ΣΩΤΗΡΙΑ ΣΤΑΥΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Τέχνη αψιμυθίωτη
Τέχνη αψιμυθίωτη μελέτη
ΣΩΤΗΡΙΑ ΣΤΑΥΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Τέχνη αψιμυθίωτη μελέτη
Τέχνη αψιμυθίωτη Σελιδοποίηση - εξώφυλλο: Κυριάκος Μεγαλόπουλος © 2017 ΣΩΤΗΡΙΑ ΣΤΑΥΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ISBN 978-960-457-867-2 Κεντρική διάθεση: 25ης Μαρτίου 51, 564 29 Ν. Ευκαρπία, Θεσσαλονίκη, τηλ. 2310649251, 2310277113 www.malliaris.gr e-mail: info@malliaris.gr Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής του έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων 2121/1993 και 100/1975, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.
Είναι αλήθεια πως τα χρόνια αυτά, τα μεστά από γεγονότα ‒οι εμπειρίες περίσσεψαν‒ μου δίδαξαν δύο πράγματα: πρώτα πως η τέχνη, σαν νόημα και σαν αξία ανθρώπινη, δεν συντρέχει ούτε με τους καιρούς ούτε με τα καλλιτεχνικά ρεύματα. Ή είναι καλή και δικαιώνεται στον χρόνο ή είναι κακή και χάνεται∙ ή είναι γνήσια και επιβιώνει ή ψιμυθιωμένη «εκ του πονηρού» και έρχεται η ώρα του ευτελισμού της. Το δεύτερο: πως η τέχνη πρέπει να αποβλέπει στον άνθρωπο (όχι βέβαια με τη δογματική αφέλεια του υπαρκτού σοσιαλισμού). Ακόμα και όταν εκφράζει οδύνη, ερέβη, πάθη και εφιάλτες, πρέπει να συντρέχει τον άνθρωπο στην πάλη με το τραγικό πεπρωμένο του, δείχνοντάς του την ομορφιά που ενυπάρχει στην ύπαρξή του. Πάνος Παπανάκος, «Αυτοσχόλιο Β΄» στο: Λεύκωμα Αναδρομικής Έκθεσης (18 Ιαν.-28 Φεβρ. 1999), επιμ. Γιάννης Τσούτσας, Θεσσαλονίκη, ΕΜΣ, 1999, σ. 16.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 9 ΠΑΝΟΣ ΠΑΠΑΝΑΚΟΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 21
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 45 ΜΠΙΛΛΗ ΓΟΥΣΙΟΥ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 60
ΕΠΙΛΟΓΟΣ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 73 ΕΠΙΜΕΤΡΟ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 75
ΠΑΡΑΜΥΘΙΕΣ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 76
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΑΡΑΚΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΠΑΠΑΝΑΚΟΥ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 94
ΕΙΚΟΝΕΣ. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 97
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Παρόλο που οι σχέσεις ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική είναι γνωστές από παλιά,1 τις τελευταίες δύο δεκαετίες επανήλθαν στην επικαιρότητα με μελέτες που τις εξετάζουν από ποικίλες οπτικές γωνίες.2 Εδώ, για να το ξεκαθαρίσω από την αρχή, δεν αναφέρομαι στη σχέση ανάμεσα στην εικόνα και τη λογοτεχνία, όπως συνέβη με πρόσφατη Ημερίδα,3 καθόσον στον κινηματογράφο αυτά τα δύο στοιχεία αποτελούν αναπόσπαστη προϋπόθεση της ύπαρξής τους (το ίδιο συμβαίνει με τη μουσική και τον λόγο στο τραγούδι). 1 Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα ορισμένοι πεζογράφοι συνειδητά διερευνούν τη σχέση ζωγραφικής και λογοτεχνίας στο έργο τους, επιλέγοντας τη ζωγραφική να οδηγήσει την έμπνευση της λογοτεχνίας, όπως π.χ. οι: Νικόλαος Δραγούμης, Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής. Στην πεζογραφία του τέλους της ρομαντικής περιόδου και στην αρχή του Αισθητισμού παρατηρούμε μια ανάλογη σύνδεση ζωγραφικής-λογοτεχνίας στο έργο των: Κωνσταντίνου Θεοτόκη και Νίκου Καζαντζάκη. Αντιπροσωπευτικό έργο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας της εποχής αυτής θεωρείται η νουβέλα Το άγνωστο αριστούργημα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ (1831), που επηρέασε τις παραπάνω αφηγήσεις ως προς το ζήτημα που εξετάζουμε. Ενσωμάτωση της εικαστικής μεταφοράς παρατηρούμε και στην ποίηση της περιόδου (π.χ. του Κωνσταντίνου Καβάφη και του συμβολιστή-πρωτομοντερνιστή Άγγελου Σικελιανού). Βλ., ενδεικτικά, Μαρία Αθανασοπούλου, «Ut pictura poesis: Η σχέση λογοτεχνίας-εικαστικών τεχνών σε συγκριτολογικό και νεοελληνικό γραμματολογικό πλαίσιο», στο: Β. Βασιλειάδης (επιμ.), Σελιδοδείκτες. Ένας οδηγός για την ανάγνωση της λογοτεχνίας, 2016. 2 Βλ., μεταξύ άλλων, Νάσος Βαγενάς (επιμ.), Από τον «Λέανδρο» στον «Λουκή Λάρα»: Μελέτες για την πεζογραφία της περιόδου 1830-1880, Πρακτικά του Συνεδρίου «Η ελληνική πεζογραφία 1830-1880» (Αθήνα, 24-25 Οκτωβ. 1995), Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης-Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών-Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 1997, 2 2009∙ Τάκης Καγιαλής, «Γλουμυμάουθ»: Ο βικτωριανός Α.Ρ.Ραγκαβής, Αθήνα, Νεφέλη, 1991∙ Λένα Αραμπατζίδου, Αισθητισμός, Αθήνα, Μέθεξις, 2012∙ η ίδια, «Η ζωγραφική ως διακείμενο της λογοτεχνίας: το παράδειγμα του Νίκου Επισκοπόπουλου», Θέματα λογοτεχνίας 54 (2015), κ.ά. 3 Βλ. Δημήτρης Αγγελάτος-Ευριπίδης Γαραντούδης (επιμ.), Η λογοτεχνία και οι τέχνες της εικόνας: Ζωγραφική και κινηματογράφος, Πρακτικά Επιστημονικής Ημερίδας (Ε.Ι.Ε., 8 Οκτωβ. 2010), Αθήνα, Καλλιγράφος, 2013, σελ. 272.
