Ιανουάριος 2015
Φοίβος Δεληβοριάς Πατέρας και... γιος
Ειρήνη Σκυλακάκη Το έδρανο και το πάλκο
Δημήτρης Πασσάς Επάγγελμα ηθοποιός
Metropolis www.metropolispress.gr
Μια ηρωί δα στους δρόμους Οι ιστορίες Ο ί της Αλεξάνδρας Αλ ξά δ Κ* Κ* στην οθόνη θό
Σκανάρετε το QR Code στην αρχή των κειμένων και ανακαλύψτε έξτρα περιεχόμενο
Edito
2
Η φωνή και η ψυχή! Κώστας Τσαούσης kt@m-media.gr
Η κάθε εκλογική αναμέτρηση έχει τους ήρωές της. Ο δικός μου ήρωας ονομάζεται Ιάσων Φωτήλας. Είναι 46 χρονών, δικηγόρος στην Πάτρα και παρότι ο ίδιος είναι φορέας μιας ισχυρής πολιτικής κληρονομιάς -από πάππου προς πάππου-, δεν είχε ποτέ του αναζητήσει προστασία και ασφάλεια σε κομματικούς μηχανισμούς. Αντίθετα ήταν και παραμένει ένας μάχιμος ελεύθερος επαγγελματίας και ένας ακτιβιστής του Πολιτισμού. Το 2011, για παράδειγμα, συμμετείχε στην ίδρυση της θεατρικής ομάδας Υποκριτές και από τότε δεν θέλησε να κατέβει από το σανίδι. Η τελευταία τους παράσταση, βασισμένη στην αστυνομική κωμωδία των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου «2 1/2 φόνοι & 1 bulldog», γνώρισε -όπως και οι προηγούμενες δουλειές τους- επιτυχία. Με λίγα λόγια, ο Ιάσων Φωτήλας ήταν και παραμένει ένας κανονικός άνθρωπος που ζει μέσα στον κόσμο και χαίρεται τη ζωή του με τις επιλογές που ο ίδιος έχει κάνει. Τον γνώρισα και προσωπικά μετά τις εκλογές, σε μια συνάντηση των Μεταρρυθμιστών στην Αθήνα και εκτίμησα και τον λόγο του και τη συμπεριφορά του.
Ο ίδιος δεν προσέτρεξε στις υπηρεσίες εταιρειών εξειδικευμένων στις δημόσιες σχέσεις και την πολιτική επικοινωνία, αλλά διεκδίκησε την παρουσία του στη Βουλή -και την πέτυχε- με κύριο όπλο του μια απλή, έξυπνη ιδέα που βρήκε εφαρμογή χάρη στο μεράκι και την αγάπη των φίλων και συνεργατών του. Ο Ιάσωνας επέλεξε να φτιάξει ένα χειροποίητο ή -αν προτιμάτε- ένα παρεΐστικο βίντεο λίγων λεπτών της ώρας και να ξανοιχτεί με αυτό στην απέραντη θάλασσα των social media, που άλλους τους τρώει το μαύρο κύμα και άλλους τους κρατά στον αφρό. Το δεύτερο συνέβη στον Ιάσωνα. Το βίντεο με τίτλο «Η φωνή» χτύπησε φλέβα και από στόμα σε στόμα διαδόθηκε στα social media με ταχύτητες φωτός. Το βίντεο με τις μεγάλες χάρτινες κάρτες -γύρω στις 20 τον αριθμό- και τον Ιάσωνα στον ρόλο του υποψηφίου βουλευτή Φωτήλα (δηλαδή ο ίδιος του ο εαυτός) προσέγγισε τις 200 χιλιάδες προβολές στο YouTube και έγινε η πιο πολυσυζητημένη καμπάνια των εκλογών, αφήνοντας πίσω της εκστρατείες χιλιάδων ευρώ… Η ιστορία του Ιάσωνα είναι μια ιστορία επιτυχίας, αλλά πάνω από όλα είναι μια διδακτική ιστορία και ένα θετικό παράδειγμα για τους νέους της πολιτικής συμμετοχής και δράσης.
Ενα ένθετο για την urban culture σκηνή της Αθήνας, κάθε Δευτέρα και Παρασκευή στις 14:30 και στις 20:30 στην εκπομπή Lifεtime
Index Παυλίνα Βουλγαράκη...12
Νορβηγία...32
Η νεαρή τραγουδοποιός που μεγάλωσε με τον ήχο της κρητικής λύρας
Ο Γιάννης Βασλεμές στήνει μια Αθήνα με τους δικούς του κανόνες
Σκιτσομαχίες...13
Πέρσι το καλοκαίρι...34
Τρεις κομίστες, επτά ερωτήματα
Η Λουκία Μιχαλοπούλου τα δίνει όλα για το θέατρο
Αφηγήσεις...20 Ο Μανόλης Σαββίδης μιλάει για τη ζωή του
Χάρης Σαββίδης...44 Η Μεσσηνία δεν κοιμάται ποτέ!
Theodore...22 Εμπνέεται από το ταξίδι και τραγουδάει για αυτό
Ηρωί δες...24 Η Αλεξάνδρα Κ* αποτυπώνει ρεαλιστικά τη ζωή της σημερινής νέας γυναίκας
Φοί βος Δεληβοριάς...48 Ενας... μπάσταρδος γιος στη σκηνή του Passport
Γιάννος Περλέγκας...50 Κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το «Ιμμάνουελ Καντ»
Δημήτρης Πασσάς...28 Από το «Κρίμα που είναι πόρνη» μέχρι το “Loot”
Nalyssa Green...52 Ετοιμάζεται για τον νέο της δίσκο ακούγοντας... Beatles
Ειρήνη Σκυλακάκη...30 Ανάμεσα σε νομικά έγγραφα και... παρτιτούρες
METROPOLIS
10/1062
www.metropolispress.gr / metropolis@metropolisnews.gr / Facebook: MetropolisPress / YouTube: MetropolisPress Ιδιοκτησία - Εκδοση: Μ media Α.Ε. / Εδρα: Κύπρου 12Α, Τ.Κ. 183 46 - Μοσχάτο, τηλ. 210 4823977, φαξ 210 4832887 Διεύθυνση: Κώστας Τσαούσης Project Manager: Βίκτωρας Δήμας Ειδικός Σύμβουλος: Θάνος Τριανταφύλλου Συντονισμός: Νατάσα Μαστοράκου, Χρήστος Τσαπακίδης Σύνταξη: Ανδρέας Γιαννόπουλος, Νικήτας Καραγιάννης, Βούλα Σουρίλα, Δημήτρης Χαλιώτης Υποστήριξη: Βασίλης Λουκανίδης Εκτύπωση: «Καθημερινές Εκδόσεις» Α.Ε.
Κεραμεικός...57 Η Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι το νέο place to be
Σκίτσο: Πέτρος Χριστούλιας
5
Ιανουάριος 2015
Κείμενο: Κώστας Τσαούσης
6
Ενα συναρμολογούμενο γλυπτό από χαρτί!
Τρία αδέλφια, ο Χρήστος, ο Αντώνης και ο Λευτέρης Κοντορούσης (όλοι 40άρηδες) συντηρούν στη βιομηχανική περιοχή των Ανω Λιοσίων την παράδοση της τυπογραφίας και αποθεώνουν μέσα από συνεργασίες για τη δημιουργία χρηστικών αντικειμένων καθημερινής χρήσης το νέο ελληνικό design. Η Ελιά ανήκει στο πλούσιο -από άποψη αισθητικήςχαρτοφυλάκιο μιας οικογενειακής εταιρείας όπου τα μέλη της είναι «ζυμωμένα» με το χαρτί και το μελάνι. Η εταιρεία ονομάζεται -πώς αλλιώς;- Χαρτοβασίλειον και ο μετοχικός της πυρήνας αποτελείται από τρία αδέλφια που κουβαλούν μια βαριά κληρονομιά στον χώρο των εκτυπώσεων. Ο Λευτέρης Κοντορούσης στα 43 χρόνια του είναι ο μικρότερος των αδελφών. Οι άλλοι δύο είναι ο 45χρονος Αντώνης και ο 47χρονος Χρήστος. Η βάση και των τριών ήταν και συνεχίζει να είναι μια εταιρεία γραφικών τεχνών -η εταιρεία του πατέρα τους Γιώργου Κοντορούση- που ξεκίνησε πριν από 55 χρόνια στο κέντρο της Αθήνας ως ένα μικρό τυπογραφείο.
Στο site της εταιρείας διαβάζουμε: «Η ενασχόλησή μας με την εκτύπωση και το χαρτί μας οδήγησε στη δημιουργία μιας νέας εμπορικής επιχείρησης με το όνομα Χαρτοβασίλειον. Το Χαρτοβασίλειον είναι ένας χώρος όπου οι νέες ιδέες σχεδιαστών βρίσκουν εφαρμογή πάνω σε χρηστικά χάρτινα αντικείμενα. Το αποτέλεσμα συνδυάζει την υψηλή αισθητική με την άρτια κατασκευή και βασίζεται στην ελευθερία έκφρασης τόσο του δημιουργού, όσο και του κατασκευαστή». Το Χαρτοβασίλειον των σαραντάρηδων αφών Κοντορούση ιδρύθηκε το 2006. Ο σκοπός τους ήταν να αναδείξουν το δυναμικό και τον πλούτο του ελληνικού design μέσα από αντικείμενα καθημερινής χρήσης, συνδυάζοντας την υψηλή αισθητική με την άρτια επίσης εγχώρια κατασκευή. Στη βάση της σχεδόν δεκάχρονης διαδρομής του το Χαρτοβασίλειον έχει συνεργαστεί συνολικά με 20 δημιουργικά γραφεία, αλλά και με φορείς και μεμονωμένους designers. Τα προϊόντα της εταιρείας μπορεί να βρει κανείς σε επιλεγμένα σημεία πώλησης, αλλά και στο e-shop (hartovasilion.gr), και οι τιμές τους ξεκινούν από 1,5 ευρώ και φθάνουν τα 20 ευρώ.
Αλλά, ας ξαναγυρίσουμε πίσω 55 ολόκληρα χρόνια. Το 1960, ο Γιώργος Κοντορούσης άνοιξε ένα μικρό τυπογραφείο στο κέντρο της Αθήνας. Λίγα χρόνια αργότερα, η επιχείρηση απέκτησε το πρώτο της λιθογραφικό πιεστήριο και μεταφέρθηκε σε νέες εγκαταστάσεις στην πλατεία Γκύζη. Σήμερα, η οικογενειακή επιχείρηση των γραφικών τεχνών είναι μια βιομηχανική μονάδα που συνεχίζει να λειτουργεί με το μεράκι των παλιών τυπογράφων, αλλά και τη σύγχρονη τεχνολογία και αισθητική. Στο site της διαβάζουμε σχετικά: «Ο εξοπλισμός έχει εκσυγχρονιστεί, το τυπογραφείο έχει ήδη μεταφερθεί σε νέες ιδιόκτητες εγκαταστάσεις στο βιοτεχνικό πάρκο Ανω Λιοσίων και σε συνδυασμό με την πεπειραμένη ομάδα του, η επιχείρηση μπορεί να προσφέρει εκτυπώσεις υψηλής ποιότητας, νέες ιδέες και πρωτότυπες τεχνικές». Σε αυτό το τρίπτυχο στηρίχθηκε και εξακολουθεί να στηρίζεται και η δουλειά της νέας θυγατέρας Χαρτοβασίλειον.
7
Φωτογραφία: Εφη Φυλακτού
Αλέξης Τσίπρας Ο νέος πρωθυπουργός της χώρας
Ιανουάριος 2015
8
Κωνσταντίνος Ρήγος Ο πιο δραστήριος σκηνοθέτης της χρονιάς την εβδομάδα θέατρο
Αυτή την περίοδο ο Δημήτρης Πασσάς κάνει επτά μέρες την εβδομάδα θέατρ
Φωτογραφία: Νικήτας Καραγιάννης
9
Ιανουάριος 2015
Λένα Παπαληγούρα Η «Κατερίνα» του Αύγουστου Κορτώ και η «Νύφη» του Λόρκα
Φωτογραφία: Νικήτας Καραγιάννης
10
Φωτογραφία: Νικήτας Καραγιάννης
Δημήτρης Λιγνάδης Από το Pantheon στο Εθνικό Θέατρο
11
Φωτογραφία: Νικήτας Καραγιάννης
Τάσος Ανδρέου Ετοιμάζει κάθε πρωί τον καφέ μας στο The Clumsies
Ιανουάριος 2015
Κείμενο: Γιώργος Νάστος
12
Ο μίτος της Παυλίνας
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Λαβύρινθοι», το (εντυπωσιακό για) ντεμπούτο της Παυλίνας Βουλγαράκη στη δισκογραφία: δέκα τραγούδια (μεταξύ των οποίων και τρία αγγλόφωνα), τα περισσότερα σε στίχους και μουσική της ίδιας. Η 24χρονη τραγουδίστρια και τραγουδοποιός εμφανίζεται αυτή την περίοδο στην παράσταση «4 εποχές τραγούδια» (κάθε Σάββατο στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο) παρέα με τον Μανώλη Μητσιά, τον Μπάμπη Στόκα και τη Φωτεινή Βελεσιώτου. Καθόλου άσχημα για αυτό το ταλαντούχο, αυθόρμητο κορίτσι, την κόρη του Γιώργου Βουλγαράκη. Γράφει μπαλάντες, όμως μεγάλωσε με τον ήχο της κρητικής λύρας. «Η καταγωγή μου είναι από την Κρήτη. Τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και όλο το καλοκαίρι τα περνούσα εκεί ως παιδί, πήγαινα κατασκήνωση, έχω παρέες από εκεί. Μέχρι τα 15, μάλιστα, έλεγα ψέματα στο σχολείο ότι έχω γεννηθεί στην Κρήτη. Είμαι λοιπόν πολύ επηρεασμένη από τις κρητικές μουσικές, τις μαντινάδες, τον Ξυλούρη. Στη συνέχεια μυήθηκα στη ροκ, στον Σιδηρόπουλο, στον Ασιμο, ενώ στο σπίτι ακούγαμε πολύ και Beatles. Εχω την αίσθηση ότι όλες αυτές οι επιρροές εμφανίζονται κατά κάποιον τρόπο στα τραγούδια μου χωρίς να το καταλαβαίνω κι εγώ πολλές φορές». Δεν ανήκει στα παιδιά εκείνα που ήταν από πολύ μικρά σίγουρα για το μέλλον τους. «Ηταν πάντα το όνειρό
μου η μουσική, επειδή όμως δεν άρεσε ως ιδέα στο κοντινό μου περιβάλλον, το απωθούσα. Οταν γύρω στα 19 με 20 άρχισα να συμφιλιώνομαι με τις πραγματικές μου επιθυμίες, είδα πως δεν θα ήταν δυνατόν να μην ασχοληθώ με τη μουσική». Κλίση είχε αρχικά στο γράψιμο στίχων. «Αρχισα να γράφω στίχους για να εκφράζομαι συναισθηματικά. Είμαι χαρακτήρας που δεν θυμώνω, ούτε κλαίω εύκολα. Το να γράφω με βοήθησε λοιπόν να εξωτερικεύω αυτά που νιώθω. Το πηγαίο σε μένα είναι να γράφω, όχι να τραγουδάω. Σταδιακά μπήκα και στη διαδικασία της σύνθεσης». Στο άλμπουμ της τραγουδά και τρία αγγλόφωνα τραγούδια. Πώς προέκυψαν αυτά; «Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω πως δεν σκέφτομαι στα αγγλικά, δεν είναι μια γλώσσα σαν μητρική για μένα. Εκανα ένα πείραμα, κάποια πράγματα που αισθάνομαι να τα γράψω στα αγγλικά. Θεώρησα ότι πέτυχε. Για να βάλω κάτι σε δίσκο πρέπει να είμαι συναισθηματικά δεμένη μαζί του. Αυτά τα τρία τραγούδια ξεχώρισαν για μένα». Στο ομώνυμο με τον δίσκο της τραγούδι -ένα κομμάτι που έχει ακουστεί πολύ- συμμετέχει φωνητικά και ο Μπάμπης Στόκας. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία: «Πριν από δύο χρόνια μού είχε προτείνει να συνεργαστούμε στις εμφανίσεις που ετοίμαζε με τον Φίλιππο Πλιάτσικα τότε, αλλά αρνήθηκα επειδή δεν ήθελα να ακυρώσω μια επαγγελματική συμφωνία που είχα κάνει ήδη. Είχα στεναχωρηθεί τότε πολύ, ήταν ο αγαπημένος μου από τους Πυξ Λαξ, αλλά εκτιμώ πολύ και την προσωπική πορεία του. Το «Εμεινα εδώ», ας πούμε, το
αγαπώ. Το καλοκαίρι τον συνάντησα στο River Party στην Καστοριά, όπου έπαιζα με τον Δήμο Αναστασιάδη. Χαριτολογώντας με σύστηνε ως 'αυτή την τρελή που μας είχε πει όχι', αρχίσαμε να κάνουμε παρέα και έτσι προέκυψε και η συνεργασία, η δισκογραφική, αλλά και στο Γυάλινο». Ανάμεσα στα τραγούδια άλλων που της αρέσει πολύ να διασκευάζει η ίδια, αναφέρει αμέσως το «Ποτάμι μαύρο» του Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη, αλλά και το «Λάθος» της Μελίνας Ασλανίδου, αν και όπως λέει, «άργησα να το εκτιμήσω». Μπορεί να την πετύχετε πουθενά στο Παγκράτι όπου μένει ή κάπου εκεί κοντά, μια και «γυρνάω όλο το Κέντρο με τα πόδια». Ως φυσιολογικός άνθρωπος δίνει στον εαυτό της υποσχέσεις, τις οποίες εν συνεχεία αθετεί: «Κάθε Κυριακή λέω ότι από Δευτέρα θα ξεκινήσω διάφορα πράγματα που δεν κάνω τελικά ποτέ. Μαγειρεύω όμως τον τελευταίο καιρό και είμαι καλή». Α, έχει κι άλλη μια αδυναμία. Τον Γιάννη Χαρούλη. «Με τον Χαρούλη πεθαίνω, μου αρέσει πάρα πολύ. Εχεις ακούσεις τα 'Εκατόφυλλα'; 'Σε όσους πολέμους κι αν με πας θα σε νικήσω / αγάπησε με αν τόσο θες να ξεψυχήσω…'. Τι τραγούδι!».
13
Πενάκια εν δράσει Πέτρος Χιστούλιας, Ηλίας Κυριαζής και Αποστόλης Ιωάννου: τρεις νέοι ταλαντούχοι κομίστες απαντούν σε επτά ερωτήσεις
Ιανουάριος 2015
14
°¼ÑÎÌÏ
Ï ¿ Ç É Ú Ì ¶ÎÇÐÑ
Ποιο είναι το πιο «προκλητικό» σκίτσο που έχετε σχεδιάσει και ποιο θα ήταν το πιο προκλητικό που θα μπορούσατε να φανταστείτε με την υπογραφή σας;
15
Ιανουάριος 2015
Το σκίτσο είναι κάτι που είναι στην καθημερινότητά μου ως δουλειά αλλά και όχι μόνο. Οπως λοιπόν καθημερινά κάποιος εκφράζεται με χίλιους τρόπους ανάλογα και με τη διάθεση και την ψυχολογία του, και εμένα μου ξεφεύγουν μερικές «βρισιές» πού και πού. Το θέμα λοιπόν δεν είναι ποιο είναι το πιο προκλητικό σκίτσο που έχω σχεδιάσει, αλλά αυτό που έχει δημοσιευτεί. Συνήθως δεν μου αρέσει να σοκάρω, αλλά θυμάμαι κάποτε ένα σχέδιό μου σε ένα περιοδικό, όπου ένα ηλικιωμένο ζευγάρι πειραματιζόταν στο κρεβάτι δοκιμάζοντας τη στάση της θεάς Κάλι. Πολλή βία και σεξ για τα δεδομένα μου.
Υπάρχουν για σας θέματα-ταμπού που αποφεύγετε να καταπιαστείτε; Πιστεύω ότι, όταν σχεδιάζω ελεύθερα στο σκέτσμπουκ μου και στο σχεδιαστήριό μου, δεν έχω. Το τι από αυτά θα δημοσιευόταν είναι ένα άλλο θέμα. Πάντως είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια έχω βρει δημιουργική χαρά σε μεγαλύτερης φόρμας αφηγήσεις και ιστορίες κόμικς και δεν δοκιμάζω συχνά τα όριά μου.
Οχι! Η σάτιρα πρέπει να είναι ελεύθερη. Είναι τουλάχιστον κομπλεξικό να μπερδεύεις τη σάτιρα με τη συκοφαντία ή τη βλασφημία.
Πιστεύετε ότι υπάρχουν κάποια όρια στη σάτιρα;
Αν σας πρότειναν συνεργασία με τη "Charlie Hebdo" τι θα απαντούσατε και γιατί;
Στο παρελθόν είχα συνεργαστεί με τη «Γαλέρα», που ήταν ένα πολιτικό περιοδικό που σε πολλά θέματα ήταν συγγενικό με το "Charlie Hebdo". Με το ίδιο το γαλλικό έντυπο δεν ξέρω. Σίγουρα θα χρειαζόμουν μεταφραστή. Θα ήθελα πολύ να ήξερα περισσότερα γαλλικά γιατί η Γαλλία και το Βέλγιο είναι η «Μέκκα» -για να μένουμε και στο θέμα- του ευρωπαϊκού κόμικ.
Πώς θα σχεδιάζατε εσείς το εξώφυλλο του τεύχους της "Charlie Hebdo" μετά τη δολοφονική επίθεση;
Σκεφτόμουν ένα σκίτσο και εγώ, όπως όλοι, μετά τα γεγονότα, αλλά καθυστέρησα να το σχεδιάσω και θεώρησα ότι δεν είχε κανένα νόημα μέσα στον χαμό. Σε πρώτο πλάνο ένας τρομοκράτης ζωσμένος με ό,τι όπλο μπορείς να φανταστείς, γυρίζει ξαφνιασμένος γιατί από πίσω του ακούγεται η φωνή «επάνω του Charlie!». Πίσω του ένας σκιτσογράφος με γυαλιά με κράνος σιδερόφρακτου ιππότη πάνω σε ένα άλογο με γυαλιά, ντυμένο με το περιοδικό. Αντί για κοντάρι κρατάει μία τεράστια πένα.
Η θρησκεία έχει θέση στο σκιτσογραφικό σας σύμπαν;
Τι θεωρείτε ως «κινδύνους του επαγγέλματος»; επαγγέλματος
Η θρησκεία έχει ακόμα θέση, παρά τις αντίθετες προβλέψεις στο σύμπαν γενικώς. Ως σκιτσογράφος λοιπόν που παρατηρώ για να φτιάξω μια αποτελεσματική ψευδαίσθηση της πραγματικότητας που θα μεταφέρει το σχόλιό μου, δεν μπορώ να αγνοήσω τη θρησκεία. Ζει ακόμα και βασιλεύει.
Ο Πέτρος Χριστούλιας γενν γεννήθηκε νήθηκε το 1979 στην Χαλκίδα και ττο 2005 αποφοίτησε από τη Σ Σχολή Ξέρω κι εγώ! Να τυφλωθείς στα γεράματα σαν τους Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης. Θεσσαλ λονίκης. Από μικρογράφους της ισλαμικής τέχνης. Πάντως όσον τότε δραστηριοποιείται στο στον ον χώρο της αφορά αυτούς που κάνουν πολιτικό σκίτσο θα ήθελα εικονογράφησης και των κόμικς. κ Εχει βραβευτεί β πολύ να μπορούσα να πω ότι όλα αυτά τα γεγονότα με το χρυσό ΕΒΓΕ εικονογράφησης εικονογγράφησης για το 2009, είναι μεμονωμένα και δεν είναι καθόλου τρομακτικά. ενώ το 2011 διακρί διακρίθηκε ίθηκε σε πανευρωπαϊκό πανε διαγωνισμό κκόμικς στη Γέν Γένοβα. Το 2013 βραβεύτηκε βραβεύτη κε ως καλύτε καλύτερος σχεδιαστής κόμικς στα Comicdom Comicdo om Awards. Εχει σχ σχεδιάσει χεδιάσει τα βι βιβλία κόμικ "intramuros"(εκδόσεις Ελευθεροτυπίας), Ελευθ θεροτυπίας), «Χαρακώματα»(Jemma « Press), «Σλαπ» (Jemma Press). Τον Απρίλιο πρόκ πρόκειται να κυκλοφορήσει το βιβλίο κόμικ «Γυρνώ σαν νυχτερίδα» νυ υχτερίδα» που έχει γράψει και σχεδιάσει.
16
§É¾¿Ï ª ÒÎÇ¿Ä½Ï Ποιο είναι το πιο «προκλητικό» σκίτσο που έχετε σχεδιάσει και ποιο θα ήταν το πιο προκλητικό που θα μπορούσατε να φανταστείτε με την υπογραφή σας;
17
Ιανουάριος 2015
Εχω σχεδιάσει πολλές «χοντράδες» παλιότερα αλλά, μια και πήγαζαν από μια επιθυμία να σοκάρω και μόνο και όχι να πω τίποτα ουσιαστικότερο, τα έχω αφήσει πίσω αυτά. Μεγαλώνοντας με έκπληξή μου διαπιστώνω όμως ότι δεν καταλαβαίνω καλά αυτό τον όρο - «προκλητικό». Σίγουρα δεν τον καταλαβαίνω με τον ίδιο τρόπο όπως πολλοί γύρω μου. Μου έχουν βαφτίσει έτσι δουλειές που με τίποτα δεν θα τις χαρακτήριζα εγώ προκλητικές. Τι είναι «προκλητικό» στην τελική; Φαντάσου τι απάντηση θα σου δώσουν σ' αυτό όλοι εκείνοι οι άνθρωποι εκεί έξω που σοκάρονται με οτιδήποτε μη χριστιανικό, straight και δεξιό. Δεν μπορείς να δίνεις σημασία σ' αυτό τον όρο, όποιος «προκαλείται», δικό του πρόβλημα.
Υπάρχουν για σας θέματα-ταμπού που αποφεύγετε να καταπιαστείτε; Υπάρχουν θέματα που δεν μ’ ενδιαφέρει να καταπιαστώ. Υπάρχουν θέματα που δεν νιώθω αρκετά ενημερωμένος ή με αρκετά ξεκάθαρη άποψη ώστε να καταπιαστώ. Και υπάρχουν κατά περιόδους θέματα που είναι πιο βαριά από ότι μου κάνει όρεξη να καταπιαστώ. Μην ξεχνάμε ότι δεν δεσμεύομαι από την επικαιρότητα, οπότε μοναδικό κριτήριο για τη θεματολογία μου είναι το τι μου κεντρίζει το ενδιαφέρον. Αλλά ταμπού όχι.
Ακούω συχνά αυτή την ερώτηση και πιστεύω ότι είναι η λάθος συζήτηση. Πριν μιλήσουμε για «όρια στη σάτιρα», να ξεκαθαρίσουμε πρώτα τι θα συμβαίνει όταν ξεπερνιούνται αυτά τα -πραγματικά ή μη- όρια. Είναι όρια που πέρα από αυτά κάτι παύει να είναι αστείο; Φυσικά. Και είναι στο χέρι του καλλιτέχνη και του κοινού να τα βρουν. Αυτός μπορεί να σχεδιάζει ό,τι θέλει και το κοινό μπορεί να του γυρνά την πλάτη όταν ξενερώνει. Υπάρχουν όρια που πέρα από αυτά πρέπει να επέμβει κάποιος τρίτος; Οχι βέβαια! Να πα' να πνιγεί όποιος το σκέφτεται αυτό.
Πιστεύετε ότι υπάρχουν κάποια όρια στη σάτιρα;
Αν σας πρότειναν συνεργασία με τη "Charlie Hebdo" τι θα απαντούσατε και γιατί;
Πώς θα σχεδιάζατε εσείς το εξώφυλλο του τεύχους της "Charlie Hebdo" μετά τη δολοφονική επίθεση;
Δεν θα είχα κανένα ενδιαφέρον, για κάτι τέτοιο γιατί δεν είναι αυτό που κάνω. Δεν ασχολούμαι καθόλου με την πολιτική γελοιογραφία.
Ως μη Γάλλος και ως κάποιος που μέχρι το συμβάν αγνοούσα την ύπαρξη της εφημερίδας, είμαι πολύ έξω από τον χορό για να έχω σοβαρή άποψη. Αυτό που δεν μου άρεσε όμως με το εξώφυλλο που έτρεξαν είναι ότι θα προτιμούσα κάτι όχι τόσο διφορούμενο και ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες.
Η θρησκεία έχει θέση στο σκιτσογραφικό σας σύμπαν;
Τι θεωρείτε ως «κινδύνους του επαγγέλματος»; επαγγέλματος
Αν είχε σημαντική θέση στη ζωή μου, τότε θα είχε και στην τέχνη μου.
Ο Ηλίας Κυριαζής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε διακοσμητική και δούλεψε στον χώρο του κινούμενο κινούμενουυ σχεδίου και της διαφήμισης. Κέρδι Κέρδισε σε Την οικονομική ανασφάλεια. Ευτυχώς στη λίστα το πρώτο βραβείο Νέων Καλλιτεχνώ Καλλιτεχνών ών στον πραγμάτων που απειλούν τους σκιτσογράφους οι 1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Κόμικςς το του «9» της τρομοκράτες είναι αρκετά χαμηλά. Ελευθεροτυπίας (2001). Εκτός από ό το "Manifesto" στο «9» δημοσιεύτηκαν και οι σ σειρ σειρές "Blood opera" (κυκλοφόρησε σε άλμπουμ ττο 2 2004), «Σε βλέπω», σε σενάριο Λέανδρου, και "B "Blockbuster". Bloc Εχει συμμετάσχει σε διάφορες εκθέσεις και δια διαγωνισμούς τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Το 2003 κκέρ κέρδισε το πρώτο βραβείο σεναρίου στον Διαγωνισμό Κόμικς του Βελιγρα Βελιγραδίου. αδί Αυτή την περίοδο κάνει μια καμπάνια στο Indiegogo για να τυπώσει μ μια ια εεπετειακή έκδοση του "Manifesto" και ξεκινάει τη νέα του σειρά στην Αμερική σε σενάριο Jay Faerber & Brian Jones. Λεγεται "Secret Identities" και θα κυκλοφο κυκλοφορήσει ορή από την Image Comics.
