Πασχαλινά Διηγήματα Αλ. Παπαδιαμάντης - Papadiamanths pasxalina diigimata

Page 1

Πασχαλινά διηγήματα



ΚΛΑΣΙΚΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Πασχαλινά διηγήματα


ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ Για την έκδοση συνεργάστηκαν: Διεύθυνση έκδοσης: Δημήτρης Μαλλιάρης Επιμέλεια: Mάριος-Κυπαρίσσης Μώρος Διόρθωση κειμένων: Μαρία Σαντοριναίου Σελιδοποίηση – Προσαρμογή στο μονοτονικό: Ελένη Μιχαηλίδου Εξώφυλλο: Κυριάκος Μεγαλόπουλος Εκτύπωση: Πεταλωτής Α΄ έκδοση, για την Μαλλιάρης-Παιδεία, 2015 © 2015 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΙΔΕΙΑ / ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΙΑ Α.Ε. Κεντρική διάθεση: 25ης Μαρτίου 51, 564 29 Ν. Ευκαρπία, Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310649251 www.malliaris.gr e-mail: info@malliaris.gr Κεντρικά βιβλιοπωλεία: • Δημητρίου Γούναρη 39, 546 22 Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310277113 • Ερμού 53, 546 23 Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310252888 • Τσιμισκή 43 / Βασ. Ηρακλείου 38, Θεσσαλονίκη, τηλ.: 2310232100 ISBN: 978-960-457-719-4 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων 2121/1993 και 100/1975, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη. Στο εξώφυλλο: «Woman with Easter Eggs - Niko Pirosmani».


ΣΗΜΕΊΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΔΌΤΗ Το βιβλίο Πασχαλινά Διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις μας, αποτελεί μέρος της σειράς «Κλασική Νεοελληνική Λογοτεχνία». Στόχος μας είναι να συμπεριλάβουμε στη σειρά αυτή και άλλα αριστουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, από συγγραφείς που έχουν καταξιωθεί στο αναγνωστικό κοινό κι έχουν διαχρονική αξία. Το έργο του Παπαδιαμάντη είναι γνωστό για την τεράστια συμβολή του στα ελληνικά γράμματα, και αυτός είναι ο λόγος που ο εκπαιδευτικός κόσμος το συμπεριέλαβε στο εκπαιδευτικό του πρόγραμμα, με αποτέλεσμα πολλοί μαθητές να γνωρίσουν το έργο του, παρά τις δυσκολίες της γλώσσας στην οποία γράφει ο συγγραφέας. Εμείς σεβαστήκαμε τη γλώσσα του συγγραφέα και δεν κάναμε καμία παρέμβαση, παρά μόνο στο τονικό σύστημα, προς διευκόλυνση του αναγνώστη, μια που οι μαθητές στο σχολείο διδάσκονται το μονοτονικό σύστημα. Στα βιβλία αυτής της σειράς θεωρήσαμε σκόπιμο να συμπεριλάβουμε επιπλέον στοιχεία που θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να ταξιδέψει νοερά στη χρονική περίοδο που γράφτηκε το έργο. Γι’ αυτό και στην παρούσα έκδοση, θα βρείτε, εκτός από το βιογραφικό του συγγραφέα, πίνακα με ιστορικά και πολιτιστικά δρώμενα της εποχής, κριτικές για το έργο του συγγραφέα, γλωσσάρι για το συγκεκριμένο βιβλίο, καθώς επίσης και μια μικρή βιβλιογραφία, στοιχεία που είναι χρήσιμα για κάθε αναγνώστη, και κυρίως για τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές, γιατί θα τους βοηθήσουν στις εργασίες τους. Πιστεύουμε πως και τα βιβλία της σειράς αυτής των εκδόσεών μας θα βρουν τον στόχο τους μέσα στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας για την αύξηση του αναγνωστικού κοινού στη χώρα μας, καθώς και την ανάλογη ανταπόκριση από τους νέους αναγνώστες, τους οποίους και ευχαριστούμε. Ευχαριστούμε, τέλος, όλους όσοι συνέβαλλαν και συμβάλλουν στην εκδοτική μας προσπάθεια γενικότερα. Αντώνης Μαλλιάρης


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σημείωμα του εκδότη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Σημείωμα του επιμελητή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Βιογραφικό σημείωμα Αλ. Παπαδιαμάντη . . . . . . . . . . . Χρονολόγιο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τραγούδια του Θεού . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η άκληρη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Αλιβάνιστος . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Χωρίς στεφάνι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η βλαχοπούλα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Πάσχα ρωμέικο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Εξοχική Λαμπρή . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η τελευταία βαπτιστική . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Παιδική Πασχαλιά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Στην Αγι’-Αναστασά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Λαμπριάτικος ψάλτης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κοκκώνα θάλασσα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Υπό την βασιλικήν δρυν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Κοσμολαΐτης . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τ’ αερικό στο δέντρο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Γλωσσάριο . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Η κριτική για τα Πασχαλινά Διηγήματα . . . . . . . . . . . . Ενδεικτική Βιβλιογραφία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

5 7 9 13 15 22 27 39 47 67 74 85 93 103 129 165 181 188 199 210 217 218 222

Στο βιβλίο αυτό (όπως και στα άλλα βιβλία της σειράς αυτής), σεβαστήκαμε τη γλώσσα του συγγραφέα και δεν κάναμε καμία παρέμβαση, παρά μόνο στο τονικό σύστημα, προς διευκόλυνση του αναγνώστη, μια που οι νεότερες γενιές έχουν διδαχθεί και διδάσκονται το μονοτονικό σύστημα.


ΣΗΜΕΙΩMA TOY ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ Γλυκὸ ποὺ εἶναι τὸ σκοτάδι στὶς εἰκόνες τῶν προγόνων ἄμωμα χέρια μεταληπτικὰ ροῦχα ποὺ τ᾿ ἄδραξεν ἡ γαλήνη καὶ δὲ γνωρίζουν ἄνεμο βαθιὰ τὸ ἐλέησον ἀπ᾿ τοὺς ἄυλους βράχους τὰ μάτια σὰν καρποὶ εὐωδᾶτοι. Κι ὁ ψάλτης ὁλόσωμος ἀνεβαίνει στὸ πλατάνι τῆς φωνῆς καημένε κόσμε θυμίαμα ἡ γαλάζια ὀσμὴ κι ὁ καπνὸς ἀσημένιος κερὶ νὰ στάζῃ ὁλοένα στὰ παιδόπουλα καημένε κόσμε σὰ βγαίνουν –ὢ χαρὰ πρώτη– μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ μὲ τὶς λαμπάδες κ᾿ ὕστερα ἡ μεγάλη χαρὰ νὰ συντροφεύουν τ᾿ Ἅγια... Ὁ παπα-Γιάννης τυλιγμένος τ᾿ ἄσπρο του φελόνι καλὸς πατέρας καὶ καλὸς παπποὺς μὲ τὸ σιρόκο στὴ γενειάδα χρόνια αἰῶνες χρόνια καὶ νιάτα πὄχει ἡ ὀμορφιά!... Νίκος Καρούζος, Ἡ Ὀρθοδοξία

«Τη Μεγάλη βδομάδα τον χάναμε. Εκτελούσε στην εντέλεια όλα τα χριστιανικά του χρέη σαν πειθαρχημένος καλόγηρος. Μα την Κυριακή του Πάσχα, κατά το μεσημέρι, ο κυρ Στέφανος ερχότανε στο καφενείο και τον έπαιρνε στο σπίτι του να φάνε το πασχαλινό αρνί. Κατηφορίζανε κι οι δύο το λόφο, ο ένας με σκυμμένο το κεφάλι κι ο άλλος με την αλύγιστη περπατησιά του, γιατί τα γόνατά του ήτανε ξυλιασμένα από την αρθρίτιδα. Στο τραπέζι μοσχοβολούσε κι άχνιζε το αρνί μέσα στο ταψί· μοσχοβολούσε το τυρί του Παρνασσού, η μαρουλοσαλάτα με τον άνηθο και το κρεμμυδάκι· μοσκοβολούσανε τα πορτοκάλια και λαμποκοπούσανε μέσα στη σουπιέρα τα κόκκινα τ’ αυγά. Πόσοι πειρασμοί! Μα ο θρήσκος Παπαδιαμάντης πρώτα έκαμνε το σταυρό του, έλεγε το “φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται...”, οι άλλοι όρθιοι γύρω σταυροκοπιόντανε κι αυτοί κι ύστερα... Αι, ύστερα, άμα καθόντανε στο τραπέζι, ο κυρ Στέφανος, που ήξαιρε τα συνήθεια του φίλου του, του γέμιζε μια κούπα ρετσίνα. Ο κυρ Αλέξανδρος την έπιανε με τις δυο του φούχτες (γιατί τα χέρια του τρέμανε) και την άδειαζε ολάκερη “αμυστί” με μια συγκινητική λαχτάρα. Τότες το αίμα του ξυπνούσε και κύλαε ζεστό στις φλέβες του,


8

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

τα μάτια του καθαρίζανε, η ψυχή του άνοιγε τα διπλωμένα φτερά της και τότε μονάχα αρχίζανε το φαγί. “Ήτο ωραίον ρετσινάτον” (λέγει σ’ ένα του διήγημα) “όλον άρωμα και πτήσις και αφρός!” Τι λυρικός καϋμός, τι αληθινός έρωτας για το κρασί!», έγραφε ο Κώστας Βάρναλης για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Κανόνες, κοντάκια, αναστάσιμα απολυτίκια και καταβασίες ήταν ακούσματα γνωστά στον Παπαδιαμάντη, τα οποία διαμόρφωσαν ως έναν βαθμό την οπτική και, συνεπώς, τη γραφή του· η Ορθοδοξία είναι παρούσα, συγγράφει με τον λογοτέχνη, του υπαγορεύει. Τα Πασχαλινά διηγήματα που συγκροτούν αυτό τον τόμο μεταφέρουν τους αναγνώστες σε εποχές αλλοτινές, αυθεντικές, όπου το βίωμα των αγίων ημερών ήταν όντως βίωμα. Η εύχυμη γλώσσα τους, οι γλαφυρές περιγραφές, η γνησιότητα των ηρώων, οι συγκινητικές συνομιλίες τους, οι αναμνήσεις τους, μαγεύουν εδώ και εκατό και πλέον χρόνια από τον θάνατο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος


BIOΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΑΛΈΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΆΝΤΗΣ (1851-1911) Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη! Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α΄ και Β΄ τάξιν. Την Γ΄ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου, και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 επήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ΄ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουσα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας. Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, κ’ εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη η «Μετανάστις» έργον μου εις τον Νεολόγον Κ/πόλεως. Τω 1881 εν θρησκευτικόν ποιημάτιον εις το περιοδικόν «Σωτήρα». Τω 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των Εθνών» εις το Μη χάνεσαι. Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά κ’ εφημερίδας. Α. Π.*

* Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Διηγήματα (επιλογή), επιμ. Φώτιος Αρ. Δημητρακόπουλος, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 1988, σελ. 7.


10

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Το παραπάνω είναι ένα σύντομο «βιογραφικό» σημείωμα του ίδιου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, το οποίο έστειλε στον φίλο του Γιάννη Βλαχογιάννη. Απλό και περιληπτικό, περιλαμβάνει αυτά που ο ίδιος ο λογοτέχνης έκρινε σημαντικότερα. Μια προσεκτικότερη ματιά στη ζωή του συγγραφέα, φέρνει στο φως γεγονότα σημαντικά, τα οποία επηρέασαν τις περισσότερες πτυχές της γραφής του. Γεννημένος στη Σκιάθο το 1851, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, γιος του ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ και της Αγγελικής (Γκιουλώς) Μωραϊτίδη, κοντά στα εννιά του αδέρφια, εξοικειώθηκε από πολύ νωρίς με τα εκκλησιαστικά «γράμματα», εσωτερικός σπουδαστής στη Μονή του Ευαγγελισμού. Μετά την αποφοίτησή του συνέχισε στα Γυμνάσια της Χαλκίδας και του Πειραιά και τελείωσε τη Βαρβάκειο Σχολή στην Αθήνα. Το 1872 και για οκτώ μήνες, ο Παπαδιαμάντης θα ζήσει ως δόκιμος μοναχός στο Άγιο Όρος· εκεί, θα έρθει σε επαφή με το κίνημα των Κολλυβάδων πατέρων, που προκάλεσε την παρέμβαση της Ιεράς Συνόδου για την παύση του. Πολλοί Κολλυβάδες θα καταφύγουν στη Σκιάθο, όπου θα συνεχίσουν τη διδασκαλία τους. Όταν η περίοδος αυτή τελειώσει και εγκαταλείψει τις μονές του Άθω, θα εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών, από την οποία δεν θα λάβει ποτέ πτυχίο. Ήδη από τα χρόνια που φοιτούσε στη Φιλοσοφική, ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε να αρθρογραφεί και να μεταφράζει για βιοποριστικούς λόγους. Ο ίδιος δήλωνε: «Εγώ θα γίνω συγγραφέας, θα διαβάζω και θα γράφω και άλλο τίποτα δε μπορώ να κάνω». Ολιγαρκής και λιτοδίαιτος, ο Παπαδιαμάντης βιοπορίζονταν μέσω των συνεργασιών του με μεγάλες εφημερίδες της εποχής όπως η «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη, «Το Άστυ» ή το περιοδικό «Νέα Εστία». Ωστόσο, τα λιγοστά χρήματα τα οποία κέρδιζε από αυτή του την ενασχόληση, σύντομα οδήγησαν στην επιβάρυνση της υγείας του, επιφέροντας έναν πρόωρο θάνατο. Ενδεικτική είναι η προσπάθεια συνεργατών και φίλων του λογοτεχνών (Μιλτιάδης Μαλακάσης, Παύλος Νιρβάνας κ.ά.) το 1908, με αφορμή τα εικοσπεντάχρονά του, σε εκδήλωση του Φιλολογικού Συλλόγου


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

11

«Παρνασσός», να συγκεντρώσουν ένα ποσό το οποίο δόθηκε στον Παπαδιαμάντη για την οικονομική του ενίσχυση. Με τα χρήματα αυτά ο συγγραφέας κατάφερε να αποπληρώσει τα χρέη του, να αγοράσει καινούρια ρούχα και, παρά τις επιφυλάξεις των ιατρών, να επιστρέψει στη Σκιάθο, όπου συνέχισε τις μεταφράσεις για τον Βλαχογιάννη, έως τον θάνατό του, σε ηλικία 60 ετών, το 1911. Η φιλολογική κριτική χαρακτήρισε τον Παπαδιαμάντη «ηθογράφο».* «Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη», δήλωνε ο ίδιος, συμπυκνώνοντας όλες τις λογοτεχνικές του πτυχές σε αυτήν τη φράση. Ήρωές του έκανε τους ψαράδες της Σκιάθου, τους αγρότες, τους ανθρώπους του μόχθου, τους ανθρώπους του σύγχρονού του άστεως, τους μετανάστες, αλλά και πρόσωπα της συλλογικής φωνής της φαντασίας, μάγισσες και στοιχειά. Από τη Μετανάστιν, τους Εμπόρους των Εθνών, τη Γυφτοπούλα, τα τρία του μυθιστορήματα, μέχρι τις νουβέλες Χρήστο Μηλιόνη και τη Φόνισσα, στο επιγραφόμενο «Κοινωνικόν Μυθιστόρημα» Τα Ρόδινα Ακρογιάλια, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης συνέγραψε 180 διηγήματα και 40 μελέτες κι άρθρα. Όλα τους γραμμένα σε μια γλώσσα εύχυμη, σε μια ιδιότυπη καθαρεύουσα που δεν καταντά κουραστική, μια καθαρεύουσα την οποία με τον καιρό απλοποίησε προσθέτοντας στοιχεία λαϊκής, ενώ στην τελευταία δημιουργική του περίοδο (εδώ ανήκουν μεταξύ άλλων τα διηγήματα: Το όνειρο στο κύμα, Οι μάγισσες, Η φαρμακολύτρια, Αμαρτίας φάντασμα, Θάνατος κόρης, Έρμη στα ξένα, Αλιβάνιστος, Τ’ αγγέλιασμα, Η ασπροφουστανούσα, Η πεποικιλμένη) συνέγραψε έργα και στη δημοτική. Το κεφάλαιο της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» είναι ανεξάντλητο· η βιβλιογραφία, ακόμη * Bλ. ενδεικτικά, Γεωργία Φαρίνου – Μαλαματάρη (επιμ.), Εισαγωγή στην πεζογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Επιλογή κριτικών κειμένων, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2005.


12

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

και σήμερα, εκατό και πλέον χρόνια από τον θάνατό του, προσθέτει στοιχεία στη διερεύνηση του έργου του. Ψυχογραφήσεις προσώπων, ήθη και έθιμα των νησιών και της υπαίθρου, πτυχές της ζωής στο άστυ των αρχών του 20ού αιώνα, συγκροτούν ένα έργο πολλαπλών αναγνώσεων. Τα διηγήματά του επανεκδόθηκαν και μεταφράστηκαν δεκάδες φορές, αγαπήθηκαν από το ευρύ κοινό, διδάχτηκαν στα σχολεία για ολόκληρες γενιές και, ωστόσο, ακόμη διαβάζονται. Ο Παπαδιαμάντης, «η κορυφή των κορυφών» για τον Κ. Π. Καβάφη, συμβολίζει τη χρυσή εποχή της ελληνικής υπαίθρου, της ηθογραφίας, αλλά και της εισαγωγής της διηγηματογραφίας, με πρωτοπόρο τον πολυγραφότατο Σκιαθίτη πεζογράφο. Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος


Χρονολόγιο (ιστορικό-πολιτιστικό) κατά την περίοδο που έζησε ο συγγραφέας (1875-1920) 1875 – 1878 –

Ο Χαρίλαος Τρικούπης πρωθυπουργός της Ελλάδας. Συνθήκη Αγίου Στεφάνου. Η Κύπρος περιέρχεται στην αγγλική κυριαρχία. 1880 – Νανά, Εμίλ Ζολά. 1881 – Προσάρτηση Θεσσαλίας και Άρτας στην Ελλάδα. 1883-1884 – Ο Γεώργιος Βιζυηνός γράφει τα διηγήματά του. 1888 – Το ταξίδι μου, Γιάννης Ψυχάρης. 1897 – Κρητική Επανάσταση. «Ο ατυχής πόλεμος»: ελληνοτουρκικός πόλεμος με ήττα της Ελλάδας. 1898-1899 – Περίοδος περιοδικού Τέχνη. 1903 – Περιοδικό Νουμάς. Η Φόνισσα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. 1903-1908 – Μακεδονικός Αγώνας. 1904 – Α΄ έκδοση καβαφικών ποιημάτων σε τεύχος. 1905 – Ρωσική Επανάσταση. 1907 – Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου, Κωστής Παλαμάς. 1908 – Επαναστατική Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου στην Κρήτη. Κίνημα Νεότουρκων. 1909 – Στέλλα Βιολάντη, Γρηγόριος Ξενόπουλος. 1909 – Επαναστατικό κίνημα στο Γουδί. 1910 – Η Φλογέρα του Βασιλιά, Κωστής Παλαμάς. Εκλογές στην Ελλάδα με τον Βενιζέλο. 1911 – Θάνατος Παπαδιαμάντη. 1912 – Κατάληψη Ρόδου από Ιταλούς. Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913). 1913 – Δολοφονία Γεωργίου Α΄. Η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου παραχωρούνται στην Ελλάδα. 1914-1918 – Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. 1915 – Διαφωνία Βενιζέλου και Κωνσταντίνου. «Εθνικός διχασμός». Παραίτηση Βενιζέλου. 1916 – Κυβέρνηση «Εθνικής Αμύνης» Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη. 1917 – Παραίτηση Κωνσταντίνου. Έναρξη βασιλείας Αλεξάνδρου. 1920 – Δολοφονία Ίωνος Δραγούμη. Συνθήκη Σεβρών: η Δυτική Θράκη παραχωρείται στην Ελλάδα. Η περιοχή της Σμύρνης διοικητικά στην Ελλάδα. Ήττα Βενιζέλου σε εκλογές. Επάνοδος Κωνσταντίνου.


Η οικία του Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο.


ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Με είχε καλέσει ο γενναίος φίλος μου, ο κυρ-Στέφανος Μ. εις την οικίαν του, την ημέραν του Πάσχα, διά να συμφάγωμεν την ώραν του προγεύματος περί τας δέκα, από συγκατάβασιν και ευσπλαχνίαν, διά να κάμω κι εγώ μετά τόσα χρόνια Πάσχα οικιακόν, ως έρημος και ξένος στα ξένα. Εύχαρι και θαλπερόν ήτο το εσωτερικόν της εστίας του, αφού διήλθον την ευρείαν αυλήν, με την διάπλατον πύλην και τους σταύλους των αλόγων και την πρασινάδα και τας γάστρας των ανθέων. Η οικογένειά του, η γραία Μαρία η συμβία του, αφελής και αρχαϊκή, ο υιός του, αμόρφωτος και άπλαστος καλός αμαξηλάτης, κι ο αδελφός του, στιβαρός, γεροντοπαλλήκαρον, τραχύς και φιλαλήθης. Τέλος η κόρη του η Ρηνούλα, τελεία αντιπρόσωπος της νέας γενεάς, κεντήτρια, ζωγραφίνα και θεατρίνα. Πλην όμως και αυτή αφελής και απλή εις το πρόσωπον και τους τρόπους. Είχε μίαν παιδίσκην επτά ετών, την Μαρίαν, πάντοτε μειδιώσαν και ανοικτόκαρδον, και έν χαριτωμένον ξενικόν πλάσμα, την Τοτώ, ξανθήν, γαλανόμορφον, και αγγελοθωρούσαν. Η μικρά κόρη, δεν ηξεύρω ακριβώς πώς είχε πέσει εις τας χείρας της και απετέλει μέλος της οικογενείας. Φαίνεται ότι κάποια ξένη Γαλλίς, παιδαγωγός ή διδασκάλισσα, είχεν εμπέσει εις τα δίκτυα κανενός επιχηρευτού και είχε συλλάβει το μαγικόν τούτο χρυσόψαρον της δεξαμενής, διά να πλεύση εις το πέλαγος


16

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

του αγνώστου, εάν δεν έμελλέ ποτε να πτεροφυσήση εις τον αιθέρα του αχανούς. Είτα την φερέοικον μητέρα, οπού δεν είχε κτίσει την φωλεάν της ποτέ, την επήραν άλλαι πνοαί και την μετεκόμισαν, τίς οίδε πού, εις άλλα κλίματα. Εύρε θέσιν καλυτέραν αλλού, κι εταξίδευσε κι ενεπιστεύθη το έμψυχον κειμήλιον αυτό εις τας χείρας της Ρηνούλας, όπως την είχεν εγκαταλίπει κι αυτήν ο πλανήτης, όστις την εστεφανώθη, και ανέθρεψεν εκείνη το τέκνον της, κι έμεινε ζωντοχηρούσα κι εδέχθη ως έρμαιον το ξένον βρέφος αυτό, ίσως επειδή ησθάνετο μικρόν θησαυρόν φιλοστοργίας εις τα στήθη της. Πόση είναι η δύναμις της επιρροής, και αν η Ρηνούλα είχε γοητείαν και όμμα επιβάλλον διά ν᾿ ανατρέφη παιδία, το ησθάνθην την ημέραν εκείνην του Πάσχα, όταν η μικρά Τοτώ, ηλικίας τότε τριάντα μηνών περίπου, ήρχισεν αίφνης να κλαυθμυρίζη εκεί που την είχαν βάλει να φάγη, διά μίαν μικράν παράλειψιν. Η Ρηνούλα εστράφη προς την μικράν και της είπεν απλώς με τον τρόπον και με το βλέμμα, που αυτή ήξευρε: — Faut pas pleurer! Δεν πρέπει να κλαις. Κι η μικρά ελούφαξεν ως εκ θαύματος. Όταν απεφάγαμεν κι εσυγκρίσαμεν τα κόκκινο αυγό και είχαμεν κενώσει τα τρία τέταρτα της χιλιάρικης — ήτο ωραίον ρετσινάτο, όλον άρωμα και πτήσις και αφρός — αφού έψαλεν ο γέρων Φίλιππος το Χριστός Aνέστη (ο κυρ-Στέφανος δεν ήξευρεν άλλο να ψάλη ειμή τo «ψήσου γίδα, ψήσου, και ροδοκοκκινίσου»), ηθέλησα κι εγώ να είπω το Αναστάσεως ημέρα το αλλέγρο, τον πρώτον δηλαδή ειρμόν του Κανόνος της ημέρας, όχι το τελευταίον το δοξαστικόν, το αργόν. Μόλις άνοιξα το στόμα μου κι επρόφερα


ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

17

Αναστάσεως ημέρα, λαμπρυνθώμεν, λαοί. Πάσχα Κυρίου, Πάσχα…

η μικρά Τοτώ, βλέπουσα ατενώς προς με, αφήκεν ακράτητον επιφώνημα χαράς κι έλαμψε το προσωπάκι της, τα ματάκια της, το στόμα της, τα μάγουλά της, όλα εμόρφασαν κι εμειδίασαν άρρητον μειδίαμα αγαλλιάσεως. Το πράγμα μού επροξένησεν αίσθησιν. Φαίνεται τωόντι ότι έχουν άφατον άρωμα και κάλλος, μαρτυρούμενον «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων», αυτά τα εμπνευσμένα άσματα της Aγίας Εκκλησίας μας. Συγχρόνως η Μαρία, με παιδικήν χαράν κι αυτή, ανέκραξεν: — Αυτά δεν είναι τροπάρια, που ψαίλνετε, κύριε. — Αλλά τι είναι, κορίτσι μου; ηρώτησα. — Αυτά είναι σαν γλυκά γλυκά τραγουδάκια. Τούτο μού ενθύμισε μίαν άλλην μικράν κορασίδα, την Κούλαν (Αγγελικήν) του φίλου μου Νικόλα του Μπούκη. Απλούς μανάβης ή οπωροπώλης ήτον ο άνθρωπος, αλλ᾿ είχε λάβει θεόθεν διά την φιλοξενίαν του την ευλογίαν του Αβραάμ. Η μικρά οικία ήτο ξενών διά τους φίλους και τους διαβατικούς, διά τους εκλεκτούς και τους τυχόντας. Είχεν απολύσει η λειτουργία μετά την παννυχίδα εις το παρεκκλήσι του Αγίου Ελισσαίου, και την ώραν του αντιδώρου, η γυνή του Μπούκη, του φίλου μου, ακολουθουμένη από την μικράν κόρην της, την Αγγελικούλαν, μ᾿ επλησίασεν εις το στασίδι, διά να μου υπομνήση, ως συνήθως, ότι έπρεπε να υπάγω εις το γεύμα. Τότε η μικρά παιδίσκη (ήτο ως εννέα ετών, ροδίνη και καστανή, και την είχαν υιοθετήσει από το βρεφοκομείον, ως άτεκνον οπού ήτο το ανδρόγυνον· αλλ᾿ αυτή το ηγνόει), μ᾿ εχαιρέτησε και μου λέγει:


18

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

— Εσύ, μπαρμπ’-Αλέξανδρε, ψαίλνεις τα τραγούδια του Θεού. Τραγούδια του Θεού! Έκτοτε η μικρά με ήκουε να ψάλλω συνεχώς «Τραγούδια του Θεού», εις τον πενιχρόν ναΐσκον, όπου εσύχναζε τακτικά με την μητέρα της. Εκοιμάτο μες στο στασίδι, εις τον γυναικωνίτην, την ώρα των αποστίχων, εξύπνα μετά δύο ώρας εις τον Πολυέλεον, κι έκτοτε δεν ήθελε να κοιμηθή πλέον. Ήτο μία μετά τα μεσάνυκτα. Εκείνην την ημέραν, ήτο 8η Σεπτεμβρίου, είχα ψάλει το Χαίρε σεμνή, μήτερ και δούλη Χριστού του Θεού. Μετά έξ ημέρας με ήκουσεν η μικρά να ψάλλω το Αγαλλιάσθω τα δρυμού ξύλα σύμπαντα. Και την ημέραν του Θεολόγου έψαλα το Φίλε μυστικέ, Χριστού επιστήθιε. Και του Αγ. Δημητρίου έμελψα το Δεύρο Μάρτυς Χριστού προς ημάς. Και των Εισοδίων έψαλα το Διανέμοις των χαρισμάτων. Και του Αγ. Νικολάου έψαλα Την ζωοδόχον πηγήν την αέναον και Της Εκκλησίας τα άνθη περιιπτάμενος. Και τα Χριστούγεννα έψαλα το Θεός ων ειρήνης. Και του Αγ. Βασιλείου το Δεύτε του Δεσπότου τα ένδοξα Χριστού ονομαστήρια και το Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε. Και των Φώτων έψαλα το Ιησούς ο ζωής αρχηγός και της Υπαπαντής έψαλα το Χέρσον αβυσσοτόκον. Και του Ευαγγελισμού το Ως εμψύχω Θεού κιβωτώ. Και του Αγ. Γεωργίου το Ανέτειλε το Έαρ. Και της Αναλήψεως το Θείω καλυφθείς. Και της Πεντηκοστής το Παράδοξα σήμερον. Και των Αγ. Αποστόλων έψαλα το Σε την υπερένδοξον νύμφην και το Ο Χριστοκήρυξ Σταυρού καύχημα φέρων, σε την πολυέραστον θείαν αγάπησιν. Και της Μεταμορφώσεως έψαλα το Προ του Σταυρού σου, Κύριε, όρος ουρανόν εμιμείτο. Και εις μνήμην της Παναγίας έψαλα τα θεσπέσια


ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

19

εκείνα κελαδήματα, το Πεποικιλμένη και το Νενίκηνται, και το Συνέστειλε χορός των Αποστόλων το θεοδόχον σώμα σου· εις ουρανίους θαλάμους προς τον υιόν εκφοιτώσα. Και εις την αποτομήν του Προδρόμου έψαλα το Φρίττουσι πάθη των βροτών και τόσα άλλα. Κι η μικρά κόρη τα ησθάνετο και τα επόθει και τα εχαρακτήριζε με αγγελικόν αίσθημα, ως «τραγούδια του Θεού». Έκτοτε απουσίασα από τας Αθήνας. Είχα ενθυμηθή τους πτωχούς οικείους, εις την μικράν πατρίδα μου, μακράν της οποίας είχα ζήσει, εκ μικρών διαλειμμάτων, υπέρ το ήμισυ της ζωής μου. Όταν τέλος με είχον βαρυνθή κι εκεί, ετόλμησα μετά τρία έτη να επανέλθω εις την πρωτεύουσαν, με την αμυδράν ελπίδα ότι δεν θα εγενόμην και πάλιν βαρετός εις τους φίλους μου. Αφού εκρύβην επί εβδομάδα εις ταπεινόν τινα ξενώνα, επήγα λάθρα μίαν πρωίαν να ανταμώσω τον φίλον μου Νικόλαον τον Μπούκην. Φευ! τι έμαθα; Η μικρά Κούλα, ήτις ήγε τώρα το ενδέκατον έτος της ηλικίας της, ήτο άρρωστη βαρειά. Είχε δέκα ημέρας στο κρεβάτι, και ο ιατρός είπεν ότι ήτο κακός πυρετός, ίσως τυ­φοειδούς φύσεως. Επήγα κατ᾿ ευθείαν από το οπωροπωλείον, όπως με προέτρεψεν ο Νικόλας, διά να βοηθήσω με λόγια και ενθαρρύνω την μητέρα. Η πτωχή, ήτις την ηγάπα ως να ήτο γέννημα των σπλάγχνων της, ίσως και περισσότερον, εχάρη, άμα με είδεν, είτα μου έδειξε την κλίνην. Η μικρά Κούλα ήτο ισχνή, κάτωχρος, πυρέσσουσα, κι έκειτο σχεδόν αναίσθητος επί της κλίνης. Είπα εις την μητέρα τα συνήθη λόγια της παρηγορίας και της ενθαρρύνσεως· έμεινα δύο ώρας εκεί. Είτα επανήλθα πάλιν το δειλινόν και την νύκτα και την άλλην πρωίαν. Η Κούλα έβαινε χειρότερα. Είτα, την τρίτην ημέραν, εφάνη να είχε βελτιωθή κάπως,


20

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

και ησθάνετο. Η μητέρα της μου είπεν να πλησιάσω και να της ομιλήσω. — Περαστικά, Κούλα. Δεν έχεις τίποτα, κορίτσι μου. — Α! μπάρμπ᾿-Αλέξανδρε, εψέλλισεν ασθενώς. Πότε θα μου πης πάλι τα θεία… τραγούδια; — Όποτε θέλεις, Κούλα μου. Άμα γίνη αγρυπνία εις τον Άγιον Ελισσαίον να έλθης, να σου τα πω. — Να μου τα πης. Μα θα τ᾿ ακούσω; — Άμα προσέχης, θα τ᾿ ακούσης… — Ωχ! Εστέναξεν, έκλεισε τα όμματα και δεν μου ωμίλησε πλέον. Εφαίνετο ότι είχε πολύ κουρασθή (έφερεν ασθενώς την ισχνήν χείρα προς το ους ενώ εψέλλιζε. Φαίνεται ότι είχε πάθει βαρυκοΐαν ένεκα της νόσου). Της έφεραν χρίσμα, έλαιον από την κανδήλαν. Αυτή ανέλαβε προς στιγμήν τας αισθήσεις της, κι εψιθύρισε: — Μοσχοβολά η ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ηρεμία. Θα πλέψω καλά. Μετά τρεις ημέρας την προεπέμπομεν εις τον τάφον. Οι επαγγελματικοί ιερείς κι οι ψάλται έψαλλον τα κατά συνθήκην, από την Άμωμον οδόν έως τον Τελευταίον ασπασμόν. Μόνος ο παπα-Νικόλας απ᾿ τον Άι-Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, εφαίνετο ότι έπιανε χωριστήν ακολουθίαν, εμουρμούριζε μέσα του, και τα όμματά του εφαίνοντο δακρυσμένα. — Τι μουρμουρίζεις, παπά; του είπα από τα όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ακκουμβήσει. — Λέγω την ακολουθίαν των νηπίων μέσα μου, είπεν ο παπα-Νικόλας. Εις αυτό το άκακον αρμόζει η κηδεία των νηπίων. Τω όντι, και εγώ, με όλον τον πόνον και τα δάκρυά


ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

21

μου, είχα αναλογισθή εκείνην την στιγμήν την ακολουθίαν των νηπίων και ακουσίως έλεγα μέσα μου τα τραγούδια του Θεού των του κόσμου ηδονών, αναρπασθέν άγευστον…, και ως καθαρόν, Δέσποτα, στρουθίον προς καλιάς επουρανίους έσωσας και του Αβραάμ εν κόλποις σε, εν τόποις ανέσεως, ένθα το ύδωρ εστί το ζων τάξαι σε. Χριστός ο δι᾿ ημάς νηπιάσας και οις αριθμοίς το πλάσμα σου νήπιον φοιτήσαν τανύν προς σε. Και αντί του «Δεύτε τελευταίον», Ω, τις, μη θρηνήσει, τέκνον μου;… Ότι βρέφος άωρον εκ μητρικών αγκαλών, νυν, ώσπερ στρουθίον τάχος επέτασας. Και ακροτελεύτιον, ύστερον από τόσα και τόσα τραγούδια του Θεού, τα οποία προ τριών ημερών είχε προφητεύσει ότι δεν θα ηδύνατο να τ᾿ ακούση, το Άλγος τω Αδάμ εχρημάτισεν, η του ξύλου απόγευσις πάλαι εν Εδέμ, ότε όφις ιόν εξηρεύξατο. Αλλά τα ήκουε τάχα η αγνή ψυχή, αν ο άγγελός της της επέτρεπε να περιίπταται εκεί γύρω; 1912


H AKΛΗΡΗ Βέβαια, η τύχη της το είχε, κοντά εις όλα τ᾿ άλλα βάσανά της, να ευρεθή και το σπίτι της αυτό, όπου εκατοικούσε, εις μέρος τόσον παράμερον, και τόσον ξανοιχτόν συνάμα· σιμά εις τον αιγιαλόν, κατέναντι εις μικράν πλατείαν, και ανάμεσα εις δύο εργαστήρια, το έν σιδηρουργείον, το άλλο βαρελάδικον. Διότι όλα αυτά τα διάφορα μέρη ήσαν ως κυψέλαι, ως σφηκοφωλεαί, όπου εμαζώνοντο καθημερινώς όλες «οι κλήρες» της γειτονιάς και του χωρίου, κι εθορυβούσαν, κι εχαλνούσαν τον κόσμον. Νέα όταν ήτον η Μαχώ, εν όσω είχεν ακόμη ελπίδα, ν᾿ αποκτήση κι αυτή τέκνον, εσυνήθιζε ν᾿ αγαπά ό,τι σήμερον ωνόμαζε «κλήρες», τα παιδιά του κόσμου. Αλλ᾿ αφού είχε κάμει τόσα ταξίματα και μετεχειρίσθη ψευτογιατρικά, κι επήγε δύο τρεις φορές στα «Θέρμα», και η στείρωσίς της δεν εθεραπεύθη, και δεν ημπόρεσε να καρπογονήση — τώρα, τελευταίον, εξενιτεύθη και ο σύζυγός της, κι αυτή πλέον ήρχισε να γηράζη — δεν ημπορούσε πλέον να υποφέρη τα μικρά παιδία· καθίσταντο λίαν οχληρά! Διότι, ο γιαλός είχε βάρκες, και μέσα στις βάρκες επηδούσαν οι κλήρες, κι εφώναζαν, και ατακτούσαν· αν ήτον καλοκαίρι, πρωί, βράδυ, μεσημέρι, δεν έπαυαν να κολυμβούν κι εβουλιούσαν τις βάρκες κι έκαναν διαβολεμένο θόρυβον· και η μικρά πλατεία είχε δένδρα, κι επάνω στα δένδρα ανερριχώντο οι κλήρες, κι έτρωγαν μισοάγουρα


Η ΑΚΛΗΡΗ

23

τα μούρα και τα ζίζυφα, κι εκυνηγούσαν τα πουλιά, κι έσπαζαν τα κλωνάρια· και κανέν απ᾿ αυτά δεν έπιπτε ποτέ κάτω να μισερωθή, διά να πάρουν φόβον τ᾿ άλλα. Και από το έν εργαστήριον ο βαρελάς ήτον άνθρωπος μαλακός, κι επέτρεπεν εις τις κλήρες να κυλούν τα βαρέλια, να του χαλούν τα στεφάνια, να κάμουν ώρες ώρες τρομερόν βόμβον εις την γειτονιάν. Και όσον διά τους δύο αδελφούς γύφτους του άλλου εργαστηρίου, ο μαστρο-Γιάννης, όσον και αν τα εμάλωνε, δεν ημπορούσε να τα περιορίση· και ο Γιάλα Ντρίτσας επικαλούμενος, ο άλλος αδελφός, ήτον πάντοτε σχεδόν μεθυσμένος κι οι μάγκες είχαν εύρει με αυτόν καλή διασκέδασιν. Εκτυπούσαν κι έσπαζαν τους φυσητήρες, έκλεπταν τεμάχια σιδήρων, του ήρπαζαν τις βρεχτούρες, και τον εκυνηγούσαν με αλαλαγμούς και φωνές. — Γιάλα Ντρίτσα! Γιάλα Ντρίτσα! Δίπλα εις το σπίτι της θειας-Μαχώς, εκατοικούσε η Αφροδώ, με τον άνδρα της και τα παιδιά της. Η Αφροδώ είχε — πώς τα μοιράζει ο Θεός! — οκτώ παιδιά, όλο κορίτσια! Εν μόνον αγόρι είχε κάμει, και ως διά να διορθωθή το παρόραμα της φύσεως, της το είχε πάρει ο Χάρος. Κάποια εχθρά της στρίγλα, τίς οίδε ποία, της είχε ρίξει τα κορίτσια επάνω στον γάμον της, όταν ανεγινώσκετο ο Αρραβών. Δεν είχαν λάβει πρόνοιαν οι δικοί της, να της βάλουν το Τετραβάγγελον εις τον κόρφον της. Άλλως, ο πενθερός της έλεγαν, ότι εδιάβαζε την Σολομωνικήν, και ίσως εκείνη η αμαρτία να είχε φθάσει… Είχεν οκτώ κορίτσια, όλα ως αραπάκια, το έν μελανώτερον του άλλου. Αλλ᾿ όταν έφθαναν το έν μετά το άλλο, και πολύ σύντομα, εις την ήβην, όλα εξάσπριζαν, ωμόρφαιναν, εγίνοντο αγνώριστα… Αυτά κατορθώνει η δημιουργός μήτηρ, η φύσις!


24

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Η θεια-Μαχώ «σαν ψέμματα, σαν αλήθεια», της είχε ζητήσει να της δώση έν των κορασίων της, να το υιοθετήση. Η Αφροδώ, με όλας τας ανάγκας της (ο σύζυγός της, χωρικός, είχε μικράν τινα κτηματικήν περιουσίαν), αδιστάκτως ηρνήθη!… Μίαν χρονιάν, όταν ήλθεν η Μεγάλη Εβδομάς, από την Τετάρτην εσπέρας, καθώς διεκόπησαν τα μαθήματα του δημοτικού σχολείου, όλες οι «πανούκλες» του χωριού, του σχολείου, και του δρόμου, είχαν κολλήσει γύρω, εις την μικράν πλατείαν και εις το σιδηρουργείον, κι έκαμνον δαιμονικόν θόρυβον. Απαιτούσαν από τον Γιάλα Δρίτσαν να τους δώση μεγάλα καρφιά, «τζαβόττες», διά να καίουν τα καψύλια των. Άλλοι εζητούσαν επιτακτικώς να τους κατασκευάση μικρά «κανονάκια». Έψαλλον τον στίχον του άσματος: Χαλκιά, χαλκιά, φτιάσ᾿ μας καρφιά, φτιάσ᾿ μας πειρούνια τρία, ο σκύλος ο παράνομος…

Η βρεχτούρα έπαιζε μέγα μέρος εις όλην αυτήν την διαμάχην και την στιχομυθίαν. Την μίαν την είχαν κλέψει οι μάγκες, και την έβρεχαν με θαλάσσιον νερόν, ο Γιάλα Δρίτσας τούς εφοβέριζε με την άλλην. Εις επίμετρον, ο νέος δήμαρχος, όστις είχεν εκλεχθή το έτος εκείνο, θέλων να νεωτερίση και να μιμηθή ό,τι γίνεται εις τας πόλεις, είχε διατάξει να κατασκευασθή εξέδρα επί της μικράς πλατείας, διά να ψαλή η Ανάστασις. Ο ναός απείχε περί τα διακόσια βήματα. Επάνω εις τους δοκούς και εις τα ξύλα και τα σκελετά εκείνα, εκόλλησαν όλες οι «κλήρες» και δεν εξεκολλούσαν. Περισσότερον θόρυβον έκαμνον αυτοί παρά όσην δουλειά οι μαστόροι, από το πρωί ως το βράδυ· ωμοίαζον με μυίγες, οπού είχαν πέσει


Η ΑΚΛΗΡΗ

25

επάνω εις κολλητικόν γλυκύ στρώμα. Παν νεοφανές πράγμα ήτο δι᾿ αυτούς ανέκφραστος αγαλλίασις. Η πτωχή, η «Άκληρη», δεν ετόλμα πλέον ν᾿ ανοίξη παράθυρον, να τους επιπλήξη. Είχε διδαχθή εκ πικράς πείρας, ότι το «να τους μαλώνη» τις ήτο δι᾿ αυτούς μεγάλη διασκέδασις· και άλλο καλύτερον δεν εζητούσαν, ειμή να εύρουν πλάσμα τι, να κάμνη το σοβαρόν, διά να τον πάρουν «στο μεζέ». Προ πολλού καιρού ήδη είχε λάβει τα μέτρα της, να μη παραπονήται ποτέ, αλλά να υποφέρη εν άκρα υπομονή. Το οποίον είναι σπανία φρόνησις, και δι᾿ άνδρα ακόμη. Τέλος ήλθεν η νύκτα του Μεγάλου Σαββάτου. Τα μεσάνυκτα εψάλη η Ανάστασις, επί της εξέδρας, κατά τα σχέδια του νέου δημάρχου. Όλος ο κόσμος εστάθη γύρω εις την εξέδραν, αι γυναίκες ολίγον παραπίσω. Η θεια-Μαχώ, μαζί με άλλας δύο ή τρεις, χήρας ή γραίας, εστάθησαν έξω της γυναικείας θύρας του ναού, κι εθεώντο μακρόθεν. Γυναίκες τινες εγόγγυσαν, ότι δεν ήκουον ή ότι δεν έβλεπον καλά τα εν τη εξέδρα. Εσυμπέραναν μόνον ότι εψάλλετο το «Χριστός Ανέστη» από τας σταυροειδείς ανακινήσεις των λαμπάδων, και από τα ολίγα τρουμπόνια που έπεσαν. Πλησίον εις τον όμιλον των χηρών και των γεροντισσών ήλθεν έν δεκαετές παιδίον, το οποίον δεν εφαίνετο ευχαριστημένον. Ήτο μακρυνός ανεψιός της Μαχώς. Μία εκ του ομίλου ήτο η μητέρα του. Ήτο το μόνον παιδίον, το οποίον ήτο κάπως συμπαθές εις την «Άκληρην». — Ιπέρσ᾿ ήταν καλά, θεια-Μαχώ, είπεν αποτείνας τον λόγον προς την θείαν του. «Ιπέρσι», καθώς ενθυμείτο η Μαχώ, έβρεχε, και η Ανάστασις δεν είχε ψαλή εις το ύπαιθρον. Αλλ᾿ ίσως ο


26

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

μικρός ενθυμείτο έν πυροτέχνημα, το οποίον εκάη από παραθύρου γειτονικής οικίας. — Τάχα θα ζήσουμε και του χρόνου, παιδάκι μ᾿; είπεν η Μαχώ. Το παιδίον, απογοητευμένο ήδη, είχεν αρχίσει να χάνη το ιδανικόν του, κι ελυπείτο το παρελθόν. Η γραία ανησύχει διά το μέλλον. 1905


Ο ΑΛΙΒΑΝΙΣΤΟΣ Αφού εβάδισαν επί τινα ώραν, ανά την βαθείαν σύνδενδρον κοιλάδα, η θεια-Μολώτα, κι η Φωλιώ της Πέρδικας, κι η Αφέντρα της Σταματηρίζενας, τέλος έφθασαν εις το Δασκαλειό. Αι τελευταίαι ακτίνες του ηλίου εχρύσωναν ακόμη τας δύο ράχεις ένθεν και ένθεν της κοιλάδος. Κάτω, εις το δάσος το πυκνόν, βαθεία σκιά ηπλούτο. Κορμοί κισσοστεφείς και κλώνες χιαστοί εσχημάτιζον ανήλια συμπλέγματα, όπου μεταξύ των φύλλων ηκούοντο ατελείωτοι ψιθυρισμοί ερώτων. Ευτυχώς το δάσος ενομίζετο κοινώς ως στοιχειωμένον, άλλως θα το είχε καταστρέψει κι αυτό προ πολλού ο πέλεκυς του υλοτόμου. Αι τρεις γυναίκες επάτουν πότε επί βρύων μαλακών, πότε επί λίθων και χαλίκων του ανωμάλου εδάφους. Η ψυχή κι η καρδούλα των εδροσίσθη, όταν έφθασαν εις την βρύσιν του Δασκαλειού. Το δροσερόν νάμα εξέρχεται από μίαν σπηλιάν, περνά από μίαν κουφάλαν χιλιετούς δένδρου, εις την ρίζαν του οποίου βαθεία γούρνα σχηματίζεται. Όλος ο βράχος άνωθεν στάζει ωσάν από ρευστούς μαργαρίτας και το γλυκύ κελάρυσμα του νερού αναμιγνύεται με το λάλον μινύρισμα των κοσσύφων. Η θεια-Μολώτα αφού έπιεν άφθονον νερόν, αφήσασα ευφρόσυνον στεναγμόν αναψυχής, εκάθισεν επί χθαμαλού βράχου διά να ξαποστάση. Αι δύο άλλαι έβαλαν εις την βρύσιν, παρά την ρίζαν του δένδρου, τις στάμνες και τα κανάτια, τα οποία έφεραν μαζί των διά


28

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

να τα γεμίσουν. Είτα, αφού έπιαν και αυταί νερόν, εκάθισαν η μία παραπλεύρως της γραίας, η άλλη κατέναντι, κι άρχισαν να ομιλούν. — Πώς αλγεί ’παπάς; είπεν η θεια-Μολώτα. Η γραία ήτο ιδιόρρυθμος εις την γλώσσαν της. Ετραύλιζε και απέκοπτεν όχι μόνον συλλαβάς, αλλά και τα άρθρα και άλλα μόρια. — Νύχτωσε, θα πω! προσέθηκεν η Φωλιώ. — Τα, τι λογάτε; επέφερεν η Αφέντρα. Ευρίσκοντο κι αι τρεις, από της ημέρας εκείνης του Μεγάλου Σαββάτου, εις τον Άι-Γιάννη, στον Ασέληνο. Ήτον έρημον παλαιόν μοναστηράκι. Είχε γνωσθή, ότι ο παπα-Γαρόφαλος ο Σωσμένος, είς εκ των ιερέων της πόλεως, θα ήρχετο εις τον Άι-Γιάννην, στον Ασέληνον, διά να κάμη Πάσχα εις τους αιγοβοσκούς των αγρίων εκείνων μερών. Αι τρεις αυταί, και τινα άλλα πρόσωπα από την πόλιν, αγαπώντα την εξοχήν, είχον έλθει, χάριν του Πάσχα, πριν να ξεκινήση ο παπάς. Αλλ’ όμως ενύκτωσεν ήδη, και ο παπα-Γαρόφαλος δεν είχε φανή ακόμη. — Είναι αργοστόλιστος, θα πω, επέφερεν η Φωλιώ η Πέρδικα. — Ναι, είδες πώς αργεί να ντυθή; υπέλαβεν ερμηνεύουσα κατά γράμμα τον λόγον η Αφέντρα της Σταματηρίζενας. Και καμμιά φορά βάζει και στραβά την «αλλαή του». Ωνόμαζεν ούτω το φελόνιον. Αι τρεις γυναίκες είχον έλθει από τον Άι-Γιάννην, απέχοντα ως τέταρτον της ώρας δρόμον, διά να γεμίσουν τα σταμνιά στο Δασκαλειό, επειδή η μικρά βρύσις του παλαιού ησυχαστηρίου, κάτω από τον ναΐσκον, είχε χαλάσει και σχεδόν είχε χαθή το νερόν. Έμελλον δε να επιστρέψουν αμέσως εις τον Άι-Γιάννην. Αλλά, με την ομιλίαν, αργοπορούσαν. Τέλος, αι δύο εσηκώθησαν, έκυψαν διά να φορτωθούν τ’ αγγεία, και ήσαν έτοιμαι προς αναχώρησιν.


Ο ΑΛΙΒΑΝΙΣΤΟΣ

29

Αλλά την στιγμήν εκείνην, ζωηρά φωνή ηκούσθη από το κάτω μέρος, ανάμεσ’ από τα δένδρα. — Σ’ έσκιαξα, θεια-Μολώτα! είπεν η φωνή. Είτα καγχασμός ήχησε, κι ευθύς επαρουσιάσθη είς νέος υψηλός, αμύστακος, ως δεκαέξ ετών, κρατών κάτω του στέρνου του κάτι ως διπλωμένον και τυλιγμένον πράγμα. — Α! κακό να μην έχης! έκραξεν η Φωλιώ. Εσύ ’σαι, αρέ Σταμάτη; Δεν είχε νυκτώσει ακόμη καλά, κι αι γυναίκες είδαν τα χαρακτηριστικά του, αφού πρώτον είχαν γνωρίσει την φωνήν του. Ήτον ο Σταμάτης το Τρυγονάκι, μάγκας, ορφανός παιδιόθεν, καλόκαρδος, βολικός, όστις έζη εκτελών θελήματα ανά την πόλιν. Όταν όμως ήτο πουθενά εξοχικόν πανηγύρι, άφηνεν όλες τις δουλειές του, κι έτρεχε πρώτος μεταξύ όλων των πανηγυριστών. — Να, απ’ τον Ασέληνο έρχομαι, είπεν ο νέος, φορτωμένος πράματα, θάμματα… κυττάξτε! Έθεσε την δεξιάν χείρα εντός του τυλιγμένου πανίου, το οποίον εκράττει, έλαβεν ένα μαύρον πράγμα, και, θέλων να παίξη, το έρριψεν εις την ποδιάν της Μολώτας, ήτις εκάθητο ακόμη επί της πέτρας. — Α! φωτιά που σ’ ε!… έκαμεν αύτη, αναπηδήσασα ορθή, και τινάζουσα την ποδιάν της. Το πράγμα, το οποίον της είχε ρίψει ο Σταμάτης, ήτο τεράστιος ζωντανός κάβουρας. Ο νέος είχε κατέλθει προ δύο ωρών εις τον Μικρόν Ασέληνον. Ούτως ωνομάζετο ο δυτικός αιγιαλός, μικρά αγκάλη, αντικρύζουσα το Πήλιον. Εκεί είχε γεμίσει το προσόψιον, το οποίον είχε περιζωσμένον εις την μέσην του, από κοχύλια, πεταλίδες και καβούρια. — Αρέ, ζουρλάθηκες; είπεν αυστηρώς η Αφέντρα. Να κάμης την οικοκυρά να κόψη το αίμα της!


30

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Ο Σταμάτης και πάλιν εκάγχασε. — Να με συμπαθάς, θεια-Μολώτα, είπε. Σα χωριάτης που ’μαι, έσφαλα. Θέλησα να σου χαρίσω αυτό το καβούρι, για να κάμης μεζέ απόψε, και με τον τρόπο που σου το ’ρριξα στην ποδιά σου, σ’ ετρόμαξα. — Δεν τλώου καβούλγια, είπεν η Μολώτα. Θα μεταλάβου! — Αλήθεια; τότε, το χαρίζω της Πέρδικας. — Μεγαλοσαββατιάτικα, καβούρια θα φάω; είπεν η Φωλιώ. — Τότε, ας το πάρ’ η Σταματηρίζενα, είπεν ο Σταμάτης. — Να καβουρώσης και κάβουρας να γένης! απήντησεν η Αφέντρα. — Μωρέ, ευχή που μου δίνεις! είπεν ο Σταμάτης. Ακούς! να ήμουν κάβουρας, πώς θα περπατούσα τάχα; Και άμα είπεν, έκυψε και άρχισε να κάμνη λοξά πατήματα, μεταξύ των τριών γυναικών. Με την κεφαλήν του εκτύπησε το πλευρόν της Μολώτας, με την πλάτην του έπληξε τον αγκώνα της Φωλιώς, και με την πτέρναν του επάτησε την γόβα της Αφέντρας. Αι τρεις γυναίκες, μισοθυμωμέναι, εγέλασαν. — Ζουρλάθηκες, βλέπω· δεν είσαι καλά! είπεν η Αφέντρα. Και σηκώσασα με την αριστεράν χείρα το κανάτι της, εκολάφισεν ελαφρά την κεφαλήν του Σταμάτη, όστις εφάνη να εγοητεύθη. — Ω! τι δροσιά, μωρέ, Σταματηρίζενα! είπε. Δόσε μου άλλη μια! — Πάμε νυχτώσαμε, έκαμεν εις απάντησιν η Αφέντρα. Και πάραυτα εξεκίνησαν. Τότε ο Σταμάτης, αφού έδραξε, χωρίς να είπη τίποτε, την μεγάλην στάμναν, την


Ο ΑΛΙΒΑΝΙΣΤΟΣ

31

οποίαν άλλως θα εφορτώνετο η Αφέντρα, εφιλοτιμήθη να τρέξη πρώτος, ως εμπροσθοφυλακή. Εις τον δρόμον άρχισε να διηγήται: — Να ξέρατε ποιον ηύρα, τώρα στο δρόμο π’ ανέβαινα… πριν σας ενταμώσω στη βρύση!… — Ποιον ηύρες; είπεν η Αφέντρα. Τον Μπαμπάο, ή τον Αράπη, ή τον Εξαποδώ; — Ηύρα τον Αλιβάνιστο! — Αλήθεια; για πες μας. Άμα ήκουσε το όνομα τούτο, η θεια-Μολώτα, έκαμεν ακούσιον κίνημα, και με δυο βήματα ήλλαξε θέσιν εις τον δρόμον, κι ετάχθη εξ αριστερών του Σταμάτη διά ν’ ακούση καλύτερα, επειδή ήτο κωφή από το έν ους. Ο νέος διηγήθη ότι εις την άκρην του βουνού, όχι μακράν της ακτής, είχε περάσει από την κατοικίαν του αλλοκότου εκείνου ανθρώπου, όστις από τριάκοντα ετών δεν είχε κατέλθει εις την πόλιν, κι εμόναζεν εις μίαν καλύβην, ή μάλλον σπηλιάν, της οποίας το στόμιον είχε κτίσει με τας χείρας του. Έβοσκεν ολίγας αίγας, και δεν συνανεστρέφετο κανένα άνθρωπον, παρά μόνον τον Μπαρέκον, τον μέγαν αιγοτρόφον του βουνού, όστις είχε κοπάδι από χίλια γίδια. Εις αυτόν έδιδε το ολίγον γάλα του, λαμβάνων ως αντάλλαγμα ολίγα παξιμάδια, παστά οψάρια, και πότε κανέν’ τρίχινον φόρεμα ή μάλλινον σκέπασμα. — Άμα με είδε, είπεν ο Σταμάτης, έκαμε να κρυφτή. Εγώ έτρεξα κατόπι του, τον εχαιρέτισα, και, για να τον φουρκίσω, άρχισα να τον λιβανίζω μ’ αυτήν την πετσέτα, που κουδούνιζαν μέσα οι πεταλίδες… Να, πώς του έκαμα! Και αποσπάσας την ποδιάν, την περιέχουσαν τα θαλασσινά είδη, από την μέσην του, έκαμε πως λιβανίζει μ’ αυτό την θεια-Μολώτα, ήτις αφήκεν άναρθρον κραυγήν διαμαρτυρίας.


32

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

— Έλα! θα ησυχάσης, βρε πειρασμέ; έκραξεν οργίλη η Αφέντρα. Εις τον Άι-Γιάννην, άμα ενύκτωσεν, είχε φθάσει με όλον το ασκέρι του, γυναίκα, παιδιά και παραγιούς του, ο μεγαλοβοσκός Γιάννης ο Μπαρέκος, καθώς κι ο Κώστας ο Πηλιώτης, άλλος τσομπάνος με τη φαμίλια του, κι ο Αγγελής ο Πολύχρονος, με όλον το όρδινό του. Είχαν ανάψει μεγάλην φωτιά, κι εκάθισαν εις το ύπαιθρον, παρά τον βόρειον τοίχον του ναΐσκου, και διηγούντο παλαιά χρονικά του ποιμενικού κόσμου, κι εκύτταζαν τους αστερισμούς και την Πούλια, πότε θα φθάση στην μέση τ’ ουρανού, διά να είναι μεσάνυχτα, και πότε θα φθάση εις έν δυτικόν σημείον, διά να φέξη. Κι επερίμεναν τον παπάν, πότε να έλθη, διά να τους κάμη Ανάστασιν. Ήτον δε μεσάνυχτα ήδη, και ο παπάς δεν είχεν έλθει. — Καθώς τ’ ομολογάει η φλάσκα… έλεγεν ο Αγγελής ο Πολύχρονος. — Να το ’ξερε κανείς, να πήγαινε στη χώρα, είπεν ο Κώστας ο Πηλιώτης. — Ο παπα-Γαρόφαλος, αν θα ’ρθή, θα ’ρθή με το φεγγάρι, παρετήρησεν ο Μπαρέκος. Για κυττάξτε! Έδειχνεν υψηλά εις το βουνόν, όπου αι κορυφαί των δένδρων είχαν αρχίσει να καταλάμπωνται από το αργυρούν φέγγος. Ήτο ήδη περί το τελευταίον τέταρτον. Την ιδίαν στιγμήν έφθασεν ο Σταμάτης. Ούτος προ ώρας είχε γίνει άφαντος, χωρίς κανείς να προσέξη εις τούτο. Ο νέος είχεν αναβή υψηλά εις το βουνόν, διά να κατοπτεύση και ακροασθή, αν θα ηκούετο ή θα εφαίνετο πουθενά ο παπάς. Άμα επέστρεψεν, ένευσεν εις τον Μπαρέκον και τους άλλους να εξέλθουν μαζί του από τον περίβολον.


