Ιστορίες με λέξεις

Page 1

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΛΕΞΕΙΣ Από τους μαθητές και τις μαθήτριες του Β1 Δασκάλα: Παπαδοπούλου Μαρία


ΕΝΟΤΗΤΑ 10 «Προσοχή! Τι λέει εκεί;» ΄Ασκηση 5, σελ. 62, Τετράδιο Εργασιών Γλώσσας, α΄τεύχος


« Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ» (Μυρτώ – Γιώργος Αν.) Μια μέρα του Φλεβάρη ένα παιδάκι που το λέγανε Γιάννη, πήγαινε στο σχολείο. Όταν έφτασε στην πόρτα του σχολείου είπε: «Τέλεια! Μ’ αρέσει πολύ το σχολείο!». ΄Οντος του άρεσε πολύ, γιατί η κυρία του του έλεγε ότι ήταν ο καλύτερος μαθητής. Μια μέρα ήρθε στο σχολείο ένα κοριτσάκι που το λέγανε Ελένη. Η Ελένη ήταν πιο καλή μαθήτρια από τον Γιάννη. Ο Γιάννης θύμωσε και μια μέρα που η κυρία του τού έδωσε την άδεια να βγει έξω, έπιασε έναν γκιόνη και τον έβαλε να κάνει «γκιον, γκιον, γκιον!» και να ενοχλεί την Ελένη που ήταν δίπλα στο παράθυρο. Η Ελένη τότε άρχισε να κλαίει. Η κυρία ήρθε και μάλωσε τον Γιάννη και ο Γιάννης θύμωσε και έφυγε από το σχολείο.


Την άλλη μέρα, ο Γιάννης σηκώθηκε από το κρεβάτι του και πήγε μια βόλτα. Περπατούσε και μονολογούσε: «Θα της δείξω εγώ της Ελένης», έλεγε και ξανάλεγε. Στο δρόμο που πήγαινε, συνάντησε έναν μανάβη. Του είπε την ιστορία του και ο μανάβης προσπάθησε να του πει μια ιδέα για το πρόβλημά του, αλλά εκείνος δεν άκουγε. Καθώς προχωρούσε, συνάντησε έναν φούρναρη και έναν ράφτη που είχαν τελειώσει τη βάρδιά τους στη δουλειά. Τους είπε το πρόβλημά του και προσπάθησαν να τον βοηθήσουν, αλλά και πάλι δεν άκουγε. Συνεχίζοντας και οι τρεις μαζί, συνάντησαν έναν τραγουδιστή που τραγουδούσε. Του ζήτησαν αν μπορεί να βοηθήσει, αλλά και πάλι ο Γιάννης δεν άκουγε, γι’ αυτό άφησαν τον τραγουδιστή και ο Γιάννης, ο φούρναρης και ο ράφτης μπήκαν γρήγορα σε ένα ΤΑΧΙ κι εκεί που πήγαν να κάτσουν, ένας «τρελός» επιβάτης άρχισε να μιλάει, να μιλάει και δε σταματούσε, ώσπου το τέλος τους τρέλανε και βγήκαν


έξω στο δρόμο. Είδαν τότε έναν αστροναύτη. Τον ρώτησαν γιατί ήταν εκεί κι εκείνος τους είπε ότι φοβάται τα ύψη και δεν θέλει να πετάξει. Του πρότειναν να τον βοηθήσουν, τον πήραν στην παρέα τους και συνέχισαν. Κάποια στιγμή βλέπουν έναν βιβλιοπώλη. «Να αυτόν χρειάζομαι», είπε ο Γιάννης. Τον πλησίασε λοιπόν και τον ρώτησε: -Μπορείς να μου δώσεις ένα βιβλίο να μάθω κάτι; -Τι θέλεις να μάθεις καλό μου παιδάκι; -Θέλω να εκδικηθώ ένα κοριτσάκι. Να σου πω την ιστορία μου; -Ναι, θα ήθελα πολύ να τη μάθω, είπε ο βιβλιοπώλης. Ο Γιάννης του είπε την ιστορία του και όταν τελείωσε, ο βιβλιοπώλης του είπε:


-Προσπάθησες να τη γνωρίσεις; -Η αλήθεια είναι πως όχι, είπε ο Γιάννης. -Ναι, αλλά θα μπορούσατε να γίνετε φίλοι! -΄Εχεις δίκιο. Πρέπει να πάω να τη γνωρίσω, είπε ο Γιάννης. ΄Ετσι και έκανε.Πήραν όλοι μαζί ένα ΤΑΧΙ και έφτασαν σύντομα στο σχολείο του Γιάννη. Εκεί τον άφησαν και έφυγαν. - Θέλεις να γίνουμε φίλοι; είπε ο Γιάννης στην Ελένη. -Ναι, είπε η Ελένη. Και από τότε ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα!