18
Ò Ì Ê Ê » ÅÏ ©Ö
¡ÍÌÐÑÙÉ
Ποιο είναι το πιο «προκλητικό» σκίτσο που έχετε σχεδιάσει και ποιο θα ήταν το πιο προκλητικό που θα μπορούσατε να φανταστείτε με την υπογραφή σας;
Υπάρχουν για σας θέματα-ταμπού που αποφεύγετε να καταπιαστείτε;
19
Ιανουάριος 2015
Η πιο προκλητική εικονογράφηση που έχω κάνει είναι σίγουρα η πιο όμορφη. Δεν ξέρω ποια είναι, αλλά σίγουρα είναι η πιο όμορφη, καθότι αρνούμαι συνειδητά να αναπαράγω καφρίλα, μιζέρια και παρακμή.
Οπως είπα και παραπάνω, οτιδήποτε αρνητικό δεν μπαίνει στη σελίδα μου. Και αν μπει, θα μπει με πολύ ήπιο τρόπο. Δεν βρίσκω λόγο και ουσία στην αναπαραγωγή στεναχώριας. Αν θέλω να γκρινιάξω, έχω φίλους και συγγενείς, αλλά, όταν απευθύνομαι «παραέξω», σκέφτομαι ότι αυτός που θα με διαβάσει είχε μια πολύ δύσκολη μέρα... Γιατί να βάλω και εγώ το χέρι μου να χειροτερέψει η διάθεσή του και η ψυχολογία του; Προτιμώ να καταφέρω να «ξεχαστεί» για πέντε λεπτά. Οπότε θέματα ταμπού για εμένα είναι οτιδήποτε δεν κάνει τον άλλο να ονειρευτεί. Αυτό όμως ίσως μια μέρα αλλάξει, και να σχεδιάζω άσχημα πράγματα... Αυτή θα ήταν μια προσωπική ήττα.
Σε κάποιες περιπτώσεις νιώθω ότι υπάρχουν. Εξηγούμαι, δεν καταλαβαίνω τι πετυχαίνει κάποιος σατιρίζοντας σύμβολα πίστης. Πχ. αν θέλω να αναδείξω ότι η Εκκλησία είναι διεφθαρμένη, θα σκιτσάρω έναν παπά να πουλάει συμβόλαια οικοπέδων στον παράδεισο, δεν θα σκιτσάρω τον Ιησού να κάθεται σε ταμειακή μηχανή. Οχι γιατί πιστεύω στον Ιησού, αλλά γιατί αυτός που θα δει το σκίτσο πιστεύει και είναι σημαντικό γι' αυτόν. Τι φταίει ο κάθε πιστός για τον κάθε διεφθαρμένο ιερέα; Το μόνο που θα κατάφερνα σκιτσάροντας τον Ιησού θα ήταν να προκαλέσω την οργή κάποιων και όχι να αναδείξω το εκάστοτε πρόβλημα. Οπότε θα έλεγα ότι υπάρχουν όρια ως προς τον τρόπο που θα πεις κάτι και όχι ως προς το τι θα πεις.
Πιστεύετε ότι υπάρχουν κάποια όρια στη σάτιρα;
Αν σας πρότειναν συνεργασία με τη "Charlie Hebdo" τι θα απαντούσατε και γιατί;
Πώς θα σχεδιάζατε εσείς το εξώφυλλο του τεύχους της "Charlie Hebdo" μετά τη δολοφονική επίθεση;
Δεν έχω διαβάσει το περιοδικό και δεν έχω καθαρή εικόνα. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να κάνω πρόταση το τι νιώθω σχετικά με την επικαιρότητα, πόσο μάλλον να το κάνω σκίτσο. Από την άλλη, θα ήταν κάτι τελείως έξω από τα νερά μου και ίσως να έλεγα ναι στην πρόκληση.
Μάλλον θα σχεδίαζα κάτι τελείως άσχετο. Θα σχεδίαζα κάποιον άνθρωπο που εργάστηκε σκληρά (παρ' όλο το πολύ αντίξοο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον) και πέτυχε τον στόχο του ή δεν τα έχει παρατήσει. Πχ. έναν επιστήμονα που ανακάλυψε κάτι πολύ ανακουφιστικό για τους ανθρώπους. Αν πάντως δούλευα σε ένα περιοδικό και δεχόταν τέτοια επίθεση, θα συνέχιζα να σκιτσάρω ακριβώς τα ίδια που σκίτσαρα και πριν από την επίθεση.
Η θρησκεία έχει θέση στο σκιτσογραφικό σας σύμπαν;
Τι θεωρείτε ως «κινδύνους του επαγγέλματος»;
Η θρησκεία άμεσα όχι. Αλλά ίσως έμμεσα μέσω της πίστης. Πίστη σε μεγαλύτερες δυνάμεις από τον άνθρωπο. Υπάρχουν χαρακτήρες στα κόμικς μου που έχουν πίστη. Απλά οι χαρακτήρες μου δεν έχουν ανάγκη να ονομάσουν την πίστη τους ούτε να παίρνουν μέρος σε ομαδικές θρησκευτικές τελετές.
Ο Αποστόλης Ιωάννου γεννήθηκε στα Τρίκα Τρίκαλα, λα, όπου και διαμένει. Εικονογράφος και δημιουργός κόμικς, κόμ έχει επίσης στο ενεργητικό του εικονογραφήσειςς για παιδικά Κίνδυνος για εμένα είναι να κοπιάρεις τον εαυτό σου, να και εκπαιδευτικά βιβλία, αφίσες συναυλιών και εξώφυλλα καταλάβει ο κόσμος άλλα από αυτά που θες να πεις και δίσκων. Κόμικς του έχουν δημοσιευτεί σε ελ ελληνικά λλην fanzines να σε φτάσει η οικονομική κατάσταση σε τέτοιο σημείο (ΕVOL 2, FART 2), ενώ τo 2013, κυκλοφόρ κυκλοφόρησε ρησε το πρώτο μεγάλο, που να σκιτσάρεις πράγματα που δεν σου αρέσουν ή δεν ολοκληρωμένο κόμικ του, «Βαθύ Δάσος» (Com (Comicdom Press). τα πιστεύεις. Το 2014 κυκλοφόρησε την ιστορία «Τα « μαγικά μ βελανίδια» και το πρώτο τεύχος του κόμικκ «Tο ρομπότ και το κορίτσι». Ενα δείγμα από την επερχό επερχόμενη όμεν δουλειά του «Το χωριό» εκπροσώπησε την Ελλάδα α στ στο 4ο Σαλόνι Κόμικς (Salonul European De Banda Desenata) πο που ου πρ πραγματοποιήθηκε στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης τουυ Βουκουρεστίου. Βο Η καμπάνια του στην πλατφόρμα του Indiegogo, με στ στόχο τόχο την έκδοση της δουλειάς «Το χωριό», ολοκληρώνεται στις 3 Φεβρουαρίο Φεβρουαρίου ου έχ έχοντας ξεπεράσει τον αρχικό στόχο της συγκέντρωσης 2.500 ευρώ.
20
Κείμενο: Μανόλης Σαββίδης / Φωτογραφία: Νικήτας Καραγιάννης
21
Ιανουάριος 2015
Η εξήγηση του κόσμου Αίφνης, στα 56 μου, ανακαλύπτω πως εκτός από παιδί τ ων γονιών μου, άντρας της γυναίκας μου και πατέραςτων παιδιών μου, έχω υπάρξει και άλλα πράγματα στη ζωή μου. Το παράδοξο δεν είναι τόσο αυτή η συνειδητοπο ίηση, όσο το ότι υπάρχουν άνθρωποι που ενδιαφέρονται ν α μάθουν για μένα και για τη ζωή μέσα από τις δικές μου εμπειρίες. Αρκετά από τα πράγματα που έχω υπά ρξει παραπέμπουν σε μια φαινομενικά αθώα, προ-ψηφια κή εποχή. Αυτό είναι μάλλον αναμενόμενο, καθώςμεγάλωσα σε χρόνια δίχως υπολογιστή, κινητό, ίντερνετ και AIDS. Το θέμα είναι ότι τα περισσότερα από αυτά τα πράγματα που έμαθα και θεράπευσα και υπήρξ α, όπως φιλόλογος, δημοσιογράφος ή εκδότης, χρειάζον ται επειγόντως επαναπροσδιορισμό εν έτει 2015. Οπως κι εγώ άλλωστε: δεν έχω καμία διάθεση να παροπλιστώ ακόμα. Κάθε προσαρμογή σε νέα δεδομένα είναι δύσκολη, ιδίως όταν κουβαλάς ιδεοληψίες και πρακτικές περασμένων αιώνων υπό τον μανδύα της οικογενειακής παράδοσης (είμαι εκδότης τρίτης γενιάς). Είναι εύκολο, και ως εκ τούτου βολικό, να παρακάμψεις την ουσία και να μείνεις προσκολλημένος στο τυπικό. Είναι επίσης ολέθριο. Και το χειρότερο: είναι λάθος. Αν δεν προσαρμοστείς στα νέα δεδομένα (που δεν είναι μόνο τα τεχνολογικά, είναι και η αντίληψη του κοινού σχετικά με τη δουλειά σου) δεν θα είσαι ποτέ καλός φιλόλογος, δημοσιογράφος ή εκδότης. Στον βαθμό που ενδιαφέρει η προσωπική μου διαδρομή (δεν είμαι διόλου σίγουρος γι’ αυτό) έκανα το πρώτο μου βιβλίο στο δημοτικό: έγραψα τα κείμενα, ζωγράφισα τις εικόνες κι έκανα και αυτοσχέδια βιβλιοδεσία (ένα αντίτυπο, φυσικά). Στο γυμνάσιο κατάφερα να γράψω, στοιχειοθετήσω, σελιδοποιήσω και να τυπώσω σε πολλαπλά αντίτυπα ένα σχολικό περιοδικό. Μετά το έκανα πιο επαγγελματικά με το περιοδικό «Ιστός» και στη συνέχεια με τα βιβλία που ήταν η βασική μου απασχόληση για μια δωδεκαετία. Αλλά δεν κάνω πια εκδόσεις σε χαρτί, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις. Βλέπω τι κυκλοφορεί γύρω μου και λυπάμαι τα δέντρα που κόβονται για να γίνει το χαρτί όπου θα τυπωθούν αυτά τα συγγράμματα. Αγαπάω πολύ την τυπογραφία, αλλά ποτέ δεν θα τολμούσα να πω ότι είμαι τυπογράφος. Σέβομαι πολύ τους ανθρώπους που δικαιούνται αυτόν τον τίτλο, και ξέρω καλά πόση απόσταση μας χωρίζει. Μακάρι να σεβόντουσαν κι άλλοι το ίδιο την ιδιότητα του εκδότη. Είναι τόσο πολλά τα γραφικά ψώνια που κυκλοφορούν και αυτοσυστήνονται ως εκδότες, για δικούς του λόγους ο καθένας, που έχει χάσει η λέξη το νόημά της. Αλλά δεν είναι η μόνη. Οι περισσότεροι που φέρονται
ως εκδότες ή δημοσιογράφοι σήμερα έχουν την ίδια σχέση με το αντικείμενό τους που έχει και ο Λευτέρης Πανταζής με το τραγούδι ή ο Μίμης Ανδρουλάκης με την πολιτική. Τη δημοσιογραφία μπορεί να τη δει κανείς και ως επάγγελμα ή ως εφαλτήριο για καλύτερη ζωή. Στην καθαρή της μορφή, όμως, είναι μια περιπέτεια που αποσκοπεί -το έχω ξαναπεί και δεν έχω κουραστεί να το λέω- στην εξήγηση του κόσμου. Αυτή η εξήγηση μπορεί να γίνει το ίδιο καλά σε χαρτί εφημερίδας, σε κύματα ραδιοφώνου, σε οθόνες τηλεόρασης ή σε οθόνες υπολογιστή, κινητών και τάμπλετ (για την ώρα). Εξαρτάται σε ποιο κοινό θέλεις να απευθυνθείς, και με ποια γλώσσα. Δημοσιογράφος κανονικός υπήρξα από το 1986, κι έμαθα πολλές αλήθειες και πειθαρχίες μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Μία είναι ότι δεν υπάρχει δημοσιογράφος (ή και συγγραφέας) χωρίς εκδότη. Η αυτοέκδοση είναι μια νεανική ουτοπία. Πρέπει να ενταχθείς σε κάποιου είδους εκδοτικό οργανισμό, τουλάχιστον στην αρχή, οπότε καλά θα κάνεις να διαλέξεις προσεκτικά τον εκδότη σου, γιατί η επιλογή σου θα σε χαρακτηρίσει. Μια άλλη είναι ότι πρέπει να υπηρετήσεις την αλήθεια τηρώντας τους κανόνες του μέσου στο οποίο εργάζεσαι - κανόνες σχετικά με την πολιτική γραμμή, τον χρόνο, το στιλ και την έκταση του κειμένου. Κανέναν δεν ωφελεί (ούτε την αλήθεια) να γράψεις χιλιάδες λέξεις για ένα θέμα και να χωρέσουν να δημοσιευτούν μόνον οι μισές, ή και καμία αν το κείμενο έχει καθυστερήσει, ή να βαρεθεί ο αναγνώστης και να σε εγκαταλείψει στη δεύτερη παράγραφο. Εκδότης κανονικός έγινα το 1991, και κάθησα και από την άλλη πλευρά του τραπεζιού. Εχω την πεπαλαιωμένη άποψη ότι ο εκδότης είναι ο μπροστάρης που χαράζει τη γραμμή, αφού αυτός έχει (ή θα έπρεπε να έχει) και την ιδέα και το όραμα και την πρόθεση να ρισκάρει τα χρήματά του. Στα ελληνικά ΜΜΕ, ο θάνατος του Λαμπράκη πριν από πέντε χρόνια σήμανε και το οριστικό τέλος αυτής της εκδοτικής προσέγγισης, αφού εξέλιπε ο τελευταίος άνθρωπος που την ενσάρκωνε με επιτυχία και που μπορούσε να κρατήσει τις πολλαπλές σύνθετες ισοροπίες στο χώρο. Μετά, απλώς βλέπουμε πόσο μικροί και λίγοι είναι οι συνάδελφοι, οι συνεργάτες και οι επίγονοί του. Η τεχνολογία βοηθάει την ταχύτερη διάδοση της είδησης και του σχολίου, όμως η ευκολία της έκδοσης έχει οδηγήσει σε υπερπροσφορά, έναν επικοινωνιακό
ορυμαγδό, ιδίως στο διαδίκτυο: ο αναγνώστης δεν ξέρει πού να πρωτοκοιτάξει. Ταυτόχρονα, είναι πολλές οι μοναχικές φωνές που αναρτούν από το δωμάτιό τους κείμενα που αναδίδουν καμαρίλα, είτε στην πόλη είτε στην επαρχία. Αυτό κανονικά δεν λέγεται δημοσιογραφία αλλά ψυχοθεραπεία, καθώς δεν εξηγεί τον κόσμο αλλά τον συγγραφέα. Μια από τις χαρές (και τις παρηγοριές) της δημοσιογραφίας είναι η αίσθηση της συλλογικής προσπάθειας, της κοινότητας και της κοινωνίας με ανθρώπους που έχουν κοινά ιδανικά. Κι αυτό είναι απίστευτα πολύτιμο και πρέπει να διαφυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού. Αν έχω καταλάβει κάτι από τη ζωή και τις εμπειρίες μου, είναι ότι οι πράξεις των ανθρώπων γίνονται για τρεις λόγους και μόνον: για τα χρήματα, για το σεξ ή για τη σωτηρία της ψυχής. Τέταρτος λόγος δεν αναφέρεται. Κι αυτό σας το υπογράφω.
*Ο Μανόλης Σαββίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1959 από τη Λένα και τον Γιώργο Σαββίδη. Σπούδασε Φιλολογία στην Αμερική και Δημοσιογραφία στη Γαλλία, αλλά το μόνο του αναγνωρισμένο πτυχίο στην Ελλάδα είναι αυτό του Τεχνίτη Πυροβόλων Β΄ από το Πολεμικό Ναυτικό, όπου υπηρέτησε πλήρη θητεία 26 μηνών. Εργάστηκε σε διάφορες θέσεις στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη και δημοσιεύει κείμενα από το 1986, κυρίως στο «Βήμα» και στον «Ταχυδρόμο», αλλά και σε πληθώρα άλλων εντύπων, όπως «Αυγή», «Βαβέλ», «Δίφωνο», «Η Λέξη», «Νέα Εστία», "Status" και άλλα. Εργάστηκε και ως ραδιοφωνικός παραγωγός στον Top FM, στο Ρόδον, τον Αθήνα 9.84 και τέλος στο Κόκκινο. Το 1990 ίδρυσε την εκδοτική εταιρεία «Ιστός» που εξέδωσε αρχικά το ομώνυμο περιοδικό, και στη συνέχεια βιβλία και ιστοσελίδες. Διαχειρίστηκε το Αρχείο Καβάφη επί 15 έτη. Από το 1996 διευθύνει το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, και από το 2010 το Ιδρυμα Λαμπράκη. Το 2014 ξεκίνησε την ιστοσελίδα www.thegreekcloud.com με ιδέες, απόψεις και σχόλια.
22
Κείμενο: Στάθης Δράκος / Φωτογραφία: Πέτρος Κουλόπουλος
23
Ιανουάριος 2015
To όνομά του, Theodore Γυρνάς την πλάτη σε ένα 2014 που δεν είχε και πολλά να σου προσφέρει, για να ανοίξεις το κουτί με τις υποσχέσεις του νέου χρόνου. Πέρασε ήδη ένας μήνας και πολλά από αυτά που είχαμε στον νου μας ότι θα συμβούν, όντως συνέβησαν. Αλλα όχι. Φυσικά, πάντα θα υπάρχει και μία κατηγορία ευχών που αναμένουν στο stand-by μέχρι να επιβεβαιωθούν (ή όχι). «Ζούμε σε μια ιδιαίτερη και πιθανά σπουδαία στιγμή της ελληνικής μουσικής σκηνής, στην οποία νέοι δημιουργοί βρίσκουν τα μέσα για να παράξουν, αλλά και να προωθήσουν τη μουσική τους και ευτυχώς υπάρχει κοινό που θέλει να την ακούσει. Σήμερα υπάρχουν αρκετές μονάδες και ομάδες καλλιτεχνών που αφιερώνουν ό,τι πνευματικό και υλικό πλούτο διαθέτουν στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν και να επικοινωνήσουν κάτι όμορφο. Αν αποφασίσουμε να δούμε και να στηρίξουμε το ωραίο, τότε τα υπόλοιπα θα είναι σαν μερικές παραφωνίες σε μια κατά τα άλλα αρμονική μουσική». Τα λόγια αυτά χάραξαν το πιο αισιόδοξο ξεκίνημά μου για τη νέα χρονιά. Και δεν είναι λόγια δικά μου. Ο πολιτισμός που αγαπάμε έχει πλέον ανθρώπους που μπορούν να τον υπερασπιστούν, αλλά και να τον πρεσβεύσουν. Εχουμε αναφερθεί πολλές φορές στον νεαρό τραγουδοποιό Theodore, αν και λίγα είναι αυτά που πραγματικά γνωρίζουμε για εκείνον. Είναι νέος. Πολύ. Και ταλαντούχος. Επίσης πολύ. Του αρέσει η δουλειά του ως μουσικός και το αποδεικνύει καθημερινά, μια και οι συνεργασίες, τα πρότζεκτ και οι live εμφανίσεις που μετράει μέσα στα δύο περίπου ενεργά χρόνια μουσικής του πορείας, είναι τρομακτικά πολλές. Τον έχεις ακούσει να παίζει σε μικρές σκηνές, πλάι στο Vassiliko, στο Μέγαρο Μουσικής, στην «Τεχνόπολις», σε φεστιβάλ του εξωτερικού, ακόμα και στο ίδιο του το σαλόνι. Αν έχει τύχει να ήσουν
κάπου εκεί, τότε ξέρεις πως διαφέρει. Γιατί; Γιατί είναι σκοτεινός και φωτεινός. Μαζί. Δύο δρόμοι παράλληλοι που συμπληρώνονται τόσο υπέροχα, δημιουργώντας μια μουσική συλλογή, αμιγώς πρωτόγνωρη για τη σύγχρονη ελληνική μουσική σκηνή. Είτε λόγω ηλικίας, είτε λόγω της μη προσωπικής του προσπάθειας για ένταξη σε κάποιο συγκεκριμένο μουσικό ρεύμα, η θέση του ήταν εξαρχής στον γενικότερο χώρο της εναλλακτικής. Θεωρούσα ωστόσο, και θεωρώ ακόμα, πως τα ακούσματα και οι επιρροές του Theodore είναι εμφανώς κλασικές. Για αυτό ίσως και να τον αγαπώ λίγο παραπάνω από ό,τι έχει τύχει να ακούσω τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι η εσωτερική του ανάγκη για δημιουργία, επικοινωνώντας με τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Αυτό ήταν και το πρώτο πράγμα που μου έδωσε ως απάντηση στις σκέψεις μου περί καλλιτεχνικής του ταυτότητας. Θα το ζει για πάντα ή όλο αυτό που ζει στα 22 χρόνια ζωής του είναι ένα ευχάριστο στάδιο της ζωής του; «Το όνειρό μου είναι να ζω το συναίσθημα εκείνο που προκύπτει τη στιγμή που προσπαθώ να δημιουργήσω εικόνες μέσα από τον ήχο. Αυτές οι στιγμές είναι από μόνες τους εξαιρετικά δυνατές, ενώ η παρουσία του κόσμου λειτουργεί σαν ένας μαγικός πολλαπλασιαστής. Θέλω να ζήσω έτσι, χωρίς να θεωρώ πως είναι ένα στάδιο το οποίο απλά θα παρέλθει». Ταξιδεύει και παίζει μουσική. Εμπνέεται από το ταξίδι και τραγουδάει για αυτό. Μακάρι να το κάνει για πάντα. Είναι μια ευχή που δίνει και ο ίδιος στον εαυτό του. Κάτι το οποίο νιώθω πολλές φορές την ανάγκη να ρωτήσω έναν καλλιτέχνη που νιώθω ότι κρύβει ποίηση μέσα του έχει να κάνει με την πεμπτουσία των στίχων και της μουσικής του. Ή αλλιώς, αν είχε σκοπό να μεταφέρει ένα μόνο μήνυμα μέσα από την δημιουργία του, τότε ποιο θα ήταν αυτό. Και η απάντηση του Θοδωρή Πολυχρονόπουλου είναι κάτι το οποίο περίμενα και μου φάνηκε απόλυτα ειλικρινές. Πρόκειται για έναν μουσικό που γρά-
φει και συνθέτει για την ελευθερία της μουσικής. Ενα παιδί που τραγουδάει για την ελευθερία αυτή και ανατροφοδοτείται από την δυνατότητά του να την εκφράζει σε όλες της πτυχές της ζωής του. Είναι πολύ όμορφο. Μια επιτακτική εσωτερική ανάγκη που καταφέρνει και παίρνει ζωή. Γίνεται σχεδόν ύλη. Συνειδητά δεν ανέφερα ότι το μεγαλύτερο μέρος της συνθετικής του πορείας, όσο σύντομη κι αν είναι αυτή, δεν έχει γίνει στην Ελλάδα, αλλά στο Λονδίνο. Ηθελα να εκφράσω στο τελείωμα της συζήτησής μας την απορία του κατά πόσο η καθημερινότητα στη δική μας πόλη, αλλά και η ζωή του στο εξωτερικό συνετέλεσαν σε αυτό το τόσο ιδιαίτερο και ζοφερό συναίσθημα που αποπνέουν οι ενορχηστρώσεις και οι στίχοι του. «Την Αθήνα την αγαπώ. Το συνειδητοποιώ κάθε φορά που βγαίνω από το αεροδρόμιο ή κάτι πρωινά που έχει όμορφο ουρανό και ήλιο. Βρίσκομαι ακόμα σε μια κατάσταση που το παραμικρό και σε ελάχιστη ποσότητα μου δημιουργεί εικόνες και ήχους και ο αστικός πολιτισμός της Αθήνας, αλλά και του Λονδίνου αναδεικνύει πολλές τέτοιες στιγμές έμπνευσης». Τερματικός σταθμός, οι στόχοι. Αυτοί που επιτεύχθηκαν, εκείνοι που έμειναν ανεκπλήρωτοι και αυτή η τρίτη κατηγορία που ακούει στο όνομα «όνειρο». Ο Theodore θεωρεί πως η υπερβατικότητα είναι συνυφασμένη με τη φύση του ανθρώπου. Πιστεύει πως όλα μπορούν να συμβούν. Ακόμα και τα πιο δύσκολα όνειρα. Χρειάζεται, ωστόσο, πολλή δουλειά για να καταφέρεις να περάσεις από το «αδιανόητο» στο «πιθανό» και από τον σχεδιασμό στην υλοποίηση. Τι έχει καταφέρει μέχρι στιγμής; Τι όχι; Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως όταν σε ένα ξεκίνημα υπάρχει η λέξη «δουλειά», η λέξη «μέλλον» και ένα αδιαμφισβήτητο ταλέντο σαν το πιο ισχυρό εφόδιο, τότε το αποτέλεσμα είναι βέβαιο.
24
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου / Φωτογραφίες: Στέφανος Καστρινάκης
25
Ιανουάριος 2015
Ηρωίδα στο δικό της παραμύθι
Εδώ και λίγες μέρες έχουν «εισβάλει» στην οθόνη της τηλεόρασης (και του υπολογιστή) μας τρία διαφορετικά κορίτσια. Τρία κορίτσια που δεν είμαι σίγουρη αν θα μπορούσαν να είναι φίλες μας, πάντως σίγουρα έχουν στοιχεία από αυτές. Κορίτσια ή καλύτερα γυναίκες εκεί γύρω στα 30 που έχουν κανονική ζωή, κανονικά προβλήματα, κανονικά σπίτια. Μόνο που οι ίδιες δεν είναι αυτό ακριβώς που θα λέγαμε κανονικές. Ισως γιατί η Αλεξάνδρα Κ*, η σεναριογράφος της σειράς «Ηρωίδες», όσο και να ήθελε να κάνει μια ρεαλιστική αποτύπωση της ζωής της σημερινής νέας γυναίκας, είναι όπως δηλώνει η ίδια «ευεπίφορη στους εξυπνακισμούς και τα ρομάντζα και το νεο-μελό και τις καμενιές». Η Αλεξάνδρα γεννήθηκε στην Κέρκυρα, δεν είναι ούτε 30 χρόνων και ζει ουσιαστικά μόνιμα στην Αθήνα εδώ και πέντε χρόνια. Εχει σπουδάσει θέατρο στη σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου και στη σχολή της Stella Adler στη Νέα Υόρκη. Παράτησε την Αμερική για χάρη ενός έρωτα, γύρισε στην Αθήνα, συνέχισε να γράφει σε εφημερίδα και περιοδικά, να κυκλοφορεί παιδικά βιβλία, να γράφει σενάρια, κείμενα διαφημίσεων και ό,τι άλλο της ζητήσουν! Οι περισσότεροι την ξέρουμε μέσα από τα θεατρικά έργα που έχουν ανέβει σε δικό της σενάριο και από τη συνεργασία της με το “Cosmopolitan”. Τη συνάντησα στην πλατεία Μαβίλη και μίλησα μαζί της για χίλια διαφορετικά πράγματα. Γιατί η Αλεξάνδρα εί-
ναι ένα κορίτσι της πόλης που την απασχολεί η πολιτική, οι ανθρώπινες σχέσεις, το σεξ, το μέλλον του παιδιού της, το κραγιόν της, αλλά και οι φίλες της. Μιλώντας μαζί της για τη ζωή της πριν τις «Ηρωίδες», αναρωτιέμαι πώς αποφάσισε να παίξει έναν από τους τρεις πρωταγωνιστικούς ρόλους της σειράς - και κατά τη γνώμη μου τον πιο απαιτητικό, αλλά ταυτόχρονα ίσως τον πιο κοντινό σε εκείνη. Η δική της ηρωίδα είναι παντρεμένη, έχει ένα παιδί, είναι δημοσιογράφος και μόλις στο δεύτερο επεισόδιο ανακαλύπτει ότι ο άντρας της την απατά, εκείνος την απολύει την ίδια μέρα και εκείνη τον εγκαταλείπει. Εξελίξεις που σε άλλες σειρές θα χρειάζονταν περίπου 20 επεισόδια για να παρουσιαστούν. Η ίδια εξηγεί την ανάγκη της να βρεθεί μπροστά στον φακό ως εξής: «Οταν άρχισα να γράφω τις 'Ηρωίδες', είχα ήδη κλείσει τέσσερα χρόνια πάνω από έναν υπολογιστή -γράφοντας- και πάνω από ένα παιδί - μεγαλώνοντάς το. Είχα μεγάλη ανάγκη να κάνω για λίγο κάτι άλλο, κάτι που θα με ανάγκαζε να βρίσκομαι καθημερινά ανάμεσα σε ανθρώπους, να πηγαίνω σε μέρη που ποτέ δεν θα πήγαινα, να κάνω πράγματα που στην κανονική μου ζωή δεν θα έκανα. Απ’ την άλλη, είχαν περάσει χρόνια που δεν είχα παίξει καθόλου και είχα την ανασφάλεια αν θα τα καταφέρω καλά ή όχι, αν θέλω να εκτεθώ τόσο, αν θα αντέξω μακροπρόθεσμα τη φάση 'ηθοποιός' που την είχα απορρίψει πριν από χρόνια μετά βδελυγμίας, αν θα έχω χρόνο για τις άλλες μου δουλειές και φυσικά για το παιδί μου. Είπα εξαρχής στο κανάλι ότι θα μ’ ενδιέφερε να παίξω, άλλα ότι δεν καίγομαι κιόλας. Με δοκίμασαν, τους άρεσα, εγώ είχα ακόμα αμφιβολίες, αυτοί επέμεναν, ενέδωσα. Παίζω τελείως για την πλάκα μου, δεν σκοπεύω να επι-
στρέψω κανονικά σ’ αυτή τη δουλειά. Το γύρισμα είναι η παιδική μου χαρά, ένα διάλειμμα από το γράψιμο». Αφού λοιπόν αποφάσισε να παίξει, αποφάσισε άραγε και να ενσωματώσει στοιχεία της ίδιας στον χαρακτήρα της; Είναι λίγο λεπτό το ερώτημα για να μπορέσω να το κάνω σε μια νέα γυναίκα, έτσι δανείζομαι τους φίλους της και τις ιστορίες τους για καταλάβω από πού αντλεί η Αλεξάνδρα έμπνευση. «Κάθε ήρωας ή ηρωίδα της σειράς είναι τρεις-τέσσερις πραγματικοί άνθρωποι μιξαρισμένοι σε έναν/μία. Πάντα πατάω σε έναν υπάρχοντα χαρακτήρα για τη βάση και από 'κει και πέρα τον χτίζω. Και από τους ίδιους τους ηθοποιούς που παίζουν τους αντίστοιχους ρόλους έχω κλέψει κομμάτια τους και τα έχω ενσωματώσει στους χαρακτήρες». Αρκετά καθησυχαστική η απάντηση, γιατί είναι λίγο ακραίο να πηγαίνει κάποια να υποδεχθεί στο αεροδρόμιο την αδελφή της ντυμένη Πίτερ Παν για τις ανάγκες κάποιου παιδικού πάρτι. «Οπότε, ναι, οι 'Ηρωίδες' έχουν στοιχεία και δικά μου και των φίλων μου και των ηθοποιών, αλλά και της κυρίας που μου είπε τον πόνο της στο ΚΤΕΛ Αθήνα-Κέρκυρα και κάποιου χαρακτήρα που ζήλεψα σε κάποιο βιβλίο και πολλών άλλων ανθρώπων που μπορεί να συνάντησα για λιγότερο από πέντε λεπτά, αλλά που μου εντυπώθηκαν. Ολα αυτά βέβαια υπό το φίλτρο της μυθοπλασίας, πρώτον για να μη βαριέμαι και δεύτερον για να μη φάω ξύλο». Οσο για τις αδυναμίες και τα προτερήματα των χαρακτήρων, η Αλεξάνδρα είναι ξεκάθαρη: «Πιστεύω ότι όλοι κατά βάθος τα ίδια σκατά είμαστε: δυνάμει υπέροχοι, δυνάμει τέρατα. Γιατί να το κρύβουμε απ’ τους άλλους; Τον ίδιο σταυρό κουβαλάνε».