Ο ΑΛΙΒΑΝΙΣΤΟΣ

33

— Τι τρέχει; — Ελάτε· κάτι φωνές ακούω. Βάζω στοίχημα!… Ο Μπαρέκος και ο Κώστας ο Πηλιώτης τον ηκολούθησαν, και απεμακρύνθησαν διακόσια βήματα, κατά τον ανήφορον. Εκεί ήκουσαν τω όντι ήχους τινάς ν’ ανέρχωνται βαθειά από το ρεύμα κάτω, προς το Δασκαλειό και τον Ασέληνον. — Τι να είναι ; — Βάζω στοίχημα πως ο παπα-Γαρόφαλος έχασε το δρόμο, είπεν ο Σταμάτης. — Τι θέλει αποκεί, κατά τον Ασέληνο; — Γνώρισα τη φωνή του, είπεν ο Σταμάτης. Θα ήρθε από τον άλλον δρόμο, απ’ τα χωράφια… κι ύστερα έπεσε μέσα στ’ ορμάνι κι εχάθηκε. Οι δύο βοσκοί κι ο Σταμάτης, κι ο Πολύχρονος, όστις έτρεξε κατόπιν των, ανήλθον την οφρύν του βουνού, και απήντησαν διά φωνών εις τας ηχούς, τας οποίας ήκουαν. — Ελάτε!… Εδώ είμαστε!… έκραξε με στεντορείαν φωνήν ο Σταμάτης. — Μα πώς, δεν βλέπουν κοτζάμ φωτιά; είπεν εν απορία ο Πηλιώτης. — Θα έχουν πέσει μέσα σε κακοτοπιά, στον ίσκιο του βουνού. Το φεγγάρι δεν ψήλωσε ακόμα. — Πάω να φέρω το φανάρι! έκραξεν ο Σταμάτης. Κι έτρεξε κάτω, εις τον περίβολον του Άι-Γιαννιού, οπόθεν επανήλθε μετ’ ολίγον φέρων φανάρι αναμμένον. Ο Σταμάτης κρατών τούτο, επροπορεύθη και οι τρεις άνδρες τον ηκολούθησαν εν μέσω του δάσους. Μετ’ ολίγα λεπτά αι φωναί ηκούοντο πλησιέστεραι, και τέλος, εφάνη ο παπάς, ακολουθούμενος από τον ανεψιόν του, τον βοηθόν του, σύροντα από την τριχιάν ένα γαϊδουράκι, επάνω


34

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

εις το οποίον ήσαν φορτωμένα τα ιερά του παπά. Αλλά τελευταία όλων εφάνη και μια σκιά, ήτις εφαίνετο αποφεύγουσα ν’ αντικρύση το φως του φαναριού. — Μπα! έκαμε γελών ο Σταμάτης. Και σιγά προς τον Μπαρέκον εψιθύρισεν: — Ο Αλιβάνιστος! — Μεγάλο θάμα! είπεν ο Μπαρέκος. — Πώς έκαμες, βλοημένε, κι έχασες τον δρόμο; ηρώτησε τον παπάν ο Αγγελής ο Πολύχρονος. — Μη ρωτάτε… θέλησα να πάω από τον άλλο δρόμο… απ’ τα Ρόγγια… είπεν ασθμαίνων ο παπάς· ήθελα να ιδώ το χωράφι… είπε να το σπείρη κείνος ο Ντανάκιας και τα ’φησε άσπαρτο… κι εγώ χαμπάρι δεν είχα τόσους μήνες τώρα… Ας είναι καλά ο άνθρωπος… Είχα και δυο τρεις αγιασμούς να κάμω, κι ενύχτωσα… Καλά που έπεσα κοντά στο καλυβάκι του μπαρμπα-Κόλια εδώ (δεικνύων τον καλούμενον Αλιβάνιστον) και μ’ εβοήθησε να βρω το δρόμο!… Ας έχη την ευχή! Ο παπα-Γαρόφαλος εδείκνυεν εκείνον, τον οποίον απεκάλει μπαρμπα-Κόλιαν, όστις όμως, ως αληθής σκιά, είχεν αρχίσει να γλυστρά όπισθεν των δένδρων, και ν’ απομακρύνεται. Ο Μπαρέκος, τρέξας, τον έδραξεν ισχυρώς από τον βραχίονα. — Πού πας, μπαρμπα-Κόλια; είπε. Τώρα δε σ’ αφήνουμε… τελείωσε! Φέτος θα κάμωμε Ανάσταση μαζί!… Ο Σταμάτης, μη δυνάμενος να κρατήση τα γέλοια, άρχισε με το φανάρι το οποίον κρατούσε, να κάμνη κινήματα ως να ελιβάνιζε προς το βάθος εις το μέρος όπου ίστατο το σύμπλεγμα του Μπαρέκου και του μπαρμπα-Κόλια. Ο γέρων εφαίνετο αληθινός λυκάνθρωπος. Εφόρει είδος ράσου, απροσδιορίστου χρώματος, και μαύρην


Ο ΑΛΙΒΑΝΙΣΤΟΣ

35

σκούφιαν, είχε μακράν κόμην μαύρην ακόμη, και ψαρά, σγουρά γένεια. Εδυσανασχέτει διότι τον εκράτει με την ρωμαλέαν χείρα του ο Μπαρέκος, κι ήθελε να φύγη. — Άφσε με, να ζήσης! Δεν μπορώ!… τι Ανάσταση να κάμω γω… τι με θέλετ’ εμένα… Εσείς κάμετε Ανάσταση. Με γεια σας, με χαρά σας!… Πάω στο καλύβι μου, γω! Τότε ο παπα-Γαρόφαλος έλαβε τον λόγον: — Να ’χης την ευχή του Χριστού, παιδί μου! Έλα… Να πάρης ευλογία!… Να μοσχοβολήσ’ η ψυχή σου! Έλα να απολάψης τη χαρά του Χριστού μας! Μην αδικής τον εαυτόν σου! Μην κάνης του εχτρού το θέλημα!… Πάτα τον πειρασμό! Έλα, Κόλια! Έλα, Νικόλαε. Έλα! Νικόλαε μακάριε! Ο Άγιος Νικόλαος να σε φωτίση! Ο μπαρμπα-Κόλιας ήθελε να έλθη, αλλ’ εντρέπετο. Επαραξενεύετο πολύ, θα επεθύμει να τον απήγον διά της βίας. Ο Μπαρέκος, ως να είχεν εισδύσει εις τα ενδόμυχα της ψυχής του, έκραξε τους δυο άλλους βοσκούς πλησίον του. Ούτοι, ημιπαίζοντες, ημισπουδάζοντες, έβαλαν τας χείρας των εις τους βραχίονας και τας ωμοπλάτας του Κόλια. Εν πομπή και παρατάξει τον απήγαγον, κάτω νεύοντα, επιθυμούντα ν’ ακολουθήση, και τείνοντα ν’ αποσκιρτήση. Όταν έφθασαν εις τον Άι-Γιάννην, παράδοξον πράγμα συνέβη. Η θεια-Μολώτα, καθώς εκάθητο έξωθεν του ναού, άμα είδε τον Κόλιαν, εταράχθη νευρικώς, εστράφη προς τον τοίχον του ναού. Η Αφέντρα, ήτις ήτον πλάγι της, την είδε, και εννόησεν ότι κάτι συνέβαινε. — Τι έχεις, θεια-Μολώτα; Η γραία τής ένευσε να σιωπήση. Εν τοσούτω, αφού η συνοδεία επροχώρησεν εις το κέντρον του περιβόλου, η Μολώτα έρριψε πλάγιον βλέμμα προς το σύμπλεγμα των


36

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ανδρών κι εκατέβασε χαμηλά την μαύρην μανδήλαν της, έκρυψε τα οφρύδια, τους κροτάφους, και με τα τσουλούφια της κόμης της, και με τα κλώνια της μανδήλας, εκάλυψε το κατωσάγωνον και τα μάγουλα. Η Αφέντρα την εκύτταζε με άπληστον περιέργειαν. — Τι έπαθες, θεια-Μολώτα; ηρώτησε και πάλιν. — Σώπα, σ’ λένε! εψιθύρισεν η Μολώτα. Ευθύς τότε ο παπάς εισήλθεν εις τον ναΐσκον, τον οποίον ο Σταμάτης, από την ημέραν, πριν να πάγη ακόμα διά πεταλίδας και καβούρια, είχε στολίσει με δάφνας και μυρσίνας, και όστις ήστραπτεν από κοσμιότητα και καθαριότητα. Ο ιερεύς έβαλεν Ευλογητόν, και, μαζί με τον ανεψιόν του, άρχισε να ψάλλη το «Κύματι θαλάσσης». Η Αφέντρα, η Φωλιώ, κι αι γυναίκες και τα θυγάτρια των ποιμένων εισήλθον εις τον ναόν, κι εκόλλησαν πολλά κηρία εις τα μανουάλια. Η Μολώτα έμενε παραπίσω. Ήθελε να ιδή αν ο μπαρμπα-Κόλιας, ο Αλιβάνιστος, θα εισήρχετο εις τον ναόν ή όχι. Ο Κόλιας κατ’ αρχάς επέμενε να μένη έξω, επί προφάσει, ότι θα εβοήθει τους δυο παραγιούς του Μπαρέκου εις το σούβλισμα και ψήσιμον των αρνίων, διά τα οποία ετοίμαζον μεγάλην φωτιάν. Ο Μπαρέκος όμως εφοβήθη, μήπως «το στρίψη» και τον εβίασε να εισέλθη εις τον ναόν μαζί του, λέγων ότι «ο μουσαφίρης δεν κάνει ’πηρεσία». Τότε η Μολώτα έμεινεν απ’ έξω, μισοκρυμμένη εις τον παραστάτήν της θύρας του ναού και κυττάζουσα λαθραίως μέσα. Όταν εβγήκαν όλοι λαμπαδηφορούντες εις το ύπαιθρον, διά να κάμουν Ανάστασιν, αύτη απελθούσα εκρύβη εις την βορειανατολικήν γωνίαν, σιμά εις την θυρίδα της Προσκομιδής. Εκείθεν ήκουσε κι αυτή το «Χριστός Ανέστη». Όταν το πλήθος εισήλθεν πάλιν εις τον ναόν, με το


Ο ΑΛΙΒΑΝΙΣΤΟΣ

37

«Αναστάσεως ημέρα», το γοργόν εμβατήριον, η Αφέντρα της Σταματηρίζενας έμεινε παραπίσω και ήλθε πλησίον της Μολώτας. — Γιατί δεν έρχεσαι μες στην εκκλησιά; της είπε· λεχώνα είσαι; — Σύλε, πηδί μ’, ακούσης καλό λόγο· της είπεν η Μολώτα. Άφσ’ εμένα. — Μα τι έχεις; — Τίποτα. Επέμεινε. — Θα μου πης τι έχεις; Η γραία ανένευσε και απεμακρύνθη απ’ αυτής. Η Αφέντρα ηναγκάσθη ν’ απέλθη. Μετ’ ολίγην όμως ώραν, όταν άρχισεν ο Ασπασμός, η Μολώτα επλησίασεν εις την θύραν του ναού κι ένευσεν εις την Αφέντραν να εξέλθη. Την έφερε εις την ιδίαν και πριν θέσιν, αριστερόθεν του ναού. — Τώλα, εγώ πώς θα μεταλάβου; της λέει. — Γιατί; τι τρέχει; — Τώλα, δε φιλούν Βγαγγέλιο κι Ανάσταση; — Ναι. — Πώς να πάω γω ν’ ανησπαστώ; — Πώς θα πας; με τα ποδάρια σ’, είπεν η Αφέντρα. — Είδες κείνον άθλωπο; — Ποιον; — Κόλια; — Τον Αλιβάνιστο; Ε, τι; Η Μολώτα έκυψεν, εταπείνωσε την φωνήν και είπε: — Σαν ήμουν εγώ μικλό κολίτσι, αυτός μ’ ήθελε γυναίκα. Πλιν αλλωστήσω, κη πιαστή φωνή μου, μ’ ηύλε σουλουπώματα, πηγάδι, στενό σοκάκι, μ’ ε… (έκυψεν εις το ους της Αφέντρας, κι εψιθύρισε με φωνήν μόλις ακουομένην), μ’ εφίλησε…


38

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Η Αφέντρα έπνιξε βαθύν, αργυρόηχον γέλωτα. Η γραία επανέλαβε: — Πατέλας δεν τον ήθελε γαμπλό. Πήλα άλλον. Χήλεψα. Αυτός, είπαν, πήλε καημό, πήγε βουνά, αγλίεψε, δεν πάτησ’ εκκλησιά… Εγώ έχω το κλίμα (το κρίμα); Η Αφέντρα ενόησεν αμέσως την απλοϊκήν ευσυνειδησίαν της γραίας. — Ε, καλά, είπε, να που τον ηύρες τώρα, στην Ανάσταση. Ώρα του ασπασμού, της αγάπης είναι. Να σχωρεθής, να το πης του παπά και θα σ’ αφήση να μεταλάβης. Η Μολώτα ηκολούθησε κατά γράμμα την συμβουλήν της Αφέντρας. Εισήλθεν εις τον ναόν, ησπάσθη το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν, είτα εζήτησε συγχώρησιν από τον Κόλιαν. Ακολούθως, την ώραν του Κοινωνικού, επλησίασε μαζί με τις άλλες γυναίκες εις την βαρείαν πύλην του ιερού, όπου ο ιερεύς ανέγνωσεν επί των κεφαλών των την συγχωρητικήν ευχήν, ενώ ο μικρός ψάλτης εμινύριζε το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε». Μετά την Απόλυσιν, άμα οι άνδρες εξήλθον, ο Σταμάτης συναντήσας τον Κόλιαν τον εχαιρέτισε: — Χριστός Ανέστη, μπαρμπα-Κόλια! Καλή ώρα ήταν που σ’ ηύρα χτες. Και ο γέρων ερημίτης απήντησεν: — Αληθώς ανέστη, βρε! Δεν είμαι αλιβάνιστος! 1903


ΧΩΡΙΣ ΣΤΕΦΑΝΙ Τάχα δεν ήτο οικοκυρά κι αυτή στο σπίτι της και στην αυλήν της; Τάχα δεν ήτο κι αυτή έναν καιρόν νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον. Κι ετήρει όλα τα χρέη της τα κοινωνικά, και μετήρχετο τα οικιακά έργα της καλύτερ’ από καθεμίαν. Είχε δε μεγάλην καθαριότητα εις το σπίτι της, κι εις τα κατώφλια της, πρόθυμη ν’ ασπρίζη και να σφουγγαρίζη, χωρίς ποτέ να βαρύνεται και χωρίς να δεικνύη την παραξενιάν εκείνην, ήτις είναι συνήθης εις όλας τας γυναίκας, τας αγαπώσας μέχρις υπερβολής την καθαριότητα. Και όταν έμβαινεν η Μεγάλη Εβδομάς, εδιπλασίαζε τα ασπρίσματα και τα πλησίματα, τόσον, οπού έκαμνε το πάτωμα ν’ αστράφτη και τον τοίχον να ζηλεύη το πάτωμα. Ήρχετο η Μεγάλη Πέμπτη και αυτή άναφτε την φωτιάν της, έστηνε την χύτραν της, κι έβαφε κατακκόκινα τα πασχαλινά αυγά. Ύστερον ητοίμαζε την λεκάνην της, εγονάτιζεν, εσταύρωνε τρεις φορές τ’ αλεύρι, κι εζύμωνε καθαρά και τεχνικά τις κουλούρες, κι ενέπηγε σταυροειδώς επάνω τα κόκκινα αυγά. Και το βράδυ, όταν ενύχτωνε, δεν ετόλμα να πάγη ν’ ανακατωθή με τας άλλας γυναίκας, διά ν’ ακούση τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Ήθελε να ήτον τρόπος να κρυβή οπίσω από τα νώτα καμμιάς υψηλής


40

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

και χονδρής, ή εις την άκραν ουράν όλου του στίφους των γυναικών, κολλητά με τον τοίχον, αλλ’ εφοβείτο, μήπως γυρίσουν και την κυττάξουν. Την Μεγάλην Παρασκευήν, όλην την ημέραν, ερρέμβαζε κι έκλαιε μέσα της, κι εμοιρολογούσε τα νιάτα της, και τα φίλτατά της, όσα είχε χάσει, και ωνειρεύετο κι εμελετούσε να πάγη κι αυτή το βράδυ, πριν αρχίση η Ακολουθία, ν’ ασπασθή κλεφτά κλεφτά τον Επιτάφιον, και να φύγη, καθώς η Αιμόρρους εκείνη, η κλέψασα την ίασίν της από τον Χριστόν. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, όταν ήρχιζε να σκοτεινιάζη της έλειπε το θάρρος και δεν απεφάσιζε να υπάγη. Της ήρχετο παλμός. Αργά την νύκτα, όταν η ιερά πομπή, μετά σταυρών και λαβάρων και κηρίων, εξήρχετο του ναού, εν μέσω ψαλμών και μολπών και φθόγγων, εναλλάξ της μουσικής των ορφανών Χατζηκώστα, και θόρυβος και πλήθος και κόσμος εις το σκιόφως πολύς, τότε ο Γιαμπής, ο επίτροπος, προέτρεχε να φθάση εις την οικίαν του, διά να φορέση τον μεταξωτόν κεντητόν του σκούφον, και κρατών το ηλέκτρινον κομβολόγιόν του να εξέλθη εις τον εξώστην, με την ματαιουμένην από έτους εις έτος ελπίδα, ότι οι ιερείς θα απεφάσιζον να κάμουν στάσιν και να αναπέμψουν δέησιν υπό τον εξώστην του· τότε και η πτωχή αυτή, η Χριστίνα η Δασκάλα (όπως την έλεγαν ένα καιρόν εις την γειτονιάν), εις το μικρόν παράθυρον της οικίας της, μισοκρυμμένη όπισθεν του παραθυροφύλλου, εκράτει την λαμπαδίτσαν της, με το φως ίσα με την παλάμην της, κι έρριπτεν άφθονον μοσχολίβανον εις το πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν το μύρον εις Εκείνον, όστις εδέχθη ποτέ τα αρρώματα και τα δάκρυα της αμαρτωλού, και μη τολμώσα εγγύτερον να προσέλθη και ασπασθή τους αχράντους και ηλοτρήτους και αιμοσταγείς πόδας Του.


ΧΩΡΙΣ ΣΤΕΦΑΝΙ

41

Και την Κυριακήν το πρωί, βαθειά μετά τα μεσάνυκτα, ίστατο πάλιν μισοκρυμμένη εις το παράθυρον, κρατούσα την ανωφελή και αλειτούργητον λαμπάδα της, και ήκουε τας φωνάς της χαράς και τους κρότους, κι έβλεπε κι εζήλευε μακρόθεν εκείνας, οπού επέστρεφαν τρέχουσαι, φρου-φρου, από την εκκλησίαν, φέρουσαι τας λαμπάδας των λειτουργημένας, αναμμένας έως το σπίτι, ευτυχείς, και μέλλουσαι να διατηρήσωσι δι’ όλον τον χρόνον το άγιον φως της Αναστάσεως. Και αυτή έκλαιε κι εμοιρολογούσε την φθαρείσαν νεότητά της. Μόνον το απόγευμα της Λαμπρής, όταν εσήμαινον οι κώδωνες των ναών διά την Αγάπην, την δευτέραν Ανάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ετόλμα να εξέλθη από την οικίαν, αθορύβως και ελαφρά πατούσα, τρέχουσα τον τοίχον τοίχον, κολλώσα από τοίχον εις τοίχον, με σχήμα και με τρόπον τοιούτον ως να έμελλε θέλημα εις την αυλήν καμμιάς γειτονίσσης. Και από να εισέλθη διά τι τοίχον εις τοίχον έφθανεν εις την βόρειον πλευράν του ναού, και διά της μικράς πλαγινής θύρας, κρυφά και κλεφτά έμβαινε μέσα. Εις τας Αθήνας, ως γνωστόν, η πρώτη Ανάστασις είναι για τες κυράδες, η δευτέρα για τες δούλες. Η Χριστίνα η Δασκάλα εφοβείτο τας νύκτας να υπάγη εις την εκκλησίαν, μήπως την κυττάξουν, και δεν εφοβείτο την ημέραν να μη την ιδούν. Διότι οι κυράδες την εκύτταζαν, οι δούλες την έβλεπαν απλώς. Εις τούτο δε ανεύρισκε μεγάλην διαφοράν. Δεν ήθελεν ή δε μπορούσε να έρχεται εις επαφήν με τας κυρίας, και υπεβιβάζετο εις την τάξιν των υπηρετριών. Αυτή ήτο η τύχη της. Ωραίον και πολύ ζωντανόν, και γραφικόν και παρδαλόν, ήτο το θέαμα. Οι πολυέλεοι ολόφωτοι αναμμένοι, αι άγιαι εικόνες στίλβουσαι, οι ψάλται αναμέλποντες τα


42

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Πασχάλια, οι παπάδες ιστάμενοι με το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν επί των στέρνων, τελούντες τον Ασπασμόν. Οι δούλες με τας κορδέλλας των και με τας λευκάς ποδιάς των, εμοίραζον βλέμματα δεξιά κι αριστερά, και εφλυάρουν προς αλλήλας, χωρίς να προσέχουν εις την ιεράν ακολουθίαν. Οι παραμάνες ωδήγουν από την χείρα τριετή και πενταετή παιδία και κοράσια, τα οποία εκράτουν τας χρωματιστάς λαμπάδας των, κι έκαιον τα χρυσόχαρτα, με τα οποία ήσαν στολισμένα, κι έπαιζαν κι εμάλωναν μεταξύ των, κι εζητούσαν να καύσουν όπισθεν τα μαλλιά του προ αυτών ισταμένου παιδίου. Οι λούστροι έρριπτον πυροκρόταλα εις πολλά άγνωστα μέρη εντός του ναού, και κατετρόμαζον τις δούλες. Ο μοναδικός αστυφύλαξ τούς εκυνηγούσεν, αλλ’ αυτοί έφευγον από την μίαν πλαγινήν θύραν κι ευθύς επανήρχοντο διά της άλλης. Οι επίτροποι εγύριζον τους δίσκους, κι έραινον με ανθόνερον τες παραμάνες. Δύο ή τρεις νεαραί μητέρες της κατωτέρας τάξεως του λαού, επτά ή οκτώ παραμάνες εκρατούσαν πεντάμηνα και επτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας. Τα μικρά ήνοιγον τεθηπότα τους γλυκείς οφθαλμούς των, βλέποντα απλήστως το φως των λαμπάδων, των πολυελαίων και μανουαλίων, τους κύκλους και τα νέφη του ανερχομένου καπνού του θυμιάματος, και το κόκκινον και πράσινον φως, το διά των υάλων του ναού εισερχόμενον, το ανεμίζον ράσον του εκκλησιάρχου καλογήρου, τρέχοντος μέσα έξω εις διάφορα θελήματα, τα γένεια των παπάδων, σειόμενα εις πάσαν κλίσιν της κεφαλής, εις πάσαν κίνησιν των χειλέων, διά να επαναλάβουν εις όλους το Χριστός Ανέστη. Βλέποντα και θαυμάζοντα όλα όσα έβλεπον, τα στίλβοντα κομβία και τα στριμμένα μουστάκια του αστυφύλακος, τους λευκούς κεφαλοδέσμους των γυναικών, και τους στοίχους των άλλων


ΧΩΡΙΣ ΣΤΕΦΑΝΙ

43

παιδίων, όσα ήσαν αραδιασμένα εγγύς και πόρρω· παίζοντα με τους βοστρύχους της κόμης των βασταζουσών, και ψελλίζοντα ανάρθρους αγγελικούς φθόγγους. Δύο οκτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας δύο νεαρών μητέρων, αίτινες ίσταντο ώμον με ώμον πλησίον μιας κολόνας, μόλις είδαν το έν το άλλο, και πάραυτα εγνωρίσθησαν και συνήψαν σχέσεις, και το έν, ωραίον και καλόν και εύθυμον, έτεινε την μικράν απαλήν χείρα του προς το άλλο, και το είλκε προς εαυτό, και εψέλλιζεν ακαταλήπτους ουρανίους φθόγγους. Αλλ’ η φωνή του βρέφους ήτο λιγεία, και ηκούσθη ευκρινώς εκεί γύρω, και ο Γιαμπής, ο επίτροπος, δεν ηγάπα ν’ ακούη θορύβους. Εις όλας τας νυκτερινάς ακολουθίας των Παθών, πολλάκις είχε περιέλθει τας πυκνάς των γυναικών τάξεις, διά να επιπλήττη πτωχήν τινα μητέρα του λαού, διότι είχε κλαυθμυρίσει το τεκνίον της. Ο ίδιος έτρεξε και τώρα, να επιτιμήση και αυτήν την πτωχήν μητέρα, διά τους ακάκους ψελλισμούς του βρέφους της. Τότε η Χρηστίνα η Δασκάλα, ήτις ίστατο ολίγον παρέκει, οπίσω από τον τελευταίον κίονα, κολλητά με τον τοίχον, σύρριζα εις την γωνίαν, εσκέφθη ακουσίως της — και το εσκέφθη όχι ως δασκάλα, αλλ’ ως αμαθής και ανόητος γυνή οπού ήτον — ότι, καθώς αυτή ενόμιζε, κανείς, ας είναι και επίτροπος ναού, δεν έχει δικαίωμα να επιπλήξη πτωχήν νεαράν μητέρα διά τους κλαυθμυρισμούς του βρέφους της, καθώς δεν έχει δικαίωμα να την αποκλείση του ναού, διότι είχε βρέφος θηλάζον. Καθημερινώς δεν μεταδίδουν την θείαν κοινωνίαν εις νήπια κλαίοντα; Και πρέπει να τα αποκλείσουν της θείας μεταλήψεως, διότι κλαίουν; Έως πότε όλη η αυστηρότης των «αρμοδίων» θα διεκδικήται και θα ξεθυμαίνη μόνον εις βάρος των πτωχών και των ταπεινών;


44

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Εκ του μικρού τούτου περιστατικού έλαβεν αφορμήν η Χρηστίνα να ενθυμηθή, ότι προ χρόνων, μίαν νύκτα, κατά την ύψωσιν του Σταυρού, όταν επήγε να εκκλησιασθή εις τον ναΐσκον του Αγίου Ελισσαίου, παρά την Πύλην της Αγοράς, ενώ ο αναγνώστης έλεγεν τον Απόστολον, όταν απήγγειλε τας λέξεις «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός», αίφνης, κατά θαυμασίαν σύμπτωσιν, από τον γυναικωνίτην έν βρέφος ήρχιζε να ψελλίζη μεγαλοφώνως, αμιλλώμενον προς την φωνήν του αναγνώστου. Και οποίαν γλυκύτητα είχε το παιδικόν εκείνο κελάδημα! Τόσον ωραίον πρέπει να ήτο το Ωσαννά, το οποίον έψαλλον το πάλαι οι παίδες των Εβραίων προς τον ερχόμενον Λυτρωτήν. «Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων καταρτίσω αίνον, ένεκα των εχθρών σου, του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν». Τοιαύτα ανελογίζετο η Χρηστίνα, σκεπτομένη, ότι καμμία μήτηρ δεν θα ήτο τόσον αφιλότιμος, ώστε να μη στενοχωρήται, και να μη σπεύδη να κατασιγάση το βρέφος της, και να μη παρακαλή ν’ ανοιχθή πλησίον της εις τον τοίχον διά θαύματος θύρα, διά να εξέλθη το ταχύτερον. Περιτταί δε ήσαν αι νουθεσίαι του επιτρόπου, πρόσθετον προκαλούσαι θόρυβον, και αφού προς βρέφος θηλάζον όλα τα συνήθη μέσα της πειθούς είναι ανίσχυρα, μόνη δε η μήτηρ είναι κάτοχος άλλων μέσων πειθούς, την χρήσιν των οποίων περιττόν να έλθη τρίτος τις διά να της την υπενθυμίση. Κι έπειτα λέγουν ότι οι άνδρες έχουν περισσότερον μυαλό από τας γυναίκας! Ούτω εφρόνει η Χρηστίνα. Αλλά τι να είπη; Αυτής δεν της έπεφτε λόγος. Αυτή ήτον η Χρηστίνα η Δασκάλα, όπως την έλεγαν έναν καιρόν. Παιδία δεν είχε, διά να φοβήται τας επιπλήξεις του επιτρόπου. Τα παιδία της τα είχε θάψει, χωρίς να τα έχη γεννήσει. Και ο ανήρ τον οποίον είχε δεν ήτο σύζυγός της.


ΧΩΡΙΣ ΣΤΕΦΑΝΙ

45

Ήσαν ανδρόγυνον χωρίς στεφάνι. Χωρίς στεφάνι! Οπόσα τοιαύτα παραδείγματα! Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ελλείψει όμως άλλης προνοίας, χριστιανικής και ηθικής, διά να είναι τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουσι να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον. Από τον καιρόν οπού είχεν ανάγκην από τας συστάσεις των κομματαρχών διά να διορίζεται δασκάλα, είς των κομματαρχών τούτων, ο Παναγής ο Ντεληκανάτας, ο ταβερνιάρης, την είχεν εκμεταλλευθή. Άμα ήλλαξε το υπουργείον, και δεν ίσχυε πλέον να την διορίση, της είπεν. — Έλα να ζήσουμε μαζί, και αργότερα θα σε στεφανωθώ. — Πότε; — Μετ’ ολίγους μήνας, μετά έν εξάμηνον, μετά ένα χρόνον. Έκτοτε παρήλθον χρόνοι και χρόνοι, κι εκείνος ακόμα είχε μαύρα τα μαλλιά κι αυτή είχεν ασπρίσει. Και δεν εστεφανώθη ποτέ. Αυτή δεν εγέννησε τέκνον. Εκείνος είχε και άλλας ερωμένας. Κι εγέννα τέκνα με αυτάς. Η ταλαίπωρος αυτή μανθάνουσα, επιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, υπομένουσα, εγκαρτερούσα έπαιρνε τα νόθα του αστεφανώτου ανδρός της εις το σπίτι, τα εθέρμαινεν εις την αγκαλιάν της, ανέπτυσσε μητρικήν στοργήν, τα επονούσε. Και τα ανέσταινε, κι επάσχιζε να τα μεγαλώση. Και όταν εγίνοντο δύο ή τριών ετών, και τα είχε πονέσει πλέον ως τέκνα της, τότε ήρχετο ο Χάρος, συνοδευόμενος από την οστρακιάν, την ευλογιάν και άλλας δυσμόρφους συντρόφους, και της τα έπαιρνεν από την αγκαλιάν της.


46

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Τρία ή τέσσαρα παιδία τής είχαν αποθάνει ούτω εντός επτά ή οκτώ ετών. Κι αυτή επικραίνετο. Εγήρασκε και άσπριζε. Κι έκλαιε τα νόθα του ανδρός της, ως να ήσαν γνήσια ιδικά της. Κι εκείνα τα πτωχά, τα μακάρια, περιΐπταντο εις τ’ άνθη του παραδείσου, εν συντροφία με τ’ αγγελούδια τα εγχώρια εκεί. Εκείνος ουδέ λόγον τής έκαμνε πλέον περί στεφανώματος. Κι αυτή δεν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερεν εν σιωπή. Κι έπλυνε κι εσυγύριζεν όλον τον χρόνον. Την Μεγάλην Πέμπτην έβαπτε τ’ αυγά τα κόκκινα. Και τας καλάς ημέρας δεν είχε τόλμης πρόσωπον να υπάγη κι αυτή εις την εκκλησίαν. Μόνον το απόγευμα του Πάσχα, εις την ακολουθίαν της Αγάπης, κρυφά και δειλά εισήρπεν εις τον ναόν, για ν’ ακούση το «Αναστάσεως ημέρα» μαζί με τες δούλες και τες παραμάνες. Αλλ’ Εκείνος, όστις ανέστη «ένεκα ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων», όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα, και του ληστού το Μνήσθητί μου, θα δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν, και θα της δώση χώρον και τόπον χλοερόν, και άνεσιν και αναψυχήν εις την βασιλείαν Του την αιωνίαν. 1896


Η ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΑ Θα πανδρευτήτε, παιδιά, ́ή να πανδρευτώ; Τοιαύτην τινά νουθεσίαν μετ’ απειλής απηύθυνεν επανειλημμένως εις τους δύο υιούς του ο γερο-Σαράντος, πάρεδρος του ωραίου και μαγευτικού χωρίου, γέρων εξηνταπέντε ετών, με κόκκινα μάγουλα και με σιδηράν υγείαν. Και ήτο ικανός, αν δεν τον ήκουαν, να το κάμη. Εις τας χωρικάς οικίας, βλέπεις, η γυνή δεν χρησιμεύει μόνον ως γυνή, ως οικοκυρά και ως μήτηρ, αλλ’ ο προορισμός της ευρύνεται όσον είναι ευρύς ο ορίζων του δροσερού χωρίου, κειμένου εις το κέντρον γοητευτικού οροπεδίου, ανάμεσα εις τέσσαρας εξεχούσας ράχεις, όπου ευωδιάζει ο θύμος, η φασκομηλιά και το ύσσωπον, και όπου τα πεύκα, ως χειροκρατούμενα παιδία, σείονται όλα ομού, με μίαν ομοιόμορφον κίνησιν από την αυτήν ριπήν του βορρά, του καταφερομένου από του ύψους της επιβλητικής Πεντέλης. Εκεί, η γυνή τρέχει κατόπιν του ανδρός εις το χωράφι, τον βοηθεί εις όλας τας εργασίας, με την αριστεράν κρατούσα εις την αγκάλην το τελευταίον της τρίμηνον νεογνόν, με την δεξιάν συλλέγουσα χόρτα διά την προβατίναν ή λάχανα διά το εσπερινόν δείπνον, και, πολλάκις, αποκοιμίζουσα το βρέφος επί της χλόης, υπό την μυγδαλέαν, ανθούσαν, ή υπό την μηλέαν, φυλλορροούσαν, ασχολείται αυτή να βοτανίζη, να σκαλίζη ή και να σκάπτη ενίοτε. Χωρική δε οικία χωρίς γυναίκα θα ήτο ως ερημία χωρίς όασιν.


48

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Ήκουαν την νουθεσίαν του γέροντος ο Στάμος και ο Ζήσος, οι δύο αδελφοί, και δεν επίστευαν, ότι ήτο ικανός να πραγματοποιήση την απειλήν του, και ανέβαλλον από ημέρας εις ημέραν την περί γάμου σκέψιν. Αλλ’ ο Ζήσος, ο νεώτερος, εκλήθη κατά το έτος εκείνο να υπηρετήση εις τον στρατόν, ο δε Στάμος, μένων εις το χωρίον και γεωργών, υπέσχετο εις τον πατέρα του ότι, άμα αφεθή ο Ζήσος και επιστρέψη, τότε αυτός θα υπανδρευθή. Αλλ’ ένεκα της απουσίας του Ζήσου, η μοναξία της οικίας εφαίνετο μεγαλυτέρα και η ανάγκη του βοηθού ήτο μάλλον επαισθητή. Κατά δε την Μεγάλην Εβδομάδα, ότε, λαβών άδειαν απουσίας, ο Ζήσος, ήλθε να τους ιδή, παραδόξως ο γέρων είχε παύσει να ομιλή περί γάμου εις τον Στάμον. Ο Στάμος, εικοσιτετραετής, ήτο υψηλός, ευτραφής, αφρόξανθος την τρίχα, ήσυχος, απονήρευτος, με αόριστον βλέμμα και με άχρουν του προσώπου την έκφρασιν. Ο Ζήσος, εικοσιδιέτης, ήτο ολίγον τι βραχύτερος το ανάστημα, λιγνός, με καστανήν κόμην, πονηρός το βλέμμα, γοργός κι ευκίνητος. Την εσπέραν της Μεγάλης Πέμπτης, τρεις ημέρας μετά την άφιξιν του Ζήσου ελθόντος επ’ αδεία είχον καθίσει περί την τράπεζάν των, σταυροπόδι κι οι τρεις, επί του εδάφους της καλύβης, του αμαυρού και μη επιχρισθέντος πλέον με ασβέστην από του θανάτου της γρια-Σαράνταινας (ήτον καλή νοικοκυρά και προκομμένη πολύ, η μακαρίτισσα, Θεός σχωρέσ’ την!) και συνωμίλουν περί των αγρών των, περί των τελευταίων βροχών, προμηνυουσών ευφορίαν κατά το έτος εκείνο. Αίφνης εισέρχεται η γραία Σιδερή, χωρική χήρα, με δύο υιούς εγγάμους, οίτινες την είχαν αφήσει εις την τύχην της, και με κόρην άγαμον, και καλησπερίζει τους τρεις άνδρας. Ο γέρων πάρεδρος της έδειξε σκαμνίον να καθίση, και η γραία, εξηκοντούτις, εύρωστος, με κολπούμενα


Η ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΑ

49

στήθη, διατηρούσα ίχνη καλλονής, ήρχισε, θαρρετή, να ομιλή ελληνοαλβανιστί προς τον μπαρμπα-Σαράντον. Η Φλώρα της έχει μείνει ορφανή εις ηλικίαν οκτώ ετών, και ο μεγάλος ο γιος της, διά να την ξεφορτωθή, χωρίς να ερωτήση την μητέρα του, την έδωκεν, ως ψυχοπαίδαν τάχα, πράγματι ως δούλαν, εις ένα σπίτι, μέσα εις τας Αθήνας. Εκεί επολιτίσθη και άλλαξε την φορεσιά της (ντήοϊ φορεσές) κι εξέχασε να ομιλή αλμπιρίστι, κι έμαθε να ομιλή σκληρίστι. Εις τα χέρια εκείνης της οικογενείας εμεγάλωσε, κι έγινε δεκαεπτά χρονών, και τότε απέθανεν η κυρά της… Σαν απέθανεν η κυρά της, και είχε μεγαλώσει κι αυτή, δεν ημπορούσε «να κάμη χωριό» με τον αφέντη της, γιατί δεν ήτον, αν και με κατάλαβες, από κείνες που ξέρεις (αγιό σ’ ίστεν νκάτο τσεντί) κι έτσι ένα πρωί σηκώνεται και παίρνει τα ρουχαλάκια της και φεύγει. Της είπαν να πάη σ’ ένα άλλο σπίτι, τίμιο, να υπηρετή, μα αυτή δεν έστρεξε, κι έβαλε τα πράματά της μέσα εις το πρώτο κάρρο, που έφευγε για τα Μεσόγεια, εμβήκε κι αυτή μέσα, κι επήγε στο Χαλάνδρι, που ήτον πανδρεμένος ο μικρότερος αδελφός της, ο άλλος, όχι εκείνος που την έβαλε ψυχοπαίδα στ’ αθηναίικο σπίτι. Γιατί πρώτα, όσο ήτον ανύπανδρος ο δεύτερος ο γιος της, τα είχαν κι οι δυο αμοίραστα τα πατρογονικά τους, κι εμάλωναν κάθε μέρα, ώσπου το ’ρριξαν έξω και δεν τα εκύτταζαν καλά, κι έτσι τ’ αμπέλια απόμειναν κλάρες, κι εχέρσωσαν, και δεν έκαναν πια ούτε για «μισόν καιρό» το κρασί της χρονιάς τους. Και τα ποτιστικά πάλι τα μοίρασαν κι είχαν συμφωνία για το νερό, «ήλιο-μπήλιο» ο ένας, «ήλιο-μπήλιο» ο άλλος. Κι ύστερα, σαν υπανδρεύθη ο δεύτερος ο γιος της στο Χαλάνδρι, ετράβηξε χέρι, και τα μοίρασαν όλα, κι έτσι ηύρε κι αυτή την ησυχία της,


50

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

οπού δεν επρόκανε πρώτα να τους μονοιάζη, που μάλωναν κάθε λίγο. Τώρα, σαν επήγε η Φλώρα στο Χαλάνδρι, έμεινε στο σπίτι του αδελφού της δυο τρεις βδομάδες, ώσπου τα χάλασαν με τη νύφη της — νύφη κι ανδραδέλφη δεν κάνουν, βλέπεις, σ’ ένα σπίτι — κι έτσι η Φλώρα εσηκώθη, κι επήρε τα ρουχάκια της, και τα εφόρτωσε σ’ ένα κάρρο, κι ανέβηκε κι αυτή απάνου στο κάρρο, κι ήρθε στο χωριό, στη μητέρα της. Είναι τρεις βδομάδες που ήρθε, μα κρύβεται μες στο σπιτάκι, και κανείς δεν την είδε. Μόνον μια φορά την είχε καταφέρει, εψές, να βγη να πάρη λίγο τον αέρα της, και την έστειλε ν’ αλλάξη την προβατίνα, που την είχε δεμένη έξω στο χωράφι. Είναι μια κοπέλλα ως κει επάνου, (νι βαζ εγγλιάτ ιστ ελάρτ) και δε θα την αφήση με τις φούστες, που φορεί. Θα την φορέση «τσεμπέρ ε ποδέ έδε γγούνε εδέ κεμίσι, νεκεντήμ εδέ πεσκούλια». Έχει αυτή μπόλιες να της φορέση. Είναι απ’ τα μικρά της χρόνια δουλευτάρισσα, και γλήγορα πάλι θα συνηθίση στα όξου. Ο μεγάλος ο γιος της εστρέχτηκε να της δώση τρία στρέμματα χωράφι, και δυο προβατίνες, και τον άλλον τον μικρό, αυτή, η γρια-Σιδερή, θα τον καταφέρη να της δώση κάτι τι, της Φλώρας, για να την πανδρέψουνε. Ο άνδρας της ο συχωρεμένος (τον θυμάται καλά ο κυρ-Σαράντης) δεν ήτον ζευγολάτης σαν τους γιους του, ήτον βλάχος, τσοπάνης στο βουνό, και της βρίσκονται ακόμη κάτι φλωριά, για να στολίση την ποδιά της Φλώρας. Κάνει να της δίνη κι ο αφεντικός της, στην Αθήνα, απάνου από πεντακόσιες δραχμές για τους μισθούς της, και στο δικαστήριο, αν χρειασθή, θα πάνε για να βρουν το δίκιο τους. Πιστεύει πως η Φλώρα της θα γίνη καλή νοικοκυρά, γιατί εφύλαξε την τιμή της, και κοντά στις δουλειές του χωραφιού, έμαθε, μέσ’ στην


Η ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΑ

51

Αθήνα, και τις δουλειές του σπιτιού καλύτερ’ από κάθε μία. Αυτά είχε να πη. Ο γερο-Σαράντης ήκουσε ψυχρώς την εξήγησιν ταύτην της γραίας Σιδερής, εις το τέλος της οποίας υπενοείτο πρότασις περί γάμου. Ο Στάμος ήκουε σχεδόν αλλόφρων, ως να μη ενόει, τι ήθελε να είπη η γραία χωρική. Μόνος ο Ζήσος ήκουσε μετά προσοχής, κι έδειξέ τινα συγκίνησιν, όταν ήκουσε το όνομα της ηρωίδος, ως και τον υπαινιγμόν, ον έκαμεν η γραία, ομιλούσα περί της φυγής της κόρης της εκ της αθηναϊκής οικίας, μετά τον θάνατον της κυρίας της. Εις την πρότασιν απήντησεν ο γέρων πάρεδρος δι’ αοριστιών και δι’ αναβολών, λέγων, ότι δεν έκαμεν ακόμη σκέψιν με τους υιούς του περί γάμου (ενταύθα ο Ζήσος εστράφη κι εκύτταξεν επιτιμητικώς τον πατέρα του), ότι τα παιδιά του είν’ ελεύθερα να νυμφευθώσι ή όχι, και ότι έχουν καιρόν. Η γραία Σιδερή εξήλθεν με μαραμένον το ήθος. Μόλις εκρύβη αύτη, κάμψασα την προς τα δεξιά πρώτην γωνίαν και όπισθεν του φράκτου αριστερόθεν, ενώ ενύκτωνεν ήδη, εξήλθεν η γειτόνισσα, η Γιωργούλα. Αύτη είχεν ιδεί την γραίαν εισερχομένην εις τον οικίσκον του μπαρμπα-Σαράντου, και, οκλάζουσα όπισθεν του φράκτου, επαραμόνευεν εκεί, εις το προαύλιον. Ίσως να ηκροάτο τι έλεγαν μέσα εις την καλύβην. Εισήλθεν εξυπόλητη, με την μπόλιαν της ανεμίζουσαν, ορμητική, ως θύελλα, και ευθύς μετά την καλησπέραν, ήρχισε, χωρίς να παίρνη ανασασμόν, να λέγη: — Τι σας είπ’ αυτή; Μην ήρθε να σας φορτώση την τσούπα της; Τα μάτια σου τέσσερα, Στάμο! Την ξέρετε, τι παστρικιά είναι η κόρη της; Η πομπιωμένη, που κυλιότανε


52

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

τόσα χρόνια στα ξένα σπίτια, μες στην Αθήνα, και ποιος ξέρει τι πομπές, τι ρεζιλίκια έπαθε, που την έκαναν και την έδειχναν τ’ αφεντικά της, ως που την έδιωξαν απ’ το σπίτι (ποιος ξέρει αν δεν την έπιασαν κλέφτρα;) και τώρα θέλει να μάς κάμη την τίμια, να νοικοκυρευτή κι όλας! Το νου σου, Στάμο! Κύτταξε, μη σε καταφέρουν και σου τήνε φορτώσουνε! Δεν έχουμε τάχα κορίτσια να σου δώσουμε, κι είναι καμμιά ανάγκη να ξεπέσης σ’ αυτή; Να σε ιδώ, Στάμο! Αυτά και πολλά άλλα είπε μετά βίας και ορμής παραφόρου η Γιωργούλα, ως να επήδων αι λέξεις συνωθούμεναι και διαγκωνιζόμεναι από το στόμα της. Ο γέρων πάρεδρος έκαμνε νεύματα απελπιστικά, μη δυνάμενος ν’ ανακόψη τον χείμαρρον των λόγων της, θέλων να βεβαιώση, ότι η γραία Σιδερή ουδέν τοιούτον επρότεινε, και μη ευρίσκων στιγμήν διά να το παρενείρη. Τέλος ο ρους των λόγων έγινε βραδύτερος, και ο γέρων επρόφθασε να είπη: — Δεν είναι τίποτε, κυρα-Γιωργούλα, ησύχασε. Ξέρω εγώ τι θα κάμω. — Αν ήτον καθαρή, επανέλαβε με νέαν ορμήν η Γιωργούλα, χωρίς να δώση προσοχήν εις την διακοπήν του γερο-Σαράντου, έπρεπε να βγαίνη στον κόσμο να τήνε βλέπουνε. Γιατί κρύβεται, και δε βγαίνει από το σπίτι, και ψυχή δεν την είδε, που έχει ένα μήνα στο χωριό; Άνθρωπος που το έχει καθαρό αυτό (τύψασα το μέτωπον) δε φοβάται, δεν κρύβεται. Έχει πομπές καμωμένες, και για δαύτο κρύβεται και δε βγαίνει στον κόσμο. Επρόσθεσε πολλά άλλα η Γιωργούλα και είτα, μ’ ελαφρόν βήμα, τρέχουσα, ξυπόλητη, με την ποδιάν ανεμίζουσαν, εξήλθεν, ειπούσα· «έχω τις αυγοκουλούρες φουρνισμένες, και πάω να ξεφουρνίσω. Να με συμπαθάτε για το θάρρος!».


Η ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΑ

53

Μετά το δείπνον, εξήλθεν ο Ζήσος και μετέβη εις το μαγαζίον του χωριού, όπου εντάμωσε δύο ή τρεις φίλους του, κι εξετάσας αυτούς μ’ επιτήδειον τρόπον, έμαθε διατί η Γιωργούλα ωμίλει με τόσον θάρρος εις τον πατέρα του, και διατί ο γέρων έπαυσε να κάμνη λόγον εις τον Στάμον περί γάμου. Η Γιωργούλα είχε μίαν αδελφήν χήραν, ήτις, μετά τον θάνατον του συζύγου της, επισυμβάντα προ ολίγων μηνών, ήλθε και κατώκησεν εις το χωρίον της γεννήσεώς της, πλησίον της αδελφής της. Την χήραν ταύτην αδελφήν, μεσόκοπην, καλοκαμωμένην, επροξένευεν η Γιωργούλα εις τον μπαρμπα-Σαράντον τον ίδιον. Και εις τον γέροντα, φαίνεται, ότι δεν απήρεσκον αι προτάσεις. Η Γιωργούλα ευλόγως εσκέπτετο, ότι, εν όσω έμενον άγαμοι οι δύο νέοι, ευκολώτερον θα ήτο να καταφέρη τον γέροντα να νυμφευθή αυτός. Και διά τούτο αντέπραττεν εις πάσαν πρότασιν γινομένην διά τον Στάμον, κι έτρεχε να «βάλη μαναφούκια» οσάκις προξενειά τις διά τον νέον επαρουσιάζετο. Ο Στάμος, καίτοι μένων διαρκώς εις το χωρίον, εφαίνετο πλέον εις μακαρίαν άγνοιαν ως προς παν το συμβαίνον πέριξ της πατρικής οικίας. Ο Ζήσος όμως τα ανεκάλυψεν όλα μονοβραδυά. Ο Πάνος ο Δημούλης εκοιμάτο ακόμη επί της παχείας στρωμνής της αναπαυτικής κλίνης, εις ένα θάλαμον του εξοχικού μεγάρου, μετά ραστώνης ηδυπαθούς, κι εφαίνετο, ότι δεν είχε κοιμηθή ποτέ του επί παρομοίας κλίνης. Είχε καταβιβάσει τα αμπαζούρια και τα παραπετάσματα των παραθύρων, και είχε σχηματίσει τεχνητήν νύκτα, διά να παρατείνη επί τινας ακόμη ώρας την εν μακαριότητι και ονείροις εντρύφησιν. Ο ήλιος ήτο ήδη δύο κοντάρια υψηλά εις τον ορίζοντα. Ο Πάνος ο Δημούλης, το ήξευρεν, αλλ’


54

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

επροσποιείτο εις τον εαυτόν του ότι δεν το ηξεύρει. Είχεν απόφασιν να ψευσθή περί τούτου και προς τον εαυτόν του και προς τους άλλους, και ησθάνετο κρυφίαν χαράν, διότι η συντροφιά του είχεν εξέλθει εις πρωινήν εκδρομήν πέριξ του χωρίου χωρίς αυτόν. Είς εκ της συντροφίας, ο οικειότερος προς αυτόν, είχε τολμήσει να εισέλθη την αυγήν εις τον κοιτώνα, προσπαθών να τον εξυπνήση. Ήτο ο σπουδαστής της φιλολογίας, ο Παύλος ο Βαλέντιος, όστις έτρεφεν ιδιάζουσαν στοργήν προς την αλβανικήν γλώσσαν, και ισχυρίζετο, ότι όλαι αι ρίζαι των αλβανικών λέξεων ανευρίσκονται εις τας αρχαίας ελληνικάς λέξεις. — Γκρου, ρε Πάνο! του εφώναξεν αλβανίζων. Πάνο, γκρου! Και είτα προσέθηκε: — Δεν ξέρεις, καημένε, ότι το γκρου (σηκώσου) είναι το ομηρικόν έγρεο; Ο Πάνος είχεν μεγάλην διάθεσιν να τον στείλη εις τον διάβολον, και αυτόν και τα ομηρικά του και την γλωσσολογίαν του. Αλλ’ ως ο μετά την ήτταν τραυματίας, ο έχων συμφέρον να κάμνη τον ψόφιον, διά να μην τον αποτελειώσωσιν οι εχθροί, είχε και αυτός συμφέρον να κάμνη τον κοιμώμενον, διά να μην αναγκασθή να χάση όλην την γλύκαν του πρωινού ύπνου. Εγύρισε λοιπόν από το άλλο πλευρόν, ξηροτανυσθείς, και ψελλίσας ακατανοήτους συλλαβάς προς τον Παύλον τον Βαλέντιον, όστις τον άφησεν ήσυχον και απήλθε. Κατά την εκ του περιπάτου όμως επιστροφήν, ο Παύλος μετέβη κατ’ ευθείαν εις τον θάλαμον, όπου εκοιμάτο ο Δημούλης. Τότε ο νέος ηγέρθη, ενίφθη, ενεδύθη, κι εμέμφετο τον υπηρέτην, ότι του είχε κλείσει όλα τα παράθυρα, και ούτω «εβγήκε ο ήλιος, χωρίς να το καταλάβη». Επρογευμάτισαν με καφέν, με βρούβες, σπαράγγια, εκλεκτάς ελαίας και μαύρον οίνον, κι εσχεδίαζαν να


Η ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΑ

55

εξέλθουν όλοι εις μακρυνήν εκδρομήν, με τα δίκαννά των, αλλ’ ο Πάνος ο Δημούλης, όστις εβαρύνετο και τας εκδρομάς και τας θορυβώδεις κοινοτυπίας των συντρόφων του, «ξεκλέφθηκε» κι εβγήκε μόνος, χωρίς να τον παρατηρήση κανείς. Εξήλθεν έξω της αρχοντικής επαύλεως, της ανηκούσης εις πλούσιον κτηματίαν, όπου εφιλοξενείτο χάριν των εορτών του Πάσχα, και ανήλθεν εις τον λόφον, πατών επί του άκρου όχθου του χωραφίου, και, ως να μη είχε χορτάσει τον ύπνον, εκάθισεν επί της χλόης κι εξηπλώθη εκεί εις το προσήλιον. Το κατωφερές χωράφιον ήτο εσπαρμένον κριθήν, και οι στάχυες (ήτο περί τας 20 Απριλίου), υψηλοί ήδη έως το γόνυ, εκυμάτιζον υπό την πνοήν της αύρας του βουνού με χρυσοπρασίνους εναλλαγάς γλυκυτάτων αποχρώσεων υπό τας ακτίνας του ηλίου. Το οροπέδιον όλον ηλιοφεγγές, ευωδίαζεν άνοιξιν και ζωήν, τα δένδρα όλα και οι θάμνοι ανθούντα εστεφάνουν λόφους και κοιλάδας, το χόρτον ηύξανεν εις τον ήλιον, τα αρνάκια περιχαρή έτρεχον χαριέντως, ακούοντα τους βελασμούς των αμνάδων, και μυριάδες στρουθίων εκελάδουν χαρμονικώς εις τα δάση. Ο Πάνος ο Δημούλης είχε τον σχοίνον ως προσκέφαλον, την χλόην ως στρώμα κι έλεγε: «Τι γλυκά ημπορεί να κοιμηθή κανείς εδώ!». Εκείνην την στιγμήν εφάνη εις την άλλην άκραν του αγρού μία κόρη ανερχομένη τον όχθον, δι’ ου και αυτός είχεν ανέλθει εις το ύψος του λόφου. Ήτο χωριατοπούλα, φορούσε την μπόλια, την ποδιάν και την μανδήλαν της, με τας πλεξίδας μακράς κρεμαμένας έως την μέσην, συμπεπλεγμένας με ταινίαν κοκκίνην μεταξωτήν, με τα στέρνα εύκολπα, σχηματισμένα όπισθεν της εμπροσθέλλας της της λευκής. Έβαινε με ελαφρόν αλλά και δειλόν βήμα, ως κόρη, ήτις είχεν απομάθει προ πολλού την έξιν του να βαδίζη εις τα λιβάδια, και δεν είχε παρατηρήσει τον Πάνον τον Δημούλην, του


56

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

οποίου η κεφαλή επεπροσθείτο υπό τινος θάμνου, το δε σώμα ήτο ανακεκλιμένον επί της χλόης. Ήτο υψηλή, λιγνή και, καθ’ όσον ανήρχετο τον λόφον, ο Πάνος ο Δημούλης έβλεπε το πρόσωπόν της ως σύνολον, χωρίς να διακρίνη τους χαρακτήρας, λάμπον ως τινα αίγλην, κι εμάντευεν, ότι ήτο ωραία! Α! οποία ποιητική εμφάνισις! Ο Πάνος ο Δημούλης ησθάνετο την στιγμήν εκείνην επανερχόμενα εις την μνήμην του όλα τα όνειρα, όλας τας μυστηριώδεις τέρψεις, όλας τας ανεξηγήτους φρικιάσεις της πρώτης νεότητος, της ώρας καθ’ ην εξεγείρεται το πρώτον η καρδία, και η ζωή γίνεται έν με τον έρωτα, και η ποίησις υποκαθιστά την πραγματικότητα εις το πνεύμα. Α! περικαλλής μορφή! Α! όνειρον! Α! οπτασία! Ω! καλλίμορφος χωριατοπούλα. Η νεάνις ανέβη έως το ήμισυ του ανωφερούς όχθου, είτα έκυψε κατά γης. Εκεί, πλησίον της αποσκαφής, εις το σύνορον το χωρίζον το μέγα κριθόσπαρτον χωράφιον από άλλους εγγύς αγρούς, ήτο δεμένη μία αμνάς με το αρνίον κι έβοσκε. Φαίνεται, ότι η χωρική νεάνις είχεν έλθει «διά ν’ αλλάξη την προβατίναν». Έκυψεν, εξεχώρισε τον πάλον, και σύρουσα διά του σχοινίου την αμνάδα, την μετέφερεν ολίγον απωτέρω, όπισθεν των θάμνων, κι εκεί εκ νέου έκυψεν, ενέπηξε, κτυπώσα διά λίθου, τον πάλον εις την γην, κι εκεί την άφησε να βόσκη. Α! η προβατίνα! Α! το μικρόν αρνάκι! Τι τρυφερόν, τι λευκόμαλλον που ήτο, και πόσον γλυκά εβέλαζε! Τι ήλθες Βλαχοπούλα! Τι θέλεις από εμέ; (έλεγε καθ’ εαυτόν εν εξάρσει ο Πάνος ο Δημούλης). Φύγε, ω Βλαχοπούλα. Μη με κολάζης, χωρίς να με συμπονής! Μη με ενοχλής, χωρίς να με γνωρίζης! Πώς να καταπραΰνω την φαντασίαν μου, σήμερον, Μέγα Σάββατον; Πώς να υπάγω να μεταλάβω, την νύκτα, εις την Ανάστασιν, ω Βλαχοπούλα; Αλλ’ εγώ διά τούτο


Η ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΑ

57

ήλθα εις το χωρίον, αφού εξωμολογήθην, χθες, διά να μη προλάβω να κάμω άλλα «κρίματα» έως ου αξιωθώ να μεταλάβω αύριον. Και τώρα, πώς να μεταλάβω, ω Βλαχοπούλα! Η νεάνις, αφού ήλλαξε την προβατίναν, εστάθη ορθία επί τινας στιγμάς, ρίπτουσα βλέμματα τριγύρω εις τους λόφους. Τι εσκέπτετο άρα; Ησθάνετο πόσον ισχυρά είναι η φύσις, ήτις δεν εξαντλείται από καταβολής κόσμου μετά τόσην και τόσην παραγωγήν, και πόσον ευμενής η άνοιξις ήτις δεν εβαρύνθη να επανέρχεται κανονικώς κατ’ έτος, με τόσην μονοτονίαν και με τόσην καλλονήν; Ή ενόει τι θα ειπή το «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε!» και είχεν ακούσει ποτέ το «ουκ ελάτρευσαν την κτίσιν παρά τον Κτίσαντα;» Ήτο χριστιανή; Ήτο ειδωλολάτρις; Τι ήτο; Τίποτε απ’ όλα αυτά. Ήτο Βλαχοπούλα. Την στιγμήν εκείνην, ενώ ο Πάνος ο Δημούλης έκαμνε τας ακαίρους και υπερβολικάς ταύτας σκέψεις και η νεάνις ίστατο βλέπουσα αορίστως εις τα πέριξ, τρίτον πρόσωπον ενεφανίσθη εις την σκηνήν. Ήτο στρατιώτης του πεζικού, λιγνός, καλοκαμωμένος, με καστανήν κόμην και λεπτόν μύστακα. Επλησίασεν εις την νέαν, ήτις κατ’ αρχάς ηθέλησε να τραπή εις φυγήν, είτα αφήκε κραυγήν εκπλήξεως αναγνωρίζουσα αυτόν. — Συ είσαι, Φλώρα! ανέκραξεν ο στρατιώτης. Α! η Βλαχοπούλα έχασε διά μιας όλην την ποίησίν της διά τον Πάνον τον Δημούλην. Ήτο λοιπόν ανάγκη να κάμη εξοχικήν εκδρομήν, να δεχθή την φιλοξενίαν του πλουσίου ιδιοκτήτου της επαύλεως, να έλθη να κάμη Πάσχα εις το χωρίον, να κοιμηθή ως το μεσημέρι το Μέγα Σάββατον, διατί; Διά να γίνη μάρτυς των ερώτων ενός στρατιώτου; Αλλά δεν συνήντα καθ’ εκάστήν εις την λεωφόρον του Πανεπιστημίου και εις την πλατείαν του Συντάγματος


58

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

τόσους και τόσους φαντάρους, ή και σκαπανείς, ή και ελάτας, παρακολουθούντας βήμα προς βήμα τας τροφούς με τα λευκόπεπλα βρέφη των κυριών των, μετ’ ακκισμών στρεφομένας οπίσω και ανταλλασσούσας φιλικάς λέξεις, ή πυροσβέστας εντρυφώντας εις ατελεύτητον συνδιάλεξιν με τας μαγειρίσσας, εις το παράθυρον του ισογείου, εις όλας τας συνοικίας των Αθηνών; Και οι φαντάροι δεν ηρκούντο λοιπόν πλέον εις τες παραμάνες και εις τα δουλικά της πρωτευούσης, αλλ’ εξήρχοντο και εις τα χωρία, θηρεύοντες χωριατοπούλας; Την νύκτα εκείνην της Μεγάλης Πέμπτης, η Φλώρα, η πτωχή κόρη, χωρίς να υποπτεύη το διάβημα, εις το οποίον είχε προβή η μήτηρ της πλησίον του μπαρμπα-Σαράντου, μήτε τα «μαναφούκια», τα οποία έσπευσε να βάλη η φουρνάρισσα η Γιωργούλα εις την οικίαν του Παρέδρου, είχε ζαρώσει, κατά το σύνηθες, εις μίαν γωνίαν του πτωχού οικίσκου, μεταξύ δέσμης καυσοξύλων και της γάτας, ήτις εκοιμάτο παραπλεύρως, χωμένη εις το πενιχρόν σκέπασμα, δι’ ου ήτο τυλιγμένη η νεάνις. Η μάνα της έρρεγχεν εξηπλωμένη εκείθεν της εστίας, όπου και άνδρες ακόμη ολίγοι δύνανται να ρέγχωσιν. Η απλοϊκή γυνή εφαντάζετο ότι η Φλώρα της, μόλις επιστρέψασα εις το χωρίον, θα εύρισκε πολλούς και προθύμους γαμβρούς. Και ουδ’ ησθάνθη καν απαγοήτευσιν μετά δύο ή τρία ανωφελή διαβήματα, όσα είχε κάμει πλησίον είς τινας οικογενείας, και σήμερον ακόμη πλησίον του μπαρμπα-Σαράντου. Η φήμη, προδραμούσα εις το χωρίον, έλεγεν, ότι η Φλώρα εδιώχθη, όχι ότι έφυγεν οικειοθελώς από την εν Αθήναις οικίαν, και καλοθελήτριαι χωρικαί δεν έλειπαν πρόθυμοι να ρίπτωσιν εναύσματα εις την φλόγα της δυσφημίας, μετά της αυτής ευκολίας, μεθ’ ης έρριπτον ξηρά κλαδιά εις τον φούρνον, ον ήθελον ν’ ανάψωσιν. Η γραία εκοιμάτο και ωνειρεύετο


Η ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΑ

59

την Φλώραν της στολισμένην κι εύμορφην νύμφην, φορούσαν «τσεμπέρι και ποδιάν και σιγούνι και υποκάμισον κεντητόν και πεσκούλια και κολλαΐναν με φλωριά!». Και ομιλούσα εις τον ύπνον της υπεψιθύριζε: «Τσεμπέρ ε ποδέ εδέ γγούνε εδέ κεμίς, ε νέκε ντιμ εδέ φλουρέ!». Η Φλώρα όμως δεν είχεν ύπνον, κι εσυλλογίζετο πικρώς την φτώχειαν της, την κακομοιριάν της, την ατυχίαν της. Και η ζωή της όλη επανήρχετο εις την μνήμην της πένθιμος, θλιβερά, ως ερημία άβατος και άνυδρος, ως εσχατιά πλήρης ερειπίων, καπνιζόντων και αποτεφρωμένων κορμών. Οκταέτις χάσασα τον πατέρα της εδόθη χάρις εις την σκληρότητα του αδελφού της ως θεραπαινίς εις ξένον οίκον. Και κατ’ αρχάς επερνούσε καλά, διότι η κυρία της έτυχε να είναι διακριτική και φιλάνθρωπος. Εις τας χείρας αυτής εμεγάλωσε κι εγκαρδίως επόνεσε το σπίτι. Αλλ’ όταν ήρχισε να μεγαλώνη, ο αφέντης της, πλούσιος ιδιοκτήτης εν Αθήναις, πεντηκοντούτης, υψηλός, ευτραφής, μελαψός το πρόσωπον, μαύρος τα χείλη, ήρχισε να της ρίπτη ερωτικά βλέμματα και άπαξ ή δις εζήτησε να την θωπεύση. Αύτη αντεστάθη αγρίως τον ηπείλησεν ότι θα τον καταγγείλη εις την κυρίαν της. Εκείνος τότε περιεμαζεύθη και της ωρκίσθη, ότι δεν θα το ξανακάμη. Και άλλως η κόρη εσυστέλλετο να ομιλήση περί τοιούτου πράγματος εις την κυρίαν της. Αλλ’ όταν, μετά τινα χρόνον, η δυστυχής γυνή απέθανεν, η Φλώρα, καταληφθείσα υπό αορίστου φόβου, ητοιμάζετο να φύγη αυθημερόν από την οικίαν. Αλλ’ η αδελφή της θανούσης, σύζυγος λοχαγού, κατοικούσα εις παρακειμένην οικίαν (αι δύο οικίαι, δίδυμοι, απαράλλακτοι την αρχιτεκτονικήν, ηυλίζοντο από τον αυτόν περίβολον και είχον την αυτήν είσοδον εκ του δρόμου) την ικέτευσεν, εξορκίσασα αυτήν εις την προσφιλή μνήμην της νεκράς, χάριν των ορφανών της, τεσσάρων


