Απρί λιος 2015
Νίκος Καραθάνος Ο Βυσσινόκηπος της Στέγης
Κατερίνα Μαυρογεώργη Ντεμπούτο στο Παγκράτι
Cosplay Ο Αθηναίος Iron Man
Metropolis www.metropolispress.gr
To στοίχημα του Ρενάτο Ο σεφ που πέτυχε σε δύο χώρες
Σκανάρετε το QR Code στην αρχή των κειμένων και ανακαλύψτε έξτρα περιεχόμενο
Edito
2
Σχέσεις στην Αθήνα του Εικοστού Πρώτου Κώστας Τσαούσης kt@m-media.gr Αν είχα απέναντί μου την αγαπημένη φίλη Αλεξάνδρα Κ* -τη δημιουργό της σειράς «Ηρωίδες»- θα τη ρωτούσα εκ περιέργειας και μόνον δύο πράγματα που με «δαιμονίζουν» ως μια νέα αστική ίντριγκα τις τελευταίες μέρες. Α) Αλεξάνδρα Κ*, θα φορούσες ένα από τα δύο ή και τα δύο t-shirts που έφτιαξε με τα χεράκια του ο φιλέλληνας Jean Paul Gaultier τιμώντας τη Μελίνα Μερκούρη; Β) Αλεξάνδρα Κ*, θα ήθελα το πρώτο αφτιασίδωτο σχόλιό σου στη μεγάλη κουβέντα του Απολλοδώρου προς τους Αθηναίους συμπατριώτες του - τους Αθηναίους της κλασικής εποχής: «Aλλο πράγμα οι εφήμερες ηδονές, άλλο ο έρωτας και οι μακροχρόνιες σχέσεις και άλλο, τέλος, ο γάμος». Η επιλογή της Αλεξάνδρας Κ* προφανώς δεν ήταν τυχαία. Η τηλεοπτική σειρά της από την αρχή μέχρι
το τέλος είναι ένα μωσαϊκό των (κάθε μορφής) σχέσεων στη σημερινή Αθήνα - πραγματικοί άνθρωποι, πραγματικοί διάλογοι, πραγματικές εικόνες, πραγματικές ιστορίες σε μια πόλη που δεν απουσιάζει από τον φακό. Και δεν είναι μόνο το μωσαϊκό των σχέσεων που βγαίνει στην οθόνη, αλλά και το γεγονός ότι η σειρά συνοδεύεται -όπως λέει και ένας καλός φίλοςαπό «ολόκληρη την Κοινωνιολογία της παλαιάς Παντείου»! Πριν από λίγο καιρό, όταν ο κομπασμός του Απολλοδώρου μπήκε στη ζωή μου μέσα από νέο βιβλίο του καθηγητή Δημήτρη Κυρτάτα («Το παράπονο της Βρισηίδας: Ερωτας, επιθυμία και εγκράτεια στην ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα» από τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου), δέχτηκα μια πρόσκληση μέσω φίλων στο Facebook για να συμμετάσχω σε μια ανοιχτή, δημόσια συνάντηση για την πολυσυντροφικότητα. Το θέμα της συνάντησης: «Πολυσυντροφικότητα και πολυφοβία, εξερευνώντας άλλα πρότυπα σχέσεων».
Στη σχετική πρόσκληση για τη συνάντηση -οργανωμένη από την Colour Youth και την ομάδα Ανοιχτές Σχέσεις- βρήκα ένα κείμενο που τη συνόδευε και σκέφτηκα να το φιλοξενήσω εδώ: «Είναι η μονογαμία προϊόν της ‘ανθρώπινης φύσης’ ή κοινωνικό κατασκεύασμα; Πώς μπορεί ένα άτομο να έχει δύο ή περισσότερους/ες ερωτικούς συντρόφους με ειλικρίνεια και συναίνεση; »Ελάτε να συζητήσουμε γύρω από την πολυσυντροφικότητα και την πολυφοβία, τις διακρίσεις και τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν τα πολυσυντροφικά άτομα στη χώρα μας. Θα μιλήσουμε επίσης για τη ζήλια και το πώς μπορούμε να τη διαχειριστούμε ώστε να μη γίνεται εμπόδιο στις σχέσεις μας!». Τα t-shirts του Gaultier, η δική μας Μελίνα, ο κομπασμός του Απολλοδώρου, η πολυσυντροφικότητα και πάνω από όλα οι ζωντανές «Ηρωίδες» της Αλεξάνδρας Κ* αποτελούν άφθονο και ενδιαφέρον υλικό για ακόμη μια αστική ίντριγκα στην Αθήνα του Εικοστού Πρώτου.
Index Spin-offs... 12
Καραθάνος... 30
Αμερικανικές τηλεοπτικές σειρές που... αναπαράχθηκαν
Ο «Βυσσινόκηπος» και οι... Μίκυ Μάους
Μεκόλι... 14 Ο σεφ του εστιατορίου Βασίλαινας κρίνει νέους σεφ στη γενέτειρά του
Η Πατησίων Ζει... 16 Ενα έντυπο με βάση έναν δρόμο με μεγάλη ιστορία
Strange cities... 33 Δημιουργίες για την Αθήνα από καλλιτέχνες που δεν την έχουν δει ποτέ
Ο σεισμός στη Χιλή... 59 Μεμής... 18
Μία διαφορετική ερώτηση για καθέναν από τους πρωταγωνιστές
Από τον ΔΟΛ στο τιμόνι του protagon.gr
Αντωνόπουλος... 62 Ο δημοσιογράφος μιλάει για τον Kosmos και τη μουσική βιομηχανία του σήμερα
Μαυρογεώργη... 20 Tο πρώτο της ολοκληρωμένο θεατρικό έργο ανεβαίνει στο Skrow
Σκουρλέτης... 21 Η ψυχή της Bijoux de Kant μιλά για την ομορφιά, τον έρωτα και τον ναρκισσισμό
Bob Theater... 64 Οι συντελεστές των έξι παραστάσεων του φεστιβάλ παρουσιάζουν τη δουλειά τους
Παυριανός... 66 Ανακαλύπτοντας το διαδίκτυο και τα social media εν έτει 2015!
Cosplay... 22 Ηρωες κόμικς, βιντεοπαιχνιδιών και ταινιών παρέλασαν στο Comicdom Con Athens
Αδελφοί Καραμάζοφ... 68 Η Νατάσα Τριανταφύλλη ταυτίζεται με το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι
METROPOLIS
13/1065
www.metropolispress.gr / metropolis@metropolisnews.gr / Facebook: MetropolisPress / YouTube: MetropolisPress Ιδιοκτησία - Εκδοση: Μ media Α.Ε. / Εδρα: Κύπρου 12Α, Τ.Κ. 183 46 - Μοσχάτο, τηλ. 210 4823977, φαξ 210 4832887 Διεύθυνση: Κώστας Τσαούσης Project Manager: Βίκτωρας Δήμας Ειδικός Σύμβουλος: Θάνος Τριανταφύλλου Συντονισμός: Νατάσα Μαστοράκου, Χρήστος Τσαπακίδης Σύνταξη: Ανδρέας Γιαννόπουλος, Νικήτας Καραγιάννης, Βούλα Σουρίλα, Δημήτρης Χαλιώτης Υποστήριξη: Βασίλης Λουκανίδης Εκτύπωση: «Καθημερινές Εκδόσεις» Α.Ε.
Σκίτσο: Πέτρος Χριστούλιας
6
7
Φωτογραφία: Στέφανος Καστρινάκης
Κωνσταντίνος Κυρανάκης Πρόεδρος της νεολαίας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και εκ νέου υποψήφιος για την προεδρία
Απρί λιος 2015
8
Κωνστανίνος Τζούμας Από τις 13 Μαΐου ερμηνεύει τον Κ.Π. Καβάφη στο Θέατρο Χορν
xxxxxxxxxxxxxxxxxxxxxxxxxxxxxxx
Φωτογραφία: Στέφανος Καστρινάκης
9
Απρί λιος 2015
Νατάσα Γιάμαλη Δημοσιογράφος και περιφερειακή σύμβουλος Αττικής με την παράταξη Δύναμη Ζωής
Φωτογραφία: Φώτης Βρότσης
10
Φωτογραφία: Νίκος Παπαγγελής
Leon of Athens Ο τραγουδοποιός γιόρτασε τον έναν χρόνο από την κυκλοφορία του δίσκου του με τίτλο "Global"
11
Φωτογραφία: Στέφανος Καστρινάκης
Γιάννης Στεφανίδης, Νίκος Πουλόπουλος Ιδρυτές του mezoura.com, του πρώτου διαδικτυακού καταστήματος για tailor-made ανδρικά πουκάμισα
Απρί λιος 2015
12
Κείμενο: Χρήστος Τσαπακίδης
13
Απρί λιος 2015
Στον αστερισμό των spin-offs Φέτος ήταν η σεζόν των spin-offs στην τηλεόραση. Εγινε ένας μικρός χαμός. Από τον “Flash” μέχρι το «NCIS: Νέα Ορλεάνη» και από το αγαπημένο “Better call Saul” μέχρι το “CSI: Cyber”. Για να μην αναφέρουμε το “Fear the walking dead” που κάνει πρεμιέρα μέσα στο καλοκαίρι. Και επειδή μάλλον μπήκα λίγο φουριόζος, επιτρέψτε μου να εξηγήσω κατ’ αρχάς τι εστί “spin-off” για τους μη γνωρίζοντες. Γενικά πρόκειται για ένα ραδιοφωνικό/τηλεοπτικό πρόγραμμα, ένα βιντεοπαιχνίδι ή μία ταινία που προέρχεται από ένα ήδη υπάρχον έργο. Η νέα παραγωγή μπορεί να εστιάζει σε κάποιον από τους δευτεραγωνιστές της υφιστάμενης δουλειάς, να εκτυλίσσεται πριν ή μετά από αυτή ή να συνδέεται με οποιονδήποτε άλλο τρόπο μπορείτε να φανταστείτε. Με βάση, λοιπόν, όλα αυτά, είπαμε να ρίξουμε μία ματιά στις τηλεοπτικές σειρές με τα περισσότερα ή πιο πολυσυζητημένα spin-offs κατά την τελευταία 15ετία. Ενα από τα πολυαναμενόμενα τηλεοπτικά «βλαστάρια» ήταν το “Joey”, το οποίο κλήθηκε να καλύψει το δυσαναπλήρωτο κενό που δημιουργήθηκε έπειτα από την αυλαία της σειράς «Φιλαράκια» το 2004. Το νέο σίριαλ ακολουθούσε τη ζωή του Τζόι, ο οποίος μετακόμισε στο Λος Αντζελες για να απογειώσει την καριέρα του. Εχοντας ως «προίκα» την αγάπη του κοινού για τα «Φιλαράκια», η σειρά ξεκίνησε με πολύ καλά νούμερα τηλεθέασης (η πρεμιέρα συγκέντρωσε 18,6 εκατ. τηλεθεατές), όμως άρχισε σύντομα να ξεφουσκώνει. Αντεξε τελικά μόλις δύο σεζόν. Μιλώντας για αποτυχημένα spin-offs, δεν μπορούμε να παραλείψουμε το “Criminal minds” (γνωστότερο στην Ελλάδα ως «Διαβολικά μυαλά»), το οποίο εστιάζει στην ομάδα συμπεριφορικής ανάλυσης του FBI. Οι παραγωγοί του ενθαρρύνθηκαν από τα εκατομμύρια τηλεθεατών που παρακολουθούσαν την αρχική σειρά και έτσι αποφάσισαν να δημιουργήσουν μία δεύτερη. Οπερ και εγένετο το 2011, με το “Criminal minds: Suspect behavior”, στο οποίο πρωταγωνιστούσαν ο πολύς Φόρεστ Γουίτακερ και η Τζανίν Γκαρόφαλο. Η νέα σειρά δεν ανταποκρίθηκε στις φιλοδοξίες, με αποτέλεσμα να κοπεί μετά το τέλος της παρθενικής της σεζόν. Παρόλα αυτά, οι παραγωγοί δεν πτοήθηκαν και ετοιμάζουν ένα νέο spin-off με τίτλο “Criminal minds:
Beyond borders”. Τα στοιχήματα, μάλιστα, έχουν ανέβει κι άλλο, καθώς στη καινούργια σειρά πρωταγωνιστούν η Αννα Γκαν (η γυναίκα του Γουόλτερ Γουάιτ πολεμά πλέον το έγκλημα), και ο Γκάρι Σινίζ. Ο οποίος Σινίζ έχει ιδιαίτερη πείρα από spin-offs. Και αυτό γιατί είχε πάρει στην πλάτη του το «CSI: Νέα Υόρκη» για εννέα ολόκληρες σεζόν (2004-2013), στον ρόλο του Μακ Τέιλορ. Η συγκεκριμένη σειρά δεν είναι ο μόνος «βλαστός» του CSI. Πριν από αυτή είχε προηγηθεί το «CSI: Μαϊάμι», το οποίο έκανε πρεμιέρα το 2002. Και ενώ φαινόταν ότι τα spin-offs του συγκεκριμένου franchise ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους, ένα τρίτο έσκασε μύτη μόλις τον περασμένο Μάρτιο: το “CSI: Cyber” με πρωταγωνίστρια τη φετινή νικήτρια του Οσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου, Πατρίσια Αρκέτ. Αν και το “Cyber” έχει καταφέρει να προσελκύσει κατά μέσο όρο πάνω από 10 εκατ. τηλεθεατές ανά επεισόδιο, η βαθμολογία του από το κοινό είναι ιδιαίτερα χαμηλή (4,9 στο IMDB) και δεν είναι ακόμη σίγουρο εάν θα πάει σε δεύτερο κύκλο. Καλύτερη τύχη έχει ένα spin-off μίας άλλης τηλεοπτικής «οικογένειας», το «NCIS: Νέα Ορλεάνη», το οποίο έκανε φέτος την παρθενική του εμφάνιση και ανανεώθηκε και για δεύτερη σεζόν. Πριν από αυτό είχε προηγηθεί μία αποτυχημένη προσπάθεια αναπαραγωγής της σειράς με το “NCIS: Red”, το οποίο κόπηκε με συνοπτικές διαδικασίες πρόπερσι έπειτα από την προβολή του πίλοτου. Μαζί με τη «Νέα Ορλεάνη» προβάλλονται άλλα δύο “NCIS”: η original σειρά (που έκανε πρεμιέρα το 2003 και είναι μία από τις πιο αγαπημένες των Αμερικανών), αλλά και το «NCIS: Λος Αντζελες», το οποίο έκανε πρεμιέρα το 2009 και στο οποίο πρωταγωνιστούν ο Κρις Ο’Ντόνελ και ο ράπερ LL Cool J - αν και την παράσταση κλέβει το δίδυμο Ντανιέλα Ρούα-Eρικ Κρίστιαν Oλσεν, αλλά και η δαιμόνια Λίντα Χαντ. Αυτό που γνωρίζουν ελάχιστοι, πάντως, είναι ότι το ίδιο το αρχικό NCIS αποτελεί spin-off μίας ιδιαίτερα επιτυχημένης σειράς που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και έριξε αυλαία το 2005, του “JAG”, το οποίο εστίαζε επίσης στο αμερικανικό πολεμικό ναυτικό. Και μια και βρισκόμαστε στις σειρές που έκαναν πρεμιέρα την τρέχουσα σεζόν, ας δούμε άλλες δύο. Το “Flash” βασίζεται στον ομώνυμο υπερήρωα της DC
Comics, ο οποίος έχει ως δύναμή του την υπεράνθρωπη ταχύτητα. Το σίριαλ εκτυλίσσεται στο ίδιο σύμπαν με το “Arrow”, μία επίσης επιτυχημένη σειρά που έκανε πρεμιέρα το 2012 και κατάφερε να ενθουσιάσει το κοινό. Παρόλα αυτά, η «ναυαρχίδα» των spin-offs για φέτος είναι το “Better call Saul”, μία σειρά που βγήκε από τα σπλάχνα του αξέχαστου “Breaking bad” και διηγείται τον βίο και την πολιτεία του καπάτσου Σολ Γκούντμαν/Τζίμι ΜακΓκίλ προτού αναλάβει δικηγόρος του Γουόλτερ Γουάιτ και βρει τον μπελά του. Η σειρά γνώρισε θερμή υποδοχή από το κοινό: το πρώτο του επεισόδιο προσέλκυσε 6,9 εκατ. τηλεθεατές (επίδοση-ρεκόρ για την καλωδιακή τηλεόραση όσον αφορά τις πρεμιέρες σειρών), ενώ η βαθμολογία του σίριαλ στο IMDB «έπιασε» 9,1 (μία από τις υψηλότερες στην κατηγορία). Και αφού το πρώτο τεστ του AMC ήταν απολύτως θετικό, το αμερικανικό συνδρομητικό κανάλι δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεκμετάλλευτο το «πετράδι του στέμματός» του αυτή τη στιγμή. Ετσι, τα ζόμπι στη μικρή οθόνη θα πολλαπλασιαστούν, καθώς το “Walking dead” αποκτά μικρό αδελφάκι, το “Fear the walking dead”, το οποίο θα κάνει πρεμιέρα μέσα στο προσεχές καλοκαίρι. Ποιος όμως είναι τελικά ο πρωταθλητής των spin-offs μέσα στον 21ο αιώνα; Πρόκειται για το αστυνομικό «Νόμος και Τάξη», μία από τις πιο επιτυχημένες και μακροβιότερες σειρές της μικρής οθόνης (διήρκεσε 20 σεζόν και έριξε αυλαία το 2010). Εχουμε και λέμε: “Law & Order: Special Victims Unit” (γνωστό στα ελληνικά και ως «Νόμος και Τάξη: Ειδική Ομάδα» - έκανε πρεμιέρα το 1999), “Law & Order: Criminal intent” (2001-2011), “Law & Order: Trial by jury” (κράτησε μόνο τη σεζόν 2005-2006) και “Law & Order: LA” (κράτησε επίσης μόνο μία σεζόν, το 2010-2011). Με το τελευταίο, μάλιστα, η Πόλη των Αγγέλων καθίσταται η πρωτεύουσα των spin-offs, τουλάχιστον όσον αφορά την εμφάνισή της σε τίτλους (υπάρχει και το «NCIS: Λος Αντζελες»). Και εάν δεν σας φτάνουν αυτά, το «Νόμος και Τάξη» απέκτησε συγγενείς στη Βρετανία (“Law & Order: UK”), στη Γαλλία (“Paris enquêtes criminelles” και δύο στη Ρωσία!
14
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου / Φωτογραφία: Στέφανος Καστρινάκης
15
Απρί λιος 2015
Σεφ δύο χωρών
Ο Ρενάτο Μεκόλι όταν δεν μαγειρεύει στο εστιατόριο Βασίλαινας στον Πειραιά βρίσκεται σε τηλεοπτικό στούντιο της Αλβανίας για τις ανάγκες του τρίτου κύκλου του MasterChef. Ο 33χρονος σεφ ήρθε στην Ελλάδα όταν ήταν 11 ετών και σήμερα δεν την αλλάζει με τίποτα. Αν και έχει συχνά προτάσεις για δουλειά στην Αλβανία δεν σκέφτηκε ποτέ να αφήσει τη χώρα που τον έμαθε να μαγειρεύει και τον ανέδειξε ως σεφ. Πριν από λίγες μέρες ο Ρενάτο απέσπασε μια ακόμη διάκριση· αυτή του βραβείου για ελληνική δημιουργική κουζίνα από τη διοργάνωση Χρυσοί Σκούφοι του περιοδικού «Αθηνόραμα». Αλλά μεγαλύτερη σημασία για αυτόν δεν έχει ότι οι κριτικοί θαύμασαν το κατσικάκι του στη γάστρα με μυρωδάτο ριζότο με μάραθο και κολοκυθάκια, όσο ότι το έχει αγαπήσει τόσο ο κόσμος, όπως και όλα τα πιάτα του. Οπως και τον ίδιο. Στα είκοσι χρόνια που ζει στην Ελλάδα δεν ένιωσε ποτέ μειονεκτικά εξαιτίας της καταγωγής του. Πήρε αγάπη, ενσωματώθηκε γρήγορα, αν και όπως μου εξομολογείται έκανε πάνω από μια εβδομάδα να μάθει πού βρισκόταν το σπίτι του στη νέα του γειτονιά, στον Νέο Κόσμο, γειτονιά που μένει μέχρι σήμερα. Οταν έπρεπε να αποχωριστεί το Φιέρι ένιωθε δυσαρεστημένος. «Μπορεί να έφυγα από μια χώρα που ήταν δύσκολα τα πράγματα, αλλά ήμουν παιδί και ήμουν χαρούμενος. Τα έβλεπα όλα καλά, όπως τα βλέπει ένα παιδί. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να φύγω. Τώρα δεν θέλω σε καμία περίπτωση να γυρίσω πίσω», αναφέρει ο ίδιος, αν και παραδέχεται ότι η Αλβανία έχει αλλάξει εντελώς τα τελευταία χρόνια. «Στην Ελλάδα υπάρχει τρομερή θετική ενέργεια. Οπου και να πας νιώθεις ζωντάνια και θέλεις να κάνεις πολλά πράγματα. Στην Αλβανία νιώθω καλά, αλλά όχι για να ζήσω εκεί». «Και η μαγειρική πώς μπήκε στη ζωή σου;» τον ρωτάω. «Αρχισε όταν ήμουν επτά χρονών, χωρίς φυσικά να
το καταλάβω», θυμάται ο Ρενάτο. «Εβλεπα τη μητέρα μου να μαγειρεύει και τα αρώματα που έβγαιναν από την κουζίνα και ήθελα να δοκιμάσω. Ετσι μια μέρα που οι γονείς μου έλειπαν στη δουλειά και ήμουν μόνος στο σπίτι με τον αδερφό μου αποφάσισα να δοκιμάσω. Πήρα το κοτόπουλο που είχε αφήσει η μαμά μου για να μαγειρέψει το βράδυ, καθάρισα τις πατάτες -με τον τρόπο που το κάνει ένα παιδί- και τα έβαλα στο φούρνο. Μόνο που νόμιζα ότι δεν χρειάζεται να ανοίξω τίποτα άλλο, ούτε θερμοστάτη, ούτε τίποτα. Και φυσικά το φαγητό δεν ψήθηκε», λέει γελώντας και συνεχίζει: «Οταν γύρισε η μαμά μου στο σπίτι και αναρωτήθηκε τι κάνω, της απάντησα: 'Εδώ, περιμένω να ψηθούν οι πατάτες'. μου εξήγησε πόσο επικίνδυνο είναι και να μην το ξανακάνω». Από τότε ο Ρενάτο έμαθε να χειρίζεται άψογα τον φούρνο, να φτιάχνει τις δικές του συνταγές και να δημιουργεί πάνω σε διάφορα είδη κουζίνας. Οταν ήρθε στην Ελλάδα δούλεψε σαν λαντζιέρης στη Σπονδή, και παρόλο που δεν ήξερε πόσο διάσημο ήταν το εστιατόριο είχε εντυπωσιαστεί από τη χλιδή και την εμπιστοσύνη που του έδειχνε ο κόσμος. Δεκαπέντε ετών μόνο, αλλά όταν τελείωνε με τη λάντζα πήγαινε στην κουζίνα και τρελαινόταν να βοηθάει τον Ερβέ Προνζάτο, που ήταν τότε σεφ στο εστιατόριο. Αυτός είναι ο μέντοράς του, ο πρώτος άνθρωπος που είδε το ταλέντο του στη μαγειρική και τον ώθησε να σπουδάσει πάνω σε αυτό. «Με παρακολουθούσε, μου έδινε οδηγίες και ήταν πάντα αυστηρός και εγωιστής, κάτι που μου έκανε πολύ καλό. Γενικά είμαι πάντα ευγνώμων στους ανθρώπους που λένε τα πράγματα όπως είναι, που είναι απαιτητικοί. Ο Ερβέ είναι ο μέντοράς μου. Τον κοιτούσα και μάθαινα». Τα επόμενα χρόνια ο Ρενάτο σπούδαζε μαγειρική και παράλληλα δούλευε στη Σπονδή. Εκεί μπήκε για πρώτη φορά στην κουζίνα και αργότερα ακολούθησε τον Ερβέ σε ό,τι έκανε. Ετσι ήρθε και το Hytra, το Δανάη και το Funky Gourmet και πριν από πέντε χρόνια ο Βασίλαινας και η δημιουργική ελληνική κουζίνα, στην οποία ο Ρενάτο διαπρέπει. Αν τον ρωτήσεις τι σημαίνει
για αυτόν το συγκεκριμένο είδος, ο ίδιος απαντά: «Να γεύεσαι αυτό που σου αρέσει, αυτό που έχεις φάει από μικρός από τη γιαγιά σου, να είναι νόστιμο με απλά υλικά και ο σεφ να προσθέτει τη φαντασία του. Ολο το σύμπαν να δουλεύει για να βγάλεις ένα δημιουργικό πιάτο, με χρώματα και ζωντάνια». Διακεκριμένος σεφ στην Ελλάδα, σταρ και κριτής του MasterChef στην Αλβανία. Ο ίδιος δεν μπορεί να συνηθίσει ότι είναι μπροστά στις κάμερες και συχνά είναι πιο αυθόρμητος από ό,τι πρέπει. Είναι έντονος και μιλάει ανοιχτά στους διαγωνιζόμενους, όπως θέλει να μιλάνε και σε εκείνον. Οι τηλεθεατές τον θαυμάζουν, τον αγαπάνε και την ώρα που παίζει το κάθε επεισόδιο στην Αλβανία δεν κυκλοφορεί κανείς, όπως με πληροφορεί. Είναι μια τεράστια παραγωγή για τη χώρα, πολύ ακριβή και είναι λογικό οι δύο πρώτοι κύκλοι να έχουν συγκεντρώσει ιδιαίτερα υψηλή τηλεθέαση, όπως αναμένεται να γίνει και με τον τρίτο, τα γυρίσματα του οποίου έχουν ήδη ξεκινήσει. Αναπόφευκτα η συζήτηση με τον Ρενάτο περνάει και σε θέματα ρατσισμού. Ο ίδιος δεν θυμάται να έχει βιώσει κάποια ρατσιστική επίθεση ως παιδί, ενώ ένα περιστατικό που είχε συμβεί όταν εργαζόταν στο Emporio Armani στο Κολωνάκι το αποδίδει περισσότερο στην παραξενιά της ιδιοκτήτριας και όχι τόσο στην καταγωγή του. Αλλωστε λίγους μήνες μετά του ζήτησαν να επιστρέψει στη δουλειά του και όλα πήγαν καλά. Δεν ένιωσε το ίδιο όμως και όταν τον περίμεναν άγνωστοι έξω από τον Βασίλαινα για να τον φοβίσουν. Τον έβρισαν, τον χτύπησαν και του ζήτησαν να φύγει από τη χώρα. Τρόμαξε, αλλά δεν σκέφτηκε ούτε μια στιγμή να αλλάξει κάτι από τη ζωή του. Τεράστια σημασία σε αυτό έπαιξε η αγάπη και η εμπιστοσύνη που ένιωσε από τους φίλους τους, από τον ιδιοκτήτη του εστιατορίου και από τους θαμώνες του. Ο Ρενάτο δεν έχει κανένα λόγο να φύγει από την Ελλάδα, την αγαπάει, δουλεύει και συνεχίζει να εξελίσσεται διαρκώς. Αυτή τη στιγμή ετοιμάζει το καλοκαιρινό μενού του εστιατορίου και σχεδιάζει δεκάδες πράγματα για το μέλλον. Του ευχόμαστε να τα πραγματοποιήσει όλα.