26
27
Και μια και αναφερθήκαμε σε αδυναμίες, τη ρωτάω αν ήταν από την αρχή σκοπός της να δημιουργήσει κανονικούς ανθρώπους που βρίζουν, ερωτεύονται, τσακώνονται, κάνουν σεξ (κάνουν πολύ σεξ), ακούν Σάκη Ρουβά και πλάθουν φανταστικές ιστορίες κάνοντας το Παγκράτι μαγικό προορισμό διακοπών. «Αυτό που μ’ ενδιέφερε αρχικά ήταν μια απόλυτα ρεαλιστική αποτύπωση της ζωής της σημερινής νέας γυναίκας - σαν ντοκιμαντέρ σχεδόν. Αλλά έλα που είμαι ευεπίφορη στους εξυπνακισμούς και τα ρομάντζα και το νεο-μελό και τις καμενιές και όλο ξέφευγα κι έβαζα λίγο Δεληβοριά εδώ, ένα φάντασμα εκεί, μια γοργόνα παραπέρα και τελικά η αφήγηση της ιστορίας δεν είναι ρεαλιστική, αλλά οι χαρακτήρες -που φτιάχτηκαν πριν την ιστορία- μάλλον είναι. Ετσι ακούω τουλάχιστον. Απ’ την άλλη, αν θέλω να είμαι εντελώς ειλικρινής, εγώ βλέπω τρύπες τους που δεν έχω κλείσει. Εκεί με σώζει ο σκηνοθέτης μας. Αυτή η 'ανθρωπίλα' που βλέπετε οφείλεται περισσότερο στον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς παρά σε μένα». Αφοπλιστικά ειλικρινής σε όλες τις απαντήσεις της. Σαν να κάνω μια συζήτηση με μια φίλη μου που δεν πρόκειται ποτέ να δημοσιευτεί. Εντάξει, είπαμε και κάποια πράγματα που πραγματικά δεν μπορούν να δημοσιευτούν, για τις γυναίκες σήμερα, τα παιδιά μας, τη Νέα Υόρκη, τους άντρες. Για ανθρώπους που συναντάς στην Αθήνα και πάντα σε ξαφνιάζουν. Και κάπως έτσι φτάσαμε την κουβέντα στα free-press έντυπα με τα οποία και η ίδια συνεργάζεται εδώ και χρόνια και στη Μυρτώ Κοντοβά. Διστάζω να της πω ότι από τα πρώτα πέντε λεπτά των «Ηρωίδων» σκέφτηκα ότι είναι μια συνέχεια των «Υπέροχων πλασμάτων», αλλά στην πορεία το κάνω και δεν το μετανιώνω. «Μ’ αρέσει αυτή η σύγκριση», μου λέει η Αλεξάνδρα χαμογελαστή. «Την Κοντοβά τη λάτρευα χρόνια τώρα από τη στήλη της στη Voice (νομίζω ταιριάζουμε στη μηδενική ανοχή μας στο δράμα), αλλά επειδή ήμουν πολλά χρόνια χωρίς τηλεόραση, από τα 'Πλάσματα' έχω δει μόνο κομμάτια στο YouTube. Ενα βράδυ, πριν από λίγο καιρό, το πέτυχα σε επανάληψη και κάθησα να το δω. Ηταν το τελευταίο επεισόδιο και ήταν ακριβώς όπως υπολόγιζα να
κλείσω κι εγώ τις 'Ηρωίδες'. Οπότε τώρα δεν έχω φινάλε για τις 'Ηρωίδες', καλό;». Γελάμε με τη σύμπτωση, γελάμε με τις απαντήσεις της Κοντοβά στην Athens Voice, γελάμε ακόμα πιο πολύ με τη «μηδενική ανοχή στο δράμα» που έχουμε τελικά και οι τρεις. Ωστόσο, η ίδια πιστεύει ότι η προϋπηρεσία των δύο σεναριογράφων στα έντυπα τούς δίνει ένα συχνά σοκαριστικό feedback από τους ανθρώπους της πόλης, αλλά δεν είναι αυτό που τις κάνει πιο διερευνητικές με την ανθρώπινη φύση. Αυτή τη ροπή την αποδίδει μάλλον στη φύση του χαρακτήρα: «Προσωπικά, ως παιδάκι, ήμουν πολύ ντροπαλή κι αρκούμουν στο ρόλο του ακροατή, με αποτέλεσμα να βγάζω μάλλον στους ανθρώπους αυτό το 'κάτσε να σου πω τον πόνο μου'. Είναι επιστημονικώς αποδεδειγμένο ότι κάθομαι πάντα δίπλα στον πιο πονεμένο του τρένου, του καραβιού, του μπαρ. Κάπως πρέπει να το μεταβολίσω κι εγώ όλο αυτό». Εχουμε παρακολουθήσει ήδη τρία επεισόδια της σειράς και οι ιστορίες εξελίσσονται γρήγορα. Πού θα καταλήξει όμως η Λούκι (Ζωή Καραβασίλη), η Μιμή (Ελενα Μεγγρέλη) και η Ελλη (Αλεξάνδρα Κ*); Νομίζω ότι κατά βάθος ούτε η ίδια ξέρει. «Αυτό που ήθελα απ' τους χαρακτήρες ήταν να σοκαριστούν κατ' αρχάς οι ίδιοι με την εξέλιξή τους - είτε ευχάριστη, είτε δυσάρεστη. Λατρεύω να βλέπω ανθρώπους να κάνουν πράγματα που παλιά έκραζαν ή φοβόντουσαν ή καταδίκαζαν με αποστροφή, πράγματα που θεωρούν 'εντελώς έξω απ' τον χαρακτήρα τους' - λες κι ο χαρακτήρας δεν εξελίσσεται. Το άλλο που μου αρέσει είναι το πόσο διαφορετικοί είναι οι άνθρωποι στις ιδιωτικές στιγμές τους σε σχέση με τις δημόσιες, το τι βρίσκεται πίσω απ' το κλισέ που βλέπεις. Οπότε, θα τις δείτε να κάνουν λάθη που τελικά ήταν σωστά, να συμπεριφέρονται όπως οι άνθρωποι που μισούν, να προσπαθούν πεισματικά να μην αλλάξουν, να ωριμάζουν κάνοντας ανωριμότητες». Και μιλώντας για ανωριμότητες, δεν μπορώ να μη σχολιάσω το κλείσιμο του δεύτερου επεισοδίου με την Ελλη και τη Μιμή να συνειδητοποιούν ότι μόνες
Ιανουάριος 2015
σταθερές στη ζωή τους τα τελευταία 20 χρόνια είναι η φιλία τους και ο... Σάκης. Παίζει τραγούδι του Ρουβά, η οθόνη γίνεται μαύρη και η σεναριογράφος μας προτρέπει να κλείσουμε τα μάτια και να φανταστούμε ότι είμαστε αγκαλιά με τον Ρουβά. Εντάξει, μετά από αυτό πώς να μην την προσκυνάς; Εκτός από εμένα ευτυχώς εκτίμησαν το χιούμορ και δεκάδες χιλιάδες τηλεθεατές που έδειξαν από το πρώτο επεισόδιο την προτίμησή τους στις «Ηρωίδες», τόσο στην πρώτη προβολή των επεισοδίων, όσο και από τη διαδικτυακή προβολή τους. Περίμενε η ίδια ή το κανάλι τέτοια ανταπόκριση; «Οχι. Κανείς μας. Και το κανάλι και η εταιρεία παραγωγής και εμείς ήμασταν σε φάση 'εντάξει, εμάς μας αρέσει, πάμε να το κάνουμε γιατί γουστάρουμε κι άμα το δουν και πέντε φίλοι μας, μια χαρά θα 'ναι, ποιος βλέπει σήμερα τηλεόραση σ’ αυτές τις ηλικίες' και τέτοια. Μάλιστα, ο διευθυντής προγράμματος του Mega κάποια στιγμή -όταν το συζητούσαμε ακόμηγύρισε και μου είπε: 'Αν είναι να χάσω τη δουλειά μου, ας είναι γι’ αυτό'. Ελπίζω να του βγει το στοίχημα μέχρι το τέλος!», δηλώνει η Αλεξάνδρα πραγματικά ενθουσιασμένη. Κλείνοντας τη συζήτηση πιάνομαι από μια ατάκα της Ελλης που λέει ότι η ανεξαρτησία είναι υπερεκτιμημένη και ρωτάω την ίδια αν το πιστεύει. «Οχι αλήθεια, αλλά συχνά είναι πολύ πολύ κουραστική. Είναι υπέροχο να δίνεις τον αγώνα μόνη σου και να τα καταφέρνεις, αλλά μερικές φορές θέλεις απλώς κάποιον να σε κουβαλήσει στην πλάτη μέχρι το σπίτι, να σου βγάλει τα παπούτσια, να σου φτιάξει ένα φαΐ και να σου δώσει μια αγκαλιά να ξεράσεις μέσα της όλα τα σκατά που έφαγες όλη τη μέρα που ήσουν ανεξάρτητη και δυναμική και αυτόνομη και άλλα τέτοια ωραία». Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο.
28
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφία: Μάριος Κουρουνιώτης
29
Ιανουάριος 2015
Αντιμέτωπος με τον... νόμο Αυτή την περίοδο ο Δημήτρης Πασσάς κάνει επτά μέρες την εβδομάδα θέατρο. Τετάρτη έως Κυριακή πρωταγωνιστεί στο θέατρο Χώρα και στο «Κρίμα που είναι πόρνη» του Τζον Φορντ, που παρουσιάζει το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιγνάδη. Και Δευτέρα-Τρίτη στη μαύρη κωμωδία του Τζο Ορτον “Loot” στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, σε σκηνοθεσία Μάκη Παπαδημητρίου. Στον υπόλοιπο χρόνο του ολοκληρώνει τις σπουδές του στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. «Αυτό το τελευταίο δεν το ήξερα!» του λέω αιφνιδιασμένος. «Σκέφτηκα ότι για να απαντάω πιο έξυπνα στις ερωτήσεις στις συνεντεύξεις πρέπει να ξέρω καλά και σφαιρικά το αντικείμενό μου», μου απαντά γελώντας. «Στο πλαίσιο της προετοιμασίας μου για το 'Κρίμα που είναι πόρνη' γέμισα ένα τετράδιο γράφοντας. Μετά το πέταξα, αλλά πρώτα το γέμισα. Καλό είναι να τα μαθαίνεις όλα, μετά να τα ξεχνάς και να πηγαίνεις παρακάτω». Στην παράσταση του Εθνικού υποδύεται τον Τζιοβάννι, έναν νεαρό ευγενή στην Πάρμα του 1625, που ερωτεύεται την αδελφή του, την Ανναμπέλλα. Ο παράνομος αυτός έρωτας φέρνει σε αμηχανία τις αρχές και την Εκκλησία, που θα σπεύσουν λίαν συντόμως να τον στοχοποιήσουν και να τον κατασπαράξουν. «Το έργο κάνει το εξής: βάζει μπροστά μία φωτογραφία με δύο αδέλφια, τα οποία φιλιούνται. Εσύ πάλι μπορείς να βάλεις στη θέση τους ό,τι θες. Ακόμα κι έναν μουσουλμάνο με έναν γελοιογράφο, που είναι και επίκαιρο. Εστιάζεις λοιπόν σε αυτό και ακριβώς πίσω, σε φλουταρισμένο φόντο, πρωταγωνιστεί μία ολόκληρη κοινωνία διαφθοράς και σαπίλας», μου εξηγεί ο Δημήτρης. «Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με έναν παράνομο έρωτα μέσα σε ένα περιβάλλον που είναι πιο παράνομο και πιο ανήθικο από αυτόν». Κάπως έτσι, ο Τζον Φορντ στηλιτεύει με το γάντι τα κοινωνικά ήθη της εποχής του, αλλά παράλληλα χαρίζει στο έργο του και μία αίσθηση διαχρονίας, αφού στην πραγματικότητα το focus φεύγει από τα ερωτευμένα αδέλφια για να φωτίσει μία κοινωνία που δεν διαφέρει και πολύ από τη δική μας. «Μέσα στο έργο γίνεται
ένας φόνος και ο δολοφόνος αθωώνεται, επειδή είναι ευνοούμενος του Πάπα», μου αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δημήτρης σχολιάζοντας: «Μα πόσο σύγχρονο!». «Πώς και δεν τον έριξαν στην πυρά τον Φορντ με ένα τέτοιο έργο;» απορώ. «Δεν κυνηγήθηκε, γιατί διατήρησε το πλαίσιο που ζητούσε και επέβαλε η εποχή. Στο τέλος οι αιμομίκτες σκοτώνονται. Από την άλλη ο καρδινάλιος και ο ευνοούμενος του Πάπα ζουν. Κι έτσι μοιάζει στο τέλος σαν να κουκουλώνει αυτό που κάνει. Σαν να κλείνει το μάτι στους έχοντες εξουσία και να τους λέει 'εντάξει, σας την είπα, αλλά μην ανησυχείτε'», μου επισημαίνει. «Η μαρτυρική ζωή των δύο εραστών γίνεται θυσία στον βωμό της έννομης τάξης», διαβάζω στο δελτίο τύπου και ρωτάω τον Δημήτρη τι σημαίνει για εκείνον σήμερα ο όρος έννομη τάξη. «Επειδή ζω στο 2015, στην Ελλάδα, την έννομη τάξη την έχω στο νου μου σαν κάτι κακό. Ξέρω ότι είναι η μάσκα πίσω από την οποία κρύβεται η χειραγώγηση και η καταπίεση. Θυμάστε τη ληστεία στο Βελβεντό; Βγήκαν στη δημοσιότητα κάποιες φωτογραφίες με εκείνα τα παιδιά ξυλοκοπημένα. Το τι είναι αυτοί οι άνθρωποι δεν με νοιάζει. Ας είναι οι χειρότεροι άνθρωποι στον κόσμο. Οταν όμως βγαίνουν στο φως αυτές οι φωτογραφίες είναι σαν να σου λέει το κράτος: 'Κάτσε καλά!'. Αυτή την αίσθηση μου δημιουργεί ο όρος έννομη τάξη. Κάτσε καλά. Χωρίς να σου δικαιολογήσω το γιατί. Απλά κάτσε καλά», μου λέει. Το «Κρίμα που είναι πόρνη» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του ’80 σε μία θρυλική παράσταση του Ανοιχτού Θεάτρου και του Γιώργου Μιχαηλίδη με πρωταγωνιστές την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τον Μηνά Χατζησάββα στους ρόλους της Ανναμπέλλα και του Τζιοβάννι αντίστοιχα. Ο Μηνάς παίζει και σ’ αυτή την παράσταση υποδυόμενος τον Καρδινάλιο κι έτσι μπαίνω στον πειρασμό να ρωτήσω τον Δημήτρη αν τον συμβουλεύτηκε για τον ρόλο του. «Δεν τον ρώτησα τίποτα για εκείνη την παράσταση. Ούτε αν υπάρχει βίντεο για να την δω», μου απαντά και συνεχίζει: «Το έργο πάντα είναι η αφορμή. Αυτή η συνύπαρξη ωστόσο με τον Μηνά επί σκηνής λειτουργεί λίγο σαν αλλαγή φρουράς. Κι ο Μηνάς είναι ένας υπέροχος συνάδελφος. Ενας ευγενής, έξυπνος άνθρωπος, που ξέρει πολύ καλά τη δουλειά. Ο,τι έχει να σου πει είναι επί της ουσίας».
Μόνο καλά λόγια έχει να πει και για τον σκηνοθέτη του, τον Δημήτρη Λιγνάδη, που τον σκηνοθετεί για δεύτερη φορά μετά τις περιβόητες «Βάκχες» του προπέρσινου καλοκαιριού. «Πέρα από σκηνοθέτης, ο Δημήτρης είναι τρομερά ικανός ηθοποιός. Ξέρει τι σημαίνει να είσαι ηθοποιός και το χρησιμοποιεί υπέρ σου. Επίσης, έχει μία πολύ δημιουργική τρέλα και ξέρει να καλλιεργεί και το μέσα σου έτσι το αποτέλεσμα να βγαίνει όχι μόνο ωραίο, αλλά και σωστό. Τον θεωρώ από τους πολύ ικανούς Ελληνες θεατρανθρώπους». Με τον Μάκη Παπαδημητρίου πάλι, που τον σκηνοθετεί στο “Loot”, η σχέση τους είναι σε άλλο επίπεδο. Είναι φίλοι, τον εκτιμά βαθιά και εκτός από το θέατρο μοιράζονται κι ένα ακόμα μεγάλο πάθος. «Λύνουμε κύβους!» μου λέει. Γενικά η συνθήκη στο “Loot” είναι διαφορετική. Εξι ικανοί ηθοποιοί ενώνουν τις δυνάμεις τους κάνοντας μόνοι τους μια παράσταση. «Δεν είναι μια παράσταση παρεΐστικη για να είναι παρεΐστικη. Εχει γίνει με καλές συνθήκες. Εχουμε φροντίσει την παράσταση. Εχουμε κανονικό σκηνικό. Δεν θα ένιωθα καλά αν το έκανα αυτό με τρεις φίλους μου με το που θα είχα βγει από τη σχολή. Σε αυτό δεν πιστεύω καθόλου. Μου αρέσει πολύ η ελευθερία που μπορεί να κρύβει μια παράσταση χωρίς από πίσω οργανωμένη παραγωγή, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί σώνει και καλά πρέπει να κάνουμε μία ομάδα», σχολιάζει. Το αποτέλεσμα πάντως δικαιώνει τους πάντες. Μία ξεκαρδιστική μαύρη κωμωδία, που θέλει δύο αμφισεξουαλικούς νεαρούς να ληστεύουν μία τράπεζα κι ύστερα να κρύβουν τα λεφτά στο φέρετρο της μάνας του ενός, που μόλις έχει πεθάνει. «Ολο αυτό διαπνέεται από το βάναυσο χιούμορ του Μάκη, που πραγματικά το λατρεύω. Βασικά δεν υπάρχει κάτι που να μη γίνεται σε αυτή την παράσταση», παρατηρεί. Στο τέλος της κουβέντας μας τον ρωτάω αν συμφωνεί με την επαναφορά της άδειας εξασκήσεως του επαγγέλματος του ηθοποιού. Είναι κατηγορηματικά αντίθετος. «Πολλοί άξιοι ηθοποιοί, συμπεριλαμβανομένων και πολλών ταλαντούχων ηθοποιών του παλιού σινεμά, δεν τέλειωσαν δραματική σχολή. Ξέρω πάρα πολλούς ανθρώπους που έχουν τελειώσει δραματική σχολή και δεν είναι καλοί ηθοποιοί», μου τονίζει. «Κι επίσης, φοβάμαι. Εμένα ποιος θα μου τη δώσει;» μου λέει και μας πιάνουν τα γέλια.
30
Kείμενο: Γιώργος Νάστος
31
Ιανουάριος 2015
Από τα έδρανα στη σκηνή
Τη γνωρίσαμε με το υπέροχο “In the light”. Από το δεύτερο άλμπουμ της, “Before dawn”, που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό έχουν ξεχωρίσει το “Clock” και το “Tonight”. Μοιάζει τόσο γεννημένη για τραγουδοποιός η Ειρήνη Σκυλακάκη, που δυσκολεύεσαι να τη φανταστείς να κάνει την άσκησή της στη νομική τα πρωινά, να τρέχει στα δικαστήρια και στα ταμεία παρακαταθηκών και δανείων. «Ξέρω ότι υπάρχουν ενδιαφέροντα στοιχεία στη δικηγορία, αν και δεν μου αρέσει όσο μου αρέσει η μουσική. Θέλω να κρατήσω τις επιλογές μου ανοιχτές προς το παρόν. Δεν έχω βέβαια πολύ ελεύθερο χρόνο αυτόν τον καιρό. Με τους πιο πολλούς φίλους μου έχουμε διαφορετικά προγράμματα και προκειμένου να τους βλέπω ξενυχτάω, αλλά πρέπει κάτι να θυσιάσεις για να τα προλάβεις όλα. Προς το παρόν θυσιάζω τον ύπνο μου». Μεγάλωσε με τη μουσική κληρονομιά των '60s. «Γενικά ακούγαμε πολλή μουσική στο σπίτι. Οι γονείς μου είχαν αδυναμία στον Σαββόπουλο, στον Ντίλαν. Η μητέρα μου άκουγε πολύ φανατικά Ντείβιντ Μπόουι και σίγουρα αυτά τα ακούσματα με διαμόρφωσαν. Οταν εξοικειώνεσαι με ένα είδος μουσικής σού είναι πιο εύκολο να το προσεγγίσεις, ίσως για αυτό μου φάνηκε πιο φυσικό να γράψω στίχους στα αγγλικά». Δεν υπήρξε το κορίτσι των γαλλικών και του πιάνο. «Ημουν στη χορωδία, ασχολιόμουν με όλα αυτά, αν και ποτέ δεν θεώρησα ότι ξεχώριζα. Στο Λύκειο άρχισα να γράφω δικά μου τραγούδια. Κι ενώ φαινόταν ότι είχα μια ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική, δεν είχα πείσει τον εαυτό μου ούτε τους γύρω μου ότι αυτόν τον δρόμο θα ακολουθούσα. Σπούδασα Νομική στο Λονδίνο, συνέχισα να γράφω τραγούδια εκεί και όταν πήρα το πτυχίο μου είπα ότι θα δοκιμαζόμουν και στη μουσική. Πήγα στον Σταύρο Λάντσια, τον οποία ήδη γνώριζα, και του ζήτησα να ακούσει τη δουλειά μου. Εκείνος με παρέπεμψε
στον Ευριπίδη Ζεμενίδη, ο οποίος έγινε τελικά παραγωγός, ενορχηστρωτής και στενός συνεργάτης μου. Θυμάμαι ότι πήγα σπίτι του, έπαιξα το “In the light”, του άρεσε και άρχισε επί τόπου σχεδόν να το ενορχηστρώνει. Κάπως έτσι προχωρήσαμε. Ο πρώτος δίσκος είναι ένας δίσκος που ηχογραφήθηκε σε μεγάλο βαθμό με σπιτικό τρόπο». Το πρώτο τραγούδι της γνώρισε ανέλπιστα θερμή υποδοχή. Πώς τη βίωσε η ίδια; «Εξ αποστάσεως, γιατί ήμουν στην Αγγλία και έκανα το μεταπτυχιακό μου όταν το “In the light” άρχισε να ακούγεται. Χαιρόμουν όταν άκουγα καλά λόγια, αλλά η απόσταση μου άφησε και το περιθώριο να αφοσιωθώ στο γράψιμο των επόμενων τραγουδιών. Κάτι που αποδείχτηκε καλό». Τη ρωτάω αν η επιτυχία ονομάτων όπως η Monika την ενθάρρυνε να μοιραστεί με το ελληνικό κοινό τα αγγλόφωνα τραγούδια που γράφει. «Σίγουρα βοήθησε φοβερά στο να ανοίξει ο δρόμος από τη θεωρία προς την πράξη». Η Monika αρέσει πάντως πολύ στην 24χρονη Ειρήνη, «την είδα μάλιστα για πρώτη φορά το καλοκαίρι στο Ηρώδειο, σε αυτή τη φανταστική συναυλία. Θαυμάζω τη Μαριέττα Φαφούτη, την Katerine Duska -εξαιρετική-, τον Leon of Athens, τους Daphne and the Fuzz και πολλούς άλλους που ξεχνάω τώρα». Το μεγάλο της κόλλημα -«σαφές» το χαρακτηρίζει η ίδια- είναι με τη Βρετανίδα Λόρα Μάρλινγκ. «Δεν την έχω δει live και την έχει δει η αδελφή μου - τόσο άδικη είναι η ζωή! Είναι εκπληκτική. Και δεν είναι μόνο η μουσική της που μου αρέσει, αλλά όλο αυτό που εκφράζει: η απλότητά της, το ότι δεν έχει απασχολήσει με φανφάρες τον κόσμο, αλλά μόνο με τα τραγούδια της. Μου αρέσουν πολύ οι Strokes, οι Mumford and Sons. Πολλοί λένε ότι έχει σταματήσει να βγαίνει ωραία μουσική, αλλά δεν το πολυπιστεύω. Νομίζω ότι είναι πιο δύσκολο να ξεχωρίσουν τα καλά τραγούδια γιατί υπάρχει τεράστια παραγωγή».
Το ευγενέστατο και διακριτικό αυτό κορίτσι αγαπάει πολύ την Τζόνι Μίτσελ. Αλλά και τον Μπομπ Ντίλαν: «Ακόμη ανακαλύπτω τραγούδια ή στίχους τους καταπληκτικούς. Εχει να κάνει με την εποχή νομίζω, άλλο να ζεις στη δεκαετία του ‘60 να βλέπεις τον κόσμο να αλλάζει και να το αποτυπώνεις. Ο Τζόνι Κας μου αρέσει επίσης φοβερά. Ή οι Beatles! Γυρνάω πίσω και μαθαίνω τα τραγούδια τους από την αρχή. Τους ακούω και λέω 'Θεέ μου πώς γίνεται να είναι τόσο καλοί'». Εντοπίζει κάτι σημαντικό στην περίοδο που διανύουμε τώρα: «Το θετικό των τελευταίων χρόνων είναι ότι αρχίσαμε να μιλάμε για τα αυτονόητα με αμεσότητα και ειλικρίνεια. Δεν φοβόμαστε να συζητήσουμε τα στοιχειώδη και υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία στην ανταλλαγή απόψεων, αλλά δεν κάνουμε τα απαραίτητα βήματα για να συμβεί μια πραγματική αλλαγή. Το βιώνω κι εγώ καθημερινά πόσο δύσκολο είναι για έναν νέο άνθρωπο να τα βγάλει πέρα στην Ελλάδα σήμερα. Είναι τρομακτικά δύσκολη εποχή». Στις 21 Μαρτίου θα παίξει στο Fuzz Club. «Η ώρα πάνω στη σκηνή μου αρέσει πολύ, το ίδιο και οι πρόβες. Συνήθως με πιάνει άγχος λίγες μέρες πριν και αυτό προσπαθώ να το καταπολεμάω, όταν, δε, τελειώνει η συναυλία νιώθω εξαντλημένη, άδεια». Καλό σημάδι. Αυτό δεν μπορεί παρά να συμβαίνει σε έναν καλλιτέχνη απόλυτα παρόντα και συνεπή απέναντι στο κοινό του. Θα πάμε να την ακούσουμε λοιπόν.
32
Κείμενο: Δημήτρης Βαρελάς / Φωτογραφία: Πηνελόπη Γερασίμου
33
Ιανουάριος 2015
Μία μεσογειακή Νορβηγία Ο Γιάννης Βασλεμές γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Από μικρός ήξερε τι ήθελε να κάνει. Η ενασχόληση του και με τις δυο μορφές τέχνης που τον τραβούσαν κοντά τους δεν άργησε να έρθει. Στο κομμάτι της μουσικής ξεκίνησε, όπως πολλοί, με ωδείο και κλασικό πιάνο. Ακολούθησαν μέταλ και ροκ σχολικές μπάντες, ενώ αργότερα άρχισε η σοβαρή ενασχόληση με την ηλεκτρονική μουσική, με καταλύτη έναν δίσκο του Ξενάκη. Ετσι τον κέρδισαν τα συνθεσάιζερ και τα σάμπλερ. Το 2003 δημιουργεί τους Sportex με τον Αλέξανδρο Βούλγαρη (The Boy) και τον Εκτορα (Dr. Hector). Αργότερα δημιουργεί τη φανταστική περσόνα Felizol, βρίσκεται να παίζει μουσική σε διάφορα μαγαζιά της Αθήνας, ενώ εξακολουθεί να συνθέτει δική του μουσική που χαρακτηρίζεται προσωπική, ενώ δεν αρνείται πως έχει βρει τον ιδανικό συνεργό στο πρόσωπο του The Boy. Αγαπά με πάθος τα soundtracks, ειδικά των '80s, με αγαπημένους του τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και τον Τζον Κάρπεντερ. Τις πρώτες του εξερευνήσεις μέσα από τον φακό τις έκανε με μια δανεική σούπερ-8 κάμερα και ερωτεύτηκε αυτή την προοπτική. Η σχολή κινηματογράφου ήταν φυσικό επακόλουθο. Οι τέσσερις πρώτες ταινίες του («Τούγκο Τούγκο», «Φωταγωγός», «Γκολ» και “Osiki”) μόνο σπουδαστικές, απλοϊκές και «μικρές» δεν χαρακτηρίζονται, καθώς εμφανώς είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς μελέτης και ολοκληρωμένες παραγωγές. Το 2014 ολοκληρώνει, μετά από πάνω από δυο χρόνια δουλειάς, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. Ονομάζεται «Νορβηγία». Ο τίτλος αποκωδικοποιείται από το ομώνυμο κομμάτι των «Χωρίς Περιδέραιο» που κυκλοφόρησε το 1984 και περιλαμβάνει τον στίχο: «Η Νορβηγία κατεβαίνει στη Μεσόγειο»… Η ταινία διαδραμματίζεται το 1984 ενώ ο πρωταγωνιστής Ζανό επαναλαμβάνει συχνά πως «ο χειμώνας του 1984 ήταν σκέτη κόλαση»… Σύμπτωση ή όχι αυτή η οργουελικής σημειολογίας χρονιά, το αφήνει στον καθένα μας να το κρίνουμε.