7
Σωτηρία Σταυρακοπούλου
Το κίνητρο για την παρούσα μελέτη υπήρξε το γεγονός ότι, έχοντας διαβάσει επισταμένα το πεζογραφικό έργο του Περικλή Σφυρίδη, θέλησα να διερευνήσω τη σχέση ανάμεσα σε έναν συγγραφέα και τρεις καλλιτέχνες, που μετείχαν όλοι ενεργά στη διαμόρφωση της πνευματικής και καλλιτεχνικής φυσιογνωμίας της Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης. Με αφορμή τους πίνακες του Πάνου Παπανάκου και του Γιώργου Αναστασιάδη ή τις γελοιογραφίες της Μπίλλης Γουσίου, που ο Σφυρίδης ενσωματώνει αριστοτεχνικά στα διηγήματά του, ως θεμελιώδη στοιχεία της δομής, ανοίχτηκα στη μελέτη του έργου των παραπάνω καλλιτεχνών, διαπιστώνοντας εκλεκτικές μεταξύ τους συγγένειες. Η δομή της εργασίας ξεκινά από τα λογοτεχνικά αυτά κείμενα του Σφυρίδη και επεκτείνεται μεθοδικά στη σπουδή του ζωγραφικού έργου των Παπανάκου και Αναστασιάδη, καθώς και στο γελοιογραφικό της Γουσίου. Η σειρά που ακολούθησα είναι χρονολογική και αφορά την εμφάνιση των εικαστικών έργων των παραπάνω καλλιτεχνών στα διηγήματα του Σφυρίδη. Τελειώνοντας τη μελέτη μου, διαπίστωσα με έκπληξη ότι αυτή η χρονολογική σειρά αντιστοιχεί χρονικά και με τη θεματογραφία των διηγημάτων του Σφυρίδη. Στον παρόντα τόμο καταθέτω το υλικό και τις παρατηρήσεις μου, ελπίζοντας να βοηθήσω τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα όχι μόνο το έργο των τεσσάρων αυτών δημιουργών (πεζογράφου και εικαστικών), αλλά και τις υπόγειες διαδρομές με τις οποίες επικοινωνούν τα έργα τους∙ και γενικότερα να βάλω κι εγώ το λιθαράκι μου στη σύγχρονη αυτή προσπάθεια κατανόησης των σχέσεων ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Η μελέτη μου διήρκεσε μια διετία και μου απέφερε πολύτιμες γνώσεις στο καλλιτεχνικό πεδίο και αισθητικές απολαύσεις πραγματικά πρωτόγνωρες. Τα συμπεράσματά της καταγράφονται στον παρόντα τόμο και τίθενται στην κρίση του αναγνωστικού κοινού.
8
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Είναι γνωστό ότι σε ορισμένα διηγήματα του Περικλή Σφυρίδη υπάρχουν ενσωματωμένα έργα γνωστών καλλιτεχνών της Θεσσαλονίκης ως δομικό συστατικό των διηγημάτων αυτών. Με τούτο θέλω να πω ότι τα συγκεκριμένα έργα δεν έχουν κάποιο δευτερεύοντα διακοσμητικό ρόλο στα διηγήματα αυτά, αλλά αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της σύνθεσής τους. Μ’ άλλα λόγια, αν αφαιρέσουμε τους πίνακες, τότε τα διηγήματα ή χάνουν μεγάλο μέρος της αισθητικής τους αξίας ή ακόμα και διαλύονται. Τα διηγήματα, στα οποία αναφέρομαι, είναι πέντε, σε έναν ορίζοντα σαράντα χρόνων γόνιμης πεζογραφικής πορείας. Την πρώτη ενσωμάτωση πινάκων σε πεζογραφικό κείμενο του Σφυρίδη την έχουμε στο διήγημά του «Η αλατόμπαρα στο Αγγελοχώρι» (από τη συλλογή Χωρίς αντίκρισμα, Διαγώνιος, 1980), όπου υπάρχουν δύο έργα (ένα σχέδιο και μία τέμπερα) του γνωστού ζωγράφου Πάνου Παπανάκου, και την τελευταία στο διήγημα «Οι έρωτες και ο θάνατος του Πάνου Παπανάκου» (από τη συλλογή Το πάρτι και άλλα διηγήματα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011) με δύο τέμπερες του ίδιου ζωγράφου. Ενδιάμεσα έχουμε τα εξής: Στο διήγημα «Το μοντέλο» (από τη συλλογή Το τίμημα, Διαγώνιος, 1982) δύο σχέδια και ένα λάδι του γνωστού, επίσης, ζωγράφου Γιώργου Αναστασιάδη (Γώγου)∙ στο διήγημα «Το πορτρέτο» (από τη συλλογή Τίμημα χωρίς αντίκρισμα, Διαγώνιος, 1986) δύο σχέδια και ένα λάδι του ίδιου πάλι ζωγράφου∙ στο εκτενές διήγημα «Εις μνήμην» (από τη συλλογή Οι γάτες του χειμώνα και άλλα διηγήματα, Καστανιώτης, 1998) πέντε καλλιτεχνικές γελοιογραφίες της Μπίλλης Γουσίου∙ τέλος, στο διήγημα «Το πάρτι» (από την ομώνυμη συλλογή, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011) πάλι έναν πίνακα του Αναστασιάδη. Απ’ ό,τι μπορώ να γνωρίζω, κάτι τέτοιο στην ελληνική τουλά9
Σωτηρία Σταυρακοπούλου