16
17
Απρί λιος 2015
H Πατησίων ζει και έχει άποψη Η Πατησίων ζει και ξεκινάει κάθε πρωί από την Ομόνοια διανύοντας 4,5 χιλιόμετρα μέχρι το τέρμα της, κοντά στον σταθμό του τρένου. Ενώνει πόλεις μέσα στην πόλη και εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που ζουν, εργάζονται και τη στηρίζουν οικονομικά με τις επιχειρήσεις τους, τα καταστήματά τους και με το ότι ζουν σε αυτή. Από την αρχή η ιδέα ήταν η «Η Πατησίων Ζει» να γίνει μία εφημερίδα που θα μιλάει απλά ελληνικά. Σοβαρή όταν χρειάζεται, χιουμοριστική πολύ συχνά και κυρίως με άποψη για ό,τι συμβαίνει γύρω μας. Να κρίνει, να προκρίνει, να κατηγορεί και να επιβραβεύει. Να ακούει, να ανταλλάσσει ιδέες, να υπολογίζει τις γνώμες των άλλων και πολλές φορές να τις προβάλλει. Ολα αυτά δεν είναι ένα εύκολο κομμάτι. Θέλει προσπάθεια, επιμονή και υπομονή. Αυτό επιτεύχθηκε όταν εκείνοι που ζουν εδώ άρχισαν να δημιουργούν μία σχέση εμπιστοσύνης μαζί μας. Αρχισαν με τη δική τους πρωτοβουλία να συμμετέχουν, να προτείνουν, να κρίνουν. Οι άνθρωποι της γειτονιάς αγκάλιασαν αμέσως αυτή την πρωτοβουλία, ίσως γιατί η περιοχή χρειαζόταν κάτι για να «ανέβει». Η εφημερίδα κινήθηκε πάνω στη βασική ιδέα μας πως Αθήνα είναι όλη η πόλη. Η Κυψέλη, τα Πατήσια, τα Εξάρχεια, το Γαλάτσι δεν είναι συνοικίες. Είναι πόλεις μέσα στην πόλη. Κάποιος έγραψε ότι είμαστε το μοναδικό έντυπο που έχει στηθεί με βάση έναν δρόμο, μία λεωφόρο. Για εμάς η Πατησίων είναι ο δρόμος με μεγάλη ιστορία, ιστορικά κτίρια, ιδιαιτερότητες και πολιτισμό. Είναι ο δρόμος που βλέπει την Ακρόπολη! Στην αρχή μας έλεγαν πως δεν είναι ωραίος σαν τίτλος εφημερίδας. Πως έχει τρεις συλλαβές και άρα δεν μένει ή ότι κουράζει, πως είναι υπεραισιόδοξος. Εμάς μας άρεσε γιατί ήταν κάτι καθαρό, απλό και έντονο. Οταν ένας δημοσιογράφος, άγνωστος σε μας, έγραψε για την εφημερίδα μας, την ονόμασε ως το «γέννημα θρέμμα της κρίσης». Και
είχε δίκιο. Από το editorial του πρώτου τεύχους λέμε: «Θέλουμε να κάνουμε γνωστή την ύπαρξη ενός δυναμικού κομματιού, που ζει, εργάζεται, περπατάει στους δρόμους. Ενα δυναμικό κομμάτι, όχι τόσο οικονομικά, όσο σαν αντίληψη και άποψη. Εμείς λέμε πως η ζωή συνεχίζεται, πιο δύσκολη και αγχωμένη, πιο περίεργη και πιεσμένη, αλλά συνεχίζεται». Και σε ένα από τα επόμενα φύλλα προσθέτουμε: «Η Πατησίων συνεχίζει τη ροή της, μαγαζιά ανοίγουν και κλείνουν, άνθρωποι χαμογελούν και απελπίζονται, προχωράνε και σταματάνε. Το τρόλεϊ με τον αριθμό 3 συνεχίζει, εδώ και δεκαετίες να κάνει το ίδιο δρομολόγιο, με τον ίδιο αριθμό... Το τρόλεϊ αντέχει, εμείς δεν θα αντέξουμε;».
Τα θέματα Η αλήθεια είναι πως στην αρχή υπήρχε ένα άγχος. Μήπως τελειώσει γρήγορα ο κύκλος… Θα μπορούσε το έντυπο να παρουσιάζει συνεχώς θέματα, αφιερώματα και κείμενα ή μετά από λίγα τεύχη θα υπήρχε ένα στέρεμα που θα μας οδηγούσε σε επαναλήψεις ή αναπαραγωγές από το διαδίκτυο; Να το πούμε καθαρά πως η ίδια η ζωή, οι αναγνώστες, η κίνηση της πόλης και η επικαιρότητα μας τροφοδοτούν συνεχώς με τόσα πολλά ερεθίσματα και προτάσεις, που αισθανόμαστε λίγοι και μικροί να ανταποκριθούμε. Δεν χρειάζεται τίποτε παραπάνω από το να ακούς, να βλέπεις και να σκέφτεσαι. Η αλήθεια είναι πως αποφεύγουμε κάποιες κατηγορίες θεμάτων. Προτιμάμε να μπλέκουμε το παρελθόν με το μέλλον, να ξύνουμε λίγο την άσφαλτο για να βρούμε κάπως το παλιό χώμα. Θέλουμε αυτό το έντυπο να διαβάζεται, να είναι ωραίο εικαστικά και χρήσιμο. Να είναι κοντινό, οικείο και να ξαφνιάζει ευχάριστα. Τα κείμενα γράφονται από εμάς και από δεκάδες φίλους και γνωστούς με μοναδικό κριτήριο να νιώθουν την ψυχή του εντύπου. Αλλοι είναι δημοσιογράφοι, άλλοι απλοί καθημερινοί άνθρωποι και άλλοι επιστήμονες. Ομως μέσα από τις σελίδες μας όλα αυτά ενώνονται και βγάζουν μία ψυχή, όχι μονολιθική και μονόπλευρη. Ακόμα θυμόμαστε κάτι που μας είπε ένας
κύριος: «Αυτό που κάνετε είναι τίμιο και ειλικρινές... είναι σαν κάποιος να νοιάζεται για σένα». Ο σχεδιασμός Το ατελιέ πιέζεται πολύ. Δεν είναι εύκολο να δημιουργήσεις τόσες πολλές μακέτες, να σχεδιάσεις σελίδες με κείμενα, φωτογραφίες και αφιερώματα. Και στο τέλος αυτό που βγαίνει να το θεωρείς όμορφο, λειτουργικό και έξυπνο. Αλλά και αυτό είναι ένα στοίχημα που κάποιες φορές το κερδίζεις και κάποιες ίσως όχι. Ομως όταν ακούς καλά λόγια ή καταλαβαίνεις ότι πολύ απλά αρέσει, τότε ικανοποιείσαι. Δεν υπάρχει πιο ωραίο πράγμα από το να είσαι χωρίς να σε ξέρουν, κοντά σε κάποιους που το ξεφυλλίζουν και να ακούς καθαρά τη γνώμη τους, όχι φιλτραρισμένη, αλλά αυθόρμητη. Σχέσεις Θα ήταν δύσκολο να αντέξουμε εάν δεν υπήρχε η στήριξη από όλους αυτούς που διαφημίζονται στην εφημερίδα, που σε δύσκολες εποχές τη στηρίζουν. Μαζί τους χτίζουμε μία σχέση εμπιστοσύνης. «Η Πατησίων Ζει» δεν μπορεί να νοηθεί σαν μία εφημερίδα με 10 πανάκριβες καταχωρήσεις και lifestyle θέματα. Για μας είναι στοιχείο της ταυτότητάς μας η ύπαρξη των τοπικών μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και υπηρεσιών. Δεν μπορούμε όμως να μην αναφερθούμε στα κορίτσια και τα αγόρια που μας βοηθούν στο μοίρασμα από το πρώτο τεύχος. Είναι το πρόσωπό μας και μας μεταφέρουν τη γνώμη του κόσμου. Και βέβαια σε όλους αυτούς που παίρνουν φύλλα και τα διακινούν σε φίλους και γνωστούς, που προτείνουν σε γνωστούς τους να διαφημιστούν στο έντυπο. Μας βοηθάνε όσο δεν φαντάζονται. Λοιπόν, ξέρουμε ελάχιστους από όλους όσους μας διαβάζουν. Χαμογελάμε σε όλους, είμαστε εδώ, ανοιχτοί σε ιδέες, προτάσεις και κριτικές.
18
Κείμενο: Κώστας Τσαούσης / Φωτογραφία: Στέφανος Καστρινάκης
19
Απρί λιος 2015
Ενας πρωταγωνιστής με παράδοση! Τον Χρήστο Μεμή τον γνώρισα μέσα από ένα κείμενό του για τον Τζον Λένον που δολοφονήθηκε τον Δεκέμβριο του 1980. Το άρθρο του στη τρίτη σελίδα της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη» (ιδιοκτησίας της οικογένειας Βελίδη με διευθυντή τον Αντώνη Κούρτη) ήρθε στα χέρια μου με τη μορφή φωτοτυπίας την ώρα του μεσημεριανού φαγητού σε ένα χορτοφαγικό εστιατόριο πίσω από το κτήριο του Αμερικανικού Προξενείου - όπως καταλάβατε μιλάμε για τη συμπρωτεύουσα... στο μεταίχμιο της Αλλαγής. Ο Μεμής ήταν ήδη δημοσιογράφος και εγώ ένας απλός φοιτητής στο κλίμα της ύστερης μεταπολίτευσης. Κρατούσα για χρόνια τη φωτοτυπία στο αρχείο μου -γιατί όπως ισχυρίζεται και μια φίλη φεμινίστρια στα νιάτα της, «τα αγοράκια διατηρούν αρχείο και τα κοριτσάκια ημερολόγιο»- και όταν μετά από 11 χρόνια, στις αρχές του 1991, οι δρόμοι μας συναντήθηκαν στο κτήριο της Χρήστου Λαδά (στο επιτελείο του ΔΟΛ και του «Βήματος»), η φωτοτυπία ήταν ήδη ανάμνηση. Σήμερα, ο Μεμής δεν κατοικεί στον ΔΟΛ. Αλλαξε το καθημερινό του δρομολόγιο και βρίσκεται πια στο protagon.gr. Από το… χαρτί λοιπόν που τόσο αγάπησε και υπηρέτησε συνεχίζει στο διαδίκτυο, έχοντας πλέον και την εκδοτική ευθύνη του εγχειρήματος. Ενας κύκλος έκλεισε, ένας κύκλος ανοίγει. Με νεανικό ενθουσιασμό, μεράκι και πείσμα, συνοδεία ώριμων επιλογών. Τον ρώτησα σε μια από τις τελευταίες συναντήσεις μας αν θα έβγαζε εφημερίδα: «Υπό προϋποθέσεις, ναι. Μια εβδομαδιαία εφημερίδα. Με καθορισμένο ορίζοντα ζωής, πχ. μια πενταετία». Μια ειλικρινής και τίμια απάντηση που θα έδινε και σε όποιον ενδιαφερόμενο επενδυτή ή γκρουπ επενδυτών συναντούσε στον δρόμο του. Ναι, αλλά τώρα βρίσκεται στο protagon.gr και εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι η εκδοτική και επιχειρηματική ανάπτυξή του. Η συνταγή του; Ο Μεμής πιστεύει σταθερά -και κυρίως με άποψη που έχει συνέπεια και συνέχεια- ότι το καλό δημοσιογραφικό περιεχόμενο μετράει πάντα ανεξάρτητα από την πλατφόρμα και το μέσο που το φιλοξενεί. Για εκείνον μετρά και η δουλειά του δημοσιογράφου
-που παραμένει στα… αυτονόητα της δημοσιογραφίας-, αλλά και η υπογραφή του. Ποτέ δεν ήταν οπαδός της δημοσιογραφίας των εκπτώσεων και του περιεχομένου raw material. Ο νοών νοείτω! Σε κάθε περίπτωση, ο Μεμής με το νέο εγχείρημά του πιστεύει στη δύναμη του διαδικτύου και στα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει έναντι των παραδοσιακών μέσων (όπως οι εφημερίδες), αρκεί να υπάρχει μία και μόνη προϋπόθεση: να υπάρχει μία έγκυρη και αξιόπιστη δημοσιογραφική ματιά και προσέγγιση η οποία έχει τη δυνατότητα να προσθέτει αξίες σε ένα εκδοτικό προϊόν που ανταποκρίνεται στις επιταγές των καιρών. Ο ίδιος πάντως επιμένει ότι όσα παραδοσιακά μέσα προχώρησαν σε εκπτώσεις για να πλησιάσουν το μεγάλο κοινό και δεν αντιστάθηκαν όσο έπρεπε στην αισθητική της ιδιωτικής τηλεόρασης πλήρωσαν βαρύ κόστος για αυτές τις επιλογές τους. Οπως ήδη έχετε καταλάβει, ο Μεμής παραμένει δημοσιογράφος με το ίδιο πείσμα και το ίδιο μεράκι που επιδείκνυε όταν άρχισε να δουλεύει στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη». Ετος εισόδου 1972. Πριν από 43 χρόνια. Μια ολόκληρη ζωή. Μετά τη «Θεσσαλονίκη» ήρθε η «Εγνατία» το 1981 (εκείνος διευθυντής σύνταξης και η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, νέα τότε ηθοποιός, στο τηλεφωνικό κέντρο της βραχύβιας εφημερίδας). Το 1982 παραλαμβάνει από τους στρατιωτικούς την πρώην ΥΕΝΕΔ στη Θεσσαλονίκη. Τον επόμενο χρόνο κατεβαίνει στην Αθήνα, πρώτα στην «Ελεύθερη Γνώμη» και μετά στην ΕΡΤ, όπου μεταξύ άλλων «εποπτεύει» και την εκπομπή της Ελενας Ακρίτα και του Δημήτρη Κωνσταντάρα. Ακολουθεί το 1987 το «Κέρδος» και στα τέλη του 1990 πηγαίνει στον ΔΟΛ. Πήγε στη Χρήστου Λαδά και έφυγε από τη Μιχαλακοπούλου όταν ο Χρήστος Λαμπράκης δεν ήταν πια στη ζωή. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο βρήκα ένα κείμενο σε blog. Ασχέτως του πόσο συμφωνώ ή διαφωνώ με τα γραφόμενα, πιστεύω πως εχει ενδιαφέρον. Δεν ξέρω τον συγγραφέα του. Μόνο το όνομα του blog και τη διεύθυνση του: urbanchicinbusiness.tumblr.com.
«Ο Χρήστος Μεμής είχε δώσει μια υπόσχεση στο αφεντικό της Χρ. Λαδά και την τήρησε μέχρι τέλους. Αρκετοί είναι εκείνοι στο σινάφι που λένε πως το παράκανε… Και αυτό γιατί παρέμεινε στην αφιλόξενη -για εκείνον και για δεκάδες άλλουςΜιχαλακοπούλου και μετά την 'έξοδο' του patron του ΔΟΛ. Ο Χρήστος Λαμπράκης τον ήθελε τον Μεμή και τον ήθελε δίπλα του -όχι μόνο όταν ο κύριος Σταύρος Ψυχάρης την έκανε για τις ετήσιες παραδοσιακές διακοπές του (όλο και μεγαλύτερης διάρκειας από χρονιά σε χρονιά)-, από τη στιγμή που έγινε οικογενειάρχης για δεύτερη φορά σε ώριμη ηλικία και οι… κουμπάροι έπαιρναν και έδιναν! Ο Μεμής -Σαλονικιός στην καταγωγή και την… ιδεολογία- είναι άνδρας παλαιάς κοπής, από εκείνους που εκτιμούσε ο Λαμπράκης. Αλλωστε, ο Μεμής ήταν και παραμένει καθαρός στα πολιτικά του, σκυλί στη δουλειά, ικανός να βρίσκει πάντα λύσεις σε κρίσιμες στιγμές και κυρίως δεν είχε δική του προσωπική ατζέντα και δεν αλληθώριζε για μπίζνες (η μάστιγα του ΔΟΛ με ευλογία του κυρίου Σταύρου Ψυχάρη ήδη από τις αρχές του ΄90). Και μη νομίζετε πως ο Μεμής δεν είχε προτάσεις όλα αυτά τα χρόνια. Κάθε άλλο». ΥΓ: H συνέχεια -για όλους όσοι ενδιαφέρονται- στο blog, στην προαναφερόμενη διεύθυνση.
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφία: Μάριος Κουρουνιώτης
20
Η Κατερίνα και ο χρόνος
Την Κατερίνα Μαυρογεώργη τη γνώρισα πριν από ακριβώς 15 χρόνια. Ετυχε να είμαστε συμφοιτητές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα των ΜΜΕ. Δεν ήμασταν φίλοι. Οσες φορές τη συναντούσα ανταλλάζαμε απλά ένα γεια ή ένα χαμόγελο. Η Κατερίνα είχε ήδη ρίξει το βάρος της στη Δραματική Σχολή, στην οποία φοιτούσε τότε. «Ολος ο κόσμος μου ήταν η Δραματική. Οποια ταινία κι αν έβλεπα, ό,τι βιβλίο κι αν διάβαζα το κέντρο μου ήταν η σχολή», θυμάται. Η πρώτη της επαγγελματική δουλειά στο θέατρο έγινε πραγματικά με τις καλύτερες συνθήκες: το 2004, στη Μικρή Πόρτα της Ξένιας Καλογεροπούλου με την «Οικογένεια Νώε», σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου. Μετά συναντήθηκε θεατρικά με τον Βασίλη Μαυρογεωργίου, τον οποίο όμως γνώριζε από τα εφηβικά της χρόνια. «Τον γνώρισα σε μία παρέα ένα καλοκαίρι στην Ικαρία. Τα χωριά μας έχουν ένα χιλιόμετρο απόσταση. Αμέσως δέσαμε κι αρχίσαμε να κάνουμε παρέα. Θυμάμαι, γυρίζαμε ταινίες με την κάμερα ενός φίλου μας. Ημουν 14 κι ο Βασίλης ήταν 17», σημειώνει. Το 2013 και μετά από πολλά χρόνια συνεργασίας και κολλητής φιλίας ιδρύουν μαζί με τον Βασίλη, τον Σεραφείμ Ράδη και τη Μαρία Φιλίνη το θέατρο Skrow στο
Παγκράτι. «Οταν με κάποιους ανθρώπους ταιριάζεις έχει σημασία αν τους γνωρίσεις στη δουλειά ή στις διακοπές;» μου λέει με νόημα η Κατερίνα για να προσθέσει λίγο αργότερα: «Μόνο ομαδικά ξέρω να δουλεύω. Μου αρέσει να δουλεύουμε μαζί». Ομαδικά… παρουσιάζει φέτος και το πρώτο της ολοκληρωμένο θεατρικό έργο, το «Μέχρι τώρα». Μόνο που εδώ μπορούμε να μιλάμε για γυναικεία υπόθεση. Η Κατερίνα και η Νικολίτσα Ντρίζη στους δύο ρόλους του έργου, η Μαρία Φιλίνη και η Βάσια Ατταριάν στη σκηνοθετική καθοδήγηση. Ενα έργο για τον χρόνο. «Τι είναι για σένα ο χρόνος;» τη ρωτάω. «Δεν ξέρω. Αυτό το έργο είναι μια προσπάθεια να καταλάβω. Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι κάτι που έγινε χθες μπορεί να μην το θυμάμαι και κάτι που έγινε στην παιδική μου ηλικία να μοιάζει σαν να έγινε χθες. Αυτή η αίσθηση είναι τόσο ζωντανή που σου ανατρέπει τα δεδομένα. Με τρελαίνει ότι οι δεινόσαυροι ήταν στη γη για τόσα δισεκατομμύρια χρόνια και ο άνθρωπος είναι για τόσο λίγο. Πότε έγιναν όλα αυτά; Πότε προλάβανε; Νιώθω μικρή, ελάχιστη κι αυτό με βοηθάει να βλέπω τα πράγματα από την πραγματική τους σκοπιά», παρατηρεί. Κεντρική ηρωίδα του «Μέχρι τώρα» είναι η Αννα, πρωταθλήτρια της κολύμβησης. Ενα κορίτσι που βιάζεται
πολύ. «Πρέπει πολύ γρήγορα και με τον σωστό τρόπο να κλείσει κάποιους λογαριασμούς με το παρόν της, με το παρελθόν της, με το μέλλον της που μάλλον δεν θα έρθει. Κάπως έτσι η Αννα γίνεται η αιτία για να γεννηθεί δίπλα της μία άλλη προσωπικότητα, που θα τη βοηθήσει να εκπληρώσει τους στόχους της. Εμείς τη λέμε Νοσοκόμα στο έργο, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι ένας χαρακτήρας που διαβάζεται από πολλές οπτικές γωνίες», μου επισημαίνει η Κατερίνα. Στο τέλος της κουβέντας μας της εξομολογούμαι τον μεγαλύτερό μου φόβο. Η σκέψη ότι η ζωή του καθενός μας είναι μία κουκκίδα που χάνεται μέσα στο άπειρο του χρόνου. Η Κατερίνα με κοιτάζει χαμογελώντας. «Αν σε βοηθάει κι εγώ έτσι αισθάνομαι. Σκέψου ότι δεν είσαι μόνος σου», μου λέει. Κι ύστερα πάλι το πρόσωπό της φωτίζεται. «Η μεγαλύτερη παρηγοριά όμως είναι όταν μέσα σε όλη αυτή τη μοναξιά νιώσεις ότι με κάποια άλλη ύπαρξη συντονίστηκες. Εστω και για λίγο. Εκεί νιώθεις να τη νικάς τη φρίκη. Είναι το μόνο που μπορεί να διώξει τον φόβο. Μια στιγμούλα ζεστασιάς». Τελικά η μόνη απάντηση στον θάνατο είναι ο έρωτας. Καμία άλλη. Ισως όμως να είναι και αρκετή.
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφία: Μάριος Κουρουνιώτης
Παιχνίδι με τις λέξεις Ο Γιάννης Σκουρλέτης είναι η ψυχή της Bijoux de Kant. Του χρωστάμε τον «Βέρθερο», τη «Στέλλα», τη «Ραμόνα», τον «Πολιτισμό», το «Αχ» (δύο τελευταίες παραστάσεις στην Αθήνα στις 9 & 10 Μαΐου στο Θέατρο Ακαδημία Πλάτωνος). Οι παραστάσεις του είναι πάντα μία εμπειρία. Βαθιά ρομαντικός, ποιητικά στοχαστικός, συναρπαστικά ακατάτακτος… Του ζήτησα να μου γράψει τις σκέψεις του πάνω σε εννέα λέξεις-κλειδιά για τη δουλειά του στο θέατρο. Και το έκανε τόσο ξεχωριστά, όσο ξεχωριστός είναι και ο ίδιος. Ομορφιά Είναι τα σώματα που θυμούνται άλλα σώματα και τρελαίνονται. Είναι το μαραμένο αίμα. Είναι τα περιβόλια που ανθίζουν στο μπετόν Πειραιά και πρωτευούσης. Είναι ο μήνας Ιούλιος. Είναι ο βαφτιστικός σταυρός που έπεσε στα πλακάκια. Είναι που ξαναμπαίνω σε στήθος. Είσαι εσύ που θέλω να είσαι εγώ που είμαι ο ομορφότερος του κόσμου. Σκοτάδι-Φως Ο θάνατος που καταλήγει σε Πάσχα και το Πάσχα που θα ξανασταυρωθούμε. Oλα κιάρο-σκούρο. Πρώτα ναι και μετά όχι. «Δεν θέλω» κι ύστερα πάμε να πέσουμε στο γκρεμό. Αχαρα σώματα που φωτίζουν τις νύχτες με καρτερία. Εκπαγλα σώματα που σαπίζουν ανυπόμονα. Αχ! Μια μέρα ήρθε ο Χρηστομάνος στον ύπνο μου κι όλο αναστέναζε. Το είπα στη Γλυκερία και του έκανε μνημόσυνο. Ευχαριστήθηκε πολύ κι έστειλε Λιόλιες και Νίκους και Βεργινίες να γνωριστούμε καλύτερα. Ηρθε κι η Κερένια, ήμασταν έτοιμοι να ξαναπούμε την ιστορία τους. Γύρισε ο χρόνος ανάποδα και μπήκαν όλοι στα νέα τους σώματα. Αυτή τη φορά ο σκοτεινός και θλιμμένος έρωτας θα βγει από το σώμα της Λένας, του Δημήτρη, της Μαίρης και της Κατερίνας. Ερωτας Πάρ' τα όλα και μην τα κάνεις τίποτα. Πάρ' τα να μη στα χρωστάω. Ελα πάρε μου τη λύπη και μη μου δίνεις τη χαρά. Στήνω σκηνικά, διδάσκω εκφορές λόγου, ψάχνω τα
καλύτερα κείμενα για να στήσω τη μία και μοναδική παράσταση για σένα - τον ένα και μοναδικό θεατή. Μετά σπάσ' τα όλα και φύγε. (Αλλά ξαναέλα αύριο να τα ξανασπάσεις.) Αγάπη Θα είμαι εκεί κι όταν δεν με βλέπεις. Θα πονάει ο παράμεσός μου όταν πονάει ο παράμεσός σου. Θα θυμάμαι το σώμα σου κι όταν δεν θα το επιθυμώ. Εσένα θα πάρω στην εκδρομή γιατί ξέρεις καλά τους δρόμους κι έχεις πάντα έτοιμο το φαρμακείο και τα νερά. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ γιατί δεν θέλω να σε ξεχάσω ποτέ. Παλιό-Καινούργιο Ο παλιός μας έρωτας ήταν του θανάτου. Κι ο καινούργιος το ίδιο. Δίδυμα που χωρίστηκαν αλλά θυμούνται τη μεγάλη κοιλιά και τους μήνες μέσα. Μέχρι να ξανασυναντηθούν. Λένα Δροσάκη Η κότα Καίτη ξεπουπουλιασμένη και η Στέλλα στη γη της απαγγελίας και η Στέλλα στη γη της καλοσύνης και η Λιόλια με βιολιά-φιλιά. Ενα ομιλούν σώμα που έπεσε στον αιώνα μας για να μιλήσει για τους προηγούμενους και τους επόμενους. Παίζει με το μικρό της δαχτυλάκι, με τα μαλλιά της, με την πλάτη της. Μας παίζει όλους και μας παίρνει σβάρνα. Μεγάλη ιστορία η Λένα Δροσάκη. Εχει και μια καρφίτσα στο πέτο της που την προστατεύει. Ναρκισσισμός Το δωμάτιο με τους καθρέφτες. Πολλοί καθρέφτες και αμίλητοι. Εχουν πεθάνει όλοι από σεισμό. Εμεινες εσύ κι οι καθρέφτες. Είσαι ταλαιπωρημένος, αλλά πολύ όμορφος. Είσαι όλοι αυτοί που πέθαναν. Είσαι ο μόνος ζωντανός. Το λένε όλοι οι καθρέφτες ότι δεν υπάρχει άλλος πάνω στη γη. Τη χαίρεσαι την ησυχία. Δεν κοιμάσαι ποτέ. Δεν χρειάζεσαι ύπνο, δεν χρειάζεσαι τίποτε. Πέθανε κι ο Θεός. Εσύ μονάχα γλίτωσες και σ’ αρέσει τόσο πολύ που κλαις και σπάνε καθρέφτες και δωμάτια. Bijoux de Kant Κάτι τύποι που λένε ότι είναι θεατρική ομάδα και πιστεύουν όλα τα παραπάνω.
