Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΪΚ Ένα παραμύθι που έγραψαν οι μαθητές της Β1 τάξης του 8ου Δ.Σ. Γλυφάδας Δασκάλα: Παπαδοπούλου Μαρία
Μια φορά κι έναν καιρό, στη Χώρα των Ξωτικών ζούσε και ένα μικρό ξωτικό που το έλεγαν Μάικ και είχε μεγάλη μύτη. Το μικρό αυτό ξωτικό ένιωθε μοναξιά γιατί κανείς δεν το έκανε παρέα. Κάποιοι νόμιζαν ότι θα τους χτυπούσε με τη μύτη του. Κάποιοι άλλοι τον κορόιδευαν και τον έλεγαν κρεμάστρα και άλλοι τον φώναζαν ψηλομύτη.
΄Ηθελε λοιπόν να κόψει τη μύτη του γιατί ένιωθε άσχημα, αλλά υπήρχε μια απαγόρευση. Αν έκοβε τη μύτη του, τότε το Πνεύμα των Ξωτικών, ο Σάρεϊ Μάρλεϊ, θα μεγάλωνε τις μύτες όλων των άλλων ξωτικών της χώρας. Στο μεταξύ, ο Σάρεϊ Μάρλεϊ ξεσήκωνε τα ξωτικά και τους έβαζε λόγια για να κοροϊδεύουν όλο και περισσότερο τον Μάικ.
Πέρασε μια βδομάδα, πέρασαν δυο και μην αντέχοντας άλλο τις κοροϊδίες, το μικρό ξωτικό είπε μια μέρα: «Βαρέθηκα να έχω μεγάλη μύτη και όλοι να με κοροϊδεύουν. Γι’ αυτό θα την κόψω!» και μια και δυο ο Μάικ κόβει τη μύτη του.
Ξαφνικά εμφανίζεται το Πνεύμα των Ξωτικών και μεγαλώνει τις μύτες όλων των ξωτικών στη χώρα. Μόνο το μικρό ξωτικό έμεινε με την κοντή μύτη και ένιωθε και πάλι άσχημα γιατί ήταν και πάλι διαφορετικό.
Του έλειπε η παλιά του μύτη. Μετάνιωσε που την έκοψε και σκέφτηκε ότι ο καθένας πρέπει να εκτιμά τα πράγματα που έχει και να μην παρασύρεται από τους άλλους. Σκέφτηκε τότε να πάει στο Βόρειο Πόλο, να βρει τον Αϊ-Βασίλη και να του ζητήσει να του μεγαλώσει πάλι τη μύτη του.
Ξεκίνησε λοιπόν και στο δρόμο που πήγαινε συνάντησε μια καλαμένια καλύβα όπου εκεί έμενε ο Σοφός των Ξωτικών. Ο Μάικ σταμάτησε απέξω και του χτύπησε την πόρτα.
Τον παρακάλεσε αν μπορεί να τον βοηθήσει να πάει στη Χώρα του ΑϊΒασίλη και του εξήγησε το λόγο. Εκείνος του είπε πως θα του δώσει έναν χάρτη και όχι μόνο, αλλά πρώτα θα έπρεπε να τον βοηθήσει να φτιάξει τη μαγική «Καρδιόσκονη».
Το μικρό ξωτικό συμφώνησε και ο Σοφός του ζήτησε να φέρει διάφορα υλικά από μπουκαλάκια και βαζάκια που είχε πάνω στα ράφια: τρία χρυσά αυγά, τρεις κουταλιές καροτόσουπα, λίγα πέταλα κρυστάλλινου λουλουδιού, σκόνη από φτερά πεταλούδας, δέκα σταγόνες από δάκρυα δράκου, χρυσή ασημένια και χάλκινη σκόνη από το φυτό Χαλκίδα, ένα μπουκαλάκι νερό από τη μαγική πηγή, δυο φυλλαράκια από το γρασίδι Αντούρ (που μεγαλώνει αμέσως μόλις κοπεί), λίγα κομματάκια από τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων, τρίχα από ουρά ελέφαντα, τρίχα από λύκο και τρεις σταγόνες από τα δάκρυά του, ένα βαζάκι χιόνι, λίγη σκόνη από καρδιά γουρουνιού, πιτυρίδα από αυγό ψαριού, δυο κουταλιές ροκανίδια ξύλου, λίγο ζουμί από τη μαγική βατομουριά, τέσσερις τρίχες γάτας, μια σταγόνα δάκρυα αλεπούς και λίγο χαχανητό ανθρώπου.
