Spatial justice and inequalities: a research about Athens nowadays

Page 1

1


2


Χωρική δικαιοσύνη και ανισότητες: μια διερεύνηση στην Αθήνα του σήμερα

Διάλεξη 9ου εξαμήνου Σπουδάστρια: Μαρίνα Γεωργάτη Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Κουτρολίκου Πέννυ

Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών 2015-2016 3


4


Περιεχόμενα σελ.

Κεφάλαιο Α _

Πρόλογος

7

Εισαγωγή

9

Ιστορική_ Θεωρητική αναδρομή 1. Δικαιοσύνη 2. Κοινωνική δικαιοσύνη 3. Δικαιώματα i. Εδραιωμένα δικαιώματα ii. Διεκδικούμενα δικαιώματα 4. Δικαίωμα στην πόλη 5. Κοινωνική δικαιοσύνη και πόλη 6. Χωρική δικαιοσύνη 7. Ερωτήματα προς σκέψη και δράση

Κεφάλαιο Β _

Κεφάλαιο Γ _

Κοινωνικο-χωρικός Διαχωρισμός

11 13 17 25 25 26 31 37 41 53

57

1. Κοινωνικο- χωρικός διαχωρισμός 2. Δείκτες μέτρησης i. Δείκτες μέτρησης διαχωρισμού ii. Δείκτες μέτρησης aποστέρησης και υπερπληθυσμού

59 63 63 64

Οι ανισότητες και ο διαχωρισμός στην περίπτωση της Αθήνας

71

71 1. Αναδρομή στην ανάπτυξη της Αθήνας 75 2. Χωροκοινωνικός διαχωρισμός 78 3. Κοινωνικές υπηρεσίες και οικονομική ευρωστία δήμων 78 i. Μεθοδολογία 80 ii. Διαδικασία επιλογής δείγματος ανάλυσης 84 iii. Ανάλυση οικονομικού προφίλ Δήμων 91 iv. Συνθήκες διαβίωσης και ζητήματα προσβασιμότητας 113 v. Συμπερασματικά 115 Επίλογος

123 Παραρτήματα 127 Βιβλιογραφία 5


6


Πρόλογος

Κίνητρα

Στόχος

Αφορμή για την έναρξη της ενασχόλησης μου με το συγκεκριμένο θέμα της κοινωνικής και χωρικής δικαιοσύνης, του δικαιώματος της πόλης και κατ’ επέκταση με τον κοινωνικο-χωρικό διαχωρισμό στέκεται η πρώτη μου ανάγνωση των κειμένων του Lefebvre σε σχέση με το δημόσιο χώρο κατά τη διεκπεραίωση εργασίας γύρω από τον Ελαιώνα. Η εργασία αυτή επικεντρώθηκε στις πολεοδομικές παρεμβάσεις αναβάθμισης και εκμετάλλευσης της πρώην βιομηχανικής περιοχής θέτοντας ερωτήματα για το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει και τις κατευθύνσεις που μπορεί να πάρει αυτό το αστικό κενό στην ανάπτυξη της πόλης. Έπειτα, ένα σύνολο προσωπικών εμπειριών και παρατηρήσεων θέτουν τις βάσεις διερεύνησης του τρόπου οργάνωσης της πόλης και της αστικής ανάπτυξης στο χρόνο, αναζητώντας τα κριτήρια για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης της αστικής επέκτασης και των ρυθμών με τους οποίους αυτή συντελείται. Τέλος, η αναγκαιότητα διερεύνησης των αρχών που διέπουν ή ‘πρέπει’ να διέπουν τις μελέτες πολεοδομικού σχεδιασμού αποτελεί το έναυσμα για τη βαθύτερη κατανόηση της σημασίας της χωρικής δικαιοσύνης σήμερα στο χώρο της πόλης της Αθήνας, καθώς μπορεί να εξελιχθεί σε μέσο εξάλειψης των κοινωνικών ανισοτήτων. Στόχος της εργασίας είναι η κατανόηση και η προβολή της σημασίας της χωρικής δικαιοσύνης, καθώς παρόλη τη συχνή επίκληση του όρου είναι εξαιρετικά δύσκολη προσέγγιση του και ακόμη πιο δύσκολη η εφαρμογή του στο χώρο στην πράξη. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός σε συνεργασία με τη συλλογική πρωτοβουλία αποτελούν μέσα διεκδίκησης της χωρικής δικαιοσύνης στη διαδικασία διαμόρφωσης της πόλης όταν υπάρχει αντίστοιχα η απαραίτητη πολιτική κατεύθυνση. Αφομοιώνοντας, λοιπόν, τη σημασία της απόδοσης της δικαιοσύνης στο χώρο και εντοπίζοντας τα κατάλληλα εργαλεία, ο μελετητής πολεοδόμος ή χωροτάκτης αποκτά νέους ρόλους, διαφορετικούς από όσους γνωρίζουμε μέχρι τώρα, ενώ η κοινωνία των πολιτών αναμοχλεύει αναζητώντας τρόπους και τόπους διεκδίκησής της, με όραμα την ουτοπία της ιδανικής πόλης. 7


Πρόλογος

Η έναρξη της εκπόνησης της εργασίας πραγματοποιείται μελετώντας κείμενα και θεωρίες σχετικά με τη χωρική δικαιοσύνη και το συσχετισμό της με την κοινωνική δικαιοσύνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την εξέλιξη των θεωριών στο χρόνο και τις διαφορετικές περιοχές ανά τον κόσμο, με στόχο τον προσδιορισμό των εκφάνσεων των χωρικών ανισοτήτων γενικά και πιο ειδικά στην περίπτωση της πόλης της Αθήνας. Οι χωρικές ανισότητες στην περίπτωση της μελέτης αυτής διερευνώνται σε κλίμακα κοινωνικο- χωρικού διαχωρισμού των δήμων της περιφερειακής ενότητας του κεντρικού, βόρειου, νότιου, ανατολικού και δυτικού τομέα Αθηνών λόγω των διαφοροποιήσεων σε επίπεδο παροχής υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης και συνθηκών διαβίωσης, όπου αναζητείται ο συσχετισμός τους με το οικονομικό επίπεδο και τις εισοδηματικές ικανότητες της πλειοψηφίας του πληθυσμού των επιλεγμένων δήμων.

8


Εισαγωγή

Θέμα

Τα τελευταία χρόνια η έννοια της χωρικής δικαιοσύνης επανέρχεται στο προσκήνιοι του κοινωνικού προβληματισμού όλο και περισσότερο. Μια διάσκεψη οργανωμένη από το Πανεπιστήμιο Paris-Ouest Nanterre, της Γαλλίας, με βασικό της θέμα τις χωρικές ανισότητες, το βιβλίο του Edward Soja, 2010, με τίτλο Ψάχνοντας τη Χωρική Ισότητα (Seeking Spatial Justice) και η συζήτηση γύρω από το θέμα της δίκαιης πόλης από τη Susan Fainstein και το Peter Marcuse είναι κάποια από τα πιο σημαντικά γεγονότα όπου εντοπίζεται το αυξανόμενο ενδιαφέρον πάνω στις κοινωνικές ανισότητες όπως αυτές αποδίδονται στο χώρο. Η χωρική δικαιοσύνη συνδυάζει την κοινωνική δικαιοσύνη με το χώρο. Σύμφωνα με το Henri Lefebvre, ο τρόπος οργάνωσης του χώρου είναι σημαντικός παράγοντας για τις ανθρώπινες κοινωνίες, αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές πραγματικότητες και (αν) ισότητες, ενώ επηρεάζει τις κοινωνικές σχέσεις.

Δομή και μεθοδολογία

Το πρώτο μέλημα στην εκπόνηση της εργασίας είναι η κατανόηση του πολυδιάστατου ζητήματος της δικαιοσύνης και της σχέσης της με το χώρο, η αναζήτηση του ‘αποτυπώματός’ της δικαιοσύνης θα λέγαμε στο χώρο. Η αναζήτηση αυτή στηρίζεται στη βιβλιογραφική διερεύνηση των κυριότερων εκφραστών πάνω στο θέμα της δικαιοσύνης γενικά, της κοινωνικής και της χωρικής, των δικαιωμάτων γενικά και του δικαιώματος στην πόλη ειδικά. Το πρώτο τμήμα της εργασίας είναι επικεντρωμένο καθαρά σε αυτή τη βιβλιογραφική μελέτη με άξονα την πορεία των εννοιών στο χρόνο και την ιστορική εξέλιξη των όρων. Έτσι ξεκινώντας από τις αρχαίες προσεγγίσεις γύρω από τη δικαιοσύνη, οδηγούμαστε στη διεκδίκηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της προάσπισης των νέων ανθρωπίνων δικαιωμάτων εισάγοντας σταδιακά τις διαστάσεις του χώρου στη διαδικασία έκφρασης και ορισμού αυτών των εννοιών, φτάνοντας σήμερα να μιλάμε περισσότερο για χωρική δικαιοσύνη και για κοινωνικο-χωρικό διαχωρισμό. 9


Εισαγωγή

Στη συνέχεια κρίθηκε απαραίτητος ο προσδιορισμός της θεωρητικής αυτής αναζήτησης σε συγκεκριμένο χωρικό και χρονικό πλαίσιο, στην πόλη της Αθήνας του σήμερα δηλαδή. Πάλι όμως, πρόκειται για μια περιοχή μελέτης αρκετά διευρυμένη και για το λόγο αυτό επιλέγονται συγκεκριμένες δημοτικές ενότητες προς περαιτέρω ανάλυση, ενώ η χρονική αυτή περίοδος αποτελεί σημείο σταθμό στην εξέλιξη της πόλης, καθώς μιλάμε για την περίοδο της κρίσης όχι μόνο του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά και των αξιών και των ιδεών. Η πολύπλευρη μεταλλαγή του κοινωνικού συνόλου λόγω των πολιτικών και οικονομικών ραγδαίων εξελίξεων φαίνεται να επηρεάζει τις κοινωνικές δομές και συνεπώς τη χωρική τους έκφραση και υπόσταση, καθιστώντας εμφανή την απόρροια των οικονομικών ανισοτήτων τόσο σε επίπεδο κοινωνικής συνοχής όσο και χωρικής ανάγνωσης. Με βάση αυτή την υπόθεση, λοιπόν, η μελέτη επικεντρώνεται στο διαχωρισμό των δημοτικών ενοτήτων με βάση την οικονομική τους ευρωστία και τις επιπτώσεις αυτού του διαχωρισμού σε επίπεδο παροχής υπηρεσιών και συνθηκών διαβίωσης. Έτσι, πραγματοποιείται ποσοτικός έλεγχος των δομών παροχής υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης στους επιλεγμένους δήμους και των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων των αντίστοιχων δήμων με βάση τα στοιχεία της Απογραφής Πληθυσμού και Κτιρίων του 2011 από την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Οι παρατηρήσεις των στατιστικών αυτών στοιχείων είναι πολλές και διαφορετικές, χωρίς να είναι δυνατός ο προσδιορισμός μιας ξεκάθαρης θέσης. Ωστόσο, διαφαίνεται η τάση καθορισμού της ποσότητας των κοινωνικών υπηρεσιών και της ποιότητας των συνθηκών διαβίωσης ανάλογα με τα επαγγελματικά και κατά συνέπεια με τα εισοδηματικά κριτήρια της πλειοψηφίας των μόνιμων κατοίκων των επιλεγμένων προς ανάλυση δήμων.

10


Κεφάλαιο Α Ιστορική- Θεωρητική Αναδρομή

11


12


Α

1

Δικαιοσύνη

«Η δικαιοσύνη είναι μια οργανική, ρυθμιστική, αυστηρή, βασική αρχή των κοινωνιών» (Merrifield & Swyngedouw, 1996)

Στην Ευρώπη της σημερινής κρίσης, οι ανισότητες διευρύνονται και τα φαινόμενα αδικίας γίνονται ολοένα πιο εμφανή αλλά και πιο συχνά, καθιστώντας το αίτημα για νέες κοινωνικές σχέσεις βασισμένες στη θεμελιώδη αξία της δικαιοσύνης πιο επιτακτικό από ποτέ. Το φαινόμενη της διόγκωσης των ανισοτήτων όχι μόνο σε οικονομικό, αλλά και κοινωνικό επίπεδο αποτελεί αντικείμενο μελέτης και ανάλυσης του OECD, του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Η αναζήτηση της δικαιοσύνης και η προσπάθεια ερμηνείας της αποτελεί κληροδότημα του ανθρώπου, με ιδιαίτερη μνεία στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια διαδικασία εξελισσόμενη ανά τους αιώνες που συνεχώς προάγεται αλλά ταυτόχρονα πλήττεται ισχυρά από τη μανία της κυριαρχίας του κέρδους και την εγωκεντρικότητα του ατόμου, στοιχεία χαρακτηριστικά του σύγχρονου ανθρώπου. Η δικαιοσύνη εξαρχής ορίζεται ως ένα αγαθό που δε στοχεύει στην ευδαιμονία όποιου την ασκεί, αλλά στον άλλον άνθρωπο. Κατά συνέπεια είναι η κρατίστη (Αριστοτέλης) των αρετών (Μεγαρεύς) γιατί δεν ασκείται για ίδιον όφελος, αλλά προς χάριν τρίτου. Για το λόγο αυτό όσο αυξάνεται το ίδιον ενδιαφέρον, τόσο αλλοτριώνεται η έννοια της δικαιοσύνης και η ουσία του κοινωνικού συμβολαίου για ομαλή συνύπαρξη, καθιστώντας εύφορο το έδαφος για την εδραίωση των ανισοτήτων και την ανάδειξη ατομικιστικών και απολυταρχικών πολιτικών. Tρία ‘είδη’ δικαιοσύνης

Ιστορικά, για την εξέλιξη και τη διατύπωση των ιδεών γύρω από τη δικαιοσύνη, πρώτα- πρώτα αξίζει να αναφερθεί ο Αριστοτέλης, που διακρίνει τρία ‘είδη δικαιοσύνης’: τη διανεμητική, τη διορθωτική και της αμοιβαιότητας. Αρχικά, η διανεμητική δικαιοσύνη απονέμεται με βάση την αξία του ανθρώπου. Η αξία του ανθρώπου, όμως, είναι σχετική κάθε φορά και εξαρτάται από τα ιδανικά της εποχής και της πολιτικής σκέψης. Για τους δημοκρατικούς, για παράδειγμα, αξία αποτελεί η ελευθερία, για τους ολιγαρχικούς ο πλούτος ή η καταγωγή και για τους αριστοκρατικούς η αρετή. Το διανεμητικό δίκαιο δεν περιορίζεται στην αναγνώριση των δικαιωμάτων τους ενός ή του άλλου, όπως κάνει η ιδιωτική ηθική και η καντιανή δικαιοσύνη, αλλά συνιστά εφαρμογή, πραγματοποιήσιμη της δικαιοσύνης. Προϋποθέτει, επομένως, την ύπαρξη δημοσίων αρχών που διακατέχονται από την ιδέα της δικαιοσύνης και τη θέληση να την εφαρμόσουν σε κάθε περίπτωση. 13


Κεφάλαιο Α

Έπειτα, η διορθωτική δικαιοσύνη απονέμεται με βάση την αρχή ότι όλα τα άτομα είναι ίσα μεταξύ τους. Η άνιση μεταχείριση, όμως, των ίσων είναι εξίσου άδικη με την ίση μεταχείριση των άνισων. Τέλος, ο Αριστοτέλης διακηρύσσει την αμοιβαιότητα ως το τρίτο είδος δικαιοσύνης που βασίζεται στην ελεύθερη βούληση των μελών της κοινωνίας και γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντική συντελώντας στην ενότητά της. Από την άλλη πλευρά βρίσκεται ο Πλάτωνας, δάσκαλος του Αριστοτέλη. Πυρήνας της πολιτικής σκέψης του για την ιδέα της δικαιοσύνης είναι ότι ο καθένας πράττει αυτό για το οποίο είναι πλασμένος και καταλλήλως εκπαιδευμένος. Αν όλοι θέλουν να έχουν λόγο και να αποφασίζουν για όλα, τότε γι’ αυτόν επικρατεί το χάος. Γενικά, η έννοια του δίκαιου κατέχει εξέχουσα θέση στο πλατωνικό έργο και ειδικότερα στη σύνθεση της Πολιτείας, όπου οι συνομιλητές διερωτώνται γύρω από το θέμα της δικαιοσύνης και προκειμένου να καταλάβουν τι είναι δικαιοσύνη και αν είναι προτιμότερη από την αδικία αποφασίζουν, ύστερα από πρόταση του Σωκράτη, να διερευνήσουν το πρόβλημα στο ευρύτερο πλαίσιο μιας πόληςκράτους. Η ιδεώδης Πολιτεία λοιπόν, κατά τον Πλάτωνα ενσαρκώνει τέσσερις αρετές: τη σοφία, την ανδρεία, τη σωφροσύνη και τη δικαιοσύνη. Η Πολιτεία, έτσι, είναι δίκαιη επειδή κάθε στοιχείο λειτουργεί χωρίς να παρακωλύει τη λειτουργία των άλλων, καθώς ο καθένας πράττει το έργο του και δεν πολυπραγμωνεί. (http://gosuccess.eu/2012/01/o-platonas-ke-i-ennia-tis-dikeosinis/)

Δίκαιο και πόλη

Εκτός όμως από το μεγάλο ενδιαφέρον των αρχαίων Ελλήνων για την ιδέα της δικαιοσύνης, το θέμα αυτό είναι ιδιαίτερα προσφιλές και την εποχή του Διαφωτισμού. Η έννοια του κοινωνικού συμβολαίου απασχολεί πολύ τους στοχαστές και τους φιλοσόφους του 17ου αιώνα συνιστώντας τον κορμό της πολιτικής επιχειρηματολογίας του John Locke και του Thomas Hobbes και της πολιτικής σκέψης της νεωτερικότητας του Jean-Jacques Rousseau. Για το Rousseau, συγκεκριμένα το κοινωνικό συμβόλαιο είναι «η συμφωνία που συνάπτουν μεταξύ τους ίσα και ελεύθερα άτομα που με πλήρη επίγνωση των πράξεών τους και απόλυτη ειλικρίνεια δημιουργούν θεσμούς διακυβέρνησης και νομοθεσίας που θα ρυθμίζουν τη συμβίωσή τους σε μια πολιτική κοινωνία δικαίου και ελευθερίας. Η σύναψη του γνήσιου κοινωνικού συμβολαίου συνιστά ένα εγχείρημα τόσο θεμελιώδους σπουδαιότητας που συνεπάγεται μια ριζική μεταμόρφωση όσων συμμετέχουν σε αυτήν. Τα εγωιστικά και αρπακτικά άτομα του ‘κτητικού ατομικισμού’ μεταμορφώνονται σε πολίτες μιας συμμετοχικής δημοκρατίας, όπου κίνητρο των πράξεών τους είναι η προσήλωση στο κοινό καλό και στο δημόσιο συμφέρον» (Κιτρομηλίδης, 2012), αρχές που όπως είδαμε διέπουν και τις αρχαίες ρητορικές. Έτσι φαίνεται ότι το αίσθημα της ελευθερίας είναι απόλυτα συνυφασμένο με τη δύναμη της δικαιοσύνης, καθώς το άτομο ηθικά δεσμεύεται να υπακούει το νόμο που έχει θεσπίσει με ενεργή συμμετοχή, καταπολεμώντας τα φυσικά ένστικτα της πλεονεξίας, του εγωισμού και της επιθετικότητας. Η γενική βούληση των πολιτών που εκφράζεται μέσα από τους θεμελιώδεις νόμους της Πολιτείας διαμορφώνει

Κοινωνικό Συμβόλαιο

14


Δικαιοσύνη

το κοινωνικό συμβόλαιο για την ομαλή λειτουργία της νέας Πολιτείας του δικαίου και της ελευθερίας. Justice as Fairness

Προχωρώντας στη σύγχρονη εποχή, ο John Rawls (1921-2002) διερεύνησε διεξοδικά την έννοια της δικαιοσύνης και εξέφρασε συγκεκριμένες απόψεις πάνω στην ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης θέτοντας την όμως σε ένα αυστηρό θεωρητικό πλαίσιο και συνδυάζοντας την σαφώς με την αρχή της ελευθερίας. Έθεσε την έννοια της κοινωνικής ή διανεμητικής δικαιοσύνης σε ένα πλαίσιο αυστηρών περιορισμών προκειμένου να καταστήσει δυνατή την κοινωνικά δίκαιη κατανομή των αγαθών στην κοινωνία. Η θεωρία που προκύπτει είναι γνωστή ως «Justice as Fairness», αλλά περισσότερο η θεωρία αυτή θα αναλυθεί αργότερα στο κεφάλαιο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Από τη θεωρία του αυτή, ο Rawls αντλεί τις δύο αρχές της δικαιοσύνης: την αρχή της ελευθερίας και την αρχή της διαφοράς. Οι περιορισμοί που έθεσε εξαρχής ο Rawls είναι καθοριστικής σημασίας για την ταυτόχρονη ανάδειξη της κοινωνικής δικαιοσύνης και του κοινωνικού κράτους σε συνδυασμό με την έννοια της ελευθερίας. Επίσης, ο πολιτικός αυτός φιλόσοφος οραματίζεται την ιδανικά δίκαιη κοινωνία όπου ισχύει η επονομαζόμενη από τον ίδιο «αρχή της διαφοράς». Όπως επεξηγεί ο Δημητράκος σε άρθρο του ερμηνεύοντας τη θεωρία του Rawls, μέσα σε συνθήκες ελευθερίας, πρώτον, «οι καταναλωτές γινόμενοι οριακά πλουσιότεροι θα καταστήσουν ακόμη πλουσιότερους οσουσδήποτε τους παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες της επιλογής τους», ενώ, δεύτερον, η αρχή της διαφοράς είναι «η ανάγκη ανοχής της αύξησης στην εισοδηματική ανισότητα αν το γενικότερο επίπεδο των εισοδημάτων ανέβει και αν δεν πρόκειται να γίνει ούτε κατά μία μονάδα φτωχότερο ακόμη και το πιο φτωχό μέλος του κοινωνικού συνόλου». (Δημητράκος, 2003) Σύμφωνα με το John Rawls (1971), λοιπόν, «μία δίκαιη κοινωνία είναι αυτή που αναγνωρίζει την εγγενή ισότητα του κάθε ατόμου, εξασφαλίζοντας τα βασικά δικαιώματα και τις ίσες ευκαιρίες για το κάθε άτομο (αρχή της ισότηταςprinciple of equality), ενώ μεγιστοποιεί τα οφέλη των λιγότερο πλεονεκτημένων ατόμων της κοινωνίας (η αρχή της διαφοράς- the principle of difference, η οποία νομιμοποιεί ορισμένες ανισότητες)». (Rawls J. , 1971) Με το σκεπτικό του, λοιπόν, η δίκαιη κοινωνία στηρίζεται σε ένα κοινωνικό συμβόλαιο με στόχο τη μείωση της κοινωνικής διαφοροποίησης μέσω της πιο αποτελεσματικής ανακατανομής του πρωτογενούς εμπορεύματος. Πολλές κριτικές έχουν ασκηθεί πάνω στον τρόπο αυτό σκέψης και τη θεωρία του Rawls, με ισχυρότερη ίσως αυτή της Marion Iris Young στο Justice and the Politics of Difference (1990) (Young I. , 1990), σε δύο πολύ βασικά σημεία. Πρώτον, διακρίνει στοιχεία ατομικισμού και σύμφωνα με αυτή, σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος, τα άτομα αναπόφευκτα ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες που χαρακτηρίζονται συγγενείς. Έπειτα, αμφισβητεί τον καθαρά 15


Κεφάλαιο Α

διανεμητικό χαρακτήρα της δικαιοσύνης, και καταδεικνύει ότι η αδικία μέσα σε μια κοινωνία μπορεί να πάρει πέντε «μορφές καταπίεσης»: την εκμετάλλευση, την περιθωριοποίηση, την αδυναμία, τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό, και τη βία, όπως θα δούμε και παρακάτω. Έτσι, ενώ για τον John Rawls σε μια δίκαιη κοινωνία οι κοινωνικές διαιρέσεις πρέπει να αλληλοεξουδετερώνονται, για τη Marion Young, η κοινωνία θα πρέπει να εγγυάται το σεβασμό της διαφορετικότητας των ατόμων και την εξασφάλιση της εκπροσώπησής τους. (Lehman-Frisch, 2011, σσ. 71-72) Σε μεγάλη απόκλιση από τους παραπάνω, κυρίως με τον Rawls και το Rousseau, βρίσκεται ο Amarrya Sen, προσδίδοντας ένα νέο νόημα στο ερώτημα του τι είναι κοινωνικά δίκαιο. Ο ινδός θεωρητικός υποστηρίζει ότι οι διαφορετικές συμπεριφορές και ο καθημερινός τρόπος ζωής είναι οι καλύτερες επιλογές για την εξάλειψη των ανισοτήτων, απορρίπτοντας τη σύνδεση της ιδέας της δικαιοσύνης με τις οικονομικές ανισότητες και την αναδιανομή των υλικών αγαθών. Ασκώντας δριμύ κριτική στο Rawls και τη Θεωρία της Δικαιοσύνης για τις μεθοδολογικές αδυναμίες της, εστιάζει την προσοχή του στις πραγματικές ικανότητες που μπορεί να αναπτύξει το άτομο και τις πραγματικές ευκαιρίες που είναι διαθέσιμες σε κάθε πρόσωπο «για τη δικαιότερη μεταχείριση των μειονεκτουσών ατόμων, την παροχή υπηρεσιών υγείας και παιδείας και την προσμέτρηση ατομικών διαφορών κατά τη λειτουργία της δημοκρατίας». (Σωτηρόπουλος, 2015) Για το Sen, τα ‘πρωταρχικά αγαθά’ του Rawls και η διανομή τους είναι απλά τα μέσα για την επίτευξη των στόχων του ανθρώπινου βίου ενώ η ανάπτυξη των πραγματικών δυνατοτήτων του ανθρώπου αποτελεί τον τρόπο για την επιλογή μιας πιο δίκαιης νέας πολιτικής. Συνολικά, λοιπόν, παρουσιάζονται πολλές απόψεις πάνω στο ζήτημα της δικαιοσύνης. Είναι ένα θέμα που ταλανίζει την ανθρωπότητα για αιώνες και συνδέεται στενά με τα κυρίαρχα ιδανικά της κάθε εποχής, τα πιστεύω και τις παραδόσεις των περιοχών στις οποίες αναπτύσσονται οι θεωρίες αλλά και τις επικρατούσες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες σε παγκόσμιο αλλά και τοπικό επίπεδο. Από την αναγνώριση της σπουδαιότητας της αρετής της δικαιοσύνης για την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας και τη συμβίωση των ατόμων βάσει λογικών κανόνων που ορίζουν τις ελευθερίες και τις υποχρεώσεις του ατόμου της αρχαιότητας και της εποχής του Διαφωτισμού, περνάμε στην πιο ορθολογιστική θεωρία της αναδιανομής των πόρων, αλλά πάντα η δικαιοσύνη συσχετίζεται με την αξία της ενεργούς συμμετοχής του ατόμου στα κοινά, της έκφρασης της κοινής βούλησης και της ανάπτυξης την ατομικών ικανοτήτων.

16


Α

2

Κοινωνική Δικαιοσύνη Τελευταία, πέραν από το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την έννοια της δικαιοσύνης σε ένα ευρύ πλαίσιο γίνεται γνωστό όλο και περισσότερο ένα νέο ‘είδος’ δικαιοσύνης που σχετίζεται άμεσα με την αστική ανάπτυξη και τις κοινωνικές ανισότητες. Η κοινωνική δικαιοσύνη προωθεί το μοντέλο μιας δικαιότερης κοινωνίας, αμφισβητώντας την αδικία και αναδεικνύοντας το σεβασμό στη διαφορετικότητα. Εντοπίζεται ένας ενδιαφέρον ορισμός όπου περιγράφεται ως «η δικαιοσύνη όσον αφορά την κατανομή του πλούτου, τις ευκαιρίες και τα προνόμια σε μια κοινωνία». (Stevenson & Lindberg, 2010) Σε συνθήκες κοινωνικής δικαιοσύνης δεν εντοπίζονται διακρίσεις, δεν διακυβεύεται η ευημερία των ανθρώπων, δεν υπάρχει περιορισμός ούτε προκατάληψη με βάση το φύλο, τη σεξουαλικότητα, τη θρησκεία, τις πολιτικές πεποιθήσεις, την ηλικία, την εθνότητα, την αναπηρία, την κοινωνική τάξη, τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, ή άλλο χαρακτηριστικό ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων. (Robinson, 2015) Η κοινωνική δικαιοσύνη γενικά συσχετίζεται άμεσα με τις έννοιες της ισότητας και των ίσων ευκαιριών στην κοινωνία. Παρόλο που η ισότητα είναι αδιάσπαστο τμήμα της κοινωνική δικαιοσύνης, δεν ισχύει το αντίστροφο. Η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι αρκετά ευρύτερη. Επιπλέον, οι έννοιες των ‘ίσων ευκαιριών’ ή των ‘ατομικών υποχρεώσεων’ έχουν χρησιμοποιηθεί για να μειώσουν την προοπτικές επίτευξης της κοινωνικής δικαιοσύνης δικαιολογώντας τεράστιες αδικίες στις μοντέρνες κοινωνίες. (Berry, 2005; Robinson, 2015) Η κοινωνική δικαιοσύνη όμως, τελικά, είναι όλα αυτά γύρω από τη δημιουργία εργαλείων για την επίτευξη των αξιών της ισότητας και της αλληλεγγύης, που κατανοούν και εκτιμούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και αναγνωρίζουν την αξιοπρέπεια σε κάθε ανθρώπινη οντότητα. Οι πιο πρόσφατες θεωρίες σχετικά με τον όρο αυτό επικεντρώνονται στην πολύπλοκη φύση της βαθύτερης σημασίας, αλλά οι πιο συγκεκριμένα σκέψεις σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη εκφράζονται από το John Rawls (2003) στο Justice as Fairness και του David Miller (2003) στο Principles of Social Justice. Στην κατεύθυνση της αναδιανομής

Για το Rawls, η κοινωνική δικαιοσύνη είναι τα πάντα γύρω από την εξασφάλιση της προστασίας της ίσης προσβασιμότητας στις ελευθερίες, στα δικαιώματα, στις ευκαιρίες, όπως επίσης τη φροντίδα των λιγότερο πλεονεκτημένων ατόμων της κοινωνίας. Έτσι, το αν κάτι είναι δίκαιο ή όχι εξαρτάται από το αν προωθεί ή παρεμποδίζει την πρόσβαση των πολιτικών ελευθεριών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των ευκαιριών για μια υγιή και ικανοποιητική ζωή επ’ ίσοις όροις, 17


Κεφάλαιο Α

καθώς και το κατά πόσον διαθέτει ένα δίκαιο μερίδιο από τα οφέλη για τους λιγότερο ευνοημένους της κοινωνίας. Ο Rawls αναπτύσσει το δικό του σκεπτικό γύρω από την ιδέα του ‘κοινωνικού συμβολαίου’, όταν δηλαδή οι άνθρωποι ελεύθερα αποφασίζουν να ακολουθήσουν συγκεκριμένες αρχές για τη συνολική βελτίωση όλων, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις αυτών των κανόνων προς όφελος του ιδίου κέρδους. Αυτές οι αρχές «καθορίζουν τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπουν οι κύριοι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί, ρυθμίζουν την κατανομή των οφελών που προκύπτουν από την κοινωνική συνεργασία και κατανείμουν τα βάρη» (Rawls, 2003, σ. 7) (Robinson, What is Social Justice?). Ο ίδιος θεωρεί απαραίτητες αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης τις ίσες ελευθερίες, τις ίσες ευκαιρίες και την αρχή της διαφορετικότητας. Συνοπτικά, οι δύο αρχές της δικαιοσύνης του Rawls παρουσιάζονται ως εξής: 1. «Πρώτον, κάθε άτομο έχει ίσο δικαίωμα στην πιο εκτεταμένη βασική ελευθερία που είναι συμβατή με την παρόμοια ελευθερία για τους άλλους» (ελευθερία- πολιτική ελευθερία- ελευθερία λόγου, συνείδησης, προσωπικής ιδιοκτησίας) (Rawls J. , 1971, σ. 53) 2. «Κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες πρέπει να διευθετούνται έτσι ώστε: α) να είναι υπέρ του μεγαλύτερου κέρδους προς τα λιγότερο πλεονεκτημένα άτομα της κοινωνίας, σε συνδυασμό με τη δίκαιη αρχή της αποταμίευσης (αρχή της διαφοράς), β) υπηρεσίες και θέσεις εργασίας πρέπει να διανοίγονται σε όλους κάτω από όρους δίκαιης ισοτιμίας ευκαιριών» (Rawls J. , 1971, σ. 302) Ο Rawls χρησιμοποιώντας το μοντέλο της ορθολογιστικής επιλογής συμπεραίνει ότι τα άτομα θα επέλεγαν ένα σύστημα ισότιμων ευκαιριών, το οποίο εμπεριέχει «ένα πλαίσιο πολιτικών και νομικών θεσμών που ρυθμίζουν τη μακροπρόθεσμη τάση των οικονομικών δυνάμεων, έτσι ώστε να αποφεύγεται η υπερβολική συγκέντρωση της ιδιοκτησίας και του πλούτου, ειδικά εκείνων που ενδέχεται να οδηγήθούν σε πολιτική κυριαρχία». (Rawls J. 2001, σ. 44) (Fainstein S. , 2009) Έτσι, λοιπόν, αν η βασική ιδέα του Rawls εφαρμοστεί στην πόλη, τότε στόχος της δημόσιας πολιτικής είναι η δίκαιη κατανομή των πλεονεκτημάτων και ο μετριασμός των μειονεκτημάτων, όπως αναφέρει και Fainstein. Η ιδέα του, τελικά, μπορεί να συγκεντρωθεί στη λογική, αυτονόητη για κάποιους, ανήκουστη σε άλλους, φράση του: «Αποτρέψτε τον υπέρμετρο συγκεντρωτισμό πλούτου και ιδιοκτησίας» Οι αρχές του μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αξιολόγηση οποιασδήποτε κυβερνητικής πολιτικής ή κοινωνικής κατάστασης για να διαπιστωθεί εάν είναι συνεπής ή όχι με τη θεωρία του για την κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι αρκετά δύσκολη, βέβαια, η κατανόηση της έννοιας της κοινωνικής δικαιοσύνης, αν παραβλεφθούν οι περιορισμοί και οι απαραίτητες συνθήκες του Rawls. Πολλές 18


Κοινωνική δικαιοσύνη

φορές ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της ισότητας ή άλλες σαν ο όρος ‘κοινωνική’ να αποδίδεται σε κάποιο ιδιαίτερο όντως ‘είδος’ της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην αναφορά του όρου και τον προσδιορισμό του με βάση τις αρχές, όπως αυτές έχουν εξαρχής διαμορφωθεί, χωρίς να υπάρχει σύγχυση με τη γενικότερη έννοια της δικαιοσύνης αλλά ούτε και με σχέση της με την ισότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο ρόλος του ατόμου και η δικαιοσύνη

Για το Miller, από την άλλη πλευρά, η κοινωνική δικαιοσύνη σχετίζεται με τις αρχές της δικαιοσύνης που όντως οι άνθρωποι ακολουθούν. Στόχος του είναι να δημιουργήσει μια θεωρία από δημόσιες δημοσκοπήσεις και μελέτες της δημόσιας γνώμης για τα διάφορα στοιχεία της δικαιοσύνης. Για αυτόν, η κοινωνική δικαιοσύνη σχετίζεται με την κατανομή των καλών (πλεονεκτημάτων- κερδών) και των κακών (μειονεκτημάτων- ζημιών) στην κοινωνία και πιο συγκεκριμένα με το πως αυτά πρέπει να κατανέμονται μέσα στην κοινωνία. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι σχετίζεται με τους τρόπους που οι πόροι διανέμονται στους ανθρώπους από τους κοινωνικούς θεσμούς. (Robinson, 2015) Η θεωρία του εφαρμόζεται και στα δημόσια αγαθά και στα ιδιωτικά προϊόντα, και ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε κάποια από τα ‘πλεονεκτήματα’ και κάποια από τα ‘μειονεκτήματα’. Στην πρώτη κατηγορία συγκαταλέγονται τα χρήματα, η ιδιοκτησία, η εργασία, η κατοικία, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η ασφάλιση και οι μεταφορές, ενώ στη δεύτερη οι στρατιωτικές υπηρεσίες και οι επικίνδυνες εργασίες. Έτσι λοιπόν, το αν κάτι είναι δίκαιο εξαρτάται στην περίπτωση αυτή από το αν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κατανέμονται κατάλληλα στην κοινωνία. Ο ίδιος επεξηγεί «καταδεικνύουμε μια πολιτική ή κάποια κατάσταση ως κοινωνικά άδικη, υποστηρίζοντας ότι ένα άτομο, ή συνηθέστερα μία κατηγορία ατόμων, έχει λιγότερα πλεονεκτήματα από ότι το εν λόγω πρόσωπο ή ομάδα προσώπων θα έπρεπε να απολαμβάνει (ή φέρει περισσότερα βάρη από ότι θα έπρεπε), δεδομένου πως τα άλλα μέλη της κοινωνίας είναι δίκαια» (Miller, 2003, σ. 1). Μάλιστα, εστιάζει στη σημασία της ανιδιοτελούς κατανομής των στοιχείων αυτών, ανεξάρτητα από το πώς μας ωφελούν προσωπικά. Από την πλευρά του και ο Miller διακρίνει τρία στοιχεία της κοινωνικής δικαιοσύνης: την ανάγκη, την ανταμοιβή και την ισότητα, και όλα αναφέρονται στο αποτέλεσμα. (Robinson, What is Social Justice?, 2015) «Η ανάγκη είναι ο ισχυρισμός ότι ένας υπολείπεται των απαραίτητων στοιχείων και υπόκειται ζημία ή τίθεται σε κίνδυνο να υποστεί βλάβη ή/ και ότι παρεμποδίζεται η ικανότητα κάποιου να λειτουργήσει.» (Miller, 2003, σ. 207, 210) «Η ανταμοιβή είναι ο ισχυρισμός ότι κάποιος έχει κερδίσει μια αμοιβή με βάση την απόδοσή του, ή ότι οι καλύτερες επιδόσεις πρέπει να προσελκύουν μεγαλύτερη αναγνώριση.» (Miller, 2003, σ. 134, 141) Τέλος, «η ισότητα αναφέρεται στο κοινωνικό ιδεώδες ότι η κοινωνία θεωρεί και αντιμετωπίζει τους πολίτες της ως ίσους, και ότι τα οφέλη, όπως ορισμένα δικαιώματα, πρέπει να κατανέμονται ισομερώς» (Miller, 2003, σ. 232) 19


Κεφάλαιο Α

Θεωρητικά όλα αυτά συγκεντρώνουν πλήθος κριτικών υποστηρικτικών και μη (θετικών και αρνητικών), εξαρτώμενων από το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσονται. Πιο πρακτικά και ίσως πιο συγκεκριμένα χωρικά αν δούμε όμως τα πράγματα, η κοινωνική δικαιοσύνη αποκλίνει στην ουσία της καθημερινότητας και κατανοείται με ποικίλους τρόπους από τα άτομα, τους θεσμούς και τις κυβερνούσες δυνάμεις. Μία μελέτη σύγκρισης του 2014 για τα δεδομένα στοιχεία περί της κοινωνικής δικαιοσύνης ανάμεσα στα 28 μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταδεικνύει αυτή ακριβώς τη διαπίστωση σε ένα ορισμένο οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο και σε ένα προκαθορισμένο χωρικό υπόβαθρο. Το συμπέρασμα συνοψίζεται στο γεγονός ότι η κοινωνική δικαιοσύνη γίνεται κατανοητή με πολύ διαφορετικό τρόπο ανάμεσα στα μέλη- κράτη. Εντοπίζεται πολύ μεγάλη ποικιλία στην ικανότητα των κρατών να δημιουργήσουν μια κοινωνία χωρίς αποκλεισμούς. Ενώ οι ευκαιρίες του ατόμου για ευρεία κοινωνική συμμετοχή είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες στις εύρωστες βορειοευρωπαϊκές χώρες, όπως η Σουηδία, η Φινλανδία, η Δανία και η Ολλανδία, πολλές άλλες χώρες παρουσιάζουν σημαντικές ελλείψεις στον τομέα αυτό. Οι κοινωνικές ανισότητες τα τελευταία χρόνια αυξάνονται συνεχώς, κυρίως σε χώρες πληγείσες από την κρίση, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Ιταλία, μαζί με την Ουγγαρία και την Ιρλανδία. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές μια κυρίαρχη αρνητική τάση είναι έκδηλη. Στην πλειοψηφία των χωρών της Ε.Ε. η εμβέλεια και το πεδίο εφαρμογής της κοινωνικής δικαιοσύνης έχει μειωθεί μέσα στα χρόνια της κρίσης. Μόνο 3 χώρες καταφέρνουν να βελτιώσουν τα ποσοστά τους σε σχέση με τα δεδομένα του 2008: η Πολωνία, η Γερμανία και το Λουξεμβούργο. (Schraad-Tischler & Kroll, 2014 , σ. 6). Οι συνεχόμενες, λοιπόν, πολιτικές λιτότητας την εποχή της κρίσης και οι δομικές αναπροσαρμογές για την οικονομική σταθεροποίηση επιδεινώνουν αυτά τα δεδομένα με αρνητικό αντίκτυπο στα θέματα της κοινωνικής δικαιοσύνης. (Schraad-Tischler & Kroll, 2014 ) Στόχος όμως της Ένωσης δεν πρέπει να είναι μόνο η αναζωογόνηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η δημοσιονομική εξυγίανση, αλλά και η καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Η μελέτη που πραγματοποιήθηκε για τα 28 μέλη- κράτη της Ε.Ε. χρησιμοποιεί 6 βασικά στοιχεία, συστατικά των στόχων της κοινωνικής δικαιοσύνης: (Schraad-Tischler & Kroll, 2014 ) 1. Την πρόληψη της φτώχιας 2. Την ισότιμη εκπαίδευση 3. Την ένταξη στην αγορά εργασίας 4. Την κοινωνική συνοχή και την εξάλειψη στις διακρίσεις 5. Την υγεία 6. Τη διαγενεακή δικαιοσύνη 20