60

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

τον αριθμόν, όλων μικροτέρων της δεκαετούς ηλικίας, να μείνη επί τινα χρόνον. Η Φλώρα, πιεσθείσα, υπήκουσε. Κατά τον αυτόν χρόνον, ο λοχαγός είχε προσλάβει κατ’ οίκον ως υπηρέτην στρατιώτην τινά του λόχου του, ονόματι Ζήσον. Ο νέος εφαίνετο χωρικός και ήτο αφελής τους τρόπους. Δεν εκύτταζε την Φλώραν (ήτις είχε γίνει ωραιοτάτη κοπέλλα πράγματι, με ροδίνας παρειάς, με γλυκύτατον ήθος και με λιγυρόν ανάστημα), καθώς κυττάζουν άλλοι, προπετώς, αναιδώς, επιμόνως. Την εκύτταζε κρυφά, γλυκά, και η κόρη ήρχισε να συγκινήται. Ο νέος δεν της είπε ποτέ απρεπή λόγον, δεν της έκαμεν άσχημον κίνημα. Όταν δε τυχόν τα βλέμματά των συνηντώντο, ο Ζήσος εταπείνου το ιδικόν του. Μια των ημερών, ένα μήνα μετά τον θάνατον της κυρίας της, ενώ ο χηρεύσας κτηματίας ανέβαινε διά να γευματίση, κατέλαβε τον Ζήσον κατοπτεύοντα την Φλώραν από του ιδικού του παραθύρου εις το ιδικόν της, και του εφάνη, ότι η Φλώρα απήντα, μειδιώσα, εις τα βλέμματά του. Τότε ο άνθρωπος με τα μαύρα χείλη, όστις είχεν αφήσει να κοιμηθή προς καιρόν το προς την χωριατοπούλαν πάθος του, το ησθάνθη αποτόμως εξυπνούν. Εις την καρδίαν του ο έρως εζευγαρώθη με την ζηλοτυπίαν. Εμελέτησε δε να μεταχειρισθή την ανταλλαγήν των βλεμμάτων, την οποίαν του εφάνη ότι είδεν, ως όπλον κατά της Φλώρας. Ήτο περί το πρώτον λάλημα του πετεινού, και η Φλώρα εκοιμάτο εις το μικρόν της δωμάτιον, το συνεχόμενον με το μαγειρείον, όταν ηκούσθη σιγανόν βήμα εις τον διάδρομον και ελαφρός τριγμός εις την θύραν του θαλάμου της, ως να εδοκίμαζέ τις να την ανοίξη. Η θύρα δεν έκλειε καλώς με το μάνδαλον και η κόρη είχε βάλει μίαν καρέκλαν ως στήριγμα όπισθεν και ένα


Η ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΑ

61

σιδηρούν μοχλόν ως αντηρίδα. Όλα ταύτα, διότι, έχουσα παλαιάς αφορμάς, δεν είχε παύσει ποτέ να δυσπιστή προς τον κύριόν της. Αλλ’ η μία ύαλος του προς τον διάδρομον μικρού παραθύρου, τρεις σπιθαμάς μόλις απέχοντος της θύρας, ευρέθη την εσπέραν εκείνην ημίθραυστος. Η Φλώρα δεν είχε μάθει ποτέ τις την είχε θραύσει. Ίσως ο μικρός του κυρίου της να την είχε σπάσει αυθημερόν, και αυτή δεν το είχε παρατηρήσει, εκτός αν την έθραυσεν ο ίδιος ο αφέντης της· τίς οίδεν; Η Φλώρα δεν ήθελε να κολασθή άδικα, και όμως το υπώπτευσεν. Η χειρ του προσπαθούντος έξωθεν να παραβιάση την θύραν εισήχθη σιγά σιγά διά του ρήγματος της υάλου. Η χειρ εστράφη προς το μέρος της θύρας, είτα εσταμάτησε πάλιν, ως να εφοβήθη τον κρότον, ον επροξένησεν. Είτα, και πάλιν εξηπλώθη εγγύτερον προς την θύραν. Η κοιμωμένη κόρη αφήκε στεναγμόν κι εκινήθη επί της κλίνης, κι επί πέντε λεπτά, ο άνθρωπος με την διά της υάλου χείρα εστάθη, συνέχων την αναπνοήν του, κατοπτεύων προσεκτικώς την καθεύδουσαν. Είτα, μικρόν κατά μικρόν, αθορύβως, και μετ’ άκρας προφυλάξεως, όλος ο πήχυς μέχρι του αγκώνος, είτα και ο βραχίων, εισήχθη εις τα έσω του θαλάμου. Έφθασε την καρέκλαν, την έδραξε και την ώθησεν αψοφητί προς τα ένδον. Η καρέκλα απεμακρύνθη δύο σπιθαμάς, αλλ’ η θύρα δεν ενέδιδε. Τότε ο άνθρωπος με την εισηγμένην χείρα είλκυσε την θύραν προς τα εντός, αλλ’ αύτη δεν ήνοιγεν. Εφαίνετο έχουσα και άλλο στήριγμα εκτός της καθέκλας. Τω όντι είχε τον μοχλόν, τον οποίον ο βιαστής της θύρας δεν έβλεπεν εις το ασθενές φως της με ύδωρ και έλαιον κανδήλας, την οποίαν είχεν η νεάνις εις το δωμάτιόν της. Τέλος ο σιδηρούς μοχλός έπεσε μετά κρότου και η θύρα ήνοιξεν. Ο άνθρωπος με τα μελανά χείλη έσπευσε να εισέλθη. Αλλ’ εκεί ευρέθη αντιμέτωπος της Φλώρας, ήτις, εξυπνή-


62

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

σασα αποτόμως, ανετινάχθη, επήδησε περίτρομος από της κλίνης, ρήξασα κραυγήν, και κύψασα ήρπασεν από του δαπέδου τον σιδηρούν μοχλόν… Ο πλούσιος ιδιοκτήτης, χωρίς να πτοηθή, ήρχισε να ψιθυρίζη προς την νέαν «άσχημα λόγια». — Σιώπα, Φλώρα, ησύχασε, καημένη Φλώρα!… Αχ! πώς σε λαχταρώ… Φλώρα μου, Φλώρα μου! — Φεύγ’ απ’ εδώ! έκραξεν αγρίως εκείνη. Ο μελαψός άνθρωπος ηθέλησε να την περιβάλη με τους βραχίονας, αλλ’ εκείνη επρότεινε τον μοχλόν. — Φεύγα! Το βλέπεις αυτό; Θα σε χτυπήσω… Θα φωνάξω τους γειτόνους σου… θα κράξω το λοχαγό… — Ξέρω γιατί θα τον φωνάξης το λοχαγό, είπε μετά λύσσης ο χήρος… τα ’χεις φτιασμένα με τον υπηρέτη του, και καλοπερνάς, σκύλα!… Σας είδα εγώ… — Ψέματα! Ψέματα! έκραξεν εν αγανακτήσει η Φλώρα. Είσαι ψεύτης, άτιμος!… — Βρίσε με, Φλώρα, βρίσε με, δείρε με, κάμε με ό,τι θέλεις… μόνον άφες με να… Κι εξέτεινε την χείρα να την συλλάβη. Αλλ’ η Φλώρα, ταχεία ως αστραπή, ύψωσε τον σιδηρούν μοχλόν, και του εξήρανε την χείρα. — Ωχ! σκύλα… — Φεύγα, φεύγα! Θα φας κι άλλη… — Αχ! αθλία! βρώμα!… αλλού ξέρεις να κάνης ψυχικά… σ’ εμένα, τον αφέντη σου, που σε πήρα στο σπίτι μου και σε ανάστησα, κάνεις την τίμια… Ωχ! Ωχ! Έτριβε τον πληγέντα αριστερόν του βραχίονα με την δεξιάν του χείρα. — Φεύγα, τώρα! Ο άνθρωπος με τον πληγέντα βραχίονα, ηρεύνησεν εις το θυλάκιόν του, κι εξήγαγε το ρεβόλβερ γεμάτον. Αλλά


Η ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΑ

63

μόλις ύψωσε την παλάμην, και η Φλώρα, αισθανθείσα αμυδρώς τον κίνδυνον, του κατέφερε διά του σιδηρού μοχλού σφοδροτάτην πληγήν εις τον δεξιόν βραχίονα. Η χειρ του κατέπεσεν αδρανής, και το ρεβόλβερ εκυλίσθη εις τους πόδας της Φλώρας. Ο άνθρωπος έφυγε γογγύζων, ολολύζων, βλασφημών, με τους δύο βραχίονας απεξηραμένους. Η Φλώρα εμόχλευσεν εκ νέου την θύραν, ωχύρωσε το παράθυρον με την τράπεζαν, με τες καθέκλες, με προσκεφάλαια και οθόνας, και, καταβιβάσασα την στρωμνήν της από της κλίνης, τας μεν σανίδας και τα στρίποδα έβαλε επικουρίαν εις την οχύρωσιν της θύρας και του παραθύρου, αυτή δε κατεκλίθη κάτω εις το πάτωμα, χωρίς να κοιμηθή. Άμα τη ανατολή της ημέρας, ητοίμασε την αποσκευήν της και ανεχώρησε διά το χωρίον, χωρίς να διηγηθή ούτε εις την σύζυγον του λοχαγού τι είχε συμβή. Ο άνθρωπος με τα μελανά χείλη ενοσηλεύθη κρυφά εις την οικίαν του, και εις την γυναικαδέλφην του διηγήθη ότι η Φλώρα τού έκλεψεν ασημένια κουτάλια και χρήματα κι έφυγε. — Συ είσαι, Φλώρα! εφώνησεν ο ωραίος στρατιώτης, αναγνωρίσας την νέαν. Και πώς εδώ; — Εδώ είναι το χωριό μου! απήντησεν η Φλώρα. — Δε μου είπες ποτέ πως είσαι χωριανή μου, είπεν ο στρατιώτης. — Κι ελόγου σου δε μου είπες ποτέ, πως είσαι χωριανός μου. Τώρα αφέθηκες; — Επήρα άδεια κι ήρθα. Και συ πώς έφυγες απ’ το σπίτι του αφεντικού σου, Φλώρα; Η νεάνις ηρυθρίασεν, αλλ’ ερύθημα οργής και μίσους, όχι αισχύνης. — Μην τα ρωτάς αυτά, είπε. — Πε μου εμένα την αλήθεια, Φλώρα, γιατί σου θέλω το καλό σου, είπεν ο Ζήσος.


64

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

— Και τι σ’ έχω, να σου την πω; απήντησε μειδιώσα η κόρη. — Ήθελα να ξέρω τα όσα έπαθες, γιατί η μάνα σου προχθές το βράδυ μάς είπε, στο σπίτι μας, τα μισά. — Και πώς ήρθε η μάνα μου στο σπίτι σας; ηρώτησεν ανήσυχος η νέα. — Ήρθε να σε προξενέψη στον αδερφό μου, για γυναίκα του, μα ο Στάμος δεν σε θέλει. — Ας είναι καλά το γινάτι του, είπεν η Φλώρα· εγώ δεν ήξερα χαμπάρι. — Εγώ όμως σε θέλω, Φλώρα, είπεν αφελώς ο νεαρός χωρικός. Και αν δεν σε θέλη ο αδελφός μου, τόσο καλύτερα, γιατί θα σε πάρω εγώ. Η Φλώρα υπεμειδίασεν ερυθριώσα. — Και για να σε πάρω, είναι καλά να ξέρω το τι έτρεξεν, εξηκολούθησεν ο νέος. Ο αφέντης σου, όταν έφυγες, ξέρεις τι της είπε, της γυναίκας του λοχαγού, της κυράς μου; — Τι θα της είπεν; είπε πικρώς μειδιώσα η Φλώρα· χωρίς άλλο θα είπε πως του ’κλεψα τίποτε. — Αυτό είπεν, ότι του ’κλεψες κάτι ασημένια, και λεφτά. Η Φλώρα εστέναξε και ύψωσεν άνω τους οφθαλμούς. — Δε μου λες, είπε, τον είδες τον αφέντη μου διόλου, τότε κοντά που έφυγα; — Όχι· ήταν άρρωστος από πυρετό, κι έμεινε ένα μήνα στα ρούχα… — Τι πυρετό! Τα μπράτσα του τα δύο το ξέρουνε κι η βέργα η σιδερένια, η χοντρή, κι ο Θεός που μας είδε. Και διηγήθη εν ολίγοις, πώς ο κύριός της εζήτησε να την βιάση, και πώς αυτή τον εκτύπησε διά του σιδηρού μοχλού.


Η ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΑ

65

Όλον σχεδόν τον ανωτέρω διάλογον τον ήκουσεν ο Πάνος ο Δημούλης, εξηπλωμένος επί της χλόης, εις την κορυφήν του λόφου, και ανέχων επί των θάμνων την κεφαλήν. Ως ενόησεν ο αναγνώστης, η γραία Σιδερή είχε φορέσει εις την κόρην της τες μπόλιες και τες ποδιές και όλα όσα ονειροπόλει, πλην των φλωρίων, τα οποία ήσαν προωρισμένα διά τας νύμφας. Την είχε καταφέρει δε, δευτέραν ή τρίτην φοράν μετά τον ερχομόν της, να εξέλθη του οικίσκου και να υπάγη ολίγα βήματα έξω του χωρίου, διά ν’ αλλάξη την προβατίναν της. Κι εκεί που άλλαζε την προβατίναν, ανελπίστως συνήντησε τον Ζήσον, τον παλαιόν γνώριμόν της, εις την πόλιν, και παλαιότερον χωριανόν της εις τα Μεσόγεια. Την επαύριον ήτο Πάσχα, μεγάλη ημέρα, καθ’ ην πάμπολλαι σούβλαι περιεστρέφοντο με τα σφαχτά εις το πυρ, και αμέτρητες κανάτες με αφρίζοντα ρητινίτην έφεραν πολλές γύρες διά κοινού ποτηρίου, από στόματος εις στόμα, εις τας οικίας των χωρικών. Και περί την εσπέραν, ο Πάνος ο Δημούλης, με τον Παύλον τον Βαλέντιον και με όλην την συντροφιάν του, επανήλθε μελαγχολικός εις την πόλιν, φθονών ολοψύχως τον Ζήσον, τον εν αδεία στρατιώτην, τον υιόν του παρέδρου Σαράντη, όστις έμελλε μετά μίαν εβδομάδα να στεφθή εις γάμον μετά της ωραίας λιγυράς Βλαχοπούλας, αποκαθιστών, διά μιας πράξεως, την νέαν εις την υπόληψίν της, εξασφαλίζων την ιδίαν του ευτυχίαν, αφήνων εις τα κρύα τον αναποφάσιστον Στάμον, ματαιών τας ραδιουργίας της γειτόνισσας της Γιωργούλας, και απαλλάττων τον γέροντα πατέρα του της φροντίδος του να ζητή εις το γήρας του να νυμφευθή ο ίδιος, χάριν των διπλών αναγκών της οικίας και του αγρού. 1892


Απόφθεγμα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.


ΠΑΣΧΑ ΡΩΜΕΪΚΟ Ο μπαρμπα-Πίπης, ο γηραιός φίλος μου, είχεν επτά ή οκτώ καπέλλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων και μεγεθών, όλα εκ παλαιού χρόνου και όλα κατακαίνουργια, τα οποία εφόρει εκ περιτροπής μετά του ευπρεπούς μαύρου ιματίου του κατά τας μεγάλας εορτάς του ενιαυτού, οπόταν έκαμνε δύο ή τρεις περιπάτους από της μιας πλατείας εις την άλλην διά της οδού Σταδίου. Οσάκις εφόρει τον καθημερινόν κούκον του, με το σάλι του διπλωμένον εις οκτώ ή δεκαέξ δίπλας επί του ώμου, συνήθιζε να κάθηται επί τινας ώρας εις το γειτονικόν παντοπωλείον, υποπίνων συνήθως, μετά των φίλων, και ήτο στομύλος και διηγείτο πολλά κι εμειδία προς αυτούς. Όταν εμειδία ο μπαρμπα-Πίπης, δεν εμειδίων μόνον αι γωνίαι των χειλέων, αι παρειαί και τα ούλα των οδόντων του, αλλ’ εμειδίων οι ιλαροί και ήμεροι οφθαλμοί του, εμειδία στίλβουσα η σιμή και πεπλατυσμένη ρις του, ο μύσταξ του ο ευθυσμένος με λεβάνταν και ως διά κολλητού κηρού λελεπτυσμένος, και το υπογένειόν του το λευκόν και επιμελώς διατηρούμενον, και σχεδόν ο κούκος του ο στακτερός, ο λοξός κι επικλινής προς το ους, όλα παρ’ αυτώ εμειδίων. Είχε γνωρίσει πρόσωπα και πράγματα εν Κερκύρα· όλα τα περιέγραφε μετά χάριτος εις τους φίλους του. Δεν έπαυσε ποτέ να σεμνύνεται διά την προτίμησιν, την οποίαν είχε δείξει αείποτε διά την Κέρκυραν


68

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ο βασιλεύς, και έζησεν αρκετά διά να υπερηφανευθή επί τη εκλογή, ην έκαμε της αυτής νήσου προς διατριβήν «η εφτακρατόρισσα της Αούστριας». Ενθυμείτο αμυδρώς τον Μουστοξύδην, μα δόττο, δοττίσιμο κε ταλέντο! Είχε γνωρίσει καλώς τον Μάντζαρον, μα γαλαντουόμο! τον Κερκύρας Αθανάσιον, μα μπράβο! τον Σιερπιέρρο, κε γκραν φιλόζοφο! Το τελευταίον όνομα έδιδεν εις τον αοίδιμον Βράιλαν, διά τον τίτλον ον του είχαν απονείμει, φαίνεται, οι Άγγλοι. (Sir Pierro = Sir Peter). Είχε γνωρίσει επίσης τον «Σόλωμο» κε ποέτα, του οποίου απεμνημόνευε και στίχους τινάς, απαγγέλλων αυτούς κατά το εξής υπόδειγμα: Ωσάν τη σπίθα κρουμμένη στη στάχτη πού εκρουβόταν για μας λευτεριά; Εισέ πάσα μέρη πετιέται κι ανάφτει και σκορπιέται σε κάθε μεριά.

Ο μπαρμπα-Πίπης έλειπεν υπέρ τα είκοσι έτη εκ του τόπου της γεννήσεώς του. Είχε γυρίσει κόσμον κι έκαμεν εργασίας πολλάς. Έστειλέ ποτε και εις την Παγκόσμιον «Έκτεση», διότι ήτο σχεδόν αρχιτέκτων, και είχε μάλιστα και μίαν ινβεντσιόνε. Εμίσει τους πονηρούς και τους ιδιοτελείς, εξετίμα τον ανθρωπισμόν και την τιμιότητα. Απετροπιάζετο τους φαύλους. «Ιλ τραδιτόρε νον α κομπασιόν» — ο απατεώνας δεν έχει λύπηση. Ενίοτε πάλιν εμαλάττετο κι εδείκνυε συγκατάβασιν εις τας ανθρωπίνους ατελείας. «Ουδ’ η γης αναμάρτητος — άγκε λα τέρρα νον ε ιμπεκκάμπιλε». Και ύστερον, αφού ουδ’ η γη είναι, πώς θα είναι ο Πάπας; Όταν του παρετήρει τις ότι ο Πάπας δεν εψηφίσθη ιμπεκκάμπιλε, αλλά ινφαλλίμπιλε, δεν ήθελε ν’ αναγνωρίση την διαφοράν.


ΠΑΣΧΑ ΡΩΜΕΪΚΟ

69

Δεν ήτο άμοιρος και θρησκευτικών συναισθημάτων. Τας δύο ή τρεις προσευχάς, ας ήξευρε, τας ήξευρεν ελληνιστί. «Τα πατερμά του ήξευρε ρωμέικα». Έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ… ως ενάντιος υψίστοις». Όταν με ηρώτησε δις ή τρις τι σημαίνει τούτο ως ενάντιος, προσεπάθησα να διορθώσω και εξηγήσω το πράγμα. Αλλά μετά δύο ή τρεις ημέρας υποτροπιάζων πάλιν έλεγεν: «Άγιος, άγιος, άγιος… ως ενάντιος υψίστοις!». Έν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι εμίσει αδιαλλάκτως παν ό,τι εκ προκαταλήψεως εμίσει και χωρίς ν’ ανέχηται αντίθετον γνώμην ή επιχείρημα. Πολιτικώς κατεφέρετο πολύ κατά των Άγγλων, θρησκευτικώς δε κατά των Δυτικών. Δεν ήθελε ν’ ακούση το όνομα του Πάπα, και ήτο αμείλικτος κατήγορος του ρωμαϊκού κλήρου… Την εσπέραν του Μεγάλου Σαββάτου του έτους 188… περί ώραν ενάτην, γερόντιόν τι ευπρεπώς ενδεδυμένον, καθόσον ηδύνατο να διακρίνη τις εις το σκότος, κατήρχετο την απ’ Αθηνών εις Πειραιά άγουσαν, την αμαξιτήν. Δεν είχεν ακόμη ανατείλει η σελήνη, και ο οδοιπόρος εδίσταζε ν’ αναβή υψηλότερον, ζητών δρόμον μεταξύ των χωραφίων. Εφαίνετο μη γνωρίζων καλώς τον τόπον. Ο γέρων θα ήτο ίσως πτωχός, δεν θα είχε 50 λεπτά διά να πληρώση το εισιτήριον του σιδηροδρόμου ή θα τα είχε κι έκαμνεν οικονομίαν. Αλλ’ όχι δεν ήτο πτωχός, δεν ήτο ούτε πλούσιος, είχε διά να ζήση. Ήτο ευλαβής, και είχε τάξιμο να καταβαίνη κατ’ έτος το Πάσχα πεζός εις τον Πειραιά, ν’ ακούη την Ανάστασιν εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και όχι εις άλλην εκκλησίαν, να λειτουργήται εκεί και μετά την απόλυσιν ν’ αναβαίνη πάλιν πεζός εις τας Αθήνας. Ήτο ο μπαρμπα-Πίπης, ο γηραιός φίλος μου, και κατέβαινεν εις Πειραιά διά ν’ ακούση το Χριστός Ανέστη εις


70

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

τον ναόν του ομωνύμου και προστάτου του, διά να κάμη Πάσχα ρωμέικο κι ευφρανθή η ψυχή του. Και όμως ήτο… δυτικός! Ο μπαρμπα-Πίπης ήτο Ιταλοκερκυραίος, απλοϊκός, Ελληνίδος μητρός, Έλλην την καρδίαν, και υφίστατο άκων ίσως, ως και τόσοι άλλοι, το άπειρον μεγαλείον και την άφατον γλυκύτητα της εκκλησίας της ελληνικής. Εκαυχάτο ότι ο πατήρ του, όστις ήτο στρατιώτης του Ναπολέοντος Α΄, «είχε μεταλάβει ρωμέικα» όταν εκινδύνευε ν’ αποθάνη, εκβιάσας μάλιστα προς τούτο, διά τινων συστρατιωτών του, τον ιερέα τον αγαθόν. Και όμως όταν, κατόπιν τούτων, φυσικώς του έλεγέ τις: «Διατί δε βαπτίζεσαι, μπαρμπα-Πίπη;» η απάντησίς του ήτο, ότι άπαξ εβαπτίσθη, και ότι ευρέθη εκεί. Φαίνεται ότι οι Πάπαι της Ρώμης, με την συνήθη επιτηδείαν πολιτικήν των, είχον αναγνωρίσει εις τους ρωμαιοκαθολικούς των Ιονίων νήσων τινά των εις τους Ουνίτας απομενομένων προνομίων, επιτρέψαντες αυτοίς να συνεορτάζωσι μετά των ορθοδόξων όλας τας εορτάς. Αρκεί να προσκυνήση τις την εμβάδα του Ποντίφηκος· τα λοιπά είναι αδιάφορα. Ο μπαρμπα-Πίπης έτρεφε μεγίστην ευλάβειαν προς τον πολιούχον Άγιον της πατρίδος του και προς το σεπτόν αυτού λείψανον. Επίστευεν εις το θαύμα το γενόμενον κατά των Βενετών, τολμησάντων ποτέ να ιδρύσωσιν ίδιον θυσιαστήριον εν αυτώ τω ορθοδόξω ναώ, (il Santo Spiridion ha fatto cquesto aso), ότε ο Άγιος επιφανείς νύκτωρ εν σχήματι μοναχού, κρατών δαυλόν αναμμένον, έκαυσεν ενώπιον των απολιθωθέντων εκ του τρόμου φρουρών το αρτιπαγές αλτάρε. Αφού ευρίσκετο μακράν της Κερκύρας, ο μπαρμπα-Πίπης ποτέ δεν θα έστεργε να εορτάση το Πάσχα μαζί με τσου φράγκους.


ΠΑΣΧΑ ΡΩΜΕΪΚΟ

71

Την εσπέραν λοιπόν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου, ότε κατέβαινεν εις Πειραιά πεζός, κρατών εις την χείρα την λαμπάδα του, ην έμελλε ν’ ανάψη κατά την Ανάστασιν, μικρόν πριν φθάση εις τα παραπήγματα της μέσης οδού, εκουράσθη και ηθέλησε να καθίση επ’ ολίγον ν’ αναπαυθή. Εύρεν υπήνεμον τόπον έξωθεν της μάνδρας, εχούσης και οικίσκον παρά την μεσημβρινήν γωνίαν, κι εκεί εκάθισεν επί των χόρτων, αφού υπέστρωσε το εις πολλάς δίπλας γυρισμένο σάλι του. Έβγαλεν από την τσέπην την σπιρτοθήκην του, ήναψε σιγαρέττον κι εκάπνιζεν ηδονικώς. Εκεί ακούει όπισθέν του ελαφρόν θρουν ως βημάτων επί παχείας χλόης και, πριν προφθάση να στραφή να ίδη, ακούει δεύτερον κρότον ελαφρότερον. Ο δεύτερος ούτος κρότος τού κάστηκε, ότι ήτον ως ανυψουμένης σκανδάλης φονικού όπλου. Εκείνην τη στιγμήν είχε λαμπρυνθή προς ανατολάς ο ορίζων, και του Αιγάλεω αι κορυφαί εφάνησαν προς μεσημβρίαν λευκάζουσαι. Η σελήνη, τετάρτην ημέραν άγουσα από της πανσελήνου, θ’ ανέτελλε μετ’ ολίγα λεπτά. Εκεί όπου έστρεψε την κεφαλήν προς τα δεξιά, εγγύς της βορειανατολικής γωνίας του αγροτικού περιβόλου, όπου εκάθητο, του κάστηκε, ως διηγείτο αργότερα ο ίδιος, ότι είδε ανθρωπίνην σκιάν, εις προβολήν τρόπον τινά ισταμένην και τείνουσα εγκαρσίως μακρόν τι ως ρόπαλον ή κοντάριον προς το μέρος αυτού. Πρέπει δε να ήτο τουφέκιον. Ο μπαρμπα-Πίπης ενόησεν αμέσως τον κίνδυνον. Χωρίς να κινηθή άλλως από την θέσιν του, έτεινε τη χείρα προς τον άγνωστον κι έκραξεν εναγωνίως. — Φίλος! καλός! μη ρίχνης… Ο άνθρωπος έκαμε μικρόν κίνημα οπιισθοδρομήσεως, αλλά δεν επανέφερε το όπλον εις ειρηνικήν θέσιν, ουδέ κατεβίβασε τη σκανδάλην.


72

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

— Φίλος! και τι θέλεις εδώ; ηρώτησε με απειλητικήν φωνήν. — Τι θέλω; επανέλαβεν ο μπαρμπα-Πίπης. Κάθουμαι και φουμάρω το τσιγάρο μου. — Και δεν πας αλλού να το φουμάρης, ρε; απήντησεν αυθαδώς ο άγνωστος. Ηύρες τον τόπον, ρε, για να φουμάρης το τσιγάρο σου! — Και γιατί; επανέλαβεν ο μπαρμπα-Πίπης. Τι σας έβλαψα; — Δεν ξέρω εγώ απ’ αυτά, είπεν οργίλως ο αγρότης· εδώ είναι αποθήκη, έχει χόρτα, έχει κι άλλα πράματα μέσα. Μόνον κότες δεν έχει, προσέθηκε μετά σκληρού σαρκασμού. Εγελάστηκες. Ήτο πρόδηλον, ότι είχεν εκλάβει το γηραιόν φίλον μου ως ορνιθόκλοπον, και διά να τον εκδικηθή του έλεγεν ότι τάχα δεν είχεν όρνιθας, ενώ κυρίως ο αγρονόμος διά τας όρνιθάς του θα εφοβήθη και ωπλίση με την καραβίναν του. Ο μπάρμπα-Πίπης εγέλασε πικρώς προς τον υβριστικόν υπαινιγμόν. — Συ εγελάστηκες, απήντησεν· εγώ κότες δεν κλέφτω, ούτε λωποδύτης είμαι· εγώ πηγαίνω στον Πειραιά ν’ ακούσω Ανάσταση στον Άγιο Σπυρίδωνα. Ο χωρικός εκάγχασε. — Στον Περαία; στον Άι-Σπυρίδωνα; κι από πού έρχεσαι; — Απ’ την Αθήνα. — Απ’ την Αθήνα; και δεν έχει εκεί εκκλησίες ν’ ακούσης Ανάσταση; — Έχει εκκλησίες, μα εγώ το έχω τάξιμο, απήντησεν ο μπαρμπα-Σπύρος. Ο χωρικός εσιώπησε προς στιγμήν· είτα επανέλαβε. — Να φχαριστάς, καημένε…


ΠΑΣΧΑ ΡΩΜΕΪΚΟ

73

Και τότε μόνον κατεβίβασεν τη σκανδάλην και ώρθωσε το όπλον προς τον ώμον του. — Να φχαριστάς, καημένε, την ημέραν που ξημερώνει αύριον, ει δε μη, δεν το ’χα για τίποτες να σε ξαπλώσω δω χάμου. Τράβα τώρα! Ο γέρων Κερκυραίος είχεν εγερθή και ητοιμάζετο ν’ απέλθη, αλλά δεν ηδυνήθη να μη δώση τελευταίαν απάντησιν. — Κάνεις άδικα και συχωρεμένος να ’σαι που με προσβάλλεις, είπε. Σ’ ευχαριστώ ως τόσο που δε με ετουφέκισες, αλλά νον βα μπένε… δεν κάνεις καλά να με παίρνης για κλέφτη. Εγώ είμαι διαβάτης, κι επήγαινα, σου λέω, στον Πειραιά. — Έλα, σκόλα, σκόλα τώρα, ρε… Και ο χωρικός στρέψας την ράχιν εισήλθεν ανατολικώς διά της θύρας του περιβολίου, κι έγινεν άφαντος. Ο γέρων φίλος μου εξηκολούθησε τον δρόμον του. Το συμβεβηκός τούτο δεν εμπόδισε τον μπαρμπα-Πίπην να εξακολουθή κατ’ έτος την ευσεβή του συνήθειαν, να καταβαίνη πεζός εις τον Πειραιά, να προσέρχηται εις τον Άγιον Σπυρίδωνα και να κάμη Πάσχα ρωμέικο. Εφέτος το μισοσαράκοστον μοι επρότεινεν, αν ήθελα να τον συνοδεύσω εφέτος εις την προσκύνησίν του ταύτην. Θα προσεχώρουν δε εις την επιθυμίαν του, αν από πολλών ετών δεν είχα την συνήθειαν να εορτάζω εκτός του Άστεως το Άγιον Πάσχα. 1891


ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ Καλά το έλεγεν ο μπαρμπα-Μηλιός, ότι το έτος εκείνο εκινδύνευον να μείνουν οι άνθρωποι οι χριστιανοί, οι ξωμερίτες, την ημέραν του Πάσχα, αλειτούργητοι. Και ουδέποτε πρόρρησις έφθασε τόσον εγγύς να πληρωθή, όσον αυτή· διότι δις εκινδύνευσε να επαληθεύση, αλλ’ ευτυχώς ο Θεός έδωκε καλήν φώτισιν εις τους αρμοδίους και οι πτωχοί χωρικοί, οι γεωργοποιμένες του μέρους εκείνου, ηξιώθησαν και αυτοί να ακούσωσι τον καλόν λόγον και να φάγωσι και αυτοί το κόκκινο αυγό. Όλα αυτά, διότι το μεν ταχύπλουν, αυτό το προκομμένον πλοίον, το οποίον εκτελεί δήθεν την συγκοινωνίαν μεταξύ των ατυχών νήσων και της απέναντι αξένου ακτής, σχεδόν τακτικώς δις του έτους, ήτοι κατά τις δύο αλλαξοκαιριές, το φθινόπωρον και το έαρ, βυθίζεται, και συνήθως χάνεται αύτανδρον· είτα γίνεται νέα δημοπρασία, και ευρίσκεται τολμητίας τις πτωχός κυβερνήτης, όστις δεν σωφρονίζεται από το πάθημα του προκατόχου του, αναλαμβάνων εκάστοτε το κινδυνωδέστατον έργον· και την φοράν ταύτην, το ταχύπλουν, λήγοντος του Μαρτίου, του αποχαιρετισμού του χειμώνος γενομένου, είχε βυθισθή· ο δε παπα-Βαγγέλης, ο εφημέριος άμα και ηγούμενος και μόνος αδελφός του μονυδρίου του Αγίου Αθανασίου, έχων κατ’ εύνοιαν του επισκόπου και το αξίωμα του εξάρχου και πνευματικού των απέναντι χωρίων, καίτοι


ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ

75

γέρων ήδη, έπλεε τετράκις του έτους, ήτοι κατά πάσαν τεσσαρακοστήν, εις τας αντικρύ εκτεινομένας ακτάς, όπως εξομολογήση και καταρτίση πνευματικώς τους δυστυχείς εκείνους δουλοπαροίκους, τους «κουκκουβίνους ή κουκκοσκιάχτες», όπως τους ωνόμαζον, σπεύδων, κατά την Μεγάλην Τεσσαρακοστήν, να επιστρέψη εγκαίρως εις την μονήν του, όπως εορτάση το Πάσχα. Αλλά κατ’ εκείνο το έτος, το ταχύπλουν είχε βυθισθή, ως είπομεν, η συγκοινωνία εκόπη επί τινας ημέρας, και ούτως ο παπα-Βαγγέλης έμεινεν ακουσίως, ηναγκασμένος να εορτάση το Πάσχα πέραν της πολυκυμάντου και βορεοπλήκτου θαλάσσης, το δε μικρόν ποίμνιόν του, οι γείτονες του Αγίου Αθανασίου, οι χωρικοί των Καλυβιών, εκινδύνευον να μείνωσιν αλειτούργητοι. Τινές είπον γνώμην να παραλάβωσι τας γυναίκας και τα τέκνα των και να κατέλθωσιν εις την πολίχνην, όπως ακούσωσι την Ανάστασιν και λειτουργηθώσιν· αλλ’ ο μπαρμπα-Μηλιός, όστις έκαμνε τον προεστόν εις τα Καλύβια, και ήθελε να εορτάση το Πάσχα όπως αυτός ενόει, ο Φταμηνίτης, όστις δεν ήθελε να εκθέση την γυναίκα του εις τα όμματα του πλήθους, και ο μπαρμπ’-Αναγνώστης, χωρικός, όστις «τα ήξευρεν απ’ έξω όλα τα γράμματα της Λαμπρής» αλλά δεν ηδύνατο ν’ αναγνώση τίποτε «από μέσα» και επεθύμει να ψάλλη το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε» —  οι τρεις ούτοι επέμειναν, και πολλοί ησπάσθησαν την γνώμην των, ότι έπρεπεν εκ παντός τρόπου να πείσωσιν ένα των εν τη πόλει εφημερίων ν’ ανέλθη εις τα Καλύβια, να τους λειτουργήση. Ο καταλληλότερος δε, κατά την γνώμην πάντων, ιερεύς της πόλεως, ήτον ο παπα-Κυριάκος, όστις δεν ήτο «από μεγάλο τζάκι», είχε μάλιστα και συγγένειαν με τινάς των εξωμεριτών, και τους κατεδέχετο. Ήτον ολίγον τσάμης,


76

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

καθώς έλεγαν. Δεν έτρεφε προλήψεις. Ηκούετο μάλιστα, εδώ κι εκεί, ότι ο ιερεύς ούτος είχε και την συνήθειαν «ν’ αποσώνη τα παιδιά» εις τους κόλπους των μητέρων, των ενοριτισσών του. Αλλά τούτο το έλεγον οι αστείοι ή οι φθονεροί, και μόνον οι ανόητοι το επίστευον. Ο εφημέριος ούτος, ως οι πλείστοι του γνησίου ελληνικού κλήρου, πλην μικρού ελευθεριασμού, ήτο κατά τα άλλα άμεμπτος. Τούτο ναι, αληθεύει· αλλ’ οι έγγαμοι ιερείς, πενόμενοι και δυσπραγούντες, επιτακτικήν έχοντες ανάγκην να θρέψωσι τα τέκνα των, φαίνονται ως πλεονέκται, και καταντώσι να μη τρέφωσι πλέον εμπιστοσύνην ουδ’ εις αυτούς τους συλλειτουργούς των. Τούτο έπασχε και ο παπα-Κυριάκος, όστις επεθύμει μεν να υπάγη να κάμη Ανάστασιν εις τους χωρικούς, διότι ήτο ανοιχτόκαρδος, και ήθελε να χαρή και αυτός ολίγην Ανάστασιν και ολίγην άνοιξιν, αλλ’ εδυσπίστει εις τον συνεφημέριόν του, και έπειτα δεν ήθελε ν’ αφήση την ενορίαν με ένα μόνον ιερέα τοιαύτην ημέραν. Αλλ’ αυτός ο παπα-Θεοδωρής ο Σφοντύλας, ο συνεφημέριός του, τον παρεκίνησε να υπάγη, ειπών ότι καλόν ήτο να μη χάσωσι και το εισόδημα των Καλυβιών, αινιττόμενος ότι τα τε εκ του ενοριακού έσοδα και τα της εξοχικής παροικίας, αμφότερα εξ ίσου θα τα εμοιράζοντο. Τούτο δεν έπεισε τον παπα-Κυριάκον, τω ενέπνευσε μάλιστα πλείονας υποψίας· αλλ’ ότε ηρώτησε την γνώμην του συλλειτουργού του, ήτο ήδη κατά τα εννέα δέκατα αποφασισμένος να υπάγη· έπειτα υπεχρέωσε τον υιόν του Ζάχον, μορφάζοντα και μεμψιμοιρούντα, να παραμείνη εν τω ενοριακώ ναώ κατάσκοπος εις το ιερόν βήμα, να παραλάβη το μερίδιον των προσφορών και συλλειτουργικών, και μόνον μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, ότε θα ανέτελλεν ήδη η ημέρα, ν’ ανέλθη εις τα Καλύβια παρ’ αυτώ. Η πούλια ήτο ήδη υψηλά, «τέσσαρες ώρες να φέξη»,


ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ

77

και ο μπαρμπ’-Αναγνώστης, αφού εξύπνησε τον ιερέα, κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον εκ στερεού ξύλου καρυάς και πλήκτρον, περιήρχετο τα Καλύβια θορυβωδώς, κρούων, όπως εξεγείρη τους χωρικούς. Εισήλθον εις το μικρόν εξωκκλήσιον του Αγίου Δημητρίου. Είς μετά τον άλλον προσήρχοντο οι χωρικοί με τας χωρικάς των και με τα καλά των ενδύματα. Ο ιερεύς έβαλεν Ευλογητόν. Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης ήρχισε να τα λέγη όλα απ’ έξω, την προκαταρκτικήν προσευχήν και τον Κανόνα, το «Κύματι θαλάσσης». Ο παπα-Κυριάκος προέκυψεν εις τα βημόθυρα, ψάλλων το «Δεύτε λάβετε φως». Ήναψαν τας λαμπάδας κι εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν’ ακούσωσι την Ανάστασιν. Γλυκείαν και κατανυκτικήν Ανάστασιν εν μέσω των ανθούντων δένδρων, υπό ελαφράς αύρας σειομένων ευωδών θάμνων και των λευκών ανθέων της αγραμπελιάς, «neige odorante du printemps». Ψαλέντος του «Χριστός ανέστη», εισήλθον πάντες εις τον ναόν. Θα ήσαν το πολύ εβδομήκοντα άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παίδες. Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης ήρχισε να ψάλλη τον Κανόνα του Πάσχα, ο δε ιερεύς, άμα αντιψάλλων αυτώ εξ ανάγκης, από του ιερού βήματος, ητοιμάζετο «να πάρη καιρόν» και, αφού τελέση τον ασπασμόν, να έμβη εις την λειτουργίαν. Αλλά την στιγμήν εκείνην εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις το ναΐδριον, ακολουθούμενος υπό δύο άλλων ομηλίκων του, δωδεκαέτης περίπου παις, υψηλός ως προς την ηλικίαν του, ασθμαίνων και εν εξάψει. Ήτο ο Ζάχος, ο υιός του παπα-Κυριάκου. Εισέβαλε πνευστιών εις το ιερόν βήμα και ήρχισε να ομιλή προς τον ιερέα. Η φωνή του ηκούετο από του χορού, αλλ’ αι λέξεις δεν διεκρίνοντο.


78

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Ιδού τι έλεγεν εντούτοις. — Παπά, παπά!… (Τα παπαδόπουλα εκάλουν συνήθως παπά τον πατέρα των). — Παπά, παπά!… ο παπα-Σφοντύλας απ’ την οξώπορτα… τις λειτουργιές… απ’ τ’ άι-Βήμα η πεθερά του… κι η παπαδιά… κουβαλούν… απ’ την οξώπορτα… τις λειτουργιές… τους είδα… απ’ την οξώπορτα… τις λειτουργιές… απ’ τ’ άι-Βήμα… κι η πεθερά του… κι η παπαδιά… Μόνος ο παπα-Κυριάκος ήτο ικανός να βγάλη νόημα από τα ασυνάρτητα ταύτα και ασθματικά λόγια του υιού του. Ιδού δε πώς εξήγησε τα λεγόμενα: «Ο παπα-Θοδωρής ο Σφοντύλας, ο σύντροφός του εις την ενορίαν, έκλεπτε τας προσφοράς, μεταβιβάζων αυτάς διά της εξωθύρας του ιερού βήματος εις χείρας της συζύγου και της πενθεράς του». Ίσως το πράγμα δεν θα ήτο τόσον αληθές, όσον ο Ζάχος ήθελε να το παραστήση. Διότι ούτος, αγαπών, ως όλοι οι νέοι την εξοχήν και την διασκέδασιν, μετά δυσκολίας είχεν υπακούσει εις το πατρικόν κέλευσμα, όπως μείνη εις την πόλιν, και αφορμήν θα εζήτει διά να το στρίψη και μεταβή εις νυκτερινήν εκδρομήν εις τα Καλύβια, αφού μάλιστα ευκόλως εύρισκε συνοδοιπόρους ομήλικας. Αλλ’ ο παπα-Κυριάκος δεν εσυλλογίσθη τίποτε. Εξήφθη αμέσως, ηγανάκτησε, δεν εκρατήθη. Ήμαρτεν. Αντί δε να καταφέρη σφοδρόν ράπισμα κατά της παρειάς του υιού του και να εξακολουθήση ήσυχος το καθήκον του… απέβαλεν ευθύς το επιτραχήλιον, εξεδύθη το φαιλόνιον, και διασχίσας τον ναόν εξήλθεν, αποφεύγων το βλέμμα της πρεσβυτέρας του, ήτις τον έβλεπεν έντρομος. Αλλ’ ο μπαρμπα-Μηλιός κάτι υπώπτευεν εκ των κινημάτων τούτων, και εξήλθε κατόπιν του.


ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ

79

Εις πεντήκοντα δε βημάτων απόστασιν από του ναού, μεταξύ τριών δένδρων και δύο φρακτών, ο επόμενος διάλογος συνήφθη. — Παπά, παπά, πού πας; — Θαρθώ, βλογημένε, τώρα αμέσως πίσω. Δεν ήξευρε τι να είπη. Αλλά το βέβαιον είναι, ότι είχεν απόφασιν να καταβή εις την πόλιν, να ζητήση λόγον διά την κλοπήν από τον συνεφημέριόν του! Εις το βάθος δε της συνειδήσεώς του έλεγεν, ότι είχε καιρόν να επιστρέψη προ της ανατολής του ηλίου και τελέση την λειτουργίαν. — Πού πας; επέμενεν ο μπαρμπα-Μηλιός. — Ας διαβάζη ο μπαρμπ’-Αναγνώστης τας Πράξεις των Αποστόλων, κι έφθασα. Ελησμόνει, ότι ο μπαρμπ’-Αναγνώστης δεν ηδύνατο ν’ αναγνώση άλλα, ή όσα από στήθους εγνώριζεν. — Αφήνω και την παπαδιά μου εδώ, βλογημένε, επανέλαβεν ο παπα-Κυριάκος, αμηχανών τι να είπη. Σας αφήνω την παπαδιά μου! Και λέγων έτρεχεν. Ο μπαρμπα-Μηλιός επανήλθε κατηφής εντός του ναού. — Καλά το έλεγα εγώ, εψιθύρισε. Μεγίστη απορία επεκράτει εν τω παρεκκλησίω. Οι χωρικοί εκύτταζον ερωτηματικώς αλλήλους. Ψιθυρισμοί ηκούοντο. Αι γυναίκες ηρώτων την παπαδιάν να είπη αυταίς τι τρέχει· αλλ’ αύτη ήτο η ολιγώτερον πάντων των άλλων γνωρίζουσα. Εν τούτοις ο ιερεύς έτρεχεν, έτρεχεν. Ο ψυχρός αήρ εδρόσισεν ολίγον το μέτωπόν του. — Και πώς να θρέψω εγώ τόσα παιδιά, έλεγεν, οκτώ,


80

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

με συμπάθιο, κι η παπαδιά εννιά, κι εγώ δέκα! Ο ένας να σε κλέφτη απ’ εδώ, κι ο άλλος απ’ εκεί! Πεντακόσια βήματα από του ναού, ο δρόμος εκατηφόριζε, και κατήρχετό τις εις ωραίαν κοιλάδα. Είς νερόμυλος ευρίσκετο επί της κλιτύος εκείνης, παρά την οδόν. Ακούσας ο ιερεύς τον ηδύν μορμυρισμόν του ρύακος, αισθανθείς επί του προσώπου του την δρόσον, ελησμόνησεν ότι είχε να λειτουργήση (πώς και πού να λειτουργήση;) και έκυψε να πίη ύδωρ. Αλλά το χείλος του δεν είχε βραχή ακόμη, και αίφνης ενεθυμήθη, ανένηψεν. — Εγώ έχω να λειτουργήσω, είπε, και πίνω νερό;… Και δεν έπιε. Τότε ήλθεν εις αίσθησιν. — Τι κάμνω εγώ, είπε, πού πάω; Και ποιήσας το σημείον του σταυρού: — Ήμαρτον, Κύριε, είπε, ήμαρτον! μη με συνερισθής. Επανέλαβε δε. — Εάν εκείνος έκλεψεν, ο Θεός ας τον… συγχωρήση κι εκείνον κι εμέ. Εγώ πρέπει να κάμω το χρέος μου… Ησθάνθη δάκρυ βρέχον την παρειάν του. — Ω Κύριε, είπεν ολοψύχως, ήμαρτον, ήμαρτον! Συ παρεδόθης διά τας αμαρτίας μας, και ημείς σε σταυρώνομεν κάθε μέρα. Και εστράφη προς τον ανήφορον, σπεύδων να επανέλθη εις το παρεκκλήσιον, όπως λειτουργήση. — Και ήθελα να πιω και νερό, είπε, δεν είμαι άξιος να λειτουργήσω. Αλλά πώς να κάμω; Δεν πρέπει να μεταλάβω. Θα λειτουργήσω χωρίς μετάληψιν, δεν είμαι άξιος!… «Δεύτε του καινού της αμπέλου γεννήματος!…». Εγώ άξιος δεν είμαι! Και επέστρεψεν εις τον ναόν, όπου μετ’ αγαλλιάσεως οι χωρικοί τον είδον.


ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ

81

Ετέλεσε την ιεράν μυσταγωγίαν και μετέδωκεν εις τους πιστούς, φροντίσας να καταλύση διά στόματος αυτών όλον το άγιον ποτήριον. Αυτός δεν εκοινώνησεν, επιφυλαττόμενος να το είπη εις τον πνευματικόν, και πρόθυμος να δεχθή τον κανόνα. Περί την μεσημβρίαν, μετά την Β΄ Ανάστασιν, οι χωρικοί το έστρωσαν υπό τας πλατάνους παρά την δροσεράν πηγήν. Ως τάπητας είχον την χλόην και τα χαμολούλουδα, ως τράπεζαν πτέριδας και κλάδους σχοίνων. Η δροσερά αύρα εκίνει μετά θρου τους κλώνας των δένδρων, και ο Φταμηνίτης με την λύραν του αντέδιδε φθόγγους λιγυρούς. Η ωραία Ξανθή, η σύζυγος του Φταμηνίτου, εκάθητο μεταξύ της μητρός της Μελάχρως και της θεια-Κρατήρως, της πενθεράς της, φροντίζουσα να έχη εν μέρει τας παρειάς κεκαλυμμένας με την μανδήλαν, και να βλέπη μάλλον προς τον κορμόν της γιγαντιαίας πλατάνου, όπως μη την κυττάζωσιν οι άνδρες και ζηλεύη ο σύζυγός της. Η αδελφή της, το Αθώ, δεκαπεντούτις κόρη, άγαμος, άφροντις, ωραία και αυτή, ποσάκις δεν την επείραζε, λέγουσα. — Αρή, τι τον ήθελες, αρή; Δεν τον έπαιρνα, να μου χαρίζανε τον ουρανό με τ’ άστρα… Καλύτερα να γινόμουν καλόγρια! Το βέβαιον ήτο, ότι ο Φταμηνίτης δεν διέπρεπεν ούτ’ επί κάλλει, ούτ’ επί μεγέθει σώματος, αλλ’ ανεπλήρου τας ελλείψεις ταύτας δι’ ευστροφίας σώματος και πνεύματος, και διά φαιδρότητος και ευθυμίας. Ο παπα-Κυριάκος προήδρευε του συμποσίου, έχων απέναντί του την παπαδιά, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαγχρινήν, αγαθωτάτην, ήτις εν αθωότητι


82

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

εξεκόλαπτε σχεδόν κατ’ έτος έν παπαδόπουλον, χωρίς να την μέλη ούτε διά παλληκαροβότανα, ούτε διά στερφοβότανα, περί α τυρβάζουσιν άλλαι γυναίκες. Δεξιόθεν του ιερέως εκάθητο ο μπαρμπα-Μηλιός, προεστώς άμα και πρόθυμος θεράπων της κοινότητος, ηξεύρων να ψήνη, ως ουδείς άλλος, το αρνί, λιανίζων μεθοδικώτατα δι’ όλους, και τρώγων άμα και προπίνων. Εις τας προπόσεις μάλιστα δεν είχεν εφάμιλλον. Μετά την σύντομον και τυπικήν του ιερέως πρόποσιν, εγερθείς ο μπαρμπα-Μηλιός, κρατών την τσότραν την επταόκαδον, ήρχισε να χαιρετίζη τους πάντας και ένα έκαστον ως εξής. — Χριστός ανέστη! Αληθινός ο Κύριος! Ζη και βασιλεύει εις πάντας τους αιώνας! Είτα μετά το προοίμιον εισήλθεν εις την ουσίαν. — Γεια σας! καλή γεια! διάφορο! καλή καρδιά! Παπά μ’, να χαίρεσαι το πετραχήλι σ’! Παπαδιά, να χαίρεσαι τον παπά σ’ και τα παιδάκια σ’! Ξάδερφε Θοδωρή, να ζήσης να τσ’ χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτ’, όπως έτρεξες με το λάδ’, να τρέξης και με το κλήμα! Συμπεθέρα Κρατήρα, να χαίρεσαι, μ’ έναν καλόν γαμπρό! Ανηψιέ Γιώργη, τίμια στέφανα! Στο γάμο σας να χαρούμε! Κουμπάρα Κυπαρισσού, με μια καλή νύφη να ζήσης να χαρής! Εβίβα όλοι! Τε-περ-τε! Πάντα χαρούμενοι! Στην υγειά σας! Σμπεθέρα Ξανθή, καλή λευτεριά! Στην υγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα με το καλό! Και ανάλογος προς το πρόσωπον υπήρξε η πόσις. Αλλά και ο Φταμηνίτης ηθέλησε να προπίη, κατ’ άλλον όμως στενώτερον τρόπον· ηθέλησε να βρη την γυναίκα του, και ηνάγκασεν αυτήν ν’ απαντήση εις την πρόποσιν. — Μπρομ! — Πιε κι δο μ’! — Με κρασί!


ΕΞΟΧΙΚΗ ΛΑΜΠΡΗ

83

— Καλώς τ’ν αγάπη μ’ τη χρυσή! Και πιών αυτός, μετεβίβασε την τσότραν εις την ωραίαν Ξανθή, ήτις έβρεξε τα χείλη. Είτα ήρχισαν τα άσματα. Εν πρώτοις το Χριστός ανέστη, ύστερον τα θύραθεν. Ο μπαρμπα-Μηλιός θελήσας να ψάλη και αυτός το Χριστός ανέστη, το εγύριζε πότε εις τον αμανέ και πότε εις το κλέφτικο. Αλλ’ ο ιδιορρυθμότερος πάντων των ψαλτών ήτο ο μπαρμπα-Κίτσος, γηραιός χωροφύλαξ, Χειμαρριώτης, παλαιός τακτικός, λησμονημένος από της βαυαρικής εποχής εν τη νήσω. Αμφέβαλλε και αυτός, αν τον είχαν περασμένον εις τα μητρώα· πότε του έστελναν μισθόν, πότε όχι. Εφόρει χιτώνα με ανοικτάς θυρίδας, βραχείαν περισκελίδα μέχρι του γόνατος και τουζλούκια. Ο δήμαρχος του τόπου (διότι υπήρχε, φευ! και δήμαρχος) τον είχε στείλει να κάμη Πάσχα εις τα Καλύβια, διά να φυλάξη δήθεν την τάξιν, καίτοι ουδεμιάς φυλάξεως ήτο ανάγκη. Το βέβαιον είναι, ότι τον έστειλε να καλοπεράση πλησίον των ανοιχτοκάρδων εξωμεριτών, οίτινες του ήρεσκον του μπαρμπα-Κίτσου, ας τους έλεγον και «τσουπλακιές» ή «χαλκοδέρες». Εάν έμενεν εν τη πόλει, ο δήμαρχος θα ήτο υπόχρεως να τον φιλεύση τον μπαρμπα-Κίτσον, καθώς τον είχαν κακομάθει οι προκάτοχοί του, έλεγε — να τον φιλεύση κουλούραν και αυγά. Τι έθιμα!… Ο μπαρμπα-Κίτσος, αφού ησπάσθη τρις ή τετράκις την τσότραν, ήρχισε να ψάλλη το Χριστός ανέστη, κατ’ ιδιάζοντα αυτώ τρόπον, ως εξής: Κ’στό - μπρε - Κ’στός ανέστη εκ νεκρών θανάτων θάνατον μπατήσας κι έντοις έντοις μνήμασι ζωήν παμμακάριστε!


84

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Και όμως, μεθ’ όλην την ιδιορρυθμίαν ταύτην, ουδείς ποτε έψαλεν ιερόν άσμα μετά πλείονος χριστιανικού αισθήματος και ενθουσιασμού, εξαιρουμένου ίσως του γνωστού εν Αθήναις γηραιού και σεβασμίου Κρητός, του ψάλλοντος το «Άλαλα τα χείλη των ασεβών…» με την εξής προσθήκην: «Άλαλα τα χείλη των ασεβών, των μη προσκυνούντων, οι κερατάδες! την εικόνα σου την σεπτήν…». Αληθείς ορθόδοξοι Έλληνες! Περί την δείλην είχεν αρχίσει ο χορός, χορός κλέφτικος (διότι αι γυναίκες επεφυλάττοντο διά την Δευτέραν και την Τρίτην, όπως χορεύσωσι τον συρτόν και την καμάρα), και ο παπα-Κυριάκος, μετά της παπαδιάς και του Ζάχου, όστις εγλύτωσε το ξύλο χάριν της ημέρας (διότι ο πατήρ του είχε θυμώσει είτα κατ’ αυτού, ως γενομένου αιτίου της χασμωδίας εκείνης), αποχαιρετίσαντες την συντροφίαν, κατήλθον εις την πολίχνην. Ο παπα-Κυριάκος έδωκε πλήρες εις τον συνεφημέριόν του το από της εξοχής μερίδιον, και ούτε κατεδέχθη να κάμη λόγον περί της υποτιθεμένης κλοπής. Εν τούτοις ο παπα-Θοδωρής οίκοθεν τω είπεν, ότι το εκ της ενορίας μερίδιόν του ευρίσκετο εν τη οικία αυτού, του παπα-Θοδωρή. Έκρινε καλόν, είπε, να μετακομίση διά της εξωθύρας του αγίου Βήματος οίκαδε και τα δύο μερίδια, διά να μη βλέπουν τινές των άγαν επιπολαίων και γλωσσαλγώσιν ότι οι ιερείς έχουν δήθεν πολλά εισοδήματα. «Ο κόσμος ξιππάζεται, είπεν, άμα μας ιδεί μια καλή μέρα να πάρουμε τίποτε λειτουργιές, και δεν συλλογίζεται πόσες εβδομάδες και μήνες παρέρχονται άγονοι!» Εντεύθεν η παρανόησις του Ζάχου. 1890


Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ Αν άλλη τις χρηστή γυνή είδε ποτέ καλά νοικοκυριά εις τας ημέρας της, αναντιρρήτως είδε τοιαύτα και η θεια-Σοφούλα-Κωνσταντινιά, σεβασμία οικοδέσποινα εβδομηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου κώμης εις μίαν των νήσων του Αιγαίου. Την εκάλουν κοινώς Σαραντανού, και πολλοί υπέθετον ότι το επίθετον τούτο τη απεδόθη, διότι δήθεν είχεν ίσον με σαράντα γυναικών νουν, όπερ δεν ενομίζετο υπερβολή. Άλλοι όμως έλεγον, ότι η λέξις εσχηματίσθη κατά συγκοπήν εκ του Σαραντανονού, ήτοι νονά με σαράντα βαπτιστικούς. Το βέβαιον είναι, ότι, αν δεν είχε φθάσει εις τον αριθμόν τούτον, δύο ή τρεις μονάδες τής έλειπον, και ήλπιζε προσεχώς να συμπληρώση την τεσσαρακοντάδα. Ομολογητέον δε, ότι αυτή κατ’ αρχάς είχε βαπτίσει οικειοθελώς μόνον πέντε ή εξ νήπια των γειτόνων της, όσα και πάσα άλλη καλή οικοκυρά συνήθως βαπτίζει. Αλλ’ όταν άπαξ εγνώσθη και απεδείχθη, ότι είχε καλό χέρι, τότε όλαι αι γειτόνισσαι, συγγενείς, παρασυγγενείς, κολλήγισσαι, ήρχισαν να την πολιορκούν. Είχε πάρει καλό όνομα, ότι της εζούσαν τα παιδιά, όσα ανεδέχετο εκ της κολυμβήθρας. Είναι δε τόσον σπουδαίον να ευρεθή νονά «να της ζουν τα παιδιά», όσον και ιερεύς «να πιάνη το διάβασμά του».


86

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Η θεια-Σοφούλα όμως υπέφερε μετά χάριτος την αγγαρείαν ταύτην. Είναι αληθές ότι τα φωτίκια εις την εποχήν εκείνην, χιτών και κουκούλιον μετά σταυρού, καθώς και τα μαρτυριάτικα, εαρινή βροχή λεπτών και διλέπτων διά τους αγυιόπαιδας, εκόστιζαν εν όλω τρία γρόσια. Η θεια-Σοφούλα ωμοίαζε με την επιμελή ανθοκόμον, ήτις δεν αρκείται να φυτεύη μόνον τα άνθη της, αλλά τα περιθάλπει και τα καταρδεύει. Ηγάπα τα πνευματικά της τέκνα ως τα τέκνα της εγκαρδιακά, τα εθώπευε, τα εφίλευε και τα επαιδαγώγει. Ο μπαρμπα-Κωνσταντής, ο πρώτος γρινιάρης του χωρίου, δεν συνεμερίζετο την αδυναμίαν ταύτην της συζύγου του. — Α, μπράβο! φίλευέ τα τ’ αναδεξίμια σου, μουρή!… εγόγγυζεν εκάστοτε, οσάκις την έβλεπε μεριμνώσαν περί των αναδεκτών της. Ηύρες κι αλωνίζεις, μουρή!… Η θεια-Σοφούλα ολίγον ανησύχει περί της ιδιοτροπίας ταύτης του συζύγου της, όστις ήτο αγαθός άνθρωπος εις τας καλάς του ώρας. Έπειτα ο μπαρμπα-Κωνσταντής σπανίως εφαίνετο εν τη πολίχνη. Αφ’ ότου έπαυσε τα θαλάσσια ταξίδια, ησχολείτο αποκλειστικώς εις την καλλιέργειαν των κτημάτων του. Κατά πάσαν πρωίαν ίππευεν επί του ευρώστου ημιόνου του, ετρέπετο εις τους αγρούς και επανήρχετο μετά την δύσιν του ηλίου. Κατ’ εκείνον τον χρόνον, περί τα 184…, η θεια-Σοφούλα είχε φθάσει εις το τριακοστόν ένατον βαπτιστικόν. Έν μόνον τη έλειπε διά να τα κάμη σαράντα, προς ανάπαυσιν της συνειδήσεώς της. Εβάπτιζεν αδιακρίτως άρρενα και θήλεα, αλλ’ εφρόντιζε να δίδη ακριβείς σημειώσεις εις τους ιερείς και πνευματικούς, διά να μη τυχόν γίνη κανέν συνοικέσιον εις το μέλλον μεταξύ δύο ετεροφύλων αναδεκτών, και κολασθή η ψυχή της.


Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ

87

Κατ’ έτος την Μεγάλην Πέμπτην, μεγίστη κίνησις εγένετο εν τη ευρυχώρω αυλή της οικίας της. Η θεια-Σοφούλα ανεσφουγγώνετο μέχρις αγκώνων και εζύμωνε μόνη της τας τριάκοντα εννέα αυγοκουλούρας διά τους τοσούτους βαπτιστικούς της… Αλλά πλην των βαπτιστικών υπήρχον και τα εγγόνια και τα δισέγγονα, και ταύτα δεν ήσαν ολιγάριθμα. Εν συνόλω εχρειάζετο εβδομήκοντα και πλέον κοκκώνες, δηλ. παιδικάς κουλούρας, διά τους βαπτιστικούς, διά τους εγγόνους και τα δισέγγονα. Εις τον αριθμόν τούτον δεν συμπεριλαμβάνονται αι μεγαλύτεραι κουλούραι, τας οποίας παρεσκεύαζε διά τας συντεκνίσσας, διά τας ανεψιάς και τας δισεξαδέλφας της. Μέγας δε εβόμβει ο εσμός των αναδεκτών και δισεγγόνων περί τους ανθώνας της αυλής κατ’ εκείνην την ημέραν. Από της τρίτης ώρας του δειλινού, καθ’ ην ο μπαρμπα-Κωνσταντής εξηγείρετο του μεσημβρινού ύπνου, με δριμείαν επικαθημένην της ρινός την χολήν, και εφόρει το τσόχινον βρακίον του, επύργωνεν επί της κεφαλής μεγαλοπρεπές το τυνησιακόν φέσι του, ελάμβανεν ως σκήπτρον την μεγάλην ηλεκτρόστομον τσιμπούκαν του, ανήρτα από της οσφύος βαθύκολπον την μεταξωτήν καπνοσακκούλαν και κατήρχετο εις το καφενείον, να εισπνεύση την θαλασσίαν αύραν, από της ώρας εκείνης η ευρεία και τετράγωνος αυλή παρεδίδετο εξ εφόδου εις την λεηλασίαν των βαπτιστικών και των δισεγγόνων. Μεγίστην ευτυχίαν και ανήκουστον ηδονήν ενόμιζον τότε τα παιδία της γειτονιάς, αν κατώρθωνον να παρεισδύσωσιν εις το προαύλιον της θεια-Σοφούλας, όπερ εθεωρείτο ως μυθώδες τι. Πολλά αυτών προέτεινον τας κεφαλάς διά των σχισμών της κλειστής αυλείου θύρας, ήτις εμοχλεύετο έσωθεν υπό των ζηλοτύπων βαπτιστικών διά


88

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

τους μη έχοντας ένδυμα γάμου. Άλλα παιδία, τολμηρότερα, ανείρπον εις τον θριγκόν του τοίχου της αυλής και εύρισκον τρόπον να εισπηδήσωσιν εκείθεν εις τα ένδον. Αλλ’ αλλοίμονον αν παρετηρούντο υπό των αγρύπνων ευνοουμένων. Απεδιώκοντο με τσιμπήματα και με δοντιές, ως ο κηφήν υπό των μελισσών. Την Μεγάλην Πέμπτην του έτους 185… όλοι οι αναδεκτοί ήσαν συνηγμένοι εν τη αυλή της γραίας Σοφούλας. Ο πρεσβύτερος αυτών ήτο ήδη νεανίας εικοσαετής, το δε νεώτερον ήτο κοράσιον διετές, εις ο η νονά είχε δώσει το όνομά της. Το βρέφος τούτο ήτο το τεσσαρακοστόν πνευματικόν γέννημα της θεια-Σοφούλας. Είχε γεννηθή τέλος, το από πολλού προσδοκώμενον τούτο συμπλήρωμα του προωρισμένου αριθμού, και ήτο το χαδευμένον της θεια-Σοφούλας. Η νονά έτρεφε φιλοδόξους σκοπούς ως προς το μέλλον του θυγατρίου τούτου. Αλλά και αυτός ο μπαρμπα-Κωνσταντής εξ όλων των αναδεκτών μόνον το μικρόν τούτο ηνείχετο. Η στοργή όμως της θεια-Σοφούλας προς αυτό έφθανε μέχρι παραφροσύνης. Την ημέραν εκείνην η θεια-Σοφούλα ήτο κλειστή εις το ισόγειον και εζύμωνεν. Εκ των παιδίων τινά την επολιόρκουν έξωθεν της θύρας παραμονεύοντα.Τα πλείστα όμως έπαιζον ταραχωδώς περί τον υπερμεγέθη ληνόν, πλησίον του ελαιοτριβείου, το κρυφτάκι, και άλλα εθορύβουν περί τας κιγκλίδας του κήπου και πλησίον του φρέατος. Η μικρά Σοφούλα, ήτις ήτο μόλις διετής, ως είπομεν, εξέπεμπε χαρμοσύνους κραυγάς, εψέλλιζεν ως νεοσσός χελιδόνος και έτρεχε και αυτή κατόπιν των άλλων παιδίων. Η νονά της εζήτησε κατ’ αρχάς να την κρατήση πλησίον της, αλλ’ η μικρά εστενοχωρήθη και απήτησε να εξέλθη. — Να πάω κι εγώ να παίξω, νονά μου;


Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ

89

— Τι να παίξης εσύ; — Το κλυφτάκι, νονά μου! ετραύλισεν η μικρά. — Δεν παίζουν τα κορίτσια το κρυφτάκι, τη είπεν αυστηρώς η νονά. Η μικρά δεν εμεμψιμοίρησε μεν, αλλ’ εσκυθρώπασεν. Ιδούσα τούτο η νονά, έκραξε την Αθηνιώ, εικοσαετή την ηλικίαν, δουλεύτραν της, ήτις ήτο και αυτή μία των βαπτιστικών της, και τη ενεπιστεύθη την μικράν, συστήσασα αυτή αυστηράν επαγρύπνησιν. Αλλ’ η Αθηνιώ ελησμόνησεν άμα ακούσασα την σύστασιν της κυρίας της, και επειδή εις τας πεζούλας εκάθηντο τέσσαρες ή πέντε γειτόνισσαι, και γνωρίζομεν πόσον περισπούδαστος είναι η συνδιάλεξις των αέργων γυναικών, εκάθισε πλησίον αυτών και άφησε την μικράν Σοφούλαν να τρέχη. Δεν ήρκεσε τούτο, αλλά παραγγελθείσα υπό της κυρίας της να αντλήση ύδωρ εκ του φρέατος, εγέμισε μεν την στάμνον, αλλά δεν εφρόντισε να κλείση το στόμιον του φρέατος, όπως το εύρε κεκλεισμένον, το άφησε δε ανοικτόν. Απροσεξία, εις ην ουδέποτε θα υπέπιπτεν η γραία Σοφούλα ή άλλη φρόνιμος γυνή. Μη τις δε αμφιβάλη ότι την σύστασιν ταύτην η γραία έκαμε χιλιάκις εις την δουλεύτραν της, αλλ’ η Αθηνιώ δεν ήτο εξ εκείνων των γυναικών, αίτινες καθίστανται προσεκτικαί. Εις την ακμήν λοιπόν της πλήρους ενδιαφέροντος συνδιαλέξεώς των, ήκουσαν αίφνης αι εις την πεζούλαν καθήμεναι γυναίκες κρότον τινά, ως πλατάγησιν σώματος πίπτοντος εις ύδωρ, και συγχρόνως πεπνιγμένην κραυγήν και μετ’ αυτήν δευτέραν κραυγήν δυνατωτέραν. Αι γυναίκες ανωρθώθησαν αυτομάτως. Αλλά πριν αυταί κινηθώσιν, η θύρα του ισογείου ηνοίχθη μετά κρότου, και η θεια-Σοφούλα έντρομος,


90

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ανυπόδητος, με τες κάλτσες μόνον, γυμνώλενος, με τας χείρας ζυμαρωμένας, έτρεξε προς το φρέαρ κράζουσα. — Το κορίτσι! το κορίτσι! Διά της εις την στοργήν ιδιαζούσης μαντείας, η θεια-Σοφούλα ενόησεν αμέσως, ότι η μικρά της βαπτιστική είχε πέσει εντός του φρέατος. Και τω όντι δεν ηπατάτο. Ενώ έτρεχεν η Σοφούλα, ιδούσα το στόμιον του φρέατος ανοικτόν, επλησίασε, προσεκολλήθη επί του χθαμαλού ξυλίνου φραγμού, είδεν επί του ύδατος εικονιζομένην την αγγελικήν ξανθήν μορφήν της, ήρχισε να τη προσμειδιά, έκυψεν υπερμέτρως, ωλίσθησεν επί της στιλπνής, ως εκ της συχνής προστριβής του σχοινίου σανίδος, και έπεσε κατακέφαλα εντός του φρέατος. Αι άλλαι γυναίκες, και η Αθηνιώ μετ’ αυτών, καθ’ υπερβολήν διαστέλλουσαι τους βραχίονας, έτρεξαν κατόπιν της θεια-Σοφούλας. — Έναν κουβά! ένα, γιουρδέλι! εκραύγαζεν έκφρων η γραία Σοφούλα. — Ένα τσιγκέλι! έκραξε και η Αθηνιώ σκοτισμένη· (ως να είχε πέσει δηλ. εις το φρέαρ το ιβάνιον, δι’ ου αντλούσαν ύδωρ). — Τα τσιγκέλια να σε τραβούν, σκύλα! τη έκραξε με κεραυνοβόλον βλέμμα η θεια-Σοφούλα. Μου έπνιξες το παιδί. Η γραία τω όντι δεν εβράδυνε να εννοήση, ότι το δυστύχημα ωφείλετο εις την απροσεξίαν της δουλεύτρας της. —  Να κατεβώ εγώ στο πηγάδι, νονά, τη είπεν η Αθηνιώ. Επειδή εβράδυνε να φανή πουθενά κουβάς, διότι είναι γνωστόν πόσον τα χάνουν οι άνθρωποι εις τας δεινάς περιστάσεις, και ενώ μία των γυναικών έτρεχεν απ’ εκεί, άλλη απ’ εδώ, και η μικρά εν τω μεταξύ επνίγετο, η


Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ

91

θεια-Σοφούλα επέτρεψεν εις την Αθηνιώ την χάριν ταύτην. Ήξευρε δε άλλως, ότι εις τούτο, καθώς και εις πάσαν άλλην εργασίαν, εις τους άνδρας μάλλον αρμόζουσαν, ήτο επιτηδεία. Η Αθηνιώ λοιπόν εσήκωσε τα φουστάνια της υπεράνω του γόνατος, και πατούσα εις τας γνωστάς αυτή εσοχάς του εσωτερικού λιθοκτίστου του φρέατος, τας επίτηδες κατασκευαζομένας εις πάσαν ορυχήν φρέατος, κατήλθε μέχρι της επιφανείας του ύδατος. Ουδαμού εφαίνετο η μικρά. Το βάθος του ύδατος ήτο τρις ίσον με ανάστημα ανδρός, και η Αθηνιώ δεν ηδύνατο να προχωρήση κατωτέρω. Εν τω μεταξύ ευρέθη και ο κουβάς, και κατεβιβάσθη μέχρι των χειρών της Αθηνιώς. Αύτη έλαβε το σχοινίον και ήρχισε να περιστρέφη το ιβάνιον εντός του ύδατος. Η θεια-Σοφούλα ωλόλυζε και έσχιζε τας παρειάς της. Η καρδία της δεν ησθάνετο πλέον της ελπίδος την θαλπωρήν… Τέλος το ιβάνιον προσέκοψεν εις σώμα τι ανερχόμενον. Η μικρά ανέβη εις την επιφάνειαν, αλλ’ ήτο ήδη πτώμα… Η κεφαλή της ήτο δεινώς μεμωλωπισμένη. Κατενεχθείσα σφοδρώς εις το ύδωρ είχε κτυπήσει επί του λίθου, εζαλίσθη, κατέπιε πολύ νερόν, και δεν ανήλθεν ταχέως εις την επιφάνειαν… ....................................... Επί ζωής της δεν επαρηγορήθη η θεια-Σοφούλα διά το οικτρόν τούτο ατύχημα. Ίσα ίσα η τελευταία βαπτιστική της!… Διετήρησε δε την προς την αθώαν νεκράν στοργήν της μέχρι ευσεβούς προλήψεως. Ζήσασα επί ικανά έτη ακόμη, κατεσκεύαζεν ανελλιπώς κατ’ έτος τη Μ. Πέμπτη


92

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

την κοκκώνα της ατυχούς μικράς, και την Κυριακήν του Πάσχα, άμα επέστρεφε το πρωί από της λειτουργίας της Αναστάσεως, ήνοιγε, τότε μόνον, το άχρηστον μείναν φρέαρ και έρριπτεν εις το ύδωρ την κοκκώνα και τα κόκκινα αυγά της μικράς Σοφούλας της. Εβεβαίου δε η αγαθή γυνή, ότι ανεξήγητος ευωδία ανήρχετο τότε από του ύδατος, ως θυμίαμα αθώας ψυχής, αναβαίνον προς τον θεάνθρωπον Πλάστην. 1888


ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ Τον υιόν της, τον καπεταν-Κομιανόν, τον επαντρολογούσεν ήδη η γρια-Κομνιανάκαινα, αν και δεν είχε χρονίσει ακόμη η νύμφη της, η μακαρίτις. Τα δύο ορφανά, μία κόρη οκταέτις και έν τετραετές παιδίον, εφόρουν μαύρα, κατάμαυρα, οπού εστενοχώρουν κι εχλώμιαιναν τα πτωχά κάτισχνα κορμάκια των και ήτον καημός καρδιάς να τα βλέπη τις. Ενθύμιζαν το δημώδες δίστιχον. Βαρύτερ’ απ’ τα σίδερα είναι τα μαύρα ρούχα, γιατί τα φόρεσα κι εγώ για μιαν αγάπη που ’χα.

Η γραία έκειτο επί της κλίνης καθ’ όλην την Εβδομάδα των Παθών, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Εβεβαίου, ότι «αγγελιάστηκε» και ητοιμάζετο ν’ αποθάνη. Επέβαλλεν εις την Μόρφω, την μικράν εγγονήν της, εργασίας ανωτέρας της ηλικίας του πτωχού κορασίου. Αίφνης, εν μέσω δύο γογγυσμών, έβαλλε μίαν φωνήν, κι έκραζεν από της κλίνης προς την εκτός του ισογείου θαλάμου πηγαινοερχομένην και υπηρετούσαν παιδίσκην. — Μη χύνης στην αυλή τα νερά, χίλιες φορές στο είπα, στο νεροχύτη! Κι επανελάμβανε τους αφορήτους στεναγμούς, επιτείνουσα μάλιστα αυτούς οσάκις τυχόν, πτωχή γειτόνισσα, μη τολμώσα να εισέλθη, ήρχετο δειλώς μέχρι της θύρας και ηρώτα πώς ήτο η ασθενής.


94

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Βεβαίως η γρια-Κομνιανάκαινα έπασχεν, αλλ’ ίσως εμεγαλοποίει το πράγμα. Έκλαιε «τα νιάτα της», έλεγεν ότι δεν θα προφθάση να κάμη εφέτος Πάσχα. Η γειτόνισσα η Μηλιά εβεβαίου, ότι η γραία είχε και «κομπόδεμα», αλλά πού να εμβάση μέσα καμμίαν εκ των γειτονισσών της! Ελλείψει άλλης ασθενείας ήτον ικανή ν’ αποθάνη από την φιλαργυρίαν της. Δεν εβάστα η ψυχή της να δώση κάτι τι εις μίαν πτωχήν γυναίκα διά να την «κυττάξη», κι επέβαλλε βαρείαν αγγαρείαν εις την Μόρφω, οκταετή παιδίσκην. Ενίοτε παρελήρει αληθώς. Είτα έβαλλεν αγρίαν κραυγήν. Έκραζε την παιδίσκην να την σκεπάση με το σινδόνιον, αλλά χωρίς αύτη να την εγγίση καν, η γερόντισσα έβαλε τοιαύτην ωρυγήν, ώστε η μικρά κατετρόμαζεν. Ο καπεταν-Κομνιανός έλειπε με το γολεττί, κι επεριμένετο να έλθη. Είχε μαζί του με το γολεττί και τον πρωτότοκον υιόν του, τον Γιώργην, δωδεκαετή παίδα. Τούτο ήτο ένας από τους καημούς της γραίας, ότι έμελλε ν’ αποθάνη, ως έλεγε, χωρίς να επανίδη τον υιόν της και τον εγγονόν της τον μεγάλον, όστις ωμοίαζε τόσον με τον μακαρίτην τον πάππον του. Και ποίος να της σφαλήση τα μάτια; Αι ανεψιαί της, υπανδρευμέναι και αι δύο, της εβαστούσαν κακίαν διά κάτι κληρονομικάς διαφοράς, και δεν έσπασαν το πόδι «οι λαχταρισμένες, οι αχρόνιαστες!», να έλθουν να την ιδούν. Ούτω της ήρχετο και αυτής ν’ αποθάνη εις το πείσμα των, ν’ αποθάνη χωρίς να της φιλήσωσι την χείρα. Ιατρός, πού να ευρεθή; Είχεν αυτή να πληρώνη; Αυτή ώφειλε να κάμνη οικονομίαν διά τα ορφανά, και δεν έπρεπε να φθείρη το βιο του υιού της εις γιατρικά, και δεν ξέρω τι. Ψευτογιάτρισσες! Κάμε τη δουλειά σου! Έχουν εμπιστοσύνην τώρα αυταί αι γυναίκες; Ο κόσμος εχάλασε, τι τα θέλεις! Έμβαζε αυτή μέσ’ στο βιο της, μέσ’ στα καλά


ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ

95

της, ξένην γυναίκα; Της ήρχετο να επαναλάβη προς τας γειτονίσσας την ιδίαν κραυγήν, δι’ ης απεδίωκε το πάλαι παρείσακτον όρνιθα από τον ορνιθώνα της: Ξου, ξένη!… Ως τόσον επεθύμει να ήρχετο ο υιός της διά να τον νυμφεύση, να του δώση και την ευχήν της. Σαράντα χρονών άνθρωπος, κι ο κόσμος είναι πέλαγος, σαν εκείνο· που αρμένιζε τώρα. Πώς να περάση την ζωήν του, χωρίς να έλθη εις δεύτερον γάμον; Και τα ορφανά, και αυτά θα εύρισκον μητέρα, μίαν καλήν οικοκυράν, ήτις από τώρα επροσφέρετο μάλιστα να έλθη να την υπηρετήση εις την ασθένειάν της. Αλλ’ η γραία Κομνιανάκαινα, μη θέλουσα να παραβή την αρχήν της, δεν εδέχθη την εκδούλευσιν. Το βέβαιον είναι, ότι εκ των δύο ορφανών, η Μόρφω, ήτις είχεν ήδη αίσθησιν, αν δεν επεθύμει ν’ αποκτήση μητέρα, ενεθυμείτο κι ελυπείτο την μητέρα της. Ο Ευαγγελινός, νήπιον τριετίζον εν καιρώ της συμφοράς, ούτε ήξευρε τίποτε, ούτε ενεθυμείτο. Έκλαιε μόνον όταν η μάμμη τον εβίαζε να φορέση τον κατάμαυρον σάκκον του. Η Μόρφω, λευκή και ωχρά, με τα μαύρα φουστανάκια της, και με το μαύρον μανδήλιον, το σκεπάζον τα ξανθά της μαλλιά, ήτο κατηφής, κι ενεθυμείτο το περυσινόν Πάσχα, όταν έζη η μήτηρ της. Η ατυχής γυνή είχεν αποθάνει από την γένναν της, το παρελθόν θέρος, και το βρέφος μετ’ αυτής. Τώρα η κορασίς είχεν, αντί της καλής και πονετικής μητρός, την μάμμην με την αφόρητον παραξενιά της, ήτις, ενώ εβεβαίου ότι όλα τής επόνουν, κεφαλή, λαιμός, χείρες, πόδες, πλάται, κοιλία, μέση και τα λοιπά, πνιγομένη δε από τον βήχα και γογγύζουσα δυνατά και βάλλουσα κραυγάς αγρίας, εφείδετο να δώση εις ιατρούς και φάρμακα, αίφνης ηγείρετο υποβαστάζουσα την κοιλίαν της, εξήρχετο μέχρι της θύρας, έρριπτε βλέμμα εις τον εκτός κόσμον, κι έλεγε. — Αχ! τι γλυκειά πούν’ η ζωή!


96

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Πέρυσι, ω! πέρυσι, την Μεγάλην Πέμπτην πρωί, αφού γύρισαν από την εκκλησίαν, όπου είχον μεταλάβει όλοι, η καλή και προκομμένη μήτηρ, καίτοι άγουσα ήδη τον έβδομον μήνα της εγκυμοσύνης της, ανεσφουγγώθη και ήρχισε να βάφη εν τη χύτρα τα αυγά, με ριζάρι, κιννάβαρι και όξος. Είτα ήρχισαν να έρχωνται εις την θύραν ανά ζεύγη τα παιδία της πολίχνης, με τον υψηλόν καλάμινον σταυρόν, στεφανωμένον με ρόδα ευώδη και με μήκωνας κατακοκκίνους, με δενδρολίβανον και με ποικιλόχροα αγριολούλουδα, με τον αποσπασθέντα από τ’ Οχτωήχι χάρτινον Εσταυρωμένον εις το μέσον του σταυρού, και με ερυθρόν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα το άσμα: Βλέπεις εκείνο το βουνί με κόκκινη παντιέρα; Εκεί σταυρώσαν το Χριστό, τον πάντων βασιλέα. ................................ Σύρε μητέρα μ’ στο καλό και στην καλή την ώρα κι εμένα να με καρτερής το Σάββατο το βράδυ· όταν σημαίνουν εκκλησιές και ψαίλνουνε παπάδες, τότες και συ μανούλα μου, να’ χης χαρές μεγάλες.

Και τι χαρές μεγάλες, τω όντι, τι χαρές δι’ όλα τα παιδία! Και η καλή η μήτηρ της προθυμότατα έδιδεν ανά δύο αρτιβαφή αυγά εις όλα τα παιδία· δύο αυγά κόκκινα, και τι ευτυχία! τι νίκη! ενώ η μάμμη εφώναζεν, ότι αρκετά παιδία ήλθαν, και αρκετά ετραγούδησαν, και ότι έπρεπε να υπάγουν και αλλού. Μετά ταύτα η μήτηρ ήρχισε να ζυμώνη, και έπλαθεν αρκετές κουλούρες μετ’ αυγών διά τον σύζυγον, επιδημούντα τότε, διά την πενθεράν της, δι’ εαυτήν, διά τις κουμπάρες, ως και μικρές «κοκκώνες» διά την Μόρφω, διά τον Ευαγγελινόν, διά τ’ αναδεξίμα της και διά τα πτωχά παιδία της γειτονιάς.


ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ

97

Κι επειδή ο μικρός Ευαγγελινός έκλαιε, λέγων, ότι δεν είναι αρκετά μεγάλη η κοκκώνα του, η μήτηρ τού έδιδεν άλλην, αλλ’ αυτός δεν ημέρωνεν, ούτε ήθελε να ταιριασθή. Το βέβαιον είναι ότι τας ήθελεν όλας διά τον εαυτόν του. Και τότε η μήτηρ τον επαρηγόρει λέγουσα ότι «το Σαββάτο το βράδυ θα ’ρθή η κουρούνα (κρα-κρα!) να φέρη το τυρί και το κρέας (τσι-τσι!), και τότε να ιδής χαρές ο Ευαγγελινός, σαν ακούση κρα-κρα! την κουρούνα να χτυπά το παραθύρι. Πάρε Βαγγελινέ, το τυρί, πάρε και το τσι-τσι, να φάτε!». Και ο μικρός εψέλλιζε και αυτός, «θα ’θή κουούνα να φέη του τσι-τσι», και συνάπτων τας χείρας, δακτύλους μεταξύ δακτύλων, κατά το υπόδειγμα της μητρός, εμιμείτο την ειρεσίαν των πτερών της κουρούνας, το δε παιδίον της γειτόνισσας της Μηλιάς, εξαετές, άνιπτον, ρακένδυτον, οκλάζον εις μίαν γωνίαν, κρατούν την κοκκώναν του, την οποίαν εσκέπτετο αν δεν ήτο καλόν να την φάγη τώρα που είναι ζεστή, διεμαρτύρετο γρυλλίζον και λέγον: «Ναι! θα ’ρθή η κουρούνα! αμ’ δε θα ’ρθή!» Και την Μεγάλην Παρασκευήν, περί την δύσιν του ηλίου, η μήτηρ ωδήγησε τα δύο παιδία εις την εκκλησίαν, όπου, αφού έκαμαν τρεις γονυκλισίας προ του ανθοστεφούς κουβουκλίου, ησπάσθησαν τον μυρόπνουν Επιτάφιον, το αργυρόχρυσον Ευαγγέλιον με τ’ αγγελούδια, και τον Σταυρόν με τ’ ανθρωπάκια και τις Παναγίτσες (τι χαρά, τι δόξα!), και είτα επέρασαν τρις υπό τον υψηλόν, μεγαλοπρεπή Επιτάφιον, ο δε Ευαγγελινός (όλα τα ενεθυμείτο η μικρά Μόρφω) ανέτρεψεν εξ απροσεξίας πήλινον αμφορέα με ύδωρ, εξ εκείνων ους θέτουσιν υπό τον Επιτάφιον προς αγιασμόν, διά να μεταχειρισθώσι το ύδωρ εις το καματηρό, ήτοι τους μεταξοσκώληκας, και εις άλλας χρείας, αι νεώτεραι μυροφόροι, γυναίκες διακαώς ποθούσαι «να ξενυχτίσουν το Χριστό» μένουσαι άγρυπνοι εν τω ναώ


98

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

πέραν του μεσονυκτίου, διότι η ακολουθία του Επιταφίου ψάλλεται εκεί το Μέγα Σάββατον περί όρθρον βαθύν. Ο αμφορεύς πεσών εθραύσθη, η δε γυνή, ης ήτο κτήμα, ωργίσθη και είπεν, ότι το έχει «σε κακό της!». Τότε η μήτηρ του Ευαγγελινού, αφού επέπληξεν αυστηρώς το παιδίον, πειραχθείσα είπεν, ότι «αν είναι κακό, ας είναι για μένα!». Και την πτωχήν δεν την ηύρε ο χρόνος! Το Μέγα Σάββατον δε, μικρόν μετά τα μεσάνυκτα, η μήτηρ εξύπνισε τον Ευαγγελινόν και την Μόρφω, κι ενώ εσήμαιναν διά μακρών οι κώδωνες, επήγαν εις την εκκλησίαν, όπου εψάλη «ω γλυκύ μοι έαρ» και άλλα ακόμη παθητικά άσματα. Είτα οι πιστοί όλοι με αναμμένας λαμπάδας εξήλθον εις το ύπαιθρον, υπό το αμαυρωθέν φέγγος της φθινούσης σελήνης, ενώ η αυγή έλαμπεν ήδη ροδίνη και ξανθή, προπέμποντες τον Επιτάφιον αγλαόφωτον με σειράς λαμπάδων. Και η αύρα πραεία εκίνει ηρέμα τους πυρσούς, χωρίς να τους σβήνη, και η άνοιξις έπεμπε τα εκλεκτότερα αρώματά της εις τον Παθόντα και Ταφέντα, ως να συνέψαλλε και αυτή «ω γλυκύ μοι έαρ, γλυκύτατόν μοι τέκνον!» και η θάλασσα φλοισβίζουσα και μορμύρουσα παρά τον αιγιαλόν επανελάμβανεν «οίμοι! γλυκύτατε Ιησού!». Τα δε παιδία, προπορευόμενα της πομπής, μεγαλοφώνως έκραζον: Κύριε ελέησον! Κύριε ελέησον! Ο Ευαγγελινός εψέλλιζε μετά των άλλων: Κύιε έησον! Κύιε έησον! Και ύστερον ανέτειλεν ο ήλιος του Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων την απαραίτητον ομίχλην της Μεγάλης Παρασκευής (ήτις καθιστά μελαψήν μιγάδα την ημέραν και παμμέλαιναν αράβισσαν την νύκτα), ο Ευαγγελινός εξύπνησεν από τα βελάσματα του αρνίου, το οποίον ητοιμάζετο να σφάξη διά την οικογένειαν του καπεταν-Κομνιανού ο γείτονας Νικόλας, ο σύζυγος της Μηλιάς. Ο


ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ

99

Ευαγγελινός και η Μόρφω εξήλθον εις το προαύλιον. Τι ωραίον! τι ήμερον! τι λευκόμαλλον που ήτο το αρνί! Και πώς εβέλαζε (μπε!-μπε!) το καημένο. Εν τούτοις δεν εφαίνετο πολύ δυσαρεστημένον, διότι έμελλε να σφαγή. Και άλλος Αμνός άμωμος. Αμνός αίρων την αμαρτίαν του κόσμου, και άλλος ατίμητος Αμνός εσφάγη… Την εσπέραν έφερεν οίκαδε ο πατήρ τας πασχαλινάς λαμπάδας, ωραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τι χαρά, τι θρίαμβος! Φαντασθήτε ωραίας μικράς λαμπάδας με άνθη τεχνητά, με χρυσόχαρτα. Ο Ευαγγελινός ήθελε να πάρη την της αδελφής του, λέγων, ότι εκείνη είναι μεγαλυτέρα. Η μήτηρ τού την έδωκε, αλλ’ ο μικρός την έσπασε, εκεί που έπαιζε με αυτήν, έσπασε και την ιδικήν του, και ύστερον έβαλε τα κλάματα. Ο πατήρ τού ηγόρασεν άλλην, αφού τον υπεχρέωσε να υποσχεθή, ότι δεν θα την πιάση εις την χείρα έως τα μεσάνυκτα όταν θα υπάγουν εις την Ανάστασιν. Ο μικρός απεκοιμήθη κλαίων και χαίρων. Μετά τα μεσάνυκτα, αφού έγινεν η Ανάστασις, και ήστραψεν ο ναός όλος, ήστραψε και η πλατεία από το φως των κηρίων, τα παιδία ήρχισαν να καίουν μετά κρότου σπίρτα και μικρά πυροκρόταλα έξω εις τον πρόναον και τινες παίδες δεκαετείς επυροβόλουν με μικρά πιστόλια, άλλοι έρριπτον εντός του ναού επί των πλακών του εδάφους τα βαρέα καρφία με τα καψύλια, καταπτοούντες και σκανδαλίζοντες τας πτωχάς γραίας, αίτινες μεθ’ όλον τον διωγμόν ον εκίνουν κατ’ αυτών την Μεγάλην Εβδομάδα κατ’ έτος οι επίτροποι, αξιούντες να περιορίσωσιν αυτάς εις τον γυναικωνίτην, ουχ ήττον επέμενον και παρεισέδυον εντός του ναού αριστερά, εις την μίαν κόγχην. Είς δ’ επίτροπος της επάνω ενορίας, άνθρωπος προοδευτικός, βλέπων, ότι όλοι οι εθελονταί ψάλται, νεανίαι εικοσαετείς,


100

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

εφοίτων κατά προτίμησιν εις την κάτω εκκλησίαν, εις δε την επάνω ηναγκάζοντο να ψάλλωσιν οι ιερείς, τι εσοφίσθη; Πιάνει και αποσπά από τον γυναικωνίτην τα καφάσια, τα δικτυωτά, δι’ ων εφράττοντο τέως αι γυναικείαι μορφαί από της όψεως των ανδρών, και αφήνει τον γυναικωνίτην άφρακτον. Τότε διά μιας όλοι οι ευλαβείς και μουσόληπτοι νεανίσκοι αφήκαν την κάτω εκκλησίαν έρημον ψαλτών, κι έτρεξαν όλοι εις την επάνω. Είτα τα μικρά παιδία και τινες παιδίσκαι τετραετείς, με τας κομψάς ποικιλτάς λαμπάδας, ετάχθησαν ανά τον χορόν, περί τα δύο αναλόγια, και παρά το εικονοστάσιον, και ήρχισαν να θορυβώσι, να παίζωσι, να στάζωσιν εις τους λαιμούς αλλήλων και να τσουγκρίζωσι τα αυγά των. Και έν παιδίον εξαετές, πονηρότερον των άλλων (ήτο ο υιός της Μηλιάς της γειτόνισσας), είχε πλαστόν αυγόν εις τον κόλπον του, πωρώδη λίθον, στρογγυλευμένον, κοκκινοβαφή, και δι’ αυτού έσπαζε τ’ αυγά όλων των παιδιών, και τα έπαιρνε, κατά την συμφωνίαν, και τα έτρωγε. Μια παιδίσκη και είς παις πενταετής ήρχισαν να φιλονικώσι περί του τίνος η λαμπάδα ήτο ευμορφοτέρα. — Όχι, η δική μου η λαμπάδα είναι καλύτερη. — Όχι, η δική μου. — Εμένα ο πατέρας μ’ την εδιάλεξε και είναι πιο καλή. — Εμένα η μάνα μ’ την εστόλισε μοναχή της. — Kαι ξέρει να κάνη λαμπάδες η μάνα σ’; — Όχι, δεν ξέρει; Σαν τη δική σ’; — Τέτοια παλιολαμπάδα! — Ναι, παλιολαμπάδα;… να!… — Να κι εσύ! — Να κι άλλη μια! Και ήρχισαν να τύπτουν αλύπητα τας κεφαλάς


ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ

101

αλλήλων με τας λαμπάδας των, εωσού έβαλαν τα κλάματα και οι δύο. Το απόγευμα πάλιν, αφού εψάλη η Β΄ Ανάστασις κι έγινεν η Αγάπη, εξήλθαν όλοι εις την πλατείαν κι εθεώντο την πυρπόλησιν του Εβραίου. Τι άσχημος και τι ευμορφοκαμωμένος που ήτον ο Εβραίος! Είχε μίαν χύτραν ως κεφαλήν, είχε και λινάρι ως γένειον. Έφερε και ζεύγος γυαλιά (η Μόρφω τα ενεθυμείτο όλα) όμοια μ’ εκείνα, που φορεί η γραία μάμμη, όταν ράπτη ή εμβαλώνη τα παλαιά ρούχα της. Είχε κι ένα σακκούλι ή πουγγί κρεμασμένον εις το αριστερόν πλευρόν του. Εφόρει μακριά μακριά φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Και αφού τον εκρέμασαν υψηλά υψηλά, έως επτά οργυιάς επάνω, ήρχισαν οι άνδρες να τον μαστίζουν, να τον τουφεκίζουν όλοι, έως ότου τον έκαυσαν. Και ύστερον η μήτηρ έστρωσε την τράπεζαν εις την οικίαν, και παρέθεσε τα αυγά τα κόκκινα, το τυρί, που είχε φέρει η κουρούνα, και το αρνί το ψημένο, και τα παιδία εκάθισαν εις την τράπεζαν και ήρχισαν να τσουγκρίζουν τ’ αυγά των. Τι χαρά! τι αγαλλίασις! Εφέτος, δηλαδή κατά το έτος εκείνο της δυστυχίας διά τα δύο ορφανά, δεν ήτο πλέον εκεί, ούτε ο πατήρ των, όστις έλειπεν, ούτε η μήτηρ των, ήτις επήγε μακρύτερα ακόμη. Αντί των δύο ήτο η γηραιά μάμμη, ρογχάζουσα επί της κλίνης και γογγύζουσα. Αντί των κοκκίνων αυγών, ήσαν αι φλέγουσαι εκ του πυρετού παρειαί της. Αντί των επιχρύσων λαμπάδων, ήσαν οι δύο τρεμοσβήνοντες και βλοσυροί οφθαλμοί της. Αντί της αθώας χαράς, αντί της αφάτου ευτυχίας του παιδικού Πάσχα, ήτο η λύπη η βαρεία, η ανεπανόρθωτος συμφορά. Ευτυχώς η γραία Κομνιανάκαινα δεν απέθανε, και ο υιός της έφθασεν απόπασχα με το γολεττί, και ήρχισε να


102

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

καλλωπίζηται και να στρίβη τον μύστακα, αποβλέπων εις δεύτερον γάμον. Αλλά, διά τα δύο παιδία, θα επανήρχετο πάλιν η χαρά εκείνη, θ’ ανέτελλεν εκ νέου γλυκεία η παιδική Πασχαλιά; Διά τον Ευαγγελινόν ίσως, διά την Μόρφω ποτέ. Αύτη ησθάνετο την απουσίαν της μητρός της και ήξευρεν, ότι δεν έμελλε να την επανίδη πλέον επί της γης. Γλυκεία Πασχαλιά! η μήτηρ της χαράς! Γλυκεία μήτηρ! της Πασχαλιάς η ενσάρκωσις. Αλλ’ ο Χριστός υπεσχέθη να πίη με τους εκλεκτούς του καινόν το γέννημα της αμπέλου εν τη βασιλεία του Πατρός του, και οι υμνωδοί έψαλλαν: «Ω Πάσχα το μέγα και ιερώτατον, Χριστέ! δίδου ημίν εκτυπώτερον σου μετασχείν εν τη ανεσπέρω ημέρα της Βασιλείας Σου!» 1891


ΣΤΗΝ ΑΓΙ’-ΑΝΑΣΤΑΣΑ Πέντε άνδρες είχον κατέλθει εις το Πρωί, μίαν Κυριακήν του Ιουλίου του έτους 1875, και εκ των πέντε τούτων οι τρεις ήσαν αρχαιολόγοι με δίοπτρα. Αλλ’ εκ των τριών ο πρώτος απεφαίνετο, ότι το σωζόμενον εκεί ερείπιον ήτο ναός ειδωλολατρικός, ο δεύτερος ισχυρίζετο, ότι ήτο χριστιανική εκκλησία, αν δεν ήτο βαλανείον ρωμαϊκόν, και ο τρίτος, επέμενεν, ότι ήτο, το πολύ, αρχοντικόν μέγαρον, ήτοι πύργος βενετικός, επικαλούμενος υπέρ της γνώμης του και το όνομα Πρωί, όπερ έλεγε σχηματισθέν εκ του Πυργί, κατά μετάθεσιν γραμμάτων. Του τελευταίου την γνώμην ησπάζετο απροκαλύπτως, μετέχων της εκδρομής, και ο δημοδιδάσκαλος του χωρίου, όστις είχεν ανεγνωρισμένην ειδικότητα εις την ετυμολογίαν. «Το άιντε είναι από το άγε δη, το αρή, κλητικόν επιφώνημα των γυναικών του τόπου, είναι απ’ το αρίστη, το βρε είναι από το μώρε (μωρέ - μ’ρέ - μβρε - μπρε) βρε». Κι εξετόξευε κεραυνούς αγανακτήσεως κατ’ εκείνων, οίτινες ζητούσι τουρκικήν παραγωγήν διά τας λέξεις, ενώ είναι τόσον εύκολον, έλεγε, να ανευρίσκωμεν παντού ρίζαν ελληνικήν. Ιδού πώς συνέβη το πράγμα. Ο δήμαρχος της πολίχνης, το δεύτερον προ έτους εκλεχθείς, είχε φιλοτιμηθή να καλέση εις εστίασιν, επάνω εις τον Προφήτην Ηλίαν, τους τρεις αρχαιολόγους, μετ’ αυτών δε και τινας άλλους φίλους του. Η συνοδεία είχεν ανέλθει, επί οναρίων, από της


104

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

αυγής, τον μέγαν ανήφορον, εις εκατοντάδων τινών μέτρων ύψος, όστις εφαίνετο εις τους αγαθούς νησιώτας τόσον υψηλός, όσον και ο Κίσσαβος. Έφθασαν εις τον Άγιον Ηλίαν άμα τη ανατολή του ηλίου, και αφού εδροσίσθησαν υπό την εξαίσιον φυλλάδα των μεγαλοπρεπών πλατάνων και έπιον ύδωρ εκ της αμφιλαφούς κρήνης, της προχεούσης εις όλην την μαγευτικήν κοιλάδα τα διαυγή της νάματα, οι μεν άλλοι εστρώθησαν υπό τας πλατάνους και παρηκολούθουν με βλέμμα θωπευτικόν το ολονέν ροδίζον αρνί εις την σούβλαν περιμένοντες όσον ούπω ν’ απολαύσωσιν ως «προφταστήρα» το ορεκτικόν κοκορέτσι, οι δε πέντε εκ της συνοδείας επέβησαν εκ νέου εις τα ονάριά των και διευθύνθησαν εις το Πρωί. Ανέβησαν εις το ψήλωμα του βουνού, εκείθεν εκατηφόρισαν δεξιά, διέτρεξαν την θέσιν την καλουμένην «τ’ Μανώλ’ η σουφριά», και, μετά πορείαν μιας ώρας, έφθασαν εις το Πρωί. Εστράφησαν δυτικώτερον προς τα αριστερά, οδεύοντες εις σύσκιον δρομίσκον, υπό αδελφωμένας δρυς και πτελέας, και τέλος έφθασαν εις το παλαιόν ερείπιον. Ο συνοδίτης των τριών αρχαιολόγων και του δημοδιδασκάλου, ο πέμπτος, νεανίας εικοσαέτης, είχε, κατά το φαινόμενον, το αξιώτερον υποζύγιον υπέρ πάντας τους λοιπούς, υψηλόν όνον, εύρωστον, πλατυκόκκαλον και υποκοκκινίζοντα το αφρόν τρίχωμα. Και όμως, αντί να τρέχη πρώτος, ήρχετο τελευταίος πάντων των συνοδοιπόρων. Ο όνος εφαίνετο αναίσθητος εις όλους τους κτύπους, όσους του έδιδεν εις τα νώτα ο αναβάτης, με την ράβδον του πρώτον, είτα με αυτό το σχοινίον του καπιστρίου. Εφαίνετο, ότι δεν είχε φάγει καλά το χόρτον του ή το άχυρόν του, ή ότι ήτο αποφασισμένος να πεισμώση εκ παντός τρόπου τον αναβάτην. Όσον ούτος εκτύπα, τόσον οκνότερος εγίνετο εκείνος. Ενίοτε εδοκίμαζε να τον ερεθίση υπό


ΣΤΗΝ ΑΓΙ’-ΑΝΑΣΤΑΣΑ

105

την κοιλίαν διά των υποδημάτων του. Όλα εις μάτην. Και ήτο θαύμα πώς κατώρθωσε να μη χάνη από τους οφθαλμούς τους πολλά βήματα προπορευομένους αυτού τέσσαρας άνδρας, ων οι δύο είχον ακολουθούντας και τους αγωγιάτας των. Ούτοι δ’ έβλεπον αδιάφοροι την βάσανον του τελευταίου αναβάτου, όστις άλλως δεν κατεδέχετο να κράξη αυτούς εις βοήθειαν. Τέλος έφθασε και ούτος εις το μέρος, όπου ήτο το σωζόμενον ερείπιον. Μετά την γενομένην επίσκεψιν και τας εικασίας, ας εξέφεραν οι τρεις σοφοί περί του τι να ήτο και κατά ποίαν εποχήν να είχε κτισθή το ερείπιον, οικτείραντες και τους αρμοδίους, διατί να μη διατάξωσιν ν’ ανασκαφή ο χώρος εκείνος, η μικρά συνοδεία εξεκίνησεν επιστρέφουσα προς συνάντησιν των λοιπών μελών της εξοχικής εκδρομής. Αλλ’ οι τρεις αρχαιολόγοι και ο δημοδιδάσκαλος είχον φθάσει προ πολλού εις τον Άγιον Ηλίαν, και είχαν φάγει το κοκορέτσι, και είχαν πίει ανά δύο μαστίχας, και ήδη μετέβησαν εις το σπληνάντερον (ήτο η ενδεκάτη ώρα προ της μεσημβρίας), ο δε πέμπτος συνοδίτης, μείνας πολύ οπίσω, δεν είχε φανή ακόμη. Παρήλθε δε μία ώρα, και είχαν στείλει τους δύο αγωγιάτας οπίσω προς αναζήτησίν του, όταν αίφνης τον βλέπουσι θριαμβευτικώς ελαύνοντα επί του όνου του, όστις έτρεχεν, ως ατμάμαξα την φοράν ταύτην, και ερχόμενον όχι εκ δυσμών, απ’ εκεί οπού τον επερίμεναν όλοι να εμφανισθή, αλλ’ εξ ανατολών, από το αντίθετον μέρος, ως να ήρχετο δηλαδή από την πολίχνην. Ουδέν απιθανώτερον της απλής αληθείας. Όλη η συνοδεία τότε δεν ήθελε να πεισθή, ότι ο νέος εκείνος δεν το έκαμεν επίτηδες, διά να τους εκπλήξη. Και όμως ιδού τι είχε συμβή. Ο εύρωστος όνος, εννοήσας, φαίνεται, την αδυναμίαν του αναβάτου, το είχε παρακάμει την φοράν ταύτην, αφού μάλιστα ήτο και ανήφορος εις την επιστροφήν.


106

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Δεν ήθελεν απολύτως να βαδίση. Επήγαινε με βραδύτητα χελώνης. Οι τέσσαρες λόγιοι είχαν προπορευθή τόσον, ώστε ο πέμπτος συνοδίτης τούς έχασε, και δεν τους έβλεπε πλέον, ούτε τους ήκουε. Πολύ δεν εβράδυνε να εννοήση, ότι είχε χάσει τον δρόμον, και είχε στραφή, αυτός ή ο όνος του, ανατολικώτερον, προς βαθύ ρεύμα, υγρόν, σύνδενδρον, σκιερόν, αναμέσον δύο υψηλών κορυφών. Εκεί ανεγνώρισε το μέρος. Ήτο το «Κρύο Πηγάδι». Βαρυνθείς να κτυπά ανωφελώς τον όνον, με τους μηρούς αιμωδιώντας, επέζευσε, και κρατών το καπίστρι με την αριστεράν, το ραβδίον με την δεξιάν, εδοκίμασεν, αν θα ηνάγκαζε τον όνον να βαδίση ελαύνων όπισθεν. Εκεί, με το λεπτόν ραβδίον του, ρεμβός, χωρίς να το σκεφθή, εκέντησε το ζώον υπό το σάγμα όπισθεν, εις τα νεφρά. Τότε διά μιας ο όνος έλαβε τοιούτον απίστευτον δρόμον, ώστε ο νέος εξαφνίσθη, και ολίγον έλειψε να του φύγη το καπίστρι από την χείρα. Τότε λοιπόν ηύρε τον «σφυγμόν» του οναρίου. Επέβη εκ νέου και «πού σε σφάζ’, πού σ’ πονεί;» ήρχισε να κεντά αλύπητα· το ονάριον έτρεχεν ως βαποράκι. Αναγνωρίσας δε τον δρόμον, ο αναβάτης εστράφη δεξιά, και εντός ολίγων λεπτών, από του ανατολικού μέρους, έφθασε καλπάζων εις τον Προφήτην Ηλίαν· έφθασε δε ακριβώς την στιγμήν καθ’ ην ο Δημήτρης, ο Μιχογιάννης, περιτέχνως λίαν, ελιάνιζε το ψητό, κι εστρώνετο υπό τα πελώρια δένδρα η από φτέρες και φυλλάδες πλατάνου ευώδης τράπεζα. Αλλ’ ο Δημήτρης ο Μιχογιάννης, δεν ήξευρε μόνον να ψήνη εις την σούβλαν και να λιανίζη το σφαχτό· ήξευρε να διηγήται και χρονικά τινα εκ του βίου των ποιμένων και των αιπόλων κατά το Πρωί, όπου εγγύς είχεν ανατραφή και αυτός.


ΣΤΗΝ ΑΓΙ’-ΑΝΑΣΤΑΣΑ

107

Ο Γιάννης ο Κούτρης, υψηλός, τεσσαρακοντούτης, άτριχος το πρόσωπον, αρχίζων ήδη να ρυτιδούται, όμοιος με γριάν, είχε συλλάβει το έτος εκείνο (ήτοι προ δύο σχεδόν μηνών) διά το Πάσχα, τολμηρόν σχέδιον. Οι ποιμένες των Καλυβιών, ολόκληρον συνοικίαν αποτελούντες, εκκλησιάζοντο εις τον Άι-Γιώργη της Χ’στοδουλίτσας, οι αιπόλοι των Καμπιών, της Μυγδαλιάς και του Κουρούπη, ελειτουργούντο εις τον Άγιον Χαράλαμπον. Οι άμοιροι βοσκοί της Κεχρεάς, τ’ Άι-Κωνσταντίνου, τ’ Άι-Θανασιού, των Μποστανιών και άλλων μερών, ήσαν σκόρπιοι σαν «του λαγού τα τέκνα». Ο Γιάννης ο Κούτρης, όστις επεκαλείτο και «Γιάννης η γριά»*, εζήλευε πολύ τον δεύτερον εξάδελφόν του, τον Γιάννην τον Λαδίκαν, όστις έκαμνε τον επίτροπον εις τον Άι-Γιώργη της Χ’στοδουλίτσας, και εις όλα τα εξωκκλήσια όπου ετελούντο πανηγύρεις, αρπάζων από τα μανουάλια, τα συνημμένα εις ογκώδεις δέσμας, ημίκαυστα κηρία, πατών αυτά με τα τσαρούχια του, διά να τα σβήση, κάτω εις τας πλάκας του εδάφους του ναού, προφασιζόμενος, ότι ήτο φόβος μη λαμπαδιάσουν, αν τα άφηνε ν’ αποκαώσι. Ο ίδιος προέτεινε κι έκτακτον δίσκον, περιερχόμενος τας τάξεις των πανηγυριστών, συλλέγων εράνους «γιά να φτιαστούν οι εκκλησιές». «Ήταν, τάχα, Θεός να μας σχωρέση, και παστρικά τα χέρια του;». Όλα ταύτα εκίνουν την αντιζηλίαν του Γιάννη του Κούτρη. Από την καθαράν εβδομάδα τού είχεν έλθει η ιδέα, και καθ’ όλην την Τεσσαρακοστήν την επώαζεν. Εμελέτα ν’ * Κούτρης, (ήτοι κέσφος = κεφαλάς) καλείται παρ' ημίν το αβάπτιστον άρρεν, Κοσσού δε το θήλυ Δράκος και Δρακούλα, καλούνται τα βαπτισμένα βρέφη, κατόπιν δυσχερούς τινος ή επιφόβου και αντιπαθούς νόσου, οίον σπασμών, επιληψίας, κτλ. λαμβάνοντα την προσηγορίαν ταύτην ως αλεξητήριον και φυλακτικόν κατά πάσης βασκανίας. Εν τω κειμένω ο Κούτρης = σπανός.


108

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

αποσπάση από το εκκλησίασμα του Αγίου Χαραλάμπους τον Γιώργη τον Τρυγολόγο με την φαμίλιαν του, τους Μιχαλογιανναίους, πατέρα και υιόν, και τους Μαυροδημαίους, τέσσαρας αδελφούς, με τας γυναίκας και τα τέκνα των, όπως τους σύρη προς το Πρωί, εις το κατάμερον το ιδικόν του, κι εκεί, μετά των υπαρχόντων τριών ή τεσσάρων άλλων αιπόλων, να καλέσωσιν ιερέα, όπως εορτάσωσι κατ’ ιδίαν το Πάσχα. Όσον δυνατός και αν ήτο εις την ετυμολογίαν ο διδάσκαλος, περί ου εμνήσθημεν εν αρχή, έν πράγμα παραδόξως ελησμόνει, ότι το ερείπιον εκαλείτο υπό του λαού Αγία Αναστασιά. Ανατολικά ήτο το σωζόμενον τμήμα του τοίχου, καμπύλον προς τα έξω, και φυσικά το εξελάμβανέ τις ως χιβάδα του ιερού βήματος βυζαντινού ναού. Μόνον ότι ήτο εκ λίθων μεγάλων, όγκων μαρμάρου ορθογωνίου σχήματος, λευκών, ομαλώς ειργασμένων, και κατά τα άλλα ωμοίαζε με τα λείψανα των πελασγικών τειχών. Το τειχίον τούτο, υψηλόν ως ανάστημα ανδρός, ίστατο όρθιον ακόμη. Άλλα λείψανα του κτιρίου δεν εφαίνοντο, και δυσκόλως ηδύνατό τις να εικάση το σχήμα, το μέγεθος και τον προορισμόν της οικοδομής. Εν τοσούτω εκαλείτο Αγία Αναστασιά. Έσωθεν του μικρού τείχους δεν εφαίνετο θυσιαστήριον. Δεν υπήρχεν ίχνος επιχρίσματος ή τοιχογραφίας, ή άλλο γνώρισμα. Αλλ’ εντεύθεν, ίσως, προ οκτώ ή δέκα αιώνων, ν’ ανεπέμπετο εις τον θρόνον του χριστιανικού Θεού ο καπνός του θυμιάματος, και ίσως να προσεφέρετο επί βωμού μη σωζομένου, η λογική και άχραντος θυσία, «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ», όστις, ιερεύς ων του Θεού του Υψίστου, «εξήνεγκεν άρτους και οίνον», ως λέγει η Γραφή.


ΣΤΗΝ ΑΓΙ’-ΑΝΑΣΤΑΣΑ

109

Αγία Αναστασιά εκαλείτο. Ίσως το πάλαι να ήτο ναός της Κόρης της εξ Άδου, ή της Εκάτης της φαρμακίδος, και οι χριστιανοί, οι φυσικοί κληρονόμοι της θανούσης ειδωλολατρίας, τον εβάπτισαν, μετονομάσαντες, ναόν της φαρμακολυτρίας, κατ’ αντίφασιν, ή της Ρωμαίας, απλώς κατά σχέσιν ετυμολογικήν. Και ο παπ’-Αγγελής, ον είχε παρακαλέσει ο Γιάννης ο Κούτρης να υπάγη να τους λειτουργήση την ημέραν του Πάσχα, ηγνόει εις ποτέραν των δύο ομωνύμων ήτο καθιερωμένος το πάλαι ο ναός. Διότι υπάρχουσι δύο Άγιαι Αναστασίαι, η Ρωμαία και η Φαρμακολύτρια. Αλλά μη βλέπων θυσιαστήριον, ούτε κανδήλας, ούτε εικόνας, και μη γνωρίζων υπαίθριον λειτουργίαν (τόλμημα το οποίον θα του εφαίνετο ως απλή εις την ειδωλολατρίαν επάνοδος), εζήτησε δι’ αφελούς σοφίσματος να πείση τους αξέστους αιπόλους, ότι το καλύτερον θα ήτο να υπάγουν να λειτουργήσωσιν εις την Αγίαν Άνναν, μικρόν απέχουσαν. «Κι η Αγία Άννα, είπεν, είναι μισή Αγία Αναστασιά». Αλλ’ ο Γιάννης ο Κούτρης, πονηρός σπανός, του απήντησεν ότι αυτοί «δέν ήθελαν να κάμουν μισή Ανάσταση, αλλ’ Ανάσταση σωστή». Οι αιπόλοι εφρόνουν, ότι η Αγία Αναστασιά είναι αυτή η Ανάστασις. Και βεβαίως δεν ηδύναντο να είναι ευμαθέστεροι του γέροντος εκείνου ιερέως, όστις, ερωτηθείς προ χρόνων αν η Αγία Κυριακή ή η Μεταμόρφωσις είναι μεγαλυτέρα, απήντησεν, αδιστάκτως, ότι «η Αγία Κυριακή είναι μεγαλύτερη, διότι εορτάζεται καθ’ εβδομάδα, ενώ η Μεταμόρφωσις μόνον μια φορά τον χρόνον είναι». Και μήπως πλείστοι, ακόμη και σήμερον, δεν νομίζουν ότι ο περίκλυτος ναός της του Θεού Σοφίας είναι εις τιμήν της μεγαλομάρτυρος Αγίας της ιζ΄ Σεπτεμβρίου; Ο Γιάννης η γριά, δεν ήθελε μόνον να εορτάση με τους


110

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

συννομείς του χωριστά την Ανάστασιν εις το κατάμερόν του, αλλά επεθύμει και να τελεσθή η Ανάστασις αύτη όχι εις άλλην εκκλησίαν, αλλ’ ωρισμένως εις την Αγία Αναστασά. Αφού το πάλαι ήτο εκκλησία, αφού ο χώρος ήτο καθιερωμένος εις λατρείαν του Χριστού, διατί τάχα να μη λειτουργήται; Μάτην ο παπ’-Αγγελής εξώδευεν όλην την ολίγην μάθησίν του και την έμφυτον λογικήν του διά να τον πείση, ότι εζήτει παράλογα. Ο αιπόλος έμεινεν αμετάπειστος. — Πώς θα λειτουργήσω, βλοημένε, σε ξεσκέπαστο μέρος; του έλεγεν ο ιερεύς. Είδες ποτέ σου λειτουργία από κάτ’ απ’ τ’ αστέρια; — Και μήγαρις η Ανάσταση δεν ψάλλεται παντού στο ξεσκέπαστο; αντέλεγεν ο βοσκός. Έχουν, ας πούμε, εκκλησιές καλοχτισμένες, με πλάκες και με κεραμίδια, και βγαίνουν, κατάλαβες, απ’ την εκκλησιά όξου για να κάμουν Ανάσταση· κι ημείς που δεν έχουμ’ εκκλησιά, ας πούμε, δεν μπορούμε, κατάλαβες, να κάμουμ’ Ανάσταση σ’ ένα ξέσκεπο μέρος, που ήταν μια φορά κι έναν καιρό, κατά πώς λένε, εκκλησιά; Ο ιερεύς τον εκύτταξεν εν αμηχανία προς στιγμήν, είτα το βλέμμα του εφωτίσθη, ως να του ήλθεν ιδέα, και είπε: — Κάμνουν Ανάσταση όξου απ’ τις εκκλησιές, ναι· μα λειτουργία;… Πώς θα λειτουργήσουμε; — Απάνου στα μάρμαρα, που ήταν μια τ’ άι-βήμα, ας πούμε. — Μα δεν είναι Αγία Τράπεζα εγκαινιασμένη! — Τον παλαιό καιρό, πού την είχαν κτίσει, κατάλαβες, δεν ήταν συγκαινιασμένη; — Το πηδάλιο λέει, όταν βεβηλωθή μία εκκλησία, να μη λειτουργιέται, αν δεν ξανακτισθή κι εγκαινιασθή πάλιν.


ΣΤΗΝ ΑΓΙ’-ΑΝΑΣΤΑΣΑ

111

Επί τέλους ο παπ’-Αγγελής, ίσως θα τον έπειθε να μεταβώσιν εις την Αγίαν Άνναν, ήτις δεν απείχε πολύ, και ήτο κι αυτή, κατά δεύτερον λόγον, γειτόνισσά του, όπως εκαυχάτο ο αιπόλος, λέγων, ότι την Αγία Αναστασιά «την είχε γειτόνισσα». Αλλά ο αγαθός ιερεύς δεν έπειθεν ο ίδιος τον εαυτόν του, ότι ηδύνατο ακατακρίτως να λειτουργήση και εις την Αγίαν Άνναν. Ο ναΐσκος είχε την στέγην του. Το θυσιαστήριον εισέχον έγκτιστον εις τον τοίχον, και η Πρόθεσις εκαλύπτοντο από δύο σπιθαμάς χώματος και λίθων, πεσόντων από του ύψους της χιβάδος, το εικονοστάσιον ήτο ορθόν ακόμη, αλλ’ αι θυρίδες του έχασκον έρημοι εικόνων, και τα δύο παράθυρα του βορείου και του νοτίου τοίχου, έφεγγον και αυτά άφρακτα, και ο άνεμος εβόιζεν, εισπνέων δι᾿ αυτών και εκπνέων. Ωμοίαζε με γραίαν νωδήν, με τας κόγχας κενάς ομμάτων, με τα ώτα βομβούντα από ήχους φαιδρών φωνών παιδίων, χλευαζόντων σκληρώς την αδυναμίαν της. Δεν υπήρχεν ούτε κανδήλιον, ευσεβώς αναφθέν εκ ταξίματος ευλαβούς προσκυνητρίας, ούτε μανουάλιον, διαχέον παρήγορον φως εις τας ημαυρωμένας μορφάς των ηκρωτηριασμένων εις τους τοίχους ολίγων Αγίων, το παρεκκλήσιον ήτο αφιερωμένον ποτέ εις το Γεννέσιον της Θεοτόκου, κι εκαλείτο συνήθως Παναγίτσα, υπ’ άλλων δε Αγία Άννα. Αλλ’ ο παπ’-Αγγελής εδίσταζεν αν, και με αλλαχόθεν δανειζομένας εικόνας και με αναρτώμενα προχείρως κανδήλια, επετρέπετο να τελέση λειτουργίαν εκεί. Τέλος ο ιερεύς εύρεν τινά όρον, και τον ανεκοίνωσεν εις τον Γιάννην τον Κούτρην. — Ας είναι, μπορούμε να κάμωμε Ανάσταση στην Αγία Αναστασιά, είπε, και αμέσως παίρνετε όλοι τα πράγματά σας, και τις λαμπάδες σας αναμμένες, και πηγαίνομεν κάτω στην Παναγία Δομάν, και σας λειτουργώ εκεί.


112

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

— Στην Παναγιά την Δομά;… μα είναι μακριά! — Ως πόσο;… σε μισή ώρα φθάνουμε. — Είναι, να ’χω την ευκή σ’ παπά, παραπάνω από μια ώρα. — Δεν θα είναι παραπάν’ από τρία τέταρτα. Όλ’ η νύχτα δική μας είναι. Έχουμε καιρό να φθάσουμε. Ο Γιάννης ο Κούτρης υπεχώρησε, μη έχων άλλως να πράξη. Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν εις το ύπαιθρον, φορέσας μαύρον επιτραχήλι, και ήρχισε ν’ αναγινώσκη την παννυχίδα και το «Κύματι θαλάσσης», όλα διαβαστά. Είτα ανάψας εντός του θυμιατού μοσχολίβανον, εθυμίασε τους παρεστώτας όλους, και ποιήσας απόλυσιν, έβγαλε το μαύρον επιτραχήλι, εφόρεσεν άλλο ιόχρουν μεταξωτόν, και λευκόν φαιλόνιον, (όλα αυτά τα εξήγαγεν από το δισάκκιον το περικλείον τα ιερά του), και ανάψας λαμπάδα, στραφείς προς τον λαόν, ήρχισε να ψάλλη μελωδικώς το «Δεύτε λάβετε φως», μεθ’ ο έψαλε «Την Ανάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ». Και αφού ήναψαν τας λαμπάδας όλοι, αναγνούς το Ευαγγέλιον, και δοξάσας την Αγίαν Τριάδα, ήρχισε μεγάλη και βροντώδει τη φωνή να ψάλη το Χριστός Ανέστη, αντιψάλλοντος και του υιού του, παιδίου δωδεκαετούς, όστις τον είχε συνοδεύσει ως συλλειτουργός εις την εκδρομήν. Ωραία δε και γλυκεία ήτο η σκηνή εντός του ερειπίου εκείνου, του μεγαλομαρμάρου και επιβλητικού εις την όψιν, αγλαϊζομένου από το τρέμον υπό την πνοήν της αύρας της νυκτερινής φως πεντήκοντα λαμπάδων, σκηνή φωτεινή και σκιερά, διαυγής και μυστηριώδης, εν μέσω γιγαντιαίων δρυών, υψουσών υπερηφάνους τους εις διαδήματα κορυφουμένους κραταιούς κλώνας, με τα φρίσσοντα φύλλα μαρμαίροντα ως χρυσάς φολίδας, υπό την


ΣΤΗΝ ΑΓΙ’-ΑΝΑΣΤΑΣΑ

113

λαμπηδόνα των πυρσών, με σκιάς και σκοτεινά κενά εν μέσω των κλάδων, όπου εφαντάζετό τις ελλοχεύοντα αόρατα πνεύματα, υπάρξαντα πάλαι ποτέ. Δρυάδες εύσωμοι και Ορεστιάδες ραδιναί, ελευθέρως ανάσσουσαι ανά τους πυκνούς δρυμώνας, και σήμερον μεταμορφωθείσαι εις νυκτερινά τελώνια, και μη τολμώσαι να προβάλωσιν εις το φως των αναστασίμων λαμπάδων, αναθαρρήσασαι προς καιρόν εκ της φυγαδεύσεως του χριστιανικού Θεού από του καλλιμαρμάρου ιδρύματος και τώρα μετά θάμβους βλέπουσαι την αναζωπύρησιν των πασχαλίων πυρσών, και οσφραινόμεναι την οσμήν του χριστιανικού μοσχολιβάνου, εις τα βάθη του δρυμώνος. Ενώ ο ιερεύς έλεγεν ομαλή τη φωνή τα Ειρηνικά, και ηύχετο υπέρ της ευσταθείας των εκκλησιών, ευφορίας των καρπών της γης, κτλ., όπισθεν του πρώτου πελωρίου κορμού της χιλιετούς δρυός, ον τρεις άνδρες, συνάπτοντες τας οργυιάς, μόλις ηδύναντο ν’ αγκαλιάσωσιν, ηκούετο βραχύς διάλογος, οίος ο εξής, μεταξύ τριών ή τεσσάρων αιπόλων, ων ο πρώτος, Γιάννης ο Κούτρης, έλυεν, απαντών, τας απορίας των άλλων: — Ντουγρού, ντουγρού; — Ταμάιμα. — Μονοκοπανιά; — Τα ίσα, ζερ. — Σ’μ Παναϊά τ’ Ντομάν; — Ντούρμα, παπάς έτσ’ είπε. — Του ρέμμα-ρέμμα; — Δε-δε-πάμι; — Δε-πάμι, ζερ! Αλλ’ ο διάλογος ούτος διεκόπη υπό της φωνής του ιερέως, όστις εν τω μεταξύ απεδύθη τα άμφια κι έκραξε προς το ποίμνιόν του.