Τα '80s είναι μια δεκαετία που συχνά αναφέρουμε, για διάφορους λόγους. Ο Βεσλεμές αρνείται κάθε μορφή νοσταλγίας και εξιδανίκευσης της εποχής των παιδικών του χρόνων. Στήνει την ιστορία του εκεί που της ταιριάζει και αυτή η κιτς αισθητική μοιάζει τόσο ταιριαστή και άχρονη. Η σκηνοθεσία και η σκηνογραφία του (σε πλήρη αρμονία με τη δυνατή διεύθυνση φωτογραφίας του Χρήστου Καραμάνη) εντυπωσιάζουν και αφήνουν προσδοκίες για τις επόμενες κινήσεις του. Απλά, αλλά αποτελεσματικά στήνει μια Αθήνα με τους δικούς του κανόνες. Με μεγάλο μέρος της ταινίας να λαμβάνει μέρος μέσα στο all time classic Rebound της πλατείας Αμερικής, αλλά και τον κινηματογράφο Σταρ της Ομόνοιας, και τα εξωτερικά πλάνα της πόλης να αντικαθίστανται πανέξυπνα με μακέτες, γίνεσαι θεατής μια άλλης πρωτεύουσας… Εντονοι νέον φωτισμοί και καπνοί, ποπ εικονογραφία και κόμικ αναφορές συνθέτουν ένα ιδιαίτερο και ξεχωριστό εικαστικό συνονθύλευμα. Με έντονα στοιχεία σινεμά φανταστικού και τρόμου, η «Νορβηγία» μοιάζει να ακροβατεί και να μην τοποθετείται στο πόσο σοβαρά παίρνει τον εαυτό της. Συνδυάζοντας στοιχεία μαύρης κωμωδίας, αλλά και σκοτεινά στοιχεία, πειραματίζεται πάνω στον βαμπιρικό μύθο, βρίθει αναφορών και φανερώνει την αγάπη του δημιουργού της για τον κινηματογράφο είδους, αλλά και με επιρροές από τη βιντεοκασέτα. Συνταιριάζοντας πράγματα που με μια πρώτη ματιά φαντάζουν τόσο παράταιρα, δημιουργεί κάτι ταυτόχρονα καθηλωτικό και εκκεντρικό, αλλά ταυτόχρονα με οικείες νότες μοναξιάς και αναζήτησης επικοινωνίας και αγάπης. Ο Ζανό (ακόμα ένας πολυσύνθετος αντιήρωας που γράφτηκε με τον εξαιρετικό Βαγγέλη Μουρίκη στο μυαλό) βουτάει σε μια Αθήνα πρωτόγνωρη, κουβαλώντας τους δικούς του δαίμονες, αλλά ταυτόχρονα ξεχωρίζει για το δικό του σύστημα αξιών. Ο Βεσλεμές επισημαίνει ότι αγαπάει αυτόν τον χαρακτήρα και του δίνει τον τίτλο του καραγκιόζη-σαμουράι, που περιτριγυρίζει και ψάχνεται, χωρίς όμως να μένει ανεπηρέαστος από όσα συμβαίνουν πλάι του.
Μπορεί να βρίσκει το «ζεστό κορίτσι» που ψάχνει στο πρόσωπο της Αλίκης (σαγηνευτική η Αλεξία Καλτσίκη), αλλά αυτή άθελά της (;) τον παρασέρνει σε μια λαγουδότρυπα που θα τον οδηγήσει σε σημείο λήψης κρίσιμων αποφάσεων. Το απρόβλεπτο τρίτο μέρος της ταινίας σε βγάζει από το τριπάκι που σε έχει μαγνητίσει, για να οδηγήσει σε ένα αξιοπερίεργο αιφνιδιαστικό φινάλε με δόσεις κοινωνικού προβληματισμού και επιδέξιου σχολιασμού του σήμερα. Η «Νορβηγία» ντεμπουτάρησε στο Κάρλοβι Βάρι, πέρασε από φεστιβάλ σε Σίτζες, Στοκχόλμη, Λος Αντζελες, Οστιν και αναμένεται να ταξιδέψει ακόμα περισσότερο. Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τoν Νοέμβριο, απ’ όπου έφυγε με το Βραβείο Fipresci, της ένωσης ξένων κριτικών. Τον Ιανουάριο του 2015 κυκλοφόρησε στην Αθήνα. Ο ίδιος ο Βεσλεμές μας αποκαλύπτει πως ήταν δική του επιθυμία η ταινία να προβάλλεται μόνο μια φορά την εβδομάδα: μεταμεσονύχτια προβολή, σαββατόβραδο, στο Αστυ της οδού Κοραή! Τόσο ταιριαστό με το είδος, αλλά ταυτόχρονα και επιτυχημένο, καθώς μετατρέπει την ταινία σε κεντρικό πρωταγωνιστή μιας νύχτας που συζητιέται. Η «Νορβηγία» είναι ένα καλτ αξιοπερίεργο και αξίζει κανείς να γίνει μάρτυρας της πρώτης παρουσίας της στη μεγάλη οθόνη. Ο Βεσλεμές δείχνει με την πολυσχιδή προσωπικότητά και το πάθος του πως διαθέτει τα εφόδια να συνεχίσει να εξελίσσεται και να δημιουργεί μοντέρνα και διαφορετική τέχνη. Αναμένοντας το επόμενο κινηματογραφικό βήμα του (μάλλον σχετικό με ταξίδια στο χρόνο!), θα τον πετυχαίνουμε τριγύρω στην πόλη που τόσο αγαπά να περπατάει και να εξερευνεί, καθώς και να παίζει τις μουσικές του σε μαγαζιά.
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφία: Μάριος Κουρουνιώτης
34
Ιανουάριος 2015
Γράμμα από τον Βαν Γκογκ
«Η Κάθριν ήταν όνειρο ζωής. Την πρωτόπαιξα στη σχολή και από τότε ευχόμουν να μου δοθεί η ευκαιρία να την παίξω κάποια στιγμή στο θέατρο», μου εξομολογείται η Λουκία Μιχαλοπούλου, που φέτος συναντά επιτέλους την αγαπημένη της ηρωίδα από το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» του Τένεσι Ουίλιαμς, το οποίο παρουσιάζεται στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου. Η Λουκία δεν είναι απλά μία από τις καλύτερες ηθοποιούς -αν όχι η καλύτερη- της γενιάς της. Είναι μία αφοσιωμένη ηθοποιός στην τέχνη της και στα θέλω της. «Η αλήθεια είναι ότι είμαι αρκετά αυστηρή με τις επιλογές μου. Μου έχει βγει όμως σε καλό. Θα μπορούσα να βγάλω και πολλά λεφτά. Να κάνω τηλεόραση. Αλλά δεν θα ήμουν εγώ. Θα ήμουν δυστυχισμένη», μου λέει. Το θέμα ωστόσο δεν είναι ότι η Λουκία δεν έχει κάνει τηλεόραση. Είναι ότι οι θεατρικές της επιλογές δεν έχουν παρεκκλίνει από αυτά που η ίδια πιστεύει ότι συνιστούν καλό θέατρο. Σπουδαία έργα με την υπογραφή των πιο ικανών μας σκηνοθετών: Βογιατζής, Μιχαηλίδης, Πατεράκη, Χουβαρδάς, Λιβαθινός, Καταλειφός, Σκόττη, Ευαγγελάτου… «Αισθάνομαι τυχερή. Πάρα πολύ τυχερή. Δούλεψα και δουλεύω με ανθρώπους που ονειρευόμουν να δουλέψω», παραδέχεται. Ολα ξεκίνησαν από μία επιστολή του Βαν Γκογκ, που διάβασε μόλις στα 13 της χρόνια, στο πλαίσιο μίας εργασίας για το σχολείο. «Ηταν μία επιστολή που είχε στείλει στον ξάδελφό του λίγο πριν αυτοκτονήσει και έγραφε ότι 'σε αυτή τη δουλειά ρισκάρω εγώ τη ζωή και το μισό μου μυαλό χάθηκε γι’ αυτή'. Αυτό με συγκλόνισε. Ηταν η περίοδος που ξεκινούσε η διαδικασία των φροντιστηρίων, που έπρεπε να σκεφτείς τι επάγγελμα θα κάνεις. Εγώ ένιωθα ότι δεν με ενδιέφερε όλο αυτό
και δεν μπορούσα να μπω σε μία διαδικασία που ήθελε τη δουλειά μου κάτι ξέχωρο από την υπόλοιπη ζωή μου. Αυτή η έννοια του ρίσκου και ότι τα δίνω όλα σε κάτι ήταν αυτό που με έκανε να πω ότι θέλω να βρω κάτι που να δοθώ ολόκληρη», θυμάται. Κι αυτό το «κάτι» έγινε το θέατρο. Κι αυτό το δόσιμο την οδήγησε φέτος σε μία ακόμα συναρπαστική ερμηνεία ως Κάθριν στο «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι». Ενας ρόλος πραγματικά στην κόψη του ξυραφιού. Από τους πλέον απαιτητικούς της παγκόσμιας δραματουργίας. «Τα έχει όλα αυτό το πλάσμα. Κι όλα ξεκινούν από μία φοβερή αθωότητα. Αυτό είναι που με συγκινεί βαθιά. Ξεκινώντας από μία αθωότητα, πώς χάνεται μέσα σε μία διαδρομή που την οδηγεί σε ένα δικαστήριο που κρίνεται η ζωή της. Είναι ένα ακατέργαστο πλάσμα η Κάθριν. Κι αυτό με ενδιέφερε πάρα πολύ. Οπως με ενδιέφεραν και οι παρορμήσεις της», παρατηρεί. Η Κάθριν καθρεφτίζει ίσως με τη μεγαλύτερη ευκρίνεια από κάθε άλλο έργο του Ουίλιαμς την αδερφή του συγγραφέα, που θεωρούμενη ως ψυχικά ασθενής υποβλήθηκε σε λοβοτομή τη δεκαετία του ’40, περνώντας ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή της σαν «φυτό». Η παράσταση βασίστηκε πολύ πάνω σε αυτό. «Αυτό που έχει 'τρελάνει' την Κάθριν είναι πολύ πιο βαθύ από την ομοφυλοφιλία του Σεμπάστιαν. Είναι μια συνεχής απόρριψη που ξεκινάει από την οικογένειά της. Μία απόρριψη που αφορά τη φύση της που ήταν ιδιαίτερη. Στις μέρες μας ίσως αυτό να το έβλεπε κάποιος ως κάτι γοητευτικό. Τότε όμως αυτά τα πράγματα δεν τα καταλάβαιναν. Οτιδήποτε έβγαινε από την κανονικότητα το χτυπούσαν. Υπήρχαν πολλά παιδιά που οδηγήθηκαν στη λοβοτομή από τους γονείς τους, επειδή
μπορεί να ήταν απλά πιο ατίθασα. Είναι φοβερό, αν το σκεφτείς! Και νόμιζαν ότι τους έκαναν καλό», σχολιάζει η Λουκία. Ο Δημήτρης Μαυρίκιος επιστρέφει στον Τένεσι Ουίλιαμς, μετά τον θρυλικό «Γυάλινο κόσμο» του στα τέλη της δεκαετίας του ’90 στο Εμπρός, χαρίζοντας μία νέα -και άκρως ενδιαφέρουσα- οπτική στο «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι». Επαναφέρει στο έργο το πρότερο ποίημα του Ουίλιαμς για τον Αγιο Σεβαστιανό, που είχε ο ίδιος αφαιρέσει από το έργο του φοβούμενος τη λογοκρισία. Επίσης, δίνει μία άλλη διάσταση στον ρόλο του Γιατρού. «Ουσιαστικά ο Γιατρός ερωτεύεται τον Σεμπάστιαν. Τον θέλει δικό του. Ταυτίζεται μαζί του μέσα από τις διηγήσεις της Βάιολετ και της Κάθριν», μου επισημαίνει η Λουκία. Στην παράσταση του Μαυρίκιου επίσης η ομοφυλοφιλία του Σεμπάστιαν αποκαλύπτεται πολύ νωρίς -σε αντίθεση με το έργο- μέσα από τις προβολές. «Το 2015 το παιχνίδι αν είναι ομοφυλόφιλος ή δεν είναι δεν αφορά κανέναν. Δεν είναι αυτό το θέμα του έργου. Το θέμα είναι ότι αυτός ο άνθρωπος έψαχνε τον δολοφόνο του. Δεν ήθελε να βρει την αγάπη και τη ζεστασιά σε μία σχέση. Κυνηγούσε τον κίνδυνο. Ηθελε να βλέπει τα χελωνάκια που τα κατασπαράζουν», μου εξηγεί η Λουκία. Η ίδια επιτυγχάνει να μπει στο πετσί της Κάθριν. Να νιώσει την παραμικρή της ανάσα. «Προσωπικά συγκινούμαι όταν βλέπω κάποιον πάνω στη σκηνή και σκέφτομαι ότι αυτό που παίζει το βιώνει στ’ αλήθεια. Αυτό προσπαθώ να πετύχω. Να βγαίνει μια αλήθεια που να κλονίζει τον άλλον». Δεν το προσπαθεί μόνο. Το καταφέρνει. Στο ακέραιο.
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου
35
Ιανουάριος 2015
Η ελληνική ιστορία σε τέσσερις τροχούς
Εχετε ποτέ αναρωτηθεί πότε ήρθε στην Ελλάδα το πρώτο αυτοκίνητο; Πόσα αυτοκίνητα υπήρχαν στην Αθήνα την περίοδο της Κατοχής και πώς φτάσαμε στη μεγάλη καταναλωτική ανάπτυξη της δεκαετίας του '60; Η ιστορία της ελληνικής αυτοκίνησης δεν είναι μια ιστορία που εξηγείται με τεχνολογικούς όρους και θεωρητικά μοντέλα. Αλλωστε, η τεχνολογία στην ελληνική τουλάχιστον περίπτωση δεν αναπτύσσεται γραμμικά, δεν είναι ένα μαύρο κουτί που το ανοίγουμε και βρίσκουμε τα δεδομένα της κάθε εποχής. Μια πραγματική αφήγηση για την αυτοκίνηση στην Ελλάδα πρέπει να συνδυάζει την ιστορία του τόπου μας με την πολιτική ιστορία, την εξέλιξη των επιχειρήσεων και της αγοράς, καθώς και τις κοινωνικές αλλαγές που ακολούθησε ο τομέας της αυτοκίνησης. Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Ηλίας Καφάογλου κυκλοφόρησε το 2013 τον πρώτο τόμο της μελέτης του για την ελληνική αυτοκίνηση και πριν από λίγο καιρό το βιβλίο «Ελύτης εποχούμενος:
διαδρομές στην ειρήνη και στον πόλεμο» που παρακολουθεί μέσα από τις προσωπικές σημειώσεις του ποιητή τις διαδρομές του εν καιρώ ειρήνης αλλά και τις μετασταθμεύσεις του κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο. Το βιβλίο «Ελληνική αυτοκίνηση 1900-1940: Ανθρωποι, δρόμοι, οχήματα, αγώνες» είναι ένα δοκίμιο που εξηγεί με ποιο τρόπο η ελληνική αυτοκίνηση συνδέεται με άλλους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Η ιστορία της ελληνικής αυτοκίνησης, από τον ίππο στην ιπποδύναμη, όπως εξελίχθηκε από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι τις παραμονές του Ελληνοϊταλικού πολέμου, μπορεί να διερευνηθεί μέσα από δρόμους και διαδρομές απρόβλεπτες: Γιατί δεν ιδρύθηκε στη χώρα μας εργοστάσιο αυτοκινήτων; Ποια είναι η κυρία με τη Ρολς; Γιατί η Ελλάδα δεν έγινε αυτοκινητιστικώς... αγνώριστη, σε μια χώρα που ο Βενιζέλος επιδίωξε να την κάνει 'αγνώριστη';»
Γνωρίζετε ότι: y Ο ελληνικός στρατός στους Βαλκανικούς πολέμους ήταν ο δεύτερος σε αυτοκίνητα στρατός της βαλκανικής, μετά τον βουλγαρικό. y Στην Αθήνα την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων δεν υπήρχαν περισσότερα από 3.000 αυτοκίνητα (με βάση τα στοιχεία του Πλάτωνα Χατζημιχάλη). y Στην ανάπτυξή του προς την Αγκυρα κατά τη μικρασιατική εκστρατεία, ο στρατός είχε 2.500 αυτοκίνητα, αριθμός που υπολειπόταν μόνο του αντίστοιχου γερμανικού και του γαλλικού στρατού. y Με τον ερχομό του Βενιζέλου εξαγγέλλεται η κατασκευή οδικού δικτύου 2.500 χιλιομέτρων, από τα οποία ολοκληρώνονται μόνο τα 157. y Το 1936 υπάρχει μια μαζική παραγγελία αυτοκινήτων ενόψει της προετοιμασίας του ελληνικού στρατού για τον πόλεμο. Από τα 7.000 αυτοκίνητα που υπάρχουν εκείνη την εποχή τα μισά ανήκουν στον ελληνικό στρατό.
36
Ο... γοητευτικός ξένος Την Πέμπτη, 1η Μαρτίου 1923, η πενταετής Καθημερινή υπεδέχετο την υιοθέτηση του νέου (γρηγοριανού) ημερολογίου. «[...] Ο κόσμος, ο οποίος εκοιμήθη χθες με την ακλόνητον πεποίθησιν ότι ήτο Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 1923, θα πληροφορηθή σήμερον ότι είναι μεν Πέμπτη, η επομένη της Τετάρτης ημέρα, αλλά η 1η Μαρτίου. Διότι από σήμερον, ως γνωστόν, αρχίζει η εφαρμογή του νέου ημερολογίου», έγραφε η εφημερίδα. Υπεδέχετο, επίσης, η Kαθημερινή, το νέο ημερολόγιο με μία «Ανακάλυψι», πρωτοσέλιδο κείμενο υπογεγραμμένο από τον Μπράνια. Διαβάζουμε: «Χθες, διά πρώτην φοράν εις την ζωήν μου, επέβην αυτοκινήτου. Καλέ, τ’ είν’ αυτό... Πριν ξεκινήσει εγουργούρισε στριγκά και διά μακρών γκρρρρρ... και ολόκληρον το όχημα έκαμε επίσης γκρρρρρ... Αλλά και τα έντερα και ο στόμαχος και όλα του στήθους τα περιεχόμενα και ο σβέρκος μου και τα αυτιά μου και το κούτελο και όλο το νευρικό μου σύστημα έκαμαν γκρρρρρ... Οταν εξεκίνησε, κ’ εξεκίνησεν αποτόμως, όλος ο κορμός μου έκλινε προς τα εμπρός, αλλά και πάλι ανετινάχθην προς
τα οπίσω κι’ εκόλλησα στο μαλακόν ερεισίνωτον. Τρέχει. Ο δρόμος έχει χαντάκια, λάκκους, λακκίσκους, πέτρες, κοτρώνια και ο υποφαινόμενος χορεύει επί του καθίσματος [...] Χάνδαξ δεξιά, χανδάκιον αριστερά. Το αυτοκίνητον κλίνει αποτόμως πότε αποδώ και πότε αποκεί, και ο υποφαινόμενος πότε ακουμπά το κεφάλι του στην βελουδένια παρειά της κουκούλας και χαϊδεύει με το μάγουλό του το μαλακώτατον βελούδον και πότε πέφτει μονόπλευρα στο κάθισμα και κάνει το ψαράκι... Αρχίζουν πάλιν πέτρες, κοτρώνια, λάκκοι, λακκίσκοι και αρχίζει πάλιν ο χορός [...] Μετ’ ολίγον εμβαίνωμεν εις ευθείαν και ευδάπεδον λεωφόρον. Το αυτοκίνητον τρέχει δρομαίως και ακωλύτως. Εντοιχίζομαι εις το αναπαυτικόν ερεισίνωτον και... ααααα... τι είν’ αυτό... Κάτι σαν φόβος και σαν αμφιβολία, σαν να ανοίγεται εντός μου χάος απύθμενον, σαν και να καταπίνω φούσκες αεροστάτων, σαν να κυλίωμαι εις το άπειρον, σαν να μου έβαλαν τεράστιον και αθόρυβον μοτέρ, το οποίον με προωθεί κατά των νεφών. Αυτός υποτίθεται είναι ο ίλιγγος. Αλλά τι ηδονικόν αίσθημα αυτό το μεταξύ αμφιβολίας και τρόμου, μεταξύ πραγματικότητας
και απείρου, αυτή η φρενήρης δολιχοδρομία μεταξύ γης και ουρανού […] Γι’ αυτό η Πιπίτσα, η Λιλίκα και η Μαρίκα τρελαίνονται για αυτοκίνητα...» – κι αυτά προσδίδουν «νέα ταχύτητα» στην πόλη. Δεν χρειάζεται, νομίζω, να επιμείνουμε: το αυτοκίνητο δημιουργεί ιεραρχίες, αισθητικές, επιδόσεων, κοινωνική ιεραρχία, εντέλει, αφού συνιστά και συστήνεται, μέσα από την κοινωνική χρήση του, ως σύμβολο γοήτρου, κύρους – άνεσης, δύναμης, ταχύτητας. Αλλά και ονειρώδες και ονειρικό είναι το αυτοκίνητο και, έτσι, γίνεται μαγικό τρόπον τινά. Ο λόγος, στην περίπτωσή του, έχει επισημάνει ο Ανρύ Λεφέβρ, «τρέφεται με ρητορεία και τυλίγει το φανταστικό», σημαίνον αντικείμενο σε σημαίνον σύνολο μέσα, σωρεύει ρόλους, συνοψίζει της καθημερινότητας τους καταναγκασμούς, συγχρόνους ωθεί στο έπακρο το κοινωνικό προνόμιο του κατόχου του, αλλά και συμπυκνώνει τις προσπάθειες για την έξοδο από το καθημερινό ενσωματώνοντας πάλι και ξανά στο καθημερινό το παιχνίδι, τον κίνδυνο, το νόημα. Την ίδια εποχή, ωστόσο, το 1924, για να φτάσει κάποιος στους Δελφούς, έπρεπε να ταξιδέψει μέχρι την Πάτρα, και μετά με πλοίο μέχρι την Ιτέα, και ύστερα να χρησιμοποιήσει άμαξα, αν δεν επέλεγε άλογο, για να φτάσει μέχρι το Χρυσό, μετά από δύο ώρες. «Στην αρχή, η άμαξα πήγαινε αρκετά γρήγορα, όμως, η ανωφέρεια γίνεται όλο και πιο απότομη και τα άλογα, κατά διαστήματα, δεν μπορούν να καλπάσουν», έγραφε ένας Γερμανός περιηγητής, ενώ μια παρέα Βρετανών φόρτωσε το αυτοκίνητό της από την Πάτρα μέχρι την Κόρινθο στο τραίνο και, στη συνέχεια, διαπίστωσε «πόσο απαίσιος» και επικίνδυνος ήταν ο δρόμος από την Κόρινθο για την πρωτεύουσα, όπου διαπίστωσαν ότι ένια από, κατά τις πληροφορίες τους, 11.000 αυτοκίνητα ήταν, ήδη από τότε, διακοσμημένα με κομπολόγια και χάντρες για το μάτι στη μάσκα του ψυγείου νερού. Οσο για τους επισήμους που δύο χρόνια αργότερα προσπάθησαν να φτάσουν στο Μεσολόγγι για τους εορτασμούς επί τη επετείω της Εξόδου το 1926 το ταξίδι απεδείχθη «αληθινή Οδύσσεια», αφού λόγω της τρικυμίας δεν κατόρθωσαν να αποβιβαστούν στο Κρυονέρι και γύρισαν στην
37
Πάτρα, όπου «μετά δίωρον αγωνίαν, κατωρθώθη να προσδεθή το πλοίον δι’ ισχυρών κάλων εις την παραλίαν». Εφτασαν στο Μεσολόγγι την επομένην. Ηδη το 1925, στην Εκονογραφημένη Ελλάδα μπορούσε να πληροφορηθεί κάποιος, σε σχέση με τις δραστηριότητες της «Ανατολικής Εμπορικής Εταιρείας», ότι «το έβδομον τμήμα της έχει προορισθή διά το αυτοκίνητον [...] Το αυτοκίνητον, επιβατικόν και φορτηγόν, πολυτελείας και μη, συνεδέθη ήδη τόσον πολύ με την ζωήν των συγχρόνων κοινωνιών και είναι τόσον εξυπηρετικόν των αναγκών της συγκοινωνίας και του εμπορίου εν γένει, ώστε να μην είναι δυνατόν η εταιρεία αυτή να μείνει αδιάφορος», για αυτό και διέθετε στον Πειραιά εγκαταστάσεις γκαράζ και χώρους εκτάσεως 2.500 τ.μ., μόλις 4 χρόνια ύστερα από το 1921, οπότε οι σταθμοί αυτοκινήτων Μαξ και Ν. Αποστολόπουλου υποδέχονταν τους αυτοκινητιστές και τα οχήματά τους στην Αθήνα. Πράγματι, οι αναγνώστες εκείνη την εποχή μπορούσαν να ενημερωθούν ότι «το αυτοκίνητον, λέξις η οποία με την ταχύτητά της επιδρά στα νεύρα, σε κάμνει έξαλλον, νομίζεις ότι πετάς, μεταβάλλεσαι εις άλλον άνθρωπον, εκμηδενίζει τας αποστάσεις. Ποιον ρόλον έπαιξε το αυτοκίνητον εις τον μεγάλον ευρωπαϊκόν πόλεμον είναι εις όλους γνωστόν. Ως μέσον μεταφοράς πυρομαχικών, τραυματιών. Τέλος, το τεθωρακισμένον τανκς έδωσε τέρμα εις το δυτικόν μέτωπον. Ο ρόλος αυτός [...] αποτελεί την βάσιν της πρόοδου [...] Το εμπόριον ευρήκε το δεξί του χέρι εις το αυτοκίνητον. Η Ελλάς μεγαλυνθείσα πρέπει να στρέψει την προσοχή της εις την σπουδαιότητα του αυτοκινήτου [...] Ενα από τα ωραιότερα και ίσως το ωραιότερον γκαράζ των
Αθηνών είναι η σχολή σωφέρ, [όπου] ο ενδιαφερόμενος εντός ελαχίστου χρόνου αποκτά βουλόμενος δίπλωμα σωφέρ τελείως εξασκούμενος» – «εντός δέκα πέντε ημερών τελείως εκμαθάνουσι την τέχνην του σωφέρ, λαμβάνοντες δίπλωμα οδηγού αυτοκινήτων. Πρώτη λειτουργία, 1923», αν και άλλες πηγές αναφέρουν ότι περί ης ο λόγος σχολή οδηγών, η πρώτη στην Ελλάδα, ιδρύθηκε το 1923, έναν χρόνο πριν επισήμως ιδρυθεί η ΕΛΠΑ, δύο χρόνια πριν ο Παυσανίας Μακρής υποβάλει υπόμνημα στην κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου για την κατασκευή «έργων οδοποιίας, μέχρι του ποσού των 6.000.000 λιρών στερλινών Αγγλίας, συγχρόνως δε να αναλάβη και την φροντίδαν της συνάψεως του σχετικού δανείου. Το αυτοκίνητο και η αυτοκίνηση αρχίζουν να εγκαθίστανται στην Ελλάδα τότε, κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, στέρεα στη συλλογική συνείδηση, αν και, προς το παρόν, είναι παιχνίδι για μεγάλους και εκλεκτούς, σύμβολο κύρους, που κόβει την ανάσα και σκονίζει το δρόμο μπροστά στο κατάστημα κάποιου βιοτέχνη, ο οποίος νοσταλγεί, πάντως, «τα κομψοτεχνήμνατα που φτιάνανε σιγά σιγά, με τα χρόνια, οι μαστόροι σε οποιοδήποτε κλάδο», εκείνα «τα αριστουργήματα που είχανε μέσα στο φτιάξιμό τους την υπομονή και τη μαστοριά και την πίστη του τεχνίτη». Για παράδειγμα, το μυαλό του Αράπη, του πρωταγωνιστή στο μυθιστόρημα του Πέτρου Πικρού Τουμπεκί, που εκδόθηκε στο τέλος του 1927, τέσσερα μόλις χρόνια ύστερα από το πρωτοσέλιδο της Καθημερινής που πριν λίγο μαζί διαβάσαμε, σκοτίζεται από «όλο εκείνο το φαρμακωμένο μίσος του βιοτέχνη που ψωμοζεί όταν του σκονίζει το δρόμο του και του πνίγει τα πλεμόνια κόβοντάς του την ανάσα τ’ αυτοκίνητο του μεγάλου εργοστασιάρχη
Ιανουάριος 2015
που περνάει δίπλα του», την ίδια περίοδο που ο Ανδρέας Εμπειρίκος φωτογραφίζει και φωτογραφίζεται, αυτός και ο αδελφός του Μαράκης, με μοτοσυκλέτα Χέντερσον με σάιντ καρ στο Μπογιάτι, το 1921, ο ίδιος επιβαίνων σε Αμιλκάρ στη Νίκαια γύρω στο 1927, τρία χρόνια αργότερα με τη μητέρα Στεφανία μπροστά στην Μπαλό στην Ελβετία… [...] Θυμάται ο Λεωνίδας, γιος του ποιητή της Οκτάνας, ότι ο πατέρας του προπολεμικά είχε πολλές και ακριβές φωτογραφικές μηχανές, μοτοσυκλέτες και αυτοκίνητα και ήταν από τους πρώτους που οδήγησε μοτοσυκλέτα στην Ελλάδα. Αλλά και ο πατέρας του, Λεωνίδας, αγαπούσε τις μηχανές, τα αυτοκίνητα, τις μοτοσυκλέτες –σαν τη Χέντερσον που είχε φέρει από την Αμερική και, λίγο πριν η μαϊμού τον δαγκώσει, θέλησε ο βασιλεύων Αλέξανδρος να αγοράσει–, τα πλοία, τα τρακτέρ, και είχε μια πλούσια συλλογή από Ματσμπόξ, προνόμιο για την «ανώτερη κοινωνική τάξη», τα μέλη της οποία μπορούσαν και ήθελαν τότε να ανακαλύπτουν την Ελλάδα επί τροχών και χάρη στο αυτοκίνητο και το νοσταλγούν ύστερα και τους λείπει. Ισως ο Λεωνίδας Eμπειρίκος, όπως αργότερα παιδί ο Mάριο Bίττι στην Iστανμπούλ, να έβαζε τα αυτοκινητάκια του «να προχωρούν σύμφωνα με τα μοτίβα στο χαλί του δωματίου» του και πάνω στο χαλί αυτό να φανταζόταν «κτίρια, δρόμους και γκαράζ» και εκεί πάνω να έφτιαχνε σπίτια και πεζοδρόμια, έναν αστικό ιστό, με τα αυτοκίνητα να υφαίνουν τις διαδρομές, τους δρόμους να (καθ)ορίζουν το χώρο.
