιδεύει στις κυριότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Γυρίζοντας στη Ρωσία, ιδρύει το 1859 στη Γιασνάια Πολιάνα ένα πρότυπο σχολειό, όπου διδάσκει προσωπικά ο ίδιος, με βάση τις καινούργιες παιδαγωγικές του αντιλήψεις. Παίρνει μέρος στην κίνηση για την κατάργηση της δουλοπαροικίας, που πραγματοποιείται τελικά το 1861. Οι φιλελεύθερες ιδέες του κινούν την προσοχή της μυστικής αστυνομίας του τσάρου κι αρχίζει η παρακολούθησή του. Σε ηλικία 34 ετών παντρεύεται τη Σοφία Βερς, που ήταν μικρότερή του κατά 16 χρόνια. Το αντρόγυνο μένει οριστικά στο κτήμα της Γιασνάια Πολιάνα και αποκτά 13 παιδιά. Στην περίοδο 1870-1877 (όταν γράφεται η Άννα Καρένινα), αρχίζει να ωριμάζει στον Τολστόι η οριστική μεταστροφή στην κοσμοθεωρία του και ξεσπάει η μεγάλη του ηθική κρίση.


ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

9

Αναθεωρεί τις πρωτινές του θέσεις στη ζωή, ξεκόβει απ’ την πόλη και γενικά από την τάξη του, και υποστηρίζει την αγροτική πατριαρχική οικογένεια. Βλέπει τώρα την κοινωνία με καινούργιο πρίσμα –το πρίσμα του δουλευτή μουζίκου, που τον αισθάνεται απ’ όλους πιο κοντά στην καρδιά του. Η αντίθεση ανάμεσα στις πεποιθήσεις του και στον τρόπο της ζωής του, εξακολουθεί στα κατοπινά χρόνια. Δοκιμάζει κατ’ επανάληψη να φύγει απ’ τη Γιασνάια Πολιάνα, για ν’ αλλάξει τις αρχοντικές του συνήθειες, κάθε φορά όμως ξαναγυρίζει εκεί. Τελικά έρχεται σε σύγκρουση με την ίδια του την οικογένεια, όταν θέλει να παραχωρήσει τις εκτάσεις του στους χωρικούς. Το 1900 εκλέγεται ακαδημαϊκός, και τον άλλο χρόνο η Σύνοδος της Ρωσίας τον αφορίζει «για τα αντικυβερνητικά και αντιεκκλησιαστικά συγγράμματά του». Γέρος πια, 82 ετών, δεν έχει εγκαταλείψει την παλιά επιθυμία να φύγει απ’ τη Γιασνάια Πολιάνα. «Ανάμεσα στις άλλες διαφορές μας –γράφει στη γυναίκα του τον Ιούλιο του 1910– είναι και το ζήτημα της ιδιοκτησίας, που εγώ τη θεωρώ αμαρτία κι εσύ απαραίτητο όρο ζωής». Στο τέλος, μιαν άγρια νύχτα του Οκτώβρη 1910, πραγματοποιεί την επιθυμία του, πηγαίνοντας να ζήσει «με απομόνωση και με ησυχία», όπως έγραφε στο τελευταίο γράμμα της ζωής του. Στο ταξίδι αρρωσταίνει από περιπνευμονία και πεθαίνει στον σιδηροδρομικό σταθμό του Αστάποβο, στις 7 Νοέμβρη 1910 (κατά το παλαιό ημερολόγιο). Ο θάνατος του Τολστόι συγκίνησε πέρα ως πέρα τη Ρωσία και προκάλεσε στις κυριότερες πόλεις μεγάλες λαϊκές εκδηλώσεις –τις πρώτες μετά την επανάσταση του 1905– από φοιτητές κυρίως, αλλά κι από εργάτες κι αγρότες. Κηδεύτηκε στη Γιασνάια Πολιάνα χωρίς τη συμμετοχή της εκκλησίας, που αρνήθηκε να επιτρέψει τη θρησκευτική του ταφή. Λίγα λόγια για το συγγραφικό έργο του Τολστόι: Στα πρώτα του βιβλία Παιδική ηλικία, Εφηβική ηλικία και Νιότη (18511856) κ.ά., περιγράφει τον κόσμο των παλιών αφεντάδων και την ψυχολογία ενός νέου από την τάξη των ευγενών –του ίδιου του εαυτού του. Τα Διηγήματα της Σεβαστούπολης (18551856) είναι θαυμαστά στο είδος τους. Στο διήγημα Λουκέρνη (1857) εκφράζεται η απογοήτευση για τον πολιτισμό της Δυτικής