114

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

— Είστ’ έτοιμοι; πάμε! Δύο των αιπόλων έσπευσαν να φορτώσωσι τα ιερά, ως και τα καλάθια των ποιμενίδων τα περικλείοντα εορτάσιμά τινα εφόδια, εις πέντε ή εξ ονάρια, ο ιερεύς επέβη εις το έβδομον, και οι άλλοι πεζοί, οι μεν κρατούντες τας λαμπάδας των αναμμένας με την αριστεράν, προσπαθούντες με την δεξιάν να σκεπάσωσι την λαμπήν από της πνοής της απογείου αύρας, οι δε ανάψαντες μικρά φαναράκια, χρήσιμα εις τους αιπόλους διά τους νυκτερινούς επαυλισμούς και τους αμολγούς των αιγών των, εξεκίνησαν κατερχόμενοι προς βορράν, είτα εστράφησαν ανατολικώτερον, βαίνοντες διά κακοτοπιάς, εφ’ ης δεν θ’ αντείχον άλλοι πόδες παρά τους ιδικούς των, ελαφρά πατούντες με τα τσαρούχια, τα περιβάλλοντα τους ευκινήτους πόδας των, βιάζοντες τα γαϊδουράκια να τρέχωσι, σύροντες μάλλον αυτά εις τον δρόμον, τοποθετούμενοι εξ αριστερών, ως έμψυχα δίκρανα, προς υποστήριξιν των φορτωμένων υποζυγίων εις τα κρημνωδέστερα μέρη. Δύο ή τρεις αυτών, με τας κάπας των, ήρχοντο τελευταίοι, μετά συριγμών και ακατανοήτων μονοσυλλάβων, άγοντες τα αιπόλιά των με τα μικρά ερίφια, διά χαριεστάτων σκιρτημάτων τρέχοντα παρά τας μητέρας των, βελάζοντα ερωτηματικώς, εις α αι αίγες απήντων αορίστως, μη έχουσαι πώς να εξηγήσωσι την ασυνήθη νυκτοπορίαν. Η σελήνη είχεν ανατείλει προ του μεσονυκτίου, και ο δίσκος της, υπέρυθρος ολίγον, εφαίνετο όπισθεν των κορυφών υψηλών δένδρων, πότε εκρύπτετο, κατά τους ελιγμούς της πορείας, όπισθεν του βουνού. Και οι θάμνοι εσείοντο πανταχού, όθεν διέβαινεν η πομπή, και τα έντομα εξεγείροντο παράωρα εκ του ύπνου των, και τινα μυιγάρια, εξορμώντα, επέτων φαιδρώς περί τας ανημμένας λαμπάδας, υποβοΐζοντα, καίοντα τας μικύλας πτέρυγάς των, ή καταστρέφοντα


ΣΤΗΝ ΑΓΙ’-ΑΝΑΣΤΑΣΑ

115

μετά τελευταίου βόμβου την εφήμερον ύπαρξίν των εις την πρόσψαυσιν της φλογός. Και τα νυκτοπούλια, έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμαρον, από αιμασιάν εις δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων των εις το αβρόν εναρμόνιον φύσημα της αύρας της ορθρίας. Και η αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και μυροβολούσα εις τους φράκτας, λευχείμων μυροφόρος, εορτάζουσα την Ανάστασιν, και ο κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της ανοίξεως, εξαπλούσης την μυροβόλον κόμην της ανά τους αγρούς, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη νυκτί την ευωδίαν των, εις τον αέρα. Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων ωλιγόστευεν επάνω, καθ’ όσον υψούτο η σελήνη, και η αηδών ηκούετο μινυρίζουσα, βαθειά εις τον μυχόν του δάσους, και ο γκιώνης, μη δυνάμενος να διαγωνισθή προς την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε προς καιρόν το θρηνώδες άσμα του. Είχαν κατέλθει ήδη πολύ βαθειά, κάτω εις το ρεύμα, και αντικρύ των έβλεπον μακράν το πέλαγος, κυανήν οθόνην, αμυδρώς επαργυρουμένην από τας ακτίνας της σελήνης. Ηκούσθη δε μετ’ ολίγον βαθύς παφλασμός, ως χειμάρρου, καταφερομένου μετά δούπου από των βράχων, κρότος συνεχής, ισχυρός, μονότονος. Ήτο το ρεύμα της Παναγίας της Δομάν, από των υδάτων του οποίου είκοσι νερόμυλοι υδρεύοντο το πάλαι και πολλαί εκατοντάδες στρέμματα κήπων με κλιμακωτάς αιμασιάς επιαίνοντο από το δροσερόν νάμά του. Εκεί αντικρύ, προέκυπτεν επ’ άκρας της θαλάσσης το παλαιόν φρούριον, το οποίον ήτο ποτέ κατοικία ανθρώπων, πριν γίνη γλαυκών φωλεά και λάρων ορμητήριον. Εις το ακένωτον ρεύμα της Παναγίας της Δομάν ωφείλετο η ευδοκίμησις πάσης φυτείας και πάσης βλαστήσεως κατά τους παλαιούς εκείνους χρόνους.


116

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Ήτο ήδη ως δύο μετά τα μεσάνυκτα, όταν ο παπ’-Αγγελής και οι αιπόλοι του έφθασαν εις την Παναγίαν την Δομάν. Το μικρόν εξωκκλήσιον ήτο κτισμένον υπό συστάδα πελωρίων δένδρων, περιβαλλόμενον γραφικώς υπ’ αυτών, σκεπαζόμενον φιλοστόργως από τους κλώνους των. Ο ναΐσκος ήτο πενιχρός, αλλά διετηρείτο και ήτο λειτουργήσιμος. Ήτο δε έν των ολίγων ναϊδίων, όσα εσώζοντο όρθια από της παλαιάς εποχής. Γείτονες αυτού, χαμηλότερα προς την θάλασσαν, ήσαν το πάλαι εντός της κοιλάδος, της συνεχομένης μεταξύ δύο ακτών, πάμπολλοι ναΐσκοι έως τέσσαρες δωδεκάδες. Οι πλείστοι ήσαν σήμερον ερείπια. Η Παναγία της Δομάν, απλή αναπαράστασις της Ζωοδόχου Πηγής του Βυζαντίου, και περιβαλλομένη, ως με στέφανον, από τον αειθαλή κόσμον των πελωρίων δένδρων της, ίστατο ακόμη ορθή, κι εφαίνετο λέγουσα προς τους αδελφούς της, όσοι είχαν γονατίσει, καταβληθέντες από τον κάματον της διά τόσων ετών πορείας: «Παρηγορηθήτε, σας αντιπροσωπεύω εγώ!». Η ευσεβής τάσις του λαού, ζητούντος, διά του πολλαπλασιασμού των εξωκκλησίων ανά τα όρη και τας κοιλάδας, να παρηγορηθή διά την στέρησιν των τόσων το πάλαι ιερών και βωμών του, λησμονούντος τους παλαιούς θεούς του χάριν των νέων αγίων του, κατίσχυσε της αυστηροτέρας και δογματικωτέρας θεωρίας, καθ’ ην απηγορεύοντο εις τους χριστιανούς οι αγροτικοί ναοί. Ακριβέστεροι δε τινες ερμηνείς του γράμματος, ιερομόναχοι και ασκητικοί άνδρες, ηρνούντο και να λειτουργούσιν εις εξωκκλήσια. Αλλά το αίσθημα είναι ανώτερον της θεωρίας, και ο λαός, δουλεύων, τυραννούμενος, πενόμενος, αγροδίαιτος, διασπερόμενος κατά κώμας και χωρία, μη έχων πόρους να κτίση μεγάλας και λαμπράς εκκλησίας, έκτισε πολλάς πενιχράς. Ο δε Σωτήρ, συγκαταβατικώτερος των επισήμων


ΣΤΗΝ ΑΓΙ’-ΑΝΑΣΤΑΣΑ

117

επί γης διερμηνευτών του, «μνημονεύων των επί γης διατριβών», καθώς είπεν ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενθυμούμενος την πενιχράν προσφοράν της χήρας, εδέχετο και του πένητος λαού του τον ευσεβή φόρον, καθώς εδέχθη εκείνης τα δύο λεπτά. Εν ριπή οφθαλμού εφωταγωγήθη το παρεκκλήσιον, και αι ποιμενίδες ήναψαν πάμπολλα κηρία εις τα δύο μανουάλια, και ανάψασαι πυρ εις το υπήνεμον έξω της θύρας στήσασαι μεγάλην χύτραν παρεσκεύαζον την σούπαν. Δύο εξ αυτών, νεόνυμφοι, εφόρεσαν τα κόκκινα φουστάνια των, και τα βαβουκλιά των, με τα κεντητά προμάνικα και τα τ’λουπάνια των τα λευκά. Και ο ιερεύς, λαβών καιρόν, εφόρεσεν όλην την ιερατικήν του στολήν, και ο υιός του ο συλλειτουργός έψαλλε τον κανόνα. Ο Γιάννης ο Κούτρης, πραγματοποιήσας το όνειρόν του, του να παρίσταται εις την εκκλησίαν ως επίτροπος, επρωτοστάτει εις το άναμμα και σβήσιμον των κηρίων, πατών αυτά ενίοτε με το τσαρούχι του, μιμούμενος τον εξάδελφόν του τον Γιάννην τον Λαδίκαν, και όστις ίστατο δεξιόθεν εις τον χορόν, ως προεστώς, με τόσην σοβαρότητα, ώστε βλέπων τις αυτόν θα τον ενόμιζε ψάλτην, εξ ιδιοτροπίας σιωπώντα. Την στιγμήν δ’ εκείνην εισελθούσα εις τον ναΐσκον η δωδεκαέτις κόρη του, το Κουμπώ, ισταμένη τέως έξω, παρά τον παραστάτην, επιστατούσα εις το κάχλασμα της χύτρας, του λέγει εις το ους: — Αφέντ’, έρχουντη κόσμους. — Ποιοι και ποιοι; είπεν εξαφνισθείς ο Κούτρης. — Έρχουντη ο Δημητράκης τσ’ Κότσηνας, μαζί με τη γυναίκα τ’ Ασ’μηνιώ, και ο Γιάννης τσ’ Κ’στάλλους κι ο μπαρμπα-Γιώργης… — Ποιος μπαρμπα-Γιώργης;


118

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

— Ο Γιώργης τ’ Παναϊώτ’. Ως κεραυνός έπεσε το όνομα τούτο εις την ακοήν του Γιάννη του Κούτρη. — Ο Γιώργης τ’ Παναϊώτ’! επανέλαβε μηχανικώς, κι εξηκολούθησεν ερωτών την θυγατέρα του, ως εάν ήξευρεν αύτη: — Τι, δεν κάμανε Ανάστασ’ στουν Άι-Χαράλαμπου; Διότι ηπόρει πώς εξέπεσε προς τα εδώ ο Γιώργης τ’ Παναϊώτ’. Αυτός έκαμνε αυτοδικαίως τον προεστόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον· τι να συνέβη τάχα, και διατί δεν επήγεν εις τον ναόν του Αγίου του; Μήπως του αφήρεσαν το προεστ’λίκι απ’ εκεί; Αυτός ο Γιάννης ο Κούτρης διατί ίσα ίσα έβαλε τα δυνατά του, αποφασίσας να κάμη εφέτος χωριστήν Ανάστασιν με τους γείτονάς του, εις το κατάμερον το ιδικόν του; Διά ν’ απαλλαχθή από το φορτικόν θέαμα του δευτέρου εξαδέλφου του, του Γιάννη Λαδίκα, εις τον Άι-Γιώργη της Χ’στοδουλίτσας, ή αυτού του Γιώργη τ’ Παναγιώτ’, εις τον Άι-Χαράλαμπον, οίτινες έκαμαν και οι δύο τον προεστόν και τον επίτροπον, εκάτερος εις το κατάμερόν του, ανάπτοντες και σβήνοντες τα κηρία, ψιθυρίζοντες επιδεικτικώς εις το ους του ιερέως, παρά την βορείαν θύραν του ιερού βήματος, περιφέροντες ελευθέρως δίσκον με την επωδόν «το λάδι της Εκκλησίας, χριστιανοί!» και κάμνοντες «κ’ μάντο, σε ούλα τα πάντα», εντός κι εκτός του ναού. Και τώρα αφού κατώρθωσε να ψαλή η Ανάστασις εις την Αγία Αναστασά, εις το ύπαιθρον, αφού απέσπασε τόσους βοσκούς από τα κατάμερα τα άλλα, αφού τους εκουβάλησε μεσάνυχτα από την Αγία Αναστασά εις την Παναγίαν Δομάν, με τας γυναίκας των, με τα παιδιά των, με τα κοπάδια των, με τα κατσικάκια βελάζοντα σπαρακτικώς περί τας αίγας, έμελλε πάλιν να καταδικασθή να


ΣΤΗΝ ΑΓΙ’-ΑΝΑΣΤΑΣΑ

119

υποστή την πρωτοκαθεδρίαν αυτού του Γιώργη τ’ Παναγιώτ’, ως γεροντοτέρου, ως έχοντος τάχα δικαιώματα. Ποία δικαιώματα; Ας έβγαζε τες μπολλέτες του να τες διαβάσουν! Κι οι δύο τάχα, ας πούμε, γράμματα δεν ήξευραν, αλλ’ ήτον ο παπ’-Αγγελής εκεί, να ’χουμε την ευχή του, που θα τες εδιάβαζε… Η δουλειά του ήτον να διαβάζη… Αλλ’ όχι! δεν παρεχώρει τα πρωτεία. Θα έκαμνε πως δεν τον είδε, και θα εκύτταζε, ντουγρού, προς το άγιον βήμα, χωρίς να στραφή επί στιγμήν προς δυσμάς, ωσάν θεοφοβούμενος που ήτον, ν’ ακούση μετά προσοχής την λειτουργίαν του. Ήτον εν τω δικαίω του, ευρίσκετο εις το κατάμερόν του… Αλλ’ ενταύθα ο Γιάννης ο Κούτρης επάγωσεν, ο παλμός εσταμάτησε προς στιγμήν. Δεν ευρίσκετο εις το κατάμερόν του! Τουναντίον, είχε πατήσει τα σύνορα, είχε μεταβή εις ξένον κατάμερον… Α! κι αυτός ο παπ’-Αγγελής, που επέμενε μη θέλων να λειτουργήση εις την Αγία Αναστασά… Εκεί, αδιαφιλονεικήτως, ο Κούτρης θα ήτο εις το κατάμερόν του. Αλλ’ εδώ εις την Παναγίαν την Δομάν, ευρίσκετο ακριβώς εις το κατάμερον του Αγίου Χαραλάμπους, εις την δικαιοδοσίαν τ’ Γιώργη τ’ Παναγιώτ’! Τι να κάμη; Και αυτός «ο Γιώργης τ’ Παναγιώτ’», κατάλαβες, δεν ήτον κανείς τυχαίος, εξήσκει ισχύν και γοητείαν επί το πλήθος των αιγοβοσκών και των ποιμένων. Και ιδού, εισήλθεν ήδη εις το παρεκκλήσιον. Ήτο υψηλός, εύσωμος, ωραίος ανήρ, με εύγραμμον το πρόσωπον και με κανονικούς χαρακτήρας. Ήτο ως εξήντα ετών, αλλά μόλις ήρχιζαν εις την πλουσίαν μέλαιναν κόμην του τρίχες τινές να λευκάζωσιν εδώ κι εκεί. Είχε φθάσει την πρώτην εν αρχή του αιώνος εξέγερσιν, την του 1808. Είχεν ομιλήσει με τον Σταθάν, είχε προσφέρει με τας ιδίας του χείρας κοκορέτσι εις τον Βλαχάβαν, είχε στρατευθή υπό τον


120

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Νικοτσάραν. Και όλον το ήθος του, η όψις του, οι τρόποι του, αι κινήσεις του, και τώρα ακόμη μετά σαράντα έτη, καθ’ ην στιγμήν εισήρχετο εις τον ναΐσκον, εφαίνετο ότι ήτο εις νεύματα και χειρονομίας μετάφρασις ή μιμική παράστασις του παλαιού διστίχου: Στο Σκιάθο και στο Σκόπελο ποτέ κατής δεν κρένει, γιατί είν’ λημέρι του Σταθά, βίγλα του Νικοτσάρα.

Ο Κούτρης, αισθανθείς αυτόν ότι εισήρχετο, διιδών τον διάκαμόν του εισερχόμενον εις τον ναΐσκον, με όλην την απόφασιν ην είχε, να μη στραφή να τον ίδη, έστρεψεν ακουσίως την κεφαλήν και τα βλέμματά των συνηντήθησαν. Ο Γιώργης τ’ Παναγιώτ’, αφού ησπάσθη τας εικόνας, ήλθε κι εστάθη όπισθεν του Κούτρη, όστις δεν ηδύνατο πλέον να προσποιηθή ότι δεν τον είδεν. Άλλως ο Γιώργης τ’ Παναγιώτ’, δεν του έδωσε καιρόν να σκεφθή, διότι, κύψας εις το ους του, ήρχισε με πονηρόν μειδίαμα να του λέγη: — Μ’ πήρες απ’ του κατάμερου του Γιώργη του Τρυουλόου, μ’ πήρες κη τσ’ Μιχουγιανναίοι, πατέρα κη γιο, μ’ πήρες κη τσ’ τέσσιρις Μαυρουδ’μαίοι, κη απουμείναμι λιουστοί στουν Άι-Χαράλαμπου. Υ παπάς ο αιχαραλαμπίτ’ς λείπ’, ξέρ’ς, είναι στουν Κουτκιά μέσα, στα χουριά. Υ παπάς απ’ μ’ Παναϊά, κάτου στη χώρα, δε θέλησε να ’ρθή, γιατ’ είμαστε λίοι, κη δε μαζουνώμαστι πουλλοί για να βγάλη τουν κόπου τ’, ας πούμε. Υ παπάς απ’ τουν Άι-Γιάννη, τσ’ τρεις Ιεράρχοι, υ άλλους είν’ φημέριους, γιατί τουν παπ’ Αγγιλή, που ’τον απ’ όξου, μας τούνε πήρις. Κουντέψαμι ν’ απουμείνουμι αλειτρούητοι, τέτοια μέρα, γιατί δε ξέραμι σε ποια εκκλησά θελά πάτι ν’ αναστήσητι. Τότις κι εγώ είπα, ας σ’κουθώ να πάου πίσου, ζ’ Κιχριά, μπέλες κη τσ’ βρω π’θινά, σι κανένα ξουκκλήσ’, κη


ΣΤΗΝ ΑΓΙ’-ΑΝΑΣΤΑΣΑ

121

πιρνώντας απ’ τ’ Δουμάν, σα ξαγναντήσου του Κάστρου, δε καταλάβου, μαθέ, σα διω π’θινά φέξου, ανισώς κι είναι σ’ κανένα ρημουκκλήσ’ τ’ Καστριού κι ανασταίνουνε. Μα δεν το ’λπιζα, αλήθεια, πως θελά ρθήτε τ’ Δουμάν, μες τον κατάμερό μ! Εκ της εξηγήσεως ταύτης ενόησεν, ολίγον αργά, ο Γιάννης ο Κούτρης, ότι με όλα τα σχέδιά του και τας ενεργείας του, όσον μακρύτερα έφευγε τον Γιώργη τ’ Παναγιώτ’ και την προεστωσύνην του, τόσον σιμώτερα επήγαινε και εις αυτόν και εις το κατάμερόν του. Διότι δεν αρκεί να φεύγη τις, πρέπει και να μη καταδιώκεται ή τουλάχιστον να ηξεύρη προς ποίον μέρος να κατευθυνθή. Δεν είχεν ή να του παραχωρήση. Τα πρωτεία, κι εκείνος, άλλως του τα επήρε, πριν ούτος του τα παραχωρήση. Περί το λυκαυγές έληξεν η λειτουργία, και ο ουρανός, πορφυρίζων εκεί προς ανατολάς, έσμιγε με την θάλασσαν, κυανήν απλουμένην κάτω, η δε σελήνη ωχρίασε και τα ολίγα άστρα ανά έν έσβηναν τρέμοντα εις τον αιθέρα. Και η Ηώς ανέτειλε με όλην την πορφυράν αίγλην, καλλωπίζουσα με γλυκύ ερύθημα βουνά, κοιλάδας και δάση. Εφάνη δε τότε, αποβαλούσα την μυστηριώδη της νυκτός περιβολήν, εν όλη τη καλλονή της, η μαγευτική θέσις της Παναγίας Δομάν. Δεξιά, το υψηλόν, βραχώδες και τεμνόμενον από ευθαλείς χαράδρας βουνόν, το απολήγον εις την κρημνώδη ακτήν του Κουρούπη· αριστερά, λόφοι, κοιλάδες και δάση γραφικώς εναλλάσσονται εις το βλέμμα· αντικρύ ο γυμνός και άγριον μεγαλείον αποπνέων βράχος του Κάστρου, με τα δύο προ αυτού πετρώδη νησίδια, και πέραν πέλαγος αχανές, φωσφορίζον εις τας πρώτας ακτίνας του υποφώσκοντος ηλίου, και εις το βάθος του ορίζοντος προς βορράν η Χαλκιδική με τους τρεις λαιμούς


122

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

της, υπέρ ους εξέχει ως βαθμίς κεραυνωθείσης τιτανείου κλίμακος προς ανάβασιν εις τον ουρανόν ο λευκόφαιος κώνος του Άθω, με την κορυφήν εις τα σύννεφα· προς δυσμάς το Πήλιον, με τας αναριθμήτους κοιλάδας του και με την θεσπεσίαν του βλάστην, και πέραν αυτού η κορυφή του Κισσάβου, ως κεφαλή εμπηγμένη επί κορμού ξένου. Και το ρεύμα της Παναγίας Δομάν δεν κατεφέρετο πλέον ως πριν, μετά βαθέος παφλασμού εις την βραχώδη κοιλάδα, αλλ’ άμα τη ανατολή της ημέρας το νερόν έρρεε μορμυρίζον, μαλακώς κυλιόμενον επάνω εις τα βρύα και εις τα αγριοσέλινα, διότι εξύπνησαν της ημέρας οι πολλοί και προσφιλείς κρότοι. Τέλος εφάνη του ηλίου η πρώτη ακτίς, και ανέθορεν από της θαλάσσης μία πυρίνη παμφαής γραμμή του πανεκλάμπρου φωστήρος. Και την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη πρώτη μεγάλη κι επιβλητική φωνή, ο κλαγγασμός του αετού, χαιρετίσαντος την ανατολήν του ηλίου επάνω εις το βουνόν, από της αφθάστου και απατήτου επί των απορρώγων βράχων καλιάς του. Και δευτέρα χαιρετιστήριος φωνή ηκούσθη, ο κακκαβισμός του ιέρακος, ο κρωγμός του ιέρακος επάνω εις το βουνόν, εις μίαν υψηλήν χαράδραν του ιλιγγιώδους βουνού του Κουρούπη, εκεί επάνω. Και τρίτη φωνή κλιμακηδόν εχαιρέτισε το παμφαές άστρον της ημέρας, ο τιτιβισμός της πέρδικος και της τρυγόνος εις το μεσοϋψές της κοιλάδος. Και τελευταία αμέσως εχαιρέτισε διά του μινυρισμού της την ανατολήν του ηλίου η γλυκεία χελιδών, η επανευρούσα κι εφέτος την φωλεάν της άθικτον εις τα ιερά σκηνώματα, εις τον οίκον του Κυρίου, ως και εις τα καλύβια των χωρικών και εις τας οικίας των αγαθών ανδρών της πόλεως. Και ακροτελεύτιοι δειλοί μινυρισμοί ηκούσθησαν των μικρών στρουθίων επί των θάμνων, ων το έν μόλις υποψελλίζον ίστατο


ΣΤΗΝ ΑΓΙ’-ΑΝΑΣΤΑΣΑ

123

αποφασιστικώς προσκολλημένον με τους λεπτούς πόδας του επί του κλαδίου, ενώ το άλλο, ψάλλον προς αυτό τον έρωτά του, επέτα ολόγυρά του, ίστατο προς στιγμήν επί του κλαδίου, ώρμα προς αυτό, το εφίλει, το παρεκάλει κελαδούν, εκλιπαρούν και πάλιν κελαδούν. Τότε και τα κατσικάκια, αισθανθέντα το θάλπος της ημέρας, ήρχισαν τα σκιρτήματά των, ευφραινόμενα εις την επαφήν του χόρτου, προσπαίζοντα περί τας μητέρας των, υποβάλλοντα το μικύλον ρύγχος υπό τον μαστόν — και δεν ήξευρον, ότι η λεπίς του σφαγέως έστιλβε και αυτή προς τον ανατέλλοντα ήλιον… Εκεί, υπό τα υψηλά δένδρα των οποίων οι κλώνοι, με βόμβυκας και με θυσσάνους τριχοειδών φύλλων κοσμούμενοι, εσείοντο υπό της πρωινής αύρας άνω του ρεύματος, του κυλίοντος μετά ψιθύρου το διαυγές νάμα του, κάτω εις την κοιλάδα, εκάθησαν ηδονικώς όλοι οι βοσκοί, με τας ποιμενίδας και τας βοσκοπούλας των, στρώσαντες αφθόνους πτέρεις και παχείας φυλλάδας, και ήρχισαν να διαμελίζωσι τα ευωδιάζοντα επί της σούβλας αρνία και τα ερίφια. Έφαγον και ηυφράνθησαν όλοι, και αφού ο παπ’-Αγγελής ευλόγησεν ως έδει την φλάσκαν, την μετεβίβασε, μεγάλην, υπόχλωρον ακόμη, δι’ ερυθράς δερματίνης λωρίδος κρατουμένην, κλώζουσαν και φυσώσαν ακαταλήπτους ήχους ένδοθεν, εις χείρας του εκ δεξιών του καθημένου προεστώτος της ομάδος, τ’ Γιώργη τ’ Παναγιώτ’, όστις εγερθείς προσηγόρευσε διά μακρών την ομήγυριν: — Κ’στός ανέστ’, βρε παιδιά! Αληθ’νός ου Κύριους! Ζη κη βασιλεύει! Γειά μας! Καλή γεια! Διάφουρου! Καλή καρδιά! καλή γεροσύνη, όλοι μας! Χρόνους πολλούς! Κη τ’ χρόν’ να ’μαστι καλά! Καλή χρονιά σας! Πολλά τα έτ’! Παπά μ’! να χαίρηση το πετραχήλι σ’!


124

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Είτα στραφείς προς τον Κούτρην: — Γιάννη, πάντα καλώς να σας βρίσκου! Ίσως η φράσις αύτη ήτο υπαινιγμός προς τα προηγούμενα συμβάντα. Αλλ’ ο Κούτρης απήντησε μεθ’ ετοιμότητος: — Κη πάντα καλώς να ’ρχηση, μπαρμπα-Γιώργη! Ο παπ’-Αγγελής δεν ηδυνήθη να μη γελάση, και οι άλλοι τον εμιμήθησαν. Ο Γιώργης τ’ Παναγιώτ’ μετεβίβασε την φλάσκαν εις τον αντικρύ του καθήμενον, τον Κούτρην, και ούτος έπιε χαιρετίσας διά βραχέων. Μετά την τρίτην δε περίοδον της φλάσκας, ουδεμίαν πλέον ησθάνετο αντιπάθειαν προς τον Γιώργην, αλλ’ ηδελφώθησαν όλοι των. Και ο Γιώργης τ’ Παναγιώτ’, εις ον αι πολεμικαί αναμνήσεις επανήρχοντο εναργέστεραι μετά το γεύμα, ήρχισε να διηγήται εις την ομήγυριν τον ηρωικόν θάνατον του Νικοτσάρα. — Τρία καράβια ήτανε στα νερά της Κασσάνδρας με τα φουσάτα του Νικοτσάρα και του Σταθά. Του Σταθά το καράβι ήτον ολόμαυρο, μαύρες οι μπάντες, μαύρα τα ξάρτια, μαύρα τα πανιά· το είχε τάξιμο, να μην τ’ ασπρίση πριν εμβή νικητής μέσα στη Σαλονίκη. Όλη μέρα ήταν μπονάτσα καραντί, τα τρία καράβια δεν μπορούσαν, ούτε να παν, ούτε πίσου να γυρίσουν για ν’ αράξουνε. Η αρμάδα η τούρκικη ηύρε το ρέμα της θάλασσας, και το ρέμα ρέμα, δω τους είχε, κει τους είχε, τους έφτασε απ’ το πλάι. Ως τόσο οι καπεταναίοι οι δυο τους αντρειώθησαν. Ήταν παλληκάρια, που δεν πιστεύω να εστάθησαν άλλοι, τους εγνώρισα εγώ πολύ καλά. Ο καπετάν Σταθάς μού εχάρισε ένα μαμί κεχριμπαρένιο να φουμάρω το τσιμπ’κάκι μου, για να τον θυμώμαι καμμιά φορά, κι ο καπετάν Νικοτσάρας, μια φορά που του έδωκα κοκορέτσι, με τα ίδια μου τα χέρια φτιασμένο, του άρεσε τόσο,


ΣΤΗΝ ΑΓΙ’-ΑΝΑΣΤΑΣΑ

125

πού πολλούς μήνες ύστερα, όπου μ’ εύρισκε, μώλεγε: «Τι έχουμε, ωρέ Γιώργη; δεν έχεις τίποτε κοκορέτσι;». «Όρεξη να ’χης, καπετάνε μου, τώλεγα εγώ· θέλεις να σου φτιάσω;». Και τρεις φορές εθυσίασα τρία πρόβατα, μόνο και μόνο για να του φτιάσω κοκορέτσι. Ύστερα, σαν εβγήκανε να πάνε κατά την Κασσάνδρα, οι άλλοι σύντροφοί τους, γιατ’ ήτανε πολλά καράβια, μ’ εφτά καπεταναίους πολεμάρχους, έλειπαν, είχαν μιλημένα να παν ύστερα να τους βρούνε. Και την ημέρα που τους έφτασε η αρμάδα με το τούρκικο τ’ ασκέρι, ήταν μοναχοί ο Νικοτσάρας κι ο Σταθάς. Και σαν τους έρριξαν οι Τούρκοι τρεις κανονιές, άναψε το τουφέκι, κι άρχισε το τόπι να σαλεύη, το καράβι του Νικοτσάρα επιάστηκε με την τούρκικη φεργάδα, ξάρτια με ξάρτια, σαν δυο κακές γειτόνισσες, που μαλώνουν και πιάνονται μαλλιά με μαλλιά. Μα ο Νικοτσάρας με τον μπαλτά τού έσπασε τους γάντζους, κι έκοψε τα μπαστούνια του Τούρκου, κι εγλύτωσε το καράβι του απ’ τα δόντια του θεριού. Μα την τελευταία στιγμή, εκεί που νικούσαν οι δικοί μας, και το μπουλούκι το ρωμέικο εφώναξε, βρίζοντας την πίστη των Τούρκων, ένα βόλι τού ήρθε του Νικοτσάρα κι εχώθηκε στην κοιλιά του, και τον ελάβωσε βαθειά. Μα το παλληκάρι το καλό, είναι παλληκάρι και στο θάνατό του. «Μ’ έφαγαν τα σκυλιά», είπε μια, και σφίγγοντας τα δόντια, βαστώντας με το χέρι τα σωθικά του, που εχυνόντανε απ’ την κοιλιά, βαστώντας με τα δόντια την ψυχή του, που του έφευγε απ’ το στόμα, επρόφτασε κι είπε: «Συντρόφια! πιάστε με και καθίστε με απάνω εκεί στα σκοινιά, κι ακουμπήστε με απάνω στο κατάρτι… για να μην το καταλάβουν τα σκυλιά πως με σκότωσαν και πάρουν θάρρος… για να μην το μάθουν κι οι δικοί μας και δειλιάσουνε». Καθώς τους είπε το κάμανε, και τον ακούμπησαν μισοποθαμένο στο κατάρτι… κι


126

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

οι Τούρκοι, βλέποντας απ’ αντίκρυ ετρόμαζαν κι ελέγανε: «Τσάρας ρεΐζ! Τσάρας ρεΐζ!» — Ο καπετάνιος ο Τσάρας! ο καπετάνιος ο Τσάρας! Κι οι δικοί μας απ’ τ’ άλλα τα καράβια, δεν το πήραν μυρουδιά, κι εστάθησαν ανδρειωμένοι, κι έδιωξαν την τούρκικη αρμάδα. Κι όταν η αρμάδα έγινεν άφαντη, τότε το έμαθαν κι εγύρισαν πίσου στο νησί μας, για να θάψουν τον Νικοτσάρα, που πέθανε κρατώντας με τα χέρια τ’ άντερά του, για να μη χυθούν, με τα δόντια την ψυχή του, για να μη φύγη. Κι ήρθαν και τον έθαψαν κάτου στο Λεχούνι, κοντά στην άμμο, στο γιαλό, και τότες του βγάλανε και τραγούδι: …Κι εκείνος που φοβέριζε και όλοι τον ετρέμαν, επήγαν και τον θάψανε στου Λεχουνιού το ρέμα.

Τοιαύτα τινά, αλλά με πολλάς τροπάς φωνηέντων και συγκοπάς συλλαβών, διηγήθη, ως είχεν εξ ακοής, ο μπαρμπα-Γιώργης τ’ Παναγιώτ’, και μετά βαθέος στεναγμού κατέστρεψε τον λόγον. Και οι αιπόλοι τον ήκουον μετά θαυμασμού, και ο παπ’-Αγγελής, ακούων μετά συντόνου προσοχής, ησθάνθη δάκρυ υγραίνον την παρειάν του. Αλλ’ ο Γιάννης ο Κούτρης, ως διά να παρηγορήση τον μπαρμπα-Γιώργην, καθ’ ου δεν εμνησικάκει πλέον διότι του επήρε τα πρωτεία, ηγέρθη και λύσας το ονάριόν του, το οποίον έβοσκεν ησύχως εις το λιβάδιον, ήρχισε να κάμνη κάτι παιγνίδια ιδικά του. Συγχρόνως δε ο υιός του, ο Θοδωρής, δεκαπεντούτης, ως διά να συνοδεύση με μουσικήν τους αγώνας του πατρός του, έλαβε το σουραύλι του, και ήρχισε να συρίζη απλούν και μονότονον ήχον. Εν τω μεταξύ ο Γιάννης ο Κούτρης είχεν αναβή επί του όνου, υποβαλών σάγισμα αντί σέλλας, και παίζων αργά, δήθεν μετά σοβαρότητος, επέβαλλεν εις το ζώον να κάμνη


ΣΤΗΝ ΑΓΙ’-ΑΝΑΣΤΑΣΑ

127

κάτι βηματισμούς, κατά μίμησιν και παρωδίαν των πολεμικών ίππων. Και ο Γιάννης ο Κούτρης πότε ίστατο γονατιστός επί του σαγίσματος, πότε υπτιάζετο επί της ράχεως του ζώου, πότε εκρατείτο εκ της χαίτης, με τον ένα πόδα επάνω, με τον άλλον κάτω εις την γην, πότε εχάνετο υπό την κοιλίαν του ζώου, πότε έπιπτε από κεφαλής μέχρι γονάτων, μεταξύ των τεσσάρων ποδών του όνου, κι ενώ έλεγες ότι τώρα έπεσε, και ότι ο όνος θα τον πατήση, αίφνης, εν ριπή οφθαλμού, ευρίσκετο πάλιν επί της ράχεως του ζώου. Τοιούτους τινάς μιμικούς αγώνας ήξευρε να εκτελή ο Γιάννης ο Κούτρης. Τίποτε περισσότερον δεν εχρειάζετο διά να καγχάζη επί πολλήν ώραν εν ευθυμία η ομήγυρις όλη. Τέλος ο Γιάννης ο Κούτρης αφήκε τον όνον του ήσυχον, και ο μπαρμπα-Γιώργης τ’ Παναγιώτ’, ως διά να ευχαριστήση τον μιμικόν, εξέφερε, προς αυτόν ιδίως αποτεινόμενος προς επισφράγισιν του συμποσίου, την τελευταίαν της ημέρας πρόποσίν του, ήτις ήχησεν υπόκωφος, ως να εξήλθεν από τον πάτον της φλάσκας, ήτις ήρχισε πλέον να κλώζη και να φυσά. — Κη τ’ χρόν, με του καλό να σας βρω! Ο Γιάννης ο Κούτρης απήντησε: — Καλώς να ’ρθής, μπαρμπα-Γιώργη μ’! 1892



ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ Εάν ο ήρως του παρόντος διηγήματος ήτο αυτούσιος ο γράφων, τότε ο επί κεφαλής τίτλος θα είχε μάλλον τροπικήν και αλληγορικήν σημασίαν. Διότι, ναι μεν, ευδοκία της θείας Προνοίας, είναι αληθές, ότι και χάρις εις την φιλάδελφον προθυμίαν του χωρικού και αρχοντικού φίλου μου κυρ-Γιάννη Πεντελιώτου, αξιούμαι σχεδόν κατ’ έτος ανελλιπώς, κατά τας περιδόξους ταύτας ημέρας, να συμψάλλω εναμίλλως μετ’ αυτού, υποβαστάζοντος διά της χειρός τα γυαλιά του, αγαπώντος το πολιτικόν ύφος, παρατείνοντος επ’ άπειρον τα μουσικά κώλα και τας καταλήξεις του, εις τον μικρόν αγροτικόν ναΐσκον του χωρίου Θ…, όπου μυροβολεί, ελισσόμενον εις κυανούς στεφάνους, το μοσχολίβανον, περιβάλλον, ως διά φεύγοντος πλαισίου, τους ακτινωτούς στεφάνους και τας σεμνάς όψεις των αγίων, και όπου με τας κεντητάς ποδιάς των και τα λευκά κολόβια αι νεαραί χωρικαί προσέρχονται, φέρουσαι αγκαλίδας ρόδων και ίων και θημωνίας όλας δενδρολιβάνου, καταφορτώνουσαι με λόφους ανθέων τον πενιχρόν επιτάφιον, μη έχοντα ανάγκην άλλης πολυτελείας. Εκεί εισβάλλει ουλαμός όλος αυτοσχεδίων ψαλτών, κρατούντων ανά έν φυλλάδιον του επιταφίου εις την χείρα, οίτινες φιλοτιμούνται να ψάλλωσιν εν σπαρακτική παραφωνία τα εγκώμια, καταστρέφοντες διά κωμικών σφαλμάτων και τας ολίγας λέξεις, όσαι είναι ορθώς τυπωμέναι εις τα φυλλάδια εκείνα.


130

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Χωρίς να είμαι κύριον μέρος του αυτοσχεδίου τούτου χορού, οφείλω να ομολογήσω ότι, καίτοι προσπαθών να συμψάλλω υποφερτά κάπως με τον αρχοντικόν και πρόθυμον φίλον μου, ουχ ήττον υστερώ αυτού κατά πολλά, και διά τούτο επεκαλέσθην εν αρχή ως επιείκειαν εκ μέρους του αναγνώστου την τροπικήν του τίτλου εκδοχήν, καθ’ ον δηλ. τρόπον εις όλους τους ναούς παρουσιάζονται κατά τας ημέρας ταύτας πολλοί τέως άγνωστοι μουσόληπτοι, εκ του παραχρήμα λαμπριάτικοι ψάλται, ούτω και ο γράφων, ενώ, καθ’ όλον τον άλλον χρόνον σιωπά, παρουσιάζεται δις του έτους ούτος, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, κατ’ αποκοπήν διηγηματογράφος. Το πράγμα ήρχισε να γίνεται κάπως φορτικόν, και πολλοί μεν εσκανδαλίσθησαν, τινές δε και το απεδοκίμασαν. Αρκούσι τόσαι άλλαι μανίαι, τόσοι ξενισμοί. Ημείς δεν είμεθα Άγγλοι, ούτε Αμερικάνοι. Μη μας σκοτίζης και συ. Πόθεν έλαβες αφορμήν να υποθέσης, ότι το κοινόν θέλγεται από τας αναμνήσεις σου ή συγκινείται από τα αισθήματά σου; Το έκαμες μίαν φοράν ή δύο. Αρκεί. Παύσε πλέον. Δεν βλέπεις ότι το αιώνιον θέμα σου εξηντλήθη, και ότι ευρίσκεσαι εις την ανάγκην να προσπαθής βία να παρουσιάσης απλήν παραλλαγήν κατ’ έτος; Εν πρώτοις, καλόν θα ήτο, να διακρίνωμεν ό,τι είναι πράγματι ξενισμός από ό,τι δύναται να είναι, εκ της φύσεως των πραγμάτων, κοινόν εις πάντα τα έθνη. Λόγου χάριν, το να εκδίδωνται τα περιοδικά κατά Σάββατον ή Κυριακήν, είναι ξενισμός; Το να δημοσιεύουν αι πολιτικαί εφημερίδες φιλολογικωτέραν ύλην κατά Κυριακήν είναι ξενισμός; Ενί λόγω το να σχολάζη τις κατά τας εορτάς από της τύρβης του κόσμου, ως και από της αναγνώσεως άρθρων πολιτικών, και να αισθάνεται την ανάγκην αβροτέρας, τερπνοτέρας, αφοσιωτέρας αναγνώσεως είναι ξενισμός; Έστω, αλλά δύνασαι


ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

131

να δημοσιεύης εν ημέραις εορτών διηγήματα ή περιγραφάς χωρίς να κάμνης ποσώς λόγον περί των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Ιδού λοιπόν ποίον το αίτιον της δυσφορίας των — και πόσον αφελώς το ομολογούσι… το εξωτερικεύουσι. Nα φιλοξενηθής ηγεμονικώς εις τα μέγαρα μεγάλου άρχοντος, και να μη προπίης εις τιμήν του οικοδεσπότου! Να απολαύσης (ξενίας δεσποτικής και αθανάτου τραπέζης) και να μη αποδώσης ευχαριστίαν εις τον εστιάτορα! Αλλ’ εις τα διηγημάτια, όσα εδημοσίευσα κατά καιρούς ο υποφαινόμενος τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα, ενεπνεύσθην, αληθώς, από τας αναμνήσεις μου και τα αισθήματά μου, τα οποία θέλγουσι και συγκινούσιν, εμέ αυτόν, ίσως και ολίγους εκλεκτούς φιλαναγνώστας. Ότι δε τοιούτοι υπάρχουσιν, αποδεικνύεται εκ τούτου, ότι δύο των εφημερίδων, αι κορυφαίαι της πρωτευούσης, ως και το μονάκριβον περιοδικόν, δεξιούνται τα εορτάσιμα διηγημάτια των ημερών τούτων. Έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρητε, ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ή πλοκήν, όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου. Όπου γίνεται λόγος περί ξενιτευμένων, οίτινες επιστρέφουσι μετά μακράν απουσίαν ή στέλλουσι γράμματα μετά υλικής παρηγορίας εις τους οικείους, ταύτα όλα βασίζονται επί της πραγματικότητος, καθόσον όλοι οι ζήσαντες εις παραθαλασσίους και ναυτικούς τόπους της Ελλάδος κάλλιστα γνωρίζουσιν, ότι, κατά τας παραμονάς ιδίως των εορτών, πολλοί ξενιτευμένοι, ενώ συνήθως φαίνονται ψυχροί και απεσκληρυμένοι τον φλοιόν, αίφνης «ενθυμούνται» τους οικείους των, και ή επιστρέφουσιν εις τας πατρίδας, ή αν αυτοί κωλύωνται υπό φιλοτιμίας να κατέλθωσιν ευπροσώπως, όχι σπανίως αποστέλλουσι παραμυθίαν εις τας γηραιάς μητέρας και τας αδελφάς των. Εν άλλοις γίνεται λόγος περί των


132

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

κοινωνικών και οικογενειακών εθίμων, των σχετιζομένων με τας εορτάς, και αλλαχού πάλιν η ασθενής πλοκή στρέφεται περί νεωτεριστικόν τι και φθοροποιόν έθιμον. Τι το απίθανον εις όλα ταύτα; Αλλά τα πλείστα των υπ’ εμού γραφέντων εορτασίμων διηγημάτων έχουσιν, ας μου επιτραπή ο λατινικός όρος, a priori την υπόθεσιν, είναι δηλαδή μάλλον θρησκευτικά. Ποίαν χάριν, σας παρακαλώ, ποίαν δύναμιν ή πρωτοτυπίαν θα είχε το να λάβη τις τον κόπον να περιγράψη λεπτομερώς πώς χωρικός ιερεύς απήλθε να λειτουργήση εις εξωκκλήσιον χάριν μικράς κοινότητος αγροίκων ή βοσκών, ποίοι και πόσοι μετέσχον της πανηγύρεως, και ποία τινα ήσαν τα ήθη των πανηγυριστών; Τούτο θα ήτο όλως ευτελές και ταπεινόν, κατά την γνώμην των κριτικών. Το να γράψη τις, ότι γηραιός ανήρ εφόνευσε την συμβίαν του, κατ’ αυτήν την ημέραν των Χριστουγέννων — χωρίς μήτε ο αναγνώστης, μήτε ο συγγραφεύς να υποπτεύωσι καν διατί την εφόνευσε — τούτο είναι υψηλόν και πολυτελές, κατά την εκτίμησιν μερικών. Μετά τοιούτον έγκλημα κατ’ αυτήν την αγίαν ημέραν, το θέμα εξηντλήθη και όλα τα Χριστουγεννιάτικα και τα Πασχαλινά διηγήματα δεν πρέπει πλέον να βλέπωσι το φως. Μη «θρησκευτικά, προς Θεού!». Το Ελληνικόν Έθνος δεν είναι Βυζαντινοί, εννοήσατε; Οι σημερινοί Έλληνες είναι κατ’ ευθείαν διάδοχοι των αρχαίων. Έπειτα επολιτίσθησαν, επροώδευσαν και αυτοί. Συμβαδίζουν με τα άλλα έθνη. Ποίαν ποίησιν έχει το να γράψης, ότι ο Χριστός «δέχεται την λατρείαν του πτωχού λαού». Και ότι ο πτωχός ιερεύς «προσέφερε τω Θεώ θυσίαν αινέσεως»; Και να περιγράφης το εσωτερικόν του ναΐσκου, με τας νυσταλέας κανδήλας και τας αμαυράς μορφάς των αγίων ολόγυρα! Δεν τα εννοούμεν ημείς αυτά. Ημείς θέλομεν


ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

133

διήγημα, το οποίον να είναι όλον ποίησις, όχι πεζή πραγματικότης. Συ δε πώς τολμάς να γράφης, ομιλών περί Ιουλιανού του Παραβάτου, καρφωμένου εις τον τοίχον από την λόγχην του αγίου Μερκουρίου, τοιαύτην βλάσφημον φράσιν: «Πελιδνός ο παράφρων τύραννος…». Όταν συγγραφεύς άλλος, και άλλης περιωπής, δημοσιεύσας προ ετών ιστορικοφανταστικόν δράμα, προέτασσε «χυδαία» αληθώς προλεγόμενα, δι’ ων ύβριζε βαναύσως την θρησκείαν των πατέρων του — τότε ουδείς λόγος ήτο όπως σκανδαλισθή τις, διότι το πράγμα ήτο της μόδας. Αλλά συ, να τολμάς να εκφράζεσαι με τοιαύτην ασεβή γλώσσαν περί του Ιουλιανού εκείνου — του Παραβάτου ή Αποστάτου καλουμένου — η θρασύτης υπερβαίνει παν όριον. Και όμως ο σοφός επικριτής δεν ενόησεν, ότι η φράσις ήτο «εξ αντικειμένου», όπως λέγουσιν αυτοί· απέδιδε δηλ. διά λέξεων τα χρώματα του ζωγράφου και ότι παν ζήτημα περί των δοξασιών του γράφοντος (όστις εν τούτοις δεν αρνείται ότι συμμερίζεται την γνώμην του Βυζαντινού τοιχογράφου) παρέλκει όλως. Διά να δώσωμεν πέρας εις το προοίμιον αυτό, θα είπωμεν με δύο λέξεις ότι: Το σημερινόν έθνος δεν επήγε, δυστυχώς, τόσον εμπρός, όσον λέγουν αυτοί. Το έθνος το Ελληνικόν, το δούλον τουλάχιστον, είναι ακόμη πολύ οπίσω, και το ελεύθερον δεν δύναται να τρέξη αρκετά εμπρός, χωρίς το όλον να διασπαραχθή, ως διασπαράσσεται, φευ! ήδη. Ο τρέχων πρέπει να περιμένη και τον επόμενον, εάν θέλη να τρέχη· ο ελεύθερος πρέπει να βοηθή τον δεσμώτήν ή πρέπει να τον ανακουφίζη. Όσον παρέρχεται ο χρόνος, τόσον το ελεύθερον έθνος καθίσταται, οίμοι! ανικανώτερον, όπως δώση χείρα βοηθείας εις το δούλον έθνος. Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή άθεος ή οτιδήποτε. Έκαμε το


134

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος να επαγγέλλεται χάριν πολυτελείας την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά Γραικύλος της σήμερον, όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ’ άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις ύψος και φανή και αυτός γίγας. Το Ελληνικόν έθνος, το δούλον, αλλ’ ουδέν ήττον και το ελεύθερον έχει και θα έχη διά παντός ανάγκην της θρησκείας του. Το επ’ εμοί, ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν, και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια Ελληνικά ήθη. «Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσά μου τω λάρυγγί μου, εάν ου μη σου μνησθώ». Αλλ’ ο ήρως του παρόντος διηγήματος είναι ο κυρ-Κωνσταντός ο Ζμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του δήμου Λίτης, του χωρίου Αν…, όστις υπεσχέθη, ως είχε πάντοτε συνήθειαν ευκόλως να υπόσχεται (εις την αρετήν δε ταύτην ίσως ώφειλε και την επιτυχίαν του εις τα πολιτικά, διότι ενώ ο α΄ και ο β΄ πάρεδρος εις πάσαν εκλογήν εμάχοντο πάντοτε περί της πρώτης τάξεως προς αλλήλους, αυτός μετριόφρων και χωρίς κεράσματα εξελέγετο ασφαλώς τρίτος εκάστοτε, μη υπάρχοντος τετάρτου συναγωνιστού), υπεσχέθη, λέγω, να πάγη να συλλειτουργήση τον παπα-Διανέλλον τον Πρωτέκδικον, έξω εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ο ναΐσκος ευρίσκετο τρεις ώρας μακράν της πόλεως, και ο παπα-Διανέλλος ο Πρωτέκδικος είχεν επέλθει εκεί από της πρωίας του Μεγάλου Σαββάτου, αφού έλαβε την υπόσχεσιν του


ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

135

κυρ-Κωνσταντού, ότι θα έφθανε προς το βράδυ διά να ψάλη και συνεορτάσωσιν ομού την Ανάστασιν. Άλλον βοηθόν ο παπάς δεν είχεν· ο νεώτερος υιός του, ετοιμαζόμενος εφέτος δι’ εξετάσεις εις το διδασκαλείον, δεν ηδυνήθη να έλθη το Πάσχα. Ο άλλος έλειπε διαρκώς ναύτης με τα καράβια του. Θυγατέρας, το άφθονον τούτο προϊόν του τόπου — και της ιερατικής εγγάμου τάξεως μάλιστα — του είχεν αφήσει πλησμονήν η μακαρίτισσα η πρεσβυτέρα, πέντε τον αριθμόν — ας είχαν ζωήν — οπού δεν έπαυαν αενάως να μεγαλώνουν — να μην αβασκαθούν· ήσαν τόσον γείτονες την ηλικίαν, ώστε δεν επρόφθανε να μεγαλώση η μία, και η άλλη αμέσως την έφθανεν· όσον εμεγάλωναν, τόσον εφαίνοντο, και μάλιστα αι μεσαίαι τρεις, ίσαι περίπου εις τα χρόνια, ίσως και εις το ανάστημα· και ο παπα-Διανέλλος, ακούσιος ιερομόναχος, δεν ήτο ελεύθερος ούτε εις μοναστήριον να καταφύγη. Τον τριών ωρών δρόμον από την πολίχνην εις το εξωκκλήσιον είχε διανύσει το πρωί, απολείτουργα, ο παπα-Διανέλλος, ακολουθούμενος από τας δύο νεωτέρας θυγατέρας του, κορασίδας δέκα και δώδεκα ετών, και από ομάδα επτά ή οκτώ γυναικών φιλεόρτων, προπορευομένου του όνου του, φορτωμένου το δισάκιον με τα ιερά του παπά. Ο ήλιος ήτον ως δύο καλαμιές υψηλά, όταν εξήλθον εις του Γιατρού τ’ αμπέλι· είτα έφθασαν εις τα Βουρλίδια, είτα ανήλθον ασθμαίνοντες εις του Ματαρώνα τον Πεύκον, όστις ίστατο τότε ακόμη εκεί και ευηργέτει τους οδοιπόρους με την παρήγορον σκιάν του εις την κορυφήν του υψώματος, πριν ασυνείδητος βάρβαρος, τη ανοχή ή τη ενοχή εκείνων, τους οποίους ο πλέον άτυχος των λαών του κόσμου εκ περιτροπής εκλέγει άρχοντας και προστάτας του, ρίψη ασπλάχνως κάτω το περικαλλές δένδρον και απογυμνώση το τοπίον του μοναδικού στολισμού του.


136

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Εκείθεν ανήλθον εις το Πετράλωνον και εις του Σταμέλου την Βρυσούλαν, και ανέβησαν δι’ ανωφερούς οδού εις του Κανάκη την Βρύσιν, και διά της Κλινιάς κατήλθον εις του Χαιρημονά το ρέμα, και έφθασαν εις την βόρειον ακτήν της νήσου, εφ’ ύψους της οποίας περίοπτος εκ του πελάγους, ακούων τους κτύπους του πλήττοντος τας ακτάς κύματος, σιωπηλός και διηγούμενος πέντε αιώνων σπαρακτικήν ιστορίαν μαρτυρίου και αίματος, εγείρεται πενιχρός, αλλά σεμνός, της Αποτομής του Τιμίου Προδρόμου ο ιερός ναΐσκος. Εισήλθον εις τον περίβολον του ναού και εξεφόρτωσαν το ονάριον. Αι γυναίκες, ροδοκόκκιναι, ξαναμμέναι εκ της οδοιπορίας, αενάως κελαδούσαι και καγχάζουσαι, ετίναξαν τα ουδόλως κορνιακτισμένα κράσπεδά των, και εφόρεσαν επί του κοντού φουστανίου της οδοιπορίας τας μακράς και πολυπτύχους εσθήτας. Ο παπάς έρριψε κάτω την μίαν άκραν του στακτερού ζωστικού του, κι εφόρεσεν άνωθεν αυτού το μαύρον ράσον του. Εισήλθον όλοι εις τον ναόν κι επροσκύνησαν. Εκ των γυναικών, αι μεν συνέλεξαν χαμόκλαδα και ήναψαν φωτιάν, διά να ψήσωσι καφέν και προσφέρωσιν εις τον ιερέα, αι δε έδρεψαν εκ των ευωδών θάμνων δέσμας σχοίνων και πριναρίων και φασκομηλεών και συνέδεσαν προχείρως διά κλωστής σκούπας, και ήρχισαν γοργά και στρωτά να σκουπίζωσιν, άλλαι το έδαφος του ναού, άλλαι το προαύλιον. Ο ιερεύς απετέλεσε σκούπαν εκ δάφνης και μύρτου και δενδρολιβάνου, και εσάρωσε μόνος του το Θυσιαστήριον και όλον το Ιερόν Βήμα. Δεν έπαυε δε να γογγύζη και να διαμαρτύρεται εναντίον της αβελτηρίας, ως έλεγε, των βοσκών και των αιπόλων, αυτών εκείνων οίτινες τον είχον προσκαλέσει να τους κάμη Ανάστασιν εις το βουνόν, και εκ των οποίων κανείς δεν είχε


ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

137

φανή ακόμη, αυτοί προέβαινον ενίοτε μέχρι της βεβηλώσεως του να εισάγωσιν, ίσως εν καιρώ βροχής, τα θρέμματά των εντός των εξωκκλησίων, ως ηδύνατο να πεισθή τις εκ της παρουσίας διαφόρων ιχνών της εισβολής, τα οποία ουδ’ είχον λάβει τον κόπον να εξαλείψωσιν. Ένδοθεν του Ιερού Βήματος, ενώ έκυπτε διά να σκουπίση, ηκούετο από καιρού εις καιρόν ψιθυρίζων μετά στεναγμού: — Αχ! αλλοίμονο… «ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!». — Δεν τσάκισε κανείς το ποδαράκι του! έκραξεν απαντώσα έξωθεν εις τον στεναγμόν του ιερέως η θεια-Σειραϊνώ, η αληθής σημαιοφόρος των εξοχικών λειτουργιών και των πανηγυριών. — «Ανθρώπους και κτήνη!» εψιθύρισεν πάλιν ο ιερεύς. Είχε παρέλθει ήδη η μεσημβρία, και ο ιερεύς μετά του μικρού ποιμνίου εκάθησαν να γευματίσωσιν υπό την ιεράν ελαίαν, εν τω περιβόλω του ναΐσκου, εγγύς του παμπαλαίου εκείνου λιθοκτίστου κιβουρίου, το οποίον κατ’ άλλους ήτο στέρνα ύδατος και κατ’ άλλους κοιμητήριον ή οστεοθήκη. Η θειά το Μαθηνώ, γηραιά ευλαβής κατά τους μεν, ψευτομετάνισσα κατά τους δε, ενάρετος γυνή, αποβλέψασα προς το κτίριον τούτο μετά στεναγμού είπεν: — Ημείς τρώμε, κορίτσια· να έχουν τάχα κι οι φτωχοί να φάνε; — Τρών’ οι πεθαμένοι, θεια-Μαθηνώ; είπε το Αγλαώ, η δωδεκαέτις παιδίσκη του ιερέως. — Οι πεθαμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, προσέθηκε το Καλλιοπώ, η δεκαέτις μικρά αδελφή της, και γι’ αυτό ημείς στο σπίτι, όσα κόλλυβα μάς φέρνουνε, όλα τα μοιράζουμε στους φτωχούς και στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να έχη η μάνα μας, η φτωχή, να φάη στον άλλον κόσμο…


138

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

— Σιωπή, Καλλιοπώ! είπεν ο ιερεύς, θέλων να κρύψη την συγκίνησίν του. Προ δώδεκα και πλέον ετών ο παπα-Διανέλλος έσχε φίλον τινά ελληνοδιδάσκαλον, χρηστόν άνδρα, αλλ’ όστις είχεν αδυναμίαν εις τα ελληνικά ονόματα. Είχε γίνει σύντεκνος του ιερέως, και βαπτίσας τας δύο τελευταίας κόρας του είχε δώσει αυταίς αρχαιοπρεπή ονόματα, τα οποία, όμως, επειδή ευρέθησαν επί ουδετέρου εδάφους, εξουδετερώθησαν, ως εικός, και αυτά. — Τι! έχει δίκιο το κορίτσι, παπά, ανέκραξεν η θειά το Μαθηνώ, ήτις ενθυμήθη τότε τα «πεθαμένα της», τέσσαρα παιδιά και τον άνδρα της, οπού είχε θάψει, μείνασα με δύο θυγατέρας υπάνδρους, τας οποίας είχε στήριγμα ακόμη εις τον κόσμον. Έχει δίκιο το κορίτσι. Ο παπα-Θεόφιλος, ο μακαρίτης, ηγούμενος της Μεγαλόχαρης της Ευαγγελίστρας, το ίδιο μάς έλεγε για έναν, που τον είχε πλακώσει ο μάγγανος, που τον είχαν όλοι για πεθαμένον, που η γυναίκα του του έκαμε τα τρίμερα και τα νιάμερα, και άγγελος Κυρίου έπαιρνε το πιάτο με τα κόλλυβα, καθώς ήταν σταυρωμένο με τις σταφίδες και με τα ρόιδα, και το πήγαινε εις τον πλακωμένον κι έτρωγε, δεν ξέρω πόσες μέρες, κι ανάσαινε από μια τρύπα της γης, θαρρώ, ως που ο άνθρωπος δεν απέθανεν, κι εσήκωσε το μάγγανο, και τον ξελευθέρωσεν· δεν είν’ αλήθεια αυτά, παπά; — Αλήθεια, είναι βλοημένη, απήντησεν ο ιερεύς· αλλά τώρα είναι… για όσους θέλουν να τα πιστεύουν. — Κι όσοι δεν τα πιστεύουν; — Θα πάνε στην Κόλαση, το ξέρω εγώ, είπε το Καλλιοπώ. — Μα σαν είν’ αλήθεια, παπά, γιατί ο άγγελος Κυρίου δε σήκωνε μια και καλή το μάγγανο, να ξελευθερώση τον άνθρωπο; είπεν η Αννούδα, μία των γυναικών.


ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

139

— Γιατί ο σκοπός δεν ήτον να δειχθή η παντοδυναμία του Θεού, οπού είναι αποδειγμένη δι’ απείρων θαυμάτων, απήντησεν ο ιερεύς, αλλά να φανερωθή μόνον η δύναμις των μνημοσύνων και των διά τους νεκρούς προσφορών, και ότι τίποτε, το οποίον θυσιάζει ο άνθρωπος, τίποτε, το οποίον προσφέρει εις τον Θεόν, εις τους πτωχούς, καμμία καλή πράξις, καμμία αρετή, καμμία υπομονή, κανέν μαρτύριον, κανέν δάκρυ, τίποτε δεν χάνεται. Όλα σπείρονται εις γην αγαθήν, ως ο κόκκος του σίτου, είπεν ο Κύριος, όπου αν πέση εις την γην και αποθάνη (καί τοιαύτα είναι τα κόλλυβα, τοιούτοι και οι νεκροί), πολύν καρπόν φέρει. «Οι σπείροντες εν δάκρυσι, εν αγαλλιάσει θεριούσιν». Κείνοι που σπείρουν με δάκρυα, με χαράν και αγαλλίασιν θα θερίσουν. — Το λέγει αυτό το Ευαγγέλιον; — Το λέγει το Ψαλτήρι, αλλά το ίδιο είναι, γιατί και το Ψαλτήρι είναι λόγος Θεού και εμπνευσμένον από το Πνεύμα το Άγιον. Και όταν θάπτωμεν νεκρόν εν Χριστώ ευσεβώς ζήσαντα, είναι ως να σπείρωμεν εις την γην κόκκον σίτου… και ο Κύριος θα τον αναστήση εν τη εσχάτη ημέρα, καθώς ο ίδιος ηυδόκησε να μας το υποσχεθή. «Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται… καγώ αναστήσω αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα». — Αμήν! είπεν η θειά το Μαθηνώ, και τα δάκρυά της, επί τη μνήμη του ανδρός και των τεσσάρων παιδίων, ταχέως εξητμίσθησαν ως σταγόνες όμβρου μετά θερινόν υετόν εντός της κοίτης πάλαι ξηρανθέντος χειμάρρου. Το δειλινόν εφάνησαν μακρόθεν να καταβαίνωσι την ράχιν ερχόμεναι αι καλυβιώτισσαι γυναίκες, αι ποιμενίδες και βοσκίδες των αγροτικών συνοικιών. Ήλθαν φέρουσαι πελωρίους κοφίνους, γεμάτους άνθη, λαμπάδας, κηρία και


140

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

αγγεία με έλαιον, και πρόσφορα και μικράς φιαλίδας με «νάμα», ή οδηγούσαι ονάρια με τα σάγματα επεστρωμένα διά κυλιμίων και χραμίων, φορτωμένα τορβάδες και δισάκκια με φλάσκας οίνου, με τυρία νωπά ή ζεματισμένα και κόκκινα αυγά. Κατόπιν εφάνησαν σφυρίζοντες αλλοκότως δύο ή τρεις βοσκοί με τας αγέλας των, τας οποίας ωδήγησαν παρά τον απότομον κρημνόν προς την θάλασσαν. Οι τράγοι επήδων από βράχον εις βράχον, από όχθον εις όχθον, από κοίλωμα εις κοίλωμα, ενώ τα ερίφια, χαριέντως σκιρτώντα, έτρεχον κατόπιν των αιγών βελλάζοντα, αγαλλόμενα προς την νέαν δι’ αυτά απόλαυσιν του αγνώστου τούτου πράγματος της ζωής, εκθέτοντα εις τον ήλιον τα στακτερά ή στικτά και λευκά και μαύρα τριχώματά των, ενώ οι βοσκοί, υψηλοί, ρωμαλέοι, τραχείς, φριξότριχοι, ηλιοκαείς την όψιν, έτρεχον εμπρός και οπίσω με τας μακράς, ίσας με το ανάστημά των, καμπύλας την λαβήν, ράβδους των, σοβούντες μετά πολυήχου συριγμού την δυσάγωγον και σκιρτητικήν αγέλην. Τελευταίοι έφθασαν οι ποιμένες, άνευ των αμνάδων των, τας οποίας είχον αφήσει οπίσω εις τας μάνδρας, κομίσαντες μόνον δύο αρνία σφαγμένα. Έφθασαν συγυρισμένοι, αλλαγμένοι, στολισμένοι όλοι των, με καθαρούς χιτώνας, κοντά βρακία και υψηλές βλαχόκαλτσες, με πλατέα ζωνάρια κίτρινα ή κόκκινα, ξυραφισμένοι και με τους λινόχρους ή καστανούς μύστακας αγκιστροειδείς. Ταχέως έκλινεν η ημέρα και ο ήλιος έδυσεν εις μίαν ράχιν του Πηλίου, αντικρύ, αφού επί πέντε λεπτά της ώρας είχε μείνει στεφανωμένος με κυάνεια και περιπόρφυρα χρυσαυγή νέφη, αντιλαμβάνων ο ίδιος όσην απέδιδε δόξαν και λάμψιν, και επί δέκα λεπτά ακόμη, αφού εβασίλευσεν, αι ακτίνες της στέψεώς του έμειναν χρυσοφαείς, πορφυρίζουσαι, κυανίζουσαι, βάπτουσαι το βουνόν με


ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

141

ιώδες χρώμα. Είτα κατήλθεν ηρέμα επί του όρους η νυξ, σπείρουσα παντού το βαθύ και άρρητον μυστήριόν της, και οι έμψυχοι κρότοι και ψίθυροι της φύσεως εξηγέρθησαν εις τας ράχεις, εις τους λόγγους, εις τας φάραγγας, και η οφρύς του βουνού ητμίσθη και συνεστάλη υγρά και το βλέφαρον του λόφου κατήλθε, και εκλείσθη εις έν, βουνόν, ρεματιά και κάμπος. Και ο μπαρμπα-Κωνσταντός ο Ζμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του χωρίου του δήμου Λίτης, δεν εφάνη ουδαμόθεν να έρχεται. Ήτο δε ανήσυχος ο ιερεύς, και φόβος ήτο να μείνωσι χωρίς Ανάστασιν και λειτουργίαν. Διότι ευλόγως δεν ηδύνατο άνευ βοηθού να ιεροπρακτήση. Λειτουργία χωρίς ένα τουλάχιστον ψάλτην ή αναγνώστην δεν γίνεται. Οι ποιμένες και οι βοσκοί ήσαν όλοι, ως εικός, ου μόνον αγράμματοι, αλλά και αλιβάνιστοι, οι κακόμοιροι, πολλοί τούτων. — Τώρα, τι να κάμουμε;… Ορίστε, σου υπόσχονται σίγουρα μια δουλειά, κι ύστερα σ’ αφήνουν μες στη μέση! «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!». Ήλπιζεν εν τούτοις ακόμη ότι ο μπαρμπα-Κωνσταντός θα ήρχετο. Αργοστόλιστος ήτο πάντοτε, τον ήξευρεν. Αλλά τώρα ήτο σκοτεινή ακόμη νυξ και μόνον τα άστρα έλαμπαν άνω. Ολίγω ύστερον ανέτειλεν η σελήνη, και τότε ελπίς ήτο να έλθη. Παρήλθον δύο ώραι και η σελήνη ανέτειλε κολοβή από το σκοτεινόν βουνόν άνω, ανερχομένη βραδέως εις το στερέωμα, και αι τάξεις των άστρων ηραιώθησαν επ’ άπειρον και όλα σχεδόν ημαυρώθησαν εις την διάβασίν της. Παρήλθεν ακόμη μία ώρα. Ο μπαρμπα-Κωνσταντός δεν εφάνη. Ο ιερεύς ήρχισε ν’ αγανακτή. — Ο ασυνείδητος! ο μωρός… Ήμαρτον, Κύριε! «Ανθρώπους και κτήνη…». Ήθελε να στείλη ένα των ποιμένων εις την πολίχνην,


142

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

όπως ζητήση και εύρη ένα συλλειτουργόν να του φέρη. Αλλ’ οι ποιμένες και οι βοσκοί όλοι έρρεγχον εξηπλωμένοι μεταξύ σχοίνων και των κομαρεών, τυλιγμένοι εις τας κάπας των, ευχαριστημένοι ότι επανήλθεν η άνοιξις και εύρισκαν ολιγώτερον παγεράν της γης την υγρασίαν. Και αι γυναίκες των, πλαγιασμέναι και αυταί, ύπνωτον ολιγώτερον ακουστώς όπισθεν του ιερού βήματος, τυλιγμέναι με τα χράμια και τα κυλίμια, τα οποία είχον φέρει επιστρωμένα επί των σαγμάτων των όνων. Και αι εκ της πολίχνης ελθούσαι γυναίκες, κύπτουσαι επί των καλαθίων των, έξω της θύρας του ναού, υπό τον εστεγασμένον πρόναον και εντός της ξυλίνης κιγκλίδος, ελαγοκοιμώντο και αυταί. Μόνον ο ιερεύς ανησύχει και ήτο άγρυπνος. — Τα ξέρω εγώ από όξου τα πλιότερα τα γράμματα, παπά, του έλεγεν η θειά το Μαθηνώ, διά να του δώση θάρρος· τα κανοναρχώ κειδά στ’ αυτί του γερο-Φιλιππή, κι ο γερο-Φιλιππής, οπούν’ θεοφοβούμενος άνθρωπος, θα τα λέη κειδά όπως όπως… — Να δα η ώρα να σε κάμουμε και ψάλτη, Μαθηνώ! απήντησε γελάσας ο ιερεύς. — Ψάλτης δε θα γίνω, μόνε κανονάρχος. Μοναχοί μας θα ’μαστε… Κανένας γραμματισμένος δεν είναι για να μας γελάση… Η αγιωσύνη σ’ βρίσκεις τον ήχο του μπαρμπα-Φιλιππή, κι εγώ τού λέω τα λόγια όσα θυμούμαι. Να ’ξερα από μέσα απ’ το χαρτί να διαβάσω, θαρρώ πως δεν θα ήτον αμαρτία να ψάλω και μοναχή μου. Ως τόσον επλησίαζε μεσονύκτιον, και δεν ήτον ελπίς να έλθη πλέον ο μπαρμπα-Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος. Ο ιερεύς δεν απεφάσισε να εξυπνήση κανένα εκ των βοσκών και τον στείλη εις την πόλιν, ως εσκέφθη κατ’ αρχάς, διότι ελογάριασεν ότι τόσαι ολίγαι ώραι έμενον έως να ξημερώση, ώστε μέχρις ου υπάγη ο αποσταλησόμενος


ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

143

εις την πόλιν, ζητήση και κατορθώση να εύρη ψάλτην, εωσότου πείση και φέρη αυτόν, και φθάσωσιν ομού εις τον Άγιον Ιωάννην, θα ήτο ακριβώς δύο ώρες ημέρα… και η Ανάστασις επρόκειτο να γίνη τα μεσάνυκτα, ή και βραδύτερόν τι. Ο παπα-Διανέλλος εσηκώθη στενάζων, εισήλθεν εις τον ναόν και προσεκύνησεν εις τας βαθμίδας του ιερού βήματος. Ευθύς κατόπιν του έτρεξαν η γρια-Μαθηνώ και η θεια το Σειραϊνώ, η σημαιοφόρος των πανηγύρεων. Αι δύο γυναίκες ήρχισαν να αναζωπυρώσι τα φιτίλια, να ρίπτωσιν έλαιον εις τας κανδήλας και να κάμνωσιν εγκαρδίους σταυρούς. Ησθάνοντο ανέκφραστον χαράν και γλύκαν εις τα σωθικά των. Ήτον Ανάστασις. Ανάστασις! Το πρόσωπον του Δεσπότου Χριστού έλαμπε με άγιον φως, δεξιά της Ιεράς Πύλης. Η μορφή της Δεσποίνης Θεοτόκου ήστραπτεν εξ αφάτου χαράς αριστερόθεν, κρατούσης το θείον βρέφος της. Η όψις του τιμίου Προδρόμου, με ένα βόστρυχον της κόμης φρίττοντα προς τα άνω, ως να έμενεν ανωρθωμένος από την πρόσψαυσιν του θηριώδους δημίου του αποκόψαντος την σεβάσμιον κάραν του μείζονος εξ όσων εγέννησαν κατά φύσιν αι γυναίκες των ανδρών, εσελαγίζετο εκ μυστικής ευφροσύνης παραπλεύρως εκείνου, ου την φρικτήν κορυφήν ηξιώθη να χειροθετήση. Και ο ηγαπημένος μαθητής ήτο ακόμη εκεί, και συνέχαιρεν επί τη Αναστάσει, αν και πτυχή τις μερίμνης συνέστελλε το υψηλόν μέτωπόν του, προβλέποντος, ότι θρασύς ιερόσυλος έμελλε μετ’ ου πολύ να τον αρπάση εκ της κόγχης του διά να τον μεταφέρη εις Αθήνας και τον καθιδρύση όχι εις ναόν και ολοκαύτωμα και θυσιαστήριον, όχι εις τόπον του καρπώσαι, αλλ’ εις Μουσείον, Ύψιστε Θεέ! εις Μουσείον, ως να είχε παύσει ν’ ασκήται εις τον τόπον τούτον η χριστιανική λατρεία, και τα σκεύη αυτής


144

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ν’ ανήκον εις θαμμένον παρελθόν, και να ήσαν αντικείμενον περιεργείας!… Ίλεως γενού αυτοίς, Κύριε! Τέλος δεν ήτο ελπίς να έλθη ο κυρ-Κωνσταντός, και ώφειλον εκ των ενόντων να ψάλωσι την ακολουθίαν. Αι εκ της πόλεως γυναίκες, η μία μετά την άλλην, αποτινάξασαι την υπνώδη νάρκην, εισήλθον εις τον ναΐσκον. Αι εκ των αγρών ποιμενίδες δεν ήργησαν να εξυπνήσωσι, ο δε παπα-Διανέλλος εξήλθε προς στιγμήν, και λαβών τεμάχιον παλαιάς σανίδος και σφυροειδές ξύλον, κατεσκεύασεν αυτοσχέδιον σήμαντρον, διότι, φευ! δεν υπήρχε προ πολλού κώδων, όστις να εξυπνά τους προ αιώνων κοιμηθέντες και να συγκινή την κόνιν των από γενεών κοιμηθέντων κατοίκων της πάλαι ποτέ υπαρξάσης πόλεως. Διά του σημάντρου τούτου ήρχισε να κρούη ο ιερεύς εις τροχαίους πρώτον (τον Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ) είτα εις ιάμβους (το τάλαντον, το τάλαντον), και να εξυμνή τας μεσονυκτίους ηχούς. Οι βοσκοί, ενωτισθέντες τον μονότονον ήχον, ετινάχθησαν διά μιας επάνω, επέταξαν τας κάπας των, ενίφθησαν και έτρεξαν εις την εκκλησίαν, κρατούντες τας λαμπάδας των. Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν, έψαλε μόνος του την παννυχίδα, όλον το «κύματι θαλάσσης», εθυμίασεν, έκαμεν απόλυσιν, είτα, φορέσας επιτραχήλιον και φελόνιον, ήναψε μεγάλην λαμπάδα, και βαστάζων αυτήν εξήλθεν εις τα βημόθυρα, και ήρχισε να ψάλλη μεγαλοφώνως το «δεύτε λάβετε φως». Οι βοσκοί ήναψαν τας λαμπάδας των, ομοίως και αι γυναίκες, κι εξήλθον όλοι εις το προαύλιον, του ιερέως κρατούντος την Ανάστασιν και το Ευαγγέλιον μετά του θυμιατού και ψάλλοντος «την Ανάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ». Είτα η ιερά εικών και το Ευαγγέλιον απετέθησαν επί της πεζούλας, εκπληρούσης χρέη τρισκελίου, εφ’ ης αι γυναίκες είχον στρώσει μεταξοϋφές


ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

145

μακρόν προσόψιον. Ο ιερεύς ανέγνω αργά το κατά Μάρκον «διαγενομένου του Σαββάτου», είτα θυμιάσας και εκφωνήσας το «δόξα τη ομοουσίω», ήρχισε να ψάλλη λαμπρά τη φωνή το Χριστός Ανέστη. Αφού το έψαλε τρις ο ίδιος, και ανά άπαξ ή δις δύο των βοσκών, οίτινες δεν ήσαν μεν πλέον γραμματισμένοι από τους λοιπούς, αλλά είχον ολιγώτερον τραχείαν την προφοράν κι «εγύριζε κάπως η γλώσσα των», έλαβε θάρρος και η θεια-Μαθηνώ και το έψαλεν άπαξ, ομοίως και η θειά το Σεραϊνώ, ενώ το Καλλιοπώ και το Αγλαώ και η Αννούδα και αι άλλαι γυναίκες έπνιγον τους καγχασμούς των εις τας παλάμας, με τας οποίας, ως δι’ εκουσίου φιμώτρου, είχον περιλάβει τα στόματά των. Τελευταίον εις επισφράγισιν το έψαλε πάλιν ο ιερεύς, και είτα είπε τα Ειρηνικά. Μεθ’ ο, αναλαβών την Ανάστασιν και το Ευαγγέλιον, εισήλθεν εις τον ναόν, ακολουθούμενος υπό του λαού. Έψαλε το «Αναστάσεως ημέρα» και τα δύο τροπάρια της πρώτης ωδής, ακολούθως εισήλθεν εις το ιερόν, και εξελθών πάλιν έλαβε καιρόν και πάλιν εισήλθε και ήρχισε να φορή όλην την ιεράν στολήν του. Η ψαλμωδία είχε διακοπή εξ ανάγκης. Η θεια-Μαθηνώ επλησίασεν εις τον γερο-Φιλιππήν, πρωτοκάθεδρον της τάξεως των ποιμένων, κι εδοκίμασε να κανοναρχήση προς αυτόν. — Ψάλε, γερο-Φιλιππή, «καθαρθώμεν τας αισθήσεις». Αλλά του γερο-Φιλιππή δεν εγύριζεν η γλώσσα του να είπη «καθαρθώμεν τας αισθήσεις». Τότε η θειά το Μαθηνώ ήρχισε σιγά σιγά να ψάλλη: «Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως, κτλ.». Είναι αληθές, ότι η ακριβής προφορά εις το στόμα της ήτο «καθαρθώμεν τας ησθήσεις κη ουψόμεθα…». — Αυτό το είπαμε, βλοημένη, έκραξεν ο ιερεύς από


146

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

του ιερού βήματος. «Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν», είναι τώρα. — Α! ναι, έκαμεν η θεια-Μαθηνώ και ήρχισεν: «Δεύτε πόμα πίουμην κηνόν…». Αλλ’ ο ιερεύς, όστις εξηκολούθει να ενδύηται, ενόησεν, ότι ή την προσκομιδήν έπρεπε ν’ αναβάλη, ή την ακολουθίαν να διακόψη. Και ταύτα μεν επεδέχοντο οικονομίαν, αλλά δεν έβλεπε πώς θα τα εκατάφερναν εις την λειτουργίαν. Εφόρει έν έκαστον των αμφίων κι εψιθύριζε τα διατεταγμένα λόγια: «Αγαλλιάσεται η ψυχή μου επί τω Κυρίω· ενέδυσε γαρ με ιμάτιον σωτηρίου και χιτώνα ευφροσύνης περιέβαλέ με. Ως νυμφίον περιέβαλέ με μίτραν και ως νύμφην κατεκόσμησέ με κόσμω». Είτα ήρχιζε να ψάλλη τα τροπάρια του Κανόνος. «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια…». Είτα πάλιν, φορών το επιτραχήλιον υπεψιθύριζεν: «Ευλογητός ο Θεός, ο εκχέων την χάριν αυτού επί τους ιερείς αυτού, ως μύρον επί κεφαλής το καταβαίνον επί πώγωνα…». Και πάλιν έψαλλε: «Χθες συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι σοι…». Είτα φορών το περιζώνιον, έλεγεν: «Ευλογητός ο Θεός, ο περιζωννύων με δύναμιν, και έθετο άμωμον την οδόν μου». Ή, περνών το έν επιμάνικον, απήγγελλεν: «Η δεξιά σου χειρ, Κύριε, δεδόξασται εν ισχύι…» Και διακόπτων τούτο, έψαλλε την καταβασίαν. «Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν, ουκ εκ πέτρας αγόνου…». Αφού όμως ενεδύθη την ιερατικήν στολήν όλην, εξήλ-


ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

147

θεν έξω κι εχοροστάτησε κι έψαλεν ο ίδιος όλον τον Κανόνα, έμελλε δε να μεταβή εις τους «Αίνους» και ν’ αρχίση τον «Ασπασμόν», όταν είς των βοσκών, όστις είχεν εξέλθει διά να ιδή πώς είχον αι αίγές του, επανήλθεν εις τον ναΐσκον και ανήγγειλεν, ότι κάποιος φωνάζει βοήθειαν μέσα απ’ του Χαιρημονά το ρέμα, και ότι είναι βαθειά κάτω και δεν τον είδε, μόνον την φωνήν του ήκουσεν. Ο ιερεύς εστράφη. — Τι τρέχει; — Δεν ξέρω τι να είναι, είπεν ο βοσκός… βαθειά κάτ’ χουϊάζει… «πού είσαστε, πού είσαστε;». Να πάρου μια λαμπάδα να πάου να ιδώ; — Να πας… Δύο ή τρεις άλλοι νεαροί βοσκοί και ποιμένες έλαβον αμέσως τας λαμπάδας των κι έτρεξαν έξω. Αφού έφερε γύρο όλην την ημέραν του Μεγάλου Σαββάτου ο κυρ-Κωνσταντός ο Ζ’μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος κ.τ.λ., επί τέλους, ως δύο ώρας προ της δύσεως του ηλίου, απεφάσισε να εξέλθη εις τα Λιβάδια, έξω της πόλεως, όπου είχε δεμένον το ονάριόν του, διά να το λύση, όπως φορτώση επ’ αυτού την μικράν αποσκευήν του, και εκκινήση διά τον Άγιον Ιωάννην τον Πρόδρομον, καθ’ ην είχε δώσει υπόσχεσιν εις τον παπα-Διανέλλον. Αλλά τότε μόνον ενόησεν, ότι είχε λησμονήσει από το πρωί να το αλλάξη, ήτοι να το μετατοπίση εις άλλην βοσκήν, και το πτωχόν το ονάριον δεν εφαίνετο πολύ χορτάτον, όταν ο κύριός του το έλυσεν. Εκ του τρόπου μεθ’ ου ανώρθωσε ελαφρώς τα χαμηλωμένα αυτιά του, το ζώον εφαίνετο να ελπίζη, ότι ο αφέντης του θα το μετέθετε τέλος εις άλλην βοσκήν, αλλ’ ο μπαρμπα-Κωνσταντός το ωδήγησεν εις την οικίαν του, όπου εφόρτωσεν επάνω του ένα πενιχρόν


148

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

τορβάν, περικλείοντα τρόφιμα, επέστρωσεν επί του σάγματος παλαιόν ξεθωριασμένον κυλίμιον, και αναβάς ο ίδιος εκάθισε μονόπλευρα επ’ αυτού. Έκαμε τον σταυρόν του κι εξεκίνησεν. Αλλά δεν ήργησε να καταλάβη, ότι το ζωντόβολον, ένεκα του γήρατος και της μετρίας τροφής, την οποίαν είχε λάβει, δεν θα αντείχε καλώς εις την μακράν οδοιπορίαν, και ότι θα ήτο ικανόν να «μαραζώση» τον αναβάτην. Άμα έφθασεν εις τον επάνω Άι-Γιαννάκην, ου μακράν της πόλεως, κατέβη και απεφάσισε να οδηγή το ονάριον, πεζός βαίνων. Αλλά και πάλιν το ζώον δεν εβάδιζε καλώς, με όλους τους κτύπους όσους του κατέφερε με μίαν λεπτήν βέργαν εις τα οπίσω του. Απεφάσισε λοιπόν ν’ απαλλαγή της συντροφίας, ήτις θα ήτο μάλλον βάρος ή βοήθεια εις αυτόν, και να δέση κάπου το ζώον, διά να το αφήση να βοσκήση. Εζήτησε μέρος κατάλληλον διά να το δέση, αλλά δεν εύρεν εις τον επάνω Άι-Γιαννάκην πλουσίαν βοσκήν. Κατέβη οπίσω εις τον κάτω Άι-Γιαννάκην, αλλ’ αφού κι εκεί δεν εύρεν ικανόν χόρτον, διηυθύνθη απώτερον κάπου, εις την θέσιν «Έρμο Χωριό», κι εκεί έδεσε τέλος το ζώον εις την ρίζαν αγρίου δένδρου, εντός ασπάρτου αγρού, και πλησίον εις ένα φράκτην. Αυτός δε εφορτώθη εις τον ώμον τον τορβάν και το κυλίμιον, έβαλεν όπισθέν του εις την μέσην μικρόν κλαδευτήρι, και κρατών την λεπτήν ράβδον του, εξεκίνησε πεζός. Είχε χασομερήσει σωστήν μίαν ώραν εις όλας αυτάς τας φροντίδας. — Τώρα, είπε μέσα του, είναι καιρός να το βάλω στα πόδια, διά να μη νυχτώσω (καί πάλιν θα νυχτώσω), εκτός εάν απομείνω· αλλά ν’ απομείνω δεν πρέπει, γιατί έδωκα υπόσχεσιν του παπά. Ούτως είπε, και ούτως έκαμε. Και ήρχισε να κόφτη δρόμον, με όλα τα εξήκοντα έτη του, με όλον το


ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

149

δημογεροντικόν και προεστάδικον της διαίτης και του ήθους του, το βραχύ ανάστημα, το ωχρόν, λεπτόδερμον και καταπονημένον πρόσωπον, και μεθ’ όλον το κανονικόν, καίτοι παλαιόν και εφθαρμένον της βράκας και του φεσίου. Ήτο παλαιός γεωργοκτηματίας, από οικογένειαν, με όλα τα κτήματά του ενυπόθηκα, εκ των απλοϊκών εκείνων, τους οποίους εύρε λείαν εύκολον και καλόν έρμαιον η άπληστος και ιδιοτελής πανουργία των παντοπωλών, μικρεμπόρων και τοκιστών της χθες, των νεοπλούτων της σήμερον, κατά πόλεις και κώμας. Ο μπαρμπα-Κωνσταντός ανέβη τις Βίγλες και έφθασεν εις του Κ’φαντώνη το Καλύβι, είτα κατέβη εις το ρέμα, το συνορεύον προς το Λεχούνι, όπου ευρίσκεται ο νερόμυλος του Δήμου του Βλάχου, κι εκείθεν ήρχισε ν’ αναβαίνη τον μικρόν ανήφορον του Αγίου Χαραλάμπους. Ο ήλιος είχε δύσει, όταν έφθασεν εις την κορυφήν του βουνού, και αντικρύ του βραχώδους και αποτόμου όρους, όπου κείται το μικρόν διαλυμένον μονύδριον. Ο παπα-Αζαρίας ο Σύγκελλος, ηγούμενος του ερήμου αδελφότητος μοναστηρίου, ουδέν άλλο έχων πνευματικόν ποίμνιον, ειμή μίαν υπέργηρων καλογραίαν ενενηκοντούτιν και ένα άχρηστον υποτακτικόν, ηλικιωμένον, ναυαγόν του κόσμου και απόχηρον, είχεν εξέλθει εις τα πρόθυρα της μονής, κι έβλεπε τας τελευταίας ακτίνας του ηλίου επιχρυσούσας διά τινας στιγμάς ακόμη τας κορυφάς των ανατολικών απέναντι ορέων, όταν είδε τον μπαρμπα-Κωνσταντόν να προκύψη όπισθεν της τελευταίας αιμασιάς, της χαραττούσης εκατέρωθεν τον δρόμον. — Πού σ’ αυτόν τον κόσμο, κυρ-Κωνσταντέ;… Σαν τα χιόνια!… — Ευλογείτε, πάτερ!… Και ο μπαρμπα-Κωνσταντός, αφού έκαμε τον σταυρόν του τρις, αποβλέπων προς το


150

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ιερόν του αγίου Χαραλάμπους, ήρχισεν, ασθμαίνων, να διηγήται, πως ο παπα-Διανέλλος ο Πρωτέκδικος εκλήθη από τους βοσκούς και ποιμένας να κάμη Ανάστασιν και να λειτουργήση επάνω εις τον Άγιον Ιωάννην τον Πρόδρομον, πως εκάλεσε και αυτόν, τον κυρ-Κωνσταντόν, να υπάγη να τον βοηθήση, πως ο παπάς ευρίσκετο από της πρωίας οπίσω, εις τον Άγιον Ιωάννην, χωρίς να έχη άλλον βοηθόν ή συλλειτουργόν, πως αυτός, ο κυρ-Κωνσταντός, ηργοπόρησε να εκκινήση, ένεκα του οναρίου του, το οποίον δεν αντείχεν εις την οδοιπορίαν, και ήθελε κάθε τόσον άλλαγμα βοσκής (καί ο Θεός δεν είχε ρίξει το έτος εκείνο αφθόνους βροχάς, ώστε να υπάρχη δαψίλεια βοσκής εις τα Λιβάδια), και τέλος, πως ο κυρ-Κωνσταντός ευρέθη εις την ανάγκην ν’ αποφασίση να υπάγη πεζός επάνω εις τον Άγιον Ιωάννην, διά να μη γελάση τον παπάν, επειδή είχε δοσμένον τον λόγον του να υπάγη να τον βοηθήση. — Μα τώρα νύχτωσες… θα νυχτώσης… είπεν ο ΆιΧαραλαμπίτης ο ιερεύς· πώς θα πας ως εκεί;… είναι μιάμιση ώρα δρόμος ακόμα… και το φεγγάρι θ’ αργήση τρεις ώρες να βγη… σκοτίδι, άσ’βος*. — Πώς να κάμω; είπεν ο μπαρμπα-Κωνσταντός, όστις ήρχισεν ευθύς να οκνή και να διστάζη. — Σκοτίδ’ άσ’βος, επανέλαβεν ο παπα-Αζαρίας, το φεγγάρι θ’ αργήση τρεις ώρες… πώς θα πας ως εκεί, μοναχός σου;… Κακοστρατιά, κλεφτότοπος… θα πέσης σε κανένα γκρεμνό να κατασκοτωθής. — Τι με συμβουλεύεις, γέροντα, να κάμω… είπε ψοφοδεής ο μπαρμπα-Κωνσταντός ο πάρεδρος. Ο παπα-Αζαρίας εσκέφθη προς στιγμήν, αλλ’ η όψις του δεν εξέφραζε πνευματικόν τι. Ίσως έλεγε μέσα του· * Άσ'βος, άσσοβος = άβυσσος.


ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

151

«Τι ήθελα, τι γύρευα εγώ να του πω τέτοια πράματα να τον δειλιάσω… Αυτός είναι έτοιμος… αφορμή εγύρευε να μείνη μες στη μέση… και να κάμη Ανάσταση στον Άγιο Χαράλαμπο». Είτα είπε μεγαλοφώνως: — Τι να σου πω κι εγώ; Εσείς πάτε και δίνετε υπόσχεση, κι ύστερα δεν ξέρετε να σηκωθήτε με την ώρα σας τουλάχιστον, να πάτε κει που έχετε δώσει λόγο… κι άλλος ας καρτερή… ένα πράμα που σου είναι κοπιαστικό και δύσκολο απ’ αρχής, πρέπει να το συλλογίζεσαι, να το μετράς καλά, να μη δίνης το λόγο σου… Τι δουλειά είχες εσύ, νοικοκύρης άνθρωπος, να τρέχης στα κατσάβραχα, απάνω στον Άι-Γιάννη, για να κάμης Πάσχα;… Δεν ήξερες να ’ρθής στον Άι-Χαράλαμπο;… Τι να σε κάμω εγώ;… Εδώ θελά χρησιμέψης… θελά ψάλλουμε μαζί την Ανάσταση, θελά λειτουργηθής μια χαρά, και η μυζήθρα και το χλωρό τυρί δεν ήθελε μας λείψει… Έχω κι εκείνον τον αχαΐρευτο τον υποτακτικό μου τον Γαβριήλ, οπού δε φελά τίποτε… έχω και τη γριά την Ευπραξία, ένα σωρό κόκκαλα, να ’χουμε την ευκή της… τρεις κούκκοι! Μα οι βοσκοί, ας είναι καλά, τες καλές μέρες έρχονται, μας κάνουν γενιά… μόνον εφέτος που μας πήρε τους πιότερους ο παπα-Διανέλλος, πίσω στον Άι-Γιάννη, αλλά μένουν κάτι λιγοστοί… Ενταύθα ήλθεν εις τον παπα-Αζαρίαν ο πειρασμός να κρατήση τον κυρ-Κωνσταντόν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, αφήνων τον παπα-Διανέλλον άνευ βοηθού, διά να τον εκδικηθή, διότι του αφήρεσε τους πλείονας των βοσκών του. Αλλά δεν το εχώρησεν η συνείδησίς του, και εντονώτερον εξηκολούθησε: — Τώρα, όπως και να το κάμης, άσχημα είναι… μα το καλύτερο είναι να τραβήξης το δρόμο σου να πας… Έδωκες το λόγο σου… είναι μεγάλη αμαρτία ν’ αφήσης τον παπά χωρίς βοηθό, τέτοια μεγάλη μέρα.


152

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Ο μπαρμπα-Κωνσταντός δεν απέσπα το βλέμμα από τας κυανάς και κοκκίνας υάλους της θυρίδος του ιερού βήματος, ήτις εφαίνετο προσελκύουσα αυτόν ως μαγνήτης, και νοερώς συνέκρινε την σχετικήν ανάπαυσιν, ην θα είχεν εις τον Άγιον Χαράλαμπον, όπου θα εύρισκε ζεστόν κελλίον, με άφθονον πυρ και καφέν προ της Αναστάσεως, με γάλα και αυγά μετά την λειτουργίαν, και διπλούν θαλπερόν και αναπαυτικόν ύπνον προ και μετά την ακολουθίαν, με την ερημίαν, με τους βράχους, τους σχοίνους και τας κομαριάς του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, όπου θα υπήρχε μόνον ύπαιθρον ή ανεπαρκές υπόστεγον και παραπολλή δρόσος πρωιμωτέρα ή ώστε να είναι επιθυμητή. — Μη στέκεσαι καθόλου, επανέλαβεν ο Άι-Χαραλαμπίτης· τράβα, γιατί θα νυχτώσης, και θ’ αργήση το φεγγάρι να βγη. — Τώρα νύχτωσε πού νύχτωσε, είπεν αποφασιστικώς ο μπαρμπα-Κωνσταντός· καλύτερα είναι να καθίσω προς ώραν να ξεκουραστώ, ως που να βγη το φεγγάρι… — Και ύστερα; — Ύστερα πηγαίνω με το φεγγάρι. — Μα θα πας; — Θα πάω. — Ξέρεις καλά το δρόμο; — Τι θα πη… μπορεί να έχω χρόνια να πάω, μα τον δρόμο τον θυμούμαι… Κι έπειτα, αν έρθη κανένας απ’ τους ξωμερίτες φίλος μου… — Ε! — Θα τον παρακαλέσω να με πάη λίγο παραπάνω, είπεν ο μπαρμπα-Κωνσταντός. — Ώστε δεν ξέρεις καλά το δρόμο; — Όχι, αλλά… — Φοβάσαι τα στοιχιά; εκάγχασεν ο ιερεύς.


ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

153

— Θεός να φυλάη… δεν φοβούμαι τίποτε με την δύναμιν του Θεού… μα η συντροφιά είναι πάντα καλύτερη. — Ας είναι, δεν μπορώ να σε διώξω… έμβα μες στο κελλί να ξεκουραστής, και σα βγη το φεγγάρι, να πας… — Ευλόγησον. Ο μπαρμπα-Κωνσταντός εισήλθεν εις το κελλίον, κι εξηπλώθη επί του χαμηλού επεστρωμένου σοφά, με τους πόδας προς την εστίαν, όπου έκαιεν ασθενές πυρ ετοιμόσβεστον. Ο μπαρμπα-Κωνσταντός εσκεπάσθη με το κυλίμι, το οποίον εκόμιζε, και μετ’ ολίγα λεπτά απεκοιμήθη. Ήτο δε ήδη νυξ. Το κελλίον, όπου είχεν εισέλθει ο μπαρμπα-Κωνσταντός, ήτο το έν εκ των δύο, όσα εκράτει ο ηγούμενος, το οποίον εχρησίμευεν άμα ως προθάλαμος, ως μαγειρείον και ως πρόχειρον «αρχονταρίκι». Μόλις είχεν αποκοιμηθή ο γηραιός πάρεδρος, και εισήλθεν ο υποτακτικός Γαβριήλ, με άσπρον κιουλάρι, με ζωστικόν πάνινον, ξεθωριασμένον και χωρίς ράσον, κρατών λυχνίαν με την αριστεράν, καυσόξυλα και χαμόκλαδα με την δεξιάν. — Άλλος μουσαφίρης πάλε! εγόγγυσεν, άμα είδε τον κυρ-Κωνσταντόν κοιμώμενον· κουτσοί στραβοί στον Άι-Παντελέημονα! Ευλόγησον, πατέρες! Εκρέμασεν το λυχνάριον επί του πτερυγίου της εστίας, εγονάτισε και ήρχισε να ξανάπτη την φωτιάν, και εξηκολούθησεν: — Από πού με το καλό, αυτός πάλε! Ας είν’ καλά οι χριστιανοί! Τα ποτήρια ξεπλύνετε, και οι παίδες ας κερνούν. Ζήτω η κρασοκατάνυξις! Ευλόγησον, πατέρες! Έσκυψεν εις την εστίαν και ήρχισε να φυσά διά φυσητήρος εκ καλάμου. Είτα επανέλαβεν: — «Έδωκας, ηγούμενε, των καλογήρων διακόνημα…».


154

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Έψαλε τούτο εις ήχον τέταρτον, μεθ’ ο, εις πεζόν λόγον, προσέθηκε: — Πού τους βρίσκει, ο γέροντάς μου, και τους μαζώνει! Τρέχα, Γαβριήλ. Καφέδες, Γαβριήλ. Και να έφερναν τίποτα πρόσφορα το ελάχιστο! Μ’ αυτοί έρχονται με άδεια τα χέρια. «Του κελλάρη έδωκας κλειδιά εις τα χέρια του» (τούτο το είπε ψαλτά· είτα χύμα). «Βάστα, γερο-Γαβριήλ. Σαν είσ’ αββάς, βάστα!». Την στιγμήν εκείνην ο μπαρμπα-Κωνσταντός έκαμε κίνησίν τινα, εμισοξύπνησε, κι εγύρισεν από το άλλο πλευρόν. — Χαλάλι να του γίνη, εγόγγυσεν ο πατερ-Γαβριήλ. Νυστασμένος μάς ήλθεν ο άνθρωπος. Θέλω να ξέρω, αυτοί, κάτω στο χωριό, δεν κοιμούνται τάχα, δεν έχουν σπίτια, δεν έχουν κάμαρες; Κινούν δύο ώρες δρόμο κι έρχονται στον Άι-Χαράλαμπο για να κοιμηθούν; Ταμάμ! Ευλόγησον, πατέρες!… Και είτα έψαλε: — «Δίδει τον οίνον λιγοστόν…». Αλλ’ ο μπαρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφείς επί του άλλου πλευρού, δεν επανεύρε τον ύπνον, αλλ’ ανασηκωθείς επί του αγκώνος, εγύρισε βλέμμα προς τον μοναχόν και τον ηρώτησε: — Τι ώρα είναι, πάτερ; — Τι ώρα;… ώρα που νύχτωσε… ώρα που φέγγουν τ’ αστέρια… — Το φεγγάρι δε βγήκε ακόμα; — Τι να σε κάμη το φεγγάρι, χριστιανέ μου;… Το φεγγάρι δεν κόβει μονέδα… — Περιμένω να βγη το φεγγάρι για να φύγω, και γι’ αυτό σ’ ερωτώ, είπεν ησύχως ο μπαρμπα-Κωνσταντός. — Να φύγης;… για πού αν θέλη ο Θεός;


ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

155

— Δεν ήρθαν τίποτε ξωμερίτες απ’ τα καλύβια; — Μου κάνουν τη χάρη να μη ’ρθούν, είπεν ο Γαβριήλ. Σου φέρνουν ένα πρόσφορο και σου φαρμακώνουν μια κότα ολάκερη· σου φέρνουν ολίγο νάμα, και σου αδειάζουν μια δαμιδζάνα σωστή… Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη η φωνή του ηγουμένου από της θύρας του κελλίου. — Α! ξυπνητός είσαι, κύριε πάρεδρε, έλεγεν ο παπα-Αζαρίας· κι εγώ ενόμισα, ότι ο Γαβριήλ ωμιλούσε πάλι μοναχός του, καθώς το συνηθίζει. Καλά που έπιασε κουβέντα με άνθρωπον. — Χμ!… Γχ!… έπνιξε τους γογγυσμούς του μέσα του ο Γαβριήλ. Είτα, ψιθύρω τη φωνή, προσέθηκεν: «Ευλόγησον, πατέρες!». — Δεν εκοιμήθηκα καθόλου, γέροντα, απήντησεν ο μπαρμπα-Κωνσταντός, όστις πράγματι δεν ενθυμείτο ποσώς αν είχε κοιμηθή ή όχι… — Και δεν άκουσες τον Γαβριήλ να μιλή μοναχός του… — Δεν τον άκουσα… Ίσως να έκλεψα έναν ύπνον ίσα μ’ ένα «Πιστεύω». — Περιμένω τους βοσκούς· όπου είναι έφθασαν, είπεν ο Άι-Χαραλαμπίτης ιερεύς· άμα έλθουν, εγώ ο ίδιος θα υποχρεώσω έναν απ’ αυτούς να σε συντροφέψη γι’ απάνου… — Ευλόγησον, είπεν ο μπαρμπα-Κωνσταντός, όστις δεν το επεθύμει διακαώς μέσα του. — Ως που να έλθουν, επανέλαβεν ο παπα-Αζαρίας, επειδή συνηθίζω και διαβάζω τας «Πράξεις» αποβραδύς, κατά το παλαιόν «Τυπικόν», να πάρουμε έναν καφέ, και να με συντροφέψης, αν αγαπάς, εις την εκκλησίαν, διά να


156

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

με βοηθήσης να διαβάσουμε μαζί τας «Πράξεις»*. — Ευχαρίστως, είπεν ο μπαρμπα-Κωνσταντός. — Τες διαβάζω εγώ τες «Πράξεις», εγόγγυσεν ο Γαβριήλ, όστις εζήλευεν άμα έβλεπεν έκτακτον βοηθόν ή ψάλτην εν τω ναΐσκω. — Εσύ, Γαβριήλ, θα κάμης περισσότερα λάθη από όσες λέξεις είναι τυπωμένες μες στο βιβλίο. Μόνον να μας κάμης δύο καλούς καφέδες, ιδιορρυθμίτικους** και να μας τους φέρης από κει. Ορίστε, κυρ-Κωνσταντό, να περάσουμε στο κελλί το άλλο. Ο μπαρμπα-Κωνσταντός ηγέρθη, έλαβε την ράβδον του, τον τορβάν και το κυλίμι και μετέβη εις το κελλίον του πατρός Αζαρία. Οι τρεις νεαροί βοσκοί, κρατούντες τας λαμπάδας των χαμηλά με την αριστεράν, περισκέποντες το φως με την δεξιάν, από της προσπνεούσης νυκτερινής αύρας, ενώ η σελήνη, υψηλά αναπλέουσα τον ουρανόν, είχε κρυφθή εις σύννεφα, έτρεξαν πρώτοι εμπρός, ο δε πρώτος αναγγείλας την είδησιν αιπόλος ήρχετο οπίσω. Κατέβησαν κάτω εις το ρεύμα, χωρίς ν’ ακούσωσι φωνάς, και ήρχισαν να υποπτεύωσιν, ότι ο πρώτος βοσκός ίσως είχεν «αυτιασθή», και είχεν ακούσει φωνάς, μη υπαρχούσας πράγματι. Αλλ’ ο αιπόλος διεμαρτύρετο, λέγων, ότι δεν ηπατήθη, και ότι είχεν ακούσει ευκρινώς φωνήν λέγουσαν: «Πού είσαστε; Πού είσαστε;». Διά να βεβαιωθή έτι μάλλον αυτός, πείθων και τους * Αι πράξεις των Αποστόλων αναγινώσκονται, κατά το αρχαίον Τυπικόν εν τοις ιεροίς μοναστηρίοις, αφ' εσπέρας του Μ. Σαββάτου, προ της Παννυχίδος δηλ. και του όρθρου του Πάσχα. ** Ιδιόρρυθμα λέγονται τα μοναστήρια όσα δεν είναι Κοινόβια, δεν τηρούσι δηλ. την αρχαίαν αυστηράν κοινοβιακήν τάξιν.


ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

157

άλλους, ο βοσκός ήρχισε να φωνάζη: «Ε! δω είμαστε! Ποιος είναι;». Ασθενής φωνή απήντησεν. Αλλά δεν διέκριναν τας λέξεις. Αφού προέβησαν ολίγα βήματα παρεμπρός, οι βοσκοί πάλιν εφώναξαν: «Ε! ποιος είσαι; πού βρίσκεσαι;». Η φωνή ευκρινέστερον απήντησε: — Δω είμαι!… ελάτε παραδώ… Και η φωνή επνίγη εις στεναγμόν. — Κάποιος θα ’πεσε κι εγκρεμοτσακίσθη πουθενά μες στο ρέμα, εσκέφθη μεγαλοφώνως ο είς των βοσκών. Τω όντι, όταν ήκουσαν τον μορμυρισμόν του ύδατος του μικρού χειμάρρου, ρέοντος διά μέσου βράχων και αμμωδών χώρων εναλλάξ εις το βάθος της κοιλάδος, κι επλησίασαν εις την ρίζαν ενός βράχου, είδον το σώμα ανθρώπου κειμένου εκεί, δίπλα εις το ψιθυρίζον και κατερχόμενον εις την θάλασσαν ελικοειδές ρεύμα. Ήτο αυτός ο κυρ-Κωνσταντός, ο τρίτος πάρεδρος. Τον ανεκίνησαν. Δεν ήτο βαρέως πληγωμένος, αλλ’ είχε βαρέσει εις την αριστεράν πλευράν, πεσών από ύψος ανδρικού αναστήματος, από τον βράχον. Περί ώραν δεκάτήν ευρωπαϊστί, αφού ανέτειλεν η σελήνη, είχεν αναχωρήσει από τον Άγιον Χαράλαμπον, όχι τόσον διότι το επεθύμει, όσον διότι ο παπα-Αζαρίας, ο υποχρεωτικός και πρόθυμος φίλος, όταν επρόκειτο ν’ αποπέμψη οχληρόν, είχε παρακαλέσει ένα των ελθόντων χωρικών, και είχεν επιμείνει, ίνα συνοδεύση ούτος τον μπαρμπα-Κωνσταντόν, απερχόμενον εις Άγιον Ιωάννην, όπου είχε δώσει υπόσχεσιν να υπάγη. Ο χωρικός, με προθυμίαν όχι εμφαντικωτέραν της του παπα-Αζαρία, μεγαλυτέραν δε της του κυρ-Κωνσταντού, συνώδευσε τον πάρεδρον εις ικανόν μέρος της οδού έως τα


158

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Καμπιά, εις το ύψος του βουνού, οπόθεν έπρεπε να κατηφορίση τις, διά να φθάση εις τον ναΐσκον του Προδρόμου, κι εκεί, αφού του έδειξεν ακριβώς τον δρόμον, του ηυχήθη καλήν Ανάστασιν και τον εγκατέλιπε μόνον. Ο μπαρμπα-Κωνσταντός ηκολούθησε κατ’ αρχάς επί πολύ τον κύριον δρόμον, όστις ήτο μοναδικός και ευδιάκριτος υπό το φως της σελήνης, μόνην συντροφίαν έχων τους θάμνους, όσοι ίσταντο δεξιά και αριστερά διαχαράσσοντες την οδόν, τα δένδρα, τα οποία ελάμβανον φανταστικά σχήματα ή εσχημάτιζον σκιάς, εν μέσω των οποίων το όμμα έβλεπε πολλάκις φάσματα και ακινήτους ανθρώπους, τους βράχους, οίτινες, καθόσον επλησίαζε προς την βόρειον ακτήν, επληθύνοντο κι εξετόπιζον τα δένδρα, το δειλό κελάδημα ολίγων πτηνών, κρυμμένων εις τας λόχμας, τον κρότον της αύρας, σειούσης τους κλώνας και τας κορυφάς των δένδρων, και τον μυστηριώδη θρουν της φυλλάδος, τον παραγόμενον υπό αγνώστων νυκτερινών πλασματίων, υπό μικρών κατωτέρων πνοών, κρυπτουσών την ύπαρξίν των εν μέσω του σκότους και της μοναξίας. Αλλ’ όταν έφθασεν εις μέρος, όπου η οδός ετέμνετο εις δύο μικρά μονοπάτια, το έν ανατολικώτερον, το άλλο βορειοδυτικόν, ευρέθη εις αμηχανίαν ποίον μονοπάτι να λάβη. Όσον και αν είναι εντόπιος είς άνθρωπος, όστις εκτάκτως, άπαξ κατά δύο ή τρία έτη, εξέρχεται εις μακράν σχετικώς εκδρομήν, εις τους μικρούς τόπους, πάντοτε ευρίσκεται εις αμηχανίαν, όταν μάλιστα το τοπίον είναι κάπως άγριον και δεν έχη ο ίδιος κτήματα εις το μέρος εκείνο. Οι δρόμοι από έτους εις έτος αλλάζουν, πολλάκις παλαιαί οδοί εκχερσούνται ή καλλιεργούνται και δεν πατούνται πλέον, εκ της πλεονεξίας μικρού γαιοκτήμονος, όστις περιφράττει εντός του χωραφίου του έν ή δύο στρέμματα γης περισσότερον και μεταθέτει τον φράκτην


ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

159

μίαν ή δύο οργυιάς απωτέρω. Ενίοτε συμβαίνει και το εναντίον· αδιαφιλονείκητος ελαιών γνωστού κτηματίου πατείται και γίνεται δρόμος, χάριν της ευκολίας των διαβατών· άλλοτε οι βοσκοί και αι αίγές των ανοίγουσι νέον μονοπάτι διά να «αραδίζουν», άλλοτε εγκαταλείπουσι και αφήνουσι να εκχερσωθή παλαιά και γνώριμος οδός. Αφού επί πολύ εδίστασεν ο μπαρμπα-Κωνσταντός, επροτίμησε τέλος το βορειανατολικόν μονοπάτι, και κατέβη ταχέως εις το ρεύμα του Χαιρημονά, αλλ’ εκεί δεν δύναται να βαδίζη τις, εκτός αν είναι δωδεκαετής παις, και ψάχνη διά καβούρια, την ημέραν. Ο δε κυρ-Κωνσταντός ήτο εξηκοντούτης, ήτο νυξ και δεν εζήτει καβούρια. Το ρεύμα της πηγής του Χαιρημονά, ενούμενον κατωτέρω με το ρεύμα της Παναγίας Δομάν, σχηματίζει ποτάμιον, κατερχόμενον εις την θάλασσαν δι’ αποτόμου κατωφερείας, διά βράχων και μικρών καταρρακτών. Στιγμήν τινα, καθ’ ην η σελήνη είχε κρυβή άνω εις νέφος και δεν είδε καλά, δεν επάτησε στερεά, ωλίσθησεν από ένα βράχον κι έπεσε με την κεφαλήν και τον κορμόν εις την άμμον, με τους πόδας εις το νερόν. Ο μπαρμπα-Κωνσταντός εκτύπησεν ελαφρώς και επόνεσεν, εκ του τιναγμού μάλλον και του φόβου, ή εκ του κατάγματος. Ευτυχώς, ολίγω πριν, όταν ευρίσκετο εις το ύψωμα, επάνω εις μέγαν υπερκείμενον βράχον, είχεν ιδεί την αντιλαμπήν του μικρού ναΐσκου, όπου αρτίως είχε ψαλή η Ανάστασις, και είχεν εννοήσει, ότι δεν απείχε πλέον πολύ από τον Άγιον Ιωάννην. Ζαλισμένος από την πτώσιν, ήρχισε, με όσην είχε ακόμη δύναμιν, να φωνάζη: «Πού είσαστε; πού είσαστε;». Και την φωνήν ταύτην είχεν ακούσει ο πρώτος βοσκός, όστις είχεν εξέλθει προς στιγμήν του ναού, διά να ίδη πώς είχον αι αίγες του. Ο κυρ-Κωνσταντός εσηκώθη, χωλαίνων, ηκολούθησε


160

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

τους βοσκούς, έφθασεν εις τον ναΐσκον, όταν ο ιερεύς είχεν αρχίσει τον ασπασμόν, επροσκύνησε και έλαβε την θέσιν του εις τον χορόν. Έψαλεν εις όλην την λειτουργίαν, με όλον το πέσιμόν του και το πόνεμά του. Έξω, υπό το φέγγος της σελήνης, δεξιόθεν του ναΐσκου, έβρεμε γενναίον πυρ, και ο μπαρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, ο εκ των πλησιοχώρων της πολίχνης ελθών ποιμήν, είχεν οβελίσει ήδη έναν αμνόν και τον έψηνε. Δίπλα του, πρόθυμος διά να τον βοηθή, εκάθητο, ακουμβών επ’ αυτού του τοίχου της εκκλησίας, ανθρωπίσκος τις εκ της πόλεως, όστις δεν είχεν εννοηθή πότε και πώς είχεν έλθει εκεί, ο Γιάννης ο Μπουκώσης. Ανάμεσα εις την πυράν και εις τον τοίχον, ο μπαρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, με την κιτρίνην ζωνάραν, το ξυραφισμένον γένειον και τον αγκιστροειδή μύστακα, είχεν αφήσει το μαχαίρι του μετά του θηκαρίου, και ο Γιάννης ο Μπουκώσης, από πολλής ώρας, δεν είχε παύσει να ρίπτη το βλέμμα εναλλάξ εις το ροδοκοκκινίζον σφακτόν και εις το μαχαίριον. Αντικρύ, παρά την ρίζαν ενός σχοίνου, ίστατο μεγάλη φλάσκα. Εκ του τρόπου μεθ’ ου ίστατο ακουμβημένη εις το κλαδίον του σχοίνου, εφαίνετο πλήρης οίνου μοσχάτου και μαύρου μεμιγμένου. Το ροδοκοκκινίζον σφακτόν έκνιζεν και έσιζεν εις το πυρ, η φλάσκα, ως άλλη κλώσσα καλούσα τους νεοσσούς της υπό τας πτέρυγας, εφαίνετο καλούσα τους βοσκούς εις ευωχίαν υπό τους ατμούς της, ετοίμη να κλώξη και να φυσήση εις την ελαχίστην επαφήν της χειρός, εις την ελαχίστην προσέγγισιν του χείλους εις την θηλήν της. Δύο χωρικοί, όρθιοι, πέντε βήματα μακράν του ψητού, της φλάσκας και του σχοίνου, ίσταντο και συνωμίλουν ζωηρώς. Είχαν εύρει την ώραν και τον τόπον να λογομαχήσωσι δι’ έν χωράφιον τεσσάρων στρεμμάτων, περί του οποίου εμάχοντο από ετών.


ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

161

Αντικρύ, προς μεσημβρίαν, επί του βραχώδους λόφου, ανάμεσα εις πέντε βράχους, εις τρία μονοπάτια και εις κρημνόν, ευρίσκετο το διαφιλονεικούμενον χωράφιον. Ο είς των χωρικών εχειρονόμει, κι εδείκνυε προς τα εκεί, και ισχυρίζετο ότι το χωράφιον το ιδικόν του είχεν σύνορον ακριβώς τον τρίτον βράχον προς τα δεξιά. — Εγώ το ηύρα παππούδικό μου, έλεγε· δε ρωτάς και το Γιάννη της Ψαροδήμαινας, που είμαστε γειτόνοι, εδώ και τριάντα χρόνια;… — Τα σύνορα είναι μες στη μέση, ανάμεσα στον δεύτερο και στον τρίτο βράχο, εκεί που βαθουλαίνει ο τόπος, διετείνετο ο άλλος χωρικός· φαίνεται ακόμη που ήτον, τον παλαιόν καιρό, αποσκαφή… — Κοδζάμ βράχος, αντέκρουσεν ο πρώτος, κι εγώ θα πάω να γυρέψω να βρω την αποσκαφή, για να την κάμω σύνορό μου;… Ο μπαρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης ήρχισε να γυρίζη αμελέστερον την σούβλαν με το σφακτόν, και η προσοχή του όλη απερροφήθη υπό των δύο χωρικών και της λογομαχίας των. Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβε σιγά σιγά το μαχαίριον, το απεγύμνωσε από το θηκάριόν του, έκοψεν επιτηδείως τεμάχιον από τη νεφραμιά του σφακτού, το οποίον έπαυσε σχεδόν να περιστρέφεται, και το κατεβρόχθισεν απλήστως. Ο μπαρμπα-Δημήτρης ουδέ παρατήρησε καν την κλοπήν και την λαιμαργίαν του ανθρωπίσκου. Εξηκολούθησε να προσέχη εις τους δύο ερίζοντας. — Και είναι και μέσα στο μπολέτι καθαρά γραμμένο, έλεγεν ο πρώτος των δύο· το πήγα στον παπα-Λευθέρη, που ξέρει να διαβάζη τα παλαιά γράμματα, και μου το διάβασε τόσες φορές.


162

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

— Από μπολετιά δεν ιδρώνει εμένα το μάτι μου, αντέλεγεν ο δεύτερος· σαν έχης όρεξη, δεν πας στον μπαρμπ’-Αναγνώστη τον Αγέλαστο, να σου φτιάση όσα ψεύτικα μπολετιά θέλεις;… Ο Δημήτρης ο Καμπογιάννης επρόσεχεν όλος εις την λογομαχίαν των δύο αγροτών. Ο Γιάννης ο Μπουκώσης έλαβεν εκ νέου το μαχαίριον, το οποίον δεν είχεν επιστρέψει εις το θηκάριόν του, έκοψε δεύτερον, γενναιότερον, τεμάχιον από το μισοψημένον σφακτόν, και το κατέπιε μονοκόμματον. Η έρις των δύο χωρικών εξηκολούθει, και η προσοχή, μεθ’ ης την παρηκολούθει ο Καμπογιάννης ήτο αδιάπτωτος. Ο Μπουκώσης, όστις ενόει την μυστηριώδη γλώσσαν της φλάσκας, δι’ ης αύτη εκάλει τους φίλους της, ως κλώσσα τους νεοσσούς της, έκαμεν έν βήμα με τον δεξιόν πόδα, εν σχήματι ορθής γωνίας, δεύτερον βήμα με το αριστερόν γόνυ εις το έδαφος, εξηπλώθη τετραποδίζων, επλησίασεν εις τον σχοίνον, και λαβών την μεγάλην οινοβριθή φλάσκαν την επλησίασεν εις τα χείλη του, και έπιε γενναίαν δόσιν απνευστί. Είτα, φύσει φρόνιμος και γνωρίζων, ότι, αν έκαμνε και τρίτην απόπειραν κατά του σφακτού, ήτο φόβος μη φωραθή επί τέλους, επέστρεψε παρά τον τοίχον της εκκλησίας, ολίγον τι απώτερον της πυράς, εμαζεύθη κι εφαίνετο τόσον άκακος και νήστις, ως να μην είχεν πασχάσει όλως. Όταν, αφού ο ιερεύς εξήλθε τελευταίος από της λειτουργίας και εστρώθη η τράπεζα εις τα πρόθυρα του ναού (ήτον περί τα γλυκοχαράματα), ο μπαρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης επεχείρησε να τεμαχίση το ψητόν, παρετήρησεν, ότι κάτι έλειπεν από τη νεφραμιά, αλλ’ εκαμώθη, ότι δεν ενόησε τίποτε, και αποτεινόμενος προς τον Γιάννην τον Μπουκώσην είπε.


ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟΣ ΨΑΛΤΗΣ

163

— Κύτταξε!… Περίεργο… Δεν είναι παράξενο να γεννήθηκε σακάτικο αυτό το αρνί, παιδί μου Γιάννη; Εξηκολούθησεν ησύχως να κατακόπτη το ψητόν, είτα επανέλαβε: — Πολλά παράξενα σημεία και θάματα γίνονται σ’ αυτά τα στερνά χρόνια… Για βάλε με το νου σου, να φέρω αρνί, σακάτικο γεννημένο απ’ τη μάνα του, και να μην το καταλάβω… Τι να γένη, ας έχη δόξα ο Θεός! Ο Γιάννης ο Μπουκώσης δεν είπε γρυ. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, καθ’ ην παρετίθετο επί της τραπέζης το ψητόν, ο μπαρμπα-Δημήτρης έκρυψεν επιτηδείως τις δύο στάμνες του νερού, οπού είχεν ακόμη γεμάτες, κι επαρουσίασεν εις την τράπεζαν δύο άδειες, λέγων, ότι δυστυχώς είχε λησμονήσει να στείλη εγκαίρως εις του Χαιρημονά την βρύσιν να πάρη νερόν, και ήτο ανάγκη να υπάγη τώρα κάποιος. — Σ’ εσένα πέφτει ο κλήρος, παιδί μου Γιάννη, είπεν αποτεινόμενος προς τον Μπουκώσην. Σύρε να γεμίσης τα δύο σταμνιά, να ’χης την ευκή του παπά μας, και σε καρτερούμε, δεν τρώμε… Πάρε και μια αναμμένη λαμπάδα να βλέπης στο δρόμο, και πάτει γερά, όμορφα όμορφα… να μη σπάσης τα σταμνιά, και το πάθης σαν το τραγούδι που λένε… και μας αφήσης κι εμάς χωρίς νερό. Ο Γιάννης ο Μπουκώσης επεθύμει ν’ αρνηθή, αλλά δεν ετόλμα. Εφορτώθη τα δύο σταμνία κι εξεκίνησε διά την πηγήν του Χαιρημονά, ήτις απείχε περί τα δύο μίλια, και ήτις έτρεχε τόσον φειδωλή, ως το δάκρυ των εξηντλημένων οφθαλμών. Εχρειάζετο σωστήν μίαν ώραν διά να υπάγη, να γεμίση τα σταμνία και να επιστρέψη. Ευθύς ως ανεχώρησεν ούτος, ο μπαρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, έβγαλεν εις το φανερόν τας δύο πλήρεις στάμνας, και επειδή ο ιερεύς δεν ενόει, εξηγήθη και είπεν:


164

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

— Είχα νερό, μα ήθελα να τόνε παιδέψω τον αφιλότιμο… Ακούς εκεί να μου κάμη γρουσουζιά, χρονιάρα μέρα, να μου κόψη μεζέδες από το σφαχτό, ενώ το έψηνα, και να μην πάρω κάβο… Όταν επέστρεψεν από την βρύσιν του Χαιρημονά, φέρων τα δύο σταμνιά, ο Γιάννης ο Μπουκώσης, ήτο ήδη ημέρα, το ψητόν είχε καταβροχθισθή, και μόνη η διακριτική φιλαδελφία της θεια-Μαθηνώς της ψευτομετάνισσας, και της θεια-Σειραϊνώς, της σημαιοφόρου των πανηγυριών, του είχε φυλάξει ολίγα τεμάχια του αμνού διά να φάγη και κάμη Λαμπρήν ο πειναλέος ανθρωπίσκος. 1893


ΚΟΚΚΩΝΑ ΘΑΛΑΣΣΑ — Μάινα, κόντρα φλόκο! σβέλτα! Μάινα μπαμπαφίγκο! Μάινα όξου φλόκο! Μπρούλια ράντα! μπρούλια μαΐστρα! μπρούλια τρίγκο! Τις θα το επίστευεν, ότι από ένα μικρόν αμυδρόν μαυράδι έμελλε να εξέλθη τόση τρικυμία; Πώς από μίαν μικράν κηλίδα, την οποίαν προθύμως παραβλέπουν εκάστοτε οι άνθρωποι, ρημάζουν υποθέσεις και ναυαγούν φιλοδοξίαι! Ο ουρανός ήτον ως παμμεγίστη, άπειρος κανδήλα, ολίγω πρότερον. Η θάλασσα εκουφόβραζε, ως γιγαντιαία χύτρα επάνω εις σιγανήν φωτιάν. Πέραν εκεί, εις την άκρην όπου έφθανε το όμμα, ήσαν τα «θεμέλια» του ορίζοντος. Εκεί ήσαν μερικά «καθίσματα». Εκεί είχε φανή κάτι θολόν και μαύρον. Ήτον εκείνο το ρύγχος της τρικυμίας. Ο καπεταν-Τζώνης το είδε, το διέκρινε, και την ανεγνώρισεν. Ολίγα λεπτά παρήλθον, και η τρικυμία ενεφανίσθη πάνοπλος, με όλους τους βρόντους και τας ηχούς της, με όλα τα ρίγη και τας φρικιάσεις των ανθρώπων και των κυμάτων. — Μάινα γάμπιες! μάινα μέσα φλόκο! αλέστα!… Τιρα-μόλα!… Στα πόστα σας! Από την κανδήλαν την αχανή εκείνην κατήλθεν η βοή, ο ροίβδος της λαίλαπος, και από το κουφόβρασμα το ύπουλον ανέβη ο ρόχθος της θαλάσσης, ζευχθέντα εις φοβερόν υμέναιον, προσοχθούντα επί της ελεεινής σανίδος·


166

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ήτον ως βέλασμα οιονεί από χιλιάδας και μυριάδας ερίφια-κύματα, χαιτήεντα, φριξότριχα, κερασφόρα· και ο Βορράς, ο χιονόμαλλος βασιλεύς των χειμώνων, τα έσπρωχνε και τα ήλαυνεν εμπρός, κατά τους βράχους πάντοτε και τας εσχατιάς· ζητούντα να εύρουν τέρμα, και τέρμα δεν εύρισκον, ειμή την σανίδα την ταλαίπωρον· και την κατεπάτησαν, και την έκαμαν δρόμον, βόσκοντα την σκωρίαν της, λείχοντα τας πληγάς της, ροφώντα την δύναμίν της. Εν μέσω δε και υπεράνω όλης αυτής της πάλης και της βοής, την οποίαν συνετέλουν επαναβαίνοντα τ’ αχθοφόρα κύματα, αντήχει ως θρήνος οξύς το σφύριγμα, των τροχαλιών, όμοιον με την απηλπισμένην κραυγήν πτωχής ερημικής κόρης, σπαρασσομένης το δέμας, βιαζομένης την τιμήν, υπό φαύλων βιαστών εις έρημον τόπον, υπό το όμμα του πολυευσπλάγχνου και παντοδυνάμου Κριτού, του καθημένου επί των Χερουβίμ, του βλέποντος αβύσσους. — Φίλο γάμπια! τιμόνι σοφράν!… Παίρνετε μπράτσα! ι-πόντα! Από μπράτσο εις μπράτσο, από μαντάρι εις μαντάρι, επηδούσαν ακαταπαύστως οι ναύται, και ως αράχναι, ως μυίαι, εκολλούσαν στα διάφορα σχοινιά. Εν τοσούτω ο πλοίαρχος είχε διακρίνει μικρόν σημείον υφέσεως ήδη. Η φουρτούνα έμελλεν εξάπαντος να «στρώση». Θα ήτον ολιγώτερον σφοδρά και περισσότερον διαρκής. — Πόδτσα-λα-μπάντα! φίλο γάμπια! Τιμόνι σοφράν!… Μόλα γάμπια! μόλα μαΐστρα!… Η φουρτούνα έγινεν οριστικώς στρωτή, και επήλθε μικρά ανάπαυλα. Οι σύντροφοι εσπόγγιζον τον ιδρώτα των, την άχνην, τους αφρούς του κύματος. Το βρίκιον έπλεε με μεγάλην ταχύτητα. Κατάρτια και πινά έτριζαν φοβερώς. Εφαίνοντο ότι «τώρα θα πέσουν». Ο καπεταν-Τζώνης ήναψε την πίπαν του, κι εστάθη ακουμβών επάνω στο παραπέτο της πρύμνης.