21
Απρί λιος 2015
22
Κείμενο: Δημήτρης Βαρελάς / Φωτογραφίες: Στέφανος Καστρινάκης, Εύα Ντίδη
23
Απρί λιος 2015
Ντύσου όπως ο ήρωάς σου!
Το σαββατοκύριακο 25 και 26 Απριλίου ανηφορίσαμε από το Πανεπιστήμιο προς την οδό Μασσαλίας. Ηδη από τη Σόλωνος μπορούσες να δεις πλήθος κόσμου να τριγυρίζει έξω από την Ελληνοαμερικανική Ενωση. Εκεί δηλαδή που διοργανώνεται το Comicdom Con Athens, η ετήσια τριήμερη γιορτή των κόμικς. Το Comicdom Con έκλεισε, μάλιστα, φέτος τα 10 του χρόνια! Κάθε χρόνο μεγαλώνει με σταθερούς ρυθμούς, μαζεύοντας όλο και περισσότερο κόσμο. Ελληνες δημιουργοί παρουσιάζουν τις νέες δουλειές τους. Καταξιωμένοι καλλιτέχνες από όλον τον κόσμο συμμετέχουν ως επίσημοι προσκεκλημένοι σε forum και συζητήσεις. Καταστήματα κόμικς και εκδοτικές εταιρείες στήνουν περίπτερα και bazaar. Το ελληνικό κοινό τιμά τους καλύτερους Ελληνες σχεδιαστές της χρονιάς που πέρασε με τα Comicdom Awards. Επίσης πραγματοποιούνται παράλληλες εκδηλώσεις, όπως εκθέσεις πρωτότυπων έργων, sketch events, ειδικές προβολές, αλλά και workshops και μίνι σεμινάρια που αφορούν την εικονογράφηση, το σενάριο και άλλα. Μια από τις πιο ιδιαίτερες στιγμές στο Comicdom Con είναι ο διαγωνισμός Cosplay. Φέτος είναι η πέμπτη χρονιά που διοργανώνεται στην Ελλάδα. Τις προηγούμενες χρονιές δεν είχα καταφέρει να μπω μέσα στην αίθουσα που πραγματοποιείται, καθώς οι προσκλήσεις (που είναι δωρεάν) είναι περιορισμένες, οπότε χρειάζεται ώρες αναμονής στην ουρά για να καταφέρεις να πάρεις στα χέρια σου το μαγικό αυτό χαρτάκι, το οποίο θα σου επιτρέψει την είσοδο στο αμφιθέατρο και θα σε «ταξιδέψει» για δυο ώρες σε φανταστικούς κόσμους. Τι είναι το Cosplay; Σύντμηση των λέξεων Costume και Play. Στο Cosplay κάποιος μεταμφιέζεται σε έναν φανταστικό χαρακτήρα, συνήθως από κόμικς, anime, manga, βιντεοπαιχνίδια και ταινίες! Ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990 στην Ιαπωνία και εξαπλώθηκε γρήγορα στη νοτιοανατολική Ασία, για να περάσει μετέπειτα τον Ειρηνικό και να κάνει θραύση και στις ΗΠΑ.
Cosplayers συνηθίζουν να συχνάζουν σε συνέδρια κόμικς παγκοσμίως, να κυκλοφορούν και να φωτογραφίζονται με τους επισκέπτες. Το ίδιο συμβαίνει και στο Comicdom Con στην Αθήνα. Πολλοί έρχονται ντυμένοι και περιφέρονται μέσα και έξω από τον χώρο, ενώ αρκετοί επισκέπτες σπεύδουν να φωτογραφηθούν μαζί τους. Δεν συμμετέχουν όμως όλοι στον διαγωνισμό του Σαββάτου. Φέτος οι συμμετοχές για τον ατομικό διαγωνισμό έφτασαν τις 40, ενώ οι αιτήσεις ήταν πολλές παραπάνω. Εκτός από τον ατομικό υπάρχει και ο ομαδικός διαγωνισμός (με ανώτατο όριο τα έξι άτομα ανά ομάδα), στον οποίο συμμετείχαν δέκα ομάδες. Οι συμμετέχοντες μέσα στη μέρα παρουσιάζονται ένας ένας στην κριτική επιτροπή, η οποία εξετάζει την κάθε στολή σχολαστικά. Ο διαγωνιζόμενος έχει τρία λεπτά να παρουσιάσει τη στολή του και να εξηγήσει τα στάδια της προετοιμασίας της, καθώς και να απαντήσει σε τυχόν ερωτήσεις τις επιτροπής. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι τα βασικά μέρη της στολής πρέπει να είναι χειροποίητα και όχι αγορασμένα, ενώ τα έτοιμα ρούχα πρέπει να είναι σε σημαντικό βαθμό μεταποιημένα. Εξαιρούνται κάποια αξεσουάρ και τα ρούχα που φοριούνται κάτω από τη στολή. Η κριτική επιτροπή σε αυτή τη συνάντηση βαθμολογεί τους διαγωνιζόμενους για την «ποιότητα κατασκευής» και την «πιστότητα χαρακτήρα», που μετρούν κατά 40% έκαστο στην τελική βαθμολογία. Το υπόλοιπο 20% είναι η «σκηνική παρουσία» αργότερα στην αίθουσα, όπου ο καθένας έχει στη διάθεσή του λίγο χρόνο να ανέβει στη σκηνή και -ενώ ακούγεται ένα μουσικό κομμάτι της επιλογής του- να παρουσιάσει τον χαρακτήρα του και να ποζάρει. Οι τρεις νικητές του ατομικού και του ομαδικού κερδίζουν πληθώρα δώρων από τους χορηγούς της εκδήλωσης. Ομως το μεγαλύτερο έπαθλο για τον πρώτο νικητή του ατομικού είναι η πρόκρισή του στο EuroCosplay! Ετσι, η νικήτρια του φετινού διαγωνισμού θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στο
φετινό πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα Cosplay που θα πραγματοποιηθεί τον προσεχή Οκτώβριο στο MCM Expo του Λονδίνου. Αξιοσημείωτο είναι ότι από τους 40 συμμετέχοντες στο ατομικό, οι 28 ήταν κοπέλες και τα 12 αγόρια. Και οι τρεις πρώτες θέσεις πήγαν σε κορίτσια. Η νικήτρια μεταμορφώθηκε εντυπωσιακά στη Sylvannas Windrunner από το Warcraft universe με απίστευτα προσεγμένες λεπτομέρειες και ωραίο τραγούδι, η δεύτερη σε Aether Wind Kayle από το League of Legends με τεράστια φωτιζόμενα φτερά (φτιαγμένα από υδραυλικούς σωλήνες) και ένα σπαθί ίσα με το μπόι της, ενώ η τρίτη σε Elf Moon Sentinel από το Lineage 2 χάρη σε ένα εντυπωσιακό τεράστιο τόξο. Στο ομαδικό κέρδισε το γκρουπ που μεταμορφώθηκε σε La Muerte (με πολλά κεριά στο καπέλο και το φόρεμα) και Xibalba από το Book of Life, με τα μέλη να ενθουσιάζουν το κοινό με το lipsync τους. Ανεξαρτήτως αν οι στολές είναι περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένες, το σημαντικό είναι ότι βλέπεις μία λάμψη στα μάτια όσων αποφασίζουν να ενσαρκώσουν κάποιον αγαπημένο τους χαρακτήρα. Χρειάζεται μέχρι και μήνες προετοιμασίας για να δημιουργήσουν μια ολοκληρωμένη εμφάνιση που δεν μπορούν να φορέσουν σε πολλές περιστάσεις. Είτε συμμετέχουν στον διαγωνισμό είτε απλά πάνε για βόλτα στο Comicdom, είτε διεκδικούν μια από τις πρώτες θέσεις είτε όχι, όλοι κερδίζουν ένα θερμό χειροκρότημα και αμέτρητα θετικά σχόλια. Διότι -όπως και σε πολλά στη ζωή- σημασία έχει να κάνεις αυτό που αγαπάς και σε εκφράζει.
24
25
Απρί λιος 2015
26
27
Απρί λιος 2015
Κείμενο: Βασίλης Γουδέλης
28
Μια μικρή αναδρομή στο φιλμ νουάρ Εκείνες οι σκοτεινές, «φτηνές» παραγωγές, τα λεγόμενα αστυνομικά b movies, που πήραν την πιο ολοκληρωμένη μορφή τους στο Χόλιγουντ κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ή και λίγο μετά (με γενάρχη το πρώτο κλασικό φιλμ του είδους “The Maltese Falcon”, στα 1941, του Τζον Χιούστον), μάλλον κανείς δεν περίμενε, ούτε οι ίδιοι οι σκηνοθέτες τους, ο Εντουαρντ Ντμίτρικ (“Murder, My Sweet”, 1943), ο Μπίλι Γουάιλντερ (“Double Idemnity”, 1944), ο Χάουαρντ Χοκς (“The Big Sleep”, 1946), ο Οτο Πρέμινγκερ (Laura, 1946), ότι θα είχαν αυτή τη λαμπρή καλλιτεχνική ή εμπορική διαδρομή ως αισθητική άποψη στο χρόνο μέσα από τους επιγόνους τους. Το αν δημιούργησαν Σχολή ή απλώς υπήρξαν ένα καλλιτεχνικό ρεύμα με κοινή αισθητική και διάχυση στην κινηματογραφική έκφραση γενικότερα, αυτό ακόμα εξετάζεται από τους συστηματικούς μελετητές του σινεμά. Πάντως χονδρικά μπορούμε να κατατάξουμε τη «μαύρη» αυτή παραγωγή, τουλάχιστον κατά την πρώτη της περίοδο που καλύπτει τις δεκαετίες ’40 και ’50, σε μια μορφή Σχολής, αφού οι ιδεολογικές και μορφικές προτάσεις της συνέκλιναν σε μία άτυπη, έστω, πλατφόρμα αντιλήψεων. Εάν θελήσουμε να ψηλαφίσουμε τις πιο αχνές ρίζες του «μαύρου» είδους στο σινεμά θα πρέπει να γυρίσουμε πολύ πίσω, στα πρώτα βήματα του κινηματογράφου, στα τέλη του 19ου αιώνα, και να τις αναζητήσουμε, βέβαια γενικά, στα παρθενικά, δειλά βήματα ταινιών με περιεχόμενο το «έγκλημα». H αυλαία ανοίγει με έναν «Κυανοπώγωνα», ταινία με επίκεντρο τον περιβόητο σφαγέα γυναικών που είχε γυρίσει ο πατέρας της κινηματογραφικής σκηνοθεσίας Ζορζ Μελιές. Για να μην διαστείλουμε, όμως, υπερβολικά το πλαίσιο κατάταξης των ταινιών που εξετάζουμε, ας τις δούμε πιο περιορισμένα με βάση την εμφάνιση και διαδρομή του αστυνομικού φιλμ. Το είδος αυτό στηρίχθηκε αρχικά στις ιστορίες του Αρθουρ Κόναν Ντόιλ ή του Γκαστόν Λερού που είδαν το φως αρχικά στις ΗΠΑ. Αμέσως μετά στην Ευρώπη ανάλογες απόπειρες γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία. Φυσικά τα συγκεκριμένα όπως και τα επόμενα εγχειρήματα των πρώτων δεκαετιών του περασμένου αιώνα, σχετίζονταν με τις απλοϊκές προθέσεις των στούντιο της εποχής να περάσουν στο κοινό κάποια αστυνομικά αινίγματα (ένα σχήμα του περίφημου γρίφου whodunit) ή την γοητεία ενός ευφυή τυχοδιώκτη με έναν, αποδεκτό στον μέσο άνθρωπο, κώδικα ηθικής («Φαντομάς»). Εμείς σήμερα έχουμε οπωσδήποτε την απόσταση που χρειάζεται από αυτά τα πρώι-
μα μεγέθη ώστε να τα απολαμβάνουμε στα πλαίσια της πρωτόγονης γοητείας τους. Η λάμψη των κοσμημάτων εκείνων οφείλεται όχι μόνο στη ρετρό αξία που προσδίδει το πέρασμα του χρόνου αλλά και η αισθητική άποψη των σκηνοθετών πάνω στην κινηματογραφική εικόνα σε μια εποχή παρθενικής ματιάς στις δυνατότητες του μέσου. Οταν, δηλαδή, ο διαχειριστής του αντιλαμβανόταν την κινούμενη εικόνα και ως μία αφορμή να εξελίξει την τέχνη του, και όχι απλώς να υπηρετήσει ένα θέμα μέσω αυτής. Το noir, λοιπόν, είμαστε υποχρεωμένοι ιστορικά να το αντιληφθούμε στενά ως εξέλιξη και παραλλαγή του αστυνομικού φιλμ, όπως και του γκανγκστερικού, το οποίο έχει και αυτό σχετικές αφετηρίες. Ο Ν. Γ. Γκρίφιθ, για παράδειγμα, στην αυγή του Χόλιγουντ, μεταξύ 1908 και 1912, βάζει στις αποσκευές του πολλά γκανγκστερικά κομμάτια της μιας μπομπίνας, θρυλικά πλέον και για τις αναζητήσεις βασικών κλειδιών της κινηματογραφικής σκηνοθεσίας (θέσεις της μηχανής, κίνησή της, μοντάζ, αφηγηματικός ρυθμός). Τα προοίμια αυτά έδρασαν παράλληλα με ανάλογα φιλμ του σπουδαίου τότε σκανδιναβικού και γερμανικού κινηματογράφου, όταν δημιουργοί όπως ο Γιόζεφ Φον Στέρνμπεργκ, αρχίζουν να επεξεργάζονται κάπως μεθοδικότερα θεματικά και μορφικά μοτίβα του noir. Ολα τα σχετικά detective stories στην εποχή τους, δηλαδή στην περίοδο της δεκαετίας του ’40, λίγο πριν οι Γάλλοι κριτικοί τους δώσουν και την ονομασία noir, επηρεασμένοι και από τη δική τους λογοτεχνική και κινηματογραφική, μαύρη παράδοση (serie noire), πρέπει να αντιμετωπισθούν με βάση την, πλούσια σε γεγονότα, ιστορική συγκυρία. Το κλίμα απαισιοδοξίας που έφερε ο Πόλεμος και οι συνέπειές του βρήκε την τέλεια σχεδόν έκφρασή του και σε αυτά τα περιθωριακά φιλμ, όπου η διείσδυση του ιδιωτικού ντετέκτιβ (private eye), που ερευνά τα διάφορα προβλήματα, στα ενδότερα ατομικών και συλλογικών συνειδήσεων καταλήγει σε μία συνολική καταδίκη των αξιών. Η αστυνομική αυτή παραλογοτεχνία, όπως θεωρείτο τότε, τα φτηνά βιβλία τσέπης, που τροφοδοτούν σεναριακά τις ταινίες αυτές, γραμμένα από δεξιοτέχνες της αφήγησης, τον Ρέημοντ Τσάντλερ, τον Ντάσιελ Χάμετ, τον Τζέιμς Κέιν και άλλους συγγραφείς του hard boiled αφηγήματος, στις περισσότερες περιπτώσεις υπερασπίζονται την ατομική ηθική του ντετέκτιβ, του κυνηγού του εγκλήματος, μυθοποιώντας τον εν μέρει. Ωστόσο η σχέση Καλού και
Δημοσιεύτηκε στο dimartblog.com στις 19 Απριλίου.
29
Κακού είναι τόσο στενή κατά την έρευνα, ώστε δημιουργείται αναπόφευκτα η όσμωση ανάμεσα στα δύο αντίθετα μεγέθη. Τελικά η μοναξιά κυριαρχεί μέσα σε έναν κόσμο που διαλύεται. Ετσι αν και καταγγελλόταν ένα άδικο σύστημα εξουσίας (το συγκεκριμένο είδος θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως έμμεσα πολιτικοκοινωνικό και καταγγελτικό), το συνολικό κλίμα διαποτιζόταν από μία αίσθηση γενικής σήψης και μηδενισμού. Στο ψυχολογικό επίπεδο η σύγκρουση των φύλων εντάσσεται και αυτή σε μία λογική οριακής αντιπαράθεσης: η γυναίκα, στο φινάλε παρουσιάζεται μεταμορφωμένη σε Μαινάδα, αποκαλυψιακή, μοιραία φιγούρα (femme fatale) και ανθρωποφαγική. Την τροφή της εξασφαλίζει με τρόπο αρχετυπικό, δόλιο, οδηγώντας τα πράγματα στην ωμοφαγία. Η γυναικεία ομορφιά σκοτώνει σε μία κοινωνία κατάργησης των διαχωρισμών ανάμεσα στην κλασική έννοια του Ωραίου και του αντιθέτου του. Αποτελεί επιβίωση χριστιανικού τύπου προκαταλήψεων απέναντι στο Ωραίο που δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί από τον άνθρωπο αποτελώντας βλασφημία προς το τέλειο θείο και άρα στρέφεται εναντίον της φύσης του. Από πλευράς μορφής τα φιλμ αυτά αν και φτωχά σε μέσα (γυρίζονταν με τα υπόλοιπα του προϋπολογισμού κάποιων μεγάλων εταιρειών για να καλυφθούν οι ελλείψεις στα δίκτυα αιθουσών ή χρηματοδοτούνταν από μικρούς παραγωγούς) δημιούργησαν άποψη στο ύφος με τους αυτοσχεδιασμούς των ικανών δημιουργών τους. Στον αντίποδα των εμπορικών ταινιών του Χόλιγουντ η παράλληλη και «υπόγεια» αυτή παραγωγή ταινιών δημιούργησε μία «δεύτερη φωνή», καθόλου εναρμονισμένη με το κυρίαρχο μοντέλο ταινιών εκείνης της εποχής. Η δεκαετία του ’50, όχι τόσο παραγωγική για το είδος όσο η προηγούμενη, σφραγίζεται ωστόσο από ορισμένες χειρονομίες θα έλεγε κανείς συμβολικές για το γενικότερο πλαίσιο αξιών της εποχής, σε Αμερική και Ευρώπη. Oπως παλαιότερα έτσι και τώρα οι συλλογικοί φόβοι και οι ενοχές ακόμα, εγγράφονται στο σελιλόιντ των αστυνομικών ιστοριών. Μετά ή και παράλληλα με τις ταινίες π.χ. των Eιμπραχαμ Πολόνσκι, του Ζιλ Ντασέν και του Τζόζεφ Λόουζι ή του Φριτς Λανγκ -”Force of Evil” (1948), “Νaked City” (1948), “Μ” (1951) αντιστοίχως-, νέοι εφιάλτες ή και παλαιότεροι μεταμορφωμένοι σε σύγχρονα φάσματα ζωντανεύουν στις μυθοπλασίες των σχετικών ταινιών.
Και στη δεκαετία, λοιπόν, του ’50 υπάρχει σχετική άνθιση του είδους, αν και δεν βρισκόμαστε στο βαρύ κλίμα απαισιοδοξίας που έφερε δέκα χρόνια πριν ο B' Παγκόσμιος Πόλεμος. Παρεμφερές σκηνικό πάντως (διάφοροι τοπικοί πόλεμοι, κοινωνικές αναταραχές, φόβος μιας γενικευμένης σύρραξης λόγω των ατομικών εξοπλισμών) δημιουργεί το σχετικό πλαίσιο για να δημιουργηθούν ταινίες-σταθμοί όπως το “Kiss Me Deadly” (1955) του Ρόμπερτ Ολντριτζ, με πρωταγωνιστή τον παρακμιακό ντετέκτιβ Μάικ Χάμερ, ήρωα του συγγραφέα Μίκι Σπιλέιν, και σενάριο του Ελληνα Α. Μπεζερίδη, ή το “Beyond a Reasonable Doubt” (1956) του Φριτς Λανγκ, που με αυτό το φιλμ έκλεινε την καριέρα του στο Χόλιγουντ. Λίγο πριν, το 1953, ο μεγάλος αυτός σκηνοθέτης είχε δημιουργήσει το κλασικό, πλέον, “The Big Heat”, ταινία μεγάλης αμφισβήτησης του συστήματος εκτέλεσης του Νόμου, με σκηνές ανθολογημένες πλέον στην ιστορία του σινεμά. Στη δεκαετία του ’60 το είδος δεν εκλείπει αν και δεν έχει την παρουσία που γνωρίσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Σποραδικά μόνο γυρίζονται ταινίες στο γνώριμο απαισιόδοξο ύφος του «μαύρου» φιλμ και όχι αποκλειστικά στο Χόλιγουντ. Το είδος έχει, φυσικά, διαδοθεί και διεθνοποιηθεί. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, το παλιό γκανγκστερικό ή κοινωνικό/ψυχολογικό φιλμ, εξακολουθεί να υπάρχει, και στο πρόσωπο του ΖανΠιερ Μελβίλ βρίσκει έναν άξιο εκπρόσωπο. Με ταινίες, που αυστηρά θα τις χαρακτηρίζαμε ως γκανγκστερικές, όπως το “Le deuxième souffle” (1966) ή το “Le Samourai” (1967) δίνει πολύ ενδιαφέροντα, ευρωπαϊκού τύπου, δείγματα «σκληρής γραφής», στα πλαίσια ενός κλίματος κοινωνικής φθοράς, αλλά και προσπάθειας του ατόμου να την υπερβεί με την προσωπική του θυσία. Στα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας, το Χόλιγουντ, μέσα από προσπάθειες ιδιαίτερων σκηνοθετών, που δεν είναι ενταγμένοι απόλυτα στο αμερικανικό σύστημα παραγωγής, προσπαθεί να ανανεώσει το είδος, όπως αυτό παρουσιάσθηκε το ’40. Με έγχρωμες πλέον ταινίες, θέλοντας, κατά κάποιο τρόπο να δει πιο κριτικά το είδος στα δεδομένα της εποχής, προτείνει τρεις πολύ ενδιαφέρουσες ανανεωτικές προσπάθειες: το “The Long Goodbye” (1973) του Ρόμπερτ Ολτμαν, βασισμένο ελεύθερα στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ρ. Τσάντλερ, με τον ήρωα Μάρλοου, κάπως εκσυγχρονισμένο, πιο ανάλαφρο, αλλά στο βάθος το ίδιο ηθικά
Απρί λιος 2015
ακέραιο. Το 1975 ο Ντικ Ρίτσαρντς θα κάνει ένα ριμέικ του “Murder, My Sweet”, που είχε γυρίσει το 1943 ο Εντουαρντ Ντμίτρικ, πάνω στο βιβλίο του Τσάντλερ, εξωτερικά πιο κοντά στην παλιά ατμόσφαιρα, απόλυτα επιτυχημένο στην ανασύνθεση όσο και στην κριτική απόσταση ως προς την προηγούμενη εκδοχή. Τέλος, το έξοχο “Chinatown” (1974) του Ρόμαν Πολάνσκι, με βάση ένα από τα καλύτερα σενάρια στην ιστορία του σινεμά από τον Ρόμπερτ Τάουνι, επιστρέφει στο είδος και το ανανεώνει επιμένοντας σε ατμοσφαιρικές, εικαστικές και ψυχολογικές λεπτομέρειες. Στη συνέχεια και μέχρι σήμερα το είδος του νουάρ διεσπαρμένο σε όλο το σινεμά της υφηλίου θα δώσει αρκετούς και ποικίλους καρπούς, σε ένα πνεύμα εμπλουτισμού του μέσα στα καινούργια κοινωνικά και ψυχολογικά δεδομένα. Θα το συναντήσουμε ακόμα και διασταυρωμένο με άλλα είδη, όπως την επιστημονική φαντασία [“Blade Runner” (1982) του Ρίντλεϊ Σκοτ] ή με την παρωδία [“The Big Lebowski” (1998) των αδελφών Κοέν]. Με την έννοια του νουάρ, γενικότερα, είναι συνδεδεμένη, κι αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί, μια μεγαλύτερη γκάμα «απαισιόδοξων», ψυχολογικών φιλμ, που δεν έχουν τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά που αναφέραμε. Πάντως, τυπικά, δεχόμαστε την ιστορία του φιλμ νουάρ, όπως προαναφέρθηκε, με βάση την αμερικανική καταγωγή του. *Ο Βασίλης Γουδέλης είναι φιλόλογος, σκηνοθέτης του κινηματογράφου και ραδιοφωνικός παραγωγός στον Amagi Radio.