χιστον μεταπολεμική πεζογραφία δεν έτυχε να το ξανασυναντήσω. Η κριτική θεώρησε το γεγονός ως μια προσπάθεια του Σφυρίδη να ανανεώσει την παραδοσιακή, κατά τα άλλα, ρεαλιστική του γραφή, με διάφορα νεοτερικά στοιχεία, δημιουργώντας μια νέα αφηγηματική φόρμα (αυτός και άλλοι ρεαλιστές πεζογράφοι της Διαγωνίου), που ο ίδιος αποκάλεσε «νεορεαλιστική πρόζα».4 Για την προσπάθειά του αυτή ο κριτικός Θανάσης Μαρκόπουλος, μιλώντας για το συνολικό έργο του Σφυρίδη, γράφει: «Μπορεί ο μύθος να είναι κλασικός, να έχει αρχή, μέση και τέλος, αλλά ο τρόπος παρουσίασής του έχει ορισμένα χαρακτηριστικά νεοτερικού τύπου. Τέτοιο στοιχείο είναι, λ.χ., η παράθεση, στις σελίδες του βιβλίου, των σχεδίων που κάνουν εντός της αφήγησης οι ζωγράφοι Πάνος Παπανάκος και Γιώργος Αναστασιάδης (Γώγος), παράθεση που σπάζει τα όρια πραγματικότητας και μυθοπλασίας».5 Επειδή ο Σφυρίδης ενσωμάτωσε στα κείμενά του και άλλα στοιχεία νεοτερικής γραφής, όπως π.χ. είναι η ένταξη στην πλοκή τμημάτων από άλλα είδη του γραπτού λόγου (π.χ. στα διηγήματα «Η λύρα» και «Η έκτρωση» έχουμε λεπτομερείς περιγραφές για το πώς κατασκευάζεται μια θρακιώτικη λύρα ή το πώς γίνεται μια έκτρωση, θαρρείς και τα αφηγηματικά αυτά μέρη είναι παρμένα, το πρώτο από εγχειρίδιο κατασκευής παραδοσιακών λαϊκών οργάνων και το δεύτερο από ιατρικό σύγγραμμα),6 ή η ένταξη κειμένου άλλου συγ4 Περικλής Σφυρίδης, «Εσωτερικός μονόλογος και νεορεαλιστική πρόζα. Τα δύο ρεύματα στην πεζογραφία της Θεσσαλονίκης που δημιούργησαν παράδοση», Οδός Πανός (αφιέρωμα στη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης) 133 (Ιούλ.-Σεπτ. 2006) 33-43∙ ο ίδιος, Παραφυάδες ΙΙ, κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 1999-2008, εισ.–ανθ.–επιμ. Σωτηρία Σταυρακοπούλου, Αθήνα, Καστανιώτης, 2008, σσ. 115-229. 5 Θανάσης Μαρκόπουλος, «Π. Σφυρίδης: η χαρισματική αφήγηση μιας ζωής», Νέα Εστία 1813 (Ιούλ.-Αύγ. 2008) 195-201∙ βλ., επίσης, Σωτηρία Σταυρακοπούλου, Περικλής Σφυρίδης. Ο πεζογράφος και η κριτική για το έργο του, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011, σσ. 296-304. 6 Βλ. Περικλής Σφυρίδης, Το τίμημα, Θεσσαλονίκη 1982· ο ίδιος, Τίμημα χωρίς αντίκρισμα, Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1986, σσ. 172-182, 103-118· βλ., ακόμη, τη συγκεντρωτική έκδοση των ερωτικών διηγημάτων του, στον τόμο: Π. Σφυρίδης, Τα Ερωτικά Διηγήματα, εισαγ.-επιμ. Σωτηρία Σταυρακοπούλου, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2013, σσ. 169178, 101-115.
10
Τέχνη αψιμυθίωτη
γραφέα («Στη μνήμη του Αλμπέρτου Ναρ και του άλλου Αλμπέρτου», που αποτελεί δείγμα κριτικού λόγου)7 ή ακόμα και η ένταξη δικού του δημοσιευμένου τεχνοκριτικού κειμένου («Η απέραντη γαλήνη του Γιώργου Παραλή»),8 θεωρήθηκε πως και η ενσωμάτωση των πινάκων στα συγκεκριμένα αυτά διηγήματα οφείλεται στην ιδιότητά του ως τεχνοκριτικού, γι’ αυτό και δεν προσέχτηκε ιδιαίτερα, κάτι που επεσήμανε ο ίδιος ο συγγραφέας στη συνέντευξη που παραχώρησε στη δημοσιογράφο Κρυσταλλία Πατούλη, με αφορμή την κυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων του Το πάρτι, η οποία αναρτήθηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα/ ιστοσελίδα tvxs (του Στέλιου Κούλογλου) στις 10 Αυγούστου 2013. Αφορμή για την παρούσα εργασία στάθηκε ακριβώς η συνέντευξη αυτή που παραχώρησε ο Σφυρίδης στην Πατούλη. Εκεί αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Πολλοί νομίζουν [το γεγονός ότι ενσωματώνει πίνακες σε ορισμένα διηγήματά του] πως αυτό απορρέει από τις μελέτες που έχω γράψει για τους ζωγράφους της Θεσσαλονίκης. Προσωπικά πιστεύω ότι πρόκειται για κάτι ακόμα. Όταν γράφω για το έργο ενός ζωγράφου, το κείμενό μου είναι αμιγώς τεχνοκριτικό. Στα διηγήματα που ενσωματώνω πίνακες, το τεχνοκριτικό μέρος μπλέκει αξεδιάλυτα με τη ζωή του ζωγράφου και τη σχέση που είχε αυτή με μένα. Κι αυτό προϋποθέτει δύο πράγματα: να έχω συνδεθεί φιλικά πολύ στενά με τον ζωγράφο και το περιβάλλον του και, το δεύτερο, να μας δένουν εκλεκτικές ψυχικές συγγένειες. Έτσι κατορθώνω να διεισδύσω, όχι μόνο αισθητικά στο έργο του αλλά και προσωπικά στη ζωή και στον ιδιαίτερο ψυχικό του κόσμο». 7 Βλ. Περικλής Σφυρίδης, Στη μνήμη του Αλμπέρτου Ναρ και του άλλου Αλμπέρτου, Παιανία Αττικής, Το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, 2006· βλ., ακόμη, τη συγκεντρωτική έκδοση των κοινωνικών διηγημάτων του, στον τόμο: Π. Σφυρίδης, Τα Κοινωνικά Διηγήματα, εισαγ.-επιμ. Σ. Σταυρακοπούλου, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2016, σσ. 390-398. 8 Βλ. Περικλής Σφυρίδης, Το πάρτι και άλλα διηγήματα, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εσίας, 2011, σσ. 147-158· βλ., ακόμη, Π. Σφυρίδης, Τα Ερωτικά Διηγήματα, ό.π. (σημ. 6), σσ. 305-311.