ΚΟΚΚΩΝΑ ΘΑΛΑΣΣΑ

167

Δύο ναυτάκια επλησίασαν σιγά σιγά κοντά εις τον πλοίαρχον. Δεν εφαίνοντο να ήσαν πολύ κουρασμένοι από την βάσανον, από την αγγαρείαν την οποίαν επέβαλεν η τρικυμία. Ήσαν ναυτομαραγκοί, από το Ταϊγάνι ερχόμενοι, μάλλον ως επιβάται. — Ε, καπετάνιο, θα μας βγάλης απ’ κάτ’ στη χώρα εμάς; — Θα μας κάμης, καπετάνιο, τη χάρη; — Κάλια τρίγκο!… Μόλλα γάμπια, φλόκο! μόλλα τρίγγο! Ο πλοίαρχος ανέπνευσεν ανετώτερον, αφού έδωκε και το τελευταίον τούτο πρόσταγμα. — Ε, καπετάνιο μ’; — Να ’χης πολλή ζωή, και καλά ταξίδια… — Τι λέτε, παιδιά; Ο καιρός είχε στρίψει, σοροκολεβάντης. Πώς να σηκώση πλώρην το καράβι, να παραστρατίση; Πώς να πλησιάση εκεί που έλεγαν τα δυο ναυτόπουλα; — Τώρα είναι καιρός, παιδιά, ν’ αρμενίζουμε καταπάν’ στον αέρα; — Μας το ’ταξες, καπετάνιο. — Μας το είπες, καραβοκύρη μ’. — Ελέγαμε δα, αν ήτον καιρός, να μας πήγαινε σοφράν απ’ τα ρημονήσια. Τότε, θα μας έδινε χέρι να ζυγώσουμε κατά κει. Τώρα, ιδέτε πώς μας μπατάρει… και πού μας σκαντζάρησε… κι όλο μάς ξεπέφτει. Τα δύο ναυτομαραγκάκια έλαβον στάσιν. Ο ένας εκουνήθη επάνω εις το δεξιόν σκέλος του. Ο άλλος ετάνυσε τον αριστερόν βραχίονα. — Αυτή δεν είναι καμμιά φουρτούνα απ’ εκείνες, καπετάνιο, είπεν ο πρώτος ο μεγαλύτερος και υψηλότερος των δύο, όστις έφερεν ήδη ψηλαφητόν μύστακα· αυτή


168

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

δεν είναι μαύρη φουρτούνα, να ’ρχεται από μακριά· είναι άσπρη φουρτούνα. — Μάλιστα· αυτή είναι — συνεπλήρωσεν ο δεύτερος, ο έχων τον μύστακα επανθούντα — είναι άσπρη φουρτούνα κι έρχεται από κοντά. — Δεν είναι καμμιά φουρτούνα, κατάλαβες, αυτή, να ’ρχεται απ’ αλάργα· κύτταξε τι κοκκώνα θάλασσα, μπονάτσα λάδι. — Αλήθεια, υπεστήριξεν ο δεύτερος, άσπρη φορτούνα, μαθές· καμαρωμένη νύφη θάλασσα. Ο πλοίαρχος εμειδίασε, λίαν καλόκαρδος. Αυτός ο οποίος ανεγνώριζε μακρόθεν το ρύγχος της τρικυμίας — τη μούρη της! — είχεν ανάγκην να λαμβάνη μαθήματα από τους νεωτέρους! Πλην δεν εθύμωσε. — Χα, χα, χα! Πολλά ξέρετ’ εσείς τα Σκοπελιτάκια. Οι δύο ναυτομαραγκοί κατήγοντο πράγματι από την Σκόπελον, την νήσον εκείνην, ήτις εξασκεί γλυκείαν μαγείαν εφ’ όλων των τέκνων της, και μεταβάλλει εις φανατισμόν την αγάπην της πατρίδος· την νήσον, προς έπαινον της οποίας ο λόγιος και εμπνευσμένος υιός της Καισάριος ο Δαπόντες, συνέθεσε κατά την παρελθούσαν εκατονταετηρίδα ασματικόν κανόνα προς το «Ανοίξω το στόμα μου» — κανόνα αρχόμενον από τας λέξεις: «Κρασί Σκοπελίτικο». Την νήσον των νοσταλγών, εις τους κόλπους της οποίας διά να επανέλθουν τα φιλόστοργα τέκνα της, επιβιβάζονται από το Ταϊγάνι, από την Βραΐλαν, από την Οδησσόν, πριν παγώσουν τα νερά, χειμώνα καιρόν, ή ευρίσκουν άλλο μέσον πορείας, εάν επάγωσαν ήδη, και ταξιδεύουν δύο μήνας, τρεις μήνας — εις την εποχήν των ιστίων — μόνον διά ν’ αξιωθούν να φθάσουν εγκαίρως εις την Σκόπελον, διά να εορτάσουν τα Χριστούγεννα ή διά να κάμουν αποκρηές και γίνουν «μουτσούνες».


ΚΟΚΚΩΝΑ ΘΑΛΑΣΣΑ

169

Τώρα δεν ήρχοντο πλέον Χριστούγεννα, είχαν περάσει κι αι Απόκρεω. Ήτο Μάρτιος μην, και ήρχετο το Πάσχα. Και πολλοί εκ των ξενιτευμένων είχον καταβή εγκαίρως εις την πόλιν, όπως ημπόρεσαν. Αν έκαμαν τόσην θυσίαν διά να προλάβουν την Απόκρεω, πόσω μεγαλυτέραν θα έκαμναν διά το Άγιον Πάσχα! — Ας γίνη το θέλημά σας, είπε τέλος ο καπεταν-Τζώνης. Έχετε ανθρώπους και σας καρτερούν, κι άμποτε να σας χαρούν, παιδιά… Εμένα, ποιος;… Εμορμύρισε, και πάραυτα εσιώπησε. Μικρόν νέφος μελαγχολίας εφάνη σκιάζον τους οφθαλμούς του, όμοιον μ’ εκείνο, το οποίον γεννά την τρικυμίαν, και το οποίον οι Λυγκείς των θαλασσών βλέπουσιν εγκαίρως μακρόθεν. — Τώρα θα κάμουμε, επανέλαβεν είτα ο πλοίαρχος μια βόλτα έως τον κάβο εκεί, κι άλλη μια ως το νησάκι πέρα… κι εσείς αλέστα!… Πάρτε τη σκαμπαβία, ρίξετε τα πράματά σας μέσα… πηδάτε σβέλτα κι εσείς και δυο κουπιά… και μεθαύριο, α θέλ’ ο Θεός, μας στέλνετε τη σκαμπαβία πέρα, στο λιμάνι το δικό μας… Καλό κατευόδιο, παιδιά· με καλό να κάμετε Λαμπρή! — Ευχαριστούμε πολύ, καπετάνιο· με καλό να πας στο σπίτι σου· και καλά ταξίδια· μάλαμα το καρφί! Ύστερα από δυο ή τρεις βόλτες, τα δύο Σκοπελιτάκια κατεβίβασαν την αποσκευήν των εις την μεγάλην βάρκαν, πηδώντες και χορεύοντες από την χαράν των, όσον και από την φουσκοθαλασσιάν των κυμάτων. Κατερριχήθησαν και αυτοί κάτω, έπτυσαν εις τας χείρας των και έλαβον τας κώπας. Απείχον δύο ή τρία μίλια, καταντικρύ εις τον μώλον του λιμένος της πόλεώς των, και με σύντονον κωπηλασίαν δεν θ’ αργούσαν να φθάσουν. — Καλό κατευόδιο, παιδιά! — Καλά ταξίδια· και καλή Ανάσταση!


170

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Όλην την νύκτα έπλεε το σκάφος με τα ρεύματα. Ο άνεμος είχε κοπάσει και το απόγειον της νυκτός εφύσα ελαφρά! Το πρωί με τα γλυκοχαράματα, ο πλοίαρχος εξημερώθη εις τον λιμένα της νήσου του. Οι δύο εκείνοι γιγαντοφυείς αδελφοί, ο Ώτος και Εφιάλτης, οίτινες είχον επιχειρήσει το πάλαι, ως διηγείται ο θείος Όμηρος, να βάλουν την Όσσαν επάνω εις τον Όλυμπον, και το Πήλιον επάνω εις την Όσσαν, διά να κάμουν σκάλαν ν’ ανεβούν εις τον ουρανόν, όταν ήσαν παιδία ανήλικα ακόμη, εγύμναζον τους βραχίονάς των, παίζοντες εις τον αιγιαλόν κάτω. Έπαιρναν μικρά χαλίκια πλακαρά, ανάλογα με το ανάστημά των και έκαμναν «ψωμάκια», ρίπτοντες ταύτα εις την θάλασσαν διά κυματοειδούς κινήσεως του πήχεως και της χειρός, ως διά σφενδόνης. Από τα χαλίκια εκείνα των δύο μικρών γιγάντων, τα οποία, μετά πολλάς επιψαύσεις και πτήσεις επάνω εις τα κύματα, έπιπτον τέλος εις την θάλασσαν· από τα «ψωμάκια» εκείνα εφύτρωσαν και ανέθορον αι Σποράδες νήσοι, αι κοσμούσαι το σμαράγδιον πέλαγος: η Σκίαθος, η Πεπάρηθος, η Αλόνησος, και τόσαι άλλαι. Εις την δευτέραν των νήσων τούτων, την αλλάξασαν το όνομα, είχον αποβιβασθή την εσπέραν της χθες οι δύο ναυτομαραγκοί. Εις την άλλην, την τελευταίαν προς δυσμάς, κατέπλευσεν ο καπεταν-Τζώνης με το σκάφος του. Πριν αράξη ακόμα το βρίκιον, καθώς έφερνε εμπρός εις τον λιμένα, ανάμεσα εις τα τρία νησιά, εις τον κάβον της Πούντας, και γύρω γύρω στα Μυρμήγκια, τας νανοφυείς υφάλους, που προέχουν δειλά τας μαύρας μικράς κεφαλάς των εν ώρα αμπώτιδος — έφερνε και ο πλοίαρχος βόλτες επάνω στο κατάστρωμα εις το ταμπούκιο της πρύμνης, κι εις την χονδρήν μπούμαν και εις την υψηλήν υαλόφρακτον θήκην της πυξίδος.


ΚΟΚΚΩΝΑ ΘΑΛΑΣΣΑ

171

Το βλέμμα του διευθύνετο απλανές προς έν σημείον, ανάμεσα εις τα λευκά σπιτάκια του ωραίου χωρίου, του εσπαρμένου γραφικώς επί του λόφου, όπου διέπρεπεν εις τον μέσον, ως φρουρός όρθιος με την λόγχην του υψηλά, το κωδωνοστάσιον του ναού της Παναγίας, οπόθεν εκτείνεται εις όλην την κοίλην παραθαλασσίαν ένθεν και ένθεν προς βορράν, και πάλιν αναφέρει τα κράσπεδα προς ανατολάς, επί της εσχατιάς του άλλου βραχώδους λόφου, του επιστεφομένου από τον ναΐσκον του Αγίου Νικολάου του Θαλασσινού. Η οικία του πλοιάρχου ευρίσκετο επί του δυτικού λόφου, εις την άνω συνοικίαν. Εκεί δε προσηλούτο μάλλον κατηφές το βλέμμα του. Καθώς άραξε το πλοίον, ενώ το πλήρωμα ησχολείτο εις την συστολήν των ιστίων και την λοιπήν διευθέτησιν του σκάφους, κατέβη ο Τζώνης εις τον κοιτώνα του, κάτω εις την πρύμνην, βεβαίως διά ν’ αλλάξη και φορέση κοσμιώτερα ενδύματα, πριν αποβή εις την ξηράν και παρουσιάση τα ναυτιλιακά του έγγραφα. Πλην δεν εβιάσθη αμέσως ν’ αλλάξη, εφαίνετο μάλλον αισθανόμενος μεγάλην απροθυμίαν προς τούτο, και ως να επεθύμει αναβολήν, ει δυνατόν, της αναγκαίας αποβιβάσεως εις την ξηράν. Από ένα συρτάρι έλαβε μίαν μικράν θήκην εκ ψευδαργύρου, και απ’ αυτήν έβγαλεν ένα χαρτί διπλωμένον. Δεν ήτο ούτε η υγειονομική πιστοποίησις ή άδεια απόπλου ή φορτωτική τις, ούτε το ημερολόγιόν του. Το πλοίον ήρχετο από την Πόλιν κενόν φορτίου, και προσήγγιζεν εις τον γενέθλιον τόπον, προσχήματι μεν διότι ήγγιζε το Πάσχα, πράγματι δε διότι ο πλοίαρχος ησθάνετο αόριστον ανησυχίαν ως προς τα οικιακά του πράγματα. Το χαρτίον, το οποίον εξήχθη από την θήκην, ήτον


172

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

αρκετά τριμμένον, κι εφαίνετο να είχε διαβασθή πολλάκις. Ο πλοίαρχος το εξεδίπλωσε και ήρχισε να το διαβάζη — ίσως δι’ εκατοστήν φοράν. «Γαμβρέ μου, καπετάν Τζώνη, σε χαιρετώ. Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω διά το αίσιον, κτλ. Εγώ, γαμβρέ μου, ενόμιζα, όταν σου έδωκα την κόρην μου, πως εσύ ήσουν άνθρωπος απ’ ανθρώπους, μα ως τόσο βγήκα γελασμένη, και του λόου σου αποδείχθης πως δεν έχεις φιλότιμο. Εμένα, το κορίτσι μου ήτον απ’ το πρώτο σόι, κι όπου αρωτήσης, μας ξέρουν όλοι τι είμαστε· οι Καχιωταίοι, με τ’ όνομα. Κι εγώ θάρρεψα πως κάτι ήσουν, κι άνοιξα τις πόρτες, και σ’ έβαλα στο σπίτι μου, κι εσύ βγήκες ένας άνθρωπος άχαρος κι ανωφέλευτος. Στο γράμμα που είχες στείλει είδα να γράφης πως βαρέθηκες πλια να στέλνης της γυναίκας σου, επειδής μας έχει όλους στο σπίτι και μας ταΐζεις, εμένα και τις δυο κόρες μου, κι ότι πως του λόου σου επίστεψες πως επήρες μια, κι επήρες τέσσερες… (Εδώ υπήρχε μία μεγάλη μουτζούρα, σχεδόν πέρα πέρα, εις τα τρία τέταρτα ενός στίχου της επιστολής· εάν ο πλοίαρχος ήτον αρκετά περίεργος, ώστε να προσπαθήση να διαβάση υπό την πυκνήν κηλίδα της μελάνης, θα διέκρινε τας λέξεις «που να σε πάρουν τέσσεροι». Φαίνεται ότι η υπαγορεύουσα μετεμελήθη και παρήγγειλεν εις την γράφουσαν να σβήση την φράσιν)… Κι ότι δε βαστάς ν’ ακούς να γελά ο κόσμος με τα καμώματά μας. Αγέλαστος κι αγλύκαντος που είσαι! Και τι έστειλες, κακόμοιρε, της γυναίκας σου και το χτυπάς; Μήπως έστειλες και συ δυο πήχες χρυσάφι, ή το ποδογύρι το χρυσό, ή το φουστάνι τ’ ατλαζένιο ή της έβαλες την κορώνα, ή της έστειλες κανένα ακριβό διαμαντικό, ή άλλο τίποτες; Τόσα χρόνια ασπρού πράμα από σένα δεν είδε. Κι αν είχες φιλότιμο, έπρεπε να το συλλογιστής μόνος


ΚΟΚΚΩΝΑ ΘΑΛΑΣΣΑ

173

σου, να πης, στο σπίτι που μβήκες, που δεν ήσουν άξιος να φιλήσης το ψαθί του σκαλοπατιού. Καλά το λένε, ποτέ να μην κατεβαίνη ο άνθρωπος απ’ τη σκάλα του. Εγώ θέλησα να κατεβώ, και σ’ επήρα σένανε, κι ενόμιζα πως θα βγης άνθρωπος να μου το γνωρίσης, μα γελάστηκα. Κι εσύ δεν έστειλες ούτε μισή ντουζίνα κουταλάκια του γλυκού της γυναίκας σου, και δεν της ψώνισες ποτέ σου μιαν ασημένια κούπα, έναν καλόν καθρέφτη, ένα σκρίνι, ένα λαχουρί, ένα τίποτες. Και δεν της πήρες ποτέ σου μιαν καλή καρφίτσα, ή ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με μαργαριτάρι, ή ένα μαλαμοκαπνισμένονε σταυρό, ή ένα βραχιόλι, ή άλλο τίποτες. Άλλο από τ’ ασημένιο δακτυλίδι και το ρολόι με την καδένα, και μια καρφίτσα σκέτη και τα σκουλαρίκια που την εφίλεψες, πριν την στεφανωθής, και τα βραχιόλια που της έστειλες, την πρώτη χρονιά, και μια κούπα του γλυκού με δυο πιατάκια και κουταλάκια αρζαντό, άλλο τίποτες δεν της ψώνισες. Και γράφεις, ότι πως βαρέθηκες τάχα τα έξοδα, και πως τάχα μας ταΐζεις όλες στο σπίτι. Εμείς στο σπίτι της κόρης μου δεν καθόμαστε, μόνο συντροφιά τής κάνουμε, να μη μένη μονάχη της με τα δυο μικρά παιδιά της· κι η κόρη μου μονάχη της κλαίει, σαν κάμουμε να φύγουμε, και μας περικαλεί να μένουμε πάντα κοντά της. Και του λόου σου, σαν έρχεσαι στο χωριό, πάλι εμείς συντροφιά τής κάνουμε, και στο σπίτι μας μαζωνόμαστε πάντα. Κι αν δεν σ’ αρέση, κάνεις καλά να την χωρίσης την κόρη μου, κι άφσε και τα δυο παιδιά, εμείς τ’ αναθρέφουμε. Ει δε μη και θέλεις πάλε να μένη μονάχη της στο σπίτι η γυναίκα σου, τότες φρόντισε να της πάρης δούλα, να της στέλνης και λίρες πολλές, για να ζωοθρέφεται αυτή και τα παιδιά της, με τη δούλα μαζί, γιατί εμείς όλες τις δουλειές της τις της κάνουμε τζάμπα, κι ασπρού πράμα από


174

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

τ’ αυτήν κι από τ’ εσένα ποτές μας δεν είδαμε. Αλλοιώς, φωτιά και μπούλμπερη ό,τι κι αν κάμης κι ο κόσμος θα γελάση με τ’ εσένανε…». Η επιστολή εξηκολούθει σχεδόν εις δύο σελίδας ακόμη, με τον αυτόν τόνον, και εις παν ήμισυ σελίδος επανελάμβανεν ως έγγιστα τα αυτά. Πεντάκις τουλάχιστον υπήρχεν εν τω κειμένω η υπόμνησις διά το «σόι» και την κοινωνικήν βαθμίδα. Ο χαρακτήρ ήτο λεπτός, αλλ’ άκομψος, προφανώς κορασίδος, μαθητρίας του σχολείου· πλην δε άλλων ανορθογραφιών είχε γδο αντί δύο, παιδγά αντί παιδιά, μνα (μια) και φωτχά (φωτιά). Ο καπεταν-Τζώνης και άλλοτε το είχεν αναγνωρίσει, ότι ήτο «κοριτσίσιο γράψιμο», ίσως, μάλιστα, υπέθετε μετά βεβαιότητος και ποία μικρά γειτονοπούλα να το είχε γράψει καθ’ υπαγόρευσιν της γραίας. Και τώρα, μετά την τελευταίαν ανάγνωσιν, εψιθύρισεν: — Επόμενο είναι, τώρα που βγαίνουν και τα κορίτσια μας φωστήρες απ’ τα σκολειά, να βρίσκουν κι οι πεθεράδες μας γραμματικούς για να γράφουν τέτοια γράμματα! Δεν επανέφερε το χειρόγραφον εις την θήκην, εξ ης το είχε λάβει, αλλά το έβαλεν εις την από μέσα τσέπην ενός καθαρίου μαύρου επανωφορίου, το οποίον εκρέματο πλησίον εκεί, δίπλα εις την κοκέτταν του ύπνου του. Συγχρόνως δε ήρχισε ν’ αλλάζη τα ενδύματά του, και συνεχίζων μεγαλοφώνως τους λογισμούς του, επανέλαβε: — Τώρα, αν ήξευρεν η ίδια γράμματα, θα έγραφε ποτέ τέτοιο γράμμα;… Ή μήπως θα έγραφε… χειρότερο; Ίσως ήθελε να είπη, ότι ο υπαγορεύων, μη έχων συνείδη­σιν ότι γράφει κάτι τι, αλλά μόνον ότι το λέγει, δύναται να υπαγορεύη εύκολα οτιδήποτε· ενώ ο γράφων καθ’ υπαγόρευσιν, και μάλιστα αν είναι ανήλικος, αδυνατεί να σταθμίση την ευθύνην, ευρίσκει δε το πράγμα


ΚΟΚΚΩΝΑ ΘΑΛΑΣΣΑ

175

απλώς αστείον και καινοπρεπές. Ή μήπως τουναντίον συμβαίνει, και ο υπαγορεύων, επειδή εκφώνως απαγγέλλει, αισθάνεται τούτο ως χαλινόν εγκρατείας, ενώ, αν ο ίδιος έγραφε, θα ησθάνετο ως να έπραττέ τι εν παραβύστω και άνευ μαρτύρων; Εφόρεσε το ίδιον εκείνο επανωφόρι, εις το θυλάκιον του οποίου είχε βάλει το γράμμα της πενθεράς. Την ιδίαν στιγμήν, ως να μετεμελήθη, με βίαιον κίνημα ανέσυρε το γράμμα, το έσχισεν αμελώς, διπλωμένον όπως ήτον, εις τεμάχια, και τα έρριψε κάτω. Φαίνεται ότι ο μούτσος όταν κατέβη να σκουπίση, μετά την αναχώρησιν του πλοιάρχου, εύρε τα τεμάχια, και τα εμάζεψεν. Επειδή δε είχεν συνήθειαν να προσπαθή να διαβάζη ό,τι βρη, διά να μην ξεχνά τον συλλαβισμόν, τον οποίον είχε μάθει εις το δημοτικόν σχολείον, συνηρμολόγησε τα τεμάχια και ήρχισε να το συλλαβίζη. Ο πλοίαρχος έλαβε τα ναυτιλιακά του έγγραφα, και ητοιμάσθη να εξέλθη εις την ξηράν· εκάλεσε τον λοστρόμον και του έκαμε συστάσεις να κρύψη ό,τι ήτον διά κρύψιμον, «επειδή τώρα τώρα θα ’ρθουν τα φαραώνια· όπου κι αν είναι, πλάκωσαν!» — και να φυλάξη εις πρόχειρον μέρος μόνον γαλέττες και κρέας σαλάδο, και ό,τι άλλο είχαν, το οποίον δεν ημπορούσε χωρίς άλλο να γλυτώση από τα «φαραώνια». Ενώ ο λοστρόμος ησχολείτο εις τας ετοιμασίας αυτάς, κάτω εις τον θαλαμίσκον, ήκουσε, κατά τινα στιγμήν τον πλοίαρχον να μορμυρίζη, μασών τας λέξεις: — Το παπά και το λιλί!… λιλί και παπά!… μόνον αυτά έχουν στο νου τους! — Τι λες, καπετάνιο; τον ηρώτησεν ο ναύκληρος. Ο πλοίαρχος εδάγκασε τα χείλη, ως μη θέλων να προδώση τους λογισμούς του· είτα πάλιν εφαιδρύνθη και είπε:


176

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

— Τι να πω, καημένε γερο-Νικόλα, και συ; Να, ατλαζένιο φουστάνι, ποδογύρι χρυσό, βραχιόλια, σκουλαρίκια, χαλκάδες στη μύτη, και τα ρέστα… Της έφερες εσύ τίποτ’ απ’ όλα αυτά της γριάς σου ή της κόρης σου; — Τώρα μ’ αυτά τα κεσσάτια, καπετάνιο! Μήπως μπορεί κανείς να κάμη και τίποτε μπακοτίλια, να βγάλη κανένα λεπτό; Πώς να γλυτώση απ’ τα φαραώνια, που έλεγες τώρα; — Αλλοίμονό σου, κακόμοιρε! Θα σε βγάλη έξω κι εσένα, καθώς… Και έκοψεν αποτόμως την ομιλίαν. Η βάρκα η μικρή, καθελκυσθείσα εις την θάλασσαν, επερίμενε τον πλοίαρχον. Κατέβη και με δύο κωπηλατούντας ναύτας προσήγγισεν εις την ξηράν. Ο Δημήτρης της Σοφούλας — ούτως εκαλείτο κοινώς ο γερο-Φλελιανός — και αν επαύετο, δεν έφευγε ποτέ από την νήσον. Πρώην φύλαξ του υγειονομείου, του λοιμοκαθαρτηρίου κτλ., και γνωρίζων από γραφειοκρατικήν αγγαρείαν και τυραννίαν, εχρησίμευεν εις όλους τους λιμενάρχας, υγειονόμους και τελώνας, οίτινες τον είχον ως «δεξί χέρι». Ούτος επερίμενε τον πλοίαρχον εις την «καραντίναν». Ο Δημήτρης έβαλε τα γυαλιά του, έκυψε και ανέγνωσε την πιστοποίησιν κτλ., χωρίς να θίξη το χαρτίον. Υπέβαλε τον πλοίαρχον εις τινας διατυπώσεις, του απηύθυνεν ερωτήσεις τινάς, και συγχρόνως εδήλωσεν, ότι δεν χρειάζεται «εξομολόγησιν»· επειδή ο λόγος του πλοιάρχου αρκεί είτα έτεινε την χείρα και προσείπε πρώτος το «καλώς ώρισες». Πάραυτα, με την επιστροφήν της βάρκας εις το πλοίον, επέβησαν επ’ αυτής τελωνοφύλακες, λιμενοφύλακες και λοιποί· ούτοι ήσαν τα «φαραώνια», όπως τους ωνόμαζεν ο καπεταν-Τζώνης, και απήρχοντο εις το πλοίον διά


ΚΟΚΚΩΝΑ ΘΑΛΑΣΣΑ

177

την απαραίτητον «επίσκεψιν». Είχον δε πολύ μεγάλα και πλατειά αμαυρού χρώματος μανδήλια, και τσέπες πολύ βαθειές. Τα μανδήλια ταύτα ήσαν το μόνον είδος, το οποίον ηγόραζάν ποτε· ελέγετο μάλιστα, ότι τα παρήγγελλον ειδικώς, δεν ηξεύρω εις ποίον εργοστάσιον. Ο πλοίαρχος θα επεθύμει μάλλον να επιστρέψη εν συνοδεία αυτών οπίσω εις το πλοίον. Αλλ’ εκείνοι φιλοφρόνως του είπον: — Μην πειράζεσαι, καπετάνιο, να ’ρθης του λόγου σου· τα καταφέρνουμε πολύ καλά εμείς με το λοστρόμο· ίσως να θέλης να πας στο σπίτι σου. Να πάη στο σπίτι του! Καθώς πρωτύτερα θα επροτίμα να βραδύνη ν’ αποβιβασθή εις την ξηράν, ούτω και τώρα θα ηύχετο ν’ αργήση να πάη στο σπίτι του! Εκάθισεν εις το πρώτον καφενεδάκι της παραθαλασσίας, κι εδέχετο τας δεξιώσεις και τα «καλώς ωρίσατε» όλων των ανθρώπων της αγοράς, των συναδέλφων θαλασσινών και των χερσαίων, των εντοπίων και των ξένων. Εκάπνισε ναργιλέν, έπιε δύο καφέδες, δεν ηθέλησε να πίη παραπάνω από ένα ρακί διά τα «μουσαφιρλίκια» — μ’ όλον ότι θα επεθύμει να ημπορούσε να πίη! Τέλος έκαμε καρδιά και εσηκώθη να πάη στο σπίτι του… Ολίγας ημέρας μετά το Πάσχα, ο πλοίαρχος Τζώνης επεβιβάζετο εκ νέου διά να αποπλεύση. Ο καιρός εφαίνετο άσχημος. Συννεφιασμένος ήτον ο ουρανός και άστατοι άνεμοι έπνεον. Την ώραν που έφθασεν ο πλοίαρχος εις το πλοίον, ενώ τούτο ήτον στα πανιά κι έκαμνε βόλτες, ο γερο-Νικόλας ο ναύκληρος ίστατο παρά την πρύμνην, κι εκύτταζεν ανήσυχος κατά τον κόλπον, όπου θα έστρεφε πρώραν μετ’ ολίγον το σκάφος.


178

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

— Μπουρίνια θα ’χουμε, καπετάνιο, είπε. — Μπουρίνια! τόσο καλύτερα, είπεν ωσάν αφηρημένος ο πλοίαρχος. — Τι λες! — Θεός να μας φυλάη από τις μπόρες της στεριάς, γερο-Νικόλα. Ο ναύκληρος τον εκύτταξε περιέργως, επειδή κάτι ήξευρεν ή υπώπτευεν. Εν τούτοις δεν είχον γνωσθή πολλά πράγματα εις το χωρίον, όσον αφορά τα οικιακά του πλοιάρχου. Ο ίδιος ήτον κρυφός, επειδή εντρέπετο τον κόσμον και δεν ήθελε να γνωρίζουν οι άλλοι τίποτε, όσον απέβλεπε τα της αριστεράς πλευράς του. Από την πεθεράν του κάτι θα ηδύνατο να διαδοθή, αλλ’ ο καπεταν-Τζώνης δεν εχωράτευε. Διηγούντο, ότι μίαν εσπέραν, τώρα τα Λαμπρόγιορτα, εις την οικίαν του, ο ίδιος είχε πιάσει την πεθεράν του από τον λαιμόν. Πλην δεν το έκαμε διά να την πνίξη, άπαγε! — καθώς διεμαρτύρετο ο ίδιος προς ένα φίλον του πολύ πιστόν και πολύ κριτικόν — αλλά μόνον διά να πνίξη τας φωνάς της. Επειδή έβγαζεν, η ευλογημένη, κάτι φωνάς οξείας, υστερικάς, ανοήτους. Ύστερον ηκούσθησαν κλαυθμοί, κατόπιν επήλθον πολλά σιουτ-σιουτ, πολύ σύντονα και επιτακτικά, και τέλος σιωπή άκρα. Όλα ταύτα τα έκαμνε διά να μην τον ακούση η γειτονιά και μάθη τίποτε ο κόσμος, επειδή η γειτονιά ουδέν άλλο είναι ειμή κατάσκοπος, και ο κόσμος, τύραννος, βασανιστής ανηλεής — καθώς διεβεβαίου τον φίλον του — επειδή εντρέπετο, πολύ εντρέπετο τους φίλους και τον ίδιον εαυτόν του. Και όλα ταύτα, όλαι αυταί αι οικιακαί σκηναί, δεν ήσαν μεγάλα πράγματα· ουδέ υπήρχε, την αλήθειαν να είπωμεν, μώμος τις ή βαθεία κηλίς εις την οικίαν. Μόνον


ΚΟΚΚΩΝΑ ΘΑΛΑΣΣΑ

179

μικρολογίαι, παράπονα, η αιωνία εχθρά της ησυχίας των ανδρογύνων, η γκρίνια, η απαίσιος γκρίνια. Τέλος, τα πράγματα είχον ησυχάσει, και η σύζυγος υπεσχέθη εις το μέλλον να είναι φρονιμωτέρα από την μητέρα της. Και ο Τζώνης επεβιβάζετο εις το πλοίον του διά να ταξιδεύση. — Τι με κυττάζεις, γερο-Νικόλα; είπε. Μήπως δεν υπάρχουν τάχα μπόρες και στη στεριά;… Πιο καλή είν’ η θάλασσα… Κοκκώνα θάλασσα, μια φορά! Και ο πλοίαρχος εκάγχασε. — Για θυμήσου, είπε, τα δύο εκείνα παιδιά, τα Σκοπελιτάκια, που τους δώκαμε τη σκαμπαβία τις προάλλες στο πέλαγο, για να παν στον τόπο τους… Δεν τους άκουσες εσύ τι νόστιμα τα έλεγαν: «Άσπρη φουρτούνα, κοκκώνα θάλασσα, νύφη καμαρωμένη!» Πώς δεν είπαν και πεθερά!… Ο γερο-Νικόλας εγέλα. — Τι γελάς; Άκουσες κανένα παράξενο; Μάλιστα. Κοκκώνα θάλασσα… πεθερά. Ο ναύκληρος εκάγχασεν ακρατήτως. — Μα τι γελάς; Μα βέβαια… κοκκώνα θάλ… Ο πλοίαρχος ηθέλησε κατ’ αρχάς να είπη «Κοκκώνα θάλασσα, φουρτούνα πεθερά». Αλλ’ εδάγκασε την γλώσσαν του, και διόρθωσε μεγαλοφώνως: — Μάλιστα, φουρτούνα θάλασσα, κοκκώνα πεθερά! 1900


Απόφθεγμα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.


ΥΠΟ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗΝ ΔΡΥΝ Όταν παιδίον διηρχόμην εκεί πλησίον, επί οναρίου οχούμενος, διά να υπάγω να απολαύσω τας αγροτικάς μας πανηγύρεις, των ημερών του Πάσχα, του Αγίου Γεωργίου και της Πρωτομαγιάς, ερρέμβαζον γλυκά μη χορταίνων να θαυμάζω περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικήν δρυν. Οποίον μεγαλείον είχεν! Οι κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οι κλώνες της, γαμψοί ως η κατατομή του αετού, ούλοι ως η χαίτη του λέοντος, προείχον αναδεδημένοι, εις βασιλικά στέμματα. Και ήτον εκείνη άνασσα του δρυμού, δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσα της δρόσου… Από τα φύλλα της εστάλαζε κι έρρεεν ολόγυρά της «μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας». Έθαλπον οι ζωηφόροι οποί της έρωτα θείας ακμής, κι έπνεεν η θεσπεσία φυλλάς της ίμερον τρυφής ακηράτου. Και η κορυφή της, βαθύκομος, ηγείρετο ως στέμμα παρθενικόν, διάδημα θείον. Ησθανόμην άφατον συγκίνησιν να θεωρώ το μεγαλοπρεπές εκείνο δένδρον. Εφάνταζεν εις το όμμα, έμελπεν εις το ους, εψιθύριζεν εις την ψυχήν φθόγγους αρρήτου γοητείας. Οι κλώνες, οι ράμνοι, το φύλλωμά της, εις του ανέμου την σείσιν, εφαίνοντο ως να ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, το «Ως εμεγαλύνθη». Μ’ έθελγε, μ’ εκήλει, μ’ εκάλει


182

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

εγγύς της. Επόθουν να πηδήσω από του υποζυγίου, να τρέξω πλησίον της, να την απολαύσω· να περιπτυχθώ τον κορμόν της, όστις θα ήτον αγκάλιασμα διά πέντε παιδιά ως εμέ, και να τον φιλήσω. Να προσπαθήσω ν’ αναρριχηθώ εις το πελώριον στέλεχος, το αδρόν και αμαυρόν, ν’ αναβώ εις το σταύρωμα των κλάδων της, ν’ ανέλθω εις τους κλώνας, να υψωθώ εις τους ακραίμονας… Και αν δεν μ’ εδέχετο, και αν μ’ απέβαλλεν από το σώμα της και μ’ έρριπτε κάτω, ας έπιπτον να κυλισθώ εις την χλόην της, να στεγασθώ υπό την σκιάν της, υπό τα αετώματα των κλώνων της, τα όμοια με στέμματα Δαυῒδ θεολήπτου. Επόθουν, αλλ’ η συνοδεία των οικείων μου, μεθ’ ων ετέλουν τας εκδρομάς εκείνας ανά τα όρη, δεν θα ήθελε να μοι το επιτρέψη. Και μίαν χρονιάν, ήτο κατά τας εορτάς του σωτηρίου έτους 186…, καθώς είχομεν διέλθει πλησίον του δένδρου, εφθάσαμεν εις το Μέγα Μανδρί — ήτο δε το Μέγα Μανδρί μικρός συνοικισμός, θερινόν σκήνωμα των βοσκών του τόπου. Εκατοίκουν εκεί επτά ή οκτώ οικογένειαι αγροτών. Δύο εκ των οικογενειών τούτων συνεδέοντο προς τους γονείς μου διά δεσμών βαπτίσματος, κολληγοσύνης κτλ. και όλοι ήσαν φίλοι και συμπατριώτες μας. Κατηρχόμεθα εκεί συνήθως τας ημέρας του Πάσχα, είτα πάλιν του Αγίου Γεωργίου ή την Πρωτομαγιάν, άλλοτε δε του Αγίου Κωνσταντίνου ή της Αναλήψεως. Επί τερπνού λόφου υπήρχε το παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, όπου ελειτουργούμεθα. Ήγοντο εκεί χοροί και πανηγύρεις· δρόσος και αναψυχή και χάρμα εβασίλευεν. Εθύοντο αρνία και ερίφια, και σπονδαί εγίνοντο πυροξάνθου ανθοσμίου. Ετελούντο αγώνες αμίλλης, δισκοβολίαι και άλματα. Έπληττε τας πραείας ηχούς ο φθόγγος του αυλού και της λύρας, συνοδεύων το έρρυθμον βήμα των παρθένων προς κύκλιον


ΥΠΟ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗΝ ΔΡΥΝ

183

χορόν. Και ξανθαί, ερυθρόπεπλοι βοσκοπούλαι επήδων, επέτων, εκελάδουν. Καθώς είχομεν φθάσει εκεί, την χρονιάν εκείνην, με είχε κυριεύσει ζωηρότερον η εντύπωσις η μαγική της δρυός. Διηρχόμεθα εκάστοτε ουχί μακράν του δένδρου, απέχοντος ημισείας ώρας οδόν από το Μέγα Μανδρί. Ο δρόμος μας ήτον επί της κλιτύος, ολίγον υψηλότερον της θέσεως όπου ίστατο το δένδρον, έτεμνε δε πλαγίως το βουνόν… και η δρυς η μαγική, καθώς εξηκολούθουν να την βλέπω επί ικανήν ώραν, με εγοήτευε και με εκάλει, ως να ήτο πλάσμα έμψυχον, κόρη παρθενική του βουνού. Κατά τας ποικίλας κυμάνσεις της οδού, σύμφωνα με τα κοιλώματα ή τας προεξοχάς του εδάφους και κατά τας κινήσεις του οναρίου, τας ιδιοτρόπους και πείσμονας — καθώς εξάνοιγα το πρώτον την δρυν, καθόσον επλησίαζα ή απομακρυνόμην απ’ αυτής, τόσας θέας, απόψεις και φάσεις ελάμβανε το δένδρον. Εκ πλαγίου και μακρόθεν είχεν όψιν λιγυράς χάριτος, εγγύθεν και κατά μέτωπον, προέκυπτεν όλη μεστή και αμφιλαφής, βαθύχλωρος, επιβάλλουσα ως νύμφη. Όλην την νύκτα κοιμώμενος και αγρυπνών, ωνειρευόμην την δρυν, την θεσπεσίαν και υψηλήν… Την πρωίαν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου, καθώς είχεν ευωδιάσει ο ναΐσκος από δάφνας και λιβανωτίδας, και είχε κρουσθή τρελά από παιδικάς χείρας ο μικρός κώδων, ο υπεράνω του γείσου της στέγης της πλακοσκεπούς, χαιρετίζων το «Ανάστα ο Θεός», το οποίον έψαλλεν ο παπάς ραίνων τους πιστούς με πέταλα ρόδων και ίων… είτα, πριν απολύση η λειτουργία, εγώ έγινα άφαντος. Διά πλαγίου, κρυφού δρομίσκου, τον οποίον είχον ανακαλύψει την προτεραίαν, ήρχισα να ανέρχωμαι την


184

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ράχιν του βουνού… διευθυνόμενος προς το μέρος όπου ευρίσκετο η βασιλική δρυς. Επίστευον ότι εγνώριζα καλά τον δρόμον. Ήτον όλη η οδός ανωφερής, κι εγώ έτρεχον, έτρεχον διά να φθάσω ταχέως, ν’ ασπασθώ την ερωμένην μου — επειδή η δρυς υπήρξεν η πρώτη παιδική μου ερωμένη — και ταχέως πάλιν να επιστρέψω, φανταζόμενος ότι η απουσία μου τότε δεν θα παρετηρείτο, και δεν θα είχον ν’ ακούσω επιπλήξεις από τους οικείους. Προ εμού είχον αναχωρήσει από το ποιμενικόν σκήνωμα ολίγοι εκ της τάξεως των βοσκών, απερχόμενοι εις την πολίχνην, διά να κομίσωσιν αρνία και τυρίον εις τους κολλήγας, αποφέρωσι δε άλλα οψώνια εκ της πόλεως. Ούτοι θα επέστρεφον προς εσπέραν, και δεν ήτο πιθανόν να συναντήσω τινάς καθ’ οδόν. Πλην παρ’ ελπίδα είδον μακρόθεν άλλους ερχομένους προς τα εδώ, εν συνοδεία γυναικών και παίδων και υποζυγίων· ούτοι ήρχοντο εκ της πόλεως διά να συνεορτάσωσιν εν τη εξοχή πλησίον των συγγενών των, των βοσκών. Πάραυτα εξετράπην της οδού, κι έσπευσα να κρυβώ όπισθεν πυκνών θάμνων. Οι άνθρωποι εκείνοι αν με συνήντων, μεμονωμένον, μακράν των γονέων μου, πορευόμενον άγνωστον πού, θα επαραξενεύοντο, και αν δεν μ’ έπειθον να κατέλθω μετ’ αυτών ευθύς οπίσω, εξ άπαντος θα με κατήγγελλον εις τους γονείς μου, τους οποίους θα εύρισκον κάτω εις το Μέγα Μανδρί. Ήμην ένδεκα ετών παιδίον. Εκείνοι ταχέως αντιπαρήλθον, κι εγώ ανέλαβα τον δρόμον μου, αλλά μετ’ ολίγον τον έχασα. Εις έν σταυροδρόμιον, όπου έφθασα, επήρα τον δρόμον αριστερά, τον υψηλότερον, και ασθμαίνων έφθασα εις την κορυφήν του βουνού. Πλην η μεγάλη δρυς υπήρξεν ευεργέτις μου και


ΥΠΟ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗΝ ΔΡΥΝ

185

κηδεμών μου. Αύτη μ’ εξήγαγεν εκ της απάτης, εφαίνετο δε ως να μοι ένευε μακρόθεν, και με ωδήγει να έλθω πλησίον της. Καθώς την είδα χαμηλότερα, δεξιόθεν, αρκετά μακράν, άφησα τον δρομίσκον εις τον οποίον έτρεχα, και στραφείς προς δυσμάς ήρχισα να κατέρχωμαι, μέσω των αγρών, υπερπηδών αιμασιάς, χάνδακας, φραγμούς θάμνων και βάτων, σχίζων τας σάρκας μου, αιμάσσων χείρας και πόδας… Τέλος έφθασα πλησίον της ποθητής νύμφης των δασών. Ήμην κατάκοπος και πνευστιών. Άμα έφθασα, ερρίφθην επί της χλόης, εκυλίσθην επάνω εις παπαρούνες και χαμολούλουδα. Αλλ’ όμως ησθανόμην κρυφήν ευτυχίαν, ονειρώδη απόλαυσιν. Ερρέμβαζον αναβλέπων εις τους κλώνους της τους κραταιούς, και ανοιγόκλειον ηδυπαθώς τα χείλη εις την πνοήν της αύρας της, εις τον θρουν των φύλλων της. Εκατοντάδες πουλιών ανεπαύοντο εις τους κλώνους της, έμελπον τρελά τραγούδια… Δρόσος, άρωμα και χαρμονή εθώπευον την ψυχήν μου… Ήμην αποσταμένος, και δεν είχον κοιμηθή καλά την νύκτα. Ο ύπνος μού έλειπεν. Εις την σκιάν του πελωρίου δένδρου, εν μέσω των μηκώνων του των κατακοκκίνων, ο Μορφεύς ήλθε και μ’ εβαυκάλησε, και μοι έδειξεν εικόνας, ως εις περίεργον παιδίον. Μου εφάνη, ότι το δένδρον — έσωζον καθ’ ύπνον την έννοιαν του δένδρου — μικρόν κατά μικρόν μετέβαλλεν όψιν, είδος και μορφήν. Εις μίαν στιγμήν η ρίζα του μου εφάνη ως δύο ωραίαι εύτορνοι κνήμαι, κολλημέναι η μία επάνω εις την άλλην, είτα κατ’ ολίγον εξεκόλλησαν κι εχωρίσθησαν εις δύο· ο κορμός μού εφάνη, ότι διεπλάσσετο και εμορφούτο εις οσφύν, εις κοιλίαν και στέρνον, με δύο κόλπους γλαφυρούς, προέχοντας· οι δύο παμμέγιστοι


186

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

κλάδοι μού εφάνησαν ως δύο βραχίονες, χείρες ορεγόμεναι εις το άπειρον, είτα κατερχόμεναι συγκαταβατικώς προς την γην, εφ’ ης εγώ εκείμην· και το βαθύφαιον, αειθαλές φύλλωμα μου εφάνη ως κόμη πλουσία κόρης, αναδεδημένη προς τα άνω, είτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη προς τα κάτω. Το πόρισμά μου, το εν ονείρω εξαχθέν, και εις λήρον εν είδει συλλογισμού διατυπωθέν, υπήρξε τούτο· «Α! δεν είναι δένδρον, είναι κόρη· και τα δένδρα, όσα βλέπομεν, είναι γυναίκες!». Όταν μετ’ ολίγον εξύπνησα, ως συνέχειαν του ονείρου έσχον εν νω την ανάμνησιν της ιστορίας του τυφλού, τον οποίον ο Χριστός εθεράπευσε, καθώς είχον ακούσει τον διδάσκαλόν μας εις την Ιεράν Ιστορίαν: «Κατ’ αρχάς μεν είδεν τους ανθρώπους ως δένδρα· δεύτερον δε τους είδε καθαρά…». Πλην δεν εξύπνησα ακόμη, πριν ακούσω τι έλεγε το φάσμα· η κόρη — η δρυς, είχε λάβει φωνήν και μοι έλεγεν: — Ειπέ να μου φεισθούν, να μη με κόψουν… διά να μη κάμω ακουσίως κακόν. Δεν είμ’ εγώ νύμφη αθάνατος· θα ζήσω όσον αυτό το δένδρον… Εξύπνησα έντρομος κι έφυγον… Ήτο ήδη μεσημβρία, και ο ήλιος εμεσουράνει… Έκαιεν υψηλά, υπεράνω της κορυφής της δρυός, ήτις ήτο σκιά αδιαπέραστος… Από τον αντικρινόν λόφον ήκουσα φωνήν να με καλή εξ ονόματος. Ήτον είς μικρός βοσκός με την κάπαν του, με την στραβολέκαν του, και με δέκα αίγας, τας οποίας ωδήγει. Μου εφώναξεν, ότι ο πατήρ μου με ανεζήτει ανήσυχος, και να τρέξω, να φθάσω ταχέως εκεί κάτω… Δεν ενόησα τίποτε από το μαντικόν όνειρον. Αργότερα εδιδάχθην από εγχειρίδιον μυθολογίας ότι η Αμαδρυάς συναποθνήσκει με την δρυν, εν η ευρίσκεται ενσαρκωμένη.


ΥΠΟ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗΝ ΔΡΥΝ

187

Μετά πολλά έτη, ξενιτευμένος από μακρού, επέστρεψα εις το χωρίον μου, κι επεσκέφθην τα τοπία εκείνα, τα προσκυνητήρια των παιδικών αναμνήσεων, δεν εύρον πλέον ουδέ τον τόπον ένθα ήτο ποτέ η Δρυς η Βασιλική, το πάγκαλον και μεγαλοπρεπές δένδρον, η νύμφη η ανάσσουσα των δρυμώνων. Μία γραία με την ρόκαν της, με δύο προβατίνας, τας οποίας έβοσκεν εντός αγρού πλησίον, ευρίσκετο εκεί, καθημένη έξωθεν της μικράς καλύβης της. Όταν την ηρώτησα τι είχε γίνει το «Μεγάλον Δένδρον» το οποίον ήτον ένα καιρόν εκεί, μοι απήντησεν: — Ο σχωρεμένος ο Βαργένης το έκοψε… μα κι εκείνος δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του· όλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράματα… Σαν το ’κοψε κι ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε και σε λίγες μέρες πέθανε… Το μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο. 1901


Ο ΚΟΣΜΟΛΑΪΤΗΣ Ενα καιρόν ο πατήρ του ήτον ευκατάστατος έμπορος εις τον Πειραιά, ύστερον ήλθον δυστυχίαι, και ο άνθρωπος εξέπεσε. Αλλά και αν διετηρείτο έκτοτε το μαγαζί, είναι ζήτημα αν ο Στέλιος θα είχε την ικανότητα να εξακολουθήση επωφελώς το έργον μετά τον θάνατον του πατρός του. Είχε μάθει ολίγα κολλυβογράμματα. Έτρεφε καλογηρικάς κλίσεις, εφοίτα εις τους ναούς, είχε συλληφθή από το πνευματικόν αμφίβληστρον του ιερομονάχου Μεθοδίου, όστις ησύχαζε κατ’ εκείνον τον χρόνον έν τινι μονυδρίω επί τινος λόφου, εγγύς των Αθηνών. Ο Στέλιος είχε γίνει οπωσούν καλός διαβαστής εις τας ιεράς ακολουθίας. Εσείετο όλος όταν εδιάβαζε το συναξάρι της ημέρας. Όταν έψαλλε τον μικρόν Πολυέλεον (ψαλμόν του οποίου όλοι οι στίχοι λήγουσιν εις την φράσιν «ότι εις τον αιώνα το έλεος αυτού», και εντεύθεν ωνομάσθη «πολυέλεος» και το πολυλάμπαδον το κρεμάμενον εις το μέσον του ναού, το οποίον και σείουσι, καθ’ ην ώραν ψάλλεται ο ρηθείς ψαλμός) είς όστις ήθελε να κάμη τον αστείον — διότι δεν λείπουν και την ώραν της ακολουθίας ακόμα τοιούτοι πειρασμοί εντός του ναού — έλεγε «Μην κουνάτε τον πολυέλεο κουνιέται ο Καλοχεράκης». Όταν κατεχώριζε καμμίαν μικράν διατριβήν εις εφημερίδα, υπέγραφε «Στυλιανός Καλοχεράκης, δημοσιογράφος». Επί μίαν σελήνην είχεν εκδώσει εις Πειραιά


Ο ΚΟΣΜΟΛΑΪΤΗΣ

189

εφημερίδα «Ο Θρίαμβος», θρησκευτικήν, πολιτικήν και εμπορικήν. Τέλος ο Στέλιος εφάνη ότι έμελλε μίαν ημέραν να φθάση εις το τέρμα του προορισμού του, εις τον πρόσκαιρον τούτον κόσμον. Κάποιος έκπτωτος ηγούμενος από το Άγιον Όρος είχεν έλθει εις τας Αθήνας. Ούτος δεν είχεν τας στενάς ιδέας εκείνων των αυστηρών μοναχών, των μη εξελθόντων ποτέ από το Όρος, οίτινες συνηθίζουν ν’ αποθαρρύνουν σκληρώς πάντα νέον προσερχόμενον με πόθον, όπως ενδυθή το μοναχικόν σχήμα. «Ημείς, παιδί μου, που μας βλέπεις εδώ, είμεθα μετανοημένοι που ήρθαμε, έτσι βρεθήκαμε κι ημείς. Τώρα είναι εις παρακμήν το μοναχικόν τάγμα. Αχ! το αγγελικόν σχήμα, παιδί μου, είναι μεγάλο πράγμα… Βλέπεις τον καλόγηρον, πώς τον έχουν ζωγραφίσει καρφωμένον εις τον σταυρόν, εις όλους τους νάρθηκας των ναών, εις το Όρος!… Σύρε πίσω στον κόσμο, παιδί μου. Στην ευχή του Θεού! Εις οδόν ειρήνης, τέκνον μου». Αλλά δεν εφρόνει ούτω και ο πρώην «καθηγούμενος», ο ελθών εις Αθήνας. Ούτος είχε φιλοδοξίαν επαινετήν να κάμη προσηλυτισμόν διά το Τάγμα. Ευρίσκοντο τότε δέκα ή δώδεκα νέοι, τρέφοντες, όπως εφαντάζοντο τουλάχιστον, κλίσιν εις την καλογηρικήν, όπως αυτοί την ενόουν. Προς τούτοις δεν ήτο ανάγκη ούτε διδαχής, ούτε πειθούς μεγάλης. Ήσαν προθυμότατοι, κι ευκόλως εσχετίσθησαν με τον πρώην ηγούμενον. Τον άλλο μήνα, όλη η αγέλη εμβαρκαρίσθη με ιστιοφόρον από τον Πειραιά και ηκολούθησε τον ιερομόναχον εις τον Άθωνα. Επήγαν εις την Μονήν του Σιμμένου (Εσφιγμένου), εις την βορειοτέραν εσχατιάν της χερσονήσου. Ω! μεγάλη δοκιμασία ήτο δι’ αυτούς. Τόσον επάγωσαν, άμα έφθασαν εκεί, τόσον ετρόμαξαν από το μεγαλείον των


190

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

θρησκευτικών συνάξεων, από την ακριβή τάξιν του κοινοβιακού βίου, από την αυστηρότητα των προσώπων εκείνων των γηραιών μοναχών, ώστε ένας απ’ αυτούς, όπως ο ίδιος διηγείτο αργότερα, εις τόσην αθυμίαν έφθασεν, ώστε του υπέβαλεν ο διάβολος εις τον νουν να ριφθή από την «απλωταριάν», τον υψηλόν εξώστην του μοναστηρίου, και αυτοκτονήση… Τον άλλον μήνα σχεδόν όλοι, οι ένδεκα, εμβαρκαρίζοντο πάλιν από ένα μεσημβρινόν όρμον, την Δάφνην, κι εκουβαλούντο πίσω εις τας Αθήνας. Είς και μόνος έμεινε κι εφόρεσε το μοναχικόν σχήμα, αλλ’ ούτος, διά να παρηγορηθή, επανέκαμψε μετ’ ολίγον εις τας Αθήνας κι εζήτει θέσιν νεωκόρου εις ένα των ενοριακών ναών. Όσο διά τον Καλοχεράκην, ούτος είχεν υπάγει μαζί με τους άλλους τρέφων ανωτέραν φιλοδοξίαν. Είχε μεταβή εκεί, ως αυτός έλεγεν, υπό τον ρητόν όρον να διορισθή αμέσως γραμματεύς του μοναστηρίου. Δεν είναι πιθανόν ο πρώην ηγούμενος να του υπέβαλε τοιαύτην ιδέαν, ίσως μόνον την άφησε να τρέφεται και δεν την επολέμησε φανερά. Ούτω πως γίνονται εις τον τόπον μας όλων των ειδών τα παζάρια. Αλλ’ ο Καλοχεράκης, όσα κολλυβογράμματα κι αν ήξευρεν, ήτο πολύ αμφίβολον αν θα ελάμβανε ποτέ τοιούτον οφφίκιον εις Μονήν του Αγίου Όρους και αν επί εικοσαετίαν όλην έμενε μονάζων εκεί. Τοιούτον δε αξίωμα επιζητών, ωμοίαζε μάλλον με τον Γλαύκωνα του Αρίστωνος, όστις εφιλοδόξει να άρξη της πόλεως των Αθηνών, χωρίς να έχη μελετήσει ποτέ μήτε τα πολιτικά, μήτε τα οικονομικά και τα στρατιωτικά πράγματα… Και πολλοί άλλοι, ικανώτεροι του Καλοχεράκη, θ’ απεκρούοντο, εάν μάλιστα κατήγοντο εκ της ελευθέρας Ελλάδος. Επέστρεψε λοιπόν μαζί με τους άλλους εις την πρω-


Ο ΚΟΣΜΟΛΑΪΤΗΣ

191

τεύουσαν του κράτους μας. Διήρχετο τον βίον εν ραστώνη. Εσύχναζεν εις τα εξωκκλήσια. Εβοήθει τους ιερείς εις τας λειτουργίας. Έκτοτε ανελάμβανεν εργολαβικώς ιεροπραξίας. Επεσκέπτετο τας οικίας των «ευλαβητικών», ανδρών και γυναικών, όσοι εσύχναζον εις θρησκευτικάς συνάξεις. Εδέχετο πολλάκις περιποιήσεις, γεύματα κλπ. Κάποτε εισέπραττε συνδρομάς, κατ’ εντολήν ή άνευ εντολής. Πότε έμενεν ευχαριστημένος και συχνότερον απεγοητεύετο. Ο κυρ-Μικέλης ο Βάλθης, εντόπιος οικοκύρης, σεβάσμιος πρεσβύτης, όστις τον ετίμα διά της φιλίας του, τον επαρηγόρει, συχνά, άμα τον έβλεπε στενοχωρημένον. — Υπομονή και φόρτσο γινάτι! του έλεγε. Ο Καλοχεράκης περισσότερον εφουρκίζετο όταν ήκουε την φράσιν αυτήν. Αλλ’ ο κυρ-Μικέλης τού εξήγησεν ότι «γινάτι» δεν σημαίνει οργή αλλά θυμός, ότι αδύνατον να έχη τις υπομονήν, εάν δεν έχει «φόρτσο γινάτι», δηλ. ισχυρόν θυμόν. — Πρέπει να μάθης να σηκώνης πειρασμό, του έλεγε. Ο Καλοχεράκης συνέβαινε να λαμβάνη μικράς προκαταβολάς εκ πέντε ή οκτώ δραχμών προς τέλεσιν λειτουργίας ή παννυχίδος, διά να φροντίση να εύρη παπάν, να λάβη πρόνοιαν διά τα κηρία, διά το πρόσφορον, την αρτοκλασίαν κτλ. Είτα την τεταγμένην ημέραν εγίνετο άφαντος, χωρίς μήτε ν’ αποδώση, μήτε να χρησιμοποιήση προς τον σκοπόν τα χρήματα. Έστελλε δε τότε γράμμα παραπονετικόν προς τους εντολείς και τους προπληρώσαντας, γράφων ότι αυτός «έκαμε τόσους κόπους» κτλ. Εγίνετο αόρατος κι εβράδυνε πλέον να εμφανισθή. Μίαν χρονιάν, εις τα 189…, ο Ευαγγελισμός ήτο την Δευτέραν του Πάσχα. Επρόκειτο εις έν παρεκκλήσιον να γίνη παννυχίς, την Δευτέραν εξημέρωμα. Η κ. Π…, η ιδιοκτήτρια του ναΐσκου, είχε καλέσει εις δείπνον εν τη οικία


192

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

της, την εσπέραν του Πάσχα, δύο άλλους εκ των μελλόντων να συμμετάσχωσι της παννυχίδος και τον Καλοχεράκην. Αφού ετίμησαν καλά το πασχάλιον δείπνον, κατέβησαν εις τον ναόν, διά ν’ αρχίσουν την ακολουθίαν. Αλλ’ ο Καλοχεράκης έγινεν άφαντος «γαλλικώ τω τρόπω» χωρίς να τους αποχαιρετίση κι επήγε να κοιμηθή. Είχε φάγει και πίει πολύ καλά. Αυτήν την φοράν δεν εφρόντισε να γράψη ούτε παραπονετικόν γράμμα. Εις την επιστολογραφίαν άλλως πολύ διέπρεπεν. Εις τους αποδημούντας κατά καιρούς εξ Αθηνών, εκ του μικρού κύκλου των «ευλαβητικών», έγραφε μακράς επιστολάς, εις τέσσαρας κόλλας χάρτου, με αραιά και μεγάλα γράμματα. Ήρκει να πληρώση τις τα ταχυδρομικά και να προσφέρη το γεύμα. Εις τα δοκίμια ταύτα εγίνετο ο ίδιος συναξαριστής και μετήρχετο ύφος Αγαπίου του Κρητός. «Λοιπόν, αδελφέ, παρακαλώ την αγάπην σας να μας ενθυμήσθε, και ημείς δεν παύομεν να ενθυμούμεθα την λογιότητά σας. Και να είσθε φιλάδελφος, μεταδοτικός, πράος και ελεήμων… Τώρα εις το μέρος όπου διατρίβετε, να κάμετε οικονομίαν, επειδή όλα είναι ευθηνά εις τας επαρχίας… Αλλά περιμένομεν την αγάπην σας, διά να γίνη μικρά παράκλησις εις τους αδελφούς (χάριν των αγνοούντων, σημειούμεν ότι παράκλησιν, εννοεί το γιουβέτσι), να πίωμεν και μερικά κρασοβόλα». Από δεκαετίας, οσάκις εγίνετο λόγος περί ηλικίας, έλεγεν ότι ήτο τριάκοντα οκτώ ετών. Εξυραφίζετο δις της εβδομάδος, και είχε λευκόν μύστακα. Φαίνεται ότι του ευρίσκετο κάπου κανέν ξυράφιον, από τον καιρόν της πατρικής ευπορίας. Έλεγεν ότι είχεν δύο κατοικίας, μίαν εις την πόλιν,


Ο ΚΟΣΜΟΛΑΪΤΗΣ

193

και μίαν εις την εξοχήν. Συχνά εγίνετο άφαντος και πάλιν ανεφαίνετο. Έλεγεν ότι έξω εις τα Σεπόλια τον είχε βάλει να κατοικήση εύπορός τις φίλος του. Αν επλήρωνε νοίκι άδηλον. Δευτέραν απόπειραν να καλογηρέψη έκαμε τω 188… Απεφάσισε να υπάγη εις μίαν βορεινήν νήσον, όπου υπήρχεν ηγούμενος κάποιος Αγιορείτης, άνθρωπος με φήμην. Ο κυρ-Μικέλης τού είπε: — Δεν είσαι συ για κείνα τα μέρη… Πήγες και στο Όρος και τι κατάλαβες; Εσύ είσαι για την Μονήν των Κλειστών, για το όρος των Αμώνων (δηλ. τον Πάρνηθα), για κανένα μέρος εδώ σιμά… Να ’σαι ο μισός στο μοναστήρι κι ο μισός στην Αθήνα… Είσαι φτιασμένος να ζης σαν κοσμοκαλόγερος… είσαι κοσμολαΐτης και τίποτε παραπάνω… Ως τόσον ο Στέλιος δεν τον άκουσε κι επήγεν εις την Μονήν της ειρημένης νήσου. Έμεινεν εκεί τρεις ή τέσσαρας μήνας, όσον να παρέλθη ο χειμών. Είχε συστηθή εκεί εις ένα παπάν, από τινα γνώριμον εν Αθήναις. Κατέβαινε συχνά από το μοναστήρι και επήγαινεν εις το σπίτι του παπά να κάμη κονάκι. Βλέπων ότι ο ξενίζων είχε δύο παπαδοπούλες ηλικιωμένες, νόστιμες πολύ, μετ’ αδιακρισίας ηρώτησε: — Γιατί δεν παντρεύεται καμμιά απ’ αυτές; Γιατί δεν τις παντρεύετε; Ουδεμία απάντησις του εδόθη. Οι δύο παπαδοπούλες όμως εσιώπων περιφρονητικώς. Την άλλην ημέραν ο παπάς έκλεισε την θύραν του εις τον ξένον όστις είχεν έλθει εις τον τόπον διά να καλογερεύση κι αργοπορούσεν εις το χωρίον την νύκτα, εφαίνετο δε να πολυπραγμονή περί πραγμάτων κοσμικών.