(ΕΙΡΗΝΗ Ζ. – ΛΕΩΝΙΔΑΣ)

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας αστροναύτης που είχε έναν φίλο τραγουδιστή. Ο αστροναύτης πήρε μαζί του στο δορυφόρο του τον τραγουδιστή και αυτός τραγουδούσε πάνω από όλη τη γη. Αυτό το τραγούδι το άκουσε ο επιβάτης ενός πλοίου, που ήταν μαθητής και πήγαινε διακοπές. Του άρεσε πολύ και άρχισε να χορεύει. Πέρασε ο Φλεβάρης και προς το τέλος του Μάρτη άρχισαν όλοι οι γκιόνηδες να τραγουδούν. Ο χρόνος κυλούσε και ο μαθητής μεγάλωσε και έγινε ράφτης. Πήγε μια μέρα στο μανάβη, το φίλο του και του ζήτησε φρούτα.


Μετά πήγε στον βιβλιοπώλη, τον άλλο φίλο του και του είπε: -Δε μου λες, έχεις εκείνο το βιβλίο με τον Αχιλλέα; -Και βέβαια! του απάντησε ο βιβλιοπώλης και του το έδωσε. Την τελευταία νύχτα του Μάρτη, ο γενναίος ράφτης πήγε να γλεντήσει στο πάρτι του φούρναρη. Εκεί συνάντησε όλους τους φίλους του. Συνάντησε τον αστροναύτη, τον βιβλιοπώλη, έναν άλλο ράφτη από την Αγγλία, έναν άλλο μαθητή, τον μανάβη, τον φούρναρη και τον τραγουδιστή που τραγουδούσε μαζί με τους γκιόνηδες. ΄Ετσι ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.



«ΕΝΑ ΠΡΩΙΝΟ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ» (Τζώνης – Μελίνα)

Πέρασε ο Φλεβάρης, τελείωνε και ο Μάρτης και ο γκιόνης τραγουδούσε δυνατά. Ο βιβλιοπώλης της πόλης είχε πολύ κόσμο στο βιβλιοπωλείο. Ξαφνικά ακούστηκε ένα «Μπαμ!» και ο αστροναύτης με το διαστημόπλοιό του εκτοξεύτηκε. Οι επιβάτες του διαστημοπλοίου φοβήθηκαν. Μετά από λίγο, το διαστημόπλοιο ταξίδευε ψηλά. Στο μεταξύ, τα ψωμιά του φούρναρη τελείωσαν και ο Τζώνης, ο καλύτερος μαθητής της τάξης, δε βρήκε ψωμί να αγοράσει.


Η δασκάλα του Τζώνη δεν τον μάλωνε ποτέ, εκτός από μια μέρα που το ’σκασε από το σχολείο και πήγε να αγοράσει ψωμί. Ο μπαμπάς του ήταν ράφτης. Κοντά στο σπίτι του Τζώνη έμενε ένας τραγουδιστής. Αυτός τραγουδούσε τόσο δυνατά που οι πελάτες του μανάβη έφυγαν από το μανάβικο. ΄Ετσι όλοι αυτοί μια μέρα, εκτός από τον γκιόνη, έγιναν φίλοι.


Μελίνα – Τζώνης


(Εύα – Ευγενία) Μια φορά κι έναν καιρό ήταν έξι φίλοι: ΄Ενας αστροναύτης, ένας μανάβης, ένας βιβλιοπώλης, ένας φούρναρης, ένας ράφτης και ένας τραγουδιστής, που είχε γιο έναν μαθητή. Όμως ο ράφτης ήταν πολύ πεισματάρης. Την Καθαρά Δευτέρα θα πήγαιναν να πετάξουν χαρταετό και θα έκαναν πικ νικ. Ο ράφτης έλεγε συνέχεια ότι δεν θα είχε καλό καιρό και όμως είχε. Τότε μπήκαν σ’ ένα λεωφορείο για να πάνε να πετάξουν χαρταετό και να κάνουν πικ νικ. Ο καθένας είχε φέρει και από κάτι και ενώ έτρωγαν, είπαν όλοι στον ράφτη: «Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει». Πέρασαν όλοι τόσο ωραία που κοιμήθηκαν εκεί το βράδυ και άκουγαν τον γκιόνη. ΄Ηταν μια από τις καλύτερες στιγμές της ζωής τους.