11
Σωτηρία Σταυρακοπούλου
Πράγματι, ενώ έχει μελετήσει και γράψει για το έργο των περισσότερων καλλιτεχνών πρώτης και δεύτερης γενιάς της Θεσσαλονίκης, στα διηγήματά του παρουσίασε πίνακες μόνο δύο ζωγράφων (Παπανάκου και Αναστασιάδη, δύο και τρεις φορές αντίστοιχα) και γελοιογραφίες (της Γουσίου, μία).9 Σκέφτηκα, λοιπόν, να ερευνήσω τα δύο στοιχεία, στα οποία αναφέρθηκε ο Σφυρίδης: το στοιχείο της στενής φιλίας, που προϋποθέτει καλή γνώση από τον συγγραφέα του βίου και του περιβάλλοντος του ζωγράφου και μια κάποια συνοδοιπορία των ζωών τους, και το στοιχείο της εκλεκτικής ψυχικής τους ή άλλης συγγένειας, μέσα από τα κείμενα (πεζά και τεχνοκριτικά) του ίδιου του συγγραφέα. Επειδή κατά τη δημοσίευση της εν λόγω συνέντευξης έτυχε να με φιλοξενεί ο Σφυρίδης στη Σκύρο, δεν έχασα την ευκαιρία να τον ρωτήσω και ορισμέ9 Την ίδια ακριβώς ερώτηση, αν δηλαδή η παρεμβολή πινάκων (σχεδίων, ζωγραφιών, γελοιογραφιών), ως δομικών συστατικών ορισμένων διηγημάτων του έχουν να κάνουν με την ενασχόλησή του με την τεχνοκριτική, υπέβαλα κι εγώ στον Σφυρίδη, όταν το περιοδικό της Αθήνας Κλεψύδρα 4 (Μάιος 2013) 49-59 μου ζήτησε να πάρω μια εκτενή συνέντευξη για το έργο του. Η απάντηση που μου έδωσε είναι πανομοιότυπη με εκείνη του tvxs: « Όχι, καθόλου. Έχω μελετήσει και έχω παρουσιάσει σε βιβλία μου το έργο των σημαντικότερων ζωγράφων της Θεσσαλονίκης και την καλλιτεχνική ζωή της πόλης επισταμένα μέχρι το 2000. Μιλώ για πάνω από ογδόντα ζωγράφους, γλύπτες, χαράκτες και γελοιογράφους. Στα διηγήματά μου, όμως, πέρασαν πίνακες μόνο δύο ζωγράφων, του Πάνου Παπανάκου, του Γιώργου Αναστασιάδη (Γώγου) και της γελοιογράφου Μπίλλης Γουσίου. Ξέρω, κ. Σταυρακοπούλου, ότι σας απασχόλησε το θέμα αυτό κι έχετε γράψει μια σχετική μελέτη, με τίτλο “Οι πίνακες ζωγραφικής σε διηγήματα του Περικλή Σφυρίδη”, την οποία διαβάσατε στις 26 Σεπτεμβρίου 2012 στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, στο τιμητικό αφιέρωμα που έγινε για το έργο μου. Πέσατε διάνα στις επισημάνσεις σας. Ας πω, όμως, κι εγώ δυο λόγια τώρα που μου δίνεται η ευκαιρία. Όταν γράφω για το έργο ενός ζωγράφου, το κείμενό μου είναι αμιγώς τεχνοκριτικό. Στα διηγήματα που ενσωματώνω πίνακες, το τεχνοκριτικό μέρος μπλέκει αξεδιάλυτα με τη ζωή του ζωγράφου και τη σχέση που είχε αυτή με μένα. Κι αυτό προϋποθέτει δύο πράγματα: να έχω συνδεθεί φιλικά πολύ στενά με τον ζωγράφο και το περιβάλλον του και, το δεύτερο, να μας δένουν εκλεκτικές ψυχικές συγγένειες. Έτσι κατορθώνω να διεισδύσω όχι μόνο αισθητικά στο έργο του, αλλά και προσωπικά στη ζωή και στον ιδιαίτερο ψυχικό του κόσμο. Με τους δύο ζωγράφους που ανέφερα, ζήσαμε μαζί κάποιες καταστάσεις που εγώ τις έκανα διηγήματα κι αυτοί πίνακες ζωγραφικής. Με τη Γουσίου είχαμε – και συζητούσαμε – παρόμοιους κοινωνικούς και υπαρξιακούς προβληματισμούς Εγώ τους μετέπλασα σε διηγήματα κι εκείνη σε εξαιρετικής ποιότητας εύγλωττες γελοιογραφίες που δεν χρειάζονταν επεξηγηματικές λεζάντες».
12
Τέχνη αψιμυθίωτη
να ακόμα πράγματα για όσα ανέφερε, για να φωτιστεί καλύτερα η πλευρά αυτή του έργου του. *** Η πρώτη ερώτηση που του έκανα κι αφορούσε τι ήταν εκείνο, ποια δηλαδή η αφορμή που τον οδήγησε στην τεχνοκριτική ανάλυση του έργου καλλιτεχνών από τον χώρο της Θεσσαλονίκης και της βόρειας Ελλάδας γενικότερα, με ώθησε στην αναδίφηση αρχειακού υλικού (πινάκων, φωτογραφιών, βιβλίων). Είναι γεγονός ότι ο Σφυρίδης μέχρι τη δεκαετία του 1970 δεν διέθετε καμιά αισθητική παιδεία για τα καλλιτεχνικά πράγματα, παρά μόνο μια, από παιδί, διάθεση να ζωγραφίζει.10 Αυτή η διάθεσή του επανεμφανίζεται το 1968 μετά την αποστρατεία του11 και τη γνωριμία με τον ζωγράφο Στέλιο Μαυρομάτη – γνωριμία που μετατράπηκε σύντομα σε στενή προσωπική φιλία μιας ζωής– του οποίου υπήρξε μαθητής για κάποιο διάστημα, ζωγραφίζοντας πολλούς πίνακες, που δεν