194

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Αφού εξεχείμασε καλά επέστρεψεν εις τας Αθήνας ο Καλοχεράκης. Ευθύς τότε απετάθη εις τινα γνώριμόν του, εκ του κύκλου των ευλαβητίμων, όστις έτυχεν εργαζόμενος παρά τω γραφείω εφημερίδος… Εζήτει παρ’ αυτού να βάλουν εις την εφημερίδα τον πάτερ Συνέσιον, τον ηγούμενον του Κοινοβίου, όπου είχε παραχειμάσει ο Καλοχεράκης, δήθεν ως καταχραστήν. Ο φίλος του τον ηρώτησεν αν είχε πάγει εκεί διά να καλογερεύση, ή διά να θεατρίση τους καλογήρους. Ο Καλοχεράκης απήντησεν ότι ήθελε να «διορθώση τα πράγματα». Ο άλλος τον ηρώτησε πάλιν αν νομίζη ότι έλαβε θεόθεν τοιαύτην εντολήν και αν θεωρή τον εαυτόν του ικανόν να διορθώνη τους άλλους. — Μάλιστα, ήρχισεν ο Καλοχεράκης. «Παιδεύετε τους ατάκτους…». Ο άλλος τον διέκοψε λέγων ρητώς ότι «δεν τα συνηθίζει αυτά, ούτε ανακατεύεται». Ο Καλοχεράκης ηθέλησε κάτι να είπη ακόμη, αλλ’ εκείνος έκαμε χειρονομίαν ανυπομονησίας και τον άφησε. Βλέποντες οι φίλοι, ότι ο Καλοχεράκης εξηκολούθει να ξυραφίζεται ακόμη και να μη λέγη τα χρόνια του, άρχισαν να τον πειράζουν. Αφού επί τέλους η καλογηρική δεν τον είλκυεν οριστικώς, καλόν θα ήτο ν’ αποφασίση να ’μβή στον κόσμον και να γίνη «παπάς με την παπαδιά». Είπαν εις μίαν γερόντισσαν να του εύρη μίαν ηλικιωμένην, η οποία να είναι «ευλαβητικιά» και να θέλη να γίνη παπαδιά. — Αν έχη και κανένα μπ… καμωμένο ως τώρα κρυφά, δεν πειράζει, κυρα-Ρήνη… — Τι λες, χριστιανέ μου! ανέκραξεν η αγαθή γερόντισσα.


Ο ΚΟΣΜΟΛΑΪΤΗΣ

195

— Μα τι να ’πώ κι εγώ… Τόσες ευλαβητικές που αγαπούν τα θεία; και να μη τον παίρνη καμμιά τον φίλον μας τον Στέλιο… Μα καμμιά δεν θα θέλη να γίνη παπαδιά! Ο Στέλιος αλήθεια διέπρεπε και εις το να εκφωνή λόγους επικηδείους εις τους νεκρούς δι’ όσους δεν ήτο εύκολον να ευρεθούν άλλοι ρήτορες. Είχε τω όντι πολύ ρητορικόν, εις την στάσιν και την απαγγελίαν, και εις όλον το άτομόν του. Το ύφος δεν διέφερε πολύ από το της επιστολογραφίας, ειμή ότι είχε πλείονας ονομαστικάς απολύτους και ανακόλουθα. «Το λοιπόν ακούσατε, ευλογημένοι χριστιανοί, πώς η μακαρίτις αυτή, η αείμνηστος νεκρά, έχουσα φόβον Θεού και ανατρέφουσα τα τέκνα της εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, ήλθεν ο καιρός να πληρώση το κοινόν χρέος. Προπέμποντες γουν ημείς αυτήν σήμερον, μέλλει να επιστρέψη εις την γην, εξ ης ελήφθη· και ας είπωμεν όλοι εν ευλαβεία και φόβω Θεού το: Αιωνία η μνήμη τρις…» Τοιούτους επικηδείους είχε πολλούς εις το θυλάκιόν του ο Στέλιος, ήρκει να είναι βέβαιος, ότι θα έβγαινε κάτι τι, έστω και δίδραχμον ή ολιγώτερον… Αλλά δεν ήτο ρήτωρ μόνον διά τους νεκρούς. Ήτο και διά τους ζώντας. Εις τας εκλογάς του 189… εχώθη όλος μέχρις αγκώνων και γονάτων, και ηγωνίσθη τον αγώνα, τον οποίον εις τους λόγους του ωνόμαζεν, όπως και αι εφημερίδες του κόμματος, «τόν ευγενέστατον των αγώνων». Εγύριζεν από καφενείον εις καφενείον και ηγόρευε. Μίαν μάλιστα φοράν, ως διηγείτο ο ίδιος, παράδοξον πράγμα τού συνέβη. Από την συγκίνησιν, από την ρητορικήν την πολλήν, άνευ άλλης αιτίας, ενώ εδημηγόρει εντός καφενείου, έξαφνα, χωρίς να τον σπρώξη τις, έπεσε κάτω και έμεινεν επί ώραν αναίσθητος… Άλλοι έλεγαν ότι είχε φάγει έν γρονθοκόπημα από ένα κουτσαβάκην αντιφρονούντα,


196

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

χωρίς να το καταλάβη. Όταν τον ανήγειραν και ήλθεν εις τας αισθήσεις του, δεν ενθυμείτο πλέον εκ ποίας αφορμής είχε πέσει κάτω. Ευτυχώς το κόμμα ενίκησε, και ήλθεν εις τα πράγματα. Εις τον Καλοχεράκην είχαν υποσχεθή μίαν θέσιν καλήν, αλλά δεν του την έδωκαν. Ο κυρ-Μικέλης τον επαρηγόρει και πάλιν. — Υπομονή και φόρτσο γινάτι! Δεν διέπρεπε μόνον εις τας εκλογάς των βουλευτών ο Στέλιος. Δεινός ήτο και εις τας εκλογάς των ηγουμένων. Από καιρού εις καιρόν, εγίνετο άφαντος επί πολλάς ημέρας, και δεν ήρχετο να εύρη τους φίλους του, να καπνίση ναργιλέν, και να συζητήση πολιτικά και θρησκευτικά, μαζί με τον Μικέλην και τους λοιπούς. Αργότερα συνέβη να μάθουν οι φίλοι ότι ο Καλοχεράκης διέτριβεν επί ημέρας εις την ιεράν μονήν Π. Ο ίδιος είχεν είπει ότι είχεν εκεί έναν αυτάδελφον μοναχόν. Την εβδομάδα του Πάσχα εις τα 19… επρόκειτο να γίνη εκλογή ηγουμένου εις την πλουσίαν εκείνην Μονήν. Του τέως ηγουμένου, όστις είχε κατηγορηθή διά καταχρήσεις αλλ’ απηλλάγη, δι’ έλλειψιν αναμαρτήτου όστις να βάλη τον πρώτον λίθον, είχε λήξει η θητεία. Υποψήφιοι ήσαν ο ίδιος πάλιν και είς άλλος αντίπαλός του. Η εκλογή έμελλε να γίνη την Κυριακήν του Θωμά. Την Δευτέραν του Πάσχα ο Στέλιος απεχαιρέτισε τους φίλους του, και τους είπε φανερά, αυτήν την φοράν, ότι πηγαίνει εις την μονήν της Π., ότι θα εργασθή διά την εκλογήν, ότι είναι σφόδρα υπέρ του πρώην ηγουμένου, και ότι η εκλογή του θεωρείται βεβαία. Προσέθηκε πολλά υπέρ του πρώην ηγουμένου, λέγων


Ο ΚΟΣΜΟΛΑΪΤΗΣ

197

ότι είναι χρηστός και όσιος, και ότι οι εχθροί του τον είχαν συκοφαντήσει. Ας όψεται η πολιτική! Οι φίλοι ευχήθησαν απλώς καλήν επάνοδον εις τον Στέλιον, και ουδέν άλλο είπον. Ήλθεν η Κυριακή του Θωμά. Την πρωίαν της επιούσης όλαι αι εφημερίδες ανέγραψαν τα της εκλογής της προτεραίας, και το αποτέλεσμα ταύτης. Ηγούμενος εξελέχθη όχι ο πρώην αλλ’ ο αντίπαλός του. Ο Καλοχεράκης δεν εφάνη ούτε την Δευτέραν ούτε την επιούσαν. Μόνον μεσούσης της εβδομάδος επαρουσιάσθη, φαιδρός, εύθυμος, και προθυμότατος να κεράση τους φίλους. — Πώς άργησες;… Ακόμα επάνω ήσουν; τον ηρώτησε ο κυρ-Μικέλης. — Βέβαια… έμεινα να εορτάσω τα νικητήρια. — Πώς!!; Εσύ ήσουν με τον αποτυχόντα! — Σφαχτά και σπληνάντερα και κοκορέτσια και κρασοβόλια άφθονα! εξηκολούθησεν ένθους ο Καλοχεράκης, χωρίς ν’ απαντήση απ’ ευθείας εις την παρατήρησιν του φίλου του. Το κάψαμε! Μην ερωτάς!… — Μα! δεν ήσουν με τον αποτυχόντα; επανέλαβε και πάλιν ο Μικέλης. — Όταν επήγα επάνω, και είδα τα πράγματα, απήντησε θαρραλέως ο Καλοχεράκης, αμέσως εκατάλαβα τι έτρεχε… Γλυτώσαμε το μοναστήρι τριακόσιες χιλιάδες δραχμάς… Δάση, βοσκαί, λατομεία, όλα ήθελε να τα κάμη γυαλιά καρφιά ο πρώην. Ήτον του διαβόλου φάμπρικα!… κι εμείς του την καταφέραμε. Και άρχισε να δίδη πλείονας εξηγήσεις, εξ ων οι ομιληταί του έν μόνον ενόησαν, ότι ο Καλοχεράκης τα είχε γυρίσει ολίγον προ της εκλογής, ή επάνω εις την εκλογήν, ή και μετ’ αυτήν.


198

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

— Και τι μπορούσες να κάμης εσύ! Μήπως είχες ψήφο; είπεν ο άλλος φίλος, όστις δεν είχεν ομιλήσει ακόμη. — Εγώ;… ψήφους, όχι ψήφο!… και χωριστά ο αδελφός μου που ψηφίζει κιόλα… Εις το τέλος της ομιλίας ο Καλοχεράκης υπεστήριξεν εις τον κυρ-Μικέλην, ότι επερίμενε να διορισθή εις θέσιν έμμισθον, εις την υπηρεσίαν της Μονής. Μετά τινας εβδομάδας ο Στέλιος διωρίζετο ωσεί «κουνακτσής» ή επιστάτης εις έν μετόχιον της Μονής εντός της πόλεως. Η υπηρεσία του συνίστατο εις το να μη κάμνη τίποτε. Κατ’ εκείνον τον χρόνον έγινε πλέον ακριβοθώρητος κι επροφασίζετο ότι είχε πολλάς «υποδοχάς» και φασαρίαν πολλήν εις το Μετόχι. Πριν παρέλθουν δύο μήνες επαύθη από την θέσιν. — Ήτο επόμενον, εξήγησε τότε εις τους φίλους του. Αφού διά κάθε θέσιν του Μοναστηριού υπάρχουν είκοσι, τριάντα απαιτηταί υποψήφιοι… Παραπάνω από ένα μήνα ή πέντε εβδομάδες δεν μένει κανείς στην θέσιν· αμέσως τον παύουν διά να έλθη άλλος. «Σήμερον εμού, αύριον ετέρου και ουδέποτέ τινος». — Ε! τι να γίνη; υπομονή και φόρτσο γινάτι, του είπεν ο κυρ-Μικέλης. Τι έχασες εσύ; Κοσμολαΐτης ήσουν και κοσμολαΐτης έμεινες. 1903


ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Όπως το διηγούνται, όσοι το έφθασαν, εν ηλικία όντες εις Αθήνας τω 1870, ο νεκρός του ενός των ληστών του Δηλεσίου, κομισθέντων εις Αθήνας κατά Μάιον, είχε το πρόσωπον παραδόξως φαιδρόν και γελαστόν. Την ώραν που τους ετουφεκοβολούσαν τ᾿ αποσπάσματα, ελλοχεύον όπισθεν πυκνών θάμνων και βράχων το παλληκάρι εκείνο της Ρούμελης, ίσως διότι το ταμπούρι του του εφαίνετο πολύ ασφαλές, τίς οίδε τι είχε σκεφθή ή τι σοβαρόν είδεν, ή τι αστείον ήκουσε παρά τινος γείτονος συντρόφου του, κι εγέλασεν, όπως οι άνθρωποι γελούν. Συγχρόνως, εν ακαρεί, του ήλθε το βόλι. Τον ηύρε καίριον εις τον λαιμόν, και τον αφήκεν εις τον τόπον. Μετά δύο ημέρας οι σκοτωμένοι, πέντε ή εξ τον αριθμόν, εκομίζοντο εις Αθήνας. Εις το πρόσωπον του νέου εκείνου όλοι οι φρικώδεις περίεργοι είδον εντυπωμένον, πιστωμένον τον γέλωτα. Ούτ᾿ επρόφθασεν, ο ευτυχής άνθρωπος, να αισθανθή την πικρίαν του βέλους, αλλ᾿ ο θάνατος του ήλθε μυστηριώδης, γλυκύς, προ της αλγηδόνος. Ο Γιάννης του Λέκα, νέος εικοσαετής, εφαίνετο ότι έχαιρε μεγάλην χαράν σφόδρα, όταν του έλεγαν ότι θα ήρχετο εκείνον τον χρόνον, διά να τον πάρη στρατιώτην, το περιοδεύον Στρατιωτικόν Συμβούλιον. Άρχιζεν αμέσως να κάμνη βήματα, προφέρων: έν γυό, έν γυό, κι ήταν όλος γέλια και χαρά. Πλην, όταν ήλθε πράγματι η Στρατιωτική


200

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Επιτροπή, προς μεγάλην χαράν του Δημάρχου, και κατέλυσαν άλλοι εις την Δημαρχίαν, άλλοι στο οιονεί ξενοδοχείον, κι άλλοι στα σπίτια μερικών, ο Γιάννης, χωρίς να παύση τα γέλια, η ενδόμυχος ευθυμία και το θάρρος τού έφυγαν, κι ηρνήθη αποτόμως να παρουσιασθή ενώπιον της Επιτροπής. Εστήλωνε τα πόδια του, αντεστήλωνε το κορμί του, έκλαιε, κι εφώναζε: «δεν πάω». Όταν δε ο υπίατρος ωδηγήθη στο σπιτάκι της Λέκαινας, κι εδοκίμασε να ιδή και να εξετάση τον κληρούχον, ο Γιάννης έπεσεν εις μίαν γωνίαν, εμαζώχθη, εκουβαριάσθη, εσταύρωσε σφιχτά τα χέρια του, έσφιξε τον αφαλόν του, έκαμψε τους πόδας του με τα γόνατα έως τον αφαλόν, και ηρνήθη να υποστή την εξέτασιν του ιατρού. Τέλος η Επιτροπή απεφάσισε να τον κηρύξη «βλάκα», και τον απήλλαξε πάσης περαιτέρω ενοχλήσεως. Αλλ᾿ όμως ο Γιάννης δεν έλειπε ποτέ από καμμίαν αγρυπνίαν εις τα εξωκκλήσια, όταν επηγαίναμεν στα πανηγύρια, αρχόμενος από την ανατολήν του έαρος έως το βασίλεμα του θέρους, κι έως την στρώσιν του φθινοπώρου, και πριν εισβάλη ο χειμών. Πρώτον εις την Παναγίαν της Αγαλλιανούς, όπου η ψυχή μας εμοσχοβολούσεν ία και ναρκίσσους και λευκά άνθη της αγραμπελιάς. Είτα εις την Παναγίαν την […], όπου έτρεχε με μόρμυρον και ρόχθον το ρεύμα της Ζωοδόχου, κάτω εις τους μυστηριώδεις καταρράκτας με τα κρεμάμενα πολυτρίχια και τους ανέρποντας κισσούς ανά τους υγρούς βράχους εις τα κυρτά υλομανούντα δένδρα. Και στον Άι-Γεώργην, όπου αι τόσαι νύμφαι του χωρίου ελιτάνευον στολισμέναι με τα πεποικιλμένα μανίκια, τας μεταξωτάς ποδιάς και τα χρυσά ποδογύρια των, ερχόμεναι άλλαι με τις βάρκες και άλλαι διά ξηράς. Και εις τα Πέντ᾿ Αδέλφια, όπου τα αγκαλιασμένα γηραιά δένδρα καλύπτουν την βρύσιν και


ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ

201

στεγάζουν τον πενιχρόν ναόν με το θεσπέσιον άλσος των. Κι εις τον Άι-Γιάννην τον Μυρωδίτην, όπου τα τελευταία αηδόνια εκαλούσαν εις διαδοχήν τα κοσσύφια ανά το [. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .] από το ύψος των [. . . . . . . .] έως τον γιαλόν [. . . . . . . . .] και το κελαρύζον νερόν του βαθέως ανερχομένου Δασκαλιού ανέβλυζεν από την ρίζαν της γηραιάς δρυός, όπου με τα κυμβαλίζοντα πέταλα των φυλλομανούντων κλώνων της διηγείτο τας αναμνήσεις των αιώνων. Πόσαι οικογενειακαί θαλίαι είχον τελεσθή το πάλαι υπό τους βαθυφύλλους κλάδους της, πόσα άκακα ερωτικά ζεύγη είχον εύρει ποτέ καταφύγιον εις την σκιάν της. Και είτα εις τον Άγ. Ηλίαν και εις τον Άγ. Παντελεήμονα, κι εις την Παναγίαν την Πρέκλαν, κι εις την Παναγίαν του Κορδάση, κι εις την άλλην Παναγίαν του Αραδιά, κι εις τον Άι-Γιάννην του Κάστρου, κι εις τον άλλον Άι-Γιάννην του Μετοχιού, κι εις τον Άι-Δημήτρην, κι εις τον Άι-Ασώματον τ᾿ Αγγελή, και τέλος εις την Παναγίαν την Καστριώτισσαν, όπου πάσα σεμνότης και πάσα χάρις εν γαλήνη συνηνούντο, και παν γόνυ έκλινεν ενώπιον της θείας (εν γαλήνη) Πολιούχου: «Διανέμοις των χαρισμάτων την σην γαλήνην, Θεοτόκε, τη ψυχή μου». Όλα ευωδίαζον άνοιξιν και απλότητα και χαράν. Ο Γιάννης έμβαινεν εις το παρεκκλήσι γελών, τον ωδηγούσεν η μάνα του, χήρα έχουσα αυτόν ως μοναχογιόν, να «χαιρετίση», δηλ. να ασπασθή την εικόνα στο προσκυνητάρι, την ησπάζετο γελών, είτα επήγαινε στ᾿ αριστερά του χορού, κι έστεκε δίπλα εις το άκρον ανατολικόν στασίδι, δύο βήματα από την βορείαν πύλην, όπου αι γυναίκες έφερον τυλιγμένας με προσόψια τας προσφοράς, και έγραφαν τα ονόματα, δηλ. τα έγραφεν ο παπάς καθ᾿


202

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

υπαγόρευσιν ιστάμενος εις το χάσμα της θύρας, με το μολυβδοκόνδυλον, κρατών φύλλα διπλωμένα χάρτου επί του βιβλίου των Αποστόλων ή των Ψαλτηρίων: «Γεωργό, Γεωργό και του πλι (δηλ. το πλοίον) μετά των συμπλεόντων αυτώ, Νικολάκη, πάλι Νικολάκη (ο παπάς έγραφε Ν.Ν.), Κυρατσούλα, Σειραΐνα, άλλη Σειραϊνώ (Κυρ. Σειρ.), Κωνσταντή Κωνσταντή (Κ.Κ.), συμβίας, τέκνων, γονέων και αδελφών αυτών». Εκεί έστεκεν ο Γιάννης, και ήκουε γελών τα υπαγορεύματα των γυναικών, τας απηχήσεις και τους ασπασμούς του παπά. Τέλος, όταν ήρχιζεν η ψαλμωδία, ο Γιάννης εξηκολούθει να γελά προς τας αντιφωνίας των διαφόρων νεαρών ψαλτών και τας οξυφωνίας του παπά. Συνήθως αντείχεν όρθιος επί ώρας, είτα εκάθητο εις το σκαλοπάτι του βήματος κάτωθεν της τελευταίας αριστερά εικόνος (ήτις ήτο συνήθως του Αγίου του ναού). Η μάνα του, επειδή τον είχε μονογενή, συχνά έταζε και παρεκάλει τους Αγίους «να τον κάμουν καλά». Πλην φαίνεται ότι αυτός ήτο αρκετά καλά, σχεδόν καλύτερα από πλείστους άλλους, και οι Άγιοι δεν έκρινον ότι εσύμφερε να του δώσουν εκείνο το οποίον η μάνα του ωνόμαζε «την υγειά του», δηλ. την ελευθερίαν να κακουργή εν γνώσει. Η ψαλμωδία εξηκολούθει δι᾿ όλης της νυκτός. Πενήντα ή εκατόν άνδρες και παιδιά — συνήθως είχον παραφάγει και παραπίει — εκοιμώντο έξω, ανάμεσα στους σχοίνους, και οκτώ ή δώδεκα γυναίκες, και τρεις γέροι, εις τα στασίδια ή στάς πλάκας του ναού εκοιμώντο καθήμενοι. Ενίοτε ηκούετο το ρογχάλισμα του ιερέως μέσα απ᾿ το Άι-Βήμα. Ο ψάλτης υπενύσταζε και έκαμνε «μετάνοιες» όρθιος στο στασίδι, κι ο γερο-Δημητρός, ο πρώην νεωκόρος κι επίτροπος επί των εξωκκλησίων, χωρίς ο νους του


ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ

203

ν᾿ αποσπάται απ᾿ το παγκάρι και τα κηρία, έπαιρνε «δύο τροπάρια» καθιστός στο στασίδι. Ο Γιάννης άγρυπνος δεν έπαυε να γελά. Κάτω εις την πολίχνην, όπου ο Γιάννης ήτο ευθυμία και χαρά των σπιτιών, ο ίδιος εγέλα θορυβωδέστερον όταν συνήντα ένα από τους περιπλανωμένους του χωριού, σχεδόν ομοιοπαθή του, ή τον Ζαχαρίαν τον Κούκον, ή τον Τάσον τον Νικολήν, ή τον Ματώ απ᾿ τον Απάνω Μαχαλάν. Τότε άνοιγε πράγματι η καρδιά του. Εγέλα ακρατήτως, και δεν ημπορούσε «να μαζώξη το στόμα του». Ήτο ως να έλεγε: «Χαίρομαι, αδελφέ μου, που σε βλέπω τέτοιον· οι άλλοι που μας γελούν είναι πολύ χειρότεροι». Κι εις τα ξωκκλήσια, κατά την διάρκειαν της αγρυπνίας, συνήθως ήρχετο μετά τα μεσάνυχτα πάντοτε ο γερο-Δημήτρης ο Ηπειρώτης ο νυχτοβάτης, ή ο πάτερ Ιωακείμ, ο άστεγος μοναχός, συνήθως ξυπόλητος και ξεσκούφωτος. Όταν τον έβλεπεν ο Γιάννης, τότε ησθάνετο άκραν ευθυμίαν, κι ενετρύφει εις την θέαν του. Ο Ιωακείμ ίστατο εις την άλλην γωνίαν του Τέμπλου, δεξιά, και συνήθως του έδιδον οι ψάλται να διαβάση το Ψαλτήρι. Ο Γιάννης δεν εχόρταινε να τον κυττάζη, κι εγέλα, εγέλα με ηδονήν άρρητον. Και όταν δεν ήτο πανηγύρι ο Γιάννης με το γαϊδουράκι έτρεχε συνήθως εις την εξοχήν. Είχεν η μάνα του μικρούς ελαιώνας και χωραφάκια, κι ο πτωχός νέος φαίνεται ότι κάτι έκαμνεν εις γεωργικάς αγγαρείας και βοηθητικά έργα, με όλην την αδυναμίαν του. Αλλά και τότε, όταν επέρνα από εξωκκλήσι, επέζευεν, έδενεν εις την ρίζαν θύμου το γαϊδούρι, και εισήρχετο εις τον ναΐσκον. Εκεί έβγαζεν ατάκτους φωνάς, θέλων να μιμηθή τους ψάλτας, και κάποτε έβαλλε χείρα εις εικονίσματα και τα κατεβίβαζε


204

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

κάτω διά να τα ξεσκονίση, όπως εφρόνει· άλλοτε έβγαζε τα θυρόφυλλα της Αγίας Πύλης, κι άρχιζε να τα πελεκά με το μικρόν κλαδευτήρι που είχε. Πότε τα επανέφερεν εις την θέσιν των, και πότε τ᾿ άφηνε κάτω εις το έδαφος, όπου έτυχε. Η Μαλαμμώ του μπαρμπα-Δημητρού, συμβία του Γιώργη του Πολύζου, ήτο απαράμιλλος εις την θρησκευτικήν ευλάβειαν. Άλλη δεν ήτον ως αυτή να τρέχη διαρκώς σ᾿ όλα τα ξωκκλήσια, να τ᾿ ασβεστώνη, να τα καλλωπίζη, ν᾿ ανάφτη τα κανδήλια, πότε με λάδι δικό της, πότε εκ μέρους άλλων γυναικών ευπορωτέρων της. Είχε μετακομίσει στις πλάτες της πέντε ή εξ παλιο­ σάνιδα, τα οποία της έδωκαν, διά να επισκευάση την στέγην του ναού του Χριστού στο Κάστρον. Η Μαλαμμώ, χάριν ευκολίας, τα απέθεσε προσωρινώς έξωθεν του Κάστρου, προ φοβερού χάσματος της παλαιάς γεφύρας, κι εις την κάτω βαθμίδα της ιλιγγιώδους, μεγαλοβάθρου, κυκλοτερούς και πλατείας σκάλας. Ήτο μεσοβδόμαδα. Η Μαλαμμώ έλεγε μέσα της: «Χριστιανός δε θα βρεθή να τα κλέψη». Και όμως ευρέθη. Υψηλά από το μικρόν σαθρόν καλύβι, όπου ήτο έν παλιοχώραφον ανάμεσα εις τα ορμάνια, όπου έβοσκε πέντε ή εξ ψωραλέας αίγας ο Νικολός ο Μπασιόλης, μακρόθεν επί πολλήν ώραν ετηλεσκόπει την Μαλαμμώ, ώστε είχε αποκάμει στα μάτια να την κυττάζη, κι εμορμύριζε μεγαλοφώνως μέσ᾿ στα δόντια του: «Πού τα πάει αυτή, τρομάρα της, τα παλιοσάνιδα;» Την υστεραίαν η Μαλαμμώ είχε δουλειά στο σπίτι της, κάτω στο χωρίον, τρεις ώρας δρόμον. Την τρίτην ημέραν δεν ευκαιρούσεν ο σύζυγός της, οπού ήτον ολίγον κτίστης, αλλά και αγωγιάτης και γεωργός. Την άλλην ήτο Σάββατον, κι η Μαλαμμώ εκατάφερε τον σύζυγόν της να υπάγουν, μαζί και το μουλάρι, να κουβαλήση αυτός άμμον κι


ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ

205

ασβέστήν από μίαν ανεμιαίαν έπαυλιν, όχι πολύ μακράν του Κάστρου, να εισέλθουν φέροντες και τα σανίδια τ᾿ αποτεθειμένα έξω, να φθάσουν εις τον ναόν του Σωτήρος, κι αυτή ν᾿ ασβεστώση, κι εκείνος ν᾿ ανεβή στον τοίχον, πατών ως εις σκαλωσιές εις τα λιποπετρούντα τοιχία τα πλαγινά, να καρφώση τα σανίδια εις το ελλιπές μέρος της στέγης, να τα επιχρίση με την κονίαν που θα εζύμωνε με τα υλικά που έμελλε να μετακομίση. Φθάνουν εις τα πρόθυρα του Κάστρου, κάτω εις το βαραθρώδες του χάσματος, κυττάζει η Μαλαμμώ. Τα σανίδια έλειπαν. Έκαμε πολλούς σταυρούς, ηπόρησεν, ηγανάκτησε. — Το λοιπόν, πού τα ’χεις βάλει τα σανίδια; ηρώτησεν ο Πολύζος. — Εδώ τα είχα βαλμένα, στο κάτω σκαλοπάτι τ᾿ ακούμπησα. — Πού είναιτα, το λοιπόν; — Πού ’ν᾿ τα; Να κοπή το χεράκι του όποιος τα πήρε. — Δεν σου ’πα εγώ, βλοημένη, να μην κάμης μισές δουλειές; Ή να καρτερέσης έπρεπε ν᾿ αδειάσω, να τα κουβαλήσω με το μουλάρι, ή, αφού τα ’φερες, να ’κανες ακόμα έναν κόπον να τα πας ως μέσα στην εκκλησιά. — Και ποιος ξέρει, αν δεν θα τα βρούμε μες στην Εκκλησιά, είπε το Μαλαμμώ με εύκολον θάρρος και προς ιδίαν της παρηγορίαν. Έλα, Χριστέ μου, καμμιά καλή Χριστιανή θα ήρθε χτες προχτές ν᾿ ανάψη τα κανδήλια, και την εφώτισ᾿ ο Θεός και τα κουβάλησε. Άμποτε! Ο Πολύζος εξεφόρτωσε τα υλικά από το ζώον, έδεσε το ζώον του, ανέβασε με πολύν κόπον πρώτον τον σάκκον της άμμου, είτα την κοπάναν με τον ασβέστην ανά την υψηλήν φοβεράν σκάλαν, η γυνή ανήλθε με το καλαθάκι


206

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

της, όπου είχε λάδι, κηρία, ως και μικράν προμήθειαν τροφίμων. Είτα εφορτώθη αυτή τον ασβέστην, ο ανήρ της επήρε την άμμον και το καλαθάκι, υπερέβησαν την σιδηράν πύλην, και εισήλθον εις το παλαιόν έρημον χωρίον. Μετά δέκα λεπτά έφθασαν προ του ναού. Εξεφορτώθησαν, εκάθισαν να ξαποστάσουν. Της εφάνη της Μαλαμμώς ότι ήκουε κάτι ως χαλαράν και άρρυθμον ψαλμωδίαν έσωθεν του ναού. Δεν επίστευσε τ᾿ αυτιά της. Επλησίασεν εις την θύραν, την ώθησεν. Η θύρα ήτο κλεισμένη ένδοθεν. Ηκούοντο τώρα ευκρινέστερον αι άμουσοι ψαλμωδίαι. — Ωχ, Θε μου, τι να είναι, είπε το Μαλαμμώ. Έλα, Πολύζο, να ιδής και ν᾿ ακούσης. Η πόρτα είναι κλειδωμένη από μέσα. Επλησίασεν ο άνθρωπος, έκρουσεν ώθησεν ισχυρώς. Εις μάτην. Η θύρα ήτο πράγματι μανδαλωμένη. — Τι πειρασμός είναι αυτός; έκραξε το Μαλαμμώ, συνάπτουσα τας χείρας. Τα σανίδια λείπουν απ᾿ έξω, η πόρτα της εκκλησιάς κλειδωμένη, κι ουρλιάσματα άχαρα ακούονται μέσα. Τι να ’ν᾿ αυτό; Μπαίνουν τάχα και στις εκκλησιές πειρασμικά πράγματα; Απ᾿ όλον τον ακατάληπτον βόμβον του ήχου του ακουομένου, η ακοή των αίφνης διέκρινε δις ή τρις τας λέξεις: «Χριστός Ανέστη». — Χριστός Ανέστη, επανέλαβεν το Μαλαμμώ. Κι ακόμα τώρα δεν πέρασε το μεσοσαράκοστο. Ήτο τωόντι Σάββατον της δ´ εβδομάδος των Νηστειών. — Μην πηαίνη αλά φράγκα αυτός που είναι μέσα; είπεν ο Πολύζος. — Στοιχειό θα είναι· ξωρκισμένος οξαποδώ, απήντησεν η Μαλαμμώ. — Κανένας μουρλός θα είναι, είπεν ο Πολύζος. Ας ιδούμε. Μην είν᾿ εκείνος ο Γιάννης της Λέκαινας;


ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ

207

Έκρουσε πάλιν δυνατώτερα την θύραν. Είτα ανέβλεψεν ανά τον τοίχον, κι έδειξεν εις ύψος δύο οργυιών σχεδόν τον μικρόν φεγγίτήν με την χρωματιστήν ύαλον, που έφεγγε τον ναόν από την δεξιάν πλευράν. — Να μπορούσα ν᾿ ανεβώ κει απάνω, είπεν. Έλα, βόηθα, Μαλαμμώ, να σωρέψουμε πέτρες πολλές, να τις στερεώσουμε, για ν᾿ ανεβώ ως εκεί. — Δεν φωνάζουμε μια; είπε το Μαλαμμώ, αλλά δεν υπήρξε φωνή και ακρόασις. Ήρχισαν ν᾿ αποκόπτουν λίθους από τα ερείπια των παλαιών οικιών εδώθεν κι εκείθεν. Όταν συνέλεξαν λίθους αρκετούς, ήρχισεν ο Πολύζος να τους στοιβάζη εις σωρόν. Πλην τότε παρ᾿ ελπίδα ηκούσθη κρότος μανδάλου ή μοχλίου αποσυρομένου και οξύς γέλως ήχησεν εις το χάσμα της διανοιγείσης θύρας. Ήτο τωόντι ο Γιάννης του Λέκα. Υπεδέχετο με παιδικούς καγχασμούς την γυναίκα και τον άνδρα της. — Α! Εσύ ’σαι λοχεμμένε! είπεν η Μαλαμμώ· γιατί δεν ακούς τόσην ώρα που σε φωνάζουμε; Ο Γιάννης απήντησε διά νέου καγχασμού. Εστράφησαν προς την θύραν και είδον τα εντός. Ο Γιάννης είχεν ανάψει διά μαναλίου όλα τ᾿ απόκηρα, όσα είχεν ευρεί εκεί, είχε χύσει το λάδι από τα κανδήλια, είχε κενώσει όλον το λαδικόν, που εύρεν εις το ερμάρι της βορειοδυτικής γωνίας, και είχε κατορθώσει να τ᾿ ανάψη, ως πυροφάνι, μόνον δύο κανδήλια εκ των επτά ή οκτώ των προ του Τέμπλου και του προσκυνηταρίου, και ηυφραίνετο ψάλλων το Χριστός Ανέστη, όπως αυτός ήξευρεν. Είχε βαρεθή την σαρακοστήν, επόθει το Πάσχα, και ήρχισε να το προεορτάζη. Αφού εγέλασεν αρκετά, η Μαλαμμώ έσβησε τ᾿ απόκηρα, επροσπάθησε να σκουπίση τα χυμένα λάδια, και


208

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

είτα εμελέτα ν᾿ αρχίση το ασβέστωμα. Ελησμόνει ήδη τα χαμένα σανίδια. Αλλ᾿ ο Πολύζος είπε: — Και πού ’ν᾿ τα σανίδια, Μαλαμμώ; — Πού ’ν᾿ τα, μαθές; επανέλαβεν η γυνή. Τυχαίως και στον βρόντον η γυνή εστράφη προς τον πτωχόν νέον, και τον ηρώτησε: — Μην είδες, Γιάννη, τα σανίδια πουθενά; Ο άκακος νέος απήντησε μόνον: — Κουβάλας. Ο περί ου ο λόγος τωόντι είχε συναντήσει τον Γιάννην κατά την προχθές, την ώραν οπού εκουβάλα τα κλοπιμαία. Του έδωκε δύο ξυλιές ως αρραβώνα, και τον εφοβέρισε να μην μαρτυρήση τίποτε. Ο Γιάννης απήντησε με το παγωμένον γέλιο του. Είχε ξεχάσει τις ξυλιές, ως και την φοβέραν. Την επαύριον ανεύρε τα κλοπιμαία η Μαλαμμώ. 1912


Ο Παπαδιαμάντης φωτογραφημένος από τον Παύλο Νιρβάνα.


Τ’ ΑΕΡΙΚΟ ΣΤΟ ΔΕΝΤΡΟ Κάτω στα Βουρλίδικα, καθώς κατηφορίζεις από τις Βίγλες, ανάμεσα Πλατάνου και Πετράλωνα, σιμά στης Γανωτίνας το Μύλον, εκεί κατεβαίνει το ρεύμα, χείμαρρος, νάμα, δρόσος και ίαμα, από τα όρη του Θεού. Εκεί ευφροσύνη ορνέων, επαύλεις Σειρήνων και καλάμη και χλόη· εκεί το όμμα απολαύει γωνίαν παραδείσου, και η ψυχή δροσίζεται ως σώφρων Άννα, κινούσα τα χείλη εις προσευχήν, χωρίς ν᾿ ακούεται η φωνή της, φωνή μυστηριωδώς ψιθυρίζουσα εις την καρδίαν: Συ εποίησας πάντα τα ωραία της γης, θέρος και έαρ, συ έπλασας αυτά. Τέσσαρα ή πέντε καλύβια αγροτών και βοσκών, αντικρύζοντα εις άλληλα, ήσαν κτισμένα επί των κλιτύων ένθεν κι ένθεν της κοιλάδος. Όλα τ᾿ ανήλικα παιδία των αγροδιαίτων αυτών οικογενειών συναγελάζοντο καθημερινώς προς το βάθος της ρεματιάς, κυλιόμενα μέσα εις τα παχέα χόρτα, ανάμεσα εις τας πυκνάς λόχμας και τους καλαμώνας, παίζοντα εις τον ίσκιον των βαθυφύλλων δένδρων, τα οποία ηγκαλίζετο ο κισσός, από της ρίζης, σπειροειδώς ανέρπων μέχρι της κορυφής, σιμά εις το διαυγές ρεύμα, του οποίου ηκούετο ο ψίθυρος, κελαρύζων βαθειά εις την ψυχήν, ενώ η αύρα έσειε μυστικά τους βαθυπρασίνους θάμνους, κι οι παπαρούνες έβαπτον με κόκκινα στίγματα όλα τα κατηφορικά χωράφια γύρω, εν μέσω πληθύος άλλων ποικιλοχρώμων ανθέων, οπού ενθύμιζον το άσμα


Τ’ ΑΕΡΙΚΟ ΣΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

211

το ψαλέν εις τας εκκλησίας την ημέραν εκείνην την σεβάσμιον: «ενεδύσω στέφανον ύβρεως, ο την γην ζωγραφήσας τοις άνθεσι· και την χλαίναν την κοκκίνην εφόρεσας…»· κι εκεί τα πετεινά, ευφραινόμενα, επετούσαν από κλάδου εις κλάδον, ανταποκρινόμενα με τα κελαδήματά των εις τας χαρμοσύνους των παιδίων κραυγάς. Ήσαν ο Στάθης κι ο Λευθέρης της Κρατήρας, δίδυμα επτά ετών, κι ο Γιώργης κι η Μαλάμω του Καρυοφύλλη, επτά και εξ ετών, κι ο Κώτσος του Κοντονίκου, οκταέτης, κι ο Χαράλαμπος και το Τσιτσώ του Καλλιμάνη, εξ και πέντε ετών, όλα χαρούμενα, παίζοντα μέσα εις τας λόχμας, πηδώντα τα μικρά χανδάκια, καραβίζοντα φύλλα δένδρων ή ξυλάρια εις το νερόν του ρύακος. Την πρωίαν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου, μία μικρά σπείρα από μάγκας της πολίχνης, ηλικίας από δώδεκα μέχρι δεκαπέντε ετών, είχεν εξέλθει εις εκδρομήν ανά την κοιλάδα, διά να κόψουν βέργες ίσως, διά να φάγουν κότσικα ανθοβολούντα εις τας λόχμας, διά να κλέψουν ρόδα από τας αιμασιάς και τους φράκτας των περιβολίων, ή διά να κυνηγήσουν φωλεάς πουλιών. Η συμμορία εισέβαλε θορυβωδώς μέσα εις τα Βουρλίδια, ηκούοντο αι άγριαι φωναί της μακράν, ατακτούσαν κι εκτυπούσαν τους θάμνους και κατέβαλλον τας καλαμιάς εις το έδαφος. Η μικρά αγέλη των χωρικών παιδίων, άμα ήκουσε και είδε την σπείραν των παιδίων της πόλεως, τα οποία ήσαν πολύ μεγαλύτερα την ηλικίαν και το ανάστημα — εφαίνοντο δε αγριώτερα από τα τέκνα των αγροδιαίτων της κοιλάδος — ετράπησαν εις άτακτον και ραγδαίαν φυγήν. Οι μάγκαι της πόλεως έμειναν κύριοι του πεδίου, αμαχητί. Είς μόνος εκ της σπείρας των, ο Μιχάλης ο Βεργής, κρατών μακράν βέργαν, την οποίαν αρτίως είχε κόψει από


212

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

έν δένδρον και την είχε πελεκήσει με τον γκέκαν, τον κυρτόν σουγιάν του, ευχαριστήθη να κυνηγήση έν παιδάριον εκ της συνοδείας, τον Κώτσον του Κοντονίκου, όστις είχε μικράν χωλότητα εις τον αριστερόν πόδα, κι αργοπατούσε, μείνας τελευταίος από όλην την αγέλην, την παθούσαν το πανικόν πάθημα. Ο Μιχάλης ο Βεργής τον έφθασε, τον έψαυσε με την μακράν ράβδον και τον έκαμε να πέση κάτω, αν δεν είχε πέσει ήδη από τον φόβον του, πριν τον φθάση η βέργα του Μιχάλη. Το παιδίον, αρχίσαν να κραυγάζη, και πριν πέση, έβαλε σπαρακτικάς φωνάς αφού έπεσε, κι εβάρεσε, ως φαίνεται, εις το πόδι του το πονεμένον. Όλαι αι ηχοί των κοίλων βράχων και των απορρώγων κρημνών και των καθέτων κλιτύων της βαθείας κοιλάδος, εξύπνησαν από τας κραυγάς του μικρού Κώτσου, καθώς είχε πέσει από το ολισθηρόν χώμα και δίπλα εις τον υγρόν, χορταριασμένον βράχον, άνωθεν του ρεύματος. Από το αντικρυνόν καλύβι, το πλησιέστερον εις τον βράχον, τον βρεχόμενον από τον ρύακα, κάτω από την φυλλάδα των κισσοειδών θάμνων και το σύμπλεγμα της αγραμπελιάς και των αιγοκλημάτων, εξήλθεν η γρια­Κοντονίκαινα, η μάμμη του μικρού Κώτσου. Είχεν αποθάνει η νύμφη της προ χρόνων, και αυτή είχεν αναθρέψει το παιδίον, και το ηγάπα ως «δυό φορές παιδί της». Χωρίς να εξακριβώση καλά τι είχε συμβή, ήρκει ότι είδε τον Μιχάλην να κρατή ακόμη τεταμένην την βέργαν του και το παιδίον να κείται χαμαί, ησθάνθη ότι το εγγόνι της είχε πάθει κακόν τι από τον μάγκαν της πόλεως και ήρχισε, συνάπτουσα τας χείρας, να ονειδίζη και να καταράται: — Βρε συ, σκύλε αγαρηνέ, τι έκαμες!… Τι σου έφταιξε το παιδί, το σακάτικο, και το κυνηγάς;… Κακό αερικό να σου ’ρθη απάνω σου, να σε μαράνη, σαν εκείνο το δεντρί εκεί!…


Τ’ ΑΕΡΙΚΟ ΣΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

213

Όλη η μικρά συμμορία των αγυιοπαίδων τότε, με έν βλέμμα και με έν κίνημα απέβλεψεν εις το μέρος όπου έδειξε διά χειρονομίας της η γραία. Υπήρχε τω όντι μία κηλίς εις την φαιδράν πασχαλινήν εικόνα της ανοίξεως και της καλλονής. Έν δένδρον, αχλαδιά, ίστατο εκεί, επί του κατωφερούς της κλιτύος, με μαραμένα φύλλα και άνθη, με χρώμα τέφρας και σποδού επί της κορυφής και των κλώνων του· πολύκλαδον κούτσουρον, απειλητικόν, παραπονεμένον. Είχε περάσει «αερικό» από πάνω του, και το είχε μαράνει διά μιάς, προώρως, εν πλήρει ανθήσει. Ίστατο εν μέσω των άλλων δένδρων ως φάντασμα εν μέσω ζώντων. Τα παιδία ετράπησαν εις φυγήν. Η πικρά αρά της γραίας, και το θέαμα του απεξηραμμένου δένδρου, τα κατεπτόησαν. Αλλ᾿ ο Μιχάλης του Βεργή έμεινε τελευταίος, οπίσω από τους άλλους, καθώς είχε μείνει προ ολίγων λεπτών τελευταίος από την συνοδείαν του ο Κώτσος του Κοντονίκου. Την νύκτα εκείνην, νύκτα Αναστάσεως, η Ανάστασις ετελείτο εις τον ναΐσκον του Άι-Γιώργη της Χριστοδουλίτσας, κείμενον χίλια βήματα άνω από τον ανήφορον του λόφου, όχι μακράν από τα τέσσαρα καλύβια της κοιλάδος των Βουρλιδίων. Εκεί ανήφθησαν φαιδραί λαμπάδες ανάμεσα εις τα δένδρα, κάτω από τα γλυκά λάμποντα άστρα τ᾿ ουρανού, πριν ανατείλη ακόμη η σελήνη. Και ήσαν εκεί όλοι οι βοσκοί κι οι βοσκοπούλες του διαμερίσματος, φορούσαι τα στολίδια των τα πασχαλινά, ευφραινόμεναι και απολαύουσαι την άρρητον χαράν και ευωδίαν του Πάσχα. Εις το τέλος της χαρμοσύνου λειτουργίας, όλοι οι αγρόται, χριστιανοί και χριστιαναί, εμετάλαβαν εκ του «καινού της αμπέλου γεννήματος». Αλλ᾿ η γρια-Κοντονίκαινα είχεν εξομολογηθή εις τον παπα-Ησύχιον, πριν αρχίση ακόμη η θεία ακολουθία.


214

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Ο παπάς ηρνήθη να την μεταλάβη. Διηγήθη δύο ή τρία αληθή γεγονότα, πώς, προ ολίγων χρόνων, η γρια­Κυρατσούλα το Μοσχοβάκι (αποθανούσα τω 1864), ενώ επήγαινεν ένα πρωί εις το σπίτι του γιου της, εσπρώχθη καθ᾿ οδόν από έν άτακτον παιδίον, υιόν οικογενείας, τον Ευτυχή του Παυλίνη, και πεσούσα επάνω εις την κοπτεράν γωνίαν μιας οικοδομής — του δημοτικού σχολείου — έθραυσε την μίαν των πλευρών της. Η γραία εξέφερεν ένα γογγυσμόν, μίαν αράν: «να κοπή το χεράκι του!». Kαι ύστερον από χρόνους, ο Ευτυχής του Παυλίνη, όταν έγινεν ανήρ, επανέκαμψεν από την Αίγυπτον, όπου είχε διατρίψει επί καιρόν εμπορευόμενος, μ᾿ ένα και μόνον χέρι. Είχε χάσει την δεξιάν του χείρα εν ώρα συμπλοκής, τίς οίδεν, ίσως εκ μέθης. «Τώρα, τι εκέρδισεν η γρια-Κυρατσούλα;» προσέθηκεν ο ιερεύς. Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος. Παλαιότερον, ακόμη, η γρια-Σινιώρα, η μήτηρ αυτής της Κυρατσούλας, επέζη, ογδοηκοντούτις, ενώ οι τρεις υιοί της ιερομόναχοι, μονάζοντες εις την Παναγίαν την Κονίστραν — ο παπα-Καλλίνικος, ο παπα-Ιωσήφ και ο παπα-Ευγένιος — είχον προαποθάνει. Μίαν των ημερών, ο προεστώς του χωρίου, ο γερο-Καλοειδής, την ηνώχλησε και της είπεν: «Εσύ, γρια-στρίγλα, που εψωμόφαες και τους τρεις γιους σου, και συ ακόμη ζης!…» Η γρια-Σινιώρα εταράχθη, έγινε κάτωχρος, και, τρέμουσα, είπεν: «Όπως μ᾿ ετάραξε, να τον ταράξη!» Ολίγω ύστερον, τρεις υιοί του Καλοειδή εχάθησαν, ο είς από πνιγμόν, ο άλλος από συγκοπήν, και ο τρίτος από πυρ, και ο γηραιός πατήρ των επέζη ακόμη. «Τώρα τι εκέρδισεν η γρια-Σινιώρα;… Ευλογείτε και μη καταράσθε, είπεν ο Κύριος…» — Πού να μας ξεσυνερισθή ο Θεός! είπεν ο ιερεύς. Είναι μεγάλη η μακροθυμία του. Ευτυχώς δεν μας


215

Τ’ ΑΕΡΙΚΟ ΣΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

ξεσυνερίζεται, αλλ᾿ όμως συμβαίνουν κάποτε, ει και σπανίως, παράδοξα πράγματα, τα οποία είναι προωρισμένα να χρησιμεύσουν ως παραδείγματα. Στα χίλια, ένα! Το καλόν είναι, να φυλάγη κανείς τον θυμόν του και την γλώσσαν του, και αν τυχόν αδικήται, «έκαστος έχει τον κρίνοντα αυτόν». Και μάλιστα, επέφερεν ο παπα-Ησύχιος, «χρονιάρα μέρα», τοιαύτην υψηλήν και πανσέβαστον ημέραν, υπερέχουσαν πασών των ημερών, όπως το Μέγα Σάββατον, πρέπει μεγάλως να προσέχη τις, όπως μη εξέλθη κατάρα από το στόμα του. Πολλάκις δε, η τιμωρία φαίνεται δυσανάλογος προς το πταίσμα, και φαίνεται ως να έγινε προς τιμωρίαν, όχι τόσον του πρώτου πταίστου, όσον εκείνου, όστις εβαρυθύμησε και εχωλώθη, και αφήκε πικράν κατάραν να εκφύγη το έρκος των οδόντων του. Περί τα μέσα της Διακαινησίμου Εβδομάδος ήλθεν εις τα Καλύβια το άγγελμα, ότι ο Μιχάλης του Βεργή είχε πέσει αιφνιδίως άρρωστος από το δειλινόν του Μεγάλου Σαββάτου, και μετά συνεχή πυρετόν επί τρεις ημέρας, εσηκώθη από την κλίνην πελιδνός, σκελετώδης, δυσκίνητος, και μετά κόπου αναπνέων. Εφαίνετο ότι είχε περάσει «αερικό» από πάνω του και τον εμάρανε. «Ευλογείτε, και μη καταράσθε», είπεν ο Χριστός. 1907

ΤΕΛΟΣ


Πορτρέτο (ξυλογραφία) του Παπαδιαμάντη που φιλοτέχνησε ο χαράκτης Α. Τάσσος.


ΓΛΩΣΣΆΡΙΟ αβασταγή: μπόγος για ταξίδι αιπόλος: γιδοβοσκός αποσκαφή: όρυγμα άσσοβος: άβυσσος αυτιάζομαι: τρομάζω βαβουκλί: γυναικείο ένδυμα βλογούδι: λειτουργιά μικρότερου μεγέθους (κατά την περίοδο της Σαρακοστής) γαλαντόμος: άρχοντας γεμένι: γυναικείο μαντίλι γλωσσαλγώ: φλυαρώ

μέλπω: ψάλλω ξωμερίτης: αυτός που κατάγεται από αλλού, ξένος οκλάζω: γονατίζω οφρύς: κορυφογραμμή πανυχίς: ολονυκτία πνευστιώ: κουράζομαι ρεγχάζω: ροχαλίζω σελαγίζω: ακτινοβολώ

δοξάριον: ανάξιο λόγου αξίωμα

τουζλούκια: γκέτες τυρβάζω: ασχολούμαι αποκλειστικά με κάτι

εναμίλλως: ισάξια

υετός: βροχή

κολόβιο: (αρχικά) αμάνικη ζακέτα ιερωμένου

φριξότριχος: ξανθός

λιανίζω: κομματιάζω λιγυρός: λυρικός

χουϊάζω: φωνάζω ωρυγή: ουρλιαχτό


Η ΚΡΙΤΙΚΉ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ «Εις τα διηγήματα, όσα εδημοσίευσα κατά καιρούς ο υποφαινόμενος τα Χριστούγεννα ή το Πάσχα ενεπνεύσθην, αληθώς, από τας αναμνήσεις μου και τα αισθήματά μου, τα οποία θέλγουσιν και συγκινούσιν εμέ αυτόν –ίσως και ολίγους φιλαναγνώστας. [...] Έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρηται ότι επέζησα βεβιασμένην θέσιν ή πλοκήν, όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου. Όπου γίνεται λόγος περί ξενιτεμένων, οίτινες επιστρέφουσι μετά μακράν απουσία ή στέλλουσι γράμματα μετά υλικής παρηγορίας εις τους οικείους, ταύτα όλα βασίζονται επί της πραγματικότητος. [...] Αλλά τα πλείστα των υπ’ εμού γραφέντων εορτασίμων διηγημάτων έχουσιν, ας μου επιτραπή ο λατινικός όρος, a priori την υπόθεσιν, είναι δηλαδή μάλλον θρησκευτικά». Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος, Λαμπριάτικος ψάλτης

«Εξοχική Λαμπρή. Το ηθογράφημα αυτό με το να έχει θρησκευτική σκοπιμότητα χάνει τη συνοχή του και κατατρίβεται σε απλές περιγραφές, χωρίς μύθο. […] Στο ηθογράφημα αυτό ανασαίνουμε πέρ’ απ’ τις παπαδίστικες αλληλοφαγωμάρες, τη λεβεντιά και το μεγαλείο του λαού μας, που με τη δυναμική ψυχή του ξέρει να γιορτάζει τη Λαμπρή και μπορεί να υψώνεται ψυχικά και να τη γεμίζει με δικό του νόημα και περιεχόμενο· γι’ αυτό ο Παπαδιαμάντης χαρακτηρίζει στο τέλος τους λαϊκούς πανηγυριστές “Αληθείς ορθοδόξους Έλληνας!”» Γεώργιος Βαλέτας, Παπαδιαμάντης, Βίβλος, Αθήνα, 1955, σσ. 546-547


ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

219

«Η Παιδική Πασχαλιά, μικρό κομμάτι της ίδιας σειράς [ενν. τα Πασχαλινά διηγήματα] είναι μια σπαραχτική στο βάθος εικόνα της παιδικής ορφάνιας, που στις ημέρες της Πασχαλιάς και κάθε χρονιάρας μέρας γίνεται για τα παιδιά βαρύτερη. Είναι ο ύμνος της χαμένης μάννας, που είναι για το παιδί, ακόμα και για τον μεγάλο, κάτι αναντικατάστατο. […] Δράμα δραμάτων». Ό.π. σ. 549

«Πάσχα Ρωμέικο. Το κομμάτι αυτό είναι μια θαυμάσια τεχνουργημένη καρικατούρα ενός τύπου Ιταλοκερκυραίου, θερμοκέφαλου και μωροφαντασμένου, του μπαρμπα-Πίπη, στενού φίλου και συμπατριώτη του Παπαδιαμάντη. […] Μ’ αυτό το κομμάτι ήθελε ο συγγραφέας –γι’ αυτό το επιγράφει Πάσχα Ρωμέικο– να δείξει την ομορφιά και το μεγαλείο της ορθόδοξης λατρείας και τη φιλευσέβεια στην πιο καθαρή της μορφή. Είν’ ένα σκίτσο παρμένο απ’ τη ζωή, συνθεμένο με χάρη και με θαυμάσια χαρακτηρογραφική δύναμη. Είναι το πρώτο του αθηναϊκό διήγημα». Ό.π. σ. 551

«Το διήγημα Στην Αγι’ Αναστασά μάς δίνει ένα ποιμενικό Πάσχα στα βουνά. Μας θυμίζει την Εξοχική Λαμπρή, μα πολύ ξεχωρίζουν αναμεταξύ τους τα δυο κομμάτια. […] Διαβάζεις και θαρρείς πως βρίσκεσαι σε πανάρχαιο ρουμάνι κι ακούς το θρόισμα και το ρίγος μιας μεγαλοδύναμης ζωής, που ξεχυλάει από ανεξερεύνητα πάθη. […] Η απλότητα του ανθρώπου του βουνού λάμπει σ’ όλο της το μεγαλείο μέσα στη γιορταστική ατμόσφαιρα, όπου ο έντονος παγανιστικός ηθογραφικός παλμός συνταιριάζονται μ’ έναν απαρομοίαστο φυσιολατρικό τόνο, μ’ εσωτερική ένταση αποτυπωμένο στις μορφές και στις


220

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

περιγραφές, στον εκφραστικό πλούτο και στο δυνατό χρωματισμό, και κορυφώνεται στο ομαδικό φανέρωμα της κοινωνικής ομάδας». Ό.π. σσ. 563-564

«[…] Ο Λαμπριάτικος Ψάλτης, που με τον πρόλογό του χτυπάει ο συγγραφέας την πνευματική αρχοντοχωριατιά της εποχής του, τον ψευδοπροοδευτισμό και διασαλπίζει την απόλυτη προσήλωσή του στις ελληνοχριστιανικές παραδόσεις. Αυτό το κομμάτι το πασχαλιάτικο είναι το πιο αδύνατο μέσα σ’ όλη τη δημιουργία του Παπαδιαμάντη. Μ’ όσα έχει γράψει, το θρησκευτικό θέμα το είχε εξαντλήσει και φαίνεται η κόπωσή του και το σφίξιμο για να βρη νέες μορφές». Ό.π. σσ. 573-574

«Φωνή της ψυχής και συχνά εκκλησιασμός, ο ποιητικός λόγος του Παπαδιαμάντη είναι ιδιαίτερα και ιδιότυπα ρεαλιστικός. Προσευχής, μειλίχιας παραίνεσης, συμβουλής και βεβαιότητας, δοξολόγησης και κατάφασης που μπορεί να μην είναι αυτή που αναζητούμε εμείς αλλά την γνωρίζουμε σαν κατάθεση πρωταρχική πέρα απ’ όλες τις περιπέτειες του νου και της ψυχής μας. Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι παραμυθάς, οι διηγήσεις του όμως, πέρ’ απ’ όλα, είναι παραμυθίας χάρη στο βαθύ αίσθημα ζωής που τον κατέχει και την μοναδική παρατηρητικότητα που έχει και που αυτή ακριβώς είναι η πηγή του ρεαλισμού του. […] Ο Παπαδιαμάντης ανήκει ακέραιος στην ελληνική ορθοδοξία και δείχνει την ανθρώπινη συμπάθεια όπως την ορίζει αυτή. Ακόμα και την αγάπη, το σέβας προς τον Θεό το διακρί-


ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

221

νει μια λαϊκότητα. Έτσι συν-χωρείται η χαρά της ζωής και το λυπηρόν». Ζωή Καρέλλη, Νύξεις, Φώτα Ολόφωτα, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα, 1981, σ. 89

«Από τον πιστό Παπαδιαμάντη, τακτικό και ενεργό συμμέτοχο σε αγρυπνίες και ψάλτη, θα αναμένονταν τα εορταστικά του να είναι περισσότερο εκκλησιαστικά. Όμως, ο Παπαδιαμάντης δεν αυτοβιογραφείται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αντλεί από τις μνήμες του μυθοπλαστικό υλικό. Βεβαίως, πολλοί είναι εκεί­νοι που υποστηρίζουν ότι ο Παπαδιαμάντης στα διηγήματά του καθρεφτίζει εαυτόν και μόνο. Όπως και να έχει, στη μελέτη του Παν. Μουλλά, “Α. Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος”, ανθολογούνται 21 διηγήματα ως τα κατ’ εξοχήν αυτοβιογραφικά». Μ. Θεοδοσοπούλου, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Μικρά σχόλια για τα εορταστικά διηγήματα, «Η Εποχή», 31.12.2010


ENΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βαλέτας Γεώργιος, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Άπαντα, επιμ. Γ. Βαλέτας, Τόμ. 6, Γιοβάνης, Αθήνα, 1954. — Παπαδιαμάντης, Βίβλος, Αθήνα, 1955. Vitti Mario, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα, 1978. — Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Κέδρος, Αθήνα, 1980. Ελύτης Οδυσσέας, Η μαγεία του Παπαδιαμάντη, Ερμείας, Αθήνα, 1977. Καρέλλη Ζωή, Νύξεις, Φώτα Ολόφωτα, Ε.Λ.Ι.Α., Αθήνα, 1981. Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος, Απάνθισμα διηγημάτων Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, επιμ. Τριανταφυλλόπουλος Ν. Δ., Δόμος, Αθήνα, 2001. Πολίτης Λίνος, Ιστορία της νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 2012. Τριανταφυλλόπουλος Ν. Δ., Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Είκοσι κείμενα για τη ζωή και το έργο του, Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα, 1979. Φαρίνου-Μαλαματάρη Γεωργία, Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη, Κέδρος, Αθήνα, 1987.


Στη σειρά ΚΛΑΣΙΚΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ κυκλοφορούν από τις εκδόσεις μας: 1 2 3 4

5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18

– – – –

Ποίηση, Κ. Π. Καβάφης Η φόνισσα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Μαρτύρων και ηρώων αίμα, Ίων Δραγούμης Θάνατος παλληκαριού και άλλα διηγήματα, Κωστής Παλαμάς – Ο δωδεκάλογος του Γύφτου, Κωστής Παλαμάς – Η Τρισεύγενη και άλλα διηγήματα, Κωστής Παλαμάς – Η ασάλευτη ζωή, Κωστής Παλαμάς – Όταν ήμουν δάσκαλος και άλλα διηγήματα, Ιωάννης Κονδυλάκης – Πρώτη αγάπη και άλλα διηγήματα, Ιωάννης Κονδυλάκης – Λόγια της πλώρης, Ανδρέας Καρκαβίτσας – Πασχαλινά διηγήματα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – Ποιήματα και πεζά, Διονύσιος Σολωμός – Τα παλικάρια τα παλιά, Γιάννης Βλαχογιάννης – Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Κωνσταντίνος Θεοτόκης – Το αμάρτημα της μητρός μου, Γεώργιος Βιζυηνός – Τα ρόδινα ακρογιάλια και άλλα διηγήματα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – Βαρδιάνος στα σπόρκα και άλλα διηγήματα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – Χριστουγεννιάτικα διηγήματα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Εκδόσεις


ΤΟ ΒΙΒΛΊΟ ΑΥΤΌ ΤΥΠΏΘΗΚΕ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΜΑΛΛΙΆΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΊΑ ΤΟΝ MAΡΤΙΟ ΤΟΥ 2015, ΣΕ 1.100 ΑΝΤΊΤΥΠΑ, ΣΕ ΧΑΡΤΊ CHAMOIS ΌΓΚΟΥ 80 ΓΡ., ΚΑΙ ΕΝΤΆΣΣΕΤΑΙ ΣΤΗ ΣΕΙΡΆ ΒΙΒΛΊΩΝ ΚΛΑΣΙΚΉ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΉ ΛΟΓΟΤΕΧΝΊΑ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.