Απόσπασμα από το εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου του Η. Καφάογλου, «Ελληνική αυτοκίνηση 1900 -1940: Ανθρωποι, δρόμοι, οχήματα, αγώνες» εκδ. ύψιλον/βιβλία, 2013
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου
38
Ιανουάριος 2015
Ta «γλυκύτατα» σουβενίρ!
Τρεις παιδικές φίλες βρίσκονται πίσω από την πιο γλυκιά ιδέα στον χώρο του σχεδιασμού αναμνηστικών -και όχι μόνοαντικειμένων. Η Ηδίστη - Greece with a twist είναι μια εταιρεία που μετρά λίγο παραπάνω από έναν χρόνο ζωής και έχει ήδη αφήσει το δικό της στίγμα. Η Μάριον Κουμπούρη, η Ολγα Παπαδοπούλου και η Αλεξάνδρα Χαριτάτου είχαν ήδη συναφείς ασχολίες όταν αποφάσισαν να δράσουν περισσότερο με την ιδιότητα του τουρίστα. Και οι τρεις αγαπούν τα ταξίδια και συνειδητοποίησαν ότι στον χώρο των αναμνηστικών αντικειμένων έλειπαν καλόγουστα σχέδια με φαντασία και σύγχρονη αισθητική. Ηδίστη σημαίνει «γλυκύτατη» και οι τρεις παιδικές φίλες από το νηπιαγωγείο πήραν την ιδέα για την ονομασία από ένα έκθεμα του Αρχαιολογικού Μουσείου. Μια επιτύμβια στήλη του 6ου πΧ. αιώνα έγινε η αφορμή για να ξεκινήσουν μια εταιρεία που κάνει και τις τρεις πολύ περήφανες. Το “with a twist” είναι αυτό άλλωστε που φανερώνει και το στιλ που θέλουν να υιοθετήσουν. Ολα τα βλέπουν με μια δόση ανατροπής.
Αν και το σουβενίρ είναι μια λέξη που δεν τους αρέσει ιδιαίτερα -προτιμούν τη λέξη αναμνηστικάη ιδέα τους για κούπες, πετσέτες, κονκάρδες, καθρεφτάκια και μπρελόκ με θέμα το παραδοσιακό ελληνικό μάτι εντυπωσιάζει συνεχώς όλο και περισσότερους Ελληνες και ξένους. Το γούρι με το οποίο έχουμε όλοι μεγαλώσει γίνεται πολύχρωμο, ροζ, γαλάζιο, λαχανί και πορτοκαλί και τοποθετείται πραγματικά όπου μπορεί κανείς να φανταστεί με σκοπό να μη... ματιάζεται αλλά και να είναι πάντα στιλάτος. Ολα τα σχέδια που δημιουργεί η Ηδίστη αντλούν έμπνευση από την Ελλάδα. Από μια εικόνα, μια έννοια, μια μυρωδιά. Ο πολιτισμός και οι ρίζες γίνονται πανέμορφα σχέδια και η παράδοση γίνεται πιο οικεία σε όσους έχουν βαρεθεί να βλέπουν σφηνοπότηρα και μαγνητάκια με εικόνες από λευκά ξωκλήσια και τσολιάδες. Για αυτούς τους πελάτες εξάλλου φροντίζουν να εξηγούν από πού προήλθε η ιδέα για κάθε αντικείμενο. Εκτός από τα αγαπημένα μάτια, η εταιρεία έχει μια σειρά με μνημεία, στην οποία δίνουν ποπ χρώματα στον Παρθενώνα και όχι μόνο, αντικείμενα με σχέδια από ελληνικές φορεσιές και δημιουργίες από τις ελληνικές ομορφιές.
Οι τρεις φίλες σημειώνουν στο site τους, idisti.gr: «Τρεις φίλες από τα σχολικά μας χρόνια, από διαφορετικές διαδρομές, μιαν ανοιξιάτικη μέρα του 2013, αυθόρμητα, ταυτόχρονα -θα ‘λεγε κανείς μαγικά- ονειρευτήκαμε την 'Ηδίστη'! Η 'Ηδίστη' γεννήθηκε από μιαν ανάγκη να δημιουργήσουμε αντικείμενα που να αναδεικνύουν την Ελλάδα που εμείς αγαπάμε, που αγαπάμε να ανακαλύπτουμε και να μοιραζόμαστε τόσο με τους φίλους μας, όσο και με τους επισκέπτες της χώρας μας, με κάθε άνθρωπο που αποζητάει το νέο στον απρόβλεπτο διάλογό του με το αισθητικό αποτύπωμα του παρελθόντος. Αντικείμενα που αναδεικνύουν την Ελλάδα, μέσα από την ιστορία, την παράδοση και τη φύση της, με μια διάθεση όμως περιπέτειας, ανατροπής, συνεχούς εξερεύνησης: με την επιθυμία να κοιτάξουμε το γνώριμο με μια φρέσκια ματιά, αλλά και να ανακαλύψουμε το άγνωστο, το κρυφό, το παραμελημένο ή ξεχασμένο που όμως είναι μέρος της ταυτότητάς μας. Η 'Ηδίστη' -που σημαίνει γλυκυτάτη- μεταμορφώνει την καθημερινότητά μας με χρώματα, λέξεις και εικόνες μέσα από την αισθητική και την μακραίωνη ιστορία που μας έχει διαμορφώσει. Ελάτε μαζί μας να ξαναδούμε την Ελλάδα, όχι ως τουριστικό προορισμό, όχι ως ένα απέραντο μουσείο αλλά σαν μιαν όμορφη, απρόβλεπτη και πάντα φρέσκια νεανίδα».
Κείμενο: Ανδρέας Γιαννόπουλος
39
Ιανουάριος 2015
Καινοτόμοι... σύντεκνοι
Τι διαφορετικό μπορεί να έχουν ένα πιάτο σαλιγκάρια, μερικά βουτήματα αμυγδάλου και μία κουταλιά μέλι; Εκτός από εξαιρετική ποιότητα και κορυφαία διατροφική αξία -στοιχεία για τα οποία φημίζεται η Κρήτη ούτως ή άλλως-, επιβάλλεται πλέον να περιβάλλονται από καινοτόμα συσκευασία και να συνοδεύονται με μια αφήγηση που
σου κάνει το «κλικ» ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους κωδικούς. Στον δρόμο αυτό βαδίζουν με ιδιαίτερη επιτυχία οκτώ προϊόντα του μεγαλύτερου νησιού της Ελλάδας, όπως οι μουρατολιές του κτήματος Βασιλάκη, τα λικέρ Dinapoja και το απάκι του κτήματος Βαβουράκη.
40
ΜΕΛΙ ΜΕΛΙΓ ΥΡΙΣ
ΜΟΥΡΑΤΟΛΙΕΣ ΚΤΗΜΑ ΒΑ ΣΙΛΑΚΗ
Ακολουθώντας τη μελισσοκομική παράδοση που δημιούργησαν το 1920, τα μέλη της οικογένειας Στεφανάκη ίδρυσαν το 2004 στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου τη μελισσοκομική μονάδα Μελίγυρις. Βασικό αντικείμενό τους είναι η τυποποίηση και η παραγωγή εξειδικευμένων ειδών μελιού από αγριοβότανα, κάτι που καταφέρνουν επιτυχώς εξάγοντας τα προϊόντα τους στις περισσότερες γωνιές του πλανήτη. «Η φιλοσοφία μας συνίσταται στην παραγωγή και τυποποίηση μελιού υψηλής διατροφικής αξίας που συλλέγεται με ιδιαίτερη φροντίδα και φθάνει στον τελικό καταναλωτή διατηρώντας αναλλοίωτα τα φυσικά χαρακτηριστικά και τις ευεργετικές ιδιότητές του», εξηγεί ο Γιάννης Στεφανάκης. Τον περασμένο Αύγουστο, μάλιστα, τα προϊόντα Μελίγυρις διακρίθηκαν και στον διεθνή διαγωνισμό Great Taste Awards 2014 στο Λονδίνο, στον οποίο πήραν μέρος συνολικά 10.000 προϊόντα.
Οι μουρατολιές είναι μία τοπική ποικιλία ελιάς που οι ίδιοι οι Κρητικοί χαρακτηρίζουν ως τη «βασίλισσα της επιτραπέζιας ελιάς». Από την αρχαιότητα έως σήμερα η μουρατολιά καλλιεργείται με τις ίδιες παραδοσιακές μεθόδους σε επιλεγμένο έδαφος και παράγεται σε περιορισμένες ποσότητες λόγω της χαμηλής απόδοσής της ανά δέντρο. Αποτελεί ένα από τα κορυφαία προϊόντα που παράγει το Κτήμα Βασιλάκη, το οποίο ίδρυσε το 2001 ο Μανώλης Βασιλάκης ακολουθώντας την οικογενειακή του παράδοση. Συγκεκριμένα, την αρχή είχε κάνει το 1865 ο προπάππους Μανώλης Βασιλάκης, ο οποίος δημιούργησε μία από τις πρώτες φάμπρικες παραγωγής ελαιόλαδου στο Μιραμπέλλο, στο Λασίθι της Κρήτης. Σήμερα η εταιρεία εξάγει τα προϊόντα της σε 18 χώρες, ενώ συνεργάζεται με 3.500 παραγωγούς της περιοχής.
ΣΑΛΙΓΚΑΡΙΑ ESCARGOT DE CRETE ΛΙΚΕΡ DINAPOJA Ο δρ. Χαράλαμπος Κιαγιάς δραστηριοποιείται εδώ και εννέα χρόνια στην εκτροφή σαλιγκαριών και σχεδόν τρία στην τυποποίησή τους, μέσω φυσικά της επιχείρησής του Escargot de Crete. Οπως τονίζει, «αρχές της εταιρείας είναι η ανάδειξη της ελληνικής γαστρονομίας μέσα από τη δημιουργία πρωτοποριακών, παγκοσμίως καινοτόμων και απόλυτα υγιεινών προϊόντων σαλιγκαριών». Ανάμεσα στα προϊόντα μπορεί να βρει κανείς φιλέτα
σαλιγκαριών με θυμάρι και λεμόνι, με σκόρδο και μαϊντανό, σκέτα σε ελαιόλαδο και τέλος τη διασημότερη κρητική συνταγή «χοχλιοί μπουμπουριστοί» με ξίδι και δενδρολίβανο. Μέσα στον χρόνο η Escargot de Crete θα αρχίσει να διακινεί στις αγορές και το νέο, παγκοσμίως καινοτόμο προϊόν της με στόχο να ανταγωνιστεί ευθέως τα φιλέτα σαλιγκαριών σε άλμη. Πρόκειται για φιλέτα σαλιγκαριών σε τσάι φασκόμηλο και θυμαρίσιο μέλι.
Το εργαστήριο Dinapoja ξεκίνησε από ένα χόμπι: φίλοι και γείτονες προσέφεραν τα φρούτα από τους κήπους τους. Γρήγορα λοιπόν γεννήθηκε η φιλοδοξία στην Καίτη Ντιναπόγια να παρασκευάσει προϊόντα τα οποία δεν υπήρχαν έως τότε στην αγορά. Ενα από αυτά είναι και τα εξαιρετικά λικέρ της με γεύσεις όπως ρόδι-τσίλι, φασκόμηλο, πορτοκάλι, ελιά, αρμπαρόριζα, μύρτο και μέλι. «Η παραγωγή των προϊόντων Dinapoja», υποστηρίζει, «βασίζεται στην ήπια εκμετάλλευση φυσικών βιολογικών υλικών και όχι στη χρήση αρωμάτων. Τα πάντα παρασκευάζονται με παραδοσιακό και χειροποίητο τρόπο, συνδυάζοντας παλιές παραδοσιακές συνταγές και συνταγές άλλων πολιτισμών με προσωπική δημιουργικότητα. Αριστες πρώτες ύλες και χειροποίητη παραγωγή εγγυώνται κορυφαία ποιότητα και μια ιδιαίτερη εμπειρία γεύσης».
41
ΜΠΙΣΚΟΤΑ ROYAL DELI
Ιανουάριος 2015
ΒΟΥΤΗΜΑΤΑ ΑΜΥΓΔΑΛΟΥ ΚΑΛΟΡΙΖΙΚΑ Η Αρτοποιία Νύκταρη είναι μια οικογενειακή επιχείρηση στην περιοχή του Ρεθύμνου που ειδικεύεται, μεταξύ άλλων, στην παραγωγή βουτημάτων. Ενα από αυτά είναι του αμυγδάλου, βασισμένο σε κρητική συνταγή από τα μεσαιωνικά χρόνια. Λέγονται «καλορίζικα», γιατί παραδοσιακά προσφέρονταν σαν κέρασμα στους γάμους ή στα γεννητούρια για καλή τύχη (καλό ριζικό).
H Royal Deli ιδρύθηκε το 2013 από τον Παντελή και τη Ράνια Βαϊρακτάρη από το Ηράκλειο της Κρήτης. Μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια εχουν καταφέρει τα Deli Cookies να είναι μια γλυκιά καθημερινή συνήθεια με περισσότερα από 150 σημεία πώλησης σε Ελλάδα και Ευρώπη. «Οταν ξεκινήσαμε», μας λέει ο Παντελής Βαϊρακτάρης, «θέλαμε να δημιουργήσουμε κάτι που να σου φτιάχνει την διάθεση. Αυτό ξεκινάει με τη συσκευασία και καταλήγει με τη γεύση από το κάθε cookie. Ολα μας τα μπισκότα είναι χωρίς συντηρητικά και διογκωτικά. Είναι με τις πρώτες ύλες που θα τα έφτιαχνε κανείς στο σπίτι του και έτσι έχουμε σκοπό να συνεχίσουμε». Αυτή τη στιγμή υπάρχουν οκτώ διαφορετικές γεύσεις: σοκολάτα με γέμιση πραλίνα, γέμιση κρέμας λεμονιού και blueberries, γέμιση αχλάδι και τζίντζερ, κομμάτια λευκής σοκολάτας και raspberries, γέμιση κρέμας ταχινιού, πραλίνα χωρίς ζάχαρη, μαστίχα και γέμιση μήλο και κανέλα.
ΔΙΚΤΑΜΟ CRETAN HERBS Ο Δημήτρης και ο Μανώλης Κάββαλος αποφάσισαν το 1998 να αναβιώσουν την επιχείρηση του πατέρα τους, που είχε ξεκινήσει στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και σταμάτησε μερικά χρόνια αργότερα. Σκοπός τους να συλλέγουν άγρια βότανα από τον Ψηλορείτη, αλλά και να τα καλλιεργούν στο ιδιόκτητο κτήμα τους σύμφωνα με τους κανόνες της βιολογικής γεωργίας. «Από τα πλέον σημαντικά είναι το δίκταμο, λόγω των θεραπευτικών του ιδιοτήτων», εξηγεί ο Μανώλης Κάββαλος και προσθέτει: «Είναι τονωτικό βότανο, ιδανικό για το πεπτικό σύστημα, επουλωτικό πληγών, αφροδισιακό, αλλά και χαλαρώτικο του νευρικού συστήματος. Λέγεται οτι οι αίγαγροι στην Κρήτη, πληγωμένοι από τα βέλη των κυνηγών, έτρωγαν δίκταμο και έτσι τα απέβαλαν από τα σώματά τους και γιάτρευαν τις πληγές τους».
Οι αδερφοί Νύκταρη φτιάχνουν τα «καλορίζικα» βουτήματα ακολουθώντας μια οικογενειακή συνταγή και χρησιμοποιώντας υλικά όπως ντόπιο σταρένιο αλεύρι, κρητικό ελαιόλαδο και αφράτα αμύγδαλα από την περιοχή του Μυλοποτάμου. Παράλληλα τα «καλορίζικα» δεν περιέχουν αυγά, βούτυρο ή άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα και είναι κατάλληλα για χορτοφαγία.
ΑΠΑΚΙ ΚΤΗΜΑ ΒΑΒΟΥΡΑΚΗ Ο Μιχάλης Βαβουράκης, ο οποίος εργάζεται ως μηχανολόγος-μηχανικός στο Ρέθυμνο, ξεκίνησε ερασιτεχνικά το κτήμα του το 1995. Χάρη στην αγάπη του για τη φύση και τα αγνά προϊόντα, αποφάσισε να προχωρήσει σε ίδρυση εταιρείας το 2002, ξεκινώντας την παραγωγή και τυποποίηση χοιρινού κρέατος και αλλαντικών, αποκλειστικά βιολογικής εκτροφής. Το απάκι που παρασκευάζει «προέρχεται από ζώα που μεγαλώνουν ελεύθερα και αναπαράγονται φυσικά στο κτήμα μας που βρίσκεται σε μια παρθένα, ορεινή περιοχή του νότιου Ρέθυμνου κι έχει έκταση σχεδόν 200 στρέμματα. Χαρακτηρίζεται από τη φινετσάτη γεύση του και την ισορροπία ανάμεσα στο ξίδι, τον καπνό και τα μπαχαρικά συνδυασμένα με ντόπια αρωματικά βότανα», καταλήγει.
21ος Αιώνας
Επιμέλεια: Χρήστος Τσαπακίδης
42
Selfie αφ' υψηλού Το Plexidrone είναι ένα από τα πιο επιτυχημένα πρότζεκτ του Indiegogo για το 2014. Εχοντας συγκεντρώσει περισσότερα από ένα εκατ. δολάρια στην καμπάνια της (ζητούσε μόλις 100 χιλιάδες), η εταιρεία DreamQii προετοιμάζεται να διαθέσει το τηλεκατευθυνόμενο στην αγορά μέσα στον Μάρτιο. Το Plexidrone υπόσχεται να φέρει επανάσταση στην αεροφωτογράφηση. Μπορεί να μεταφέρει μία GoPro (ή άλλες φωτογραφικές) και
να ελέγχεται με τη χρήση της συσκευής σου που έχει πλατφόρμα iOS ή Android. Η λειτουργία GPS Follow Me είναι ιδανική για τους φίλους των σπορ, καθώς επιτρέπει στο drone να σε ακολουθεί ενώ τρέχεις ή κάνεις σκι, απογειώνοντας την έννοια του selfie. Η εμβέλειά του φτάνει το ένα χιλιόμετρο και η αυτονομία του τα 15-35 λεπτά.
Lidhugger Πόσο αμήχανη είναι η στιγμή που η κοπέλα σου σού έχει περάσει ένα βάζο για να το ξεβιδώσεις και εσύ αποτυγχάνεις να αποδείξεις «ποιος είναι ο άντρας του σπιτιού» εκτελώντας αυτή τη στοιχειώδη -αλλά συμβολική- λειτουργία. Δεν χρειάζεται να ξαναμπείς σε αυτή τη διαδικασία. Το Automatic Jar Opener εφαρμόζει στο καπάκι του βάζου και το ξεβιδώνει απλά με το πάτημα ενός κουμπιού.
www.plexidrone.com http://amzn.to/1wzatiD
Ονειρέψου έξυπνα
Φακός και κίνηση
Χιονάμαξα
Οι Αμερικανοί παίρνουν πολύ σοβαρά την ασφάλειά τους. Ακόμη και εάν δεν έχουν στο σπίτι τους ένα όπλο, μπορεί να έχουν κάτι που μπορεί να προκαλέσει σωματική βλάβη - και δεν αναφέρομαι στα μαχαίρια κουζίνας. Ο φακός με τη βαρύγδουπη ονομασία Tactical Flashlight Self Defense Torch κάνει κάτι παραπάνω από το να ρίχνει φως στα σκοτεινά δωμάτια. Διαθέτει σε τέσσερις άκρες της κορώνας του φακού ισάριθμα καρφιά, επομένως μπορεί να λειτουργήσει ως όπλο αυτοάμυνας σε περίπτωση που φωτίζοντας το σαλόνι δεν βρεις μόνο τα έπιπλα και την τηλεόραση. Επίσης, διαθέτει κουμπί πανικού που άμα το πατήσεις ενεργοποιεί έναν εξαιρετικά ισχυρό συναγερμό που θα αποθαρρύνει τους περισσότερους από τους επιτιθέμενους που δεν έχουν πρόβλημα ακοής.
Ηρθε επιτέλους η εποχή να πάρεις το snowmobile σου και να οργώσεις τα χιονισμένα βουνά, αφήνοντας τον αλπικό αέρα να χαΐδεύει το πρόσωπό σου (όσο έχεις αφήσει εκτεθειμένο, αφού φοράς σκούφο, κουκούλα, γυαλιά ή/και μάσκα του σκι). Εάν οι φίλοι σου ή η οικογένειά σου δεν συμμερίζεται αυτόν τον ενθουσιασμό, καθότι καλοπερασάκηδες, μπορείς να τους δελεάσεις να κάνουν βόλτα μαζί σου με το Equinox Snowcoach. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα κλειστό τρέιλερ... πολυτελείας με δύο καθίσματα, ζώνες (γιατί η ασφάλεια είναι το παν), αμορτισέρ αέρος για την απορρόφηση των πιο ισχυρών κραδασμών, καθώς και πίσω φανάρια, προκειμένου να αποτραπεί μία πιθανή καραμπόλα στην πολυσύχναστη περιοχή του χιονοδρομικού κέντρου - και όχι μόνο. Η χιονάμαξα, η οποία είναι διαθέσιμη σε πέντε χρώματα- μπορεί να κινηθεί άνετα και αφότου λιώσουν τα χιόνια, χάρη σε ένα κιτ μετατροπής της σε ATV. Η τιμή της ανέρχεται σε 1.750 ευρώ.
Σύμφωνοι. Παίζει να είναι τελευταίο πράγμα που χρειάζεσαι σε αυτή τη ζωή. Οταν είσαι ξύπνιος, έρχεσαι πλέον σε συχνή επαφή με έξυπνες συσκευές. Γιατί θα πρέπει να κάνεις κάτι τέτοιο και στον ύπνο σου; Επειδή πρέπει να συμβαδίζεις με την εποχή σου, είναι η προφανής απάντηση! Το Luna είναι το πρώτο κάλυμμα στρώματος που μετατρέπει το κρεβάτι σου σε «έξυπνο». Οι λειτουργίες που προσφέρει είναι άφθονες. Ρυθμίζει τη θερμοκρασία βάζει των προτιμήσεών σου. Μπορεί να καθορίσει διαφορετικές θερμοκρασίες στις δύο πλευρές του κρεβατιού, προκειμένου να ικανοποιήσει και τη σύντροφό σου. Επιτηρεί την ποιότητα του ύπνου σου, μετρώντας τους καρδιακούς παλμούς και την αναπνοή σου, επειδή χρειάζεσαι κάποιον να σε κοιτά επίμονα ενώ κοιμάσαι - δεν είναι καθόλου τρομακτικό. Εντοπίζει ποια στιγμή είναι η κατάλληλη για να σε ξυπνήσει (μία λειτουργία που ελπίζω να μην πέσει στα χέρια χάκερ). Και ασφαλώς συνδέεται με τις φορητές σου συσκευές, για να ζεσταίνεις το κρεβάτι σου προτού φτάσεις στο σπίτι. Η τιμή του ξεκινά από τα 160 ευρώ.
http://bit.ly/1CuHlzM
http://bit.ly/1z6k84Q
http://amzn.to/1Cg4rf2
43
Ιανουάριος 2015
Κουτάλα-τέρας Ηρθε η ώρα να φέρεις το τέρας του Λοχ Νες στο σπίτι σου. Μην ανησυχείς, δεν χρειάζεται να κάνεις ολόκληρη ανακαίνιση για να χωρέσει. Το Nessie Ladle είναι μία κουτάλα που έχει το σχήμα του θρυλικού τέρατος και χρησιμοποιείται για ταπεινές δραστηριότητες, όπως το ανακάτεμα της σούπας και όχι για να τρομάζει τον κόσμο. Κοστίζει 14 ευρώ. http://bit.ly/1yHmGJp
Κοίτα τι έφτιαξε! Μπορεί να του πήρε οχτώ μήνες και 3.000 εξαρτήματα, όμως ο Φάμπιο Ντελφίνο έκανε μία δουλειά που μας πήρε τα μυαλά! Το έργο του, μία από τις ναυαρχίδες κλάσης Eclipse της Γαλαξιακής Αυτοκρατορίας του «Πολέμου των Αστρων», η οποία βασίζεται στο κόμικ “Star Wars: Dark Empire”. Είναι σε κλίμακα 1 προς 15.625, με τις διαστάσεις της να ανέρχονται σε 64x112x70 εκατοστά, ενώ το βάρος της φτάνει τα 4,5 κιλά. Επτά μέτρα λωρίδων LED χρησιμοποιήθηκαν για τον φωτισμό της, ενώ το Super Star Destroyer παράγει και ηχητικά εφέ, χάρη σε ένα ηχείο Bluetooth. Ο Φάμπιο μας τα παρουσιάζει όλα αυτά σε ένα βίντεο 4Κ, γιατί προφανώς ο τύπος δεν συμβιβάζεται με μετριότητες… http://bit.ly/1y98R0S
Ιδανικός συνοδηγός Είμαι σίγουρος ότι θα σκεφτείς αυτό που σκέφτομαι. Αυτό το gadget θα το χρειαστεί μία συγκεκριμένη κατηγορία οδηγών, καθώς υποτίθεται ότι βελτιώνει τις οδηγικές σου ικανότητες. Το Akolyt είναι μία συσκευή που προσαρμόζεται στο αυτοκίνητό σου. Από εκεί αποσπά διάφορα χρήσιμα δεδομένα και τα μετατρέπει σε πληροφορίες που απεικονίζονται στο smartphone σου χάρη σε ένα σχετικό application. Πιο συγκεκριμένα, σου προσφέρει συμβουλές για να οδηγείς πιο οικολογικά - η εξοικονόμηση καυσίμου μπορεί να φτάσει έως και το 30% μέσα σε λίγους μήνες. Επίσης, σε περίπτωση που το όχημά σου μείνει στον δρόμο, το Akolyt εκτελεί διαγνωστικό έλεγχο για να σε ενημερώσει για το τι φταίει. Παράλληλα, σου προσφέρει αναλυτικά στατιστικά για τις διαδρομές σου (κατανάλωση καυσίμου, αποστάσεις, ταχύτητα κτλ.) για να τα συγκρίνεις με άλλους χρήστες. Ακόμη, λειτουργεί ως προσωπικός βοηθός, καθώς σου υπενθυμίζει για παράδειγμα πότε χρειάζεται service το όχημά σου. Τέλος, σε περίπτωση ατυχήματος, το Akolyt καλεί αυτόματα την άμεση βοήθεια για να κερδηθεί πολύτιμος χρόνος.
Μεγάλος στο μάτι Μία από τις λίγες σωστές εμπνεύσεις που είχε ο Michael Bay όταν αποφάσισε να γυρίσει τις ταινίες “Transformers” ήταν να κάνει ριζικό λίφτινγκ στον αρχηγό των Decepticons. Με βάση αυτό το design η 3A Toys διαθέτει προς προπαραγγελία μία θηριώδη μινιατούρα ύψους μισού περίπου μέτρου του Megatron. Το ρομπότ φαίνεται τελείως badass, με το χαρακτηριστικά τσατισμένο ύφος στο πρόσωπο και με κόκκινα LED στα μάτια του που προσθέτουν έξτρα μοχθηρότητα. Εχει περάσει από βάψιμο με ειδική επεξεργασία που αναδεικνύει μία αίσθηση παλαιότητας, καθώς -όπως και να το κάνουμε-, ο ηγέτης των Decepticons έχει εμπλακεί σε αναρίθμητες μάχες (τρώγοντας συνέχεια τα μούτρα του). Εξίσου εντυπωσιακό είναι ότι το transformer διαθέτει 70 αρθρώσεις, ενώ συνοδεύεται επιπλέον από μία θαυμάσια δίκαννη καραμπίνα, μεταλλικές αλυσίδες που είναι δεμένες στο στήθος του, καθώς και έναν φθαρμένο μανδύα, για να τον σκεπάζεις όταν θέλεις να τον κρύψεις από τα εχθρικά βλέμματα.