(Λάμπρος - Καλλιόπη) Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας αστροναύτης που έφυγε από τον πλανήτη γη και έφτασε στο φεγγάρι. ΄Ηταν επιβάτης σε ένα διαστημόπλοιο κι έτσι έφτασε στο φεγγάρι. Όταν γύρισε πίσω στη γη παράτησε τη δουλειά του και έγινε βιβλιοπώλης. Και ήρθε ο Φλεβάρης και χιόνισε. Σκόνταψε σε μια πέτρα και ξεχείλωσε την μπλούζα του. ΄Ετσι πήγε στον ράφτη. Όταν μπήκε μέσα, είδε ένα αχούρι και είπε στον ράφτη: «Μπορείς να μου φτιάξεις την μπλούζα;». Ο ράφτης του την έφτιαξε. Ο αστροναύτης πήρε την μπλούζα, είπε ευχαριστώ και έφυγε. Μετά πήγε να γραφτεί σε μια σχολή. Θα γινόταν μαθητής στη σχολή Κουν Φου. Ο δάσκαλος χάρηκε και του είπε πως θα γινόταν δάσκαλός του για πέντε μέρες.


Πέρασαν αυτές οι πέντε μέρες και ήρθε άλλος δάσκαλος. Μια μέρα, ενώ πήγαινε στη σχολή, βλέπει έναν φούρνο. Ο φούρναρης του είπε: «Κάτσε να με βοηθήσεις για μια μέρα». Επειδή όμως ήταν δύσκολη δουλειά, πήγε και έγινε τραγουδιστής. Μια άλλη μέρα πέρασε από έναν μανάβη και αποφάσισε να μείνει εκεί και να τον βοηθήσει. ΄Εμεινε λοιπόν στο μανάβικο και από τότε έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.



«Ο ΤΣΑΚΩΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΓΚΙΟΝΗ» (Ειρήνη Γ. – Δημήτρης Εμπρ.) Μια φορά κι έναν καιρό, ένα πρωί του Φλεβάρη, πάνω σε ένα δέντρο καθόταν ένας γκιόνης. Αυτός ο μαγικός γκιόνης έκανε όλη μέρα «γκιον, γκιον, γκιον,…». Κάτω στην πλατεία του χωριού υπήρχαν βιβλιοπώλες, ράφτες, μαθητές που σχολούσαν από το σχολείο, φουρνάρηδες, πλανόδιοι τραγουδιστές και ναύτες που περπατούσαν στο λιμάνι. Εκείνη την ώρα σταμάτησε ένα λεωφορείο με πολλούς επιβάτες. Κατέβηκε ένας αστροναύτης και κάτι άλλοι κάτοικοι του χωριού. Μετά από λίγη ώρα, κάποια νέα παιδιά πήγαν να κόψουν ξύλα. Αφού έφτασαν στο δάσος άκουσαν τον μαγικό γκιώνη. Τότε είπαν: «Α, να ο μαγικός γκιόνης. Θα τον πάρουμε και θα γίνουμε πλούσιοι. Ας φωνάξουμε και τους άλλους». Φώναξαν ύστερα και τους άλλους και ανέβηκαν στο βουνό για να πιάσουν τον γκιόνη. ΄Εγινε μεγάλος καβγάς για τον γκιόνη…


Πήραν όλοι τσεκούρια, τσουγκράνες και ξύλα και χτύπησαν πολύ ο ένας τον άλλο.

Ο γκιόνης που τα άκουσε όλα αυτά, έβγαλε μια δυνατή κραυγή και όλοι σταμάτησαν. Τότε τα παράτησαν όλα, έφυγαν και από εκείνη τη στιγμή δεν ξαναπήγαν στο βουνό. Ξέχασαν τον μαγικό γκιώνη και από τότε έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.



«Ο ΑΣΤΡΟΝΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ» (Δημήτρης Κ. – Νικόλας) Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας αστροναύτης που είχε πάει πολλές φορές στο φεγγάρι. Ο αστροναύτης είχε κι έναν μαθητή που έκαναν βόλτες πολλές φορές μαζί. Μια μέρα πήγαν στον μανάβη, πήραν ένα μήλο, το έκοψαν στη μέση και το έφαγαν και οι δυο μαζί. Μετά πήγαν στο βιβλιοπώλη και αγόρασαν ένα βιβλίο. ΄Υστερα πήγαν στον ράφτη και τους έραψε από μια στολή. Τον Φλεβάρη, ο αστροναύτης πήγε σ’ έναν φίλο του τραγουδιστή για να τον ακούσει. Γυρίζοντας πέρασε από τον φούρναρη και ο φούρναρης του έδωσε ένα κουλούρι. ΄Εφαγε το κουλούρι και για να γυρίσει στο σπίτι του πήρε το λεωφορείο που ήταν γεμάτο επιβάτες. Σε μια στάση κοντά στο δάσος, πάνω σ’ ένα


δέντρο, είδε έναν γκιόνη που φώναζε: «Γκιον, γκιον, ήρθε η άνοιξη».