Διαφορετικές ερμηνείες


Κοινωνική δικαιοσύνη

Η κοινωνική δικαιοσύνη είναι κύριο συστατικό στοιχείο της νομιμότητας στις περισσότερες δημοκρατικές κοινωνίες και της σταθερότητας πολλών κοινοτήτων ανάλογα με τις πολιτικές του πεποιθήσεις, αλλά η απόδοση ενός ορισμού της ή του καλύτερου τρόπου επίτευξής της αποτελεί εκτεταμένο θέμα συζήτησης σήμερα. Το θεωρητικό της υπόβαθρο δεν μπορεί να είναι απόλυτα ξεκάθαρο καθώς εξαρτάται από το πολιτισμικό, ηθικό και ιστορικό πλαίσιο της εποχής και της περιοχής αναφοράς. Συγκεντρωτικά όμως, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι στις μέρες μας η κοινωνική δικαιοσύνη στοχεύει στην καθιέρωση των ίσων ευκαιριών ζωής και της κοινής συναίνεσης που απαιτείται για τη βιώσιμη κοινωνική οικονομία της αγοράς. Με το σκεπτικό αυτό φαίνεται ότι η κοινωνική δικαιοσύνη στηρίζεται περισσότερο στη λογική της ένταξης και λιγότερο στην αντιστάθμιση των αποκλεισμών. Έναντι μιας ‘εξισωτικής’ διανεμητικής δικαιοσύνης ή απλά μίας τυπικής ισότητας των ευκαιριών ζωής σύμφωνα με την οποία οι κανόνες του παιχνιδιού και οι διαδικασίες εφαρμόζονται ισότιμα, η έννοια της δικαιοσύνης έχει ως αντικείμενο τη διασφάλιση ίσων ευκαιριών στην αυτοπραγμάτωση για το κάθε άτομο, μέσα από στοχευμένες κινήσεις για την ανάπτυξη των ατομικών ικανοτήτων. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια της προσωπικής ελευθερίας του καθενός, το κάθε άτομο εξουσιοδοτείται να επιδιώκει μια αυτό- προσδιορίζουσα πορεία ζωής και να συμμετέχει στα κοινά πιο πολύ. Συγκεκριμένα κοινωνικά πλαίσια, όπως η συμμετοχή σε κοινωνικές ομάδες ή δημογραφικές κατηγορίες δεν επηρεάζουν αρνητικά, αλλά μάλλον ενισχύουν τις ευκαιρίες επιτυχίας στη ζωή (Rawls, 1971: ‘equal opportunities’), σύμφωνα με τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης. Επίσης, οι κυβερνητικές αναδιανεμητικές πολιτικές λειτουργούν ως εργαλείο της κοινωνικής δικαιοσύνης και θεωρούνται υπό όρους ως επένδυση παρά ως αποζημίωση. Σύμφωνα με το θεωρητικό υπόβαθρο της οικονομικής και κοινωνικής συμμετοχής, η ανακατανομή των πόρων μέσα στην κοινωνία είναι ένα νόμιμο, αν όχι απαραίτητο, στοιχείο εξουσιοδότησης των πάντων να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες γύρω τους. Με αυτή την έννοια, η κοινωνική δικαιοσύνη γίνεται μια καθοδηγητική αρχή για μια συμμετοχική κοινωνία που ενεργοποιεί τα μέλη της. Η βιώσιμη κοινωνική οικονομία της αγοράς ικανή να συνδυάσει τις αρχές της αποδοτικότητας της αγοράς με αυτές της κοινωνικής δικαιοσύνης απαιτεί από το κράτος να αναλάβει δραστικές αποφάσεις και να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο, κατανοώντας την αναγκαιότητα της κοινωνικής ισότητας ως μέσω εξασφάλισης των ευκαιριών συμμετοχής. Το γεγονός αυτό ενισχύεται από την παραπάνω έρευνα και καθιστά ξεκάθαρο ότι το επίπεδο της κοινωνικής δικαιοσύνης σε μια χώρα είναι ανεξάρτητο από την οικονομική της κατάσταση. Η Τσεχική Δημοκρατία, η Σλοβενία και η Εσθονία αποτελούν τέτοια εξέχοντα δείγματα σχετικά υψηλού επιπέδου κοινωνικής δικαιοσύνης σε σύγκριση με τις μέτριες οικονομικές τους αποδόσεις. Αυτές οι χώρες, έτσι, εμφανίζονται πιο αποτελεσματικές στην κατανομή της οικονομικής τους ισχύος με δίκαιο τρόπο μέσα στην κοινωνία. Παρόλα αυτά δεν υπάρχει 21


Κεφάλαιο Α

Το κατά κεφαλήν εισόδημα ΑΕΠ και η κοινωνική δικαιοσύνη πηγή: Social Justice in the EU – A Cross-national Comparison Schraad-Tischler & Kroll, 2014

ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή στρατηγική που να συνδυάζει περιεκτικά και με συνέπεια τα δύο αυτά στοιχεία κλειδιά: την ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη. Σήμερα, όμως εκτός από τις αναδιανεμητικές πολιτικές εντοπίζεται και άλλη μία θέση για την κοινωνική δικαιοσύνη, αυτή των ‘πολιτικών της αναγνώρισης’. Οι αναδιανεμητικές πολιτικές επιδιώκουν μια πιο δίκαιη κατανομή των πόρων και των αγαθών, ενώ οι ‘πολιτικές της αναγνώρισης’ εστιάζουν στις πολιτισμικές ανισότητες. Όσον αφορά τις αναδιανεμητικές πολιτικές τα παραδείγματα είναι πολλά και ποικίλουν τόσο στην περίοδο όσο και στην περιοχή αναφοράς, καθώς οι αξιώσεις για την ισότιμη διανομή χρονολογούνται ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα. Οι πολιτικές αναγνώρισης, από την άλλη, αποτελούν θεωρίες που αναπτύσσονται περισσότερο τα τελευταία χρόνια και στοχεύουν σε έναν διαφορετικό κόσμο, πιο φιλικό, όπου η αφομοίωση στην πλειοψηφία ή στο κυρίαρχο πολιτισμικό πρότυπο δεν αποτελεί πλέον θυσία του ατόμου για την κατάκτηση της ισότητας και της ισότιμης αντιμετώπισης. Τα παραδείγματα σε αυτή την περίπτωση περιλαμβάνουν τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των διακριτικών προοπτικών των εθνοτικών και σεξουαλικών μειονοτήτων, καθώς και της διαφοράς μεταξύ των φύλων. Αυτό το είδος της απαίτησης προσελκύει πρόσφατα το αυξανόμενο ενδιαφέρον των πολιτικών φιλοσόφων που τείνει να τοποθετήσει ένα νέο πρότυπο της δικαιοσύνης που βάζει την αναγνώριση στο κέντρο του. (Fraser, 1996, σσ. 3-5). 22

Αναδιανομή και Αναγνώριση


Κοινωνική δικαιοσύνη

Υπάρχουν βασικές διαφορές ανάμεσα στις αναδιανεμητικές πολιτικές και τις πολιτικές της αναγνώρισης. Αρχικά, οι πολιτικές αναδιανομής επικεντρώνονται στην εξομάλυνση κυρίως των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων και εντοπίζονται στην οικονομική δομή της κοινωνίας. Παραδείγματα τέτοιων πολιτικών περιλαμβάνουν την καταπολέμηση της εκμετάλλευσης, της οικονομικής περιθωριοποίησης και της αποστέρησης μέσω κυρίως της οικονομικής αναδιάρθρωσης. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την ανακατανομή του εισοδήματος, την αναδιοργάνωση του καταμερισμού της εργασίας, τον εκδημοκρατισμό των διαδικασιών με τις οποίες οι επενδυτικές αποφάσεις λαμβάνονται, ή τη μετατροπή άλλων βασικών οικονομικών δομών. Αντίθετα, οι πολιτικές της αναγνώρισης στοχεύουν στην καταπολέμηση κυρίως πολιτισμικών ανισοτήτων και αντιμάχονται την πολιτιστική κυριαρχία, τη μη αναγνώριση και την ασέβεια, μέσω γενικών πολιτισμικών και συμβολικών αλλαγών. Αυτό μπορεί να σημαίνει τη θετική επαναξιολόγηση ταυτοτήτων και πολιτιστικών προϊόντων των ‘μειονεκτουσών’ ή δυσφημισμένων ομάδων, την αναγνώριση και τη θετική αξιοποίηση της πολιτιστικής πολυμορφίας ή πιο ριζικά το συνολικό μετασχηματισμό των κοινωνικών προτύπων της εκπροσώπησης, της ερμηνείας και της επικοινωνίας με τρόπους ικανούς για να αλλάξουν τις σκέψεις για την έννοια της ταυτότητας του καθενός. (Fraser, 1996, σσ. 6-10) Συνολικά, λοιπόν, το θέμα της κοινωνικής δικαιοσύνης συγκεντρώνει πλήθος χαρακτηριστικών και ορισμών που εξαρτώνται από το ευρύτερο πολιτισμικό και πολιτικό πλαίσιο της κοινωνίας και της οικονομίας, χωρίς να είναι απόλυτα δυνατός ο καθορισμός των ορίων της. Βασίζεται στην ισότητα των ατόμων, τον αλληλοσεβασμό και την αλληλοεκτίμηση, την κατοχύρωση και την προστασία των προσωπικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για όλους. Θεμέλιος λίθος της μπορεί να θεωρηθεί η δημοκρατική αρχή ότι «Όλοι γεννιόμαστε ίσοι και αξίζουμε ίση πρόσβαση στις ευκαιρίες». (Rocco, 2011), ενώ πρέπει να αναγνωριστεί μια προσπάθεια διεθνούς εμβέλειας για την ενίσχυση και τη διάδοση των αρχών και των αξιών της, μέσω ατομικών πρωτοβουλιών αλλά και οργανωμένων κρατικών παρεμβάσεων για την παγίωση της ισότητας των ευκαιριών ζωής και την εξάλειψη των κοινωνικών αδικιών.

23


24


Α

3

Δικαιώματα

«Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα. Είναι προικισμένοι με λογική και συνείδηση, και οφείλουν να συμπεριφέρονται μεταξύ τους με πνεύμα αδελφοσύνης.» _ Άρθρο 1 της Οικουμενικής Διακήρυξης (1948) για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του ΟΗΕ

i. Εδραιωμένα δικαιώματα

Ποια είναι, όμως, τα δικαιώματα για τα οποία γίνεται νύξη γύρω από το θέμα της κοινωνικής δικαιοσύνης και τι είναι γενικότερα το δικαίωμα; Πού αναφέρεται, πώς κατοχυρώνεται και πώς κατηγοριοποιούνται στην εξέλιξή τους και τον εμπλουτισμό τους; Τέτοια ζητήματα γύρω από την έννοια και τη σημασία της αναγνώρισης των δικαιωμάτων των ανθρώπων θα αναλυθούν παρακάτω. Αρχικά, τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι αξιώσεις που απορρέουν από το νόμο, που καθορίζουν συγκεκριμένα πρότυπα ανθρώπινης συμπεριφοράς και συνήθως προστατεύονται από το εθνικό και διεθνές δίκαιο. Θεωρούνται ως «κοινώς αντιλαμβανόμενα αναπαλλοτρίωτα θεμελιώδη δικαιώματα που κάθε άτομο δικαιούται από τη στιγμή της γέννησής του, απλώς και μόνο επειδή είναι ανθρώπινο ον» (Sepulveda, van Banning, Gudmundsdottir, Chamoun, & van Genugten, 2004). Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι δικαιώματα εγγενή σε όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από την εθνικότητά, τον τόπο διαμονής, το φύλο, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, το χρώμα, τη θρησκεία, τη γλώσσα, ή οποιαδήποτε άλλη κοινωνική κατηγοριοποίηση. Όλοι εξίσου έχουμε ανθρώπινα δικαιώματα, χωρίς διακρίσεις. Τα δικαιώματα αυτά είναι όλα αλληλένδετα, αλληλοεξαρτώμενα και αδιαίρετα. (http://www.ohchr.org) Τα οικουμενικά ανθρώπινα δικαιώματα συχνά εκφράζονται και εξασφαλίζονται από το νόμο, με τις μορφές των Συνθηκών, το διεθνές εθιμικό δίκαιο, γενικές αρχές και άλλες πηγές του διεθνούς δικαίου. Το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα προβλέπει την υποχρέωση των κυβερνήσεων να ενεργούν με συγκεκριμένους τρόπους ή να απόσχουν από ορισμένες ενέργειες, με σκοπό την προώθηση και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των ατόμων ή των ομάδων. (http://www.ohchr. org) Βέβαια, οι συνθήκες έχουν ισχύ για τις χώρες και τις περιοχές που έχουν συμφωνήσει στη δέσμευση κατοχύρωσης, προάσπισης και προώθησης των αντίστοιχων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρόκειται για ένα μελανό σημείο καθώς σε πολλές χώρες που δεν έχουν υπογραφεί αντίστοιχες δεσμευτικές αρχές η ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια υφίσταται έντονες καταπατήσεις. 25


Κεφάλαιο Α

Η Young, που όπως έχει αναφερθεί ασχολήθηκε με τις μορφές καταπίεσης, αποδίδει έναν πολύ εύστοχο και όμορφα διατυπωμένο ορισμό για τα δικαιώματα. Στο Justice and the Politics of Difference το 1990 αναφέρει ότι «…τα δικαιώματα δεν είναι γόνιμο να λαμβάνονται ως κατοχή. Είναι σχέσεις, όχι πράγματα. Είναι θεσμοθετημένα ορισμένοι κανόνες, νόμοι, προσδιορίζοντας τι μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι σε σχέση ο ένας με τον άλλο. Τα δικαιώματα αναφέρονται στο να ‘κάνεις’ περισσότερο από το να ‘έχεις’, στις κοινωνικές σχέσεις που επιτρέπουν ή περιορίζουν τη δράση». (Young I. M., 1990, p. 25) Έτσι, αναδεικνύεται η σημασία κατοχύρωσης των δικαιωμάτων για τον καθορισμό της σχέσης και της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία, αποτελώντας πρότυπα συμπεριφοράς και δράσης με στόχο την προάσπιση των προσωπικών ελευθεριών. «Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους.» (Διεθνής Αμνηστία, 2008) Γενικά, υπάρχουν πολλές κατηγορίες δικαιωμάτων, οι οποίες καθορίζονται από τις αντίστοιχες συνθήκες και προβλέπουν τη θέσπιση και την κατοχύρωση συγκεκριμένων δικαιωμάτων κάθε φορά. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών είναι ένας από τους ισχυρότερους θεσμούς προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ελευθεριών μέσω της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Συνθήκης των Ηνωμένων Εθνών (Charter of the United Nations), αποδίδοντας σε όλους τους ανθρώπους, που ανήκουν σε κράτη που υπογράφουν τις αντίστοιχες συνθήκες, τη δυνατότητα να απολαμβάνουν τα οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, αστικά και πολιτικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται. (http://www.ohchr.org) Ο Karel Vasak προσφέρει μια άλλη άποψη σχετικά με την κατηγοριοποίηση των δικαιωμάτων, αυτή των τριών γενιών. Σύμφωνα με αυτόν υπάρχουν: 1. Τα δικαιώματα πρώτης γενιάς, που είναι τα αστικά- πολιτικά και τα οικονομικά δικαιώματα (πχ. δικαίωμα στη ζωή και στην πολιτική συμμετοχή), 2. Τα δικαιώματα δεύτερης γενιάς, που είναι τα κοινωνικά και πολιτισμικά (πχ. δικαίωμα συντήρησης) και 3. Τα δικαιώματα αλληλεγγύης τρίτης γενιάς (πχ. δικαίωμα στην ειρήνη, δικαίωμα σε καθαρό περιβάλλον). Από αυτές τις γενιές, η τρίτη είναι αυτή που συζητείται περισσότερο απ’ όλες και που στερείται νομικής και πολιτικής αναγνώρισης. Σε αυτή την κατηγορία θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και δικαιώματα που σχετίζονται με την πόλη και τη σχέση μας με αυτή. Τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν συσταθεί ομάδες διασφάλισης και προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην πόλη. Το United Cities and Local Governments (USLG), για παράδειγμα, είναι μια παγκόσμια πλατφόρμα που αντιπροσωπεύει και υπεραμύνεται το συμφέρον των τοπικών κοινωνιών πάνω από των παγκόσμιων και που δουλεύει για να 26

ii. Διεκδικούμενα δικαιώματα


Δικαιώματα

ασκούν οι πόλεις μεγαλύτερη πολιτική επιρροή στην παγκόσμια διακυβέρνηση. Στόχος είναι η διευκόλυνση της ενσωμάτωσης του ατόμου στα δημόσια με βάση την ισότιμη αντιμετώπιση και την πολιτική επαγρύπνηση των πολιτών. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Χάρτα, εντοπίζονται κάποιες γενικές πρώτες προβλέψεις οι οποίες σχετίζονται με το δικαίωμα στην πόλη, την αρχή της ισότητας των δικαιωμάτων και την αρχή της μη διάκρισης, το δικαίωμα στην πολιτιστική, γλωσσική και θρησκευτική ελευθερία, την προστασία των πιο ευάλωτων ομάδων και πολιτών, την υποχρέωση της αλληλεγγύης κα), τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα στην πόλη (όπως το δικαίωμα στη συμμετοχή στα κοινά, του συνέρχεσθε, την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, την πληροφόρηση, την εκπαίδευση και την εργασία, την υγεία, τη στέγαση, το περιβάλλον κα), τα δικαιώματα τα σχετικά με δημοκρατική τοπική αυτοδιοίκηση (όπως στην επάρκεια των δημοτικών υπηρεσιών και την αρχή της διαφάνειας). (United Cities and Local Governments, 2012, σσ. 10-18) Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναφερθεί ότι από τη στιγμή που ένα δικαίωμα κατοχυρώνεται, αποκτά τη δική του εγγενή αξία γιατί τα άτομα οργανώνουν τις δράσεις τους με αναφορά σε αυτά, και έτσι κάθε προσβολή του δικαιώματος επηρεάζει την ασφάλεια και την ελευθερία της δράσης κάποιων ανθρώπων. (Miller, 1976, σ. 337) Συνεχώς, λοιπόν, αναδεικνύονται καινούργιες προτάσεις για την επέκταση και τη σφαιρικότερη προσέγγιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσω της προβολής νέων μορφών τους. Η συζήτηση γύρω από το δικαίωμα στην πληροφόρηση και την πρόσβαση στο διαδίκτυο διανοίγει νέους ορίζοντες στην πολιτισμική ανάπτυξη του ατόμου και τη διεύρυνση των δυνατοτήτων και των ευκαιριών ζωής του. Επίσης, όσον αφορά την έκφραση των δικαιωμάτων στο χώρο, το δικαίωμα στην κατοικία, τη συμμετοχικότητα και την πόλη αποτελούν κάποιες μόνο από τις εκφάνσεις των νέων διεκδικήσεων πάνω στο χώρο της πόλης. Δικαίωμα στη συμμετοχικότητα

Οι σκέψεις σχετικά με την υποστήριξη της αξίας της συμμετοχικότητας ως θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου λαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερο κύρος, τονίζοντας τη σημασία της για την απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης και την προάσπιση της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας του ατόμου. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη και τον προσδιορισμό των αρχών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων «όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα στη συμμετοχή και την πρόσβαση πληροφοριών σχετικά με τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που επηρεάζουν τη ζωή και την ποιότητά της. Οι προσεγγίσεις γύρω από τα δικαιώματα απαιτούν ένα υψηλό επίπεδο συμμετοχής από τις κοινότητες, τις αστικές κοινωνίες, τις μειονότητες, τις γυναίκες, τους νέους και άλλες ομάδες». (http://www.unfpa.org/resources/human-rights-principles) Ειδικά, σήμερα που τα κρούσματα φτώχειας εντείνονται, το δικαίωμα στη συμμετοχικότητα επιτρέπει στα άτομα να αναπτύσσονται ως αυτόνομες οντότητες και να ορίζουν τις συνθήκες ζωής και «τη μοίρα τους, καθώς αποτελεί ευκαιρία να αντιπαραταχθούν και να αποδοκιμάσουν 27


Κεφάλαιο Α

τις ανισότητες, το διαχωρισμό και το στιγματισμό» (Sepulveda, 2013) Τέτοιου είδους διεκδικήσεις, ωστόσο, μπορεί να φαντάζουν πολυτέλεια, όταν ταυτόχρονα εντοπίζεται η πανανθρώπινη αναγκαιότητα της κατοχύρωσης πιο θεμελιωδών και βασικών δικαιωμάτων για την ανθρώπινη ζωή. Το δικαίωμα στο νερό, που προβάλλεται και αναγνωρίζεται από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, αποτελεί ένα από τα κυριότερα ζητήματα σε αυτή τη βάση, γνωστοποιώντας ότι το καθαρό πόσιμο νερό και οι συνθήκες υγιεινής κρίνονται απαραίτητα στοιχεία για την πραγμάτωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τέλος, το δικαίωμα στην επαρκή κατοίκηση εντάσσεται στην κατηγορία αυτή, ενώ θεσπίζεται από αρκετές διεθνείς συνθήκες. Παρά τη νομική ισχύ του, σε πολλές χώρες οι συνθήκες διαβίωσης είναι ιδιαίτερα σκληρές καταπατώντας κάθε έννοια του. Το θέμα αυτό της κατοίκησης και της αποστέρησής της αναλύεται περαιτέρω παρακάτω, όπου διαπιστώνονται τα όρια πάνω στα οποία μπορεί να υπολογιστεί ο βαθμός στέρησής της και συνεπώς η καταπάτηση του δικαιώματος σε επαρκή στέγαση. Για άλλη μια φορά, όμως, η συζήτηση επιστρέφει στη Young για μια αναφορά σε μια τις πιο διαδεδομένες ιδέες της. Το μοντέλο της για τα «πέντε πρόσωπα της καταπίεσης» συσχετίζει την έννοια των δικαιωμάτων με τη δικαιοσύνη. Η Young υποστηρίζει ότι υπάρχουν τουλάχιστον πέντε διαφορετικοί τύποι καταπίεσης, καθώς η έννοια της καταπίεσης δεν μπορεί να γίνει σαφής μέσα από το παραδοσιακό υπόβαθρο της δικαιοσύνης που βασίζεται στη διανομή. Η καταπίεση δεν είναι ένα ενιαίο φαινόμενο με συγκεκριμένα στοιχεία να το διακρίνουν. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί αναθεώρηση της κοινωνικής οντολογίας για την αναγνώριση των κοινωνικών ομάδων. Μέσα στις κοινωνικές αυτές ομάδες είναι που εκφράζονται τα «5 πρόσωπα της καταπίεσης»: η εκμετάλλευση (μπορεί να αναφέρεται σε ταξικά ζητήματα, εθνοτικά, φύλου, κοινωνικά ή οικονομικά), η περιθωριοποίηση (μορφή ανισότητας που περιορίζει τη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή και την πρόσβαση σε κοινωνικούς πόρους και το σεβασμό σε συγκεκριμένο τμήμα του πληθυσμού συστηματικά μειώνοντας την ποιότητα ζωής του), η αδυναμία (αποστέρηση κάθε πολιτικής δύναμης, συμμετοχής, αντιπροσώπευσης και ικανότητας αυτόεκπροσώπευσης, η οποία βασίζεται στην τάξη, το έθνος ή κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα), η πολιτιστική κυριαρχία (μορφή κυριαρχίας όπου μια ομάδα ή ένας πολιτισμός αποπροσανατολίζεται και χάνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του στα πιστεύω και τις συνήθειες του και αφομοιώνεται από άλλους, κοινό στις αποικιακές κυριαρχίες) και η βία (κοινωνικές και θεσμικές πρακτικές που επιτρέπουν και αποδέχονται βίαιες δράσεις στην καθημερινή ζωή, αυξάνοντας τον κίνδυνο για συγκεκριμένα άτομα και ομάδες). Αυτές οι επικαλυπτόμενες όψεις καταπίεσης διανοίγουν το ζήτημα της δικαιοσύνης σε πολύ περισσότερες μορφές έκφρασης, αξιολόγησης και κοινωνικής δράσης. Παρόλο που η Young ως πολιτική φιλόσοφος δεν ασχολείται ιδιαίτερα με τη χωρική έκφραση των 28

Τα πέντε πρόσωπα της καταπίσεης


Δικαιώματα

ζητημάτων αυτών, οι διαπιστώσεις της χρησιμοποιούνται πολύ στη διατύπωση της χωρικής θεωρίας της δικαιοσύνης, συμπεριλαμβάνοντας φιλελεύθερους και ριζοσπαστικούς σχηματισμούς των εννοιών.(Soja E. W., 2010, σ. 79) Επίσης, αμφισβητεί τη δύναμη της αναδιανεμητικής δικαιοσύνης, αλλά υποστηρίζει την επικέντρωση στις δομικές δυνάμεις που γεννούν τις ανισότητες και τις αδικίες. Μετατοπίζει την έμφαση των μελετών περί δικαιοσύνης από τα αποτελέσματα στις διαδικασίες και από την εξασφάλιση της ισότητας και του δικαίου στο σεβασμό της διαφορετικότητας και την πλουραλιστική αλληλεγγύη. Όπως σημειώνει η ίδια «η κοινωνική δικαιοσύνη… απαιτεί όχι την εξάλειψη των διαφορών, αλλά θεσμούς που προωθούν την αναπαραγωγή και το σεβασμό των διαφορών χωρίς καταπίεση». (Soja E. W., 2010, σ. 78) (Young I. Μ., 1990) Τέλος, εντοπίζει μια συνάφεια ανάμεσα στις οικονομικές και πολιτιστικές ανισότητες στη σύγχρονη εποχή ισχυριζόμενη ότι η αναδιανομή και η αναγνώριση, δύο ζητήματα που έχουν αναλυθεί παραπάνω, είναι ισχυρά συνδεδεμένα και μάλιστα ότι η αναγνώριση μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο για την επίτευξη της αναδιανομής. Το σημείο αυτό είναι αρκετά λεπτό, καθώς η ανάλυση της Fraser που διατυπώνει το δίλλημα ανάμεσα στις αναδιανεμητικές πολιτικές και τις πολιτικές της αναγνώρισης, ακολουθεί διαφορετική κατεύθυνση διαχωρίζοντας τες αυστηρά. Για αυτήν οι δύο αυτές συνθήκες δεν έχουν σημείο επαφής, «δεν επικοινωνούν» και οι αντίστοιχες πολιτικές ακολουθούν πορείες παράλληλες, ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Το ζήτημα της φτώχειας

Ένα φλέγον ζήτημα σε σχέση με αυτές τις πολιτικές, τη σχέση που τελικά αναπτύσσεται μεταξύ τους αλλά και την αποδοτικότητά τους αποτελεί η φτώχεια και οι προσπάθειες απομείωσής της, στη βάση της απόδοσης κοινωνικής δικαιοσύνης ανάμεσα στα μέλη μιας κοινότητας και της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η θέσπιση μέτρων για την καταπολέμηση της φτώχειας και η ανάδειξη των ίσων δικαιωμάτων είναι συνυφασμένα και τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται μια πορεία με θετική κατεύθυνση στην εξομάλυνση των ανισοτήτων και την καθιέρωση καταλληλότερων συνθηκών διαβίωσης τόσο σε περιοχές των αναπτυγμένων χωρών όσο και των αναπτυσσόμενων. Αρχικά, μέσα από την οπτική του συνόλου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η φτώχεια θεωρείται πολυδιάστατη και προσδιορίζεται όχι μόνο λόγω χαμηλού εισοδήματος, αλλά και από άλλες μορφές αποστέρησης και απώλειας της αξιοπρέπειας. (Donald & Mottershaw, 2009) Έπειτα, τα ανθρώπινα δικαιώματα περιλαμβάνουν τόσο τις θεμελιώδεις αξίες όσο και τα ειδικά δικαιώματα. Και τα δύο μπορεί να είναι αποτελεσματικά στην καταπολέμηση της φτώχειας. Στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΟΔΔΑ), ορίζεται ότι «όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα». Αυτές οι αξίες της ισότητας και της αξιοπρέπειας διέπουν ένα σύνολο δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα της συμμετοχής στις δημόσιες υποθέσεις, στην 29


Κεφάλαιο Α

κοινωνική ασφάλιση, σε ένα επαρκές βιοτικό επίπεδο και στην εξάλειψη των διακρίσεων. Τα ανθρώπινα δικαιώματα, λοιπόν, παρέχουν ένα νομικό πλαίσιο - σε διεθνές και εγχώριο επίπεδο - για την επίτευξη αλλαγών με άμεσο αντίκτυπο στην ελάττωση των κρουσμάτων φτώχειας. (Donald & Mottershaw, 2009) Αλλά όχι μόνο η φτώχεια αλλά και ο διαχωρισμός αντιτάσσονται στο γενικότερο κλίμα της ΟΔΔΑ. Γενικά, σε πολλές χώρες αν όχι σε όλες, η διάκριση (ο διαχωρισμός) των ανθρώπων στα όρια της φτώχιας ή κάτω από αυτά είναι αρκετά κοινή και ίσως σχετικά παραγνωρισμένο χαρακτηριστικό στην καθημερινή ζωή. Αυτός ο διαχωρισμός κυμαίνεται από λεπτές διαφορές στη μεταχείριση σε πολλαπλά επίπεδα, από τις παροχές υπηρεσιών και το ευρύ κοινό έως την αποτυχία κάλυψης βασικών αναγκών, όπως το επαρκές εισοδήματα και η στέγαση. Οδηγούμαστε, λοιπόν, σε μια κατάσταση κατάφορης καταπάτησης δεδομένων θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τη διεθνή κοινότητα. Η διάκριση είναι η άδικη μεταχείριση ενός ατόμου ή μιας ομάδας βάσει προκαταλήψεων. Θεωρείται ο βασικότερος ανασταλτικός παράγοντας για τη διεκδίκηση και την κατάκτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο νόμος, όμως, δεν προβλέπει όλες τις πτυχές των διακρίσεων που μπορεί να προκύψουν στην καθημερινή ζωή. Κυρίως ασχολείται με τη διασφάλιση της ισότιμης αντιμετώπισης σε θέματα που ήδη ρυθμίζονται από το νόμο. Επιπλέον, όσοι καταλήγουν να διακρίνουν άλλους πολλές φορές δε συνειδητοποιούν τις πράξεις τους και τις συνέπειες των συμπεριφορών τους, ενώ όσοι υφίστανται διάκριση αισθάνονται ότι κρίνονται ως ανεπαρκείς, ότι αμφισβητείται το δικαίωμά τους να ανήκουν στην κοινωνία και ότι αποκλείονται από τα οφέλη της κοινωνίας (Killeen, 2008) Οι αρνητικές συμπεριφορές απέναντι στη φτώχεια παίρνουν πολλές μορφές, όπως ο στιγματισμός, η προκατάληψη, ο διαχωρισμός. Οι συμπεριφορές αυτές βασίζονται τις περισσότερες φορές στην άποψη ότι τα φτωχά άτομα είναι κατώτερα ή μικρότερης αξίας. Οι διακρίσεις αυτού του είδους στη συνέχεια μπορεί να αποδοθούν ως ‘povertyism’, ένα φαινόμενο παρόμοιο με το ρατσισμό και το σεξισμό. (Killeen, 2008) Τέλος, σε μια άνιση κοινωνία, οι άνθρωποι αισθάνονται πολύ προστατευτικοί του κάθε πλεονεκτήματος που έχουν (Young, 2003) με αποτέλεσμα τα άτομα που βιώνουν τη φτώχεια να απεικονίζονται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και σε κάθε δημόσια συζήτηση ως μη συμμέτοχοι των κοινωνικών κοινών αξιών και όχι αντάξιοι της ισότητας του σεβασμού (Sayer, 2005).

30


Α

4

Δικαίωμα στην πόλη

Όπως έχει αναφερθεί ήδη, το δικαίωμα στην πόλη είναι από τα ‘καινούργια’ δικαιώματα, που ακόμη δεν έχει κατοχυρωθεί σε κάποια συνθήκη ή αρχή αλλά αποτελεί σημαντικό θέμα συζήτησης τις τελευταίες δεκαετίες στους θεωρητικούς κύκλους της πολεοδομίας και της κοινωνιολογίας. Είναι απόλυτα συνυφασμένο με την έννοια της χωρικής δικαιοσύνης στις μέρες μας, όπως θα φανεί και στη συνέχεια και η αναφορά στο ένα απαιτεί την ερμηνεία και την κατανόηση του άλλου. Πρώτη φορά η έννοια του δικαιώματος στην πόλη εμφανίζεται στη Γαλλία τη δεκαετία του 1960 με κυριότερο εκφραστή το Henry Lefebvre και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την εξέγερση του Μάη του ’68, την πρώτη μαζική διαδήλωση που συνειδητά επιδιώκει την κοινωνική δικαιοσύνη μέσα από κατεξοχήν χωρικές στρατηγικές. Μέσα στο ανήσυχο και θερμό κλίμα της φοιτητικής και εργατικής εξέγερσης υπέρ της διεκδίκησης της αυτονομίας των μαζικών κινημάτων και της αμφισβήτησης του κατεστημένου, η οικιστική ανάπτυξη του Παρισιού αλλάζει άρδην και ο Lefebvre επικεντρώνεται στο δικαίωμα της χρήσης της πόλης. Οι κεντρικές περιοχές του μεταπολεμικού Παρισιού την εποχή αυτή υπόκεινται σε ένα δραστικό πρόγραμμα αστικής αναζωογόνησης, και η μεγάλη πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού που κατοικεί τις περιοχές αυτές μετακινείται υποχρεωτικά στα υψηλής συγκέντρωσης προάστια. Η εξέγερση του ’68 δεν είναι απλά μια γενική διαδήλωση κατά του καπιταλιστικού συστήματος αλλά μια στοχευμένη επίθεση στη νέα γεωγραφική τάση που διαμορφώνεται αυτή την εποχή, τη γεωγραφία των ανισοτήτων, εξέγερση παρόμοια με αυτή του συντελέστηκε και πιο πρόσφατα το 2005, στα αντίστοιχα συμπιεσμένα προάστια των μεταναστών αυτή τη φορά. Η προσέγγιση του

Lefebvre

Μέσα στο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό αυτό πλαίσιο ο Lefebvre αναπτύσσει το σκεπτικό του γύρω από το δικαίωμα στην πόλη, ιδέες και απόψεις που για αρκετά χρόνια παραμένουν θαμμένες και που ακόμη και σήμερα είναι δύσκολο να τις κατανοήσουμε. Η κεντρική ιδέα του Lefebvre όπως αυτή διαμορφώνεται αρχικά επαναπροσδιορίζει τις αστικές βάσεις για την αναζήτηση και τη διεκδίκησης της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας και του δικαιώματος του πολίτη. Η πόλη γίνεται ο ιδανικός τόπος για κοινωνικό και οικονομικό όφελος, το κεντρικό σημείο για τη λειτουργία της κοινωνικής δύναμης και ιεραρχίας και συνεπώς ένα ισχυρό πεδίο μάχης για τη διεκδίκηση πιο δίκαιων και ισότιμων διαδικασιών και περισσότερης δημοκρατίας. Οι απαιτήσεις αυτές ενάντια στις ανισότητες και τις άδικες γεωγραφίες ορίζουν τη μάχη για τα πολλαπλά, σε διάφορα επίπεδα δικαιώματα στην πόλη, με στόχο τον έλεγχο των κινητήριων 31


Κεφάλαιο Α

δυνάμεων του αστικού χώρου, δηλαδή εκείνων που τις χρησιμοποιούν για να διατηρούν τις πλεονεκτικές τους θέσεις. (Soja E. W., 2010, σ. 96) Η αναζήτηση του δικαιώματος στην πόλη, λοιπόν, είναι μια διαρκής, ριζοσπαστική προσπάθεια οικειοποίησης του χώρου, δηλώνοντας ενεργή παρουσία σε όλα όσα λαμβάνουν χώρο σε μια αστική καπιταλιστική κοινωνία, που όμως βρίσκεται σε μια μόνιμη πρόκληση με αυτό που ο Lefebvre ονομάζει «γραφειοκρατική κοινωνία ελεγχόμενης κατανάλωσης». Η γραφειοκρατική αυτή κοινωνία επηρεάζει τόσο όσους μένουν στην πόλη, αλλά ασκεί ισχυρή πίεση στις κρατικές λειτουργίες και την ελεύθερη αγορά στο σύνολο της. Με αυτή την έννοια ο ίδιος ισχυρίζεται ότι ο κόσμος αστικοποιείται. Το δικαίωμα στην πόλη, έτσι, δεν περιορίζεται στα όρια του άστεως αλλά επεκτείνεται στην περιφέρεια και τις αγροτικές περιοχές. (Soja E. W., 2010, σ. 96) Περιλαμβάνει, επίσης, το κοινωνικό σύστημα παραγωγής. Ως εκ τούτου το δικαίωμα στην πόλη είναι μία δήλωση αναγνώρισης του αστικού ως τον (ανα) παραγωγό των κοινωνικών σχέσεων της εξουσίας και του δικαιώματος συμμετοχής σε αυτό. Με τα λόγια του Isin, «ξανασκεπτόμενοι τα δικαιώματα που εγείρονται την εποχή της παγκόσμιας πόλης απαιτείται η διάρθρωση των δικαιωμάτων στην πόλη παρά των δικαιωμάτων της πόλης ως δοχείο του πολίτη». Έτσι, κάθε απόπειρα πλαισίωσης των πολιτικών δικαιωμάτων σε ένα τυπικό και εδαφικό επίπεδο και όχι με ουσιαστικούς και διαρθρωτικούς όρους αποτυγχάνει να αναγνωρίσει το ρόλο της πόλης ως μια πολιτική κοινότητα που αντανακλά την αστική κοινωνία και τις κοινωνικές σχέσεις της παραγωγής και της εξουσίας. (Dikeç & Gilbert, 2002, p. 65) Ο Lefebvre, ωστόσο, δε φαντάζεται την εφαρμογή του δικαιώματος στην πόλη στη σύγχρονή του πόλη, στην κοινωνία του ’60, στα διαμορφωμένα πολιτικά και οικονομικά συστήματα, αλλά συνειδητοποιεί την ανάγκη διατύπωσης του ως «το δικαίωμα στην αστική ζωή, σε μια μετασχηματισμένη και ανανεωμένη μορφή». (Lefebvre, 1993) Το Δικαίωμα στην Πόλη του Lefebvre αναφέρεται σε κάτι καινούργιο, και όχι στην υπάρχουσα τότε κατάσταση! Οραματίζεται μια νέα κοινωνία. Το δικαίωμα στην πόλη συνεπάγεται όχι μόνο τη συμμετοχή των πολιτών των αστικών κέντρων στην αστική κοινωνική ζωή, αλλά κυρίως την ενεργή συμμετοχή τους στην πολιτική ζωή, την οργάνωση και τη διοίκηση της πόλης. Η κατάκτηση αυτών των δικαιωμάτων, όπως δηλώνει ο Lefebvre (1986), προϋποθέτει το μετασχηματισμό της κοινωνίας, του χρόνου και του χώρου. Η αστική πολιτική ζωή πρέπει να αλλάξει, όχι η πόλη αυτή καθ’αυτή. (Dikeç. Μ., 2009, σσ. 75-76) Όπως δηλώνει και ο ίδιος είναι «αδύνατο να οραματιστούμε την ανασύσταση της αρχαίας πόλης: συζητάμε μόνο για την κατασκευή μιας νέας πόλης, πάνω σε νέες βάσεις, σε άλλη κλίμακα, σε άλλες συνθήκες, σε μιαν άλλη κοινωνία» (Lefebvre, 2006, p. 137). Αρνείται τη σημασία της ιστορικότητας της πόλης 32


Δικαίωμα στην πόλη

και διακηρύσσει ότι «…κανείς δε ζει πλέον την ιστορικά διαμορφωμένη πόλη… δεν είναι πλέον τίποτα άλλο από αντικείμενο πολιτισμικής κατανάλωσης για τουρίστες… η πόλη είναι νεκρή… το αστικό επιβιώνει… στην δυνάμει κατάσταση του σπέρματος.» (Lefebvre, 2006, σ. 137). Έτσι τελικά τείνει στο βασικό του συμπέρασμα ότι «…η πόλη που ξέραμε και ονειρευόμασταν κάποτε εξαφανίζεται με γρήγορους ρυθμούς και δε θα μπορέσει να επανέλθει ξανά στην παλιά της μορφή» (Harvey D. , 2013, σ. 29). «Η κοινωνία που ζούμε μοιάζει να τείνει προς την πληρότητα. Στην πραγματικότητα σκάβει έναν τεράστιο λάκκο: μέσα στο κενό του κινούνται οι ιδεολογίες και απλώνεται η ομίχλη της ρητορικής… Τούτη η κοινωνία στο σύνολο της αποκαλύπτεται διάτρητη» (Lefebvre, Δικαίωμα στην πόλη, Χώρος και Πολιτική, 2006, σ. 148) Τελικά, η αποσύνθεση αυτή της πόλης, που διαπιστώνει ο Lefebvre, γεννά νέες προσδοκίες και καινούργιες επιδιώξεις. Γίνεται έκκληση για μια νέα πόλη, μοναδική, όπως παρατηρεί και ο Marcuse. (Marcuse, Rights in Cities and the Right to the City?, 2010) Νέες σχέσεις διαμορφώνονται ανάμεσα στα άτομα και το κράτος και ανάμεσα στα άτομα τα ίδια. Ο πολίτης έχει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση των νέων αυτών σχέσεων, και το δικαίωμα στην πόλη σημαίνει το δικαίωμα να μένεις σε μια κοινωνία όπου όλοι είναι το ίδιο ελεύθεροι να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους. Στο σημείο αυτό, αξίζει να επισημανθεί και η νύξη του Harvey στο θέμα αυτό του σχηματισμού της νέας πόλης και την ερμηνεία του στα λεγόμενα του Lefebvre «…(ο Lefebvre) υποστηρίζει ότι η πολιτική μας υποχρέωση είναι να οραματιστούμε και να ανασυστήσουμε ένα εντελώς διαφορετικό είδος πόλης, έξω από το απεχθές χάος ενός κεφαλαίου που ωθεί στην ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση και αστικοποίηση. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να συμβεί χωρίς τη δημιουργία ενός ισχυρού αντικαπιταλιστικού κινήματος που θα έχει στόχο του το μετασχηματισμό της καθημερινής ζωής στην πόλη» (Harvey D. , 2013, σ. 31) Όσον αφορά τώρα το δικαίωμα στην πόλη χωρικά, ο Edward Soja εντοπίζει συγκεκριμένες συνθήκες ώστε να γίνεται πιο σαφές και κατανοητό. Γι’ αυτό διευκρινίζει ότι είναι απαραίτητο στις παρούσες συνθήκες η αστικοποίηση και ο οργανωμένος χώρος της πόλης να θεωρηθούν ως γενεσιουργές δυνάμεις, αστείρευτες πηγές κοινωνικής ανάπτυξης, τεχνολογικής καινοτομίας και πολιτισμικής δημιουργικότητας όπως επίσης, όμως ταυτόχρονα μπορεί να ελλοχεύουν στοιχεία κοινωνικής διαστρωμάτωσης, ηγεμονικών δυνάμεων, ανισότητας και αδικίας. (Soja E. W., 2010, σ. 97) Γιατί τα πράγματα δε συμβαίνουν απλά στις πόλεις, αλλά συμβαίνουν εξαιτίας των πόλεων και του τρόπου διαμόρφωσής τους. Πιο συγκεκριμένα, για το Lefebvre, ο κάτοικος της πόλης, εκτός από το αυτονόητο του γεγονότος της αστικής κατοίκησης, έχει και άλλα σημαντικά 33


Κεφάλαιο Α

χωρικά δικαιώματα: στην ανοιχτή και δίκαιη συμμετοχή σε όλες τις διαδικασίες παραγωγής αστικού χώρου, στην πρόσβαση και την αξιοποίηση συγκεκριμένων πλεονεκτημάτων της ζωής στην πόλη (ειδικά στα κέντρα πόλης υψηλής αξίας), στην αποφυγή κάθε μορφής επιβολής χωρικού διαχωρισμού και περιορισμού, στην παροχή δημόσιων υπηρεσιών υγείας, μόρφωσης, καλής διαβίωσης. (Soja E. W., 2010, σ. 99) Το δικαίωμα στην πόλη αναπαριστά το δικαίωμα στη συμμετοχή στην κοινωνία μέσω ενός πλήθους καθημερινών πρακτικών (δουλειά, στέγαση, εκπαίδευση, αναψυχή κα). Η καθημερινή ζωή και το αστικό είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. (Dikeç, Μ. 2002, σ. 70) Το σημείο αυτό της ανοιχτής συμμετοχής στην παραγωγή του δημόσιου χώρου και το συσχετισμό της με το δικαίωμα στην πόλη έρχεται να ενισχύσει η δήλωση του Harvey, για τον οποίο «το δικαίωμα στην πόλη είναι κάτι πολύ περισσότερο από το δικαίωμα ατομικής ή ομαδικής πρόσβασης στους πόρους της πόλης: είναι το δικαίωμα να την αλλάξουμε και να την επανεφεύρουμε σύμφωνα με τις επιθυμίες μας.» Επίσης, διαπιστώνει τη σημασία της συλλογικότητας στην άσκηση αυτού του δικαιώματος της αναδιαμόρφωσης της πόλης που γίνεται από όλους για όλους και ότι «η ελευθερία να δημιουργούμε και να επαναδημιουργούμε τον εαυτό μας και την πόλη μας είναι, πιστεύω, ένα από τα πολυτιμότερα και ταυτόχρονα ένα από τα πιο παραμελημένα ανθρώπινα δικαιώματά μας» (Harvey D. , 2013, σ. 38) Άλλωστε ο συσχετισμός της ανάπτυξης του χαρακτήρα του ατόμου σε διάδραση με την ανάπτυξη της πόλης και τη διαμόρφωση του ενός από το άλλο είναι γνωστός ήδη από παλιότερα, όταν ο Park δήλωσε ότι «η πόλη, (είναι) η πιο συνεπής και συνολικά η πιο πετυχημένη προσπάθεια του ανθρώπου να ανακατασκευάσει τον κόσμο στον οποίο ζει ώστε να συμφωνεί με τις επιθυμίες του. Αλλά αν η πόλη είναι ο κόσμος που δημιούργησε ο άνθρωπος, είναι και ο κόσμος στον οποίο είναι στο εξής καταδικασμένος να ζει. Έτσι, έμμεσα, και χωρίς καμία σαφή αίσθηση της φύσης της αποστολής του, φτιάχνοντας την πόλη ο άνθρωπος ξαναέφτιαξε τον εαυτό του» (Park, 1967, σ. 3) Η διάδραση αυτή και η αλληλοτροφοδότηση του ατόμου από την πόλη και το αντίστροφο αποτελεί στοιχείο που συχνά είναι δύσκολο να αναγνωριστεί. Είναι μια αμφίδρομη διαδικασία στη μάχη για την κατάκτηση δικαιότερων και ισότιμων καταστάσεων ανάμεσα στα άτομα, πιο δημοκρατικών συστημάτων με έντονη και ενεργητική συμμετοχικότητα στη λήψη αποφάσεων, την πολιτική οργάνωση και τη διαμόρφωση μιας πολυπρόσωπης πόλης, όπου ο καθένας έχει θέση στην άρθρωση λόγου και επιχειρηματολογίας. Με τον τρόπο αυτό, διαμορφώνεται νέο όραμα για τη ζωή στην πόλη και την κοινωνική και πολιτική διάρθρωση της, όπου ο άνθρωπος δεν είναι απλά «καταδικασμένος να ζει», όπως είπε ο Park, αλλά αναγεννάται μαζί με την πόλη, και μαζί αποκτούν νέο χαρακτήρα, νέα μορφή, αφήνοντας πίσω τα διαμελησμένα μέλη τους. Η πόλη πλεόν γίνεται τόπος δημιουργίας και ευκαιριών ζωής.