Cool shades Τα γυαλιά ηλίου χωρίς βραχίονες που εφάρμοζαν πάνω στα γυαλιά όρασης χάρη σε ένα κλικ ήταν μία από τις πρώτες προσπάθειες εξοικονόμησης χώρου. Η αλήθεια είναι ότι το αποτέλεσμα δεν ήταν ιδιαίτερα καλαίσθητο (τουλάχιστον έτσι μου έλεγαν όταν τα φορούσα). Δύο νέοι σχεδιαστές προσπαθούν να εξελίξουν τα γυαλιά ηλίου, δημιουργώντας το BAENDIT, μία σειρά γυαλιών που οι βραχίονες και ο υπόλοιπος σκελετός διπλώνουν για να τα μαζεύεις όπως σε εξυπηρετεί και να γλιτώνεις χώρο, αλλά όχι χωρίς να υπονομεύεις το στιλ σου. Επίσης, εάν έχεις διαφορετικά ζευγάρια, μπορείς να αλλάξεις μεταξύ τους βραχίονες ή άλλα κομμάτια του σκελετού, για να έχεις ένα πολύχρωμο αποτέλεσμα και να μην τα βαριέσαι ποτέ. http://bit.ly/1BYl5Ms
http://bit.ly/15KU4lv www.bambalandstore.com
44
Κείμενο: Χάρης Σαββίδης / Φωτογραφίες: Ιωάννα Καπετανάκη, Χάρης Σαββίδης
45
Ιανουάριος 2015
Από τη Μεσσηνία με αγάπη
Τέσσερα εισοδήματα τον χρόνο ήταν αυτά που ζούσαν τη μεσσηνιακή οικογένεια για πολλά-πολλά χρόνια: από τη σταφίδα, τα σύκα, το λάδι και την ελιά και το μετάξι. Κάθε οικογένεια εργαζόταν όλη τη χρονιά όσο χρειαζόταν προκειμένου να εξασφαλίσει αυτό το εποχιακό αλλά και κυλιόμενο εισόδημα. Τα απομεινάρια αυτής της ολιστικής ζωής του άλλοτε συναντάμε σήμερα παντού, περισσότερο ως σκόρπια σημάδια. Παλιά κορωναίικα πιθάρια για το λάδι, καλαμωτές για το άπλωμα των σύκων το φθινόπωρο και την εκτροφή των μεταξοσκωλήκων την άνοιξη, παλιά ερειπωμένα σταφιδεργοστάσια και σταφιδαποθήκες παντού, το τεράστιο λιμάνι της Καλαμάτας για το εξωτερικό εμπόριο και βέβαια παντού οι ελαιώνες, που σήμερα αποτελούν μία από τις βασικές πηγές εισοδήματος που έχουν απομείνει.
Ολη τη διάρκεια του χειμώνα, όπου κι αν είσαι στη Μεσσηνία, η ελιά και το λάδι είναι πάντα μπροστά σου. Τα βλέπεις, αλλά και τα μυρίζεις. Και αυτό όχι τόσο για την πρώτη επεξεργασία και την παραγωγή του πολύτιμου παρθένου ελαιόλαδου, όσο για την επεξεργασία των αποβλήτων της, η οποία διαρκεί τουλάχιστον μέχρι τον Απρίλιο. Με πολύ κόπο, τα υπολείμματα αυτά μετατρέπονται σε χρήσιμα, πολύτιμα προϊόντα. Η επεξεργασία αυτή παρακολουθεί την παραγωγή του λαδιού και τους δύσκολους μήνες (από τον Νοέμβριο μέχρι τον Φεβρουάριο) οι βιομηχανίες επεξεργασίας δουλεύουν 24 ώρες το 24ωρο. Τι κάνουν; Παραλαμβάνουν την ψίχα με το κουκούτσι, αυτό δηλαδή το υπόλειμμα που έμεινε μετά την εξαγωγή με φυσικό τρόπο (φυγοκέντρηση) του πρώτου λαδιού, ένα χυλό δηλαδή που περιέχει νερό, οργανική μάζα, ξύλο (κουκούτσι) και λίγο λάδι. Από αυτή τη μάζα θα βγάλουν το νερό, και
από το υπόλοιπο θα παράξουν λάδι, πυρηνέλαιο, πυρηνόξυλο, πέλετ, κάρβουνο και ενισχυτικό βιολογικό υλικό, που αναμεμειγμένο με χώμα θα γίνει λίπασμα για καλλιέργειες. Παλαιότερα παρήγαγαν και σαπούνι, σήμερα όμως αυτό έχει εκλείψει. Με όλα αυτά στο μυαλό και έχοντας τη διάθεση να σας αποκαλύψουμε την πλαστική διάσταση αυτού του κοχλία του Αρχιμήδη που γυρίζει για αιώνες, βρεθήκαμε σε ένα τέτοιο εργοστάσιο, τη Μεσσηνιακή ΑΒΕΕ στον κάμπο της Μεσσήνης και από εκεί σας μεταδίδουμε εικόνες και συναισθήματα.
46
Ονειρο μέσα Ορφανός από δύο ετών, με ταραγμένη παιδική ηλικία, ο Πόε δεν ευτύχησε στον σύντομο βίο του. Η προσωπική του ζωή σημαδεύτηκε από τραγωδίες. Υπήρξε ο πρώτος μεγάλος λυρικός ποιητής της Αμερικής, είναι ο εισηγητής του ντετέκτιβ ως πρωταγωνιστή αστυνομικής ιστορίας, πρόκειται για τον πρωτοπόρο της επιστημονικής φαντασίας και μετρ του μακάβριου — κι ωστόσο, εν ζωή, δεν πήρε παρά μόνο περιστασιακές χαρές ως συγγραφέας, δεν απόλαυσε την αναγνώριση που θα του άξιζε. Αν και έζησε μόλις σαράντα χρόνια (18091849), ο Πόε έγινε ο πρώτος αμερικανός συγγραφέας που γενικότερα άσκησε διεθνώς επιρροή, ενώ ειδικότερα επηρέασε τους ρομαντικούς, τους συμβολιστές και τους υπερρεαλιστές συγγραφείς· για τους δε σπουδαίους καταραμένους Γάλλους (Ρεμπώ, Μπωντλέρ, Μαλαρμέ και Βερλέν) ήταν η βασική αναφορά τους. Παρ’ όλα αυτά, n ζωή του και το έργο του κατασυκοφαντήθηκαν από τον επιμελητή των έργων του μετά το θάνατό του (και ορκισμένο εχθρό του) Ρούφους Γουίλμοτ Γκρίσγουολντ. Ο Πόε επί πολλά χρόνια δεν αναγνωριζόταν ως μεγάλος συγγραφέας, αλλά «το μυθιστόρημα της ζωής του», της κατασκευασμένης εικόνας για τη ζωή του ως ανθρώπου πλάνητα, διεφθαρμένου, αλκοολικού και τοξικομανούς τζογαδόρου επισκίαζε το έργο του — για την ακρίβεια ήταν λες και επρόκειτο για έναν από τους μυστηριώδεις ήρωές του κι όχι για τον συγγραφέα τους. Για τον Πόε, μάλλον ισχύει ότι ως συγγραφέας (ίσως και ως αντισυμβατικός άνθρωπος) υπερέβη τον ορίζοντα προσδοκιών της εποχής του. Εγραψε ρομαντικά ποιήματα του έρωτα και του θανάτου, όπως «Το κοράκι», «Ανναμπελ Λη», «Οι Καμπάνες», «Ενα όνειρο μέσα σε όνειρο» και πολλά άλλα. Εγραψε, επίσης, ιστορίες τρόμου, όπως «Η μάσκα του κόκκινου θανάτου», «Ο μαύρος γάτος» και «Το βαρέλι του Αμοντιλάδο». Με τις ιστορίες «Οι φόνοι της οδού Μοργκ», «Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ» και «Το κλεμμένο γράμμα», ο Πόε έγινε ο πατέρας της σύγχρονης αστυνομικής λογοτεχνίας. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό· έγραψε επίσης επιστημονική φαντασία: η «Κατάβαση σε ένα Μαέλστρομ», λχ., είναι μία από τις ιστορίες του Πόε που διεύρυναν τη δημιουργικότητα του είδους. Εκτός από πεζογράφος και ποιητής, ο Πόε ήταν και κριτικός της λογοτεχνίας, ιδιότητα με την οποία τσουρούφλισε τους συντρόφους του συγγραφείς, λόγω των φαρμακερών κριτικών για το έργο τους. Ατρόμητος, χλεύαζε τα έργα άλλων συγγραφέων. Σαφέστατα, ο Πόε ήταν ένας άνθρωπος της Αναγέννησης- εξερευνητής του γραπτού λόγου.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο dimartblog.com στις 19 Ιανουαρίου, ημερομηνία γέννησης του Εντγκαρ Αλαν Πόε
Λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του, ο ανταγωνιστής του στη λογοτεχνία, ο Ρούφους Γκρίσγουολντ δημοσίευεσε μια συκοφαντική νεκρολογία για τον συγγραφέα επιχειρώντας να τον εκδικηθεί για τις προσβλητικές κριτικές του Πόε για το έργο του. Επειτα, έφερε στο φως απο-
Κείμενο: Ελένη Κεχαγιόγλου
47
Ιανουάριος 2015
σε όνειρο μνημονεύματα του συγγραφέα προκειμένου να τον παρουσιάσει ως άνθρωπο μεθύστακα, ανήθικο γυναικά, έναν παράφρονα τοξικομανή δίχως φίλους. Οι ανοίκειες αυτές επιθέσεις επιθέσεις του Γκρίσγουολντ ως στόχο τους είχαν να παρακινήσουν το κοινό να απορρίψει τον Πόε και τα έργα του, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο: οι πωλήσεις των βιβλίων του Πόε εκτινάχθηκαν. Ετσι, ο Γκρίσγουολντ δημιούργησε τον «θρύλο Πόε» που επιβιώνει έως σήμερα, ενώ ο ίδιος (αν δεν είναι πλέον εντελώς άγνωστος καθόλου) αναφέρεται απλώς ως ο πρώτος βιογράφος του Πόε, καθώς συνόδευσε την έκδοση των έργων του Πόε με σύντομο βιογραφικό σημείωμα. Από το 1949, κάποιος ανώνυμος επισκέπτης επισκέπτεται κάθε χρόνο τον τάφο του στα γενέθλιά του, στις 19 Ιανουαρίου, αφήνοντας τρία κόκκινα τριαντάφυλλα και ένα μπουκάλι κονιάκ στη μνήμη του. Οσο κι αν μετά τον θάνατό του, κακός του άγγελος έγινε ο Ρούφους Γκρίσγουολντ, παρουσιάζοντας μάλιστα επιστολές του συγγραφέα οι οποίες, ύστερα από πολλά χρόνια, αποδείχτηκαν πλαστές, από τους κλασικούς σήμερα αγγλόφωνους συγγραφείς, μόνο ο Οσκαρ Γουάιλντ και ο Σουίνμπερν υποκλίθηκαν στο ταλέντο του Πόε· ο Μαρκ Τουέιν, ο Εζρα Πάουντ και ο Τ. Σ. Ελιοτ αμφισβήτησαν την αξία του. Από το έργο του βέβαια επηρεάστηκε ο Ουώλτ Ουίτμαν, ο Χέρμαν Μέλβιλ, ο Γουίλιαμ Φώκνερ και ο Χ. Φ. Λάβκραφτ. Γεγονός είναι ότι ο Πόε, παρότι πλέον χαίρει ασφαλώς αναγνωρισιμότητας στην πατρίδα του την Αμερική, είναι μάλλον πιο δημοφιλής στην Ευρώπη, όπως εξάλλου και στην Ελλάδα, όπου έχει μεταφραστεί επανειλημμένως - μεταξύ των μεταφραστών του, συγκαταλέγεται και ο Κοσμάς Πολίτης. Ο δε Σεφέρης, συνομιλώντας με το «Κοράκι», έγραψε το δικό του "Raven". Η διαστροφή είναι ένα από τα αρχέγονα ορμέμφυτα της ανθρώπινης καρδιάς – μια από τις πιο αδιαίρετες πρωταρχικές δυνάμεις, ή συναισθήσεις, που δίνουν μια κατεύθυνση στο χαρακτήρα του ανθρώπου. Ποιος δεν έπιασε τον εαυτό του, εκατό φορές, να ‘χει κάνει μια ποταπή ή ανόητη πράξη, για το μόνο λόγο πως ήξερε πως δεν έπρεπε να την κάνει; Μήπως δεν έχομε μια αιώνια τάση, όσο κι αν είμαστε άνθρωποι με κρίση, να παραβαίνομε το Νόμο, μόνο και μόνο γιατί είναι ο νόμος; «Ο μαύρος γάτος», μτφ: Κοσμάς Πολίτης
Oι κυριότεροι σταθμοί ζωής του 19/1/1809: Γεννήθηκε στη Βοστώνη, από γονείς θεατρίνους. 1811-1815: Αφότου έμεινε ορφανός και από μάνα και από πατέρα, έμεινε για δύο χρόνια στο Ρίτσμοντ, με την εύπορη οικογένεια Αλαν. 1815-1820: Εζησε στο εξωτερικό, στη Σκωτία και στην Αγγλία, με την οικογένεια Αλαν. 1820: Επέστρεψε στο Ρίτσμοντ. 1826: Αρχισε να φοιτά στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια. Αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του, διότι ο πατριός του Τζον Αλαν δεν κάλυπτε τα έξοδά του. Στο τέλος της χρονιάς ήταν τόσο φτωχός, που έκαιγε τα έπιπλά του για να ζεσταθεί. 1827: Εγκατέλειψε το σπίτι των Αλαν και κατατάχθηκε στον στρατό στη Βοστώνη. Δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο, την ποιητική συλλογή «Ταμερλάνος και άλλα ποιήματα». 1829: Εκδόθηκε το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του "Al Aaraaf". 1830-1831: Παρακολούθησε το πρόγραμμα της Στρατιωτικής Ακαδημίας των ΗΠΑ West Point, στη Νέα Υόρκη. Προκάλεσε την οριστική αποβολή του, σκοπίμως καθώς ήταν αμελής προς τα καθήκοντά του, ως αντίδραση στη συμπεριφορά του πατριού του. 1832: Εμεινε στη Βαλτιμόρη, μαζί με τη θεία του Μαρία Κλεμ και την πρώτη ξαδέρφη του Βιρτζίνια Κλεμ. Για να επιβιώσει, ξεκίνησε να γράφει πεζά κείμενα και να τα υποβάλλει σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. 1833: Βραβεύτηκε για το διήγημά του «Μήνυμα στο μπουκάλι», αποκτώντας μια κάποια αναγνώριση σε έναν, έστω περιορισμένο, λογοτεχνικό κύκλο. 1835-1837: Επιστρέφει στο Ρίτσμοντ, όπου από τον Δεκέμβριο του 1835 άρχισε να εργάζεται ως συντάκτης στην εφημερίδα "Southern Literary Messenger"· έπειτα φέρνει εκεί και τη θεία του και την ξαδέρφη του Βιρτζίνια με την οποία παντρεύονται το 1836, όταν η Βιρτζίνια δεν ήταν ακόμη 14 ετών. Η οικογένεια ήταν ευτυχής. 1837: Μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, τη χρονιά της οικονομικής κρίσης που είναι γνωστή ως «Πανικός του 1837». Δυσκολεύεται να βρει δουλειά, αλλά γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα. 1838: Εκδίδεται το μυθιστόρημά του «Η αφήγηση του Αρθουρ Γκόρντον Πυμ» και μετακομίζει στη Φιλαδέλφεια, όπου ζει για έξι χρόνια και εργάζεται ως βοηθός συντάκτη στο περιοδικό "Burton’s Gentleman’s Magazine". Υστερα από περίπου ένα χρόνο παραιτήθηκε και άρχισε να εργάζεται στο "Graham’s Magazine".
1840: Εκδίδεται η δίτομη συλλογή έργων του "Tales of the Grotesque and Arabesque" («Ιστορίες του γκροτέσκου και του αραβουργήματος»), η οποία αν και είχε εμπορική επιτυχία κατέκτησε την κριτική και θεωρείται σήμερα ορόσημο στην ιστορία της αμερικανικής λογοτεχνίας. 1842: Παρά τη φτώχεια, ο Πόε βρίσκει παρηγοριά στην οικογένειά του. Στην αρχή του χρόνου, όμως, εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια που δείχνουν ότι η Βιρτζίνια πάσχει από φυματίωση, την αρρώστια που έχει οδηγήσει στον θάνατο τη μητέρα, τον αδερφό και τη θετή μητέρα του. Ο Πόε καταρρακώνεται. 1844: Επιστρέφει στη Νέα Υόρκη με τη σύζυγό του και την πεθερά του, σε αναζήτηση καλύτερης ζωής. Εργάζεται για λίγο στην εφημερίδα "Evening Mirror" και ως συντάκτης στο "Broadway Journal". 29 Ιανουαρίου 1845: Εκδίδεται το περίφημο «Κοράκι», το έργο που του χάρισε μεγάλη αναγνώριση και τον βοήθησε να αυξήσει το ισχνό του εισόδημα δίνοντας διαλέξεις. Το «Κοράκι» ανατυπώθηκε σε αρκετές εφημερίδες και περιοδικά, ωστόσο ο Πόε δεν ωφελήθηκε οικονομικά από αυτό, καθώς δεν υπήρχε νομικό πλαίσιο για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων. Μετακομίζει στο Fordham (τώρα, Bronx) με τη σύζυγο και την πεθερά του, με την πεποίθηση ότι ο αέρας της εξοχής θα βελτιώσει την υγεία της φυματικής συζύγου του. 1847: Πεθαίνει η γυναίκα του Βιρτζίνια, στα 24 της χρόνια. Την ίδια χρονιά,ο Πόε αρραβωνιάζεται την ποιήτρια Σάρα Ελεν Γουίτμαν, αλλά η σχέση τους διαρκεί έναν μόλις μήνα. 1849: Επιστρέφει στο Ρίτσμοντ. Αρραβωνιάζεται τη Σάρα Ελμίρα Ρόιστερ και ως ημερομηνία του γάμου τους ορίζουν τη 17η Οκτωβρίου του 1849. 7/10/1849: Πέθανε σε νοσοκομείο της Βαλτιμόρης, όπου βρισκόταν για ταξίδι. Τέσσερις ημέρες νωρίτερα, ο πλέον αλκοολικός και οπιομανής συγγραφέας, είχε βρεθεί σε άσχημη κατάσταση να παραληρεί. Μυστήριο καλύπτει τον θάνατό του μέχρι σήμερα. Το Μουσείο Πόε παρουσιάζει περίπου είκοσι διαφορετικές ερμηνείες ως προς την αιτία και τις συνθήκες του θανάτου του, καμιά από τις οποίες δεν έχει επιβεβαιωθεί οριστικά. Σύμφωνα με επιστολή του ιατρού John J. Moran που εξέτασε τον Πόε στο νοσοκομείο, προς τη θεία του Μαρία Κλεμ, οι τελευταίες του λέξεις ήταν "Lord help my poor soul" («Κύριε βοήθησε τη φτωχή ψυχή μου»). Τάφηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, πλάι στη γυναίκα του στη Βαλτιμόρη.
48
Κείμενo: Νατάσα Μαστοράκου / Φωτογραφία: Μάριος Κουρουνιώτης
49
Ιανουάριος 2015
Μπάσταρδος γιος επί σκηνής Οταν πας να δεις την καινούργια μουσική παράσταση του Φοίβου Δεληβοριά, ξέρεις από πριν ότι δεν πρόκειται να δεις κάτι συνηθισμένο. Και αυτό όχι γιατί θα βγει στη σκηνή από τον ουρανό δεμένος με σχοινιά ή θα έχει μπαλέτο, αλλά γιατί κάθε φορά κάνει μια καινούργια μουσική πρόταση. Ετσι φέτος για τον «Μπάσταρδο γιο» που παρουσιάζεται στο Passport χρειάστηκαν μόνο μερικά σημαιάκια και πολύχρωμα χάρτινα φωτιστικά. Και φυσικά ο Φοίβος επί σκηνής με τους τέσσερις φίλους του που έχουν επιμεληθεί μια παράσταση που δεν μπορεί να αφήσει κανένα αδιάφορο. «Κάναμε μια παράσταση που δεν θυμίζει ούτε την περσινή, ούτε την προπέρσινη» λέει ο ίδιος και συμφωνώ απόλυτα. Στο πρόγραμμα έχουν χωρέσει με μαεστρία καινούργια τραγούδια, όπως ο «Μπάσταρδος γιος» και το «Ερημιά στην Καλλιθέα», κομμάτια που ο Φοίβος δεν λέει ποτέ, όπως ο «Πιστός» και ο «Διπλοπαντρεμένος», καθώς και στιγμές από τον «Αόρατο άνθρωπο». Ολα αυτά στο πρώτο πρόγραμμα, γιατί από το δεύτερο δεν λείπουν τα αγαπημένα μας «Εκείνη», «Υβρεοπομπή», «Θέλω να σε ξεπεράσω», αλλά και ο «Πουφ» του Μιχάλη Ρακιντζή. Ρωτάω τον Φοίβο πως δομεί κάθε φορά το πρόγραμμα του live και μου αποκαλύπτει ότι και εκείνος -όπως οι περισσότεροι μουσικοί- βαριέται να λέει στις πρόβες για χιλιοστή φορά τα τραγούδια που είναι «σουξέ» και τον έχουν σημαδέψει. Ωστόσο φροντίζει -και ευτυχώς το κάνει με επιτυχία- να τα ξαναφτιάχνει από την αρχή, μαζί με την ομάδα που έχει επιλέξει κάθε φορά. «Δημιουργούνται από την αρχή με τελείως άλλη οπτική και όταν ο θίασος των ανθρώπων που έρχεται μαζί σου προκειμένου να το στήσετε όλο αυτό έχει την ίδια διάθεση με εσένα, τότε όλα γίνονται σωστά», λέει ο ίδιος. Από το 2008 ο τραγουδοποιός αλλάζει κάθε φορά τα δεδομένα και είναι χαρούμενος που του συμβαίνει αυτό. «Δεν είναι πάντα αυτονόητο ούτε για μένα όταν ξεκινάω πρόβες να λέω θα τα αλλάξω όλα και να βγαίνει κιόλας», παρατηρεί και
από το χαμόγελο του διαπιστώνω ότι έχει αφήσει πίσω το ντροπαλό παιδί που προτιμούσε την ησυχία του δωματίου του για να δημιουργεί. Μένοντας λίγο ακόμα στα τραγούδια του παρελθόντος, αναρωτιέμαι πως θα ήταν σήμερα η γυναίκα του Πατώκου, μια και ο φίλος του Φοίβου με το αντίστοιχο όνομα ήταν στο κοινό την ημέρα που παρακολούθησα το πρόγραμμα. «Ο λόγος που αλλάζω τα τραγούδια συνέχεια, είναι γιατί θέλω να τα ξαναβρώ μέσα στο σώμα μου. Στο τραγούδι 'Η γυναίκα του Πατώκου' στόχος μου είναι να βρω τον τρόπο που να με ξαναγοητεύσει σήμερα η ίδια. Το πρόσωπο παραμένει ίδιο, το θέμα είναι εγώ να το ανακαλύψω μέσα μου ξανά και όχι νοσταλγικά. Δεν θέλω να τραγουδάω ένα τραγούδι για την πάλαι ποτέ κοπελίτσα. Θέλω να το ζω τώρα που είμαι 42 και να την ποθώ ακόμα». Και με ποιο τρόπο γίνεται αυτό; «Μόνο με τον ήχο, με την πρόβα. Η μουσική είναι το σώμα κάθε τραγουδιού, τα λόγια είναι το πνεύμα του». Αυτό άραγε συμβαίνει με όλα τα τραγούδια; Πού θα τριγυρνούσε ας πούμε σήμερα ο Βαγγέλης, ο σκύλος από το Κολωνάκι; «Η περιοχή αντιπροσωπεύει διαφορετικά πράγματα σήμερα και για αυτό μουσικά αγριεύει με τα χρόνια το τραγούδι», απαντάει ο Φοίβος και καλύπτει απόλυτα τις απορίες μου. Για να φτάσει όμως το πρόγραμμα στην κορύφωση του και να απογειωθούμε με τον Βαγγέλη ή το «Και του χρόνου» έχει προηγηθεί ένα πολύ καλά δουλεμένο πρώτο πρόγραμμα με κύριες στιγμές τα καινούργια τραγούδια. Με διαφορετικά είδη μουσικής να γίνονται ένα κάτω από το αστείρευτο ταλέντο του Φοίβου. «Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, μετά τον 'Αόρατο άνθρωπο' κάτι με τράβαγε να βρω τις ρίζες μου. Τι σημαίνει δηλαδή παράδοση για έναν άνθρωπο σαν εμένα ή σαν τους ανθρώπους της γενιάς μου. Οπως σε έναν άνθρωπο της παράδοσης των χωριών ή των μικρών πόλεων υπήρχε η τοπική μουσική, υπήρχαν τα πράγματα που θα τον συνέδεαν με τους δίπλα του και ή θα αντιδρούσε σε αυτά ή θα υπέκυπτε, έτσι έχουμε και εμείς τα δικά μας σημάδια. Αλλα γελοία, άλλα πολύ σοβαρά, αλλά είχαμε διάφορα όπλα μέσα από τα οποία συναντηθήκαμε όλοι μαζί. Ποιήματα,
παιχνίδια, ιστορίες, εκπομπές. Το κιτς, την απολιτίκ ευαισθησία, την όψιμη πολιτική ευαισθησία. Ολα αυτά τα συναντήσαμε στην πορεία μας και αποτελούν τα δικά μας όπλα. Ισχυρά ή ανίσχυρα». Αυτά τα όπλα μπαίνουν μπροστά στον «Μπάσταρδο γιο» για να ενωθούμε και πάλι. Κάτι από τα σημαιάκια και τις δικές μας αναφορές. Και αυτές ακριβώς τις αναφορές θέλει ο Φοίβος να εξυμνήσει στον δίσκο που ετοιμάζει και πρόκειται να κυκλοφορήσει το φθινόπωρο. Τη δική του «Καλλιθέα», το προάστιο στο οποίο μεγάλωσε, το κοιτάει μέσα από αυτόν τον δίσκο από ψηλά. Αλλοτε βλέπει τη θέα των πίσω χρόνων και άλλοτε των μπροστά. Χωρίς η διαφορά τους να είναι και πολύ μεγάλη, σύμφωνα με τον ίδιο. «Τα τραγούδια αυτά κοιτάνε μπρος και πίσω συνέχεια. Κοιτάνε τους μύθους που αναφέρω στον 'Μπάσταρδο γιο', ή το προάστιο που βουλιάζει». Ο δίσκος βρίσκεται πια στην τελική ευθεία και μου κάνει εντύπωση ότι υπάρχουν κομμάτια που ο ίδιος εξελίσσει μουσικά πριν καταλήξουν στη μορφή που έχουν στον δίσκο. «Στεναχωριέμαι που το έχω αυτό» παρατηρεί ο ίδιος και με ξαφνιάζει. «Είναι και αυτό ένα είδος φόβου. Πολλές φορές ζηλεύω τους παλιούς μουσικούς που έμπαιναν στο στούντιο και έγραφαν αμέσως. Εμένα το μυαλό μου είναι δεσμευμένο στο να αποτελεί ο δίσκος μια ενότητα και μια ακτινογραφία των πραγμάτων τα οποία έζησα σε κάθε φάση. Αυτό από τη μια με έχει προστατέψει με πολλούς τρόπους γιατί κρατάει τα τραγούδια μου ζωντανά, αλλά από την άλλη είμαι σίγουρος ότι αν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί οι εγκεφαλικοί περιορισμοί θα ευχαριστιόμουν πιο πολύ τη μουσική». Είναι πάντα δυσάρεστο όταν τελειώνει μια συζήτηση με το Φοίβο. Φυσικά μιλήσαμε και για πολιτική, για την αισιοδοξία που νιώθει και μόνο επειδή περισσότεροι πολίτες διεκδικούν πια αυτό που θέλουν και έχουν ποιότητα τα αιτήματά τους. Μιλάμε για τη νέα κυβέρνηση, για τους υπουργούς, αλλά και κυρίως μιλάμε -και συμφωνούμε σε αυτό- για την ευθύνη που έχει ο καθένας μας απέναντι στις ελπίδες του και τις απαιτήσεις του.