Ο Μάικ έδινε ένα ένα τα υλικά στο Σοφό κι αυτός τα έριχνε μέσα στο καζάνι που έβραζε πάνω στη φωτιά και έβγαζε μπουρμπουλήθρες και αφρούς. Ο Σοφός ανακάτευε και την ώρα που ήταν έτοιμο να ξεχειλίσει, το κατέβασε με τη βοήθεια του μικρού ξωτικού από τη φωτιά. Γέμισε ένα μπουκαλάκι και αμέσως το μαγικό φίλτρο έγινε «Καρδιόσκονη».
Ο Μάικ πέταξε ψηλά την «Καρδιόσκονη»…
και εμφανίστηκαν ξαφνικά: ο χάρτης που θα έδειχνε το δρόμο για το Βόρειο Πόλο, ένας τάρανδος, μια νεραϊδούλα, μια πεταλούδα και μια μαγική πυγολαμπίδα για να φωτίζει το δρόμο.
Η νεραϊδούλα έριξε λίγη νεραϊδόσκονη στον τάρανδο για να μπορεί να πετά ψηλά, η πεταλούδα θα κοίταζε το χάρτη και θα τους έλεγε τη διαδρομή και η μαγική πυγολαμπίδα θα πήγαινε μπροστά για να τους φωτίζει το δρόμο το βράδυ.
Το ταξίδι ξεκίνησε και αφού ταξίδεψαν αρκετές ώρες, έφτασαν στη Χώρα του Αϊ-Βασίλη.
Ο τάρανδος προσγειώθηκε μπροστά σε έναν πύργο, που δεν ήταν άλλος από τον πύργο του Αϊ-Βασίλη.
΄Ανοιξε μια τεράστια πύλη και μέσα ήταν χιλιάδες ξωτικά, μακρινά ξαδέρφια του Μάικ, που έφτιαχναν παιχνίδια. Βλέποντας τόσα παιχνίδια, ο Μάικ ζήλεψε και ήθελε να παίξει, αλλά θυμήθηκε την αποστολή του.
Ζήτησε τότε από ένα ξωτικό να τον πάει στο δωμάτιο του Αϊ-Βασίλη.
Πραγματικά το ξωτικό τον πήγε εκεί και τότε ο Μάικ είδε τον Αϊ-Βασίλη να κρατά μια τεράστια λίστα που έφτανε ως το πάτωμα και να δίνει οδηγίες στα ξωτικά του.
Ο Μάικ πλησίασε τον Αϊ-Βασίλη και του είπε: «Καλέ μου, ΑϊΒασίλη,μπορείς να με βοηθήσεις να μεγαλώσω τη μύτη μου κι εγώ θα σου κάνω ό,τι θελήσεις;». Τότε ο Αϊ-Βασίλης του απάντησε: «Θα ήθελα πολύ να σε βοηθήσω, αλλά εγώ δεν ξέρω να φτιάχνω μαγικό φίλτρο για μεγάλωμα μύτης. Θα σε στείλω όμως στον καλό μάγο Σιζάν που βρίσκεται στη χώρα Τούμπα Τουλούμπα. Αυτός μπορεί να μεγαλώσει τη μύτη σου.»
Ο Μάικ χάρηκε πολύ και ευχαρίστησε τον ΄Αγιο. «Μη φύγεις όμως ακόμα», του λέει ο Αϊ-Βασίλης «βάλε ένα χεράκι να φτιάξουμε μερικά δώρα και μόλις τελειώσουμε, θα σου δώσω κάτι μαγικά κουδουνάκια που θα τα χτυπάς όταν βρίσκεσαι σε κίνδυνο και αμέσως θα έχεις βοήθεια.» ΄Ετσι κι έγινε. Μόλις τελείωσαν με τα δώρα, ο Αϊ-Βασίλης έδωσε στο μικρό ξωτικό τα κουδουνάκια και του είπε να τα χτυπήσει τρεις φορές όταν βρεθεί σε κίνδυνο και να πει τη μαγική φράση «Κίτρι κακίτρι κίτρινο καΐκι…». «Αμέσως θα παρουσιαστεί μπροστά σου ο Χιονάνθρωπός μου, ο Φρόστυ και θα κάνει ό,τι του ζητήσεις.», του είπε ο Αϊ-Βασίλης.
Μετά από λίγο, ο Μάικ ανεβασμένος σε έναν τάρανδο του Αϊ-Βασίλη, πετούσε για τη χώρα Τούμπα Τουλούμπα.
Φτάνοντας στη μεγάλη πόλη που βρισκόταν στο κέντρο της Χώρας Τούμπα Τουλούμπα, ο τάρανδος τον άφησε και έφυγε. Το μικρό ξωτικό περπάτησε, περπάτησε,… στις γειτονιές της μεγάλης πόλης, μέχρι που πείνασε.