34

Πόλη - άτομο Σχέσεις διάδρασης


Δικαίωμα στην πόλη

Η αναβίωση του Σήμερα, η ιδέα του δικαιώματος στην πόλη αναβιώνει. Αυτό δεν εξηγείται δικαιώματος στην πόλη αποκλειστικά στην πνευματική κληρονομιά του Lefebvre, αλλά αποκτά ιδιαίτερη

σημασία μέσω όσων συντελούνται κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας στους δρόμους, μεταξύ των κοινωνικών κινημάτων της πόλης. (Harvey D. , Εξεγερμένες Πόλεις: Από το δικαίωμα στην πόλη στην Επανάσταση της πόλης, 2013, σ. 25) Η επαναφορά της σημασίας του δικαιώματος στην πόλη στις συζητήσεις του σήμερα σε παγκόσμιο, εθνικό αλλά και αστικό επίπεδο κοινωνικών κινημάτων τονώνει μια αμοιβαία σύγκλιση ανάμεσα στις δύο εκδοχές μάχης πάνω στη γεωγραφία: για τη χωρική δικαιοσύνη και για τα δημοκρατικά δικαιώματα στον αστικό χώρο. Η σύγκλιση αυτή ενσωματώνει στη συζήτηση το ζήτημα της αστικοποίησης και της παγκοσμιοποίησης των ανισοτήτων όπως αυτές εκδηλώνονται σε διάφορες γεωγραφικές κλίμακες. (Soja E. W., 2010, σ. 7) Πολλές προσπάθειες γίνονται στις μέρες μας για τον πιο ακριβή προσδιορισμό του δικαιώματος στην πόλη. Όλο και περισσότερες σχολές αστικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, αρχιτεκτονικής αλλά και θεωρητικές σχολές ασχολούνται με το θέμα του δικαιώματος στην πόλη, ενώ πολλά περιοδικά, ιστότοποι και βιβλία φιλοξενούν συχνά άρθρα και αφιερώματα σχετικά με τα νέα δικαιώματα στις πόλεις και την έκφραση τους στο δημόσιο χώρο. Σύμφωνα με το the World Charter for the Right to the City, οι νέες διεκδικήσεις συγκεντρώνονται γύρω από ένα συλλογικό δικαίωμα των κατοίκων των αστικών κέντρων, ειδικά των ευάλωτων και των μειονεκτουσών ομάδων, που νομιμοποιεί τη δράση τους και την οργάνωση τους βάσει των συνηθειών τους και των εθίμων τους, με στόχο την επίτευξη της πλήρους πραγματοποίησης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και ενός επαρκούς βιοτικού επιπέδου. Έτσι, το δικαίωμα στην πόλη αποτελείται πλέον από ένα σύνολο διαφορετικών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα κατοίκησης σε έναν τόπο που διευκολύνει το δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων, αξιοπρεπούς ζωής στην πόλη, κοινωνικής συνοχής και συλλογικής διαμόρφωσης της πόλης, συνύπαρξης, επιρροής στη δημοτική διακυβέρνηση και της ισότητας των δικαιωμάτων, (Mathivet, 2010, σ. 23) ενώ η κατάκτηση του γίνεται εφικτή όταν οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα τους και μάχονται να εξασφαλίσουν την αξιοπρέπεια και την ισότητα όλων.

35


36


Α

5

Κοινωνική Δικαιοσύνη και Πόλη Εδαφική δικαιοσύνη

Μέχρι τώρα η αναφορά στα θέματα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της πόλης και των δικαιωμάτων σε αυτή γίνεται σε γενικό επίπεδο, ξεχωριστά για το καθένα. Στην ιστορική εξέλιξη ωστόσο φαίνεται ότι οι έννοιες αυτές συνδυάζονται και εξελίσσονται, λαμβάνουν νέα νοήματα και αποκτούν υπόσταση στο χρόνο και το χώρο. Σήμερα μπορεί να είναι πιο διαδεδομένη η έννοια της χωρικής δικαιοσύνης, όπως θα φανεί αργότερα, αλλά πριν φτάσουμε εκεί προηγείται ο συσχετισμός της κοινωνικής δικαιοσύνης με την πόλη και το δικαίωμα στην πόλη καθώς και με τη λεγόμενη εδαφική δικαιοσύνη. Μία από τις πρώτες αναφορές στην εδαφική δικαιοσύνη γίνεται από τον Bleddyn Davies το 1968 στο έργο του Social Needs and Resources in Local Services, όπου παρουσιάζει τη νέα ιδέα του ως κανονιστικό στόχο για τους πολεοδόμους και επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της κυβερνητικής δράσης. Σύμφωνα με την ιδέα του αυτή η κατανομή δημόσιων υπηρεσιών και σχετικών επενδύσεων σε διαφορετικές εδαφικές μονάδες δεν αντανακλά μόνο το μέγεθος του πληθυσμού αλλά και τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες του πληθυσμού αυτού. Πρόκειται για την πρώτη σύμπλεξη γεωγραφικών εννοιών με την κοινωνική δικαιοσύνη με μια αποκλειστική ανησυχία για τη διανομή σε ένα καρτεσιανό χώρο. Η έννοια της εδαφικής δικαιοσύνης μετά τον Davies συνέχισε να αναφέρεται σποραδικά από κάποιους κοινωνικούς μελετητές αλλά δεν καθορίστηκε περισσότερο μέχρι το 1973 και την επικέντρωση του ενδιαφέροντος του David Harvey στο θέμα. (Dikeç, 2009) Ο Harvey εστίασε στην παραγωγή, τις λειτουργίες της καπιταλιστικής πόλης και τις άνισες γεωγραφίες του καπιταλισμού. Μέσα από το Social Justice and the City, όρισε με πιο δυναμικό και πολιτικό τρόπο την έννοια της εδαφικής δικαιοσύνης σχετίζοντας την με την αναζήτηση της δίκαιης κατανομής των κοινωνικών πόρων και τη δίκαιη διαδικασία προς την κατάκτησή της. Εδώ επικεντρώθηκε στις διαδικασίες που παράγουν άδικες γεωγραφίες, συνδυάζοντας την αναζήτηση της δικαιοσύνης με φαινόμενα διάφορων πρακτικών διαχωρισμού, συμπεριλαμβανομένου και αυτών στην αγορά εργασίας, τη μεσιτική αγορά, την κυβερνητική διαχείριση και τις σχεδιαστικές προσεγγίσεις. (Soja E. W., 2010, σ. 81) Στους ‘φιλελεύθερους σχηματισμούς’ του ο Harvey αναμορφώνει κριτικά ιδέες του Rawls πάνω στη δικαιοσύνη πηγαίνοντας ταυτόχρονα ένα βήμα πιο πέρα από την έμφαση στα αποτελέσματα, στη σημασία της διαδικασίας διαμόρφωσης των αστικών ανισοτήτων, μαζί με ιδιαίτερη νύξη στον κοινωνικό διαχωρισμό της 37


Κεφάλαιο Α

εργασίας. Ο Harvey όρισε την εδαφική (territorial) δικαιοσύνη ως μια κοινωνικά δίκαιη κατανομή η οποία κατακτάται μέσα από δίκαιες διαδικασίες. Η κατάκτηση της δικαιοσύνης θεωρούνταν εγγενώς γεωγραφικό πρόβλημα, μια πρόκληση να «σχεδιάσεις μια μορφή χωρικής οργάνωσης που θα μεγιστοποιεί τις προοπτικές για τις λιγότερο τυχερές περιοχές» (Harvey D. , 1988, σ. 110), ενώ υποστήριξε σθεναρά την αναγκαιότητα ορισμού «αρκετών αρχών κοινωνικής δικαιοσύνης για να εφαρμόζονται σε γεωγραφικές περιπτώσεις». (Soja E. W., 2010, σ. 85). Για τον Harvey η κοινωνική δικαιοσύνη είναι μια «συγκεκριμένη εφαρμογή δίκαιων αρχών στις συγκρούσεις που προέρχονται από την αναγκαιότητα της κοινωνικής συνεργασίας στην αναζήτηση της προσωπικής προαγωγής» (Harvey D. , 1988, σ. 97) Μία από αυτές τις αρχές υποστηρίζει ότι η οργάνωση του χώρου και της εδαφικής και περιφερειακής κατανομής των πόρων πρέπει να ανταποκρίνεται στις βασικές ανάγκες του πληθυσμού. Γι’ αυτό υποστήριξε τη δημιουργία κοινωνικά δίκαιων μεθόδων για τη μέτρηση και τον προσδιορισμό των αναγκών αυτών και διαχωρίζει τις ανάγκες από τις πραγματικές κατανομές για την αρχική εκτίμηση του επιπέδου των εδαφικών ανισοτήτων σε ένα υπαρκτό σύστημα. (Harvey D. , 1988, σσ. 98-99) Όσον αφορά τη βασική αξίωση του Davies και το σκελετό μελέτης του Harvey γύρω από τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης «a just distribution justly arrived at», οφείλουμε να αναφέρουμε δύο καίρια ερωτήματα που προβλημάτισαν το Harvey: 1. Τι είναι αυτό που διανέμουμε; 2. Και ανάμεσα σε ποιους το διανέμουμε; Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, ο Harvey θέτει θέμα ορισμού του ‘εισοδήματος‘, καθώς επίσης και κοινωνικά δίκαιης κατανομής σε κάτι που εκ των πραγμάτων ορίζεται με άνισο τρόπο, όπως είναι το πραγματικό εισόδημα κάποιου βάσει πολλών ανεξάρτητων παραγόντων, όπως η εργασία του, τα ιδιόκτητα στοιχεία του, η οικογενειακή και κοινωνική του θέση. Όσον αφορά τώρα το δεύτερο ερώτημα, κυριότερη και πιο διαδεδομένη απάντηση είναι το άτομο ως οντότητα, αλλά τα ζητήματα προκύπτουν κατά την οργάνωση των κοινωνιών και τη σύμπλεξή τους, καθώς μία δίκαιη κατανομή σε μία γεωγραφική κλίμακα μπορεί να μην είναι αντίστοιχα δίκαιη σε μια άλλη κλίμακα. Καθοριστικό ρόλο στη μελέτη του σε σχέση με θέματα δίκαιης κατανομής με δίκαιο τρόπο έπαιξε ο Rawls και η θεωρία περί δικαιοσύνης. «Η βασική δομή είναι δίκαιη όταν τα πλεονεκτήματα του πιο τυχερού προωθούν την ευημερία του λιγότερο τυχερού… η βασική δομή είναι απόλυτα δίκαιη όταν οι προοπτικές του λιγότερο τυχερού είναι όσο πιο καλές γίνεται» (Rawls J. , 1969; Harvey D. , 1988, σσ. 98-99) Συνεχίζοντας τη διερεύνηση των αρχών της κοινωνικής δικαιοσύνης και ειδικότερα της δίκαιης κατανομής είναι σημαντικό να προσδιοριστούν τα κριτήρια αξιολόγησης βάσει των οποίων το άτομο δικαιούται να διεκδικήσει τα προϊόντα της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει και εργάζεται, λαμβάνοντας βέβαια ταυτόχρονα υπόψη ζητήματα ηθικής. Τα κριτήρια αυτά συνοπτικά είναι: η εγγενής ισότητα, 38


Κοινωνική δικαιοσύνη και πόλη

η εκτίμηση υπηρεσιών με όρους προσφοράς και ζήτησης, η ανάγκη, τα εγγενή δικαιώματα, η αξία, η συνεισφορά στο κοινό καλό, η πραγματική παραγωγική συνεισφορά, οι προσπάθειες και οι θυσίες. (Harvey D. , 1988, σ. 98) Ενώ, παράλληλα εντοπίζονται οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν την ανακατανομή του εισοδήματος. Αυτοί είναι η ταχύτητα αλλαγής και ο ρυθμός προσαρμογής σε ένα αστικό σύστημα, η τιμή της προσβασιμότητας και τα κόστος της εγγύτητας και εξωτερικοί παράγοντες (Harvey D. , Social Justice and the City, 1988, σ. 55). Πάντα βέβαια, όπως αναφέρει ο Harvey, κάθε θεωρία για την αναδιανομή του εισοδήματος πρέπει να συνοδεύεται: 1. Από διαπολιτισμικές συγκρίσεις, 2. Οι αποφάσεις για την αλλαγή θέσεων αγαθών και υπηρεσιών σε ένα αστικό σύστημα πρέπει να είναι «Pareto non-comparable» (Harvey D. , 1988, σ. 84). Το κυριότερο ερώτημα, ωστόσο, είναι το πώς επιτυγχάνεται η ανακατανομή του εισοδήματος. Σύμφωνα με το Harvey, η ανακατανομή του εισοδήματος μπορεί να γίνει με αλλαγές σε: (Harvey D. , 1988, σ. 86) 1. θέση εργασίας και κατοικίας, 2. αξία ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, 3. τιμή πόρων στον καταναλωτή Πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα από τον Davies στο θέμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, ο Harvey επικεντρώνεται σε θέματα αστικής κλίμακας και ζητήματα πόλης. Στους ‘κοινωνικούς σχηματισμούς’ του εστιάζει σε ζητήματα αναδιανομής, παρουσιάζοντας την αστική κοινωνική δικαιοσύνη, όμως, μέσα από την οπτική γωνία του μαρξισμού. Η αναδιανομή του πραγματικού εισοδήματος σε ένα αστικό σύστημα είναι το βασικό θέμα του στο μέρος αυτό, επιδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στον ορισμό και τη σημασία του όρου του ‘εισοδήματος’, πράγμα που δεν έκανε στα προηγούμενα κεφάλαια. Υποστηρίζει ότι οι πολιτικές για την επίτευξη της ανακατανομής του εισοδήματος μπορούν να αντισταθμιστούν από μια αλλαγή Pareto efficiency ή Pareto optimality: είναι μια κατάσταση κατανομής των πόρων κατά την οποία είναι αδύνατο να βελτιωθεί η κατάσταση κάποιου από τα επιμέρους άτομα χωρίς να χειροτερεύσει η κατάσταση ενός άλλου ατόμου. Ο όρος πήρε το όνομα του από το Βιλφρέντο Παρέτο (18481923), έναν Ιταλό μηχανικό και οικονομολόγο. (https://en.wikipedia.org/wiki/Pareto_efficiency) Pareto efficiency, ωστόσο, δε σημαίνει και δικαιοσύνη. Για παράδειγμα, εάν οι πόροι σε μια κοινωνία κατανέμονται μεταξύ μιας μικρής μειονότητας που ζει στην πολυτέλεια και μιας μεγάλης πλειοψηφίας που ζει σε συνθήκες φτώχειας, η κατάσταση θα είναι κατά Pareto αποτελεσματική γιατί η διανομή μέρους των πόρων για τους φτωχούς θα έβλαπτε τους πλούσιους. Η ιδέα, λοιπόν, δεν παρέχει εργαλείο για τη σύγκριση μεταξύ διαφόρων καταστάσεων αποδοτικότητας Pareto λόγω της μη συγκρισιμότητας Pareto (Pareto non-comparable). Η ιδέα, επομένως, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως η μόνη παράμετρος στο σχεδιασμό συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας, και οι οικονομολόγοι έχουν άλλα κριτήρια για να τους βοηθήσει να πάρουν αποφάσεις σχετικά με κοινωνικά προτιμότερο εναλλακτικές λύσεις. (http://www.wisegeek.com/what-is-pareto-efficiency.htm) 39


Κεφάλαιο Α

στον ορισμό της κοινωνίας και τη σημασία του εισοδήματος και αυτό μπορεί εύκολα να επιστρέψει την κατάσταση στο αρχικό της στάδιο. Έτσι, λοιπόν, ενώ στο πρώτο μέρος η κοινωνία θεωρείται ως μια ολότητα με διαδραστικά μέρη, μέρη διαδραστικά μεταξύ τους σε έκτακτες περιστάσεις αλλά και στο σύνολο τους, στο δεύτερο μέρος η κοινωνία είναι ένα σύνολο δομών σε μια διαδικασία συνεχόμενων μετασχηματισμών. (Harvey D. , 1988, σ. 294) Θεωρεί εξ’ αρχής ως δεδομένο ότι τα αποτελέσματα της αστικοποίησης είναι εγγενώς άδικα και άνισα, γεγονός ξεκάθαρο μέσα από τη μαρξιστική οπτική, και εστιάζει στις βαθύτερες δομές και τις διαδικασίες που διαμορφώνουν την αστική ζωή και τις αστικές γεωγραφίες στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Με τον τρόπο αυτό επεξηγεί την αστική κρίση του ’60 και τις απροσδόκητες επιπτώσεις των καλοπροαίρετων προσπαθειών για αστική ανανέωση. Επίσης, συσχετίζει το σχηματισμό του αστικού περιβάλλοντος με τη δύναμη του καπιταλισμού με αποτέλεσμα την παραγωγή άνισων γεωγραφιών και παράλληλα τονίζει τη σημασία της αντίστροφης διαδικασίας. Δηλαδή, ότι οι παραγόμενες γεωγραφίες λειτουργούν καταλυτικά στην ανάπτυξη αυτού καθεαυτού του καπιταλιστικού συστήματος συντηρώντας και τονώνοντας από τη μία την ανάπτυξη ή από την άλλη αναστέλλοντας τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου. (Soja E. W., 2010, σ. 87) Και στα δύο μέρη του βιβλίου της ‘Κοινωνικής δικαιοσύνης και Πόλη’ παρουσιάζονται μέσα από την κριτική γεωγραφική ματιά του τα βαθύτερα κοινωνικά και χωρικά αίτια της ανισότητας και της αδικίας, στοιχεία που με διορατικότητα συνεχίζει να μελετά και στα μεταγενέστερα άρθρα του χωρίς όμως να αναφέρεται ποτέ στον όρο της χωρικής δικαιοσύνης. Οι παρατηρήσεις του, ωστόσο, γύρω από το αποτελέσματα της αναδιανομής στο αστικό σύστημα αποτελούν καίρια ζητήματα στη συζήτηση της θεωρίας και την πρακτική εφαρμογή της δικαιοσύνης στο χώρο. Μετά τις πρώτες αυτές προσεγγίσεις του Harvey υπάρχει μια στροφή προς τις έννοιες της ταυτότητας και της διαφοράς σε συσχετισμό με το γεωγραφικό τους αποτύπωμα, με έμφαση όχι στη δικαιοσύνη και τη συναίνεση, αλλά στην αδικία και τη διχογνωμία (Harvey 1992; Merrifield and Swyngedouw 1997; Merrifield 1997; Gleeson 1998), και τελικά στις αρχές του 21ου αιώνα, καταλήγουν σε έναν έντονο προβληματισμό γύρω από τη διαφορά, και την αναζήτηση καθολικών δεσμών αλληλεγγύης. (Dikeç, 2009)

40


Α

6

Χωρική Δικαιοσύνη

Κοινωνική

δικαιοσύνη

+

χώρος

Σήμερα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, παρατηρείται μια έντονη ενασχόληση με το θέμα του χώρου σε πολιτικό επίπεδο και το αντίστροφο, των πολιτικών θεμάτων στη χωρική τους υπόσταση. Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα σπουδαίο για την πόλη και κάθε αστικό χώρο, που είναι εν δυνάμει τόπος πολιτικών διεκδικήσεων των δικαιωμάτων και αμφισβήτησης κάθε μορφής αδικίας, που διαμορφώνεται ή εκδηλώνεται στο χώρο. (Dikeç, 2009) Αυτό το αυξανόμενο ενδιαφέρον που παρατηρείται, επικεντρώνεται σε διάφορα επιμέρους ζητήματα, όπως είναι η δικαιοσύνη και η σχέση της με ένα καθιερωμένο πολιτικοοικονομικό σύστημα και πιο συγκεκριμένα με μια καπιταλιστική πόλη, τα απελευθερωτικά σχέδια πολιτικών του χώρου και η (ανα) κατασκευή της πόλης ως πεδίου χωρικά ενημερωμένων πολιτικών και η διαμόρφωση πολιτικών ταυτοτήτων. Τέλος, σχετίζεται άμεσα με την αναθεώρηση του δικαιώματος του πολίτη, με μετατόπιση της έμφασης από το κράτος στην πόλη, θεωρώντας την πόλη προνομιακή τοποθεσία για το σχηματισμό και την πρακτική των δικαιωμάτων και των πολιτικών διεκδικήσεων, και την εκ νέου θεώρηση της ιδιότητας του πολίτη με έμφαση στην αστική και τη χωρική της διάσταση. Το εντεινόμενο αυτό ενδιαφέρον προς τη χωρική υπόσταση της δικαιοσύνης θα επεξεργαστούμε στο υποκεφάλαιο αυτό, παρουσιάζοντας τις σύγχρονες απόψεις χωροτακτών και θεωρητικών γύρω από την έννοια της χωρικής δικαιοσύνης, επαναφέροντας στο προσκήνιο τη σημασία του λεφεμπριανού τρόπου σκέψης και την αναγκαιότητα της άμεσης προσέγγισης της κοινωνικής δικαιοσύνης στις σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες πόλεις. Τα τελευταία χρόνια όλο και συχνότερα εμφανίζεται η έννοια της χωρικής δικαιοσύνης στη διεθνή βιβλιογραφία, ενώ εντάσσεται σταδιακά στα προγράμματα σπουδών σημαντικότατων σχολών αστικού σχεδιασμού και αρχιτεκτονικής, καθώς αναγνωρίζεται ως επιτακτική ανάγκη η ενασχόληση και η εκπαίδευση γύρω από το θέμα αυτό. Η σχολή Αρχιτεκτονικής και Αστικού Σχεδιασμού του UCLA και του Harvard πρωτοστατούν στην ερμηνεία αυτών των όρων και τη διδασκαλία της σύγχρονης ιστορίας τους, διερευνώντας τα αίτια, τις εκφάνσεις και τις μορφές των κοινωνικών ανισοτήτων μέσα από μια χωρική σκοπιά. Η χωρική δικαιοσύνη όπως μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε σύμφωνα με όλα τα παραπάνω σχετίζεται άμεσα με τη δημοκρατία, την ισότητα των ανθρώπων και την ανάγκη συμμετοχής τους στα κοινά και τα ζητήματα της πόλης. 41


Κεφάλαιο Α

Δεν αρκείται όμως εκεί, καθώς το πεδίο είναι αρκετά ευρύ εκ φύσεως και η μελέτη δεν περιορίζεται σ’ αυτά. Για χρόνια αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι φαίνεται να υπεκφεύγουν ζητήματα δημοκρατίας, δικαιοσύνης και αναδιανομής και να επικεντρώνονται στις τεχνικές και αισθητικές πτυχές της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Η δικαιοσύνη και η ισότητα στην αστική ανάπτυξη, όμως, πρέπει να βρίσκονται συνέχεια στο επίκεντρο της συζήτησης και του κριτικού διαλόγου τόσο από τους αντίστοιχους μελετητές όσο και από την κοινωνία στο σύνολό της, γιατί πόλεις και περιοχές κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμες και ίσες δεν είναι δεδομένες. Αποτελούν επίτευγμα. Η χωρική δικαιοσύνη είναι σημαντική για να υποστηρίξει τις πιο ίσες και δίκαιες κοινωνίες και να προωθήσει την πραγματοποίηση όλων των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Ως μια πρώτη προσέγγιση θα μπορούσαμε να πούμε ότι η χωρική δικαιοσύνη αναφέρεται στη γενική, κοινή πρόσβαση σε δημόσια αγαθά, βασικές υπηρεσίες, πολιτιστικά αγαθά, οικονομικές ευκαιρίες και υγιές περιβάλλον μέσα από το δίκαιο, χωρίς αποκλεισμούς και αποτελεσματικό σχεδιασμό και διαχείριση αστικών και αγροτικών περιοχών και πόρων. Προκειμένου να επιτευχθεί, απαιτείται συνεργασία για βιώσιμη διακυβέρνηση, δίκαιη αναδιανομή των πόρων και ίση κατανομή και προσβασιμότητα των χωρικών ευκαιριών και πλεονεκτημάτων. (Rocco, 2014) Το θεωρητικό υπόβαθρο όμως εντρυφά πολύ βαθύτερα, με κυριότερους εκπροσώπους του σήμερα τον Edward Soja, τη Susan Fainstein και το Peter Marcuse. Στηριζόμενοι στην αναγκαιότητα διεκδίκησης και κατοχύρωσης των νέων ανθρωπίνων δικαιωμάτων σχετικά με το χώρο της πόλης και την καταγγελία των κατάφορων κοινωνικών αδικιών στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, η τυφλή επιθυμία του κέρδους, που υποδαυλίζει τις κοινωνικές ανισότητες, ποδοπατά πανανθρώπινες αξίες, όπως αυτή της αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Στο σημείο, λοιπόν, αυτό είναι απαραίτητο να εισαχθεί η έννοια του χώρου Η προσέγγιση του Soja και η σημασία του στην αποτύπωση αρχικά των ανισοτήτων και στη συνέχεια στην καταπολέμησή τους. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Edward Soja στη συνέντευξη του στο JSSJ, «ο χώρος κατά καιρούς έχει χρησιμοποιηθεί για την πίεση, την εκμετάλλευση, την κυριαρχία ομάδων έναντι άλλων. Για τη δημιουργία κοινωνικού έλεγχου και πειθαρχίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δούμε όλων των ειδών τις ανισότητες που σχετίζονται με τις άνισες γεωγραφίες που έχουν δημιουργηθεί κοινωνικά και μέσα στις οποίες έχουμε συνηθίσει να ζούμε και να δοθούν μάχες κατά της άναρχης εξυγίανσης ή των απομονωμένων κοινοτήτων, των ανισοτήτων στο χώρο εργασίας ή της κατανομής του εισοδήματος. Ο Lefebvre είναι ο πρώτος ο οποίος αναγνωρίζει ότι ο χώρος έχει τη δύναμη να είναι καταπιεστικός ή απελευθερωτικός. Και το κάνει ξεκάθαρο ότι υπάρχει η ανάγκη ανασχηματισμού του χώρου, επαναπροσδιορισμού της κατεύθυνσής του, ώστε να γίνει πιο δίκαιος.» (Soja E. , 2011) 42


Χωρική δικαιοσύνη

Ο Edward Soja ασχολήθηκε σε μεγάλο βαθμό και καθόλη τη διάρκεια της καριέρας του με την έννοια της δικαιοσύνης και του χώρου, διδάσκοντας και γράφοντας με συνέχεια και μεγάλη συχνότητα πάνω στο θέμα αυτό. Μάλιστα το τελευταίο του βιβλίο φέρει τον τίτλο ‘Αναζητώντας τη χωρική δικαιοσύνη’, συγκεντρώνοντας τον πλούτο των γνώσεων τόσων χρόνων. Η αναζήτηση, όμως, δε φτάνει στο τέλος, καθώς δεν υπάρχει ξεκάθαρος δρόμος καθορισμού δίκαιων διαδικασιών για μια δίκαιη κοινωνία, παρά τις ρηξικέλευθες ιδέες που μπορεί να διατυπώνονται. Αντικείμενο του Soja αποτελεί η ενθάρυνση εμφάνισης νέων τρόπων σκέψης και δράσης για την αλλαγή των άνισων γεωγραφιών μέσα στις οποίες ζούμε, επιχειρώντας μια διαφορετική προσέγγιση, όχι τόσο στο πως οι κοινωνικές διαδικασίες διαμορφώνουν γεωγραφίες, αλλά στο πως οι γεωγραφίες ενεργά επιρρεάζουν τις κοινωνικές μορφές και διαδικασίες. Για τον Edward Soja η χωρική δικαιοσύνη «… είναι η ιδέα ότι η δικαιοσύνη, παρόλο που μπορεί να οριστεί, έχει μια επίπτωση στη γεωγραφία, μια χωρική έκφραση που είναι πολύ περισσότερο από ένα υπόβαθρο αντανάκλασης ή ένα σύνολο φυσικών αντιδράσεων που αναλυτικά μπορούν να χαρτογραφηθούν» (Soja E. W., 2010), και επικεντρώνεται σε μια πολυεπίπεδη μελέτη της πόλης και της χωρικής δικαιοσύνης σε πολλές κλίμακες, αποδίδοντας κριτική χωρική οπτική στην κοινωνική δικαιοσύνη, όπως ευρύτερα είναι γνωστή. Κάπως έτσι διερευνά τρόπους για το πώς οι ‘άδικες’ γεωγραφίες παράγονται, αναπαράγονται και απευθύνονται σε 3 διαφορετικές περιοχές κοινωνικής δράσης, παραθέτοντας αντίστοιχα παραδείγματα. Περιοχές κοινωνικής δράσης

Οι «επικαλυπτόμενες», όπως τις αναφέρει, αυτές περιοχές κοινωνικής δράσης είναι εξωγενείς (top- down), ενδογενείς (bottom- up) και οι μεσογεωγραφίες (in- between). Στόχος της αναφοράς και του διαχωρισμού τους είναι η επικέντρωση του ενδιαφέροντος στην πολυπρόσωπη φύση των διαμαχών πάνω στις γεωγραφίες και η επεξήγηση του εύρους των πλαισίων των προοπτικών της χωρικής δικαιοσύνης. Πιο συγκεκριμένα, λοιπόν, οι εξωγενείς γεωγραφίες αναφέρονται στη μακροσκοπική οργάνωση του χώρου σε διάφορες κλίμακες, από τις διαιρέσεις της εξουσίας σε παγκόσμιο επίπεδο (Πρώτος, Δεύτερος και Τρίτος Κόσμος) έως τις εσωτερικές κυβερνητικές δομές των κυρίαρχων εθνώνκρατών και τον πυκνό ιστό πολιτικών και διοικητικών περιοχών ή ορίων, που έχουν διαμορφωθεί από το ίδιο το κράτος και που προσκρούουν στις καθημερινές δραστηριότητες. Μερικά παραδείγματα για την κατανόηση αυτής της μακροανάλυσης προέρχονται από τις αποικιακές και μετα- αποικιακές πολιτικές, το νοτιοαφρικάνικο απαρτχάιντ έως τα προάστια του Παρισιού. Η χωρική δικαιοσύνη ή μάλλον οι χωρικές ανισότητες, όμως, δε διαμορφώνονται μόνο από τα πάνω αλλά ρυθμίζονται και από ενδογενείς διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο (bottom- up). Στο επίπεδο αυτό συγκαταλέγονται οι διανεμητικές ανισότητες και οι γεωγραφίες διαχωρισμού, ο χωρικός διαχωρισμός και η σχέση του με τη νομοθεσία, ο συσχετισμός του έθνους 43


Κεφάλαιο Α

με το χώρο και την περιβαλλοντική δικαιοσύνη και τέλος ο διαχωρισμός, θέμα που θα αναλυθεί περαιτέρω αργότερα, πιο ενδελεχώς για την περίπτωση μελέτης στην Αθήνα. Επιπλέον, απαιτείται μια αναφορά στις μεσογεωγραφίες της άνισης ανάπτυξης, όπου το παγκόσμιο και το τοπικό συγκλίνουν. Εδώ, περιλαμβάνονται παραδείγματα ταυτόχρονα από την άνιση ανάπτυξη σε παγκόσμια κλίμακα, την υπερεθνική περιφερειακότητα και τη δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως την περιφερειακή ανισότητα ανάμεσα στα Κράτη. (Soja E. W., 2010, σσ. 32-66) Όμως γιατί σήμερα γίνεται τόσο επιτακτική η ανάγκη διερεύνησης της χωρικής υπόστασης της δικαιοσύνης; Ο Soja στο άρθρο του στο JSSJ επιχειρεί να επεξηγήσει τους λόγους σπουδαιότητας της χωρικότητας της δικαιοσύνης και της αδικίας, όχι μόνο στην πόλη, αλλά σε όλες τις γεωγραφικές κλίμακες, από το τοπικό έως το παγκόσμιο, τόσο στο θεωρητικό όσο και στο πρακτικό επίπεδο, ιδιαίτερα στις μέρες μας. (αναλυτική επεξήγηση γιατι το χώρο και γιατί τη δικαιοσύνη, γιατί τώρα) (Soja E. , 2009) Παράλληλα, στο βιβλίο του ‘χτίζει’ μια νέα χωρική θεωρία δικαιοσύνης που βασίζεται στη θεωρητικοποίηση της θεωρία της ίδιας, το χτίσιμο μιας νέας οντολογίας του χώρου, τη θεωρητικοποίηση της δικαιοσύνης, την εξέταση των ιστορικών τεκμηρίων για τη χωρική δικαιοσύνη, την επικέντρωση στις ιδέες του David Harvey και την αστικοποίηση των ανισοτήτων και τέλος στην ανάπτυξη και την επέκταση των ιδεών του Henri Lefebvre σχετικά με το δικαίωμα στην πόλη (Soja E. W., 2010, σ. 67) Ο όρος της χωρικής δικαιοσύνης, βέβαια, δεν ήταν μέχρι πρόσφατα αρκετά διαδεδομένος, ενώ ακόμη και σήμερα παρατηρούνται τάσεις αποφυγής του επιθέτου ‘χωρικός’ ανάμεσα στους γεωγράφους και τους χωροτάκτες για την περιγραφή της αναζήτησης της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας στις σύγχρονες κοινωνίες. Είτε η χωρικότητα της δικαιοσύνης αγνοείται, είτε απορροφάται μέσα από σχετικές έννοιες όπως η εδαφική δικαιοσύνη, η περιβαλλοντική δικαιοσύνη, η αστικοποίηση της αδικίας, η μείωσης των περιφερειακών ανισοτήτων, ή ακόμα ευρύτερα στη γενική αναζήτηση για μια δίκαιη πόλη και μια δίκαιη κοινωνία. (Soja E. , 2009) Η συζήτηση αυτή για τη δίκαιη πόλη είναι αρκετά πιο διαδεδομένη και η Susan Fainstein μαζί με τον Peter Marcuse αποτελούν υπέρμαχους της θεωρίας της δίκαιης πόλης, ενώ αντίθετα με την πλειοψηφία των μελετητών που αποφεύγουν τη ‘χωρική δικαιοσύνη’, ως όρο και όχι μόνο, ο Mustafa Dikeç εξετάζει ενδελεχώς τη χωρικότητα της αδικίας, εντοπίζοντας ταυτόχρονα τις διαφορές της με την αδικία της χωρικότητας. Από τη μία ορίζει τη χωρικότητα της αδικίας ως τη δικαιοσύνη που έχει χωρική διάσταση, ενώ παράλληλα μορφές αδικιών παρατηρούνται στο χώρο, και από την άλλη ορίζει την αδικία της χωρικότητας ως τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τις χωρικές εκφάνσεις της αδικίας σε διαρθρωτικές δυναμικές που παράγουν και αναπαράγουν την αδικία μέσα στο χώρο. Για το Dikeç έχουν μεγάλη σημασία όχι μόνο οι χωρικές εκφάνσεις της αδικίας αυτές καθαυτές, αλλά και οι διαδικασίες που παράγουν τις χωρικές αδικίες. (Dikeç, 2009, σ. 1) Η 44

Χωρικότητα και Αδικία


Χωρική δικαιοσύνη

επεξήγηση της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στις δύο αυτές έννοιες πραγματοποιείται μέσω του όρου του «υπολοίπου», χρησιμοποιώντας παράλληλα ως παράδειγμα την περίπτωση των γαλλικών προαστίων. Το σκεπτικό του συνεπάγεται δύο βασικά στοιχεία. Πρώτον, η ανάλυση δεν πρέπει να βασίζεται στην εξέταση του χώρου αυτού καθεαυτού, αλλά επίσης και στην εξέταση των συνιστωσών του, δηλαδή των διαδικασιών παραγωγής χώρου και των επιπτώσεων των παραγόμενων αυτών χώρων σχετικά με τις δυναμικές διεργασίες των κοινωνικών, οικονομικών, και πολιτικών σχέσεων. (Dikeç, Justice and the spatial imagination, 2009, σ. 79) Δεύτερον, η μορφή και η διαδικασία είναι αδιαχώριστα και πρέπει να εξετάζονται από κοινού. Τα βασικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της αδικίας και της χωρικότητας είναι 1. Η επικέντρωση στη χωρικότητα ως διαδικασία, ως παραγωγό και αναπαραγωγό σχετικά σταθερών δομών, ενώ ταυτόχρονα παράγεται και αναπαράγεται από τις ίδιες αυτές δομές και 2. Η αναγνώριση της αλληλεξάρτησης της αδικίας και της χωρικότητας για την παραγωγή, την αναπαραγωγή, και τη διατήρηση της καθεμίας μέσα από τη διαμεσολάβηση της μεγαλύτερης μονιμότητας που προκαλούν και οι δύο. (Dikeç, 2009, σ. 79) Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Dikeç η χωρική δικαιοσύνη είναι «… μια κριτική στη συστηματική εκμετάλλευση, την κυριαρχία, την καταπίεση, μία κριτική που στοχεύει στην καλλιέργεια νέων ευαισθησιών που μπορούν να κινητοποιήσουν δράσεις για την αδικία ενσωματωμένες στο χώρο και τη χωρική δυναμική. Στόχος είναι να επεξηγηθεί μια ιδεολογική συζήτηση σχετικά με τη χωρικότητα της αδικίας, ενσωματώνοντας τις δύο έννοιες του δικαιώματος στην πόλη και του δικαιώματος στη διαφορά/ ανεκτικότητα». (Dikeç, 2009, σ. 80) Με αυτό το σκεπτικό και μια συνολική θεώρηση της ιδέας της δικαιοσύνης, είναι δυνατό να εκτιμηθούν τα βαθύτερα αίτια των αδικιών σε συγκεκριμένα κάθε φορά πλαίσια. Σημασία, λοιπόν δεν έχει ο χαρακτηρισμός και η κατάδειξη μεμονωμένων συμβάντων αδικίας, αλλά η διερεύνηση των δυναμικών διαδικασιών κοινωνικού, χωρικού, οικονομικού και πολιτικού σχηματισμού, προκειμένου να γίνει ξεκάθαρο αν λειτουργούν ως παραγωγοί και αναπαραγωγοί μηχανισμοί ηγεμονικών και καταπιεστικών συνθηκών και κατ’ επέκταση άδικων. Χωρικά, η κυριαρχία ως μορφή αδικίας εκφράζεται στο χώρο, κυρίως στο δομημένο περιβάλλον αλλά και σε άλλους λιγότερο ορατούς χώρους όπως η κινητικότητα, η κατανομή, τα δίκτυα, τα ιδρύματα και οι υπηρεσίες. Κυρίως λοιπόν ο χώρος γίνεται απαραίτητο εργαλείο χειραγώγησης από τους υπάρχοντες τρόπους παραγωγής (πχ. καπιταλισμός) για την επιβίωση και την διαιώνησή τους. Η δίκαιη πόλη