30
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφία: Μάριος Κουρουνιώτης
31
Απρί λιος 2015
Βυσσινόκηπος for ever «Ο 'Βυσσινόκηπος' θα μπορούσε να είναι μια σκοτεινή τρύπα όπου ο χρόνος χάνεται. Μια ποντικότρυπα. Ενα σύμπαν. Σκέφτομαι κάτι δάση τροπικά στον Αμαζόνιο, τις ψηλές τους κορφές που κοιτάνε από πάνω, ούσες πιο κοντά στον ήλιο. Κάπως έτσι είσαι κι εσύ όταν μεγαλώνεις σαν άνθρωπος. Αναγκαστικά ανοίγεις έναν διάλογο με την αθανασία, μία κατάργηση του χρόνου», μου λέει. Κι αυτό είναι που αγαπώ πιο πολύ στις παραστάσεις του Νίκου Καραθάνου. Δεν φέρνει τα έργα στο σήμερα. Τα φέρνει στο πάντα. «Το σήμερα στο θέατρο για κάποιον λόγο πρέπει να παραμένει πάντα μυστικό. Τα μυστικά σου δεν τα λες, γιατί χαλάνε. Το σήμερα το ζει και ο άλλος σπίτι του. Το ξέρει καλύτερα. Το θέατρο είναι ποίηση, είναι κάτι άλλο. Το σήμερα πρέπει κάτι να το κάνεις στο θέατρο με σκοπό να δώσεις ένα δώρο στον άλλον», μου εξηγεί κάνοντας παύσεις ανάμεσα στις προτάσεις, στις λέξεις. Κάποτε στρέφει το βλέμμα του πάνω του κι άλλες πάλι φορές χάνεται. Βυθίζομαι κι εγώ στις παύσεις του. Οπως στην παράσταση. Στον «Βυσσινόκηπο» στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Σ’ αυτή τη μεγάλη -σχεδόν αβάσταχτη- παύση μετά από εκείνο το «Η ζωή μας είναι ανόητη». Στις παραστάσεις του Νίκου Καραθάνου πρέπει να αφεθείς. Να σωπάσεις. Να νιώσεις. Δεν σου αποκαλύπτονται πάντα με το φινάλε τους. Τις κουβαλάς. Σου αφήνουν χώρο να σκεφτείς. Οταν τελείωσε ο «Βυσσινόκηπος» ήξερα ότι μου άρεσε. Την επόμενη μέρα μου άρεσε πιο πολύ. Και τη μεθεπόμενη ακόμα πιο πολύ. Λες και είχε ποτίσει μέσα μου κάτι που συνέχιζε να επιδρά. «Ξέρεις, σε πολλούς δεν αρέσει. Σηκώνονται και φεύγουν», μου λέει. Το ξέρω. Το είδα. Ισως γιατί τρομάζουν. Με τους εαυτούς τους. Αλλά δεν έχουν επίγνωση του τρόμου τους. Αρκούνται σ’ ένα καθησυχαστικό «βαρέθηκα». Κάτσε. Σκέψου. Νιώσε. «Είχα ακούσει μια φορά τον Καστελούτσι σε μια διάλεξη εδώ και έλεγε: 'Πρέπει να καταλάβετε ότι η σκηνή κοιτάει τους κάτω, όχι οι κάτω τους πάνω'. Σε μια παράσταση λοιπόν σε κοιτάω, σε δείχνω. Δεν με κοιτάς εσύ
αν το κάνω καλά. Είμαστε εμείς και εσείς σε διάλογο», μου εξηγεί. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη επιτυχία -κατά τη γνώμη μου- του «Βυσσινόκηπου» του. Ο Καραθάνος γύρισε τον καθρέφτη πάνω μας. Ο «Βυσσινόκηπος» δεν είναι ούτε αυτοί που φεύγουν, ούτε αυτοί που έρχονται. Ο «Βυσσινόκηπος» είμαστε εμείς. Θυμάται κάτι που διάβασε σ’ ένα βιβλίο του Τσαρούχη. «Ο καθένας μας έχει κάτι άμοιαστο που πρέπει να ψάξει να το βρει», μου λέει. «Σε αυτό βασίζεται η έννοια της ισότητας. Ολοι είμαστε άμοιαστοι, όλοι είμαστε διαφορετικοί και όλοι μας απαρτιζόμαστε σαν άνθρωποι από δεκάδες μειονότητες πάνω μας και μέσα μας. Ο καθένας μας έχει άλλη σεξουαλική προτίμηση, άλλη αρρώστια τον κατατρώει, άλλο ύψος, άλλο βάρος, άλλη ψυχή, άλλο παρελθόν. Αποτελούμαστε από δεκάδες 'κουσούρια', αλλά αυτό μας κάνει ίσους». Στον «Βυσσινόκηπο» του Καραθάνου τρυπώνει ξανά η κωμωδία, τρυπώνει η χαρά πίσω από την τραγωδία, τρυπώνει το θείο. «Ολοι όταν ήμασταν μικροί γελάγαμε συνέχεια βλέποντας την κοινωνία και τον κόσμο που φτιάχναμε. Μας φαινόταν απολύτως κωμικό. Απλώς ήρθε το βάρος της ψυχής μας και της επιβίωσης για το πώς θα τα βγάλουμε πέρα και πάψανε τα γέλια. Είμαστε όμως καταδικασμένοι να είμαστε κωμικοί. Είναι η φύση μας. Κάποιος σε ένα βιβλίο έγραψε: 'Η τραγωδία ανήκει στον άνθρωπο, είναι δικιά του ολόκληρη. Η κωμωδία ανήκει στον Θεό'. Η κωμωδία, το γέλιο, η χαρά είναι κομμάτια του Παραδείσου», σχολιάζει. Κάπως έτσι, δύο Μίκυ Μάους -ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία της παράστασης- εισβάλλουν στον Μονόλογο της Ευτυχίας που λέει ο Πιοτρ στην Ανια. «Είναι ένα μεγάλο όραμα για το τι είναι η ευτυχία μέσα από λόγια. Δεν ήθελα να το ακούσουμε μόνο. Ηθελα να βάλω και δύο μεγάλους Μίκυ να κάνουν αυτή την κουβέντα, σαν όλες οι γενεές να κάνουμε αυτή τη συζήτηση για την ευτυχία. Είναι το ίδιο που σκεφτόμασταν παιδιά, το ίδιο που σκεφτόμασταν ως έφηβοι και νέοι, το ίδιο που σκεφτόμαστε μεγάλοι… Ολες οι γενιές ψάχνουν την ευτυχία, αλλά δεν τη βρίσκουν. Δεν πειράζει, μπορεί να τη ζήσουν κάποιοι άλλοι. Αυτό για μένα είναι μεγαλειώδες. Το να λες 'τι πειράζει, μωρέ;'. Κι αν ένα όνειρο είναι άπιαστο, τι πειράζει; Ανοίγει μια
πόρτα, να 'τη η Ευτυχία που έρχεται. Θα τη ζήσουμε; Μπορεί όχι. Ε, τι πειράζει;» μου λέει. Κι ύστερα κομπιάζει. Σωπαίνει για λίγο. «Είναι κάποια σημεία στην παράσταση όπου εγώ προσωπικά γονατίζω. Δεν ξέρω τι να κάνω. Θα ήθελα να τη σταματήσω. Οπως η φράση που ακούγεται: 'Μη βλέπετε παραστάσεις. Τα μούτρα σας να βλέπετε!'. Αυτό ξεπερνάει τη σύμβαση ότι βλέπω μια παράσταση. Μια παράσταση οφείλει να σε επηρεάσει και να σε αλλάξει. Να αναρωτηθείς 'τι μου είπε τώρα;'. Αν πραγματικά κάποιος νιώσει αυτή τη φράση τη δεδομένη στιγμή, μπορεί να σηκωθεί να φύγει. Πολύ απλά γιατί το άκουσε. Κέρδος θα είναι κι αυτό». «Απαρηγόρητα». Μία λέξη όλη κι όλη στο σκηνοθετικό του σημείωμα για την παράσταση. Απαρηγόρητα. «Αυτό μου προκαλεί ο Τσέχωφ. Αυτό καταλαβαίνω σαν κινητήριο δύναμη για εμάς. Νομίζω ότι όλοι κατά βάθος είμαστε απαρηγόρητοι. Ο καθένας έχει στη ζωή του κάτι για το οποίο είναι απαρηγόρητος. Ολα τα άλλα είναι καλά, θα γίνουν, αλλά ποτέ δεν θα παρηγορηθεί γι’ αυτό το κάτι. Δεν ξέρω τι μπορεί να είναι αυτό. Μπορεί να είναι μια λέξη, ένα τέλος», παραδέχεται. Τον «Βυσσινόκηπο» τον διάλεξε. Δεν του προτάθηκε από τη Στέγη. Δεν είχε ασχοληθεί ξανά με τον Τσέχωφ. «Κάτι μου έλεγε να τον ψάξω περισσότερο. Ετσι πρέπει να γίνεται με όλα. Σαν να είναι η πρώτη φορά. Μπορεί να πας να δεις μια ευτελή κωμωδία και να ανακαλύψεις άλλα πράγματα. Ή να γεννήσεις άλλα πράγματα. Το μεγάλο κρύβεται παντού. Και τη 'Χαρτοπαίχτρα' να δεις μπορεί να ανακαλύψεις κάτι μεγάλο. Απλώς είναι βουβό, σιωπηλό, ενώ στους μεγάλους συγγραφείς αποκαλύπτεται», μου επισημαίνει. Κι ύστερα μου λέει μια φράση που θα την κουβαλάω. «Ολοι οι μεγάλοι συγγραφείς υπάρχουν σιωπηλοί δίπλα στον καθένα μας». «Ξέρεις, πολλές φορές με τις δουλειές είναι σαν να ρίχνεις ζαριές. Και μετά είναι σαν να σου λέει η ζωή 'παίξ’ τες τώρα αυτές που έριξες!'», μου λέει στο τέλος της κουβέντας μας. Και τότε η μόνη επιλογή, σκέφτομαι, είναι εκείνη η σπαρακτική, αλλά και τόσο αισιόδοξη φράση, στο τέλος του «Βυσσινόκηπου»: «Πάμε, καρδιά μου! Πάμε, ψυχούλα μου! Πάμε!».
Κείμενο / Φωτογραφίες: Χάρης Σαββίδης
32
Υπήρχε το 1674, υπάρχει και το 2015 Το χωριουδάκι Πατήσια το συναντάμε στα γραπτά των περιηγητών ήδη από τον 17ο αιώνα. Ενας μικρός οικισμός στον δρόμο που οδηγούσε στις Κουκουβάουνες και από εκεί στο Τατόι και τις ακτές της Βοιωτίας. Την πλατεία Φυτευτής τη γνωρίζουν πολύ λίγοι Αθηναίοι -και δυστυχώς- γιατί στο πρόσφατο παρελθόν συνέβησαν τραγικά περιστατικά εις βάρος μεταναστών. Παρόλα αυτά, πρόκειται για μια πλατεία μεγάλης αξίας για την Αθήνα. Οχι μόνο για το γεγονός ότι αποτελεί όαση μέσα σε ένα σκληρό, όσο και πυκνοκατοικημένο σημείο της, αλλά και επειδή στην καρδιά της μπορεί κανείς να βρει και να καταλάβει όλη την ιστορία των Κάτω Πατησίων. Εκεί βρίσκεται ένα σπίτι, αγροτόσπιτο, από τα μέσα του 19ου αιώνα - προφανώς της πρώτης περιόδου του νεοελληνικού κράτους. Διαθέτει ένα πηγάδι που πιθανότατα να προϋπήρχε και από το ίδιο το σπίτι και μια μεγάλη στέρνα δίπλα και μια αντλία (από αυτές που κινούσαν ζώα), που να τη γεμίζει από το πηγάδι και έτσι να ποτίζει τους κήπους - το έμβλημα δηλαδή της αγροτικής γης του οικισμού.
Γνωρίζουμε από τις πηγές πως ήδη από τον 17ο αιώνα η οικονομία του οικισμού βασίζεται στις καλλιέργειες. Γνωρίζουμε, επίσης, πως στα Πατήσια υπήρχαν ελιές και κυρίως περιβόλια. Ο σημαντικότερος ιστοριογράφος της οθωμανικής Αθήνας Δημήτριος Καμπούρογλου τα αναφέρει μάλιστα ως τοπωνύμιο: τα «Περιβόλια» στα Πατήσια και τα «Δέντρα της Παναγίας του Αγγέλου». Σήμερα η πλατεία, εκτός από το περιβόλι της αγροικίας που διατηρείται μαζί με το σύνολο πηγάδι-αντλία-στέρνα (δεξαμενή), αποτελεί και ένα περιβόλι διαφορετικών πολιτισμών. Μεσήλικες και ηλικιωμένοι μετανάστες μαζεύονται να παίξουν ντάμα και ντόμινο, παραδίπλα μανάδες βγάζουν τα παιδιά τους βόλτα στην παιδική χαρά και από κάτω έφηβοι επίδοξοι μπασκετμπολίστες προπονούνται μέχρι αργά το βράδυ! Είναι λίγα τα σημεία της πόλης στα οποία διαγράφεται μια πορεία τριών-τεσσάρων αιώνων που να είναι αρκετά διαυγής και καθαρή ώστε να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε με τη σειρά μας και τη δική μας ιστορία. Και αυτό σας προτείνουμε με πάθος.
(Παρά)ξενη ματιά στην Αθήνα
34
Κείμενο: Κώστας Τσαούσης / Φωτογραφίες: Στέφανος Καστρινάκης
Η Eιμι Φρεντ είναι 41 ετών, φωτογράφος από τον Καναδά. Η δική της συμμετοχή είναι μία από τις 23 που συγκροτούν το σώμα μιας ιδιαίτερης έκθεσης με τίτλο «Παράξενες πόλεις: Αθήνα» (“Strange cities: Athens”) που ξεκίνησε στις 20 Απριλίου στο κτύριο της Διπλαρείου Σχολής στην Πλατεία Θεάτρου, στο κέντρο-απόκεντρο της ελληνικής πρωτεύουσας. Η ιδιαιτερότητα της έκθεσης που διοργανώνεται από το Ιδρυμα Ωνάση και τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες καλλιτέχνες κλήθηκαν να δημιουργήσουν ένα έργο με θέμα την Αθήνα με μία και μόνη προϋπόθεση: να μην έχουν επισκεφθεί ποτέ την πόλη. Ετσι, η Καναδή φωτογράφος επέλεξε να στείλει φωτογραφίες με μια ειδική τεχνική τυπώματός τους εκτύπωση Giclée σε χαρτί photo rag για τους επαΐοντες. Οι φωτογραφίες της έχουν και ονόματα και τίτλους: Ασημακόπουλος, Σε ένα μέρος, Εύα, Η ιστορία ζει, Ο λόφος του Λυκαβηττού, Ετσι μπαίνει το φως. Η ίδια η καλλιτέχνις εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο δούλεψε τους μήνες που προηγήθηκαν της έκθεσης: «Χρησιμοποίησα φωτογραφίες εποχής για να αναπλάσω την Αθήνα, έναν τόπο άγνωστο σε μένα, παίρνοντας έμπνευση από τη μνήμη και τις αφηγήσεις. Οι φωτογραφίες στοχεύουν εν γένει στην ανάκτηση του παρελθόντος μας, των βιωμάτων μας, των διακοπών μας. Προκαλούν τη μνήμη μας που μας κάνει να νοσταλγούμε τους τόπους και τις καταστάσεις
στις οποίες έχουμε βρεθεί. Η τεχνική μου (pinhole) στοχεύει στο να υπονοήσει το ότι δεν μπορούμε ποτέ να βιώσουμε πλήρως μια στιγμή ή έναν τόπο και αυτό ίσως δημιουργεί μια αίσθηση μελαγχολίας. Η εικόνα μου για την Αθήνα, αν και δείχνει σαφής, εξακολουθεί να είναι εντελώς άγνωστη». Η Φρεντ όπως και οι άλλοι 22 καλλιτέχνες έλαβαν στα ατελιέ τους ένα ολοκληρωμένο πακέτο από την πλευρά των διοργανωτών και των επιμελητών της έκθεσης (την ευθύνη του σχεδιασμού είχε η Αφροδίτη Παναγιωτάκου με τη συνδρομή της ομάδας επιμελητών Double Decker, Wilhelm Finger, Μελίτα Σκαμνάκη) από το Λονδίνο. Το πακέτο αποτελούσε στην ουσία ένα κουτί έμπνευσης και είχε ένα σκοπό: να αφυπνίσει τη φαντασία τους και να την κατευθύνει στους δρόμους μιας πόλης που κανένας τους δεν έχει δει, αλλά όλοι φέρουν στο φαντασιακό τους. Τι περιείχε όμως αυτό το κουτί; Eνα ποίημα του Γιώργου Σεφέρη («Γιασεμί»), ένα κείμενο του Πέτρου Μάρκαρη (δύο κεφάλαια από το βιβλίο «Η Αθήνα της μίας διαδρομής»), ένα τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι («Μία πόλη μαγική»), το μουσικό κομμάτι «2» του Κωνσταντίνου Βήτα, μία συνταγή για γεμιστά, καθώς και 12 αρχεία με ήχους της πόλης, αλλά κανένα οπτικό στοιχείο της Αθήνας. Η Αφροδίτη Παναγιωτάκου λίγο πριν ανοίξει η έκθεση προσφέρθηκε να κάνουμε μαζί μια βόλτα στους
35
Απρί λιος 2015
χώρους που φιλοξενούνται τα έργα των καλλιτεχνών. Ο απογευματινός αθηναϊκός ήλιος έμπαινε θρασύς από τα μεγάλα παράθυρα της Σχολής σαν να ήθελε να συνομιλήσει με τον τρόπο του με τους καλλιτέχνες και τα έργα τους. Μάλιστα, σε πολλά σημεία κατάφερε με τη διείσδυσή του να αναδείξει άλλες κρυμμένες πτυχές της δημιουργίας. Σταθήκαμε και οι δύο μπροστά σε πολλά έργα και σχολιάσαμε με την άνεση και την ελευθερία της ιδιωτικής συζήτησης. Είχα πάντα στο μυαλό μου αυτό που έγραψε η Παναγιωτάκου στο λιτό, ανεπιτήδευτο έντυπο της έκθεσης: «Οι πόλεις ποτέ δεν είναι μόνο ό,τι βλέπουμε. Είναι κυρίως ό,τι νιώθουμε, ό,τι φανταζόμαστε, ό,τι αποφασίζουμε». Το τι είναι η Αθήνα για τους καλλιτέχνες του Strange Cities θα έχετε και εσείς την ευκαιρία να το ανακαλύψετε πηγαίνοντας μια βόλτα από τη Διπλάρειο Σχολή. Η έκθεση με το πλήθος των παράλληλων εκδηλώσεων θα ολοκληρωθεί στις 28 Ιουνίου. Η είσοδος είναι ελεύθερη και το ωράριο λειτουργίας από τις 12 το μεσημέρι μέχρι και τις 9 το βράδυ.
Μια πρώτη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύτηκε στην ενότητα City Stories - www.protothema.gr.
36
37
Απρί λιος 2015
38
39
Απρί λιος 2015
40
41
Απρί λιος 2015
42
43
Απρί λιος 2015
44
45
Απρί λιος 2015
46
47
Απρί λιος 2015
48
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου
49
Απρί λιος 2015
Σαν πόστερ ρετρό
Ο Αδάμ Τσαρούχης τραγουδάει, παίζει, χορεύει. Αν και τον γνωρίσαμε μέσα από τις πολύ ιδιαίτερες διασκευές του, τον αγαπήσαμε ακόμη περισσότερο από τη συμμετοχή σε μεγάλες θεατρικές παραγωγές όπως το «Ποιος τη ζωή μου», που παρουσιάστηκε τη φετινή σεζόν στο Μπάντμιντον. Είτε σε μουσική σκηνή είτε στο θεατρικό σανίδι, ο Αδάμ έχει την ιδιότητα να ξεχωρίζει. Για το ταλέντο του και για την καλή διάθεση που πάντα έχει, εντός και εκτός δουλειάς. Ο ίδιος ξεκίνησε να ασχολείται με το τραγούδι σε πολύ μικρή ηλικία. Γράφτηκε σε μαθήματα τραγουδιού, ενώ στη συνέχεια κέρδισε μια υποτροφία στην Αμερική όπου παρακολούθησε μαθήματα musical theatre. «Ο πατέρας μου είναι τραγουδιστής, άρα τα ερεθίσματα της μουσικής ήταν από πάντα στο σπίτι μας. Ετσι ξεκίνησα να τραγουδάω και να σπουδάζω πάνω σε αυτό». Μετά τις σπουδές ήλθαν οι συνεργασίες με σημαντικούς Ελληνες συνθέτες και τραγουδιστές όπως ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, η Φωτεινή Δάρρα και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, αλλά και τα δικά του live στην Αθήνα. Για όλους εμάς που τον ξέρουμε εδώ και χρόνια ο Αδάμ Τσαρούχης είναι ταυτισμένος με τις διασκευές
που κάνει. Σε τζαζ ύφος οι περισσότερες, διατηρούν έντονα το προσωπικό του στοιχείο χωρίς να χάνουν τίποτα από την αίγλη του πρωτότυπου. Αν τον ρωτήσεις τι είδος μουσικής αγαπάει περισσότερο θα σου πει: «Ξεκίνησα να ακούω ποπ μουσική στην εφηβεία. Στη συνέχεια ανακάλυψα τη σόουλ και την τζαζ. Αγαπώ καλλιτέχνες όπως ο Stevie Wonder, η Aretha Franklin, ο Frank Sinatra, η Whitney Houston, ο George Michael και η Ella Fitzgerald, αλλά και Ελληνες τραγουδιστές και δημιουργούς όπως ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Γιώργης Χριστοδούλου και η Νατάσα Μποφίλιου». Στην ουσία ακούει τη μουσική που του αρέσει να τραγουδάει και θεωρεί ότι είναι αδύνατον ένας τραγουδιστής να ακούει εντελώς διαφορετικό είδος από αυτό που έχει αποφασίσει να υπηρετεί. «Με χαλαρώνει η τζαζ μουσική και με διασκεδάζει η καλή ποπ μουσική, για αυτό και αποφάσισα να κάνω ένα δίσκο που να έχει και τα δύο», σχολιάζει ο Αδάμ. Ο πρώτος του δίσκος «Σαν ταινία» κυκλοφορεί ήδη στα δισκοπωλεία από την InRealTime Records. «Είναι τραγούδια που αγαπώ σε ποπ-τζαζ ύφος. Μουσική στα κομμάτια έχει γράψει η Σίσσυ Βλαχογιάννη και η Ανδριάνα Μπάμπαλη, ενώ στίχους ο Ion Standis, η Μαρίζα Ρίζου και ο Σταύρος Σταύρου. Στον δίσκο υπάρχει και μια διασκευή σε τραγούδι του Γιάννη Σπανού και μια σε τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη, το
οποίο έχει συμπεριληφθεί ήδη στον δίσκο “Retropolis II”. Ο Αδάμ νιώθει μεγάλη χαρά και ανακούφιση που επιτέλους έφτασαν αυτά τα τραγούδια στο κοινό. «Είναι ένας δίσκος που μας πήρε ενάμιση χρόνο για να γίνει. Μια δουλειά που πήραν μέρος αρκετοί μουσικοί και συντελεστές και νιώθω τρομερά χαρούμενος με το αποτέλεσμα. Είναι πολύ συγκινητικό να βλέπεις ο πρώτος σου δίσκος να πηγαίνει στο νούμερο 1 στο iTunes από την πρώτη μέρα που βγήκε». Από όλα τα τραγούδια ο Αδάμ αγαπάει ιδιαίτερα το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι» του Σπανού γιατί ήταν το πρώτο τραγούδι που άκουσε στο ραδιόφωνο, αλλά και το «Σαν ταινία» και το «Ρετρό» σε μουσική της Ανδριάνας Μπάμπαλη. Το τελευταίο είναι μάλιστα ένα τραγούδι που σύμφωνα με τον ίδιο ταιριάζει πολύ στην Αθήνα, καθώς ο στίχος του λέει: «Σε ένα πόστερ ρετρό αγκαλιά ζούμε χρόνια / Η Αθήνα στο φόντο και ένα αμάξι παλιό». Ο Αδάμ Τσαρούχης το επόμενο διάστημα θα κάνει αρκετά live για την προώθηση του δίσκου με πρώτο αυτό στο μπαρ Monk στο κέντρο της Αθήνας στις 5 Μαΐου.