10

ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ

Ευρώπης, και στους Κοζάκους (1862) περιγράφονται οι δυνατοί χαρακτήρες των ανθρώπων του λαού. Από το 1863 ως το 1869 γράφει το Πόλεμος και Ειρήνη, «τη μεγαλύτερη εποποιία του καιρού μας, μια σύγχρονη Ιλιάδα, όπου πραγματικοί ήρωες είναι οι μάζες» (Ρομαίν Ρολλάν). Στην Άννα Καρένινα (1873-1877), το σημαντικότερο έργο του κριτικού ρεαλισμού, καθρεφτίζονται οι αντιθέσεις μετά την κατάργηση της δουλοπαροικίας και την ανάπτυξη της βιομηχανίας. Στην Ανάσταση (1889-1899) ο Τολστόι «ρίχνεται με βίαια κριτική σ’ όλους τους σύγχρονους κρατικούς, εκκλησιαστικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς θεσμούς, που στηρίζονται στην υποδούλωση του λαού». «...Είναι μεγαλοφυής ο φωτισμός απ’ τον Τολστόι μιας χώρας που καταπιεζόταν απ’ τη δουλοκτησία» (Λένιν). Σημαντικά μέρη της Ανάστασης τα είχε περικόψει η τσαρική λογοκρισία. Ο Τολστόι έγραψε ακόμα πολλά διηγήματα και νουβέλες: Ο Θάνατος του Ιβάν Ιλίτς, το Ημερολόγιο μιας κυρίας, η Σονάτα του Κρόιτσερ, το Αφέντης και δούλος, ο Πάτερ Σέργιος και ο Χατζή-Μουράτ, στέκουν ανάμεσα στα καλύτερά του. Ο κριτικός του ρεαλισμός διαπνέει και τα δράματα Το Κράτος του ζόφου (1886), Οι καρποί της μόρφωσης (1886-1890), Το ζωντανό πτώμα (1900) κ.ά. Στην Ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας ο Μαξίμ Γκόρκι γράφει για τον Τολστόι: «Έχει βαθύ εθνικισμό και ενσαρκώνει όλες τις ιδιότητες της πολυσύνθετης ρωσικής ψυχής. Είναι ένας ολάκερος κόσμος. Όποιος δεν ξέρει τον Τολστόι, δεν μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του πολιτισμένο».


H «ANNA KΑΡΕΝΙΝΑ» ΚΑΙ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΣΑΡΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Η

υπόθεση, που γύρω της πλέκεται το μυθιστόρημα της Άννας Καρένινα, είναι μια δραματική ερωτική ιστορία γεμάτη από τέτοιο πάθος, που λίγες παρόμοιες ιστορίες στην παγκόσμια λογοτεχνία μπορούν να παραβληθούν μαζί της. Οι πρωταγωνιστές είναι η Άννα Καρένινα κι ο Αλέξης Βρόνσκι, δύο κοσμικοί τύποι της ανώτερης τσαρικής κοινωνίας. Μα γύρω στα δυο αυτά πρόσωπα κινιέται ολόκληρος κόσμος κι όλο το έργο είναι μεστό από μια βουερή ζωή. Η ιστορία γίνεται στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν γράφτηκε αυτό το έργο, κι όλη η εποχή περνάει μέσα από τις σελίδες του, με την παραστατική δύναμη και την επική πνοή που χαρακτηρίζει όλα τα έργα του Τολστόι. Γύρω από την κεντρική υπόθεση μαζεύεται ένας μεγάλος όγκος από άλλο υλικό ζωής, δίνονται πλατιές κοινωνικές καταστάσεις και θέτονται γενικότερα ανθρώπινα προβλήματα, που κάνουν το μυθιστόρημα, όπως συμβαίνει σ’ όλα τα μεγάλα έργα, να ξεχειλίζει απ’ όλες τις πλευρές και να ξεπερνάει κατά πολύ τα ενδιαφέροντα μιας ερωτικής ιστορίας ή μιας εποχής. Εδώ, έξω από τον έρωτα, τη μητρότητα, τους οικογενειακούς δεσμούς και τ’ άλλα θεμελιακά ανθρώπινα πάθη, οι κοινωνικές καταστάσεις, οι ανθρώπινοι χαρακτήρες και οι γενικότερες ιδέες για τη ζωή και για τον θάνατο, για το καλό και το κακό, όλα τα στοιχεία έχουν την ίδια καθολικότητα. Γιατί ο ρεαλισμός του συγγραφέα αντλεί το υλικό του από τα βαθύτερα στρώματα της ζωής, από πραγματικές βασικές καταστάσεις κι αληθινούς ανθρώπους παρμένους άμεσα από τη ζωή, θρέφεται από μια βαθιά γνώση της πραγματικότητας και νιώθει την υποχθόνια κίνησή της, που πάει ν’ αλλάξει τροχιά και να μπει σ’ έναν άλλον ιστορικό δρόμο.