Από την άλλη πλευρά, η Fainstein φέρνει τη συζήτηση γύρω από τον όρο τη Δίκαιης Πόλης, καθώς συνειδητοποιεί το μέγεθος της κυριαρχίας του οικονομικού κέρδους και των σχεδιαστικών πολιτικών πάνω από την ομαλή λειτουργία της πόλης. Αντιτίθεται στη νεοφιλελεύθερη, μεταμοντέρνα αστική ανάπτυξη όπου οι 45


Κεφάλαιο Α

ιδέες και τα ιδανικά έχουν θυσιαστεί στο βωμό του κέρδους. Υποστηρίζει ότι η αστική πολιτική πρέπει να αφοσιωθεί στη δικαιοσύνη για όλους τους κατοίκους, ειδικά στους ανθρώπους με χαμηλό εισόδημα και υπογραμμίζει τη σημασία της συμμετοχής του κοινού και της συζήτησης. Το βιβλίο της «The Just City» του 2010 διερευνά τις αρχές που διέπουν τη Δίκαιη Πόλη, παρέχοντας στους αρμόδιους χάραξης πολιτικής έναν οδηγό για τον τρόπο λήψης αποφάσεων. Μέσω αυτού στοχεύει στην αλλαγή του τρόπου άσκησης του αστικού σχεδιασμού, ενώ επαινεί τους κοινωνικά συνειδητούς πολιτικούς του ‘60 και του ‘70. Φαίνεται πεπεισμένη ότι τα κριτήρια που προβάλλει είναι ιδιαίτερα σημαντικά, ισορροπημένα και με έντονες ευαισθησίες, ικανά για τη μεταρρύθμιση όλων των πόλεων του εύπορου (καπιταλιστικού) δυτικού κόσμου. Έντονα επηρεασμένη από τις θεωρίες των John Rawls, Martha Nussbaum, Iris Marion Young, Nancy Fraser, Peter Marcuse και Michel Foucault, η Fainstein συγκρατεί ότι η ισότητα είναι το σημείο τομής όλων αυτών των θεωριών, ενώ στο τέλος του πρώτου μέρους του βιβλίου της διατυπώνει πρακτικά μια οπτική για τη δικαιοσύνη, που αναλύεται στις έννοιες της ισότητας, της δημοκρατίας και της διαφορετικότητας. Ανάμεσα στις 3 αρχές της δικαιοσύνης εντρυφά περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο η ισότητα προωθείται από τα αστικά προγράμματα βελτιώνοντας τη ζωή των κατοίκων με τα χαμηλότερα εισοδήματα. Αυτή την προσέγγιση εξετάζει με τη μελέτη τριών περιπτώσεις: της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου και του Άμστερνταμ. Έτσι, μέσω της σύγκρισης των τριών περιπτώσεων καταλήγει σε μια κλιμακωτή διαστρωμάτωση, όπου η Νέα Υόρκη βρίσκεται στη χαμηλότερη στάθμη, το Λονδίνο καταλαμβάνει τη μεσαία θέση, ενώ το Άμστερνταμ βρίσκεται στην κορυφή. Στη Νέα Υόρκη από τη μία, λοιπόν, εμφανίζονται έντονες διακρίσεις και οι σχεδιαστικές πολιτικές, που βασίζονται στη λογική του κεφαλαίου, αποτυγχάνουν να περιορίσουν τους διαχωρισμούς και τις ανισότητες. Στον αντίποδα βρίσκεται το Άμστερνταμ, κατά τη Fainstein, ως ο παράδεισος των αναδιανεμητικών πολιτικών στη βάση της εφαρμογής συστημάτων κοινωνικής κατοίκησης, ενώ το Λονδίνο βρίσκεται κάπου στη μέση ακολουθώντας από τη μία παρόμοια παράδοση με το Άμστερνταμ και οπό την άλλη ενσωματώνοντας το αμερικάνικο σύστημα. Μέσα από την ανάλυση των τριών αυτών περιπτώσεων, η Fainstein αναρωτιέται αν μπορούν να συνοψιστούν κάποιες νόρμες για την ευρύτερη εφαρμογή τους ή αν κάθε περίπτωση αποτελεί μεμονωμένο γεγονός που απαιτεί ειδική μεταχείριση και ιδιαίτερη ερμηνεία των αρχών της ισότητας, της πολυμορφίας και της συμμετοχής. Τέλος, διαμορφώνει μια λίστα κριτηρίων ως τη βάση του δίκαιου αστικού σχεδιασμού για την προώθηση της ισότητας, της ποικιλομορφίας και της δημοκρατίας. Αρχικά, για την προώθηση της ισότητας υποστηρίζει ότι όλα τα νέα οικιστικά έργα πρέπει να παρέχουν μονάδες για τα νοικοκυριά με κάτω από το μέσο εισόδημα, είτε επί τόπου είτε αλλού, με στόχο την παροχή αξιοπρεπούς 46


Χωρική δικαιοσύνη

στέγης και κατάλληλου περιβάλλοντος διαβίωσης για όλους. Παράλληλα, κανένα νοικοκυριό ή επιχείρηση δεν πρέπει να μεταφέρεται άθελά του για λόγους οικονομικής ανάπτυξης ή ισορροπίας της κοινότητας, ενώ τα προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης οφείλουν να δίνουν προτεραιότητα στα συμφέροντα των εργαζομένων και των ιδιοκτητών μικρών επιχειρήσεων. Όλα τα νέα εμπορικά έργα πρέπει να παρέχουν χώρο για δημόσια χρήση και στο βαθμό που είναι εφικτό πρέπει να διευκολύνουν την ανάπτυξη και την επιβίωση των μικρών και ανεξάρτητων επιχειρήσεων. Επίσης, προτείνει τον αυξημένο έλεγχο των megaέργων, την υποχρέωση τους σε άμεση παροχή οφελών σε άτομα με χαμηλό εισόδημα, μέσω της απασχόλησης και των δημόσιων παροχών και αξιοπρεπούς βιοτικού επίπεδου και, εάν είναι δημόσιας επιδότησης να συμπεριλαμβάνεται η συμμετοχή του κοινού στα κέρδη, ενώ ταυτόχρονα επιδοκιμάζει την διατήρηση σε πολύ χαμηλά επίπεδα των ναύλων διέλευσης. Τέλος, επικαλείται τον ενεργό ρόλο που οφείλουν να αναλάβουν οι μελετητές στις διαβουλευτικές ρυθμίσεις, στην πίεση για ισότιμες λύσεις και την αποτροπή των δυσανάλογα επωφελούμενων. (Fainstein S. , 2009, σσ. 10-11) Κριτήρια για δίκαιο αστικό σχεδιασμό

Όσον αφορά τώρα την προώθηση της ποικιλομορφίας, αναφέρει ότι η διαίρεση σε ζώνες δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για σκοπούς περαιτέρω διακρίσεων και ότι τα όρια μεταξύ των περιοχών πρέπει να είναι πορώδη. Επίσης, για τη Fainstein ο δημόσιος χώρος πρέπει να είναι άφθονος, ευρέως προσβάσιμος και ποικίλος, αλλά σχεδιασμένος έτσι ώστε ομάδες με διαφορετικούς τρόπους ζωής να μην καταλαμβάνουν τον ίδια τόπο, ενώ στο βαθμό που πρακτικά είναι εφικτό και επιθυμητό από τους εμπλεκόμενους πληθυσμούς, οι χρήσεις πρέπει να είναι μεικτές. (Fainstein S. , 2009, σσ. 10-11) Για την προώθηση της δημοκρατίας, προτείνει την ανάπτυξη σχεδίων σε συνεννόηση με τον πληθυσμό στον οποίο αναφέρονται, αν η περιοχή είναι ήδη ανεπτυγμένη. Ο υπάρχων πληθυσμός, ωστόσο, δεν πρέπει να είναι ο μοναδικός κριτής για το μέλλον της περιοχής. Ολόκληρη η πόλη οφείλει να διαμορφώνει σκέψεις προς εφαρμογή. Καταλήγοντας η Fainstein αναφέρεται στο σχεδιασμό ακόμη ακατοίκητων ή αραιοκατοικημένων περιοχών, όπου πρέπει να υπάρχει ανοιχτή διαβούλευση στην οποία να συμμετέχουν εκπρόσωποι των ομάδων που ζουν σήμερα έξω από τις περιοχές αναφοράς. (Fainstein S. , 2009, σσ. 10-11) Οι περιπτώσεις μελέτης αυτές, όμως αποδεικνύουν ότι στον πραγματικό κόσμο, η θεωρία της δικαιοσύνης πολλές φορές γίνεται προβληματική. Η διαφορετικότητα φαίνεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις όταν αναπτύσσεται σε χαμηλό επίπεδο και όλες οι δημοκρατικές αποφάσεις δεν είναι δίκαιες. Ως εκ τούτου, η Fainstein καλεί μια ισχυρή ομάδα εμπειρογνωμόνων πολεοδομικού σχεδιασμού στην τοπική αυτοδιοίκηση να καθοδηγήσει την αστική ανάπτυξη και να κρίνει έργα ιδιωτικών επιχειρήσεων. Τελικά, συνδυάζοντας τις θεωρητικές της αρχές με τις ιδέες που απορρέουν από τις περιπτώσεις μελέτης καταλήγει στο υπόβαθρο των θεωρητικών πόλεων. Γίνεται ξεκάθαρο όμως ότι αδυνατεί 47


Κεφάλαιο Α

να γεφυρώσει το κενό ανάμεσα στις αντικειμενικές, αφηρημένες ιδέες της δικαιοσύνης και την ηθική της έκκληση για τη χάραξη της καλύτερης πολιτικής. Στις ΗΠΑ, όπου οι ανισότητες και ο διαχωρισμός είναι φαινόμενα έντονα, εδώ και ένα διάστημα οι σκέψεις γύρω από τη Δίκαιη Πόλη, ως απόλυτου στόχου των σχεδιαστικών προσεγγίσεων διαδίδονται σταδιακά σε αρκετούς ακαδημαϊκούς κύκλους. Μαζί με τη Susan Fainstein, ο Peter Marcuse προωθεί την ιδέα της Δίκαιης Πόλης, παρόλο που αναγνωρίζει την αντικρουόμενη σχέση του ιδανικού της Δίκαιης Πόλης με τη λογική της ελεύθερης αγοράς του καπιταλιστικού συστήματος. Υποστηρίζει παράλληλα ότι στα πλαίσια του καπιταλισμού, ενός συστήματος άδικου από τη βάση του, κάθε προσπάθεια για την επίτευξη της Δίκαιης Πόλης είναι καταδικασμένη να αποτύχει, όπως ακριβώς έχει υποστηρίξει και ο Harvey, και προτείνει τη «Διαλεκτική πολεοδομία (αστικοποίηση)». (Marcuse, P., 2009) Κατά το Marcuse, η διανεμητική δικαιοσύνη είναι μια αναγκαία αλλά όχι ικανή πτυχή ενός κανονιστικού βήματος στο σχεδιασμό, η οποία είναι απολύτως αναγκαία, αλλά αδυνατεί να καταπολεμήσει τα αίτια των αδικιών, που είναι δομικά και υπάγονται στον έλεγχο της εξουσίας. Η Δίκαιη Πόλη θεωρεί τη δικαιοσύνη ζήτημα διανομής και στοχεύει στην ισότητα. Αλλά μια καλή πόλη δεν μπορεί να είναι απλά μια πόλη με διανεμητική ισότητα, πρέπει να κατέχει και άλλα στοιχεία για την υποστήριξη της πλήρους ανάπτυξης του κάθε ατόμου ξεχωριστά αλλά και όλων των ατόμων στο σύνολό τους. Εδώ ακριβώς, λοιπόν, βρίσκεται το εφαλτήριο σημείο για τη συζήτηση για την ουτοπική πόλη και τα στοιχεία που πρέπει να τη χαρακτηρίζουν. Ο Peter Marcuse επιχειρεί να επεξηγήσει το ρόλο του χώρου στην αντιμετώπιση των αδικιών μέσω των επόμενων πέντε προτάσεων, οδηγώντας από μια θεωρητική ανάλυση σε ορισμένες πιο συγκεκριμένες προσεγγίσεις και δράσεις. (Marcuse, P., 2009, σ. 3) 1. Σύμφωνα με το Marcuse υπάρχουν δύο κυρίαρχες μορφές χωρικής ανισότητας: A. Ο ακούσιος περιορισμός της οποιασδήποτε ομάδας σε ένα περιορισμένο χώρο - ο διαχωρισμός, η γκετοποίηση – το επιχείρημα της ανελευθερίας. B. Η κατανομή των πόρων άνισα στο χώρο- το επιχείρημα των άνισων πόρων 2. Η χωρική ανισότητα είναι παράγωγο μιας ευρύτερης κοινωνικής αδικίας- το επιχείρημα του παράγωγου (the derivative argument). Αυτό εν συντομία καταδεικνύει τον άμεσο συσχετισμό των αιτιών των κοινωνικών ανισοτήτων με τα αίτια των χωρικών, και ότι αποτελούν απόρροια του ιστορικού, πολιτικού και οικονομικού γενικότερου πλαισίου. 48

Η προσέγγιση του Marcuse


Χωρική δικαιοσύνη

3. Οι κοινωνικές αδικίες έχουν πάντα ένα χωρικό αντίκρισμα, και οι κοινωνικές αδικίες δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αν δεν αντιμετωπιστούν παράλληλα και η πτυχές τους στο χώρο- το επιχείρημα των χωρικών διαρθρωτικών μέτρων 4. Τα χωρικά διαρθρωτικά μέτρα είναι απαραίτητα αλλά όχι ικανά να ‘θεραπεύσουν’ τις κοινωνικές ανισότητες- το επιχείρημα της επιμέρους θεραπείας 5. Ο ρόλος της χωρικής αδικίας σχετικά με την κοινωνική αδικία εξαρτάται από τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές συνθήκες και σήμερα υπάρχουν τάσεις μείωσης και αύξησης της σημασίας της χωρικότητας- το επιχείρημα της ιστορικής εμπέδωσης Προσεγγίζοντας πιο προσεκτικά τις κυρίαρχες χωρικές εκφάνσεις της ανισότητας του Marcuse, ενώ η άνιση κατανομή των πόρων έχει αναλυθεί παραπάνω, εδώ αξίζει μια νήξη στον ακούσιο ή εκούσιο περιορισμό των κοινωνικών ομάδων Ο Wacquant (1997) συνοψίζει την έννοια του γκέτο συνδέοντας το με έναν αντι-πολεοδομικό λόγο και εξομοιώνει τον αντίκτυπο των συναθροίσεων των μειονοτήτων με αποκλίνουσα συμπεριφορά, περιθωριοποίηση και κοινωνική αποδιοργάνωση. Ο Wacquant (2008), συγκρίνοντας τη Γαλλία με την Αμερική, συγκλίνει στο σενάριο της «πολυχρωμίας (ουράνιο τόξο) της κατώτερης τάξης». Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η πολυ-εθνοτική σύνθεση του πληθυσμού στους τομείς της προωθημένης περιθωριακότητας, την οποία αποκαλεί «αντι-γκέτο», αντανακλά την ευρέως διαδεδομένη ανασφάλεια, τον κατακερματισμό των τάξεων και την ανικανότητα της τοπικής αντίστασης στις πολιτικές του χωρικού στιγματισμού και της ποινικοποίησης. Ωστόσο, από τη μεριά τους οι Αράπογλου και Μαλούτας υποστηρίζουν ότι μια τέτοια γενίκευση δεν είναι συμβατή ούτε με μεγάλης κλίμακας ποσοτικά στοιχεία ούτε με τις ειδικές τοπικές συνθήκες και τους πολιτισμούς που επικρατούν στις κοινότητες υποδοχής και φιλοξενίας των μεταναστών. (Arapoglou & Maloutas, 2011, σ. 3) Η αλλαγή είναι συνεχής, και ούτε η χωρική ούτε η κοινωνική αδικία μπορεί να αντιμετωπιστεί, αν δεν υπάρξει ιδιαίτερη προσοχή στα ιστορικά πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά αίτια όλων των μορφών αδικιών. Η αναγνώριση των χωρικών ανισοτήτων είναι απαραίτητη για την καταπολέμηση της θεσμοθετημένης καταπίεσης και των συγκεκαλυμμένων εξουσιαστικών ανισορροπιών. Παρόλο που εκ πρώτης όψεως φαίνεται εύκολη, εκδηλώνεται σε πολλαπλά επίπεδα και λαμβάνει πολλές μορφές ανάλογα με τη γεωγραφική κλίμακα αναφοράς. Ήδη έχουν αναφερθεί αρκετές προσεγγίσεις για τον προσδιορισμό των αδικιών στο χώρο, όπως είναι αυτή του Edward Soja που βασίζεται στη γεωγραφική κλίμακα και του Peter Marcuse αλλά και αρκετές απόψεις στην 49


50

_ Τι χαρακτηριστικά θα χρησιμοποιούσες για την _ Τι εμπόδια υπάρχουν στο _ Ποιος χρησιμοποεί το χώρο, περιγραφή του χώρου; φυσικό περιβάλλον; ποιος όχι και γιατί; _ Πως οι άνθρωποι είναι σε _ Τι μη ορατά, ιστορικά ή _ Πώς χρησιμοποιείται ο χώρος; θέση να συνεισφέρουν και να κοινωνικά εμπόδια διαχωρίζουν _ Τι ικανότητες εκφράζουν οι δημιουργούν στο χώρο αυτό; τους ανθρώπους; άνθρωποι εδώ; _ Τι μυνήματα και συμπεριφορές _ Τι ιστορική μνήμη έχει ο χώρος _ Τι μοναδικό παρουσιάζει η προδιαθέτει ο χώρος; και οι άνθρωποι; ιστορία και ο πολιτισμός της _ Τι αποτρέπει κάποιον από _ Τι συνδέει αυτό το χώρο με περιοχής; την πλήρη συμμετοχή στην άλλους; προσωπική και δημόσια ζωή;

Ερωτήσεις

Μετατόπιση των ευκαιριών Αδυναμία στην πρόσβαση και τη επιτυχίας και συνεισφοράς στο σύνδεση του ενός χώρου με τον χώρο άλλο

Χωρικός σύνδεσμος

Παραδείγματα

Κυρίαρχες μάχες, δικαίωμα κατάληψης, αυτονομία, ζωνοποίηση, νομαδισμός

Περιγραφή

Χωρική δύναμη

Σύνδεση με την ακίνητη Πως ένας δεδομένος χώρος περιουσία και τους πόρους Υστέρηση στη δυνατότητα να ζεις, δημιουργεί συνθήκες που ενός χώρου- σύνδεση με να εργάζεσαι, να βιώνεις το χώρο επιτρέπουν ή αποτρέπουν την περιβάλλουσες περιοχές και την ευκαιρία επιτυχίας στο χώρο υπόλοιπη πόλη

Χωρική απαίτηση

Κατηγορία

Κεφάλαιο Α

Κατηγοριοποίηση αδικιών όπως αποτυπώνονται στο χώρο

πηγή: (Bassett, 2013, σ. 6)_ UCLA’s Critical Planning – Urban Planning Journal, Volume 14, 2007, p. 15-16 (δική μου μετάφραση)


Χωρική δικαιοσύνη

προσπάθεια προώθησης της δημοκρατίας και της ισότητας για την κατάκτηση μιας πιο δίκαιης πόλης. Η σύνδεση μεταξύ της χωρικής απαίτησης, της δύναμης και των συνδέσεων μέσω της ‘αλληλεγγύης δια μέσου των διαφορών’ είναι ένας ακόμη τρόπος για την αναθεώρηση των αδικιών. Η χωρική απαίτηση, η χωρική δύναμη και οι χωρικές συνδέσεις είναι τρεις βασικές κατηγορίες ανισοτήτων, όπως αυτές αποτυπώνονται στο χώρο, βάσει της δημοσίευσης του UCLA’s Critical Planning Urban Planning Journal. Η ομαδοποίηση αυτή μαζί με την περιγραφή των κατηγοριών και την παράθεση παραδειγμάτων και διερευνητικών ερωτημάτων παρέχει ένα κριτικό υπόβαθρο στην ταυτοποίηση των χωρικών ανισοτήτων και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα στις συζητήσεις για τον αστικό σχεδιασμό. Η χρήση τους σε σχέση με την αστική ανάπλαση επαφίεται σε όσους καλούνται να συμμετάσχουν και γίνεται ζήτημα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων για τον εντοπισμό και την αναπαράσταση των αδικιών στο χώρο. (Bassett, 2013, σ. 6) (Critical Planning- Urban Planning Journal, 2007)

51


52


Α

7

Ερωτήματα προς σκέψη και δράση Συνολικά, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι τα τελευταία χρόνια που ενισχύεται το ενδιαφέρον γύρω από τα θέματα χωρικής δικαιοσύνης, δύο είναι οι κυρίαρχες κατευθύνσεις στις οποίες επικεντρώνονται οι θεωρίες των πολιτικών φιλοσόφων και των χωροτακτών- πολεοδόμων. Η μία περιλαμβάνει ζητήματα αναδιανομής, ενώ η δεύτερη εστιάζει στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Έχουν αναφερθεί ήδη οι απόψεις του Rawls για τη δίκαιη κατανομή των πόρων και οι σκέψεις του Harvey γύρω από τις συνθήκες που μπορεί να πραγματοποιηθεί η αναδιανεμητική διαδικασία και οι παράγοντες που την επηρεάζουν, αλλά τώρα θα εκδηλωθούν πιο πρακτικά στη σημερινή πραγματικότητα τα ζητήματα αυτά. Πιο συγκεκριμένα, η χωρική και κοινωνικοοικονομική διανομή προϋποθέτει την ισότιμη χωρική και γεωγραφική κατανομή των θέλω και των αναγκών της κοινωνίας. Αυτό συμπεριλαμβάνει παράγοντες, όπως η πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εκπαίδευση, ευκαιρίες εργασίας, όπως επίσης και σε καθαρό αέρα ή στην ποιότητα εδάφους. Η κατανομή αυτών των στοιχείων είναι ιδιαίτερα σημαντική σε περιοχές όπου ο πληθυσμός παρουσιάζει αδυναμία ή δυσκολία να μεταβεί σε μια πιο ‘δίκαιη’ περιοχή, χωρικά, εξαιτίας πολλών παραγόντων, όπως η διάκριση, η φτώχεια ή οι πολιτικοί περιορισμοί. Στον ‘Παγκόσμιο Βορρά’ παρατηρείται η αυξανόμενη τάση περιοριζόμενης πρόσβασης σε πολλούς χώρους (μαζική ιδιωτικοποίηση, ημι- ιδιωτικοποίηση δημόσιων χώρων). Σύμφωνα με αυτό τον τρόπο σκέψης, η πρόσβαση σε αυτά τα αγαθά και τις κοινωνικές ευκαιρίες είναι που καθιστά το δείκτη για το αν μια κατάσταση είναι δίκαιη ή όχι. (https://righttothecitymtl.wordpress.com/2012/08/15/urbanspatial-justice/) Από την άλλη πλευρά στην περίπτωση των διαδικασιών λήψεως αποφάσεων, διανοίγεται η δυνατότητα ανάλυσης και κατανόησης των αναπαραστάσεων του χώρου, των ταυτοτήτων (εδαφικών ή άλλων) και των κοινωνικών πρακτικών. Για παράδειγμα, αυτή η προσέγγιση επιτρέπει την κίνηση πέραν μιας οικουμενικής προσέγγισης στην οποία οι άνθρωποι ή οι λαοί αντιμετωπίζονται ως ένας και αυτός, ενώ διαγράφονται οι υπάρχουσες ανισότητες. Εστιάζοντας στη μειοψηφία ή τους περιθωριοποιημένους πληθυσμούς, σε αυτή την περίπτωση επιτρέπεται η διερεύνηση των χωρικών πρακτικών και επίσης του τρόπου βίωσης και διαχείρισής τους μαζί με άλλους παράγοντες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στην αποκάλυψη εμπειριών και σχηματισμών διάκρισης και καταπίεσης που σε άλλη περίπτωση θα είχαν παρακαμφθεί. 53


Κεφάλαιο Α

Στην διαδικασία αυτή της λήψεως αποφάσεων πολλές αλλαγές έχουν τελεστεί τα τελευταία χρόνια, επαναπροσδιορίζοντας τις σχέσεις εξουσίας και συμμετοχικότητας. Όλο και περισσότερες χώρες διαμορφώνουν «νέους μηχανισμούς για την προώθηση μιας πιο άμεσης εμπλοκής του πολίτη στις διαδικασίες της διακυβέρνησης, που κυμαίνονται από τη δημιουργία νέων αποκεντρωμένων θεσμών, σε μια ευρεία ποικιλία των συμμετοχικών και συμβουλευτικών διαδικασιών σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο πολιτικής». (Gaventa, 2002, σ. 11) Η έμφαση αυτή στην προώθηση των νέων μηχανισμών στοχεύει στις φτωχότερες συνήθως κοινωνικές ομάδες, δηλαδή σε εκείνες που συνήθως αποστερούνται των πόρων (οικονομικών, εκπαιδευτικών και πολιτικών) για την επιρροή των πολιτικών αποφάσεων, διαμορφώνοντας νέους πολιτικούς χώρους. (Gaventa, 2002, σ. 11) Η αποτελεσματικότητά τους όπως και οι βαθύτερες προθέσεις για τη διαμόρφωσή τους, ωστόσο, είναι υπό αμφισβήτηση πολλές φορές. Οι νέοι αυτοί χώροι, οι εύφοροι για τις διαδικασίες της συμμετοχικότητας, δεν είναι ουδέτεροι, όπως σημειώνει η Andrea Cornwall, αλλά διαμορφώνονται από τις σχέσεις εξουσίας που τους διακατέχουν. Πρόκειται δηλαδή για χώρους «κοινωνικά παραγόμενους» και όχι για ένα δοχείο της κοινωνικής ζωής σύμφωνα με τα λεγόμενα του Lefebvre, που αποτελεί ένα δυναμικό, ανθρωπίνως κατασκευασμένο μέσο ελέγχου, και ως εκ τούτου κυριαρχίας, εξουσίας. (Lefebvre, 1991, σ. 24) Για τον Gaventa το θέμα της συμμετοχικότητας έχει άμεση σχέση τόσο με το χώρο όσο και με την εξουσία και σε άρθρο του διερευνά τις σχέσεις που διαμορφώνονται μεταξύ τους. Παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον οι παρατηρήσεις του πάνω στους χώρους συμμετοχικότητας, και τα ερωτήματα που θέτει για τους τρόπους που δημιουργούνται, τους όρους συμμετοχής σε αυτούς και προς τίνος όφελος λειτουργούν. Εντοπίζει τριών ειδών χώρους που διαχωρίζονται ανάλογα με το πόσο ανοιχτοί είναι στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, τους ‘κλειστούς’, τους ‘χώρους με πρόσκληση’, και τους ‘δημιουργημένους’. Στην πρώτη κατηγορία συγκαταλέγονται χώροι στους οποίους η λήψη των αποφάσεων γίνεται σε κλειστό κύκλο, όπου απαιτείται προσπάθεια διάνοιξης τους για μεγαλύτερη συμμετοχή του κοινού, διαφάνεια και υπευθυνότητα. Στη δεύτερη κατηγορία χώρου, οι άνθρωποι προσκαλούνται από τα διάφορα είδη αρχών, την κυβέρνηση, υπερεθνικούς οργανισμούς ή μη κυβερνητικές οργανώσεις, να συμμετέχουν, ενώ τελικά, υπάρχουν και χώροι όπου οι κοινωνικοί φορείς απορρίπτουν τους υπόλοιπους και δημιουργούν αυτόνομους χώρους. «Οι χώροι αυτοί βρίσκονται συνέχεια σε μια δυναμική σχέση μεταξύ τους, ανοίγοντας και κλείνοντας μέσα από τους αγώνες για μετασχηματισμό και νομιμότητα. Ο δυναμικός μετασχηματισμός, βέβαια, των χώρων για τη συμμετοχική διακυβέρνηση πρέπει 54

Χώροι και Συμμετοχικότητα


Ερωτήματα για σκέψη και δράση

πάντοτε να αξιολογείται σε σχέση στους άλλους χώρους που τα περιβάλλουν». (Gaventa, 2006, σ. 26) Έτσι, σταδιακά αποκρυσταλλώνεται η ιδέα του δικαιώματος και της υποχρέωσης του ατόμου στη συμμετοχική διακυβέρνηση διεκδικώντας όλο και περισσότερους χώρους έκφρασης και τη διάνοιξη κλειστών και αδιαφανών διαδικασίων. Όλα αυτά, λοιπόν, βασίζονται στις νέες σκέψεις υποστήριξης της αξίας της συμμετοχικότητας ως θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη και τον προσδιορισμό των αρχών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων «όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα στη συμμετοχή και την πρόσβαση πληροφοριών σχετικά με τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που επηρεάζουν τη ζωή και την ποιότητα ζωής. Οι προσεγγίσεις γύρω από τα δικαιώματα απαιτούν ένα υψηλό επίπεδο συμμετοχής από τις κοινότητες, τις αστικές κοινωνίες, τις μειονότητες, τις γυναίκες, τους νέους και άλλες ομάδες». (http://www.unfpa.org/resources/human-rights-principles) Ειδικά, σήμερα που τα κρούσματα φτώχειας εντείνονται, το δικαίωμα στη συμμετοχικότητα επιτρέπει στα άτομα να αναπτύσσονται ως αυτόνομες οντότητες και να ορίζουν τις συνθήκες ζωής και «τη μοίρα τους, καθώς αποτελεί ευκαιρία να αντιπαραταχθούν και να αποδοκιμάσουν τις ανισότητες, το διαχωρισμό και το στιγματισμό» (Sepulveda, 2013)

55


56


Κεφάλαιο Β Κοινωνικο-χωρικός διαχωρισμός

57


58


Β

1

Κοινωνικο- χωρικός διαχωρισμός Τα τελευταία χρόνια ολοένα και πιο έντονα εξελίσσεται η συζήτηση γύρω από το διαχωρισμό από κοινωνικούς αναλυτές, πολεοδόμους και γεωγράφους, ως μια έκφανση των χωρικών ανισοτήτων. Παρατηρείται έντονος συσχετισμός και σύνδεση του θέματος της δικαιοσύνης και των ανισοτήτων με το χώρο όπως είδαμε μέχρι τώρα, αλλά και της χωρικής δικαιοσύνης με ζητήματα διαχωρισμού και διανεμητικών ανισοτήτων, όπως θα φανεί στη συνέχεια. Πιο συγκεκριμένα, λοιπόν, παρακάτω επιχειρείται μια προσπάθεια προσέγγισης των ζητημάτων του χωρικού διαχωρισμού και των διανεμητικών ανισοτήτων σε θεωρητικό πλαίσιο αρχικά, ως μορφών των χωρικών ανισοτήτων, και έπειτα μια αναφορά στον εφαρμοσμένο προσδιορισμό και τη μέτρηση του διαχωρισμού. Στόχος αυτής της προσέγγισης είναι η κατανόηση των φαινομένων και των απόψεων σε διεθνές επίπεδο γύρω από το θέμα του διαχωρισμού, ως υποστήριξη και θεωρητικό υπόβαθρο των θέσεων του επόμενου κεφαλαίου, για τις διανεμητικές ανισότητες στις υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης στους δήμους της Αττικής και τον κοινωνικό και οικονομικό διαχωρισμό συγκεκριμένων εξ αυτών δήμων. Αρχικά, ο χωρικός διαχωρισμός αποτελεί ένα από τα παραδείγματα χωρικών ανισοτήτων που είτε επιβάλλεται από τα πάνω είτε γεννάται από τη διαδικασία λήψης αποφάσεων από τα κάτω. (Soja E. W., 2010, σ. 54) Ο διαχωρισμός ή ο περιορισμός συγκεκριμένων πληθυσμών σε συγκεκριμένες περιοχές συνδέεται άμεσα με την παραγωγή και την έκφραση των χωρικών ανισοτήτων και αποτελεί «αναπόσπαστο κομμάτι της χωρικότητας της αδικίας και της αδικίας της χωρικότητας». Πρόκειται για ένα πολύπλοκο ζήτημα λόγω της αλληλεπίδρασης ενδογενών και εξωγενών παραγόντων και των πολυσύνθετων σχέσεων ανάμεσα στις «γεωγραφίες της επιλογής και τις γεωγραφίες των προνομίων». (Soja E. W., 2010, σ. 55) Η έκφραση του διαχωρισμού

Ο διαχωρισμός φαίνεται να είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της παραγωγής και της αστικοποίησης των ανισοτήτων, δρώντας ως το αποτύπωμά τους στην επιφάνεια του εδάφους της πόλης. Γενικά, διατυπώνονται απόψεις ότι δεν είναι όλες οι μορφές διαχωρισμού άδικες και ότι πολλές φορές πρόκειται για έναν «εθελοντικό και ευεργετικό (οικιστικό συνήθως) διαχωρισμό» κατά τον οποίο οι άνθρωποι με παρόμοια χαρακτηριστικά επιλέγουν να ζουν μαζί για την ενίσχυση της κοινής τους ταυτότητας και την ικανοποίηση κοινών αναγκών και επιθυμιών. Ωστόσο, άλλες φορές πραγματοποιείται ως επιτακτική επιβολή από τις ηγετικές δυνάμεις για την υποδούλωση και τον έλεγχο συγκεκριμένων περιοχών και κοινωνικών ομάδων, ή διαφορετικά, λιγότερο επιτακτικά ως «καταπιεστικό 59


Κεφάλαιο Β

παραπροϊόν της άναρχης ελευθερίας των επιλογών λειτουργώντας εντός των επίμονων χωρικών δομών του πλεονεκτήματος». (Soja E. W., 2010, σ. 55) Επικεντρωνόμενοι στην προσέγγιση του χωρικού διαχωρισμού, ο όρος σήμερα χρησιμοποιείται ευρέως για την περιγραφή της κοινωνικής διαίρεσης της πόλης. (Roncayolo, 1972; Lehman-Frisch, 2011, σ. 70) Από μία γλωσσολογική προσέγγιση, ο όρος στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται ως ‘segregation’, από το λατινογενές ρήμα ‘segregare’, που σημαίνει ‘το να διαχωρίζεις ένα ζώο από την αγέλη του’. Μεταφερόμενη ως έννοια στο γενικό πλαίσιο της πόλης αναφέρεται σε μια εσκεμμένη πράξη διαχωρισμού μιας ομάδας από τις υπόλοιπες, ενώ παλαιότερα χρησιμοποιήθηκε εκτενώς σε αναφορές σχετικά με τα εβραϊκά γκέτο στην Ανατολική Ευρώπη ή το απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής προσδιορίζοντας στοιχεία διάκρισης. (Lehman-Frisch, 2011, σ. 70)

Ορίζοντας το διαχωρισμό

Σύμφωνα με μια άλλη θεωρητική προσέγγιση, αυτή του Mats Franzén, ο διαχωρισμός είναι σχετικός με το χωρισμό ανθρώπων και δραστηριοτήτων σε έναν ορισμένο χώρο, ο οποίος διαγράφει την απόσταση ανάμεσα στις διαχωρισμένες ομάδες και ταυτόχρονα εμπλέκεται στη σύνθεση του χωρισμού. Για την κατανόηση του φαινομένου, κατά το Franzén, απαιτείται η μελέτη του τρόπου συνάφειας των κοινωνικών και χωρικών διαφοροποιήσεων, πράγμα δύσκολο βέβαια λόγω της εσωτερικής μεταβαλλόμενης σχέσης τους. Ένα σημαντικό προσδιοριστικό του φαινομένου είναι ότι οι κοινωνικές διαφορές είναι κάθετες και ως εκ τούτου σχετίζονται με ζητήματα εξουσίας. (Franzén, 2009, σ. 1) Ουσιαστικά, λοιπόν, για αυτόν ο διαχωρισμός είναι η χωρική διάκριση των ομάδων του πληθυσμού με βάση π.χ. την τάξη, την εθνικότητα ή τη θρησκεία, και τον συνδέει με σχέσεις εξουσίας μεταξύ των διαχωρισμένων ομάδων, καθιερώνοντας μια σχέση ιεραρχίας μεταξύ τους. Συνεπώς, ο διαχωρισμός σχετίζεται με την υπεροχή και τη μειονεκτικότητα, την ανωτερότητα και την κατωτερότητα, το στιγματισμό ή (ομαλή συμβίωση) την επιδοκιμασία των διαχωρισμένων ομάδων. (Franzén, 2008; Olander, 2014, σ. 54) Από την άλλη, ο Massey και η Denton δεν επικεντρώνονται στην ιεραρχική διαφοροποίηση των ομάδων και ορίζουν το διαχωρισμό ως εξής: «Ο χωρικός, οικιστικός, ή απλά, διαχωρισμός (segregation) είναι η κατάσταση ή η διαδικασία με την οποία διαφορετικές ομάδες ανθρώπων (οριζόμενες με διάφορα κριτήρια, π.χ. εθνοτικά, κοινωνικά, κτλ.) εγκαθίστανται σε διαφορετικές οικιστικές περιοχές και ζουν χωριστά η μία από την άλλη».(Massey & Denton, 1988) Αλλά ο διαχωρισμός, ανεξάρτητα από τον τρόπο ορισμού του από τους διάφορους ακαδημαϊκούς κύκλους, πάνω από όλα είναι μια διαδικασία και απαιτεί προσδιορισμό σε ένα συγκεκριμένο συναφές χωρικό και χρονικό πλαίσιο. Για την κατανόηση της αδικίας που εμπεριέχει μπορούμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Thomas Schelling (1980) εντοπίζοντας τρεις κύριες κατηγορίες διαδικασιών που απορρέουν σε φαινόμενα διαχωρισμού. Αρχικά, η πρώτη προκύπτει 60

Διαδικασίες έκφρασης του διαχωρισμού


Κοινωνικο-χωρικός διαχωρισμός

εσκεμμένα, συμπεριλαμβάνοντας εκ προθέσεως πράξεις διάκρισης. Έπειτα, η δεύτερη προέρχεται από βασικές κοινωνικοοικονομικές δυνάμεις, ενώ η τρίτη είναι αποτέλεσμα ατομικών αποφάσεων. Φυσικά, αυτές οι τρεις κατηγορίες δε λειτουργούν κατά αποκλειστικότητα η καθεμία και μπορούν να συνδυαστούν για την επεξήγηση του διαχωρισμού. Κάποια παραδείγματα διαχωρισμένων κοινοτήτων μπορεί να αποτελούν αποτέλεσμα ταυτόχρονης ύπαρξης του συνδυασμού δύο ή και των τριών αυτών διαδικασιών. (Lehman-Frisch, 2011, σ. 72) Εδώ επανέρχεται το ερώτημα αν ο διαχωρισμός είναι όντως μια άδικη διαδικασία και πως κρίνεται το δίκαιο και το άδικο στη διαδικασία του διαχωρισμού. Ο Soja αναγνωρίζει ότι δεν είναι όλοι οι διαχωρισμοί άδικοι, αλλά εξαρτάται από τον τρόπο διαμόρφωσης των διαχωρισμένων κοινοτήτων και τη σχέση τους με τις περιβάλλουσες περιοχές. (Soja E. W., 2010, σ. 55) Αρκετές προσπάθειες ανάλυσης της σχέσης ανάμεσα στο διαχωρισμό και τις χωρικές ανισότητες στην πόλη έχουν αναπτυχθεί, λίγες όμως πραγματοποιούνται με πρακτικό τρόπο. Εξαίρεση αποτελεί το άρθρο της Sonia Lehman-Frisch, το οποίο εξετάζει το βαθμό αδικίας των διαδικασιών που οδηγούν σε χωρικό διαχωρισμό και σύμφωνα με ποια κριτήρια οι διαδικασίες αυτές είναι άδικες. Έπειτα, εντρυφά σε διαχωρισμένες, αποστερημένες γειτονιές με στόχο την επανεκτίμηση των χωρικών αιτιών των αδικιών που υπόκεινται οι κάτοικοι, ενώ στο τέλος θέτει κι αυτή ερωτήματα γύρω από το αν όλοι οι διαχωρισμοί είναι άδικοι, εντοπίζοντας τη σημασία της ποικιλομορφίας στη ‘δίκαιη πόλη’. (Lehman-Frisch, 2011, σ. 71) Όσον αφορά τώρα κάποια γενικά στοιχεία για το φαινόμενο, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο διαχωρισμός βάσει κοινωνικών ή οικονομικών κριτηρίων εντοπίζεται περισσότερο στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ενώ ο εθνοτικός στις Ηνωμένες Πολιτείες, αποτελώντας αντικείμενο μελέτης στις αντίστοιχες σχολές. Ενώ είναι εύκολα να διαφανεί το μοτίβο του εθνοτικού διαχωρισμού των ΗΠΑ, στην Ευρώπη οι μορφές με τις οποίες αποτυπώνεται ο κοινωνικός διαχωρισμός είναι αρκετά πιο πολύπλοκες. Η αντίθεση αυτή διαφαίνεται αντίστοιχα λόγω των διαφορετικών συστημάτων αστικής ανάπτυξης των δύο περιοχών: της καπιταλιστικής αστικοποίησης σε συνθήκες tabula rasa από τη μία και από την άλλη της ταχείας αστικοποίησης της προ-καπιταλιστικής ευρωπαϊκής πόλης πάνω σε ένα πολύπλοκο κοινωνικά μεικτό πλαίσιο. (Arapoglou & Maloutas, 2011, σ. 1) Επιπλέον, καθοριστικός είναι ο ρόλος της προαστιοποίησης στην ανάπτυξη των αμερικανικών μητροπόλεων που παράγει πιο ομογενείς κοινωνικά και εθνοτικά οικιστικούς χώρους από την πιο συμπαγή ανάπτυξη των ευρωπαϊκών πόλεων. Παρόλα αυτά βέβαια, η άκρατη προαστιοποίηση επιφέρει ένα είδους φιλτράρισμα των κατοίκων, καθώς οι περιοχές του κέντρου είναι πιο προσιτές οικονομικά για τον πιο φτωχό πληθυσμό (γεγόνός που ίσχυε παλιότερα περισσότερο, αλλά όχι πλέον και σε καθολικό βαθμό), ενώ η περιφερειακή ανάπτυξη εκτοξεύει την εμπορική αξία της γης και των υποδομών στα προάστια, οδηγώντας μακροπρόθεσμα στη διαμόρφωση πρακτικών αστικής αναδόμησης στο 61


Κεφάλαιο Β

κέντρο. Οι πρακτικές αυτές, που γίνονται εμφανείς ήδη από το 1980, μπορεί να θεωρηθούν παράγοντες συμβολής σε φαινόμενα διαχωρισμού, καθώς πολλές φορές προαπαιτούν τη μετακίνηση των μειονεκτουσών ομάδων του κέντρου και τη διασπορά τους σε περιοχές της περιφέρειας. Πιο συγκεκριμένα τα φαινόμενα αυτά στην περίπτωση της Αθήνας θα τα δούμε παρακάτω στην ιστορική εξέλιξη της πόλης τους τελευταίους δύο αιώνες Πέραν όμως από την ενότητα του διαχωρισμού ο Soja επισημαίνει τις διανεμητικές ανισότητες ως μια άλλη έκφραση της χωρικής αδικίας, ειδικά όταν η έμφαση δίνεται στα αποτελέσματα πάνω στη γεωγραφία και όχι στις διαδικασίες που τις παράγουν. Παραθέτοντας παραδείγματα διανεμητικών ανισοτήτων που αναφέρονται στις βασικές ανάγκες της αστικής ζωής και της κάλυψής τους από κοινωνικές υπηρεσίες, διαπιστώνει το αναπόφευκτο της διαμόρφωσης χωρικών ανισοτήτων εξαιτίας της διαφορετικότητας των σχετικών τόπων και των αποστάσεών τους προς τους ‘καταναλωτές’ από τη μία και των χωρικών αποφάσεων των ατόμων που παράγουν τις υπηρεσίες από την άλλη. Επίσης, διαπιστώνει ότι οι διανεμητικές ανισότητες επιδρούν σε όλες τις βασικές ανάγκες της αστικής ζωής του ατόμου (από της ζωτικής σημασίας δημόσιες υπηρεσίες της εκπαίδευσης, της συγκοινωνίας, της αστυνόμευσης και της αποτροπής εγκλημάτων μέχρι τις πιο ιδιωτικές ανάγκες της στέγασης, της τροφής και της εργασίας) με αποτέλεσμα την αυτό- διαιωνιζόμενη διαπλοκή των χωρικών ανισοτήτων που, βέβαια, αφού ξεπεράσουν ένα επίπεδο ανοχής θεωρούνται ξεκάθαρη παραβίαση των βασικών αστικών δικαιωμάτων. (Soja E. W., 2010, σ. 47) Οι διανεμητικές ανισότητες στις παροχές υπηρεσιών και ο χωρικός διαχωρισμός περιοχών αποτελούν, λοιπόν, δύο διαφορετικές εκφάνσεις των γενικότερα γνωστών χωρικών ανισοτήτων και συνδυαστικά συντελούν στην κατάφορη καταπάτηση των δικαιωμάτων του ατόμου. Με βάση την ενασχόληση του Soja και τις παρατηρήσεις του για τις διανεμητικές ανισότητες στις υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης, η εργασία στη συνέχεια της θα επικεντρωθεί στο κομμάτι αυτό της άδικης κατανομής των κοινωνικών υπηρεσιών στους δήμους της Αττικής και τον κοινώς γνωστό κοινωνικό και οικονομικό διαχωρισμό συγκεκριμένων δήμων, προσδιορίζοντας τα στοιχεία του αστικού διαχωρισμού και διερευνώντας το συσχετισμό της κατανομής των υπηρεσιών αυτών ανάλογα με εισοδηματικά και οικονομικά δεδομένα του δήμου.