Kείμενο: Φένια Παπαδόδημα
50
Ελαιώνας reloaded
Πολύ σπάνια συμβαίνει να νιώσεις νοσταλγία για κάτι που δεν γνώρισες ποτέ και ακόμη πιο σπάνιο το να αποτελεί αυτό το αντικείμενο του νόστου σου ένα κομμάτι του συλλογικού ασυνείδητου. Ο Ελαιώνας που δεν υπάρχει πια, το «ιερόν άλσος» της θεάς Αθηνάς, το φόντο πάνω στο οποίο σκιαγραφήθηκαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου της πόλης, είναι ένα απ' αυτά τα κοινά και ευαίσθητα σημεία που μας ενώνουν όλους εμάς που καταγόμαστε ή απλά έχουμε μεγαλώσει στην Αθήνα. Σήμερα, μέσα στη γενικότερη πίεση και σύγχυση που βιώνουμε καθημερινά, είναι άξιο απορίας πώς ακόμη ακτινοβολεί μυστικά αυτός ο ελαιώνας που δεν έχει ούτε μία ελιά, και που το μεγαλύτερο κομμάτι του έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα εργοτάξιο εκσυγχρονισμένου δουλεμπορίου. Στον Βοτανικό -μέρος του παλιού ελαιώνα- θα συναντήσει κανείς όλους αυτούς τους μετανάστες που δουλεύουν για ένα πιάτο φαΐ, scrap, sex trafficking, βιομηχανίες, βρώμικο κρέας, σκυλάδικα... Εκεί όπου άλλοτε «κάθε ελαιόδενδρο ήταν τέμενος της θεάς Αθηνάς»…
Ονειρευτήκαμε το ELAIώNAS Festival σαν ένα τρόπο επανασύνδεσης με το μυστικό πρόσωπο της Αθήνας. Επειδή ζούμε σε μία εποχή όπου «τα πρόσωπα» εξαλείφονται, και όπως έλεγε η φιλόσοφος Χάνα Αρεντ, «το απόλυτο κακό είναι η απουσία του προσώπου», νιώθω πως είναι ανάγκη να θυμηθούμε σήμερα περισσότερο από ποτέ τα χαρακτηριστικά αυτού του προσώπου. Παρατηρώ πως η απουσία του ελαιώνα, η συνείδηση της εγκληματικής καταστροφής του τον τελευταίο αιώνα, μας σπρώχνει να συνειδητοποιήσουμε τη δική μας σύγχυση, την απουσία του δικού μας προσώπου. Χωρίς να μπορώ να δώσω μία λογική εξήγηση, από τη στιγμή που άρχισα να αποκτώ συνείδηση του πού ακριβώς ζούμε, πώς ήταν εδώ στ’ αλήθεια πριν από μερικές μόνο δεκαετίες, μέσα σε ποια ατμόσφαιρα, σε ποιο μαγικό περιβάλλον ζούσαν οι κάτοικοι αυτής της πόλης, ειλικρινά άρχισα να νιώθω πιο δυνατή και περιέργως πιο αισιόδοξη. Ακούγεται παράδοξο, θα περίμενε κανείς να νιώσω χειρότερα συγκρίνοντας το χτες με το σήμερα, αλλά τελικά η κατάθλιψη είναι αποτέλεσμα άγνοιας, έλλειψης μνήμης, αποκοπής από κάθε σημείο αναφοράς. Ακόμη και το να απορρίψει κανείς το παρελθόν του προϋποθέτει ότι το γνωρίζει. Αλλιώς στερεί από τον
εαυτό του τη δυναμική της προσωπικής του ταυτότητας. Κι αυτή η ταυτότητα αντανακλάται σε ό,τι κάνουμε και στην τέχνη μας πρωτίστως. Οπως βέβαια και η έλλειψή της, που συνήθως οδηγεί σ’ ένα μιμητισμό στα όρια της καρικατούρας. Ετσι γέμισε ο τόπος από «Βερολινέζους από το Κρυοκούκι» - δεν θυμάμαι πού είχα διαβάσει αυτόν τον τόσο εύστοχο χαρακτηρισμό: νέους ανθρώπους που ντρέπονται σχεδόν που είναι Ελληνες, δεν θέλουν να γράφουν ελληνικούς στίχους, δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με την πολιτισμική παράδοση της Ελλάδας σε κανένα επίπεδο, ούτε μουσικό, ούτε λογοτεχνικό, ούτε και πνευματικό βέβαια… Και οτιδήποτε έρχεται από την Ευρώπη τους φαίνεται πάντα πιο ενδιαφέρον και πιο σικ ή πιο ιν. Κρύβει φυσικά μία αρρώστια αυτή η αυτοαπόρριψη, όσα δίκια κι αν έχουμε να ντρεπόμαστε για τους Νεοέλληνες. Ο δρόμος δεν είναι αυτή η αυτοακύρωση. Δυστυχώς ή ευτυχώς, ο δρόμος είναι η ψηλάφηση της μνήμης και της φωτεινής μας ρίζας. «Μνημοσύνην καλέω» λοιπόν, καλούμε για την ακρίβεια, όλοι εμείς της δημιουργικής ομάδας αυτού του φεστιβάλ θέλοντας να δημιουργήσουμε ένα δίκτυο αφύπνισης όλων των Αθηναίων και όχι μόνο…
Κείμενο: Ανδρέας Γιαννόπουλος
51
Απρί λιος 2015
Γεύσεις ελληνικού καλοκαιριού
Τη Mala Peruviana την είδα για πρώτη φορά στο κινητό ενός φίλου. Ακόμα και στην οθόνη των τεσσάρων ιντσών η συσκευασία της κατάφερε να με εντυπωσιάσει. Με μπουκάλι που παραπέμπει σε goth μπύρα και κατακόκκινο χυμό ντομάτας για περιεχόμενο, σε παραπέμπει σε ταινία τύπου "Blade". Οταν, δε, έμαθα πως σε τέτοια μπουκάλια συσκεύαζαν τον ντοματοχυμό τη δεκαετία του ’60, ενθουσιάστηκα ακόμα περισσότερο. Η επαφή με τους φυσικούς χυμούς Verve έγινε μέσω των Bob Studio. Το γραφείο τους ανέλαβε το branding της εταιρείας και το αποτέλεσμα ήταν για ακόμα μία φορά εξαιρετικό - όπως και οι χυμοί. Εχουν φροντίσει γι' αυτό κατάλληλα οι δίδυμες Μάρθα και Κέλλυ Χατζηγιάννη, που λατρεύουν την υγιεινή διατροφή και τον φυσικό τρόπο ζωής. Στην περίπτωση των Yamas, τα πράγματα ήταν πιο απλά. Με τον δημιουργό τους, Δημήτρη Μητράκο, γνωριζόμαστε χρόνια, αφού μόνο καινούργιος δεν είναι στον χώρο. Εδώ και χρόνια μαζί με συνεργάτες του προωθεί σε αγορές του εξωτερικού το premium ελαιόλαδο POQA και τώρα επιχειρεί να κάνει ένα νέο βήμα στον χώρο των ready to drink ποτών. Ο Δημήτρης -έστω και εν αγνοία του- με βοήθησε να γνωρίσω και την ομάδα των Spirituz. Οταν οι άνθρωποι της εταιρείας είδαν το άρθρο για τα
Yamas πήραν το θάρρος να μας στείλουν με mail τη δική τους προσπάθεια. Μετά από σχετική έρευνα διαπιστώσαμε πως πράγματι ήταν αξιόλογη και, φυσικά, δεν αρνηθήκαμε να την παρουσιάσουμε. Η δημοσιογραφική περιέργεια έκανε το θαύμα της και στην περίπτωση των bfresh. Μετά από καλοκαιρινή εκδρομή με συναδέλφους στη Χαλκίδα, βρεθήκαμε να απολαμβάνουμε τα σπιτικά αναψυκτικά δίπλα από την παλαιά γέφυρα της πόλης. Λίγο η δροσιστική τους γεύση, λίγο η πρωτότυπη συσκευασία τους, μας έδωσαν το κατάλληλο κίνητρο και μερικά τηλέφωνα αργότερα είχαμε το θέμα μας. Οσον αφορά, τέλος, τα αναψυκτικά Three Cents φρόντισε για τις συστάσεις το… The Clumsies. Αλλεπάλληλες συσκέψεις έχουν πραγματοποιηθεί στο μαγαζί του Κέντρου και ανάμεσα σε καφέδες και σάντουιτς, βρήκαν τον δρόμο τους για το τραπέζι, αλλά και το πληκτρολόγιό μας. Οσο διαφορετικές και αν μοιάζουν μεταξύ τους αυτές οι έξι ιστορίες, έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Ολες τους διαθέτουν γεύση ελληνικού καλοκαιριού: η φρεσκοτριμμενη ντομάτα, το ούζο, η μαστίχα και το τσίπουρο, οι βάσεις των κοκτέιλ, οι φυσικοί χυμοί, η σπιτική λεμονάδα με πιπερόριζα. Ας τις γνωρίσουμε λοιπόν καλύτερα.
52
YAMAS ΜΕ…
ΑΝΑΨΥΚΤΙΚΑ THREE CENTS
ΟΥΖΟ, ΜΑΣΤΙΧΑ ΚΑΙ ΤΣΙΠΟΥΡΟ
Ο δημιουργός του premium ελαιολάδου POQA, Δημήτρης Μητράκος, αποφάσισε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στον χώρο των ready to drink ποτών και το αποτέλεσμα ακούει στο όνομα Yamas. Πρόκειται για μία σειρά χαμηλόβαθμων αλκοολούχων ποτών (με 4% αλκοόλ), που είναι πλούσια σε ανθρακικό και συνοδεύονται από διάφορες γεύσεις: Oύζο με λεμόνι, Μαστίχα με πορτοκάλι και Τσίπουρο με lime & ginger, σε μια vintage συσκευασία περιεκτικότητας 275 ml. Οπως εξηγεί ο Δημήτρης, «η σειρά προϊόντων Yamas ενσωματώνει σε ένα μπουκάλι τη φιλία, τη διασκέδαση, το χαμόγελο, τον ήλιο, τη θάλασσα και την παράδοση της Ελλάδας. Ενα προϊόν 100% ελληνικό, το οποίο διατηρεί την ποιότητα των παραδοσιακών γεύσεων σε ένα άριστο αποτέλεσμα που ικανοποιεί όλες τις ηλικίες, άνδρες και γυναίκες». Οσον αφορά τις τρεις γεύσεις, η περιγραφή τους, σύμφωνα με τον Δημήτρη, είναι χαρακτηριστική: α) Ouzo - lemon. Το εθνικό μας ποτό. Είναι αλκοολούχο, αποκλειστικά ελληνικό. Είναι ένα όνομα διακριτικό, κατά παράδοση, ενός αποστάγματος που η ιστορία του χάνεται στα βάθη των αιώνων. Το ούζο είναι ένα απόσταγμα που οφείλει τους οργανοληπτικούς χαρακτήρες του, στις ουσίες που χρησιμοποιούνται για τον αρωματισμό του και πιο συγκριμένα στον γλυκάνισο. β) Mastic - orange. Η μαστίχα, γνωστή από την αρχαιότητα για τις ευεργετικές και θεραπευτικές τις ιδιότητες, είναι η αρωματική ρητίνη που μας προσφέρει το μαστιχόδενδρο, ένας θάμνος που ευδοκιμεί αποκλειστικά και μόνο στη νότια Χίο. Ο συνδυασμός της με χυμό πορτοκάλι δίνει ένα αποτέλεσμα ιδιαίτερα εύγευστο και διαφορετικό για αυτούς που αγαπούν το άρωμα της μαστίχας και αναζητούν εκλεπτυσμένες γεύσεις. γ) Tsipouro - lime & ginger. Το τσίπουρο είναι ένα αυθεντικό ελληνικό προϊόν συνδεδεμένο άρρηκτα με τον τρόπο ζωής, φιλοξενίας και διασκέδασης των Ελλήνων. Ο συνδυασμός του με χυμό λάιμ και τζίντζερ δίνει ένα εκρηκτικό πικάντικο δροσερό αποτέλεσμαμ δημιουργώντας μια παγωμένη αίσθηση και πλημμυρίζοντας τον ουρανίσκο με μπουρμπουλήθρες.
Τρεις μπάρμαν, ο Γιώργος Μπάγκος, ο Δημήτρης Νταφόπουλος και ο Γιώργος Τσιρίκος, ένωσαν τις δυνάμεις τους με έναν έμπειρο επιχειρηματία από τον χώρο της διασκέδασης, τον Βασίλη Καλαντζή, και δημιούργησαν τα αναψυκτικά Three Cents. Ο κατάλογός τους περιλαμβάνει ένα ανθρακούχο νερό, το Τwo Cents Plain, και άλλες τέσσερις αρωματισμένες σόδες υπό τους τίτλους Pink Grapefruit Soda, Ginger Beer, Lemon Tonic, Tonic Water. Οπως εξηγεί ο Γιώργος Μπάγκος, όλα ξεκίνησαν όταν διάβασε ένα βιβλίο όπου γινόταν αναφορά στην ιστορική εξέλιξη των αναψυκτικών στην Αμερική και ειδικά την εποχή της ποταπαγόρευσης. Το συζήτησε με τους υπόλοιπους της ομάδας, μια και «ως bartender νιώσαμε την ανάγκη για μια σειρά από ποιοτικά αναψυκτικά που θα αναδείκνυαν τα κοκτέιλ, χωρίς να πνίγουν τον χαρακτήρα και τα αρώματα των αποσταγμάτων. Τρία χρόνια ψάχναμε για τα κατάλληλα, μέχρι που αρχίσαμε να φτιάχνουμε και να εμφιαλώνουμε με το χέρι μικρές ποσότητες μόνοι μας πρώτα σε σιφόν, μετά σε βαρέλια μπίρας. Ξεκινήσαμε από την Pink Grapefruit Soda, που τη χρειαζόμασταν για την Paloma, ένα κοκτέιλ που σερβίραμε τότε. Οταν αρχίσαμε να βλέπουμε ότι υπήρχε κόσμος που ερχόταν στο μπαρ και ζητούσε τα αναψυκτικά, τότε σιγά σιγά αποφασίσαμε να το προχωρήσουμε ένα βήμα». Το όνομα Two Cents Plain αποτελεί αναφορά στον τρόπο που αποκαλούσαν τη σόδα την εποχή της Μεγάλης Υφεσης. Συνδυάζει φυσικό μεταλλικό νερό με διοξείδιο του άνθρακα και αποτελεί τη βάση όλων των προϊόντων Τhree Cents. Το Lemon Tonic αποτελεί μίξη τριών διαφορετικών εσπεριδοειδών (κίτρο, μοσχολέμονο και νεράντζι), φυσικής κινίνης και ανθρακούχου νερού, η Pink Grapefruit Soda έχει ως βάση το φρέσκο κόκκινο γκρέιπφρουτ και το ανθρακούχο νερό, η Ginger Beer το φρέσκο τζίντζερ, τα μπαχαρικά και το ανθρακούχο νερό, ενώ το Tonic Water μεταλικό νερό και φυσική κινίνη.
ΧΥΜΟΣ ΝΤΟΜΑΤΑΣ MALA PERUVIANA Ο Σάκης, σεφ, και o Φώτης Τουρκοχωρίτης, γραφίστας, αποφάσισαν να κλείσουν το μπαρ που διατηρούσαν επί δέκα χρόνια στην περιοχή του Γκαζιού και να διοχετεύσουν τη δημιουργικότητά τους σε κάτι διαφορετικό. Δημιούργησαν έτσι την εταιρεία Fos natural creativity και το προϊόν Mala Peruviana, ένα χυμό δηλαδή από ντομάτες που συλλέγονται επιλεκτικά από υπαίθριες καλλιέργειες τη σωστή εποχή και παστεριώνονται ακέραιες σαν να μαζεύτηκαν μόλις από το χωράφι. Ο τρόπος παστερίωσης είναι μια μέθοδος κατά την οποία το προϊόν μένει ανέπαφο, μια και βράζει μέσα στο μπουκάλι-συσκευασία, και με τη βοήθεια ελάχιστου θαλασσινού αλατιού διατηρείται φρέσκο για δύο τουλάχιστον χρόνια χωρίς να βράζει ο χυμός. «Γενικότερα η ελληνική κουζίνα παραδοσιακά διατηρεί ακόμα και σήμερα κάποιες αρχές, οι οποίες έρχονται από πολύ παλιά και είμαστε ευτυχείς διότι λόγω της εύκολης διακίνησης των προϊόντων μπορούμε να τις μεταβιβάσουμε», υποστηρίζει ο Φώτης. Για την ιστορία, το Mala Peruviana, που στα ελληνικά σημαί-
νει η «κακή Περουβιανή», ήταν η ονομασία που έδωσαν οι Ελληνες στην ντομάτα, όταν αντίκρισαν για πρώτη φορά το εξωτικό φρούτο που ήρθε από το Περού. Το ονόμασαν έτσι εξαιτίας της ατροπίνης, μιας ουσίας που προκαλούσε τον θάνατο σε όσα ζώα επιχειρούσαν να τη φάνε και βρίσκεται στα φύλλα της ντοματιάς. «Σήμερα, ένα σπίτι για τις καθημερινές διατροφικές του ανάγκες, όπως ορίζει και η μεσογειακή παράδοση που τόσο προβάλλεται στις μέρες μας», συνεχίζει ο Φώτης, «πρέπει να διαθέτει ορισμένα προϊόντα όλο τον χρόνο: ελαιόλαδο, όσπρια, χυμό ντομάτας, ζυμαρικά, αρωματικά βότανα και παλαιότερα κάποια τυριά. Εχοντας αυτά τα υλικά στην κουζίνα μας γνωρίζουμε τι τρώμε, δεν μένουμε ποτέ από τροφή και επιλέγουμε να τα συνδυάσουμε ανάλογα με την εποχή τους με διάφορα άλλα λαχανικά κλπ. Για να πετύχουμε την οργάνωση της κουζίνας μας λοιπόν πρέπει να μετρήσουμε τις ετήσιες ανάγκες μας στα παραπάνω κύρια προϊόντα και να βρούμε έναν σωστό παραγωγό ή πωλητή να τα προμηθευτουμε. Ετσι έχουμε γνώση της ποιότητας για σωστή διατροφή. Γιατί ως γνωστόν 'είμαστε ό,τι τρώμε'».
53
ΦΥ ΣΙΚΟΙ ΧΥΜΟΙ VERVE
Απρί λιος 2015
ΤΟ ΟΥΖΟ ΑΛ ΛΙΩΣ
Η Μάρθα και η Κέλλυ Χατζηγιάννη είναι δίδυμες, οι οποίες όπως λένε μεγάλωσαν μαθαίνοντας να αγαπούν την υγιεινή διατροφή και τον υγιεινό τρόπο ζωής. Οταν έφτασε η σειρά τους να μεγαλώσουν τα δικά τους παιδιά, ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο. Επειδή ωστόσο στην ελληνική αγορά δεν υπήρχαν πολλές επιλογές ως προς τα υγιεινά σνακ και ποτά, άρχισαν να φτιάχνουν δικούς τους χυμούς στο σπίτι. «Τόσο σε εμάς τις ίδιες», λέει η Μάρθα, «όσο και στις οικογένειές μας -ειδικά στα παιδιά μας- αρέσουν πάρα πολύ οι χυμοί. Επειδή όμως χρειάζεται πολύς χρόνος και κόπος για να φτιάχνεις φρέσκους, θρεπτικούς χυμούς στο σπίτι, ήταν δύσκολο να γίνουν μέρος του καθημερινού τρόπου ζωής μας». Το σκέφτηκαν λοιπόν καλά και πήραν την απόφαση να δημιουργήσουν τους Verve. Η σειρά αποτελείται από εννέα χυμούς (τέσσερις πράσινους, τρεις φρούτων, ένας καρότο, ένας παντζάρι) και όλοι παρασκευάζονται με τη μέθοδο cold press (ψυχρή έκθλιψη). Πρόκειται για μια αργή διαδικασία εξαγωγής χυμού σε δύο βήματα κάτω από πολύ μεγάλη πίεση (τρεις τόνοι) και πολύ χαμηλή θερμοκρασία. Αυτό επιτρέπει πολύ μεγαλύτερη συγκέντρωση θρεπτικών συστατικών, μετάλλων και ενζύμων από οποιονδήποτε άλλο τρόπο αποχύμωσης. Η μέθοδος της ψυχρής έκθλιψης είναι μια πολύ ακριβή και χρονοβόρα διαδικασία, που διασφαλίζει, όμως, τη φρεσκάδα των χυμών για 72 ώρες, καθώς και 45-60% μεγαλύτερη περιεκτικτότητα σε βιταμίνες. «Η φιλοσοφία μας», καταλήγει η Μάρθα, «είναι να ζεις καλά, να φροντίζεις σωστά το σώμα σου και να επιστρέψεις στις ρίζες σου καταναλώνοντας ωμές, οργανικές, φρέσκες και μη επεξεργασμένες τροφές. Στόχος της εταιρείας μας είναι να σε διευκολύνει να εντάξεις στην καθημερινότητά σου την υγιεινή διατροφή, να βρεις τις ισορροπίες στη διατροφή και τη ζωή σου και να αποτοξινωθείς χωρίς κόπο».
Οταν οι άνθρωποι της εταιρείας Medinnex αποφάσισαν να μάθουν τι συμβαίνει σε περίπτωση που ανακατέψεις το εθνικό μας ποτό, το ούζο, με φυσικό χυμό φρούτων και ανθρακούχο νερό, δημιουργήθηκε το Spirituz. Ο λόγος για ένα καινοτόμο αλκοολούχο ποτό με βάση το ούζο σε τρεις γεύσεις -πορτοκάλι, φράουλα και lime- και ξεκάθαρη στόχευση: να κερδίσει το κοινό σε κλαμπ, καφετέριες, beach bar κλπ. Οπως εξηγεί ο κ. Μακάρογλου, εκ των δημιουργών του, «το Spirituz έρχεται να εδραιωθεί και να 'ανοίξει' την αγορά και κατηγορία των ελληνικών έτοιμων προς κατανάλωση κοκτέιλ (ready to drink ποτών). Περιέχει μόνο 4% αλκοόλ και ξεχωρίζει για την ανάμειξη υψηλής ποιότητας ελληνικού ούζου με φυσικό χυμό φρούτου και ανθρακούχο νερό. Οι αναλογίες δεν αλλοιώνουν την αυθεντικότητα του ούζου, αλλά αναδεικνύουν μια διαφορετική και συνάμα εξωτική γευστική πτυχή του. Συνδυασμός που απευθύνεται κυρίως σε νέους και όσους θέλουν ένα δροσιστικό, φρέσκο και χαμηλό σε αλκοόλ ποτό, που θυμίζει Ελλάδα, να συντροφεύει την καλοκαιρινή τους διασκέδαση». Αυτό το καλοκαίρι λοιπόν αναζήτησέ το στις ακόλουθες συσκευασίες: α) Spirituz Orange, με φυσικό χυμό πορτοκαλιού και ανθρακούχο νερό, σε αντίστοιχη χρωματικά πορτοκαλί συσκευασία των 275ml, β) Spirituz Strawberry με φυσικό χυμό φράουλας και ανθρακούχο νερό σε αντίστοιχη χρωματικά συσκευασία των 275ml και γ) Spirituz Lime με φυσικό χυμό lime και ανθρακούχο νερό σε αντίστοιχη χρωματικά ανοικτή πράσινη συσκευασία των 275ml.
ΣΠΙΤΙΚΑ ΑΝΑΨΥΚΤΙΚΑ BFRESH Ο Βασίλης Ρουμπής ξεκίνησε την επιχειρηματική του δραστηριότητα το 2007, δημιουργώντας την εταιρεία e-bottle, η οποία προμηθεύει με φίλτρα νερού και μηχανήματα τους χώρους εστίασης. «Στην προσπάθειά μας να καινοτομήσουμε και να προσφέρουμε πρωτοποριακές υπηρεσίες, κατασκευάσαμε εξοπλισμό που αφορά την απολύμανση φιαλών και την παραγωγή ανθρακούχου νερού στους χώρους εστίασης, τον οποίο και κατοχυρώσαμε με διπλώματα ευρεσιτεχνίας», αναφέρει χαρακτηριστικά. Τέσσερα χρόνια αργότερα γεννήθηκε η ιδέα του σπιτικού αναψυκτικού bfresh. «Στόχος μας ήταν να συνδυάσουμε τους χυμούς από φρέσκα ελληνικά φρούτα με το νερό που παράγεται από τον εξοπλισμό μας. Το αποτέλεσμα είναι να παράγουμε δροσερά και φρέσκα αναψυκτικά απαλλαγμένα από συντηρητικά και χρωστικές». Η γκάμα των bfresh περιλαμβάνει το τσάι του βουνού με φυσικό χυμό ρόδι, το μήλο με περγαμόντο, τη σπιτική λεμονάδα με πιπερόριζα, το πράσινο τσάι με μήλο, το πράσινο τσάι με ρόδι και το βύσσινο με πικραμύγδαλο. Τα δύο πρώτα σερβρίρονται ζεστά, ενώ τα τέσσερα τελευταία κρύα. Η πρώτη ύλη προέρχεται από φρέσκα ελληνικά φρούτα. «Το bfresh λέγεται σπιτικό αναψυκτικό γιατί το παρασκευάζουμε όπως ακριβώς θα το φτιάχναμε σπίτι μας», συνεχίζει ο κ. Ρουμπής. «Πλένουμε τα φρέσκα λεμόνια, τα στύβουμε ένα-ένα στο χέρι, προσθέτουμε γλυκαντικές, κάνουμε έναν βρασμό και γεμίζουμε σε γυάλινη φιάλη έτσι απλά, εντελώς φυσικά, χωρίς να παρεμβαίνουμε τεχνητά στο προϊόν μας». Στην προσπάθειά του μάλιστα να παράγει την καλύτερη δυνατή ποιότητα σε συνδυασμό με την υγιεινή διατροφή, αντικατέστησε τη ζάχαρη με φυσικές γλυκαντικές ουσίες όπως οι γλυκοζίτες στεβιόλης (στέβια). Ετσι τα προϊόντα έχουν λίγες θερμίδες διότι περιέχουν μόνο τα φυσικά σάκχαρα των φρούτων.
21ος Αιώνας
Επιμέλεια: Χρήστος Τσαπακίδης
54
Κράτα... φανάρι Ενας φανός πάντα είναι χρήσιμος: στο σπίτι, στον κήπο, στο κάμπινγκ... Ενα SolarPuff είναι ακόμη πιο χρήσιμο. Πρόκειται για έναν σπαστό φανό που πιάνει ελάχιστο χώρο και που αξιοποιεί ηλιακή ενέργεια για να φωτίζει τον χώρο όταν πέφτει σκοτάδι. Αποτελείται από ανθεκτικό και αδιάβροχο υλικό που του επιτρέπει να λειτουργεί απρόσκοπτα ακόμα και υπό τις πιο εχθρικές καιρικές συνθήκες, ενώ μπορεί να επιπλέει άνετα πάνω στο νερό.
Η ενεργειακή του απόδοση είναι αρκετά ικανοποιητική. Για παράδειγμα, για πέντε ώρες φόρτισης στον ήλιο μπορεί να φωτίσει έναν χώρο 10x10 μ. για πέντε με οκτώ ώρες. Η καμπάνια του SolarPuff τρέχει ήδη στο Kickstarter και έχει συγκεντρώσει τουλάχιστον δύο φορές το ζητούμενο κεφάλαιο (23.000 ευρώ).