είχαν όμως κάποια ιδιαίτερη αισθητική αξία. Συνειδητοποιώντας έγκαιρα ότι δεν διέθετε ταλέντο για ζωγράφος, στράφηκε στη συγγραφή τεχνοκριτικών κειμένων για το έργο άλλων ζωγράφων που γνώριζε και εκτιμούσε. Σ’ αυτή τη στροφή σημαντικό ρόλο έπαιξε η γνωριμία του με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο12 και η επακόλουθη 10 Βλ. Περικλής Σφυρίδης, Σε πρώτο πρόσωπο. Αυτοσχόλιο πνευματικής πορείας, Παιανία Αττικής, εκδόσεις Μπιλιέτο, 1999, σ. 58, όπου γράφει: «Οι δύο πρώτες μου μελέτες αφορούν καλλιτέχνες της Θεσσαλονίκης. Από παιδί είχα μια έφεση για τη ζωγραφική. Μαθητής αντέγραφα πίνακες – κυρίως πορτρέτα – για να μάθω να ζωγραφίζω. Δεν ήξερα – κι ούτε μου είχε πει κανείς – ότι με την πατιτούρα ήταν αδύνατο να αποκτήσω σχεδιαστική ευχέρεια. Η εισαγωγή μου στη Σχολή [Στρατιωτική Ιατρική Σχολή] έκοψε, φυσικά, μαχαίρι και τις επιδόσεις μου στη ζωγραφική». 11 Ο Σφυρίδης υπηρέτησε στον στρατό πρώτον ως φοιτητής της Στρατιωτικής Ιατρικής Σχολής Θεσσαλονίκης και δεύτερον, ως στρατιωτικός γιατρός σε μάχιμες δυνάμεις και στο 424 ΓΣΝΕ από το 1953 έως το 1968. 12 Ο Σφυρίδης άρχισε να διαβάζει τα τεχνοκριτικά κείμενα του περιοδικού Διαγώνιος. Επίσης, το 1971 κυκλοφορούν οι δύο πρώτοι τόμοι της σειράς τέχνης των εκδόσεων «Διαγωνίου»: Ο ζωγράφος Γιώργος Παραλής και Ο ζωγράφος Στέλιος Μαυρομάτης. Και ακολουθεί το τρίτο βιβλίο, το 1976, για τον ζωγράφο Κάρολο Τσίζεκ. Και στα τρία βιβλία
13
Σωτηρία Σταυρακοπούλου
συνεργασία τους. Γράφει σχετικά η Μάρη Θεοδοσοπούλου: «Σε κάθε περίπτωση, στις πρόσφατες εκμυστηρεύσεις [του Σφυρίδη] σκιαγραφείται προπαντός η σχέση με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον οποίο συναντά για πρώτη φορά το 1967, του Αγίου Στυλιανού, στο σπίτι του ζωγράφου Στέλιου Μαυρομάτη. Αυστηρότατος κριτής, ψιλοκοσκίνιζε ένα ποίημα ή ένα πεζό πριν το δημοσιεύσει στο περιοδικό του.[…]. Πάντως, ο Σφυρίδης κατόρθωσε να επωφεληθεί από τις συμβουλές και τη φιλία του, αλλά και να διατηρήσει την ιδιοπροσωπία του. Κι όπως φαίνεται, ποτέ δεν συντελέστηκε ο, κατά Φρόυντ, φόνος του πατρός».13 Οι δύο αυτοί πνευματικοί άνθρωποι, με το ευρύτερο ενδιαφέρον που τους διέκρινε για τα γράμματα και τις καλές τέχνες της πόλης, όπου ζούσαν και δημιουργούσαν οι ίδιοι, συναποφάσισαν να «στήνουν» από το 1977, μαζί, τη Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος»∙14 κάτι που είχε δημιουργήσει ο Χριστιανόπουλος από το 1974. Η συνεργασία τους αυτή (δηλαδή επισκέψεις σε σπίτια και ατελιέ ζωγράφων για την επιλογή πινάκων και το στήσιμο κάθε έκθεσης που κρατούσε δύο εβδομάδες) διήρκεσε είκοσι χρόνια μέχρι το κλείσιμο της πινακοθήκης το 1996. Είναι γνωστό ότι η Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος» παρουσίαζε έργα, όχι μόνο γνωστών ζωγράφων αλλά –κυρίως– νέων (της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς) που καθιερώθηκαν και θεωρούνται σήμερα (αφού το έργο τους έχει ολοκληρωθεί με τον θάνατό τους) σημαντικοί.15 Βέβαια, ένας ειδικότερος από μένα στα εικαστικά θα μπορούσε να εξετάσει το πολύ ενδιαφέρον ζήτημα η εισαγωγή στο έργο των ζωγράφων αυτών γράφεται από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. 13 Μάρη Θεοδοσοπούλου, «Αλέξης Ζήρας, Περικλής Σφυρίδης: Αυτοβιογραφικός λόγος και μυθοπλασία», εφ. Η Εποχή, 28.5.2000. 14 Για να μην φέρνουν στην πινακοθήκη οι ζωγράφοι τα έργα τους, αυτά που εκείνοι έκριναν ως κατάλληλα ή –ενδεχομένως– ήθελαν να πουλήσουν, το ένα Σαββατοκύριακο οι Χριστιανόπουλος και Σφυρίδης επισκέπτονταν τα σπίτια ή τα ατελιέ των θεσσαλονικιών ζωγράφων (με το αυτοκίνητο του δεύτερου) για να επιλέξουν οι ίδιοι τα –κατά τη γνώμη τους– καλύτερα και να τα πάρουν μαζί τους και το επόμενο Σαββατοκύριακο έστηναν πάλι μαζί την ανά δύο εβδομάδες επόμενη έκθεση. 15 Κάτι ανάλογο έκανε και το περιοδικό Διαγώνιος για τους λογοτέχνες.