62


Β

2

Δείκτες μέτρησης

i. Δείκτες μέτρησης διαχωρισμού

Όσον αφορά τώρα πιο πρακτικά ζητήματα, πολλές προσπάθειες έχουν πραγματοποιηθεί σε ακαδημαϊκό επίπεδο για την κατανόηση και τον ‘υπολογισμό’ του κοινωνικοχωρικού διαχωρισμού. Ωστόσο είναι ιδιαίτερα δύσκολος ο προσδιορισμός ενός δείκτη καταμέτρησης του διαχωρισμού καθώς παρουσιάζεται μεγάλο κενό ανάμεσα στην κατανόηση του διαχωρισμού ως έναν ακαδημαϊκό, τεχνικό όρο (εντοπίζοντας μια κλίμακα έντασης του διαχωρισμού) και της πραγματικής καθημερινής του έννοιας, ενώ παράλληλα οι εμπλεκόμενοι παράγοντες είναι πολλοί και αλλάζουν στο χώρο και τον τόπο. Επίσης, δεν είναι εύκολος ο προσδιορισμός του ποιος ή τι διαχωρίζεται και πολλές φορές ο τρόπος ως προς τον οποίο διαχωρίζεται είναι διαφορετικός. Η ιστορία της μέτρησης του διαχωρισμού ξεκινά τις δεκαετίες του ‘40 και του ‘50. Οι Duncans (1950) προσδιορίζουν δύο όρους μέτρησης του διαχωρισμού που δεν επηρεάζονται από τα διαφορετικά μεγέθη των οποιωνδήποτε δύο ομάδων που συγκρίνονται, τον δείκτη Gini και τον δείκτη ανομοιομορφίας (ID). Ο πρώτος είναι ο δείκτης μέτρησης της ανισότητας της κατανομής στα οικονομικά (για παράδειγμα, το 10% των πλουσιότερων ανθρώπων μιας περιοχής κατέχουν του 80% του πλούτου της περιοχής αυτής), ενώ ο δεύτερος δείκτης δίνει μια παρόμοια ερμηνεία, προσδιορίζοντας την χωρική ανισότητα, τη σχέση δηλαδή του διαχωρισμού και της ομοιομορφίας ή της ανομοιομορφίας, μετρώντας το ποσοστό διαφοράς στην κατοικία ανάμεσα σε δύο ομάδες στην πόλη σε μια κλίμακα από το 0 έως το 100. Πρόκειται για έναν οδηγό, όχι για επεξήγηση του φαινομένου, προτείνοντας το ποσοστό της κάθε ομάδας που θα έπρεπε να μετακινηθεί από τις περιοχές κατοίκησής της για να εξισορροπηθεί η κατανομή στις περιοχές μελέτης. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαγνωστικό μέσο, ως μέσο πρόβλεψης για μελλοντικές καταστάσεις, αλλά και ως ένα εργαλείο ανάλυσης για την κατανόηση της δυναμικής των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. (Peach, 2007, σ. 4) Στη δεκαετία του ’80, ο δείκτης P* του Lieberson αποτελεί το βασικό κανόνα και στη δεκαετία του ’90 οι διαδικασίες μετρήσεων επεκτάθηκαν από τον Massey και την Denton, ενώ τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται μια νέα προσέγγιση από τους Poulsen, Johnston και Forrest (δείκτης PJF). Όλοι οι πρώτοι δείκτες έχουν το κοινό ότι είναι δυαδικά μέτρα, και παρουσιάζονται σε δυαδικές σχέσεις, ενώ οι τελευταίες προσεγγίσεις προσπαθούν να ανατρέψουν αυτή την κατεύθυνση, εισάγοντας νέα στοιχεία και παράγοντες επιρροής. Ο Lieberson ανέδειξε το δείκτη απομόνωσης P* που είναι ο βαθμός κοινωνικής και πολιτισμικής έκθεσης και η διαφορά του σε σχέση με τον δείκτη 63


Κεφάλαιο Β

ανομοιομορφίας (ID) είναι η ασυμμετρία του. Για να γίνει πιο σαφές, ενώ για το δείκτη ανομοιομορφίας (ID) ο διαχωρισμός των ομάδων Α και Β είναι ίδιος με αυτόν του διαχωρισμού των ομάδων Β και Α, ο δείκτης απομόνωσης P* είναι διαφορετικός. Η έκθεση της μικρότερης ομάδας ως προς τη μεγαλύτερη είναι πιο σημαντική από την αντίστροφη έκθεση. Αν για παράδειγμα σε μια πόλη το ποσοστό μιας ομάδας Α είναι 90% και της ομάδας Β 10%, τότε η ομάδα Β είναι πολύ πιο εκτεθειμένη στην Α και αντίστροφα. (Peach, 2007, σ. 6) Τέλος, αποδίδει έναν ενδιαφέροντα ορισμό για την αφομοίωση. «Η αφομοίωση λαμβάνει χώρα όταν δεν είναι πλέον δυνατό να προβλεφθεί τίποτα για ένα άτομο ή μια ομάδα βάσει της εθνοτικής καταγωγής τους, καθώς είναι όπως κάθε μέλος του πληθυσμού στο σύνολό του». (Lieberson, 1963) Περνώντας στη δεκαετία του 2000 οι Poulsen, Johnston και Forrest (δείκτης PJF) αμφισβητούν τη χρήση των δεικτών αυτών, αντιπροτείνοντας έναν δικό τους δείκτη, ενώ την ίδια εποχή ο Gorard προτείνει το δείκτη Διαχωρισμού με ισχυρά αναλλοίωτη σύνθεση. Αυτό σημαίνει ότι αν το σχετικό μέγεθος μιας υποομάδας αλλάξει, ή αν δύο ή περισσότερες υποομάδες μεταβληθούν το ίδιο το δείκτης S παραμένει ο ίδιος. Για τον υπολογισμό του χρησιμοποιείται η διαφορά ανάμεσα στο ποσοστό μιας συγκεκριμένης ομάδας σε μια μόνο υπο- περιοχή και το ποσοστό όλων των μελών της ομάδας στην ίδια περιοχή. Είναι παρόμοιος με το δείκτη ανομοιομορφίας, παρουσιάζοντας ως επί το πλείστον τις ίδιες ιδιότητες και οδηγεί σε συγκρίσιμα αποτελέσματα σε πολλές περιπτώσεις της καθημερινής ζωής. Η βασική τους διαφορά είναι ότι ο δείκτης ανομοιομορφίας συγκρίνει μεταξύ τους τα ποσοστά δύο ομάδων σε μια περιοχή, ενώ ο δείκτης διαχωρισμού συγκρίνει το ποσοστό της ομάδας με το συνολικό πληθυσμό σε αυτή την περιοχή. (Taylor, Gorard, & Fitz, 2000) Ωστόσο, στην παρούσα εργασία δε θα πραγματοποιηθεί ανάλυση και ii. Δείκτες αποστέρησης και υπερπληθυσμού προσδιορισμός του διαχωρισμού βάσει των δεικτών που προανεφέρονται, για τον εντοπισμό του χωρικού διαχωρισμού στην περίπτωση της Αθήνας. Κυρίως θα διαδραματίσουν ρόλο η ποσοτική καταγραφή των υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης κτιριολογικά στους επιλεγμένους δήμους, η κατανομή τους στο χώρο του κάθε δήμου και η δυνατότητα προσβασιμότητάς τους, σε σχέση με τους δείκτες αποστέρησης (deprivation) και τους δείκτες υπερπληθυσμού (overcrowding). Αρχικά, η αποστέρηση (deprivation) προκαλείται λόγω της έλλειψης πόρων όλων των ειδών, όχι μόνο οικονομικών, και θα μπορούσε να οριστεί με έναν ευρύ τρόπο για να καλυφτεί ένα ευρύ φάσμα πτυχών των συνθηκών διαβίωσης ενός ατόμου. (McLennan, Barnes, Noble, Davies, Garratt, & Dibben, 2011, σ. 8) Ο δείκτης πολλαπλής αποστέρησης είναι ένας τρόπος μέτρησης της έλλειψης πόρων κάθε είδους για μικρής κλίμακας περιοχές. Βασίζεται σε σαφώς αναγνωρίσιμους και διαχωρισμένους τομείς της αποστέρησης, για άτομα που ζουν σε μια περιοχή. Εντοπίζονται πολλά πεδία ορισμού της αποστέρησης στα οποία 64


Δείκτες μέτρησης

μπορούν να κατατάσσονται οι άνθρωποι ανάλογα με το βαθμό και τον τύπο της αποστέρησης που βιώνουν. Ο συνολικός δείκτης αποστέρησης διαμορφώνεται ως το σταθμισμένο άθροισμα (σταθμικός μέσος) ειδικών στοιχείων ή πεδίων όπως αυτά καταμετρώνται στην κάθε χώρα ξεχωριστά, ανάλογα με το βιοτικό επίπεδο και το βαθμό εμβάθυνσης της έρευνας στην κάθε περιοχή. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, από τις αρχές του 2000 εντοπίζονται αρκετές μελέτες προσδιορισμού του δείκτη αποστέρησης, οι οποίες εξελίσσονται περιοδικά. Έτσι, η πιο πρόσφατη τεχνική έκθεση του 2011 σημειώνει επτά πεδία χαρακτηρισμού της αποστέρησης, κάθε ένα από τα οποία εμπεριέχει διάφορους δείκτες προσδιορισμού. Τα πεδία αυτά ορισμού είναι: 1. Αποστέρησης του εισοδήματος 2. Αποστέρησης της εργασίας 3. Αποστέρησης της υγείας και η αναπηρία (ανικανότητα) 4. Αποστέρησης της μόρφωσης, της εκπαίδευσης και της γνώσης 5. Εμπόδια στη στέγαση και τις υπηρεσίες 6. Εγκλήματος 7. Αποστέρησης του ζωτικού περιβάλλοντος Φτώχεια και αποστέρηση

Η συζήτηση για το γενικό προσδιορισμό του όρου της φτώχειας και της αποστέρησης στο Ηνωμένο Βασίλειο ξεκινά ήδη από το 19ο αιώνα, αλλά πιο πρακτικά τη δεκαετία του 1970 ο Townsend αποδίδει τον εξής ορισμό για τη φτώχεια: «Άτομα, οικογένειες και ομάδες θεωρούνται φτωχά αν στερούνται τους πόρους για τη διατροφή, τη συμμετοχή σε δραστηριότητες, τις συνθήκες διαβίωσης και τις ανέσεις στις οποίες έχουν συνηθίσει, ή τουλάχιστον αυτές που είναι ευρέως αποδεκτές στις κοινωνίες που ζουν». (Townsend, 1979, σ.31) Σε άλλο άρθρο του ο ίδιος ορίζει την αποστέρηση όταν «οι άνθρωποι στερούνται τη διατροφή, το ρουχισμό, την κατοικία, τις εγκαταστάσεις οικιακής χρήσης, τα καύσιμα, τις περιβαλλοντικές, εκπαιδευτικές, επαγγελματικές και κοινωνικές συνθήκες, δραστηριότητες και εγκαταστάσεις στις οποίες είναι συνηθισμένοι…» (Townsend, 1987, σ.125-126). Έτσι, τελικά, φαίνεται ότι η φτώχεια σχετίζεται άμεσα με την έλλειψη των οικονομικών πόρων για την κάλυψη των αναγκών των ανθρώπων, ενώ η αποστέρηση σχετίζεται με την έλλειψη κάθε είδους πόρου, όχι μόνο οικονομικού, και ορίζεται με έναν ευρύτερο τρόπο για να συμπεριλάβει ένα ευρύ φάσμα πτυχών των συνθηκών διαβίωσης ενός ατόμου. Παρόλο που ο αρχικός ορισμός του Townsend για την πολλαπλή αποστέρηση και τους κύριους τύπους της αναφέρεται στο άτομο ή σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων, αργότερα οι βασικές του προσεγγίσεις τροποποιούνται και επεκτείνονται ώστε να αναφέρονται σε ολόκληρες περιοχές. Έτσι, σήμερα, οι δείκτες αποστέρησης χρησιμοποιούνται σε ένα πολύ ευρύ φάσμα σκοπών, για την ταυτοποίηση περιοχών με υψηλά επίπεδα αποστέρησης ή περιοχών με ειδικά 65


Κεφάλαιο Β

θέματα, όπως θέματα υγειονομικής περίθαλψης. Η διαμόρφωση του δείκτη πολλαπλής αποστέρησης του 2010 για τη Βρετανία συμπεριλαμβάνει 6 στάδια: τον ξεκάθαρο ορισμό των πεδίων χαρακτηρισμού της αποστέρησης (όπως έχουν αναφερθεί ήδη), η επιλογή των κατάλληλων δεικτών για τη μέτρηση της διάστασης του κάθε πεδίου, η εκτίμηση λάθους, ο συνδυασμός των δεικτών για τη διαμόρφωση των πεδίων, δημιουργώντας ξεχωριστές βαθμολογίες τομέων, η κατάταξη των τομέων αυτών και η μετατροπή τους σε συγκεκριμένη εκθετική κατανομή, και τέλος ο συνδυασμός των εκθετικά τροποποιημένων αυτών πεδίων με την κατάλληλη βαρύτητα για τη διαμόρφωση του Δείκτη Πολλαπλής Αποστέρησης. (McLennan, Barnes, Noble, Davies, Garratt, & Dibben, 2011, σ. 13) Όσον αφορά τώρα έναν άλλο δείκτη που συσχετίζεται επικουρικά με τον προσδιορισμό των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων μίας περιοχής είναι ο ορισμός υπερπληθυσμού. Πρόκειται για έναν όρο κλειδί για την προσέγγιση της ποιότητας κατοίκησης, καθώς προσδιορίζει τον απαραίτητο χώρο που κρίνεται ικανός για αξιοπρεπή κατοίκηση. Ο δείκτης υπερπληθυσμού περιγράφει το ποσοστό των ανθρώπων που κατοικούν σε μια πολυπληθή κατοικία, προσδιοριζόμενος από τον αριθμό των δωματίων κάθε νοικοκυριού, το μέγεθος του νοικοκυριού, την ηλικία των μελών της οικογένειας και την οικογενειακή κατάστασή τους. Πολύ συγκεκριμένα το Eurostat θεωρεί ότι ένα άτομο κατοικεί σε συνθήκες υπερπληθυσμού αν η κατοικία δεν ανταποκρίνεται στα κατώτερα όρια αριθμών δωματίων, που τα προσδιορίζει ως εξής: (http://ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/index.php/Housing_statistics) | 1 δωμάτιο ανά νοικοκυριό | 1 δωμάτιο ανά ζευγάρι σε ένα νοικοκυριό | 1 δωμάτιο ανά ένα άτομο ηλικίας άνω των 18ετών | 1 δωμάτιο ανά ζευγάρι ατόμων του ίδιου φύλου ηλικίας από 12 έως 17 ετών | 1 δωμάτιο ανά άτομο ηλικίας από 12 έως 17 ετών | 1 δωμάτιο ανά ζευγάρι παιδιών ηλικίας κάτω των 12ετών. Σύμφωνα με τον οικιστικό νόμο της Αγγλίας ορίζονται λίγο διαφορετικά δύο άλλοι τρόποι για τον υπολογισμό των συνθηκών υπερπληθυσμού. Ο ένας είναι μέσω του αριθμού των δωματίων που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι, δηλαδή το πρότυπο των δωματίων, και ο δεύτερος είναι μέσω του υπολογισμού του χώρου σε μια κατοικία και του αριθμού των ατόμων που κατοικούν σε αυτό το χώρο, το πρότυπο του χώρου. Ο υπολογισμός του υπερπληθυσμού εκ του νόμου της Αγγλίας για το ελάχιστο όριο του ελάχιστου αριθμού δωματίων ανά άτομο είναι αρκετά πιο αυστηρός από ότι του Eurostat και εντάσσει την έννοια του προσδιορισμού της ελάχιστης επιφάνειας που θεωρείται επαρκής για μια οικογένεια. Σύμφωνα με αυτά τα κριτήρια η επιφάνεια αυτή ορίζεται στο διάστημα των 6.5-8.4 m2 ανά 66


Δείκτες μέτρησης

άτομο και των 10.2 m2 για 2 άτομα. (http://england.shelter.org.uk/get_advice/repairs_and_bad_conditions/common_problems/overcrowding) Συνολικά, αναφορικά με την οικιστική αποστέρηση πρέπει να ληφθούν υπόψη κάποια από τα μέτρα προσδιορισμού της, όπως είναι η έλλειψη μπάνιου ή τουαλέτας, ο βαθμός φωτεινότητας της κατοικίας ή οι κατασκευαστικές ατέλειες της στέγασης της κατοικίας, για τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης εικόνας για τις συνθήκες διαβίωσης και την ποιότητα κατοίκησης. Σύμφωνα με το Eurostat ο συνδυασμός του δείκτη αυτού αποστέρησης της στέγασης με τις συνθήκες υπερπληθυσμού αποτελεί το δείκτη σοβαρής αποστέρησης της κατοικίας. (http:// ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/index.php/Glossary:Severe_ housing_deprivation_rate) Τελικά, η αναφορά στους δείκτες διαχωρισμού, αποστέρησης και υπερπληθυσμού γίνεται με στόχο την υποστήριξη του θεωρητικού υποβάθρου της συνέχειας της εργασίας. Παρακάτω, σε πρώτο επίπεδο αναλύεται ο διαχωρισμός των δημοτικών ενοτήτων της Αττικής βάσει οικονομικών χαρακτηριστικών και έπειτα οι διανεμητικές ανισότητες των κοινωνικών υπηρεσιών στους αντίστοιχους δήμους. Ο βαθμός αποστέρησης της κατοικίας ή ο προσδιορισμός του υπερπληθυσμού αποτελούν στοιχεία χαρακτηριστικά, επιπλέον, για την κατανόηση των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων των συγκεκριμένων περιοχών και το συσχετισμό των δεδομένων μεταξύ τους.

67


68


Κεφάλαιο Γ Οι ανισότητες και ο διαχωρισμός στην περίπτωση της Αθήνας 69


70


Γ

1

Αναδρομή στην ανάπτυξη της Αθήνας Επικεντρωνόμενοι τώρα συγκεκριμένα στον τόπο της ελληνικής πρωτεύουσας και την ιστορική εξέλιξή της, στις αρχές του 20ου αιώνα η Αθήνα παρουσιάζει μορφή αρκετά πολωμένης κοινωνικά περιοχής. Αρχικά, ήδη πριν από την πρώτη προσπάθεια του Κλεάνθη και Schaubert να διαμορφώσουν το πρώτο ρυμοτομικό της σύστημα η νεοσύστατη τότε πρωτεύουσα των Αθηνών παρουσιάζει χωρικές διαφοροποιήσεις και διακρίσεις οι οποίες οφείλονται στον καταμερισµό και το διαχωρισμό των παραγωγικών τομέων στο ανατολικό και δυτικό τµήµα του λεκανοπεδίου και κατ’ επέκταση στις διαφορές των οικονομικών απολαβών των κατοίκων τους. (Καρύδης, 2008, σ. 53) Το στοιχείο αυτό ενισχύεται μετά τη μαζική εγκατάσταση των Μικρασιατών προσφύγων στην Αθήνα, οδηγώντας παράλληλα στην άναρχη δόμηση πολλών γειτονιών και την επέκταση της πόλης προς πάσα κατεύθυνση. Ακόµη και σήμερα τα στοιχεία αυτής της επέκτασης μπορούν να προσδιοριστούν στο χάρτη της πόλης, αλλά και στη διπλή όψη της. Κοινωνικός και οικονομικός διαχωρισμός

Σύμφωνα µε το Μαλούτα, όμως, από τις αρχές του 1900 η κοινωνική πόλωση τείνει να μειωθεί, εξασθενώντας τα ισχυρά όρια που έχουν οριστεί στον αστικό ιστό. Τρεις περίοδοι συντελούν σε αυτή τη μείωση και την άμβλυνση του κοινωνικού διαχωρισμού. Καταρχήν, η εγκατάσταση των προσφύγων το 1920 στο κέντρο της Αθήνας και η αναγκαιότητα επίλυσης του προβλήματος της στέγασής τους διαμορφώνει συνθήκες τέτοιες ώστε η μεσαία και λαϊκή τάξη να ελέγχει μεγάλο μέρος της αστικής περιοχής, ιδιαίτερα στην περιφέρεια της πόλης. Η κατανομή της αστικής γης και ο οικιστικός τομέας αυτή την περίοδο συνεισφέρει δραστικά στην αναστολή του προλεταριανισμού και της κοινωνικής και χωρικής πόλωσης γενικά. Έπειτα, η μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίζεται από την επέκταση του δημόσιου τομέα εργασίας. Πρόκειται για µια προσπάθεια για κοινωνική και πολιτική σταθεροποίηση και αναβάθμιση µέσω βελτιωμένης κοινωνικής κινητικότητας, στοιχείο που λειτουργεί κατά της πόλωσης στις κοινωνικές δομές. Τέλος, από τα μέσα του 1960 έως τα τέλη του 1970 πραγματοποιείται µια αναπροσαρμογή: η αύξηση στον αριθμό των νέων µη χειρωνάκτων εργαζομένων του τριτογενούς τομέα δημιουργεί ζήτηση για κατοικία που ολοένα και αυξάνεται στην αγορά, όπου η παροχή ωθείται από ένα νέο σύστημα οικιστικής παραγωγής. Ωστόσο, μετά το 1980 ο διαχωρισμός τείνει να ξανααυξηθεί και επιδεινώνεται από την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. (Maloutas, 1993, σσ. 234235) Περνώντας τώρα πιο συγκεκριμένα στο κομμάτι της Αθήνας αξίζει να αναφερθεί η πορεία της ελληνικής οικονομίας στο χρόνο και τη σχέση που 71


Κεφάλαιο Γ

διαμόρφωσε µε την εκπαιδευτική και την επαγγελματική καταξίωση των πολιτών καθορίζοντας τις σύγχρονες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Σε άρθρο τους ο Αράπογλου και ο Μαλούτας περιγράφουν χαρακτηριστικά αυτές τις κοινωνικές αλλαγές και τη σχέση τους µε τον κοινωνικό διαχωρισμό στην πορεία των τελευταίων δεκαετιών. Ξεκινώντας από τη μεταπολεµική περίοδο, τις δεκαετίες 1950-1990 παρατηρείται ένα παρατεταμένο κύμα κοινωνικής κινητικότητας, επιτρέποντας την πρόσβαση ενδιάμεσων επαγγελματικών θέσεων από τους απογόνους των αγροτικών μεταναστών και της εργατικής τάξης (Τσουκαλάς, 1987). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας νέας κοινωνικής δομής µε εκτεταμένη τη μεσαία τάξη: μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων (µε σημαντική την ενσωμάτωση τους στα χωρικά διάχυτα δίκτυα παραγωγής), μεγάλο αριθμό επαγγελμάτων µε κύρος (ιατροί, νομικοί, μηχανικοί) και μεγάλο αριθμό θέσεων απασχόλησης στο δημόσιο. Έτσι, διαφαίνεται ότι από το 1960 η μεσαία τάξη διογκώνεται σταδιακά μειώνοντας την ψαλίδα ανάμεσα σε αυτή και την ανώτερη τάξη, ενώ ταυτόχρονα η κατώτερη επαγγελματική βαθμίδα συρρικνώνεται. Τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια της κρίσης, η ανάπτυξη της μεσαίας τάξης και η ταυτόχρονη συρρίκνωση της εργατικής τάξης λαμβάνει τέλος. Η οικονοµική αναδιάρθρωση έχει συμβάλει από τη µία στη μείωση των μικρών βιοτεχνιών και του εμπορίου και, αντίστοιχα, στον αριθμό των ιδιοκτητών των μικρών επιχειρήσεων και των αυτοαπασχολούμενων. Από τη άλλη, το μεταναστευτικό κύμα έχει αναδιαρθρώσει το περιεχόμενο και την εθνοτική σύνθεση της εργατικής τάξης. Το ποσοστό των απασχολούμενων στις υπηρεσίες και την κατασκευή µε διαφορετική της ελληνικής εθνότητα έχει αυξηθεί, ενώ το ποσοστό των Ελλήνων εργαζομένων στην κατασκευή σε εξειδικευμένες θέσεις έχει μειωθεί. Σύμφωνα µε αυτό λοιπόν, ενώ θα ήταν αναμενόμενη η αύξηση στις κοινωνικές διακρίσεις και το διαχωρισμό, στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο δε συνέβη τουλάχιστον σε επίπεδο κάτοψης. Το απόθεμα προσιτών κατοικιών εντοπίζεται κοινωνικά μεικτό και σε πυκνοκατοικημένες περιοχές του κέντρου µε αποτέλεσμα έναν “κάθετο” διαχωρισμό µε εθνοτικούς και οικονομικούς όρους. (Arapoglou & Maloutas, 2011, σ. 3) Επίσης, παρατηρείται έντονος διαχωρισμός και σε επίπεδο γειτονιάς καθώς αναπτύσσονται διαφορετικά κοινωνικά προφίλ στις γειτονιές της Αθήνας. Οι γειτονιές είναι προνομιούχοι τόποι για την οικονοµική και κοινωνική ανέλιξη καθώς εκεί αναπτύσσονται ισχυροί δεσμοί μεταξύ του χώρου κατοικίας και του χώρου εργασίας (Αράπογλου και Sayas, 2009), καθιστώντας έτσι ιδιαίτερα σημαντικό τον παράγοντα της εργασίας και της σύνδεσής της µε τον τόπο κατοικίας. Χωρικά, τώρα αν δούμε στην αντίστοιχη χρονική περίοδο τις οικιστικές προτιμήσεις του πληθυσμού, μέχρι τα μέσα του 1970, τα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα κατοικούν μέσα και γύρω από την πόλη, ενώ αργότερα παρατηρείται µια 72

Χωρικός διαχωρισμός


Αναδρομή στην ανάπτυξη της Αθήνας

σταδιακή αποκέντρωση µε κατεύθυνση τα προάστια λόγω της ραγδαίας υποβάθμισης των συνθηκών διαβίωσης στις κεντρικές περιοχές. (Leontidou, 1990; Maloutas, 2007) Η εργατική τάξη και οι υπόλοιπες κατώτερες επαγγελματικά κατηγορίες στρέφονται όλο και περισσότερο στην περιφέρεια της πόλης, ιδιαίτερα στο δυτικό τµήµα της, καθώς μαζικά μεταναστεύουν από αγροτικές περιοχές και τις μικρότερες πόλεις. Η χρόνια κινητικότητα αυτή, που διαρκεί περισσότερα από 30 χρόνια τώρα, των εύρωστων κοινωνικά στρωμάτων προς τα προάστια από τη µία πλευρά και των χαμηλότερων στρωμάτων προς το κέντρο από την άλλη, προκαλεί µια ριζική αναδιαμόρφωση του κοινωνικού χάρτη της πόλης. Το αποτέλεσμα αυτής της κινητικότητας; Από την αντίθεση ενός πλούσιου κέντρου και μιας φτωχής περιφέρειας στην αντίθεση των πλούσιων θυλάκων της ανατολικής και νότιας περιφέρειας και μέρους του κέντρου µε τις φτωχότερες περιοχές στη δυτική περιφέρεια και τα περισσότερα μέρη της εξωτερικής περιφέρειας της μητρόπολης. Πριν από τη δεκαετία του 1990, λοιπόν, o διαχωρισμός των περιοχών κατοικίας στην Αθήνα είναι έντονα ταξικός. Η υψηλότερη επαγγελματική τάξη παραδοσιακά κατοικεί μέσα και γύρω από το κέντρο της πόλης, ενώ η εργατική τάξη βρίσκεται κυρίως στην περιφέρεια, και ιδιαίτερα στο δυτικό τµήµα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, όμως, η γεωγραφία του κοινωνικού διαχωρισμού στην Αθήνα αρχίζει να αλλάζει (Μαλούτας, 2000). Οι νέες γενιές της αριθμητικά αυξανόμενης ανώτερης και της μεσαίας τάξης επιλέγουν μαζικά τη διαμονή στα βόρειο-ανατολικά και νότιο-ανατολικά προάστια. Αυτή η τάση των προαστιοποίησης συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, αλλά ανακόπτεται απότομα από το 2008 και την είσοδό µας στην περίοδο της κρίσης. Από τότε φαίνεται ότι το κύμα αποκέντρωσης όπως και η οικοδομική δραστηριότητα παγώνουν, ενώ αρκετές περιοχές του κέντρου αναβιώνουν και δέχονται νέο πληθυσμό παρέχοντας συνολικά μικρότερο κόστος διαβίωσης.

73


74


Γ

2

Χωροκοινωνικός διαχωρισμός στην Αθήνα Γενικά, στη σύγχρονη εποχή της κρίσης, οι κίνδυνοι για την όξυνση των κοινωνικών διαφορών διαφαίνονται ακόµη πιο ισχυροί καθώς «η κρίση πλήττει το μεγαλύτερο τµήµα του κοινωνικού φάσµατος, αφήνοντας στο απυρόβλητο µόνο όσους μπορούν να στηριχθούν στο εύρος του συσσωρευμένου τους πλούτου… Βρισκόμαστε ενδεχομένως µπροστά στο τέλος του μικρομεσαίου ελληνικού θαύματος, που επιδεινώνεται από την ουσιαστική ανυπαρξία οργανωμένου πλέγματος κοινωνικής προστασίας και από το παραδοσιακά αναιμικό πνεύμα αλληλεγγύης πέρα από το στενό οικογενειακό κύκλο.» (Μαλούτας, 2011, σ. 18) Η αύξηση και η διόγκωση της μεσαίας τάξης έφτασε στο απόγειο της και πλέον το ‘θαύμα’ ανήκει στο παρελθόν, καθώς η αντίστροφη διαδικασία της συρρίκνωσής της φαίνεται να εξελίσσεται γοργά. Η έλλειψη στέρεων κοινωνικών σχέσεων και η αδυναμία οργάνωσης των πολιτειακών θεσμών αποδεικνύει τις διάτρητες διαδικασίες που συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής µε αποτέλεσμα τη διάρρηξη των δεσμών που κρατούν µια κοινωνία σε ισορροπία και την ανάδειξη εντεινόμενων ανισοτήτων και αδικιών σε κάθε έκφανση της καθημερινής ζωής. Ειδικότερα, η επικέντρωση του ενδιαφέροντος της μελέτης πραγματοποιείται στις διαδικασίες διαχωρισμού διάφορων περιοχών της πόλης, διαχωρισμών που συχνά δεν κατανέμονται ισομερώς στον χώρο, όπως είδαμε προηγουμένως. (Μαλούτας, 2011, σσ. 7-8) Αναφερόμενοι στην περίοδο των τελευταίων δύο δεκαετιών οι περιοχές- ακραία αντιθετικά παραδείγματα οικονομικής ανάπτυξης, όπως για παράδειγμα το Ψυχικό, η Εκάλη, τα Άνω Λιόσια και ο Ασπρόπυργος, παρουσιάζουν αύξηση της εσωτερικής τους κοινωνικής ομοιογένειας, γεγονός που επιφέρει όξυνση του κοινωνικού διαχωρισμού των περιοχών αυτών σε σχέση µε τις όμορές τους. Το φαινόμενο αυτό, ωστόσο εντοπίζεται σε περιοχές µε περιορισμένο τµήµα του πληθυσμού της πόλης, ενώ σε ευρύτερες περιοχές µε μεγαλύτερο πληθυσμό παρατηρείται αύξηση της κοινωνικής ανάμιξης, αποτέλεσμα που συνίσταται και από την εισροή των μεταναστευτικών ομάδων. Στις περιοχές που εγκαθίστανται οι μετανάστες, λοιπόν, φαίνεται ότι ο κοινωνικός διαχωρισμός μειώνεται, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται ότι η χωρική εγγύτητα συνάδει µε την κοινωνική εγγύτητα. (Αράπογλου, 2007, σ. 19) Διαχωρισμός βάσει επαγγελματικών τάξεων

Ο Μαλούτας στη δημοσίευσή του στο International Journal of Urban and Regional Research το 2007, αναλύει τη συνθετική εικόνα του ταξικού διαχωρισμού στην Αθήνα µε τα στοιχεία του 2001. Αξίζει μιας πιο αναλυτικής προσέγγισης, καθώς λειτουργεί βοηθητικά για την κατανόηση του φαινομένου και τη συνέχεια 75


Κεφάλαιο Γ

Κοινωνικοί τύποι στους οικιστικούς χώρους της Αθήνας

Υψηλότερα επαγγέλματα (cl 1.10%) Υψηλότερα και ενδιάμεσα επαγγέλματα (cl 2.22%) Μικτά και πολωμένα (cl 3.6%) Μικτά (cl 4.46%) Κατώτερα επαγγέλματα (cl 5.17%)

76

πηγή: Maloutas Τ., 2007, “Segregation, social polarization and immigration in Athens during the 1990s: theoretical expectations and contextual differences”, International Journal of Urban and Regional Research, 31(4): 733-758


Χωροκοινωνικός διαχωρισμός στην Αθήνα

της εργασίας. Εμφανίζονται πέντε διαφορετικοί κοινωνικοί τύποι µε ξεκάθαρα οριοθετημένα τα χαρακτηριστικά των τάξεων ανάμεσά τους. Σύμφωνα µε αυτή την κατάταξη, το 10% των κατοίκων της πόλης ζουν σε περιοχές που δεσπόζει η υψηλότερη και 22% οι υψηλότερες από τις επαγγελματικές και ενδιάμεσες τάξεις (clusters 1 και 2), ενώ το 17% σε περιοχές που κατοικούνται κυρίως από τις χαμηλότερες τάξεις (cluster 5). Το υπόλοιπο ζει σε κοινωνικά μικτούς χώρους (clusters 3 και 4), οι οποίοι μερικές φορές εμφανίζονται ελαφρώς πολωμένοι καθώς παρουσιάζονται αυξημένα ποσοστά των δύο υψηλότερων και χαμηλότερων επαγγελματικών κατηγοριών (cluster 3). (Arapoglou & Maloutas, 2011, σ. 4) Στο χωρικό αντίκτυπο, οι δύο πρώτες κατηγορίες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του ανατολικού τμήματος της πόλης, συμπεριλαμβανομένων των παραδοσιακών προπύργιων των ανώτερων κοινωνικά και οικονομικά τάξεων στο κέντρο της πόλης. Η τελευταία κατηγορία καλύπτει το δυτικό τµήµα της πόλης, τις περιοχές των εργατικών τάξεων και τις περισσότερες από τις κατοικημένες περιοχές πολύ μακριά από το κέντρο. Το ελαφρώς πολωμένο σύμπλεγμα βρίσκεται γύρω από το κέντρο, σε περιοχές πυκνοκατοικημένες, ενώ το μικτό σύμπλεγμα είναι ως επί το πλείστον, αλλά όχι αποκλειστικά, στις καλύτερες οικιστικές περιοχές του δυτικού (της εργατικής τάξης) τμήματος της πόλης, που συγκεντρώνουν τον κοινωνικά κινητικό πληθυσμό. (Arapoglou & Maloutas, 2011, σ. 4) Από τα στοιχεία αυτά της έρευνας συνάδει ότι γενικά στην Αθήνα δεν εντοπίζονται ακραίες εκφάνσεις κοινωνικοχωρικού διαχωρισμού, αλλά ελλοχεύει µια ενδεχόμενη απειλή για την κοινωνική συνοχή γύρω από τους όρους της αποστέρησης και της υλικής ανισότητας. Διαμάχες και φθορά των κοινωνικών δεσμών συχνά απορρέουν από συμβολικούς διαχωρισμούς, ιδεολογικές και πολιτικές διαμεσολαβήσεις, ενώ οι κοινωνικές διαμάχες αποτελούν αποτέλεσμα του εδαφικού στιγματισμού, των ρατσιστικών πολιτικών και της πολιτικής κεφαλαιοποίησης του φόβου. (Arapoglou & Maloutas, 2011, σ. 11) Επικέντρωση ενδιαφέροντος

Η συγκεκριμένη μελέτη επικεντρώνεται στους όρους της αποστέρησης και των υλικών ή διανεμητικών, όπως τις έθεσε ο Soja, ανισοτήτων όσον αφορά το διαχωρισμό που υπόκεινται οι πολίτες διαφορετικών δήμων στο λεκανοπέδιο Αττικής ως προς την πρόσβασή τους σε υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης ανάλογα τις οικονομικές δυνατότητές τους. Η ερμηνεία αυτή του χωρικού διαχωρισμού των δήμων πραγματοποιείται βάσει μιας ποσοτικής καταμέτρησης των υπηρεσιών αυτών και της τοποθέτησής τους στο χώρο, συνδυάζοντας την µε την ανάλυση των οικονομικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού των αντίστοιχων δήμων. Παράλληλα, επιχειρείται µια προσπάθεια ερμηνείας της σχέσης των μέσων μαζικής μεταφοράς µε αυτές τις υπηρεσίες, αλλά και της φέρουσας ικανότητάς τους για την κάλυψη των αναγκών σε όλη την έκταση του δήμου σε εσωτερικές και εξωτερικές μετακινήσεις. Φυσικά, όλα αυτά συσχετίζονται σαφώς µε την ανάλυση του δείκτη αποστέρησης, ενώ ο δείκτης υπερπληθυσμού διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την κατανόηση των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών διαφορετικών σε έκταση και δομή δήμων. 77


78

Νοσοκομεία

Σύνολο Κτιρίων Υπηρεσιών

Δήμος Κηφισιάς Δήμος Πεντέλης Δήμος Βριλησσίων Δήμος Αμαρουσίου Δήμος Λυκόβρυσης/ Πεύκης Δήμος Μεταμορφώσεως Δήμος Ηρακλείου Δήμος Νέας Ιωνίας Δήμος Φιλαδέλφειας/ Χαλκιδόνας Δήμος Αγίων Αναργύρων/ Καματερού Δήμος Πετρούπολης Δήμος Ίλιου Δήμος Περιστερίου Δήμος Χαϊδαρίου Δήμος Αγίας Βαρβάρας Δήμος Αιγάλεω Δήμος Ταύρου Δήμος Καλλιθέας Δήμος Παλαιού Φαλήρου Δήμος Νέας Σμύρνης Δήμος Αλίμου Δήμος Αγίου Δημητρίου Δήμος Ελληνικού/ Αργυρούπολης Δήμος Γλυφάδας Δήμος Ηλιουπόλεως Δήμος Βύρωνος Δήμος Δάφνης/ Υμηττού Δήμος Καισαριανής Δήμος Ζωγράφου Δήμος Παπάγου/ Χολαργού Δήμος Αγίας Παρασκευής Δήμος Χαλανδρίου Δήμος Φιλοθέης/ Ψυχικού Δήμος Αθηναίων Δήμος Πειραιώς