Γαλαξιακή αγάπη «Σε αγαπώ». «Το ξέρω», είναι μία από τις πιο γνωστές στιχομυθίες μεταξύ της πριγκίπισσας Λέια και του Χαν Σόλο στα δύο τελευταία “Star wars”. Ο διάλογος κυκλοφορεί πλέον και σε διπλό δαχτυλίδι (ένα για την κάθε ατάκα) από το ThinkGeek. Οι λέξεις είναι χαραγμένες μαζί με το σήμα της Συμμαχίας των Επαναστατών σε ανοξείδωτο ατσάλι. Είθε η δύναμη να είναι μαζί σας!
http://kck.st/1bdFZ2c http://bit.ly/1OZkNu5
Για λείο τερέν
Ορθοπεταλιές
Εξυπνο κολάρο
Αγαπητοί επίδοξοι καράφλες, ποτέ πριν το ξύρισμα της κάρας σας δεν ήταν τόσο εύκολο και διασκεδαστικό. Το ξυράφι με τη βαρύγδουπη (για να μην πω καγκούρικη) ονομασία HeadBlade ATX All Terrain Head Razor διαθέτει μία λεπίδα με εργονομική λαβή, η οποία διαθέτει επίσης… ροδάκια! Μοιάζει με ένα μικροσκοπικό ATV και μπορείς να το τσουλήσεις ακατάπαυστα πάνω στο κεφάλι σου (ή και στο σώμα) μέχρι να μη μείνει τρίχα όρθια. Στο μεταξύ, επιτρέπεται να κάνεις ηχητικά εφέ τύπου «βουμ-βουμ», αρκεί να έχεις κλειστή την πόρτα του μπάνιου, γιατί κάποια πράγματα πρέπει να τα ξέρουμε εμείς και μόνο εμείς. Κατά τα άλλα, η λαβή αποτελείται από λάστιχο, για μεγαλύτερη άνεση, ενώ η τιμή του πρωτότυπου ξυραφιού δεν ξεπερνά τα 15 ευρώ.
Πολλοί έχουν προσπαθήσει να κάνουν hi-tech το ποδήλατό σου, λίγοι όμως έχουν στρέψει την προσοχή τους στο τι μπορούν να κάνουν τα πετάλια προς αυτή την κατεύθυνση. Σε αυτούς τους λίγους ανήκει και μία σχεδιαστική ομάδα από το Παρίσι, η οποία δημιούργησε τα Connected Cycle Pedals. Τι κάνουν; Είναι τα πρώτα πετάλια που αποτρέπουν την κλοπή του ποδηλάτου σου και παράλληλα καταγράφουν όλες τις βόλτες σου. Πώς λειτουργεί το σύστημα προστασίας; Χάρη σε μία ενσωματωμένη κάρτα SIM, η οποία αποστέλλει (δωρεάν) δεδομένα στο σχετικό app, προκειμένου να ξέρεις ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεται το αγαπημένο σου δίκυκλο. Το σύστημα σε ειδοποιεί, μάλιστα, εγκαίρως, όταν κάποιος αρχίζει να μετακινεί το ποδήλατο. Παράλληλα, όταν κάνεις τις βόλτες σου, τα «έξυπνα» πετάλια συγκεντρώνουν σχετικά στατιστικά (πχ. ταχύτητα, απόσταση, διαδρομές) και τα στέλνουν στο app. Τα Connected Cycle Pedals μπορούν να εγκατασταθούν εύκολα και γρήγορα σε οποιοδήποτε ποδήλατο.
Η αγορά των κατοικιδίων αναπτύσσεται με ραγδαίους ρυθμούς και μαζί με αυτή και η καινοτομία στον χώρο. Η ομάδα Agency 2.0 παρουσιάζει το πρώτο «όλα σε ένα» έξυπνο κολάρο για σκύλους. Το Connected Collar συνοδεύεται από ένα app για το κινητό σου, από όπου μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα: να εκπαιδεύσεις τον σκύλο σου (το κολάρο μπορεί να προκαλεί δονήσεις και διαθέτει υπερηχητική σφυρίχτρα όπως αυτή που χρησιμοποιούν οι εκπαιδευτές), να ελέγχεις την κατάσταση της υγείας του και τα επίπεδα άσκησης που πρέπει να ακολουθεί βάσει της ράτσας και της ηλικίας του, αλλά και να αποθηκεύεις και να μοιράζεσαι το ιατρικό του ιστορικό. Επίσης, χάρη στην τεχνολογία Virtual Fence, ειδοποιείσαι μέσω του δικτύου WiFi του σπιτιού σου πότε ο τετράποδος φίλος σου απομακρύνεται περισσότερο από όσο πρέπει. Ακόμη, όταν πάτε βόλτα, η τεχνολογία Virtual Leash χρησιμοποιεί δονήσεις και ήχους για να προειδοποιεί τον σκύλο πότε φεύγει πολύ μακριά. Τέλος, το κολάρο διαθέτει GPS και LED για να μη χάσεις ποτέ τον κολλητό σου.
http://bit.ly/1EdnzJx
http://bit.ly/1ODastb
http://amzn.to/1AfoYvb
55
Σωτήρας μέσης Ξοδεύεις πολλές ώρες μπροστά στον υπολογιστή σου και η καρέκλα στην οποία κάθεσαι μόνο εργονομική δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Πώς γίνεται μετά να μην ανησυχείς για τη μέση σου; Το BetterBack μπορείς να το κουβαλήσεις μαζί σου οπουδήποτε και μπορεί να βελτιώσει τη στάση σου ενώ κάθεσαι, αρκεί να το χρησιμοποιείς τουλάχιστον ένα τέταρτο σε καθημερινή βάση.
Απρίλιος 2015
Τρισδιάστατη επανάσταση! Η εποχή των τρισδιάστατων εκτυπωτών που ήταν απρόσιτοι οικονομικά στον μέσο χρήστη φαίνεται να έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Μία επιχείρηση από τη Νέα Υόρκη τίναξε στον αέρα την μπάνκα του Kickstarter με έναν απλό, προσιτό, αλλά αξιόπιστο εκτυπωτή με τιμή που δεν ξεπερνά τα 165 ευρώ. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους 3D εκτυπωτές, ο Tiko διαθέτει ενιαίο σώμα, κάτι που τον καθιστά εύκολο (και ως εκ τούτου οικονομικό) στην κατασκευή. Είναι ιδιαίτερα ακριβής στις κινήσεις του, επομένως είναι σε θέση να παράγει τρισδιάστατες εκτυπώσεις με έμφαση στη λεπτομέρεια. Επίσης, δεν σε περιορίζει στην επιλογή του υλικού εκτύπωσης, επιτρέποντάς σου να πειραματιστείς με διαφορετικά μείγματα. Οι πρώτες αποστολές ξεκινούν τον Νοέμβριο. http://tiko3d.com
http://kck.st/1JA99Ys
Πνευστή… τέντα
Ξύλινος χρόνος
Μουσικός Σταρκ
Πέρυσι που πήγα για κάμπινγκ έβλεπα μία παρέα πέντε παλικαριών να παλεύουν να στήσουν μία στρατιωτική σκηνή. Τους στοίχισε πολύ χρόνο και κόπο μέχρι να καταλάβουν ότι τελικά δεν είχαν όλα τα πασαλάκια, τη στιγμή που η σκηνή φαινόταν σαν να ξεπήδησε από πίνακα του Πικάσο. Και όπως λοιπόν καθόμουν και αγνάντευα την παρέα μου (ναι, μαζί τους ήμουν) να τα βρίσκει σκούρα, σκεφτόμουν τι καλά που θα ήταν να έχουμε μία σκηνή που να είναι πανεύκολη στο στήσιμο. Σύμφωνοι, έχουν ήδη κυκλοφορήσει αρκετές τέτοιες. Η GentleTent έρχεται όμως να κάνει ακόμη πιο εύκολη τη δουλειά. Η νέα σκηνή δεν διαθέτει πασαλάκια και άλλα μικρά εξαρτήματα που σε κάνουν να αναρωτιέσαι τι πρέπει να τα κάνεις. Για να τη στήσεις, απλά τη φουσκώνεις με μία τρόμπα - μία διαδικασία που δεν διαρκεί παραπάνω από ένα λεπτό. Και ακριβώς επειδή το πλαίσιό της είναι φουσκωτό, η σκηνή καθίσταται περισσότερο σταθερή και ανθεκτική στους ανέμους. Προς το παρόν, οι δημιουργοί αναζητούν κεφάλαια στο Indiegogo.
Στην εποχή των smartwatches δύο νέοι από το Σολτ Λέικ Σίτι των ΗΠΑ μας παρουσιάζουν μία διαφορετική πρόταση στα συμβατικά ρολόγια, συνεχίζοντας την παράδοση που ξεκίνησε ο παππούς τους πριν από 73 χρόνια. Η σειρά Lunowear αποτελείται από ρολόγια με κάσα από ξύλο και δερμάτινο λουράκι. Μπορείς να επιλέξεις, μάλιστα, ανάμεσα σε δύο είδη ξύλου υψηλής ποιότητας: μπαμπού και έβενο. Ο συνδυασμός ξύλου με δέρμα καθιστά κάθε ρολόι εξαιρετικά ελαφρύ, καθώς ζυγίζει περίπου 28 γραμμάρια, χωρίς να υπονομεύεται η ανθεκτικότητά του. Οι δύο νέοι ωρολογοποιοί προσθέτουν ότι σχεδίασαν τα ρολόγια ώστε να συμβαδίζουν με τις τελευταίες τάσεις της μόδας, αλλά και να ξεχωρίζουν από όλες τις νέες σειρές. Παρόλα αυτά, εξαιτίας του υλικού κατασκευής, θα πρέπει να συμβιβαστείς με το γεγονός ότι δεν μπορείς να πάρεις το ρολόι μαζί σου στις βουτιές. Είναι μεν ανθεκτικό στο νερό όταν βρέχει, όταν ιδρώνεις ή όταν πλένεις τα χέρια σου, αλλά ως εκεί.
Εχεις πωρωθεί τόσο πολύ με την καινούργια ταινία “Avengers”, που θέλεις να αγοράσεις ένα αναμνηστικό για το σπίτι σου. Γιατί να πάρεις κάτι που δεν κάνει τίποτα άλλο από το να στέκεται και να σκονίζεται στο ράφι; Το MARVEL Iron Man Mark XLIII 1/1th Scale Bluetooth Speaker είναι ακριβώς αυτό που λέει: ένα ασύρματο ηχείο με σύνδεση Bluetooth στο σχήμα του κράνους του Iron Man. Το ύψος του υπερβαίνει ελάχιστα τα 20 εκ., πράγμα που σημαίνει ότι το ηχείο έχει κατασκευαστεί σε κλίμακα 1 προς 1 με το κράνος του δαιμόνιου Τόνι Σταρκ. Μπορεί να αναπαράγει μουσική είτε ασύρματα, είτε από στικάκι USB, ενώ μπορεί να συνδεθεί και ενσύρματα με συσκευές ήχου. Η τιμή του ανέρχεται στα 410 ευρώ. Ξενέρωσες; Κι εγώ!
http://bit.ly/1GEHy4x
http://kck.st/1AfrHVw
http://bit.ly/1J6mrsn
56
Κείμενο: Νατάσα Μαστοράκου
57
Απρί λιος 2015
Από το ψαλτήρι στο Ηρώδειο
Ο Ζαχαρίας Καρούνης γεννήθηκε στα Πάκια Λακωνίας, σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι υποψήφιος διδάκτωρ βυζαντινής μουσικολογίας. Η σχέση του με τη βυζαντινή μουσική ήταν αναπόφευκτη, μια και σε ένα χωριό 300 κατοίκων οι ευκαιρίες για ένα παιδί που ενδιαφέρεται για τη μουσική είναι περιορισμένες. Διέξοδος λοιπόν η εκκλησία, όπου ουσιαστικά δοκιμάστηκε και για πρώτη φορά στο τραγούδι. Μεγαλώνοντας ο Ζαχαρίας ασχολήθηκε σοβαρά με το τραγούδι: από το 1998 ανέπτυξε καλλιτεχνική δραστηριότητα ως τραγουδιστής στον ρόλο του κορυφαίου του χορού, στην παράσταση της αρχαίας ελληνικής κωμωδίας του Αριστοφάνη «Βάτραχοι» που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Κώστα Τσιάνου. Το 1999 συμμετείχε στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου «Βίρα τις άγκυρες», σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, ερμηνεύοντας το «Τραγούδι της ξενιτιάς» του Μίκη Θεοδωράκη. Την ίδια χρονιά, συνεργάστηκε με την Ορχήστρα των Χρωμάτων του Μάνου Χατζιδάκι, ερμηνεύοντας μικρασιατικά τραγούδια στην παράσταση «Δυο φωνές για τη Λωξάνδρα». Και από τότε οι σημαντικές συνεργασίες δεν σταματούν. «Θάλασσα» στο Ηρώδειο με το Λύκειο Ελληνίδων, «Ενας αιώνας ελληνικό τραγούδι» με τη Μαρία Φαραντούρη στον ίδιο χώρο, αλλά και παραδοσιακή μουσική από τη Μικρά Ασία, ρεμπέτικα και λαϊκά μαζί με τη Μαριώ. Το 2007 συνεργάστηκε με τον Γιώργο Νταλάρα στην παράσταση «Ολα από την αρχή» που τον έκανε γνωστό και στο ευρύ κοινό. Πώς φαίνονται όλα αυτά όμως σε ένα παιδί που ξεκίνησε από τα Πάκια Λακωνίας; «Η μουσική ήταν πάντα συνυφασμένη με τη ζωή μου, οπότε δεν χρειάστηκε να τη βάλω στα σχέδιά μου. Ηξερα από μικρός τι ήθελα να γίνω», λέει ο ίδιος και προσθέτει ότι παρόλο που δεν μεγάλωσε σε μουσικό περιβάλλον, η αγάπη του για τη μουσική τον βοήθησε να βρει τον δρόμο - και αυτός
πέρναγε από το ψαλτήρι της εκκλησίας. «Μεγάλωσα σε ένα χωριό 300 κατοίκων στη Λακωνία, όπου η μόνη μου ευκαιρία να είμαι σε επαφή με τη μουσική ήταν το ψαλτήρι της εκκλησίας. Μεγαλώνοντας εντάχθηκα στη φιλαρμονική της διπλανής κωμόπολης και στη χορωδία - αυτά υπήρχαν». Ολα αυτά ξεκίνησαν μια συνηθισμένη Κυριακή, ενώ ήταν στο ιερό της εκκλησίας, όπως τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας του. «Ημουν οκτώ ετών και ο ιερέας του χωριού ακούγοντάς με να μουρμουρίζω αυτά που έλεγε ο ψάλτης με έπιασε από το χέρι, με έβγαλε στο Αναλόγιο και μου είπε: 'Εσύ θα μείνεις εδώ και δεν ξαναέρθεις μέσα'». Φυσικά σε αυτή την πορεία τα πράγματα δεν ήταν ρόδινα. Ειδικά τα χρόνια που ο Ζαχαρίας αναγκαζόταν να πηγαίνει με το λεωφορείο στη Σπάρτη -δύο ώρες δρόμο- για να κάνει μαθήματα μουσικής. «Θα έλεγα πως τα πράγματα στην πορεία ήρθαν πολύ φυσικά. Πέρασα στη Θεολογική, ανέβηκα Αθήνα και παράλληλα ξεκίνησα σοβαρές σπουδές στο Ωδείο Αθηνών πάνω στη Βυζαντινή και στην Ευρωπαϊκή μουσική, με υποτροφία. Η πρώτη μου δουλειά ως τραγουδιστής ήταν στο Εθνικό Θέατρο, όπου με πήραν με ακρόαση. Μετέπειτα όποια συνεργασία και να έκανα ήταν μετά από ακρόαση. Ακόμα και αυτή με τον Σταύρο Ξαρχάκο ή αυτή που θα κάνω τώρα με τον Μίκη Θεοδωράκη. Σαφώς και κάποιες συνεργασίες ήρθαν ως αποτέλεσμα της πορείας που έχω μέχρι αυτή τη στιγμή. Η μία δουλειά φέρνει την άλλη που λέμε». Από τις συνεργασίες που έχει κάνει κρατάει αυτή με τη Δόμνα Σαμίου. Αν και όλοι οι καλλιτέχνες τού έδωσαν κάτι ξεχωριστό, η Δόμνα Σαμίου για δέκα χρόνια γυρνώντας όλο τον κόσμο τού έμαθε πώς να προσεγγίζει με αισθητική τα παραδοσιακά τραγούδια. Του λείπει η Σαμίου, όπως και ο Μαμαγκάκης, δίπλα στον οποίο μαθήτευσε και ο οποίος τον έμαθε πώς να αντιμετωπίζει τα τραγούδια μέσα στο στούντιο. Και φυσικά ξεχωρίζει τον Σταύρο Ξαρχάκο που του εμπιστεύτηκε τον ρόλο του τραγουδιστή στο «Μεγάλο μας τσίρκο», έναν ρόλο που πρώτος είχε ενσαρκώσει ο Νίκος Ξυλούρης.
Η συνεργασία του με τον χαρισματικό συνθέτη ήρθε όταν είχε κάνει ήδη κάποια βήματα στον χώρο, αλλά όταν ξεκίνησε να δουλεύει μαζί του κατάλαβε ότι πρόκειται για έναν διαφορετικό μουσικό κόσμο, για μια ανώτερη γνώση, που αν είσαι έτοιμος να τη δεχθείς μπορεί να σε αναγεννήσει καλλιτεχνικά. Ο Ξαρχάκος τον έμαθε να μη δίνει σημασία στις νότες, αλλά στο συναίσθημα και στον τρόπο που κάθε φορά έπρεπε να τραγουδήσει και ο Ζαχαρίας παραδέχεται ότι του χρωστάει πολλά. Πριν από δύο χρόνια κυκλοφόρησε ο δίσκος του Ζαχαρία «Τα υλικά των μυστικών», κυρίως με νέους δημιουργούς όπως ο Απόλλων Ρέτσος και ο Νεοκλής Νεοφυτίδης. Τα τραγούδια τα επέλεξε ο ίδιος μαζί με τον Αγγελο Σφακιανάκη και στόχος ήταν να δοθεί βάση στον στίχο και σε έναν πιο ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα. Αν και ο Ζαχαρίας δεν μπορεί εύκολα να ξεχωρίσει κάποιο αγαπημένο του, με λίγη πίεση μου εξομολογείται ότι η «Βακτριανή» της Λίνας Νικολακοπούλου και της Δάφνης Αλεξανδρή τον αγγίζει λίγο περισσότερο. Αυτή την εποχή ο Ζαχαρίας ετοιμάζει την επόμενη δισκογραφική του δουλειά που θα κυκλοφορήσει από την Μικρή Αρκτο σε καλλιτεχνική επιμέλεια του Παρασκευά Καρασούλου. «Τη μουσική και τους στίχους θα γράψει ένας πολύ ταλαντούχος συνθέτης της νέας γενιάς που ξεχώρισε από την τέταρτη ακρόαση της Μικρής Αρκτου, ο Σπύρος Παρασκευάκος. Επίσης σε δύο τραγούδια η μουσική θα είναι δική μου και οι στίχοι του Χρίστου Γ. Παπαδόπουλου. Παράλληλα μελετάω το έργο 'Διόνυσος' του Μίκη Θεοδωράκη, το οποίο θα τραγουδήσω στο Ηρώδειο και στο Θέατρο Μπάντμιντον για τα 90 χρόνια του συνθέτη, και μόλις πριν από λίγες μέρες έβγαλα στο YouTube για τους φίλους ένα τραγούδι με τίτλο 'Απ' τον Ερωτα στον Αχέροντα'. Είναι ένα παραδοσιακό αρμένικο τραγούδι σε στίχους του Χρίστου Γ. Παπαδόπουλου και συμμετέχει το συγκρότημα ΠΟLIS ensemble».
Κείμενο: Χρύσα Οικονομοπούλου / Φωτογραφία: Χρήστος Σαρρής
58
Να είσαι ο εαυτός σου! Στην πραγματικότητα η μόδα δεν είναι καν στα τρία πρώτα πράγματα που με ενδιαφέρουν περισσότερο - την αντιμετωπίζω όπως ένας άντρας που βλέπει ποδόσφαιρο χωρίς να μπορεί να παίξει και χωρίς απαραιτήτως να πηγαίνει στο γήπεδο. Δεν παίρνω τα της μόδας πολύ στα σοβαρά και δεν θεωρώ ότι έχω αλάνθαστο κριτήριο και απίστευτες γνώσεις επί του θέματος. Θεωρώ ότι ίσως, μπορεί, να έχω ένα κάπως καλό ένστικτο - όσο για το γράψιμο, είναι το ένα πράγμα στη ζωή μου που κάνω σχετικά καλά. Εγραφα από παλιά, οπότε όταν παραιτήθηκα από τη δουλειά που έκανα το 2011 -και με άπλετο ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου- είπα να φτιάξω ένα site. Ηθελα να κοροϊδεύει τη μόδα, με τον τρυφερό τρόπο που κοροϊδεύεις τη φίλη σου όταν το παίζει πολύ μοιραία ή να σημειολογεί για τη μόδα, με τον τρόπο που μπορεί κανείς να σημειολογήσει για οτιδήποτε έχει να κάνει με την ποπ κουλτούρα. Αυτό το πράγμα κάποια απροσδιόριστη στιγμή πήρε μπρος, και τώρα έχουμε φτάσει στο σημείο να σταματάνε τη Ναταλία, με την οποία γράφουμε μαζί, στους δρόμους και τα μπαρ της Θεσσαλονίκης και να τη ρωτάνε «αν όντως είναι η Ναταλία από το Fashionism». Δεν είναι προτεραιότητά μου να βγάλω λεφτά από το Fashionism ή να γίνει η βασική μου απασχόληση (έχω δουλειά που μου αρέσει, δηλαδή), οπότε δεν ζω με το άγχος να διαφημίσω οτιδήποτε μου ζητηθεί για να μη χάσω χρήματα. Ο,τι θετικό γράφεται για κάποιο brand ή σχεδιαστή ή προϊόν είναι επειδή αρέσει σε εμάς και μόνο, και αν δεν έχει σχέση με το αντικείμενο (μόδα, ρούχα, παπούτσια, τέτοια) σπανίως θα συμπεριληφθεί στην «ύλη». Ξέρω ότι θα το διαβάσει κάποιος αυτό και θα με πει πιθανότατα περίεργη και μυστήρια (μπορεί και να είμαι), αλλά τα παρελκόμενα της mainstream μόδας στην Αθήνα δεν με ενδιαφέρουν επίσης καθόλου: δεν πηγαίνω σε events, δεν φωτογραφίζομαι μπροστά σε τοίχους με λογότυπα αν δεν συντρέχουν ΠΟΛΥ ειδικές συνθήκες, δεν πηγαίνω σε επιδείξεις εκτός αν είναι κάποιου ανθρώπου με αληθινό ταλέντο (και τους ξέρω γιατί δεν είναι πολλοί) και δεν με
ενδιαφέρει τίποτα, μα τίποτα από την ελληνική κρατούσα κουλτούρα του lifestyle που ανακατεύεται και λίγο με σχεδιαστές και ρούχα. Απορώ μάλιστα πώς αυτό το lifestyle όχι μόνο δεν έχει πεθάνει οριστικά, αλλά ορισμένα απομεινάρια του συνεχίζουν το ίδιο βιολί - και βγαίνουν και καινούργια υποσχόμενα φυντανάκια. Ως προς την ελληνική δημιουργία, προτιμώ μια πιο εναλλακτική προσέγγιση, και η μόνη από τις διάσημες που θεωρώ ότι το'χει με τα ρούχα είναι η Τάμτα. Για το Fashionism είμαι «υπερήφανη» (και πάλι θεωρώ τη λέξη υπερβολική) αποκλειστικά όταν μου λένε ότι έχει ωραία κείμενα. Μόνο αυτό με ενδιαφέρει στο ίντερνετ, ιδίως τώρα, που online βρίσκεις περισσότερο σκουπίδι από ποτέ. Είναι λογικό, βέβαια, όταν γράφουν όλοι - είναι φορές που τρέμω μη μου ζητήσει τη γνώμη μου για κάτι που έγραψε κάνας άνθρωπος που εκτιμώ πολύ, και βρεθώ στη δύσκολη θέση να του πω ότι δεν μου άρεσε καθόλου. Γιατί θα το πω, αν δεν μου άρεσε. Οσο για το blogging εν γένει, στα μάτια μου πάντα ήταν μια φούσκα που συνοδευόταν από κοινωνικές φιλοδοξίες, να μπούμε στους κύκλους, να πάμε στα ίδια πάρτι με κάναν τραγουδιστή. Εμένα όλα αυτά μου προκαλούν γέλια και εκνευρισμό ταυτόχρονα. Θεωρώ ότι την αληθινή μόδα μπορείς να τη συναντήσεις μόνο στην επαφή σου με τον δρόμο, την τέχνη, τη μουσική, την ποπ κουλτούρα, την αληθινή εκκεντρικότητα. Οι μοναδικές fashion bloggers που πραγματικά ξέρουν τι κάνουν είναι η Ελένη Κωστοπούλου (cloudlinechicflows.com) και η Miss Margaret Cruzemark (margaretcruzemark.blogspot.com). Η μόνη συμβουλή που μπορώ να δώσω περί μόδας είναι ότι μπορείς να φοράς ό,τι θέλεις, ανεξαρτήτως βάρους, ηλικίας, οικογενειακής κατάστασης και κοινωνικών περιορισμών. Κάποια θα σου ταιριάζουν περισσότερο, κάποια λιγότερο, κάποια θα σε κολακεύουν και κάποια όχι, κάποιοι θα σε σχολιάσουν αρνητικά γιατί μπορεί να μην τους αρέσεις, είναι λογικό - αλλά, πραγματικά, τίποτα από αυτά δεν έχει περισσότερη σημασία από το να κάνεις αυτό που θέλεις εσύ.
