H O M A G E
ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ Η μορφή του Μίκη Θεοδωράκη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική πορεία της νεότερης Ελλάδας. Η αναζήτηση της βαθύτερης ουσίας της αποτέλεσε την αφετηρία μιας σειράς προσωπικών συζητήσεων πάνω στη ζωή και στο έργο ενός ανθρώπου που για να ολοκληρώσει τη φιλοσοφία του έπρεπε να αναρωτηθεί: «Πού ζω; Πώς ζω; Είμαι μόνος μου; Είμαι ένα τέρας μοναξιάς; Ή ζω σε μια πατρίδα η οποία με έκανε αυτόν που είμαι;». απ’ όλους τους άλλους, διότι για μένα το χρέος ήταν απόλυτο. Χωρίς συμβιβασμό. Πολλές φορές έβρισκα μια παρέα που θεωρούσα ότι θα με ακολουθήσει στον δρόμο του Χρέους, αλλά ερχόταν η στιγμή που έμενα πάλι μόνος. Το Χρέος ήτανε λιγότερο σημαντικό γι’ αυτούς απ’ ό,τι για μένα. Και πάλι να βαδίζω μόνος, και πάλι άλλη παρέα να ακολουθεί τον βηματισμό μου, και πάλι να μένω μόνος. Αυτό γινότανε συνεχώς στη ζωή μου και γίνεται ακόμα. Είμαι μόνος γιατί έχω την ιδιορρυθμία να ’μαι απόλυτος στις επιλογές μου και να προσπαθώ να δω αν υπάρχουν άνθρωποι σαν και μένα, να τους βρίσκω και μετά να τους χάνω». ---------------------------------«Αυτά που κάνει ένας καλλιτέχνης είναι μια δωρεά για τους ανθρώπους και για τη χώρα του. […] Εγώ φιλοδόξησα να συνομιλήσω μ’ έναν λαό υπεύθυνο, μ’ έναν λαό σε μια έξαρση ιστορική. Αλλά αυτή η έξαρση πόσο μπορεί να διαρκέσει; Ένα χρόνο; Δέκα χρόνια; Το ’60 οι συγκυρίες ήταν τέτοιες που υπήρχε ένα γενικό αίτημα για ελευθερία και δημοκρατία, καθώς και μια δίψα για πολιτισμό και τότε εμφανίστηκε ο “Επιτάφιος”. Ενώ ο λαός ήταν γενικά σ’ ένα τέλμα, την περίοδο εκείνη έγινε ποτάμι κι άρχισε να τρέχει. Όπου υπάρχει τέλμα, ακούγονται βατράχια. Όπου υπάρχει ποτάμι, υπάρχει το όραμα της θάλασσας. Το ’60 ήταν ένα ποτάμι. Και μέσα σ’ αυτό το ποτάμι έκανα τον “Επιτάφιο”, έκανα τραγούδια και το “Άξιον Εστί”. Κι ο λαός ακολούθησε.
Ο Μίκης Θεοδωράκης πλάστηκε με τις διηγήσεις του πατέρα του, την ιστορία, τις επαναστάσεις και τους πολέμους. Σχηματίστηκε με τα όνειρα. Για να γίνει αυτός που ήταν, έπρεπε να φτάσει στα όριά του. Και όριό του συχνά ήταν ο θάνατος. Θα μπορούσε ίσως να είχε ακολουθήσει μονοπάτια λιγότερο δύσβατα. Δεν θα ’ταν όμως αυτός. Κι αυτός που είναι, πέρα από πολεμικές και αντιπαραθέσεις, ενσάρκωσε τις ελπίδες ενός ολόκληρου λαού και δεν έπαψε να μας υπενθυμίζει πως κάθε στιγμή και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες μπορούμε να σκεπτόμαστε ελεύθερα, να τραγουδάμε και να ελπίζουμε. «Εγώ είμαι άνθρωπος της αγάπης. Έζησα τη ζωή μου, έζησα το καθήκον μου. Είχα θέσει ορισμένα “πρέπει”. Αυτό ίσως για τους πολλούς να ήταν λάθος, αλλά τέτοια ήταν η αγωγή που πήρα απ’ τους γονείς μου. Διότι κι οι γονείς μου είχαν τέτοια αγωγή. Πίστευαν ότι ο άνθρωπος έχει καθήκοντα απέναντι στους άλλους και ότι μόνο έτσι η ζωή του γίνεται πιο αληθινή. Αυτό το χρέος ήταν για μένα η ουσία της ζωής μου. Αισθανόμουν χαρά γι’ αυτό το πράγμα. Δεν το ’κανα ενάντια στη θέλησή μου. Κι ο χαρακτήρας μου διαμορφώθηκε σύμφωνα μ’ αυτό. Έμαθα να λυτρώνομαι όταν κάνω το χρέος μου. Ό,τι έκανα δεν το ’κανα για μένα. Είχα περάσει από το “εγώ” στο “εμείς” από πολύ μικρός. Για μένα πρότυπο ήταν ο πατέρας μου, που δεκαέξι χρονών πήγε και πολέμησε για την πατρίδα και τραυματίστηκε στο Μπιζάνι, έξω από τα Γιάννενα. Αυτό με διαμόρφωσε και με απομάκρυνε
82