50
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφία: Μάριος Κουρουνιώτης
51
Ιανουάριος 2015
Βήμα ενηλικίωσης «Για μένα ο Μπέρνχαρντ είναι ο σπουδαιότερος συγγραφέας της εποχής μας», μου λέει ο Γιάννος Περλέγκας, που κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με ένα έργο του κορυφαίου αυτού Αυστριακού δραματουργού. «Ιμμάνουελ Καντ». Από τις 4 Φεβρουαρίου στο Θέατρο Τέχνης στη Φρυνίχου. «Χρειαζόμουν μια αλλαγή, γιατί ένιωθα ότι χρησιμοποιώ συνέχεια τα ίδια και τα ίδια εργαλεία. Αυτό γινόταν μοιραία, γιατί σε πολλές παραστάσεις έχω κακοπάθει είτε από τη θολούρα της σκηνοθεσίας, είτε από την υπερσκηνοθεσία, είτε από τη σκέτη αφηγηματικότητα, που είναι τόσο διαδεδομένη πια στο ελληνικό θέατρο. Γι’ αυτό θέλησα να σκηνοθετήσω κάτι. Δεν είναι πρώτιστη φιλοδοξία μου να γίνω σκηνοθέτης», μου απαντά όταν αναρωτιέμαι γιατί επέλεξε να σκηνοθετήσει την παράσταση. Η αγάπη του προς τον Μπέρνχαρντ δικαιολογεί απόλυτα την απόφασή του να κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με ένα έργο του. «Η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με το έργο του συμπίπτει και με την πρώτη φορά που είδα παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή. Ημουν 1011 χρονών και είδα το 'Ρίττερ, Ντένε, Φος'. Δεν μπορούσα να καταλάβω και πολλά πράγματα, αλλά επειδή έβλεπα πολύ θέατρο από μικρός λόγω των γονιών μου η παράσταση αυτή με είχε καθηλώσει. Ακόμα θυμάμαι τον Λευτέρη πώς κατάπινε κάτι λουκουμάδες ερμηνεύοντας αυτούς τους μεγάλους μονολόγους του Μπέρνχαρντ», μου εξομολογείται. Στα εφηβικά του χρόνια αρχίζει να διαβάζει κάποια από τα πεζά του έργα. Εκεί, γύρω στα 20, σταματά. «Ο Μπέρνχαρντ είναι τοξικός συγγραφέας. Αν τον πάρεις κυριολεκτικά μπορείς να μαυρίσεις επικίνδυνα. Κι εγώ είχα μαυρίσει», μου εκμυστηρεύεται. «Το έργο του Μπέρνχαρντ είναι ένα βιβλίο με άπειρες παραλλαγές. Αυτό αποτυπώνεται όχι μόνο στη θεματογραφία, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο γράφει. Είναι ένας υπέροχος στυλίστας της γραφής και από τους πολύ λίγους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας που είναι αναγνωρίσιμος από τις πρώτες γραμμές του. Η γραφή του είναι μία κατά βάση μονολογική, ασθματική γραφή, που έχει να κάνει με τη δική του δυσκολία ομιλίας λόγω του ότι ήταν πνευμονοπαθής από νεαρή ηλικία». Η επιστροφή στο έργο του Μπέρνχαρντ χρόνια μετά τον φέρνει σε επαφή με το συγκεκριμένο έργο. «Μόλις το διάβασα αισθάνθηκα ότι τελικά ο Μπέρνχαρντ είναι ο συγγραφέας που τα θέματά του ταυτίζονται με αυτό
που θέλω εγώ να πω αυτή τη στιγμή. Είναι ένας συγγραφέας που ακουμπάει πολύ στις δικές μου αντιφατικές ιδιότητες. Είναι και καταθλιπτικός και αυτοσαρκαστικός, και σοβαρός και γελοίος, και άρρωστος και γνώστης της αρρώστιας του. Είναι και σεβαστικός με το παρελθόν και έχει την τάση να απελευθερωθεί από αυτό. Ολα αυτά με χαρακτηρίζουν όλα αυτά τα χρόνια στη δουλειά. Είμαι σε μια φάση της ζωής μου που θα ήθελα να σαρκάσω την κατάθλιψή μου, από την οποία υπέφερα χρόνια. Είναι το μέσο της χειραφέτησής μου αυτή η παράσταση», παρατηρεί ο Γιάννος. Οι ήρωες του Μπέρνχαρντ είναι πολύ ισχυρά εγώ, που συστρέφονται διαρκώς γύρω από το πρόβλημά τους. «Γαντζώνονται γύρω από ένα αντικείμενο κάθε φορά είτε είναι η φιλοσοφία, είτε η τέχνη είτε η επιστήμη, κι αυτό το αντικείμενο είναι ο τρόπος τους να αντιμετωπίσουν τον κόσμο που τον θεωρούν εχθρικό. Ταυτοχρόνως όμως τους εξοντώνει και ο κόσμος, αλλά και το ίδιο το αντικείμενο πάνω στο οποίο γαντζώνονται», μου εξηγεί. Συγκεκριμένα στο «Ιμμάνουηλ Καντ», ο Μπέρνχαρντ φέρνει τον κορυφαίο φιλόσοφο του Διαφωτισμού στον 20ο αιώνα. Τυφλός και κουρασμένος ο Καντ ταξιδεύει με ένα υπερωκεάνιο στην Αμερική, προκειμένου να βρει το φως του. «Κατά τη γνώμη μου, κάνει μία ολόκληρη κριτική στον Διαφωτισμό. Βάζει τον βασικό πατέρα του Διαφωτισμού, τον άνθρωπο που έδωσε το φως στους ανθρώπους, να χάνει το φως του και να ελπίζει κιόλας ότι πηγαίνοντας στην Αμερική θα το βρει. Εχουμε λοιπόν μία άρρωστη ευρωπαϊκή σκέψη, στα πρόθυρα του θανάτου και της τύφλωσης, που ελπίζει ότι στην Αμερική θα βρει το φως της συνταξιδεύοντας με τους υπόλοιπους εκπροσώπους αυτής της καταρρακωμένης Ευρώπης. Εχει σημασία ότι μέσα στο πλοίο βρίσκονται μαζί με τον Καντ μια εκατομμυριούχος, που εκπροσωπεί το χρήμα, ένας καρδινάλιος -η εκκλησιαστική εξουσία, ένας ναύαρχος- η στρατιωτική εξουσία κι ένας συλλέκτης έργων τέχνης, που συμβολίζει το εμπόριο της τέχνης», μου επισημαίνει. Ο Μπέρνχαρντ μέσα από το έργο ασκεί σκληρή κριτική σε μία ολόκληρη αντιπνευματική εποχή. «Μια εποχή, που μοιάζει να τελειώνει», αναφέρεται στο δελτίο τύπου. «Γιατί τελειώνει;» τον ρωτάω απορημένος. «Για τον Μπέρνχαρντ, όλη η εποχή της αστικής τάξης είναι ενιαία. Δηλαδή από τον Καντ μέχρι και σήμερα είναι μία εποχή, που την αισθανόμαστε ως μεταβατική. Εγώ πιστεύω ότι μια άλλη εποχή έρχεται. Πόσο μπορεί να πάρει και πόσο θα ψυχορραγήσουμε ακόμα δεν ξέρω. Πάντως αυτός είναι και ο λόγος που τα πρόσω-
πα στα έργα του Μπέρνχαρντ μονολογούν αδιάκοπα. Νιώθουν ότι αυτό είναι ένα τέλμα που πρέπει να τελειώσει, αλλά δεν αισθάνονται ικανά να περάσουν σε κάτι άλλο. Νομίζω ότι αυτό είναι και το δικό μας δράμα», μου απαντά. Φέτος συμπληρώνει 14 χρόνια στο θέατρο. Ηταν το 2001 όταν έκανε το ντεμπούτο του στο «Καθαροί πια» στο πλευρό του Λευτέρη Βογιατζή. Τον ρωτάω αν τον είχε στο μυαλό του σε όλο αυτό το εγχείρημα. «Συνεχώς. Καταρχάς η μετάφραση, που θα εκδοθεί, είναι αφιερωμένη στη μνήμη του. Ο Λευτέρης είναι παρών ανά πάσα στιγμή σε όλο αυτό. Οι ήρωες του Μπέρνχαρντ είναι ιδεώδη 'βογιατζικά' πρόσωπα. Εχουν όλη αυτή τη μανία με το αντικείμενό τους, την γκρίνια, την αμφιθυμία, τη σοβαρότητα, αλλά και τα αστεία στοιχεία που είχε ο Λευτέρης», μου λέει και συνεχίζει για τον μεγάλο του Δάσκαλο: «Προσωπικά με έχει καθορίσει όσο δεν με έχει καθορίσει κανείς. Χρόνια ολόκληρα -κι όταν δεν δούλευα μαζί του- του απολογούμουν συνέχεια. Θέλω λοιπόν με αυτή την παράσταση και να του αφιερώσω κάτι, αλλά παράλληλα και να απελευθερωθώ από αυτόν. Γιατί αυτός το ζήταγε. Ενώ σε υποχρέωνε να τον ακολουθήσεις κατά γράμμα, σε έβριζε λέγοντας σου να μην κάνεις ό,τι σου λέει. 'Γιατί δεν βρίσκεις έναν τρόπο να είσαι πιο πολύ εσύ;' Αυτό γίνεται μόνο μέσω της εμπειρίας. Δεν ξέρω αν είμαι σε θέση να το κάνω, αλλά είμαι σε θέση πια να το καταλάβω. Είναι λοιπόν μία περίεργη ιστορία ενηλικίωσης όλο αυτό». Ο Γιάννος μεγάλωσε μέσα στο θέατρο. Εξαιτίας των γονιών του το θέατρο από μικρό παιδί ήταν η καθημερινότητά του. Πώς αισθάνεται σήμερα σε σχέση με το θέατρο; «Φοβάμαι ότι χωρίς αυτό δεν μπορώ να υπάρξω κι αυτό με πληγώνει πάρα πολύ, γιατί, όπως λέγαμε για τους ήρωες του Μπέρνχαρντ, νιώθω ότι μπορεί να γαντζώνομαι από αυτό και στο τέλος το θέατρο να με καταστρέψει αντί να είναι το όπλο μου για να αντιμετωπίσω τη ζωή. Ολα αυτά τα χρόνια δεν είχα βρει τον τρόπο να το κάνω με μεγαλύτερη ελαφρότητα και αίσθηση χαράς. Απλά νομίζω ότι μετά από αυτή την εμπειρία, αφού έχω κακοποιήσει με πολλούς τρόπους τον εαυτό μου, μπορώ πια όλο αυτό να το εξωτερικεύσω με μεγαλύτερη δύναμη με μεγαλύτερη χαρά και μεγαλύτερο πάθος. Και παράλληλα να μπορώ να χαίρομαι παραπάνω τη ζωή μου απ’ ό,τι την χαιρόμουν», καταλήγει.
52
Κείμενο: Βάσια Ρούσσου
53
Ιανουάριος 2015
Με Πλάτωνος και Beatles Οταν βρίσκεται πάνω στη σκηνή και ερμηνεύει, η Nalyssa Green δίνει την αίσθηση ότι έχει ξεπηδήσει από τις σελίδες ενός παραμυθιού με νεράιδες και ξωτικά. H τραγουδίστρια και τραγουδοποιός, η οποία έγινε γνωστή από τις εμφανίσεις της με την GloryBox, τον Lumiere Brother και τον Leon of Athens, έχει στο ενεργητικό της δύο προσωπικά άλμπουμ, το “Barock” και το “The Seed”, που χαρακτηρίζονται από ποπ αισθητική, φολκ στοιχεία και post-punk επιρροές. Η νεαρή καλλιτέχνις διανύει μια πολύ δημιουργική περίοδο, αφού έχει συνθέσει μουσική για τη θεατρική παράσταση «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ», συμμετέχει στο νέο άλμπουμ του Μανώλη Φάμελλου «Γύρω από τον ήλιο», ετοιμάζει την επόμενη προσωπική της δουλειά και όλα αυτά παράλληλα με το DJing στο Booze Cooperativa, όπου συναντηθήκαμε και συζητήσαμε για το θέατρο, τη μουσική και τα σχέδιά της. Η πρωτότυπη μουσική που συνέθεσε και η διασκευή που έκανε για τη θεατρική παράσταση «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» σε σκηνοθεσία της Αντζελας Μπρούσκου, που παρουσιάζει το Εθνικό Θέατρο, απέσπασε διθυραμβικά σχόλια. «Παίρνω συνέχεια πολύ καλή ανατροφοδότηση. Το ήξερα από την αρχή, νομίζω. Με το που μπήκα στο στούντιο και είχα τις ιδέες και έβλεπα πώς δένουν σε σχέση με τις πρόβες στην πορεία της παράστασης. Με το που τελειώσαμε ήμουν απόλυτα ικανοποιημένη με αυτό που κάναμε στο στούντιο, κάτι που δύσκολα συμβαίνει», μου εξηγεί. Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που έγραψε μουσική για το θέατρο. «Η πρώτη ήταν ένα χιώτικο παραμύθι σε χιώτικη ντοπιολαλιά, στο οποίο έπαιζα live μουσική, κυρίως θέρεμιν με συνοδεία βιολιού, και το είχαμε ανεβάσει καλοκαίρι στη Χίο πριν από δύο χρόνια. Η δεύτερη, όπου επίσης εμφανιζόμουν live, ήταν η '4.48 Ψύχωση' της Σάρα Κέιν από το θέατρο Δωματίου, σε σκηνοθεσία της Αντζελας Μπρούσκου. Ακολούθησε η παράσταση 'Αγριες Νότες' της Νίνας Ράπτη σε σκηνοθεσία Χρύσας Καψούλη/DameBlance τον Σεπτέμβριο του 2014 στο θέατρο Αγγέλων Βήμα. Σε αυτή την παράσταση έδωσα τη μουσική, αλλά δεν ήμουν live», διευκρινίζει. Οι πιο σημαντικοί σταθμοί στη μουσική της διαδρομή ταυτίστηκαν με ορισμένες όμορφες συνεργασίες. «Νομίζω ότι πολύ βασικό είναι οι πρώτες μου εμπειρίες και οι πρώτες μου συνεργασίες. Δηλαδή το πώς είδα ότι οι άλλοι κάνουν και παίζουν μουσική. Ξεκίνησα να παίζω live το 2009 μαζί με την GloryBox. Ηταν
φοβερή εμπειρία για εμένα που πρώτη φορά το έκανα αυτό με τις πιο ωραίες συνθήκες και παίζοντας τραγούδια που ήδη αγαπούσα πολύ. Από εκείνη τη συνεργασία, γνωρίστηκα με τον Lumiere Brother. Επαιζα στην μπάντα του. Μετά άρχισα να παίζω σε διάφορες μπάντες, ώσπου κάποια στιγμή έφτιαξα τη δική μου και έβγαλα τα δικά μου τραγούδια», εξομολογείται. Μια άλλη πολύ σημαντική μουσική συνάντηση ήταν αυτή με τον Μανώλη Φάμελλο. «Είναι ένα άλλο κεφάλαιο στις μουσικές μου δραστηριότητες. Το κεφάλαιο ελληνικός στίχος. Δεν είχα σχεδόν καμία επαφή με το αντικείμενο. Επειδή συνεργάστηκα με τον Μανώλη, το γνώρισα και έμαθα να το κάνω κιόλας. Σαν να μάθαινα από την αρχή να τραγουδάω. Μέχρι να αρχίσω να συνεργάζομαι με τον Μανώλη τραγουδούσα κατά κύριο λόγο -αν όχι 100%- σε αγγλικό στίχο. Επρεπε να μάθω από την αρχή την εκφορά και το πώς τραγουδάς σε αυτή τη γλώσσα. Από τη μια αυτό μου ήταν δύσκολο, από την άλλη το να τραγουδάς στη μητρική σου γλώσσα έχει φοβερή δύναμη. Σε αγγίζει εκατό φορές πιο άμεσα από ό,τι στα αγγλικά, αν και ο αγγλικός στίχος παραμένει ο αγαπημένος μου τρόπος έκφρασης. Με τον Μανώλη μυήθηκα στον ελληνικό στίχο, οπότε ήταν τομή στην πορεία μου. Θέλω να αρχίσω να κάνω και τα δικά μου ελληνικά τραγούδια σιγά σιγά». Εκτός από τον Φάμελλο, θαυμάζει κι άλλους καλλιτέχνες της εγχώριας και της ξένης μουσικής σκηνής. «Μου αρέσουν πολύ οι Παύλος Παυλίδης, Φοίβος Δεληβοριάς, Λένα Πλάτωνος, Κ. Βήτα, His Majesty the King of Spain, The Cave Children, Δεσποινίς Τρίχωμη, The Boy, Chickn, και άλλοι. Οσον αφορά στην ξένη μουσική, τον τελευταίο καιρό ακούω Warpaint, Goldfrapp, Anna Calvi, Arcade Fire και άλλους». Η μεγάλη της αδυναμία, όμως, είναι οι Beatles. «Νομίζω ότι όλα τα είδη που ξεκίνησαν μετά τους Beatles, είναι από τους Beatles. Εχουν παίξει την αρχή των πάντων κατά την ταπεινή μου άποψη», μου λέει. Δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του τελευταίου της άλμπουμ η Nalyssa Green έχει συγκεντρώσει υλικό για το επόμενο δισκογραφικό της βήμα. «Είναι πολύς καιρός που έχω τα τραγούδια και όλο λέω ότι θα κάνω δίσκο. Υπάρχουν δυσκολίες, κυρίως μέσα στο μυαλό μου. Δηλαδή, σκέφτομαι πώς θέλω να το κάνω, με τι όρους, με ποιους συνεργάτες, με τι όργανα. Θα έρθει όταν όλα θα είναι ώριμα και έτοιμα. Θεωρώ ότι μέσα στο 2015 κάτι θα γίνει». Και αυτός ο δίσκος θα είναι αγγλόφωνος, αλλά θα έχει πολλά καινούργια στοι-
χεία. «Τα τραγούδια που έχω γράψει αυτόν τον καιρό και θέλω να δουλέψω είναι ακόμα αγγλόφωνα. Είναι κάπως διαφορετικά από τα προηγούμενα, όσον αφορά στις ενορχηστρώσεις. Νομίζω ότι απομακρύνομαι από το φολκ στοιχείο που με χαρακτήριζε αρκετά έως τώρα. Είναι λίγο πιο ηλεκτρονικό. Τα περισσότερα είναι ατμοσφαιρικές ηλεκτρονικές μπαλάντες, με την έννοια ότι έχουν βάση τα συνθεσάιζερ και τα beats. Ο τρόπος που πλέον δομώ τα τραγούδια μου είναι πάνω σε αυτά τα στοιχεία και πολύ λιγότερο στα προηγούμενα που χρησιμοποιούσα ως βασικά, χωρίς να έχω χάσει εντελώς την επαφή μου με τον τρόπο που έγραφα παλιά. Συνθετικά δεν νομίζω ότι έχω απομακρυνθεί πάρα πολύ. Το feeling που θέλω να βγάλω είναι διαφορετικό. Νομίζω ότι και στην παράσταση 'Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ' έχει μπει αυτός ο καινούργιος ήχος που ψάχνω περισσότερο». Τα τραγούδια του επόμενου δίσκου διαφέρουν από τα προηγούμενα και ως προς τη θεματολογία. «Το ερωτικό στοιχείο είναι κάτι με το οποίο έχω ασχοληθεί στιχουργικά. Είναι τραγούδια που γράφω από τότε που βγήκε ο προηγούμενος μου δίσκος. Τα περισσότερα από αυτά είναι ερωτικού περιεχομένου, το οποίο με ενδιαφέρει πολύ, γιατί μέχρι στιγμής σπάνια είχα ερωτικό-ερωτικό κομμάτι. Συνήθως είχα νύξεις, κάποια στιχάκια που αναφέρονταν σε αυτό το θέμα, αλλά δεν ήταν αυτή η θεματολογία που με ενδιέφερε και μάλλον τη σνόμπαρα αρκετά. Τα τελευταία μου τραγούδια είναι αρκετά ερωτικά, εντελώς απενεχοποιημένα», εκμυστηρεύεται. Μια ακόμα αγαπημένη ενασχόληση της δημιουργού είναι το DJing κάθε Τρίτη και Πέμπτη στο Booze Cooperativa. «Παλιά έπαιζα αν τύχαινε. Το 2010 έπαιξα πρώτη φορά. Μου αρέσει πάρα πολύ. Μου αρέσει κατ' αρχάς γιατί δεν είμαι αληθινή DJ. Δεν παίζω ηλεκτρονική μουσική με την τέλεια μίξη που νομίζεις ότι ακούς ένα τραγούδι όλο το βράδυ, ούτε θα μου άρεσε να το κάνω. Παίζω τα αγαπημένα μου τραγούδια με έναν τρόπο που νομίζω ότι ταιριάζει στον χώρο. Δηλαδή είναι σαν να κάνω ηχητική σκηνογραφία για να πιεις το ποτό σου ή τον καφέ σου και μου αρέσει πάρα πολύ αυτό γιατί είναι πολύ διαδραστικό. Προσπαθώ να παίζω ανάλογα με την ατμόσφαιρα που θέλουμε να έχουμε στο μαγαζί και ανάλογα με τον κόσμο που παρευρίσκεται και το πώς θέλει να περάσει την ώρα του», καταλήγει.
54
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης
55
Ιανουάριος 2015
Je suis Grec
O Bertrand Moreau γεννήθηκε στη Γαλλία. Από το 2005 ζει και εργάζεται στην Ελλάδα. Κι όταν τον ρωτάω πώς αισθάνεται τα τελευταία χρόνια, που βλέπει τη χώρα που επέλεξε να ζήσει να έχει βυθιστεί στην κρίση, μου απαντά σχεδόν αφοπλιστικά. «Οταν αγαπάς κάποιον πολύ, δεν τον αγαπάς λιγότερο όταν αρρωσταίνει. Τον στηρίζεις». Δεν είναι τυχαίος άλλωστε ο τίτλος που επέλεξε να δώσει στη νέα του μουσική παράσταση στον Πολυχώρο Τέχνης Αλεξάνδρεια: “Je suis Grec”. «Τώρα που όλοι φωνάζουν “Je suis Charlie”, εγώ δηλώνω “Je suis Grec”», μου λέει χαριτολογώντας. Κι ύστερα με κοιτάζει με νόημα. «Αλλά το ίδιο δεν είναι;». Τον Bertrand τον γνώρισα στις αρχές του 2011. Τότε έμαθα την απίθανη ιστορία του. Πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό ήταν αδύνατο να συμφιλιωθεί με μία ήσυχη, μονότονη αγροτική ζωή στη γαλλική επαρχία. Ο Bertrand γεννήθηκε για να ταξιδέψει στον κόσμο, να συλλέξει εμπειρίες, να κυνηγήσει το όνειρό του… Το τραγούδι ανέκαθεν ήταν η μεγάλη του αγάπη. Του πήρε όμως χρόνο να την αποδεχτεί. «Το ήξερα. Απλά έκανα ότι δεν το ήξερα. Ομως όσο και να προσπαθήσεις να θάψεις ένα πάθος σου, εκείνο θα βρει τρόπο να έρθει στην επιφάνεια», μου εξομολογείται. Σπούδασε σομελιέ. Ο σομελιέ είναι ο ειδικός του κρασιού στα εστιατόρια υψηλής γαστρονομίας. «Ο σεφ της κάβας», όπως λένε κάποιοι παιχνιδιάρικα. Εργάστηκε για πολύ μικρό διάστημα στο Παρίσι. Η αποκαλούμενη «πόλη του φωτός» δεν του ταίριαξε καθόλου. Την άφησε για το Λονδίνο, όπου έζησε και εργάστηκε για δύο χρόνια. Στο τέλος αυτής της διετίας έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Για διακοπές. Αθήνα, Ιο και Εύβοια. «Εκεί που είχα φίλους», μου λέει. Κάπως έτσι ξεκινάει μία ιστορία αγάπης. «Περπατούσα στους δρόμους της Αθήνας και ένιωθα σαν στο σπίτι μου. Πολύ ωραία αίσθηση. Ηταν η εποχή ακριβώς μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η Ελλάδα ήταν στα πάνω της τότε», θυμάται. Μου φαίνεται πολύ παράδοξο που κάποιος μπορεί να βλέπει την Αθήνα τόσο όμορφη, όταν όλοι εμείς σιχτιρίζουμε με την ασχήμια της. «Πιστεύω ότι η Αθήνα δεν είναι τόσο πολύ όμορφη, αλλά
είναι απίστευτα γοητευτική. Εχει χαρακτήρα, έχει μια αύρα, μια ζωντάνια… Εχει τους ανθρώπους της», μου επισημαίνει ο Bertrand. Μερικούς μήνες μετά παίρνει την μεγάλη απόφαση. Ερχεται να ζήσει στην Ελλάδα. Χωρίς να ξέρει γρι ελληνικά. «Είχα πάρει ένα βιβλίο 'Πώς να μάθετε ελληνικά σε 40 μαθήματα'. Και ήμουν στο αεροπλάνο με το στυλό και έγραφα ελληνικά. Τα γράμματα, τις συλλαβές. Μου φαινόταν σαν παιχνίδι όλο αυτό. Σαν να προσπαθούσα να σπάσω κάποιο κωδικό», μου διηγείται και με πιάνουν τα γέλια. Σε λιγότερο από έναν μήνα βρίσκει δουλειά ως σομελιέ στη Σπονδή, ένα από τα καλύτερα εστιατόρια της Αθήνας. Είναι άνοιξη του 2005 και μία νέα ζωή ξεκινάει για τον Bertrand. Τα ελληνικά τα μαθαίνει εντυπωσιακά γρήγορα. Ισως γιατί, όπως μου λέει, δεν φοβόταν να μιλήσει. Ο,τι ελληνικά ήξερε, τα έλεγε. Ισως πάλι γιατί αυτή τη χώρα την ένιωσε από την πρώτη στιγμή δική του. «Μετά από κάποιο διάστημα στην Ελλάδα η μητέρα μου μού επεσήμανε κάτι που ούτε ο ίδιος είχα προσέξει. Οταν πήγαινα να δω τους δικούς μου, δεν έλεγα ότι θα γυρίσω στη Γαλλία, αλλά ότι θα πάω να δω τους γονείς μου στη Γαλλία και μετά θα επιστρέψω στην Ελλάδα. Η Ελλάδα είχε γίνει πια το σπίτι μου», μου τονίζει. Κι αυτό δεν αλλάζει. «Δεν μετανιώνω καθόλου που ήρθα να ζήσω στην Ελλάδα. Πολλοί με ρωτάνε 'εσύ τι κάθεσαι ακόμα εδώ;'. Τους απαντάω ότι εδώ είναι το σπίτι μου, εδώ είναι οι φίλοι μου. Αν πάω στη Γαλλία θα τα χάσω όλα». Και το τραγούδι; Πότε μπαίνει το τραγούδι στη ζωή του; «Το 2008», μου απαντά. «Ξεκίνησα μαθήματα φωνητικής. Λίγο μετά έκανα το πρώτο μου live δοκιμάζοντας τις δυνάμεις μου μπροστά σε κοινό. Η πρώτη μου μουσική παράσταση λεγόταν 'Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι' στο Cabaret Voltaire και περιείχε, κατά κύριο λόγο, γαλλικά τραγούδια, αλλά και αγγλικά jazz και κάποια πιο κλασικά ελληνικά, όπως του Χατζιδάκι. Το ίδιο καλοκαίρι τραγούδησα στη γαλλική πρεσβεία».
Επιτέλους κάνει αυτό που αγαπά πιο πολύ από κάθε τι άλλο στη χώρα που διάλεξε για πατρίδα του. Είναι ευτυχισμένος. Η οικονομική κρίση που ξεσπάει το 2010 δεν τον πτοεί, αν και τη βιώνει κι αυτός στο πετσί του, όπως όλοι. Συνεχίζει όμως να ονειρεύεται, να δημιουργεί, να φτιάχνει μουσικές παραστάσεις, να τραγουδά. Τώρα, στην αυγή του 2015, γιορτάζει τα δέκα χρόνια παραμονής του στην Ελλάδα με μία ξεχωριστή μουσική παράσταση. “Je suis Grec”. «Είναι ένα πρόγραμμα με πολλά γαλλικά, αλλά και ελληνικά τραγούδια, όπως μία ενότητα αφιερωμένη στον Χατζιδάκι, αλλά και τραγούδια από το θέατρο. Επίσης υπάρχουν και κάποια αγγλικά τραγούδια, ένα πορτογαλέζικο, ένα γερμανικό του Κουρτ Βάιλ», μου εξηγεί προσπαθώντας να μου δώσει το στίγμα του live του. Τη διαφορά εδώ κάνουν κάποιοι εκλεκτοί καλεσμένοι του. Στο πρώτο live, στις 14 Ιανουαρίου, ο Bertrand μοιράστηκε τη σκηνή με τον Haig Yazdjian. «Εχει πολύ γέλιο που αυτός δεν μπορούσε να προφέρει σωστά το δικό μου όνομα και εγώ το δικό του», μου λέει και συνεχίζει: «Είναι πολύ σημαντικό για μένα που ο Haig μου έκανε ποδαρικό. Δεν τον ήξερα προσωπικά. Είχα πάει να τον δω σε ένα live, του το πρότεινα και δέχτηκε». Στις 28 Ιανουαρίου τη σκυτάλη των guests πήρε η Λυδία Κονιόρδου, με την οποία ο Bertrand συνεργάζεται και στο θέατρο παίζοντας έναν μικρό ρόλο στον μονόλογο «Ο ουρανός κατακόκκινος» της Λούλας Αναγνωστάκη. «Είναι υπέροχη η Λυδία κι όταν τραγουδάει. Τόσο συγκινητική. Κάθομαι και τη χαζεύω», μου αποκαλύπτει. Τα live συνεχίζονται με την Αργυρώ Καπαρού να είναι η επόμενη καλεσμένη του στις αρχές Φεβρουαρίου. Και έπεται συνέχεια. Εχοντας δει τον Bertrand στη σκηνή, έχοντας αγαπήσει τον ιδιαίτερα θεατρικό τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει τραγούδια που έχουμε όλοι σιγοτραγουδήσει, μπορώ να σας πω ότι θα είμαι σίγουρα ένας από τους θεατές του “Je suis Grec”. Και το ίδιο προτείνω και σ’ εσάς. Ανεπιφύλακτα.
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου
56
Είμαστε στον αέρα!
Γνώρισα τον Ξενοφώντα Ραράκο το 2005 όταν παρακολούθησα από μέσα μια από τις εκπομπές που έκανε στον Μελωδία. Ο απόλυτα συγκεντρωμένος Ξενοφών δεν μου άφησε και πολλά περιθώρια για συζητήσεις, αλλά εγώ είδα για πρώτη φορά πώς δουλεύει ένας ραδιοφωνικός παραγωγός. Δέκα χρόνια μετά από εκείνη τη συνάντηση, βρήκα πάλι τον Ξενοφώντα, αυτή τη φορά για να συζητήσουμε για την ελληνική μουσική, τη δισκογραφία, το ραδιόφωνο. Για τις αλλαγές που έχουν γίνει στο μέσο τα τελευταία χρόνια και τις καινούργιες συνθήκες. Ο ίδιος ανήκει στο στρατόπεδο των αισιόδοξων. Είναι από αυτούς που δεν γκρινιάζουν για τα χάλια της ελληνικής δισκογραφίας, που πιστεύουν ότι βγαίνουν ακόμα πολλοί καλοί δίσκοι, που θεωρούν ότι το κοινό είναι αυτό πάντα που βάζει τους κανόνες. Μιλώντας μαζί του μαθαίνω ότι τελείωσε το Πολιτικό της Νομικής, ότι ξεκίνησε να γράφει σε μουσικά περιοδικά και ότι δούλεψε πρώτα στη δισκογραφία και μετά στο ραδιόφωνο. Στην αρχή δούλεψε δίπλα στον Μάκη Μάτσα και αργότερα στην BMG με τον Μίλτο Καρατζά. Το 1987 του κάνουν πρόταση να δουλέψει στον Αθήνα 9,84 που μόλις έχει ανοίξει και τελικά μοιράζεται με τον Θόδωρο Σαράντη τη βραδινή ζώνη 11.00 με 12.00, που έκλεινε το πρόγραμμα του σταθμού. Κάπως έτσι βρέθηκε να κάνει ραδιόφωνο χωρίς καλά καλά να το καταλάβει. Λίγο αργότερα πάει στον 902 και από τον Σεπτέμβριο του 1991 βρίσκεται στον Μελωδία.