14
Τέχνη αψιμυθίωτη
της εμβέλειας των καλλιτεχνών αυτών της Θεσσαλονίκης· αν δηλαδή το έργο τους είχε μόνο τοπική, περιορισμένη απήχηση ή καταξιώθηκαν πανελλαδικά ή και ορισμένοι από αυτούς κέρδισαν διεθνή αναγνώριση. Ο Σφυρίδης, ενταγμένος πλέον μέσα στον δημιουργικό κύκλο της «Διαγωνίου», θέλησε να καλύψει το κενό των θεωρητικών του γνώσεων γύρω από την τέχνη της ζωγραφικής (ένα θέμα που τον απασχολούσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1970). Στο αυτοσχόλιό του Σε πρώτο πρόσωπο διαβάζουμε: «Για να κατατοπιστώ θεωρητικά, διάβασα πολλά βιβλία τέχνης. Ταξίδεψα σε αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις για να επισκεφτώ μουσεία και πινακοθήκες. Συγκέντρωσα πολλές διαφάνειες φωτογραφίζοντας έργα διάσημων ζωγράφων (οι περισσότερες πινακοθήκες επιτρέπουν τη φωτογράφιση, έναντι αμοιβής, αρκεί να μη χρησιμοποιηθεί φλας). Μελέτησα συστηματικά, σαν να ήμουν φοιτητής ενός τμήματος ιστορίας της τέχνης. Περισσότερο, όμως, με βοήθησαν οι συζητήσεις που γίνονταν στη “Διαγώνιο” – κυρίως από τον Χριστιανόπουλο και τον Τσίζεκ – για το έργο καλλιτεχνών που συνεργάστηκαν με την πινακοθήκη».16 Το 1980 ο Χριστιανόπουλος του αναθέτει να γράψει την εισαγωγή στο περιοδικό Κόσκινο (καλλιτεχνικό παράρτημα του περιοδικού Διαγώνιος), που τη χρονιά εκείνη ήταν αφιερωμένο στους καλλιτέχνες της «Διαγωνίου», όπου ο Σφυρίδης γράφει για τις δραστηριότητες της Μικρής Πινακοθήκης στους τομείς της ζωγραφικής, της γλυπτικής, της χαρακτικής και της φωτογραφίας17 και ταυτόχρονα κάνει την πρώτη εμφάνισή του ως τεχνοκριτικός με το κείμενο «Τρεις νέες ζωγράφοι της Θεσσαλονίκης».18 Το 1982 παρουσιάζει στο ίδιο περιοδικό το έργο του Στέλιου Μαυρομάτη19 16 Π. Σφυρίδης, Σε πρώτο πρόσωπο, ό.π. (σημ. 10), σ. 61. 17 Π. Σφυρίδης, «Η Μικρή Πινακοθήκη “Διαγώνιος” και οι εκατό εκθέσεις της (19741980)», Κόσκινο (καλοκαίρι 1980) 1-7. 18 Π. Σφυρίδης, «Τρεις νέες ζωγράφοι της Θεσσαλονίκης: Καίτη Θεοδώρου, Σούλα Πιτέρη, Elaine Ask», Διαγώνιος 6 (Σεπτ.-Δεκ. 1980) 310-316. 19 Π. Σφυρίδης, «Στέλιος Μαυρομάτης», Διαγώνιος 11 (Μάιος- Αύγ. 1982) 164-168.
15
Σωτηρία Σταυρακοπούλου
και ένα χρόνο αργότερα, πάλι στη Διαγώνιο, το έργο των Ν.Γ.Πεντζίκη, Κάρολου Τσίζεκ και Γιώργου Αναστασιάδη.20 Το 1985 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Διαγωνίου» το βιβλίο του Οι καλλιτέχνες της “Διαγωνίου”, με καλλιτεχνική επιμέλεια και δύο εξώφυλλα του Τσίζεκ, στο οποίο παρουσιάζει το έργο 71 καλλιτεχνών (ζωγράφων, χαρακτών, γλυπτών, φωτογράφων) που συνεργάστηκαν με τη Μικρή Πινακοθήκη.21 Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο Σφυρίδης για τον εορτασμό των δεκάχρονων της Μικρής Πινακοθήκης διοργάνωσε, στην ευρύχωρη αίθουσα του Γαλλικού Ινστιτούτου Θεσσαλονίκης, μεγάλη αναδρομική έκθεση των καλλιτεχνών της «Διαγωνίου». Ένα χρόνο αργότερα, το 1986, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ρέκος» το μεγάλο λεύκωμά του Δώδεκα ζωγράφοι της Θεσσαλονίκης, στο οποίο παρουσιάζει αναλυτικά το έργο 20 Π. Σφυρίδης, «Ν.Γ.Πεντζίκης, Κάρολος Τσίζεκ, Γιώργος Αναστασιάδης», Διαγώνιος 13 (Ιαν. – Απρ. 1983) 102-118. 21 Π. Σφυρίδης, Οι καλλιτέχνες της “Διαγωνίου”, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «Διαγωνίου», 1985, σελ. 238. Περιεχόμενα: «Εισαγωγή για τα δέκα χρόνια της Μικρής Πινακοθήκης “Διαγώνιος”», σσ. 9-17, και παρουσίαση του έργου 49 ζωγράφων, 6 χαρακτών, 7 γλυπτών και 9 φωτογράφων, που συνεργάστηκαν με την πινακοθήκη. Βιογραφικά τους στοιχεία. Συγκεκριμένα: Ζωγράφοι: Γιώργος Παραλής / Ν. Γ. Πεντζίκης / Κάρολος Τσίζεκ / Στέλιος Μαυρομάτης / Πάνος Παπανάκος / Φώνης Ζογλοπίτης / Γιώργος Αναστασιάδης / Γιώργος Σικελιώτης / Κώστας Τρακίδης / Τάκης Ιατρού / Δημήτριος Καζάκης / Κώστας Γούναρης / Καίτη Θεοδώρου / Σούλα Πιτέρη / Αντρέας Ζαμπέτογλου / Φρίντα Σφυρίδη / Ντίνος Παπασπύρου / Αλέξανδρος Ίσαρης / Απόστολος Κιλεσσόπουλος / Νίκος Παπασπύρου / Κώστας Δομπούλας / Παύλος Μιχαήλ / Νίκος Κακαδιάρης / Γιώργος Λαζόγκας / Γιάννης Ζήκας / Λευκή Χριστίδου / Ξάνθιππος Βύσσιος / Γιάννης Μενεσίδης / Γιάννης Μαβίδης / Αθηνά Σχινά / Πέννυ Δίκα-Κορνέτη / Σωφρόνης Φραγκούλης / Όλγα Σταυρίδου / Λάζαρος Πάντος / Elaine Ask / Γιώργος Ευλογημένος / Ναταλία Θωμαΐδη / Μιχαήλ Μανουσάκης / Σάμης Ταμπώχ / Κωνσταντίνος Παλιάν / Richard Whitloc / Μπετίνα Ραφαήλ / Σταμάτης Γεωργιάδης / Φωτεινή Χαμιδιελή. Μπίλλη Γουσίου (γελοιογράφος). Αννέτα Τάσσιου / Σωτήρης Ζήσης / Βασίλειος Λειβαδιώτης / Δημήτριος Βανίδης (λαϊκοί ζωγράφοι). Χαράκτες: Πολύκλειτος Ρέγκος / Βασίλης Ρογκότης / Νίκος Νικολαΐδης / Αντρέας Ζαμπέτογλου / Αναστασία Νεδέλκου-Σερεμέτη / Κώστας Παπαδόπουλος. Γλύπτες: Δημήτρης Αγοράστης / Γιώργος Γεωργιάδης / Νίκος Νικολαΐδης / Κυριάκος Καμπαδάκης / Γιάννης Χρήστου / Κώστας Δομπούλας / Pavel Medek. Φωτογράφοι: Στέφανος Παπαδόπουλος / Μάνος Στεφανίδης / Diane Tong / Γιάννης Βανίδης / Γιώργος Τσαουσάκης / Άρις Γεωργίου / Στέργιος Τσιούμας / Βασίλης Βασιλικός / Αντρέας Σφυρίδης.