12

ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ

Μια άφαντη κι ανυποψίαστη φοβέρα κρέμεται απάνω από τον κόσμο που ο Τολστόι θα μας δίνει από δω και πέρα· η εσωτερική του ηθική διάβρωση κι η αστάθεια κι η προσωρινότητά του είναι στα μάτια του Τολστόι φανερή και βλέπει πως το τέλος του έρχεται σαν μια φυσική αναγκαιότητα. Ένα προαίσθημα κατακλυσμικής καταστροφής νιώθει να πλησιάζει αυτή τη χαλασμένη κοινωνική τάξη, που είναι η ηγεσία της Ρωσίας. Αυτό δα το αίσθημα, αλλού περισσότερο κι αλλού λιγότερο, το νιώθει κανείς σ’ όλους τους Ρώσους προεπαναστατικούς λογοτέχνες. Εδώ η ανησυχία του Τολστόι γι’ αυτήν τη λεγόμενη ανώτερη κοινωνία είναι φανερή, κι η οργή κι η αποστροφή που του προκαλεί αυτός ο κόσμος πάει μεγαλώνοντας. Το μοτίβο από την Αγία Γραφή, που βάζει στην αρχή στο μυθιστόρημα σαν επικεφαλίδα, έχει μεγάλη σημασία και φανερώνει τα βαθύτερα αισθήματα που εμπνέουν τον Τολστόι για να γράψει αυτό το έργο: «Εμοί εστίν η εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος». Ο προφητικός αυτός λόγος που ακούγεται σαν απόμακρο αστραπόβροντο, «οργή Κυρίου», μακρινή μπόρα που πλησιάζει για να σαρώσει όλη αυτήν την ξένοιαστη και γλεντοκοπούσα Πομπηία, δεν είναι μόνο για την Άννα Καρένινα που σαν σύζυγος και σαν μητέρα ξέχασε τα καθήκοντά της και θα τιμωρηθεί, παρά λέγεται για όλον αυτόν τον ασυνείδητο κόσμο, που ξέχασε το χρέος της δικαιοσύνης προς έναν λαό που τον θρέφει με τον ιδρώτα και το αίμα του. Αυτή η μετακινούμενη πραγματικότητα, αυτό το έδαφος που σαλεύει κάτω από το τσαρικό καθεστώς κι οι καταστάσεις στην ανώτερη κοινωνία και στον λαό, η τεράστια απόσταση μεταξύ τους κι η σχέση της αδικίας και της ανισότητας, που προκαλούν τ’ ανήσυχα κι οργισμένα αισθήματα του Τολστόι, δίνουν στο μυθιστόρημα, έξω από τ’ άλλα του ενδιαφέροντα, και τη θερμότητα μιας ζωτικής επικαιρότητας απάνω στα προβλήματα που κρίνουν τον σημερινό κόσμο. Το έργο είναι μια κριτική αδυσώπητη της ανώτερης τάξης, που κάτω από το εξωτερικό της βερνίκι δείχνει την ηθική της γύμνια. Όλη τη διαλεχτή κοινωνία, τον λαμπερό αυτόν υπέρκοσμο, που αρχίζει από τους αυλικούς κύκλους και τελειώνει με τη μεγάλη αστική τάξη, ο Τολστόι τον βλέπει σκεπασμένο


ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ - Η ΚΡΙΤΙΚΗ TΗΣ ΤΣΑΡΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

13

με τα ελαττώματα του υπόκοσμου και κάπου μάλιστα, μέσα στο μυθιστόρημα, τον χαρακτηρίζει μ’ αυτό τ’ όνομα. Αμέσως από την αρχή μάς δίνει όλα τα χαρακτηριστικά αυτού του κόσμου, τον ηθικό εκτραχηλισμό του, την επιπολαιότητά του, τα εξαρθρωμένα σπιτικά του και την αυτοδιάλυσή του. Από την εορταστική κι όλο ερωτικά σκάνδαλα ζωή της υψηλής αυτής κοινωνίας, δίνει πλήθος εικόνες, θαυμαστά περιγραμμένες, με τους χορούς, τα γλέντια, τον πλούτο και την πολυτέλεια και την περήφανη άγνοια και περιφρόνηση για όλους τους κατώτερούς της. Μα είτε γαλλίζει, είτε αγγλίζει αυτή η υπέροχη κοινωνία, ξεπερνάει στην παραλυμένη και πολυέξοδη ζωή της κατά πολύ τα πρότυπα που μιμείται. Όλη αυτήν τη ζωή ο Τολστόι τη βλέπει σαν έγκλημα που πρέπει να τιμωρηθεί. Στην κριτική του, μόλο που η τάξη του και η τύχη της τον απασχολεί κατά κύριο λόγο, όμως ο Τολστόι φαίνεται ολότελα ξεκομμένος απ’ αυτή, στέκεται μπροστά της σαν κριτής και προάγγελος της καταστροφής της, χωρίς καμιά αλληλεγγύη μαζί της. Η καταδίκη του γι’ αυτήν είναι πλέρια και οριστική. Η απεικόνιση αυτής της ζωής παρουσιάζει μερικά κύρια χαρακτηριστικά, που μ’ όλες τις διαφορές που μπορεί να υπάρχουν στους διάφορους λαούς και στις διάφορες συνθήκες της ζωής, θα τα συναντήσει κανείς σ’ όποια σημερινή αστική κοινωνία. Με την κριτική του Τολστόι γίνεται και μια σύγκριση ανάμεσα στην ασυνείδητη κι αργόσχολη ζωή της ανώτερης κοινωνίας στις πολιτείες και στον μόχθο των αγρών, που τον απομυζά η άχρηστη και βλαβερή ύπαρξή της. Σε πολλά μέρη του έργου ο Τολστόι δείχνει πως ξέρει τη σοσιαλιστική κίνηση της εποχής του στα κύρια, τουλάχιστον, στοιχεία της· μάλιστα, σ’ ένα σημείο λέει πως αν η διχοστασία στις άλλες χώρες της Ευρώπης παρουσιάζεται ανάμεσα στους βιομηχανικούς εργάτες και στο κεφάλαιο, στη Ρωσία αυτή η βαθιά διαμάχη υπάρχει ανάμεσα στους αγρότες και τους εργάτες της γης από τη μια μεριά και στις εκμεταλλευτικές τάξεις από την άλλη. Όλες οι σκηνές του έργου είναι μια αντιπαράθεση της ζωής στις πολιτείες και στους αγρούς και μια αντιθετική κριτική ανάμεσα στις δυο καταστάσεις και στους θεσμούς που τις