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφίες: Μάριος Κουρουνιώτης
59
Απρί λιος 2015
Οκτώ νέοι ηθοποιοί και ένας σεισμός Από τις 30 Απριλίου στο Bios οκτώ νέοι ηθοποιοί -οι περισσότεροι πρωτοεμφανιζόμενοι- μας διηγούνται, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Ακύλλα Καραζήση, την ιστορία του Χερώνυμο και της Γιοζέφα μέσα από τη νουβέλα του Χάινριχ Φον Κλάιστ «Ο σεισμός στη Χιλή». Δύο ερωτευμένοι, καταδικασμένοι ήρωες, ένας σεισμός που τους χαρίζει αναπάντεχα την ελευθερία
τους κι ένα τραγικό τέλος που δίνεται από τους ίδιους τους κατοίκους της πόλης μέσα σε μία εκκλησία. Ο Ακύλλας Καραζήσης καταπιάνεται εκ νέου με τον Κλάιστ μετά την περσινή «Πενθεσίλεια», έχοντας στο πλευρό του οκτώ ταλαντούχους νέους ηθοποιούς στο ξεκίνημά τους. Εμείς κρατήσαμε για τον καθένα τους μία διαφορετική ερώτηση… Ανακαλύψτε τους!
60
Κωνσταντίνος Πλεμμένος Απόφοιτος του Εθνικού Θεάτρου το 2014. Δηλώνει δραστήριος, ειρωνικός μέσα από το χιούμορ και λιγομίλητος. Πιστεύει πως μέσα από το θέατρο μαθαίνεις να αγαπάς και να σέβεσαι τους ανθρώπους και τα έργα τους. Με τον χρόνο κάτι από αυτή την εμπειρία της μάθησης το περνάς στους θεατές. Γι’ αυτές τις σπάνιες στιγμές ασχολήθηκε (μάλλον) με το θέατρο.
Υπάρχουν σημεία ταύτισης του Κλάιστ με τον Χερώνυμο; Ο Κλάιστ είχε μπει στην φυλακή, όπως και ο Χερώνυμο. Ο πρώτος ως αιχμάλωτος πολέμου, ο δεύτερος επειδή σύναψε ερωτική σχέση με τη μαθήτριά του. Και ο ίδιος ο Κλάιστ είχε και αυτός μια «παράνομη» σχέση με τη Χένριετ Φόγκελ. Μια σχέση που τους οδήγησε στον θάνατο. Οχι όμως έναν οποιονδήποτε θάνατο, αλλά μια ρομαντική διπλή αυτοκτονία. Στο τέλος της νουβέλας υπάρχει μια αμυδρή ομοιότητα με το τέλος της ζωής του Κλάιστ.
Ελένη Μπούκλη
Μάνος Βαβαδάκης
Κατερίνα Παπανδρέου
Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών το προηγούμενο καλοκαίρι. Αγαπά το πράσινο χρώμα και το ζαχαρί, καθώς και τις γλυκές γεύσεις. Κάνει θέατρο γιατί μέσα από αυτό «μοιραζόμαστε μια κοινή εμπειρία».
Απόφοιτος του Εθνικού Θεάτρου το 2013. Αγαπά τη μουσική, την πολιτική και τους φίλους του. Κάνει θέατρο, γιατί «δεν μπορούσα με άλλον τρόπο να γίνω μια μέρα βασιλιάς».
Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου. Είναι αδύνατη, μετρίου αναστήματος και έχει καστανά μαλλιά. Με το θέατρο ασχολήθηκε γιατί είναι η πιο ωραία δουλειά του κόσμου.
Τι συμβολίζει για σένα η Εκκλησία, τόσο στο έργο, όσο και έξω απ’ αυτό; Μετά τον σεισμό του 1647 στη Χιλή, η Εκκλησία των Δομινικανών ήταν το μόνο κτήριο που έμεινε όρθιο στο Σαντιάγο, κάνοντάς τη σύμβολο της καταστροφής και μετατρέποντας την τελευταία από φυσική και υλική σε ηθική καταστροφή, σε τιμωρία για τα ηθικά παραπτώματα των ανθρώπων. Στις μεγάλες συμφορές ή αλλαγές αναζητούμε συλλογικά και ατομικά πάντα καταφύγιο. Σε μια ιδέα, σε μια ομάδα, σε έναν άνθρωπο. Κάθε εποχή έχει τη δική της Εκκλησία.
Πώς είναι να δουλεύεις στα πρώτα σου βήματα με τον Ακύλλα Καραζήση; Η δουλειά με τον Ακύλλα Καραζήση συνοδεύεται πάντα από χαρά, ελευθερία και -όλως παραδόξως- τρομακτική πειθαρχία. Αυτά από μόνα τους είναι σχολείο. Πόσο μάλλον όταν συνδυάζονται με τόση αγάπη για τον λόγο και τη λογοτεχνία. Οπότε μόνο ευτυχής μπορεί να νιώθει κανείς δουλεύοντας και μαθαίνοντας δίπλα σε έναν τέτοιο δάσκαλο. Γιατί όσο κι αν ο ίδιος δεν αποδέχεται απόλυτα αυτόν τον χαρακτηρισμό, για μένα ήταν εξαρχής -και παραμένει- δάσκαλος. Και φίλος.
Τι σκέψεις και συναισθήματα σου γέννησε η πρώτη ανάγνωση του κειμένου του Κλάιστ; Ενιωθα μεγάλη αγωνία για την εξέλιξη της ιστορίας. Στην ολοκλήρωσή της είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό! Ενιωθα μεγάλη θλίψη. Θύμωσα πολύ στη συνειδητοποίηση της δύναμης του όχλου και στην επιρροή της στον τρόπο που εκφραζόμαστε και δρούμε. Αναρωτήθηκα τι είναι το «εγώ» που λέμε… Πόσο επηρεαζόμαστε από κάτι που είναι «κοινά αποδεκτό»;
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφίες: Μάριος Κουρουνιώτης
61
Απρί λιος 2015
Χαρά-Μάτα Γιαννάτου
Γιώργος Κατσής
Κατερίνα Ζησούδη
Γιώργος Ονησιφόρου
Απόφοιτος της Δραματικής του Εθνικού Θεάτρου το 2013. Αγαπά τη μουσική, το καλοκαίρι και τα σκυλιά. Ασχολήθηκε με το θέατρο γιατί της αρέσει πιο πολύ να λέει «πάω να παίξω», παρά «πάω για δουλειά».
Απόφοιτος της Δραματικής του Εθνικού το 2014. Αγαπά πολύ τη Νέα Φιλαδέλφεια κι όλους τους φίλους του εκεί, τη μουσική και το αμερικάνικο σινεμά. Κάνει θέατρο πολύ απλά επειδή του αρέσει πολύ.
Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Ωδείου Αθηνών το 2014. Τη χαρακτηρίζει -και της αρέσει κιόλας- μια ελιά που έχει κάτω από το αριστερό μάτι. Αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο γιατί στη γειτονιά της δεν έχει αλάνες.
Ποιοι θα μπορούσαν να είναι ο Χερώνυμο και η Γιοζέφα σήμερα; Οποιοδήποτε ερωτευμένο ζευγάρι που για λόγους κοινωνικούς, πολιτικούς, οικογενειακούς ή θρησκευτικούς δεν του επιτρέπεται να ζήσει τον έρωτα του και να γευτεί την ευτυχία.
Η κοινωνία τελικά τιθασεύει ή διεγείρει τη βία που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος; Οποιοσδήποτε θα απαντούσε ότι την τιθασεύει θα έλεγε ένα μεγάλο ψέμα. Βασική προϋπόθεση για να λειτουργήσει οποιαδήποτε κοινωνία σήμερα είναι να υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δέχονται βία. Για να τιθασεύσει η κοινωνία τη βία, πρέπει πρώτα κάποιος να τιθασεύει την κοινωνία. Στο έργο, αυτό επιχειρεί να το κάνει ο έρωτας. Και αποτυγχάνει. Ισως γιατί δεν μας διεγείρει ο έρωτας πλέον. Μας διεγείρει η βία.
Θεατρικό ντεμπούτο. Πρώτη παράσταση. Τι φοβάσαι; Τι ελπίζεις; Νιώθω μεγάλη χαρά που η πρώτη μου παράσταση είναι αυτή, γιατί έχει φτιαχτεί από μια επιθυμία, μια ανάγκη που μας ένωσε. Δεν έγινε χωρίς λόγο. Αυτό που ελπίζω είναι να νιώσουν οι άνθρωποι που θα έρθουν την ίδια αγάπη με εμάς για την ιστορία που αφηγούμαστε. Φοβάμαι κάθε μέρα και κάτι διαφορετικό, αλλά νιώθω μεγάλη εμπιστοσύνη για τους υπόλοιπους και αυτό με βοηθάει να έχω θάρρος.
Απόφοιτος της Δραματικής του Εθνικού το 2013 και της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ. Η ενασχόλησή του με το θέατρο δεν ξέρει πού οφείλεται: «Ο καθένας μας προσπαθεί να βρει τη φωνή του ψάχνοντας χώρο. Στην πορεία συναντιέσαι και μ’ άλλους ανθρώπους. Αυτές οι συναντήσεις ήταν που μου ενίσχυσαν την όποια θέλησή μου ν’ ασχοληθώ με το θέατρο». Πώς μεταφράζεις τον «σεισμό» στη νουβέλα του Κλάιστ; Ο σεισμός σαρώνει την πόλη και τις αξίες των ανθρώπων της κι εκεί ακριβώς που εμφανίζεται ο τρόμος του κενού εντοπίζονται τα τέλεια θύματα, ο Χερώνυμο και η Γιοζέφα. Η ερωτική ιστορία αποτελεί το κέντρο της αφήγησης, αρθρώνεται όμως στο πλαίσιο μιας κοινωνίας υπό κατάρρευση. Ο έρωτας είναι μονόδρομος για τον άνθρωπο του ρομαντισμού, ο Βέρθερος πρέπει να πεθάνει. Εδώ η διαφορά είναι πως ο έρωτας σκοτώνεται από την κοινωνία. Η κοινωνία δολοφονεί τους ερωτευμένους.
62
Kείμενο: Νατάσα Μαστοράκου / Φωτογραφία: Στέφανος Καστρινάκης
63
Απρί λιος 2015
Στους ρυθμούς της world music Τον Λεωνίδα Αντωνόπουλο τον συνάντησα για πρώτη φορά από κοντά πριν από μερικά χρόνια στα γραφεία του Αθήνα 9.84. Για την ακρίβεια είχαμε συναντηθεί πολλά χρόνια πριν, στις σελίδες του «Διφώνου», στον αέρα του Jazz FM, στις εκπομπές του στην ΕΡΤ... Γιατί ακόμα και αν η world music και η τζαζ δεν είναι στις προτιμήσεις σου, αν ήθελες να είσαι ενημερωμένος για την καλή μουσική όφειλες να ξέρεις τον Λεωνίδα Αντωνόπουλο. Σήμερα τον βρίσκουμε στον Kosmos, το δημόσιο ραδιόφωνο που ξαναζωντάνεψε τον Δεκέμβριο του 2014 με πλήρες πρόγραμμα και συνεχίζει την καλή πορεία που είχε στο παρελθόν. Μια μικρή ομάδα από τη ΝΕΡΙΤ ανέλαβε πέρυσι το καλοκαίρι να ξαναστήσει τον σταθμό, ο οποίος από τον Ιούνιο του 2014 έπαιζε μόνο μουσική μέχρι να βρεθεί ο νομικός και τεχνικός τρόπος για να μπουν και παραγωγοί κανονικά στο πρόγραμμα. Στο soundtrack του σταθμού περιλαμβάνονται οι μουσικές του κόσμου, αυτό που λέμε world music, με έμφαση στην τζαζ και τα παρακλάδια της μαύρης μουσικής. Χρονολογικά φτάνει μέχρι σήμερα, στις νέες κυκλοφορίες, στα νέα σχήματα. Οπως μου λέει ο Λεωνίδας «υπάρχει μια συνέχεια σε αυτό που ξέραμε, δεν υπάρχει καμία ρήξη ή τομή. Υπάρχει ένας προσανατολισμός που βασίζεται στο μουσικό υλικό που υπάρχει αυτή τη στιγμή και στους ανθρώπους που έχουν αναλάβει να κάνουν τις εκπομπές». Αυτό που κάνει τη μεγάλη διαφορά με το παρελθόν και έχει δώσει μεγάλη ώθηση στον σταθμό είναι ότι για πρώτη φορά εκπέμπει σε όλη την Ελλάδα, ενώ παλιά περιοριζόταν στην Αθήνα. «Η ανταπόκριση που υπάρχει από την υπόλοιπη Ελλάδα, τη Θεσσαλονίκη, τις μεγάλες πόλεις και τα νησιά είναι τρομερή. Ερχονται για πρώτη φορά σε επαφή με αυτή τη μουσική και με αυτό το περιεχόμενο προγράμματος. Είναι καταπληκτική η επαφή με τους ανθρώπους, τα σχόλιά τους, ο τρόπος με τον οποίο συμμετέχουν, ρωτούν», αναφέρει ο Λεωνίδας και συνεχίζει: «Νομίζω ότι ξαναμπήκε στις ράγες το ραδιόφωνο αυτό, είναι ένα αρκετά διαφορετικό ραδιόφωνο από αυτό που έχουμε μάθει στην Ελλάδα να ονομάζουμε κρατική ραδιοφωνία. Και αυτό ίσχυε από την αρχή και το συνεχίζουμε». Ο Kosmos ήταν από την αρχή ένα ραδιόφωνο το οποίο
ενδιαφέρεται μεν για την ακροαματικότητα και να έχει -όπως και έχει- τα δικά του έσοδα, αλλά από εκεί και πέρα δεν κάνει εκπτώσεις στο περιεχόμενο του προγράμματος. «Δεν πιστεύουμε ότι απευθύνεται σε ένα ειδικό ακροατήριο, αλλά προσπαθούμε να υπάρχει ένας τρόπος παρουσίασης των εκπομπών και των περιεχομένων τους που να ανταποκρίνεται στον ρόλο ενός δημόσιου ραδιοφώνου. Δηλαδή η εμπεριστατωμένη πληροφορία για τη μουσική, η γνώση, η άποψη, η αιτιολόγηση των επιλογών των παραγωγών. Ολα αυτά είναι χαρακτηριστικά που δεν υπάρχουν στο ιδιωτικό ραδιόφωνο ή έχουν περιοριστεί σημαντικά. Σε εμάς στον Kosmos έρχονται σε πρώτο πλάνο και με αυτή την έννοια είναι ένα ραδιόφωνο που υπηρετεί τον δημόσιο χαρακτήρα της ραδιοφωνίας». Η συζήτηση με τον Λεωνίδα μεταπηδάει από το ραδιόφωνο στη μουσική βιομηχανία και πάλι πίσω. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια και η δισκογραφική παραγωγή έχει μεταλλαχθεί σε όλο τον κόσμο όπως και στην Ελλάδα. Ωστόσο η βαθιά γνώση της μουσικής σε οδηγεί εκεί που πρέπει. Μπορεί να χρειάζεται να περιοριστείς μόνο σε ένα τραγούδι -και αναγκαστικά να προσαρμόζεσαι πολλές φορές-, αλλά ο μουσικός παραγωγός που είναι πάντα σε αναζήτηση ξέρει τι πρέπει να κάνει. «Σημασία σε όλα έχει τι θέλεις από το ραδιόφωνο. Αν θέλεις να σε κρατάει σε επαφή με αυτό που ακούν οι πολλοί για να είσαι ενημερωμένος δεν θα πας σε μια επιλογή σαν τον Kosmos, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι είναι το επόμενο κομμάτι, έχει πάντα ένα στοιχείο έκπληξης. Το ενδιαφέρον όμως του ακροατή να μάθει κάτι καινούργιο και να πληροφορηθεί κάποια πράγματα γύρω από αυτό δεν θα σταματήσει ποτέ. Αυτό που είναι η δουλειά ενός επαγγελματία μουσικού παραγωγού δεν αντικαθίσταται», μου εξηγεί ο Λεωνίδας. Ο ίδιος βρίσκεται στο ραδιόφωνο από τον Σεπτέμβριο του 1983. Εχει τεράστια πείρα σε μουσικά προγράμματα, στο στήσιμο ενός ραδιοφώνου αλλά και σε δημοσιογραφικές εκπομπές. Εχει υπηρετήσει το μέσο από διαφορετικούς ρόλους και με πολλούς τρόπους. Η σχέση του με τη μουσική ήταν ήδη πολύ στενή από τα μαθητικά του χρόνια, ως ακροατής και άνθρωπος που ενδιαφερόταν πολύ για τη μουσική. Εφτιαχνε κασέτες, έπαιζε στα πάρτι και σύντομα όλο αυτό εξελίχθηκε σε μια ενασχόληση την οποία αξιοποίησε και επαγγελματι-
κά. «Είδα ότι η μουσική με ενδιαφέρει, την αγαπάω και είχα προοπτική σε αυτόν τον τομέα», αναφέρει, αλλά τονίζει ότι είναι και παραμένει δημοσιογράφος. Αυτό είναι το κύριο επάγγελμά του, το οποίο έχει υπηρετήσει σε διάφορα μέσα όλα αυτά τα χρόνια, από «ΤΑ ΝΕΑ» ως το περιοδικό «Δίφωνο», στο οποίο διετέλεσε αρχισυντάκτης. Μέσα από τη δημοσιογραφία ο Λεωνίδας εστίασε στη μουσική σε μια περίοδο που στην Ελλάδα άρχισαν να οργανώνονται συστηματικά συναυλίες ξένων συγκροτημάτων. Ηταν το τέλος της δεκαετίας του '80 όταν άνοιξε το Ρόδον στην Αθήνα και μαζί του και άλλοι μικρότεροι χώροι. Και κάπως έτσι φτάσαμε στον Jazz FM το 1991. Ενα ραδιόφωνο που κράτησε μόνο πέντε χρόνια, αλλά άφησε πίσω το στίγμα του. «Με την πρωτοβουλία του Κώστα Γιαννουλόπουλου, ενός άνθρωπος που μας έμαθε να ακούμε τζαζ μουσική στην Ελλάδα έγινε ο Jazz FM. Το θέμα ήταν ότι η αγορά δεν μπορούσε να αντέξει ένα τόσο ειδικό ραδιόφωνο και έκλεισε γρήγορα. Νομίζω όμως ο Kosmos τα 14 χρόνια που εκπέμπει είναι μια μετεξέλιξη του πνεύματος του Jazz FM, μια και αρκετοί παραγωγοί του υπήρξαν βασικοί πρωταγωνιστές εκείνης της προσπάθειας», θυμάται ο ίδιος. Ο Λεωνίδας είναι από τους βασικούς υποστηριχτές της world music. Εχει κάνει εκπομπές τόσο στην τηλεόραση όσο και στο ραδιόφωνο με σχετικό θέμα και συνεχίζει να την αγαπάει με πάθος. Τον ρωτάω τι ακριβώς εννοούμε σήμερα όταν λέμε world music. «Εμείς την ορίζουμε ως τον τρόπο με τον οποίο εντάσσονται στη σύγχρονη μουσική δημιουργία στοιχεία διαφορετικών παραδόσεων. Αλλά μιλάμε για μουσική μέσα σε ένα σύγχρονο πλαίσιο, δεν εστιάζω τόσο πολύ στο μουσικολογικό στοιχείο - αυτή είναι και η διαφορά με το έθνικ. Η εθνολογική προσέγγιση έχει πολύ ενδιαφέρον σαν πληροφορία, αλλά με ενδιαφέρει περισσότερο πώς αυτά τα στοιχεία εντάσσονται στη σύγχρονη μουσική». Η χρυσή δεκαετία για αυτού του είδους τη μουσική ήταν από το 1995 έως το 2005, τόσο με όρους δισκογραφικής παραγωγής, όσο και κοινού που τότε ανακάλυπτε καινούργια πράγματα. Σήμερα -και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον- τα στοιχεία της world music έχουν απορροφηθεί στην ευρύτερη μουσική παραγωγή. Οπως συμβαίνει πάντοτε στη μουσική!
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφίες: Μάριος Κουρουνιώτης, Δέσποινα Γκιλίτση
64
Ραντεβού στο Bob! Το Bob Theatre Festival επιστρέφει πιστό στο ετήσιο ραντεβού του με τους θεατρόφιλους. Από τις 4 έως τις 10 Μαΐου 22 παραστάσεις -οι έξι εξ αυτών σε πανελλήνια πρώτημας δίνουν ραντεβού στις σκηνές και το φουαγιέ του Bios. Επιπλέον ο Διαγωνισμός Νέων Δημιουργών
Scratch Night και το Celebrity Standup Comedy Night δίνουν δυναμικό παρών στο μεγαλύτερο φεστιβάλ νεανικού θεάτρου της πόλης, που φέτος έχει ως τιμώμενο πρόσωπο τον Κώστα Γάκη. Εμείς ζητήσαμε από τους συντελεστές των έξι παραστάσεων
που κάνουν πρεμιέρα στο Φεστιβάλ να μας παρουσιάσουν τις δουλειές τους. Οι ομάδες Repente, Ρακούν, SoMMA, η Δανάη Επιθυμιάδη με την Κατερίνα Μαυρογεώργη, η Ειρήνη Μαργαρίτη και ο Μάριος Μεττής μας αποκαλύπτουν κάτι από το σύμπαν των νέων τους δημιουργιών.
Σερβίς (work in progress) Σύλληψη-σκηνοθεσία: Δανάη Επιθυμιάδη και Κατερίνα Μαυρογεώργη
Βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να απολαμβάνουμε τη δεύτερη κοινή μας συμμετοχή στο Bob Festival. Μετά τη μουσικοθεατρική παράσταση «Μόνον ωραία» συνειδητοποιήσαμε ότι αυτό το είδος το μουσικοθεατρικό το αγαπάμε πιο πολύ από όλα τα άλλα. Αποφασίσαμε λοιπόν να εξελιχθούμε σε αυτό. Αρχίσαμε μαθήματα κλασικού τραγουδιού και σύγχρονου χορού, μελετήσαμε σολφέζ, αρμονία και φούγκα, μάθαμε στην εντέλεια αρμόνιο, βιολί και κοντραμπάσο, κάναμε μαθήματα κλακέτας, φλαμένγκο και σύστημα Martha Graham, αγοράσαμε πουέντ -δεν τις φορέσαμε όμως ακόμα- και είδαμε το “Dirty dancing” 48 φορές. Επίσης ακούσαμε όλες τις κασέτες του διάσημου life coach Jim Cumberchain και προετοιμαστήκαμε για μια ζωή στρωμένη με ροδοπέταλα και δάφνες. Επιπλέον, πηγαίναμε επί ένα χρόνο για τρέξιμο κάθε μέρα αυστηρά στις 6.20 πμ. ακριβώς. Πανέτοιμες, ένα χρόνο μετά, ερχόμαστε στο Bob ξανά να σας διασκεδάσουμε και να δείτε τι μάθαμε. Και κυρίως, τι πάθαμε.
ΡαΚούν “in progress” - Ομάδα ΡαΚούν Σύλληψη-σκηνοθεσία: Γιάννης Κόκας
Αυτό που ουσιαστικά προετοιμάζουμε είναι η παράστασή μας για τη νέα σεζόν, η οποία θα αποτελείται από αυτοτελείς «ΡαΚούν» ιστορίες. Μία από αυτές, που είναι κι αυτή που θα σας δείξουμε, είναι αφιερωμένη στη μαύρη κωμωδία και στην «πετοφοβία», δηλαδή στον φόβο των αεροπορικών ταξιδιών. Οντας κι εγώ «πετοφοβικός» και έχοντας να ταξιδέψω αεροπορικώς στη Βαρκελώνη ακριβώς μια εβδομάδα μετά την παράσταση, θεώρησα μια καλή ευκαιρία να ανάγω τον φόβο μου για τα αεροπλάνα σε θεατρική δράση. Να σκεφτώ την πιο τρομακτική πτήση, να προκαλέσω το γέλιο μέσα από ιλαροτραγικές συνθήκες και να πω από μέσα μου: «Κοίτα να δεις, εγώ χάνω τον ύπνο μου όταν σκέφτομαι όλα αυτά και αυτοί γελάνε!». Να το ξορκίσω λοιπόν με κάποιον τρόπο. Σε αυτή την αναμέτρηση όμως δεν είμαι μόνος μου. Μαζί μου είναι τέσσερις υπέροχοι άνθρωποι, τέσσερις νέοι ηθοποιοί που κάποτε θα δηλώνω περήφανα ότι «τους ξέρω». Μαζί προσπαθούμε. Με ψωμί κι ελιά που λέμε. Και ξέρω ότι αν πέσουμε, θα πέσουμε αγκαλιά.
65
Απρί λιος 2015
Στροφορμή (work in progress) - Ομάδα SoMMA Σκηνοθεσία: Κατερίνα Μακρή και Εύη Φώτου
Στροφή + Ορμή. Είναι ένα παιχνίδι λόγου και κίνησης, το οποίο προέκυψε από την ανάγκη να δείξουμε με εικόνες μια συγκεκριμένη ανθρώπινη συμπεριφορά. Μια επαναλαμβανόμενη ανθρώπινη δράση μοιάζει πολύ με την κίνηση της γης γύρω από τον άξονά της και γύρω από τον ήλιο. Αν ήταν παιχνίδι τι θα ήταν; Αν ήταν μυθικός ήρωας; Αν ήταν χορός; Τα υπόλοιπα... επί σκηνής!
Μια μέρα όταν ήμασταν νέοι Κείμενο: Νικ Πέιν - Σκηνοθεσία: Μάριος Μεττής
Η φύση του ανθρώπου είναι τόσο πολύπλοκη και σύνθετη, που μας είναι σχεδόν αδύνατον να καταλάβουμε ή να ερμηνεύσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά. Πολλές φορές αποφεύγουμε με κάθε τρόπο να μιλήσουμε για αυτά που πραγματικά μας απασχολούν ή να κάνουμε αυτά που αληθινά θα θέλαμε να κάνουμε. Η αδυναμία αυτή του ανθρώπου, αυτός ο αγώνας και η προσπάθεια που καταβάλλει για να επιβιώσει συναισθηματικά με συναρπάζει. Το έργο τούτο δεν είναι τίποτε άλλο από μία (υπερ)προσπάθεια ανθρώπων να συνυπάρξουν και να επικοινωνήσουν. Είναι απλό και φοβερά σύνθετο. Είναι αληθινό.