16
Τέχνη αψιμυθίωτη
των δώδεκα –κατά την άποψή του– περισσότερο σημαντικών ζωγράφων της πόλης.22 Από το 1980 ο Σφυρίδης παρακολουθεί στενά τους ζωγράφους και την καλλιτεχνική κίνηση της Θεσσαλονίκης, δημοσιεύοντας τα κείμενά του (εκτός από αυτά που ήδη έχουμε αναφέρει της Διαγωνίου) σε διάφορα, κυρίως λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά, περιοδικά ή εφημερίδες.23 Όλο αυτό το υλικό το συγκέντρωσε στον τόμο Εν Θεσσαλονίκη: Καλλιτέχνες και Εκθέσεις. Τεχνοκριτικά κείμενα 1980-2000, Θεσσαλονίκη, Ιανός, 2002 (με πολλές έγχρωμες φωτογραφίες πινάκων).24 Το 2008 κυκλοφορεί ως έκδοση της Εται22 Βλ. Π. Σφυρίδης, Δώδεκα ζωγράφοι της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, Ρέκος, 1986, σελ. 240, όπου παρουσιάζεται το έργο των: Πολύκλειτου Ρέγκου / Νίκου Φωτάκη / Χρήστου Λεφάκη / Γιώργου Παραλή / Ν. Γ. Πεντζίκη / Κάρολου Τσίζεκ / Νίκου Σαχίνη / Στέλιου Μαυρομάτη / Λουκά Βενετούλια / Πάνου Παπανάκου / Φώνη Ζογλοπίτη και Γιώργου Αναστασιάδη, με κριτικό κείμενο του συγγραφέα για κάθε ζωγράφο, αυτοσχόλια των ζωγράφων, αποσπάσματα κριτικών άλλων για τη δουλειά τους και πολλοί πίνακες από το έργο τους. Εξώφυλλο με έργα των ζωγράφων και καλλιτεχνική επιμέλεια Κ. Τσίζεκ. Δεύτερη έκδοση (συμπληρωμένη ώς το 1998): Θεσσαλονίκη, Ρέκος, 1998. 23 Ενδεικτικά αναφέρουμε την εφημερίδα Θεσσαλονίκη, τα περιοδικά Αντί, Το Τραμ (ιδίως την περίοδο 1987-1991, που ο Σφυρίδης είχε την αποκλειστική ευθύνη της ύλης του), Play Boy, Το παραμιλητό, Εντευκτήριο, Γιατί, Διαβάζω, Δίοδος. 24 Περιεχόμενα: Λίγα λόγια για το βιβλίο / Η Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος» και οι εκατό εκθέσεις της (1974-1980) / Τρεις νέες ζωγράφοι της Θεσσαλονίκης: Καίτη Θεοδώρου, Σούλα Πιτέρη, Elaine Ask / Τρεις ζωγράφοι της Χαλκιδικής: Γιώργος Παραλής, Φώνης Ζογλοπίτης, Πάνος Παπανάκος / Η «Σκύρος» του Μαυρομάτη / Οι ζωγράφοι της Θεσσαλονίκης: Η παλιά φρουρά. Η ομάδα του Κοχλία. Οι πανεπιστημιακοί καλλιτέχνες. Η δεύτερη γενιά. Οι νεότεροι / Στέλιος Μαυρομάτης: «Με την ψυχή στα τρένα» / Η έκθεση έργων του Γιαννούλη Χαλεπά στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο / Οι δραστηριότητες του Βελλίδειου Πολιτιστικού Κέντρου Θεσσαλονίκης / Η έκθεση «Ελληνική Χαρακτική» στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης / Η 4η Έκθεση Γλυπτικής και Ζωγραφικής Καλλιτεχνών με προβλήματα όρασης / Τέσσερις σημαντικές Εκθέσεις Ζωγραφικής στη Θεσσαλονίκη: «Οι σελίδες ημερολογίου 1980-1988», του Χρόνη Μπότσογλου. «Από τον άνθρωπο στον προσωπικό χώρο», της Ναταλίας Θωμαΐδη. Οι ανθρώπινες φιγούρες του Γιάννη Τζοβανάκη. Δέκα νέοι ζωγράφοι / Οι γελοιογραφίες της Μπίλλης Γουσίου / Η ζωγραφική του Γιώργου Μόκαλη / Γιατί μας κερδίζει ο Παπανάκος / Λίγα λόγια για τη ζωγραφική του Ντίνου Παπασπύρου / Η Θεσσαλονίκη μέσα από το έργο δέκα ζωγράφων της / Ο Κάρολος Τσίζεκ / Κώστας Γούναρης / Τα σχέδια και οι ζωγραφιές του Γιάννη Μενεσίδη / Μνήμη Πάνου Παπανάκου / Το ζωγραφικό έργο του Ν. Γ. Πεντζίκη. Εξώφυλλο: Σύνθεση από λεπτομέρειες έργων των καλλιτεχνών. Στο τέλος
17
Σωτηρία Σταυρακοπούλου
ρείας Μακεδονικών Σπουδών το βιβλίο του Η Θεσσαλονίκη μέσα από το έργο δέκα ζωγράφων της25 και, τέλος, το 2010 δημοσιεύει ένα ακόμα κείμενο για τον Ν.Γ. Πεντζίκη, με τίτλο «Η κοσμοθεωρία του Ν.Γ.Πεντζίκη από τον πεζό λόγο στη ζωγραφική δημιουργία» στο βιβλίο Μνήμη Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη (1908-1993) που συνέγραψε μαζί με την τεχνοκριτικό Έλλη Κοκκίνη.26 Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι αρκετά ακόμα τεχνοκριτικά κείμενα του Σφυρίδη βρίσκονται σκόρπια σε καταλόγους ατομικών εκθέσεων διαφόρων ζωγράφων.27 Ένα στοιχείο που πρέπει να επισημάνουμε ακόμα είναι το ότι μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον Σφυρίδη ως «αυτοδίδακτο» τεχνοκριτικό, όρο που συνήθως χαρακτηρίζει τους ζωγράφους. Αν προσέξουμε όμως καλύτερα, θα διαπιστώσουμε ότι όλοι οι τεχνοκριτικοί της Διαγωνίου υπήρξαν, με τη σειρά εμφάνισής τους στο περιοδικό και τις εκδόσεις «Διαγωνίου», αυτοδίδακτοι: Ηλίας Πετρόπουλος, Κάρολος