Κάθισε τότε στο σκαλάκι της εξώπορτας ενός σπιτιού και έφαγε λίγο τυράκι και ψωμάκι απ’ αυτά που του είχε δώσει ο ΄Αγιος.
Αφού έφαγε, συνέχισε το δρόμο του μέχρι που νύχτωσε και έψαξε ένα μέρος για να κοιμηθεί.
Ξαφνικά είδε σε μικρή απόσταση μπροστά του έναν μεγάλο πύργο με μια τεράστια θύρα, που έγραφε ψηλά: «ΣΙΖΑΝ – Ο ΜΑΓΟΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΥΤΕΣ» και είχε και ένα καπέλο μάγου απ’ όπου έπεφτε χρυσόσκονη.
Το μικρό ξωτικό χτύπησε τη θύρα και στο άνοιγμά της εμφανίστηκε κάποιος ο οποίος του είπε ότι είναι ο μάγος Σιζάν.
Προχώρησαν στο εσωτερικό του πύργου και μπήκαν σε ένα δωμάτιο όπου υπήρχαν ράφια καρφωμένα στους τοίχους, γεμάτα με μπουκαλάκια, άλλα μικρά και άλλα μεγάλα που είχαν μέσα διάφορα υγρά. Υπήρχαν επίσης, μύτες πιασμένες σε λαστιχάκια και κρεμασμένες σε καρφάκια και ένα καζάνι με νερό που έβραζε και ξεχείλιζε. Τότε το μικρό ξωτικό ζήτησε από το μάγο να του δώσει ένα μαγικό φίλτρο για να του μεγαλώσει η μύτη του. Παρατήρησε όμως, ότι ο μάγος αυτός είχε μεγάλη μύτη, αλλά δεν ήταν στριφογυριστή ούτε ήταν ψηλός όπως του είχε πει ο Αϊ-Βασίλης.
Παρόλ’ αυτά πήρε το φίλτρο που του έδωσε, το έβαλε στα ρουθούνια του και περίμενε να μεγαλώσει η μύτη του.
΄Οσο περίμενε, ο μάγος έβαλε το μικρό ξωτικό να κάνει διάφορες δουλειές στον πύργο. Σκούπιζε το πάτωμα, ξεσκόνιζε, σφουγγάριζε, μαγείρευε, βοηθούσε το μάγο στα μαγικά του, του έφερνε υλικά για τα φίλτρα του, πότιζε τα φυτά του κήπου και μάζευε από κει ό,τι ήταν χρήσιμο για τα μαγικά φίλτρα.
΄Ετσι πέρασαν δυο μέρες, πέρασαν τρεις, πέρασαν τέσσερις μέρες, τίποτα η μύτη του. Το μικρό ξωτικό άρχισε να υποψιάζεται ότι κάτι δεν πάει καλά με το μάγο και το φίλτρο του και την τέταρτη μέρα γυρνάει και του λέει: «Λες ψέματα… Δεν μπορεί να είσαι ο πραγματικός μάγος…».
Ο μάγος τότε θύμωσε πάρα πολύ, έδειξε το άγριο πρόσωπό του, έσπρωξε το μικρό ξωτικό με δύναμη και το πέταξε στον απέναντι τοίχο. Ξαφνικά ο τοίχος γύρισε (όπως έπεσε πάνω του το μικρό ξωτικό πίεσε το μυστικό κουμπί) και εμφανίστηκε μπροστά τους ένα κελί φυλακής που μέσα ήταν κλεισμένος κάποιος που ζητούσε βοήθεια και δήλωνε ότι ήταν ο αληθινός μάγος Σιζάν. Ο Μάικ τον κοίταξε καλά, ενώ έτρεχε να ξεφύγει από τον ψεύτικο μάγο, είδε τη στριφογυριστή του μύτη και ότι ήταν ψηλός, όπως του είχε πει ο Αϊ-Βασίλης και τον άκουγε που φώναζε: «Ελευθέρωσέ με, ελευθέρωσέ με, σε παρακαλώ…!». Κατάλαβε ότι ήταν στη φυλακή ο αληθινός μάγος.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή θυμήθηκε τα κουδουνάκια που του είχε δώσει ο ΄Αγιος για τις δύσκολες στιγμές. Τα αρπάζει λαχανιασμένος, τα κουνά τρεις φορές και λέει τη μαγική φράση: «Κίτρι κακίτρι, κίτρινο καΐκι…». Ένα σύννεφο εμφανίζεται τότε και μέσα απ’ αυτό βγαίνει ο Φρόστυ ο χιονάνθρωπος.