Δυο μεγάλες rock punk μύτες - Ομάδα Repente Κείμενο-σκηνοθεσία: Χάρης Χιώτης
Αθήνα 2015. Μια εποχή πίεσης, μια εποχή ανάγκης για μεγάλες αγκαλιές. Μια εποχή που πολλές φορές οι δικαιολογίες ανατρέφουν τις σχέσεις μας, αλλά οι σχέσεις μας χρειάζονται μια μεγαλύτερη δόση αλήθειας και αυθεντικότητας για ν’ αναπτυχθούν. Μια καθημερινότητα που η αιτία και η πρόφαση συνυπάρχουν αρμονικά σε όλα τα επίπεδα. Καιροί που όλοι πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας προς τα μέσα και να δούμε την αλήθεια μας κατάματα, αφήνοντας όμως τον Πινόκιο που κρύβεται εντός μας να φανερωθεί για να προσδώσει μια μικρή δόση ψευδαίσθησης στον ρεαλισμό της καθημερινότητάς μας. Ας αφήσουμε λοιπόν άφοβα τις μύτες μας να μεγαλώσουν και μαζί με αυτές την αλήθεια που βλέπουμε τα πράγματα.
Vote for Andy/Δεν έχει τίποτα ιδιαίτερο να πει (work in progress/παράσταση-έκπληξη) Σκηνοθεσία: Ειρήνη Μαργαρίτη
Διαβάζοντας το βιβλίο «Η φιλοσοφία του Αντυ Γουόρχολ - Από το Α στο Β και πάλι από την αρχή» αισθάνθηκα μια ιδιαίτερη ελευθερία. Από τη μια γελούσα κι από την άλλη έστεκα αμήχανη μπροστά στην αφοπλιστική κι ενίοτε σκληρή αλήθεια του. Μπροστά μου ξεδιπλωνόταν η σκέψη ενός μεγάλου παιδιού. Με τη σοβαρότητα και τη θεωρητικοποίηση ενός ενήλικα όμως. Η αντίφαση αυτή μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον πείραμα να μεταφερθεί στη σκηνή. Ο Αντυ Γουόρχολ κάνει το ασήμαντο-σημαντικό, πράγμα που μοιάζει τόσο με την καθημερινότητά μας, τις ανασφάλειες, αλλά και τις θεωρίες που αναπτύσσουμε για να αντιμετωπίσουμε οποιοδήποτε πρόβλημα. Τα δερματικά του θέματα για παράδειγμα πάνε χέρι-χέρι με τα υπαρξιακά. Βασικά, όπως λέει κι ο τίτλος, είναι μια παράσταση για «τίποτα το ιδιαίτερο». Ενα τίποτα όμως που μπορεί να είναι πολύ βασανιστικό.
66
Κείμενο / Φωτογραφία: Νικήτας Καραγιάννης
67
Απρί λιος 2015
Like a virgin
«Λοιπόν, θα βάλω ίντερνετ!». Η δήλωση-βόμβα που μας ξένισε όλους στην παρέα βγήκε πριν από λίγο καιρό από τα χείλη του αγαπημένου μας φίλου και γνωστού στιχουργού (και στοχαστή) Γιώργου Παυριανού. Οι λίγες αυτές λέξεις κρύβουν τη δύναμη ενός τσουνάμι, κάτι που οφείλεται στο γεγονός ότι ο Γιώργος ήταν ορκισμένος εχθρός του διαδικτυακού σύμπαντος! «Αυτά είναι πράγματα του διαβόλου. Δεν τα θέλω», έλεγε και ξανάλεγε ανένδοτος και με κάθε σοβαρότητα. Μέχρι που το είχαμε πάρει απόφαση ότι ο φίλος μας αποτελεί μουσειακό είδος, ο τελευταίος κάποιας φυλής χαμένης στα βάθη μιας ενεξερεύνητης αντι-κοσμικής ζούγκλας. Ο Γιώργος όχι μόνο έβαλε ίντερνετ, αλλά από την πρώτη κιόλας μέρα εισέβαλε «με χίλια» και στο Facebook αποκτώντας -όπως ήταν αναμενόμενο- μερικές δεκάδες φίλους εν ριπή οφθαλμού. Από τότε τον παρακολουθώ ανελλιπώς θέλοντας να μου μιλήσει on the record για όλον αυτόν τον κόσμο που ανοίχτηκε ξαφνικά μπροστά του. Φυσικά, η συνέντευξη έγινε μέσω e-mail ώστε να μπούμε καλύτερα στην ατμόσφαιρα. «Τι σκεφτόσουν πριν για το ίντερνετ/Facebook και τι τώρα που τα χρησιμοποιείς;» αρχίζω να τον ρωτάω. «Για χρόνια το μόνο ηλεκτρονικό αντικείμενο που είχα για να γράφω ήταν μια ηλεκτρική γραφομηχανή Οlivetti», μου απαντάει και φέρνω στο μυαλό μου την εικόνα του μπροστά στην γραφομηχανή, στολίδι του γραφείου του. «Προτιμούσα το χειρόγραφο και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να γίνονται λάθη όταν το έστελνα για δημοσίευση στο περιοδικό που συνεργάζομαι. Επίσης έπρεπε το κείμενο να το χτυπήσει κάποιος για να τυπωθεί. Χανόταν έτσι πολύτιμος χρόνος που στην εποχή μας είναι χρήμα. Παρόλα αυτά επέμενα θεωρώντας το ίντερνετ ανακάλυψη του διαβόλου. Πολλές φορές έχανα δουλειές γιατί δεν είχα ένα mail να μου στείλουν μουσικές για να γράψω στίχους. Ηθελα μια πληροφορία και χανόμουν με τις ώρες μέσα στα βιβλία και στα λεξικά. Πλήρωνα ένα σωρό λεφτά στην κινητή τηλεφωνία για να μιλήσω με ανθρώπους της δουλειάς ή με αγαπημένα πρόσωπα».
Αναρωτιέμαι τι συνήθιζαν να του λένε οι γνωστοί και οι συνεργάτες του. «Ολοι με κοίταζαν σαν UFO. 'Μα καλά, δεν έχεις ένα laptop, ένα tablet, ένα smartphone έστω, να κάνεις τη δουλειά σου;' με ρωτούσαν εχθροί και φίλοι. 'Εγώ αυτόν τον 666 δεν θα τον βάλω στο σπίτι μου!' απαντούσα και πήγαινα στα γραφεία της Οlivetti, στον αγαπημένο μου Μπάμπη Σολωμονίδη, για να προμηθευτώ μελανοταινίες, διορθωτικά,να χαζέψω παλιές γραφομηχανές». Τον ρωτάω πώς έγινε η αρχή. «Μια μέρα ένας φίλος μου πούλησε, μάλλον μου χάρισε, ένα laptop. Τα κορίτσια από τη yogart, τη σχολή γιόγκα που είναι κάτω από το σπίτι μου, μου έδωσαν δωρεάν WiFi και ο φίλος μου Δημήτρης Γαλάνης μου έμαθε τα βασικά. Και μπήκα στον κόσμο του ίντερνετ!». «Τι σου αρέσει περισσότερο και τι λιγότερο σε όλο αυτό; Σε βοηθάει;», είναι η επόμενη ερώτησή μου. «Ηταν όπως το είχα φανταστεί. Τα πάντα όλα! Γνώσεις που τις αποκτούσα με το πάτημα ενός κουμπιού. Τραγούδια και ταινίες που άκουγα και έβλεπα χωρίς να πληρώνω φράγκο. Πληροφορίες και φωτογραφίες για οτιδήποτε και οποιονδήποτε εντός και εκτός της Ελλάδος. Φίλοι στο Facebook που θα χρειαζόμουν χρόνια στην πραγματική ζωή για να τους γνωρίσω. Τσόντες που ούτε στις πιο καυλερές φαντασιώσεις μου δεν είχα σκεφτεί. Γνώμες και απόψεις επί παντός επιστητού. Ειδήσεις την ώρα που συνέβαιναν. Ναι, το ίντερνετ είναι η πιο γλυκιά κόλαση που έχω γνωρίσει!». Οσο για το πώς αντέδρασε στην αρχή; «Για μέρες και νύχτες χάθηκα σε έναν ψηφιακό κόσμο εκεί που έχεις ό,τι ζητήσεις, σε χρόνο dt, χωρίς να πληρώνεις, χωρίς να εκτίθεσαι, χωρίς να έχεις δέσμευση με κανένα. 'Καλώς όρισες στο παρεάκι!' μού έγραφαν φίλοι και γνωστοί. 'Καλώς σας βρήκα', απαντούσα ενθουσιασμένος και χτυπούσα τα πλήκτρα με μανία για να προλάβω να απαντήσω σε όλους, να κάνω like, να γράψω ένα σχόλιο».
Ο ίδιος παραδέχεται ότι είναι πολύ εθιστικό. «'Θα κολλήσεις!' με προειδοποίησε ο Σταμάτης Κραουνάκης. 'Τι εννοείς; Εχω κολλήσει ήδη!'. Τώρα κάθε μέρα που ξυπνάω, φτιάχνω τον καφέ και τρέχω να ανάψω το HP. Παρακολουθώ ό,τι γίνεται και μετά αμολάω την παρόλα μου». Στο Facebook του αρέσουν τα πάντα, μου λέει: «Kαι αυτοί που βρίζουν και αυτοί που δεν βρίζουν και αυτοί που έχουν γνώμη και αυτοί που πατάνε μόνο like ή ανεβάζουν ένα βίντεο. Μπροστά στα μάτια μου περνάνε σκυλιά, γατιά, φωτογραφίες πεθαμένων, ζωντανών, πόζες, έξυπνα σχόλια και σχόλια προκάτ, πολιτικές καταγγελίες, επαγγελματικές και ερωτικές προτάσεις. Μια και είμαι στιχουργός, τα σχόλια μου τα κάνω σε στίχο. Μερικοί μου απαντάνε και αυτοί σε στίχο. Είναι το καλύτερό μου! Πολιτικά σχόλια αποφεύγω να κάνω. Εχω άποψη, πιστεύω σε μια λιτή, φτωχική Ελλάδα, που ξέρει ποιo είναι το καλό λάδι, το καλό ψωμί και το καλό κρασί, το ωραίο τραγούδι και το όμορφο λουλούδι. Πολλοί μού στέλνουν μουσικές να γράψω στίχους, ενώ παλιά θα χρειαζόταν να κάνουμε ραντεβού, να μου δώσουν το CD, να το ακούσω, να κάτσω να το γράψω, να ξανασυναντηθούμε, να κάνουμε αλλαγές...». Ολοκληρώνουμε την κουβέντα μας ρωτώντας τον εάν έχει μετανιώσει που δεν χρησιμοποιούσε το διαδίκτυο μέχρι τώρα. «Χρησιμοποιώ μόνο δύο μήνες το ίντερνετ και πρέπει να καλύψω ένα κενό 20 χρόνων. Αν πρέπει να το χαρακτηρίσω με μια λεξη, αυτή είναι 'ξεκαυλωτήρι': αισθημάτων, απόψεων, αποτυχημένων προσωπικών επαφών, σεξουαλικών φαντασιώσεων. Αντε να το πω 'κουτί της Πανδώρας'. Είναι το απόλυτο κακό. Μπαίνεις και δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής. 'Αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς, κανείς δεν θα μπορέσει να σε βγάλει, μονάχος βρες την άκρη της κλωστής κι αν είσαι τυχερός ξεκίνα πάλι', που λέει και ο Νίκος Γκάτσος. Περιμένω να δω πόσα like θα πατήσετε», καταλήγει.
68
Κείμενο: Δημήτρης Χαλιώτης / Φωτογραφία: Στέφανος Καστρινάκης
69
Απρί λιος 2015
Απροσδιόριστος έρωτας
Η Νατάσα Τριανταφύλλη είναι ένας άνθρωπος που αγαπά βαθιά το θέατρο, αλλά αγαπά πολύ και τη ζωή. Είναι δηλαδή ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Ξέρεις ότι μπορείς να πας για καφέ μαζί της και δεν θα μιλάτε δυο ώρες μόνο για το θέατρο. Με λίγα λόγια, δεν είναι μία αυτιστική καλλιτέχνιδα. «Στην Ελλάδα ακόμα είμαστε πολύ συμπλεγματικοί με το θέμα της αφοσίωσης σε κάτι. Θεωρούμε ότι η αφοσίωση συνεπάγεται στέρηση, ενώ αντίθετα το να λες πως δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς την τέχνη σου επιτάσσει το να είσαι πολύ ανοιχτός στη ζωή για να μπορέσεις επιστρέψεις τις εμπειρίες σου στην τέχνη σου», μου λέει. Την πρωτοσυνάντησα πριν από σχεδόν δύο χρόνια με αφορμή την πρώτη της σκηνοθετική δουλειά, την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή στο Αίθριο του Μουσείου Μπενάκη. Προσωπικά είχα βρει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα την ανάγνωσή της. Για πρώτη αφορά άκουσα τα Χορικά, κατάλαβα το κείμενο. Η ίδια δεν πτοήθηκε από κάποιες αρνητικές κριτικές. «Νομίζω ότι είχαν όλοι δίκιο. Και εμείς που την κάναμε και οι σχεδόν πέντε χιλιάδες θεατές που την είδαν και αυτοί που έγραψαν καλά και αυτοί που έγραψαν κακά. Στο θέατρο τα πράγματα λειτουργούν για τον καθένα ξεχωριστά. Προσωπικά είμαι ευγνώμων που έγινε όλο αυτό», μου επισημαίνει. Πριν ακόμα την πρεμιέρα της «Αντιγόνης» ήξερε την επόμενη θεατρική της δουλειά. Είχε μόλις διαβάσει τους «Αδελφούς Καραμάζοφ» του Ντοστογιέφσκι κι είχε αρχίσει να στροβιλίζεται στο κεφάλι της η τρελή ιδέα να τους μεταφέρει στο θέατρο. «Είναι όπως όταν ερωτεύεσαι κάποιον και δεν ξέρεις απαραίτητα γιατί τον ερωτεύεσαι. Είπα ότι θα το κάνω από μία παρόρμηση», μου εξηγεί. Χρειάστηκαν σχεδόν δύο χρόνια για να πάρει σάρκα και οστά αυτή η ιδέα της. Από τις 14 Απριλίου οι «Αδελφοί Καραμάζοφ» ζωντανεύουν στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης σε διασκευή του Διονύση Καψάλη, σκηνοθεσία της Νατάσας, μουσική της Μόνικα και με μία ομάδα εξαιρετικά ταλαντούχων ηθο-
ποιών (Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Λένα Παπαληγούρα, Αντίνοος Αλμπάνης, Βασιλική Τρουφάκου, Αινείας Τσαμάτης, Μπάμπης Γαλιατσάτος και Μελέτης Ηλίας). «Λίγο πριν την πρεμιέρα κατάλαβα ότι υπάρχει κάτι σε αυτό το μυθιστόρημα με το οποίο ταυτίζομαι πολύ. Αυτή η πίστη ότι δεν γίνεται να φτάσεις στο δυνατό φως αν δεν περάσεις από το βαθύ σκοτάδι», μου εξομολογείται. Δεν υιοθετεί όμως την άποψη ότι ο Ντοστογιέφσκι σκιαγραφεί μία αέναη μάχη του ανθρώπου ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. «Δεν είναι μάχη. Είναι μια βαθιά αποδοχή ότι υπάρχουν και τα δύο μέσα μας. Είναι τόσο γενναίος ο τρόπος που βλέπει τους ανθρώπους ο Ντοστογιέφσκι που σε αναγκάζει να βλέπεις τα πράγματα πολύ πιο συνολικά από αυτό που μας βολεύει να τα βλέπουμε για να καθησυχάζει ο καθένας μας τον εαυτό του», σχολιάζει. «Εδώ που τα λέμε, σε μια εποχή σαν τη δική μας είναι παράδοξο να ζητάς από τους ανθρώπους σαφήνεια», γράφει ο Ντοστογιέφσκι στον πρόλογο των «Αδελφών Καραμάζοφ». Αραγε σε ποια σαφήνεια αναφέρεται; «Μιλάει για μία σαφήνεια που περικλείει πολλά και όχι ένα. Η σαφήνεια έχει να κάνει με τη γενναιότητα. Ο Ντοστογιέφσκι ανατέμνει τις ανθρώπινες ψυχές χωρίς να χρησιμοποιεί όρους ψυχολογίας. Στα μυθιστορήματά του βλέπεις 'βουτιές'. Μια 'βουτιά' είναι και ο καραμαζοφικός άνθρωπος. Υπάρχει μία πολύ ωραία φράση μέσα στο έργο, που λέει 'θέλουμε να χαίρεστε ωσάν παιδιά'. Τα παιδιά κάνουν 'βουτιές', δεν φοβούνται, ζουν στο κόκκινο τις καταστάσεις, δεν χτίζουν τον τοίχο τους για να επιβιώσουν όπως κάνουμε όλοι μας», παρατηρεί η Νατάσα. Μια «βουτιά» είναι κι αυτή η παράσταση. Μια «βουτιά», που προέκυψε από αυτή τη μικρή μετατόπιση μέσα της, την οποία αισθάνθηκε διαβάζοντας το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. «Ενιωσα πολύ μικρή, αλλά ωραία μικρή. Αρχισα να βλέπω τα πράγματα γύρω μου αλλιώς. Μέσα από το πρίσμα μίας θεώρησης ότι δεν υπάρχει μόνο αυτό που καταλαβαίνω, αλλά κι αυτό
που δεν καταλαβαίνω», παραδέχεται. Η λέξη-κλειδί όμως είναι το «ανέξοδα». «Ναι, το 'ανέξοδα' είναι μία προσωπική μου μετατόπιση. Πριν ήμουν πολύ πιο σκληρή. Συνειδητοποίησα ότι δεν ζει κανένας ανέξοδα και ίσως να μην προλαβαίνουμε να το σκεφτούμε αυτό», συμπληρώνει. Αν και ο Ντοστογιέφσκι δεν είναι θεατρικός συγγραφέας, η διαδικασία της θεατρικής διασκευής δεν δυσκόλεψε ιδιαίτερα τη Νατάσα και τους συνεργάτες της. «Η στιγμή που αποφασίσαμε να το κάνουμε ήταν όταν παρατήρησα πόσο εξαιρετικά δομημένο είναι. Εχει δώδεκα κεφάλαια -καθόλου τυχαίο φυσικά- και έχει έναν κεντρικό ήρωα, τον Αλιόσα. Μοιάζει σαν να διαγράφει την πορεία του Αλιόσα ανά συνθήκη και ανά κατάσταση. Αυτό είναι πολύ θεατρικό και σκηνικά δόκιμο», μου εξηγεί υπογραμμίζοντας ότι από τη βασική πλοκή του βιβλίου λίγα πράγματα έχουν αφήσει έξω. Επειδή ωστόσο είναι ένας άνθρωπος που πατάει και με τα δύο πόδια στη γη, η Νατάσα σπεύδει να προτείνει στους θεατές ότι το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να διαβάσουν το μυθιστόρημα. «Η παράσταση αυτή είναι απλά η έμπνευση που προκάλεσε σε όλους εμάς η ανάγνωση αυτού του μυθιστορήματος. Αυτό προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε. Δεν αξίζει να μπεις σε κανέναν άλλον αγώνα». Μετά το τέλος της κουβέντας μας και πριν ανανεώσουμε το ραντεβού μας για το Θέατρο Τέχνης και την παράστασή της, πήγαμε σε έναν συγκλονιστικό φούρνο στο Κουκάκι, που ήξερε η Νατάσα. Προσωπικά απήλαυσα το ίδιο τη συζήτηση για τον Ντοστογιέφσκι με τα λαχταριστά αρτοσκευάσματα του «Τάκη». Δεν ξέρω αν γίνομαι ασεβής, αλλά νομίζω έχουν και τα δύο την αξία τους. Κάτι μου λέει ότι μάλλον συμφωνεί και η Νατάσα.
Κείμενο: Πόπη Διαμαντάκου / Φωτογραφία: Νικήτας Καραγιάννης
70
Είμαστε όλοι Εξαρχειώτες
Ποιοι είναι αυτοί που ελέγχουν ποιος θα πάει και ποιος όχι στα Εξάρχεια, μία γειτονιά αθηναϊκή, κεντρική, πυκνοκατοικημένη, μεσοαστική και ιστορική; Και ποιοι είναι αυτοί που τους επιτρέπουν να το πράττουν; Κι αν νομίζει κανείς ότι το φαινόμενο ενέσκηψε αιφνιδίως και μόνον εξ αφορμής της επισκέψεως του υπουργού Βαρουφάκη και της συμβίας του σε ταβερνούλα στην εν λόγω γειτονιά, μια όμορφη βραδιά του φετινού Απρίλη, εθελοτυφλεί και αυτός σε ένα αθηναϊκό δράμα δίχως τέλος. Γιατί η υπόθεση των Εξαρχείων έχει πλέον ξεπεράσει κάθε όριο υπομονής και ανοχής, όχι των κατοίκων τους, αλλά όλων εκείνων των πολιτών, οι οποίοι δεν διανοούνται ότι υπάρχουν περιοχές-άβατα σε μια σύγχρονη, ευρωπαϊκή πόλη. Κι όμως, θυμάμαι πριν από τρία-τέσσερα χρόνια πώς χλώμιασε φίλος πολιτικός, όταν αποφάσισε η παρέα να πάει σε εξαρχειώτικη ταβερνούλα και μάλιστα διασχίζοντας με τα πόδια την περιοχή της πλατείας. Προτίμησε να ακολουθήσει διαφορετική από τους υπόλοιπους διαδρομή, κάνοντας απίθανους κύκλους, προσπαθώντας να μείνει μακριά από φώτα. Μου φάνηκε σαν τη μεγαλύτερη ήττα της δημοκρατίας εκείνος ο φόβος. Και ήταν. Και είναι. Είναι ήττα του αθηναϊκού πολιτισμού να υπάρχει έστω και μια σπιθαμή σε αυτή την πόλη απαγορευμένη σε οποιονδήποτε πολίτη, κάτοικό της ή μη. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για τη γειτονιά που κάποτε έμειναν ο Νικό-
λαος Γύζης (στο ωραίο νεοκλασικό απέναντι της οδού Καντακουζηνού), ο Κωστής Παλαμάς (Ασκληπιού) και ο Σουρής (Καλλιδρομίου), ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (στην Κουντουριώτου) και ο Κάρολος Κουν, ο Λεωνίδας Κύρκος, ο Παναγής Τσαλδάρης και ο Χαρίλαος Τρικούπης, η Βέμπο και η Παξινού και αργότερα, στις μέρες των νιάτων μας, οι ποιητές της αμφισβήτησης, ο Νικόλας Ασιμος και η Κατερίνα Γώγου. Είναι αυτή η γειτονιά που δημιουργήθηκε πρώτη απ' όλες πέριξ του κέντρου της πρωτευούσης, τότε τη δεκαετία του 1830, όταν οι σπουδαίοι αρχιτέκτονεςπολεοδόμοι, ο Κλεάνθης και ο σύντροφός του ο Σάουμπερτ χάραζαν τους αθηναϊκούς δρόμους. Εκεί στη Νεάπολη -Εξάρχεια όπως μετονομάστηκε το μεγαλύτερο μέρος της αργότερα, λόγω ενός μεγαλεμπόρου της Θεμιστοκλέους- συγκεντρώθηκαν οικογενειάρχες, τεχνίτες, άνθρωποι του μόχθου και της δημιουργίας, μαρμαράδες από την Τήνο, λατόμοι από την Ανδρο και τη Σκόπελο, ξυλουργοί από την Κάρπαθο, κτιστάδες από τη Νάξο: «Αι σημεριναί οδοί Νικηταρά, Μαυροκορδάτου, Κιάφας, Ζαλόγγου, Σουλίου, Γραβιάς, Λόντου, Κωλέττη, Τζαβέλα, Μάνης, Μεσολογγίου είναι υπολείμματα των δρόμων του Προαστίου της Νεαπόλεως, του οποίου ο οικισμός υπήρξεν η κοιτίς των περισσοτέρων από τους ονομαστούς τεχνίτας και καλλιτέχνας του 19ου αιώνος και των αρχών του 20ού», γράφει ο Κώστας Μπίρης στο έξοχο πόνημά του για τη δημιουργία της πόλης των Αθηνών.
Σε ποιους λοιπόν τα έχουμε εκχωρήσει όλα αυτά; Σε ποιους επιτρέπουμε να παριστάνουν τους υπεράνω αρχών, θεσμών και ιστορίας και να καπηλεύονται μνήμες ιερές τόπου και ανθρώπων, να εμφανίζονται ως ιδιοκτήτες ολόκληρης της γειτονιάς των Εξαρχείων και αυτόκλητοι συντηρητές της μνήμης δύο 15χρονων θυμάτων της αστυνομικής βίας, του Καλτεζά το 1985 και του Γρηγορόπουλου το 2008, που πρόσθεσαν επιπλέον βαρείς συμβολισμούς στην περιοχή. Το χειρότερο είναι ότι ουδείς συζητά γι' αυτή την ανεπίτρεπτη, ανίερη εκχώρηση μιας φέτας της πόλης σε νταήδες που αυτοσυστήνονται «αντιεξουσιαστές», αλλά οι ίδιοι ασκούν την πιο στυγνά φασιστική εξουσία, αυτή του τρόμου και της βίας. Και το ακόμη χειρότερο είναι ότι και όταν γίνεται συζήτηση, αυτή αφορά το κοσμικόν σκέλος του προβλήματος, αν δηλαδή την επίθεση τη δέχθηκε φίρμα της πολιτικής, όπως εν προκειμένω ο Βαρουφάκης. Αν έφαγε μούτζα ή γιαούρτι. Λες και πρόκειται για επικοινωνιακό γεγονός, όπου σημασία έχουν οι φαντασμαγορικές λεπτομέρεις. Τι είπε, τι του είπαν, πώς αντέδρασε η σύζυγος. Και αγνοείται η ουσία, ότι σε καμιά δημοκρατία του κόσμου δεν νοείται ύπαρξη περιοχών υπό την κατοχή νταήδων.