Τσίζεκ, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Περικλής Σφυρίδης, Σοφία Καζάζη.28 Αν αναλογιστούμε ότι ο Πετρόπουλος στο τεχνοκριτικό του έργο θεωρεί τον του κειμένου 76 έγχρωμοι πίνακες έργων τους. 25 Βλ. Π. Σφυρίδης, Η Θεσσαλονίκη μέσα από το έργο δέκα ζωγράφων της, Θεσσαλονίκη, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, 2008, σελ. 65· ιδίως σ. 5: «Οι περισσότεροι ζωγράφοι της Θεσσαλονίκης έχουν έναν ιδιαίτερο ψυχικό δεσμό – ορισμένοι τον αποκαλούν έρωτα – με την ίδια τους την πόλη, μάνα, σύζυγος και ερωμένη, κυρίως όμως μοντέλο τους που ζωγραφίστηκε σχεδόν απ’ όλους πολλές φορές, με τα γνωστά κι απόκρυφα μέρη της». 26 Έλλη Κοκκίνη-Περικλής Σφυρίδης, Μνήμη Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη (1908-1993), επιμ. Σωτηρία Σταυρακοπούλου, Θεσσαλονίκη, Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, 2010 [Σειρά λογοτεχνικών εκδόσεων, αρ. 6], σελ. 31· ιδίως σσ. 13-31. Το κείμενο της Κοκκίνη, που συμπεριλαμβάνεται, αφορά την «Ιδεογραμματική περιπλάνηση στη ζωγραφική του Ν.Γ. Πεντζίκη», σσ. 5-12. 27 Χαρακτηριστική περίπτωση το λεύκωμα / κατάλογος, Κάρολος Τσίζεκ. 7 δεκαετίες. Ιστορική Αναδρομή στο Έργο του, έκδοση Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 165, όπου το τεχνοκριτικό κείμενο του Σφυρίδη, με τίτλο «Η ζωή και το έργο του Κάρολου Τσίζεκ», παρατίθεται πρώτο στον τόμο, σσ. 10-12. 28 Αναφέρομαι σε τεχνοκριτικούς της «Διαγωνίου», που έχουν σημαντικό έργο, κι όχι σε κάποια άλλα τεχνοκριτικά κείμενα – ορισμένα απ’ αυτά εξαιρετικής ποιότητας – που δημοσίευσαν στο περιοδικό συνεργάτες της Διαγωνίου, ως επί το πλείστον ζωγράφοι.
18
Τέχνη αψιμυθίωτη
Πεντζίκη –που κι αυτός υπήρξε αυτοδίδακτος τεχνοκριτικός– δάσκαλό του,29 τότε καταλαβαίνουμε γιατί οι παραπάνω τεχνοκριτικοί έχουν έναν συναφή και ταυτόχρονα ιδιαίτερο τρόπο κριτικής προσπέλασης των εικαστικών έργων, μια «λοξή ματιά» ή «ανορθόδοξη», όπως την αποκάλεσε ο Σφυρίδης.30 Κι εδώ πιστεύω πως βρίσκεται η αξία τους. Κάτι ακόμα που ρώτησα τον Σφυρίδη, στη συζήτηση που κάναμε για το εν λόγω θέμα, ήταν αν είχε παρόμοιους φιλικούς δεσμούς –ένα «δέσιμο», όπως του είπα– και με άλλους καλλιτέχνες της Διαγωνίου και αν ναι, γιατί δεν ενσωμάτωσε πίνακές τους σε διηγήματά του. «Ασφαλώς», απάντησε, «με αρκετούς. Στενούς, όμως, όπως αυτούς με τον Παπανάκο, τον Αναστασιάδη και τη Γουσίου, ανέπτυξα μόνο με τον Κάρολο Τσίζεκ και τον Φώνη Ζογλοπίτη. Εκτός από τις προσωπικές μας εξομολογήσεις που αφορούσαν τη ζωή μας με τα βάσανά της, υπήρξα και ο προσωπικός τους γιατρός. Έγραψα πολλές φορές για το έργο τους. Χρησιμοποίησα πίνακα του Τσίζεκ σε εξώφυλλο βιβλίου μου.31 Καθώς ξέρεις, δεν επιλέγω εγώ το θέμα στα διηγήματά μου, αλλά εκείνο εμένα. Γράφω, μπορώ να πω, με το ένστικτό μου. Γιατί, τώρα, τόσα πράγματα που γνώριζα για τη ζωή τους και τόσο καλά το έργο τους, δεν με συγκίνησαν, ώστε να γίνουν ήρωες κάποιων διηγημάτων μου, που αποτελεί την προϋπόθεση για να ενσωματώσω και πίνακές τους, αυτό δεν μπορώ να το ξέρω. Είναι μυστήρια πράγματα αυτά. Ίσως 29 Ηλίας Πετρόπουλος, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Αθήνα, Γράμματα, 21980∙ πρώτη (αυτο)έκδοση: 1958. 30 Βλ. Π. Σφυρίδης, «Τεχνοκριτικά Διαγωνίου και η συμβολή του Ντίνου Χριστιανόπουλου στη διαμόρφωσή τους», στον τόμο Παραφυάδες ΙΙΙ, εισ., επιλ. κειμένων, επιμ. Σ. Σταυρακοπούλου, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2015, σσ. 45-56. 31 Περικλής Σφυρίδης, Χαράμι. Διηγήματα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1992, σελ. 121. Εξώφυλλα του Τσίζεκ κοσμούν όλα τα πεζογραφικά και κριτικά βιβλία, που βγήκαν από τις εκδόσεις Διαγωνίου, με ωραιότερο αυτό της συλλογής διηγημάτων Κούφια λόγια, Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1984. Με καλαίσθητα εξώφυλλα του Παπανάκου κυκλοφόρησαν, εξάλλου, η συλλογή ποιημάτων Αντιπαροχή (ιδιωτική έκδοση, 1978), η συλλογή διηγημάτων Τίμημα χωρίς αντίκρισμα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1994 και το μυθιστόρημα Ψυχή μπλε και κόκκινη, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2013.
19