«Ο ΤΖΩΝΗΣ ΜΕ ΦΑΝΤΑΣΙΑ» (Δέσποινα – Βίκυ - ΄Ακης) Μια φορά, κάποιον Φλεβάρη, ο Τζώνης ταξίδευε με το αεροπλάνο του. Ταξίδευε κάθε μέρα μόνος του. ΄Ηταν ο μοναδικός επιβάτης . Μια μέρα, όπως πέταγε, σκέφτηκε ότι ήθελε να κάνει κι άλλα πράγματα, όπως να γίνει αστροναύτης, μανάβης, βιβλιοπώλης, τραγουδιστής, φούρναρης, ράφτης, … ΄Ηθελε ακόμα να πάει πίσω στον χρόνο και να γίνει πάλι μαθητής. Κατέβηκε από το αεροπλάνο του και ξαφνικά θέλησε να τα κάνει όλα πραγματικότητα. ΄Εγινε λοιπόν αυτά που ήθελε και όπως πήγαινε προς το σπίτι του, συνάντησε έναν γκιόνη και έγιναν φίλοι και έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.



«ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ Ο ΜΑΘΗΤΗΣ» (Μαρκέλλα – Γιώργος Στρ.)

Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας μαθητής που ονειρευόταν να γίνει αστροναύτης και ήθελε πολύ να ράψει μια στολή αστροναύτη. Μετά από λίγο πήγε στο δάσος για να σκεφτεί τι μπορεί να χρειάζεται ένας αστροναύτης. Στο δρόμο που πήγαινε, συνάντησε έναν γκιόνη που τον ρώτησε τι έκανε στο δάσος. Ο μαθητής του είπε ότι βρίσκεται στο δάσος για να σκεφτεί τι μπορεί να χρειάζεται ένας αστροναύτης μια και αυτό είναι το όνειρό του. Ο γκιόνης του είπε πως κι αυτός ονειρεύεται να γίνει τραγουδιστής και πως η μαμά του θα του πάρει ένα μικρόφωνο τον Φλεβάρη. Ο μαθητής ρώτησε τον γκιόνη πού μπορεί να ράψει μια στολή αστροναύτη. Ο γκιόνης είπε στον μαθητή: «Θα πας στον δημοφιλή Ράφτη, Ραφτούλη, Ραφτάκο και για να τον βρεις θα ρωτήσεις τον μανάβη που είναι απέναντι από το δάσος».


Επειδή όμως είχε πολλά αυτοκίνητα, δεν μπορούσε να περάσει μόνος του το δρόμο. Σκέφτηκε τότε να ζητήσει από τον γκιόνη να τον κουβαλήσει απέναντι, αλλά όταν του το είπε, ο γκιόνης του απάντησε: «Εγώ δεν δέχομαι επιβάτες». «Καλά, καλά, τότε θα πάω με το αυτοκίνητο της μαμάς μου». Μια και δυο, ο μαθητής πήγε στη μαμά του και της ζήτησε να τον πάει απέναντι κι εκείνη το έκανε. Τον άφησε στο μανάβη και έφυγε. Ο μαθητής ρώτησε το μανάβη για το ράφτη κι εκείνος τον έστειλε στο φούρναρη που ήταν εκεί κοντά, γιατί αυτός δεν ήξερε. Όταν έφτασε στον φούρναρη και τον ρώτησε για τον ράφτη, εκείνος τον έστειλε στον βιβλιοπώλη που ήταν παρακάτω και θα ήξερε σίγουρα. Πραγματικά ο βιβλιοπώλης ήξερε. Του είπε πως ο ράφτης ζούσε βαθιά μέσα στο δάσος. Του έδωσε ένα μαγικό βιβλίο γεμάτο σκόνες και του είπε πως είχε μέσα έναν χάρτη που θα τον βοηθήσει πολύ. Ο μαθητής το πήρε, τον ευχαρίστησε κε έφυγε.


Στο δρόμο που πήγαινε, άνοιξε το βιβλίο, βρήκε τον χάρτη που του φάνηκε τεράστιος και ακολουθώντας τη διαδρομή έφτασε στο σπίτι του ράφτη. Χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε ένας γέρος που του είπε ότι είναι ο Ράφτης Ραφτάκος Ραφτούλης. -Τι θέλεις εσύ εδώ; τον ρώτησε ο γέρος. -Θέλω να μου ράψεις μια στολή αστροναύτη, του απάντησε ο μαθητής. -΄Ελα μέσα και θα σου τη ράψω. Ο ράφτης έραψε τη στολή και μετά βοήθησε τον μαθητή να φτιάξει έναν πύραυλο. Επιτέλους ο μαθητής μπόρεσε να πάει στο διάστημα και να γίνει αστροναύτης και έτσι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.