14

ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ

συντηρούν. Είναι περίεργο πως στο έργο αυτό ο Τολστόι, για κείνη κιόλας την εποχή, μιλάει κάμποσες φορές για σοσιαλισμό και για κομμουνισμό, κι ακόμα για ρωσικό κομμουνισμό, με ζωηρή περιέργεια. Μάλιστα, σε μια συζήτηση, βάζει έναν επιστήμονα να λέει πως «ο ρωσικός κομμουνισμός είναι μια νέα τάξη πραγμάτων, που θα ’χει για προορισμό να χρησιμέψει σαν παράδειγμα για όλον τον κόσμο». Νομίζουμε πως η προσοχή του Τολστόι στράφηκε προς αυτήν την κίνηση από το επαναστατικό ρεύμα βέβαια που έπαιρνε ολοένα ανάπτυξη μέσα στη ρωσική ζωή, μα περισσότερο από το ιστορικό γεγονός της Κομμούνας του Παρισιού, που λίγον καιρό πρωτύτερα από την εποχή που ο Τολστόι έγραφε την «Άννα Καρένινα», είχε συνταράξει τη Γαλλία και σ’ ένα βαθμό και την άλλη Ευρώπη. Στο μεγάλο αυτό έργο συγκεντρώνονται όλα τα ηθικά προβλήματα που απασχόλησαν τον Τολστόι σ’ όλη του τη ζωή και παίρνουν νέα οξύτητα. Το πρόβλημα της ζωής και του θανάτου, του τέλειου βίου και της ηθικής αγωγής, της αντίθεσης ανάμεσα στην ατομική και κοινωνική ζωή, απασχολούν, είτε σ’ απόμονους συλλογισμούς είτε σε συζητήσεις, πολλά κομμάτια του έργου. Η «Άννα Καρένινα» δικαιώνει όλη την κριτική του Λένιν για τον Τολστόι κι όλες τις ερμηνείες που δίνει για τον χαρακτήρα του και για το έργο του, για το πατριαρχικό αγροτικό πνεύμα του, για τον ριζοσπαστισμό του, για τις πλάνες και τις αντιφάσεις του, καθώς και για τη θαυμαστή γνώση και την καλλιτεχνική απόδοση της πραγματικότητας. Το έργο είναι γεμάτο από μεγάλα αυτοβιογραφικά κομμάτια, που δείχνουν όχι μόνο την εξωτερική δραστηριότητα του Τολστόι, παρά και τα βάθη της ψυχικής του ζωής. Ένας από τους κύριους ήρωες στο μυθιστόρημα, ο Κωνσταντίνος Λέβιν, συγκεντρώνει τα περισσότερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και της ζωής του Τολστόι. Εδώ παρουσιάζεται επίσης καθαρά κι η δυσπιστία του σ’ ορισμένα φανερώματα του πολιτισμού κι ακόμα η οργή του για την παρουσία στους αγρούς του κεφαλαίου με το αχόρταστο κερδοσκοπικό πνεύμα του, που πάει να καταστρέψει όλη την ηθική τάξη της προηγούμενης ζωής. Το έργο αυτό δείχνει κι όλες τις ηθικές κρίσεις που ο Τολστόι γνώρισε στα περασμένα και συνεχίζονται όταν


ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ - Η ΚΡΙΤΙΚΗ TΗΣ ΤΣΑΡΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

15

γράφει την «Άννα Καρένινα» και θα συνεχίζονται και στο μέλλον, καθώς κι όλες τις ηθικές αρχές του, που γίνονται ολοένα και πιο αυστηρές και που θα τον ακολουθήσουν από δω και πέρα σ’ όλη του τη ζωή. Στο τέλος του έργου οι ηθικές αναζητήσεις του Τολστόι αυτής της εποχής κι η λύση απάνω στο πρόβλημα της ηθικής αγωγής, συνοψίζονται σε μια σύμβαση ανάμεσα στην ατομική και κοινωνική ζωή· την έννοια του Θεού την ταυτίζει με την έννοια του καλού και βρίσκει τη γήινη αποστολή του ανθρώπου να τον εξυπηρετεί όσο μπορεί. Μα όλα τα σημάδια δείχνουν πως η λύση αυτή είναι προσωρινή, πως ικανοποιεί ένα βιαστικό λογικό αίτημα, μα δεν του δίνει την εσωτερική εκείνη αυτάρκεια, τη γαλήνη και τη χαρά που περίμενε απ’ αυτήν τη λύση. Η δραματική αμφιβολία κι ο εσωτερικός διχασμός, μαζί με το ακαθησύχαστο μέσα του αίσθημα της ενοχής, θα τον ακολουθούν σ’ όλη του τη ζωή. Μπροστά στην ανάγκη για αλλαγή, που όλο φουντώνει και πλησιάζει, η συνείδηση του Τολστόι ταράζεται αδιάκοπα κι επηρεάζεται από το πνεύμα της· μα δεν θα προσχωρήσει σ’ αυτήν, παρά θα κηρύξει μια δική του ηθική επανάσταση, ουτοπική κι όχι άμεσα κοινωνική, που στο βάθος δεν τον ικανοποιεί και δεν τον αναπαύει ούτε τον ίδιο. Η οξεία ηθική του κρίση και ηθική έξαρση, που θα τον ακολουθεί μαζί με τον εσωτερικό διχασμό και την ανικανοποίητη ψυχή του, όπως θα τον σπρώχνει ακατάπαυστα σ’ όλες του τις πράξεις και θα του υπαγορεύει όλα του τα κηρύγματα και την αντιφατική φιλοσοφία του, θα τον αναδείχνει για πάντα όχι μόνο σαν έναν μεγάλο συγγραφέα, έναν από τους μεγαλύτερους του κόσμου, παρά και σαν μια από τις πιο παθιασμένες, ευαίσθητες κι ανήσυχες συνειδήσεις των νεότερων χρόνων. Μάρκος Αυγέρης


Ο Λέων Τολστόι.


ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ «Ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω»



ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ



Ο

1

ι ευτυχισμένες οικογένειες όλες μοιάζουνε μεταξύ τους· κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, ωστόσο, είναι δυστυχισμένη με τον δικό της ξέχωρο τρόπο. Το σπιτικό των Ομπλόνσκι ήταν ανάστατο. Η κυρία έμαθε πως ο κύριος διατηρούσε σχέσεις με μια Γαλλίδα, άλλοτε γκουβερνάντα στο σπίτι τους, και του δήλωσε πως της ήτανε πια αδύνατο να ζήσει στην ίδια στέγη μαζί του. Τρεις μέρες τώρα συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση και καταντούσε μαρτυρική, όχι μόνο για το αντρόγυνο, αλλά και για την υπόλοιπη οικογένεια, ως και για τους υπηρέτες ακόμα. Όλοι μέσα στο σπίτι ένιωθαν πως η συμβίωσή τους δεν έχει νόημα, κι ακόμα πως περισσότερους δεσμούς έχουν ανάμεσά τους οι ξένοι που τυχαία συναπαντιούνται σ’ ένα πανδοχείο, παρά η οικογένεια και το προσωπικό στο σπιτικό των Ομπλόνσκι. Η κυρία δεν έβγαινε απ’ τα δωμάτιά της και ο κύριος έλειπε τρεις μέρες. Τα παιδιά τρέχαν στο σπίτι σαν χαμένα, η Εγγλέζα γκουβερνάντα τσακώθηκε με την οικονόμο κι έγραψε σε μια φίλη της να της βρει άλλη θέση, ο μάγειρας το ’σκασε χθες, ακριβώς την ώρα του φαγητού, η μαγείρισσα που ’φτιαχνε το φαΐ του προσωπικού κι ο αμαξάς μήνυσαν πως θα φύγουν. Τρεις μέρες μετά τη ρήξη, ο πρίγκιπας Στεπάν Αρκάντιεβιτς Ομπλόνσκι –ο Στίβα, καθώς τον ονόμαζαν στους κοσμικούς κύκλους– ξύπνησε τη συνηθισμένη του ώρα, δηλαδή στις οκτώ, όχι στην κρεβατοκάμαρα της γυναίκας του, αλλά στον καναπέ από μαροκινό δέρμα, στο γραφείο του. Γύρισε απ’ την άλλη


22

ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ

το γεμάτο και καλοθρεμμένο κορμί του πάνω στις σούστες του καναπέ, σαν να ’θελε να ξαναπέσει στον ύπνο για τα καλά, σφιχταγκάλιασε το μαξιλάρι, έχωσε μέσα το πρόσωπο και, ξάφνου, πετάχτηκε, ανακάθισε στον καναπέ κι άνοιξε τα μάτια. «Ναι, ναι, πώς ήταν;» συλλογίστηκε ξαναφέρνοντας στη σκέψη τ’ όνειρό του. «Ναι, πώς ήταν; Σίγουρα έτσι. Ο Αλαμπίν μάς είχε τραπέζι στην πόλη Ντάρμσταντ. Όχι, όχι στη Ντάρμσταντ, ήταν κάτι άλλο αμερικάνικο. Ναι, βέβαια, η Ντάρμσταντ ήταν στην Αμερική. Ακριβώς, ο Αλαμπίν έδινε γεύμα σε γυάλινα τραπέζια και τα τραπέζια τραγουδούσαν: il mio tesoro – όχι il mio tesoro, κάτι πιο γλυκό, κι ήταν πάνω στα τραπέζια κάτι μικρούτσικες καράφες κι αυτές πάλι γινόντουσαν γυναίκες», αναλογίστηκε. Τα μάτια του Στεπάν Αρκάντιεβιτς έλαμψαν χαρούμενα και σκέφτηκε μ’ ένα χαμόγελο. «Ναι, ήτανε υπέροχα, υπέροχα. Κάτι παραπάνω από θεσπέσια, μόνο που δεν μπορείς να το εκφράσεις με λόγια, ούτε να το νιώσεις ξεκάθαρα σαν ξυπνήσεις». Και παρακολουθώντας μια ηλιαχτίδα που τρύπωνε από τις μισάνοιχτες τσόχινες κουρτίνες, κατέβασε με κέφι τα πόδια απ’ τον καναπέ και ψαχούλεψε να βρει τις παντόφλες του –δώρο της γυναίκας του στα περσινά γενέθλιά του, από μαροκινό δέρμα χρυσοκεντημένο απ’ τα χέρια της. Κι όπως γινόταν κάθε πρωί τα εννιά τελευταία χρόνια, άπλωσε το χέρι δίχως να σηκωθεί κατά κει που κρεμόταν πάντα η ρόμπα του. Και τότε μόνο θυμήθηκε ξάφνου πως δεν βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρα της γυναίκας του, αλλά στο γραφείο του, και θυμήθηκε ακόμα και το γιατί. Το χαμόγελο έσβησε απ’ τη θωριά του, το μέτωπό του ζάρωσε. — Αχ, αχ, αχ! Οχ!… βόγγηξε καθώς ξανάρθαν στη σκέψη του όσα είχαν συμβεί. Κι αναπόλησε πάλι κάθε λεπτομέρεια της ρήξης με τη γυναίκα του, όλο το αδιέξοδο της θέσης του και, το χειρότερο απ’ όλα, το φταίξιμο που ήταν όλο δικό του. «Ναι, δεν θα με συχωρέσει, δεν μπορεί να με συχωρέσει. Και το τρομερότερο, το φταίξιμο είναι δικό μου, είναι όλο δικό μου, αν και δεν είμαι αξιοκατάκριτος. Εδώ ακριβώς βρίσκεται όλο το δράμα», αναλογίστηκε. — Οχ, οχ, οχ! έλεγε ολοένα μ’ απόγνωση, καθώς αναθυμόταν


ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

23

τις πιο καταθλιπτικές εντυπώσεις από κείνη τη ρήξη. Πιο δυσάρεστες ήταν οι πρώτες στιγμές, όταν έφτασε από το θέατρο κεφάτος και ικανοποιημένος, κρατώντας ένα πελώριο αχλάδι για τη γυναίκα του. Ξαφνιάστηκε που δεν ήταν στο σαλόνι, ούτε στο γραφείο, και τέλος τη βρήκε στην κρεβατοκάμαρά της, με το κακορίζικο γράμμα –που της τα φανέρωνε όλα– στο χέρι. Η Ντόλι του, λοιπόν, που πάντα την έβλεπε πνιγμένη στις μικρολογίες και τις σκοτούρες του νοικοκυριού, η Ντόλι με την περιορισμένη, όπως έβρισκε ο ίδιος, αντίληψη, καθόταν τώρα ολότελα αλύγιστη, κρατώντας στο χέρι το γράμμα και τον κοιτούσε με μια έκφραση φρίκης, απόγνωσης και οργής. — Tι είναι αυτό; Αυτό; τον ρώτησε δείχνοντάς του το γράμμα. Και στη θύμηση τούτη, ο Στεπάν Αρκάντιεβιτς –όπως μας συμβαίνει τόσο συχνά– δεν πειράχτηκε απ’ το γεγονός αυτό καθαυτό, αλλ’ απ’ το πώς αντιμετώπισε την ερώτηση της γυναίκας του. Έπαθε εκείνη τη στιγμή ό,τι παθαίνουνε όλοι μόλις τους τσακώσουν αναπάντεχα σε κάτι πολύ επονείδιστο. Δεν τα κατάφερε να δώσει στο πρόσωπό του μιαν έκφραση ανάλογη με τη θέση που τον έριχνε απέναντί της το ξεσκεπασμένο του παραστράτημα. Αντί να προσβληθεί, να τ’ αρνηθεί, να υπερασπίσει την αθωότητά του, να ζητήσει συχώρεση, στο κάτω κάτω αντί να μείνει αδιάφορος –οτιδήποτε θα ’ταν προτιμότερο από κείνο που ’κανε– το πρόσωπό του, ολότελα αθέλητα (αντανακλαστικό φαινόμενο, σκέφτηκε ο Στεπάν Αρκάντιεβιτς, που του άρεσε η φυσιολογία) ολότελα αθέλητα, πήρε το συνηθισμένο του καλόκεφο, και για την περίπτωση ανόητο, χαμόγελο. Τούτο, λοιπόν, το ανόητο χαμόγελο, είναι που δεν συχωρούσε στον εαυτό του. Αντικρίζοντάς το, η Ντόλι ανασκίρτησε σαν από πόνο σωματικό, ξέσπασε με τη χαρακτηριστική της φλόγα σ’ έναν χείμαρρο από σκληρά λόγια και όρμησε έξω από το δωμάτιο. Από τότε ούτε ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια της. «Τούτο το ανόητο χαμόγελο τα φταίει», συλλογίστηκε ο Στεπάν Αρκάντιεβιτς. «Αλλά τι να κάνω; Τι να κάνω;» έλεγε μέσα του με απόγνωση και δεν έβρισκε απάντηση.


24

ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ

Ο

2

Στεπάν Αρκάντιεβιτς ήταν ειλικρινής με τον εαυτό του. Του ήταν αδύνατον να τον ξεγελάσει και να τον πείσει ότι μετάνιωνε τώρα για τη διαγωγή του. Όχι, δεν μπορούσε να μετανιώσει επειδή αυτός, ωραίος κι ευσυγκίνητος άντρας τριάντα τεσσάρων χρονών, δεν ήταν ερωτευμένος με τη γυναίκα του, μητέρα πέντε παιδιών –άλλα δυο τούς είχαν πεθάνει– και μόλις έναν χρόνο νεότερή του. Για το μόνο που μετάνιωνε τώρα, ήταν πως δεν τα κατάφερε καλύτερα να της το κρύψει. Ωστόσο, ένιωθε τη δύσκολη θέση του κι ασφαλώς λυπόταν τη γυναίκα του, τα παιδιά του και τον ίδιο τον εαυτό του. Σίγουρα θα κατόρθωνε να της κρύψει το παραστράτημα, αν το φανταζόταν πόσο θα την πλήγωνε η αποκάλυψή του. Ποτέ του δεν είχε μελετήσει το ζήτημα σοβαρά, αλλά διατηρούσε μια αόριστη πεποίθηση πως η γυναίκα του από καιρό υποψιαζόταν τις απιστίες του κι έκλεινε τα μάτια. Πίστευε ακόμα πως μια απλοϊκή γυναίκα, μαραμένη, διόλου πια νέα ή όμορφη, και κάθε άλλο παρά αξιόλογη ή ενδιαφέρουσα –ίσα ίσα μια καλή μητέρα– θα ’πρεπε από αίσθημα δικαίου να τα βλέπει αυτά με κάποια επιείκεια. Αποδείχτηκε, όμως, ολότελα το αντίθετο. «Ω, είναι φρικτό! Ω, Θεέ μου, Θεέ μου! Φρικτό!» έλεγε και ξανάλεγε μέσα του ο Στεπάν Αρκάντιεβιτς και δεν έβρισκε διέξοδο. «Και τι όμορφα που πηγαίναν όλα ως τώρα! Τι όμορφα που πηγαίναμε! Ήτανε ικανοποιημένη κι ευτυχισμένη με τα παιδιά της. Εγώ δεν την ενοχλούσα σε τίποτα. Βέβαια, είναι άσκημο που ε κ ε ί ν η ήταν γκουβερνάντα στο σπίτι μας. Άσκημο! Είναι κάπως ταπεινό και χυδαίο να ’χεις ερωτοδουλειές με την γκουβερνάντα σου. Αλλά, Θεέ μου, τι γκουβερνάντα!» (αναθυμήθηκε ζωηρά τα παιχνιδιάρικα μαύρα μάτια και το χαμόγελο της μαντεμουαζέλ Ρολάν). «Στο κάτω κάτω, όσο έμενε στο σπίτι μας, συγκρατήθηκα. Και το χειρότερο, εκείνη, έμεινε κιόλας… Σαν να ’γιναν όλα ξεπίτηδες! Οχ, οχ! Τι να κάνω, τι να κάνω;» Δεν υπήρχε άλλη λύση έξω από κείνη τη γενική που δίνει η ζωή σ’ όλα τα προβλήματα, ακόμα και στα πιο περίπλοκα και άλυτα. Η απάντηση ήτανε μία: να ζήσει κανείς με τις μέριμνες της ημέρας, μ’ άλλα λόγια ν’ αποξεχαστεί. Ν’ αποξεχαστεί


ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

25

πέφτοντας στον ύπνο, ήταν βέβαια αδύνατο τώρα, τουλάχιστον ως το βράδυ. Δεν μπορούσε πια να γυρίσει στη μουσική που τραγουδούσαν οι καραφίτσες - γυναίκες. Έτσι έπρεπε ν’ αποξεχαστεί κανείς με τ’ όνειρο της καθημερινής ζωής. «Αργότερα βλέπουμε», είπε μέσα του ο Στεπάν Αρκάντιεβιτς και σώθηκε. Φόρεσε την γκρίζα ρόμπα του, τη φοδραρισμένη με γαλάζιο μεταξωτό, έδεσε κόμπο τη ζώνη με τις φούντες και ρουφώντας μια βαθιά ανάσα με το φαρδύ στήθος του, προχώρησε ως το παράθυρο, πατώντας όπως πάντα σταθερά και γοργά τα πόδια, που τόσο εύκολα σήκωναν το γεμάτο κορμί του. Τράβηξε τα στορ και χτύπησε το κουδούνι. Αμέσως παρουσιάστηκε ο παλιός φίλος, ο καμαριέρης του Ματβέι, κρατώντας τα ρούχα, τις μπότες του κι ένα τηλεγράφημα. Ο κουρέας μ’ όλα τα σύνεργα για το ξύρισμα μπήκε πίσω απ’ τον Ματβέι. — Φέραν έγγραφα απ’ την υπηρεσία; ρώτησε ο Στεπάν Αρκάντιεβιτς παίρνοντας το τηλεγράφημα, καθώς κάθισε μπροστά στον καθρέφτη. — Στο τραπέζι είναι, αποκρίθηκε ο Ματβέι κοιτάζοντας ερωτηματικά και με συμπόνια τον κύριό του. Κι έπειτα από σύντομη παύση πρόσθεσε μ’ ένα χαμόγελο πονηρό. — Ήρθαν απ’ τον παλιό αφέντη του αμαξά. Ο Στεπάν Αρκάντιεβιτς δεν αποκρίθηκε, κοίταξε μονάχα τον Ματβέι μέσα απ’ τον καθρέφτη. Οι ματιές που αλλάξαν οι δυο τους μέσα στο γυαλί, μαρτυρούσαν ολοφάνερα πόσο καταλάβαιναν ο ένας τον άλλο. Το βλέμμα του Στεπάν Αρκάντιεβιτς ρώτησε: «Μα, γιατί μου τα λες αυτά; Mήπως δεν τα ξέρεις;» Ο Ματβέι έχωσε τα χέρια στα τσεπάκια του εφαρμοστού γελέκου του, τέντωσε το πόδι μπροστά και κοίταξε τον κύριό του σιωπηλός μ’ ένα καλόκαρδο, αδιόρατο χαμόγελο. — Τους είπα να επανέλθουν την Κυριακή, κι ως τότε να μη σας ενοχλούν ούτε να ενοχλούνται για ψιλοπράγματα, είπε. Ολοφάνερο πως είχε ετοιμασμένη τη φράση από πρωτύτερα. Ο Στεπάν Αρκάντιεβιτς κατάλαβε πως ο Ματβέι ήθελε ν’ αστειευτεί για να του κάνει εντύπωση. Άνοιξε το τηλεγράφημα και το διάβασε, συμπληρώνοντας με τη φαντασία τις λέξεις που ήταν κι εδώ, όπως σ’ όλα τα τηλεγραφήματα, αλλαγμένες. Το πρόσωπό του φωτίστηκε.


26

ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ

— Ματβέι, αύριο φτάνει η αδελφή μου, η Άννα Αρκάντιεβνα, του ’πε, σταματώντας για μια στιγμή το απαλό, παχουλούτσικο χέρι του κουρέα, που άνοιγε ένα ροδαλό δρομάκι ανάμεσα στις μακριές, σγουρές του μπαρμπέτες. — Δόξα σοι ο Θεός! είπε ο Ματβέι, δείχνοντας πως κι αυτός κατάλαβε –όπως κι ο κύριός του– τη σημασία τούτης της άφιξης. Δηλαδή, πως η Άννα Αρκάντιεβνα, η αγαπημένη αδελφή, θα μπορούσε να συμφιλιώσει το αντρόγυνο. — Μόνη της ή με τον σύζυγό της; ρώτη ο Ματβέι. Ο Στεπάν Αρκάντιεβιτς δεν μπόρεσε να του απαντήσει, γιατί ο κουρέας ήταν απασχολημένος τώρα με το πανωχείλι του. Έτσι, σήκωσε το ’να δάχτυλο. Ο Ματβέι κατάνευσε στον καθρέφτη. — Μόνη της. Να ετοιμαστεί το απάνω δωμάτιο; — Ειδοποίησε την Ντάρια Αλεξάνδροβνα. Όπου διατάξει εκείνη. — Την Ντάρια Αλεξάνδροβνα; επανέλαβε δισταχτικά ο Ματβέι. — Ναι, ειδοποίησέ την. Ορίστε το τηλεγράφημα. Δώσ’ το της και κάνε ό,τι σε διατάξει. «Θέλετε να δοκιμάσετε τι θα γίνει», κατάλαβε ο Ματβέι, αλλά αποκρίθηκε μόνο: — Μάλιστα, κύριε. Ο Στεπάν Αρκάντιεβιτς ήταν κιόλας πλυμένος και χτενισμένος και ετοιμαζόταν να ντυθεί, όταν ξαναμπήκε στο δωμάτιο ο Ματβέι, αργοπατώντας στα τριζάτα παπούτσια του, με το τηλεγράφημα στο χέρι. Ο κουρέας είχε φύγει. — Η Ντάρια Αλεξάνδροβνα μου ’πε να σας ανακοινώσω πως φεύγει. Ας κάνει ό,τι θέλει, δηλαδή εσείς, πρόσθεσε και τα μάτια του γελούσαν. Και χώνοντας τα χέρια στις τσέπες παρατηρούσε τον κύριό του πλαγιάζοντας το κεφάλι. Ο Στεπάν Αρκάντιεβιτς απόμεινε σιωπηλός μια στιγμή. Έπειτα ένα καλόκαρδο και κάπως συμπονετικό χαμόγελο ξάνοιξε στ’ όμορφο πρόσωπό του. — Ε, Ματβέι, είπε κουνώντας το κεφάλι. — Μην ανησυχείτε, κύριε. Όλα θα ρυθμιστούν, είπε ο Ματβέι. — Θα ρυθμιστούν; — Μάλιστα, κύριε.


27

ΑΝΝΑ ΚΑΡΕΝΙΝΑ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

— Το πιστεύεις; Ποιος είναι εκεί; ρώτησε ο Στεπάν, ακούγοντας θρόισμα φουστανιού στην πόρτα. — Εγώ, είπε μια σταθερή και γλυκιά γυναικεία φωνή και πρόβαλε στο κατώφλι το αυστηρό, βλογιοκομμένο πρόσωπο της Ματρόνας Φιλιμόνοβνα, της παραμάνας. — Τι είναι, Ματρόνα; ρώτησε ο Στεπάν Αρκάντιεβιτς πηγαίνοντας κοντά της στην πόρτα. Αν κι ο Στεπάν Αρκάντιεβιτς είχε όλο τ’ άδικο απέναντι στη γυναίκα του, κι αυτό το παραδεχόταν κι ο ίδιος, ωστόσο, όλο το προσωπικό του σπιτιού ήταν με το μέρος του, ακόμα κι η παραμάνα, η κυριότερη σύμμαχος της Ντάριας Αλεξάνδροβνα. — Λοιπόν, τι συμβαίνει; τη ρώτησε μελαγχολικά. — Πηγαίνετε κοντά της, κύριε. Παρακαλέστε την ακόμα. Μπορεί ο Θεός να σας βοηθήσει. Βασανίζεται, κύριε, σε πιάνει λύπηση να τη βλέπεις. Κι έπειτα, όλα μέσα στο σπίτι είναι άνω κάτω. Συμπονέστε, κύριε, τα παιδιά. Ζητήστε της να σας συχωρέσει. Δεν μπορεί να κάνετε αλλιώς. Πρέπει να πληρώσετε… — Αφού δεν θέλει να με δει. — Κάντε ό,τι περνάει απ’ το χέρι σας. Ο Θεός είναι σπλαχνικός. Παρακαλέστε τον Θεό, κύριε, παρακαλέστε τον Θεό. — Καλά, φτάνει, πήγαινε, είπε ο Στεπάν Αρκάντιεβιτς κοκκινίζοντας ξάφνου. Κι εσύ, δώσε μου να ντυθώ, γύρισε στον Ματβέι και πέταξε αποφασιστικά τη ρόμπα του. Ο Ματβέι κρατούσε κιόλας το πουκάμισο σαν λαιμαριά αλόγου και, φυσώντας κάποιες αδιόρατες σκόνες, το γλίστρησε μ’ ολοφάνερη ευχαρίστηση στο καλοσυγυρισμένο κορμί του κυρίου του.

Μ

3

όλις ντύθηκε ο Στεπάν Αρκάντιεβιτς, ραντίστηκε με άρωμα, έστρωσε τα μανικέτια του, έβαλε στις τσέπες τα τσιγάρα, το πορτοφόλι, τα σπίρτα, το ρολόι με τη διπλή καδένα και το μονόγραμμά του, ξεδίπλωσε το μαντίλι του και νιώθοντας καθαρός, αρωματισμένος, γερός και σωματικά ευδιάθετος, παρ’ όλη


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.