Ο ψεύτικος μάγος πάγωσε στη θέση του και ο Φρόστυ με την ξύλινη μύτη του γύρισε την κλειδαριά του κελιού, η πόρτα άνοιξε και ο αληθινός μάγος βγήκε έξω.
Ο Σιζάν, ο αληθινός μάγος έσπρωξε τον ψεύτικο μέσα στο κελί που η πόρτα του ήταν ανοιχτή και τον έκλεισε μέσα.
΄Οσο ο Σιζάν έσπρωχνε τον ψεύτικο μάγο στη φυλακή, ο Μάικ κάθισε με το Φρόστυ σε μια γωνιά και συζητούσαν για όσα έγιναν, για το λόγο που έκοψε τη μύτη του, και για το πόσο είχε μετανιώσει γι’ αυτό. Ο Φρόστυ τότε του είπε τη δική του γνώμη, ότι δηλαδή δε χρειάζεται να είναι κανείς ίδιος με τους υπόλοιπους για να τον αγαπούν. Είναι ωραίο να είναι κάποιος ξεχωριστός. «Πριν πάω στο Βόρειο Πόλο κι εγώ ήμουνα ξεχωριστός ανάμεσα στους άλλους χιονάνθρωπους. Είχα ξύλινη μύτη ενώ οι άλλοι είχαν καροτίσια, μπανανένια ή ποτηρένια. Όμως δεν ένιωθα άσχημα ούτε στεναχωριόμουν γι’ αυτό. Αγαπούσαμε ο ένας τον άλλο! Εξάλλου σημασία έχει να είμαστε καλόψυχοι, να αγαπάμε τους άλλους και να τους δεχόμαστε όπως είναι», συμπλήρωσε ο Φρόστυ. Πρότεινε μάλιστα στο Μάικ να ζητήσει από το μάγο να του φτιάξει ένα μαγικό αντικείμενο που να σκορπίζει αγάπη.
Διέκοψαν όμως την κουβέντα τους, γιατί ο Σιζάν ο μάγος, ήσυχος τώρα, αφού έκλεισε στη φυλακή τον ψεύτικο μάγο, πλησίασε τον Μάικ και τον Φρόστυ και κάθισε μαζί τους. Του ζήτησαν να τους πει τότε πώς βρέθηκε ο ψεύτικος μάγος στον πύργο του και ο Σιζάν τους είπε πως ο ψεύτικος μάγος είχε κι αυτός τη δική του ιστορία και δεν ήταν άλλος από τον Σάρεϊ Μάρλεϊ, το Πνεύμα των Ξωτικών. «Τον Σάρεϊ Μάρλεϊ από μικρό, όλα τα ξωτικά τον κορόιδευαν γιατί είχε μεγάλη μύτη. Μόλις γεννήθηκες όμως εσύ Μάικ ,με τη βοήθεια της θείας του της μάγισσας έστειλε σε σένα τη μεγάλη μύτη. Υπήρχε όμως ένας περιορισμός. Αν για κάποιο λόγο κοβόταν η δική σου μύτη, θα μεγάλωνε όλων των ξωτικών της χώρας. ΄Ετσι καθώς μεγάλωνες, μεγάλωνε και η μύτη σου. ΄Οσο όμως μεγάλωνε η δική σου μύτη, μίκραινε η μύτη του Σάρεϊ Μάρλεϊ . Σκέφτηκε ότι χάρις σε σένα θα γλίτωνε από την κοροϊδία. Όλα ξωτικά θα σταματούσαν να κοροϊδεύουν αυτόν και θα κορόιδευαν εσένα. ΄Ετσι τα ξεσήκωνε, τους έβαζε λόγια για να σε κοροϊδεύουν όλο και περισσότερο. Όταν εσύ έκοψες τη μύτη σου, μεγάλωσε η μύτη όλων των ξωτικών.
Μόλις μετάνιωσες όμως και αποφάσισες να την ξαναμεγαλώσεις φοβήθηκε πολύ, γιατί η θεία του η μάγισσα του είπε πως η δική του μύτη θα γινόταν σαρακοφαγωμένη και τρομαχτική κι έτσι ήρθε σε μένα για να με εμποδίσει να σου μεγαλώσω τη μύτη και με έκλεισε στη φυλακή, στο κελί του τοίχου, μια και ήξερε ότι εσύ θα ερχόσουν εδώ να ζητήσεις τη δική μου βοήθεια.