Σχολικά Κτίρια

Δήμος

Πληθυσμός

Κεφάλαιο Γ

71.259 34.934 30.741 72.333 31.153 29.891 49.642 67.134 35.556 62.529 58.979 84.793 139.981 46.897 26.550 69.946 40.413 100.641 64.021 73.076 41.720 71.294 51.356 87.305 78.153 61.308 33.628 26.458 71.026 44.539 59.704 74.192 26.968 664.046 163.688

52 23 23 94 33 25 51 39 25 55 40 60 127 51 23 62 31 76 38 30 48 65 79 62 63 24 35 23 25 36 55 62 58 517 157

13 20 1 10 0 3 5 9 1 1 0 3 12 38 13 8 0 3 6 0 3 2 2 6 2 4 1 1 1 4 0 8 6 178 20

65 43 24 104 33 28 56 48 26 56 40 63 139 89 36 70 31 79 44 30 51 67 81 68 65 28 36 24 26 40 55 70 64 695 177

Πίνακας 1 Καταγραφή πληθυσμού, σχολικών κτιρίων και νοσοκομείων δήμων της περιφερειακής ενότητας κεντρικού, νότιου, δυτικού, ανατολικού και βόρειου τομέα Αθηνών πηγή: Ελληνική Στατιστική Αρχή (επεξεργασία η ίδια)


Γ

3

Διερευνώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες στην Αθήνα i. Μεθοδολογία

Τα δικαιώματα στην εκπαίδευση και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη αποτελούν δύο από τους πυλώνες του κοινωνικού συμβολαίου στις σύγχρονες κοινωνίες. Ωστόσο, σήμερα διαφαίνεται ότι οι ανισότητες στις κοινωνικές υπηρεσίες διογκώνονται και πληθαίνουν σε μορφές και εκφάνσεις. Αν οι άνισες ευκαιρίες στην εκπαίδευση και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι µια αδιαμφισβήτητη αδικία, παραμένει το ερώτημα ως προς το ποιοι ακριβώς είναι οι σύνδεσμοι μεταξύ των εκπαιδευτικών ανισοτήτων και του κοινωνικο-χωρικού διαχωρισμού. Ποιοι είναι οι παράγοντες, όμως, που επηρεάζουν τις ευκαιρίες στην πρόσβαση των κοινωνικών υπηρεσιών; Καταρχήν, θεωρείται ότι η κατανομή των υπηρεσιών αυτών στο χώρο, στον αστικό ιστό, αποτελεί καταλυτικό παράγοντα εισάγοντας θέματα εγγύτητας και κοινωνικοοικονομικής απομόνωσης. Τα ζητήματα αυτά της κατανομής σχετίζονται µε τον κοινωνικό αποκλεισμό. Έπειτα, οι υποδομές και η φέρουσα ικανότητα των υπηρεσιών αυτών ανάλογα µε την ποσότητα των ανθρώπων που καλούνται να εξυπηρετούν και τις ανάγκες του αποτελούν συνθήκη που επηρεάζει και μεταβάλλει την προσβασιμότητα στις υπηρεσίες. Τέλος, η ποιότητα των υπηρεσιών µε άμεσο αντίκτυπο στην ικανοποίηση των ανθρώπων που απευθύνονται στις αντίστοιχες δομές αποτελεί σημαντικό παράγοντα. Η παρούσα εργασία επικεντρώνεται, λοιπόν, στους δύο καίριους αυτούς πυλώνες καθώς παρατηρείται κατάφορο πλήγμα όξυνσης των κοινωνικών διαφορών και ανισοτήτων σε αυτή τη βάση, µε κριτήριο τα οικονομικά ή τα επαγγελματικά χαρακτηριστικά του μόνιμου πληθυσμού των δήμων του λεκανοπεδίου Αττικής. Έναυσμα του ενδιαφέροντος μελέτης αποτελεί η παρατήρηση της έντονης αριθμητικής διαφοροποίησης των υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης σε δύο δήμους κοντά στο κέντρο της Αθήνας µε αισθητές λόγω στερεοτυπικών αντιλήψεων τις οικονομικές διαφορές τους, του Ψυχικού/ Φιλοθέης και της Καισαριανής. Οι δύο αυτοί δήμοι έχουν σχεδόν ίδιο αριθμητικά μόνιμο πληθυσμό, αλλά ο πρώτος διαθέτει 58 σχολικά κτίρια και 6 νοσοκομεία και κλινικές, ενώ ο δεύτερος 23 σχολικά κτίρια και 1 νοσοκομείο. Η μεγάλη αυτή διαφορά δεν μπορεί παρά να µας αφυπνίσει, ενδυναμώνοντας την πεποίθηση της ύπαρξης χωρικών και κοινωνικών ανισοτήτων στην πρόσβαση των υπηρεσιών µε βάση τα οικονομικά κριτήρια. Για το λόγο αυτό και την επαλήθευση ή την απόρριψη της υπόθεσης αυτής, η μελέτη θα επεκταθεί σε ένα ευρύτερο δείγμα δήμων, όπου κατοικεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού και όπου οι οικονομικές διακρίσεις είναι ευανάγνωστες. 79


80

Σύνολο Κτιρίων Υπηρεσιών

58 23 23 35 33 25 25 23 23

6 20 13 1 0 3 1 1 1

64 43 36 36 33 28 26 24 24

51 79 51 55 48 36 40 31

38 2 5 0 3 4 0 0

89 81 56 55 51 40 40 31

94 62 62 65 63 52 55 39 38 30 24 25

10 8 8 2 2 13 1 9 6 0 4 1

104 70 70 67 65 65 56 48 44 30 28 26

62 60

6 3

68 63

127 76

12 3

139 79

517 157

178 20

695 177

Κατηγορία επιλεγμένων δήμων ανάλυσης

Νοσοκομεία

20.000-40.000 Δήμος Φιλοθέης/ Ψυχικού 26.968 Δήμος Πεντέλης 34.934 Δήμος Αγίας Βαρβάρας 26.550 Δήμος Δάφνης/ Υμηττού 33.628 Δήμος Λυκόβρυσης/ Πεύκης 31.153 Δήμος Μεταμορφώσεως 29.891 Δήμος Φιλαδέλφειας/ Χαλκιδόνας 35.556 Δήμος Καισαριανής 26.458 Δήμος Βριλησσίων 30.741 40.000-60.000 Δήμος Χαϊδαρίου 46.897 Δήμος Ελληνικού/ Αργυρούπολης 51.356 Δήμος Ηρακλείου 49.642 Δήμος Αγίας Παρασκευής 59.704 Δήμος Αλίμου 41.720 Δήμος Παπάγου/ Χολαργού 44.539 Δήμος Πετρούπολης 58.979 Δήμος Ταύρου 40.413 60.000-80.000 Δήμος Αμαρουσίου 72.333 Δήμος Χαλανδρίου 74.192 Δήμος Αιγάλεω 69.946 Δήμος Αγίου Δημητρίου 71.294 Δήμος Ηλιουπόλεως 78.153 Δήμος Κηφισιάς 71.259 Δήμος Αγίων Αναργύρων/ Καματερού 62.529 Δήμος Νέας Ιωνίας 67.134 Δήμος Παλαιού Φαλήρου 64.021 Δήμος Νέας Σμύρνης 73.076 Δήμος Βύρωνος 61.308 Δήμος Ζωγράφου 71.026 80.000-100.000 Δήμος Γλυφάδας 87.305 Δήμος Ίλιου 84.793 100.000-120.000 Δήμος Περιστερίου 139.981 Δήμος Καλλιθέας 100.641 120.000664.046 Δήμος Αθηναίων 163.688 Δήμος Πειραιώς

Σχολικά Κτίρια

Δήμος

Πληθυσμός

Κεφάλαιο Γ

Πίνακας 2 Πληθυσμιακή ταξινόμηση και εσωτερική διαβάθμιση δήμων με βάση το άθροισμα των κτιρίων των υπηρεσιών πηγή: Ελληνική Στατιστική Αρχή (δική μου επεξεργασία)


Διερευνώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες στην Αθήνα

ii. Διαδικασία επιλογής Η διαδικασία της επιλογής του δείγματος των δήμων ακολουθεί, και τα δείγματος ανάλυσης δεδομένα της έρευνας προέρχονται κυρίως από την Ελληνική Στατιστική Αρχή

και την Απογραφή Πληθυσμού- Κατοικιών του 2011. Μετά από την πρώτη παρατήρηση της κοινωνικής ανισότητας στο χώρο των δύο αυτών δήμων µε τις γνωστές ή τις φημολογούμενες οικονομικές διαφορές, η μελέτη προχωρά στην καταγραφή του μόνιμου πληθυσμού, των σχολικών κτιρίων και των νοσοκομείωνκλινικών του συνόλου των δήμων της περιφερειακής ενότητας κεντρικού, νότιου, δυτικού, ανατολικού και βόρειου τομέα Αθηνών, όπως φαίνεται στον πίνακα 1, και ακολουθεί η πληθυσμιακή ταξινόμησή τους και η εσωτερική κλιμάκωσή τους µε βάση το άθροισμα των κτιρίων των υπηρεσιών, όπως φαίνεται στον πίνακα 2. Στη συνέχεια, πραγματοποιείται η επιλογή της κατηγορίας µε πληθυσμό από 60.000 έως 80.000 άτομα, καθώς παρέχει αρκετά μεγάλο εύρος δήμων (12 δήμους) µε ποικιλία οικονομικών χαρακτηριστικών του πληθυσμού τους και πληθυσμό στο µέσο περίπου της κλίμακας του συνόλου των δήμων. Το δείγμα δηλαδή δεν αποτελείται ούτε από πολύ μικρούς δήμους, όπως το Ψυχικό ή η Καισαριανή αλλά ούτε από αχανώς μεγάλους δήμους, όπως ο δήμος Αθηναίων, όπου παρουσιάζεται αδυναμία ανάλυσης στα πλαίσια μιας τέτοιας εργασίας λόγω της μεγάλης κλίμακας. Τέλος, εντοπίζεται μεγάλο χάσμα μεταξύ των αθροισμάτων των υποδομών των παρεχόμενων υπηρεσιών στην κλιμακούμενη παράθεση των επιλεγμένων δήμων, στοιχείο απαραίτητο για τη διεξαγωγή της μελέτης. (Πίνακας 3)

81


Κεφάλαιο Γ

Περιγραφή Διοικητικής Διαίρεσης

Νοσοκομεία

Σχολικά Κτίρια

Νοσοκομεία

Σύνολο

Κτίρια μικτής χρήσης

Σχολικά Κτίρια

Κτίρια αποκλειστικής χρήσης

Δήμος Αμαρουσίου Δήμος Χαλανδρίου Δήμος Αιγάλεω Δήμος Αγίου Δημητρίου Δήμος Ηλιουπόλεως Δήμος Κηφισιάς Δήμος Αγίων Αναργύρων/ Καματερού Δήμος Νέας Ιωνίας Δήμος Παλαιού Φαλήρου Δήμος Νέας Σμύρνης Δήμος Βύρωνος Δήμος Ζωγράφου

94 62 62 65 63 52 55 39 38 30 24 25

10 8 8 2 2 13 1 9 6 0 4 1

11 7 7 11 20 9 7 10 8 15 11 13

0 1 1 0 1 1 0 0 0 1 0 0

115 78 (+) 78 78 86 75 63 58 52 46 (-) 39 39

82

Πίνακας 3 Κτίρια κατά χρήση για τους επιλεγμένους δήμους πηγή: Ελληνική Στατιστική Αρχή, Απογραφή Κτιρίων 2011 (Πίνακας 14) (δική μου επεξεργασία)


Διερευνώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες στην Αθήνα

Δήμος Αμαρουσίου Δήμος Νέας Σμύρνης Δήμος Παλαιού Φαλήρου Δήμος Αιγάλεω

Δήμος Αγίων Αναργύρων Δήμος Νέας Ιωνίας

Δήμος Κηφισιάς

Δήμος Χαλανδρίου

Δήμος Αθηναίων Δήμος Ζωγράφου Δήμος Βύρωνος Δήμος Ηλιουπόλεως Δήμος Αγίου Δημητρίου

Β

Χάρτης περιφερειακής ενότητας κεντρικού, βόρειου, νότιου, ανατολικού και δυτικού τομέα Αθηνών με ένδειξη των επιλεγμένων δήμων ανάλυσης 83


Κεφάλαιο Γ

4.183 4.517 7.052 5.876 5.883 3.492 5.520 6.140 4.386 5.215 4.744 5.410

‘Νέοι’

29.960 30.329 24.825 28.261 30.527 28.790 23.870 26.325 24.496 29.303 23.679 26.546

Σύνολο

34.143 34.846 31.877 34.137 36.410 32.282 29.390 32.465 28.882 34.518 28.423 31.956

Άνεργοι Πρώην Απασχολούμενοι

72.333 74.192 69.946 71.294 78.153 71.259 62.529 67.134 64.021 73.076 61.308 71.026

Απασχολούμενοι

Δήμος Αμαρουσίου Δήμος Χαλανδρίου Δήμος Αιγάλεω Δήμος Αγίου Δημητρίου Δήμος Ηλιουπόλεως Δήμος Κηφισιάς Δήμος Αγίων Αναργύρων Δήμος Νέας Ιωνίας Δήμος Παλαιού Φαλήρου Δήμος Νέας Σμύρνης Δήμος Βύρωνος Δήμος Ζωγράφου

Σύνολο

Περιγραφή Διοικητικής Διαίρεσης

Σύνολο

Οικονομικά Ενεργοί

3.047 3.252 5.203 4.469 4.579 2.570 4.145 4.731 3.185 3.988 3.558 3.736

3.047 3.252 5.203 4.469 4.579 2.570 4.145 4.731 3.185 3.988 3.558 3.736

84

Συνταξιούχοι

Λοιποί

Δήμος Αμαρουσίου Δήμος Χαλανδρίου Δήμος Αιγάλεω Δήμος Αγίου Δημητρίου Δήμος Ηλιουπόλεως Δήμος Κηφισιάς Δήμος Αγίων Αναργύρων Δήμος Νέας Ιωνίας Δήμος Παλαιού Φαλήρου Δήμος Νέας Σμύρνης Δήμος Βύρωνος Δήμος Ζωγράφου

Μαθητές/ Σπουδαστές

Περιγραφή Διοικητικής Διαίρεσης

Σύνολο

Οικονομικά μη Ενεργοί

38.190 39.346 38.069 37.157 41.743 38.977 33.139 34.669 35.139 38.558 32.885 39.070

11.619 11.719 11.351 11.999 12.695 11.974 10.487 10.294 9.390 10.929 9.483 14.132

15.209 15.562 14.537 11.537 15.454 13.610 10.592 13.251 13.663 15.990 12.575 15.013

11.362 12.065 12.181 13.621 13.594 13.393 12.060 11.124 12.086 11.639 10.827 9.925

Πίνακας 4 Μόνιµος πληθυσµός κατά κατάσταση ασχολίας πηγή: Ελληνική Στατιστική Αρχή, Απογραφή Πληθυσµού 2011 (Πίνακας B02) (επεξεργασία η ίδια)


Διερευνώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες στην Αθήνα

iii. Ανάλυση οικονομικού Πριν προχωρήσουμε, όμως, στην ανάλυση των δεδομένων της απογραφής προφίλ δήμων για τις υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης, πρέπει να εισαγάγουμε κάποια στοιχεία

για τα οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού των αντίστοιχων δήμων για την κατανόηση του εισοδηματικού και εκπαιδευτικού προφίλ τους. Σε αυτό θα µας βοηθήσουν οι παρακάτω πίνακες 4, 5 και 6 µε την απογραφή του πληθυσμού κατά κατάσταση ασχολίας, κατά επάγγελμα και κατά επίπεδο εκπαίδευσης. Η διεξαγωγή της μελέτης πραγματοποιείται βάσει των δεδομένων αυτών, καθώς παρά την προσπάθεια, δεν έγινε δυνατή η πρόσβαση στα εισοδηματικά στοιχεία του πληθυσμού των δήμων αυτών. Για το λόγο αυτό, η προσέγγιση των οικονομικών χαρακτηριστικών γίνεται συνδιαστικά και προσεγγιστικά. Αρχικά, στον πίνακα 4 καταγράφεται το σύνολο του πληθυσμού των 12 δήμων, όπως τους έχουμε αναφέρει μέχρι τώρα, διαχωρίζοντας το σε οικονομικά ενεργό και οικονομικά µη ενεργό. Στην κατηγορία του οικονομικά ενεργού πληθυσμού υπάγονται όλα τα άτομα που πληρούν τις προϋποθέσεις για την κατάταξή τους μεταξύ των απασχολουμένων ή των ανέργων [παρ. 1]. Στόχος αυτού είναι ο πρώτος προσδιορισμός των πιο εύπορων δήμων[1], καθώς όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των απασχολούμενων και όσο μικρότερο το ποσοστό των ανέργων ενός δήμου, τόσο πιο οικονομικά εύρωστο θεωρείται το σύνολο του πληθυσμού του δήμου. Οι περισσότεροι απασχολούμενοι, λοιπόν, εντοπίζονται στο δήμο Ηλιουπόλεως, Χαλανδρίου και Νέας Σμύρνης, ενώ οι περισσότεροι άνεργοι στους δήμους Αιγάλεω, Νέας Ιωνίας και Αγίου Δημητρίου. Ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζουν τα δεδομένα για τον αριθμό των ανέργων στους δήμους Αμαρουσίου και Κηφισιάς και στους δήμους Αιγάλεω και Νέας Ιωνίας αν συσχετιστούν μεταξύ τους. Σε αυτούς τους δήμους παρατηρούνται οι λιγότεροι και οι περισσότεροι αντίστοιχα άνεργοι και στις δύο κατηγορίες, των πρώην απασχολούμενων και των ‘νέων’ ανέργων, ενώ ταυτόχρονα ο αριθμός των απασχολούμενων είναι στις υψηλότερες και χαμηλότερες αντίστοιχα πάλι στάθμες της κλίμακας. Σαφώς φαίνεται, βέβαια, και η υπέρβαση του αριθμού του εργατικού δυναμικού από τον οικονομικά µη ενεργό πληθυσμό. Ανέκαθεν ίσχυε το αντίστροφο, ο αριθμός των απασχολούμενων, δηλαδή, ήταν πάντοτε μεγαλύτερος από τον αριθμό των οικονομικά µη ενεργών, αλλά από το 2011 η σχέση αυτή έχει αναστραφεί, θυμίζοντας εποχές από το μακρινό παρελθόν. Οι εργαζόμενοι φαίνεται ότι είναι αισθητά λιγότεροι, ενώ οι οικονομικά μη ενεργοί υπερβαίνουν σε όλες τις περιπτώσεις το μισό του συνολικού πληθυσμού. Το φαινόμενο αυτό

[1] Ο προσδιορισμός της οικονομικής κατάστασης των δήμων ουσιαστικά αναφέρεται στον προσδιορισμό της οικονομικής κατάστασης της πλειοψηφίας του μόνιμου πληθυσμού του αντίστοιχου δήμου και όχι στο δήμο αυτό καθεαυτό, αλλά για λόγους συντομίας προτιμάται ενίοτε η αναφορά με τον τρόπο αυτό. 85


Δήμος Αμαρουσίου Δήμος Χαλανδρίου Δήμος Αιγάλεω Δήμος Αγίου Δημητρίου Δήμος Ηλιουπόλεως Δήμος Κηφισιάς Δήμος Αγίων Αναργύρων Δήμος Νέας Ιωνίας Δήμος Παλαιού Φαλήρου Δήμος Νέας Σμύρνης Δήμος Βύρωνος Δήμος Ζωγράφου 86

3. Τεχνικοί και ασκούντες συναφή επαγγέλματα

4. Υπάλληλοι γραφείου

5. Απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές

2.452 2.364 1.105 1.548 1.853 4.244 1.100 1.245 2.161 2.181 1.265 1.204

10.706 11.055 3.775 4.892 7.175 10.343 3.575 5.098 6.863 8.760 5.293 7.338

4.062 4.110 2.635 3.490 4.086 3.300 2.557 3.107 3.491 4.386 2.986 3.371

3.412 3.391 2.711 3.416 3.618 2.385 2.558 2.814 2.975 3.630 2.939 3.154

5.088 5.065 6.709 6.980 6.774 4.031 6.167 6.952 4.628 5.515 5.742 6.108

189 170 152 174 203 310 119 162 134 127 114 131

1.881 1.949 3.467 3.935 3.345 1.497 3.775 3.306 1.912 2.132 2.548 2.203

922 915 2.141 2.031 1.755 660 2.103 1.642 924 1.086 1.154 1.114

9. Ανειδίκευτοι εργάτες, χειρωνάκτες

2. Επαγγελματίες

29.960 30.329 24.825 28.261 30.527 28.790 23.870 26.325 24.496 29.303 23.679 26.546

7. Ειδικευμένοι τεχνίτες και ασκούντες συναφή 8. Χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και εξοπλισμού και συναρμολογητές

Περιγραφή Διοικητικής Διαίρεσης

1. Ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη

Δήμος Αμαρουσίου Δήμος Χαλανδρίου Δήμος Αιγάλεω Δήμος Αγίου Δημητρίου Δήμος Ηλιουπόλεως Δήμος Κηφισιάς Δήμος Αγίων Αναργύρων Δήμος Νέας Ιωνίας Δήμος Παλαιού Φαλήρου Δήμος Νέας Σμύρνης Δήμος Βύρωνος Δήμος Ζωγράφου

6. Ειδικευμένοι γεωργοί, κτηνοτρόφοι, δασοκόμοι και αλιείς

Περιγραφή Διοικητικής Διαίρεσης

Σύνολο

Κεφάλαιο Γ

1.248 1.310 2.130 1.795 1.718 2.020 1.916 1.999 1.408 1.486 1.638 1.923

Πίνακας 5 Απασχολούµενοι κατά επάγγελµα (µονοψήφιο) πηγή: Ελληνική Στατιστική Αρχή, Απογραφή Πληθυσµού 2011 (Πίνακας B07) (δική μου επεξεργασία)


Διερευνώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες στην Αθήνα

σχετιζόμενο και µε την εκτόξευση της ανεργίας οδηγεί σε σταδιακή κοινωνική κατάρρευση και επέκταση της ύφεσης και της φτώχειας, µε άμεσες επιπτώσεις στη λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος και της κρατικής πρόνοιας. Πιο έντονα στα σημάδια αυτά παρατηρούνται στους δήμους του Αιγάλεω, του Παλαιού Φαλήρου και του Ζωγράφου, όπου η αναλογία του µη ενεργού πληθυσμού προς τους απασχολούμενους προσεγγίζει το 3/2. Συνολικά, λοιπόν, από αυτά τα δεδομένα το συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι ότι οι πιο ‘εύρωστοι’ οικονομικά δήμοι είναι η Ηλιούπολη, το Χαλάνδρι, η Νέα Σμύρνη, το Μαρούσι, η Κηφισιά και ο Άγιος Δημήτριος, ενώ στους πιο ‘αδύναμους’ δήμους συγκαταλέγονται ο δήμος Ζωγράφου, Νέας Ιωνίας, Αιγάλεω, Καματερού, Παλαιού Φαλήρου και Βύρωνος, αλλά απαιτείται περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων πάνω στις επαγγελματικές επιλογές του πληθυσμού των αντίστοιχων δήμων για τη διαμόρφωση μιας συνολικότερης εικόνας, μιας και τα δεδομένα από την απογραφή του εισοδήματος δεν είναι διαθέσιμα. Για το λόγο αυτό, στρεφόμαστε στον πίνακα 5, της απογραφής των απασχολούμενων κατά επάγγελμα. Οι βασικές ομάδες επαγγελμάτων είναι (ταξινόμηση κατά ISCO-08): Ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη, Επαγγελματίες, Τεχνικοί και ασκούντες συναφή επαγγέλματα, Υπάλληλοι γραφείου, Απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές, Ειδικευμένοι γεωργοί, κτηνοτρόφοι, δασοκόμοι και αλιείς, Ειδικευμένοι τεχνίτες και ασκούντες συναφή επαγγέλματα, Χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και εξοπλισμού και συναρμολογητές (μονταδόροι), Ανειδίκευτοι εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες. [παρ. 2] Κατηγοριοποίηση κατά επαγγελματική τάξη

Τα διαχωρίζουμε ανά επαγγελματική τάξη και έχουμε: 1. Ανώτερες Επαγγελματικές τάξεις_ Ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη και Επαγγελματίες 2. Κατώτερες Επαγγελματικές τάξεις_ Τεχνικοί και ασκούντες συναφή επαγγέλματα, Υπάλληλοι γραφείου, Ειδικευμένοι γεωργοί, κτηνοτρόφοι, δασοκόμοι και αλιείς, Ειδικευμένοι τεχνίτες και ασκούντες συναφή επαγγέλματα, Χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και εξοπλισμού και συναρμολογητές, Ανειδίκευτοι εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες Τελικά, εξάγουμε τα αθροίσματα των πληθυσμών για κάθε µία από τις παραπάνω τάξεις, στον πίνακα 5Α, αναμένοντας ότι τα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα κατέχουν την κυριαρχική θέση ανάμεσα στις ταξικές ομάδες, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, και καθώς συμπεριλαμβάνουν τις περισσότερες από τις κατηγορίες επαγγελμάτων. Οι επαγγελματίες, η πολυπληθέστερη ομάδα σε όλους τους δήμους, συγκαταλέγεται στην κατώτερη επαγγελματική τάξη συνήθως, αλλά καθώς αποτελεί την πιο διευρυμένη ομάδα µε πολλές οικονομικές διεξόδους και πλεονεκτήματα, στη συγκεκριμένη μελέτη θα λογιστεί στην κατηγορία των 87


Περιγραφή Διοικητικής Διαίρεσης Δήμος Αμαρουσίου Δήμος Χαλανδρίου Δήμος Αιγάλεω Δήμος Αγίου Δημητρίου Δήμος Ηλιουπόλεως Δήμος Κηφισιάς Δήμος Αγίων Αναργύρων Δήμος Νέας Ιωνίας Δήμος Παλαιού Φαλήρου Δήμος Νέας Σμύρνης Δήμος Βύρωνος Δήμος Ζωγράφου

88

Σύνολο

Κεφάλαιο Γ

29.960 30.329 24.825 28.261 30.527 28.790 23.870 26.325 24.496 29.303 23.679 26.546

Ανώτερικη Κατώτερη Ανώτερικη επαγγελματική επαγγελματική επαγγελματική τάξη τάξη τάξη 1+2 3+4+5+6+7 / Σύνολο 13.158 13.419 4.880 6.440 9.028 14.587 4.675 6.343 9.024 10.941 6.558 8.542

16.802 16.910 19.945 21.821 21.499 14.203 19.195 19.982 15.472 18.362 17.121 18.004

0.439 0.442 0.195 0.228 0.295 0.507 0.195 0.241 0.308 0.373 0.277 0.322

ΠΠίνακας 5Α Απασχολούµενοι κατά επαγγελµατική τάξη πηγή: Ελληνική Στατιστική Αρχή, Απογραφή Πληθυσµού 2011 (Πίνακας B07) (δική μου επεξεργασία)


Διερευνώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες στην Αθήνα

Κατηγοριοποίηση ανώτερων επαγγελμάτων. περιοχών βάσει Παρατηρώντας τα αποτελέσματα προχωρούμε σε µια κατηγοριοποίηση επαγγελματικών τάξεων

των περιοχών µε βάση τα οικονομικά χαρακτηριστικά τους που στηρίζονται στο επάγγελμα του πληθυσμού που υπερισχύει και στο βαθμό που υπερισχύει. Έτσι, εντοπίζονται κι εδώ δυο κατηγορίες περιοχών µε πληθυσμό µε υψηλά και χαμηλά εισοδήματα. Αρχικά προσδιορίζεται η αναλογία της ανώτερης επαγγελματικής τάξης ως προς το σύνολο του μόνιμου πληθυσμού και έπειτα ακολουθεί η διαστρωμάτωση των δήμων αυτών βάσει των δεικτών που προκύπτουν. Όσο μεγαλύτερη είναι η αναλογία των ανώτερων επαγγελματικών τάξεων, τόσο πιο οικονομικά εύρωστος θεωρείται ο πληθυσμός του αντίστοιχου δήμου, χωρίς βέβαια να είναι απόλυτα επαληθευμένα τα δεδομένα, όπως θα θεωρείτο η παρουσίαση των δεδομένων για τα εισοδηματικά κριτήρια του πληθυσμού, αν ήταν διαθέσιμη. Στην πρώτη ομάδα ανήκουν οι περιοχές της Κηφισιάς, του Αµαρουσίου, του Χαλανδρίου, όπου η αναλογία πληθυσµού µε υψηλά εισοδήµατα προς το συνολικό πληθυσµό κυµαίνεται από 43% έως 51%. Η περιοχή της Κηφισιάς είναι η µοναδική περιοχή όπου κατοικεί περισσότερος πληθυσµός µε ανώτερες επαγγελματικές θέσεις από ότι κατώτερες, καταδεικνύοντας τις οικονοµικές διαφορές της και τον διαχωρισµό της σε σχέση µε τις υπόλοιπες περιοχές. Στη συνέχεια, διαγράφεται µια κλιμάκωση των περιοχών αυτών µε τα υψηλά εισοδήματα στη µια άκρη της κλίμακας και τα πιο χαμηλά στην άλλη άκρη έχουμε: Κηφισιά, Χαλάνδρι, Μαρούσι, Νέα Σμύρνη, Ζωγράφου, Παλαιό Φάληρο, Ηλιούπολη, Βύρωνα, Νέα Ιωνία, Άγιο Δημήτριο, Αιγάλεω και Καματερό, διαμορφώνοντας έτσι, µια πιο ολοκληρωμένη άποψη για τα οικονομικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού των δήμων αυτών και αποσαφηνίζοντας τα πιο γενικά και ακαθόριστα στοιχεία της ανάλυσης της κατάστασης ασχολίας. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ένα σχόλιο σχετικά µε το εκπαιδευτικό επίπεδο του πληθυσμού των δήμων µε βάση τα στοιχεία από την απογραφή πάλι, όπως φαίνονται στον πίνακα 6, όπου καθίσταται συναφής η σχέση της εκπαιδευτικής δραστηριότητας µε την οικονοµική ευρωστία του πληθυσμού. Ο μεγαλύτερος πληθυσμός πτυχιούχων και κατόχων διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου ανεξάρτητα από την κατάσταση ασχολίας του εντοπίζεται στους πιο δυνατούς οικονομικά δήμους του Αμαρουσίου, της Κηφισιάς και του Χαλανδρίου, ενώ ταυτόχρονα στους ίδιους δήμους εμφανίζεται ο μικρότερος πληθυσμός µε μεταδευτεροβάθμια ή ανώτερη εκπαίδευση. Το αντίστροφο ακριβώς γεγονός παρουσιάζεται στους δήμους του Αιγάλεω, του Καματερού και της Νέας Ιωνίας. Συνεπάγεται, λοιπόν, η αλληλεξάρτηση της μορφωτικής διαδικασίας µε τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες και το εισοδηματικό επίπεδο ενός πληθυσμού στο σύνολο μιας περιοχής, καθιστώντας ευκρινή το διαχωρισμό των δημοτικών αυτών ενοτήτων σε επίπεδο γνωστικό και εκπαιδευτικό λόγω της διαφοράς τους 89


Σύνολο

Α

Β

Γ

Άλλη περίπτωση(1)

12.033 12.089 14.401 16.586 16.570 10.117 13.930 14.655 12.257 14.154 13.070 12.772

1.841 1.709 4.852 4.223 3.553 1.623 4.600 4.219 1.964 2.160 2.929 2.685

1.061 1.140 4.044 2.793 2.045 1.159 3.314 3.060 995 1.095 1.727 1.992

Άλλη περίπτωση(1)

Οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός

Γ

29.960 30.329 24.825 28.261 30.527 28.790 23.870 26.325 24.496 29.303 23.679 26.546

19.208 19.908 8.580 10.535 14.242 19.383 7.546 10.531 13.666 17.109 10.697 14.507

Β

Δήμος Αμαρουσίου Δήμος Χαλανδρίου Δήμος Αιγάλεω Δήμος Αγίου Δημητρίου Δήμος Ηλιουπόλεως Δήμος Κηφισιάς Δήμος Αγίων Αναργύρων Δήμος Νέας Ιωνίας Δήμος Παλαιού Φαλήρου Δήμος Νέας Σμύρνης Δήμος Βύρωνος Δήμος Ζωγράφου

34.143 34.846 31.877 34.137 36.410 32.282 29.390 32.465 28.882 34.518 28.423 31.956

Α

Περιγραφή Διοικητικής Διαίρεσης

72.333 74.192 69.946 71.294 78.153 71.259 62.529 67.134 64.021 73.076 61.308 71.026

Οικονομικά ενεργός πληθυσμός

Σύνολο

Δήμος Αμαρουσίου Δήμος Χαλανδρίου Δήμος Αιγάλεω Δήμος Αγίου Δημητρίου Δήμος Ηλιουπόλεως Δήμος Κηφισιάς Δήμος Αγίων Αναργύρων Δήμος Νέας Ιωνίας Δήμος Παλαιού Φαλήρου Δήμος Νέας Σμύρνης Δήμος Βύρωνος Δήμος Ζωγράφου

Σύνολο μόνιμου πληθυσμού

Περιγραφή Διοικητικής Διαίρεσης

Σύνολο μόνιμου πληθυσμού

Κεφάλαιο Γ

38.190 39.346 38.069 37.157 41.743 38.977 33.139 34.669 35.139 38.558 32.885 39.070

6.466 7.103 1.892 2.225 4.031 8.206 1.539 2.497 5.142 5.982 3.499 5.356

10.965 10.986 8.730 7.740 10.524 10.804 6.293 7.690 11.302 12.236 9.177 13.810

3.920 4.323 4.905 4.973 5.135 3.864 4.418 4.685 4.763 4.642 4.142 4.173

16.839 16.934 22.542 22.219 22.053 16.103 20.889 19.797 13.932 15.698 16.067 15.731

Α: Κάτοχοι διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου / Πτυχιούχοι Παν/μίου - Πολυτεχνείου, ΑΤΕΙ, ΑΣΠΑΙΤΕ, ανώτερων επαγγελματικών και ισοτίμων σχολών Β:Πτυχιούχοι μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΙΕΚ, Κολέγια κλπ.) / Απόφοιτοι Λυκείου (Γενικού, Εκκλησιαστικού, Επαγγελματικού κλπ.) Γ: Απόφοιτοι τριταξίου Γυμνασίου και πτυχιούχοι Επαγγελματικών Σχολών 90

ΠΠίνακας 6 Οικονοµικά ενεργός και µη ενεργός πληθυσµός κατά επίπεδο εκπαίδευσης πηγή: Ελληνική Στατιστική Αρχή, Απογραφή Πληθυσµού 2011 (Πίνακας B15) (δική μου επεξεργασία)


Διερευνώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες στην Αθήνα

iv. Συσχετισμός Κρατώντας ως δεδοµένα τα στοιχεία αυτά για την οικονοµική και κοινωνικών υπηρεσιών επαγγελµατική κατάσταση της πλειοψηφίας του πληθυσµού των δήµων, τώρα, η με οικονομικά κριτήρια

εργασία στρέφεται στην κατεύθυνση των κοινωνικών υπηρεσιών που παρέχονται από τον κάθε δήµο, κυρίως στον τοµέα της εκπαίδευσης και της υγείας, στην κατανοµή τους στο χώρο και στο φορέα διαχείρισής τους, ενώ στη συνέχεια θα αναλυθούν και οι δηµοτικές παροχές προς την τρίτη ηλικία και την κοινωνική µέριµνα. Αρχικά, παρατίθενται τα δεδοµένα του πίνακα 7 για τα σχολεία αποκλειστικής χρήσης κατά φορέα ιδιοκτησίας, όπου φαίνεται ότι σε όλους τους δήµους τα δηµόσια σχολεία είναι περισσότερα από τα ιδιωτικά (ευτυχώς!). Ωστόσο, υπάρχει µια οµάδα δήµων όπου αρκετά µεγάλο ποσοστό του συνόλου των σχολείων είναι ιδιωτικά και προσεγγίζουν τον αντίστοιχο αριθµό των δηµόσιων. Τέτοια παραδείγµατα δήµων είναι η Κηφισιά (28 δηµόσια προς 24 ιδιωτικά), το Χαλάνδρι (34/28), το Μαρούσι (57/35) και ο Βύρωνας (14/10), οι αναβαθµισµένοι δήµοι. Θα µπορούσε να διαχωριστεί µια ενδιάµεση κατηγορία όπου τα δηµόσια είναι σαφώς παραπάνω από τα ιδιωτικά, αλλά ο αριθµός των δεύτερων είναι αξιοσηµείωτος και υπολογίσιµα σεβαστός, όπως στις περιπτώσεις της Ηλιούπολης (49/14), του Παλαιού Φαλήρου (28/10) και της Νέας Σµύρνης (23/7), ενώ, τέλος, στην τρίτη κατηγορία συµπεριλαµβάνονται δήµοι µε πολύ µεγαλύτερη την αναλογία δηµόσιων σχολείων ως προς τα ιδιωτικά. Εδώ, λοιπόν, συγκαταλέγονται οι δήµοι του Αιγάλεω (53/9), του Αγίου Δηµητρίου (56/9), των Αγίων Αναργύρων (52/3), της Νέας Ιωνίας (33/6) και του Ζωγράφου (24/1), δήµοι που όπως είδαµε υστερούν στις οικονοµικές τους δυνάµεις. Εκτός όµως από την έντονη διαφοροποίηση των ποσοστών δηµόσιων και ιδιωτικών σχολείων ανάλογα µε διάφορους παράγοντες που εξαρτώνται και µε οικονοµικά και εισοδηµατικά κριτήρια, καθίσταται ξεκάθαρη η µεγάλη αριθµητική διαφορά και η διαβάθµιση του αριθμού των σχολικών κτιρίων ανάµεσα σε αυτούς τους δήµους. Πώς µπορούν να συγκριθούν τα 94 ή τα 62 σχολικά κτίρια του Αµαρουσίου και του Χαλανδρίου µε τα λιγότερα από τα µισά εξ αυτών 24 ή τα 30 αντίστοιχα κτίρια του Βύρωνα και της Νέας Σµύρνης, για σχεδόν αντίστοιχο αριθµητικά µαθητικό πληθυσµό; Όσον αφορά τώρα τα κτίρια των υπηρεσιών υγείας, νοσοκοµεία, κλινικές κλπ, σε πολλούς δήµους, όπως φαίνεται από την απογραφή, εντοπίζονται κτιριακές δοµές µόνο ή κυρίως ιδιωτικού συµφέροντος (δυστυχώς!). Στο Χαλάνδρι και το Αιγάλεω τα νοσοκοµειακά κτίρια είναι µόνο ιδιωτικά (0/8 και 0/8 αντίστοιχα), ενώ στο Μαρούσι και το Παλαιό Φάληρο είναι κυρίως ιδιωτικά (2/8 και 1/5 αντίστοιχα). Στον Άγιο Δηµήτριο και το Βύρωνα ο αριθµός δηµόσιων και ιδιωτικών είναι ίσος, στη Νέα Σµύρνη δεν απογράφεται κανένα νοσοκοµειακό κτίριο, ενώ στους υπόλοιπους δήµους είναι γενικά περισσότερα τα δηµόσια. Εκτός από την πρώτη παρατήρηση ότι εντοπίζεται πολύ µεγάλο ποσοστό ιδιωτικών κτιρίων υπηρεσιών υγείας (γεγονός εξαρτώµενο και µη ταυτόχρονα 91


Κεφάλαιο Γ

Περιγραφή Διοικητικής Διαίρεσης

Νοσοκομεία

Σχολικά Κτίρια

Νοσοκομεία

Σύνολο

Κτίρια μικτής χρήσης

Σχολικά Κτίρια

Κτίρια αποκλειστικής χρήσης

ΔΗΜΟΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ Δημόσιο Ιδιώτης Και οι δύο ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ Δημόσιο Ιδιώτης Και οι δύο ΔΗΜΟΣ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ Δημόσιο Ιδιώτης Και οι δύο ΔΗΜΟΣ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ Δημόσιο Ιδιώτης Και οι δύο ΔΗΜΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ Δημόσιο Ιδιώτης Και οι δύο ΔΗΜΟΣ ΠΑΛΑΙΟΥ ΦΑΛΗΡΟΥ Δημόσιο Ιδιώτης Και οι δύο

52 28 24 0 62 34 28 0 94 57 35 2 30 23 7 0 25 24 1 0 38 28 10 0

13 9 4 0 8 0 8 0 10 2 8 0 0 0 0 0 1 1 0 0 6 1 5 0

9 0 9 0 7 0 7 0 11 0 10 1 15 1 14 0 13 0 12 1 8 0 8 0

1 0 1 0 1 0 1 0 0 0 0 0 1 0 1 0 0 0 0 0 0 0 0 0

75 37 38 0 78 34 44 0 115 59 53 3 46 24 22 0 39 25 13 1 52 29 23 0

92

ΠΠίνακας 7 Κτίρια κατά χρήση και φορέα ιδιοκτησίας για τους επιλεγμένους δήμους πηγή: Ελληνική Στατιστική Αρχή, Απογραφή Κτιρίων 2011 (Πίνακας 14) (δική μου επεξεργασία)


Διερευνώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες στην Αθήνα

από το οικονοµικό προφίλ του δήµου), µπορούµε να αναφέρουµε ότι υπάρχει και µια πολύ µεγάλη αριθµητική διαφορά στις υποδοµές αυτές ανάµεσα στους δήµους, η οποία µόνο εν µέρει δικαιολογείται από οικονοµικά κριτήρια. Μία οµάδα δήµων συγκεντρώνει περισσότερα από 8 νοσοκοµειακά κτίρια (Κηφισιά, Μαρούσι, Νέα Ιωνία, Χαλάνδρι, Αιγάλεω), ενώ οι υπόλοιποι έχουν από κανένα µέχρι 6, για την κάλυψη αντίστοιχων αναγκών. Εδώ, όµως, πρέπει να σηµειωθεί ότι ο δήµος Αθηναίων συγκεντρώνει πολύ µεγάλο αριθµό υπηρεσιών υγείας, ικανό να καλύψει τις απαιτήσεις γειτνιαζόντων δήµων και για το λόγο αυτό δεν µπορούµε να είµαστε απόλυτοι, αλλά κρίνεται απαραίτητη η µελέτη της δυνατότητας προσβασιµότητας σε αυτά. Η άνιση αυτή ποσοτική, αρχικά, αλλά και χωρική κατ’ επέκταση κατανοµή των υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης στους δήµους αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στη διαµόρφωση χωρικών διαφοροποιήσεων ανάµεσα στους δήµους και το διαχωρισµό αυτών ως προς την παροχή υπηρεσιών, που επηρεάζεται από τα οικονοµικά χαρακτηριστικά του πληθυσµού των αντίστοιχων δήµων. Συνολικά, λοιπόν, δεν µπορεί να κριθεί τυχαίο ότι οι πιο αναβαθµισµένες περιοχές των βορείων προαστίων (Κηφισιά, Μαρούσι, Χαλάνδρι) παρουσιάζουν ταυτόχρονα και µεγάλο αριθµό σχολείων µε µεγάλο και το ποσοστό των ιδιωτικών αλλά και τους µεγαλύτερους αριθµούς στα νοσοκοµειακά κτίρια, ενώ αντίστοιχα οι πιο υποβαθµισµένοι δήµοι του δυτικού τοµέα υπολείπονται στον αριθµό των υποδοµών υγείας και εκπαίδευσης καθιστώντας ανησυχητικά τα αποτελέσµατα για τα στοιχεία της αποστέρησης των πολιτών στους τοµείς αυτούς. Δημοτικές παροχές

Στη συνέχεια, παρουσιάζεται ένας πίνακας (Πίνακας 8) µε τις απογραφόµενες δηµοτικές παροχές των αντίστοιχων δήµων στους τοµείς της παιδείας- εκπαίδευσης, της τρίτης ηλικίας και της κοινωνικής µέριµνας, όπως καταγράφονται από τις επίσηµες ιστοσελίδες των δήµων και η χαρτογράφηση των κυριότερων δοµών στην περιοχή του κάθε δήµου. Στο κοµµάτι αυτό διαδραµατίζει καθοριστικό ρόλο και η λειτουργία των µέσων µαζικής µεταφοράς ορίζοντας τις συνθήκες προσβασιµότητας στις υπηρεσίες και τις κοινωνικές παροχές. Όπως βλέπουµε δεν εντοπίζονται αντίστοιχα µεγάλες διακυµάνσεις στον αριθµό των παιδικών σταθµών και των υπηρεσιών για την τρίτη ηλικία. Όλοι οι δήµοι παρουσιάζουν περίπου τις ίδιες ποσοτικά παροχές, µε εξαίρεση µόνο το Χαλάνδρι και τη Νέα Σµύρνη στους οποίες οι παιδικοί σταθµοί είναι σαφώς λιγότεροι και σε µεγάλη αραίωση στο χώρο του δήµου. Παράλληλα, καθίσταται εµφανές ότι σε εποχές κρίσης, όπως ζούµε σήµερα, η δραστηριότητα και η λειτουργία των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας βρίσκεται σε άνθηση και µεγάλη κινητικότητα υπάρχει σε όλους τους δήµους, ανεξάρτητα από το οικονοµικό υπόβαθρο των κατοίκων. Υπηρεσίες όπως το κοινωνικό ιατρείο, φαρµακείο, και παντοπωλείο και η εθελοντική αιµοδοσία εµφανίζονται σχεδόν στο σύνολο των περιπτώσεων που διερευνώνται, όµως τελευταία φαίνεται ότι οι δηµοτικές αρχές των πιο αδύναµων οικονοµικά περιοχών (Αιγάλεω, Καµατερό, Ζωγράφου, 93


Κεφάλαιο Γ

94

Σχολικά Κτίρια

Νοσοκομεία

Σύνολο

ΔΗΜΟΣ ΗΛΙΟΥΠΟΛΕΩΣ Δημόσιο Ιδιώτης Και οι δύο ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΟΣ Δημόσιο Ιδιώτης Και οι δύο ΔΗΜΟΣ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ Δημόσιο Ιδιώτης Και οι δύο ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Δημόσιο Ιδιώτης Και οι δύο ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΑΛΕΩ Δημόσιο Ιδιώτης Και οι δύο ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ Δημόσιο Ιδιώτης Και οι δύο

Νοσοκομεία

Περιγραφή Διοικητικής Διαίρεσης

Κτίρια μικτής χρήσης

Σχολικά Κτίρια

Κτίρια αποκλειστικής χρήσης

63 49 14 0 24 14 10 0 39 33 6 0 65 56 9 0 62 53 9 0

2 2 0 0 4 2 2 0 9 6 3 0 2 1 1 0 8 0 8 0

20 1 18 1 11 0 11 0 10 0 9 1 11 0 9 2 7 0 7 0

1 0 1 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 0 1 0 1 0

86 52 33 1 39 16 23 0 58 39 18 1 78 57 19 2 78 53 25 0

55 52 3 0

1 1 0 0

7 0 7 0

0 0 0 0

63 53 10 0

ΠΠίνακας 7 Κτίρια κατά χρήση και φορέα ιδιοκτησίας για τους επιλεγμένους δήμους πηγή: Ελληνική Στατιστική Αρχή, Απογραφή Κτιρίων 2011 (Πίνακας 14) (δική μου επεξεργασία)


Διερευνώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες στην Αθήνα

Νέα Ιωνία) αναλαμβάνουν επιπρόσθετους ρόλους, οργανώνοντας νέες ή/ και περισσότερες δοµές, όπως η δηµοτική ιµατιοθήκη, κοινωνικά συσσίτια, προγράµµατα στήριξης απόρων και αστέγων, κοινωνικά φροντιστήρια, σεµινάρια εκµάθησης ελληνικών κα. Οι πρωτοβουλίες αλληλεγγύης αυτές φαίνεται ότι αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία και διευρύνονται στο χώρο, καθώς «αναφέρονται σε ένα μεγάλο εύρος πρακτικών με κοινό στόχο την ανακούφιση και τη βελτίωση κάποιων επιπτώσεων της κρίσης, που κοινώς χρησιμοποιούν το σλόγκαν ‘κανείς μόνος στην κρίση’» (Vaiou & Kalandides, σ. 5), βοηθώντας όσους έχουν περισσότερο ανάγκη. Οι τομείς δράσης και τα κίνητρα για την ενεργοποίηση τέτοιων πρωτοβουλιών ποικίλουν, καθώς καλούνται να εξυπηρετήσουν μεγάλο φάσμα αναγκών, από τις βασικές βιοτικές ανάγκες έως τη διεξαγωγή συνελεύσεων και κοινωνικών συναντήσεων για τη συζήτηση μελλοντικών δράσεων και κινητοποιήσεων. Η διάρκεια λειτουργίας τέτοιων θεσμών ποικίλει πάλι, ενώ η έναρξη και η εξάπλωσή τους στο χώρο πολλές φορές πραγματοποιείται αστραπιαία. Μια βασική κατηγοριοποίηση των πρωτοβουλιών αυτών είναι για: (Vaiou & Kalandides, σ. 6) 1. Θέματα καθημερινής επιβίωσης (κοινωνικά παντοπωλεία, συλλογική κουζίνα, δίκτυα ανταλλαγών) 2. Θέματα βασικών κοινωνικών υπηρεσιών (κοινωνικά ιατρεία και φαρμακεία) 3. Θέματα εκπαιδευτικής υποστήριξης και πολιτισμικών δρώμενων 4. Δράσεις πολιτικών διεκδικήσεων (κοινωνικοί χώροι, κέντρα υποστήριξης) 5. Προσπάθειες συλλογικής δραστηριοποίησης (συνεταιριστικά παντοπωλεία και καφετέριες) Σε γενικές γραμμές οι πρωτοβουλίες αυτές έχουν προκύψει από αυθόρμητες και εθελοντικές συγκεντρώσεις ατόμων, ενώ η σχέση τους με τους επίσημους κρατικούς θεσμούς ή τους θεσμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης αποτελεί σοβαρό θέμα συζήτησης. Vaiou & Kalandides, σ. 6) Παρόλα αυτά, στον πίνακα 8 παρακάτω φαίνεται ότι πολλές τέτοιες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης οργανώνονται και ενισχύονται από τις δημοτικές αρχές, ενώ συχνά τους παρέχεται και χώρος δράσης.

95


ΚΑΠΗ ΙΚΑ

Δήμος

Παιδικοί σταθμοί

Κεφάλαιο Γ

Κοινωνική μέριμνα

Δήμος Κηφισιάς

9

4

1

Κοινωνικό Παντοπωλείο Τράπεζα Αίματος Συμβουλευτικό κέντρο οικογενειών (ΣΚΟ) Κέντρο πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών και προαγωγής υγείας Προγράμματα Εκπαίδευσης και Επιμόρφωσης Ενηλίκων (Κέντρο Δια Βιου Μάθησης) Κοινωνικό φροντιστήριο Γραφείο Προστασίας και Προαγωγής της Δημόσιας Υγείας Πρόγραμμα Σχολικής Υγιεινής Προγράμματα Προληπτικής Ιατρικής Πρόγραμμα Βοήθεια στο Σπίτι Κέντρα Ημερήσιας Φροντίδας Ηλικιωμένων (ΚΗΦΗ)

Δήμος Χαλανδρίου

5

2

2

Κοινωνικό Ιατρείο Αλληλεγγύης Γραφείο Διαμεσολάβησης Κοινωνικό Φαρμακείο Δομή Παροχής Συσσιτίων Κοινωνικό Παντοπωλείο Συμβουλευτικό Κέντρο Γυναικών

Δήμος Αμαρουσίου

12

7

2

Δημοτικό Κοινωνικό Πολυϊατρείο Κέντρο Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης Βοήθεια στο Σπίτι και Κοινωνική Μέριμνα Εθελοντική αιμοδοσία - Τράπεζα αίματος ΚΔΑΠ –ΜΕΑ Κέντρο Ημέρας Alzheimer Γραφείο Εθελοντισμού

Δήμος Νέας Σμύρνης

6

3

1

Πρόγραμμα Κοινωνικής Βοήθειας Ατομική και Οικογενειακή Συμβουλευτική Βοήθεια στο Σπίτι Κοινωνικό Παντοπωλείο Κοινωνικό Φαρμακείο Δημοτικά Ιατρεία Κέντρο Πρόληψης ‘Ήλιος’ Πρόγραμμα Εθελοντισμού «Ενεργός Δράση» Συμβουλευτική και Στήριξη Μεταναστών και Προσφύγων

Δήμος Ζωγράφου

96

6

3

1

Κοινωνικό Παντοπωλείο Τράπεζα Αίματος Συμβουλευτικό κέντρο οικογενειών (ΣΚΟ) Κέντρο πρόληψης της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών και προαγωγής υγείας Προγράμματα Εκπαίδευσης και Επιμόρφωσης Ενηλίκων (Κέντρο Δια Βιου Μάθησης) Κοινωνικό φροντιστήριο

ΠΠίνακας 8 Κοινωνικές υπηρεσίες (εκπαίδευσης, τρίτης ηλικίας και κοινωνικής μέριμνας) κατά δήμο ανάλυσης πηγή: επίσημες ιστοσελίδες δήμων(δική μου καταμέτρηση και επεξεργασία)


ΚΑΠΗ ΙΚΑ

Δήμος

Παιδικοί σταθμοί

Διερευνώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες στην Αθήνα

Δήμος Ζωγράφου

Κοινωνική μέριμνα Γραφείο Προστασίας και Προαγωγής της Δημόσιας Υγείας Πρόγραμμα Σχολικής Υγιεινής Προγράμματα Προληπτικής Ιατρικής Πρόγραμμα Βοήθεια στο Σπίτι Κέντρα Ημερήσιας Φροντίδας Ηλικιωμένων (ΚΗΦΗ)

Δήμος Παλαιού Φαλήρου

8

3

2

Δημοτικά Ιατρεία Γραφείο Κοινωνικής Πρόνοιας Υποστήριξη Απόρων Υπηρεσία Συμβουλευτικής και Ψυχοκοινωνικής Στήριξης γονέων Τράπεζα Αίματος

Δήμος Ηλιουπόλεως

7

4

1

Ιατρείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης Τράπεζα Αίματος Χορήγηση Έκτακτης Οικονομικής Ενίσχυσης Χορήγηση διατακτικών για αγορά τροφίμων

Δήμος Βύρωνος

10

3

2

Κοινωνικό Ιατρείο Φαρμακείο Δίκτυο Αλληλεγγύης Κοινωνικό Φροντιστήριο Δίκτυο συσσιτίων Δράσεις υγείας για ανασφάλιστους Πρόγραμμα «ΣτηρίΖΩ» Κέντρο Υγείας

Δήμος Νέας Ιωνίας

8

4

1

Τμήμα κοινωνικής πολιτικής και πολιτικών ισότητας φύλων Ενίσχυση απόρων Εργαστήρι Αυτάρκειας και ευ ζην Κοινωνικού Παντοπωλείου Δημοτική Ιματιοθήκη Ψυχολόγος Προστασία και προαγωγή δημόσιας υγείας Κοινωνική Προστασία Κοινωνικό Ιατρείο Κοινωνικό Φαρμακείο Μαθήματα Ελληνικών Κέντρο Πρόληψης Ίριδα Τράπεζα Αίματος ΚατασκήνωσηΓραφείο Προστασίας και Προαγωγής της Δημόσιας Υγείας Πρόγραμμα Σχολικής Υγιεινής Προγράμματα Προληπτικής Ιατρικής Πρόγραμμα Βοήθεια στο Σπίτι Κέντρα Ημερήσιας Φροντίδας Ηλικιωμένων (ΚΗΦΗ)

97


ΚΑΠΗ ΙΚΑ

Δήμος

Παιδικοί σταθμοί

Κεφάλαιο Γ

Κοινωνική μέριμνα

Δήμος Αγίου Δημητρίου

7

5

2

Κοινωνικό Φαρμακείο Δημοτική Ιματιοθήκη Κοινωνικό Φροντιστήριο Κοινωνικό Παντοπωλείο Κοινωνικό Συσσίτιο Δημοτική Κατασκήνωση Δημοτικά Ιατρεία Βοήθεια στο Σπίτι Τράπεζα Χρόνου Γραφείο Διαμεσολάβησης

Δήμος Αιγάλεω

9

6

2

Αλληλέγγυο Φροντιστήριο Κοινωνικό Παντοπωλείο Δημοτικά Ιατρεία Συμβουλευτικό Κέντρο Γραφείο Ισότητας των Φύλων Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων & Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας “Άρηξις” Πρόγραμμα “Βοήθεια στο σπίτι” ηλικιωμένων και ΑΜΕΑ Αιμοδοσία Πρόγραμμα Καθημερινής Σίτισης 100 άπορων οικογενειών. Διανομή τροφίμων σε 450 οικονομικά αδύνατες οικογένειες στις γιορτές Πρόγραμμα κατασκήνωσης για τα παιδιά. Δωρεάν θαλάσσια μπάνια για κατοίκους του Αιγάλεω, κάθε Ιούλιο Κέντρο Πρόληψης Εξάρτησης & Αγωγής Υγείας “Άρηξις” .

Δήμος Αγίων Αναργύρων

8

7

1

Συμβουλευτική Υποστήριξη Κοινωνικό Φροντιστήριο Κοινωνική Εργασία Προγράμματα Κοινωνικής Πολιτικής Γραφείο Υποστήριξης για Άτομα με Αναπηρία Γραφείο Εθελοντισμού και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Πρόγραμμα Σχολικής Υγιεινής Προγράμματα Προληπτικής Ιατρικής Τράπεζα Αίματος Προγράμματα Εκπαίδευσης και Επιμόρφωσης Ενηλίκων Συμβουλευτική γονέων Δίκτυα Συνεργασίας Προγράμματα κατά οίκον βοήθειας

98

ΠΠίνακας 8 (συνέχεια) Κοινωνικές υπηρεσίες (εκπαίδευσης, τρίτης ηλικίας και κοινωνικής μέριμνας) κατά δήμο ανάλυσης πηγή: επίσημες ιστοσελίδες δήμων(δική μου καταμέτρηση και επεξεργασία)


Διερευνώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες στην Αθήνα

1km

Διαγράμματα χωροθέτησης υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας στους δήμους Παιδικοί σταθμοί ΚΑΠΗ ΙΚΑ Ελεύθεροι χώροι

99


Κεφάλαιο Γ

Δήμος Κηφισιάς 34.03 km2

Δήμος Χαλανδρίου 10.8 km2

Δήμος Αμαρουσίου 13.09 km2 100


Διερευνώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες στην Αθήνα

Δήμος Νέας Σμύρνης 3.52 km2

Δήμος Ζωγράφου 8.72 km2

Δήμος Παλαιού Φαλήρου 4.57 km2 101


Κεφάλαιο Γ

Δήμος Βύρωνος 9.2 km2

Δήμος Ηλιούπολης 12.72 km2

Δήμος Νέας Ιωνίας 4.42 km2 102


Διερευνώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες στην Αθήνα

Δήμος Αγίου Δημητρίου 4.95 km2

Δήμος Αιγάλεω 6.45 km2

Δήμος Αγίων Αναργύρων/ Καματερού 9.11 km2 103


Κεφάλαιο Γ

Δήμος

Δήμος Κηφισιάς Δήμος Χαλανδρίου Δήμος Αμαρουσίου Δήμος Νέας Σμύρνης Δήμος Ζωγράφου Δήμος Παλαιού Φαλήρου Δήμος Ηλιουπόλεως Δήμος Βύρωνος Δήμος Νέας Ιωνίας Δήμος Αγίου Δημητρίου Δήμος Αιγάλεω Δήμος Αγίων Αναργύρων

1 3 3 0 0 0 2 0 2 1 3 0

0 0 0 4 0 9 0 0 0 0 0 0

104

0 1 1 0 0 0 0 0 0 0 0 0

22 36 19 19 12 16 12 9 10 17 31 17

2+ αυτοκίνητα 12.445 10.025 9.874 7.208 4.463 6.893 8.717 4.760 5.823 7.104 5.012 6.274

Πίνακας 9 Νοικοκυριά κατά αριθμό αυτοκινήτων που έχουν στη διάθεσή τους πηγή: Ελληνική Στατιστική Αρχή, Απογραφή Πληθυσμού 2011 (Πίνακας 49β) (δική μου επεξεργασία)

Γραμμές δημοτικής συγκοινωνίας

1 αυτοκίνητο 10.691 14.141 13.538 15.608 14.040 12.691 15.139 11.983 13.295 13.177 13.231 10.884

Στάθμοί προαστιακού σιδηρόδρομου Γραμμές αστικών λεωφορείων/ τρόλεϊ

0 αυτοκίνητα 3.786 5.701 5.526 9.031 14.402 7.713 7.508 8.766 7.443 6.818 10.260 5.521

Στάσεις τραμ

26.922 29.867 28.938 31.847 32.905 27.297 31.364 25.509 26.561 27.099 28.503 22.679

Σταθμοί ΜΕΤΡΟ

Δήμος Κηφισιάς Δήμος Χαλανδρίου Δήμος Αμαρουσίου Δήμος Νέας Σμύρνης Δήμος Ζωγράφου Δήμος Παλαιού Φαλήρου Δήμος Ηλιουπόλεως Δήμος Βύρωνος Δήμος Νέας Ιωνίας Δήμος Αγίου Δημητρίου Δήμος Αιγάλεω Δήμος Αγίων Αναργύρων

Σύνολο νοικοκυριών

Δήμος

Νοικοκυριά κατά αριθμό αυτοκινήτων

0 4 6 3 3 1 3 2 3 1 1 0

ΠΠίνακας 10 Μέσα μαζικής μεταφοράς κατά δήμο πηγή: ΣΤΑ.ΣΥ, ΟΑΣΑ, επίσημες ιστοσελίδες των αντίστοιχων δήμων (δική μου καταμέτρηση και επεξεργασία)


Διερευνώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες στην Αθήνα

v. Συνθήκες διαβίωσης Όπως έχει αναφερθεί ήδη, σημαντικός παράγοντας στην ψηλάφηση και ζητήματα των κοινωνικών ανισοτήτων στον τομέα των υπηρεσιών δεν αποτελεί µόνο ο προσβασιμότητας

τρόπος κατανομής τους στο χώρο αλλά και οι τρόποι πρόσβασής τους µε άμεσο τρόπο με τα μέσα μαζικής κυκλοφορίας. Είναι γενικά γνωστό ότι το μετρό της Αθήνας έχει ωφελήσει σημαντικά στην εξομάλυνση των μετακινήσεων και την γρήγορη και άµεση σύνδεση αποµακρυσµένων περιοχών. Παρά την ύπαρξη των 3 διευρυµένων γραµµών του µετρό, ωστόσο, πολλές είναι οι περιοχές οι οποίες παραµένουν ‘αποκλεισµένες’ µε µοναδική διέξοδο τις διερχόµενες λεωφορειακές γραµµές για τη σύνδεση τους µε το κέντρο της Αθήνας ή µε άλλες περιοχές µε σταθµό µετρό και την τοπική συγκοινωνία για τις µετακινήσεις εσωτερικά του δήµου. Αξίζει να σηµειωθεί, έπειτα, ότι στις περιοχές από όπου δε διέρχεται το µετρό δεν παρατηρείται καµία αύξηση των λεωφορειακών γραµµών, όπως θα ήταν αναµενόµενο για να αναπληρωθεί το κενό των σταθερών µέσων και µάλιστα οι περιοχές αυτές υστερούν και στις δηµοτικές γραµµές. Τέτοια παραδείγµατα είναι περιοχές µε µεσαία και χαµηλή οικονοµική δραστηριότητα, όπως του Ζωγράφου, του Βύρωνα και του Καµατερού, δήµοι µε µεσαία πάλι έκταση, στους οποίους οι λεωφορειακές γραµµές ακολουθούν όµοιες πορείες, καλύπτοντας παρόµοιο εύρος περιοχών. Το γεγονός αυτό καθιστά κάποιες περιοχές του δήµου ‘δυσπρόσιτες’ και άλλες ιδιαίτερα φορτισµένες µε χρήσεις και καθηµερινή κινητικότητα.

Κατοχή ιδιωτικών μέσων

Στην αξιολόγηση του τρόπου προσβασιµότητας των υπηρεσιών στον κάθε δήµο παίζει ρόλο, επιπλέον, η κατοχή ιδιωτικού µέσου µετακίνησης. Η Αθήνα είναι κατεξοχήν µια πόλη ‘πνιγµένη’ στα αυτοκίνητα, όπου η κυριαρχία τους γίνεται ευκρινής στην παραµικρή βόλτα στο κέντρο ή τα προάστια. Ποσοτικά για να κατανοήσουµε τα µεγέθη στους συγκεκριµένους δήµους, στρεφόµαστε στον πίνακα 9 και βρίσκουµε ότι στους πιο εύπορους δήµους η κατοχή 2 ή περισσότερων αυτοκινήτων είναι σαφώς πιο διαδεδοµένη από την κατοχή κανενός, ενώ αντίθετα στους φτωχότερους τα περισσότερα νοικοκυριά έχουν το µέγιστο ένα αυτοκίνητο. Οι µισοί σχεδόν κάτοικοι της Κηφισιάς έχουν στην κατοχή τους 2 ή περισσότερα ιδιωτικά µέσα, ενώ μόνο 1 στους 6 δεν έχει κανένα. Αντίστροφα είναι τα δεδοµένα για τους δήµους του Αιγάλεω, του Καµατερού, του Βύρωνα και του Ζωγράφου. Ο συσχετισµός της κατοχής και της χρήσης των ιδιωτικών µέσων µετακίνησης µε την οικονοµική δεινότητα του σήµερα είναι ξεκάθαρος και αποτυπώνεται στην κατάταξη αυτού του πίνακα. Η κατοχή και η συντήρηση του ενός αυτοκινήτου ανά νοικοκυριό θεωρείται εφικτή και µάλλον απαραίτητη τουλάχιστον σε δήµους που υπολείπονται στα δηµόσια µέσα µεταφοράς και ταυτόχρονα αποτελεί οικονοµικό κριτήριο για τους δήµους αυτούς, ενισχύοντας την ισχύ της ήδη διαµορφωµένης διαβάθµισης. Τέλος, σηµαντικός παράγοντας για την ανάγνωση του διαχωρισµού ανάµεσα στους δήµους αποτελεί ο δείκτης υπερπληθυσµού και οι συνθήκες πυκνοκατοίκησης και δόµησης. Οι διαφοροποιήσεις στην πυκνότητα δόµησης και πληθυσµιακής κάλυψης εκτός από τις βιωµατικές εικόνες που μπορεί να έχουμε 105


Κεφάλαιο Γ

ΔΗΜΟΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ Κάτω από 15 μ2 ανά κάτοικο 15 - 29 μ2 ανά κάτοικο 30 - 44 μ2 ανά κάτοικο 45 + μ2 ανά κάτοικο ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ Κάτω από 15 μ2 ανά κάτοικο 15 - 29 μ2 ανά κάτοικο 30 - 44 μ2 ανά κάτοικο 45 + μ2 ανά κάτοικο ΔΗΜΟΣ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ Κάτω από 15 μ2 ανά κάτοικο 15 - 29 μ2 ανά κάτοικο 30 - 44 μ2 ανά κάτοικο 45 + μ2 ανά κάτοικο ΔΗΜΟΣ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ Κάτω από 15 μ2 ανά κάτοικο 15 - 29 μ2 ανά κάτοικο 30 - 44 μ2 ανά κάτοικο 45 + μ2 ανά κάτοικο ΔΗΜΟΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ Κάτω από 15 μ2 ανά κάτοικο 15 - 29 μ2 ανά κάτοικο 30 - 44 μ2 ανά κάτοικο 45 + μ2 ανά κάτοικο ΔΗΜΟΣ ΠΑΛΑΙΟΥ ΦΑΛΗΡΟΥ Κάτω από 15 μ2 ανά κάτοικο 15 - 29 μ2 ανά κάτοικο 30 - 44 μ2 ανά κάτοικο 45 + μ2 ανά κάτοικο

106

26.889 346 3.296 5.623 17.624 29.794 400 6.854 8.303 14.237 28.934 343 6.769 8.299 13.523 31.840 498 8.223 8.796 14.323 32.901 905 10.188 8.953 12.855 27.291 394 6.864 7.502 12.531

20.520 167 2.376 4.318 13.659 21.060 220 4.907 5.945 9.988 20.475 196 4.786 5.964 9.529 21.335 233 5.508 5.960 9.634 18.968 348 6.313 5.021 7.286 18.657 195 4.713 5.217 8.532

Ενοικιαζόμενες / Συνεταιριστικής ιδιοκτησίας / Άλλος τύπος κυριότητας

Ιδιοκατοικούμενες

Περιγραφή / Πυκνότητα κατοικήσεως (μ2 ανά κάτοικο)

Σύνολο

Τύπος κυριότητας

6.369 179 920 1.305 3.965 8.734 180 1.947 2.358 4.249 8.459 147 1.983 2.335 3.994 10.505 265 2.715 2.836 4.689 13.933 557 3.875 3.932 5.569 8.634 199 2.151 2.285 3.999

ΠΠίνακας 11 Κατοικούμενες κανονικές κατοικίες κατά πυκνότητα κατοικήσεως και τύπο κυριότηταςπηγή: Ελληνική Στατιστική Αρχή, Απογραφή ΠληθυσμούΚατοικιών 2011 (Πίνακας Β02) (δική μου επεξεργασία)


Διερευνώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες στην Αθήνα

από κάποιες από αυτές τις περιοχές, ενισχύεται αν συνειδητοποιήσουµε τις µεγάλες διακυµάνσεις στις εκτάσεις των δήµων, οι οποίες κυµαίνονται από 3 έως 34 τετραγωνικά χιλιόµετρα. Η Κηφισιά για ακόµη µια φορά κατέχει την τιµητική θέση µε τη µεγαλύτερη και µε µεγάλη διαφορά από τη δεύτερη έκταση (34km2), ενώ το Μαρούσι, το Χαλάνδρι και η Ηλιούπολη, ο Βύρωνας και το Καµατερό (9.11 km2) διαµορφώνουν τη δεύτερη κατηγορία µεσαίας έκτασης δήµων. Η Νέα Σµύρνη, το Παλαιό Φάληρο, ο Ζωγράφου, ο Άγιος Δηµήτριος, η Νέα Ιωνία και το Αιγάλεω (6.45 km2) αποτελούν την οµάδα των µικρότερων σε έκταση δήµων µε πληθυσµό όµοιο µε τους προηγούµενους, όπως είναι γνωστό. Το γεγονός αυτό καθιστά σαφείς τις συνθήκες δοµικής πύκνωσης και υπερπληθυσµού στους τελευταίους δήµους, σε αντίθεση µε τους πρώτους που παρουσιάζουν καλύτερες συνθήκες πολεοδοµικής οργάνωσης και µεγαλύτερη αραίωση. Οι συνθήκες αυτές υποδηλώνουν έμμεσα και άμεσα την υλική ανισότητα και τη στέρηση που μπορεί να βιώνουν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες στους διάφορους δήμους της Αττικής, σε μεγαλύτερο και μικρότερο βαθμό. Η αποστέρηση της υγείας, της εκπαίδευσης και των υπηρεσιών γενικότερα συμπεριλαμβάνονται στα γενικά χαρακτηριστικά προσδιορισμού του δείκτη αποστέρησης αλλά και της φτώχειας, καθιστώντας δυσχερέστερες τις συνθήκες ζωής του ατόμου. Για την περίπτωση μελέτης, η αποστέρηση δεν είναι απόλυτη ούτε ολική, αλλά εντοπίζεται κλιμάκωση στις μορφές και το βαθμό εκδήλωσής της, ειδικά στην κατανομή των κοινωνικών υπηρεσιών, η οποία εξαρτάται σε ένα σημαντικό βαθμό και από τις οικονομικές δυνατότητες της πλειοψηφίας των κατοίκων του δήμου. Το γεγονός αυτό επιτρέπει τον εντοπισμό ψηγμάτων τουλάχιστον που υπονοούν το χωρικό διαχωρισμό των διαφορετικών δήμων και την ένταση του κοινωνικού χάσματος ανάμεσά τους. Επιπλέον, εξίσου σπουδαίο ζήτημα συζήτησης θεωρείται η κατοχύρωση της Στοιχεία προσδιορισμού αποστέρησης της στέγασης, παράγοντας που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη, καθώς η στέρησή της κατοικίας στην Ελλάδα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων μίας περιοχής. Σύμφωνα με το άρθρο του Αράπογλου και του Μαλούτα υπάρχουν τρία μέτρα για την ανισότητα σε θέματα κατοικίας: α) ο λειτουργικός χώρος διαβίωσης μετράται ως επιφάνεια κατοικίας ανά άτομο. Γενικά η επιφάνεια 20 m2 ανά κάτοικο θεωρείται ως το κατώτερο όριο στο οποίο το άτομο δε στερείται την κατοικία, β) η περίοδος κατασκευής των κτιρίων. Κτίρια ηλικίας άνω των 30 ετών πιστεύεται ότι αυξάνουν την πιθανότητα της στέρησης, γ) η κατοχή και ο παράγοντας της ενοικίασης από τον ιδιωτικό τομέα αποτελεί πιθανό λόγο στέρησης.(Arapoglou & Maloutas, 2011, σ. 8) Στην έρευνα τους αυτή φαίνεται ότι ένα σημαντικό ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού βιώνει κάποια μορφή στέρησης της κατοικίας, που κυμαίνεται από περίπου το ένα τέταρτο (24,1% στον κατ ‘άτομο ζωτικό χώρο) έως το ένα 107


Κεφάλαιο Γ

108

Ενοικιαζόμενες / Συνεταιριστικής ιδιοκτησίας / Άλλος τύπος κυριότητας

ΔΗΜΟΣ ΗΛΙΟΥΠΟΛΕΩΣ Κάτω από 15 μ2 ανά κάτοικο 15 - 29 μ2 ανά κάτοικο 30 - 44 μ2 ανά κάτοικο 45 + μ2 ανά κάτοικο ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΟΣ Κάτω από 15 μ2 ανά κάτοικο 15 - 29 μ2 ανά κάτοικο 30 - 44 μ2 ανά κάτοικο 45 + μ2 ανά κάτοικο ΔΗΜΟΣ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ Κάτω από 15 μ2 ανά κάτοικο 15 - 29 μ2 ανά κάτοικο 30 - 44 μ2 ανά κάτοικο 45 + μ2 ανά κάτοικο ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Κάτω από 15 μ2 ανά κάτοικο 15 - 29 μ2 ανά κάτοικο 30 - 44 μ2 ανά κάτοικο 45 + μ2 ανά κάτοικο ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΑΛΕΩ Κάτω από 15 μ2 ανά κάτοικο 15 - 29 μ2 ανά κάτοικο 30 - 44 μ2 ανά κάτοικο 45 + μ2 ανά κάτοικο ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ ΚΑΜΑΤΕΡΟΥ Κάτω από 15 μ2 ανά κάτοικο 15 - 29 μ2 ανά κάτοικο 30 - 44 μ2 ανά κάτοικο 45 + μ2 ανά κάτοικο

31.355 735 10.539 8.680 11.401 25.499 759 8.981 6.837 8.922 26.531 1.122 10.346 6.934 8.129 27.091 861 10.761 7.522 7.947 28.485 1.224 11.267 7.618 8.376

22.308 437 7.510 6.285 8.076 16.883 375 5.996 4.566 5.946 18.511 545 7.425 4.933 5.608 19.216 525 7.856 5.310 5.525 18.645 651 7.577 4.949 5.468

9.047 298 3.029 2.395 3.325 8.616 384 2.985 2.271 2.976 8.020 577 2.921 2.001 2.521 7.875 336 2.905 2.212 2.422 9.840 573 3.690 2.669 2.908

22.669 980 9.070 6.111 6.508

16.692 569 6.670 4.629 4.824

5.977 411 2.400 1.482 1.684

Σύνολο

Περιγραφή / Πυκνότητα κατοικήσεως (μ2 ανά κάτοικο)

Ιδιοκατοικούμενες

Τύπος κυριότητας

ΠΠίνακας 11 Κατοικούμενες κανονικές κατοικίες κατά πυκνότητα κατοικήσεως και τύπο κυριότηταςπηγή: Ελληνική Στατιστική Αρχή, Απογραφή ΠληθυσμούΚατοικιών 2011 (Πίνακας Β02) (δική μου επεξεργασία)


Διερευνώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες στην Αθήνα

τρίτο (33,8% για την ηλικία των κτιρίων άνω των 30 ετών). Οι μετανάστες προφανώς βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση µε τους Έλληνες και στις τρεις περιπτώσεις. (Arapoglou & Maloutas, 2011, σ. 8) Με άξονα μελέτης τα δεδομένα αυτά αλλά και τα κατώτερα όρια προσδιορισμού της αποστέρησης από το Eurostat, όπως έχουν ήδη παρουσιαστεί, η εργασία στη συνέχεια διερευνά τα στοιχεία που μπορούν να προσδιορίσουν πιο συγκεκριμένα τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων των 12 αυτών δήμων και να ‘μετρήσει’ τις ανισότητές τους όσον αφορά την αποστέρηση της κατοικίας. Τα στοιχεία πάλι προέρχονται από την Ελληνική Στατιστική Αρχή και την Απογραφή Πληθυσμού- Κατοικιών του 2011, και παρατίθενται με βάση τα κριτήρια του Αράπουγλου και του Μαλούτα. Αρχικά, στον πίνακα 11 παρουσιάζονται οι κατοικούμενες κατοικίες κατά πυκνότητα κατοικήσεως και τύπο κατοικίας στους επιλεγμένους δήμους με βάση την κλιμακωτή ταξινόμησή τους όπως αυτή προκύπτει από το οικονομικό προφίλ τους. Εδώ συμπεριλαμβάνονται λοιπόν το πρώτο και το τρίτο μέτρο για τον προσδιορισμό της ανισότητας σε θέματα κατοικίας, όπως αυτά δίνονται παραπάνω, δηλαδή ο λειτουργικός χώρος ανά κάτοικο και ο φορέας ιδιοκτησίας. Πρώτη και κύρια παρατήρηση είναι το ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό των ιδιοκατοικούμενων κατοικιών σε σχέση με τις ενοικιαζόμενες στο σύνολο των κατοικιών. Πρόκειται για ένα ποσοστό που συνήθως ξεπερνά το διπλάσιο του αντίστοιχου των ενοικιαζόμενων. Γενικά, η επικράτηση της ιδιοκατοίκησης ως αποτέλεσμα των πρακτικών αυτο-κατασκευής των προηγούμενων δεκαετιών έχει ως συνέπεια την έλλειψη αποθέματος κατοικιών προς ενοικίαση. Στις πιο υποβαθμισμένες γειτονιές στις δυτικές παρυφές της πόλης (Αιγάλεω, Άνω Λιόσια, Καματερό, Δραπετσώνα, κλπ) πάνω από το 90% του πληθυσμού είναι Έλληνες ιδιοκτήτες ακινήτων που δεν έχουν πρόσβαση στις μεσιτικές αγορές. (Arapoglou & Maloutas, 2011, σ. 11) Επίσης, διαφαίνεται ότι η ήδη διαμορφωμένη κλιμάκωση των δήμων ακολουθεί και σε αυτή την περίπτωση επαληθεύοντας την υπόθεση συσχετισμού των συνθηκών διαβίωσης με τα οικονομικά χαρακτηριστικά του συνόλου του πληθυσμού του δήμου. Χαρακτηριστικά φαίνεται η διπλή σχέση στους περισσότερο και λιγότερο πλειοδοτημένους δήμους, όπου στους πρώτους παρατηρείται το μικρότερο πλήθος κατοικίας με επιφάνεια κάτω των 30m2 και ταυτόχρονα το μεγαλύτερο πλήθος κατοικιών με επιφάνεια πάνω από 45m2 ανά άτομο, ενώ το αντίστροφο παρατηρείται στους λιγότερο πλειοδοτημένους δήμους. Έτσι, οι κάτοικοι των πιο εύρωστων δήμων καταλαμβάνουν και απολαμβάνουν μεγαλύτερο χώρο κατά άτομο, ενώ στους λιγότερο πλεονεκτημένους δήμους οι περισσότεροι κάτοικοι καταλαμβάνουν 15-29m2 ανά άτομο, διάστημα που συμπεριλαμβάνει το κατώτερο όριο στο οποίο το άτομο δε στερείται την κατοικία. Όσον αφορά τις ιδιοκατοικούμενες κατοικίες όπου αναλογεί πάνω από 45m2 στο κάθε άτομο η κλίμακα επαληθεύεται σχεδόν πλήρως. Όσον αφορά τώρα το τελευταίο κριτήριο,την περίοδο κατασκευής των 109


Κεφάλαιο Γ

Περιγραφή Διοικητικής Διαίρεσης

Σύνολο

Πριν από το 1945

1946-1970

1971-1990

1991-2005

2006 και μετά

Περίοδος κατασκευής

Δήμος Κηφισιάς Δήμος Χαλανδρίου Δήμος Αμαρουσίου Δήμος Νέας Σμύρνης Δήμος Ζωγράφου Δήμος Παλαιού Φαλήρου Δήμος Ηλιουπόλεως Δήμος Βύρωνος Δήμος Νέας Ιωνίας Δήμος Αγίου Δημητρίου Δήμος Αιγάλεω Δήμος Αγίων Αναργύρων

34.386 36.763 35.571 40.289 44.344 35.040 38.798 32.315 32.961 34.214 36.973 28.619

1.001 264 294 442 116 175 202 866 1.273 137 1.360 298

4.978 6.354 3.852 7.423 13.178 8.334 10.137 8.226 7.093 7.433 14.438 6.717

16.198 18.388 18.697 21.049 23.198 17.825 19.269 15.419 13.837 15.819 14.753 11.556

8.892 8.651 9.673 8.553 5.672 6.990 6.795 6.221 8.349 8.050 4.415 7.512

3.317 3.106 3.055 2.822 2.180 1.716 2.395 1.583 2.409 2.775 2.007 2.536

ΠΠίνακας 12 Κανονικές κατοικίες κατά περίοδο κατασκευής πηγή: Ελληνική Στατιστική Αρχή, Απογραφή Πληθυσμού-Κατοικιών 2011 (Πίνακας Β15) (δική μου επεξεργασία)

34.386 36.763 35.571 40.289 44.344 35.040 38.798 32.315 32.961 34.214 36.973 28.619

110

32.110 34.793 34.120 38.257 42.470 32.037 34.358 28.805 27.594 29.396 24.812 24.004

1.513 1.115 1.012 1.272 821 1.657 3.085 1.951 2.532 2.805 7.121 2.675

Δεν έχει θέρμανση

Δήμος Κηφισιάς Δήμος Χαλανδρίου Δήμος Αμαρουσίου Δήμος Νέας Σμύρνης Δήμος Ζωγράφου Δήμος Παλαιού Φαλήρου Δήμος Ηλιουπόλεως Δήμος Βύρωνος Δήμος Νέας Ιωνίας Δήμος Αγίου Δημητρίου Δήμος Αιγάλεω Δήμος Αγίων Αναργύρων

Κεντρική (αυτόνομη και μη αυτόνομη) θέρμανση Κεντρική (αυτόνομη και μη αυτόνομη) θέρμανση

Δήμος

Σύνολο κατοικιών

763 855 439 760 1.053 1.346 1.355 1.559 2.835 2.013 5.040 1.940

ΠΠίνακας 13 Κανονικές κατοικίες κατά διαθεσιμότητα θέρμανσης πηγή: Ελληνική Στατιστική Αρχή, Απογραφή ΠληθυσμούΚατοικιών 2011 (Πίνακας B12) (δική μου επεξεργασία)


Διερευνώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες στην Αθήνα

κτιρίων, όπως είναι αναμενόμενο, η εποχή της φρενήρους οικοδομικής δραστηριότητας αποδεικνύεται και από τον πίνακα 12 ότι είναι οι δεκαετίες του ’70 και του ’80. Χιλιάδες κατοικίες χτίζονται στο διάστημα αυτό ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο και κάθε επόμενο βέβαια μέχρι σήμερα. Παρατηρώντας κάθε χρονικό διάστημα, όμως ξεχωριστά, φαίνεται ότι οι περισσότερες παλαιότερες (πριν το 1945) κατοικίες διασώζονται στις περιοχές της Κηφισιάς, της Νέας Ιωνίας και του Αιγάλεω, ενώ από τις αμέσως επόμενες δεκαετίες του ’50 και ’60 οι περισσότερες κατοικίες βρίσκονται στου Ζωγράφου, την Ηλιούπολη και το Αιγάλεω. Έπειτα, η χρυσή εποχή της οικοδομής προικίζει πλουσιοπάροχα με κατοικίες τις πιο εύπορες περιοχές των δήμων αυτών εκτινάσσοντας την πυκνότητα δόμησης με ραγδαίους ρυθμούς, ενώ τις τελευταίες δύο δεκαετίες η κατασκευαστική δραστηριότητα φαίνεται να συνεχίζεται σταδιακά στους εύρωστους δήμους και να περιορίζεται σε αυτούς. Οι υπόλοιπες, οι πιο αδύναμες περιοχές, εκτός από τον κορεσμό της δόμησης που έχουν υποστεί φαίνεται ότι αδυνατούν να υποστηρίξουν και οικονομικά τη συνέχιση ή την εντατικοποίηση της δημιουργίας νέων κατοικιών τον τελευταίο καιρό. Συνεπάγεται, λοιπόν, ότι στους δήμοι με τον πλουσιότερο πληθυσμό η ηλικία της πλειοψηφίας των κατοικιών είναι μέχρι 40 χρόνων, ενώ στους υπόλοιπους δήμους εντοπίζονται και πολλές κατοικίες μεγαλύτερης ηλικίας, οξύνοντας την πιθανότητα στέρησης της κατοικίας. Τέλος, παραθέτονται δύο συμπληρωματικοί πίνακες σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων των δήμων αυτών, γύρω από τη μόνωση των κατοικιών και το είδος της θέρμανσης που χρησιμοποιούν. Ειδικά σήμερα που η κρίση πλήττει το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού και που η τιμή του πετρελαίου έχει λάβει πολύ αυξημένες τιμές η συζήτηση γύρω από τη θέρμανση των κατοικιών αποτελεί κύριο θέμα της καθημερινότητας. Φαίνεται, λοιπόν, ότι συγκριτικά ανάμεσα σε αυτούς τους δήμους οι περισσότερες κατοικίες διαθέτουν κεντρική θέρμανση, γεγονός που σχετίζεται και με την περίοδο κατασκευής τους, αλλά εντοπίζεται ότι στους δήμους που ο πληθυσμός έχει περιοριστεί οικονομικά υπάρχουν λιγότερες κατοικίες με κεντρική θέρμανση από ότι στους ευπορότερους δήμους, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν περισσότερες κατοικίες χωρίς θέρμανση ή χρησιμοποιώντας κάποια άλλη μορφή θέρμανσης. Όσον αφορά, τέλος, τη χρήση μόνωσης, πάλι οι ‘πλουσιότερες’ κατοικίες παρουσιάζουν πλεονέκτημα στη θωράκισή τους από το κρύο και τον άνεμο, με τη χρήση διπλών τζαμιών και ενισχυμένης μόνωσης. Εντύπωση προκαλούν τα νούμερα των κατοικιών που δε διαθέτουν καθόλου μόνωση στου Ζωγράφου, τη Νέα Σμύρνη και το Αιγάλεω. Πρόκειται για περίπου τις μισές κατοικίες του δήμου που στερούνται κάποιας μορφής μόνωσης. Συνολικά, διαφαίνεται ότι οι ανισότητες ανάμεσα στους δήμους είναι αρκετά πιο έντονες σε σχέση με αυτές που κάποιος θα μπορούσε να φανταστεί. Οι συνθήκες διαβίωσης είναι πολύ διαφορετικές, επηρεαζόμενες άμεσα από το κτιριακό απόθεμα, την κατασκευαστική καταλληλότητά του, την κατάσταση διατήρησής του, τις παροχές και τη λειτουργικότητα που προσφέρει. Σε 111


Κεφάλαιο Γ

112

Καθόλου μόνωση

34.386 8.538 36.763 9.471 35.571 10.699 40.289 10.764 44.344 10.371 35.040 10.001 38.798 10.795 32.315 8.623 32.961 10.270 34.214 9.040 36.973 9.695 28.619 7.414

Δύο ή περισσότερα είδη μόνωσης

Δήμος Κηφισιάς Δήμος Χαλανδρίου Δήμος Αμαρουσίου Δήμος Νέας Σμύρνης Δήμος Ζωγράφου Δήμος Παλαιού Φαλήρου Δήμος Ηλιουπόλεως Δήμος Βύρωνος Δήμος Νέας Ιωνίας Δήμος Αγίου Δημητρίου Δήμος Αιγάλεω Δήμος Αγίων Αναργύρων

Μόνωση εξωτερικών τοίχων / Άλλο είδος

Δήμος

Διπλά τζάμια

Σύνολο

Είδος μόνωσης

3.443 4.689 4.421 4.226 4.228 3.814 4.645 2.650 2.739 3.683 2.130 3.106

14.556 11.139 9.905 7.223 4.708 5.806 8.200 5.365 5.896 9.036 4.053 7.854

7.849 11.464 10.546 18.076 25.037 15.419 15.158 15.677 14.056 12.455 21.095 10.245

ΠΠίνακας 14 Kανονικές κατοικίες κατά είδος μόνωσης πηγή: Ελληνική Στατιστική Αρχή, Απογραφή Πληθυσμού 2011 (Πίνακας B29) (δική μου επεξεργασία)


Διερευνώντας τις κοινωνικές υπηρεσίες στην Αθήνα

αρκετούς δήμους ένα ποσοστό των κατοίκων τους διαβιεί αποστερούμενο βασικών καθημερινών αναγκών, περιοριζόμενο πολλές φορές και οδηγούμενο σε συνθήκες αποκλεισμού. Η αποστέρηση της στέγασης, η μειωμένη ικανότητα κινητικότητας μέσα στην πόλη και πρόσβασης των κοινωνικών υπηρεσιών επιβαρύνει τις συνθήκες διαβίωσης και ενισχύει το διαχωρισμό των κοινωνικών ομάδων ανάλογα με τον τόπο κατοικίας και εργασίας τους εντείνοντας το χάσμα ανάμεσα τους. Το χάσμα αυτό πηγάζει αρχικά από την οικονομική διαφοροποίηση των ομάδων και κατ’ επέκταση επηρεάζει τις κοινωνικές σχέσεις τους και τη χωρική τους γειτνίαση. v. Συμπερασματικά

Συνολικά, λοιπόν, διαφαίνεται ο άμεσος συσχετισμός και η επιρροή της οικονομικής δύναμης του πληθυσμού μιας περιοχής τόσο στις συνθήκες διαβίωσης των πολιτών όσο και στην ικανότητα προσβασιμότητάς τους σε κοινωνικές, δημοτικές και κρατικές, υπηρεσίες. Η ποσοτική προσέγγιση των δεδομένων γύρω από αυτό το θέμα δεν μπορεί να παρέχει μια καθολική εικόνα της πραγματικότητας των καθημερινών σχέσεων στις παρούσες συνθήκες, αλλά μπορεί να διαγράψει τη γενικότερη ατμόσφαιρα σε απόλυτους αριθμούς. Παρόλο που τα στοιχεία για τα εισοδηματικά δεδομένα του πληθυσμού των επιλεγμένων δήμων ανάλυσης δεν είναι άμεσα διαθέσιμα, έμμεσα και με βάση την κατηγοριοποίηση των επαγγελματικών τάξεων καθίσταται δυνατή η διαμόρφωση μιας γενικής εικόνας του οικονομικού χαρακτήρα της πλειοψηφίας του μόνιμου πληθυσμού των δήμων. Η καταγραφή αυτή έρχεται να επαληθεύσει και να επικυρώσει πρακτικά το χάρτη με τη συνθετική εικόνα του ταξικού διαχωρισμού του Μαλούτα όπου τα ανώτερα στρώματα κατοικούν στα βόρεια και ανατολικά τμήματα της πόλης, ενώ τα κατώτερα στα δυτικά. Σύμφωνα λοιπόν με τα δεδομένα, όπως έχουν δοθεί, ενισχύεται ο κοινός γνωστός, στερεοτυπικός μεν αλλά αληθοφανής μέχρι ενός σημείου δε, διαχωρισμός των διάφορων περιοχών της Αθήνας ανάλογα με τις οικονομικές απολαβές του πληθυσμού τους, χωρίς βέβαια, όμως, να αποδεικνύονται απόλυτα ομοιογενείς αυτές οι περιοχές. Αυτό, απλούστερα σημαίνει ότι η φήμη ορισμένων δήμων ως πιο ‘πλούσιων’ ή ‘φτωχότερων’, ‘αναβαθμισμένων’ ή όχι, έχει κάποια υπόσταση, αλλά ισχύει για τα ακραία παραδείγματα στην κλίμακα κατάταξης και μόνο για μια σχετική πλειοψηφία του πληθυσμού τους. Το μεγάλο ποσοστό του αναλυόμενου δείγματος συγκαταλέγεται σε μία μέση κατάσταση, όπου οι επαγγελματικές τάξεις είναι μεικτές και δεν καταδεικνύεται αυστηρός διαχωρισμός (Μαλούτας) των δημοτικών ενοτήτων μεταξύ τους, αν και υπάρχει μια σχετική διαβάθμιση. Επίσης, στο εσωτερικό των δήμων αυτών διαφαίνεται ότι συγκαταλέγονται όλες οι κοινωνικές τάξεις σε παρόμοια ποσοστά, με τις (φωτεινές) εξαιρέσεις βέβαια όπως έχουν καταγραφεί μέχρι τώρα. Εξαιρετικά ενδιαφέρον μπορεί να εξελιχθεί σε επόμενο στάδιο μελέτης ο προσδιορισμός περιοχών στο εσωτερικό των δήμων με έντονα τα στοιχεία του διαχωρισμού και πιο σαφείς διανεμητικές ανισότητες στις παροχές, αλλά αυτό αφορά άλλου είδους 113


Κεφάλαιο Γ

προσέγγιση σε διαφορετικές κλίμακες ανάλυσης. Στο σημείο αυτό λοιπόν έρχονται να προστεθούν τα δεδομένα για τις παρεχόμενες κοινωνικές υπηρεσίες, τα σχολικά κτίρια και τις υποδομές υγείας μέσα στους δήμους, αποδεικνύοντας σε ένα βαθμό το συσχετισμό που δημιουργείται ανάμεσα στις οικονομικές δραστηριότητες και τις παροχές κοινής ωφέλειας κυρίως από ιδιωτικούς φορείς. Οι δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες φαίνεται να είναι ισοκατανεμημένες ανάμεσα στους δήμους τουλάχιστον ποσοτικά (η χωρική τους αποτύπωση κρίθηκε αδύνατο να πραγματοποιηθεί στα πλαίσια αυτής της εργασίας), ενώ οι ιδιωτικές φαίνεται να ‘μαγνητίζονται’ από τις περιοχές όπου υπάρχει αντίστοιχο κοινό που μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τους. Έτσι, στις ‘πλουσιότερες’ περιοχές ο πληθυσμός έχει την ευχέρεια επιλογής της υπηρεσίας που επιθυμεί ανάμεσα στις δημόσιες Α υπηρεσίες και τις ιδιωτικές Β, ενώ στις ‘φτωχότερες’ περιοχές ο αντίστοιχος πληθυσμός εξυπηρετείται αποκλειστικά από τις Α’, οι οποίες συχνά είναι λιγότερες από τις Α, στοιχείο που καταδεικνύει διανεμητικές ανισότητες ανάμεσα στους δήμους στους τομείς αυτούς. Επιπλέον στοιχείο ανάδειξης των ανισοτήτων αποτελεί η συγκέντρωση υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας εκεί όπου παρατηρείται μεγαλύτερη ζήτηση και περισσότερη ανάγκη, στους λιγότερο ευνοημένους δήμους δηλαδή, αυξάνοντας παράλληλα την πρόσβαση στις παροχές. Τέλος, οι συνθήκες αποστέρησης της κατοικίας σε κάποιους δήμους αποτελούν έκφανση των χωρικών ανισοτήτων και παράγοντα ενίσχυσης του χωρικού και κοινωνικού διαχωρισμού των περιοχών, με απόρροια πολλές φορές τη διάκριση των κατοίκων τους, την ένταση του κοινωνικού χάσματος και το στιγματισμό περιοχών και ανθρώπων. Παρά την ύπαρξη και την όξυνση τέτοιων φαινομένων αποστέρησης της κατοικίας, της εκπαίδευσης και της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ιδιαίτερα την περίοδο της κρίσης, δύο στοιχεία μπορούν να εξαχθούν ως συμπεράσματα αισιοδοξίας, τελικά. Το πρώτο αναφέρεται στις ιδιωτικές και δημόσιες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης που προσπαθούν να κατοχυρώσουν έναν χώρο έκφρασης και δράσης για την απάλυνση του πόνου του συμπολίτη μας, αδράζοντας κάθε ευκαιρία απόδειξης της γενναιοδωρίας και της μεγαλοκαρδίας του ανθρώπου σε κρίσιμες περιόδους, όπως η σημερινή. Το δεύτερο αναφέρεται στην έκφανση των ανισοτήτων και του διαχωρισμού στην πόλη της Αθήνας ή την Ελλάδα γενικότερα σε σχέση με την αντίστοιχη σε άλλες περιοχές του κόσμου. Συνοπτικά, λοιπόν, αυτό σημαίνει ότι παρά τις οικονομικές δυσχέρειες και την έντονα προβληματική κατάσταση που επικρατεί σε γενικές γραμμές στην Ελλάδα με τους αυξημένους δείκτες της φτώχειας και της ανεργίας, οι δείκτες αποστέρησης της κατοικίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν τόσο κακοί ως προς τις συνθήκες διαβίωσης όσο οι αντίστοιχοι στη Βρετανία ή την Ευρώπη στα ευρύτερα πλαίσια.

114


Επίλογος

115


116


Επίλογος

Συνολικά, λοιπόν, πρόκειται για μια χρονική ανάγνωση των θεωριών περί της δικαιοσύνης, του πρώτου προαπαιτούμενου του πολιτισμού, όπως δηλώνει ο Φρόυντ, κατά την εξέλιξη της κοινωνίας και της τεχνολογικής και πολιτισμικής της ανάπτυξης, εντάσσοντας όμως τώρα στο προσκήνιο τη σημασία της χωρικής της αποτύπωσης και τη μελέτη των εκφάνσεών της στο χώρο. Η δικαιοσύνη αποτελεί κατεξοχήν ένα θεωρητικό θέμα με επίκεντρο το άτομο και την κοινωνία, επηρεάζοντας τις διαπροσωπικές σχέσεις και ορίζοντας το θεσμικό πλαίσιο για την ομαλή συμβίωση των πολιτών βάσει κάποιων κανόνων. Ουσιαστικά είναι ένα πρότυπο συμπεριφοράς και καθορισμού της ανθρώπινης σκέψης και δράσης μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια το οποίο προσδιορίζεται ανάλογα με τις πολιτικές πεποιθήσεις της εκάστοτε περιοχής αναφοράς και τα γενικότερα πιστεύω και τις παραδόσεις της, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί μέσα στο χρόνο. Γι’ αυτό, η αντίληψη της έννοιας του δίκαιου πολλές φορές είναι συγκεχυμένη, δύσκολο να οριστεί συγκεκριμένα και γίνεται υποκειμενικά κατανοητή από την κοινωνία στο σύνολό της. Ωστόσο, παρόλο που είναι ένα τόσο θεωρητικό ζήτημα πάνω στο οποίο έχουν διατυπωθεί πλήθος ρητορικών και θέσεων, αναφέρεται πάντα στη σχέση μεταξύ κάποιων ομάδων, ανεξαρτήτου μεγέθους, και το χώρο που είτε καταλαμβάνουν ως αυθύπαρκτες οντότητες είτε απολαμβάνουν ως καταναλωτές των αγαθών και των πόρων που παράγει και τους παρέχει. Η κατάληψη ενός χώρου του πλανήτη μας από ένα σύνολο ατόμων δεν είναι προκαθορισμένη, αλλά απορρέει βάσει των αναγκών της κάθε ομάδας και ευρύτερων σχέσεων εξουσίας. Καθώς όμως ο χώρος εκ των πραγμάτων δεν είναι δίκαιος, δηλαδή οι πόροι του και οι επικρατούσες περιβαλλοντικές συνθήκες δεν είναι ίδιοι παντού ή ίσα κατανεμημένοι, παρουσιάζονται σταδιακά μετακινήσεις και μεταβολές στον τόπο εγκατάστασης και κυριαρχίας της κάθε ομάδας, με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής της μέσω της εκμετάλλευσης των παρεχόμενων φυσικών πόρων. 117


Επίλογος

Μέχρι στιγμής η αναφορά γίνεται τουλάχιστον για φυσικούς, αδόμητους χώρους, αλλά κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τους δομημένους τόπους αλλά και τις πόλεις, όπου όμως εντάσσεται η σημασία της οικονομίας, της αστικοποίησης και οι σχέσεις συναλλαγής ανάμεσα στα άτομα. Η πόλη γίνεται τόπος διεκδίκησης αυτών των καλύτερων συνθηκών διαβίωσης και κάλυψης των αναγκών για εργασία και κοινωνική συμμετοχή, ενεργοποιώντας ένα νέο κύκλο κινητοποιήσεων και μεταβολών στο εσωτερικό της για την ‘εξισορρόπηση’ της κατανομής και της εκμετάλλευσης των πόρων, φυσικών, τεχνητών αλλά και πνευματικών αυτή τη φορά, που παράγει και παρέχει ο αστικός χώρος, και της συνέχισης του ταξιδιού του ατόμου προς την αυτοπραγμάτωση και την πνευματική του ολοκλήρωση. Εξάλλου, «η πόλη είναι προβολή της κοινωνίας πάνω στο έδαφος» (Lefebvre, 2006, p. 83), και αποτυπώνει πιο ευδιάκριτα από οτιδήποτε άλλο τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ιδεώδη της κάθε χρονικής περιόδου της. «Ο χώρος είναι ιδεολογικός, κοινωνικά παραγόμενος, αμφισβητήσιμος, και συνεχόμενα αλλάζει μέσα στις κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές και γεωγραφικές συνθήκες» (Lefebvre, 1991; Soja E. W., 2010; Bassett, 2013) Κατά την ιστορική πορεία, στις κοινωνίες ο νόμος της φύσης αντικαθίσταται και νέοι ‘νόμοι’ βασισμένοι στην ισότητα των ευκαιριών, την προάσπιση των ελευθεριών των ανθρώπων, τη συμβίωσή τους με όρους αξιοπρέπειας και αδελφοσύνης λαμβάνουν τη θέση του, προβάλλοντας την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις στην ταυτότητα και απορρίπτοντας προκαταλήψεις του παρελθόντος που προέρχονταν από τη λογική των διακρίσεων και της ανάδειξης ιεραρχικών κοινωνικών τάξεων. Ως βασική διάσταση στη διαμόρφωση των νέων αυτών ανθρώπινων κοινωνιών, ο χώρος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, καθώς εγγενώς συνδυάζεται με τα θέματα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της κατοχύρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της εξάλειψης των ανισοτήτων, τη σύγχρονη πραγματικότητα και τις κοινωνικές διαμάχες. Στην κατεύθυνση αυτή, η χωρική δικαιοσύνη ως ιδέα είναι χρήσιμο καθοδηγητικό εργαλείο για την κατανόηση και την εύρεση λύσεων για τις κοινωνικές αδικίες που υποβόσκουν στη συνένωση του χώρου με την κοινωνία. Για την κατανόηση και την προσπάθεια αντιμετώπισης των κοινωνικών ανισοτήτων, μια προσεκτική ματιά στο χώρο και την κοινωνία είναι απαραίτητη. Εκεί που η κοινωνία και ο χώρος συναντιούνται, η βασική ιδέα και η εφαρμογή της χωρικής δικαιοσύνης αναπτύσσεται. Οι δυναμικές διαδικασίες διαμόρφωσης των χωρικών ανισοτήτων και παραγωγής και αναπαραγωγής άδικων γεωγραφιών αποτελούν το σημείο- κλειδί για την κατανόηση και την καταπολέμηση των κοινωνικών αδικιών. Συγκεκριμένα, σήμερα, το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο της καπιταλιστικής ανάπτυξης ενδόμυχα κρύβει ανισότητες σε κάθε επίπεδο της καθημερινής ζωής, εκφράζοντας σε αστική και όχι μόνο κλίμακα ταυτόχρονα άνισες γεωγραφίες. Ο εντοπισμός των βαθύτερων αιτιών και των συγκεκριμένων σημείων αλληλεξάρτησης της αδικίας και της χωρικότητας μπορεί 118


Επίλογος

να λειτουργήσει ευεργετικά στην κατάδειξη και την εξυγίανση των ανισοτήτων, μέσω της προβολής κατάλληλων πολιτικών. Όσο ενδελεχής μπορεί να είναι μια θεωρία για τη χωρική ή την κοινωνική δικαιοσύνη με στόχο τη διεκδίκηση μιας δικαιότερης πόλης, τόσο αναποτελεσματική μπορεί να αποδειχθεί. Γι’ αυτό το λόγο, απαιτείται η συνδυαστική δράση των πολεοδομικών παρεμβάσεων και των συλλογικών και ατομικών πρωτοβουλιών για τη χάραξη μιας πολιτικής στη βάση της ισότητας όλων των ανθρώπων, της δικαιότερης κατανομής των πόρων και της αναγνώρισης της διαφορετικότητας. Επίσης, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η προβολή αντίστοιχης πολιτικής βούλησης αλλά και γενικότερης επιθυμίας για δικαιότερες πόλεις. Καίρια ερωτήματα που διαμορφώνονται στην κατεύθυνση αυτή σχετίζονται με το είδος της πόλης που παράγουν οι διάφορες αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές προτάσεις και τις σχέσεις που δημιουργούνται για μια δίκαιη πόλη. Ποιοι είναι τελικά οι παράγοντες που καθορίζουν το δίκαιο και το άδικο σε μια πόλη; Πώς ορίζεται το δίκαιο αυτό μέσα στη σύγχρονη κοινωνία και πώς ο χώρος το επηρεάζει και το αφομοιώνει; Ποιοι τρόποι υπάρχουν για την απομείωση των ανισοτήτων και πως πολεοδομικά μπορούν να περιοριστούν οι εκφάνσεις της αδικίας ανάμεσα στα άτομα; Είναι απλά κάποια από τα γενικά ερωτήματα που η εργασία αυτή προσπαθεί να προσεγγίσει. Πιο στοχευμένα, μέσα από την κατανόηση της σημασίας της διεκδίκησης του δικαιώματος στην πόλη και της χωρικής δικαιοσύνης μέσω των θέσεων που έχουν εκφραστεί τα τελευταία χρόνια επιχειρείται η ανάλυση των εκφάνσεων των χωρικών ανισοτήτων στην περίπτωση της Αθήνας. Παρόλο που σε γενικές γραμμές η πόλη της Αθήνας δεν εμφανίζει έντονα τα στοιχεία των χωρικών ανισοτήτων, όπως μπορεί να τα παρουσιάζουν πόλεις του εξωτερικού, με κυριότερα τα παραδείγματα της βόρειας Αμερικής, εντοπίζονται δείγματα διόγκωσης των αδικιών σε όλο το εύρος των χωρικών κλιμάκων, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Η κοινωνική πόλωση, σύμφωνα με την Sassen (1991), οδηγεί και σε χωρική πόλωση, δηλαδή σε αύξηση του κοινωνικού διαχωρισμού των χαμηλότερων κοινωνικοοικονομικών ομάδων, πόσο μάλλον την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, όταν οι οικονομικές συνθήκες δυσχεραίνουν για το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, αυξάνοντας τις διακρίσεις και καθιστώντας τες πιο ευδιάκριτες. Ο κοινωνικο- χωρικός διαχωρισμός ορισμένων δήμων της Αττικής λόγω των οικονομικών διαφορών τους με άμεση επιρροή στις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων τους από τη μία και ο συσχετισμός του διαχωρισμού αυτού με τις διανεμητικές ανισότητες σε επίπεδο κοινωνικών υπηρεσιών και θεμάτων προσβασιμότητάς τους από την άλλη αποτελούν τους δύο βασικούς άξονες διεξαγωγής της μελέτης. Ο διαχωρισμός των βόρειων και ανατολικών προαστίων από τα δυτικά μπορεί να έχει εξελιχθεί σε στοιχείο στερεοτυπικής αντίληψης, όμως βασίζεται εν μέρει σε παρατηρήσεις και ο προσδιορισμός ορισμένων δήμων 119


Επίλογος

ανάλογα με τον κυρίαρχο οικονομικό χαρακτήρα του πληθυσμού του συσχετίζεται τόσο με τη χωροθέτηση του στο λεκανοπέδιο όσο και με την ιστορική του ανάπτυξη. Όμως, ο διαχωρισμός αυτός έχει άμεσες επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των κατοίκων απειλώντας συχνά τη δικαιωματική κατάκτησή τους στη στέγαση αλλά και την πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες εκπαίδευσης και υγειονομικής περίθαλψης. Πρόκειται για ένα φαινόμενο με επιπτώσεις στην κοινωνική συνοχή, τη διόγκωση των κοινωνικών ανισοτήτων και την απομάκρυνση των κοινωνικών ομάδων, αποδίδοντας στοιχεία διάκρισης τόπων και κατά συνέπεια ατόμων. Λαμβάνοντας υπόψη την κρίση σε παγκόσμια κλίμακα που βιώνουμε σήμερα, ο Harvey δηλώνει «αν αυτή η κρίση είναι κυρίως μία κρίση αστικοποίησης, τότε η λύση πρέπει να είναι η αστικοποίηση, και εδώ είναι που το δικαίωμα στην πόλη είναι κρίσιμο, δεδομένου ότι παρέχει την ευκαιρία να κάνουμε κάτι διαφορετικό». Είναι μια πρόταση για τη δημιουργία πόλεων όπου ΌΛΟΙ μπορούν να ζουν με αξιοπρέπεια. (Mathivet, 2010) Οι αρχές του Lefebvre για τη δημιουργία μιας καινούργιας πόλης στη βάση της κατοχύρωσης της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας και του δικαιώματος του πολίτη τίθενται πιο επιτακτικές από ποτέ στα συγκεκριμένα πλαίσια, με την πόλη ως τον κεντρικό πόλο για τη διεκδίκηση πιο δίκαιων και ισότιμων διαδικασιών και τη διάδοση των δημοκρατικών ιδεωδών. Η χωρική δικαιοσύνη, επιπλέον, σχετίζεται άμεσα µε την αναθεώρηση του δικαιώματος του πολίτη μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους από το κράτος στην πόλη, το ευφορότερο έδαφος για το σχηματισμό και την πρακτική των δικαιωμάτων και των πολιτικών διεκδικήσεων και την εκ νέου θεώρηση της ιδιότητας του πολίτη µε έμφαση στην αστική και τη χωρική της διάσταση. Μέσω της διαδικασίας αναδημιουργίας του αστικού περιβάλλοντος, λοιπόν, το άτομο έχει την ευκαιρία επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς του και της κοινωνικής ιδεολογίας στο σύνολο της.

120


121


122


Παραρτήματα

1. Χρήσιμες έννοιεςβασικοί όροι

Στους απασχολούμενους περιλαμβάνονται όλα τα άτομα ηλικίας 15 ετών και άνω τα οποία κατά τη διάρκεια της προηγούμενης από την Απογραφή εβδομάδας δήλωσαν ότι ασκούσαν τουλάχιστον επί μία ώρα εργασία έναντι αμοιβής ή κέρδους, σε μετρητά ή σε είδος, ή απουσίαζαν προσωρινά από τη θέση εργασίας στην οποία είχαν ήδη εργαστεί και με την οποία διατήρησαν επίσημη σύνδεση, ή από τη δραστηριότητα αυτοαπασχόλησης. ενώ στους ανέργους περιλαμβάνονται όλα τα άτομα ηλικίας 15 ετών και άνω τα οποία κατά τη διάρκεια της προηγούμενης από την Απογραφή εβδομάδας δήλωσαν «χωρίς εργασία», δηλαδή δεν είχαν αμειβόμενη απασχόληση ούτε αυτοαπασχόληση, ή «διαθέσιμα για εργασία κατ’ αυτή την περίοδο», δηλαδή έτοιμα για έναρξη δραστηριότητας ως μισθωτοί ή αυτοαπασχολούμενοι κατά τη διάρκεια της 9 προηγούμενης από την Απογραφή εβδομάδας και επί δύο εβδομάδες μετά από αυτήν, ή «αιτούντες εργασία», δηλαδή είχαν λάβει τα συγκεκριμένα μέτρα για την επιδίωξη αμειβόμενης απασχόλησης ή αυτοαπασχόλησης εντός τεσσάρων εβδομάδων από τη λήξη της προηγούμενης από την Απογραφή εβδομάδας. Στην κατηγορία των οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού περιλαμβάνονται τα άτομα κάτω από την εθνική ελάχιστη απαιτούμενη ηλικία για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας καθώς και οι συνταξιούχοι, οι

2. Περιγραφή βασικών Τα επαγγέλματα που αναφέρονται στον πίνακα 5 είναι: ομάδων επαγγελμάτων 1. Ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη: Στην κατηγορία αυτή

περιλαμβάνονται: διευθυντές καταστημάτων, διευθυντές πωλήσεων και προώθησης προϊόντων (μάρκετινγκ), πολιτικό και πολιτειακό προσωπικό, διευθυντές θεάτρων κλπ. Απαιτούμενες δεξιότητες: υψηλό επίπεδο γνώσεων και, συνήθως, σπουδές σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. 2. Επαγγελματίες: Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται: πολιτικοί μηχανικοί, καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ιατροί, νοσηλευτές, αναλυτές υπολογιστικών συστημάτων κλπ. Απαιτούμενες δεξιότητες: σπουδές σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα για διάστημα από 3 έως 6 έτη και σε κάποιες περιπτώσεις ιδιαίτερα τυπικά προσόντα. 3. Τεχνικοί και ασκούντες συναφή επαγγέλματα: Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται: διευθυντές καταστημάτων, τεχνικοί ιατρικών εργαστηρίων, γραμματείς νομικών, εμπορικοί αντιπρόσωποι πωλήσεων, χειριστές διαγνωστικών και ακτινολογικών μηχανημάτων, τεχνικοί υποστήριξης ηλεκτρονικών υπολογιστών κλπ. Απαιτούμενες δεξιότητες: σπουδές σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα και σε μερικές περιπτώσεις μεγάλη επαγγελματική εμπειρία και κατάρτιση πάνω στην εργασία η οποία μπορεί να υποκαταστήσει την τυπική εκπαίδευση. 123


Παραρτήματα

4. Υπάλληλοι γραφείου: Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται: γραμματείς, υπάλληλοι ταμείων, υπάλληλοι υποδοχής ξενοδοχείων, ενεχυροδανειστές, υπάλληλοι τουριστικών γραφείων, υπάλληλοι τηλεφωνικών κέντρων κλπ. 5. Απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές: Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται: δασοπυροσβέστες, δεσμοφύλακες, φύλακες ασφαλείας χώρων, ξεναγοί, μάγειρες, σερβιτόροι, κομμωτές, αισθητικοί, φροντιστές κτιρίων, εισπράκτορες, δάσκαλοι οδήγησης, πωλητές, καταστηματάρχες, παιδοκόμοι κλπ. 6. Ειδικευμένοι γεωργοί, κτηνοτρόφοι, δασοκόμοι και αλιείς: Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται: γεωργοί, κτηνοτρόφοι, πτηνοτρόφοι, μελισσοκόμοι, υλοτόμοι, κυνηγοί, υδατοκαλλιεργητές κλπ. 7. Ειδικευμένοι τεχνίτες και ασκούντες συναφή επαγγέλματα_ Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται: κτίστες, υδραυλικοί, ελαιοχρωματιστές, συγκολλητές μετάλλων, σιδηρουργοί, μηχανικοί αυτοκινήτων, τυπογράφοι, ηλεκτρολόγοι, ηλεκτρονικοί, αρτοποιοί, ζαχαροπλάστες, ράφτες κλπ. 8. Χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και εξοπλισμού και συναρμολογητές (μονταδόροι)_ Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται: μεταλλωρύχοι, λατόμοι, εργάτες ορυχείων, οδηγοί μέσων μεταφοράς, πληρώματα καταστρώματος πλοίων κλπ. Απαιτούμενες δεξιότητες για τα επαγγέλματα των ομάδων (δ) έως (η) : ολοκλήρωση ή μη πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις εξειδικευμένη επαγγελματική κατάρτιση και εμπειρία. Για μερικά από τα ανωτέρω επαγγέλματα η επαγγελματική εμπειρία μπορεί να υποκαταστήσει την τυπική εκπαίδευση. 9. Ανειδίκευτοι εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες_ Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται: καθαριστές γραφείων, χειριστές φορτίων, εργάτες κήπων, βοηθοί κουζίνας κλπ. Αφορούν καθήκοντα όπως καθαρισμός, σκάψιμο, ανύψωση και μεταφορά υλικών με τα χέρια, διαλογή, αποθήκευση ή συναρμολόγηση αγαθών με το χέρι (μερικές φορές, στο πλαίσιο της μηχανοκίνητης λειτουργίας), λειτουργία μη μηχανοκίνητων οχημάτων και συλλογή φρούτων και λαχανικών. Απαιτούμενες δεξιότητες: σωματική δύναμη ή/και αντοχή, βασικές γνώσεις γραφής και αριθμητικής. (ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ- ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ 2011: Οικονομικά χαρακτηριστικά του Μόνιμου Πληθυσμού της Χώρας, 2014)

124


125


126


Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία Arapoglou, V., & Maloutas, T. (2011). SEGREGATION, INEQUALITY AND MARGINALITY IN CONTEXT: THE CASE OF ATHENS. The Greek Review of Social Research(136 C), σσ. 135-155. Bassett, S. M. (2013). The role of spatial justice in the regeneration of urban spaces. Rijkuniversiteit Groningen - International School of Spatial Policy Studies, Network of European-United States Regional and Urban Studies (NEURUS) Program And Master of Urban Planning Capstone Project, Groningen | The Netherlands. Davies, B. (1968). Social needs and resources in local services: a study of variations in standards of provision of personal social services between local authority areas. Joseph. Dikeç, M. (2009). Justice and the spatial imagination. Στο P. Marcuse, J. Connolly, J. Novy, I. Olivo, C. Potter, & J. Steil, Searching for the Just City (σσ. 72-88). New York: Routledge. Dikeç, M. (2009, Ιανουάριος). Space, politics and (in)justice. jssj. Dikeç, M. , Gilbert L. (2002). Right to the City: Homage or a New Societal Ethics. In Capitalism Nature Socialism (pp. 58-74). Donald, A., & Mottershaw, E. (2009). Poverty, inequality and human rights: do human rights make a difference? York: Joseph Rowntree Foundation. Fainstein, S. (2009). Spatial justice and planning. Justice Spatiale/Spatial Justice(1). Fainstein, S. S. (2009). Planning and the Just City. Στο P. Marcuse, J. Connolly, J. Novy, I. Olivo, C. Potter, & J. Steil, Searching for the Just City (σσ. 19-39). New York: Routledge. Fainstein, S. S. (2010). Planning and the Just City: The just city. Ithaca: Cornell University. Fraser, N. (1996). Social Justice in the Age of Identity Politics: Redistribution, Recognition, and Participation. Stanford University. Gaventa, J. (2002). Introduction: Exploring Citizenship, Participation and Accountability. IDS Bulletin, 33(2). Gaventa, J. (2006, Νοέμβριος). Finding the Spaces for Change: A Power Analysis. IDS Bulletin, 37(6). Harvey, D. (1988). Social Justice and the City. Oxford, UK: Blackwell Publishers. Harvey, D. (2013). Εξεγερμένες Πόλεις: Από το δικαίωμα στην πόλη στην Επανάσταση 127


Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία

της πόλης. (Κ. Χαλμούκου, Μεταφρ.) Αθήνα: ΚΨΜ. Killeen, D. (2008). Is poverty in the UK a denial of people’s human rights? York: Joseph Rowntree Foundation. Lieberson, S. (1963). Ethnic Patterns in American Cities,. New York: The Free Press of Glencoe. Lefebvre, H. (1991). The production of space. Oxford, OX, UK : Blackwell. Lefebvre, H. (2006). Δικαίωμα στην πόλη, Χώρος και Πολιτική. (Π. Τ.-Κ. Λωράν, Μεταφρ.) Αθήνα: Κουκίδα. Lefebvre, H. 1993 [1968]. The right to the city, in Ockman, J. (ed.) Architecture Culture1943–1968: A Documentary Anthology, New York Rizzoli; pp. 428–436. Lehman-Frisch, S. (2011). Segregation, Spatial (In)Justice, and the City. Berkeley Planning Journal, 24(1), σσ. 70- 90. Maloutas, T. (1993). SOCIAL SEGREGATION IN ATHENS. Antipode, 3(25), σσ. 223-239. Marcuse, P. (2009, Ιανουάριος). Spatial Justice: Derivative but Causal of Social Injustice. jssj. Massey, D., & Denton, N. (1993). American Apertheid: Segragation and thw Making of the Undreclass. Cambridge: Harvard University Press. Mathivet, C. (2010). The Right to the City: Keys to Understanding the Proposal for “Another City is Possible”. Cities for all: Proposals and Experiences towards the Right to the City, σσ. 23-28. McLennan, D., Barnes, H., Noble, M., Davies, J., Garratt, E., & Dibben, C. (2011). The English Indices of Deprivation 2010. London: Department of Communities and Local Government. Merrifield, A., & Swyngedouw, E. (1996). Urbanization of Injustice. London: Lawrence and Wishart. Miller, D. (1976). Social Justice. Oxford: Clarendon Press. Miller, D. (2003). Principles of Social Justice. Olander, C. (2014). UNJUST URBANITIES- SPATIALLY REINFORCING PATTERNS OF SEGREGATION. STOCKHOLM,SWEDEN: OLANDERKTH ROYAL INSTITUTE OF TECHNOLOGYARCHITECTURE AND THE BUILT ENVIRONMENT. Park, R. (1967). On Social Control and Collective Behavior. Σικάγο: Chicago University Press. Peach, C. (2007). Slippery Segregation: Discovering or Manufacturing Ghettos ? University of Manchester Institute for Social Change Working Paper. Peach, C. (2001). The Ghetto and the Ethnic Enclave. CAMBRIDGE, MA: Lincoln Institute 128


Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία

Rawls, J. (1971). A Theory of Justice. Cambridge, Massachusetts. Rawls, J. (2001). Justice as Fairness: A Restatement. (E. Kelly, Επιμ.) Cambridge, MA: Harvard University Press. Robinson, M. (n.d.). What is Social Justice? Department of Government and Justice Studies. Rocco, R. (2011). Values for Urbanism. Rocco, R. (2014). Evaluating projects and designs through essential dimensions of SUSTAINABILITY and SPATIAL JUSTICE. Delft University of Technology, Department of Urbanism. Delft: Spatial Planning and Strategy. Sayer, Andrew (2005), ‘Class, moral worth and recognition’ in Sociology, Vol. 39, Sage Publications Schraad-Tischler, D., & Kroll, C. (2014 ). Social Justice in the EU – A Cross-national Comparison. Gütersloh: Bertelsmann Stiftung. Sepulveda, M. (2013). UN Human Rights Council, Geneva. Sepulveda, M., van Banning, T., Gudmundsdóttir, G., Chamoun, C., & van Genugten, W. (2004). Human rights reference handbook. Ciudad Colon, Costa Rica: University of Peace. Soja, E. W.(2009). The city and spatial justice. justice spatial/ spatial justice(1). Soja, E. W.(2011, September 30). Spatial Justice and the Right to the City: an Interview with Edward SOJA. justice spatial/ spatial justice(3). Soja, E. W. (2010). Seeking spatial justice. Minneapolis: University of Minnesota Press. Stevenson, A., & Lindberg, C. (2010). New Oxford American Dictionary. Taylor, C., Gorard, S., & Fitz, J. (2000). A re-examination of segregation indices in terms of compositional invariance. (U. o. Surrey, Επιμ.) social research UPDATE, 30. Townsend, P. (1987) ‘Deprivation’. Journal of Social Policy, 16(2): 125-146. Townsend, P. (1979) Poverty in the United Kingdom. Harmondsworth: Penguin. United Cities and Local Governments. (2012). European Charter for the Safeguarding of Human Rights in the City. Barcelona: United Cities and Local Governments. Vaiou, D., & Kalandides, A. Practices of solidarity in Athens, Reconfiguration of public space and urban citizenship. Young, I. M. (1990). Justice and the Politics of Difference. Princeton: Princeton University Press. Young, Jock (2003), ‘Merton with energy, Katz with structure; the sociology of indictiveness….’ In Theoretical criminology, Vol. 7. (3) Sage Publications (2007). Critical Planning- Urban Planning Journal(14), σ. 16. 129


Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία Αράπογλου, Β. (2007). Οικονομική αναδιάρθρωση, κοινωνική πόλωση και διαχωρισμός των μεταναστών στην Αθήνα. Ρέθυμνο: Σημειώσεις Παραδόσεων Αστικής Κοινωνιολογίας. Αριστοτέλης. Ηθικά Νικομάχεια. Αριστοτέλης. Ρητορική. Δημητράκος, Δ. (2003, Μάρτιος 14). Κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία. Το Βήμα. Διεθνής Αμνηστία. (2008). Ολοι γεννιόμαστε ελεύθεροι: Η Παγκόσμια Διακήτυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. (Σ. Λεπίδα, Μεταφρ.) Αθήνα: Παπαδόπουλος. Καρύδης, Δ. (2008). Τα Επτά Βιβλία της Πολεοδομίας. Αθήνα: Παπασωτηρίου. Κιτρομηλίδης, Π. Μ. (2012, Ιουλίου 29). Ο Ρουσό και το κοινωνικό συμβόλαιο. Το Βήμα. Μαλούτας, Θ. (2011). Χωρικές και κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσ ης στην Αθήνα. Από τις ρυθμίσεις του πελατειακού κράτους στην κρίση των ελλειμμάτων. Eπιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, σσ. 134-135. Μεγαρεύς, Θ. Εν δε δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ΄ αρετή ενί. Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, Οικουμενική Διακύρηξη για τα ανθρώπινα δικαιώματα, 10 Δεκεμβρίου 1948

130


Ιστοσελίδες http://www.ohchr.org http://www.unfpa.org/resources/human-rights-principles https://righttothecitymtl.wordpress.com/2012/08/15/urban-spatial-justice/ http://gosuccess.eu/2012/01/o-platonas-ke-i-ennia-tis-dikeosinis/ http://ec.europa.eu/eurostat/statistics-explained/index.php/Housing_statistics http://england.shelter.org.uk/get_advice/repairs_and_bad_conditions/common_ problems/overcrowding http://ec.europa.eu/eurostat/statisticsexplained/index.php/Glossary:Severe_housing_deprivation_rate)

131


132


133


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.