«Σε ένα άλλο ραδιόφωνο από αυτό που είναι σήμερα», μου εξομολογείται. «Τότε υπήρχε μια αγωνία του τι θα ταιριάξουμε δίπλα στους Police ή τον Sting. Σήμερα παίζουν δύο τραγούδια που έχουν ένα ενιαίο ύφος, μετά πέφτει ένα σήμα και μετά αρχίζει ένα εντελώς διαφορετικό στιλ». Τότε ο Ξενοφών χρειαζόταν πέντε ώρες προετοιμασία για ένα πρόγραμμα μιας ώρας. Επέλεγε τα τραγούδια, τα έβαζε δίπλα δίπλα, τα άκουγε με τη σειρά πριν την εκπομπή. «Ηταν όμως καλό όλο αυτό», παρατηρεί «γιατί ακούγαμε έτσι όλους του δίσκους, ενώ τώρα παίρνουμε μόνο τον αφρό, ό,τι φτάσει στο αυτί μας. Τα νέα παιδιά ειδικά έχουν τόση πολλή πληροφορία, που πολλές φορές δεν μπορούν να τη διαχειριστούν και δεν μπορούν να ακούσουν ολόκληρο τον δίσκο ενός καλλιτέχνη». Οι αλλαγές ωστόσο δεν σταματούν εκεί. Εδώ και πέντε περίπου χρόνια το ραδιόφωνο στην Ελλάδα άλλαξε, οι παραγωγοί έδωσαν τη θέση τους σε μεγάλο βαθμό σε playlist που φαίνεται ότι επικροτούσαν οι νέοι ακροατές. «Το concept του playlist ραδιοφώνου βασίζεται σε τραγούδια που είναι γνωστά και αγαπημένα και σιγά σιγά μπορείς να προσθέτεις και άλλα που έχουν ανάλογη δυναμική και ταιριάζουν σε αυτά τα παλιά που ο χρόνος δεν τα πτοεί καθόλου», μου εξηγεί. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα αυτή η αλλαγή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη της τεχνολογίας. «Κάποτε ο ακροατής συντονιζόταν στον παραγωγό που ήθελε και περίμενε να ακούσει από αυτόν μια νέα πρόταση, κάτι διαφορετικό. Πολλές φορές τηλεφωνού-
σαν και ζητούσαν πληροφορίες για τον τίτλο του δίσκου, τον τραγουδιστή, ακόμα και την εταιρεία. Σιγά σιγά αυτό σταμάτησε. Θυμάμαι μια φορά που την ώρα που έλεγα σε έναν ακροατή τον τίτλο του τραγουδιού τον άκουσα από το τηλέφωνο να πληκτρολογεί». Μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ότι ο Ξενοφών δεν κατηγορεί και δεν γκρινιάζει. «Αυτή είναι η πραγματικότητα», μου λέει και παρόλο που δεν είναι οπαδός αυτού του μοντέλου πιστεύει ότι -αλλού λιγότερο και αλλού περισσότερο- πάντα μπορείς να πεις αυτό που θέλεις. Το μόνο πρόβλημα με την καθιέρωση των playlists, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ότι αυτό το μοντέλο μπορεί να λειτουργεί και μόνο του. Και ο Μελωδία εξακολουθεί να είναι ο καλύτερος σταθμός στο είδος του, αλλά πια αρκούν για αυτό μόνο τέσσερα άτομα. Οπως ακριβώς γίνεται και στη δισκογραφία -που δεν σταμάτησε ποτέ ο ίδιος να αγαπάει-, έτσι και στο ραδιόφωνο ο κόσμος έχει πάντα τον πρώτο λόγο. «Δεν θεωρώ ότι ο κόσμος άγεται και φέρεται», τονίζει και το επαναλαμβάνει συχνά. Ο κόσμος δείχνει τις προτιμήσεις του και μόνο τότε χαλαρώνει και σε εμπιστεύεται. Οπως εμπιστεύεται και τον ίδιο εδώ και 23 χρόνια στο μικρόφωνο του Μελωδία. Γιατί κακά τα ψέματα, ωραίες οι playlists, αλλά υπάρχουμε ακόμα εμείς οι ρομαντικοί που θέλουμε να ακούμε και φωνή ανάμεσα στα τραγούδια. Και όταν αυτή η φωνή είναι του Ξενοφώντα Ραράκου, τόσο το καλύτερο!
Το Γκάζι «μετακόμισε»
58
Kreuzberg
Κείμενο / Φωτογραφίες: Νικήτας Καραγιάννης
Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί δεν πέτυχε το πείραμα στο Γκάζι;» μπορεί να δοθεί στους δρόμους της αντίπερα όχθης, στη γειτονιά του Κεραμεικού που οριοθετεί νοερά η Ιερά Οδός. Και θα εξηγηθώ: όσοι από εμάς είδαμε πριν από χρόνια το Γκάζι να αλλάζει πρόσωπο και να «απογειώνεται», γίναμε ταυτόχρονα και μάρτυρες ενός πολιτιστικού ολοκαυτώματος που μας προσγείωσε απότομα. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, τα περισσότερα μαγαζιά αποτελούν μια ευθεία προσβολή κάθε στοιχειώδους αισθητικής, δημιουργώντας ένα περιβάλλον διασκέδασης που πολλοί χαρακτηρίζουν «τοξικό», με την αυθαιρεσία -σε πολλά επίπεδα- να είναι -δυστυχώς- ο κανόνας. Η απογοήτευση διαδέχτηκε το πρώτο σκίρτημα χαράς που η Αθήνα αποκτούσε μια νέα όμορφη γειτονιά για αξέχαστες μέρες και νύχτες. Η διασκέδαση έγινε εδώ μια απέραντη κακόγουστη, πανάκριβη βιομηχανία ρηχότητας, χωρίς ουσία, με πολύ θόρυβο και ασφυκτική ατμόσφαιρα που ξεπερνάει τα όρια του «τέλους της λογικής». Οι φωνές διαμαρτυρίας που υψώθηκαν κατά εποχές σίγησαν πνιγμένες μέσα στον ορυμαγδό της προχει-
Δυάρι
ρότητας και της αρπαχτής. Η περιοχή ψάχνει ακόμα και σήμερα να βρει κάποιο άλλοθι αλλά έως ότου το καταφέρει όσοι, ρομαντικοί, θέλουν να νιώσουν πάλι εκείνη την προσμονή για κάτι καινούργιο, όμορφο, αληθινό, εναλλακτικό και ποιοτικό μπορούν να διασχίσουν την Ιερά Οδό και να περπατήσουν την οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου και τους γύρω δρόμους. Ο Κεραμεικός, ανοίγει τα «κρυφά» χαρτιά του τα οποία, αν μη τι άλλο, δείχνουν ότι το παιχνίδι εδώ είναι απαλλαγμένο από μπλόφες. Προς το παρόν τουλάχιστον αυτό προκύπτει από το επιτόπιο ρεπορτάζ σε μερικά από τα πολλά νέα στέκια της περιοχής που ανοίγουν το ένα μετά το άλλο. Ενα στοιχείο που τα χαρακτηρίζει είναι η self-made αισθητική τους, αποδομένη μοναδικά μέσα από τη φαντασία και τη δεξιότητα των επιχειρηματιών. Εδώ, η οικονομική στενότητα όχι μόνο δεν αποτελεί τροχοπέδη, αλλά τουναντίον ανοίγει ορίζοντες απολαυστικής δημιουργικότητας. «Η κρίση βρήκε τον μάστορά της» είναι μια έκφραση που δίνει χαλαρά το στίγμα της γειτονιάς. Πολυχώροι, θεατρικές σκηνές, μπαρ, εστιατόρια, μεζεδοπωλεία και καφέ έχουν σχεδόν εξολοκλήρου κατασκευαστεί «στο χέρι» με τέτοια
59
Ιανουάριος 2015
60
ευρηματικότητα που θα μπορούσαν να αποτελούν και μικρές γκαλερί τέχνης. Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου ο διάκοσμος μιας επιχείρησης δεν έχει τη σφραγίδα του αυτοσχεδιασμού, το αποτέλεσμα είναι κομψό και προσεγμένο, κάτι που εκτιμάται με την πρώτη ματιά. Εντούτοις, αυτή η «άνθιση» της περιοχής και η μεταμόρφωσή της από «παλιά χωράφια τοξικομανών» σε μια γειτονιά τεχνών, γεύσεων και αρωμάτων δεν έχει επιτευχθεί χωρίς προβλήματα. Οπως μου εξήγησαν σχεδόν όλοι οι νέοι επιχειρηματίες με τους οποίους μίλησα, οι μόνιμοι κάτοικοι δεν βλέπουν πάντα με καλό μάτι αυτή την αλλαγή, «φοβούμενοι προφανώς να μην καταντήσει η γειτονιά τους όπως το Γκάζι, κάτι το οποίο σεβόμαστε αφού ούτε εμείς το θέλουμε», όπως μου λένε. Η απουσία οργανωμένων εμπορικών συμφερόντων είναι μια εγγύηση ότι η παρακμή του Γκαζιού δεν θα φτάσει εδώ, αλλά το γεγονός αυτό δεν εξαλείφει όλους τους ενδοιασμούς και τις ενστάσεις. Το νέο πρόσωπο των γύρω δρόμων, καθαρό, χωρίς παραβατικότητα και γεμάτο χρώμα, απέχει πολύ από το μέχρι πρότινος προβληματικό προφίλ του Κεραμεικού που έκανε τους μόνιμους κατοίκους και τους περαστικούς να ανησυχούν για την ασφάλειά τους. Σήμερα, κεντρικά ή μη σημεία είναι γεμάτα κόσμο που εναλλάσσεται στα μαγαζιά όλες τις ώρες. Η «ιστορία» της ανανέωσης, που άρχισε λίγο πιο πάνω στο συνορεύον Μεταξουργείο και τα επιτυχημένα μαγαζιά της πλατείας Αυδή, κατέβηκε τώρα λίγα τετράγωνα νοτιότερα. Με αυτές τις σκέψεις και με μια έντονη διάθεση εξερεύνησης ξεκινάω το οδοιπορικό μου από τη Φάμπρικα, τον τεχνοχώρο στην οδό Μεγ. Αλεξάνδρου 125. Οπως μου εξηγεί η Βάσια Τσώτσου, που έχει αναλάβει τον τομέα της επικοινωνίας, πρόκειται για μια συλλογικότητα με επικεφαλής στο δημιουργικό κομμάτι τον Φάνη και τον Στέφανο. Τα βασικά πρόσωπα της «Φάμπρικας» ξεκίνησαν το 2009 ως θεατρική ομάδα με ένα πυρήνα 12 ατόμων. Στο σχήμα Fabrica Athens άτομα πάνε κι έρχονται σε μια αέναη κίνηση (αυτή την εποχή παρουσιάζουν στο Βυρσοδεψίο το “Villa Utopia”). Tο υπόγειο, όπου λειτουργεί η θεατρική σκηνή, ήταν αρχικά μια παρατημένη αποθήκη, «κάτι σαν Βερολίνο, χωρίς θεατρικά φώτα κλπ. Δεν υπήρχε τίποτα, οπότε μπήκαμε στο ψάξιμο για τα πάντα», λέει η Βάσια.
Ανάδυση
Στη συνέχεια άρχισαν οι ανακαινίσεις -καθότι δεν πρόκειται για μία αλλά για συνεχείς- που γίνονται «κάθε έξι μήνες τουλάχιστον». Μέχρι τον Μάιο 2014 ο χώρος του ισογείου λειτουργούσε περισσότερο ως μπαρ, αλλά στη συνέχεια έκλεισε. Τότε ήταν που η ομάδα
61
Ιανουάριος 2015
Φάμπρικα
αποφάσισε να τον διαμορφώσει -χωρίς μπάτζετ- σε ένα άνετο φουαγιέ, «μια καλλιτεχνική αγκαλιά» που θα μπορούσε να φιλοξενήσει και εκθέσεις. Ετσι προέκυψε με τη σημερινή του μορφή, ένα όμορφο καφέ-μπαρ, ένας χώρος σεμιναρίων θεάτρου, χωρού, φωτογραφίας και γιόγκα. «Ρίξαμε πολλή δουλειά, προσωπική εργασία με ξενύχτια», εξηγεί η Βάσια. Η Φάμπρικα λειτουργεί από τις 10 το πρωί έως τις 2 το βράδυ. Ενα... Δυάρι φτάνει και περισσεύει για να στεγάσει μοναδικές στιγμές, τον «καλύτερο καφέ της περιοχής», γούστο και ψαγμένη μουσική. Στο Νο 124 της Μεγ. Αλεξάνδρου, ο Ιωακείμ Φεϊδάνογλου μαζί με τον Πάνο Παππά φαίνεται ότι έχουν κερδίσει ένα μικρό προσωπικό στοίχημα: να ζουν και να εργάζονται εδώ, στην αγαπημένη τους γειτονιά. «Εδώ και πολλά χρόνια έχουμε επιλέξει να μένουμε εδώ κοντά. Την αγαπάμε αυτή την περιοχή. Είναι πολύ ωραία», μου εξηγεί ο Ιωακείμ. Του λέω ότι αναπτύσσεται μάλλον ραγδαία και τον ρωτάω για τη γνώμη του. «Η έννοια της ανάπτυξης εδώ είναι σχετική», απαντάει. «Μπορεί να έχουν ανοίξει νέα μαγαζιά που ενισχύουν τον κοινωνικό ιστό, αλλά -για παράδειγμα- δεν έχουμε φαρμακείο. Αν χρειαστούμε φάρμακα πρέπει να πάμε αλλού. Πάντως το γεγονός ότι εδώ ζουν πολλοί μόνιμοι κάτοικοι θα μας διαφοροποιήσει από άλλες 'ανερχόμενες' γειτονιές. Το μυστικό βρίσκεται στη συνύπαρξη». Πάντως, όπως μου λέει ο Ιωακείμ, το ανεξέλεγκτο πάρκινγκ τα σαββατοκύριακα δημιουργεί πρόβλημα. «Δεν μου αρέσει οτιδήποτε γίνεται αυθαίρετα και ανεξέλεγκτα. Αντιθέτως, τα καλύτερα μαγαζιά εδώ είναι εκείνα που έχουν γίνει με μεράκι, προσωπική εργασία και δεν είναι 'κραυγαλέα' όπως στο Γκάζι. Το καλό κάνει κύκλους, υπάρχει ποιότητα και ποικιλομορφία. Οι άνθρωποι συνυπάρχουμε αρμονικά είτε ως μονάδες είτε ως επιχειρηματίες. Στηρίζουμε ο ένας τον άλλον». Στη διάρκεια της μέρας, από τις 11 το πρωί, οι μουσικές επιλογές είναι μέσω ραδιοφώνου, πά-
Φάμπρικα
62
Don Vito
63
ντα προσεγμένες, ενώ τα βράδια και έως τα μεσάνυχτα ο Πάνος παίζει μια ευρεία γκάμα από ποιοτική ελληνική μουσική και ξένη ποπ.
ρέ κόκκινης φακής, σαλιγκάρια και κότσι «για όσους το προλάβουν». Λειτουργεί όλη την εβδομάδα από τις 9 το πρωί έως «όσο πάει».
Στο Πυρολίκι (Μεγ. Αλεξάνδρου 117) βρίσκω ένα πολύ γουστόζικο μεζεδοπωλείο που σύμφωνα με τον δημιουργό του, τον Κανέλλο Ρηγόπουλο, «θα λειτουργήσει σύντομα και ως παντοπωλείο, αφού η άδεια μας δίνει τη δυνατότητα πώλησης τροφίμων». Πράγματι, στα ράφια μπροστά από τη μια τζαμαρία βρίσκονται ήδη μερικά δείγματα του τι θα ακολουθήσει. Το κατάστημα, που βρίσκεται μόλις στον τρίτο μήνα λειτουργίας του, διακοσμημένο με βάση το ξύλο και το μέταλλο και με λιτά βιομηχανικού στιλ φωτιστικά, διαθέτει στο πίσω μέρος τoυ μια τεράστια αυλή για τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν η πόλη βγαίνει έξω. Ο Κανέλλος είναι μόνιμος κάτοικος της περιοχής τα τελευταία τρία χρόνια. «Θέλουμε να προλάβουμε να δούμε τη γειτονιά μας να ανθίζει», μου λέει με ενθουσιασμό. «Υπολογίζουμε ότι θα έχουμε 8-10 χρόνια ανόδου με καλό κόσμο που θα ανακαλύψει την περιοχή». Το κοινό στη γειτονιά είναι από 25 ετών και πάνω, σύμφωνα πάντα με όσους επιχειρηματίες και κατοίκους μίλησα. Μεγάλα events, όπως το Φεστιβάλ Χρωμάτων και το τοπικό καρναβάλι, έχουν ήδη φέρει πολύ κόσμο και αποτελούν πυρήνες πολιτισμού. Το μενού στο Πυρολίκι περιλαμβάνει που-
Εκεί κοντά (Μεγ. Αλεξάνδρου 102) βρίσκεται και ένα ακόμα νέο μικρό εστιατόριο, το Sixties Dinner, που συμπληρώνει μόλις δύο μήνες λειτουργίας. Στην κουζίνα του, η Πέτρα Αδρακτά μαγειρεύει ελληνικά, μοντέρνα, πιάτα με έντονα δημιουργική διάθεση. Λιτό, σε μεταλλικούς τόνους και φωτεινό πράσινο, είναι πολύ ζεστό, φιλικό και αγαπησιάρικο, θυμίζοντας την οικογενειακή ατμόσφαιρα των μαγειρείων στη δεκαετία του '60. Οι τιμές κατ' άτομο είναι περίπου 10 ευρώ ανάλογα με το ποτό -μπίρα, καλό κρητικό χύμα κρασί, ούζο ή τσίπουρο. Η Πέτρα εργαζόταν στην περιοχή από παλιά και, όπως λέει, ήθελε να ανοίξει εδώ τη δική της επιχείρηση. «Είναι πολύ καλή γειτονιά και ο κόσμος εδώ έχει μια άλλη κουλτούρα», μου λέει χαρακτηριστικά και με ενθουσιασμό.
Ιανουάριος 2015
Στη διασταύρωση της Μεγ. Αλεξάνδρου με τον πεζόδρομο της Μυκηνών, μπαίνω στο Μυκηνών Γωνία, ένα μεζεδοπωλείο με πολύ προσεγμένο διάκοσμο και πιστή πελατεία στα τριάμισι χρόνια που λειτουργεί. Εκτός από μεζέδες σερβίρει και πιάτα ημέρας σε τιμές που ξεκινούν από 10 ευρώ κατ' άτομο ανάλογα και με τα
ΧΑΟΥΖ
64
Εξ Αδιαιρέτου
65
Εξ Αδιαιρέτου Δυάρι
ποτά. Ανοίγει στις 2 το μεσημέρι και κλείνει στις 2 το βράδυ. Η ατμόσφαιρα των ταινιών με θέμα τον κόσμο της μαφίας χαρακτηρίζει την παιχνιδιάρικη διακόσμηση του καφέ-μεζεδοπωλείου Don Vito στο Νο 109-111 της Μεγ. Αλεξάνδρου. Από τα νεότερα αποκτήματα του δρόμου, άνοιξε τον περασμένο Νοέμβριο και λειτουργεί από τις 10 το πρωί έως αργά το βράδυ. Κάτω από τα πορτρέτα του Αλ Πατσίνο και άλλων γνωστών κινηματογραφικών γκάνγκστερ θα απολαύσετε ελληνική κουζίνα, πιάτα ημέρας, μπίρες, ρακόμελα, κρασί και ρακή. Το Εξ Αδιαιρέτου (Μεγ. Αλεξάνδρου 120) πήρε το όνομά του από την παρέα των τριών νεαρών που το
έφτιαξαν πριν από μόλις δύο μήνες. Ενα πολύ χαριτωμένο καφέ-μπαρ που σερβίρει επίσης μεζέδες, ορεκτικά και σαλάτες, κάνοντας focus στην ψαγμένη μουσική που και εδώ είναι ένα χαρούμενο μείγμα από funk, rock 'n' roll και swing. Το πανέξυπνο στήσιμο του dj-booth, κατασκευασμένο από παλιά ηχεία και ηχητικά μηχανήματα, δίνει το στίγμα του μαγαζιού. «Αποφασίσαμε να ανοίξουμε εδώ επειδή είναι και το σημείο όπου διασκεδάζαμε πριν», μου λέει η ομάδα. «Θέλαμε να τραβήξουμε φοιτητές, νέο κόσμο, πιο εναλλακτικό, που θέλει να διασκεδάσει ποιοτικά χωρίς να ξοδέψει πολλά χρήματα». Οι τιμές για τις μπίρες ξεκινούν από 2,5 ευρώ και για το φαγητό από 2-6 ευρώ «το πολύ». Ανοίγει τις πόρτες του καθημερινά από τις 10 το πρωί έως τις 3 το βράδυ, ενώ τα Σάββατα μένει ανοιχτό και πιο αργά.
Ιανουάριος 2015
66
Kreuzberg
Kreuzberg ονομάζεται ένα μεγάλο, ιδιαίτερο μπαρ στην οδό Πλαταιών 36, χαρακτηριστικό της σκηνής στους γύρω δρόμους. Ανοιξε πριν από ένα χρόνο με καλά ποτά, ενώ προσφέρει συνοδευτικά κρύα πιάτα, λουκάνικα και σαλάτες. Και εδώ, το βιομηχανικό design βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με πινελιές self-made και παλιά έπιπλα που συνθέτουν μικρά καθιστικά μπροστά στη μεγάλη τζαμαρία που βλέπει στο δρόμο. Η μουσική εξαρτάται από τις μέρες, καθώς djs εναλάσσονται στα decks του παίζοντας hip-hop, freestyle, rock, indie και funk. Οι τιμές για τις μπίρες ξεκινούν από 2 ευρώ και το ποτό κοστίζει 6 ευρώ. Το ΧΑΟΥΖ βρίσκεται στην οδό Θερμοπυλών 41. Ενα κουκλίστικο μικρό νεοκλασικό με μια μεγάλη αυλή στο πίσω μέρος του, ιδανική για τα καλοκαιρινά βράδια, έχει γίνει ένας ναός για τους λάτρεις της χορευτικής μαύρης μουσικής. Η αγάπη για τη soul και τη funk είναι κοινός παρανομαστής στα περισσότερα στέκια της περιοχής, κάτι που δείχνει έναν πολιτιστικό προσανατολισμό ανοιχτό σε διαφορετικές κουλτούρες και ακούσματα, καθώς και έναν σεβασμό στις πραγματικές ρίζες της ποιοτικής ποπ μουσικής. Ο Γιώργος, που είναι υπεύθυνος του χώρου μαζί με τον φίλο του Βαγγέλη, λέει πως το ΧΑΟΥΖ λειτουργεί από πέρυσι και αναφέρει ότι η περιοχή έχει αλλάξει πρόσωπο. «Παλαιότερα σύχναζαν πολλά πρεζάκια υποβιβά-
ΧΑΟΥΖ
67
Δυάρι
Ιανουάριος 2015
68
ζοντας τη γειτονιά και προκαλώντας φόβο στους κατοίκους της. Τώρα αυτό έχει αλλάξει και υπάρχει ασφάλεια και καθαριότητα, αλλά παρόλα αυτά πολλοί μόνιμοι κάτοικοι δεν συμφωνούν με τα νέα μαγαζιά. Τα πολεμούν, κάτι που δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Δυστυχώς, και εδώ βλέπουμε ότι ο συντηρητισμός των Ελλήνων ζει και βασιλεύει». Εκτός από καλές «μαύρες» μουσικές διοργανώνονται και live rock και swing βραδιές. Οι τιμές για τις μπίρες ξεκινούν από 2,5 ευρώ και το ποτό στα 6 ευρώ. Εξω από το μοντέρνο εσωτερικό του, το καλοκαίρι στη μεγάλη αυλή πραγματοποιούνται θεατρικές παραστάσεις και βραδιές stand-up comedy. Στον μικρό πεζόδρομο της οδού Σφακτηρίας έχει δημιουργηθεί μια κυψέλη μαγαζιών. Ενα από αυτά, το Alphaville, στη διασταύρωση με την οδό Σαλαμίνος είναι ένα μικρό καφέ-μπαρ που θυμίζει νεανικό καφενείο. Ανοίγει στις 11 το πρωί και κλείνει στις 3 το βράδυ. Τα ακούσματα εδώ είναι επίσης soul, jazz, funk, αλλά τα βράδια παίζονται επίσης new wave, darkwave και electro. Η μπίρα κοστίζει 3 ευρώ.
Sixties Dinner
Λίγα μέτρα πιο κάτω, η Ανάδυση είναι ένας μικρός πολυχώρος στον οποίο γίνονται εκθέσεις φωτογραφίας και ζωγραφικής, live και θεατρικές παραστάσεις από μικρούς θιάσους. Ο καλόγουστος χώρος είναι γεμάτος χρώμα με έπιπλα και αντικείμενα που θυμίζουν σπιτικό περιβάλλον με πιάνο. Στο καφέ του σερβίρονται επίσης κρασί, ρακή και μεζέδες από τις 7 το απόγευμα έως αργά το βράδυ. Οι τιμές για τις μπίρες ξεκινούν από 2 ευρώ.
Πυρολίκι
69
Ιανουάριος 2015
Μυκηνών Γωνία
Κείμενο: Πόπη Διαμαντάκου
70
Η τιμή της χώρας και τα social media
Ηταν εκεί στον τόπο του καθημερινού, ζωντανού διαλόγου των πολιτών στο twitter και το facebook, που άναψε ηλεκτρονική φωτιά με την είδηση. Τα σχόλια αποτύπωσαν ακαριαία τη λαϊκή αντίδραση στην «υπουργοποίηση Νικολόπουλου». Εντός και εκτός της χώρας. Και αυτή τη φορά η ταχύτητα της μετάδοσής τους αποδείχθηκε σύμμαχος ενός πολιτισμού, ο οποίος δίνει τη μάχη της καθαρότητας των αξιών του. Δίνει τη μάχη για επικράτηση της κοινωνικής ανοχής, της ελευθερίας των επιλογών και του σεβασμού της προσωπικότητας σε ένα τοπίο που θολώνει από δυσνόητες «συμμαχίες», οι οποίες επιτίθενται στα στοιχειώδη αυτονόητα. Ουδείς είχε ξεχάσει το απίστευτο tweet του εν λόγω βουλευτή των ΑΝΕΛ για τον πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου Σαβιέ Μπετέλ: «Από την Ευρώπη των εθνών-κρατών στην Ευρώπη των που… ριών. Ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου αρραβωνιάστηκε τον αγαπημένο του». Πώς είναι δυνατόν ο εκφραστής του πιο χυδαίου κοινωνικού ρατσισμού να βρεθεί υπουργός όχι απλώς μιας κυβέρνησης με αριστερό πρόσημο, δηλαδή υποτίθεται «εξ ορισμού» προοδευτικής, υπέρ μειονοτήτων, κοινωνικών και ό,τι άλλο, αλλά υπουργός μιας χώρας σύγχρονης, ευρωπαϊκής, που μέσα στη δίνη της κρίσης αγωνίζεται να κρατήσει την τιμή της και να επιδείξει κοινωνικό ήθος. Αυτό που συνέβη με την κυκλοφορία της φήμης και μόνο περί «υπουργοποίησης Νικολόπουλου» την επομένη των εκλογών δεν είχε προηγούμε-
νο. Οι αντιδράσεις αποτέλεσαν κύμα σαρωτικό. Τα tweets της λογικής ανέτρεψαν την πολιτική του καρνάβαλου. Γιατί και η μεταμφίεση στην πολιτική έχει τα όριά της. Αρκεί αυτά να επιβληθούν εγκαίρως. Και εδώ φάνηκε η αξία της ταχύτητας στην έκφραση του δημόσιου αισθήματος. Ωστόσο δεν αναφερόμαστε σε κρουνό σχολίων ενιαίας αντίληψης, όσον αφορά αυτά τα οποία εμφανίστηκαν στα εγχώρια social media. Ξέσπασαν με την ίδια ορμή σχόλια που υπεράσπιζαν την κοινωνική αξία της ανοχής και του σεβασμού της προσωπικότητας και σχόλια εμετικής αισθητικής, εμφυλιοπολεμικά σχόλια που αποτύπωναν τον πιο μαύρο και επικίνδυνο κοινωνικό ρατσισμό. Αλλά ακριβώς αυτή η εικόνα, η εικόνα του μεσαιωνισμού στις αντιλήψεις, είναι που τρομάζει περισσότερο. Γιατί οι κοινωνίες του αποκλεισμού αρνούνται κάθε εξέλιξη, κάθε πρόοδο, παραμένουν κλειστοφοβικές και επαρχιώτικες. Και κανείς δεν θέλει να πιστέψει ότι η κυβέρνηση μιας χώρας, η οποία ψάχνει τον βηματισμό της στον 21ο αιώνα, με πολίτες που επιμένουν να κοιτούν μπροστά, να αναζητούν νέους τρόπους και μεθόδους έκφρασης, παραγωγής, δημιουργίας, επιθυμεί τον αποκλεισμό και την καθήλωση. Αυτό που έχει σημασία στο παράδειγμά μας, γιατί ως παράδειγμα δύναμης των social media αναφέρουμε το γεγονός της κατάργησης μιας παρ' ολίγον καταστροφικής πολιτικής χάρη σε αυτά, είναι ότι έχουν δημιουργήσει στέρεες ρίζες οι ιδέες
των κοινωνικών δικαιωμάτων, ίσως όχι ακόμη αρκετές, αλλά ικανές να αναδείξουν υγιή, προστατευτικά ανακλαστικά από κάθε πολιτικάντικη παράκρουση. Σε αυτό το αισιόδοξο σενάριο ήθελα να καταλήξω, μιας κοινωνίας που αξιοποιεί τις ευκολίες της ηλεκτρονικής επικοινωνίας για να συνθέσει το καινούργιο της πρόσωπο, σύγχρονο, ανθρώπινο, ανεκτικό, πολυπολιτισμικό σε πείσμα οποιασδήποτε πολιτικής επιμένει στη συντήρηση ή ακόμη και την οπισθοχώρηση. Ακριβώς αυτό που έχει επισημανθεί ως μειονέκτημα της φεϊσμπουκικής και twitter-ικής επικοινωνίας -ότι δηλαδή, αποτελώντας διέξοδο για κανιβαλικά ένστικτα διευκολύνει την καθήλωση στον συντηρητισμό- μπορεί, όπως αποδείχθηκε, να μετατραπεί σε πλεονέκτημα της ιστορίας που γράφει η εποχή μας, ενεργοποιώντας ένα άλλο ένστικτο, αυτό της επιβίωσης, το οποίο ανιχνεύει ορθώς, ότι το τέλος βρίσκεται στην άρνηση κάθε εξέλιξης, στην άρνηση εντέλει του μέλλοντος. Γνωρίζουμε ότι χάρη στις ψηφιακές τεχνικές δημιουργήσαμε εικονικές πραγματικότητες που επηρέασαν την αντίληψη του κόσμου για τον εαυτό του. Είναι, ωστόσο, οι ίδιες τεχνικές που αποτελούν πλέον τους κώδικες με τους οποίους διαμορφώνονται οι αφηγήσεις της νέας εποχής. Με την άμεση συμμετοχή όλων μας. Ας το σκεφτούμε. Είμαστε η τιμή της χώρας.