Αφού έμαθαν τι ακριβώς έγινε με τον Σάρεϊ Μάρλεϊ, ο Μάικ συζήτησε με τον μάγο Σιζάν την ιδέα του Φρόστυ, για το μαγικό αντικείμενο που θα σκόρπιζε την αγάπη. Ο Σιζάν συμφώνησε, μπήκαν και οι τρεις στο εργαστήριο και άρχισαν να το φτιάχνουν. ΄Ετσι έφτιαξαν το «Μαρκαντούς», που δεν ήταν άλλο από το μαγικό αντικείμενο που θα σκόρπιζε την αγάπη. Το «Μαρκαντούς» ήταν μια μεγάλη μαράκα που όταν την κουνούσες θα έβγαινε μια μεγάλη καρδιά που θα προσγειωνόταν απαλά στη γη. Μόλις προσγειωνόταν, θα άνοιγε και θα έβγαιναν από μέσα εκατοντάδες καρδούλες, που κάθε μια όταν θα την άνοιγες, θα έβγαινε από μέσα ένα υπέροχο άρωμα, το άρωμα της αγάπης και από κάτω θα εμφανιζόταν ένα σοκολατάκι σε σχήμα καρδιάς που πάνω του θα είχε τη φωτογραφία όλων των ξωτικών. ΄Οποιος άνοιγε την καρδιά, μύριζε το άρωμα και έτρωγε το σοκολατάκι, θα γέμιζε η καρδιά του αγάπη.
Αφού τελείωσαν, ο Μάικ σκέφτηκε να δοκιμάσουν το «Μαρκαντούς» στον Σάρεϊ Μάρλεϊ. Πήγε λοιπόν μπροστά στα κάγκελα του κελιού, κούνησε τη μαράκα, βγήκε μια μεγάλη καρδιά που άνοιξε μόνη της και βγήκαν από μέσα πολλές πολλές μικρές καρδιές. Μια απ’ αυτές πλησίασε και τον Σάρεϊ Μάρλεϊ. Εκείνος την πήρε, την άνοιξε, μύρισε τη μυρωδιά της αγάπης και αμέσως ένιωσε κάπως διαφορετικά. ΄Υστερα είδε στο βάθος το σοκολατάκι, το λιγουρεύτηκε και είπε να το φάει. Μόλις το έφαγε, το πρόσωπό του φωτίστηκε και έγινε καλοκάγαθο και γελαστό.
΄Ετσι τον έβγαλαν από τη φυλακή, χαιρέτισαν τον Φρόστυ τον χιονάνθρωπο και τον Σιζάν τον μάγο και φίλοι τώρα πια, ο Μάικ κρατώντας τη μαγική μαράκα της αγάπης και ο Σάρεϊ Μάρλεϊ, καβάλησαν πάνω στον τάρανδο που τους περίμενε έξω από τον πύργο και ξεκίνησαν ευτυχισμένοι για το ταξίδι της επιστροφής.
Φτάνοντας στη Χώρα των Ξωτικών, αποχαιρέτησαν τον τάρανδο και προχώρησαν προς την κεντρική πλατεία της πόλης. Ο Μάικ κούνησε τη μαράκα. Αμέσως μια τεράστια καρδιά εμφανίστηκε και μετά από λίγο προσγειώθηκε απαλά στην κεντρική πλατεία, όπου πολλά ξωτικά εκείνη την ώρα απολάμβαναν τον καφέ τους. Η καρδιά άνοιξε. Πλήθος μικρές καρδούλες βγήκαν και σαν πούπουλα έπεσαν κάτω απαλά. Κάθε ξωτικό πήρε και από μια μικρή καρδούλα. Την άνοιξε, μύρισε το άρωμα της αγάπης και έφαγε το μικρό σοκολατάκι. Και τότε όλοι ένιωσαν την αγάπη και η ψυχή τους γέμισε ζεστασιά.
Αγκάλιαζαν το ένα το άλλο, γελούσαν και χοροπηδούσαν ευτυχισμένα. Αγκάλιασαν τον Μάικ που τον είχαν πεθυμήσει μετά από τόσο καιρό που είχαν να τον δουν, αλλά και τον Σάρεϊ Μάρλεϊ.
΄Ολοι ήταν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι κι ο Μάικ ένιωθε ακόμα πιο ευτυχισμένος που δε χρειάστηκε να μεγαλώσει τη μύτη του κι έβλεπε την αγάπη να φωτίζει και να ομορφαίνει τα πρόσωπα όλων των ξωτικών. ΄Εκαναν τότε ένα μεγάλο και αξέχαστο πάρτυ όπου χόρεψαν, διασκέδασαν με την ψυχή τους και έμεινε στην ιστορία. Και από τότε, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα….